You are on page 1of 242

ΧΑΡΟΚΟΠΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΔΙΑΙΤΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ

ΠΑΝΟΥΡΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ

ΑΝΤΙΟΞΕΙΔΩΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΦΥΤΟΧΗΜΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ ΣΤΑ


ΒΟΤΑΝΑ ΚΑΙ ΚΑΡΚΙΝΟΣ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΑΘΗΝΑ 2004
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Κύριος στόχος της πτυχιακής αυτής εργασίας ήταν η μελέτη των


αντιοξειδωτικών και φυτοχημικών ουσιών των βοτάνων και των φυτών γενικότερα με
σκοπό την αναζήτηση του ρόλου τους στην χημειοπροφύλαξη έναντι του καρκίνου.
Το θέμα της εργασίας υποδείχθηκε από την Καθηγήτρια κ. Μ. Σκουρολιάκου,
την οποία και ευχαριστώ θερμά για την καθοδήγηση, συμπαράσταση και ενθάρρυνσή
της σε όλα τα στάδια της εργασίας καθώς και για τις υποδείξεις της και τις
εποικοδομητικές παρατηρήσεις της.
Τον Επίκουρο Καθηγητή κ. Ε. Πολυχρονόπουλο και την Λέκτορα κ. Α.
Κυριακού, μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής, ευχαριστώ για την φιλική ατμόσφαιρα
συνεργασίας που μου πρόσφεραν όλα αυτά τα χρόνια και την βοήθεια των γνώσεών
τους με τις οποίες κατόρθωσα να εμπεδώσω τις ήδη υπάρχουσες γνώσεις και να
αποκτήσω καινούργιες.
Τον Λέκτορα κ. Γ. Μπόσκου, ευχαριστώ για την πολύτιμη βοήθειά του σε
θέματα χημείας των ενώσεων.
Ευχαριστώ επίσης τα μέλη της Βιβλιοθήκης του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου
για την βοήθεια στην αναζήτηση βιβλιογραφικών δεδομένων και την συμπαράστασή
τους στο έργο μου.
Τέλος, ευχαριστώ όλα τα μέλη ΔΕΠ για την βοήθειά τους που είναι
πραγματικά ανεκτίμητη, καθώς τις γνώσεις και τις εμπειρίες τους στον κλάδο της
Διαιτολογίας, προσπαθούν με τον καλύτερο δυνατόν τρόπο να τις μεταφέρουν στους
μαθητές τους.

Αθήνα, Ιούλιος 2004 Πανουργιά Κατερίνα


ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο καρκίνος αποτελεί μία από τις σημαντικότερες αιτίες θανάτου στις ανεπτυγμένες
χώρες. Το υψηλό ποσοστό θνητότητας έχει επιβάλλει μια διαφορετική προσέγγιση
για τον έλεγχο της νόσου, όπως η χημειοπροφύλαξη. Η χημειοπροφύλαξη, η οποία
ορίζεται ως η χρήση ουσιών που αναστέλλουν ή αποτρέπουν την βιολογική εξέλιξη
της καρκινογένεσης, στοχεύει σε θεραπευτική παρέμβαση σε πρώιμα στάδια της
καρκινογένεσης πριν την εμφάνιση του καρκίνου. Προς αυτήν την κατεύθυνση έχουν
μελετηθεί από πλευράς φυσικών ουσιών, ένας μεγάλος αριθμός ετερογενών
συστατικών, γνωστοί ως φυτοχημικοί παράγοντες (phytochemicals) που περιέχονται
σε βότανα, φρούτα και λαχανικά και έχουν επιδείξει χημειοπροφυλακτική δράση
έναντι διαφόρων μορφών καρκίνου σε ποικίλλες in vitro, in vivo αλλά και
επιδημιολογικές μελέτες. Απομένει η εφαρμογή σε κλινικές μελέτες για τις
περισσότερες από αυτές έτσι ώστε να αξιολογηθούν περαιτέρω σε μελέτες
παρέμβασης πριν την εφαρμογή τους στον άνθρωπο. Ανάμεσα σε αυτά τα λεγόμενα
δευτερογενή συστατικά ξεχωρίζουν για την δράση τους έναντι του καρκίνου τα
φλαβονοειδή, οι ισοφλαβόνες, διάφορα φαινολικά οξέα, τα καροτενοειδή, τα
λιμονοειδή, οι φυτοστερόλες, οι σουλφυδο-ενώσεις του γένους Allium, οι
ισοθειοκυανάτες και οι γλυκοσινολάτες. Αυτές οι ενώσεις είναι ευεργετικές για την
υγεία του ανθρώπου καθώς καταστέλλουν βλαβερές οξειδωτικές διαδικασίες,
ενεργοποιούν την αποτοξίκωση των καρκινογόνων παραγόντων από τα ξενοβιοτικά
ένζυμα του μεταβολισμού, επιδρούν στην κυτταρική διαφοροποίηση και την
απόπτωση, επεμβαίνουν στην έκφραση και λειτουργική ενεργοποίηση των
ογκοκατασταλτικών γονιδίων, στην αγγειογένεση και την μετάσταση καθώς και στην
ορμονική και αυξητική κατάσταση των κακοήθων κυττάρων. Για όλους αυτούς τους
λόγους, η παρουσία αυτών των χημικών ενώσεων στα φυτά αποτελεί, μαζί με την
ευεργετική δράση των περιεχόμενων βιταμινών και μετάλλων, έναν επιπλέον λόγο
για να συνιστάται η κατανάλωσή τους στην καθημερινή μας διατροφή.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ........................................................................................................1
2. ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΚΙΝΟΓΕΝΕΣΗΣ................................................................3
3. ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΡΙΖΕΣ............................................................8
4. ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΟΠΡΟΦΥΛΑΞΗΣ ΚΑΙ ΦΥΤΟΧΗΜΙΚΕΣ
ΕΝΩΣΕΙΣ.........................................................................................................11
5. ΑΝΤΙΟΞΕΙΔΩΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΦΥΤΟΧΗΜΙΚΕΣ ΕΝΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΥΤΩΝ ΜΕ
ΔΡΑΣΗ ΣΤΟΝ ΚΑΡΚΙΝΟ..............................................................................13
5.1 Πολυφαινολικές ενώσεις................................................................................15
5.1.1 Απλές φαινόλες......................................................................................17
5.1.2 Φαινολικά οξέα......................................................................................21
5.1.3 Φλαβονοειδή..........................................................................................25
5.1.4 Στιλβένια................................................................................................53
5.1.5 Λιγνάνες.................................................................................................55
5.2 Τερπένια.........................................................................................................57
5.2.1 Καροτενοειδή.........................................................................................58
5.2.2 Λιμονοειδή.............................................................................................62
5.2.3 Φυτοστερόλες.........................................................................................63
5.3 Σουλφιδο-ενώσεις..........................................................................................65
5.4 Γλυκοσινολάτες – Ισοθειοκυανάτες...............................................................69
5.5 Αλκαλοειδή....................................................................................................72
5.6 Χλωροφύλλη και τα παράγωγά της................................................................77
5.7 Σάκχαρα και παράγωγα σακχάρων................................................................79
5.8 Λιπαρά οξέα...................................................................................................85
5.9 Άλλες ενώσεις................................................................................................87
6. ΣΥΖΗΤΗΣΗ.....................................................................................................93
7. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ..............................................................................................96
8. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
8.1 Συγκεντρωτικός πίνακας αντιοξειδωτικών και φυτοχημικών ενώσεων.....150
8.2 Πίνακες φυτών ανάλογα με την περιεκτικότητα τους σε φυτοχημικές
ενώσεις...............................................................................................................157
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η νοσηρότητα και η θνησιμότητα από κακοήθη νεοπλάσματα (καρκίνος)


αποτελούν σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας σε κάθε χώρα. Ο Παγκόσμιος
Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι ο καρκίνος προσβάλλει περίπου 6 εκατομμύρια άτομα
ετησίως. Σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της Eurostat που περιέλαβε και στοιχεία
του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ) και του
Παγκόσμιου Οργάνισμού Υγείας (ΠΟΥ), ο καρκίνος μαζί με τις ασθένειες του
κυκλοφορικού και τις καρδιοπάθειες αποτελούν τις σημαντικότερες αιτίες
θνησιμότητας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αν και από τη δεκαετία του '70 παρατηρείται
συνεχής κάμψη των πρώιμων, κάτω των 65 ετών, θανάτων ανά 10.000 κατοίκους.
Ωστόσο, σύμφωνα με την έκθεση, ο καρκίνος παραμένει μείζον πρόβλημα, καθώς το
25% των θανάτων στην Ευρωπαϊκή Ενωση προκαλείται από τα κακοήθη
νεοπλάσματα 1.

Στην Ελλάδα πάνω από 30.000 νέα περιστατικά καρκίνου εμφανίζονται κάθε
χρόνο, ενώ αντίστοιχα αυτοί που χάνουν τη μάχη για τη ζωή ανέρχονται σε 18.000.
Σύμφωνα με τα επιδημιολογικά στοιχεία μέσα στο 1990 εμφανίστηκαν περίπου
1.300.000 νέα περιστατικά καρκίνου στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ένας
στους τρεις Ευρωπαίους προσβάλλεται από καρκίνο σε κάποιο στάδιο της ζωής του.
Προ δύο - τριών δεκαετιών, το πρόβλημα του καρκίνου δεν ήταν τόσο έντονο στον
ελληνικό χώρο, αλλά και σε άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης, ιδίως σε σύγκριση με
τις χώρες της Βορειοδυτικής Ευρώπης. Η ευνοϊκή όμως για την Ελλάδα κατάσταση
φαίνεται να αλλάζει και θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι σε λίγα χρόνια θα υπάρξει
σύγκλιση της Ελλάδας με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες 1.

Στις περισσότερες νεοπλασίες παρατηρείται μια διαχρονική τάση αύξησης της


αντίστοιχης επίπτωσης, ενώ μόνο στους καρκίνους του στομάχου και του τραχήλου
της μήτρας υπάρχουν σαφείς ενδείξεις διαχρονικής μείωσης της συχνότητάς τους. Για
ορισμένα είδη καρκίνου, όπως του εντέρου, του μαστού, του πνεύμονος και του
προστάτη, παρατηρείται στη χώρα μας ετήσια αύξηση κατά 2-3%. Πάντως, με βάση
τη συχνότητα εμφάνισης καρκίνων στην Eυρωπαϊκή Ένωση, έχει υπολογισθεί ότι τα
επόμενα χρόνια ένας στους τρεις άνδρες και μία στις τέσσερις γυναίκες στην EE
μπορεί να έχουν κάποια στιγμή ως την ηλικία των 75 ετών επηρεαστεί άμεσα από την
ασθένεια 1,2,3.

1
Μεγάλη προσπάθεια και πολλά χρήματα έχουν επενδυθεί σε βασικές
βιολογικές μελέτες για την καταπολέμηση του καρκίνου. Παρά την πρόοδο για την
βελτίωση συνδυασμένων ογκολογικών και χειρουργικών αντικαρκινικών
θεραπευτικών μεθόδων όμως, οι δείκτες θνητότητας για τους περισσότερους τύπους
καρκίνου δεν έχουν μειωθεί σημαντικά τα τελευταία 25 χρόνια. Η πρόγνωση για έναν
ασθενή με μεταστατικό καρκίνο του πνεύμονα, του παχέως εντέρου, του μαστού ή
του προστάτη, που αποτελούν τις τέσσερις πιο κοινές και πιο θανατηφόρες μορφές
καρκίνου, παραμένει κατώτερη των προσδοκιών. Η αντιμετώπιση του καρκίνου με
τις συμβατικές μεθόδους θεραπείας (ακτινοβολίες, χημειοθεραπεία, χειρουργικές
επεμβάσεις), αν και έχει καταστήσει πολλούς καρκίνους ιάσιμους ή επιδεκτικούς
ανακουφιστικής αντιμετώπισης, δεν φαίνεται τελικά να είναι ιδιαίτερα
αποτελεσματική. Μικρή είναι η πρόοδος στην αντιμετώπιση των επιθηλιακών όγκων
του αναπνευστικού και του πεπτικού σωλήνα όταν γίνουν κλινικά αντιληπτοί 4.

Η αδυναμία των συνδυασμένων ογκολογικών και χειρουργικών


αντικαρκινικών θεραπευτικών μεθόδων να μειώσουν ουσιαστικά την θνητότητα του
επιθηλιακού καρκίνου όταν ο όγκος γίνεται πλέον κλινικά ανιχνεύσιμος οδήγησε
στην μετατόπιση του ενδιαφέροντος της έρευνας προς την χημειοπροφύλαξη 5.
Χημειοπροφύλαξη είναι η χρήση φυσικών ή συνθετικών ουσιών, ή φαρμάκων που
στοχεύουν στην αιτιολογική αντιστροφή ή καταστολή της βιολογικής εξέλιξης της
καρκινογένεσης και συνεπώς την πρόληψη του επιθηλιακού καρκίνου (μαστού,
πνεύμονα, στομάχου, εντέρου). Οι βασικές αρχές της χημειοπροφύλαξης βασίζονται
στην θεωρία του πεδίου της καρκινογένεσης και της πολυσταδιακής καρκινογένεσης
6
.

Η χημειοπροφύλαξη από τον καρκίνο με τη χρήση φυσικών ουσιών, είναι


σήμερα μια θεμελιώδης επιστημονική τάση. Από πλευράς φυσικών ουσιών, πολλοί
φυτοχημικοί παράγοντες (phytochemicals) που περιέχονται σε βότανα, φρούτα και
λαχανικά έχουν επιδείξει χημειοπροφυλακτική δράση έναντι διαφόρων μορφών
καρκίνου σε ποικίλλες in vitro και in vivo μελέτες. Πολλές από αυτές ανήκουν στην
κατηγορία των αντιοξειδωτικών και εμφανίζουν χημειοπροστατευτική δράση λόγω
της ικανότητας τους να καταστέλλουν βλαβερές οξειδωτικές διαδικασίες δρώντας ως:
εκκαθαριστές ελευθέρων ριζών, δότες υδρογόνου, δότες ηλεκτρονίων, αποικοδομητές
υπεροξειδίων, αναχαιτιστές των μονήρων οξυγόνων, αναστολείς ενζύμων,

2
παράγοντες χειλιώσεως 7. Οι καθημερινές τροφές περιλαμβάνουν μεγάλη ποικιλία
εκκαθαριστών ελευθέρων ριζών, έτσι λαχανικά, φρούτα, τσάι, κρασί, βότανα κλπ,
είναι προϊόντα πλούσια σε φυσικές αντιοξειδωτικές ουσίες, όπως φλαβονοειδή,
ανθοκυανίνες, καροτενοειδή και βιταμίνες 8 . Τα διαιτητικά αντιοξειδωτικά μπορούν
να συμβάλουν στη μείωση παραγωγής ελευθέρων ριζών καθώς επίσης και του
οξειδωτικού στρες γενικά, προστατεύοντας την οξείδωση της LDL και τη
συγκόλληση των αιμοπεταλίων και αναστέλλοντας τη σύνθεση των προ-φλεγμονικών
κυτοκινών 9. Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι μεγαλύτερες προσλήψεις
αυτών των συστατικών συνδέονται με μικρότερο κίνδυνο θνησιμότητας από
καρκίνο10 .

Σκοπός της εργασίας αυτής είναι η ανασκόπηση των φυτοχημικών και


αντιοξειδωτικών παραγόντων των φυτών και των μηχανισμών δράσης τους, που
έχουν τεκμηριωθεί έως σήμερα στον τομέα της χημειοπροφύλαξης του καρκίνου και
να συζητηθούν οι καινούργιες δυνατότητες για το μέλλον.

2. ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΡΚΙΝΟΓΕΝΕΣΗΣ

Κύριο χαρακτηριστικό των καρκινικών κυττάρων αποτελεί ο έντονος


πολλαπλασιασμός τους. Τα καρκινικά κύτταρα είναι μονοκλωνικής προέλευσης και
αυτό φαίνεται σε καρκίνους του γυναικείου πληθυσμού. Στις γυναίκες μόνο ένα από
τα δύο Χ χρωμοσώματα (είτε το πατρικό είτε το μητρικό), είναι ενεργό. Η επιλογή
για τον πληθυσμό των κυττάρων γίνεται τυχαία κατά την εμβρυϊκή ανάπτυξη. Τα
καρκινικά κύτταρα σε περιπτώσεις καρκίνου έχουν απενεργοποιημένο όλα το ίδιο Χ
χρωμόσωμα. Για να αναπτυχθεί ένας κακοήθης όγκος θα πρέπει ένα μη φυσιολογικό
κύτταρο να περάσει στους απογόνους του την οποιαδήποτε ανωμαλία. Οι ανωμαλίες
αυτές είναι είτε γενετικές (όπως χρωμοσωμικές ανωμαλίες), ή σημειακές
μεταλλάξεις, είτε επιγενετικές αλλοιώσεις, όπως μετά την επίδραση χημικών
καρκινογόνων που προκαλούν είτε αυτά τα ίδια είτε οι μεταβολίτες τους μεταλλάξεις
στο DNA11.

Πολλοί φυσικοί και τεχνητοί παράγοντες ενεργοποιούν ή προάγουν την ανάπτυξη


του καρκίνου. Οι παράγοντες αυτοί ονομάζονται καρκινογόνα και είναι κυρίως
διάφορα χημικά προϊόντα ή διάφοροι τύποι ακτινοβολιών που προκαλούν αλλαγές

3
στο DNA ή μεταβάλλουν τη δράση των βιολογικών μορίων και την πορεία διαφόρων
βιολογικών διεργασιών. Καρκινογόνο δράση έχουν επίσης και αρκετοί ιοί 11.

• Ιοί

Οι ρετροϊοί και οι DNA ογκοϊοί συνδέονται άμεσα με τη δημιουργία καρκίνου


και το 15-20% των περιπτώσεων καρκίνου σχετίζεται άμεσα με τις ομάδες αυτές. Το
γένωμα των ρετροϊών ενσωματώνεται στο γένωμα του κυττάρου-ξενιστή με τη
μορφή DNA αντιγράφου. Όλα τα θηλαστικά έχουν ενσωματωμένο στο γένωμά τους
το γενετικό υλικό ρετροϊών. Σε σπάνιες περιπτώσεις, οι ρετροϊοί έχουν γονίδια που
μπορούν να επάγουν μη ελεγχόμενες κυτταρικές διαιρέσεις και να συμβάλλουν στην
εμφάνιση των υπολοίπων χαρακτηριστικών των καρκινικών κυττάρων.

Συνήθως, οι DNA ογκοϊοί δεν ενσωματώνονται στο γένωμα των κανονικών


κυττάρων, αλλά μόνο όταν ενωθούν με καρκινικά κύτταρα. Οι περισσότεροι DNA
ογκοϊοί είναι μέλη των πιο γνωστών ομάδων ιών που προσβάλλουν τα διάφορα
θηλαστικά και τον άνθρωπο, χωρίς φυσικά να προκαλούν καρκίνο. Ισχυρές ενδείξεις
για τη σύνδεση ενός DNA ογκοϊού με την εμφάνιση καρκίνου υπάρχουν στην
περίπτωση του ιού Epstein-Bar 12.

• Χημικά

Τα χημικά καρκινογόνα που προκαλούν άμεση καρκινογένεση είναι διάφοροι


αλκυλιωτικοί παράγοντες. Οι πολυκυκλικοί υδρογονάνθρακες δεν είναι άμεσα
καρκινογόνες ουσίες. Όμως, τα παράγωγα των ουσιών αυτών που προκύπτουν από
διάφορες βιολογικές διεργασίες, π.χ. κατά την αποτοξίνωση που γίνεται στο ήπαρ
από το σύστημα του κυτοχρώματος Ρ450, έχουν την ικανότητα να επάγουν την
καρκινογένεση.

Τα χημικά καρκινογόνα έχουν διαφορετική δομή αλλά μια κοινή ιδιότητα: είναι
ηλεκτρονιόφιλα. Η αντίδραση των ηλεκτρονιόφιλων ουσιών με το DNA είναι το
πρωταρχικό καρκινογενές γεγονός και οι αλλαγές του DNA θα μεταβάλλουν τελικά
ένα πρωτο-ογκογονίδιο σε ογκογονίδιο 13.

Το κάπνισμα, που είναι η πιο συχνή αιτία καρκίνου, υπολογίζεται ότι προκαλεί το
14,15
1/3 των περιπτώσεων καρκίνου στις Η.Π.Α . Επίσης ένας σημαντικός αριθμός

4
τροφών περιέχουν ουσίες που μπορεί να προκαλέσουν καρκίνο. Το ψήσιμο του
καφέ, π.χ., δημιουργεί περισσότερες από 1000 πτητικές χημικές ουσίες, από τις
οποίες εξετάστηκαν οι καρκινογόνες ιδιότητες 30 ουσιών. Αποδείχτηκε, ότι οι 21 απ’
αυτές έχουν καρκινογόνες ιδιότητες 16,17.

• Ακτινοβολίες

Οι κυριότερες πηγές ακτινοβολίας που μπορούν να προκαλέσουν καρκίνο είναι οι


ακτίνες Χ, η υπεριώδης ακτινοβολία, το ραδόνιο και ορισμένα ισότοπα, όπως το
18
ουράνιο-235 . Η υπεριώδης ακτινοβολία απορροφάται άμεσα από το DNA.
Καρκινογόνες ιδιότητες έχει και η ιονίζουσα ακτινοβολία επειδή προάγει το
σχηματισμό χημικά ενεργών ομάδων όταν απορροφηθεί από μόρια που περιβάλλουν
το DNA. Οι χημικές ομάδες μπορεί επίσης να προκαλέσουν μεταλλάξεις ή να
σπάσουν το DNA. Μερικές από τις αλλαγές που επάγονται από τις ακτινοβολίες
μπορούν να προκαλέσουν την έναρξη της μεταγραφικής δραστηριότητας ορισμένων
γονιδίων που σχετίζονται με την κυτταρική διαίρεση. Άλλες αλλαγές μπορούν να
προάγουν την αποδιαφοροποίηση των κυττάρων ή τη μετάσταση.

Η πιο κοινή φυσική πηγή καρκινογόνου ακτινοβολίας είναι η ηλιακή


ακτινοβολία. Παρατεταμένη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία προκαλεί καρκίνο του
δέρματος, περιλαμβανομένου και του μελανώματος, που είναι ένας από τους πλέον
μεταστατικούς τύπους καρκίνου 19.

Γενικά, η ανάπτυξη ενός κακοήθη όγκου είναι ένα πολυπαραγοντικό γεγονός. Τα


στάδια που είναι σημαντικά για την εξέλιξη της νόσου είναι ο πολλαπλασιασμός των
κυττάρων, η πρόοδος του κυτταρικού κύκλου, η ΄΄αθανασία΄΄ των καρκινικών
κυττάρων, ο πολλαπλασιασμός του DNA, η διαδικασία της απόπτωσης, η
αγγειογέννεση και τέλος η μετάσταση 20,21.

• Ο Πολλαπλασιασμός

Για την επίτευξη έντονου πολλαπλασιασμού τα καρκινικά κύτταρα υπερπαράγουν


μια σειρά από αυξητικούς παράγοντες όπως vEGF, FGF, EGF κ.α., ή / και υποδοχείς
αυξητικών παραγόντων όπως HER-2, EGFR, PDGFR κ.α. Αμέσως μετά λαμβάνει
χώρα μέσω της ενεργοποίησης κυτταροπλασματικών πρωτεϊνικών κινασών όπως

5
PKC ή MAP κινασών, CaM κινασών ή RAS, η ενεργοποίηση δύο κατηγοριών
γονιδίων. Τα γονίδια που ανήκουν στην κατηγορία άμεσης απάντησης, των οποίων τα
πρωτεϊνικά παράγωγα είναι παράγοντες μεταγραφής και οι οποίοι με την σειρά τους
ενεργοποιούν τα γονίδια που ανήκουν στην κατηγορία βραδείας απάντησης στο
ερέθισμα. Το αποτέλεσμα των μιτογόνων αυτών σημάτων είναι η πρόοδος του
κυτταρικού κύκλου και η διαίρεση του κυττάρου.

Η απενεργοποίηση αυτού του μηχανισμού μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους


όπως:

1. Με την προληπτική δέσμευση του αυξητικού παράγοντα είτε του υποδοχέα


μέσω αντισωμάτων.
2. Με την αναστολή ενεργοποίησης του υποδοχέα με την χρήση μικρομορίων
που απενεργοποιούν την δράση των κυτταροπλασματικών περιοχών του
υποδοχέα.
3. Με την αναστολή των πρωτεϊνικών κινασών κατά την διαδικασία της
διαδοχικής ενεργοποίησης.

• Ο Κυτταρικός Κύκλος

Οι τέσσερις φάσεις του κυτταρικού κύκλου είναι η φάση Μ (μίτωση), η φάση S


(σύνθεση του DNA) και οι δύο G φάσεις που αποτελούν τις ενδιάμεσες παύσεις
μεταξύ των δύο φάσεων. Ο κυτταρικός κύκλος ελέγχεται από ένα ιδιαίτερα
πολύπλοκο βιοχημικό σύστημα με κατιούσα διεργασία. Βασικό ρόλο σε αυτό το
σύστημα ελέγχου έχουν πρωτεΐνες που ονομάζονται κυκλίνες και
κυκλινοεξαρτώμενες κινάσες που δρουν συνδυαστικά ως ολοένζυμα. Ο συνδυασμός
της δράσης των πρωτεϊνικών συμπλεγμάτων ελέγχει την μετάβαση του κυττάρου από
την μία φάση του κυτταρικού κύκλου στην άλλη με απόλυτη ασφάλεια. Θα πρέπει να
σημειωθεί ότι το ογκοκατασταλτικό γονίδιο p53 αλλά και οι αναστολείς των
κυκλινοεξαρτώμενων κινασών p15, p16, p21 και p27 προκαλούν την αναστολή του
κυτταρικού κύκλου.

• Η Τελομεράση

6
Η τελομεράση αποτελεί το σημείο κλειδί για την αθανασία των καρκινικών
κυττάρων. Η τελομεράση είναι ένα ένζυμο το οποίο πολλαπλασιάζει το τέλος των
χρωμοσωμάτων με μηχανισμό αντίστοιχο όπως και η DNA πολυμεράση. Η αναστολή
της δράσης της έχει σαν αποτέλεσμα τα καρκινικά κύτταρα να απεμπολούν την
δυνατότητα εισαγωγής στον προγραμματισμένο κυτταρικό θάνατο και γίνονται
αθάνατα.

• Η Αντιγραφή του DNA

Τα καρκινικά κύτταρα έχουν αντικειμενικά ιδιαίτερη δυναμική του DNA


πολλαπλασιασμού. Ο πολλαπλασιασμός του γενετικού υλικού γίνεται κατά την
διάρκεια της φάσης S. Η διαδικασία του DNA πολλαπλασιασμού γίνεται με την
συνήθη τυπική διαδικασία (DNA ελικάσες, πριμάσες, πολυμεράσες, τοποϊσομεράσες
κ.λ.π.), όπως και στα φυσιολογικά κύτταρα. Αναστολή αυτής της διαδικασίας έχει ως
αποτέλεσμα το καρκινικό κύτταρο να μη μπορεί να εισέλθει στην επόμενη φάση του
κυτταρικού κύκλου.

• Η Απόπτωση

Στους πολυκύτταρους οργανισμούς κατά την διάρκεια της ανάπτυξης κάποια


κύτταρα πεθαίνουν. Ο μηχανισμός αυτός ονομάζεται προγραμματισμένος κυτταρικός
θάνατος ή απόπτωση. Ο μηχανισμός αυτός ενεργοποιείται μετά από διάφορα
ερεθίσματα όπως έλλειψη αυξητικών παραγόντων, αγωγή με γλυκοκορτικοστεροϊδή,
γ-ακτινοβολία αλλά και από την έκφραση του ογκοκατασταλτικού γονιδίου p53.
Υποδοχείς όμως όπως ο υποδοχέας Fas ή ο υποδοχέας TNF-R1 με τις
ενδοπλασματικές πρωτεϊνικές περιοχές θανάτου, επάγουν την απόπτωση. Εκτός του
ογκοκατασταλτικού γονιδίου p53 άλλα γονίδια που ενέχονται στην διαδικασία της
απόπτωσης είναι το γονίδιο bcl-2, bcl-XL και bax. Ομοδιμερή του γονιδίου bcl-2
αναστέλλουν την απόπτωση (εκφράζεται σε μεγάλα ποσοστά σε πολλούς καρκίνους).
Την ίδια δράση έχουν και τα ομοδιμερή των άλλων δύο γονιδίων. Τα ετεροδιμερή
τους όμως έχουν αντίθετη δράση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πιθανότητα ένα
κύτταρο να εισέλθει στην διαδικασία της απόπτωσης εξαρτάται από την
στοιχειομετρία των πρωτεϊνών BCL-2 και BAX.

• Η Αγγειογένεση

7
Ένας κακοήθης όγκος για να αναπτυχθεί χρειάζεται οξυγόνο και θρεπτικά υλικά.
Αυτά προμηθεύονται μέσω αγγείων τα οποία διαπερνούν τον όγκο. Τα καρκινικά
κύτταρα ενεργοποιούν μέσω της έκκρισης των αυξητικών παραγόντων vEGF και
FGF1/2 τον μηχανισμό της αγγειογένεσης. Οι υποδοχείς τους βρίσκονται στα
ενδοθηλιακά κύτταρα, τα οποία παράγουν πρωτεάσες για την διάσπαση της βασικής
λάμινας, μετακινούνται προς το ερέθισμα και τέλος πολλαπλασιάζονται
δημιουργώντας νέα αγγεία. Είναι μια διαδικασία που είναι ανεξάρτητη από την πίεση
και την κυκλοφορία του αίματος. Για την αντιμετώπιση αυτού του μηχανισμού
σκοπός είναι η αναστολή της αγγειογένεσης και η αποκοπή του όγκου από τα
απαραίτητα για την ανάπτυξή του θρεπτικά συστατικά.

• Η Μετάσταση

Χαρακτηριστικό των κακοήθων όγκων είναι η δυνατότητα μετάστασης. Για να


γίνει αυτό πρέπει τα καρκινικά κύτταρα να είναι ικανά να απολέσουν την
προσκόλλησή τους με τα γειτονικά καρκινικά κύτταρα, να αποδράσουν από τον ιστό
που προέρχονται, να διαπεράσουν άλλους ιστούς μέχρι να φθάσουν στα αιμοφόρα
αγγεία ή στα αγγεία του λεμφικού συστήματος. Εκεί πρέπει να διαπεράσουν την
βασική λάμινα και να εισέλθουν στα αγγεία, να βρεθούν σε κάποιο σημείο του
σώματος να επιβιώσουν και να πολλαπλασιασθούν. Κάθε ένα βήμα αυτής της
διαδικασίας απαιτεί ιδιαίτερους παράγοντες. Στο πρώτο βήμα, η απώλεια σύνδεσης
των καρκινικών κυττάρων από τα γειτονικά καρκινικά κύτταρα βασίζεται στην
αναστολή της έκφρασης της Ε-καντερίνης (μόριο προσκόλλησης), ενώ η
διαπερατότητα άλλων ιστών βασίζεται στην έκφραση πρωτεολυτικών ενζύμων. Η
δυνατότητα προσκόλλησης μετακινούμενων καρκινικών κυττάρων στα αγγεία και η
διαπερατότητά τους επιτυγχάνεται με την έκφραση ιντεγκρίνης που δρα ως
υποδοχέας λαμινίνης και της έκφρασης της κολαγενάσης τύπου IV.

3. ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΡΙΖΕΣ

Έχει αναγνωριστεί ότι υπερπαραγωγές ελευθέρων ριζών (ROS) έχουν


ενοχοποιηθεί στην αιτιολογία του καρκίνου. Ο καρκίνος περιλαμβάνει οξειδωτικά
στάδια και στην μετατροπή πολλών προοξειδωτικών στην καρκινογόνο αυτών
μορφή, όπως τα βενζοπυρένια, και στον ρόλο της προφλεγμονώδους κατάστασης
ιστών που είναι ογκογόνος. Επίσης είναι πολύ πιθανόν ότι το δραστικό οξυγόνο, οι

8
δραστικές ελεύθερες ρίζες και τα καρβονυλικά παράγωγα που προκαλούνται από την
υπεροξείδωση να είναι υπεύθυνα για μέρος της μεταλλακτικής εκκίνησης και
ανάπτυξης 22,23,24.

Η «θεωρία των ελεύθερων ριζών» πρωτοδημοσιεύτηκε το 1969 από έναν


Ιρλανδό, τον Irwin Fridowich, αλλά μόλις τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη της
βιολογίας προκάλεσε ένα εντυπωσιακό ενδιαφέρον για τον ρόλο τους 25.
Οι ελεύθερες ρίζες είναι υψηλής δραστικότητας μόρια οξυγόνου και ρίζες οξυγόνου,
που περιέχουν ασύζευκτα ηλεκτρόνια και γι' αυτό μπορούν να γίνουν εξαιρετικά
δραστικές και να τροποποιήσουν ζωτικά βιολογικά μόρια όπως τα λίπη, τις πρωτεΐνες
και το DNA. Είναι δηλαδή αντιδρώντα και δυνητικά καταστροφικά μόρια.

Οι πλέον γνωστές και περισσότερο μελετημένες οξύριζες είναι η ανιονική


ρίζα οξυγόνου (superoxide radical anion) [O2-], η ρίζα υδροξυλίου (hydroxyl radical)
[-OH], οι αλκοξυλικές ρίζες (alkoxyl radicals) [-OR] και η ρίζα του νιτρικού οξειδίου
(nitric oxide radical) [NO-].

H επίδραση των ριζών αυτών στα βιολογικά συστήματα του κυττάρου είναι
καταστροφική και συνίσταται, κυρίως, στην υπεροξείδωση των λιπών και των
πρωτεϊνών με αποτέλεσμα την καταστροφή των κυτταρικών μεμβρανών και την
ανενεργοποίηση των πρωτεϊνικών ενζύμων του κυττάρου. Τελικό αποτέλεσμα της
26
επίδρασης αυτής είναι ο θάνατος και η αποσύνθεση του κυττάρου .

Οι πηγές παραγωγής οξυριζών μπορεί να είναι ενδογενείς (ενδοκυτταρικές) ή


εξωγενείς (εξωκυτταρικές). Στις ενδογενείς πηγές συγκαταλέγονται η αλυσίδα
μεταφοράς ηλεκτρονίων των μιτοχονδρίων, των μικροσωματίων και των
χλωροπλαστών. Οξειδωτικά ενζυμικά συστήματα του κυττάρου, όπως η οξειδάση της
ξανθίνης, η διοξυγενάση της τρυπτοφάνης, η οξειδάση της γαλακτόζης, η
κυκλοοξυγενάση, η λιποοξυγενάση και η μονοαμινοξειδάση (ΜΑΟ). Επίσης η
φαγοκυτταρική δραστηριότητα των μακροφάγων, των ουδετερόφιλων, των
ηωσινόφιλων και των ενδοθηλιακών κυττάρων αποτελεί σημαντική πηγή παραγωγής
οξυριζών. Εξωγενείς πηγές είναι το παρακουάτ, το δικουάτ, η αλοξάνη, η
δοξορουμπισίνη (αδριαμυκίνη), η παρακεταμόλη, το κάπνισμα, η ιονίζουσα
ακτινοβολία, κ.α.27.

9
Oι χημικές αντιδράσεις παραγωγής των οξυριζών, σε κυτταρικό επίπεδο είναι οι εξής:

Reactive Oxygen Species (ROS)


O2 + 1e- → l O2-
Fe3+ + O2- → Fe2+ + O2 (Αντίδραση Haber - Weiss)
Fe2+ + H2O2 → Fe3+ + OH + OH- (Αντίδραση Fenton)
Κινόνη + O2- + H+ → SQl + O2 (SQ= Semiquinone)
Κατεχολαμίνη + O2- + H+ → SQl + H2O2
L - Aργινίνη +NOS+NADPH (BH4+FMN+FAD) → L-κιτρουλίνη+ Nol + O2-
Ξανθίνη +O2 + Οξειδάση της ξανθίνης → Ουρικό οξύ + H2O2 + l O2-

Εξ αιτίας της καταστροφικής τους επίδρασης στο κύτταρο οι οξύριζες


υπόκεινται άμεσα σε αδρανοποίηση με κατάλληλους, κυτταρικούς μηχανισμούς οι
οποίοι εδράζονται στο σημείο παραγωγής τους, διότι εάν αφεθούν ελεύθερες
προκαλούν ταχύτατη καταστροφή των βιολογικών υποστρωμάτων.
Οι μηχανισμοί αδρανοποίησης συνίστανται σε ενζυμικά συστήματα τα οποία
προκαλούν αποδόμηση των οξυριζών (degradative enzymes), σε αντιοξειδωτικά
28
συστήματα (antioxidants) και σε μόρια που δεσμεύουν τις οξύριζες (scavengers) .
Η αποδόμηση των οξυριζών επιτελείται κυρίως με τα εξής ένζυμα:

1. Την δισμουτάση του υπεροξειδίου (superoxide dismutase, SOD) η οποία


μετατρέπει την ρίζα οξυγόνου σε υπεροξείδιο του υδρογόνου, το οποίο στην συνέχεια
με την δράση του ενζύμου καταλάση (catalase) μετατρέπεται σε νερό και μοριακό
οξυγόνο ως εξής:

Ο2- + Ο2- + 2Η+ + SOD → H2O2 + O2 (SOD= δισμουτάση του υπεροξειδίου)


2H2O2 + Καταλάση → 2H2O + O2

2. Tην υπεροξειδάση της γλουταθειόνης (glutathione peroxidase), η οποία οξειδώνει


την γλουταθειόνη και μετατρέπει το υπεροξείδιο του υδρογόνου σε νερό κατά την
αντίδραση:

Η2Ο2 + 2GSH + Υπεροξειδάση της γλουταθειόνης → GSSG + 2H2O

10
Tα αντιοξειδωτικά συστήματα του κύτταρου συνίστανται στην βιταμίνη C
(ασκορβικό οξύ), τις βιταμίνες Ε και Κ, το α-λιποικό οξύ (ALA), τις θειόλες και την
Ουβικινόνη (Ubiquinone ή συνένζυμο Q, το οποίο αποτελεί δομικό στοιχείο της
αναπνευστικής αλυσίδας των μιτοχονδρίων). Ουσίες οι οποίες δεσμεύουν τις οξύριζες
(scavengers) είναι: η ΗΝ-2-μερκαπτοπριονυλ-γλυκίνη (MPG, ενδοκυττάρια δράση),
η διμεθυλ-θειουρία, η μανιτόλη, η γλυκόζη και το διμεθυλ-σουλφοξείδιο οι οποίες
απομακρύνουν υδροξυλικές ρίζες.

Όσα προαναφέρθηκαν δεν σημαίνουν ότι οι ελεύθερες ρίζες δεν επιτελούν και
χρήσιμες λειτουργίες, όπως η συμμετοχή τους στην αποδόμηση των φαρμάκων, στη
διαδικασία της φαγοκυττάρωσης στο ανοσοποιητικό και στη σύνθεση των
προσταγλανδινών.
Σε φυσιολογικές συνθήκες υπάρχει στον οργανισμό προστασία από τις ελεύθερες
ρίζες, όπως αυτή που προσφέρουν ορισμένα ένζυμα και διάφορα αντιοξειδωτικά
μόρια. Όταν η ισορροπία όμως ανάμεσα στις ελεύθερες ρίζες και την αντιοξειδωτική
άμυνα διαταραχτεί, οι ελεύθερες ρίζες μπορεί να συμβάλλουν στην ανάπτυξη
διάφορων ασθενειών (oxidative stress). Τότε προκύπτει ένα πρόβλημα επαγωγής της
δράσης των ελευθέρων ριζών πέραν των φυσιολογικών τους λειτουργιών με
αποτέλεσμα, αυτό που μπορεί να προκληθεί, είναι η αναστολή δράσης ορισμένων
ενζύμων, η οξείδωση των λιπιδίων, η καταστροφή της δομής του κυτταρικού DNA ή
άλλες κυτταροτοξικές δράσεις 22,23,24.

4. ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΧΗΜΕΙΟΠΡΟΦΥΛΑΞΗΣ ΚΑΙ


ΦΥΤΟΧΗΜΙΚΕΣ ΕΝΩΣΕΙΣ

20
Με βάση πειράματα σε ζώα, η καρκινογένεση διαιρείται σε τρεις φάσεις . Την
αρχική-initiation, την φάση προαγωγής-promotion και την φάση προόδου-
progression. Στο πρώτο στάδιο συμβαίνουν οι γενετικές βλάβες στο DNA, στο
δεύτερο στάδιο εμφανίζονται οι φαινοτυπικές ανωμαλίες από το διαταραγμένο
γενετικά κύτταρο και στο τρίτο στάδιο γενετικές και φαινοτυπικές ανωμαλίες
συμβαίνουν περίπλοκα και με ταχύ ρυθμό. Έτσι λοιπόν, ο καρκίνος αποτελεί ένα
πολύπλοκο φαινόμενο με πολλαπλές διεργασίες σε κυτταρικό και μοριακό επίπεδο

11
και χαρακτηρίζεται από χρονικά εκτεταμένη περίοδο μεταξύ της αρχικής φάσης
καρκινογένεσης και της εμφάνισης της νόσου.

Με αυτή την προσέγγιση στον καρκίνο, οι μελέτες στην χημειοπροφύλαξη


βασίζονται στην υπόθεση ότι η διακοπή αυτής της διεργασίας σε κάποιο από τα
στάδια θα αναστείλει ή θα ανατρέψει την εξέλιξη της καρκινογένεσης και θα μειώσει
την επίπτωση του καρκίνου. Οι προσπάθειες αρχικής προφύλαξης εστιάζουν στην
αρχική φάση, ενώ ουσιαστικά η χημειοπροφύλαξη στοχεύει στις δύο επόμενες
(προαγωγής και προόδου).

Προκαρκινογόνο

Μεταβολική ενεργοποίηση Έκκριση

Καρκινογόνος παράγοντας Αποτοξίκωση

Φάση έναρξης

Φυσιολογικό Κύτταρο Προνεοπλασματικά Νεοπλασματικά


κύτταρο 1ης φάσης κύτταρα κύτταρα

Σύμφωνα με την συμβατική ταξινόμηση που προτάθηκε από τον Lee Wattenberg
29
, οι παράγοντες που εμφανίζουν χημειοπροφυλακτική δράση έναντι του καρκίνου
μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε δύο κύριες ομάδες: στους ανασταλτικούς
παράγοντες (blocking agents) και στους κατασταλτικούς παράγοντες (suppressing
agents). Oι ανασταλτικοί παράγοντες εμποδίζουν την προσέγγιση των ιστών-στόχων
από τα καρκινογόνα, εμπλεκόμενοι στην μεταβολική τους ενεργοποίηση ή στην
αλληλεπίδραση των ουσιών αυτών με σημαντικά μακρομόρια του κυττάρου (DNA,
RNA, πρωτεΐνες). Οι κατασταλτικοί παράγοντες από την άλλη πλευρά,
παρεμποδίζουν την κακοήθη μεταμόρφωση των αρχικών κυττάρων είτε στη φάση
προαγωγής είτε στη φάση προόδου. Οι χημειοπροφυλακτικοί παράγοντες μπορούν να
παρεμποδίσουν ή να αναστρέψουν το προκαρκινογόνο στάδιο (αρχική φάση και
φάση προαγωγής) της πολυσταδιακής καρκινογένεσης. Επιπλέον, μπορούν να

12
σταματήσουν ή τουλάχιστον να καθυστερήσουν την ανάπτυξη και την πρόοδο των
προκαρκινογόνων κυττάρων σε κακοήθεις μορφές.

Τελευταία δεδομένα από την μελέτη της διαδικασίας της καρκινογένεσης σε


κυτταρικό και μοριακό επίπεδο δείχνουν ότι αυτή η κατηγοριοποίηση σε
ανασταλτικούς και κατασταλτικούς παράγοντες είναι μια υπεραπλουστευμένη
προσέγγιση και πολυάριθμα κυτταρικά μόρια και διαδικασίες έχουν βρεθεί ότι
αποτελούν δυνητικούς στόχους της δράσης των χημειοπροφυλακτικών παραγόντων.
Έτσι, η ικανότητα ενός μεμονωμένου χημειοπροφυλακτικού φυτοχημικού παράγοντα
να αποτρέπει την ανάπτυξη καρκίνου θα πρέπει να αναγνωρίζεται ως το αποτέλεσμα
του συνδυασμού αρκετών διακεκριμένων ενδοκυτταρικών δράσεων, παρά ως μία
μεμονωμένη βιολογική απάντηση.

Ο μηχανισμός δράσης των φυτικών χημειοπροφυλακτικών παραγόντων είναι


σύνθετος και κατηγοριοποιείται ανάλογα από τον μοριακό-στόχο δράσης ή από το
είδος της δράσης. Οι μοριακές και κυτταρικές διαδικασίες που επηρρεάζονται ή
ρυθμίζονται από τις φυτοχημικές ενώσεις περιλαμβάνουν την αποτοξίκωση των
καρκινογόνων παραγόντων από τα ξενοβιοτικά ένζυμα του μεταβολισμού, την
επιδιόρθωση του DNA, την πρόοδο του κυτταρικού κύκλου, την επίδραση στην
κυτταρική διαφοροποίηση και την απόπτωση, την έκφραση και λειτουργική
ενεργοποίηση των ογκοκατασταλτικών γονιδίων, την επίδραση στην αγγειογένεση
και την μετάσταση καθώς και την ορμονική και αυξητική κατάσταση των κακοήθων
κυττάρων 30,31.

5. ΑΝΤΙΟΞΕΙΔΩΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΦΥΤΟΧΗΜΙΚΕΣ ΕΝΩΣΕΙΣ ΤΩΝ


ΒΟΤΑΝΩΝ ΜΕ ΔΡΑΣΗ ΣΤΟΝ ΚΑΡΚΙΝΟ

Κατά την διάρκεια της ιστορίας του ανθρώπινου γένους, τα φυτά έχουν
αποτελέσει μια ανεξάντλητη πηγή φυσικών προϊόντων για την παραγωγή
φαρμακευτικών θεραπευτικών ουσιών. Τα χημικά συστατικά των φυτικών κυττάρων
τα οποία εκδηλώνουν βιολογικές δράσεις σε ανθρώπινα και ζωϊκά κύτταρα, ανάλογα
με την σχετική τους συγκέντρωση στα φυτά και την πρωταρχική λειτουργία τους,
κατανέμονται σε δύο κύριες ομάδες: στους πρωτογενείς μεταβολίτες, η συσσώρευση

13
των οποίων καλύπτει θρεπτικές και δομικές ανάγκες και στους δευτερογενείς
μεταβολίτες που δρούν ως ορμόνες, φαρμακευτικές ουσίες και τοξίνες 32.

Εξ΄ορισμού, ο πρωτογενής μεταβολισμός αποτελεί το σύνολο των διαδικασιών


που οδηγεί στην παραγωγή σακχάρων (υδατάνθρακες) που συνιστούν δομικά και
θρεπτικά στοιχεία, αμινοξέων που αποτελούν δομικά στοιχεία και εκδηλώνουν
ενζυμική δράση, λιπιδίων που αποτελούν συστατικά των μεμβρανών και θρεπτικά
συστατικά και νουκλεοτιδίων που αποτελούν δομικές μονάδες των γονιδίων. Οι
ενώσεις αυτές συμμετέχουν στο 90% των βιολογικών διεργασιών και είναι
απαραίτητες για την ανάπτυξη των φυτικών κυττάρων. Απαντώνται κυρίως ως
συστατικά μακρομορίων, όπως η κελλουλόζη ή η αμυλόζη, πρωτεϊνών και
νουκλεϊκών οξέων. Οι πρωτογενείς μεταβολίτες περιέχουν κυρίως άνθρακα, άζωτο
και φώσφορο, στοιχεία τα οποία μετασχηματίζονται μέσα στο φυτικό κύτταρο μέσω
τριών κύριων καταβολικών οδών: την γλυκόλυση, την οδό των φωσφορικών
πεντοζών και των κύκλο των τρικαρβοξυλικών οξέων. Ο πρωτογενής μεταβολισμός
των φυτών διαφέρει κατά πολύ από τον μεταβολισμό των ζώων καθώς είναι μία
φωτοεξαρτώμενη διαδικασία, γνωστή ως φωτοσύνθεση. Με άλλα λόγια, η καθήλωση
του άνθρακα στα φυτά ρυθμίζεται από την χλωροφύλλη και άλλων φωτοσυνθετικών
χρωστικών που βρίσκονται στους χλωροπλάστες των μεσόφιλων κυττάρων.

Όσον αφορά τους δευτερογενείς μεταβολίτες, πρόκειται για ενώσεις που ανήκουν
σε εξαιρετικά διαφοροποιημένες χημικές ομάδες, όπως οργανικά οξέα, αρωματικές
ενώσεις, τερπένια, στεροειδή, φλαβονοειδή, αλκαλοειδή, κ.α. Η δράση τους στα φυτά
συνήθως σχετίζεται με την ρύθμιση του μεταβολισμού και/ή της αύξησης, την
απόδοση του αρώματος και του χρωματισμού των τμημάτων του φυτού και την
προστασία έναντι παθογόνων οργανισμών. Άν και ο δευτερογενής μεταβολισμός
γενικά αποτελεί το 10% του συνολικού μεταβολισμού στα φυτά, εντούτοις τα
προϊόντα του αποτελούν τα κύρια συστατικά με φαρμακολογική δράση 33.

Μερικοί δευτερογενείς μεταβολίτες θεωρούνται ως μεταβολικές μορφές


αποβολής στοιχείων όπως για παράδειγμα, τα αλκαλοειδή πιθανά αποτελούν
μεταβολικά υπολλείματα αζώτου. Εντούτοις, μια σημαντική αναλογία των προϊόντων
που προκύπτουν από τις δευτερογενείς οδούς του μεταβολισμού δρουν είτε ως
προστατευτικοί παράγοντες έναντι ποικίλλων παθογόνων (π.χ. έντομα, μύκητες,

14
βακτήρια) είτε ως ρυθμιστές της αύξησης (στοιχεία με ορμονική δράση που
διεγείρουν ή αναστέλλουν την κυτταρική διαίρεση και την μορφογένεση). Εξ΄αιτίας
των φυσιολογικών αυτών λειτουργιών, οι δευτερογενείς μεταβολίτες αποτελούν
δυνητικά στοιχεία με δράση έναντι του καρκίνου. Η χορήγηση των ενώσεων αυτών
σε χαμηλές συγκεντρώσεις μπορεί να αποβεί θανατηφόρος για μικροοργανισμούς και
μικρά ζώα, όπως τα έντομα, αλλά σε μεγαλύτερους οργανισμούς περιλαμβανομένου
και του ανθρώπου, πιθανά να επηρρεάζουν την εξέλιξη ταχέως αυξανόμενων ιστών,
όπως ο καρκίνος 34.

Οι ενώσεις που προέρχονται από τα φυτά και εμφανίζουν χημειοπροφυλακτική


δράση έναντι του καρκίνου μπορούν να κατηγοριοποιηθούν στις ακόλουθες ομάδες:

1. Πολυφαινολικές ενώσεις
2. Τερπένια
3. Σουλφυδο-ενώσεις
4. Γλυκοσινολάτες - Ισοθειοκυανάτες
5. Αλκαλοειδή
6. Χλωροφύλλη και τα παράγωγά της
7. Σάκχαρα και παράγωγα σακχάρων
8. Λιπαρά οξέα
9. Άλλες ενώσεις

5.1 Πολυφαινολικές ενώσεις

Η ονομασία πολυφαινόλες δόθηκε σε ουσίες που απαντούν στην φύση και οι


οποίες έχουν ένα τουλάχιστον κοινό αρωματικό δακτύλιο, που φέρει ένα ή
περισσότερα φαινολικά υδροξύλια συνδεδεμένα με τους δακτυλίους. Οι
πολυφαινολικές ενώσεις είναι ευρέως διαδεδομένες στα φυτικά προϊόντα και
διακρίνονται σε δεκατέσσερις μεγάλες κατηγορίες: απλές φαινόλες, βενζοκινόνες,
φαινολικά οξέα, ακετοφαινόνες, φαινυλοξικά οξέα, φαινυλοπροπανοειδή,
(υδροξυ)κιναμμωμικά οξέα, κουμαρίνες, χρωμόνες, ναφθοκινόνες, ξανθόνες,
στιλβένια, ανθρακινόνες, φλαβονοειδή και λιγνάνες. Οι κυριώτερες και πιο
μελετημένες κατηγορίες των φαινολικών ενώσεων αποτελούν οι απλές φαινόλες, τα
φαινολικά οξέα, τα φλαβονοειδή, τα στιλβένια και οι λιγνάνες 35.

15
Οι πολυφαινολικές ενώσεις απαντώνται κυρίως σε συζευγμένη μορφή, όπου
ένα ή περισσότερα μόρια σακχάρου συνδέονται είτε με τις ομάδες υδροξυλίου είτε με
τα άτομα άνθρακα του αρωματικού δακτυλίου. Τα σάκχαρα είναι δυνατόν να
βρίσκονται με την μορφή μονοσακχαριτών, δισακχαριτών ή και ολιγοσακχαριτών 36.

Ένας μεγάλος αριθμός φαινολικών ενώσεων έχει σημαντική αντικαρκινική


37,38,39
δράση σε διάφορα πειραματικά μοντέλα . Τα συστατικά αυτά φαίνεται να
παίζουν σημαντικό ρόλο σε διάφορους μηχανισμούς που εμπλέκονται στην
παθογένεια του καρκίνου. Η αντιοξειδωτική ικανότητα των φαινολικών ενώσεων
39
είναι η πρώτη που μελετήθηκε . Τα φαινολικά αντιοξειδωτικά είναι σημαντικοί
εκκαθαριστές πολλών οξειδωτικών μορίων όπως του ατομικού οξυγόνου και πολλών
ελευθέρων ριζών, τα οποία εμπλέκονται στην καταστροφή του DNA και την
δημιουργία όγκων. Συγκεκριμένα, ανενεργοποιούν τις ελεύθερες ρίζες αντιδρώντας
με αυτές και σχηματίζουν ενώσεις που δεν έχουν την τάση να δίνουν νέες ελεύθερες
ρίζες.

Οι φαινολικές ενώσεις έχουν επίσης σημαντική επίδραση στην


37
βιοδραστικότητα των καρκινογόνων ουσιών . Τα περισσότερα χημικά καρκινογόνα
για να μπορέσουν να συνδεθούν με το DNA, θα πρέπει να τροποποιηθούν από τα
μεταβολικά ένζυμα της Φάσης Ι του μεταβολισμού σε μια πιο δραστική μορφή. Εάν η
προκαλούμενη κατ΄αυτόν τον τρόπο μετάλλαξη δεν επιδιορθωθεί, τότε είναι δυνατή η
έναρξη της διαδικασίας της καρκινογένεσης. Η αρχική ενεργή ομάδα μορίων, δηλαδή
τα ένζυμα της φάσης Ι (ή αρχικά καρκινογόνα), μπορεί να απενεργοποιηθεί μέσω
σύζευξης με τα μεταβολικά ένζυμα της Φάσης ΙΙ έτσι ώστε να σχηματισθεί ένα
υδατοδιαλυτό μόριο το οποίο αποβάλλεται από τον οργανισμό. Αρκετά φλαβονοειδή
(κερκετίνη, καιμφερόλη, γαλανγίνη, απιγενίνη, ναριγκίνη) μπορούν να αναστείλουν
ένζυμα του κυτοχρώματος Ρ450 που παίζουν σημαντικό ρόλο στην ενεργοποίηση
καρκινογόνων παραγόντων στον άνθρωπο, όπως οι πολυκυκλικοί αρωματικοί
υδρογονάνθρακες και οι ετεροκυκλικές αμίνες.

Επιπλέον, in vitro έρευνες έχουν δείξει ότι φαινολικές ενώσεις όπως οι


κατεχίνες που περιέχονται στο τσάϊ, συμβάλλουν στην αύξηση της δράσης αρκετών
οξειδωτικών ενζύμων, όπως της υπεροξειδάσης της γλουταθειόνης, της καταλάσης
και της αναγωγάσης της κινόνης 40.

16
Πολλές φαινολικές ενώσεις εμφανίζουν επίσης σημαντική αντιφλεγμονώδη
δράση αναστέλοντας το ένζυμο της κυκλοοξυγενάσης (COX-2) και της συνθετάσης
του νιτρικού οξέος. Η χρόνια φλεγμονή παίζει σημαντικό ρόλο στην αιτιολογία
πολλών μορφών καρκίνου και οι αναστολείς του ενζύμου της κυκλοοξυγενάσης
(COX-2) θεωρούνται σημαντικοί προστατευτικοί παράγοντες έναντι του καρκίνου
του παχέος εντέρου 41,42.

Τα τελευταία χρόνια έχει φανεί μια σημαντική αντικαρκινική δράση πολλών


φαινολικών ενώσεων σε μια σειρά ανθρώπινων κυτταρικών καρκινικών σειρών.
Μηχανισμοί που εμπλέκονται στην εκδήλωση της συγκεκριμένης δράσης
αναφέρονται σε επιδράσεις σε κυτταρικά μηνύματα και την κυτταρική ανάπτυξη, σε
αναστολή δράσης ενζύμων του κυτταρικού πολλαπλασιασμού και σε επαγωγή της
διαδικασίας της απόπτωσης.

5.1.1. Απλές φαινόλες

Στην κατηγορία των απλών φαινολών ανήκουν οι τοκοφερόλες και οι


τοκοτριενόλες.

17
Τοκοτριενόλες

Οι τοκοτριενόλες είναι μεθυλοπαράγωγα της τοκοτριενόλης με μία ακόρεστη


πλευρική αλυσίδα ισοπρενοειδούς ή φαρνεσυλίου με τρεις διπλούς δεσμούς.
Υπάρχουν 4 διαφορετικά είδη τοκοτριενολών η α-, η β-, η γ- και η δ-τοκοτριενόλη 43.
Η κύρια πηγή των τοκοτριενολών είναι τα φυτικά έλαια και καλύτερες πηγές
αποτελούν το φοινικέλαιο, το έλαιο καρύδας και το έλαιο από πίτουρο ρυζιού. Οι
τοκοτριενόλες απαντώνται επίσης σε καρπούς δημητριακών όπως η βρώμη, το
κριθάρι και η σίκαλη. Φυτικά έλαια όπως το λάδι canola, το βαμβακέλαιο, το
ελαιόλαδο, το φυστικέλαιο, το σογιέλαιο και το ηλιέλαιο περιέχουν ελάχιστη έως
καμία ποσότητα τοκοτριενολών. Το αραβοσιτέλαιο περιέχει μικρές ποσότητες
τοκοτριενολών. Όλες οι φυτικής προέλευσης τοκοτριενόλες είναι λιποδιαλυτές
ενώσεις 44.

Οι τοκοτριενόλες όπως και οι τοκοφερόλες έχουν αντιοξειδωτική δράση


43,44
δεσμεύοντας τις ελεύθερες ρίζες υπεροξυλίου . Με αυτόν τον τρόπο
προστατεύουν τα πολυακόρεστα λιπαρά οξέα των φωσφολιπιδίων των μεμβρανών
45,46
από την λιπιδική υπεροξείδωση . Ποια από τις τοκοτριενόλες εμφανίζει την
ισχυρότερη δράση, είναι ένα ερώτημα που δεν έχει απαντηθεί. Για πολλά χρόνια, οι
ερευνητές πίστευαν ότι η α-τοκοφερόλη είναι η πιο ισχυρή αντιοξειδωτική ένωση της
οικογένειας της βιταμίνης Ε. Ορισμένες μελέτες έχουν δείξει ότι οι τοκοτριενόλες
είναι ισχυρότεροι αναστολείς της λιπιδικής υπεροξείδωσης και της πρωτεΐνικής
οξείδωσης συγκριτικά με την α-τοκοφερόλη. Στις ίδιες μελέτες, η κατάταξη των
ενώσεων σύμφωνα με την αντιοξειδωτικής τους ισχύ κατά φθίνουσα σειρά βρέθηκε
ότι είναι γ-τοκοτριενόλη, ακολουθούμενη από την α- και δ- τοκοτριενόλη. Η γ-
τοκοφερόλη αποτελεί δεσμευτή των ενεργών ριζών του αζώτου και κατά αναλογία
και η γ-τοκοτριενόλη. Η ισχυρότερη αντιοξειδωτική δράση των τοκοτριενολών σε
σύγκριση με την α-τοκοφερόλη, πιθανά να οφείλεται στην ευκολότερη
αλληλεπίδραση του δακτυλίου της χρωμανόλης με τις ελεύθερες ρίζες οξυγόνου,
στην μεγαλύτερη ικανότητα ανακύκλωσης των χρωμανοξυλικών ριζών των
τοκοτριενολών και στην ομοιόμορφη κατανομή των τοκοτριενολών στις κυτταρικές
μεμβράνες.

Οι τοκοτριενόλες εκτός της αντιοξειδωτικής τους δράσης εμφανίζουν δράση


47
έναντι του καρκίνου . Έχει βρεθεί ότι αναστέλλουν την ανάπτυξη αρκετών

18
καρκινικών κυτταρικών σειρών, περιλαμβανομένων των θετικών και αρνητικών σε
48,49,50,51
οιστρογονικούς υποδοχείς κυττάρων του καρκίνου του μαστού . Ο
μηχανισμός δράσης δεν έχει διευκρινισθεί. Υπάρχει η άποψη ότι οι τοκοτριενόλες
πιθανά επάγουν την απόπτωση στα καρκινικά κύτταρα. Ένας άλλος μηχανισμός
δράσης των τοκοτριενολών πιθανά να είναι η μετα-μεταγραφική καταστολή του
52
ενζύμου αναγωγάση του υδροξυμεθυλγλουταμυλ-συνενζύμου Α (HMG-CoA) ,
ενζύμου που μετατρέπει το μεβαλονικό οξύ σε χοληστερόλη. H παρεμπόδιση της
σύνθεσης του μεβαλονικού εξαντλεί τα αποθέματα πυροφωσφορικού φαρνεσυλίου
και του πυροφωσφορικού γερανυλίου στους καρκινικούς ιστούς. Τα ενδιάμεσα αυτά
μόρια της βιοσυνθετικής οδού της χοληστερόλης παίζουν σημαντικό ρόλο στις
πρωτεΐνες που εμπλέκονται στον έλεγχο της αύξησης. Καταστολή της παραγωγής
των ενδιάμεσων μορίων έχει ως αποτέλεσμα την καταστολή φαινυλίωσης της
πρωτεΐνης του ογκογονιδίου ras. Η μετα-μεταφραστική φαρνεσυλίωση του ras
γονιδίου είναι απαραίτητη για την κυτταροπλασματική τοποθέτηση της ενεργού ras
πρωτεΐνης p21 στην κυτταρική μεμβράνη, επιτρέποντας σε αυτό το ογκογονίδιο να
διεγείρει την αύξηση και να επάγει την κακοήθη μετάλλαξη.

Τοκοφερόλες - Βιταμίνη Ε

Η βιταμίνη Ε είναι μία μη τοξική, λιποδιαλυτή βιταμίνη. Ουσιαστικά, η


ονομασία βιταμίνη Ε χρησιμοποιείται για μια ομάδα ουσιών με παρόμοιες βιολογικές
λειτουργίες, τις α-, β-, γ- και δ-τοκοφερόλες. Οι τοκοφερόλες είναι μεθυλοπαράγωγα
της τοκόλης. Όλες αυτές οι μορφές αποτελούνται από ένα υποκατεστημένο από
υδροξύλια σύστημα δαχτυλίων (δακτύλιος χρωμανόλης) με κορεσμένη φυτυλ-
πλευρική αλυσίδα. Η φυτυλ-ομάδα συνδέεται με τον δακτύλιο της χρωμανόλης στη
θέση 2 του δαχτυλίου. Η ομάδα υδροξυλίου του δαχτυλίου της χρωμανόλης
θεωρείται υπεύθυνη για την αντιοξειδωτική δράση της βιταμίνης. Η πλέον δραστική
μορφή τοκοφερόλης είναι η α-τοκοφερόλη.

Η βιταμίνη Ε απαντάται στα φυτά, σε ζωϊκής προέλευσης τρόφιμα και σε


μερικά είδη άλγης. Οι πλουσιότερες πηγές της βιταμίνης βρίσκονται σε μη
επεξεργασμένα εδώδιμα φυτικά έλαια, συμπεριλαμβανομένου του σιτέλαιου, του
ηλιέλαιου, του βαμβακέλαιου, του ελαιολάδου και του έλαιου canola. Σε αυτά τα
έλαια, περίπου το 50% της περιεκτικότητας σε τοκοφερόλες απαντάται με την μορφή
της α-τοκοφερόλης. Το σογιέλαιο και το καλαμποκέλαιο περιέχουν περίπου δέκα

19
φορές περισσότερο γ-τοκοφερόλη από ότι α-τοκοφερόλη. Άλλα τρόφιμα που
περιέχουν βιταμίνη Ε περιλαμβάνουν τα μη επεξεργασμένα δημητριακά, τα φρούτα,
τα καρύδια και τα λαχανικά.

Η βιταμίνη Ε έχει φανεί ότι εκδηλώνει αντιοξειδωτική δράση διακόπτοντας


την αλληλουχία αλυσιδωτών αντιδράσεων δίνοντας ένα άτομο υδρογόνου στις
υπεροξυρίζες. Ένας μεγάλος αριθμός μελετών σε ζώα και σε ανθρώπους, επίσης,
έχουν δείξει ότι η βιταμίνη Ε ότι προστατεύει αποτελεσματικά από την ανάπτυξη
ορισμένων καρκίνων όπως του στόματος, του παχέος εντέρου, του δέρματος, του
πνεύμονος και του μαστού 53-55.

Αν και ο ακριβής μηχανισμός της δράσης της βιταμίνης Ε στην


καρκινογένεση δεν είναι ακόμα σαφής, έχει διατυπωθεί η θεωρία ότι η
αντικαρκινογόνος επίδραση της βιταμίνης Ε οφείλεται σε ένα αριθμό από
διαφορετικούς βιοχημικούς μηχανισμούς όπως, στην αντιοξειδωτική της δράση, στη
διέγερση του ανοσοποιητικού συστήματος προκειμένου να επιτίθεται και να
καταστρέφει καρκινικά κύτταρα, στην ενίσχυση της έκφρασης των κατασταλτικών
γονιδίων, στη μείωση του μεταφραστικού παράγοντα πρωτεϊνικών παραγώγων και
στην ανταπόκριση σε αυξητικούς παράγοντες. Για παράδειγμα, η προφύλαξη κατά
του καρκίνου του δέρματος που επιτυγχάνεται από τη βιταμίνη Ε πιστεύεται ότι
προέρχεται από την ικανότητά της να προλαμβάνει τις τοξικές επιδράσεις που
προκαλούνται από τις ελεύθερες ρίζες κατά την καρκινογένεση από ακτινοβολία 54,57.
Η προστασία κατά του καρκίνου του παχέος εντέρου που παρέχεται από τη βιταμίνη
58
Ε, θεωρείται ότι προέρχεται από αντιοξειδωτικές δράσεις της βιταμίνης Ε . Οι
παράγοντες που ενοχοποιούνται για τη δημιουργία τοξικών ελευθέρων ριζών
οξυγόνου στο παχύ έντερο περιλαμβάνουν την εντερική χλωρίδα, βακτήρια των
κοπράνων, διαιτητικούς παράγοντες όπως πολυακόρεστα λιπαρά οξέα και ενδογενείς
μεταβολίτες. Επιπροσθέτως, ελεύθερες ρίζες οξυγόνου όπως του διοξειδίου του
αζώτου (ΝΟ2) παράγονται από φλεγμονώδη κύτταρα που βρίσκονται στο παχύ
έντερο. Όπως φαίνεται από in vitro μελέτες και από μελέτες σε ζώα, η παραγωγή των
59
καρκινογόνων νιτροζαμινών αναστέλλεται αποτελεσματικά από τη βιταμίνη Ε .
Υπάρχουν αρκετά στοιχεία που δείχνουν ότι ο κίνδυνος καρκίνου του παχέος εντέρου
αυξάνεται από τις μεταλλάξεις που προκαλούνται από ελεύθερες ρίζες 58.

20
Η βιταμίνη Ε ίσως είναι η αποτελεσματικότερη αντιοξειδωτική ουσία που
δεσμεύει τις ελεύθερες ρίζες που γνωρίζουμε σήμερα 60 και φαίνεται να μειώνει τη
δημιουργία των ελευθέρων ριζών στο παχύ έντερο και να προστατεύει κατά της
ανάπτυξης του καρκίνου του παχέος εντέρου. Η βιταμίνη Ε έχει βρεθεί επίσης ότι
αναστέλλει τις βλάβες που προκαλούνται στο DNA στα πλαίσια της καρκινογένεσης
56,61
και της αύξησης των όγκων . Επίσης, η βιταμίνη Ε ίσως επιβραδύνει την
καρκινογένεση μέσω της διέγερσης του ανοσοποιητικού συστήματος προκειμένου
αυτό να καταστρέψει τα καρκινικά κύτταρα 60,62 και αυτό επιτυγχάνεται ενισχύοντας
την έκφραση των κατασταλτικών γονιδίων όπως του p53 και των θερμοεπαγώμενων
πρωτεϊνών (heat-shock) 62 καθώς και μέσω της μείωσης των πρωτεϊνικών παραγώγων
του παράγοντα μετάφρασης και της ανταπόκρισης σε αυξητικούς παράγοντες και
αναστέλλοντας τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων 56.

Ωστόσο, οι αντικαρκινικές δράσεις της βιταμίνης Ε δεν υποστηρίζονται από


όλες τις μελέτες, ίσως λόγω των δυσχερειών στον προσδιορισμό της διαιτητικής
πρόσληψης στις επιδημιολογικές μελέτες και άλλων σχετικών προβλημάτων 58, 63-65.
Συνεπώς, πολλοί ερευνητές συμπεραίνουν ότι δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν
οριστικά συμπεράσματα όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της βιταμίνης Ε και του
καρκίνου μέχρις ότου δημοσιευτούν τα τελικά συμπεράσματα των συνεχιζόμενων
μελετών παρέμβασης μεγάλης κλίμακας 63,65.

5.1.2. Φαινολικά οξέα

Τα φαινολικά οξέα είναι αρωματικά οξέα, περιέχουν δηλαδή στο μόριο τους
αρωματικό δακτύλιο. Τα φαινολικά οξέα είναι κυρίως υδροξυλιωμένα παράγωγα του
βενζοϊκού οξέος, όπως το π-υδροξυβενζοϊκό, το πρωτοκατεχικό, το βανιλλικό, το
ελλαγικό και το συρινγκικό, ή του κινναμωμικού οξέος όπως το ο-κουμαρικό, το
καφεϊκό, το σιναπικό και το φερουλικό οξύ. Τα υδροξυκινναμωμικά οξέα απαντούν
συνήθως δεσμευμένα με την μορφή εστέρων ή γλυκοζιτών 36.

Μελέτες σχετικά με την αντιοξειδωτική και χημειοπροφυλακτική δράση των


φαινολικών οξέων έχουν πραγματοποιηθεί κυρίως για το καφεϊκό, χλωρογενικό,
φερουλικό, το πρωτοκατεχικό και το ελλαγικό οξύ.

21
Καφεϊκό οξύ και χλωρογενικό οξύ

Το καφεϊκό οξύ, απαντάται στα φυτά κυρίως με την εστεροποιημένη του


μορφή και καλείται χλωρογενικό οξύ 36.

Δομή καφεϊκού οξέος

Δομή χλωρογενικού οξέος

Το καφεϊκό και χλωρογενικό οξύ εμφανίζουν in vitro αντιοξειδωτική δράση


αναστέλοντας τον σχηματισμό των ενδογενών νιτροζαμινών. Επίσης, μπλοκάρουν
την αντίδραση των καρκινογόνων με το DNA τoυ κυττάρου και με αυτό τον τρόπο
προστατεύουν το κύτταρο από ενδεχόμενη βλάβη 70,72.

Το καφεϊκό οξύ, βρέθηκε ότι αναστέλλει αποτελεσματικά την ανάπτυξη των


66,67
όγκων σε ένα πειραματικό μοντέλο καρκίνου του δέρματος σε ζώα . Επίσης
68
αναστέλλει τις νεοπλασματικές διηθήσεις και τις μεταστάσεις , έχει επιδείξει
69 70
ανασταλτική δράση κατά της καρκινογένεσης στο ήπαρ και στη γλώσσα σε ζώα
και εμπόδισε την ανάπτυξη ανθρωπίνων λευχαιμικών κυτταρικών σειρών κατά τρόπο

22
71
δοσοεξαρτώμενο . Τέλος, το καφεϊκό οξύ κατέστειλε τις χημικώς προκληθείσες
νεοπλασίες στον προστόμαχο ζώων 72. Ωστόσο δεν συμφωνούν όλες οι μελέτες όσον
αφορά τις αντικαρκινογόνες δράσεις του καφεϊκού οξέος. Πιο συγκεκριμένα,
ορισμένες έχουν δείξει ότι το καφεϊκό οξύ προάγει την καρκινογένεση στον
προστόμαχο των ποντικιών 73.

Φερουλικό οξύ

Το φερουλικό οξύ είναι ένα φαινολικό οξύ το οποίο απαντάται ευρέως στον
φλοιό του ρυζιού. Αποτελεί το ενεργό μέρος της γ-Ορυζανόλης.

Δομή φερουλικού οξέος

Σε in vitro μελέτες έχει βρεθεί η αντιοξειδωτική δράση του φερουλικού οξέος


74,75
το οποίο δρά ως δεσμευτής ελευθέρων ριζών . Συγκεκριμένα, παρεμποδίζει την
σύνθεση καρκινογόνων παραγόντων όπως έχει φανεί σε μελέτες με χρήση νιτρικών
76,77,78
. Τα νιτρικά είναι ενώσεις που χρησιμοποιούνται για την συντήρηση κρεάτων
και αλλαντικών και στον ανθρώπινο οργανισμό μετατρέπονται σε νιτροζαμίνες,
ενώσεις που εμφανίζουν καρκινογενετική δράση. Το φερουλικό οξύ μπορεί να
παρεμποδίσει την μεταβολική αυτή μετατροπή απενεργοποιώντας με αυτό τον τρόπο
τις νιτροζαμίνες.

23
Πρωτοκατεχικό οξύ

Δομή πρωτοκατεχικού οξέος

Αν και οι ειδικές φαρμακολογικές και οι βιολογικές του δράσεις δεν έχουν


διευκρινισθεί, το πρωτοκατεχικό οξύ έχει βρεθεί ότι εμφανίζει μια ισχυρή in vitro
79
αντιοξειδωτική δράση . Επίσης, έχει βρεθεί ότι εμφανίζει χημειοπροφυλακτική
δράση έναντι του καρκίνου σε διάφορα όργανα του γαστρενερικού συστήματος όπως
στην στοματική κοιλότητα 80,81, το στομάχι 82, το κόλον 83 το ήπαρ 84, καθώς και στην
ουροδόχο κύστη, αναστέλοντας της καρκινογενετική δράση διαφόρων καρκινογόνων
παραγόντων 85. Πρόσφατα, σε μία μελέτη σε ποντίκια βρέθηκε ότι τοπική εφαρμογή
του πρωτοκατεχικού στο δέρμα των πειραματοζώων παρεμπόδισε την εξέλιξη του
86
χημικά προκαλούμενου καρκίνου . Στην ίδια μελέτη βρέθηκε επίσης ότι η ένωση
ανέστειλε την φλεγμονή, την υπερπλασία και την δράση της δεκαρβοξυλάσης της
ορνιθίνης, διαδικασίες που σχετίζονται με την εξέλιξη του καρκίνου. Επιστημονικά
στοιχεία σχετικά με τον ακριβή μηχανισμό δράσης του πρωτοκατεχικού οξέος δεν
υπάρχουν μέχρι στιγμής.

Ελλαγικό οξύ

Το ελλαγικό οξύ είναι ένα ισχυρό φαινολικό αντιοξειδωτικό που απαντάται σε


46 διαφορετικά είδη φυτών, με το είδος Fragaria spp. να περιέχει την μεγαλύτερη
συγκέντρωση της ένωσης. Βρίσκεται στα φυτά με την μορφή υδρολυμένων ταννινών
(ελλαγιταννίνες). Οι ελλαγιταννίνες είναι εστέρες της γλυκόζης με εξα-υδροξυ-
διφαινολικό οξύ. Κατά την υδρόλυση τους, απελευθερώνεται το ελλαγικό οξύ που
αποτελεί διλακτόνη του εξα-υδροξυ-διφαινολικού οξέος. Το ελλαγικό οξύ είναι μία

24
σταθερή ένωση και απορροφάται μέσω του γαστρεντερικού συστήματος των
θηλαστικών.

Δομή ελλαγικού οξέος

Πολυάριθμες in vitro μελέτες και μελέτες σε ζώα έχουν πραγματοποιηθεί


87,88,89,90
σχετικά με την δράση του ελλαγικού οξέος έναντι του καρκίνου . Έρευνες
που πραγματοποιήθηκαν την προηγούμενη δεκαετία, έδειξαν ότι το ελλαγικό οξύ
αναστέλλει την ικανότητα διαφόρων χημικών ουσιών να προκαλούν μεταλλάξεις σε
91,92
βακτήρια . Το ελλαγικό οξύ έχει βρεθεί ότι επάγει την αποτοξίκωση
καρκινογόνων παραγόνων διεγείροντας την ενεργότητα διαφόρων ισομορφών του
ενζύμου τρανσφεράση της S-γλουταθειόνης σε περιπτώσεις καρκίνου του ήπατος
93,94,95,.96
. Επιπλέον, το ελλαγικό οξύ αναφέρεται ότι καθυστερεί την ανάπτυξη των μη
φυσιολογικών ανθρώπινων κυττάρων του παχέος εντέρου και επάγει την απόπτωση
97,98,89
των κυττάρων του καρκίνου του προστάτη . Στα καρκινικά κύτταρα του
ενδομητρίου, το ελλαγικό οξύ επάγει την απόπτωση των κακοήθων κυττάρων,
αναστέλλει την διαίρεση του κυττάρου στην G1 φάση και εμποδίζει την βλάβη του
p53 γονιδίου από τα καρκινικά κύτταρα, ενεργοποιώντας την έκφραση των p53/p21
99
πρωτεϊνών . Η αναστολή της καρκινογένεσης από το ελλαγικό οξύ έχει μελετηθεί
επίσης σε πειραματόζωα με καρκίνο του οισοφάγου, της γλώσσας, και του δέρματος
88, 100-103
.

5.1.3 Φλαβονοειδή

Μια σημαντική κατηγορία φαινολικών ενώσεων είναι τα φλαβονοειδή στα


οποία περιλαμβάνονται οι φλαβανόλες (κατεχίνες), οι φλαβονόλες (καιμφερόλη,
κερκετίνη, μυρικετίνη, φισετίνη), οι φλαβόνες (ρουτίνη, απιγενίνη, λουτεολίνη),
καθώς και μικρότερες ομάδες όπως, οι φλαβανόνες (ναρινγκενίνη, εσπεριτίνη,

25
συλιβίνη), οι ισοφλαβόνες (δαϊδζεΐνη, γενιστεΐνη, βιοχανίνη Α), οι ανθοκυανιδίνες, οι
35,36
προανθοκυανιδίνες, οι χαλκόνες και οι αουρόνες .

Η χημική τους δομή αποτελείται από δύο αρωματικούς δακτυλίους


συνδεδεμένους μέσω τριών ατόμων άνθρακα, που συνήθως σχηματίζουν ένα
οξυγονούχο αρωματικό δακτύλιο. Οι διαφορές μεταξύ των τάξεων οφείλονται στον
πυρολικό δακτύλιο (απουσία ή παρουσία διπλού δεσμού, παρουσία 3-υδροξυ και/ή 2-
οξυ ομάδων) και στον αριθμό των υδροξυλίων στους δακτύλιους Α και Β 36.

Τα πολυμερή παράγωγα των φλαβονοειδών συνιστούν μια άλλη ομάδα


φαινολικών ενώσεων, τις ταννίνες. Πρόκειται για ενώσεις μεσαίου και υψηλού
μοριακού βάρους, που υποδιαιρούνται με βάση την δομή τους σε συμπυκνωμένες και
υδρολυμένες ταννίνες. Στις συμπυκνωμένες ταννίνες υπάγονται οι κατεχίνες και οι
λευκοκυανίνες ενώ, στις υδρολυμένες κύριος εκπρόσωπος είναι το ταννικό οξύ, που
προκύπτει από την εστεροποίηση ενός μορίου πενταγαλλοϋλικής γλυκόζης με πέντε
μονάδες γαλλικού 36.

Τα φλαβονοειδή αποτελούν τις πιο διαδεδομένες ενώσεις στα φυτά. Οι


φλαβονόλες και οι φλαβόνες απαντούν στα φυτά με την μορφή Ο-γλυκοζιτών, κυρίως
στα φύλλα και τα εξωτερικά τμήματα των φυτών και στα περισσότερα φρούτα και
λαχανικά. Η κυριώτερη φλαβονόλη είναι η κερκετίνη που βρίσκεται σε υψηλή
περιεκτικότητα στο τσάϊ, στο κρασί και το κρεμμύδι. Οι φλαβόνες είναι λιγότερο
συχνές και βρίσκονται στην κόκκινη πιπεριά (λουτεολίνη) και στο σέλινο (απιγενίνη).
Ισοφλαβόνες περιέχονται κυρίως στη σόγια η οποία περιέχει περίπου 1 mg
γενιστεΐνης και δαϊδζεΐνης ανά γραμμάριο ξηρού καρπού. Οι προανθοκυνιδίνες είναι
πολυμερισμένες φαινόλες που απαντώνται στα φυτά και είναι υπεύθυνες για την
στυπτικότητα των τροφίμων. Φλαβονοειδή έχουν βρεθεί ακόμη σε σπέρματα φυτών,
ελαιούχους καρπούς (φυστίκια), στη σόγια και τα προϊόντα της 35.

Τα φλαβονοειδή έχουν μελετηθεί εκτεταμένα για την αντιοξειδωτική τους


δράση και την δράσή τους έναντι του καρκίνου. Ως αντιοξειδωτικά δρουν με δύο
μηχανισμούς. Κυρίως ανακόπτουν τις αλυσιδωτές αντιδράσεις της οξείδωσης
δίνοντας άτομα υδρογόνου στις υπεροξυρίζες, όπως όλα τα φαινολικά
αντιοξειδωτικά. Επίσης σχηματίζουν σύμπλοκα με μεταλλικά ιόντα, όπως τα ιόντα
σιδήρου και χαλκού, που εμφανίζουν προ-οξειδωτική δράση.

26
Όσον αφορά την δράση τους έναντι του καρκίνου, τα φλαβονοειδή
εμφανίζουν ποικίλλους μηχανισμούς δράσεις που περιλαμβάνουν επιδράσεις σε
κυτταρικά μηνύματα και την κυτταρική ανάπτυξη, αναστολή της δράσης ενζύμων του
κυτταρικού πολλαπλασιασμού και επαγωγή της διαδικασίας της απόπτωσης.

Κατεχίνες πράσινου τσαγιού

Το πράσινο τσάι παρασκευάζεται από τα αποξηραμένα φύλλα του φυτού


Camellia sinensis που ανήκει στην οικογένεια των Theaceae. Το μαύρο και πράσινο
τσάι (Theaceae), προέρχονται από το ίδιο φυτό. Αντίθετα από το μαύρο τσάι (και το
τσάι τύπου oolong), τα φρέσκα φύλλα από το πράσινο τσάι, δεν υφίστανται
οξειδωτική ζύμωση, γιατί κατεργάζονται σε υψηλές θερμοκρασίες με ατμό, έτσι ώστε
αδρανοποιούνται τα οξειδωτικά ένζυμα και μένουν ανέπαφες οι πολυφαινόλες του
φυτού.

Το πράσινο τσάι περιέχει πολυφαινόλες, που χημικά ανήκουν στην ομάδα των
φλαβονοειδών, ((-)-επικατεχίνη (EC), (-)-γαλλικό άλας της επικατεχίνης (ECG), (-)-
επιγαλλοκατεχίνη (EGC) και (-)-γαλλικό άλας της επιγαλλοκατεχίνης (EGCG) ) με το
γαλλικό άλας της επιγαλλοκατεχίνης (EGCG) να αποτελεί το κύριο συστατικό.
Αποτελούν το 30-40% του ξηρού υπολείμματος των φύλλων και είναι υπεύθυνες για
την αντιοξειδωτική δράση του φυτού, για τις αντικαρκινικές, αντιφλεγμονώδεις και
αντιμικροβιακές ιδιότητες, σύμφωνα με έναν μεγάλο αριθμό μελετών σε ανθρώπους,
πειραματόζωα και in vitro μελέτες. Σε ένα φλιτζάνι πράσινο τσάι, περιέχονται
συνήθως 300-400 mg πολυφαινόλες. Στο μαύρο τσάι, οι κατεχίνες, οι θεαφλαβίνες
και οι θεαρουβιγίνες αποτελούν το 3–10%, 2–6%, και περισσότερο του 20%,
αντίστοιχα του ξηρού υπολείμματος των φύλλων 104.

27
Κύριες φαινολικές ενώσεις πράσινου τσαγιού

Επικατεχίνη: R1=R2=H Θεαφλαβίνη: R1=ΟH, R2=OH

Επιγαλλοκατεχίνη: R1=H, R2=OH 3-Γαλλικό άλας της θεαφλαβίνης: R1=γαλλικό, R2=ΟH

3-Γαλλικό άλας της επικατεχίνης: R1=γαλλικό, R2=H 3΄-Γαλλικό άλας της θεαφλαβίνης: R1=ΟΗ, R2= γαλλικό

3-Γαλλικό άλας της επιγαλλοκατεχίνης: R1=γαλλικό, R2=OH 3΄-Γαλλικό άλας της θεαφλαβίνης: R1=ΟΗ, R2= γαλλικό

3,3-Γαλλικό άλας της θεαφλαβίνης: R1= R2=γαλλικό

Θεαρουβιγίνες (R=γαλλικό ή άλλες ομάδες)

Οι κατεχίνες του πράσινου τσαγιού έχει βρεθεί ότι εμφανίζουν αντιοξειδωτική


δράση. Μηχανισμοί που εμπλέκονται στην εκδήλωση της συγκεκριμένης δράσης
105,106
αναφέρονται στην δέσμευση ελευθέρων ριζών , στην αναστολή της
107
υπεροξείδωσης των λιπιδίων , στην αναστολή της οξείδωσης του DNA στην δομή
108,109
8-υδροξυ-2’-δεοξυγουανοσίνη και στην αναστολή της οξείδωσης των LDL
110
λιποπρωτεϊνών . Το γαλλικό άλας της επιγαλλοκατεχίνης φαίνεται να εμφανίζει
ισχυρότερη αντιοξειδωτική δράση συγκριτικά με τις άλλες κατεχίνες του τσαγιού. Σε
μερικές μελέτες έχει επίσης βρεθεί ότι είναι ισχυρότερος αντιοξειδωτικός παράγοντας
από το ασκορβικό οξύ και την ανηγμένη μορφή της γλουταθειόνης.

Το πράσινο τσάι έχει μελετηθεί ευρέως και για τις ενδεχόμενες


προστατευτικές του δράσεις έναντι του καρκίνου. Πολυάριθμες μελέτες σε ζώα
υποδεικνύουν ότι το πράσινο τσάι, το μαύρο τσάι και οι πολυφαινόλες τους
αναστέλλουν την καρκινογέννεση προκαλούμενη από υπεριώδη ακτινοβολία και από

28
111
χημικούς καρκινογόνους παράγοντες . Το τσάι και τα συστατικά του φάνηκε να
αναστέλλουν την καρκινογένεση στο δέρμα, τους πνεύμονες, τον οισοφάγο, το
στομάχι, το ήπαρ, το λεπτό έντερο, το πάγκρεας, το παχύ έντερο και τον μαστό 112-120.
Το τσάι και οι περιεχόμενες πολυφαινόλες έχουν επιδείξει ανασταλτική δράση έναντι
διαφόρων σταδίων της καρκινογένεσης.

Η χημειοπροστατευτική δράση του γαλλικού άλατος της επιγαλλοκατεχίνης


(EGCG) και των άλλων πολυφαινολών του τσαγιού αποδίδονται στην παρεμπόδιση
διαφοροποίησης των κυττάρων, του κυτταρικού πολλαπλασιασμού και την επαγωγή
της απόπτωσης. In vitro, οι κατεχίνες του τσαγιού φάνηκε να προκαλούν αναστολή
της ανάπτυξης και επαγωγή της απόπτωσης σε διάφορες ανθρώπινες καρκινικές
κυτταρικές σειρές περιλαμβανομένων του μελανώματος, του καρκίνου του μαστού,
του καρκίνου του πνεύμονα, της λευχαιμίας και του καρκίνου του παχέος εντέρου 121-
124
. Αν και, οι συγκεκριμένες δράσεις παρατηρήθηκαν και σε in vivo μελέτες σε
πειραμαντικά μοντέλα ζώων, κανένας συγκεκριμένος μηχανισμός δράσης δεν
αναφέρεται τελικά για τις κατεχίνες 125.

Η αντιοξειδωτική δράση των κατεχινών του τσαγιού έχει μελετηθεί διεξοδικά


σε in vitro μελέτες αλλά ο ρόλος της αντιοξειδωτικής αυτής δράσης στην
χημειοπροφυλακτική δράση του τσαγιού δεν έχει βρεθεί. Η κατανάλωση τσαγιού έχει
φανεί ότι αναστέλλει το οξειδωτικό στρες προκαλούμενο από καρκινογόνους
126,127
παράγοντες και υποκινητές της καρκινογένεσης . Ωστόσο, η σχέση μεταξύ της
αναστολής αυτής και του μειωμένου σχηματισμού όγκων θα πρέπει να διερευνηθεί
περαιτέρω.

Το γαλλικό άλας της επιγαλλοκατεχίνης επάγει την διακοπή του κυτταρικού


κύκλου στην G0/G1 φάση. Σε μία μελέτη σε κύτταρα με καρκίνο του μαστού MCF7,
η διακοπή αυτή χαρακτηρίζεται από υποφωσφορυλίωση της Rb, απώλεια δράσης των
κινασών εξαρτώμενων από κυκλίνες (cdk)2 και cdk4, και υπερέκφραση των
128,129
αναστολέων των κινασών WAF1/p21 και KIP1/p27 . Ανάλογα αποτελέσματα
παρατηρήθηκαν και σε επιθηλιακά κύτταρα του μαστού μετά από χορήγηση του
130
γαλλικού άλατος της επιγαλλοκατεχίνης . Η διακοπή της G0/G1 κυτταρικής φάσης
πολλαπλασιασμού παρατηρήθηκε και σε κυτταρικές σειρές καρκίνου του προστάτη
που συνοδεύτηκε με αύξηση της έκφρασης του ογκοκατασταλτικού γονιδίου p53 και
επαγωγή του αναστολέα των κινασών WAF1/p21 131.

29
Αναστολή των MAP κινασών και των AP-1 μεταγραφικών παραγόντων
μπορεί να οδηγήσει στην αναστολή της αύξησης, του κυτταρικού κύκλου και της
απόπτωσης. Πρόσφατα, φάνηκε ότι το EGCG και το διγαλλικό άλας της θεαφλαβίνης
(TFdiG), ανέστειλλαν την ανάπτυξη και προκάλεσαν επαγωγή της απόπτωσης σε
κυτταρικές σειρές με καρκίνου του πνεύμονα προκαλούμενου από Ras. Οι πρωτεΐνες
RAS δίνουν ένα χημικό "μήνυμα" που ενεργοποιούν την αύξηση κυττάρων. Η
παρεμπόδιση των RAS πρωτεϊνών στα καρκινικά κύτταρα σημαίνει τέλος στην
ανεξέλεγκτη αύξησή τους. Και οι δύο ενώσεις παρήγαγαν H2O2, αλλά μόνο η
απόπτωση προκαλούμενη από το EGCG μερικώς αναστάλθηκε από την προσθήκη
καταλάσης. Η καταλάση δεν είχε καμία επίδραση στον προκαλούμενο από το TfdiG
κυτταρικό θάνατο. Το EGCG και το TfdiG προκάλεσαν αναστολή της
φωσφορυλίωσης της c-jun και ERK1/2 καθώς και της φωσφορυλίωσης των ElK-1 και
MEK1/2 που αποτελούν υπορυθμιστές και επαγωγείς της οδού μεταγωγής των MAP
κινασών, αντίστοιχα 132,133.

Αναστολή της ενεργοποίηση του NF B και από τις δύο ενώσεις και του
TNF από το EGCG παρατηρήθηκε μέσω της αναστολής της φωσφορυλίωσης του I
B. Ο Ahmad και οι συνεργάτες του παρατήρησαν ότι τα ανθρώπινα καρκινικά
κύτταρα της επιδερμίδας A431 ήταν πιο ευαίσθητα σε αυτή την δράση σε σχέση με
134
τα φυσιολογικά κερατινοκύτταρα. . Γνωρίζοντας ότι ο NF B έχει αντιαποπτωτική
δράση, αναστολή του από τις πολυφαινόλες του τσαγιού υποδεικνύει προ-αποπτωτική
δράση.

Το EGCG έχει φανεί επίσης ότι αναστέλλει τα σήματα έναρξης της


αποπτωτικής διαδικασίας επιδρώντας σε παράγοντες που προκαλούν τον κυτταρικό
θάνατο και τους υποδοχείς τους στην επιφάνεια των κυττάρων. Σε ανθρώπινα
καρκινικά κύτταρα της επιδερμίδας A431, το EGCG εμπόδισε την σύνδεση του
αυξητικού παράγοντα της επιδερμίδας (EGF) στον υποδοχέα του και απέτρεψε την
135
αυτοφωσφορυλίωση του υποδοχέα. . In vitro, το EGCG ανέστειλλε την δράση της
κινάσης του EGFR, του υποδοχέα του αυξητικού παράγοντα των αιμοπεταλίων
137
(PDGFR) και του υποδοχέα του αυξητικού παράγοντα (FGFR) . Η ανασταλτική
δράση του EGCG έναντι της πρωτεϊνικής κινάσης Α (PKA) και της πρωτεϊνικής
κινάσης C (PKC) εμφανίστηκε αρκετά πιο ήπια συγκριτικά με την δράση του TFdiG
135,136
.

30
Ένας άλλος μηχανισμός δράσης που έχει πρόσφατα προταθεί για το EGCG
είναι μέσω της απευθείας σύνδεσής του με τον υποδοχέα της προ-αποπτωτικής
κυτοκίνης FAS 138.

Πρόσφατα, το EGCG βρέθηκε ότι αναστέλλει επίσης την δράση της


τοποϊσομεράσης I, ενός ενζύμου το οποίο συμβάλλει στον αναδιπλασιασμό του
DNA, σε αρκετές κυτταρικές σειρές καρκίνου του παχέως εντέρου 139.

Η σχετική σημασία κάθε έναν από τους πιθανούς μηχανισμούς δράσης in vivo
εξαρτάται από το αν οι αποτελεσματικές συγκεντρώσεις των πολυφαινολών του
τσαγιού μπορεί να επιτευχθούν στους ιστούς. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό θα πρέπει
να προσδιορισθεί.

Όσον αφορά τις επιδημιολογικές έρευνες, τα αποτελέσματα των μέχρι τώρα


ερευνών της χημειοπροφυλακτικής δράσης του τσαγιού έναντι του καρκίνου στον
άνθρωπο είναι αντιφατικά. Οι περισσότερες μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στην
Ιαπωνία και την Κίνα, όπου είναι συχνή η κατανάλωση πράσινου τσαγιού, δείχνουν
μια αντίστροφη σχέση μεταξύ της κατανάλωσης τσαγιού και της εμφάνισης καρκίνου
137
του γαστρεντερικού σωλήνα . Σε επτά μελέτες περίπτωσης που
πραγματοποιήθηκαν στις χώρες αυτές, 4 μελέτες έδειξαν μια σημαντική αντίστροφη
σχέση μεταξύ κατανάλωσης πράσινου τσαγιού και καρκίνου του ΓΕΣ ενώ 2 άλλες μη
137
σημαντική . Σε μία προοπτική μελέτη που πραγματοποιήθηκε στην Ιαπωνία, δεν
βρέθηκε καμία σχέση μεταξύ της κατανάλωσης πράσινου τσαγιού και εμφάνισης
140
καρκίνου του ΓΕΣ . Σε μία πρόσφατη μελέτη περίπτωσης σε ασθενείς με καρκίνο
του οισοφάγου στην Σανγκάη φάνηκε ότι η κατανάλωση πράσινου τσαγιού σχετίζεται
141
με μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του οισοφάγου . Αντίθετα,
προηγούμενες μελέτες έδειξαν μια θετική συσχέτιση μεταξύ της κατανάλωσης
τσαγιού και της εμφάνισης καρκίνου του οισοφάγου. Στις 6 από τις 7 μελέτες η
142
συσχέτιση αυτή αποδόθηκε στην υψηλή θερμοκρασία του τσαγιού . Σε πρόσφατες
μελέτες έχει φανεί ότι η κατανάλωση ροφημάτων υψηλής θερμοκρασίας
περιλαμβανομένου του τσαγιού αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του
οισοφάγου 141.

Τα αντιφατικά αποτελέσματα των επιδημιολογικών ερευνών πιθανά


οφείλονται σε συγχυτικούς παράγοντες όπως η διατροφή, το κάπνισμα, η ηλικία και η

31
κατανάλωση αλκοόλ. Επιπλέον, η βιοδιαθεσιμότητα των πολυφαινολών του τσαγιού
δεν έχει διερευνηθεί ικανοποιητικά. Είναι πιθανό ότι η διαφοροποίηση στον
μεταβολισμό και την χλωρίδα του γαστρεντερικού σωλήνα από άτομο σε άτομο, να
τροποποιεί σημαντικά την πρόσληψη και την διαθεσιμότητα των βιολογικά ενεργών
μορίων.

Συμπερασματικά, λοιπόν αν και σε μελέτες σε ζώα, το πράσινο τσάι έχει


επιδείξει χημειοπροστατευτική δράση έναντι του καρκίνου, τα αποτελέσματα
επιδημιολογικών ερευνών είναι αντιφατικά. Αυτό πιθανά οφείλεται σε διάφορους
παράγοντες. (1) Η δόση του χημειοπροστατευτικού παράγοντα είναι γενικά
μεγαλύτερη στις μελέτες πειραματοζώων σε σχέση με την τυπική κατανάλωση των
ανθρώπων. (2) Η διαδικασία καρκινογένεσης, ειδικά σε συγκεκριμένους χημικούς
καρκινογόνους παράγοντες, πιθανά να μην μοιάζει με την διαδικασία της
καρκινογένεσης σε ανθρώπους. (3) Η διαφοροποίηση στον μεταβολισμό των
συστατικών του τσαγιού όπως και η ύπαρξη συγχυτικών παραγόντων πιθανά
καλύπτουν τις δράσεις του πράσινου τσαγιού στον καρκίνο. Μερικές από αυτές τις
ασυμφωνίες στα αποτελέσματα των ερευνών ίσως να μπορέσουν να εξηγηθούν στο
μέλλον με την κατανόηση της βιοδιαθεσιμότητας των πολυφαινολών του τσαγιού.
Γνώση της βιοδιαθεσιμότητας και των δράσεων των συστατικών του τσαγιού θα
επιτρέψουν μια πιο ξεκάθαρη αντίληψη των μηχανισμών με τους οποίους το EGCG
και οι άλλες πολυφαινόλες του τσαγιού εκδηλώνουν την χημειοπραστατευτική τους
δράση έναντι του καρκίνου.

Κερκετίνη

Πρόκειται για μία φλαβονόλη που απαντάται ευρέως στο φυτικό βασίλειο.
Πλούσιες πηγές της συγκεκριμένης ένωσης είναι τα κρεμμύδια, το κόκκινο κρασί, το
πράσινο τσάι και το βότανο St. John's wort.

Η κερκετίνη απαντά στα φυτά ως αγλυκόνη (ελεύθερη μορφή) είτε σε μορφή


γλυκοζιτών, συνδεδεμένη με υδατάνθρακες. Η κερκετίνη μόνη της αποτελεί
αγλυκόνη και αυτό γιατί στη δομή της δεν υπάρχουν υδατανθρακικές μονάδες. Τα
σάκχαρα με τα οποία συνδέετεαι η κερκετίνη, είναι η ρουτίνη και η θουγίνη 36.

32
Δομή κερκετίνης

Η κερκετίνη είναι ένα φαινολικό αντιοξειδωτικό και έχει φανεί ότι αναστέλλει
την υπεροξείδωση των λιπιδίων των μεμβρανών. Επίσης σε in vitro μελέτες και
μελέτες σε ζώα έχει φανεί ότι εμφανίζει μία προστατευτική δράση έναντι ενός
αριθμού διαφορετικών πειραματικών μοντέλων καρκινογένεσης περιλαμβανομένων
του καρκίνου του στόματος, του φιμπροσαρκώματος, του καρκίνου του δέρματος,
143-148
του καρκίνου του μαστού και άλλων οργάνων . Μελέτες σε κυτταρικές σειρές
ορθοκολικού καρκίνου έχουν δείξει αντικρουόμενα αποτελέσματα, με κάποιες
149
μελέτες να εμφανίζουν μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου , κάποιες άλλες
150 151
αυξημένο κίνδυνο και κάποιες άλλες καμία επίδραση . Η κερκετίνη έχει βρεθεί
επίσης ότι εμφανίζει ισχυρότερη δράση συγκριτικά με την ταμοξιφαίνη ως
αναστολέας αύξησης της MCF-7 κυτταρικής σειράς του καρκίνου του μαστού 152.

Παρά το γεγονός ότι πρόσφατες έρευνες δείχνουν χαμηλή απορρόφηση της


ένωσης, νεότερες μελέτες ανατρέπουν αυτή την άποψη 143. Η χαλκόνη της κερκετίνης
έχει προταθεί ως περισσότερο απορροφήσιμη ένωση λόγω της αυξημένης
υδατοδιαλυτότητάς της αλλά μέχρι στιγμής δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες σε
ανθρώπους που να επιβεβαιώνουν την συγκεκριμένη άποψη. Η χορήγηση της έχει
φανεί ότι καθυστερεί την ανάπτυξη μεταμοσχευμένων όγκων στο παχύ έντερο μυών
153
.

33
Μυρικετίνη

Δομή μυρικετίνης

Η μυρικετίνη είναι μία φλαβονόλη που απαντάται στα φυτά και εμφανίζει
αντιοξειδωτική δράση αναστέλλοντας in vitro την οξείδωση της LDL χοληστερόλης
154,155,156
. Αποτελεί επίσης ισχυρό αναστολέα της Ρ μορφής του ενζύμου φαινολ-
σουλφο-τρανσφεράση, υποδεικνύοντας ενδεχόμενη δράση της σε καρκινογενέσεις
157
προκαλούμενες από θειόσεις . Επιπλέον, η μυρικετίνη εμφανίζει in vitro ισχυρή
ανασταλτική δράση έναντι της αύξησης και την διαφοροποίησης ορισμένων
καρκινικών κυττάρων. Η δράση αυτή φαίνεται να οφείλεται στην αναστολή της
κινάσης της φωσφατιδυλο-ινοσιτόλης, ενός ενζύμου που παίζει σημαντικό ρόλο στην
μεταγωγή κυτταρικών μηνυμάτων και τον κακοήθη μετασχηματισμό των κυττάρων
158
. Η μυρικετίνη βρέθηκε επίσης ότι εμφανίζει ισχυρή ανασταλτική δράση έναντι του
ιού της λευχαιμίας Moloney σε τρωκτικά 159.

Ρουτίνη

Η ρουτίνη είναι ένας γλυκοζίτης φλαβονόλης (3-ραμνογλυκοζίτης της


5,7,3’,4’-τετραϋδροξυφλαβονόλης) που συνίσταται από την κερκετίνη (φλαβονόλη)
και τον δισακχαρίτη ρουτινοσίδη. Η μονάδα του δισακχαρίτη της ρουτίνης, η
ρουτινόζη, συνίσταται από τα σάκχαρα ραμνόζη (6-δεοξυ-L-μαννόζη) και γλυκόζη 36.

34
Δομή ρουτίνης

Η ρουτίνη απαντάται σε διάφορα φυτά, ιδιαίτερα όμως στο φυτό Fagopyrum


esculentum Moench. Άλλες πηγές της ένωσης είναι το μαύρο τσάι και το εξωκάρπιο
των μήλων.

Η ρουτίνη είναι ένα φαινολικό αντιοξειδωτικό που δεσμεύει τις ελεύθερες


160
ρίζες του υπεροξειδίου . Επιπλέον η ρουτίνη σχηματίζει χηλικές ενώσεις με ιόντα
160
μετάλλων, όπως τα κατιόντα σιδήρου . Τα κατιόντα σιδήρου εμπλέκονται στην
αντίδραση Fenton, κατά την οποία παράγονται ελεύθερες ρίζες οξυγόνου.

Η in vivo αντιοξειδωτική δράση της ρουτίνης αποδίδεται πιθανά στην


161
κερκετίνη στην οποία μεταβολίζεται μετά την απορρόφησή της . Αν και κάποιες
μελέτες αναφέρουν ότι η ρουτίνη αναστέλλει την υπεροξείδωση των λιπιδίων,
κάποιες άλλες δεν υποστηρίζουν αυτή την δράση. Επίσης, η ρουτίνη πιθανά να βοηθά
στην διατήρηση της γλουταθειόνης στην ανηγμένη της μορφή 162. Είναι σημαντικό να
αναφερθεί ότι η ρουτίνη και ο μεταβολίτης της κερκετίνη κάτω από ορισμένες
συνθήκες μπορεί να εμφανίσουν προ-οξειδωτική δράση. Συγκεκριμένα, η νίτρωση
της ρουτίνης ή της κερκετίνης παράγουν ένα προ-οξειδωτικό μόριο που εμφανίζει
μεταλλαξιογόνο δράση 163.

Η αντιφλεγμονώδης δράση της ρουτίνης έχει διαπιστωθεί σε έναν μεγάλο


αριθμό μελετών σε ζώα. Σε πειραματικά προκαλούμενη κολίτιδα η χορήγηση της
ρουτίνης πριν ή και μετά την πρόκληση είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση
προφυλακτικής και θεραπευτικής δράσης. Η ρουτίνη βρέθηκε ότι αυξάνει τα επίπεδα
της γλουταθειόνης στο κόλον μειώνοντας με αυτόν τον τρόπο την οξειδωτική βλάβη
164,165,166
των ιστών κατά την φλεγμονή . Έχει βρεθεί επίσης ότι σε γαστρικές

35
αλλοιώσεις προκαλούμενες από αιθανόλη, η ένωση εμφανίζει κυτταροπροστατευτική
167
δράση έναντι της τοξικής δράσης της αιθανόλης . Η δράση της ρουτίνης ως
δεσμευτής ελευθέρων ριζών και η ικανότητα της να σχηματίζει χηλικές ενώσεις με
μέταλλα αναφέρονται σε ορισμένες μελέτες σε ζώα ότι προστατεύουν έναντι της
οξειδωτικής βλάβης των κυττάρων προκαλούμενης από αμίαντο 168.

Σε κάποιες προκαταρκτικές μελέτες σε ζώα υπάρχουν στοιχεία ότι η ρουτίνη


μπορεί να αναστείλει την εμφάνιση καρκινογόνων και προ-καρκινογόνων
169,170 171
καταστάσεων , περιλαμβανομένης και της ορθοκολικής νεοπλασίας ,.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα αυτά φαίνεται να είναι συγκεχυμένα και απαιτούνται
περισσότερες μελέτες προς αυτή την κατεύθυνση.

Χρυσίνη

Η χρυσίνη είναι μία φλαβόνη (5,7-διϋδροξυφλαβόνη) που απαντάται σε


ποικίλλα είδη φυτών περιλαμβανομένων των ειδών Pelargonium, Passiflora και των
Pinaceae. Απαντάται στα φυτά κυρίως με την μορφή γλυκοζίτη 36.

Δομή χρυσίνης

Η χρυσίνη έχει βρεθεί σε in vitro μελέτες ότι αναστέλλει το ένζυμο


αρωματάση 172,173. Η αρωματάση ή συνθετάση των οιστρογόνων είναι ένα ένζυμο του
κυτοχρώματος Ρ450 το οποίο καταλύει την μετατροπή ανδρογόνων σε οιστρογόνα. Η
ανδροστενεδιόνη και η τεστοστερόνη αποτελούν τα υποστρώματα της συγκεκριμένης
αντίδρασης. Η χρυσίνη έχει επίσης φανεί in vitro ότι συνδέεται ασθενώς με τους α-
και β-υποδοχείς οιστρογόνων 174.

Η χρυσίνη έχει επιδείξει και αντιοξειδωτική δράση, αναστέλοντας το ένζυμο


οξειδάση της ξανθίνης παρεμποδίζοντας με αυτόν τον τρόπο την σύνθεση του

36
175
ουρικού οξέος και ορισμένων ελευθέρων ριζών . Πιθανά, κάτω από ορισμένες
συνθήκες να αναστέλλει και την υπεροξείδωση των λιπιδίων.

Σε μερικές in vitro μελέτες έχει βρεθεί επίσης η χημειοπροφυλακτική δράση


176,177
της χρυσίνης έναντι του καρκίνου . Ωστόσο, ακόμη δεν μπορούν οι ερευνητές
να καταλήξουν σε συμπεράσματα σχετικά με την δράση αυτή.

Λουτεολίνη

Η λουτεολίνη (2-[3,4-διϋδροξυφαινυλ]-5,7-διϋδροξυ-4H-1-βενζοπυραν-4-
όνη) είναι μία πολυφαινολική φλαβόνη που απαντάται σε πολλά φυτά (οικογένεια
Combretaceae), συνήθως με την μορφή γλυκοζιτών όπως π.χ. του αραβινοσίδη.

Δομή λουτεολίνης

Η λουτεολίνη σε διάφορους τύπους ανθρώπινων καρκινικών κυτταρικών


σειρών αναφέρεται ότι εμφανίζει ανασταλτική δράση έναντι του καρκίνου του
178-180
πνεύμονα, της μήτρας, του μελανώματος και του καρκίνου του στομάχου .Η
λουτεολίνη επίσης αναφέρεται ότι εμφανίζει αντιμεταλλαξιογόνο δράση σε
καρκινογένεση προκαλούμενη από διολ-εποξείδια πολυκυκλικών αρωματικών
υδρογονανθράκων 181,182.

Απιγενίνη

Η απιγενίνη (4,5,7,-τριϋδροξυφλαβόνη), είναι μία φλαβόνη η οποία απαντάται


σε διάφορα είδη φυτών. Αποτελεί ένα από τα κύρια συστατικά του χαμομηλιού.

37
Σε καλλιέργειες κυττάρων και σε in vivo μελέτες, η ένωση έχει βρεθεί ότι
εμφανίζει χημειοπροφυλακτική δράση έναντι του καρκίνου, αναστέλλοντας την
183-185
αύξηση των καρκινικών κυττάρων . Η απιγενίνη εμφανίζει επίσης
186,187
αντιφλεγμονώδη και αντιοξειδωτική δράση σε πολλές in vitro μελέτες .
Εκδηλώνει αντιμεταλλαξιογόνο δράση έναντι του νιτροπυρενίου και ανασταλτική
188,189
δράση έναντι της πρωτεΐνικής κινάσης και των ογκογονιδίων c-jun και c-fos .
Έρευνες έχουν δείξει ότι η απιγενίνη αυξάνει την κυτταρική επικοινωνία σε
190
επιθηλιακά κύτταρα επιμύων . Αποτελεί επίσης έναν ισχυρό αναστολέα της
κυκλοοξυγενάσης-2 και της δεκαρβοξυλάσης της ορνιθίνης, ενζύμων που
187,191
εμπλέκονται στην εξέλιξη του καρκίνου . Επιπλέον, έχει φανεί ότι η απιγενίνη
αυξάνει την ενδοκυτταρική συγκέντρωση της γλουταθειόνης, ενισχύοντας με αυτόν
192
τον τρόπο την άμυνα του κυττάρου έναντι του οξειδωτικού stress . In vivo
αναφέρεται η ανασταλτική δράση της ένωσης έναντι του παράγοντα νέκρωσης
193
κυττάρων (ΤΝF) . Προθεραπεία με απιγενίνη στο δέρμα επιμύων και σε κύτταρα
του παχέος εντέρου πριν την έκθεση σε καρκινογόνο παράγοντα είχε ως αποτέλεσμα
194,195
την εμφάνιση προστατευτικής δράσης έναντι της καρκινογένεσης . Πρόσφατα,
βρέθηκε επίσης ότι η απιγενίνη αναστέλλει την μετάσταση ρυθμίζοντας την
196
παραγωγή πρωτεασών . Σε μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορες
ανθρώπινες καρκινικές κυτταρικές σειρές όπως του καρκίνου του θυρεοειδούς αδένα,
του καρκίνου του μαστού, του ορθοκολικού καρκίνου, του καρκίνου του προστάτη
και του μελανώματος, η χορήγηση της ένωσης οδήγησε σε επαγωγή της απόπτωσης
197-202
ενώ σε κύτταρα της επιδερμίδας και σε ινοβλάστες προκάλεσε παύση του
κυτταρικού κύκλου στην φάση G2/M αναστέλοντας την δράση της p34cdc2 κινάσης,
201,203
αυξάνοντας παράλληλα την σταθερότητα της p53 πρωτεΐνης . Πρόσφατα,
βρέθηκε επίσης ότι η απιγενίνη αναστέλλει την δράση του μεταγραφικού παράγοντα
NF- B που που εμπλέκεται στην ρύθμιση γονιδίων της κυτταρικής διαφοροποίησης,
της μετάστασης, της απόπτωσης και της αντίστασης στην χημειοθεραπεία 204.

Τανγκερετίνη

Η τανγκερετίνη είναι μία πολυμεθυλοξυλιομένη φλαβόνη, (5,6,7,8,4’-


πενταμεθοξυφλαβόνη), η οποία απαντάται στο λευκό τμήμα του εξωκαρπίου των
ειδών του γένους citrus.

38
Δομή τανγκερετίνης

Αρκετές βιολογικές δράσεις αναφέρονται για την τανγκερετίνη που


περιλαμβάνουν την ικανότητα της να ενισχύει την ενδοκυτταρική επικοινωνία, την
εξουδετέρωση της δράσης των υποκινητών της καρκινογένεσης στο επίπεδο της
διακυτταρικής επικοινωνίας καθώς και την ανασταλτική της δράση έναντι του
205,206,207
πολλαπλασιασμού των καρκινικών κυττάρων . Επιπλέον σε μία πρόσφατη
μελέτη βρέθηκε ότι η τανγκερετίνη επάγει την παύση του κυτταρικού κύκλου στην
φάση G1 αναστέλοντας την δράση των κυκλινο-εξαρτώμενων κινασών Cdk2 και
Cdk4, αυξάνοντας παράλληλα τα επίπεδα των p21 και p27 πρωτεϊνών. Η επαγωγή
των παραγόντων αυτών φαίνεται να εξηγεί την ανασταλτική δράση της τανγκερετίνης
έναντι της διαφοροποίησης των κακοήθων κυττάρων 208.
Θα πρέπει να σημειωθεί όμως ότι σε μια μελέτη σχετικά με την αλληλεπίδραση της
τανγκερετίνης με την ταμοξιφαίνη, η ένωση βρέθηκε ότι μειώνει την δράση του
φαρμάκου 209.

Μπαϊκαλεΐνη

Η μπαϊκαλεΐνη είναι μία φλαβόνη (5,6,7-τριϋδροξυφλαβόνη) η οποία


απαντάται στο είδος Scutellaria baicalensis. Απαντάται στο φυτό με την μορφή του
γλυκοζίτη μπαϊκαλίνη, ο οποίος υδρολύεται μετά την απορρόφησή του στο
γαστρεντερικό και απελευθερώνει την μπαϊκαλεΐνη 209.

39
Δομή μπαϊκαλεΐνης

Δομή μπαϊκαλίνης

Πρόσφατα η ένωση έχει μελετηθεί για την δράση της έναντι του καρκίνου. Η
ικανότητα της να παρεμποδίζει την μεταγραφή ποικίλλων ανθρώπινων καρκινικών
κυτταρικών σειρών μέσω αναστολής του ενζυμικού συστήματος της λιποοξυγενάσης
έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον των ερευνητών για την εκτίμηση της ένωσης ως
πιθανού χημειοπροφυλακτικού παράγοντα. Πολλές εργαστηριακές μελέτες
υποδεικνύουν ότι η μπαϊκαλεΐνη αναστέλλει την φάση αύξησης της καρκινογένεσης
μέσω ενός αριθμού άμεσων και έμμεσων φυσιολογικών δράσεων.

Αναλυτικά:

Η μπαϊκαλεΐνη έχει φανεί ότι αναστέλλει το ένζυμο 12-λιποοξυγενάση το


οποίο μετατρέπει το αραχιδονικό οξύ σε λευκοτριένια που είναι απαραίτητα για τον
πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων. Οι μελέτες δείχνουν ότι με την
αναστολή του ενζύμου, η μπαϊκαλεΐνη αναστέλλει τον πολλαπλασιασμό των
καρκινικών κυττάρων και επάγει την απόπτωση σε ανθρώπινες κυτταρικές σειρές του
210
καρκίνου του στομάχου . Επιπλέον, η ενεργοποίηση του αραχιδονικού από το

40
ένζυμο έχει βρεθεί ότι παίζει σημαντικό ρόλο στην μετάσταση των κακοήθων
210,211
κυττάρων του καρκίνου του προστάτη Στοιχεία από εργαστηριακές μελέτες
αναφέρουν ότι προθεραπεία με μπαϊκαλεΐνη σε ποντίκια με μεταμοσχευμένο καρκίνο
του προστάτη ανθρώπων, οδήγησε σε αναστολή της μετάστασης των κακοήθων
211
κυττάρων στον πνεύμονα και αδυναμία έκφρασης του ενζύμου . Η αναστολή του
πολλαπλασιασμού των καρκινικών κυττάρων οδήγησε επίσης σε αυξημένη
αποπτωτική διαδικασία και καλύτερη ανταπόκριση των ανοσοκυττάρων στην
210,211
καταστροφή των καρκινικών κυττάρων . Άλλες έρευνες που μελέτησαν την
δράση της μπαϊκαλεΐνης ως αντι-ογκογόνου παράγοντα έδειξαν ότι η ένωση επάγει
επιλεκτικά την απόπτωση σε ανθρώπινες κυτταρικές σειρές καρκίνου του ήπατος
212,213,214,215
χωρίς να επηρρεάζει τα φυσιολογικά κύτταρα. . Η ίδια δράση
παρατηρήθηκε και σε μελέτες με πολλές διαφορετικές ανθρώπινες καρκινικές
κυτταρικές σειρές. 216,217,218.

Η μπαϊκαλεΐνη έχει βρεθεί επίσης ότι εμφανίζει in vitro ανασταλτική δράση


έναντι της διαφοροποίησης των κακοήθων κυττάρων του καρκίνου της κύστης σε
ανθρώπινες κυτταρικές σειρές καθώς και σε κυτταρικές σειρές ποντικιών. Σε μία in
vivo μελέτη σε ποντίκια με μεταμοσχευμένα κύτταρα του καρκίνου της κύστης,
βρέθηκε ότι η από του στόματος χορήγηση συμπληρώματος μπαϊκαλεΐνης οδήγησε
σε σημαντική αναστολή της αύξησης του όγκου, ενώ αντίθετα στην ομάδα ελέγχου
219
παρατηρήθηκε αύξηση του όγκου . Σε άλλες εργαστηριακές μελέτες, η
μπαϊκαλεΐνη εμφάνισε ανασταλτική δράση έναντι της διαφοροποίησης ανθρώπινων
κυτταρικών σειρών του καρκίνου του παγκρέατος και της Τ λεμφοειδούς λευχαιμίας.
Ο μηχανισμός δράσης της ένωσης φάνηκε να είναι η αναστολή της δράσης της
πρωτεϊνικής κινάσης της τυροσίνης καθώς και της C πρωτεϊνικής κινάσης. Οι δράσεις
και των δύο αυτών ενζύμων είναι απαραίτητες για την φυσιολογική κυτταρική
διαφοροποίηση 214.

Η μπαϊκαλεΐνη εμφανίζει επίσης ισχυρή αντιοξειδωτική δράση καθώς


προστατεύει το DNA από μεταλλάξεις προκαλούμενες από καρκινογόνους
παράγοντες όπως το βενζο[α]πυρένιο και από τοξίνες όπως η αφλατοξίνη Β 220-222.

Στοιχεία από in vitro μελέτες αναφέρουν ότι η μπαϊκαλεΐνη διεγείρει τα


ένζυμα επιδιόρθωσης του DNA υποδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο την πιθανή
χρήση της έναντι της βλάβης από ακτινοβολία 223.

41
Η ένωση έχει βρεθεί επίσης ότι αναστέλλει την δράση του ενζύμου 5 α-
ρεδουκτάση το οποίο μετατρέπει την τεστοστερόνη σε διϋδροτεστοστερόνη μια
ενζυματική διαδικασία που σχετίζεται με την υπερπλασία του προστάτη και τον
κακοήθη καρκίνο του προστάτη 224. Μελέτες σχετικά με την δράση της μπαϊκαλεΐνης
έναντι του καρκίνου του προστάτη έχουν πραγματοποιηθεί σε ασθενείς που δεν είχαν
καμία ανταπόκριση στην συμβατική θεραπεία. Σε μία έρευνα που πραγματοποιήθηκε
στο University of California στο San Francisco και στο κέντρο Memorial Sloan-
Kettering Cancer Center της Ν. Υόρκης σε ασθενείς με μεταστατικό καρκίνο του
προστάτη, βρέθηκε ότι, η από του στόματος χορήγηση μπαϊκαλεΐνης ανέτρεψε ή
σταθεροποίησε την κατάσταση σχεδόν όλων των ασθενών αυξάνοντας τον χρόνο
225
επιβίωσης και την ποιότητα ζωής . Ανάλογα αποτελέσματα διαπιστώθηκαν και σε
226,227,228
άλλες μελέτες με ασθενείς με διαγνωσμένο καρκίνο του προστάτη .

Μελέτες σε ζώα υποδεικνύουν ότι η μπαϊκαλεΐνη πιθανά είναι


αποτελεσματική στην θεραπεία και άλλων τύπων καρκίνου όπως του καρκίνου του
229,213,221,219,
στομάχου, του παγκρέατος, της κύστης , του ήπατος και του μαστού
214,215,230,231
.

Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι, η μπαϊκαλεΐνη σε θεραπευτικές δόσεις


δεν είναι τοξική 232.

Διοσμετίνη

Η διοσμετίνη είναι μία φλαβόνη που απαντάται στα φυτά συνήθως με την
μορφή του γλυκοζίτη της, διοσμίνη.

Δομή διοσμετίνης

42
Η διοσμετίνη σε in vitro μελέτες φάνηκε να έχει χημειοπροφυλακτική δράση
έναντι του καρκίνου, εκδηλώνοντας ανασταλτική δράση έναντι της κυτταρικής
διαφοροποίησης και της κυτταρικής αύξησης 233,234. Σε μία μελέτη έχει βρεθεί επίσης
ότι, αν και η δισμετίνη δρα ως αγωνιστής του αρυλ-υδρογονανθρακικού υποδοχέα
(AhR), παράλληλα αυξάνει την ενεργότητα του ενζύμου CYP1A1 αναστέλλοντας με
235
αυτόν τον τρόπο την ενεργοποίηση καρκινογόνων παραγόντων . Ο αρυλ-
υδρογονανθρακικός υποδοχέας είναι ένας πυρηνικός μεταγραφικός παράγοντας που
εμφανίζει μεγάλη συγγένεια δέσμευσης με τοξικούς καρκινογόνους παράγοντες και
διευκολύνει την εκδήλωση της καρκινογενετικής τους δράσης.

Σιλυβίνη

Η σιλυβίνη είναι το κύριο συστατικό του συμπλόκου φλαβονογλυκανών το


οποίο καλείται σιλυμαρίνη και απαντάται στον καρπό του Silibum marianum (L.)
Gaertn. (Asteraceae). Άλλες φλαβονογλυκάνες της σιλυμαρίνης είναι η σιλυδιανίνη
και η σιλυκριστίνη, με την σιλυμαρίνη να αποτελεί το πιο δραστικό συστατικό του
φυτού 236.

Δομή σιλυβίνης

Η σιλυβίνη εμφανίζει αντιοξειδωτική δράση δεσμεύοντας τις ελεύθερες ρίζες


οξυγόνου με αποτέλεσμα την μετατροπή τους σε πιο σταθερές και λιγότερο ενεργές
237-240
ενώσεις . Λόγω της αντιοξειδωτικής της δράσης εμφανίζει επίσης και
241
ηπατοπροστατευτική δράση . Σε in vitro μελέτες και μελέτες σε ζώα, η σιλυβίνη
εμφάνισε χημειοπροφυλακτική δράση έναντι διαφόρων τύπων καρκίνου. Σε
συγκεντρώσεις 0.1-20 μmol/L ανέστειλλε in vitro την αύξηση ανθεκτικών στην
φαρμακευτική αγωγή καρκινικών κυττάρων του ενδομητρίου και των ανθεκτικών
242
στην δοξορουβικίνη καρκινικών κυττάρων του μαστού . Σε συγκέντρωση 0.1-1.0
μmol/L ενίσχυσε την δράση της cis-πλατίνης και της δοξορουβικίνης σε πειραματικές
καρκινικές σειρές. Μετά από εφαρμογή της στην επιδερμίδα μυών (SENCAR mice),

43
εμφάνισε προστατευτική δράση έναντι της δράσης των καρκινογόνων παραγόντων,
243
ΤΡΑ και οκαϊδικού οξέος (ΟΑ) . Τοπική εφαρμογή της σιλυμαρίνης πριν της
εφαρμογή του ΤΡΑ και του ΟΑ ανέστειλλε ολοκληρωτικά την επαγωγή της
έκφρασης του μηνυματοφόρου RNA του παράγοντα νέκρωσης όγκων (TNFα) στην
επιδερμίδα μυών. Σε μία άλλη επίσης μελέτη αναφέρεται σημαντική προστασία από
φωτοκαρκινογένεση σε μύες στους οποίους χορηγήθηκε εστέρας της φορβόλης ή
244
7,12-διμεθυλβενζανθρακένιο . Η αντικαρκινική δράση πραγματοποιήθηκε στο 1ο
στάδιο εξέλιξης του όγκου και η σιλυμαρίνη εμφάνισε δράση αναστέλλοντας την
245
κυκλοοξυγενάση 2 (COX-2) και την ιντερλευκίνη 1α (IL-1α) . Οι δράσεις αυτές
πιθανά περιλαμβάνουν αναστολή του οιδήματος, της υπερπλασίας, της
διαφοροποίησης και της οξειδωτικής κατάστασης 246.

Χορήγηση σιλυμαρίνης σε ανθρώπινες κυτταρικές σειρές του καρκίνου του


προστάτη (DU145), είχε ως αποτέλεσμα την αναστολή δράσης του παράγοντα
247
ανάπτυξης TGFα στον υποδοχέα του παράγοντα, erbB1 . Παρατηρήθηκε επίσης
μία μείωση στην φωσφορυλίωση της τυροσίνης, στην πρωτεΐνη SHC ταυτόχρονα με
μια μειωμένη σύνδεση με τον υποδοχέα erbB1. Στην ίδια έρευνα παρατηρήθηκε
σημαντική επαγωγή των αναστολέων των κινασών Cip1/p21 και Cip/p27 με
σημαντική μείωση στην έκφραση των CDK4 αλλά χωρίς αλλαγές στα επίπεδα των
CDK2 και CDK6 και των κυκλινών τους Ε και D1 αντίστοιχα. Περαιτέρω έρευνα
έδειξε ότι υπήρξε μια σημαντική αναστολή της φωσφορυλίωσης της τυροσίνης και
στον υποδοχέα erbB1 και στην πρωτεΐνη SHC χωρίς όμως καμία αλλαγή στα επίπεδα
πρωτεΐνης. Τα αποτελέσματα αυτά υποδεικνύουν ότι η σιλυμαρίνη έχει πιθανά
ισχυρή αντικαρκινική δράση έναντι του καρκίνου του προστάτη και η δράση της
αυτή φαίνεται να εμπλέκει την οδό erbB1- SHC, την επαγωγή των αναστολέων των
κινασών (CDKIs) με επακόλουθο την διακοπή της G1 κυτταρικής φάσης
πολλαπλασιασμού 247.

Σε κυτταρικές σειρές καρκίνου του δέρματος (Α431) και σε μικρότερες δόσεις


σιλυμαρίνης, παρατηρήθηκε σημαντική αναστολή της δράσης της πρωτεϊνικής
248
κινάσης ERK ενώ υψηλότερες δόσεις ενεργοποίησαν την ΜΑΡΚ/JNK1 κινάση .
Ισχυρή αντικαρκινική δράση ενάντια σε ανθρώπινες καρκινικές κυτταρικές σειρές
MDA-MB468 επέδειξε η συλιμαρίνη, προκαλώντας διακοπή της G1 κυτταρικής

44
φάσης πολλαπλασιασμού και επαγωγή στην πρωτεϊνική έκφραση της CDKI Cip1/p21
249
.

Η προκαλούμενη χημειοπροφυλακτική και αντικαρκινική δράση της


σιλυμαρίνης αποδίδονται στο κύριο συστατικό της, την σιλυβίνη 250. Η σιλιβίνη στην
ανθρώπινη κυτταρική σειρά του καρκίνου του προστάτη LNCaP προκαλεί μείωση
του αντιγόνου PSA και αναστέλλει την ανάπτυξη των κυττάρων μέσω διακοπής της
251
G1 φάσης του κυτταρικού πολλαπλασιασμού . Μελετώντας την κατανομή στους
ιστούς, από του στόματος χορήγηση σιλιβίνης σε SENCAR mice, φάνηκε ότι η
252
σιλιβίνη συσσωρεύεται στο ήπαρ αλλά κατανέμεται επίσης και σε άλλα όργανα .
Στο ήπαρ, τους πνεύμονες, το στομάχι, το δέρμα και το λεπτό έντερο παρατηρήθηκε
αύξηση της δράσης της τρανσφεράσης της S-γλουταθειόνης καθώς και της
αναγωγάσης της κινόνης. Τα αποτελέσματα αυτά υποδεικνύουν την
βιοδιαθεσιμότητα της σιλιβίνης και την ενζυμική επαγωγή της Φάσης ΙΙ.

Πρόσφατα, αναφέρεται η δράση της σιλυμαρίνης έναντι της αγγειογένεσης. Η


παρατηρούμενη αντι-αγγειογενετική δράση της ένωσης σε κυτταρικές σειρές του
καρκίνου του προστάτη και καρκίνου του μαστού εκδηλώθηκε με την μείωση της
253
έκκρισης του ενδοθηλιακού αγγειακού αυξητικού παράγοντα VEGF . Ο
παράγοντας αυτός είναι μία πρωτεΐνη που απαντά σε ιστούς που νοσούν και βοηθά
την αγγειογένεση, τον σχηματισμό δηλαδή των αιμοφόρων αγγείων που τροφοδοτούν
με αίμα τους όγκους και συνεπώς είναι σημαντικότατα για την επιβίωσή τους.

Kλινικές μελέτες που να αναφέρονται αμιγώς στην χημειοπροφυλακτική


δράση της συλιβίνης έναντι του καρκίνου δεν έχουν πραγματοποιηθεί.

Εσπεριτίνη - Εσπεριδίνη

Η εσπεριτίνη (3',5,7-τριϋδροξυ-4'-μεθοξυφλαβανόνη) ανήκει στην ομάδα των


φλαβανονών. Με την μορφή του γλυκοζίτή της, εσπεριδίνη, απαντάται στα είδη του
γένους citrus 254.

45
Δομή εσπεριτίνης

Η εσπεριτίνη είναι ένα φαινολικό αντιοξειδωτικό που φαίνεται ότι δεσμεύει


255,256
τις ελεύθερες ρίζες, προστατεύοντας τα κύτταρα από την υπεροξείδωση . Η
ένωση εμφανίζει επίσης δράση έναντι του καρκίνου. Η μοριακή βάση του
μηχανισμού δεν είναι γνωστή. Εικάζεται ότι η δράση αυτή αποδίδεται εν μέρει στην
αντιοξειδωτική της δράση. Άλλοι πιθανοί μηχανισμοί αποτελούν η αναστολή της
βιοσύνθεσης των πολυαμινών και η αναστολή των ενζύμων κυκλοοξυγενάση και
λιποοξυγενάση 257,258,259,260.

Σε αντίθεση με την εσπεριτίνη, αρκετές μελέτες έχουν πραγματοποιηθεί για


τον γλυκοζίτη της ένωσης, εσπεριδίνη. Η εσπεριδίνη (εσπεριτιν-7-ρουτινοσίδης),
είναι ένας γλυκοζίτης φλαβανόνης που απαντάται κυρίως στο περικάρπιο και τα
μεμβρανώδη τμήματα των ειδών του γένους citrus 254.

Δομή εσπεριδίνης

Η εσπεριδίνη εμφανίζει in vivo αντιοξειδωτική δράση αν και κάποιες in vitro


261,262
μελέτες δεν υποστηρίζουν την δράση αυτή . Αντικαρκινική,
αντιμεταλλαξιογόνος και ανοσορυθμιστική δράση αναφέρεται επίσης για την
εσπεριδίνη σε in vitro μελέτες και μελέτες σε ζώα. Η ένωση έχει μελετηθεί σε

46
διάφορους τύπους καρκίνου όπως καρκίνο του οισοφάγου, του παχέος εντέρου, της
ουροδόχου κύστης και του καρκίνου του δέρματος. Σε μία μελέτη στην οποία
πραγματοποιήθηκε σύγκριση διαφόρων φλαβονοειδών ως προς την δράση τους
έναντι του καρκίνου, βρέθηκε ότι η εσπεριδίνη, η εσπεριτίνη και η κατεχίνη
263,264,265,266
εμφανίζουν την ισχυρότερη δράση . Ο μηχανισμός δράσης της
εσπεριδίνης δεν είναι γνωστός.

Nαρινγκενίνη

Η ναρινγκενίνη είναι μία φλαβανόνη (4',5,7-τριϋδροξυφλαβανόνη) που επίσης


απαντάται στα είδη του γένους citrus με την μορφή του γλυκοζίτη, ναρινγκίνη 254.

Δομή ναρινγκενίνης

Από μελέτες σε ζώα έχει βρεθεί ότι η ναρινγκενίνη πιθανά εμφανίζει


267
χημειοπροφυλακτική δράση έναντι του καρκίνου . Επιπλέον, αναστέλλει την
268,269
ενεργοποίηση της αφλατοξίνης B1 καθώς και του βενζα[α]πυρενίου . Αποτελεί
επίσης, όπως έχει βρεθεί σε in vitro μελέτες, έναν ισχυρό επαγωγέα των ενζύμων της
270
Φάσης ΙΙ του μεταβολισμού . Πρόσφατα, βρέθηκε ότι η ναρινγκενίνη αναστέλλει
την πρόσληψη γλυκόζης από κακοήθη κύτταρα καρκίνου του μαστού οδηγώντας με
271
αυτόν τον τρόπο σε αναστολή της διαφοροποίησης τους . Ο ακριβής μηχανισμός
δράσης της ένωσης δεν έχει διευκρινισθεί.

Ισοφλαβόνες σόγιας

Οι κύριες ισοφλαβόνες της σόγιας είναι η γενιστεΐνη (4',5,7-


τριυδροξυισοφλαβόνη), η δαϊδζεΐνη (4',7-διυδροξυισοφλαβόνη) και η γλυκετίνη (4',7-
διυδροξυ-6-μεθοξυισοφλαβόνη) οι οποίες απαντώνται στο φυτό με την μορφή των

47
γλυκοζιτών, γενιστίνη, δαϊδζίνη και γλυκίνη αντίστοιχα. Oι γλυκοζίτες των
ισοφλαβονών της σόγιας μετά την κατάποση τους στον οργανισμό, υδρολύονται στο
παχύ έντερο από βακτήρια, απελευθερώνοντας τις αντίστοιχες ισοφλαβόνες. Η
δαϊδζεΐνη μπορεί να μεταβολιστεί από τα βακτήρια του παχέος εντέρου σε μια
οιστρογονική ένωση, την εκουόλη ή σε μια μη οιστρογονική ένωση, την Ο—
διμεθυλανγκολενσίνη, ενώ η γενιστεΐνη μεταβολίζεται στην μη οιστρογονική Ρ-
αιθυλ-φαινόλη 272.

IΣΟΦΛΑΒΟΝΕΣ ΣΟΓΙΑΣ R1 R2 R3 R4
Δαϊδζεΐνη H H OH OH
Γενιστεΐνη OH H OH OH
Γλυκιτεΐνη H OCH3 OH OH

Οι ισοφλαβόνες ανήκουν στις ασθενείς οιστρογονικές ουσίες, γνωστές ως


φυτο-οιστρογόνα, οι οποίες έχουν την ικανότητα σύνδεσης με υποδοχείς
οιστρογόνων. Ανάλογα με τα επίπεδα των ορμονών στον οργανισμό, οι ενώσεις αυτές
μπορεί να εμφανίσουν είτε οιστρογονική είτε αντι-οιστρογονική δράση. Σε
περιεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, οι οιστρογονικές δράσεις των ισοφλαβονών της
σόγιας είναι ασθενείς καθώς τα επίπεδα των οιστρογόνων στον οργανισμό είναι
ακόμη υψηλά. Κατά την περίοδο της εμμηνόπαυσης, υποστηρίζεται ότι αυτή η δράση
αυξάνει λόγω μείωσης των ενδογενών οιστρογόνων 273,274.

Οι καρποί της σόγιας και ιδιαίτερα οι ισοφλαβόνες που περιέχονται σε


αυτούς, έχουν επικεντρώσει το ενδιαφέρον των ερευνητών σχετικά με την δράση τους
ως χημειοπροφυλακτικοί παράγοντες. Αν και δεν έχουν ολοκληρωθεί μέχρι σήμερα
κλινικές μελέτες, αρκετές προκλινικές μελέτες έχουν ερευνήσει την δράση της σόγιας
σε διαφορετικούς τύπους καρκίνου. Πολλαπλοί μηχανισμοί δράσης αναφέρονται

48
275
περιλαμβανομένων την αναστολής των πρωτεασών , της αντιμιτωτικής δράσης 276,
277
της αντι-αγγειογεννετικής δράσης , της αναστολής της δράσης της τυροσινικής
278 279
κινάσης και της αναστολής του ενζύμου 5-α-ρεδουκτάση . Ο πιο μελετημένος
μηχανισμός δράσης ωστόσο αποτελεί η σύνδεση με τους υποδοχείς οιστρογόνων. Η
σόγια εκδηλώνει μία διφασική δράση στους οιστρογονικούς υποδοχείς, δρώντας ως
αγωνιστής σε χαμηλές συγκεντρώσεις και ως ανταγωνιστής σε υψηλώτερες 273.

Η σόγια έχει βρεθεί ότι τροποποιεί τον μεταβολισμό των οιστρογόνων και σε
προεμμηνοπαυσιακές αλλά και σε μεταμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Πρόσληψη 65 mg
ισοφλαβονών την ημέρα από προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες βρέθηκε ότι αυξάνει
274
στον ορό τον λόγο 2-OH:16-OH οιστρονών . Η απέκριση με τα ούρα των 2-OH
οιστρονών αυξήθηκε μετά από χορήγηση 158 mg ισοφλαβονών σόγιας ημερησίως σε
280
έναν ολοκληρωμένο εμμηνορρυσιακό κύκλο προεμμηνοπαυσιακών γυναικών .Η
χορήγηση των 158 mg ισοφλαβονών συσχετίσθηκε με μία μείωση κατά 25% στην
συγκέντρωση της 17-β-οιστραδιόλης στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες 281.

Εντούτοις κάποιες έρευνες έχουν δείξει ότι οι ισοφλαβόνες της σόγιας


εκδηλώνουν οιστρογονική δράση και στον φυσιολογικό μαστό. Σε κλινικές μελέτες
που πραγματοποιήθηκαν βρέθηκε ότι η χορήγηση 45 mg ισοφλαβονών της σόγιας
282,283
προκάλεσε αύξηση της διαφοροποίησης στον φυσιολογικό ιστό του μαστού .
Διαιτητική πρόσληψη 38 mg γενιστεΐνης ημερησίως βρέθηκε ότι αυξάνει την έκκριση
υγρού από τον μαστό σε υγιείς προεμμηνοπαυσιακές και μεταμμηνοπαυσιακές
γυναίκες, υποδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο την οιστρογονική δράση της ένωσης 284.

Προκλινικές in vitro μελέτες αναφέρουν ότι η σόγια πιθανά να αποδυναμώνει


285
την ανταγωνιστική δράση της ταμοξιφαίνης στους οιστρογονικούς υποδοχείς .
Επιπλέον, έχει βρεθεί ότι η σόγια είναι αναποτελεσματική στις εξάψεις που
παρουσιάζονται σε γυναίκες που έχουν επιβιώσει από καρκίνο του μαστού 286.

Άνδρες οι οποίοι κατανάλωναν γάλα σόγιας περισσότερο από μία φορά την
ημέρα εμφάνισαν μείωση στον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του προστάτη σε
287
ποσοστό 70% συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου . Οι ισοφλαβόνες της σόγιας έχει
288
βρεθεί ότι αναστέλλουν in vitro την ανάπτυξη του καρκίνου του προστάτη σε
289,290 291
ορισμένες και όχι σε όλες τις μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί σε ζώα .
Μέχρι στιγμής δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες για την δράση της σόγιας στον

49
φυσιολογικό προστάτη. Επίσης, αν και in vitro μελέτες έχουν δείξει ότι οι
ισοφλαβόνες της σόγιας αναστέλλουν τον εξέλιξη του ορθοκολικού καρκίνου,
εντούτοις ελάχιστα είναι τα πειραματικά και επιδημιολογικά στοιχεία που να
δείχνουν ότι η σόγια εκδηλώνει μια σημαντική χημειοπροφυλακτική δράση έναντι
αυτού του είδους καρκίνου 292.

Βιοχανίνη Α

Η βιοχανίνη Α (5, 7-δυυδροξυ-4'- μεθοξυισοφλαβόνη) ανήκει στην κατηγορία


των ισοφλαβονών της ομάδας των φλαβονοειδών ενώσεων.

Δομή βιοχανίνης-Α

Χαρακτηρίζεται ως φυτο-οιστρογόνο καθώς αποτελεί μια φυτική μη


στερεοιδή ένωση που εκδηλώνει οιστρογονική βιολογική δράση. Η βιοχανίνη Α έχει
βρεθεί ότι αναπτύσσει ήπια οιστρογονική δράση. Απαντάται σε ορισμένα όσπρια,
κυρίως όμως στο κόκκινο τριφύλλι (Τrifolium pratense). Το κόκκινο τριφύλλι
περιέχει, εκτός απότην βιοχανίνη Α, τις ισοφλαβόνες γενιστεΐνη, δαιδζεΐνη και
φορμονετίνη (μεθοξυ-δαϊδζεΐνη). Οι ισοφλαβόνες απαντώνται στο κόκκινο τριφύλλι
υπό μορφή γλυκοζιτών. Εντούτοις, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας παρασκευής
εκχυλισμάτων των ισοφλαβονών όπου συνθλίβονται τα φύλλα του φυτού, οι
γλυκοζίτες υποβάλλονται σε ενζυματική υδρόλυση, και το τελικό παρασκεύασμα
περιέχει κυρίως αγλυκόνες 293.

Σε in vivo και in vitro μελέτες έχει βρεθεί ότι η βιοχανίνη Α εμφανίζει ήπια
293
οιστρογονική δράση . Λόγω της χημικής της δομής, θα αναμενόταν να είναι σε
θέση να δράσει ως δεσμευτής ελευθέρων ριζών οξυγόνου και να εμποδίσει την

50
υπεροξείδωση λιπιδίων. Εντούτοις, υπάρχουν λίγες μελέτες που να δείχνουν την
δράση αυτή.

Σε καλλιέργειες κυττάρων καθώς και σε μελέτες σε ζώα έχει βρεθεί ότι η


294,295
βιοχανίνη Α εκδηλώνει αντικαρκινική δράση . Εντούτοις δεν έχει διευκρινισθεί
ο μηχανισμός δράσης. Σε μία πρόσφατη μελέτη η βιοχανίνη Α μείωσε την επίπτωση
χημικά προκαλούμενου καρκίνου του μαστού σε επίμυες. Η πολλαπλότητα των
όγκων μειώθηκε σημαντικά σε πειραματόζωα που λάμβαναν βιοχανίνη Α συγκριτικά
με τις ομάδες ελέγχου 296. Δεν υπάρχουν κλινικές μελέτες για την ένωση.

Ανθοκυανιδίνες

Οι ανθοκυανιδίνες είναι υδροξυλιωμένα παράγωγα του φλαβανίου που


απαντώνται ευρέως στο φυτικό βασίλειο και αποτελούν χρωστικές των άνθεων, των
φύλλων και των καρπών των φυτών. Απαντώνται στα φυτά με την μορφή
γλυκοζιτών, γνωστών ως ανθοκυανίνες. Η δελφινιδίνη, η κυανιδίνη, η πετουνιδίνη, η
πελαργονιδίνη, η πεονιδίνη και η μαλβιδίνη αποτελούν τα έξι αντιπροσωπευτικά είδη
ανθοκυανιδινών. Η πελαργονιδίνη απαντά κυρίως στα άνθη της Punica granatum και
στο γένος Pelargonium. Η κυανιδίνη και τα παράγωγα της απαντούν στα φυτά
Centaurea cyanus, Rosa gallica, Papaver thoeas, Chrysanthemum indicum, κ.α. Η
δελφινιδίνη απαντάται στα είδη Delphinium consolida, Viola tricolor. H μαλβιδίνη
απαντά στο είδος Malva arborea 36.

ΑΝΘΟΚΥΑΝΙΔΙΝΕΣ R1 R2
Μαλβιδίνη OCH3 OCH3
Πελαργονιδίνη H H
Κυανιδίνη ΟH H
Πεονιδίνη OCH3 Η
Πετουνιδίνη OCH3 ΟH
Δελφινιδίνη OH ΟH

Πρόσφατες πειραματικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι ανθοκυανίνες εμφανίζουν


αντιοξειδωτική δράση δεσμεύοντας τις ελεύθερες ρίζες οξυγόνου. Η δράση τους αυτή

51
αποδίδεται στην χημική τους δομή καθώς παρατηρείται έλλειψη ενός ηλεκτρονίου 297-
304
.
Όσον αφορά την δράση τους στον καρκίνο, οι ανθοκυανίνες εμφανίζουν in
vitro και in vivo ανασταλτική δράση έναντι της αύξησης διαφόρων κακοήθων
κυττάρων 305-310. Σε μια πρόσφατη μελέτη, όπου ερευνήθηκε η δράση τους έναντι της
ανθρώπινης κυτταρικής σειράς της λευχαιμίας (HL-60), βρέθηκε ότι επάγουν την
απόπτωση, με την δελφινιδίνη να εμφανίζει την ισχυρότερη δράση 311.

Προανθοκυανιδίνες

Οι προανθοκυανιδίνες είναι παράγωγα του διϋδροξυφλαβανίου (φλαβανο-3,4-


διόλες) και αποτελούν πρόδρομες ενώσεις των ανθοκυανιδών, διμερή και ολιγομερή
της κατεχίνης, της επικατεχίνης και των εστέρων τους με το γαλλικό οξύ. Απαντούν
στα σπέρματα του κακάο, των σταφυλιών και στα φύλλα των φυτών Cassia
auriculata και Pinus maritime. Οι προανθοκυανιδίνες σε αντίθεση με τις
ανθοκυανιδίνες είναι άχρωες ενώσεις που κοκκινίζουν όμως γρήγωρα στην επαφή
τους με τον αέρα. Λόγω της έλλειψης χρώματος καλούνται επίσης λευκοκυανιδίνες.
Οι σπουδαιότερες προανθοκυανιδίνες είναι η λευκοπελαργονιδίνη, η λευκοκυανιδίνη
και η λευκοδελφιδίνη 36.

Οι προανθοκυανιδίνες του σταφυλιού αποτελούν ένα μίγμα προανθοκυανιδών


που περιέχονται στα σπέρματα του σταφυλιού (Vitis vinifera). Είναι κυρίως διμερή,
τριμερή και τετραμερή της κατεχίνης, της επικατεχίνης και των εστέρων τους με το
γαλλικό οξύ. Επίσης, σε μικρότερες ποσότητες περιέχονται εξαμερή και επταμερή
παράγωγα. Τα διμερή και ολιγομερή παράγωγα είναι γνωστά ως ολιγομερείς
ανθοκυανιδίνες (OPCs) και ως προκυανιδολικά ολιγομερή (PCOs). Οι
προανθοκυανιδίνες του σταφυλιού συνιστούν περίπου το 60%-70% της συνολικής
του περιεκτικότητας σε πολυφαινόλες 312.

Οι ενώσεις εμφανίζουν in vitro ισχυρή αντιοξειδωτική δράση η οποία


εκδηλώνεται με την δέσμευση υδροξυ- και υπεροξυ-ριζών και την αναστολή της
οξείδωσης της LDL λιποπρωτεΐνης. Η αντιοξειδωτική αυτή δράση φαίνεται να
αυξάνει με τον βαθμό πολυμερισμού των ενώσεων. Οι προανθοκυανιδίνες με

52
μεγαλύτερο αριθμό μορίων κατεχίνης και επικατεχίνης εμφανίζουν ισχυρότερη
αντιοξειδωτική δράση. Επιπλέον, η θέση του δεσμού μεταξύ των μονάδων φλαβάνης
φαίνεται να επηρρεάζει την δράση. Ισομερή προκυανιδίνης με 4-6 δεσμό μεταξύ των
φλαβανών φαίνεται να εμφανίζουν ισχυρότερη αντιοξειδωτική δράση συγκριτικά με
αυτά που έχουν 4-8 δεσμό. Επίσης, η παρουσία της ομάδας του γαλλικού φαίνεται να
επηρρεάζει την δράση των προανθοκυανιδών. Ένα διμερές προανθοκυανιδίνης με την
ομάδα του γαλλικού να είναι συνδεδεμένη στην 3-υδροξυ θέση φαίνεται να έχει
ισχυρότερη ανασταλτική δράση έναντι της λιπιδικής οξείδωσης συγκριτικά με διμερή
που στερούνται αυτής της ομάδας 313,314.

Εκτός της αντιοξειδωτικής τους δράσης, οι προανθοκυανιδίνες του σταφυλιού


εμφανίζουν επίσης χημειοπροφυλακτική δράση έναντι του καρκίνου. Η δράση αυτή
αποδίδεται πιθανά στην αντιοξειδωτική δράση. Σε ορισμένες καλλιέργειες
ανθρώπινων καρκινικών κυτταρικών σειρών έχει παρατηρηθεί εκδήλωση
κυτταροτοξικής δράσης. Η επαγωγή της απόπτωσης αποτελεί έναν ακόμη πιθανό
μηχανισμό για την εμφάνιση της αντικαρκινικής δράσης των ενώσεων 315,316.

5.1.4 Στιλβένια

Τα στιλβένια απαντώνται λιγότερο συχνά στα φυτικά τρόφιμα. Σημαντικός


εκπρόσωπος της κατηγορίας των στιλβενίων είναι η ρεσβερατρόλη που υπάρχει στο
κόκκινο κρασί.

Ρεσβερατρόλη

Η ρεσβερατρόλη (3,5,4-τριυδροξυ-trans-στιλβένιο), είναι μία πολυφαινολική


ένωση που απαντάται σε ορισμένα είδη φυτών κυρίως όμως στο είδος Vitis vinifera.
Πρόκειται για φυτο-αλεξίνη που χρησιμεύει στα συγκεκριμένα φυτά για την
προστασία τους έναντι διαφόρων παθογόνων οργανισμών.

53
Η ρεσβερατρόλη εμφανίζει ισχυρή αντιοξειδωτική και αντιφλεγμονώδη
δράση, δράσεις που θεωρούνται υπεύθυνες για την δράση του κόκκινου κρασιού στις
317,318
καρδιαγγειακές παθήσεις (French paradox) . Το τριφαινολικό αυτό στιλβένιο,
αναφέρεται ότι δρα επίσης ως ισχυρός χημειοπροστατευτικός παράγοντας έναντι του
καρκίνου, εμφανίζοντας ανασταλτική δράση σε διαδικασίες του κυττάρου που
σχετίζονται με τα στάδια έναρξης, προαγωγής και προόδου της καρκινογένεσης
319,320
.
321
Η ρεσβερατρόλη δρα ως αντιοξειδωτικός παράγοντας , αναστέλλει την
322,323
δράση των κυκλοοξυγενασών και της πρωτεϊνικής κινάσης C , παρεμποδίζει την
324
επαγωγή των μεταγραφικών παραγόντων NF- B και AP-1 καθώς και την
απελευθέρωση κυτοκινών 325. Αναφέρεται ότι η ρεσβερατρόλη αναστέλλει την δράση
του NF- B μεταγραφικού παράγοντα παρεμποδίζοντας την δράση της ΙΚΚ, μιας
πρωτεϊνικής κινάσης που διευκολύνει την αναγωγή του ομοιστατικού αναστολέα του
NF- B, I B 326.

Η ρεσβερατρόλη αναφέρεται επίσης ότι προκαλεί αναστολή της δράσης της


327
δεακυκλάσης της αλκοξυ-ρεσορουφίνης του ηπατικού κυτοχρώματος Ρ450 ,
ενζύμου υπεύθυνου για τον οξειδωτικό μεταβολισμό πολλών πολυαρωματικών
καρκινογόνων παραγόντων. Επίσης, επάγει την δράση ενζύμων της Φάσης ΙΙ του
μεταβολισμού, όπως της NAD(P)H:οξυρεδουκτάση της κινόνης 328. Η ρεσβερατρόλη
αναστέλλει επίσης την ριβονουκλεοτιδική ρεδουκτάση και τις DNA πολυμεράσες των
329
θηλαστικών . Σε διάφορους τύπους καρκινικών σειρών η χορήγηση της ένωσης
είχε ως αποτέλεσμα την παύση του κυτταρικού πολλαπλασιασμού, επαγωγή της
δράσης της πρωτεΐνης του ογκοκατασταλτικού γονιδίου p53 και επαγωγή της
απόπτωσης 330.

Ένας από τους πιθανούς μηχανισμούς με τον οποίο εκδηλώνει η


ρεσβερατρόλη την χημειοπροφυλακτική της δράση έναντι του καρκίνου, είναι η
παρεμπόδιση της βιοσύνθεσης της προσταγλαδίνης που καταλύεται από το ένζυμο
κυκλοοξυγενάση (COX). Είναι γνωστό ότι οι προσταγλαδίνες εμπλέκονται στην
παθογένεση της κακοήθους νεοπλασίας, ειδικά στον καρκίνο του παχέος εντέρου και
του καρκίνου του μαστού. Η παρεμπόδιση της βιοσύνθεσης της προσταγλαδίνης
μέσω εκλεκτικής αναστολής της κυκλοοξυγενάσης (COX), αποτελεί σήμερα

54
αντικείμενο μελέτης για την ανακάλυψη ουσιών που δρουν στο σημείο αυτό. Η
ρεσβερατρόλη έχει φανεί ότι αναστέλει την δράση της κυκλοοξυγενάσης 1 (COX-1),
330
σε μικροσωμάτια της σπερματοδόχου κύστης αμνών . Πρόσφατα, ο Subbaramaiah
και οι συνεργάτες του ανέφεραν ότι η ρεσβερατρόλη αναστέλει την καταλυτική
δράση και του ισοενζύμου κυκλοοξυγενάση 2 (COX-2) σε καλλιέργειες ανθρώπινων
επιθηλιακών κυττάρων του μαστού πριν και μετά την χρήση του καρκινογόνου
322
παράγοντα ΤΡΑ . Ανάλογα αποτελέσματα προέκυψαν μετά την χορήγηση
ρεσβερατρόλης σε ιό τύπου Bacilovirus, όπου παρατηρήθηκε αναστολή της
ανθρώπινης ανασυνδυασμένης κυκλοοξυγενάσης 2 (COX-2) 322.

Αν και η ρεσβερατρόλη εκδηλώνει την αντιφλεγμονώδη δράση της μέσω της


εκλεκτικής αναστολής της COX-2, δεν υπάρχουν αρκετά επιστημονικά στοιχεία
σχετικά με την δράση της στην απόπτωση σε καρκινικά κύτταρα. Ο Mgbonyebi και
οι συνεργάτες του αναφέρουν την δράση της ρεσβερατρόλης ως αναστολέα της
αύξησης σε αρκετούς τύπους ανθρώπινων επιθηλιακών κυττάρων του μαστού, μια
δράση ανεξάρτητη από τους οιστρογονικούς υποδοχείς των κυττάρων 331. Αν και έχει
αναφερθεί η δράση της ένωσης έναντι της κυτταρικής διαφοροποίησης, ο ακριβής
μηχανισμός δράσης δεν διευκρινίζεται. Η καταστολή των HL-60 κυττάρων από την
ρεσβερατρόλη φάνηκε να ρυθμίζεται μέσω της επαγωγής της απόπτωσης όπως
διαπιστώθηκε μετά τον τεμαχισμό του πυρήνα, την συμπύκνωση της χρωματίνης, την
χρονοεξαρτώμενη αύξηση της συχνότητας υποδιπλοειδικών κυττάρων και την
332
ενδονουκλεοσωμική διάσπαση του DNA . Τέλος, σε μία άλλη μελέτη, η
ρεσβερατρόλη εμφάνισε οιστρογονομιμητική δράση επάγοντας την έκκριση
προλακτίνης στην κυτταρική σειρά PR1, χωρίς όμως να εμφανίζει δράση στους
οιστρογονικούς υποδοχείς ή να διεγείρει την αύξηση 333.

5.1.5 Λιγνάνες

Οι λιγνάνες είναι χημικές ενώσεις μικρού μοριακού βάρους οι οποίες


αποτελούν διμερή και ολιγομερή π-υδροξυ-φαινυλοπροπανίου. Συγκεκριμένα,
πρόκειται για πολυφαινολικές ενώσεις που προέρχονται από την φαινυλαλανίνη των
φυτών μέσω του διμερισμού των υποκαταστημένων κινναμικών αλκοολών. Οι
λιγνάνες αποτελούν μία από τις δύο κύριες κατηγορίες φυτο-οιστρογόνων.

55
Ο διγλυκοζίτης της σεκοϊσολαρικορεσινόλης και η ματαϊρετινόλη 5 είναι δύο
διμερή που αποτελούν τους κυριότερους εκπροσώπους της κατηγορίας των λιγνανών.
Οι ενώσεις δεν εμφανίζουν άμεση οιστρογονική ένωση αλλά έμμεση μετά την
βιομετατροπή τους στον ανθρώπινο οργανισμό 334, 335.

Διγλυκοζίτης της σεκοϊσολαρικορεσινόλης (SDG)

O διγλυκοζίτης της σεκοϊσολαρικορεσινόλης ή SDG, είναι μία λιγνάνη που


απαντάται κυρίως στον λιναρόσπορο (flaxseed). Η συγκέντρωση του στο φυτό
κυμαίνεται μεταξύ 0.6% και 1.8% 336,337.

Δομή διγλυκοζίτη της σεκοϊσολαρικορεσινόλης

Ο SDG κατατάσσεται στα φυτο-οιστρογόνα καθώς είναι μία φυτική μη


στεροειδής ένωση που εμφανίζει έμμεση οιστρογονομιμητική δράση.

Μετά την πρόσληψη του SDG από τον άνθρωπο, η ένωση μετατρέπεται στην
αγλυκόνη σεκοϊσολαρικορεσινόλη η οποία μεταβολίζεται στην συνέχεια από την
μικροβιακή χλωρίδα του παχέος εντέρου στις λιγνάνες των θηλαστικών,
εντερολακτόνη και εντεροδιόλη. Οι περισσότερες από τις εμφανιζόμενες δράσεις του
SDG ρυθμίζονται από την εντερολακτόνη και την εντεροδιόλη 338.

Σε in vitro και in vivo μελέτες ο SDG όπως και οι μεταβολίτες των λιγνανών
339,340
στα θηλαστικά εμφανίζουν ασθενή οιστρογονική δράση . Εμφανίζουν επίσης

56
ένα σημαντικό αριθμό αντιοξειδωτικών δράσεων περιλαμβανομένων της αναστολής
της υπεροξείδωσης των λιπιδίων και της δέσμευσης υδροξυριζών 341,342,343,344.

Ο SDG μέσω του μεταβολίτη του, εντερολακτόνη, έχει βρεθεί ότι αναστέλλει
το ένζυμο συνθετάση (αρωματάση) των οιστρογόνων και ότι διεγείρει την σύνθεση
345,346
της δεσμευτικής σφαιρίνης των ορμονών του φύλου SHBG . Και οι δύο αυτές
δράσεις φαίνεται να εξηγούν την αντι-οιστρογονική δραστικότητα του SDG.

Όσον αφορά την δράση του στον καρκίνο, η χημειοπροφυλακτική δράση του
SDG αποδίδεται κατά ένα μεγάλο ποσοστό στην αντιοξειδωτική δράση των
347
μεταβολιτών εντερολακτόνη και εντεροδιόλη . Σε in vitro μελέτες και μελέτες σε
ζώα, ο SDG έχει επιδείξει αντικαρκινική δράση. Σε μία δοκιμασία με επίμυες που
σιτίζονταν με SDG, η ένωση εμφάνισε χημειοπροφυλακτική δράση έναντι του
348
προκαλούμενου καρκίνου του μαστού . Στην μελέτη αυτή ο SDG ανέστειλε την
πολλαπλότητα του προκαλούμενου καρκίνου με έναν δοσοεξαρτώμενο τρόπο με
ισχυρότερη αναστολή σε υψηλώτερες δόσεις. Όταν ο λιναρόσπορος χορηγήθηκε στην
ίδια μελέτη, μεμονωμένα, δεν επηρρέασε το μέγεθος του όγκου, την πολλαπλότητα ή
την επίπτωση αλλά ο συνδυασμός του φυτού με τον SDG καθυστέρησε την εξέλιξη
της ογκογένεσης. Σε μία άλλη πρόσφατη μελέτη σε ζώα, η χορήγηση SDG μείωσε το
μέγεθος του μεταστατικού πνευμονικού μελανώματος με έναν δοσοεξαρτώμενο
τρόπο σε σύγκριση με τις ομάδες ελέγχου 349.

5.2 Τερπένια

Ο όρος τερπένια αναφέρεται σε μία ομάδα ενώσεων που απαντούν στην φύση
και έχουν ως κοινή αρχή βιοσύνθεσης μόρια ισοπρενίου. Ανάλογα με τον αριθμό των
μονάδων αυτών διαιρούνται σε μονοτερπένια, σεσκιτερπένια, διτερπένια, τριτερπένια
και πολυτερπένια. Κάθε μια από αυτές τις τάξεις των τερπενίων είναι σημαντική είτε
για την αύξηση είτε για τον μεταβολισμό είτε στην οικολογία των φυτών 36.

Στην ομάδα των τερπενίων ανήκουν τα καροτενοειδή, τα λιμονοειδή και οι


φυτοστερόλες, ενώσεις που εμφανίζουν δράση έναντι της καρκινογένεσης.

57
5.2.1 Καροτενοειδή

Τα καροτενοειδή αποτελούν οικογένεια συμπλόκων πολυενίων που


βρίσκονται σε αφθονία σε φρούτα, λαχανικά και βότανα και μερικά από αυτά
αποτελούν πρόδρομα συστατικά των ρετινοειδών. Συγκεκριμένα, πρόκειται για
πολυτερπένια με 40 άτομα C (οκτώ ισοπρενικές ομάδες), που αποτελούνται από
υδρογονάνθρακες και οξυγονούχες ενώσεις. Οι υδρογονάνθρακες ονομάζονται
καροτένια και είναι πολύ διαδεδομένοι στα φυτά. Τα καροτένια είναι πολυένια με 11
έως 13 συζυγιακούς διπλούς δεσμούς, που προκαλούν βαθυχρωμική μετατόπιση,
ώστε τα καροτένια να εμφανίζονται με ερυθρό ή πορτοκαλί χρώμα και να προσδίδουν
το χαρακτηριστικό χρώμα στα φυτά.

Το β-καροτένιο είναι η χρωστική των καρότων. Αποτελείται από μια


πολυενική αλυσίδα με εννιά trans-(E-) διπλούς δεσμούς, στα άκρα της οποίας
συνδέονται δύο β-ιονονικοί δακτύλιοι.

Δομή β-καροτενίου

Ισομερή με το β-καροτένιο είναι το α-καροτένιο, με το διπλό δεσμό του ενός


δακτυλίου σε θέση 3', 4', το γ-καροτένιο, με τον ένα δακτύλιο διανοιγμένο μεταξύ C1'
και C2' και με δύο διπλούς δεσμούς στις θέσεις 2', 3' και 6', 1' και το λυκοπένιο, η
χρωστική της ντομάτας, με διανοιγμένους και τους δύο δακτυλίους. Με οξειδωτική
σχάση του διπλού δεσμού μεταξύ C9 και C10 το β-καροτένιο μετατρέπεται σε δύο
μόρια μιας αλδεΰδης, της ρετινάλης. Από τα οξυγονούχα καροτενοειδή το
σπουδαιότερο είναι η φυλλοξανθοφύλλη ή λουτεόλη, που είναι το 5',5'-διυδροξυ-β-
καροτένιο 36.

58
Τα καροτενοειδή συντίθενται στα φυτά και ανέρχονται περίπου στα 600. Τα
καροτενοειδή είναι απαραίτητα στα φυτά για τη φωτοσύνθεση, συμμετέχοντας στη
συγκέντρωση του φωτός, και ιδίως, στην προστασία από την καταστροφική
φωτοξείδωση. Χωρίς τα καροτενοειδή η φωτοσύνθεση σε μια ατμόσφαιρα οξυγόνου
θα ήταν αδύνατη 34.

Το λυκοπένιο είναι το βασικό καροτενοειδές στην τομάτα (Lycopersicon


esculentum). Το ποσοστό και η σύσταση του καροτενοειδούς εξαρτώνται από την
ποικιλία της τομάτας και την ωριμότητα του καρπού. Επίσης εντοπίζεται στη γουάβα,
στο καρπούζι και στο ροζ γκρέϊπ-φρουτ καθώς και σε διάφορα άλλα είδη φυτών και
βοτάνων. Ο ανθρώπινος οργανισμός δε μπορεί να παράγει το μόριο αυτό και
χρειάζεται να το προμηθεύεται μέσω της διαιτητικής πρόσληψης. Το λυκοπένιο είναι
το κύριο καροτενοειδές στο ανθρώπινο πλάσμα και παρουσιάζεται σε μεγαλύτερες
ποσότητες από το β-καροτένιο και άλλα καροτενοειδή 350.

Δομή λυκοπενίου

59
Τα καροτενοειδή αποτελούν επίσης σημαντικό παράγοντα για την ανθρώπινη
υγεία. Ο αναγκαίος ρόλος του β-καροτενίου καθώς και άλλων καροτενοειδών ως η
κύρια πηγή της βιταμίνη Α είναι γνωστός εδώ και πολλά χρόνια. Πρόσφατα έχει
αναγνωριστεί η προστατευτική δράση των καροτενοειδών κατά σοβαρών
δυσλειτουργιών όπως ο καρκίνος και παρακίνησε μία εντατική έρευνα για το ρόλο
των καροτενοειδών ως αντιοξειδωτικά, ως ρυθμιστές του ανοσοποιητικού
συστήματος και ως χημειοπροφυλακτικών παραγόντων έναντι της καρκινογένεσης.
Τα καροτενοειδή έχουν μελετηθεί αρκετά ως χημειοπροφυλακτικοί παράγοντες
καθώς επιδημιολογικά στοιχεία έδειξαν ότι η χρήση τους σχετίζεται με μείωση στην
εμφάνιση καρκίνου. Πειραματικά μοντέλα και κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι τα
καροτενοειδή μπορούν να αποτελέσουν παράγοντες θεραπείας ή προφύλαξης του
καρκίνου.

Τα καροτενοειδή φαίνεται ότι λειτουργούν ως αντιοξειδωτικά μόρια καθώς


μπορούν να αντιδρούν και να αδρανοποιούν αντιδράσεις ελευθέρων ριζών οι οποίες
λαμβάνουν χώρα στις λιπιδικές μεμβράνες ή σε τμήματα αυτών και πιθανόν σε
διαλύματα. Τα καροτενοειδή, όπως το β-καροτένιο ή το λυκοπένιο μπορούν να
αντιδράσουν με το μονοατομικό οξυγόνο και οι συζυγείς διπλοί δεσμοί των
καροτενοειδών επιτρέπουν την αδρανοποίηση. Το β-καροτένιο για παράδειγμα
ενώνεται με τα λεμφοκύτταρα του ανθρώπινου αίματος και αδρανοποιεί in vitro το
μονοατομικό οξυγόνο. Το λυκοπένιο εμφανίζεται να έχει την πιο ισχυρή
αντιοξειδωτική δράση από όλα τα καροτενοειδή. Το λυκοπένιο αντιδρά με το
μονοατομικό οξυγόνο επιτρέποντας σε αυτό να επιστρέψει στην βασική του μορφή με
ταυτόχρονη απελευθέρωση ενέργειας υπό μορφή θερμότητας. Επιπρόσθετα, με την
αδρανοποίηση του μονοατομικού οξυγόνου, το β-καροτένιο και τα άλλα
καροτενοειδή έχουν την ικανότητα να αντιδρούν απευθείας με τις ρίζες υπεροξυλίου,
οι οποίες εμπλέκονται στην υπεροξείδωση των λιπιδίων των μεμβρανών. Από μελέτες
έχει παρατηρηθεί ότι το β-καροτένιο δρα συνεργιστικά με την βιταμίνη Ε στην
απομάκρυνση των ελευθέρων ριζών και στην αναστολή της υπεροξείδωσης των
λιπιδίων, αν και η βιταμίνη Ε έχει μεγαλύτερη τάση αντίδρασης έναντι των
υπεροξυλικών ριζών συγκριτικά με το β-καροτένιο. Το β-καροτένιο θεωρείται ότι
δρα στο εσωτερικό των μεμβρανών, όταν η α-τοκοφερόλη δρα πάνω ή στην
351
επιφάνεια της μεμβράνης . Εξαιτίας της ικανότητας των καροτενοειδών να

60
αντιδρούν με ελεύθερες ρίζες και να αδρανοποιούν το μονοατομικό οξυγόνο,
θεωρείται ότι προστατεύουν από τον καρκίνο.

Το β-καροτένιο έχει μελετηθεί εκτεταμένα σε μελέτες παρέμβασης σε


352
ανθρώπους ως χημειοπροστατευτικός παράγοντας . Σε αντίθεση με τα
αποτελέσματα των ερευνών αυτών στις οποίες προέκυψε ότι η χορήγηση β-
καροτενίου συσχετίστημε με καμία αλλαγή ή αύξηση του κινδύνου εμφάνισης
καρκίνου, επιδημιολογικά στοιχεία υποστηρίζουν την συσχέτιση πρόσληψης β-
353
καροτενίου με μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης διαφόρων τύπων καρκίνου . Για να
δοθεί μία εξήγηση στα αντικρουόμενα αποτελέσματα της χρήσης του β-καροτενίου,
διατυπώθηκαν δύο θεωρίες που εστιάζουν στην αλληλεπίδραση διαφόρων
παραγόντων με τα καροτενοειδή.

Η πρώτη θεωρία αναφέρεται στο γεγονός ότι στις μελέτες παρέμβασης σε


ανθρώπους το β-καροτένιο χορηγήθηκε στην συνθετική του μορφή και πιθανά η
σύνθεση που χρησιμοποιήθηκε να μην είναι η κατάλληλη για την εμφάνιση
354 355
χημειοπροφυλακτικής δράσης . Μελέτες σε ζώα έχουν δείξει ότι μίγμα
καροτενοειδών εμφανίζουν καλύτερη χημειοπροφυλακτική δράση σε σχέση με την
356
συνθετική μορφή . Σύμφωνα με την δεύτερη θεωρία, αναφέρεται ότι το β-
357
καροτένιο μπορεί να εμφανίσει in vivo προ-οξειδωτική δράση , μια δράση που
μπορεί να οδηγήσει στην έναρξη της καρκινογένεσης. Οι θεωρίες αυτές δεν είναι
καταληκτικές και πιθανά να υπάρχει μία δόση αλήθειας και στις δύο.

In vitro μελέτες και μελέτες σε ζώα αναφέρουν διάφορους μηχανισμούς με


τους οποίους το β-καροτένιο εμφανίζει την χημειοπροφυλακτική του δράση έναντι
του καρκίνου. Αυτοί περιλαμβάνουν την αντιοξειδωτική δράση, την δράση του ως
πρόδρομο μόριο της βιταμίνης Α, την ενίσχυση της διακυτταρικής επικοινωνίας,
ανοσολογική δράση και την επαγωγή της ηπατικής αποτοξίκωσης καρκινογόνων
παραγόντων 358.

Όσον αφορά το λυκοπένιο, επιδημιολογικές μελέτες υποδεικνύουν συσχέτιση


359
της υψηλής πρόσληψης λυκοπενίου και της υψηλής συγκέντρωσης στον ορό με
360
την μεωμένη εμφάνιση καρκίνου του προστάτη . Επιπλέον υψηλές συγκεντρώσεις
λυκοπενίου στον ιστό έχουν συσχετισθεί με χαμηλό κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του
361
στήθους . In vitro έχει βρεθεί ότι το λυκοπένιο αναστέλλει την ανάπτυξη των

61
362
καρκινικών κυττάρων σε κυτταρικές σειρές του καρκίνου του προστάτη , του
363 363
μαστού και των πνευμόνων . Μελέτες σε ζώα έχουν δείξει επίσης ότι το
λυκοπένιο αναστέλλει την εξέλιξη του καρκίνου του μαστού 364 και του ορθοκολικού
καρκίνου 365.

Ο μηχανισμός δράσης του λυκοπενίου δεν έχει ακόμη διευκρινισθεί. Σε μια


διασταυρούμενη μελέτη σε ανθρώπους βρέθηκε ότι καθημερινή κατανάλωση τομάτας
περιεκτικότητας 16.5 mg λυκοπενίου για χρονικό διάστημα 21 ημερών οδήγησε σε
μείωση κατά ποσοστό 33% της βλάβης του DNA των λεμφοκυττάρων μετά από
έκθεση σε ρίζες υπεροξειδίου του υδρογόνου ex vivo 366. Επιπλέον, έχει βρεθεί ότι το
λυκοπένιο αναστέλλει την διεγερτική αυξητική δράση του ινσουλινομιμητικού
αυξητικού παράγοντα σε ανθρώπινα κύτταρα καρκίνου του μαστού 367.

5.2.2 Λιμονοειδή

Πρόκειται για τετρακυκλικά τριτερπένια με βασικό σκελετό από τριάντα


άτομα άνθρακα που συνιστούν έξι ενότητες ισοπρενίου. Τα λιμονοειδή απαντώνται
στα είδη του γένους Citrus spp. και τα συγγενή τους γένη (υποοικ. Aurantioideae, 33
γένη). Η κυριότερη ένωση της ομάδας των λιμονοειδών είναι η λιμονίνη, βασική
πρόδρομη ένωση όλων των λιμονοειδών των Citrus. Η λιμονίνη είναι γνωστή από το
1841. Η παρουσία της είναι υπεύθυνη για την πικρή γεύση που αναπτύσσεται
σταδιακά στους χυμούς από τους καρπούς Citrus. Η λιμονίνη συνοδεύεται συνήθως
από 3 πικρά συστατικά λιμονοειδή που βρίσκονται σε μικρότερες ποσότητες και αυτά
είναι: η νομιλίνη, η νομιλινάτη και η οβακουνόνη 368.

62
Λιμονίνη Οβακουνόνη Νομιλινάτη Νομιλίνη

Τα είδη του γένους Citrus και τα συστατικά τους έχουν μελετηθεί για την
δράση τους έναντι του καρκίνου. Η λιμονίνη και η νομιλίνη, δύο λιμονοειδή
συστατικά των Citrus, έδωσαν ενδιαφέροντα αποτελέσματα σε in vitro μελέτες σε
359
ανθρώπινες καρκινικές σειρές . Αυτά τα λιμονοειδή βρέθηκε ότι προάγουν την
370
αύξηση της δραστικότητας του ενζύμου τρανσφεράση της S-γλουταθειόνης . Η
αυξηθείσα δράση συνδυάστηκε με την ικανότητα αυτών των συστατικών να
αναστέλλουν τη χημικά προκληθείσα καρκινογένεση σε πειραματόζωα. Η χορήγηση
της νομιλίνης με καθετήρα σε ένα ειδικό στέλεχος μυός (ICR/Ha) ελάττωσε την
εμφάνιση και τον αριθμό των όγκων ανά μυ, που είχε προκληθεί από βενζοπυρένιο,
371
ένα ισχυρό καρκινογόνο παράγοντα . Προσθήκη νομιλίνης στη δίαιτα των
πειραματόζωων σε διάφορες συγκεντρώσεις, ανέστειλε το σχηματισμό πνευμονικών
372
όγκων που είχαν προκληθεί με βενζοπυρένιο . Aυτό αποδόθηκε στην
προκαλούμενη από το λιμονοειδές αναστολή του σχηματισμού μέσα στον πνεύμονα,
παραγώγων του βενζοπυρενίου με το DNA. Τοπική εφαρμογή των λιμονοειδών
βρέθηκε επίσης να αναστέλλει τις φάσεις πρόκλησης και προαγωγής της
καρκινογένεσης στο δέρμα μυών sensar. Η νομιλίνη φάνηκε να είναι δραστικότερη
κατά το στάδιο πρόκλησης των καρκινωμάτων, ενώ η λιμονίνη ήταν ισχυρότερη ως
αναστολέας κατά τη φάση προαγωγής της καρκινογένεσης. Ως εκ τούτου μπορεί να
λεχθεί ότι τα λιμονοειδή των Citrus μπορεί να είναι χρήσιμα ως
χημειοπροστατευτικά. Μελέτες πάνω σε καρκίνους της στοματικής κοιλότητας σε
ινδικά χοιρίδια δείχνουν, ότι η λιμονίνη μπορεί να δράσει ως παγίδα χημικών
ενώσεων, όπως είναι το βενζοπυρένιο και άλλα μεταλλαξιογόνα, προτού
σχηματίσουν σύμπλοκα με τα κυτταρικά μακρομόρια 373,374. Λόγω του ότι οι καρκίνοι
της στοματικής κοιλότητας τείνουν να αυξηθούν στους ανθρώπινους πληθυσμούς, η
θεραπεία με ενώσεις που εύκολα απομονώνονται θα παρουσίαζε μεγάλο ενδιαφέρον
στην ογκολογία.

Πρόσφατα, σε μία μελέτη σε ορμονοεξαρτώμενες και μη ορμονοεξαρτώμενες


κυτταρικές σειρές του καρκίνου του μαστού, βρέθηκε ότι τα λιμονοειδή εμφάνισαν
ανάλογη δράση με την ταμοξιφένη αναστέλοντας την διαφοροποίηση των
ορμονοεξαρτώμενων καρκινικών σειρών και εμφάνισαν ισχυρότερη δράση από την
375
ταμοξιφένη στις μη ορμονοεξαρτώμενες καρκινικές σειρές . Σε επίμυες που

63
σιτίστηκαν με λιμονίνη και οβακουνόνη, φάνηκε αύξηση της δράσης τρανσφεράσης
της S-γλουταθειόνης στο επιθήλιο ήπατος και παχέος εντέρου και συσχετίσθηκε με
προφυλακτική δράση έναντι του καρκίνου του παχέος εντέρου στους επίμυες 376.

5.2.3 Φυτοστερόλες

Οι φυτοστερόλες είναι μία ομάδα χημικών ενώσεων που ανήκουν στην


κατηγορία των τριτερπενίων. Η χημική τους δομή βασίζεται σε ένα
κυκλοπεντανοπερυδροφαινανθρενικό σύστημα και είναι ανάλογη με αυτή της
χοληστερόλης η οποία όμως βρίσκεται στα ζώα και όχι στα φυτά. Οι ενώσεις
διαφέρουν στην δομή των πλευρικών τους αλυσίδων. Οι κορεσμένες μορφές των
φυτοστερολών καλούνται φυτοστανόλες. Οι φυτοστερόλες απαντώνται στους ιστούς
36
των φυτών . Υπάρχουν περισσότερες από 40 διαφορετικές φυτοστερόλες. Οι
κυριότεροι εκπρόσωποι της κατηγορίας αυτής είναι η φυτοστερόλη, η σιτοστερόλη, η
στιγμαστερόλη, η καμπαιστερόλη και η α-σπιναστερόλη, ισομερής της
στιγμαστερόλης, η οποία βρέθηκε στο σπανάκι και στις ρίζες της Senega. Η β-
σιτοστερόλη είναι η φυτοστερόλη που απαντάται συνηθέστερα στα φυτά και σε
βότανα όπως στα είδη Serenoa repens (saw palmetto), Curcurbita pepo (pumpkin
seed) και Pygeum africanum 377 .

Δομή β-σιτοστερόλης

Ένας αριθμός μελετών έχουν πραγματοποιηθεί και αφορούν την δράση των
φυτοστερολών έναντι του καρκίνου. Έχει βρεθεί ότι η β-σιτοστερόλη αναστέλλει in
vitro την αύξηση των κακοήθων κυττάρων του καρκίνου του προστάτη και του
ορθοκολικού καρκίνου πιθανά μέσω της ενεργοποίησης ενζύμων που εμπλέκονται
στον κυτταρικό πολλαπλασιασμό και την απόπτωση 378,379. Σε μια in vitro μελέτη σε
ανθρώπινα κακοήθη κύτταρα καρκίνου του μαστού βρέθηκε ότι η β-σιτοστερόλη

64
αναστέλλει την κυτταρική αύξηση και μειώνει την προσκόλληση των καρκινικών
κυττάρων σε βασικά στοιχεία των μεμβρανών υποδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο
380
ενδεχόμενη δράση της ένωσης έναντι της μετάστασης των κακοήθων κυττάρων .
Αναστολή της αύξησης ανθρώπινων κυτταρικών σειρών του καρκίνου του προστάτη
μεταμοσχευμένων σε ανοσοκατασταλμένα ποντίκια, παρατηρήθηκε μετά την
χορήγηση διαιτολογίου περιεκτικότητας 2% σε β-σιτοστερόλη και καιμπεστερόλη
συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου που σιτίζονταν με διαιτολόγιο περιεκτικότητας 2%
σε χοληστερόλη. Στην ίδια μελέτη παρατηρήθηκε αναστολή της αύξησης και της
εξάπλωσης των καρκινικών κυττάρων από την β-σιτοστερόλη, δράση ισχυρότερη της
καιμπεστερόλης, ενώ αντίθετα η χοληστερόλη προκάλεσε διέγερση των παραπάνω
381
διεργασιών . Αναστολή του κυτταρικού πολλαπλασιασμού έχει παρατηρηθεί σε
διάφορες καρκινικές κυτταρικές σειρές και από τους γλυκοζίτες της σιτοστερόλης
382
που απαντώνται στο σύκο . Σε μία μελέτη περίπτωσης με 120 περιπτώσεις
καρκίνου του στομάχου που πραγματοποιήθηκε στην Ουρουγουάη βρέθηκε μια
ισχυρή αντίστροφη σχέση μεταξύ της πρόσληψης φυτοστερολών και της εμφάνισης
καρκίνου. Οι ερευνητές αναφέρουν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης εμφάνισης
καρκίνου του στομάχου σχετίζεται με την αυξημένη πρόσληψη φυτοστερολών που
383
απαντώνται στα φρούτα και τα λαχανικά . Σε μια παρόμοια μελέτη οι ίδιοι
ερευνητές αναφέρουν ισχυρή αντίστροφη σχέση μεταξύ της πρόσληψης β-
σιτοστερόλης, α- και β-κρυπτοξανθίνης και του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου του
οισοφάγου 384.

5.3 Σουλφιδο-ενώσεις

Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι θειούχες ενώσεις που απαντώνται στο γένος
Allium που περιλαμβάνει τα είδη Allium cepa (κρεμμύδι), Allium sativum (σκόρδο),
Allium porrum (πράσσο), Allium schoenoprasum και Allium ascalonicum (είδος
κρεμμυδιού). Οι ενώσεις αυτές θεωρούνται υπεύθυνες για την δράση των ειδών του
γένους Allium. Ανάλογα με την διαλυτότητα τους στο νερό διακρίνονται σε
λιποδιαλυτές και υδατοδιαλυτές με μεγαλύτερο αριθμό αυτό των λιποδιαλυτών
ενώσεων 385.

Χημική δομή Ένωση


Α. Λιποδιαλυτές ενώσεις
CH2=CH-CH2-S(O)-CH2-CH(NH2)-COOH Σουλφοξείδιο της S-αλλυλκυστεΐνης (Αλλιίνη)

65
CH3-CH=CH-S(O)-CH2-CH(NH2)-COOH Σουλφοξείδιο της S-προπυλενοκυστεΐνης
CH3-CH2-CH2-S(O)-CH2-CH(NH2)-COOH Σουλφοξείδιο της S-προπυλκυστεΐνης
CH3-S(O)-CH2-CH(NH2)-COOH Σουλφοξείδιο της S-μεθυλκυστεΐνης
Αλλισίνη
CH2=CH-CH2-S(O)-S -CH2-CH=CH2
CH2=CH-CH2-S(O)-CH2-CH=CH-S-S-CH2- Αγιοένιο
CH=CH2
CH3-CH2-CH=SO S-οξείδιο της προπανεθιάλης
CH2=CH-CH2-S-CH2-CH=CH2 Διαλλυλσουλφίδιο (DAS)
CH2=CH-CH2-S-S-CH2-CH=CH2 Διαλλυλδισουλφίδιο (DADS)
CH2=CH-CH2-S-S-S-CH2-CH=CH2 Διαλλυλτρισουλφίδιο (DATS)
CH2=CH-CH2-S-CH3 Αλλυλμεθυλσουλφίδιο (AMS)
CH2=CH-CH2-S-S-CH3 Αλλυλμεθυλδισουλφίδιο (AMDS)
CH2=CH-CH2-S-S-S-CH3 Αλλυλμεθυλτρισουλφίδιο (AMTS)
CH3-CH2-CH2-S-CH2-CH2-CH3 Διπροπυλσουλφίδιο (DPS)
CH3-CH2-CH2-S-S-CH2-CH2-CH3 Διπροπυλδισουλφίδιο (DPDS)
CH3-CH2-CH2-S-S-S-CH2-CH2-CH3 Διπροπυλτρισουλφίδιο (DPTS)
CH3-CH2-CH2-S-CH3 Προπυλμεθυλσουλφίδιο (PMS)
CH3-CH2-CH2-S-S-CH3 Προπυλμεθυλδισουλφίδιο (PMDS)
CH3-CH2-CH2-S-S-S-CH3 Προπυλμεθυλτρισουλφίδιο (PMTS)
Β. Υδατοδιαλυτές ενώσεις
CH2=CH-CH2-S-CH2-CH(NH2)-COOH S-αλλυλκυστεΐνη (SAC)
CH2=CH-CH2-S-S-CH2-CH(NH2)-COOH S-αλλυλμερκαπτοκυστεΐνη (SAMC)
CH2=CH-CH2-S-H Αλλυλμερκαπτάνη (AM)

66
Δομή σουλφιδο-ενώσεων σκόρδου

Πολλές in vitro μελέτες και μελέτες σε ζώα έχουν τεκμηριώσει τις


αντικαρκινικές δράσεις των σουλφιδοενώσεων προερχόμενες κυρίως από το σκόρδο
386,387,388
.
Σε αρκετά πειραματικά μοντέλα ζώων, παρατηρήθηκε αναστολή της καρκινογένεσης
386,387,388
και προστατευτική δράση έναντι των νεοπλασιών . Ένα πεπαλαιωμένο
εκχύλισμα σκόρδου ανέστειλλε την ανάπτυξη του σαρκώματος Sarcoma-180 και των
LL/2 καρκινικών κυττάρων των πνευμόνων 389. Σκόνη σκόρδου και τα συστατικά, S-
αλλυλ-κυστεΐνη και διαλλυλ-σισουλφίδιο, ανέστειλλαν την προκαλούμενη με Ν-
390
μεθυλ-Ν-νιτροζουρία καρκινογέννεση του μαστού σε επίμυες . Το νωπό σκόρδο
μετά από στόματος χορήγηση 250 mg/kg σωματικού βάρους, τρεις φορές
εβδομαδιαίως, ανέστειλλε την προκαλούμενη από το οξείδιο της 4-νιτροκινολίνης

67
391
καρκινογέννεση στην γλώσσα επιμύων . Για τα αλλυλ-παράγωγα του σκόρδου
αναφέρεται αναστολή του προκαλούμενου από βενζοπυρένιο νεοπλάσματος στο
392
επιγάστριο και στους πνεύμονες μυών . Απαραίτητη δομή για την εκδήλωση της
δράσης αποτέλεσαν οι μη κορεσμένες αλλυλ-μορφές. Ανάλογες κορεσμένες δομές
δεν εμφάνισαν την δράση.

Ιn vitro μελέτες με χρήση ανθρώπινων καρκινικών κυτταρικών σειρών,


αναφέρουν ότι η σκόνη σκόρδου και το εκχύλισμα σκόρδου ανέστειλλαν την
ανάπτυξη της λεμφατικής λευχαιμικής σειράς CCRF CEM με έναν δοσοεξαρτώμανο
393
τρόπο και σε συγκέντρωση μικρότερη από 30 μg/ml . Επίσης, ένα συνδυασμένο
μίγμα εκχυλίσματος και σκόνης σκόρδου προκάλεσε αναστολή της καρκινικής σειράς
HepG2 του ανθρώπινου ηπατώματος καθώς και της καρκινικής σειράς Caco2 του
καρκινώματος του παχέως εντέρου με ένα δοσοεξαρτώμενο τρόπο, χωρίς όμως
εμφάνιση ανάλογης δράσης μετά την χορήγηση μεμονωμένων των συστατικών του
393
μίγματος . Συνθετικά διαλλυλ-δισουλφίδια ανέστειλλαν την ανάπτυξη όγκου σε 4
ανθρώπινες κυτταρικές σειρές του καρκίνου του μαστού 394. Η αναστολή προκλήθηκε
ανεξάρτητα μηχανισμού δράσης σε υποδοχείς οιστρογόνων.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχουν διάφοροι μηχανισμοί με τους οποίους το


σκόρδο και τα συστατικά του μπορούν να ασκήσουν αντικαρκινική δράση, όπως
αναστολή σχηματισμού καρκινογόνων, ρύθμιση του μεταβολισμού των
καρκινογόνων, αναστολή της μεταλλαξιγένεσης και της γενοτοξικότητας, αύξηση της
απόπτωσης και αναστολή της αγγειογέννεσης 395.

Το σκόρδο φαίνεται επίσης ότι εμποδίζει τη σύνθεση των Ν-νιτρωζοενώσεων


387
. Μελέτη σε επίμυες στους οποίους χορηγήθηκε διμεθυλ-βενζανθρακένιο και στην
συνέχεια διαιτητικό συμπλήρωμα σκόνης σκόρδου έδειξε σημαντική αναστολή του
396
σχηματισμού αλλοιωμένων δομών του DNA, συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου .
Το διμεθυλ-βενζανθρακένιο ενεργοποιεί και προάγει την ανάπτυξη του καρκίνου
δρώντας ως αλκυλιωτικός παράγοντας. Η κατανάλωση σκόρδου έχει φανεί επίσης ότι
καταστέλλει την εμφάνιση αλλοιωμένων δομών του DNA προκαλούμενων από Ν-
νιτρωζοενώσεις 397.

68
Μια άλλη πιθανή εξήγηση της προαναφερόμενης δράσης είναι ότι τα
συστατικά του σκόρδου πιθανά να τροποποιούν τα ένζυμα μεταβολισμού των
φαρμάκων, επηρρεάζοντας με αυτό τον τρόπο την ενεργοποίηση των καρκινογόνων
387
παραγόντων . Η δράση του ενζύμου, τρανσφεράσης της γλουταθειόνης, φαίνεται
να αυξάνεται σε ιστούς μυών και επιμύων μετά την χορήγηση σκόνης σκόρδου ή των
386,387,388
σουλφο-συστατικών του . Συγκεκριμένα συστατικά του σκόρδου, π.χ. το
διαλλυλ-σουλφίδιο, πιθανά καταστέλλουν την ενεργότητα των ηπατικών ενζύμων του
κυτοχρώματος Ρ450, όπως των CYP2E1 και CYP2A6, αν και άλλες μελέτες έχουν
δείξει ότι τα συστατικά του σκόρδου επάγουν την δράση άλλων κυτοχρωμικών
386,387,388,398
ενζύμων . Σε επίμυες, η αντιμεταλλαξιογόνος δράση των σουλφο-
ενώσεων του σκόρδου π.χ. διαλλυλ-δισουλφίδιο και διαλλυλ-σουλφίδιο, έναντι των
καρκινογόνων παραγόντων οξείδιο του στυρενίου, οξειδίου της 4-νιτροκινολίνης και
ενός παραγώγου του βενζοπυρενίου, φάνηκε να σχετίζεται με επαγωγή των ενζύμων
της Φάσης ΙΙ 399.

Μία μελέτη σε μύες με μεταστατικό καρκίνο της κύστης αναφέρει ότι η


χορήγηση υγρού εκχυλίσματος σκόρδου στο σημείο της μετάστασης οδήγησε σε
400
σημαντική μείωση της επίπτωσης του όγκου . Περαιτέρω μελέτη έδειξε ότι το
εκχύλισμα του σκόρδου σε συνδυασμό με θεραπεία γονιδίων ΄΄αυτοκτονίας’’ είχε ως
αποτέλεσμα σημαντική αναστολή της ανάπτυξης του όγκου συγκριτικά με την ομάδα
ελέγχου που δεν είχε υποβληθεί σε γονιδιακή θεραπεία.

Η χημειοπροφυλακτική δράση του σκόρδου έναντι διαφόρων τύπων καρκίνου


όπως π.χ. του παχέως εντέρου, του στομάχου, του λάρυγγα, του μαστού και του
386,401
ενδομητρίου, έχει μελετηθεί σε αρκετές επιδημιολογικές έρευνες . Οι
περισσότερες από αυτές καταλήγουν ότι η κατανάλωση σκόρδου μπορεί να έχει
προστατευτική δράση έναντι του καρκίνου ιδιαίτερα δε, του καρκίνου του
γαστρεντερικού σωλήνα. Ωστόσο τα ευρήματα αυτά θα πρέπει να ερμηνευθούν με
προσοχή καθώς πολλές από τις έρευνες αυτές εμφανίζουν σφάλματα και
μεθοδολογικές ατέλειες 386,401.

5.4 Γλυκοσινολάτες-Iσοθειοκυανάτες

Οι γλυκοσινολάτες αποτελούν μια ομογενή οικογένεια ενώσεων που


περιλαμβάνει περισσότερους από 400 μεταβολίτες που απαντούν στην οικογένεια

69
Brassicaceae. Oι ενώσεις διαφοροποιούνται ανάλογα με την δομή της πλευρικής
αλυσίδας η οποία μπορεί να έχει αλειφατική ή αρωματική δομή ή δομή ινδολίου.
Χημικά, οι γλυκοσινολάτες είναι σάκχαρα ανιονικών θειεστέρων που περιέχουν έναν
β-θειογλυκοζιτικό δεσμό που μπορεί εύκολα να υδρολυθεί από την επίδραση της
μυροσινάσης (θειογλυκοσιδική γλυκοϋδρολάση), που ενεργοποιείται με την εμβροχή
και τον τεμαχισμό των λαχανικών, δίνοντας στοιχειομετρική ποσότητα D-γλυκόζης,
ιόντα HSO-4 και μία σειρά άγλυκων ενώσεων όπως οι ισοθειοκυανάτες, τα νιτρίλια,
οι θειοκυανάτες, οι θειόνες, κ.α. Το αποτέλεσμα της μεταβολικής αντίδρασης
εξαρτάται από την χημική δομή των πλευρικών αλυσίδων των γλυκοσινολατών και
τις υπάρχουσες συνθήκες 402,403,404.

Μεταβολική οδός γλυκοσινολατών

Τα τελευταία είκοσι χρόνια, στοιχεία από επιδημιολογικές μελέτες συνδέουν


την αυξημένη πρόσληψη λαχανικών της οικογένειας Brassicaceae με μειωμένη
405,406,407,408
επίπτωση πολλών τύπων καρκίνου . Η χημειοπροφυλακτική δράση των
λαχανικών αυτών έναντι του καρκίνου αποδίδεται στην περιεκτικότητα τους σε
γλυκοσινολάτες. Ορισμένοι τύποι των ενώσεων αναφέρεται ότι προκαλούν επαγωγή
των ενζύμων της φάσης ΙΙ του μεταβολισμού 409,410. Το ενδιαφέρον των επιστημόνων
έχει στραφεί κυρίως στην μελέτη των μεταβολιτών που η χημειοπροφυλακτική τους
δράση έναντι του καρκίνου εκδηλώνεται με την επαγωγή των ενζύμων της Φάσης ΙΙ
του μεταβολισμού, την δράση τους έναντι του πολλαπλασιασμού των κακοήθων
κυττάρων, την επαγωγή της απόπτωσης, την αντιοξειδωτική δράση καθώς και την
αναστολή της δράσης των ενζύμων της φάσης Ι 411-417.

Η σουλφοραφάνη αποτελεί ένα από τα πιο μελετημένα μεταβολικά παράγωγα


των γλυκοσινολατών. Η ένωση είναι μία αγλυκόνη, μεταβολικό προϊόν της
γλυκοσινολάτης γλουκοραφανίνης, γνωστή επίσης ως σουλφοραφάνη
γλυκοσινολάτη. Η σουλφοραφάνη παράγεται από την σουλφοραφάνη γλυκοσινολάτη
μέσω της δράσης του ενζύμου μυροσινάση.

70
Δομή σουλφοραφάνης

Σε χημικά προκαλούμενη καρκινογένεση σε επίμυες, η σουλφοραφάνη μείωσε


418,419
την επίπτωση, την πολλαπλότητα και την διάρκεια ανάπτυξης του καρκίνου .
Αναφέρεται επίσης ότι η σουλφοραφάνη εμφανίζει έμμεση αντιοξειδωτική δράση 420,
in vitro κυτταροστατική δράση έναντι ανθρώπινων καρκινικών κυτταρικών σειρών
ορθοκολικού καρκίνου 421, αναστολή του κυτοχρώματος Ρ450 και συγκεκριμένα στην
422-424
υποομάδα CYP2E1 καθώς και ότι επάγει in vitro την παύση του κυτταρικού
πολλαπλασιασμού και την απόπτωση σε ανθρώπινες καρκινικές κυτταρικές σειρές
ορθοκολικού καρκίνου 425.

Ένα άλλο μεταβολικό παράγωγο των γλυκοσινολατών αποτελεί και η ινδολ-3-


καρβινόλη (I-3-C). Η ινδολ-3-καρβινόλη (I-3-C) είναι μία ένωση που απαντάται
επίσης στα είδη της οικογένειας των σταυρανθών (Brassicaceae), όπως το μπρόκολο,
τα λαχανάκια Βρυξελλών και το λάχανο. Αποτελεί μεταβολικό παράγωγο της
γλυκοσινολάτης γλυκομπρασσικίνης, γνωστή επίσης ως ινδολ-3-γλυκοσινολάτη. Η
ινδολ-3-καρβινόλη παράγεται από την ινδολ-3-γλυκοσινολάτη μέσω της δράσης του
ενζύμου μυροκινάση 426.

Δομή ινδολ-3-καρβινόλης

71
Η ινδολ-3-καρβινόλη εμφανίζει χημειοπροφυλακτική δράση έναντι του
καρκίνου ιδιαίτερα δε στον καρκίνο του μαστού. Η από του στόματος χορήγηση της
ένωσης έχει φανεί ότι ρυθμίζει τον μεταβολισμό των ανθρώπινων οιστρογόνων. Η
ινδολ-3-καρβινόλη έχει βρεθεί ότι αυξάνει τον λόγο της 2-υδροξυοιστρόνης προς την
16-α-υδροξυοιστρόνη και ότι αναστέλλει την 4-υδροξυλίωση της οιστραδιόλης
427,428,429
. Οι μεταβολίτες των οιστρογόνων ορμονών, 16-α-υδροξυοιστρόνη και 4-
υδροξυοιστρόνη, έχει βρεθεί ότι αποτελούν καρκινογόνους παράγοντες και ότι είναι
υπεύθυνοι για την πιθανή καρκινογόνο δράση των οιστρογόνων 430,431. Από την άλλη
πλευρά, ο οιστρογονικός μεταβολίτης, 2-υδροξυοιστρόνη, έχει βρεθεί ότι εκδηλώνει
προστατευτική δράση έναντι διαφόρων τύπων καρκίνου περιλαμβανομένου και του
καρκίνου του μαστού. Επιπλέον, η ένωση έχει βρεθεί ότι αυξάνει την 2-υδροξυλίωση
των οιστρογόνων μέσω επαγωγής των ισοενζύμων CYP1A1 και CYP1A2 του
κυτοχρώματος P450. Η επαγωγή φαίνεται να ρυθμίζεται από την σύνδεση της ινδολ-
3-καρβινόλη και των μεταβολικών παραγώγων της με τον αρυλ-υδρογονανθρακικό
υποδοχέα 432,433.

Μελέτες σε ζώα και in vitro μελέτες έχουν δείξει έναν αριθμό πιθανών
δράσεων της ινδολ-3-καρβινόλης και των μεταβολιτών της που περιλαμβάνουν
αναστολή της σύνδεσης οιστρογόνων με τους υποδοχείς τους και την ρύθμιση της
έκφρασης ογκοκατασταλτικών γονιδίων και ογκογονιδίων (p27, p21, ODC, NF-κB)
434,435,436,437
. Η χημειοπροφυλακτική δράση της ινδολ-3-καρβινόλης αναφέρεται σε
ένα μεγάλο αριθμό μελετών σε ζώα. Ωστόσο, σε κάποιες από αυτές τις μελέτες με
χημικά πλοκληθείσα καρκινογένεση, η ένωση φάνηκε να εμφανίζει ενισχυτική δράση
438,439
της καρκινογένεσης . Επιδημιολογικές μελέτες επίσης υποστηρίζουν την
υπόθεση ότι η ινδολ-3-καρβινόλη έχει ισχυρή χημειοπροφυλακτική δράση έναντι του
440,441,443,444
καρκίνου . Προκαταρκτικές μελέτες σε ανθρώπους αναφέρουν ότι η
ένωση είναι καλά ανεκτή και εμφανίζει ρυθμιστική δράση στην λειτουργία των
427-429
οιστρογόνων . Οι ερευνητές καταλήγουν ότι η ινδολ-3-καρβινόλη αποτελεί μια
ένωση που θα πρέπει να δοκιμαστεί σε κλινικές μελέτες με συμμετέχουσες γυναίκες
με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού 445.

5.5 Αλκαλοειδή

Τα αλκαλοειδή είναι οργανικές αζωτούχες ουσίες με πολύπλοκη σύσταση που


περιέχονται στα φυτά και ασκούν δράση σε πολλές λειτουργίες του οργανισμού

72
(νικοτίνη, καφεΐνη, τεΐνη, μορφίνη, κινίνη, ΤHC, κ.α.). Αποτελούν τα πλέον συχνά
απαντούμενα φυσικά προϊόντα στους χερσαίους οργανισμούς.

Τα αλκαλοειδή αποτελούν ενώσεις που χρησιμοποιούνται για την θεραπεία


παθολογικών καταστάσεων περιλαμβανομένου και του καρκίνου. Σύγχρονο
χαρακτηριστικό παράδειγμα το διτερπενικό ψευδοαλκαλοεϊδές Ταξόλη (Taxol),
δευτερογενής μεταβολίτης του Ιταμου του Ειρηνικού (Taxus brevifolia), που
θεωρείται το πιο ελπιδοφόρο όπλο της σύγχρονης ιατρικής για την αντιμετώπιση του
34
καρκίνου του μαστού . Εκτός όμως από τα αλκαλοειδή που εμφανίζουν
χημειοθεραπευτική δράση, τα τελευταία χρόνια μελετώνται από τους ερευνητές
αλκαλοειδή τα οποία εμφανίζουν χημειοπροφυλακτική δράση έναντι του καρκίνου.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα της τάσης αυτής αποτελούν τα αλκαλοειδή,
καψαϊκίνη, πιπεριδίνη, τζιντζερόλη και παραδόλη.

Καψαϊκίνη

Η καψαϊκίνη (trans-8-μεθυλ-N-βανιλλυλ-6-νονεναμίδιο) είναι ένα


αλκαλοειδές που αποτελεί το κύριο συστατικό στα είδη του γένους Capsicum της
οικογένειας Solanaceae, όπως το κόκκινο και πράσινο πιπέρι που χρησιμοποιούνται
ευρέως στην διατροφή ως καρυκεύματα.

Δομή καψαϊκίνης

Η ένωση έχει μελετηθεί από διάφορους ερευνητές για την δράση της στην
καρκινογένεση και την ογκογένεση. Στοιχεία από την επιστημονική βιβλιογραφία
αναφέρουν ότι η καψαϊκίνη έχει διττό ρόλο στην διαδικασία της καρκινογένεσης και
η δράση της σε ορισμένες περιπτώσεις εξαρτάται από την δοσολογία, την οδό
χορήγησης και το είδος των ιστών που εφαρμόσθηκε. Αν και προηγούμενες μελέτες

73
επικεντρώθηκαν κυρίως στην εκτίμηση της καρκινογόνου ή προκαρκινογόνου
επίδρασης της σε συνδυασμό με την ερεθιστική της δράση, η ένωση πρόσφατα
βρέθηκε ότι εμφανίζει προστατευτική δράση έναντι του καρκίνου.

Σε μελέτες σε ζώα έχει φανεί ότι η καψαϊκίνη αναστέλλει την


αρυλυδρογονανθρακική υδροξυλάση, ένζυμο υπεύθυνο για τον μεταβολισμό των
καρκινογόνων πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων. Η καψαϊκίνη βρέθηκε
επίσης ότι καταστέλλει το μεταβολισμό και την ομοιοπολική σύνδεση του DNA με
445,446
καρκίνογόνους παράγοντες όπως το βενζο[α]πυρένιο και την αφλατοξίνη B1 .
Επιπλέον, έχει φανεί ότι η καψαϊκίνη ρυθμίζει τα ένζυμα των κυτοχρωμάτων P450
CYP3A1, 2A2, 2B1, 2B2, 2C6, και 2C11, επηρρεάζοντας με αυτόν τον τρόπο τον
μεταβολισμό των καρκινογόνων ουσιών και άλλων ξενοβιοτικών 445-447. Η καταστολή
του κυτοχρώματος CYP1A2 από την καψαϊκίνη βρέθηκε να συσχετίζεται με την
448
αντιμεταλλαξιογόνο δράση της έναντι συγκεκριμένων ετεροκυκλικών αμινών .Η
καψαϊκίνη επίσης κατέστειλε την αύξηση ορισμένων ανθρώπινων καρκινικών
κυττάρων, συμπεριλαμβανομένου HeLa, του ωοθηκικού καρκινώματος, του
αδενοκαρκινώματος του μαστού και των προμυελοτικών λευχαιμικών κυττάρων. Η
προκληθείσα από την καψαϊκίνη παρεμπόδιση της αύξησης και η προκληθείσα
απόπτωση που παρατηρήθηκαν στις προαναφερθείσες καρκινικές κυτταρικές σειρές
συσχετίστηκαν με την αναστολή της δράσης του ενζύμου οξειδάση του NADH της
κυτταροπλασματικής μεμβράνης 449,450.

Μια πρόσφατη μελέτη περίπτωσης που πραγματοποιήθηκε στην Ιταλία έδειξε


451
η κατανάλωση τσίλι ήταν προστατευτική έναντι του καρκίνου του στομάχου .
Ωστόσο, μια επιδημιολογική μελέτη που πραγματοποιήθηκε στην πόλη του Μεξικό,
έδειξε ότι η κατανάλωση κόκκινου πιπεριού αύξησε τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου
452
του στομάχου συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου . Ένας μικρός αριθμός ερευνών
έχουν πραγματοποιηθεί για την εκτίμηση της καρκινογόνου δράσης της καψαϊκίνης.
Επίμυες που ακολουθούσαν διαιτολόγιο περιεκτικότητας 10% σε κόκκινο πιπέρι
453
εμφάνισαν καρκίνο του ήπατος , ενώ η διαιτητική πρόσληψη καψαϊκίνης από
454,455
ελβετικά ποντίκια προκάλεσε την εμφάνιση καρκίνου στον δωδεκαδάκτυλο .
Άλλες μελέτες αναφέρουν ότι η καψαϊκίνη μπορεί να δράσει ως συν-καρκινογόνος
παράγοντας ή ως υποκινητής της καρκινογένεσης 456,457.

74
Φαίνεται λοιπόν ότι, η καψαϊκίνη μπορεί να αναστείλλει αλλά και να επάγει
την χημικά προκαλούμενη καρκινογένεση και ογκογένεση. Αν και μια ελάχιστη
ποσότητα της ένωσης δεν έχει καμία έως ελάχιστη βλαπτική επίδραση, αυξημένη
πρόσληψη της σχετίζεται με κυτταρική νέκρωση, δημιουργία ελκών ακόμη και την
εκδήλωση καρκινογένεσης. Συνεπώς, περαιτέρω μελέτες είναι απαραίτητες για την
αξιολόγηση της χημειοπροφυλακτικής της δράσης και τον καθορισμού της ασφαλούς
δοσολογίας.

Πιπερίνη

Η πιπερίνη είναι ένα αλκαλοειδές που απαντάται στα φυτά της οικογένειας
Piperaceae, όπως το Piper nigrum L, κοινά γνωστό ως μαύρο πιπέρι και το Piper
longum L, γνωστό ως μακρύ πιπέρι. Η πιπερίνη αποτελεί την κύρια χαρακτηριστική
ένωση στα φυτά αυτά και ανιχνεύεται κυρίως στον καρπό των φυτών 36.

Δομή πιπερίνης

Η πιπερίνη και τα παράγωγα της έχει βρεθεί ότι αναστέλλουν τις αντιδράσεις
οξείδωσης που προκαλούνται από τις ελεύθερες ρίζες, καθυστερώντας ή
αποτρέποντας με αυτόν τον τρόπο την βλάβη των κυττάρων και των ιστών. Ένας
σημαντικός αριθμός μελετών έχουν δείξει ότι η διαιτητική πρόσληψη της ένωσης
456-462
σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου . Η πιπερίνη έχει βρεθεί
ότι εμφανίζει χημειοπροφυλακτική δράση έναντι της χημικά προκληθείσας
463,464
καρκινογένεσης . Επιπλέον, σε μία πρόσφατη μελέτη βρέθηκε ότι μειώνει την
υπεροξείδωση των λιπιδίων και αποτρέπει με αυτόν τον τρόπο την εξάντληση των
465,466
αποθεμάτων της υπεροξειδάσης της S-γλουταθειόνης . Επίσης, η πιπερίνη
φαίνεται να ρυθμίζει την οξειδωτική τροποποίηση που προκαλείται κατά την
καρκινογένεση επαγόμενης από ποικίλλους καρκινογόνους παράγοντες 467 ενώ η από
του στόματος χορήγηση της ένωσης (50 mg/kg) σε πειραματόζωα με καρκίνο του
πνεύμονα ανέστειλε την αρχική φάση της καρκινογένεσης επιδρώντας στην
ενεργότητα των ενζύμων Na+ K-ATPάση και Mg-ATPάση 468.

75
Από την άλλη πλευρά, όμως υπάρχουν στοιχεία από μελέτες που δείχνουν ότι
η πιπερίνη μπορεί να εμφανίσει καρκινογόνο δράση κάτω από ορισμένες συνθήκες
469
. Αναφέρεται ιδιαίτερα ότι η ένωση αυξάνει τα καρκινογόνα παράγωγα των
470
νιτρικών . Πιθανά ο κίνδυνος να υφίσταται μετά από αυξημένη χορήγηση της
ένωσης. Σε μία άλλη μελέτη βρέθηκε ότι η πιπερίνη ενισχύει την βιοδιαθεσιμότητα
469
της αφλατοξίνης Β1 σε επίμυες καθώς και ότι εμφανίζει κυτταροτοξική δράση σε
καλλιέργεις νευρικών κυττάρων 471.
]
Τα αποτελέσματα των ερευνών υποδεικνύουν ότι είναι απαραίτητες
περαιτέρω μελέτες για την αξιολόγηση της δράσης της πιπερίνης στον ανθρώπινο
οργανισμό.

Τζιντζερόλη και παραδόλη

H ελαιορητίνη των ριζωμάτων του φυτού Zingiber officinale Roscoe, της


οικογένειας των Zingiberaceae περιέχει [6]-τζιντζερόλη (1-[4′-υδροξυ-3-
μεθοξυφαινυλ]-5-υδροξυ-3-δεκανόνη) και ομόλογες ενώσεις που εμφανίζουν
ποικίλλες φαρμακολογικές και φυσιολογικές δράσεις 472,473.

Δομή τζιντζερόλης

Η τζιντζερόλη αναφέρεται ότι εμφανίζει ισχυρή αντιοξειδωτική δράση που


εκδηλώνεται με αναστολή της φωσφολιπιδαιμικής υπεροξείδωσης και αναστολή της
474-477
δράσης της οξειδάσης της ξανθίνης . Επιπλέον, η ένωση παρεμπόδισε την
παραγωγή ριζών υπεροξειδίου σε διαφοροποιημένα ανθρώπινα κύτταρα
478
προμυελοκυτταρικής λευχαιμίας (HL-60) . Αναφέρεται επίσης, η ανασταλτική
δράση της τζιντζερόλης και της σογκαόλης έναντι της βιοσύνθεσης των
προσταγλαδινών, μέσω καταστολής της δράσης των ενζύμων συνθετάση της
προσταγλαδίνης και 5-λιποοξυγενάσης 479-481.

76
Μετά από τοπική εφαρμογή της ένωσης στην επιδερμίδα μυών με χημικά
προκληθείσα καρκινογένεση, παρατηρήθηκε αναστολή του σχηματισμού όγκου 482.
Eπίσης, η ένωση σε επιδερμίδα μυών προκάλεσε καταστολή της δράσης της ODC και
της παραγωγής του TNF- παράγοντα 482. Σε χημικά προκληθείσα καρκινογένεση
στο έντερο πειραματοζώων, η διαιτητική χορήγηση της τζιντζερόλης προκάλεσε
αναστολή της καρκινογενετικής διαδικασίας 483. Επιπλέον, η ένωση αναφέρεται ότι
παρεμποδίζει την μετάσταση του καρκίνου του πνεύμονα σε επίμυες με
μεταμοσχευμένα κύτταρα μελανώματος B16F10 484. Η τζιντζερόλη φαίνεται επίσης
να επάγει την απόπτωση σε καλλιέργειες HL-60 κυττάρων 485. Τέλος, σε μια
πρόσφατη μελέτη βρέθηκε ότι η ένωση αναστέλλει τον κακοήθη μετασχηματισμό και
την ενεργοποίηση της AP-1 πρωτεΐνης σε κύτταρα επιδερμίδας μυών 486.

Η [6]-παραδόλη (1-[4′-υδροξυ-3′-μεθοξυφαινυλ]-3-δεκανόνη) είναι ένα


αλκαλοειδές που απαντάται στους καρπούς του είδους Aframomum melegueta
Roscoe, της οικογένειας των Zingiberaceae καθώς και στο ρίζωμα του φυτού
τζίντζερ.

Δομή παραδόλης

Η ένωση έχει μελετηθεί λιγότερο από την τζιντζερόλη αλλά στις μελέτες που
έχουν πραγματοποιηθεί έχει βρεθεί ότι αναστέλλει την πρόοδο της καρκινογένεσης
478
σε θηλυκούς ICR μύες καθώς και ότι επάγει την απόπτωση σε HL-60 κυτταρικές
σειρές 485.

5.6. Χλωροφύλλη και τα παράγωγά της

Η χλωροφύλλη είναι η πράσινη χρωστική που απαντάται στα ανώτερα φυτά


και στα φύκη. Αποτελεί τον κύριο φωτουποδοχέα στην λειτουργία της
φωτοσύνθεσης, μια φωτοχημική διαδικασία που χαρακτηρίζεται από την καθήλωση
του άνθρακα για την παραγωγή υδατανθράκων και οξυγόνου. Χημικά, η χλωροφύλλη
είναι μία κυκλική τετραπυρρόλη, ανάλογης δομής με την ομάδα αίμης των γλοβινών
και των κυτοχρωμάτων. Διαφέρει από την ομάδα της αίμης καθώς το κεντρικό ιόν

77
μετάλλου στο μόριο της είναι το μαγνήσιο και όχι ο σίδηρος. Τα φυτά περιέχουν
κυρίως δύο διαφορετικούς τύπους χλωροφύλλης, την χλωροφύλλη α και την
χλωροφύλλη β. Τα ανώτερα φυτά και φύκη όπως η chlorella περιέχουν χλωροφύλλη
α και χλωροφύλλη β σε αναλογία 3:1. Η διαφορά μεταξύ των δύο έγκειται στην
πλευρική ομάδα μεθυλίου που υπάρχει στην χλωροφύλλη α και που έχει
αντικατασταθεί από μία φορμυλομάδα στο μόριο της χλωροφύλλης β. Η χλωροφύλλη
α απαντάται μαζί με την χλωροφύλλη c στα διάτομα, στα δινομαστιγωτά και στα
φαιοφύκη, ενώ στα ροδοφύκη απαντάται η χλωροφύλλη α μαζί με την χλωροφύλλη d
487
.

Δομή χλωροφύλλης

Η χλωροφυλλίνη είναι ένα ημισυνθετικό παράγωγο της χλωροφύλλης που


περιέχει νάτριο και χαλκό. Σε αντίθεση με την χλωροφύλλη, η χλωροφυλλίνη δεν
είναι διαλυτή στο νερό 487.

78
Δομή χλωροφυλλίνης

Η χλωροφύλλη και η χλωροφυλλίνη εμφανίζουν χημειοπροφυλακτική δράση


έναντι του καρκίνου. Η χλωροφύλλη και οι μεταβολίτες της, φαιοφυτίνη,
πυροφαιοφυτίνη και φαιοφορβίδη καθώς και η χλωροφυλλίνη έχουν εκδηλώσει in
vitro αντιμεταλλαξιογόνο δράση έναντι διαφόρων καρκινογόνων παραγόντων όπως
το 3-μεθυλ-χολανθρένιο, τη Ν-μεθυλ-Ν-νιτρο-Ν-νιτροζογουανιδίνη (MNNG) και την
αφλατοξίνη Β1. Επιπλέον, η χλωροφύλλη και χλωροφυλλίνη έχουν επιδείξει
αντικαρκινική δράση και σε πειραματικά μοντέλα ζώων έναντι καρκινογόνων όπως η
488-492
αφλατοξίνη Β1, η 1,2-διμεθυλ-υδραζίνη και το διβενζο[α,1]πυρένιο . Σε μία in
vitro μελέτη, η χλωροφυλλίνη επέδειξε ισχυρή αναστολή αρκετών μεταλλαξιογόνων
παραγόντων περιλαμβανομένων του καπνού του τσιγάρου, την σκόνης άνθρακα και
των πτητικών στοιχείων του πετρελαίου. Στην αντιοξειδωτική ικανότητα της ένωσης
493
αποδίδεται η δράση αυτή . Η χλωροφυλλίνη έχει χρησιμοποιηθεί επίσης για την
494
μείωση των ανεπιθύμητων ενεργειών της κυκλοφωσφαμίδης . Σε μια μελέτη σε
ζώα, η χορήγηση της ένωσης συσχετίσθηκε με αυξημένη απέκκριση μέσω των
κοπράνων των πολυχλωριωμένων παραγώγων της διβενζο-p-διοξίνης (PCDD) και
του πολυχλωριωμένου διβενζοφουρανίου (PCDF) 493.

Ο μηχανισμός της αντιμεταλλαξιογόνου και αντικαρκινικής δράσης των


ενώσεων είναι άγνωστος. Μερικοί ερευνητές πιστεύουν ότι η αντιοξειδωτική
ικανότητα της χλωροφύλλης και της χλωροφυλλίνης παίζει σημαντικό ρόλο στην
489
εκδήλωση αυτής της δράσης . Ένας άλλος πιθανός μηχανισμός αποτελεί ο
σχηματισμός συμπλόκων ενώσεων μεταξύ των μεταλλαξιογόνων/καρκινογόνων
παραγόντων με τα μόρια της χλωροφύλλης και της χλωροφυλλίνης μέσω ισχυρών
495,496
αλληλεπιδράσεων μεταξύ των ακόρεστων κυκλικών δακτυλίων των ενώσεων .
Η δημιουργεία των συμπλόκων πιθανά να απενεργοποιεί τις καρκινογόνες ουσίες.

79
5.7 Σάκχαρα και παράγωγα σακχάρων

Ινουλίνες

Ο όρος ινουλίνες αναφέρεται σε μια ομάδα πολυσακχαριτών με δομική ομάδα


την φρουκτόζη. Ανήκουν στην κατηγορία των υδατανθράκων γνωστών με την
ονομασία φρουκτάνες. Οι φρουκτάνες εκτός από τις ινουλίνες περιλαμβάνουν ακόμη
μία ομάδα ολιγοσακχαριτών φρουκτόζης, τις λεβάνες. Οι ινουλίνες απαντώνται
κυρίως στα φυτά ενώ οι λεβάνες στους μύκητες και τα βακτήρια. Οι ινουλίνες
αποτελούνται από δομικές μονάδες φρουκτόζης με τελικό άκρο συνήθως ένα μόριο
γλυκόζης. Ο δεσμός μεταξύ των μορίων φρουκτόζης είναι β(2-1) γλυκοζιτικός
δεσμός. Οι ινουλίνες που απαντώνται στα φυτά περιέχουν 2 έως 150 μονάδες
φρουκτόζης. Η πιο μικρή σε μέγεθος ινουλίνη ονομάζεται 1-κεστόζη και συνίσταται
από 2 μόρια φρουκτόζης και 1 γλυκόζης. Οι ινουλίνες συντίθενται στα φυτά από την
σουκρόζη. Χημικά, οι ινουλίνες με τελικό άκρο γλυκόζης είναι γνωστές ως a-D-
γλυκοπυρανοσυλ-[b-D-φρουκτοφουρανοσυλ](n-1)-D-φρουκτοφουρανοσίδες
(GpyFn). Οι ινουλίνες χωρίς μόριο γλυκόζης είναι γνωστές ως b-D-
φρουκτοπυρανοσυλ-[D-φρουκτοφουρανοσυλ](n-1)-D-φρουκτοφουρανοσίδες (FpyFn)
497
.

Δομή ινουλινών

80
Οι ινουλίνες απαντώνται στα είδη των οικογενειών Liliaceae, Amaryllidaceae,
Gramineae και Compositae. Περιέχεται στα κρεμμύδια, το σκόρδο, το πράσσο, το
σπαράγγι, την αγκινάρα, τις μπανάνες. Κύριες πηγές των ινουλινών αποτελούν τα
είδη Cichorium intybus και Helianthus tuberosus 498,499.

Οι ινουλίνες απορροφώνται ελάχιστα από το λεπτό έντερο. Ωστόσο,


μεταβολίζονται από έναν μικρό αριθμό βακτηρίων της μικροβιολογικής χλωρίδας του
παχέος εντέρου. Αυτό οδηγεί σε αλλαγές του βακτηριακού πληθυσμού προς όφελος
των bifido-βακτηρίων. Ενώσεις όπως οι ινουλίνες που ευνοούν την αύξηση της
ευεργετικής χλωρίδας στο έντερο χαρακτηρίζονται ως προβιοτικά. Τα προβιοτικά
είναι τυπικά μη απορροφήσιμοι ολιγοσακχαρίτες 500,501.

Οι ινουλίνες εμφανίζουν δράση έναντι του καρκίνου ειδικά στον καρκίνο του
παχέος εντέρου πιθανά λόγω της αντι-ογκογόνου δράσης του βουτυρικού ανιόντος
502-504
. Το βουτυρικό ανιόν παράγεται από το λιπαρό οξύ βραχέας αλύσου, βουτυρικό
οξύ, κατά τον μεταβολισμό των ινουλινών στο παχύ έντερο. Ορισμένες μελέτες
αναφέρουν ότι το βουτυρικό ανιόν πιθανά επάγει την παύση της αύξησης, την
κυτταρική διαφοροποίηση και την απόπτωση 505,506.

Εξαφωσφορική ινοσιτόλη

Η εξαφωσφορική ινοσιτόλη (IP6), επίσης γνωστή ως φυτάτη ή φυτικό οξύ,


είναι μία ένωση προϊόν αναγωγής των σακχάρων που απαντάται ευρέως στο φυτικό
βασίλειο, ιδιαίτερα στα δημητριακά και τα όσπρια 507,508.

Δομή εξαφωσφορικής ινοσιτόλης

81
Η IP6 πρωτοανακαλύφθηκε ως μία ένωση που παρεμποδίζει την απορρόφηση
πολλών μετάλλων. Μέσα στο κύτταρο, η IP6 αποφωσφορυλιώνεται σε έναν αριθμό
ενώσεων με λιγότερες μονάδες φωσφορικού οξέος που παίζουν σημαντικό ρόλο στην
ρύθμιση κυτταρικών μηχανισμών 508.

Η IP6 δρα ως αντιοξειδωτικός παράγοντας δεσμεύοντας δισθενή κατιόντα


μετάλλων όπως του χαλκού και του σιδήρου, εμποδίζοντας με αυτόν τον τρόπο την
509
δημιουργεία ελευθέρων ριζών . Eπίσης, σε in vitro μελέτες σε κυτταρικές σειρές
του καρκίνου του ήπατος, του ορθοκολικού καρκίνου και του ραβδομυοσαρκώματος
καθώς και σε in vivo μελέτες σε πειραματόζωα με καρκίνο του ήπατος, καρκίνο του
εντέρου, ορθοκολικού καρκίνου και καρκίνο του μαστού η ένωση έχει εμφανίσει
αντικαρκινική δράση 510.

Ο μηχανισμός δράσης της IP6 δεν έχει διευκρινισθεί πλήρως. Μια πρόσφατη
μελέτη υποστηρίζει ότι η αντιοξειδωτική δράση της ένωσης ως παράγοντας
χηλιώσεως αποτελεί πιθανά τον μηχανισμό που είναι υπεύθυνος για την δράση της
έναντι του καρκίνου 511. Ωστόσο, η υπόθεση αυτή δεν φαίνεται να εξηγεί πλήρως την
χημειοπροφυλακτική δράση της IP6. Εκτός λοιπόν της δράσης της έναντι των
ελευθέρων ριζών, η ένωση εκδηλώνει την δράση της και μέσω της ρύθμισης της
κυτταρικής διαίρεσης. Σε μια πρόσφατη μελέτη φάνηκε ότι η IP6 μείωσε την
διάρκεια της φάσης S και προκάλεσε την παύση της φάσης G0/G1 του κυτταρικού
κύκλου. Μια σημαντική μείωση της έκφρασης των δεικτών της διαφοροποίησης
υπέδειξε ότι η ένωση αποδέσμευσε τα κύτταρα από την πορεία του
512
πολλαπλασσιασμού . Επιπλέον, η IP6 έχει βρεθεί ότι ενισχύει την δράση των ΝΚ-
κυττάρων, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο την κυτταροτοξικότητα των
συγκεκριμένων κυττάρων 513.

Κλινικές μελέτες σε ανθρώπους σχετικά με την χημειοπροφυλακτική δράση


της IP6 δεν έχουν πραγματοποιηθεί. Έχει ελεγχθεί όμως ως προς την ενδεχόμενη
τοξικότητα. Σε μελέτες σε ζώα έχει βρεθεί ότι η ένωση είναι ασφαλής και δεν
εμφανίζει τοξική δράση ακόμη και αν χορηγηθεί μακροχρόνια ή σε υψηλή δοσολογία
514,515
. Όσον αφορά την τοξικότητα σε ανθρώπους, όταν η ένωση χορηγήθηκε σε 35
ασθενείς σε δοσολογία 8.8 gr ημερησίως για χρονικό διάστημα αρκετών μηνών δεν
παρουσιάστηκαν σημεία τοξικότητας 516.

82
D-γλυκαρικό οξύ

Το D-γλυκαρικό οξύ είναι μία ένωση, προϊόν οξείδωσης της D-γλυκόζης.


Απαντάται στα φρούτα και λαχανικά ιδιαίτερα δε στα πορτοκάλια, τα μήλα, το
γκρέιπ-φρουτ και τα σταυρανθή λαχανικά σε ποσότητες που κυμαίνονται από 100 mg
έως 3 gr ανά χιλιόγραμμο βάρους 517.

Δομή D-γλυκαρικού οξέος

Μετά την απορρόφηση του από τον οργανισμό, παρουσία του όξινου
περιβάλλοντος του στομάχου, το D-γλυκαρικό οξύ μεταβολίζεται σε D-γλυκαρο-6,3-
λακτόνη και D-γλυκαρο-1,4-λακτόνη (1,4-GL). Η D-γλυκαρο-1,4-λακτόνη φαίνεται
να αποτελεί τη δραστική μορφή της ένωσης 518.

Η χημειοπροφυλακτική δράση του D-γλυκαρικού οξέος και των αλάτων του


έχει μελετηθεί σε ποικίλλα ζωϊκά πειραματικά μοντέλα με καρκίνο του προστάτη 518,
519,520 521,522 523
καρκίνο των πνευμόνων , καρκίνο του ήπατος , καρκίνο του δέρματος ,
524-528 529,530
καρκίνο του μαστού και ορθοκολικό καρκίνο , όπου ο μηχανισμός δράσης
της ένωσης φάνηκε να είναι ίδιος σε όλες τις περιπτώσεις.

Η από του στόματος χορήγηση του D-γλυκαρικού οξέος υπό μορφή του
άλατος του με ασβέστιο, έχει φανεί ότι αναστέλλει την β-γλυκουρονιδάση, ένα
ένζυμο που παράγεται στην μικροβιολογική χλωρίδα του εντέρου και εμπλέκεται
στην φάση ΙΙ του μεταβολισμού. Αυξημένη δράση του ενζύμου σχετίζεται με
αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαφόρων τύπων καρκίνου, ιδιαίτερα ορμονο-
εξαρτώμενων μορφών όπως του καρκίνου του μαστού, του καρκίνου του προστάτη
και του ορθοκολικού καρκίνου 531.

83
Η χημειοπροφυλακτική δράση του D-γλυκαρικού οξέος αποδίδεται στην
ικανότητα του να αυξάνει την σύζευξη τοξικών ενώσεων με το γλυκουρανικό οξύ
(γλυκουρονιδίωση) και να επάγει την απέκκρισή τους. Κατά την διάρκεια της φάσης
ΙΙ του μεταβολισμού, χημικοί καρκινογόνοι παράγοντες, στεροειδείς ορμόνες και
διάφορες λιπόφιλες τοξίνες συνδέονται με το γλυκουρονικό οξύ στο ήπαρ και
απεκκρίνονται μέσω της χοληδόχου κύστης. Η β-γλυκουρονιδάση μπορεί να
αποσυζεύξει τους παράγοντες αυτούς δίνοντας τους την δυνατότητα να
επαναπορροφηθούν. Η D-γλυκαρο-1,4-λακτόνη είναι ο μεταβολίτης του D-
γλυκαρικού οξέος που έχει φανεί ότι αναστέλλει την δράση της β-γλυκουρονιδάσης,
αυξάνοντας την απέκκριση των συζευγμένων ξενοβιοτικών ενώσεων με αποτέλεσμα
την μείωση της δραστικότητας των ενώσεων αυτών που είναι πιο δραστικές στην
συζευγμένη τους μορφή 532-535.

Δημοσιευμένες κλινικές μελέτες σε ανθρώπους σχετικά με την


χημειοπροφυλακτική δράση του D-γλυκαρικού οξέος είναι ελάχιστες. Το Εθνικό
Ινστιτούτο του Καρκίνου στις ΗΠΑ έχει ξεκινήσει μελέτη Φάσης Ι σε ασθενείς με
αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού. Η έρευνα εξετάζει την χρήση του
άλατος του ασβεστίου του D-γλυκαρικού οξέος ως εναλλακτική λύση στην
ανταγωνιστική δράση της ταμοξιφαίνης στους υποδοχείς οιστρογόνων. Τα πρώτα
αποτελέσματα των προκλινικών δοκιμών είναι ενθαρρυντικά και ίσως στο μέλλον η
ένωση να μπορέσει να αντικαταστήσει την χρήση της ταμοξιφαίνης καθώς εμφανίζει
πολλές ανεπιθύμητες δράσεις. Ανάλογες μελέτες σε ανθρώπους πραγματοποιούνται
και στo κέντρo M.D. Anderson Cancer Center στο Huston του Texas καθώς και στο
ερευνητικό κέντρο AMC Cancer Research Center στο Denver του Colorado.

Αν και τα αποτελέσματα των προκλινικών μελετών είναι ενθαρρυντικά,


εντούτοις, μέχρι να αποδειχθεί η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα των ενώσεων
αυτών στον άνθρωπο, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή.

Aραβινογαλακτάνες

Oι αραβινογαλακτάνες είναι πολυσακχαρίτες οι οποίοι απαντώνται σε


διάφορα είδη φυτών αλλά κυρίως απαντώνται στο γένος Larix και συγκεκριμένα στο
535
είδος Larix occidentalis που είναι ένα είδος αγριόπευκου . Οι αραβινογαλακτάνες
σχηματίζουν μακρές αλυσίδες πολυσακχαριτών που αποτελούνται από μόρια

84
γαλακτόζης και αραβινόζης σε αναλογία 6:1 με μία μικρή ποσότητα γλυκουρονικού
οξέος. Το μοριακό τους βάρος ποικίλλει από 10,000-120,000. Οι χαμηλού μοριακού
βάρους πολυσακχαρίτες εκδηλώνουν αντιφλεγμονώδη και αντιαλλεργική δράση ενώ
οι πολυσακχαρίτες μεγαλύτερου μοριακού βάρους εμφανίζουν ανοσοδιεγερτική
δράση διεγείροντας την κυτταροτοξική δράση των κυττάρων φυσικών φονιάδων ΝΚ.
Το μοριακό βάρος των αραβινογαλακτανών του είδους Larix occidentalis κυμαίνεται
μεταξύ 16,000 και 100,000 536.

Δομή αραβινογαλακτανών

Οι αραβινολακτάνες εμφανίζουν χημειοπροφυλακτική δράση έναντι του


καρκίνου λόγω της ικανότητάς τους να διεγείρουν την κυτταροτοξικότητα των ΝΚ
κυττάρων, να ενεργοποιούν το ανοσοποιητικό σύστημα και να παρεμποδίζουν την
536
μετάσταση των καρκινικών κυττάρων στο ήπαρ . Η μετάσταση του καρκίνου στο
ήπαρ εμφανίζεται περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο όργανο του ανθρώπινου
σώματος πιθανά λόγω της ειδικότητας των καρκινικών κυττάρων στους υποδοχείς
λεκτινών που απαντώνται στο ηπατικό παρέγχυμα. Μελέτες σε ζώα αναφέρουν την
ικανότητα των αραβινογαλακτανών να αναστέλλουν ή να παρεμποδίζουν τους
υποδοχείς λεκτινών μειώνοντας με αυτόν τον τρόπο την εγκατάσταση των
καρκινικών κυττάρων στο ήπαρ και αυξάνοντας τον χρόνο ζωής των πειραματοζώων
537-539
. Προθεραπεία με αραβινογαλακτάνες έχει φανεί ότι διεγείρει την
κυτταροτοξικότητα των ΝΚ κυττάρων μέσω ενίσχυσης της οδού των κυτοκινών και
ιδιαίτερα μέσω της αύξησης απελευθέρωσης της γ-ιντερφερόνης 540.

5.8 Λιπαρά οξέα

Γ-λινολενικό οξύ (GLA)

To γ-λινολενικό οξύ είναι ένα ω-6 πολυακόρεστο λιπαρό οξύ το μόριο του
οποίου συνίσταται από 18 άτομα άνθρακα με τρεις διπλούς δεσμούς. Είναι επίσης

85
γνωστό ως 18:3n-6 ή 6,9,12-οκταδεκατριενοϊκό οξύ ή cis-6, cis-9, cis-12-
οκταδεκατριενοϊκό οξύ ή ως γαμολενικό οξύ.

Δομή γ-λινολενικού οξέος

Το λιπαρό οξύ απαντάται ως συστατικό των ελαίων των σπερμάτων διαφόρων


φυτών αλλά κυρίως στα σπέρματα της Oenothera biennis (ηράνθεμο), του Borago
officinalis (βόραγο) και του Ribes Nigrum (μαύρο φραγκοστάφυλο). Στο ηράνθεμο
απαντάται σε συγκέντρωση 7-14% των ολικών λιπαρών οξέων, στο βόραγο σε
συγκέντρωση 20-27% και στο μαύρο φραγκοστάφυλο σε συγκέντρωση 15-20%. Το
γ-λινολενικό οξύ απαντάται και στον ανθρώπινο οργανισμό σε μικρές ποσότητες
όπου συντίθεται από το λινολενικό που προσλαμβάνεται από λαχανικά και σπορέλαια
με την επίδραση του ενζύμου δέλτα-6-δεσατουράση. Το γ-λινολενικό οξύ αποτελεί
πρόδρομο ένωση του διομο-γ-λινολενικού οξέος (DGLA), των προσταγλαδινών (PG)
της σειράς 1 καθώς και του αραχιδονικού οξέος. Το μεγαλύτερο ποσοστό του διομο-
γ-λινολενικού οξέος που σχηματίζεται από το γ-λινολενικό οξύ μεταβολίζεται στις
προσταγλαδίνες της σειράς 1. Η μετατροπή του διομο-γ-λινολενικού οξέος σε
αραχιδονικό είναι μια αργή διαδικασία. Η πρόσληψη γ-λινολενικού οξέος αυξάνει τον
λόγο DGLA προς αραχιδονικό 541.

Το γ-λινολενικό οξύ έχει βρεθεί ότι εμφανίζει δράση έναντι του καρκίνου
δρώντας ως κυτταροτοξικός παράγοντας και ως υποβοηθητικός παράγοντας στην
χημειοθεραπεία. Σε ταυτόχρονη χορήγηση του οξέος με την ταμοξιφαίνη σε καρκίνο
του μαστού βρέθηκε ότι υπορρυθμίζει την έκφραση των υποδοχέων οιστρογόνων
542,543
. Σε κλινική μελέτη όπου χορηγήθηκε σε 38 ασθενείς με καρκίνο του μαστού σε
συνδυασμό με την ταμοξιφαίνη, βρέθηκε ότι το γ-λινολενικό οξύ ενίσχυσε την δράση

86
της ταμοξιφαίνης και αύξησε την απάντηση του οργανισμού στο φάρμακο μέσα στην
6η εβδομάδα χορήγησης. Επιπλέον, παρατηρήθηκε μεγαλύτερη μείωση της έκφρασης
των υποδοχέων οιστρογόνων συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου που λάμβανε μόνο
543
ταμοξιφαίνη . Επίσης, σε μελέτες σε ζώα έχει βρεθεί ότι η χορήγηση του γ-
λινολενικού οξέος ειδικά με την μορφή έλαιου βοράγου μπορεί να αναστείλει την
καρκινιγένεση του μαστού αυξάνοντας την ενεργότητα του ενζύμου δεκαρβοξυλάση
544
της ορνιθίνης στα καρκινικά κύτταρα . Σε in vitro μελέτες η χορήγηση γ-
λινολενικού οξέος φαίνεται ότι ενισχύει την δράση της πακλιταξέλης, φαρμάκου που
χρησιμοποιείται για την θεραπεία του καρκίνου του μαστού και της μήτρας 545.

Επιπλέον, το γ-λινολενικό οξύ φαίνεται να εμφανίζει δράση και σε


546
περιπτώσεις καρκίνου ανθεκτικών σε θεραπεία με φάρμακα . Σε μία μικρή μελέτη
με ασθενείς με γλοίωμα, παρατηρήθηκε βελτίωση στον χρόνο ζωής των ασθενών
547
μετά την χορήγηση 1 mg της ένωσης για 7 ημέρες . Η ένωση φαίνεται επίσης ότι
εμφανίζει συνεργιστική δράση με την γκεμσιταμπίνη έναντι κυτταρικών σειρών του
548
αδενοκαρκινώματος του παγκρέατος . Ενδοκυστική χορήγηση του γ-λινολενικού
οξέος φάνηκε να εμφανίζει κυτταροτοξική δράση έναντι του επιφανειακού καρκίνου
της ουροδόχου κύστης 549.

Μη φυσιολογικές συγκεντρώσεις λιπαρών οξέων έχουν διαπιστωθεί σε


μονοπύρηνα ερυθροκύτταρα σε ασθενείς με λεμφοβλαστική λευχαιμία γεγονός που
φαίνεται να αυξάνει την δ-6-δεσατουράση αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο την
παραγωγή της προσταγλαδίνης E2 (PGE2). Αντίθετα, ασθενείς με μυελογενή
λευχαιμία δεν φαίνεται να εμφανίζουν σημαντική διαφορά σε αυτούς τους δείκτες 550.
Τέλος, σε μια in vitro μελέτη φάνηκε ότι το γ-λινολενικό οξύ επάγει την απόπτωση σε
καλλιέργειες Β-κυττάρων που προέρχονταν από ασθενείς με χρόνια λεμφοκυτταρική
λευχαιμία 551.

Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να


επιβεβαιωθεί η ευεργετική δράση του γ-λινολενικού οξέος στον καρκίνο.

5.9 Άλλες ενώσεις

Κουρκουμίνη

87
Η κουρκουμίνη είναι μία φαινολική ένωση που απαντάται στο είδος Curcuma
longa (κουρκούμη, turmeric).

Δομή κουρκουμίνης

Η ένωση έχει βρεθεί ότι εμφανίζει ισχυρή χημειοπροφυλακτική δράση,


εκδηλώνοντας την δράση αυτή μέσω ποικίλλων μηχανισμών. Η κουρκουμίνη
εμφανίζει ανασταλτική δράση στα προφλεγμονώδη ένζυμα κυκλοοξυγενάση και
552
λιποοξυγενάση . Σε μία μελέτη βρέθηκε ότι η αντιφλεγμονώδης δράση της
κουρκουμίνης είναι ανώτερη από αυτή της ινδομεθακίνης. Επίσης, έχει βρεθεί ότι η
κουρκουμίνη σε ανθρώπινες κυτταρικές σειρές ορθοκολικού καρκίνου επάγει την
παύση του κυτταρικού κύκλου στην G2/M φάση, δράση ανεξάρτητη της
553
αντιφλεγμονώδους δράσης . Προκαταρκτικά στοιχεία από μελέτες σε ζώα
υποδεικνύουν ότι η ένωση επηρρεάζει την ικανότητα των καρκινογόνων παραγόντων
554 555
να προσβάλλουν το DNA , τον μεταβολισμό του κυτοχρώματος Ρ450 αλλά η
σημασία των μηχανισμών αυτών δεν έχει διευκρινισθεί. Σε μία κυτταρική
καλλιέργεια παρατηρήθηκε συνεργιστική δράση της κουρκουμίνης με την ενεργή
μορφή της βιταμίνης D και του trans ρετινοϊκού οξέος στην κυτταρική
διαφοροποίηση, χωρίς όμως η μεμονωμένη χορήγηση της ένωσης να προκαλέσει το
556
ίδιο αποτέλεσμα . Επιπλέον, η κουρκουμίνη εμφανίζει συνεργιστική δράση με την
γενιστεΐνη μειώνοντας την διαφοροποιητική δράση των οιστρογονικών πεπτισιδίων
στους οιστρογονικούς υποδοχείς κυτταρικών σειρών καρκίνου του μαστού 557.

Επίμυες που σιτίστηκαν με δίαιτα συγκέντρωσης 2000 p.p.m. σε κουρκουμίνη


εμφάνισαν πολύ χαμηλώτερη συχνότητα εμφάνισης ορθοκολικού καρκίνου
558
συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου . Η δράση της κουρκουμίνης έναντι του
καρκίνου είναι ανάλογη με αυτή των Μη Στεροειδών Αντιφλεγμονωδών Φαρμάκων

88
όπως η ασπιρίνη, η ιμπουπροφένη και η ινδομεθακίνη 559. Δίαιτα περιεκτικότητας 2%
κ.β. μείωσε το ποσοστό πειραματοζώων με ορθοκολικό καρκίνο από 40% σε
μηδενικό ποσοστό 556. Επίσης, η χορήγηση κουρκουμίνης παρεμπόδισε την επαγωγή
της καρκινογέννεσης του μαστού προκαλούμενης από ακτινοβολία 560. Επιπλέον, έχει
βρεθεί ότι η ένωση αναστέλλει την χημικά προκαλούμενη καρκινογένεση του
μαστού, χωρίς όμως η δράση αυτή να εμφανίζεται σε όλες τις μελέτες 561,562.

Ενώσεις κρόκου

Ο κρόκος (Crocus sativus L.), φυτό που ανήκει στην οικογένεια των Iριδιδών
(Ιridaceae) και καλλιεργείται σε περιοχές της Κοζάνης, είναι γνωστός από την
μινωική ακόμη εποχή στη χώρα μας. Από τότε σχεδόν είχαν επισημανθεί οι
φαρμακευτικές αλλά και άλλες ιδιότητες των λουλουδιών του (αρωματικές, βαφικές
κ.λπ.).

Τα στίγματα του κρόκου περιέχουν σημαντικές ποσότητες χρωστικών, οι


οποίες καλούνται κροκίνες και είναι ασυνήθιστα υδατοδιαλυτά καροτενοειδή, τα
οποία είναι γλυκοζίτες της κροκετίνης. Το βασικό συστατικό είναι ο
διγεντιοβιοζυλεστέρας της κροκετίνης. Επιπλέον, απαντώνται και άλλοι γλυκοζίτες
της κροκετίνης, και άλλα καροτενοειδή. Η ελαφριά πικάντικη γεύση των στιγμάτων
του κρόκου προέρχεται από την πικροκροκίνη, η οποία είναι ένα γλυκοζίτης της
σαφρανάλης. Η σαφρανάλη, είναι μια μονοτερπενική αλδεΰδη η οποία πιστεύεται ότι
σχηματίζεται, κατά τη διάρκεια της ξηράνσεως των στιγμάτων, από την πικροκροκίνη
με ενζυματική ή όξινη υδρόλυση και αποτελεί το κύριο συστατικό του αιθέριου
ελαίου στο οποίο οφείλεται το χαρακτηριστικό άρωμα του κρόκου. Επιπλέον, στο
αιθέριο έλαιο του κρόκου απαντώνται η ιζοφορόνη, από ένα ισομερές της
σαφρανάλης και της ιζοφορόνης καθώς και άλλα τερπενοειδή. Τα στίγματα του
κρόκου εκτός από τις κροκίνες, την πικροκροκίνη και τη σαφρανάλη, πιθανώς να
περιέχουν και άλλα καροτενοειδή όπως α-, β- και γ-καροτένιο, ζεαξανθίνη, και
λυκοπένιο καθώς και λιπαρές ουσίες σε πολύ μικρό ποσοστό 563.

Δομές συστατικών των στιγμάτων του κρόκου

89
Τα αποξηραμένα κόκκινα στίγματα του άνθους του φυτού κρόκος (Crocus
sativus L.) έχουν φαρμακευτικές και αρτυματικές ιδιότητες καθώς και μεγάλη
χρωστική ικανότητα.

Τα τελευταία χρόνια ειδική έρευνα των εκχυλισμάτων των στημόνων του


φυτού σε μελέτες in vitro έφερε στο φως ειδικότερες δράσεις, όπως η
564
αντινεοπλασματική . Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αναφέρεται για πρώτη
φορά ότι το εκχύλισμα του κρόκου αναστέλλει in vivo και in vitro την ανάπτυξη
565,566
κακοήθων κυττάρων . Κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, ένας
αριθμός μελετών σε πειραματικά μοντέλα ζώων και εργαστηριακές έρευνες,
αναφέρεται στην αντικαρκινική δράση του κρόκου και των συστατικών του έναντι
567
διαφορετικών κακοήθων κυττάρων . Ο κρόκος εμφάνισε μια δοσοεξαρτώμενη in
vitro ανασταλτική δράση στο καρκίνωμα, το σάρκωμα, την λευχαιμία και αρκετών
άλλων κακοήθων κυττάρων. Η χορήγηση κρόκου αύξησε τον χρόνο επιβίωσης κατά
45-120% σε μύες με καρκίνο συγκριτικά με πειραματόζωα στα οποία δεν είχε
χορηγηθεί 565.

Έχουν προταθεί διαφορετικές υποθέσεις για την αντικαρκινική και


αντιογκογόνο δράση του κρόκου που περιλαμβάνουν αναστολή δράσης των

90
ελευθέρων ριζών στην αλυσίδα του DNA και αλληλεπίδραση των καροτενοειδών του
φυτού με την τοποϊσομεράση ΙΙ. Επίσης αναφέρεται ότι ο κρόκος είναι μη τοξικός
και δεν εμφανίζει καμία επίδραση στην ανάπτυξη των φυσιολογικών κυττάρων 567.

Γλυκυριζίνη και ανάλογες ενώσεις

Η γλυκυριζίνη είναι μία τερπενοειδής σαπωνίνη και αποτελεί ένα από τα πιο
δραστικά συστατικά της ρίζας του φυτού γλυκύριζα (Glycyrrhiza spp.). Η ένωση
συνίσταται από μία μονάδα 18 -γλυκυρετικού οξέος και δύο μονάδες
γλυκουρονικού οξέος.

Δομή γλυκυριζίνης

Η γλυκυριζίνη εμφανίζει ένα πλήθος φαρμακολογικών δράσεων


περιλαμβανομένων της αντιφλεγμονώδους, αντιελκώδους, αντιαλλεργικής και
568-571
ανοσορυθμιστικής δράσης . Επιπλέον, η ένωση καθώς και το παράγωγό της,
γλυκυρετικό οξύ, εμφανίζουν χημειοπροφυλακτική δράση έναντι του καρκίνου καθώς
παρεμποδίζουν την εμφάνιση καρκινογένεσης σε in vitro μελέτες και μελέτες σε ζώα
572-575
. Ο μηχανισμός δράσης των ενώσεων δεν έχει διευκρινισθεί. Πιθανά η
κυτταροπροστατευτική και η αντιφλεγμονώδης δράσή τους να παίζουν σημαντικό
ρόλο προς αυτήν την κατεύθυνση 576.

Oυρσολικό οξύ

Το ουρσολικό οξύ είναι μία πεντακυκλική τριτερπενοειδής ένωση που


577
απαντάται σε έναν μεγάλο αριθμό φυτών και βοτάνων . Αποτελεί επίσης το κύριο
συστατικό του προστατευτικού περιβλήματος των μήλων, των αχλαδιών και άλλων
φρούτων της καθημερινής διατροφής 578.

91
Δομή ουρσολικού οξέος

Η ένωση εμφανίζει ποικίλλες βιολογικές δράσεις όπως αντιβακτηριακή,


579
ηπατοπροστατευτική και ανοσορυθμιστική δράση . Εργαστηριακές μελέτες που
έχουν πραγματοποιηθεί δείχνουν επίσης ότι η ένωση εμφανίζει χημειοπροφυλακτική
579
δράση έναντι διαφόρων τύπων καρκίνου . Το ουρσολικό οξύ φαίνεται να μειώνει
την ανάπτυξη της καρκινικής διαδικασίας σε κυτταρικές σειρές του καρκίνου του
580 581 582
μαστού , του μελανώματος και της λευχαιμίας . Πρόσφατα, έχει βρεθεί
επίσης ότι η ένωση επάγει την απόπτωση σε ανθρώπινες κυτταρικές σειρές του
583 584 585
καρκίνου του προστάτη , του καρκίνου του δέρματος και της λευχαιμίας .
Επιπλέον, αναφέρεται ότι το ουρσολικό οξύ εμφανίζει αντι-ογκογόνο δράση
586 587
αναστέλοντας την καρκινογένεση του δέρματος και την εξέλιξη του όγκου .
Επίσης, αναστέλλει την μετάσταση μειώνοντας την έκφραση της 9-μεταλλοπρωτεΐνης
σε ανθρώπινη κυτταρική σειρά ινοσαρκώματος 588.

Ο μηχανισμός δράσης της ένωσης δεν έχει διευκρινισθεί. Περαιτέρω έρευνες


είναι απαραίτητες για την αξιολόγηση της δράσης της ένωσης στον καρκίνο.

92
6. ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Η δημιουργική αναζήτηση νέων τρόπων καταπολέμησης του καρκίνου,


έστρεψε το ενδιαφέρον του επιστημονικού κόσμου στη μελέτη των φυτών ως πηγές
ουσιών με προστατευτική δράση έναντι της εμφάνισης του καρκίνου.
Η νέα αυτή τάση και επικέντρωση της βασικής και κλινικής έρευνας στην πρόληψη
με «χημειοπροφυλακτικό μπλοκάρισμα» της διαδικασίας καρκινογένεσης, - αντί της
μέχρι σήμερα αντιμετώπισης του καρκίνου μετά την διάγνωση - είναι μια εξαιρετικά
δημιουργική σκέψη αφού η πρόληψη του καρκίνου μέσω της χημειοπροφύλαξης -
ενός νέου κλάδου της Ιατρικής δεν φαντάζει πλέον τόσο χρονικά απόμακρη.
Τα μελλοντικά δυνητικά οφέλη από την προληπτική αντικαρκινική
χημειοπροφυλακτική στρατηγική υπερτερούν σαφώς έναντι οποιασδήποτε
θεραπευτικής προσέγγισης ακόμη και εάν αυτή οδηγήσει σε ίαση. Η
χημειοπροφύλαξη έναντι του καρκίνου με την πρόσληψη αντιοξειδωτικών και
φυτοχημικών ουσιών από βότανα, φρούτα και λαχανικά είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική.

Απομένει η εφαρμογή σε κλινικές μελέτες για τις περισσότερες από αυτές έτσι
ώστε να αξιολογηθούν περαιτέρω σε μελέτες παρέμβασης πριν την εφαρμογή τους
στον άνθρωπο. Προς το παρόν, έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες φάσης Ι και φάσης ΙΙ
για τα καροτενοειδή, τις πολυφαινόλες του τσαγιού, την κουρκουμίνη και την
γλυκυριζίνη. Δυστυχώς, τέτοιου είδους μελέτες είναι αρκετά χρονοβόρες. Άλλωστε
αρκετές μελέτες με μεμονωμένους παράγοντες - συμπληρώματα διατροφής - δεν
έδωσαν πειστικές ενδείξεις για την χρησιμότητά τους με αυτόν τον τρόπο χορήγησης
ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις κάποιες ενώσεις φαίνεται να εμφανίζουν προ-
οξειδωτική-καρκινογόνο δράση ενώ κάποιες άλλες να εμπλέκονται στην φυσιολογία

93
του ορμονικού συστήματος παρεμβαίνοντας στην δράση αντινεοπλασματικών
φαρμακευτικών ουσιών.

Αντίθετα, φαίνεται να είναι προτιμότερη η ευρεία χρήση λαχανικών, φρούτων


στο σύνολο τους, διότι περιέχουν έναν συνδυασμό φυτοχημικών και αντιοξειδωτικών
παραγόντων, οι οποίοι, χωρίς να παρεμβαίνουν στη θρεπτική αλυσίδα, ασκούν
ενδεχομένως προληπτική δράση έναντι της καρκινικής νόσου. Οι ουσίες αυτές
περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τα φλαβονοειδή, τις ισοφλαβόνες, διάφορα φαινολικά
οξέα, τα καροτενοειδή, τα λιμονοειδή, τις φυτοστερόλες, τις σουλφυδο-ενώσεις του
γένους Allium, τις ισοθειοκυανάτες και τις γλυκοσινολάτες.

Όσον αφορά την ιδιαίτερη ομάδα των βοτάνων, είναι σημαντικό να αναφερθεί
ότι στις περισσότερες περιπτώσεις τα αποτελέσματα των ερευνών δεν είναι
καταληκτικά. Επιπλέον, τα βότανα θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή καθώς
οι συγκεντρώσεις και δόσεις ενεργών συστατικών παρόντων στα βότανα που
πωλούνται ελεύθερα στα καταστήματα υγιεινής διατροφής δεν έχουν τυποποιηθεί και
ως εκ τούτου δεν μπορεί να προσδιοριστεί η ακρίβεια της δόσης. Τα βότανα
περιέχουν πολλές, ενδεχομένως αποτελεσματικές ενώσεις, που δρουν συνεργικά, είτε
ανταγωνιστικά μεταξύ τους, πράγμα που καθιστά δύσκολο τον προσδιορισμό του
ποιες από αυτές είναι ευεργετικές ή όχι και ποιες είναι ενδεχομένως επιβλαβείς για
τον οργανισμό. Χιλιάδες μόρια και ομάδες ουσιών συνδυάζονται στον φυτικό κόσμο
με τρόπο που δύσκολα γίνεται αντιληπτή η αλληλεπίδρασή τους. Επίσης, δεν είναι
γνωστό εάν τα βότανα που συλλέγονται από μη ελεγχόμενο περιβάλλον φέρουν
δηλητηριώδεις και ρυπογόνες ουσίες όπως παρασιτοκτόνα, ζιζανιοκτόνα, μέταλλα
κλπ. Επιπλέον, οι αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα ή τρόφιμα και εκείνες που
προκύπτουν από την ταυτόχρονη χορήγηση περισσοτέρων βοτάνων δεν είναι ακόμη
εντελώς γνωστές και επομένως, η χορήγηση ορισμένων βοτάνων μπορεί να οδηγήσει
σε απρόβλεπτες τοξικές συνέπειες. Ως γνωστόν από την διεθνή επιστημονική
βιβλιογραφία και από την πρόσφατη έκρηξη μεταξύ άλλων στα μέσα μαζικής
ενημέρωσης των ΗΠΑ και της Ευρώπης, ορισμένα από τα βότανα που
χρησιμοποιούνται χωρίς τον παραμικρό ιατρικό έλεγχο, είναι υπεύθυνα για χιλιάδες
περιπτώσεις δηλητηρίασης με θανατηφόρες συνέπειες, πέραν μιας σειράς
ανεπιθυμήτων αλληλεπιδράσεων και τοξικών παρενεργειών τόσο αλλεργικού τύπου
όσο και σε βάρος του καρδιοαγγειακού, νεφρικού και κεντρικού νευρικού

94
συστήματος καθώς και άλλων συστημάτων και οργάνων. Παράλληλα, η προπαγάνδα
εκ μέρους των ενδιαφερομένων παραγόντων έχει οδηγήσει στο φαινόμενο να ριζωθεί
στη συλλογική συνείδηση η έννοια ότι τα βότανα, αφού είναι προϊόντα φυσικής
προέλευσης, είναι ασφαλή και ανεκτά και δεν έχουν τοξικές συνέπειες. Τέλος,
υπάρχει κίνδυνος, η χρήση βοτάνων που θεωρείται αποτελεσματική και αθώα από
τους πολίτες, να οδηγήσει σε εγκατάλειψη των γνωστών κλασικών θεραπειών όπως
π.χ. εκείνων με φάρμακα κατά του καρκίνου με δραματικές συνέπειες για την υγεία
του πολίτη.

Περαιτέρω λοιπόν μελέτες είναι απαραίτητες για την αξιολόγηση και την
εκτίμηση της δραστικότητας αλλά και της ασφάλειας χρήσης των βοτάνων αλλά και
των μεμονωμένων συστατικών που προκύπτουν από αυτά αλλά και από τα φυτά
γενικότερα, περιλαμβανομένων και των βιολογικά δραστικών ενώσεων που
περιέχονται στα φρούτα και τα λαχανικά.

Για την Ελλάδα έχει σημασία να μελετηθούν και να αξιολογηθούν πρώτες


ύλες που χρησιμοποιούνται στην διατροφή και αποτελούν παραδοσιακά συστατικά
της λεγόμενης Μεσογειακής Διατροφής. Η τελευταία έχει επανεκτιμηθεί πρόσφατα
και συνίσταται από πολλούς επιστήμονες ως ένα ισχυρό προστατευτικό μέσο για την
αντιμετώπιση διαφόρων μορφών καρκίνου. Από την άποψη αυτή παρουσιάζει
ενδιαφέρον η επέκταση της έρευνας γύρω από τα παραδοσιακά φυτά της χώρας μας.

95
7. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Health statistics – Key data on health 2002 – Data 1970 – 2001. Statistical
Office of the EU (Eurostat)
2. Jemal Α, Thomas Α, Murray Τ, et α1. Cancer Statistics,2002 CA Cancer J
C1in 2002; 52: 23-47.
3. Parkin DM. Global cancer statistics in the year 2000. The Lancet Oncology
2001; 2: 533-543
4. Sporn MB. Approaches to prevention of epithelial cancer during the
preneoplastic period. Cancer Res 1976;36:2689–702.
5. Greenwald P, Kelloff GJ. The role of chemoprevention in cancer control. In:
Stewart BW, McGregor D, Kleihues P, editors. Principles of
Chemoprevention.
6. IARC Scientific Publication No. 139. Lyon: IARC 1996;13–22.
7. Namiki M (1990). Antioxidants/antimutagenics in food. CRC Critical Reviews
in Food Science and Nutrition, 29: 273-300.
8. Hertog M, et al.(1993) Dietary antioxidant flavonoids and risk of coronary
heart disease: the Zutphen elderly study. Lancet 342:1007-1011
9. Kushi L.H. (1996) N. Eng. Jj. Med., 334: 1156-1162.
10. Block, G., Patterson, B. and Subar, A. Fruits, vegetables and cancer
prevention: A review of the epidemiologic evidence. Nutr Cancer 18: 1, 1992.
11. Ames, B.N. 1989. Mutagenesis and carcinogenesis: Endogenous and
exogenous factors. Environ. Molec. Mut. 14 (Suppl. 16): 66-77.
12. M. Watanabe, "Epstein-Barr virus: implicated in cancer etiology in China,
impetus for a vaccine," The Scientist, 13[6]:1, March 15, 1999.
13. IARC. 1987. IARC monographs on the evaluation of carcinogenic risks to
humans. Suppl. 7. World Health Org., Intl. Agency for Research on Cancer,
Lyon, France.
14. US Department of Health and Human Services. Reducing the health
consequences of smoking: 25 years of progress. A Report of the Surgeon
General. U.S. Department of Health and Human Services, Public Health
Service, Centers for Disease Control, Center for Chronic Disease Prevention
and Health Promotion, Office on Smoking and Health, DHHS Publication No.
(CDC) 89-8411, 1989.

96
15. US Department of Health and Human Services. The health consequences of
smoking: Cancer. A Report of the Surgeon General. US Department of Health
and Human Services, Public Health Service, Office on Smoking and Health.
DHHS Publication n m. (PHS) 82-50179, 1982.
16. Clarke, R. J., and Macrae, R. (eds.) (1988). “Coffee,” Vols. 1–3. Elsevier,
New York.
17. Nijssen, L. M., Visscher, C. A., Maarse, H., Willemsens, L. C., and Boelens,
M. H. (eds.) (1996). “Volatile Compounds in Foods: Qualitative and
Quantitative Data,” 7th ed. TNO-CIVO Food Analysis Institute, Zeist, The
Netherlands.
18. Madronich and de Gruijl S. Madronich and F. R. de Gruijl, "Skin Cancer and
UV-radiation", _Nature_ _366_, 23, 1993.
19. Taylor] J.-S. Taylor, "Unraveling the Molecular Pathway from Sunlight to
Skin Cancer ", _Acc. Chem. Res.27, 76-82, 1994
20. Hanahan D, Weinberg RA: The hallmarks of Cancer.
Cell 2000, 100:57-70
21. Bishop JM: Molecular themes in oncogenesis.
Cell 1991, 64:235-248.
22. Kamata, H. and Hirata, H. (1999) Redox regulation of cellular signalling. Cell
Signal., 11, 1–14
23. Szatrowski, T.P. and Nathan, C.F. (1991) Production of large amounts of
hydrogen peroxide by human tumor cells. Cancer Res., 51, 794–798
24. Burdon, R.H. (1995) Superoxide and hydrogen peroxide in relation to
mammalian cell proliferation. Free Radic. Biol. Med., 18, 775–794.
25. McCord, M., Fridowich, I. ( 1986) Journal of Biol. Chem. 244, 6049-626.
26. Νayler W.G. (1991). Second Generation of Calcium Antagonists. pp:67-84.
eds. Springer-Verlag.
27. Cohen G. Enzymatic/Nonenzymatic sources of Oxyradicals and regulation of
antioxidant defenses. (1994) Ann. N.Y.A.S. 738: 8-14.
28. Halliwell B., Gutteridge J.M.C., Protection against oxidants in biological
systems: the superoxide theory of oxygen toxicity. In: Free Radicals in
Biology and Medicine, Oxford, Clarendon Press, 1989, pp. 86-179
29. Wattenberg L W 1985 Chemoprevention of cancer Cancer Res. 45 1-8

97
30. Caragay AB. Cancer-preventative foods and ingredients. Food Tech
1992;46(4):65-68.
31. Steinmetz, KA and JD Potter. Vegetables, fruit, and cancer, II. Mechanisms.
Cancer Causes Control 1991;2:427-42.
32. Antinutrients and Phytochemicals in Foods (Acs Symposium Series, No 662)
by Fereidoon Shahidi(Editor), American Chemical Society Division of agricu.
(April 1998)
33. Chadwick, D. J. and J. Whelan (eds.) 1992. Secondary Metabolites: Their
Function and Evolution. J. Wiley, Chichester, England; New York, NY.
34. Spiridon E. Kintzios, Maria G. Baberaki Plants that Fight Cancer Taylor &
Francis, May, 2004
35. Harborne JB and Baxter H. Phytochemical Dictionary. London: Taylor and
Francis. 1993
36. Σουλελές Χ. Γενική Φαρμακογνωσία Δρογοχημεία. Θεσσαλονίκη 1988.
Εκδόσεις Τσολακοπούλου
37. Hirose M, Takahashi S, Ogawa K, Futakuchi M, Shirai T, Shibutani M,
Uneyama C, Toyoda K, Iwata H. (1999) Chemoprevention of heterocyclic
amine-induced carcinogenesis by phenolic compounds in rats. Cancer Letters.
143(2):173-178
38. Franke AA, Cooney RV, Custer LJ, Mordan LJ, Tanaka Y. (1998) Inhibition
of neoplastic transformation and bioavailability of dietary flavonoid agents.
Advances in Experimental Medicine & Biology. 439:237-248
39. Hodnick WF, Ahmad S, Pardini RS. (1998) Induction of oxidative stress by
redox active flavonoids. Advances in Experimental Medicine & Biology.
439:131-150
40. Lin YL, Cheng CY, et al. Εffect of green tea leaves through induction of
antioxidant and phase II enzymes including superoxide dismutase, catalase,
and glutathione S-transferase in rats. J Agricult Food Chem 1998;46:1893-99.
41. Mutoh M, Takahashi M, Fukuda K, Matsushima-Hibiya Y, Mutoh H,
Sugimura T, Wakabayashi K Suppression of cyclooxygenase-2 promoter-
dependent transcriptional activity in colon cancer cells by chemopreventive
agents with a resorcin-type structure. Carcinogenesis; 21(5):959-63 2000
42. Luceri C, Caderni G, Sanna A, Dolara P. Red wine and black tea polyphenols
modulate the expression of cycloxygenase-2, inducible nitric oxide synthase

98
and glutathione-related enzymes in azoxymethane-induced f344 rat colon
tumors. J Nutr. 2002 Jun;132(6):1376-9
43. A. Kamal-Eldin and L.A. Appelqvist, The chemistry and antioxidant
properties of tocopherols and tocotorienols. Lipids 31 (1996), pp. 671–701
44. L. Packer, S.U. Weber and G. Rimbach, Molecular aspects of -tocotrienol
antioxidant action and cell signaling. J. Nutr. 131 (2001), pp. 369S–373S.
45. Kamat JP, Devasagayam TP. Tocotrienols from palm oil as inhibitors of lipid
peroxidation and protein oxidation in rat brain mitochondria. Neurosci Lett.
1995; 195:179-182.
46. Kamat JP. Sarma HD, Devasagayam TPA, et al. Tocotrienols from palm oil as
effective inhibitors of protein oxidation and lipid peroxidation in rat liver
microsomes. Mol Cell Biochem. 1997; 170:131-137.
47. A. Theriault, J.-T. Chao, Q. Wang, A. Gapor and K. Adeli, Tocotrienol: a
review of its therapeutic potential. Clin. Biochem. 32 (1999), pp. 309–319
48. Guthrie N, Gapor A, Chambers AF, Carroll KK. Inhibition of proliferation of
estrogen receptor-negative MDA-MB-435 and—positive MCF-7 human breast
cancer cells by palm oil tocotrienols and tamoxifen, alone and in combination.
J Nutr. 1997; 127:544S-548S.
49. Nesaretnam K, Guthrie N, Chambers AF, Carroll KK. Effects of tocotrienols
on the growth of a human breast cancer cell line in culture. Lipids. 1995;
30:1139-1143.
50. Nesaretnam K, Stephen R, Dils R, Dabre P. Tocotrienols inhibit the growth of
human breast cancer cells irrespective of estrogen receptor status. Lipids.
1998; 33:461-469.
51. Mc Intyre BS, Briski KP, Tirmenstein MA, et al. Antiproliferative and
apoptotic effects of tocopherols and tocotrienols on normal mouse mammary
epithelial cells. Lipids. 2000; 35:171-180.
52. Elson CE. Suppression of mevalonate pathway activities by dietary
isoprenoids: protective roles in cancer and cardiovascular disease. J Nutr.
1995; 125(6 Suppl):1666S-1672S.
53. Garewal HS et al. Emerging role of beta-carotene and antioxidant nutrients in
prevention of oral cancer. Arch Otolaryngol Head Neck Surg, 1995, 121(2):
141-4.

99
54. Kahl R, et al. [Toxicology of the synthetic antioxidants BHA and BHT in
comparison with the natural antioxidant vitamin E]. Z Lebensm Unters Forsch,
1993, 196(4): 329-38.
55. Kimmick GG, et al. Vitamin E and breast cancer: a review. Nutr Cancer, 1997,
27(2): 109-17.
56. Das S. Vitamin E in the genesis and prevention of cancer. A review. Acta
Oncol, 1994, 33(6): 615-9.
57. Meydani M, et al. A closer look at vitamin E. Can this antioxidant prevent
chronic diseases? Postgrad Med, 1997, 102(2): 199-201, 206-7.
58. Stone WL, et al. Tocopherols and the etiology of colon cancer. J Natl Cancer
Inst, 1997, 89(14): 1006-14.
59. Chen LH et al. Vitamin C, vitamin E and cancer (review). Anticancer Res,
1988, 8(4): 739-48.
60. Wolf R, et al. Vitamin E: the radical protector. J Eur Acad Dermatol Venereol,
1998, 10(2): 103-17.
61. Knekt P, et al. Vitamin E and cancer prevention. Am J Clin Nutr, 1991, 53(1
Suppl): 283S-286S.
62. Schwartz JL, et al. Molecular and biochemical reprogramming of oncogenesis
through the activity of prooxidants and antioxidants. Ann N Y Acad Sci, 1993,
686: 262-78; discussion 278-9.
63. Knekt P, et al. Serum vitamin E and risk of cancer among Finnish men during
a 10-year follow-up. Am J Epidemiol, 1988, 127(1): 28-41.
64. Knekt, P. Role of vitamin E in the prophylaxis of cancer. Ann Med, 1991,
23(1): 3-12.
65. Dorgan JF, et al. Antioxidant micronutrients in cancer prevention. Hematol
Oncol Clin North Am, 1991, 5(1): 43-68.
66. Kaul A, et al. Polyphenols inhibit promotional phase of tumorigenesis:
relevance of superoxide radicals. Nutr Cancer, 1998, 32(2): 81-5.
67. Conney AH, et al. Inhibitory effect of curcumin and some related dietary
compounds on tumor promotion and arachidonic acid metabolism in mouse
skin. Adv Enzyme Regul, 1991, 31: 385-96.
68. Saito K, et al. A modified and convenient method for assessing tumor cell
invasion and migration and its application to screening for inhibitors. Biol
Pharm Bull, 1997, 20(4): 345-8.

100
69. Hagiwara A, et al. Inhibitory effects of phenolic compounds on development
of naturally occurring preneoplastic hepatocytic foci in long-term feeding
studies using male F344 rats. Teratog Carcinog Mutagen, 1996, 16(6): 317-25.
70. Tanaka T, et al. Inhibition of 4-nitroquinoline-1-oxide-induced rat tongue
carcinogenesis by the naturally occurring plant phenolics caffeic, ellagic,
chlorogenic and ferulic acids. Carcinogenesis, 1993, 14(7): 1321-5.
71. Miller AM, et al. Effects of lipoxygenase and glutathione pathway inhibitors
on leukemic cell line growth. J Lab Clin Med, 1989, 113(3): 355-61.
72. Wattenberg LW, et al. Inhibitory effects of phenolic compounds on
benzo(a)pyrene-induced neoplasia. Cancer Res, 1980, 40(8 Pt 1): 2820-3.
73. Hirose M., et al. Influence of caffeic acid and other o-dihydroxybenzene
derivatives on N- methyl-N'-nitro-N-nitrosoguanidine-initiated rat
forestomach carcinogenesis. Carcinogenesis, 1992, 13(10): 1825-8.
74. E. Graf, Antioxidant potential of ferulic acid. Free Rad. Biol. Med. 13 (1992),
pp. 435–448.
75. M.T. Garcia-Conesa, G.W. Plumb, K.W. Waldron, J. Ralph and G.
Williamson, Ferulic acid dehydrodimers from wheat bran: isolation,
purification and antioxidant properties of 8-O-4-diferulic acid. Redox Rep. 3
(1997), pp. 319–323
76. A.W. Wood, M.T. Huang, R.L. Chang, H.L. Newmark, R.E. Lehr, H. Yagi,
J.M. Sayer, D.M. Jerina and A.H. Conney, Inhibition of the mutagenicity of
bay-region diol epoxides of polycyclic aromatic hydrocarbons by naturally
occuring plant phenols: exceptional activity of ellagic acid. Proc. Natl. Acad.
Sci. U.S.A. 79 (1982), pp. 5513–5517.
77. A.J. Alldrick, J. Flynn and I.R. Rowland, Effects of plant-derived flavonoids
and polyphenolic acids on the activity of mutagens from cooked food. Mut.
Res. 163 (1986), pp. 225–232.
78. J. Yamada and Y. Tomita, Antimutagenic activity of caffeic acid and related
compounds. Biosci. Biotechnol. Biochem. 60 (1996), pp. 328–329.
79. Y. Ohkawa, H. Tanizawa, Y. Takino, T. Miyase, A. Ueno, T. Kageyama, E.
Shikano, Studies on the antioxidative activity in citrus fruit. II, in: Proceedings
of 111th Annual Meeting of Japanese Pharmacological Society (Abstract),
1991, p. 174.

101
80. T. Tanaka, T. Kawamori, M. Ohnishi, K. Okamoto, H. Mori and A. Hara,
Chemoprevention of 4-nitroquinoline 1-oxide-induced oral carcinogenesis by
dietary protocatechuic acid during initiation and postinitiation phases. Cancer
Res. 54 (1994), pp. 2359–2365
81. M. Ohnishi, N. Yoshimi, T. Kawamori, N. Ino, Y. Hirose, T. Tanaka, J.
Yamahara, H. Miyata and H. Mori, Inhibitory effects of dietary protocatechuic
acid and costunolide on 7,12-dimethylbenz(a)anthracene-induced hamster
cheek pouch carcinogenesis. Jpn. J. Cancer Res. 88 (1997), pp. 111–119
82. T. Tanaka, M. Ohnishi, T. Kojima, H. Mori, K. Satoh and A. Hara,
Chemoprevention of N-methyl-N-nitrosourea-induced rat glandular stomach
carcinogenesis by a natural product – protocatechuic acid. Cancer J. 8 (1995),
pp. 150–156
83. T. Tanaka, K. Kojima, M. Suzui and H. Mori, Chemoprevention of colon
carcinogenesis by the natural product of a simple phenolic compound
protocatechuic acid: suppressing effects on tumor development and biomarker
expression of colon tumorigenesis. Cancer Res. 53 (1993), pp. 3908–3913
84. T. Tanaka, T. Kojima, T. Kawamori, N. Yoshimi and H. Mori,
Chemoprevention of diethylnitrosamine-induced hepatocarcinogenesis by a
simple phenolic acid, protocatechuic acid, in rats. Cancer Res. 53 (1993), pp.
2775–2779
85. Y. Hirose, T. Tanaka, T. Kawamori, M. Ohnishi, H. Makita, H. Mori, K. Satoh
and A. Hara, Chemoprevention of urinary bladder carcinogenesis by the
natural phenolic compound protocatechuic acid in rats. Carcinogenesis 16
(1995), pp. 2337–2342
86. Tsui-Hwa Tseng, Jeng-Dong Hsu, Ming-Hsiang Lo, Chia-Yih Chu, Fen-Pi
Chou, Chao-Lu Huang and Chau-Jong Wang Inhibitory effect of Hibiscus
protocatechuic acid on tumor promotion in mouse skin Cancer Letters,
Volume 126, Issue 2, 24 April 1998, Pages 199-207
87. Tanaka T, et al. Inhibitory effect of ellagic acid on N-2-fluorenylacetamide-
induced liver carcinogenesis in male ACI/N rats. Jpn J Cancer Res
1988;79:1297-303.
88. Stoner GD, et al. Isothiocyanates and freeze-dried strawberries as inhibitors of
esophageal cancer. Toxicol Sci 1999;52(2 Suppl):95-100.

102
89. Narayanan BA, et al. Interactive gene expression pattern in prostate cancer
cells exposed to phenolic antioxidants. Life Sci 2002;70:1821-39.
90. Narayanan BA, Re GG. IGF-II down regulation associated cell cycle arrest in
colon cancer cells exposed to phenolic antioxidant ellagic acid. Anticancer
Res 2001;21:359-64.
91. Atta UR, et al. New antioxidant and antimicrobial ellagic acid derivatives
from Pteleopsis hylodendron. Planta Medica 2001;67:335-9.
92. Akiyama H, et al. Antibacterial action of several tannins against
Staphylococcus aureus. J Antimicrob Chemother 2001;48:487-91.
93. Barch DH, Rundhaugen LM. Ellagic acid induces NAD(P)H:quinone
reductase through activation of the antioxidant responsive element of the rat
NAD(P)H:quinone reductase gene. Carcinogenesis 1994;15:2065-8.
94. Zhang Z, et al. Inhibition of liver microsomal cytochrome P450 activity and
metabolism of the tobacco-specific nitrosamine NNK by capsaicin andellagic
acid. Anticancer Res 1993;13:2341-6.
95. Barch DH, et al. Dietary ellagic acid inhibits the enzymatic activity of
CYP1A1 without altering hepatic concentrations of CYP1A1 or CYP1A1
mRNA. Biochem Biophys Res Commun 1994;201:1477-82
96. Barch, DH, Rundhaugen, LM, and Pillay, NS (1995). Ellagic acid induces
transcription of the rat glutathione S-transferase Ya gene. Carcinogenesis
16:665-668.
97. Rao CV et al. Chemoprevention of colon carcinogenesis by dietary
administration of Piroxicam, Difluoromethylornithine, 16beta-Fluoro-5-
androsten-17-one, and Ellagic acid individually and in combination. Cancer
Research 51: 4528-4534, 1991
98. Krishnan K, Brenner DE Chemoprevention of colorectal cancer. Gastroenterol
Clin North Am; 25(4):821-58 1996
99. Narayanan BA, et al. p53/p21(WAF1/CIP1) expression and its possible role in
G1 arrest and apoptosis in ellagic acid treated cancer cells. Cancer Lett
1999;136:215-21.
100. Tanaka T, Kojima T, Kawamori T, Wang A, Suzui M, Okamoto K,
Mori H. Inhibition of 4-nitroquinoline-1-oxide-induced rat tongue
carcinogenesis by the naturally occurring plant phenolics caffeic, ellagic,

103
chlorogenic and ferulic acids. Carcinogenesis; 14(7):1321-5 1993 UI:
93321268
101. Antitumor-promoting activities of tannic acid, ellagic acid, and several
gallic acid derivatives in mouse skin. Perchellet JP, Gali HU, Perchellet EM,
Klish DS, Armbrust AD. Basic Life Sci; 59:783-801 1992 UI: 93038465
102. Hydrolyzable tannins: potent inhibitors of hydroperoxide production
and tumor promotion in mouse skin treated with 12-O-tetradecanoylphorbol-
13-acetate in vivo. Gali HU, Perchellet EM, Klish DS, Johnson JM, Perchellet
JP. Int J Cancer; 51(3):425-32 1992 UI: 92275855
103. Antitumor-promoting activities of hydrolyzable tannins in mouse skin.
Gali HU, Perchellet EM, Klish DS, Johnson JM, Perchellet JP.
Carcinogenesis; 13(4):715-8 1992 UI: 92248811
104. D. Balentine, Manufacture and chemistry of tea, in: M. Huang, C.T.
Ho, C. Lee (Eds.), Phenolic Compounds in Food and their Effects on Health,
ACS, Washington, DC, 1992, pp. 103–117
105. McConnell P, Reasor MJ, Dyke KV. Three model systems measure
oxidation/nitration damage caused by peroxynitrite. J Biosci. 2003
Feb;28(1):71-6
106. Nagai K, Jiang MH, Hada J, Nagata T, Yajima Y, Yamamoto S,
Nishizaki T. (-)-Epigallocatechin gallate protects against NO stress-induced
neuronal damage after ischemia by acting as an anti-oxidant. Brain Res. 2002
Nov 29;956(2):319-22
107. Lee SR, Im KJ, Suh SI, Jung JG. Protective effect of green tea
polyphenol (-)-epigallocatechin gallate and other antioxidants on lipid
peroxidation in gerbil brain homogenates. Phytother Res. 2003 Mar17(3):206-
9
108. Lean ME et al. Dietary flavonols protect diabetic human lymphocytes
against oxidative damage to DNA. Diabetes 1999; 48:176-81
109. Sai I, Kai S et al. Protective effects of green tea on hepatotoxicity,
oxidative DNA damage and cell proliferation in the rat liver, induced by
repeated oral administration of 2-nitropropane. Food Chem Toxicol 1998;
6:1043
110. Vinson JA, Dabbagh YA. Effect of green and black tea
supplementation on lipids, lipid oxidation and fibrinogen in the hamster:

104
mechanisms for the epidemiological benefits of tea drinking. FEBS Let 1998;
433:44-46
111. C.S. Yang, P. Maliakal and X. Meng, Inhibition of carcinogenesis by tea.
Ann. Rev. Pharmacol. Toxicol. 42 (2001), pp. 25–54.
112. G. Caderni, C. De Filippo, C. Luceri, M. Salvadori, A. Giannini, A. Biggeri,
S. Remy, V. Cheynier and P. Dolara, Effects of black tea, green tea, and wine
extracts on intestinal carcinogenesis induce by azoxymethane in F344 rats.
Carcinogenesis 21 (2000), pp. 1965–1969
113. J. Cao, Y. Xu, J. Chen and J. Klaunig, Chemopreventive effects of green and
black tea on pulmonary and hepatic carcinogenesis. Fundam. Appl. Toxicol.
29 (1996), pp. 244–250
114. F.-L. Chung, M. Yang, A. Rivenson, M. Iatropoulos, J. Reinhardt, B.
Pittman, C.-T. Ho and S. Amin, Inhibition of lung carcinogenesis by black tea
in Fischer rats treated with a tobacco-specific carcinogen: caffeine as an
important constituent. Cancer Res. 58 (1998), pp. 4096–4101.
115. J. Landau, Z.-Y. Wang, G.-Y. Yang, W. Ding and C.S. Yang,
Inhibition of spontaneous formation of lung tumors and rhabdomyosarcomas
in A/J mice by black and green tea. Carcinogenesis 19 (1998), pp. 501–507.
116. Y.-R. Lou, Y.-P. Lu, J.-G. Xie, M.-T. Huang and A.H. Conney, Effects
of oral administration of tea, decaffeinated tea, and caffeine on the formation
and growth of tumors in high-risk SKH1 mice previously treated with
ultraviolet B light. Nutr. Cancer 33 (1999), pp. 146–153.
117. T. Majima, M. Tsutsumi, H. Nishino, T. Tsunoda and Y. Konishi,
Inhibitory effects of beta-carotene, palm carotene, and green tea
polyphenolson pancreatic carcinogenesis initiated by by N-nitrosobis(2-
oxopropyl)amine in Syrian golden hamsters. Pancreas 16 (1998), pp. 13–18.
118. M. Suganuma, Y. Ohkura, S. Okabe and H. Fujiki, Combination
cancer chemoprevention with green tea extract and sulindac shown in
intestinal tumor formation in min mice. Jpn. Cancer Res. Clin. Oncol. 127
(2001), pp. 69–72.
119. J. Weisburger, A. Rivenson, K. Garr and C. Aliaga, Tea, or tea and
milk, inhibit mammary gland and colon carcinogenesis in rats. Cancer Lett.
114 (1997), pp. 323–327.

105
120. C.S. Yang and Z.-Y. Wang, Tea and cancer. J. Natl. Cancer Inst. 85
(1997), pp. 1038–1049.
121. L. Chung, T. Cheung, S. Kong, K. Fung, Y. Choy, Z. Chan and T.
Kwok, Induction of apoptosis by green tea catechins in human prostate cancer
DU145 cells. Life Sci. 68 (2001), pp. 1207–1214.
122. M. Lea, Q. Xiao, A. Sadhukhan, S. Cottle, Z.-Y. Wang, C.S. Yang,
Inhibitory effects of tea extracts and (–)-epigallocatechin gallate on DNA
synthesis and proliferation of hepatoma and erythroleukemia cells, Cancer
Lett. 68 (1993) 231–236.
123. S. Uesato, Y. Kitagawa, M. Kamishimoto, A. Kumagai, H. Hori and H.
Nagasawa, Inhibition of green tea catechins against the growth of cancerous
human colon and hepatic epithelial cells. Cancer Lett. 170 (2001), pp. 41–44.
124. G.-Y. Yang, J. Liao, K. Kim, E. Yurkow and C.S. Yang, Inhibition of
growth and induction of apoptosis in human cancer cell lines by tea
polyphenols. Carcinogenesis 19 (1998), pp. 611–616
125. Y.-P. Lu, Y.-R. Lou, J.-G. Xie, P. Yen, M.-T. Huang and A.H.
Conney, Inhibitory effect of black tea on the growth of established skin tumors
in mice: effects on tumor size, apoptosis, mitosis and bromodeoxyuridine
incorporation into DNA. Carcinogenesis 18 (1997), pp. 2163–2169.
126. M.-T. Huang, C.-T. Ho, Z.-Y. Wang, T. Ferraro, T. Finnegan-Olive,
Y.R. Lou, J.M. Mitchel, J.D. Laskin, H. Newmark and C.S. Yang, Inhibitory
effect of topical application of green tea polyphenol fraction on tumor
initiation and promotion in mouse skin. Carcinogenesis 13 (1992), pp. 947–
954.
127. Y. Xu, C.-T. Ho, S. Amin, C. Han and F.-L. Chung, Inhibition of
tobacco-specific nitrosamine-induced lung tumorigenesis in A/J mice by green
tea and its major polyphenol as antioxidants. Cancer Res. 52 (1992), pp. 3875–
3879
128. N. Ahmad, P. Cheng and H. Mukhtar, Cell cycle dysregulation by
green tea polyphenol epigallocetachin-3-gallate. Biochem. Biophys. Res.
Commun. 275 (2000), pp. 328–334.
129. Y. Liang, S. Lin-Shiau, C. Chen and J. Lin, Inhibition of cyclin-
dependentkinases 2 and 4 as well as induction of Cdk inhibitors p21 and p27

106
during growth arrest of human breast carcinoma cells by (−)-epigallocatechin
gallate. J. Cell. Biochem. 75 (1999), pp. 1–12.
130. M. Liberto and D. Cobrinik, Growth factor-dependent induction of
p21(CIP1) by the green tea polyphenol, epigallocatechin gallate. Cancer Lett.
154 (2000), pp. 151–161.
131. S. Gupta, N. Ahmad, A.-L. Nieminen and H. Mukhtar, Growth
inhibition, cell-cycle dysregulation, and induction of apoptosis by green tea
constituent (−)-epigallocatechin-3-gallate in androgen-sensitive and androgen-
insensitive human prostate carcinoma cells. Toxicol. Appl. Pharmacol. 164
(2000), pp. 82–90.
132. J. Chung, J. Park, H. Phyu, Z. Dong and C.S. Yang, Mechanisms of
inhibition of the ras-MAP kinase pathway in 30.7b ras 12 cells by tea
polyphenols (−)-epigallocatechin-3-gallate and theaflavin-3,3′-digallate.
FASEB J. 15 (2001), pp. 2022–2024.
133. G.-Y. Yang, J. Liao, C. Li, J. Chung, E. Yurkow, C.-T. Ho and C.S.
Yang, Effect of black tea and green tea polyphenols on c-jun phosphorylation
and H2O2 production in transformed and non-transformed human bronchial
cell lines: possible mechanisms of cell growth inhibition and apoptosis
induction. Carcinogenesis 21 (2000), pp. 2035–2039.
134. N. Ahmad, S. Gupta and H. Mukhtar, Green tea polyphenol
epigallocatechin-3-gallate differentially modulates nuclear factor B in cancer
cells versus normal cells. Arch. Biochem. Biophys. 376 (2000), pp. 338–346
135. Y.-C. Liang, S.-Y. Lin-Shiau, D.-F. Chen and J.-K. Lin, Suppresion of
extracellular signals and cell proliferation through EGF receptor binding by
(−)-epigallocatechin gallate in human A431 epidermoid carcinoma cells. J.
Cell. Biochem. 67 (1997), pp. 55–65.
136. W. Chen, Z. Dong, S. Valcic, B.N. Timmermann and G.T. Bowden,
Inhibition of ultraviolet-B-induced c-fos gene expression and p38 mitogen-
activated protein kinase activation by (−)-epigallocatechin gallate in a human
keratinocyte cell line. Mol. Carcinog. 24 (1999), pp. 79–84.
137. C.S. Yang, P. Maliakal and X. Meng, Inhibition of carcinogenesis by tea.
Ann. Rev. Pharmacol. Toxicol. 42 (2001), pp. 25–54
138. S. Hayakawa, K. Saeki, M. Sazuka, Y. Suzuki, Y. Shoji, T. Ohta, K. Kaji,
A. Yuo and M. Isemura, Apoptosis induction by epicatechin gallate involves

107
its binding to FAS. Biochem. Biophys. Res. Commun. 285 (2001), pp. 1102–
1106
139. Berger, S. Gupta, C. Belfi, D. Gosky and H. Mukhtar, Green tea constituent
(−)-epigallocatechin-3-gallate inhibits topoisomerase I activity in human colon
carcinoma cells. Biochem. Biophys. Res. Commun. 288 (2001), pp. 101–105
140. Y. Tsubono, Y. Nishino, S. Komatsu, C.-C. Hsieh, S. Kanemura, I. Tsuji, H.
Nakatsuka, A. Fukao, H. Satoh and S. Hisamichi, Green tea and the risk of
gastric cancer in Japan. New Engl. J. Med. 344 (2001), pp. 632–636
141. Y. Gao, J. McLaughlin, W. Blot, B. Ji, Q. Dai and J. Fraumeni,
Reduced risk of esophageal cancer associated with green tea consumption. J.
Natl Cancer Inst. 86 (1994), pp. 855–858.
142. Z.Y. Wang, L. Chen, M.-J. Lee, C.S. Yang. Tea and cancer prevention,
in: J. Finley, D. Armstrong, S. Nagy, S. Robinson (Eds.), Hypernutritious
Foods, AGSCIENCE Inc., Auburndale, FL, 1996, pp. 239–259.
143. Lamson DW, Brignall MS. Antioxidants and cancer, part 3: quercetin.
Altern Med Rev 2000;5:196-208.
144. Makita H, Tanaka T, Fujitsuka H, et al. Chemoprevention of 4-
nitroquinoline 1-oxideinduced rat oral carcinogenesis by the dietary flavonoids
chalcone, 2-hydroxychalcone, and quercetin. Cancer Res 1996;56:4904-4909.
145. Elangovan V, Sekar N, Govindasamy S. Chemopreventive potential of
dietary bioflavonoids against 20-methylcholanthreneinduced tumorigenesis.
Cancer Lett 1994;87:107-113.
146. Khan WA, Wang ZY, Athar M, et al. Inhibition of the skin
tumorigenicity of (±)-7-beta,8-alpha-dihydroxy-9-alpha, 10-alpha-epoxy-7, 8,
9, 10-tetrahydrobenzo[a]pyrene by tannic acid, green tea polyphenols and
quercetin in Sencar mice. Cancer Lett 1988;42:7-12.
147. Verma AK, Johnson JA, Gould MN, Tanner MA. Inhibition of 7, 12-
dimethylbenz(a)anthracene- and Nnitrosomethylurea- induced rat mammary
cancer by dietary flavonol quercetin. Cancer Res 1988;48:5754-5758.
148. Akagi K, Hirose M, Hoshiya T, et al. Modulating effects of ellagic
acid, vanillin and quercetin in a rat medium term multi-organ carcinogenesis
model. Cancer Lett 1995;94:113-121.

108
149. Matsukawa Y, Nishino H, Okuyama Y, et al. Effects of quercetin
and/or restraint stress on formation of aberrant crypt foci induced by
azoxymethane in rat colons. Oncology 1997;54:118-121.
150. Pereira MA, Grubbs CJ, Barnes LH, et al. Effects of the
phytochemicals, curcumin and quercetin, upon azoxymethane-induced colon
cancer and 7,12 dimethylbenz[a]anthraceneinduced mammary cancer in rats.
Carcinogenesis 1996;17:1305-1311. Chemother Pharmacol 1991;28:255-258.
151. Exon JH, Magnuson BA, South EH, Hendrix K. Dietary quercetin,
immune functions and colonic carcinogenesis in rats. Immunopharmacol
Immunotoxicol 1998;20:173-190.
152. Scambia G, Ranelletti FO, Benedetti Panici P, et al. Quercetin inhibits
the growth of a multidrug-resistant estrogen-receptor-negative MCF-7 human
breast-cancer cell line expressing type II estrogen-binding sites. Cancer
Chemother Pharmacol 1991;28:255-258.
153. Hayashi A, Gillen AC, Lott JR. Effects of daily oral administration of
quercetin chalcone and modified citrus pectin. Altern Med Rev 2000;5:546-
552.
154. Acker SA, Berg DJ, TrompMN, GrifÆoen DH, BennekomWP, Vijgh
WJ and Bast A, Structural aspects of antioxidant activity of Flavonoids. Free
Rad Biol Med 20:331±342 (1996).
155. Ong KC and Khoo HE, Biological effects of myricetin. Gen Pharmacol
29:121±126 (1997).
156. Teissedre PL, Frankel EN, Waterhouse AL, Peleg H andGerman JB,
Inhibition of in vitro human LDL oxidation by phenolic antioxidants from
grapes and wines. J Sci Food Agric 70:55±61 (1996).
157. Eaton EA, Walle UK, Lewis AJ, Hudson T, Wilson AA and Walle T,
Flavonoids, potent inhibitors of the human P-form phenosulfotransferase.
Potential role in drug metabolism and chemoprevention. Drug Metab Dispos
24:232±237 (1996).
158. Agullo G, Gamet-Payrastre L, Manenti S, Viala C, Remesy C, Chap H
and Payrastre B, Relationship between Flavonoid structure and inhibition of
phosphatidylinositol 3-kinase: a comparison with tyrosine kinase and protein
kinase C inhibition. Biochem Pharmacol 53:1649±1657 (1997).

109
159. Chu SC, Hsieh YS, and Lin JY, Inhibitory effects of Flavonoids on
Moloney murine leukemia virus reverse transcriptase activity. J Nat Prod
55:179±183 (1992).
160. Kostyuk VA, Potapovich AI. Antiradical and chelating effects in flavonoid
protection against silica-induced cell injury. Arch Biochem Biophys. 1998;
355:43-48.
161. Olthof MR, Hollman PC, Vree TB, Katan MB. Bioavailabilities of
quercetin-3-glucoside and quercetin-4'-glucoside do not differ in humans. J
Nutr. 2000; 130:1200-1203.
162. Schmitt A, Savayre R, Delchambre J, Negre-Salvayre A. Prevention by
alpha-tocopherol and rutin of glutathione and ATP depletion induced by
oxidized LDL in cultured endothelial cells. Br J Pharmacol. 1995; 116:1985-
1990
163. Rueff J, Gaspar J, Laires A. Structural requirements for mutagenicity of
flavonoids upon nitrosation. A structure-activity study. Mutagenesis. 1995;
10:325-328
164. Clement DL. Management of venous edema: insights from an
international task force. Angiology. 2000; 51:13-17.
165. Cruz T, Galvez J, Ocete MA, et al. Oral administration of rutoside can
ameliorate inflammatory bowel disease in rats. Life Sci. 1998; 62:687-695.
166. Galvez J, Cruz T, Crespo E, et al. Rutoside as mucosal protective in acetic
acid-induced rat colitis. Planta Med. 1997; 63:409-414
167. Perez Guerrero C, Martin MG, Marhuenda E. Prevention by rutin of
gastric lesions induced by ethanol in rats: role of endogenous prostaglandins.
Gen Pharmacol. 1994; 25:575-580.
168. Kostyuk VA, Potapovich AI, Speransky SD, Maslova GT. Protective effect
of natural flavonoids on rat peritoneal macrophages injury caused by asbestos
fiber. Free Rad Biol Med. 1996; 21:487-493
169. Drewa G, Schachtschabel DO, Palgan K, et al. The influence of rutin on the
weight, metastasis and melanin content of B16 melanotic melanoma in
C57BL/6 mice. Neoplasma. 1998; 45:266-271
170. Webster RP, Gawde MD, Bhattacharya RK, Protective effect of rutin, a
flavonol glycoside, on the carcinogen-induced DNA damage and repair
enzymes in rats. Cancer Lett. 1996; 109:185-191

110
171. Deschner EE, Ruperto JF. Wong GY, Newmark HL. The effect of dietary
quercetin and rutin on AOM-induced acute colonic epithelial abnormalities in
mice fed a high-fat diet. Nutr Cancer. 1993; 20:199-204
172. Jeong HJ, Shin YG, Kim IH, Pezzuto JM. Inhibition of aromatase
activity by flavonoids. Arch Pharm Res. 1999; 22:309-312.
173. Kellis JT Jr, Vickery LE. Inhibition of human estrogen synthetase
(aromatase) by flavones. Science. 1984; 225:1032-1034
174. Kuiper GG, Lemmen JG, Carlsson B, et al. Interaction of estrogenic
chemicals and phytoestrogens with estrogen receptor beta. Endocrinology.
1998; 139:4256-4263
175. Nagao A, Seki M, Kobayashi H. Inhibition of xanthine oxidase by
flavonoids. Biosci Biotechnol Biochem. 1999; 63:1787-1790
176. Galijatovic A, Otake Y, Walle UK, Walle T. Extensive metabolism of the
flavonoid chrysin by human Caco-2 and Hep G2 cells. Xenobiotica. 1999;
29:1241-1256
177. Walle UK, Galijatovic A, Walle T. Transport of the flavonoid chrysin and
its conjugated metabolites by the human intestinal cell line Caco-2. Biochem
Pharmacol. 1999; 58:431-438
178. Post, J.F.M. and Varma, R.S., 1992. Growth inhibitory effects of
bioflavonoids and related compounds on human leukemic CEM-C1 and CEM-
C7 cells. Cancer Letters 67, pp. 207–213.
179. Matsukawa, Y., Marui, N., Sakai, T., Satomi, Y., Yoshida, M., Matsumoto,
K., Nishino, K. and Aoike, A., 1993. Genistein arrests cell cycle progression at
G2-M.
180. Ryu, S.Y., Choi, S.U., Lee, C.O., Lee, S.H., Ahn, J.W. and Zee, O.P., 1994.
Antitumor activity of some phenolic components in plants. Archives of
Pharmacological Research 17, pp. 42–44
181. Hung, M.T., Wood, A.W., Newmark, H.L., Sayer, J.M., Yagi, H., Jerina,
D.M. and Conney, A.H., 1983. Inhibition of the mutagenicity of bay region
diol epoxides of polycyclic aromatic hydrocarbons by phenolic plant
flavonoids. Carcinogenesis 4, pp. 1631–1638
182. Hertoge, M.G.L., Hollman, P.C.H. and Katan, M.B., 1992. Content of
potentially anticarcinogenic flavonoids of 28 vegetables and 9 fruits

111
commonly consumed in the netherlands. Journal of Food Chemistry 40, pp.
2379–2383
183. Birt DF, Shull JS, Yaktine AL. Chemoprevention of cancer. In: Shils ME ,
Olson JA , Shike M , Ross AC , editors. Modern nutrition in health and
disease. Baltimore: Williams & Wilkins; 1998. pp 1263-1295.
184. Duthie G, Crozier A. Plant-derived phenolic antioxidants. Curr Opin Clin
Nutr Metab Care 2000; 3: 447-451
185. Birt DF, Hendrich S, Wang W. Dietary agents in cancer prevention:
Flavonoids and isoflavonoids. Pharmacol Ther 2001; 90: 157-177
186. Kim HK, Cheon BS, Kim YH, Kim SY, Kim HP. Effects of naturally
occurring flavonoids on nitric oxide production in the macrophage cell line
RAW 264.7 and their structure-activity relationships. Biochem Pharmacol
1999; 58: 759-765
187. Raso GM, Meli R, Di Carlo G, Pacilio M, Di Carlo R. Inhibition of
inducible nitric oxide synthase and cyclooxygenase-2 expression by
flavonoids in macrophage J774A.1. Life Sci 2001; 68: 921-931
188. Kuo ML, Lee KC, Lin JK. Genotoxicities of nitropyrenes and their
modulation by apigenin, tannic acid, ellagic acid, and indole-3-carbinol in the
Salmonella and CHO systems. Mutat Res 1992; 270: 87-95
189. Kuo ML, Yang NC. Reversion of v-H-ras-transformed NIH 3T3 cells by
apigenin through inhibiting mitogen activated protein kinase and its
downstream oncogenes. Biochem Biophys Res Commun 1995; 212: 767-775
190. Chaumontet C, Droumaguet C, Bex V, Heberden C, Gaillard-Sanchez I,
Martel P. Flavonoids (apigenin, tangeretin) counteract tumor promoter-
induced inhibition of intercellular communication of rat liver epithelial cells.
Cancer Lett 1997; 114: 207-210
191. Wei H, Tye L, Bresnick E, Birt DF. Inhibitory effect of apigenin, a plant
flavonoid, on epidermal ornithine decarboxylase and skin tumor promotion in
mice. Cancer Res 1990; 50: 499-502
192. Myhrstad MC, Carlsen H, Nordstrom O, Blomhoff R, Moskaug JO.
Flavonoids increase the intracellular glutathione level by transactivation of the
gamma-glutamylcysteine synthetase catalytical subunit promoter. Free Radical
Biol Med 2002; 32: 386-393

112
193. Panes J, Gerritsen ME, Anderson DC, Miyasaka M, Granger DN. Apigenin
inhibits tumor necrosis factor-induced intercellular adhesion molecule-1
upregulation in vivo. Microcirculation 1996; 3: 279-286
194. Birt DF, Mitchell D, Gold B, Pour P, Pinch HC. Inhibition of ultraviolet
light induced skin carcinogenesis in SKH-1 mice by apigenin, a plant
flavonoid. Anticancer Res 1997; 17: 85-91
195. Tatsuta A, Iishi H, Baba M, et al. Suppression by apigenin of peritoneal
metastasis of intestinal adenocarcinomas induced by azoxymethane in Wistar
rats. Clin Exp Metastasis 2000; 18: 657-662
196. Lindenmeyer F, Li H, Menashi S, Soria C, Lu H. Apigenin acts on the tumor
cell invasion process and regulates protease production. Nutr Cancer 2001; 39:
139-147
197. Yin F, Giuliano AE, Van Herle AJ. Signal pathways involved in apigenin
inhibition of growth and induction of apoptosis of human anaplastic thyroid
cancer cells (ARO). Anticancer Res 1999; 19: 4297-4303
198. Lee WR, Shen SC, Lin HY, Hou WC, Yang LL, Chen YC. Wogonin and
fisetin induce apoptosis in human promyeloleukemic cells, accompanied by a
decrease of reactive oxygen species, and activation of caspase 3 and Ca(2+)-
dependent endonuclease. Biochem Pharmacol 2002; 63: 225-236
199. Iwashita K, Kobori M, Yamaki K, Tsushida T. Flavonoids inhibit cell
growth and induce apoptosis in B16 melanoma 4A5 cells. Biosci Biotechnol
Biochem 2000; 64: 1813-1820
200. Yin F, Giuliano AE, Law RE, Van Herle AJ. Apigenin inhibits growth and
induces G2/M arrest by modulating cyclin-CDK regulators and ERK MAP
kinase activation in breast carcinoma cells. Anticancer Res 2001; 21: 413-420
201. Wang W, Heideman L, Chung CS, Pelling JC, Koehler KJ, Birt DF. Cell-
cycle arrest at G2/M and growth inhibition by apigenin in human colon
carcinoma cell lines. Mol Carcinogenesis 2000; 28: 102-110
202. Gupta S, Afaq F, Mukhtar H. Selective growth-inhibitory, cell-cycle
deregulatory and apoptotic response of apigenin in normal versus human
prostate carcinoma cells. Biochem Biophys Res Commun 2001; 287: 914-920
203. Lepley DM, Li B, Birt DF, Pelling JC. The chemopreventive flavonoid
apigenin induces G2/M arrest in keratinocytes. Carcinogenesis 1996; 17: 2367-
2375

113
204. Liang YC, Huang YT, Tsai SH, Lin-Shiau SY, Chen CF, Lin JK.
Suppression of inducible cyclooxygenase and inducible nitric oxide synthase
by apigenin and related flavonoids in mouse macrophages. Carcinogenesis
1999; 20: 1945-1952
205. Chaumontent,C., Bex,V., Gaillard Sanchez,I., Seillan Heberden,C.,
Suschetet,M. and Martel,P. (1994) Apigenin and tangeretin enhance gap
junctional intercellular communication in rat liver epithelial cells.
Carcinogenesis, 15, 2325–2330.
206. Chaumontet,C., Droumaguet,C., Bex,V., Heberden,C., Gaillard,S.I.
and Martel,P. (1997) Flavonoids (apigenin, tangeretin) conteract tumor
promoter-induced inhibition of intercellular communication of rat epithelial
cells. Cancer Lett., 114, 207–210.
207. Kawaii,S., Tomono,Y., Katase,E., Ogawa,K. and Yano,M. (1999)
Antiproliferative activity of flavonoids on several cancer cell lines. Biosci.
Biotech. Biochem., 63, 896–899.
208. Min-Hsiung Pan1, Wei-Jen Chen, Shoei-Yn Lin-Shiau, Chi-Tang Ho
and Jen-Kun Lin Tangeretin induces cell-cycle G1 arrest through inhibiting
cyclin-dependent kinases 2 and 4 activities as well as elevating Cdk inhibitors
p21 and p27 in human colorectal carcinoma cells. Carcinogenesis vol.23 no.10
pp.1677–1684, 2002
209. Bracke ME, Depypere HT, Boterberg T, et al. Influence of tangeretin
on tamoxifen’s therapeutic benefit in mammary cancer. J Natl Cancer Inst
1999;91:354–9
210. Tang W, Eisenbrand G. Chinese Drugs of Plant origin: Chemistry,
Pharmacology, and Use in Traditional and Modern Medicine. New York;
Springer-Verlag 1992.
211. Wong, BC, Wang WP, Cho CH, Fan XM Lin MC, Kung HF, et al. 12-
Lipoxygenase inhibition induced apoptosis in human gastric cancer cells.
Carcinogenesis 2001 Sep; vol 22(9):p.1349-54
212. Timñar J, Rñasño E, Djome B, Li L, Grignon D, Nie D, Honn KV, et al.
Expression, subcellular localization and putative function of platelet-type 12-
lipoxygenase in human prostate cancer cell lines of different metastatic
potential. Int J Cancer 2000 Jul 1; vol 87(1):p.37-43

114
213. Chang WH, Chen CH, Lu FJ. Different effects of baicalein, baicalin
and wogonin on mitochondrial function, glutathione content and cell cycle
progression in human hepatoma cell lines. Planta Med 2002 Feb;vol 68(2):
p.128-32.
214. Tsai Wayne Y, Chang Wen-Huei, Chen Ching-Hsein, Lu Fung-Jou.
Enhancing effect of patented whey protein isolate (Immunocal) on
cytotoxicity of an anticancer drug. Nutrition and Cancer 2000;38(2):p.200-8.
215. Chen Ching-Hsein, Huang Lynn LH, Huang Chao-Cheng, Lin Chun-Ching,
Lee Yashang, Lu Fung-Jou. Baicalein, a novel apoptotic agent for hepatoma
cell lines: a potential medicine for hepatoma. Nutrition and Cancer
2000;38(2):p.287-95.
216. Hsu SL, Hsieh YC, Hsieh WC, Chou CJ. Baicalein induces a dual
growth arrest by modulating multiple cell cycle regulatory molecules. Eur J
Pharmacol 2001 Aug 17; vol 425(3):p.165-71.
217. Chan FL, Choi HL, Chen ZY, Chan PS, Huang Y. Induction of
apoptosis in prostate cancer cell lines by a flavonoid, baicalin. Cancer Lett
2000 Nov 28; vol 160(2):p.219-28.
218. Liu ZL, Tanaka S, Horigome H, Hirono T, Oka K. Induction of apoptosis in
human lung fibroblasts and peripheral lymphocytes in vitro by Shosaiko-to
derived phenolic metabolites. Biol Phar Bull 2002 Jan; vol 25(1):p.37-41
219. Ikemoto S, Suygimura K, Yoshida N, Yasumoto R, Wada S, Yamamoto K,
Kishimoto T. Antitumor effects of Scutellariae radix and its components
baicalein, baicalin, and wogonin on bladder cancer cell lines. Urology 2000
Jun; vol 55(6):p.951-5.
220. Bone K. Clinical Applications of Ayurvedic and Chinese herbs:
Monographs for the Western herbal practitioner. Warwick, Australia
1996;p.75-9
221. Hara H, Sakamoto T, Ohtaka H, et al. Effects of baicalein and alpha-
tocopherol on lipid peroxidation, free radical scavenging activity and 12-O-
tetradecanoylphorbol acetate-induced ear edema. Eur J Pharmacol
1992;221:p.193-198.
222. Ueng YF, Shyu CC, Liu TY, Oda Y, Lin YL, Liao JF, et al. Protective
effects of baicalein and wogonin against benzo[a]pyrene- and aflatoxin B(1) -

115
induced genotoxicities. Biochem Pharmacol 2001 Dec 15;vol 62(12):p.1653-
60
223. Higashitanai A, Tabata S, Hayashi T, Hotta Y. Plant saponins can affect
DNA recombination in cultured mammalian cells. Cell Struct Funct
1989;14:p.617-24
224. Hiipakka RA, Zhang HZ, Dai W, Dai Q, Liao S. Structure-activity
relationships for inhibition of human 5-alpha-reductases by polyphenols.
Biochem Pharmacol 2002 Mar 15; vol 63(6):p.1165-76
225. Small EJ, Frohlich MW, Bok R, Shinohara K, Grossfeld G, Rozenblat Z, et
al. Prospective trial of the herbal supplement PC-SPES in patients with
progressive prostate cancer. J Clin Oncol 2000 Nov 1;vol 18(21): p.3595-603
226. de la Taille A, Hayek OR, Burchardt M, Burchardt T, Katz AE. Role of
herbal compounds (PC_SPES) in hormone-refractory prostate cancer: two
case reports. Journal of Alternative and Complementary Medicine 2000 Oct;
6(5):p.449-51
227. Porterfield H. UsToo PC-SPES surveys: review of studies and update of
previous survey results. Mol Urol, 2000 Fall; vol 4(3):p.289-91;discussion 293
228. Oh WK, George DJ; Hackmann K, Manola J, Kantoff PW. Activity of
the herbal combination, PC-SPES, in the treatment of patients with androgen-
independent prostate cancer. Urology 2001 Jan; vol 57(1):p.122-6.g
229. Wong, BC, Wang WP, Cho CH, Fan XM Lin MC, Kung HF, et al. 12-
Lipoxygenase inhibition induced apoptosis in human gastric cancer cells.
Carcinogenesis 2001 Sep; vol 22(9):p.1349-54
230. So FV, Guthrie N, Chambers AF, Moussa M, Carroll KK. Inhibition of
human breast cancer cell proliferation and delay of mammary tumorigenesis
by flavonoids and citrus juices. Nutr Cancer 1996;26:p.167-181.
231. So FV, Guthrie N, Chambers AF, Carroll KK. Inhibition of proliferation of
estrogen receptor-positive MCG-7 human breast cancer cells by flavonoids in
the presence and absence of excess estrogen. Cancer Lett 1997;112:p.127-33
232. Tierra LL. The Herbs of Life; Health and Healing Using Western and
Chinese Techniques. Freedom, CA; The Crossing Press, 1992
233. S. Kuntz , U. Wenzel , H. Daniel Comparative analysis of the effects of
flavonoids on proliferation, cytotoxicity, and apoptosis in human colon cancer

116
cell lines. European Journal of Nutrition Band 38, Nummer 3 , 133 - 142
July 1999
234. Huang MT, Wood AW, NewmarkHL, Sayer JM, Yang H, Jerina DM,
Conney AH, Carcinogenesis. 4(12):1631-7.Dec(1983).
235. HP Ciolino, TT Wang and GC Yeh Diosmin and diosmetin are agonists of
the aryl hydrocarbon receptor that differentially affect cytochrome P450 1A1
activity. Cancer Research, Vol 58, Issue 13 2754-2760
236. K. Flora, M. Hahn, H. Rosen and K. Benner, Milk thistle (Silybum
marianum) for the therapy of liver disease. Am. J. Gastroenterol. 93 (1998), p.
139
237. Μorazzoni P, Bombaedelli E. Silibum marianum (Carduus marianus).
Fitoterapia 1995. 66: 3-42
238. Leng-Peschlow E. Properties and medical use of flavolignans from Silibum
marianum. Phytother Res 1996. 10: S25-26
239. Pascual C et al. Effect of silymarin and silybinin on oxygen radicals. Drug
Dev Res 1993. 29: 73-77
240. Mira L. et al. Scavenging of reactive oxygen species by silibinin
dehemisuccinate. Biochem Pharmacol 1994. 48: 753-759
241. Valenzuela A, Garrido A. Biochemical basis of the pharmacological action
of the flavonoid silymarin and its structural isomer silibinin. Biol Res 1994.
27: 105-112
242. Scambia G, De Vincenzo R, Ranelletti FO, Panici PB, Ferrandina G,
D'Agostino G, Fattorossi A, Bombardelli E, Mancuso S. Antiproliferative
effect of silybin on gynaecological malignancies: synergism with cisplatin and
doxorubicin. Eur J Cancer. 1996 May;32A(5):877-82
243. Zi X et al. Novel cancer chemopreventive effects of silymarin: inhibition of
mRNA expression of an endogenous tumor promoter TNF alpha. Biochem
Biophys Res Commun 1997;239:334-9
244. Katiyar SK et al. Protective effects of silymarin against
photocarcinogenesis in a mouse skin model. Journal of the National Cancer
Institute 1997; 89:556-66.
245. Zhao, J, Sharma, Y, Agarwal, R. Significant inhibition by the
flavonoid antioxidant silymarin against 12 O-tetradecanoylphorbol 13-acetate-
caused modulation of antioxidant and inflammatory enzymes, and

117
cyclooxygenase 2 and interleukin-1alpha expression in SENCAR mouse
epidermis: implications in the prevention of stage I tumor promotion. Mol
Carcinog 1999;26:321-33
246. Lahiri-Chatterjee M et al. A flavonoid antioxidant, silymarin, affords
exceptionally high protection against tumor promotion in the SENCAR mouse
skin tumorigenesis model. Cancer Res 1999;59:622-32
247. Zi X et al. A flavinoid antioxidant, silymarin, inhibits activation of erbB1
signaling and induces cyclin-dependent kinase inhibitors, G1 arrest and
anticarcinogenic effects in human prostate carcinoma DU145 cells. Cancer
Research 1998 May; 58(9):1920-9
248. Zi X, Agarwal R. Modulation of mitogen-activated protein kinase activation
and cell cycle regulators by the potent skin cancer preventive agent silymarin.
Biochem Biophys Res Commun 1999; 263: 528-36
249. Zi X, Feyes DK, Agarwal R, Anticarcinogenic effect of a flavonoid
antioxidant, silymarin, in human breast cancer cells MDA-MB 468: induction
of G1 arrest through an increase in Cip1/p21 concomitant with a decrease in
kinase activity of cyclin-dependent kinases and associated cyclins, Clin
Cancer Res. 1998 Apr;4(4):1055-64
250. Bhatia N, Zhao J, Wolf DM, Agarwal R, Inhibition of human carcinoma cell
growth and DNA synthesis by silibinin, an active constituent of milk thistle:
comparison with silymarin, Cancer Lett. 1999 Dec 1;147(1-2):77-84.
251. Zi X, Agarwal R. Silibinin decreases prostate-specific antigen with cell
growth inhibition via G1 arrest, leading to differentiation of prostate
carcinoma cells: implications for prostate cancer intervention. Proc Natl Acad
Sci USA 1999; 96: 7490-7495
252. Zhao J, Agarwal R. Tissue distribution of silibinin, the major active
constituent of silymarin, in mice and its association with enhancement of
phase II enzymes: implications in cancer chemoprevention. Carcinogenesis.
1999 Nov;20(11):2101-8
253. C. Jiang, R. Agarwal and J. Lu, Anti-angiogenic potential of a cancer
chemopreventive flavonoid antioxidant, silymarin: Inhibition of key attributes
of vascular endothelial cells and angiogenic cytokine secretion by cancer
epithelial cells. Biochem. Biophys. Res. Commun. 276 (2000), p. 371.

118
254. Galati EM, Monforte MT, Kirjavainen S, et al. Biological effects of
hesperidin, a citrus flavonoid (Note I): anti-inflammatory and analgesic
activity. Farmaco. 1994; 40:709-712
255. McPhail DB, Hartley RC, Gardner PT, Duthie GG. Kinetic and
stoichiometric assessment of the antioxidant activity of flavonoids by electron
spin resonance spectroscopy. J Agric Food Chem. 2003 Mar 12;51(6):1684-
90.
256. ANTONELLA SAIJA, MARIO SCALESE, MARIA LANZA, DANIELA
MARZULLO, FRANCESCO BONINA, and FRANCESCO CASTELLI
FLAVONOIDS AS ANTIOXIDANT AGENTS: IMPORTANCE OF THEIR
INTERACTION WITH BIOMEMBRANES Free Radical Biology and
Medicine, Vol. 19, No. 4, pp. 481-486, 1995
257. Lee KG, Shibamoto T, Takeoka GR, Lee SE, Kim JH, Park BS. Inhibitory
effects of plant-derived flavonoids and phenolic acids on malonaldehyde
formation from ethyl arachidonate. J Agric Food Chem. 2003 Nov
19;51(24):7203-7.
258. Choi JS, Park KV, Moon SH, et al. Antimutagenic effect of plant
flavonoids in the Salmonella assay system. Arch Pharm Res. 1994; 17:71-75.
259. Franke AA, Cooney RV, Custer LJ, et al. Inhibition of neoplastic
transformation and bioavailability of dietary flavonoid agents. Adv Exp Med
Biol. 1998; 439:237-248.
260. Jeong HJ, Shin YG, Kim IH, Pezzuto JM. Inhibition of aromatase
activity by flavonoids. Arch Pharm Res. 1999; 22:309-312.
261. Miyake Y, Yamamoto K, Tsujihara N, Osawa T. Protective effects of lemon
bioflavonoids on oxidative stress in diabetic rats. Lipids. 1998; 33:689-695
262. Galati EM, Monforte MT, Kirjavainen S, et al. Biological effects of
hesperidin, a citrus flavonoid (Note I): anti-inflammatory and analgesic
activity. Farmaco. 1994; 40:709-712
263. Berkarda B, Koyuncu H, Soybir GT, Baykut F. Inhibitory effect of
hesperidin on tumor initiation and promotion in mouse skin. Res Exp Med.
(Berl). 1998; 198:93-99.
264. Emin JA, Oliveira AB, Lapa AJ. Pharmacological evaluation of the
anti-inflammatory activity of a citrus bioflavonoid, hesperidin, and the

119
isoflavonoids duartin and claussequinone in rats and mice. J Pharm
Pharmacol. 1994; 46:118-122.
265. Koyuncu H, Berkarda B, Baykut F, et al. Preventive effect of
hesperidin against inflammation in CD-1 mouse skin caused by tumor
promoter. Anticancer Res. 1999; 19(4B):3237-3241.
266. Tanaka T, Makita H, Kawabata K, et al. Chemoprevention of
azoxymethane-induced rat colon carcinogenesis by the naturally occurring
flavonoids, diosmin and hesperidin. Carcinogenesis. 1997; 18:957-965
267. So FV, Guthrie N, Chambers AF, et al. Inhibition of human breast cancer
cell proliferation and delay of mammary tumorigenesis by flavonoids and
citrus juices. Nutr Cancer 1996;26:167–81
268. Guengerich FP, Kim D-H. In vitro inhibition of dihydropyridine oxidation
and aflatoxin B1 activation in human liver microsomes by naringenin and
other flavonoids. Carcinogenesis 11:2275-2279 (1990).
269. Buening MK, Chang RL, Huang M-T, Fortner JF, Wood AW, Conney AH.
Activation and inhibition of benzo[a]pyrene and aflatoxin B1 metabolism in
human liver microsomes by naturally occurring flavonoids. Cancer Res 41:67-
72 (1981).
270. Guengerich FP, Kim D-H. In vitro inhibition of dihydropyridine
oxidation and aflatoxin B1 activation in human liver microsomes by
naringenin and other flavonoids. Carcinogenesis 11:2275-2279 (1990).
271. Anne W. Harmon, Yashomati M. Naringenin Inhibits Glucose Uptake in
MCF-7 Breast Cancer Cells: A Mechanism for Impaired Cellular Proliferation.
Breast Cancer Research and Treatment 85 (2): 103-110, May 2004
272. Barnes S. Evolution of the health benefits of soy isoflavones. Proc Soc
Exp Biol Med. 1998; 217:386-392.
273. Μiodini P, Fioravanti L, Di Fronzo G, Cappelletti V. The two phyto-
oestrogens genistein and quercetin exert different effects on oestrogen receptor
function. Br J Cancer 1999, 80: 1150-1155.
274. Xu X, Duncan AM, Wangen KE, Kurzer MS. Soya consumption alters
endogenous metabolism in postmenopausal women. Cancer Epidemiol
Biomark Prev 2000, 9: 781-786
275. Kennedy AR. The Bowman-Birk inhibitor from soybeans as an
anticarginogenic agent. Am J Clin Nutr: 68:14065-14125. 1998

120
276. Hellerstein M. Antimitotic peptide characterized from soybean: role in
protection from cancer? Nutr Rev. 1999 Nov;57(11):359-61. Review
277. Zhou J.R., Gugger, E.T., Tanaka, T., Guo, Y., Blackburn, G.L. and Clinton,
S.K. (1999) Soybean phytochemicals inhibit the growth of transplantable
human prostate carcinoma and tumor angiogenesis in mice. J Nutr. 129: 1628-
1635
278. Peterson G: Evaluation of the biochemical targets of genistein in tumor
cells. J Nutr 125, 784S-798S, 1995.
279. Evans B.A.J., Griffiths K., Morton M. S. Inhibition of 5[]-reductase in
genital skin fibroblasts and prostate tissue by dietary lignans and
isoflavonoids. J. Endocrinol. 1995;147:295-302
280. Lu LJ, Cree M, Josyula S, Nagamani M, Grady JJ, Anderson
KE, Increased urinary excretion of 2-hydroxyestrone but not
16alpha-hydroxyestrone in premenopausal women during a soya diet
containing isoflavones. Cancer Res 2000 Mar 1;60(5):1299-1305
281. Lu L-JW, Anderson KE, Grady JJ, Kohen F, Nagamani M: Decreased
ovarian hormones during a soya diet: implications for breast cancer
prevention. Cancer Res 2000, 60:4112-4121.
282. Hargreaves DNF, Potten CS, Harding C, et al. Two-week dietary soy
supplementation has an estrogenic effect on normal premenopausal breast. J
Clin Endocrinol Metab 1999;84:4017–24.
283. McMichael-Phillips DF, Harding C, Morton M, et al. Effects of soy-protein
supplementation on epithelial proliferation in the histologically normal human
breast. Am J Clin Nutr 1998;68(suppl):1431S–6S
284. Petrakis NL, Barnes S, King EB, et al. Stimulatory influence of soy protein
isolate on breast secretion in pre- and postmenopausal women. Cancer
Epidemiol Biomarkers Prev 1996;5:785–94.
285. Schwartz JA, Liu G, Brooks SC. Genistein-mediated attenuation of
tamoxifen-induced antagonism from estrogen receptor-regulated genes. Bioch
Biophys Res Comm 1998;253:38-43
286. Quella SK, Loprinzi CL, Barton DL, et al. Evaluation of soy
phytoestrogens for the treatment of hot flashes in breast cancer survivors: a
North Central Cancer Treatment Group trial. Journal of Clinical Oncology.
2000;18(14):1068-1074.

121
287. Jacobsen BK, Knutsen SF, Fraser GE. Does high soy milk intake reduce
prostate cancer incidence? The Adventist Health Study. Cancer Causes and
Control. 1998;9(6):553-557
288. J. Hempstock, J.P. Kavanagh and N.J.R. George. Growth inhibition of
prostate cell lines in vitro by phyto-oestrogens. BJU International (October
1998), 82.4
289. Aronson WJ, Tymchuk C, Elashof R, Wang H, and Heber D." Decreased
Growth of Human Prostate LNCaP Tumors in SCID1 Mice Fed a Low-Fat,
Soy Protein Diet With Isoflavones. Nutrition and Cancer 1999, 35:130-136.
290. Zhou J.R., Gugger, E.T., Tanaka, T., Guo, Y., Blackburn, G.L. and Clinton,
S.K. (1999) Soybean phytochemicals inhibit the growth of transplantable
human prostate carcinoma and tumor angiogenesis in mice. J Nutr. 129: 1628-
1635.
291. Naik HR, Lehr JE, Pienta KJ. 1994. An in vitro and in vivo study of
anti-tumor effects of genistein on hormone refractory prostate cancer.
Anticancer Res 14:2617-2620.
292. Messina M, Bennink M. Soyfoods, isoflavones and risk of colonic cancer: a
review of the in vitro and in vivo data. Bailliere's Best Practice And Research.
Clinical Endocrinology and Metabolism. 1998;12(4):707-728
293. Saloniemi H, Wà hà là K, Nykà nen-Kurki P, et al. Phytoestrogen content
and estrogenic effect of legume fodder. Proc Soc Exp Biol Med. 1995; 208;
13-17
294. Lee YS, Kim TH, Cho KJ, Jang JJ. Inhibitory effects of biochanin A on
benzo[a]pyrene induced carcinogenesis in mice. In vivo. 1992; 6:283-286
295. Yanagihara K, Ito A, Toge T, Numoto M. Antiproliferative effects of
isoflavones on human cancer cell lines established from the gastrointestinal
tract. Cancer Res. 1993; 53:5815-5821.
296. Gotoh T, Yamada K, Yin H, et al. Chemoprevention of N-nitroso-N-
methylurea-induced rat mammary carcinogenesis by soy foods or biochanin A.
Jpn J Cancer Res. 1998; 89:137-142
297. Morazzoni P and Bombardelli E: Vaccinium myrtillus L. Fitoterapia
67: 3-29, 1996.
298. 5. Wang H, Cao G and Prior RL: Oxygen radical absorbing capacity of
anthocyanins. J Agric Food Chem 45: 304-309, 1997.

122
299. Wang H, Nair MG, Strasburg GM, Chang Y-C, Booren AM, Gray JI
and De Witt DL: Antioxidant and anti-inflammatory activities of anthocyanins
and their aglycon, cyanidin, from tart cherries. J Nat Prod 62: 294-296, 1999.
300. Pool-Zobel BL, Bub A, Schroder N and Rechkemmer G: Anthocyanins
are potent antioxidants in model systems but do not reduce endogenous
oxidative DNA damage in human colon cells. Eur J Nutr 38: 227-234, 1999.
301. Tsuda T, Horio F and Osawa T: The role of anthocyanins as an
antioxidant under oxidative stress in rats. Biofactors 13: 133-139, 2000.
Oncogene 16: 533-540, 1998.
302. Tsuda T, Shiga K, Ohshima K, Kawakishi S and Osawa T: Inhibition
of lipid peroxidation and the active oxygen radical scavenging effect of
anthocyanin pigments isolated from Phaseolus vulgaris L. Biochem Pharmacol
52: 1033-1039, 1996.
303. Tsuda T, Horio F and Osawa T: Dietary cyanidin 3-O-beta-Dglucoside
increases ex vivo oxidation resistance of serum in rats. Lipids 33: 583-588,
1998.
304. Satue-Gracia MT, Andres-Lacueva C, Lamuela-Raventos RM and
Frankel EN: Spanish sparkling wines (Cavas) as inhibitors of in vitro human
low-density lipoprotein oxidation. J Agric Food Chem 47: 2198-2202, 1999.
305. Kamei H, Kojima T, Hasegawa M, Koide T, Umeda T, Yukawa T and
Terabe K: Suppression of tumor cell growth by anthocyanins in vitro. Cancer
Invest 13: 590-594, 1995.
306. Nagase H, Sasaki K, Kito H, Haga A and Sato T: Inhibitory effect of
delphinidin from Solanum melongena on human fibrosarcoma HT-1080
invasiveness in vitro. Planta Med 64: 216-219, 1998.
307. Meiers S, Kemeny M, Weyand U, Gastpar R, von Angerer E and
Marko D: The anthocyanidins cyanidin and delphinidin are potent inhibitors of
the epidermal growth-factor receptor. J Agric Food Chem 49: 958-962, 2001.
308. Bomser J, Madhavi DL, Singletary K and Smith MA: In vitro
anticancer activity of fruit extracts from Vaccinium species. Planta Med 62:
212-216, 1996.
309. Bomser JA, Singletary KW, Wallig MA and Smith MA: Inhibition of
TPA-induced tumor promotion in CD-1 mouse epidermis by a polyphenolic
fraction from grape seeds. Cancer Lett 135: 151-157, 1999.

123
310. Hagiwara A, Yoshino H, Ichihara T, Kawabe M, Tamano S, Aoki H,
Koda T, Nakamura M, Imaida K, Ito N and Shirai T: Prevention by natural
food anthocyanins, purple sweet potato color and red cabbage color, of 2-
amino-1-methyl-6- phenylimidazo[4,5-b]pyridine (PhIP)-associated colorectal
carcinogenesis in rats initiated with 1,2-dimethylhydrazine. J Toxicol Sci 27:
57-68, 2002.

311. DE-XING HOU et al. Anthocyanidins induce apoptosis in human


promyelocytic leukemia cells: Structure-activity relationship and mechanisms
involved. INTERNATIONAL JOURNAL OF ONCOLOGY 23: 705-712,
2003
312. Gabetta B, Fuzzati N, Griffini A, et al. Characterization of
proanthocyanidins from grape seeds. Fitoterapia. 2000; 71:162-175.
313. Bagchi D, Garg A, Krohn RL, et al. Protective effects of grape seed
proanthocyanidins and selected antioxidants against TPA-induced hepatic and
brain lipid peroxidation and DNA fragmentation, and peritoneal macrophage
activation in mice. Gen Pharmacol. 1998; 30:771-776.
314. Yamakoshi J, Kataoka S, Koga T, Ariga T. Proanthocyanidin-rich
extract from grape seed attenuates the development of aortic atherosclerosis in
cholesterol-fed rabbis. Atherosclerosis. 1999; 142:139-149.
315. Ye X, Krohn RL, Liu W, et al. The cytotoxic effects of a novel IH636
grape seed proanthocyanidin extract on cultured human cancer cells. Mol Cell
Biochem. 1999; 196:99-108.
316. Zhao J, Wang J, Chen Y, Agarwal R. Anti-tumor-promoting activity of
a polyphenolic fraction isolated from grape seed in the mouse skin two-stage
initiation-promotion protocol and identification of procyanidin B5-3' -gallate
as the most effective antioxidant constituent. Carcinogenesis. 1999; 20:1737-
1745.
317. St. Leger, A.S., Cochrane, A.L. and Moore, F., 1979. Factors associated
with cardiac mortality in developed countries with particular reference to the
consumption of wine. Lancet 1, pp. 1017–1020.
318. Arichi, H., Kimura, Y., Okuda, H., Baba, K., Kozawa, M. and Arichi, S.,
1982. Effects of stilbene components of the roots of Polygonum cuspidatum
Sieb. et Zucc. on lipid metabolism. Chem. Pharm. Bull. 30, pp. 1766–1770

124
319. Pervaiz, S., 2003. Resveratrol: from grapevines to mammalian biology.
FASEB J. 17, pp. 1975–1985.
320. Soleas, G.J., Diamandis, E.P. and Goldberg, D.M., 1997. Resveratrol: a
molecule whose time has come? And gone?. Clin. Biochem. 30, pp. 91–113
321. Jang, M., Cai, L., Udeani, G.O., Slowing, K.V., Thomas, C.F., Beecher,
C.W., Fong, H.H., Farnsworth, N.R., Kinghorn, A.D., Mehta, R.G., Moon,
R.C. and Pezzuto, J.M., 1997. Cancer chemopreventive activity of resveratrol,
a natural product derived from grapes. Science 275, pp. 218–220
322. Subbaramaiah, K., Chung, W.J., Michaluart, P., Telang, N., Tanabe, T.,
Inoue, H., Jang, M., Pezzuto, J.M. and Dannenberg, A.J., 1998. Resveratrol
inhibits cyclooxygenase-2 transcription and activity in phorbol ester-treated
human mammary epithelial cells. J. Biol. Chem. 273, pp. 21875–21882
323. Stewart, J.R., Ward, N.E., Ioannides, C.G. and O’Brian, C.A., 1999.
Resveratrol preferentially inhibits protein kinase C-catalyzed phosphorylation
of a cofactor-independent, arginine-rich protein substrate by a novel
mechanism. Biochemistry 38, pp. 13244–13251
324. Manna, S.K., Mukhopadhyay, A. and Aggarwal, B.B., 2000. Resveratrol
suppresses TNF-induced activation of nuclear transcription factors NF- B,
activator protein-1, and apoptosis: potential role of reactive oxygen
intermediates and lipid peroxidation. J. Immunol. 164, pp. 6509–6519.
325. Culpitt, S.V., Rogers, D.F., Fenwick, P.S., Shah, P., De Matos, C., Russell,
R.E., Barnes, P.J. and Donnelly, L.E., 2003. Inhibition by red wine extract,
resveratrol, of cytokine release by alveolar macrophages in COPD. Thorax 58,
pp. 942–946
326. Holmes-McNary, M. and Baldwin Jr., A.S., 2000. Chemopreventive
properties of trans-resveratrol are associated with inhibition of activation of
the I B kinase. Cancer Res. 60, pp. 3477–3483
327. Frankel, E.N., Waterhouse, A.L. and Kinsella, J.E., 1993. Inhibition of
human LDL oxidation by resveratrol. Lancet 341, pp. 1103–1104
328. Fontecave, M., Lepoivre, M., Elleingand, E., Gerez, C. and Guittet, O.,
1998. Resveratrol, a remarkable inhibitor of ribonucleotide reductase. FEBS
Lett. 421, pp. 277–279

125
329. Sun, N.J., Woo, S.H., Cassady, J.M. and Snapka, R.M., 1998. DNA
polymerase and topoisomerase II inhibitors from Psoralea corylifolia. J. Nat.
Prod. 61, pp. 362–366
330. Jang, M., Cai, L., Udeani, G.O., Slowing, K.V., Thomas, C.F., Beecher,
C.W., Fong, H.H., Farnsworth, N.R., Kinghorn, A.D., Mehta, R.G., Moon,
R.C. and Pezzuto, J.M., 1997. Cancer chemopreventive activity of resveratrol,
a natural product derived from grapes. Science 275, pp. 218–220
331. O.P. Mgbonyebi, J. Russo and I.H. Russo, Antiproliferative effect of
synthetic resveratrol on human breast epithelial cells. Int. J. Oncol. 12 (1998),
pp. 865–869.
332. Y.-J. Surh, Y.-J. Hurh, J.-Y. Kang, E. Lee, G. Kong and S.J. Lee,
Resveratrol, an antioxidant present in red wine, induces apoptosis in human
promyelocytic leukemia (HL-60) cells. Cancer Lett. 136 (1999), pp. 1–10.
333. S. Stahl, T.Y. Chun and W.G. Gray, Phytoestrogens act as estrogen agonists
in an estrogen-responsive pituitary cell line. Toxicol. Appl. Pharmacol. 152
(1998), pp. 41–48
334. Setchell, K.D., Lawson, A.M., Borriello, S.P., Harkness, R., Gordon, H.,
Morgan, D.M., Kirk, D.N., Adlercreutz, H., Anderson, L.C. and Axelson, M.,
1981. Lignan formation in man—microbial involvement and possible roles in
relation to cancer. Lancet 2, pp. 4–7
335. Glitsø, L.V., Mazur, W., Adlercreutz, H., Wähälä, K., Mäkelä, T.,
Sandström, B. and Wahala, K., 2000. Intestinal metabolism of rye lignans in
pigs. Br. J. Nutr. 84, pp. 429–437.
336. L.U. Thompson, P. Robb, M. Serraino and F. Cheung, Mammalian lignan
production from various foods. Nutrition and Cancer 16 (1991), pp. 43–52
337. L.U. Thompson, S.E. Rickard, F. Cheung et al., Variability in anticancer
lignan levels in flaxseed. Nutrition and Cancer 27 (1997), pp. 26–30.
338. K.D.R. Setchell and H. Adlercreutz, Mammalian lignans and phyto-
estrogens. Recent studies on their formation, metabolism and biological role in
health and disease. In: I.R. Rowland, Editor, Role of the Gut Flora in Toxicity
and Cancer, Academic Press, London (1988).
339. M. Clemons and P. Goss, Oestrogen and the risk of breast cancer. New
England Journal of Medicine 344 (2001), pp. 276–285.

126
340. D.A. Shutt and R.I. Cox, Steroid and phyto-oestrogen binding to sheep
uterine receptors in vitro. Journal of Endocrinology 52 (1972), pp. 299–310.
341. Kitts DD, Yuan YV, Wijewickreme AN, Thompson LU. Antioxidant
activity of the flaxseed lignan secoisolariciresinol diglycoside and its
mammalian lignan metabolites enterodiol and enterolactone. Mol Cell
Biochem. 1999; 202:91-100.
342. Prasad K. Hydroxyl radical-scavenging property of secoisolariciresinol
diglucoside isolated from flax-seed. Mol Cell Biochem. 1997; 168:117-123.
343. Prasad K. Oxidative stress as a mechanism of diabetes in diabetic BB
prone rats: effect of secoisolariciresinol diglucoside (SDG). Mol Cell
Biochem. 2000; 209:89-96.
344. Pool-Zobel BL, Adlercreutz H, Glei M, et al. Isoflavonoids and lignans
have different potentials to modulate oxidative genetic damage in human
colon cells. Carcinogenesis. 2000; 21:1247-1252
345. Schottner M, Spiteller G. Lignans interfering with 5alpha-
dihydrotestosterone binding to human sex hormone-binding globulin. J Nat
Prod. 1998; 61:119-121
346. L.U. Thompson , Flaxseed, lignans, and cancer. In: S.C. Cunnane and L.U.
Thompson, Editors, Flaxseed in Human Nutrition, AOCS Press, Illinois
(1995), pp. 219–236
347. P. Pietinen, K. Stumpf, S. Männistö et al., Serum enterolactone and risk of
breast cancer: a case-control study in eastern Finland. Cancer Epidem
Biomark Prev 70 (2001), pp. 339–344
348. Thompson LU, Seidl MM, Rickard SE, et al. Antitumorigenic effect of a
mammalian lignan precursor from flaxseed. Nutr Cancer. 1996; 26:159-165.
349. Li D, Yee JA, Thompson LU, Yan L. Dietary supplementation with
secoisolariciresinol diglycoside (SDG) reduces experimental metastasis of
melanoma cells in mice. Cancer Letters. 1999; 142:91-96.
350. Agarwal et al. Tomato lycopene and its role in human health and
chronic diseases. CMAJ 163:739-744, 2000

351. Rock CL. Carotenoids: biology and treatment. Pharmacol Ther


1997;75:185-97

127
352. Lamson DW, Brignall MS. Natural agents in the prevention of cancer
part I: human chemoprevention trials. Altern Med Rev 2001;6:7-19.
353. Cooper DA, Eldridge AL, Peters JC. Dietary carotenoids and certain
cancers, heart disease, and age-related macular degeneration: a review of
recent research. Nutr Rev 1999;57:201-214.
354. Brignall MS, Lamson DW. Re: Beta-carotene: a miss for
epidemiology? J Natl Cancer Inst 2000;92:1014.[letter]
355. Narisawa T, Fukaura Y, Hasebe M, et al. Inhibitory effects of natural
carotenoids, alphacarotene, beta-carotene, lycopene and lutein, on colonic
aberrant crypt foci formation in rats. Cancer Lett 1996;107:137-142.
356. Yeum KJ, Zhu S, Xiau S, et al. Beta-carotene interventional trial in
premalignant gastric lesions. J Am Coll Nutr 1995;14:536.
357. Omaye ST, Krinsky NI, Kagan VE, et al. Betacarotene: friend or foe?
Fundam Appl Toxicol 1997;40:163-174.
358. Wang XD, Russell RM. Procarcinogenic and anticarcinogenic effects
of beta-carotene. Nutr Rev 1999;57:263-272.
359. Giovannucci E, Ascherio A, Rimm EB, et al. Intake of carotenoids and
retinol in relation to risk of prostate cancer. J Natl Cancer Inst 1995;87:1767-
1776.
360. Gann PH, Ma J, Giovannucci E, et al. Lower prostate cancer risk in
men with elevated plasma lycopene levels: results of a prospective analysis.
Cancer Res 1999;59:1225-1230.
361. Zhang S, Tang G, Russell RM, et al. Measurement of retinoids and
carotenoids in breast adipose tissue and a comparison of concentrations in
breast cancer cases and control subjects. Am J Clin Nutr 1997;66:626-632.
362. Pastori M, Pfander H, Boscoboinik D, Azzi A. Lycopene in association
with alpha-tocopherol inhibits at physiological concentrations proliferation of
prostate carcinoma cells. Biochem Biophys Res Commun 1998;250:582-585.
363. Levy J, Bosin E, Feldman B, et al. Lycopene is a more potent inhibitor
of human cancer cell proliferation than either alpha-carotene or beta-carotene.
Nutr Cancer 1995;24:257-266.
364. Nagasawa H, Mitamura T, Sakamoto S, Yamamoto K. Effects of
lycopene on spontaneous mammary tumour development in SHN virgin mice.
Anticancer Res 1995;15:1173- 1178.

128
365. Narisawa T, Fukaura Y, Hasebe M, et al. Prevention of N-
methylnitrosourea-induced colon carcinogenesis in F344 rats by lycopene and
tomato juice rich in lycopene. Jpn J Cancer Res 1998;89:1003-1008.
366. Riso P, Pinder A, Santangelo A, Porrini M. Does tomato consumption
effectively increase the resistance of lymphocyte DNA to oxidative damage?
Am J Clin Nutr 1999;69:712-718.
367. Karas M, Amir H, Fishman D, et al. Lycopene interferes with cell
cycle progression and insulin-like growth factor I signaling in mammary
cancer cells. Nutr Cancer 2000;36:101-111.
368. Ozaki, Y., Ayano, S., Inaba, N., Miyake, M., Berhow, M.A. and
Hasegawa, S. 1995. Limonoid glucosides in fruit, juice and processing by-
products of Satsuma Mandarin (Citrus unshiu Marcov.). J. Food Sci. 60:186-
189.
369. Ahn, JW. 1994. "Cytotoxic Limonoids from Melia azedarach
var.japonica." Phytochemistry. Volume 36, Number 1. Pages 1493-1496.
370. Lam, L.K.T., Zhang, J. and Hasegawa, S. 1994. Citrus limonoid reduction of
chemically induced tumorigenesis. Food Technology 1994:104-108
371. Lam, L.K.T., and Hasegawa, S. 1989. Inhibition of benzo[a]pyrene-
induced forestomach neoplasia in mice by citrus limonoids. Nutr. Cancer
12:43-47.
372. Lam, LKT; Zhang, J; Hasagawa, S. 1995. " Inhibition of Chemically
Induced Carcinogenisis by Citrus Limonoids." ACS symposium Series
1994. American Citrus Society. Ft.Lauderdale, Florida.
373. Miller, E.G., Fanous, R., Rivera-Hidalgo, F., Binnie, W.H., and
Hasegawa, S. 1989. The effect of citrus limonoids on hamster buccal pouch
carcinogenesis. Carcinogenesis 10:1535-1537.
374. Miller, E.G., Gonzales-Sanders, A.P., Couvillon, A.M., Wright, J.M.,
Hasegawa, S. and Lam, L.K.T. 1992. Inhibition of hamster buccal pouch
carcinogenesis by limonin 17-D-glucopyranoside. Nutr. Cancer 17:1-7.
375. Guthrie, N., Hasegawa, S., Manners, G. And Vandenberg,T. 2000.
Inhibition of human breast cancer cells by citrus limonoids. In: Citrus
Limonoids: Functional Chemicals in Agriculture and Foods, Ed. Berhow, M.,
Hasegawa, S. and Manners, G. ACS Symposium series 758. pp.164-174.

129
376. Tanaka, T., Kohno, H., Kawaqbata, K., Honjo, S. and Miyake, M. and
Wada, K. 2000. Citrus limonoids obacunone and limonin inhibit the
development of a precursor lesion, aberrant crypt foci for colon cancer in rats.
In: Citrus Limonoids: Functional Chemicals in Agriculture and Foods, Ed.
Berhow, M., Hasegawa, S. and Manners, G. ACS Symposium series 758. pp.
145-163.
377. Ling WH, Jones PJ. Dietary phytosterols: a review of metabolism,
benefits and side effects. Life Sci. 1995; 57:195-206.
378. Awad, A & CS Fink. Phytosterols as anticancer dietary components:
evidence and mechanism of action. J Nutr 130, 2127-30 (2000).
379. Awad, AB et al. Effect of B-sitosterol, a plant sterol, on growth, protein
phosphatase 2A, and phospholipase D in LNCaP cells. Nutr Cancer 36, 74-8
(2000).
380. Awad, AB et al. Phytosterols reduce in vitro metastatic ability of MDA-MB-
231 human breast cancer cells. Nutr Cancer 40, 157-64 (2001).
381. Awad, AB et al. In vitro and in vivo (SCID mice) effects of phytosterols on
the growth and dissemination of human prostate cancer PC-3 cells. Eur J
Cancer Prev 10, 507-13 (2001).
382. Rubnov, S et al. Suppressors of cancer cell proliferation from fig (Ficus
carica) resin: isolation and structure elucidation. J Nat Prod 64, 993-6 (2001).
383. De Stefani, A et al. Plant sterols and risk of stomach cancer: a case-control
study in Uruguay. Nutr Cancer 37, 140-4 (2000).
384. De Stefani, A et al. Vegetables, fruits, related dietary antioxidants, and risk
of squamous cell carcinoma of the esophagus: a case-control study in
Uruguay. Nutr Cancer 38, 23-9 (2000).
385. Block E. The chemistry of garlic and onions. Sci Am 1985, 252: 114 -
119
386. Koch, H.P. and Lawson, L.D. (eds.) (1996). Garlic: The Science and
Therapeutic Application of Allium sativum L. and Related Species, 2nd
edition. Baltimore: Williams & Wilkins Publishing Co.
387. Milner JA. Garlic: its anticarcinogenic and antitumorigenic properties. Nut
Rev 1996;54:S82-6.
388. Lea, M.A. Organosulfur compounds and Cancer. Ad Exp Med Biol
1996. 401:147-54

130
389. Kyo E., Uda N., Suzuli M., Kakimoto, M., Ushijima M., Kasunga S.,
Itakura Y.: Immunomodulation and antitumour activities of aged garlic.
Phyto-medicine, 1998, 5, 259–267
390. Schaffer EM, Liu JZ, Green J, Dangler CA, Milner JA. Garlic and
associated allyl sulfur components inhibit N-methyl-N-nitrosourea induced rat
mammary carcinogenesis. Cancer Lett 102:199-204 (1996).
391. Balasenthil S, Ramachandran CR, Nagini S (2001) Prevention of 4-
nitroquinoline 1-oxide-induced rat tongue carcinogenesis of garlic. Fitoterapia
72:524-531
392. Sparnins VL, et al., Effects of organosulfur compounds from garlic and
onions on benzo[a]pyrene-induced neoplasia and glutathione S-transferase in
the mouse. Carcinogenesis 1988 Jan;9(1):131-4.
393. Siegers CP, et al. "The effects of garlic preparations against human
tumor cell proliferation." Phytomed. 1999;6(1):7-11.
394. Nakagawa H, Tsuta K, Kiuchi K, Senzaki H, Tanaka K, Hioki K, Tsubura
A: Growth inhibitory effects of diallyl disulfide on human breast cancer cell
lines. Carcinogenesis 2001, 22:891-897.
395. Le Bon AM, Siess MH. Organosulfur compounds from allium and the
chemoprevention of cancer. Drug Metabol Drug Interact 2000;17:51-79.
396. Liu JZ, Lin RI, Milner JA. Inhibition of 7,12-dimethylbenz(a)anthracene-
induced mammary tumors and DNA adducts by garlic powder. Carcinogenesis
1992; 13: 1847-51.
397. Lin X.-Y., Liu J. Z., Milner J. A. Dietary garlic suppresses DNA adducts
caused by N-nitroso compounds. Carcinogenesis 1994;15:349-352
398. Fujita K; Kamataki T. Screening of organosulfur compounds as inhibitors of
human CYP2A6. 2001 DRUG METABOLISM AND DISPOSITION
29(7):983-989
399. Guyonnet D et al. Antimutagenic activity of organosulfur compounds from
Allium is associated with phase II enzyme induction. Mutat Res Genet Toxicol
Environ Mutagen 2001, 495: 135-145.
400. Moon D-G et al. Allium sativum potentiates suicide gene therapy for murine
transitional cell carcinoma. Nutr Cancer 2000, 38: 98-105
401. ΕrnstE. 'Can allium vegetables prevent cancer?' Phytomedicine 1997; 4: 79-
83 Εrnst

131
402. Kjær, A., 1974. The natural distribution of glucosinolates: a uniform
group of sulfur-containing glucosides. In: Bendy, G. and Santesson, J.,
Editors, 1974. Chemistry in Botanical Classification, Academic Press,
London, pp. 229–234.
403. Kjær, A., 1976. Glucosinolates in the Cruciferae. In: Vaughan, J.G.,
MacLeod, A.J. and Jones, B.M.G., Editors, 1976. The Biology and Chemistry
of the Cruciferae, Academic Press, London, pp. 207–219.
404. Ettlinger, M.G. and Kjær, A., 1968. Sulfur compounds in plants. Recent
Advances in Phytochemistry 1, pp. 59–144.
405. Steinmetz, K.A. and Potter, J.D., 1991. Vegetables, fruit, and cancer. I.
Epidemiology. Cancer Causes and Control 2, pp. 325–357. Abstract-
MEDLINE
406. Steinmetz, K.A. and Potter, J.D., 1996. Vegetables, fruit, and cancer
prevention: a review. Journal of the American Dietetic Association 96, pp.
1027–1039.
407. Block, G., Patterson, B. and Subar, A., 1992. Fruit, vegetables, and cancer
prevention: a review of the epidemiological evidence. Nutrition and Cancer
18, pp. 1–29.
408. Doll, R., 1992. The lessons of life: keynote address to the nutrition and
cancer conference. Cancer Research 52, pp. 2024s–2029s
409. Wattenberg, L.W., Hanley, A.B., Garany, G., Sparnins, V.L., Lam, L.K.T.
and Fenwick, G.R., 1986. Inhibition of carcinogenesis by some minor dietary
constituents. In: Hayashi, Y. et al., 1986. Diet, Nutrition & Cancer, Japan Sci.
Soc. Press, Tokyo, pp. 193–203
410. Tawfiq, N., Heaney, R.K., Plumb, J.A., Fenwick, G.R., Musk, S.R. and
Williamson, G., 1995. Dietary glucosinolates as blocking agents against
carcinogenesis: glucosinolate breakdown products assessed by induction of
quinone reductase activity in murine hepa1c1c7 cells. Carcinogenesis 16, pp.
1191–1194.
411. Zhang, Y. and Talalay, P., 1994. Anticarcinogenic activities of organic
isothiocyanates: chemistry and mechanisms. Cancer Research 54, pp. 1976s–
1981s

132
412. Zhang, Y. and Talalay, P., 1998. Mechanism of differential potencies of
isothiocyanates as inducers of anticarcinogenic Phase 2 enzymes. Cancer
Research 58, pp. 4632–4639
413. Barcelo, S., Gardiner, J.M., Gescher, A. and Chipman, J.K., 1996. CYP2E1-
mediated mechanism of anti-genotoxicity of the broccoli constituent
sulforaphane. Carcinogenesis 17, pp. 277–282.
414. Nastruzzi, C., Cortesi, R., Esposito, E., Menegatti, E., Leoni, O., Iori, R. and
Palmieri, S., 1996. In vitro cytotoxic activity of some glucosinolate-derived
products generated by myrosinase hydrolysis. Journal of Agricultural and
Food Chemistry 44, pp. 1014–1021
415. International Life Sciences Institute, 1999. Isothiocyanates. Critical Reviews
in Food Science and Nutrition 39, pp. 245–257
416. Gamet-Payrastre, L., Li, P., Lumeau, S., Cassar, G., Dupont, M.-A.,
Chevolleau, S., Gasc, N., Tulliez, J. and Terce, F., 2000. Sulforaphane, a
naturally occurring isothiocyanate, induces cell cycle arrest and apoptosis in
HT29 human colon cancer cells. Cancer Research 60, pp. 1426–1433
417. Nakamura, Y., Ohigashi, H., Masuda, S., Murakami, A., Morimitsu, Y.,
Kawamoto, Y., Osawa, T., Imagawa, M. and Uchida, K., 2000. Redox
regulation of glutathione S-transferase induction by benzyl isothiocyanate:
correlation of enzyme induction with the formation of reactive oxygen
intermediates. Cancer Research 60, pp. 219–225
418. Zhang, Y., Kensler, T.W., Cho, C.G., Posner, G.H. and Talalay, P., 1994.
Anticarcinogenic activities of sulforaphane and structurally related synthetic
norbornyl isothiocyanates. Proceedings of the National Academy of Science of
the USA 91, pp. 3147–3150
419. Fahey, J.W., Zhang, Y. and Talalay, P., 1997. Broccoli sprouts: an
exceptionally rich source of inducers of enzymes that protect against chemical
carcinogens. Proceedings of the National Academy of Science of the USA 94,
pp. 10367–10372.
420. Fahey, J.W. and Talalay, P., 1999. Antioxidant functions of sulforaphane: a
potent inducer of Phase 2 detoxication enzymes. Food and Chemical
Toxicology 37, pp. 973–979
421. Gamet-Payrastre, L., Lumeau, S., Gasc, N., Cassar, G., Rollin, P. and
Tulliez, J., 1998. Selective cytostatic and cytotoxic effects of glucosinolates

133
hydrolysis products on human colon cancer cells in vitro. Anticancer Drugs 9,
pp. 141–148.
422. Mahéo, K., Morel, F., Langouët, S., Kramer, H., Le Ferrec, E., Ketterer, B.
and Guillouzo, A., 1997. Inhibition of cytochromes P-450 and induction of
glutathione S-transferases by sulforaphane in primary human and rat
hepatocytes. Cancer Research 57, pp. 3649–3652.
423. Morel, F., Langouët, S., Mahéo, K. and Guillouzo, A., 1997. The use of
primary hepatocyte cultures for the evaluation of chemoprotective agents.
Cellular Biology and Toxicology 13, pp. 323–329
424. Barcelo, S., Gardiner, J.M., Gescher, A. and Chipman, J.K., 1996. CYP2E1-
mediated mechanism of anti-genotoxicity of the broccoli constituent
sulforaphane. Carcinogenesis 17, pp. 277–282
425. Gamet-Payrastre, L., Li, P., Lumeau, S., Cassar, G., Dupont, M.-A.,
Chevolleau, S., Gasc, N., Tulliez, J. and Terce, F., 2000. Sulforaphane, a
naturally occurring isothiocyanate, induces cell cycle arrest and apoptosis in
HT29 human colon cancer cells. Cancer Research 60, pp. 1426–1433
426. G.R. Fenwick and R.K. Heany, Glucosinolates and their breakdown
products in cruciferous crops, foods and feedingstuffs, Food Chem., 11 (1983)
2499271.
427. Wong GY, Bradlow L, Sepkovic D, et al. Dose-ranging study of
indole-3-carbinol for breast cancer prevention. J Cell Biochem Suppl 1997;28-
29:111-116.
428. Michnovicz JJ. Increased estrogen 2-hydroxylation in obese women
using oral indole-3- carbinol. Int J Obes Relat Metab Disord 1998;22:227-229.
429. Bradlow HL, Michnovicz JJ, Halper M, et al. Long-term responses of
women to indole-3- carbinol or a high fiber diet. Cancer Epidemiol
Biomarkers Prev 1994;3:591-595.
430. Schneider J, Kinne D, Fracchia A, et al. Abnormal oxidative
metabolism of estradiol in women with breast cancer. Proc Natl Acad Sci U S
A 1982;79:3047-3051.
431. Meilahn EN, De Stavola B, Allen DS, et al. Do urinary oestrogen
metabolites predict breast cancer? Guernsey III cohort follow-up. Br J Cancer
1998;78:1250-1255.

134
432. De Kruif CA, Marsman JW, Venekamp JC, et al. Structure elucidation
of acid reaction products of indole-3-carbinol: detection in vivo and enzyme
induction in vitro. Chem Biol Interact 1991;80:303-315.
433. Shertzer HG, Senft AP. The micronutrient indole-3-carbinol:
implications for disease and chemoprevention. Drug Metabol Drug Interact
2000;17:159-188.
434. Chinni SR, Li Y, Upadhyay S, et al. Indole-3-carbinol (I3C) induced
cell growth inhibition, G1 cell cycle arrest and apoptosis in prostate cancer
cells. Oncogene 2001;20:2927-2936.
435. Hudson EA, Howells L, Ball HW, et al. Mechanisms of action of
indole-3-carbinol as a chemopreventive agent. Biochem Soc Trans
1998;26:S370.
436. Cover CM, Hsieh SJ, Tran SH, et al. Indole-3-carbinol inhibits the
expression of cyclindependent kinase-6 and induces a G1 cell cycle arrest of
human breast cancer cells independent of estrogen receptor signaling. J Biol
Chem 1998;273:3838-3847.
437. Exon JH, South EH. Dietary indole-3-carbinol alters immune functions
in rats. J Toxicol Environ Health A 2000;59:271-279.
438. Pence BC, Buddingh F, Yang SP. Multiple dietary factors in the
enhancement of dimethylhydrazine carcinogenesis: main effect of indole-3-
carbinol. J Natl Cancer Inst 1986;77:269-276.
439. Kim DJ, Han BS, Ahn B, et al. Enhancement by indole-3-carbinol of
liver and thyroid gland neoplastic development in a rat medium-term
multiorgan carcinogenesis model. Carcinogenesis 1997;18:377-381.
440. Terry P, Wolk A, Persson I, Magnusson C. Brassica vegetables and
breast cancer risk. JAMA 2001;285:2975-2977.
441. Cohen JH, Kristal AR, Stanford JL. Fruit and vegetable intakes and
prostate cancer risk. J Natl Cancer Inst 2000;92:61-68.
442. London SJ, Yuan JM, Chung FL, et al. Isothiocyanates, glutathione S-
transferase M1 and T1 polymorphisms, and lung cancer risk: a prospective
study of men in Shanghai, China. Lancet 2000;356:724-729.
443. Zhang SM, Hunter DJ, Rosner BA, et al. Intakes of fruits, vegetables,
and related nutrients and the risk of non-Hodgkin’s lymphoma among women.
Cancer Epidemiol Biomarkers Prev 2000;9:477-485.

135
444. van Poppel G, Verhoeven DT, Verhagen H, Goldbohm RA. Brassica
vegetables and cancer prevention. Epidemiology and mechanisms. Adv Exp
Med Biol 1999;472:159-168.
445. Matthew S. Brignall. Prevention and Treatment of Cancer with Indole-
3-Carbinol. Altern Med Rev 2001:6(6):580-589
446. C.E. Modly, M. Das, P.S. Don, C.S. Marcelo, H. Mukhtar, D.R.
Bickers, Capsaicin as an in vitro inhibitor of benzo[a]pyrene metabolism and
its DNA binding in human and murine keratinocytes, Drug Metab. Dipos. 14
(1986) 413–416.
447. R.W. Teel, Effects of capsaicin on rat liver S9-mediated metabolism
and DNA binding of aflatoxin, Nutr. Cancer 15 (1991) 27–32.
448. Z. Zhang, S.M. Hamilton, C. Stewart, A. Strother, R.W. Teel,
Inhibition of liver microsomal cytochrome P-450 activity and metabolism of
the tobacco-specific nitrosamine NNK by capsaicin and ellagic acid,
Anticancer Res. 13 (1993) 2341–2346.
449. R.W. Teel, Z. Zhang, H. Huynh, S.M. Hamilton, Effects of capsaicin
on the metabolic activation of heterocyclic amines and on cytochrome P450
1A2 activity in hamster liver microsomes, Proc. Am. Assoc. Cancer Res. 38
(1997) 363. 917–920.
450. D.J. Morre, P.J. Chueh, D.M. Morre, Capsaicin inhibits preferentially
the NADH oxidase and growth of transformed cells in culture, Proc. Natl.
Acad. Sci. 92 (1995) 1831–1835. melanoma by S-allyl cysteine, Oncology 50
(1993) 63–69.
451. E. Buiatti, D. Palli, A. Decarli, D. Amadori, C. Avellini, S. Bianchi, R.
Biserni, F. Cipriani, P. Cocco, A. Giacosa, A case-control study of gastric
cancer and diet in Italy, Int. J. Cancer 44 (1989) 611–616.
452. L. Lopez-Carrillo, A.M. Hernandez, R. Dubrow, Chili pepper
consumption and gastric cancer in Mexico: a case control study, Am. J.
Epidemiol. 139 (1994) 263–271.
453. C. Hoch-Ligeti, Naturally occurring dietary agents and their role in
production of tumors, Tex. Rep. Biol. Med. 10 (1952) 996–1005.
454. B. Toth, P. Gannett, Carcinogenicity of lifelong administration of
capsaicin of hot pepper in mice, In Vivo 6 (1992) 59–63. Women’s Health
Study, Am. J. Epidemiol. 139 (1994) 1–15.

136
455. B. Toth, E. Rogan, B. Walker, Tumorigenicity and mutagenicity
studies with capsaicin of hot peppers, Anticancer Res. 4 (1984) 117–119.
456. R.C. Agrawal, M. Wiessler, E. Hecker, S.V. Bhide, Tumour promoting
effects of chili extracts in BALB/c mice, Int. J. Cancer 38 (1986) 689–695.
457. Y.J. Surh, S.S. Lee, Capsaicin, a double-edged sword: toxicity,
metabolism, and chemopreventive potential, Life Sci. 56 (1995) 1845–1855.
458. R.K. Reen and J. Singh, In vitro and in vivo inhibition of pulmonary
cytochrome P450 activities by piperine. J Exp Biol 29 (1991), pp. 568–573.
Abstract-MEDLINE | Abstract-EMBASE
459. F.M. Rauscher, R.A. Sanders and J.B. Watkins, Effects of piperine on
antioxidant pathways in tissues from normal and streptozotocin induced
diabetic rats. J Biochem Mol Toxicol 14 (2000), pp. 329–334. Abstract-
MEDLINE | Abstract-Beilstein Abstracts | Full Text via CrossRef
460. A.C. Reddy and B.R. Lokesh, Studies on spices principles as
antioxidants in the inhibition of lipid peroxidation of rat liver microsomes.
Mol Cell Biochem 111 (1992), pp. 117–124. Abstract-MEDLINE | Abstract-
EMBASE
461. R. Mittal and R.L. Gupta, Invitro antioxidants activity of piperine.
Methods Finding Exp Clin Pharmaco l22 (2000), pp. 163–167.
462. Balakoul and K. Aruna, Evaluation of the liver protective potential of
piperine on active principle of black and long peppers. Planta Med 59 (1993),
pp. 413–419.
463. N. Nakini, K. Sabitha, P. Viswanathan and V.P. Menon, Spices and
glycoproteins metabolism in experimental colon cancer in rats. Med Sci Res
26 (1998), pp. 781–784.
464. A. Allameh, M. Saxena, G. Biswas, H.G. Raj, J. Singh and N. Srivastava,
Piperine, a plant alkaloid of the piper species, enhances the bioavailability of
aflatoxin B1 in rat tissues. Cancer Lett 61 (1992), pp. 195–199.
465. K. Selvendiran, J. Prince vijeya singh, K. Babakrishnan and D.
Sakthisekaran, Cytoprotective effect of piperine against B(a)p induced lung
cancer with reference to antioxidant systems in Swiss albino mice. Fitoterapia
74 (2003), pp. 109–115. SummaryPlus | Full Text + Links | PDF (68 K)
466. K. Selvendiran, P. Senthilnathan and D. Sakthisekaran, Modulatory
effect of piperine on altered mitochondrial antioxidant system in B(a)p

137
induced lung carcinogenesis in Swiss albino mice. Phytomedicine 10 (2003),
pp. 825–827.
467. K. Annu, T. Neelima, Z. Usha and K.L. Bedi, Piperine modulation of
carcinogen induced oxidative stress in intestinal mucosa. Mol Cell Biochem
189 (1998), pp. 113–118.
468. K. Selvendiran and D. Sakthisekaran. Chemopreventive effect of
piperine on modulating lipid peroxidation and membrane bound enzymes in
benzo(a)pyrene induced lung carcinogenesis. Biomedecine &
Pharmacotherapy Volume 58, Issue 4 , May 2004, Pages 264-267
469. Karekar VR, Mujumdar AM, Joshi SS, et al. Assessment of genotoxic effect
of piperine using Salmonella typhimurium and somatic and somatic and germ
cells of Swiss albino mice. Arzneimittelforschung. 1996; 46:972-975
470. Shenoy NR, Choughuley AS. Characterization of potentially mutagenic
products from the nitrosation of piperine. Cancer Lett. 1992; 64:235-239.
471. Unchern S, Nagata K, Saito H, Fukuda J. Piperine, a pungent alkaloid, is
cytotoxic to cultured neutrons from the embryonic rat brain. Biol Pharm Bull.
1994; 17:403-406.
472. T. Mustafa, K.C. Srivastava and K.B. Jensen, Drug development report
(9): pharmacology of ginger, Zingiber officinale. J. Drug Dev. 6 (1993), pp.
25–39.
473. N. Mascolo, R. Jain, S.C. Jain and F. Capasso, Ethnopharmacologic
investigation of ginger (Zingiber officinale). J. Ethnopharmacol. 27 (1989),
pp. 129–140
474. R. Aeschbach, J. Loliger, B.C. Scott, A. Murcia, J. Butler, B. Halliwell
and O.I. Aruoma, Antioxidant actions of thymol, carbacrol, 6-gingerol,
zingerone and hydroxytyrosol. Food Chem. Toxicol. 32 (1994), pp. 31–36.
475. H. Kikuzaki and N. Nakatani, Antioxidant effects of some ginger
constituents. J. Food Sci. 58 (1993), pp. 1407–1410.
476. H. Kikuzaki, Y. Kawasaki, N. Nakatani, Structure of antioxidative
compounds in ginger, in: C.-T. Ho, T. Osawa, M.-T. Huang, R.T. Rosen
(Eds.), Food Phytochemicals for Cancer Prevention II, American Chemical
Society, Washington, DC, 1994, pp. 237–243.

138
477. W.-S. Chang, Y.-H. Chang, F.-J. Lu and H.-C. Chiang, Inhibitory
effects of phenolics on xanthine oxidase. Anticancer Res. 14 (1994), pp. 501–
506.
478. Surh, Y.-J., Park, K.-K., Chun, K.-S., Lee, J.-M., Lee, E., Lee, S.S., 1999.
Anti-tumor promoting activities of selected pungent substances present in
ginger. Journal of Environmental Toxicology, Pathology and Oncology 18,
131–139
479. Kiuchi et al., 1982. F. Kiuchi, M. Shibuya and U. Sankawa , Inhibitors
of prostaglandin biosynthesis from Alpinia officinarum. Chemical and
Pharmaceutical Bulletin 30 (1982), pp. 2279–2282.
480. Kiuchi et al., 1992. F. Kiuchi, S. Iwakami, M. Shibuya, F. Hanaoka
and U. Sankawa , Inhibition of prostagndin leukotriene biosynthesis by
gingerols and diarylheptanoids. Chemical and Pharmaceutical Bulletin 40
(1992), pp. 387–391.
481. D.L. Flynn and M.F. Rafferty , Inhibition of 5-hydroxy-eicosatetraenoic acid
(5-HETE) formation in intact human neutrophils by naturally occurring
diarylheptanoids: inhibitory activities of curcuminoids and yakuchinones.
Prostaglandins Leukotrienes and Medicine 22 (1986), pp. 357–360
482. K.-K. Park, K.-S. Chun, J.-M. Lee, S.S. Lee and Y.-J. Surh , Inhibitory
effects of [6]-gingerol, a major pungent principle of ginger, on phorbol ester-
induced inflammation, epidermal ornithine decarboxylase activity and skin
tumor promotion in ICR mice. Cancer Letters 129 (1998), pp. 139–144
483. N. Yoshimi, A. Wang, Y. Morishita, T. Tanaka, S. Sugie, K. Kawai, J.
Yamahara and H. Mori , Modifying effects of fungal and herb metabolites on
azoxymethane-induced intestinal carcinogenesis in rats. Japanese Journal of
Cancer Research 83 (1992), pp. 1273–1278.
484. F. Suzuki, M. Kobayashi, Y. Komatsu, A. Kato and R.B. Pollard , Keishi-
ka-kai-to, a traditional Chinese herbal medicine, inhibits pulmonary metastasis
of B16 melanoma. Anticancer Research 17 2A (1997), pp. 873–878
485. E. Lee and Y.-J. Surh , Induction of apoptosis in HL-60 cells by pungent
vanilloids, [6]-gingerol and [6]-paradol. Cancer Letters 134 (1998), pp. 163–
168

139
486. M. Bode, W.-Y. Ma, Y.-J. Surh and Z. Dong , Inhibition of epidermal
growth factor-induced cell transformation and activator protein 1 activation by
[6]-gingerol. Cancer Research 61 (2001), pp. 850–853
487. Hendry GAF: Chlorophylls and chlorophyll derivatives. In: Natural
Food Colorants. Hendry GAF and Houghton JD (eds). Blackie Academic &
Professional, New York, 1996, pp131-156
488. Breinholt V, Hendricks J, Pereira C, et al. Dietary chlorophyllin is a
potent inhibitor of aflatoxin B1 hepatocarcinogenesis in rainbow trout. Cancer
Res. 1995; 55:57-62.
489. Chernomorsky S, Segelman A, Poretz RD. Effect of dietary
chlorophyll derivatives on mutagenesis and tumor cell growth. Teratogen
Carcinogen Mutagen. 1999; 19:313-322.
490. Dashwood RH, Breinholt V, Bailey GS. Chemopreventive properties
of chlorophyllin: inhibition of aflatoxin B1 (AFB1)-DNA binding in vivo and
antimutagenic activity against AFB1 and two heterocyclic amines in the
Salmonella mutagenicity assay. Carcinogenesis. 1991; 12:939-942.
491. Reddy AP, Harttig U, Barth MC, et al. Inhibition of
dibenzo[a,l]pyrene-induced multi-organ carcinogenesis by dietary
chlorophyllin in rainbow trout. Carcinogenesis. 1999; 20:1919-1926.
492. Robins EW, Nelson RL. Inhibition of 1,2-dimethylhydrazine-induced
nuclear damage in rat colonic epithelium by chlorophyllin. Anticancer Res.
1989; 9:981-985.
493. Ong TM, Whong WZ, Stewart J, Brockman HE. Chlorophyllin: a
potent antimutagen against environmental and dietary complex mixtures.
Mutat Res. 1986; 173:111-115.
494. Te C, Gentile JM, Baguley BC, et al. In vivo effects of chlorophyllin
on the antitumot agent cyclophosphamide. Int J Cancer. 1997; 70:84-89.
495. Sarkar, D., Sharma, A., and Talukder, G. Chlorophyll and
chlorophyllin as modifiers of genotoxic effects. Mutation Research., 318 :
239-247, 1994.
496. Arbogast, D., Bailey, G., Breinholt, V., Hendricks, J., and Pereira, C.
Dietary chlorophyllin Is a Potent Inhibitor of Aflatoxin B1
Hepatocarcinogenesis in Rainbow Trout. Cancer Research., 55 : 57-62, 1995.

140
497. Vijin I and Smeekens S 1999 Fructan : more than a reserve
carbohydrate?; Plant Physiol. 120 351–359
498. Van Loo J, Coussement P, De Leenheer L, Hoebregs H and Smits G
1995 On the presence of inulin and oligofructose as natural ingredients in
western diet; CRC Crit. Rev. Food Sci. Nutr. 35 525–552
499. Debruyn A, Alvarez A P, Sandra P and De Leenheer L 1992 Isolation
and identification of b-D-fructofuranosyl-(2,1)- D-fructose, a product of the
enzymatic hydrolysis of the inulin from Cichorium intybus.; Carbohydr. Res.
235 303–308
500. Gibson G R, Beatty E R, Wang X and Cummings J H 1995 Selective
stimulation of bifidobacteria in the human colon by oligofructose and inulin;
Gastroenterology 108 975–982
501. Gibson G R and Roberfroid M B 1995 Dietary modulation of the
human colonic microbiota: introducing the concept of prebiotics; J. Nutr. 125
1401–1412
502. Oku T, Tokunaga T and Hosoya H 1984 Non-digestibility of a new
sweetener, “Neosugars” in the rat; J. Nutr. 114 1574–1581
503. Reddy BS, Hamid R, Rao CV. Effect of dietary oligofructose and
inulin on colonic preneoplastic aberrant crypt foci inhibition. Carcinogenesis.
1997; 18:1371-1374.
504. Wang X and Gibson G R 1993 Effects of the in vitro fermentation of
oligofructose and inulin by bacteria growing in the human large intestine; J.
Appl. Bacteriol. 75 373–380 Nutr. 125 1010–1016
505. J. KRUH, Mol. and Cell. Biochem. 42 65-82 (1982).
506. S. GUPTA, G. ALPINI, R.P. VERMERU, E. HURSTON and D.A.
SHAFRITZ, Growth Factors 10 171-180 (1994).
507. Graf E. Applications of phytic acid. J Am Oil Chem Soc
1983;60:1861-1867.
508. Szwergold BS, Graham RA, Brown TR. Observation of inositol
pentakis- and hexakisphosphates in mammalian tissues by 31P NMR.
Biochem Biophys Res Commun 1987;264:874-881.
509. Harland BF, Oberleas D. Phytate in foods. Wld Rev Nutr Diet
1987;52:235-259.

141
510. Shamsuddin AM, Vucenik I, Cole KE. IP6: A novel anti-cancer agent.
Life Sci 1997;61:343- 354.
511. Midorikawa K, Murata M, Oikawa S, et al. Protective effect of phytic
acid on oxidative DNA damage with reference to cancer chemoprevention.
Biochem Biophys Res Commun 2001;288:552-557.
512. El-Sherbiny YM, Cox MC, Ismail ZA, et al. G0/G1 arrest and S phase
inhibition of human cancer cell lines by inositol hexaphosphate (IP6).
Anticancer Res 2001;21:2393-2403.
513. Shamsuddin AM. Reduction of cell proliferation and enhancement of
NK-cell activity. 1992. U.S. Patent #5,082,833.
514. Ullah A, Shamsuddin AM. Dose-dependent inhibition of large
intestinal cancer by inositol hexaphosphate in F344 rats. Carcinogenesis
1990;11:2219-2222.
515. Dong Z, Huang C, Ma WY. PI-3 in signal transduction, cell
transformation, and as a target for chemoprevention of cancer. Anticancer Res
1999;19:3743-3747.
516. Henneman PH, Benedict PH, Forbes AP, Dudley HR. Idiopathic
hypercalciuria. N Engl J Med 1958;17:802-807.
517. Dwivedi C, Heck WJ, Downie AA, et al. Effect of calcium glucarate on
beta-glucuronidase activity and glucarate content of certain vegetables and
fruits. Biochem Med Metab Biol 1990;43:83-92
518. Walaszek Z, Szemraj J, Narog M, et al. Metabolism, uptake, and
excretion of a D-glucaric acid salt and its potential use in cancer prevention.
Cancer Detect Prev 1997;21:178-190.
519. Walaszek Z, Hanausek-Walaszek M, Webb TE. Dietary glucarate-mediated
reduction of sensitivity of murine strains to chemical carcinogenesis. Cancer
Lett 1986;33:25-32.
520. Walaszek Z, Raich PC, Hanausek M, et al. Role of D-glucaric acid in lung
cancer prevention. Unpublished research. AMC Cancer Research Center,
Denver, CO
521. Oredipe OA, Barth RF, Hanausek-Walaszek M, et al. Effects of an
inhibitor of beta-glucuronidase on hepatocarcinogenesis. Proc Am Assoc
Cancer Res 1987;28:156.

142
522. Oredipe OA, Barth RF, Hanausek-Walaszek M, et al Effects of calcium
glucarate on the promotion of diethylnitrosamine-initiated altered hepatic loci
in rats. Cancer Lett 1987;38:95-99.
523. Dwivedi C, Downie AA, Webb TE. Modulation of chemically initiated
and promoted skin tumorigenesis in CD-1 mice by dietary glucarate. J Environ
Path Toxicol Oncol 1989;9:253-259.
524. Abou-Issa H, Koolemans-Beynen A, Meredith TA, Webb TE.
Antitumour synergism between non-toxic dietary combinations of isotretinoin
and glucarate. Eur J Cancer 1992;28:784-788.
525. Webb TE, Abou-Issa H, Stromberg PC, et al. Mechanism of growth
inhibition of mammary carcinomas by glucarate and the glucarate:retinoid
combination. Anticancer Res 1993; 13:2095-2100.
526. Bhatnagar R, Abou-Issa H, Curley RW, et al. Growth suppression of
human breast carcinoma cells in culture by N-(4-hydroxyphenyl) retinamide
and its glucuronide and through synergism with glucarate. Biochem
Pharmacol 1991 ;41:1471-1477.
527. Curley RW, Humpries KA, Koolemans -Beynan A, et al. Activity of d-
glucarate analogues: synergistic antiproliferative effect in cultured human
mammary tumor cells appear to specifically require the d-glucarate structure.
Life Sci 1994;54:1299-1303.
528. Abou-Issa H, Moeschberger M, Masry EI, et al. Relative efficacy of
glucarate on the initiation and promotion phases of rat mammary
carcinogenesis. Cancer Res 1995;15:805-810.
529. Yoshimi N, Walaszek Z, Moil H, et al. Inhibition of azoxymethane-
induced rat colon carcinogenesis by potassium hydrogen D-glucarate. Int J
Oncol 2000;16:43-48.
530. Schmittgen TD, Koolemans-Beynen A, Webb TE, et al. Effects of 5-
fluorouracil, leucovorin, and glucarate in rat colon-tumor explants. Cancer
Chemother Pharmacol 1992;30:25-30
531. Heerdt, AS, Young CW, Borgen PI. Calcium glucarate as a
chemopreventive agent in breast cancer, Isr J Med Sci 1995;31:101-105.
532. Horton D, Walaszek Z. Conformations of the D-glucarolactones and
D-glucaric acid in solution. Carbohydr Res 1982;105:95-109.

143
533. Walaszek Z, Hanausek-Walaszek M. D-glucaro-1,4-lactone: its
excretion in the bile and urine and effect on biliary excretion of beta-
glucuronidase after oral administration in rats. Hepatology 1988;9:552-556.
534. Selkirk JK, Cohen GM, MacLeod MC. Glucuronic acid conjugation in
the metabolism of chemical carcinogens by rodent cells. Arch Toxicol
1980;139:S171-S178.
535. Odonmazig P, Ebringerova A, Machova E, Alfoldi J. Structural and
molecular properties of the arabinogalactan isolated from Mongolian
larchwood (Larix dahurica L.). Carbohydr Res 1994;252:317-324.
536. D'Adamo P. Larch arabinogalactan. J Naturopath Med 1996;6:33-37.
537. Hagmar B, Ryd W, Skomedal H. Arabinogalactan blockade of
experimental metastases to liver by murine hepatoma. Invasion Metastasis
1991;11:348-355.
538. Beuth J, Ko HL, Oette K, et al. Inhibition of liver metastasis in mice by
blocking hepatocyte lectins with arabinogalactan infusions and D-galactose. J
Cancer Res Clin Oncol 1987;113:51-55.
539. Beuth J, Ko HL, Schirrmacher V, et al. Inhibition of liver tumor cell
colonization in two animal tumor models by lectin blocking with D-galactose
or arabinogalactan. Clin Exp Metastasis 1988 ;6:115-120.
540. Hauer J, Anderer FA. Mechanism of stimulation of human natural
killer cytotoxicity by arabinogalactan from Larix occidentalis. Cancer
Immunol Immunother 1993;36:237-244.
541. Lawson LD, Hill EG, Holman RT. Dietary fats containing concentrates
of cis or trans octadecenoates and the patterns of polyunsaturated fatty acids of
liver phosphatidylcholine and phosphatidylethanolamine. Lipids 1985;20:262-
267.
542. Kenny FS, Gee JM, Nicholson RI, et al. Effect of dietary GLA
tamoxifen on the growth, ER expression and fatty acid profile of ER positive
human breast cancer xenografts. Int J Cancer 2001;92:342-347.
543. Kenny FS, Pinder SE, Ellis IO, et al. Gamma linolenic acid with
tamoxifen as primary therapy in breast cancer. Int J Cancer 2000;85:643-648.
544. Bunce OR, Abou-El-Ela SH. Eicosanoid synthesis and ornithine
decarboxylase activity in mammary tumors of rats fed varying levels and types

144
of n-3 and/or n-6 fatty acids. Prostaglandins Leukot Essent Fatty Acids
1990;41:105-113.
545. Menendez JA, del Mar Barbacid M, Montero S, et al. Effects of
gamma-linolenic acid and oleic acid on paclitaxel cytotoxicity in human breast
cancer cells. Eur J Cancer 2001;37:402-413.
546. Plumb JA, Luo W, Kerr DJ. Effect of polyunsaturated fatty acids on
the drug sensitivity of human tumour cells lines resistant to either cisplatin or
doxorubicin. Br J Cancer 1993;67:728-733.
547. Bakshi A, Mukherjee D, Bakshi A, et al. Gamma-linolenic acid
therapy of human gliomas. Nutrition 2003;19:305-309.
548. Whitehouse PA, Cooper A J, Johnson CD. Synergistic activity of
gamma-linolenic acid and cytotoxic drugs against pancreatic adenocarcinoma
cell lines. Pancreatology 2003;3:367-373.
549. Harris NM, Crook TJ, Dyer JP, et al. Intravesical meglumine gamma-
linolenic acid in superficial bladder cancer: an efficacy study. Eur Urol
2002;42:39-42.
550. Agatha G, Hafer R, Zintl E Fatty acid composition of lymphocyte
membrane phospholipids in children with acute leukemia. Cancer Lett
2001;173:139-144.
551. Mainou-Fowler T, Proctor S J, Dickinson AM. Gamma-linolenic acid
induces apoptosis in B-chronic lymphocytic leukemia cells in vitro. Leuk
Lymphoma 2001;40:393-403.
552. Huang MT, Lysz T, Ferraro T, et al. Inhibitory effects of curcumin on
in vitro lipoxygenase and cyclooxygenase activities in mouse epidermis.
Cancer Res 1991;51:813-819.
553. Hanif R, Qiao L, Shiff SJ, Rigas B. Curcumin, a natural plant phenolic
food additive, inhibits cell proliferation and induces cell cycle changes in
colon adenocarcinoma cell lines by a prostaglandin-independent pathway. J
Lab Clin Med 1997;130:576-584.
554. Krishnaswamy K, Goud VK, Sesikeran B, et al. Retardation of
experimental tumorigenesis and reduction in DNA adducts by turmeric and
curcumin. Nutr Cancer 1998;30:163-166.
555. Nagabhushan M, Bhide SV. Curcumin as an inhibitor of cancer. J Am
Coll Nutr 1992;11:192-198.

145
556. Conney AH, Lou YR, Osawa T, et al. Some perspectives on dietary
inhibition of carcinogenesis: studies with curcumin and tea. Proc Soc Exp Biol
Med 1997;216:234-245.
557. Verma SP, Salamone E, Goldin B. Curcumin and genistein, plant
natural products, show synergistic inhibitory effects on the growth of human
breast cancer MCF-7 cells induced by estrogenic pesticides. Biochem Biophys
Res Comm 1997;233:692-696.
558. Rao CV, Rivenson A, Simi B, Reddy B. Chemoprevention of colon
cancer by dietary curcumin. Ann NY Acad Sci 1995;768:201-204.
559. Marnett LJ. Aspirin and potential role of prostaglandins in colon
cancer. Cancer Res 1992;52:5575-5589.
560. Inano H, Onoda M, Inafuku N, et al. Chemoprevention by curcumin
during the promotion stage of tumorigenesis of mammary gland in rats
irradiated with gamma-rays. Carcinogenesis 1999;20:1011-1018.
561. Deshpande SS, Ingle AD, Maru GB. Chemopreventive efficacy of
curcumin-free aqueous turmeric extract in 7,12- dimethylbenz[a]anthracene-
induced rat mammary tumorigenesis. Cancer Lett 1998;123:35-40.
562. Huang MT, Lou YR, Xie JG, et al. Effect of dietary curcumin and
dibenzoylmethane on formation of 7,12-dimethylbenz[a]anthraceneinduced
mammary tumors and lymphomas/ leukemias in Sencar mice. Carcinogenesis
1998;19:1697-1700.
563. E. Szita, The spice of antiquity: saffron. Vintage 16 (1987), pp. 12–19.
564. F.I. Abdullaev, Saffron (Crocus sativus L.) and its possible role in the
prevention of cancer. In: D.K. Majumdar, J.N. Govil and V.K. Sing, Editors,
Recent progress in medicinal plants Vol. 8, SCI Tech Publishing LLC,
Houston, TX, USA (2003), pp. 53–67.
565. S.C. Nair, B. Panikkar and K.R. Panikkar, Antitumor activity of
saffron (Crocus sativus). Cancer Lett 57 (1991), pp. 109–114.
566. F.I. Abdullaev and G.D. Frenkel, Effect of saffron on cell colony formation
and cellular nucleic acid and protein synthesis. Biofactors 3 (1992), pp. 201–
204.
567. F.I. Abdullaev, Cancer chemopreventive and tumoricidal properies of
saffron (Crocus sativus L.). Exp Biol Med 227 (2002), pp. 20–25.

146
568. E. Okimasu, Y. Moromizato, S. Watanabe, J. Sasaki, N. Shiraishi, Y.M.
Morimoto, M. Miyahara and K. Utsumi , Inhibition of phospholipase A2 and
platelet aggregation by glycyrrhizin, an antiinflammation drug. Acta Medica
Okayama 37 5 (1983), pp. 385–391
569. H. Nishino, K. Kitagawa and A.I. Iwashima , Antitumor-promoting activity
of glycyrrhetic acid in mouse skin tumor formation induced by 7,12-
dimethylbenz[a]anthracene plus teleocidin. Carcinogenesis 5 11 (1984), pp.
1529–1530
570. S. Yano, M. Harada, K. Watanabe, K. Nakamaru, Y. Hatakeyama, S.
Shibata, K. Takahashi, T. Mori, K. Hirabayashi and M. Takeda , Antiulcer
activities of glycyrrhetic acid derivatives in experimental gastric lesion
models. Chemical and Pharmaceutical Bulletin 37 9 (1989), pp. 2500–2504.
571. M. Yoshikawa, Y. Matsui, H. Kawamoto, N. Umemoto, K. Oku, M.
Koizumi, J. Yamao, S. Kuriyama, H. Nakano, N. Hozumi, S. Ishizaka and H.
Fukui , Effects of glycyrrhizin on immune-mediated cytotoxicity. Journal of
Gastroenterology and Hepatology 12 3 (1997), pp. 243–248.
572. Watari N, Mabuchi Y, Hotta Y, et al (1978). The protective effect of
glycyrrhizin against hepatoma induced by a carcinogen (3’-Me-DAB). Proc
Symp WAKAN-YAKU, 11, 11.
573. K. Kitagawa, H. Nishino and A. Iwashima , Inhibition of the specific
binding of 12-O-tetradecanoylphorbol-13-acetate to mouse epidermal
membrane fractions by glycyrrhetic acid. Oncology 43 2 (1986), pp. 127–130.
574. H. Nishino, K. Yoshioka, A. Iwashima, H. Takizawa, S. Konishi, H.
Okamoto, H. Okabe, S. Shibata, H. Fujiki and T. Sugimura , Glycyrrhetic acid
inhibits tumor-promoting activity of teleocidin and 12-O-
tetradecanoylphorbol-13-acetate in two-stage mouse skin carcinogenesis.
Japanese Journal of Cancer Research 77 1 (1986), pp. 33–38.
575. C.A. O'Brian, N.E. Ward and V.G. Vogel , Inhibition of protein kinase
C by the 12-O-tetradecanoylphorbol-13-acetate antagonist glycyrrhetic acid.
Cancer Letters 49 1 (1990), pp. 9–12.
576. Hoyoku Nishino, et al. Cancer Chemoprevention by Phytochemicals
and their Related Compounds. Asian Pacific J Cancer Prev, 1, 49-55
577. Mahato SB, Sarkar SK and Poddar G: Triterpenoid saponins.
Phytochemistry 27: 3037-3067, 1988.

147
578. Belding RD, Blankenship SM, Young E and Leidy RB: Composition
and variability of epicuticular waxes in apple cultivars. J Am Soc Hortic Sci
123: 348-356, 1998.
579. Liu J: Pharmacology of oleanolic acid and ursolic acid. J
Ethnopharmacol 49: 57-68, 1995.
580. Es-Saady D, Simon A, Jayat-Vignoles C, Chulia AJ and Delage C:
MCF-7 cell cycle arrested at G1 through ursolic acid, and increased reduction
of tetrazolium salts. Anticancer Res 16: 481-486, 1996.
581. Es-Saady D, Simon A, Ollier M, Maurizis JC, Chulia AJ and Delage
C: Inhibitory effect of ursolic acid on B16 proliferation through cell cycle
arrest. Cancer Lett 106: 193-197, 1996.
582. Simon A, Najid A, Chulia AJ, Delage C and Rigaud M: Inhibition of
lipoxygenase activity and HL60 leukemic cell proliferation ,by ursolic acid
isolated from heather flowers (Calluna vulgaris). Biochim Biophys Acta 1125:
68-72, 1992.
583. Choi YH, Baek JH, Yoo MA, Chung HY, Kim ND and Kim KW:
Induction of apoptosis by ursolic acid through activation of caspases and
down-regulation of c-IAPs in human prostate epithelial cells. Int J Oncol 17:
565-571, 2000.
584. Hollosy F, Idei M, Csorba G, et al: Activation of caspase-3 protease
during the process of ursolic acid and its derivativeinduced apoptosis.
Anticancer Res 21: 3485-3491, 2001.
585. Baek JH, Lee YS, Kang CM, Kim JA, Kwon KC, Son HC and Kim
KW: Intracellular Ca2+ release mediates ursolic acidinduced apoptosis in
human leukemic HL-60 cells. Int J Cancer 73: 725-728, 1997.
586. Huang MT, Ho CT, Wang ZY, et al: Inhibition of skin tumorigenesis
by rosemary and its constituents carnosol and ursolic acid. Cancer Res 54:
701-708, 1994.
587. Tokuda H, Ohogashi H, Koshimizu K and Ito Y: Inhibitory effects of
ursolic and oleanolic acid on skin tumor promotion by 12-O-
tetradecanoylphorbol-13-acetate. Cancer Lett 33: 279-285, 1986.
588. Cha HJ, Bae SK, Lee HY, et al: Anti-invasive activity of ursolic acid
correlates with the reduced expression of matrix metalloproteinase- 9 (MMP-
9) in HT1080 human fibrosarcoma cells. Cancer Res 56: 2281-2284, 1996.

148
8. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

8.1 Συγκεντρωτικός πίνακας αντιοξειδωτικών και φυτοχημικών ενώσεων


8.2 Πίνακες φυτών ανάλογα με την περιεκτικότητα τους σε φυτοχημικές ενώσεις

149
8.1. Συγκεντρωτικός πίνακας αντιοξειδωτικών και φυτοχημικών ενώσεων

Φυτοχημική ένωση Κατηγορία Πηγές Μηχανισμός δράσης Σχόλια


Τοκοτριενόλες Απλές φαινόλες Φοινικέλαιο, Αντιοξειδωτική δράση. Ισχυρότερη
έλαιο καρύδας, Δεσμευτές ελευθέρων αντιοξειδωτική
έλαιο από ριζών. Επαγωγή δράση: γ-
πίτουρο ρυζιού απόπτωσης σε κακοήθη τοκοτριενόλη.
κύτταρα καρκίνου του
μαστού.
Τοκοφερόλες Απλές φαινόλες Σιτέλαιο, Αντιοξειδωτική δράση. Ισχυρότερη
ελαιόλαδο, Δεσμευτές ελευθέρων αντιοξειδωτική
βαμβακέλαιο, ριζών. Διέγερση δράση: α-
λάδι canola ανοσοποιητικού. τοκοφερόλη.
Ενίσχυση έκφρασης
ογκοκατασταλτικών
γονιδίων. Δράση σε
καρκίνο του δέρματος,
καρκίνο του παχέος
εντέρου.
Καφεϊκό οξύ – Φαινολικά οξέα Σπέρματα καφέ, Αντιοξειδωτική δράση. Προ-καρκινογόνος
Χλωρογενικό οξύ αχλάδι, θυμάρι, Δεσμευτές καρκινογόνων δράση καφεϊκού
ρίγανη παραγόντων. Δράση σε οξέος
καρκίνο του δέρματος,
καρκίνο του ήπατος,
καρκίνο του στομάχου,
λευχαιμία.
Φερουλικό οξύ Φαινολικό οξύ Φλοιός ρυζιού, Αντιοξειδωτική δράση.
ανανάς, μήλο Δεσμευτής ελευθέρων
ριζών. Απενεργοποίηση
καρκινογόνων
παραγόντων.
Πρωτοκατεχικό οξύ Φαινολικό οξύ Κρεμμύδι, Αντιοξειδωτική δράση.
ρίγανη, Απενεργοποίηση
κόλιανδρο καρκινογόνων
παραγόντων. Δράση σε
καρκίνο του στομάχου,
καρκίνο του ήπατος,
καρκίνο στοματικής
κοιλότητας, καρκίνο
ουροδόχου κύστης,
καρκίνο του δέρματος,
ορθοκολικό καρκίνο.
Ελλαγικό οξύ Φαινολικό οξύ Φράουλες Δέσμευση και
(λακτόνη) σταφύλια, απενεργοποίηση
κόκκινα καρκινογόνων
σμέουρα, παραγόντων. Αύξηση
βατόμουρα, ενεργότητας
μούρα. τρανσφεράσης της S-
γλουταθειόνης.

150
Επαγωγή απόπτωσης.
Αναστολή κυτταρικής
διαίρεσης κακοήθων
κυττάρων. Δράση σε
ορθοκολικό καρκίνο,
καρκίνο του ενδομητρίου,
καρκίνο του προστάτη,
καρκίνο του μαστού,
καρκίνο του οισοφάγου,
καρκίνο του δέρματος.
Κατεχίνες πράσινου Φλαβονοειδή Φύλλα πράσινου Αντιοξειδωτική δράση. Ισχυρότερη
τσαγιού τσαγιού Δράση σε καρκίνο του αντιοξειδωτική
δέρματος, καρκίνο του δράση: γαλλικό
πνεύμονα, καρκίνο του άλας της
οισοφάγου, καρκίνο επιγαλλοκατεχίνης
στομάχου, καρκίνο παχέος
εντέρου, καρκίνο Αντιφατικά
παγκρέατος, καρκίνο του αποτελέσματα
μαστού. επιδημιολογικών
ερευνών
Κερκετίνη Φλαβονόλη Κρεμμύδι, Aντιοξειδωτική δράση. Αντικρουόμενα
κόκκινο κρασί, Δράση σε καρκίνο της αποτελέσματα σε
πράσινο τσάι, St. στοματικής κοιλότητας, κυτταρικές σειρές
John’s wort καρκίνο του δέρματος, ορθοκολικού
καρκίνο του μαστού καρκίνου
Μυρικετίνη Φλαβονόλη Πράσινο τσάι, Αντιοξειδωτική δράση.
μαστίχα Χίου, Αναστολέας φαινολ-
αγριοκαστανιά σουλφο-τρανσφεράσης
και της κινάσης της
φωσφατιδυλο-ινοσιτόλης
Ρουτίνη Γλυκοζίτης Μαύρο τσάι, Αντιοξειδωτική δράση. Προ-οξειδωτική
φλαβονόλης μήλα, Παράγοντας χηλιώσεως. δράση
Fagopyrum Αντιφλεγμονώδης δράση.
esculentum Δράση σε ορθοκολικό
καρκίνο.
Χρυσίνη Φλαβόνη Είδη Aντιοξειδωτική δράση.
Pelargonium, Αναστολή οξειδάση της
Passiflora, ξανθίνης. Αναστολή
Pinaceae ενζύμου συνθετάσης
οιστρογόνων. Σύνδεση με
α- και β-υποδοχείς
οιστρογόνων
Λουτεολίνη Φλαβόνη Είδη Δράση σε καρκίνο του
Combretaceae πνεύμονα, καρκίνο της
μήτρας, καρκίνο του
στομάχου, μελάνωμα.
Απιγενίνη Φλαβόνη Χαμομήλι Αντιοξειδωτική και
αντιφλεγμονώδης δράση.
Αναστολέας COX-2,
δεκαρβοξυλάσης της

151
ορνιθίνης, TNF, NF-κΒ.
Αναστολή μετάστασης.
Επαγωγή απόπτωσης.
Παύση κυτταρικού
κύκλου. Δράση σε
καρκίνο του θυρεοειδούς,
καρκίνο του μαστού,
καρκίνο του προστάτη,
ορθοκολικό καρκίνο,
μελάνωμα.
Τανγκερετίνη Φλαβόνη Λευκό τμήμα Αναστολή πολ/σμού Μείωση δράσης της
εξωκαρπίου κακοήθων κυττάρων, ταμοξιφαίνης.
γένους citrus ενίσχυση ενδοκυτταρικής
επικοινωνίας, αναστολή
δράσης υποκινητών
καρκινογένεσης, παύση
κυτταρικού κύκλου.
Μπαϊκαλεΐνη Φλαβόνη Scutellaria Αντιοξειδωτική δράση.
baicalencis Δέσμευση καρκινογόνων
παραγόντων. Αναστολέας
λιπο-οξυγενάσης,
κινασών, 5 α-
ρεδουκτάσης. Επαγωγή
απόπτωσης. Δράση σε
καρκίνο του στομάχου,
καρκίνο του ήπατος,
καρκίνο του προστάτη,
καρκίνο ουροδόχου
κύστης, καρκίνο του
μαστού
Διοσμετίνη Φλαβόνη Λεμόνι, ρίγανη, Αναστολή κυτταρικής
δενδρολίβανο διαφοροποίησης και
κυτταρικής αύξησης.
Αναστολή ενεργοποίησης
καρκινογόνων
παραγόντων.
Σιλυβίνη Φλαβονόνη Silybum Aντιοξειδωτική δράση.
marianum Αναστολέας COX-2, IL-
1α. Επαγωγέας
αναστολέων κινασών.
Δράση σε καρκίνο του
προστάτη, καρκίνο του
δέρματος, καρκίνο του
μαστού.
Ηπατοπροστατευτική
δράση.
Εσπεριτίνη- Φλαβανόνες Είδη γένους Αντιοξειδωτική δράση.
Εσπεριδίνη citrus Δράση σε καρκίνο του του
(πορτοκάλι, οισοφάγου, καρκίνο του
λεμόνι, παχέος εντέρου, καρκίνο

152
περγαμόντο, της ουροδόχου κύστης,
κ.α.) καρκίνο του δέρματος.
Ναρινγκενίνη Φλαβανόνη Είδη γένους Επαγωγέας ενζύμων
citrus φάσης ΙΙ του
(πορτοκάλι, μεταβολισμού.
λεμόνι, Αναστολέας
περγαμόντο, διαφοροποίησης.
κ.α.)
Ισοφλαβόνες σόγιας Ισοφλαβόνες Σόγια Φυτο-οιστρογόνα. Να
(γενιστεΐνη, Σύνδεση με υποδοχείς χρησιμοποιούνται με
δαϊδζεΐνη, γλυκετίνη) οιστρογόνων. Αντι- προσοχή από άτομα
οιστρογονική δράση με αυξημένο
προεμμηνοπαυσιακά, κίνδυνο εμφάνισης
οιστρογονική δράση ορμονοεξαρτώμενων
μεταεμμηνοπαυσιακά. τύπων καρκίνου
Αναστολή πρωτεασών, 5
α-ρεδουκτάσης, Μείωση δράσης της
τυροσινικής κινάσης, ταμοξιφαίνης
αντιμιτωτική και αντι-
αγγειογενετική δράση.
Χημειοπροφυλακτική
δράση για καρκίνο του
μαστού, καρκίνο του
προστάτη, ορθοκολικό
καρκίνο.
Βιοχανίνη Α Ισοφλαβόνη Κόκκινο Φυτο-οιστρογόνο. Ήπια Να χρησιμοποιείται
τριφύλλι, όσπρια οιστρογονική δράση. με προσοχή από
Δράση σε καρκίνο του άτομα με αυξημένο
μαστού. κίνδυνο εμφάνισης
ορμονοεξαρτώμενων
τύπων καρκίνου

Προανθοκυανιδίνες- Παράγωγα Σπέρματα Αντιοξειδωτική δράση.


Ανθοκυανιδίνες φλαβανίου σταφυλιού, Kυτταροτοξική δράση.
κακάο, Pinus Επαγωγή της απόπτωσης.
maritime, Cassia
auriculata
Ρεσβερατρόλη Στιλβένια Κόκκινο σταφύλι Αντιοξειδωτική και
αντιφλεγμονώδης δράση.
Αναστολέας COX,
πρωτεϊνικής κινάσης C,
NF-Κβ, DNA
πολυμερασών. Επαγωγή
δράσης ενζύμων Φάσης ΙΙ
του μεταβολισμού.
Αναστολή
κυκλοοξυγενασαών.
Δράση σε καρκίνο του
μαστού, λευχαιμία.
Διγλυκοζίτης Λιγνάνη Λιναρόσπορος Φυτο-οιστρογόνο. Να χρησιμοποιείται

153
σεκοϊλαρικορεσινόλης Ασθενής οιστρογονική με προσοχή από
δράση. Αναστολή άτομα με αυξημένο
συνθετάσης οιστρογόνων. κίνδυνο εμφάνισης
Αντιοξειδωτική δράση. ορμονοεξαρτώμενων
Δράση σε καρκίνο του τύπων καρκίνου
μαστού, καρκίνο του
πνεύμονα.
Καροτενοειδή Τερπένια Τομάτα, καρότο, Αντιοξειδωτική δράση. Καμία αλλαγή ή
(λυκοπένιο, β- γκουάβα, Δεσμευτές ελευθέρων αύξηση κινδύνου
καροτένιο) καρπούζι, ροζ ριζών. Ενίσχυση εμφάνισης καρκίνου
γκρέιπ-φρουτ διακυτταρικής σε μελέτες
επικοινωνίας. Επαγωγή παρέμβασης (β-
αποτοξίκωσης καροτένιο)
καρκινογόνων
παραγόντων. Δράση σε
καρκίνο του προστάτη,
καρκίνο του μαστού,
καρκίνο των πνευμόνων,
ορθοκολικό καρκίνο
(λυκοπένιο)
Λιμονοειδή Τερπένια Είδη γένους Ενίσχυση δράσης
(λιμονίνη, νομιλίνη) citrus τρανσφεράσης
(πορτοκάλι, γλουταθειόνης. Δράση σε
λεμόνι, χημικά προκαλούμενης
περγαμόντο, καρκινογένεσης. Δράση
κ.α.) σε καρκίνο στοματικής
κοιλότητας, καρκίνο του
μαστού, ορθοκολικό
καρκίνο.
Φυτοστερόλες Τερπένια Σπανάκι, ρίζες Δράση σε καρκίνο του
Senega, Saw προστάτη, καρκίνο του
Palmetto, μαστού, καρκίνο του
Curcubita pepo στομάχου, καρκίνο
(νεροκολοκύθι), οισοφάγου.
Pygeum
africanum
Σουλφυδο-ενώσεις Ενώσεις θείου Κρεμμύδι, Αντιοξειδωτική δράση.
σκόρδο, πράσσο Αναστολή σχηματισμού
καρκινογόνων
παραγόντων. Επαγωγή
απόπτωσης. Αναστολή
αγγειογένεσης. Δράση σε
καρκίνο του στομάχου,
ορθοκολικό καρκίνο,
καρκίνο του πνεύμονα,
καρκίνο του μαστού,
καρκίνο ενδομητρίου,
καρκίνο ουροδόχου
κύστης.
Γλυκοσινολάτες- Ενώσεις θείου Σταυρανθή Αντιοξειδωτική δράση. Ενίσχυση της

154
Ισοθειοκυανάτες λαχανικά Επαγωγή ενζύμων Φάσης καρκινογένεσης από
(σουλφοραφάνη, (μπρόκολο, ΙΙ. Αναστολή ενζύμων ινδολ-3-καρβινόλη
ινδολ-3-καρβινόλη) λαχανάκια Φάσης Ι. Επαγωγή της σε μελέτες σε ζώα.
Βρυξελλών, απόπτωσης. Δράση σε
λάχανο, κ.α.) ορθοκολικό καρκίνο
(σουλφοραφάνη), καρκίνο
του μαστού (ινδολ-3-
καρβινόλη)
Καψαϊκίνη Αλκαλοειδές Κόκκινο και Δράση σε ένζυμα Υποκινητής
πράσινο πιπέρι μεταβολισμού καρκινογένεσης
καρκινογόνων
παραγόντων.
Χημειοπροφυλακτική
δράση σε χημικά
προκαλούμενη
καρκινογένεση. Δράση σε
καρκίνο στομάχου,
καρκίνο του μαστού,
λευχαιμία.
Πιπερίνη Αλκαλοειδές Μαύρο πιπέρι Αντιοξειδωτική δράση. Καρκινογόνος
Χημειοπροφυλακτική δράση. Αύξηση
δράση σε χημικά καρκινογόνων
προκαλούμενη παραγώγων των
καρκινογένεση. Δράση σε νιτρικών
καρκίνο του πνεύμονα.
Τζιντζερόλη, Αλκαλοειδή Zingiber Aντιοξειδωτική δράση.
παραδόλη officinale Αναστολή οξειδάσης
ξανθίνης και λιπο-
οξυγενάσης.
Χλωροφύλλη- Πυρρόλη Πράσινα φυτά Αντιοξειδωτική δράση.
χλωροφυλλίνη Παράγοντας χηλειώσεως.
Αναστολή δράσης
καρκινογόνων
παραγόντων.
Ινουλίνες Πολυσακχαρίτες Οικογένεια Προβιοτική δράση. Δράση
Liliaceae, στον καρκίνο παχέος
Amaryllidaceae, εντέρου.
Graminaceae,
Compositae,
κρεμμύδι,
σκόρδο,
αγγινάρα,
πράσσο,
σπαράγγι,
μπανάνες.
Εξαφωσφορική Προϊόν Δημητριακά, Αντιοξειδωτική δράση.
ινοσιτόλη ΙΡ6 (φυτικό αναγωγής όσπρια Παράγοντας χηλειώσεως.
οξύ) σακχάρων Παύση κυτταρικού
κύκλου. Ενίσχυση δράσης
ΝΚ-κυττάρων. Δράση σε

155
καρκίνο του ήπατος,
καρκίνο του μαστού,
ορθοκολικό καρκίνο.
D-γλυκαρικό οξύ Προϊόν Πορτοκάλι, Επαγωγή απέκκρισης
οξείδωσης D- μήλο, γρέιπ- καρκινογόνων
γλυκόζης φρουτ, παραγόντων. Αναστολή β-
σταυρανθή γλυκουρονιδάσης. Δράση
λαχανικά σε καρκίνο του μαστού,
καρκίνο του προστάτη,
ορθοκολικό καρκίνο.
Αραβινογαλακτάνες Πολυσακχαρίτες Larix Ενίσχυση δράσης ΝΚ-
occidentalis κυττάρων. Δράση στον
(αγριόπευκο) καρκίνο του ήπατος
Γ-λινολενικό οξύ Ω-6 Ηράνθεμο Kυτταροτοξικός Ενίσχυση δράσης
πολυακόρεστο (Oenothera παράγοντας. Δράση σε αντινεοπλασματικών
λιπαρό οξύ biennis), βόραγο καρκίνο του μαστού, φαρμάκων
(Borago καρκίνο ουροδόχου (ταμοξιφαίνη,
officinalis), κύστης, λευχαιμία. πακλιταξέλη)
μαύρο
φραγκοστάφυλλο
(Ribes nigrum)
Κουρκουμίνη Φαινολική Curcuma longa Αναστολή δράσης
ένωση (κουρκούμη) κυκλοοξυγενασών και
λιποοξυγενάσης. Παύση
κυτταρικού κύκλου.
Δράση σε ορθοκολικό
καρκίνο, καρκίνο του
μαστού
Ενώσεις κρόκου Kαροτενοειδή Crocus sativus Αναστολή δράσης
(κρόκος) ελευθέρων ριζών.
Επίδραση στην
τοποϊσομεράση ΙΙ.
Γλυκυριζίνη Σαπωνίνη Γλυκύριζα Κυτταροπροστατευτική
και αντιφλεγμονώδης
δράση.
Ουρσολικό οξύ Τριτερπένιο Μήλα, αχλάδια Δράση σε καρκίνο του
μαστού, μελάνωμα,
λευχαιμία, καρκίνο του
προστάτη, λευχαιμία

156
8.2 ΠΙΝΑΚΕΣ ΦΥΤΩΝ ΑΝΑΛΟΓΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΣΕ
ΦΥΤΟΧΗΜΙΚΕΣ ΕΝΩΣΕΙΣ

Φυτά που περιέχουν α-τοκοτριενόλη

Elaeis guineensis JACQ. -- African Oil Palm

Φυτά που περιέχουν β-τοκοτριενόλη

Elaeis guineensis JACQ. -- African Oil Palm

Φυτά που περιέχουν γ-τοκοτριενόλη

Elaeis guineensis JACQ. -- African Oil Palm


Foeniculum vulgare MILLER -- Fennel

Φυτά που περιέχουν α-τοκοφερόλη

Triticum aestivum L. -- Wheat


Lepidium sativum L. -- Garden Cress
Rheum rhabarbarum L. -- Rhubarb
Daucus carota L. -- Carrot
Brassica oleracea var. sabellica l. var. acephala DC -- Curly Kale, Kale, Kitchen
Kale, Scotch Kale
Phaseolus vulgaris subsp. var. vulgaris -- Black Bean, Dwarf Bean, Field Bean,
Flageolet Bean, French Bean, Garden Bean, Green Bean, Haricot, Haricot Bean,
Haricot Vert, Kidney Bean, Navy Bean, Pop Bean, Popping Bean, Snap Bean,
String Bean, Wax Bean
Helianthus annuus L. -- Girasol, Sunflower
Carthamus tinctorius L. -- Safflower
Beta vulgaris subsp. subsp. vulgaris -- Beet, Beetroot, Garden Beet, Sugar Beet
Brassica oleracea var. botrytis l. var. botrytis L. -- Cauliflower
Spinacia oleracea L. -- Spinach
Trifolium pratense L. -- Cowgrass, Peavine Clover, Purple Clover, Red Clover
Abelmoschus esculentus (L.) MOENCH -- Okra
Capsicum annuum L. -- Bell Pepper, Cherry Pepper, Cone Pepper, Green
Pepper, Paprika, Sweet Pepper
Glycine max (L.) MERR. -- Soybean

157
Prunus dulcis (MILLER) D. A. WEBB -- Almond
Medicago sativa subsp. sativa -- Alfalfa, Lucerne
Zea mays L. -- Corn
Petroselinum crispum (MILLER) NYMAN EX A. W. HILLL -- Parsley
Rosa canina L. -- Dog Rose, Dogbrier, Rose
Brassica rapa L. -- Sarson
Anethum graveolens L. -- Dill, Garden Dill
Lycopersicon esculentum MILLER -- Tomato
Lactuca sativa L. -- Lettuce
Ribes nigrum L. -- Black Currant
Cucurbita pepo L. -- Pumpkin
Olea europaea subsp. europaea -- Olive
Arachis hypogaea L. -- Groundnut, Peanut
Vaccinium corymbosum L. -- Blueberry
Glycine max (L.) MERR. -- Soybean
Urtica dioica L. -- European Nettle, Stinging Nettle
Arachis hypogaea L. -- Groundnut, Peanut
Prunus persica (L.) BATSCH -- Peach
Vaccinium macrocarpon AITON -- American Cranberry, Cranberry, Large
Cranberry
Apium graveolens L. -- Celery
Lepidium sativum L. -- Garden Cress
Apium graveolens L. -- Celery
Brassica oleracea var. gemmifera var. gemmifera DC -- Brussel-Sprout, Brussels-
Sprouts
Elaeis guineensis JACQ. -- African Oil Palm
Prunus domestica L. -- Plum
Ribes rubrum L. -- Red Currant, White Currant
Brassica chinensis L. -- Bok-Choy, Celery Cabbage, Celery Mustard, Chinese
Cabbage, Chinese Mustard, Chinese White Cabbage, Pak-Choi
Brassica pekinensis (LOUR.) RUPR. -- Chinese Cabbage
Rubus idaeus L. -- Raspberry, Red Raspberry
Fragaria spp -- Strawberry
Pistacia vera L. -- Pistachio
Persea americana MILLER -- Avocado
Rheum rhabarbarum L. -- Rhubarb
Cucumis sativus L. -- Cucumber
Malus domestica BORKH. -- Apple

158
Daucus carota L. -- Carrot
Citrus reticulata BLANCO -- Mandarin, Tangerine
Pyrus communis L. -- Pear
Vitis vinifera L. -- European Grape, Grape, Grapevine, Parra (Sp.), Vid (Sp.),
Vigne Vinifere (Fr.), Weinrebe (Ger.), Wine Grape
Allium cepa L. -- Onion, Shallot
Musa x paradisiaca L. -- Banana, Plantain
Citrus paradisi MacFAD. -- Grapefruit
Citrus sinensis (L.) OSBECK -- Orange
Oenothera biennis L. -- Evening-Primrose
Sesamum indicum L. -- Ajonjoli (Sp.), Beni, Benneseed, Sesame, Sesamo (Sp.)
Glycine max (L.) MERR. -- Soybean
Cocos nucifera L. -- Coconut, Coconut Palm, Cocotero (Sp.), Copra, Kokospalme
(Ger.), Nariyal
Brassica oleracea var. sabellica l. var. acephala DC -- Curly Kale, Kale, Kitchen
Kale, Scotch Kale
Cucumis melo subsp. ssp melo var.cantalupensis NAUDIN -- Cantaloupe, Melon,
Muskmelon, Netted Melon, Nutmeg Melon, Persian Melon
Phaseolus vulgaris subsp. var. vulgaris -- Black Bean, Dwarf Bean, Field Bean,
Flageolet Bean, French Bean, Garden Bean, Green Bean, Haricot, Haricot Bean,
Haricot Vert, Kidney Bean, Navy Bean, Pop Bean, Popping Bean, Snap Bean,
String Bean, Wax Bean
Hordeum vulgare L. -- Barley, Barleygrass
Avena sativa L. -- Oats
Prunus cerasus L. -- Sour Cherry
Ricinus communis L. -- Castorbean
Ananas comosus (L.) MERR. -- Pineapple
Brassica oleracea var. capitata l. var. capitata L. -- Cabbage, Red Cabbage, White
Cabbage
Linum usitatissimum L. -- Flax, Linseed
Brassica oleracea var. botrytis l. var. botrytis L. -- Cauliflower
Beta vulgaris subsp. subsp. vulgaris -- Beet, Beetroot, Garden Beet, Sugar Beet
Solanum tuberosum L. -- Potato
Allium ampeloprasum L. -- Elephant Garlic, Kurrat
Allium sativum var. sativum L. -- Garlic
Calendula officinalis L. -- Calendula, Pot-Marigold
Coffea arabica L. -- Coffee
Elettaria cardamomum (L.) MATON -- Cardamom
Hedera helix L. -- Ivy
Lactuca scariola L. -- Prickly Lettuce

159
Mentha x piperita subsp. nothosubsp. piperita -- Peppermint
Oryza sativa L. -- Rice
Populus nigra L. -- Black Poplar

Φυτά που περιέχουν β-τοκοφερόλη

Allium cepa L. -- Onion, Shallot


Allium sativum var. sativum L. -- Garlic
Coffea arabica L. -- Coffee
Glycine max (L.) MERR. -- Soybean

Φυτά που περιέχουν γ-τοκοφερόλη

Zea mays L. -- Corn


Glycine max (L.) MERR. -- Soybean
Linum usitatissimum L. -- Flax, Linseed
Triticum aestivum L. -- Wheat
Brassica rapa L. -- Sarson
Ricinus communis L. -- Castorbean
Abelmoschus esculentus (L.) MOENCH -- Okra
Glycine max (L.) MERR. -- Soybean
Oenothera biennis L. -- Evening-Primrose
Arachis hypogaea L. -- Groundnut, Peanut
Helianthus annuus L. -- Girasol, Sunflower
Carthamus tinctorius L. -- Safflower
Olea europaea subsp. europaea -- Olive
Prunus dulcis (MILLER) D. A. WEBB -- Almond
Calendula officinalis L. -- Calendula, Pot-Marigold
Cocos nucifera L. -- Coconut, Coconut Palm, Cocotero (Sp.), Copra, Kokospalme
(Ger.), Nariyal
Coffea arabica L. -- Coffee
Elettaria cardamomum (L.) MATON -- Cardamom
Mentha x piperita subsp. nothosubsp. piperita -- Peppermint
Oryza sativa L. -- Rice
Populus nigra L. -- Black Poplar

Φυτά που περιέχουν δ-τοκοφερόλη

Arachis hypogaea L. -- Groundnut, Peanut

160
Glycine max (L.) MERR. -- Soybean
Helianthus annuus L. -- Girasol, Sunflower

Φυτά που περιέχουν καφεϊκό οξύ

Ipomoea purga HAYNE -- Jalap


Pyrus communis L. -- Pear
Ocimum basilicum L. -- Basil, Cuban Basil, Sweet Basil
Thymus vulgaris L. -- Common Thyme, Garden Thyme, Thyme
Teucrium scorodonia L. -- Germander, Wood Germander
Verbena officinalis L. -- Vervain
Artemisia dracunculus L. -- Tarragon
Thymus serpyllum L. -- Creeping Thyme
Origanum vulgare L. -- Common Turkish Oregano, European Oregano,
Oregano, Pot Marjoram, Wild Marjoram, Wild Oregano
Stachys officinalis (L.) TREVISAN -- Betony, Bishop's-Wort, Purple Betony,
Wood Betony
Arctium lappa L. -- Burdock, Gobo, Great Burdock
Helianthus annuus L. -- Girasol, Sunflower
Malus domestica BORKH. -- Apple
Origanum vulgare L. -- Common Turkish Oregano, European Oregano,
Oregano, Pot Marjoram, Wild Marjoram, Wild Oregano
Cichorium intybus L. -- Chicory, Succory, Witloof
Solanum tuberosum L. -- Potato
Salvia sp. -- Chia
Raphanus sativus L. -- Radish
Brassica oleracea var. capitata l. var. capitata L. -- Cabbage, Red Cabbage, White
Cabbage
Citrus paradisi MacFAD. -- Grapefruit
Citrus sinensis (L.) OSBECK -- Orange
Citrus limon (L.) BURMAN f. -- Lemon
Brassica oleracea var. gemmifera var. gemmifera DC -- Brussel-Sprout, Brussels-
Sprouts
Fragaria spp -- Strawberry
Capsicum frutescens L. -- Cayenne, Chili, Hot Pepper, Red Chili, Spur Pepper,
Tabasco
Allium sativum var. sativum L. -- Garlic
Arachis hypogaea L. -- Groundnut, Peanut
Brassica pekinensis (LOUR.) RUPR. -- Chinese Cabbage

161
Capsicum annuum L. -- Bell Pepper, Cherry Pepper, Cone Pepper, Green
Pepper, Paprika, Sweet Pepper
Brassica oleracea var. botrytis l. var. botrytis L. -- Cauliflower
Rheum rhabarbarum L. -- Rhubarb
Lycopersicon esculentum MILLER -- Tomato
Curcuma longa L. -- Indian Saffron, Turmeric
Glycine max (L.) MERR. -- Soybean
Helianthus annuus L. -- Girasol, Sunflower
Triticum aestivum L. -- Wheat
Zea mays L. -- Corn
Achillea millefolium L. -- Milfoil, Yarrow
Aconitum napellus L. -- Aconite, Bear's-Foot, Blue Rocket, European Aconite,
Friar's Cap, Garden Monkshood, Garden Wolfsbane, Helmet Flower,
Monkshood, Queen's Fettle, Soldier's Cap, Turk's Cap
Adonis vernalis L. -- Spring Adonis
Allium ampeloprasum L. -- Elephant Garlic, Kurrat
Allium cepa L. -- Onion, Shallot
Allium schoenoprasum L. -- Chives
Althaea officinalis L. -- Marshmallow, White Mallow
Anethum graveolens L. -- Dill, Garden Dill
Angelica archangelica L. -- Angelica, Garden Angelica, Wild Parsnip
Annona muricata L. -- Soursop
Apium graveolens L. -- Celery
Arnica montana L. -- Leopard's-Bane, Mountain Tobacco
Artemisia abrotanum L. -- Southernwood
Artemisia capillaris THUNB. -- Capillary Wormwood
Asimina triloba (L.) DUNAL -- Pawpaw
Avena sativa L. -- Oats
Berberis vulgaris L. -- Barberry
Beta vulgaris subsp. subsp. vulgaris -- Beet, Beetroot, Garden Beet, Sugar Beet
Brassica nigra (L.) W. D. J. KOCH -- Black Mustard
Calendula officinalis L. -- Calendula, Pot-Marigold
Camellia sinensis (L.) KUNTZE -- Tea
Castanea sativa MILLER -- European Chestnut
Catalpa bignonioides WALT. -- Indian bean
Ceiba pentandra (L.) GAERTN. -- Kapok, Silk-Cotton Tree
Centaurium erythraea RAFN. -- Centaury
Chamaemelum nobile (L.) ALL. -- Garden Camomile, Perennial Camomile,
Roman Camomile

162
Cichorium endivia L. -- Endive, Escarole
Cimicifuga dahurica (TURCZ. EX FISCH. & C. A. MEY.) MAXIM. -- Sheng Ma
Cinchona spp -- Quinine
Cinnamomum camphora (L.) NEES & EBERM. -- Camphor, Ho Leaf
Citrullus colocynthis -- Colocynth
Clematis vitalba L. -- Traveler's Joy
Coffea arabica L. -- Coffee
Cola acuminata (P. BEAUV.) SCHOTT & ENDL. -- Abata Cola
Conium maculatum L. -- Carrot Fern, Fool's Parsley, Hemlock, Poison Hemlock,
Spotted Hemlock, Spotted Parsley
Convallaria majalis L. -- Lily-Of-The-Valley
Conyza canadensis (L.) CRONQ. -- Butterweed, Hogweed, Horseweed
Coriandrum sativum L. -- Chinese Parsley, Cilantro, Coriander
Crataegus laevigata (POIR.) DC -- English Hawthorn, Hawthorn, Whitethorn,
Woodland Hawthorn
Cucumis melo subsp. ssp melo var.cantalupensis NAUDIN -- Cantaloupe, Melon,
Muskmelon, Netted Melon, Nutmeg Melon, Persian Melon
Cucumis sativus L. -- Cucumber
Cucurbita pepo L. -- Pumpkin
Cynara cardunculus subsp. cardunculus -- Artichoke
Datura stramonium L. -- Jimsonweed
Daucus carota L. -- Carrot
Digitalis purpurea L. -- Purple Foxglove
Dodonaea viscosa (L.) JACQ. -- Hopwood
Echinacea spp -- Coneflower, Echinacea
Elaeagnus angustifolia L. -- Russian Olive, Silver Berry
Eleutherococcus senticosus (RUPR. & MAXIM.) MAXIM. -- Ci wu jia (Pinyin),
Eleuthero Ginseng, Siberian Ginseng, Spiny Ginseng, Wu jia
Equisetum arvense L. -- Field Horsetail, Horsetail
Equisetum hyemale L. -- Horsetail, Scouring Rush
Eriobotrya japonica (THUNB.) LINDL. -- Loquat
Erythroxylum coca var. coca -- Coca
Eucalyptus globulus LABILL. -- Blue Gum, Eucalypt, Tasmanian Bluegum
Euphorbia hirta L. -- Queensland Asthma Herb
Euphorbia pulcherrima WILLD. -- Poinsettia
Euphrasia officinalis L. -- Eyebright
Fagopyrum esculentum MOENCH. -- Buckwheat
Ficus carica L. -- Echte Feige (Ger.), Feigenbaum (Ger.), Fico (Ital.), Fig,
Figueira (Port.), Figuier Commun (Fr.), Higo (Sp.), Higuera Comun (Sp.)

163
Foeniculum vulgare MILLER -- Fennel
Gaultheria procumbens L. -- Checkerberry, Creeping Wintergreen, Mountain
Tea, Teaberry, Wintergreen, Wintergrun (Ger.)
Gentiana lutea L. -- Gentian, Yellow Gentian
Glechoma hederacea L. -- Alehoof
Helichrysum angustifolium DC. -- Everlasting, Immortelle
Hordeum vulgare L. -- Barley, Barleygrass
Humulus lupulus L. -- Hops
Hyssopus officinalis L. -- Hyssop
Ipomoea batatas (L.) LAM -- Sweet Potato
Juglans regia L. -- English Walnut
Kalanchoe pinnata (LAM.) PERS. -- Air Plant, Siempre Viva
Lactuca sativa L. -- Lettuce
Ligustrum japonicum THUNB. -- Japanese Privet, Ligustri Fructus
Lycopus europeus L. -- European Bugle
Lycopus virginicus L. -- Bugle
Magnolia kobus DC. -- Hsin-I, Xin-Yi
Magnolia officinalis REHDER & E. H. WILSON -- Chinese Magnolia, Hou Pu,
Magnolia-Bark
Marrubium vulgare L. -- Horehound, White Horehound
Matricaria recutita L. -- Annual Camomile, German Camomile, Wild Camomile
Melia azedarach L. -- Chinaberry
Melissa officinalis L. -- Balm, Bee Balm, Lemonbalm, Melissa
Mentha x piperita subsp. nothosubsp. piperita -- Peppermint
Mentha x rotundifolia (L.) HUDSON -- Applemint
Menyanthes trifoliata L. -- Bog Myrtle, Bogbean, Buckbean, Marsh Clover,
Marsh Trefoil, Water Trefoil
Morus alba L. -- Sang-Pai-Pi, White Mulberry
Nicotiana tabacum L. -- Tobacco
Oenothera biennis L. -- Evening-Primrose
Olea europaea subsp. europaea -- Olive
Origanum majorana L. -- Marjoram, Sweet Marjoram
Perilla frutescens (L.) BRITTON -- Perilla
Persea americana MILLER -- Avocado
Petroselinum crispum (MILLER) NYMAN EX A. W. HILLL -- Parsley
Peucedanum ostruthium (L.) KOCH -- Masterwort
Pimpinella anisum L. -- Anise, Sweet Cumin
Pisum sativum L. -- Pea

164
Plantago major L. -- Common Plantain
Polypodium vulgare L. -- Common Polypody, Sweet Fern
Populus balsamifera L. -- Balsam Poplar
Portulaca oleracea L. -- Purslane, Verdolaga
Prunus armeniaca L. -- Apricot
Prunus cerasus L. -- Sour Cherry
Prunus domestica L. -- Plum
Prunus dulcis (MILLER) D. A. WEBB -- Almond
Prunus laurocerasus L. -- Cherry Laurel
Prunus persica (L.) BATSCH -- Peach
Prunus serotina subsp. serotina -- Black Cherry, Wild Cherry
Prunus spinosa L. -- Blackthorn, Sloe
Pteridium aquilinum (L.) KUHN -- Bracken, Bracken Fern
Rheum officinale BAILLON -- Chinese Rhubarb
Rhododendron ponticum L. -- Pontic Alpenrose
Ribes nigrum L. -- Black Currant
Rosmarinus officinalis L. -- Rosemary
Rubus idaeus L. -- Raspberry, Red Raspberry
Salvia officinalis L. -- Sage
Sambucus nigra L. -- Black Elder, Elder, European Alder, European Elder,
European Elderberry
Sambucus simpsonii REHDER -- Simpson's elderberry
Sanguisorba minor SCOP. -- Small Burnet
Santolina chamaecyparissus L. -- Lavender Cotton
Scopolia carniolica JACQ. -- Scopolia
Senna obtusifolia (L.) H.IRWIN & BARNEBY -- Sicklepod
Sesamum indicum L. -- Ajonjoli (Sp.), Beni, Benneseed, Sesame, Sesamo (Sp.)
Solanum melongena L. -- Aubergine, Eggplant
Solanum torvum SW. -- Susumba, Wild Eggplant
Solidago virgaurea L. -- European Goldenrod, Woundwort
Sophora japonica L. -- Japanese Pagoda Tree
Sorbus aucubaria L. -- Rowan Berry
Spartium junceum L. -- Genet, Spanish Broom, Weaver's Broom
Symphytum officinale L. -- Comfrey
Tagetes patula L. -- French Marigold
Tanacetum vulgare L. -- Tansy
Taraxacum officinale WEBER EX F. H. WIGG. -- Dandelion
Tecoma stans (L.) HBK -- Yellow Elder

165
Teucrium chamaedrys L. -- Wall Germander
Theobroma cacao L. -- Cacao
Tilia sp. -- Basswood, Lime, Linden
Trifolium pratense L. -- Cowgrass, Peavine Clover, Purple Clover, Red Clover
Urtica dioica L. -- European Nettle, Stinging Nettle
Vaccinium corymbosum L. -- Blueberry
Vaccinium myrtillus L. -- Bilberry, Dwarf Bilberry, Whortleberry
Vaccinium vitis-idaea var. minus LODD. -- Cowberry, Lingen, Lingonberry
Valeriana officinalis L. -- Common Valerian, Garden-Heliotrope, Valerian
Vicia faba L. -- Broadbean, Faba Bean, Habas
Viscum album L. -- European Mistletoe
Vitis vinifera L. -- European Grape, Grape, Grapevine, Parra (Sp.), Vid (Sp.),
Vigne Vinifere (Fr.), Weinrebe (Ger.), Wine Grape
Zingiber officinale ROSCOE -- Ginger

Φυτά που περιέχουν χλωρογενικό οξύ

Coffea arabica L. -- Coffee


Helianthus annuus L. -- Girasol, Sunflower
Rosa damascena MILLER -- Damask Rose
Vaccinium corymbosum L. -- Blueberry
Coriandrum sativum L. -- Chinese Parsley, Cilantro, Coriander
Teucrium chamaedrys L. -- Wall Germander
Solanum tuberosum L. -- Potato
Lycopersicon esculentum MILLER -- Tomato
Arachis hypogaea L. -- Groundnut, Peanut
Triticum aestivum L. -- Wheat
Acacia nilotica (L.) WILLD. ex DELILE -- Babul
Aconitum napellus L. -- Aconite, Bear's-Foot, Blue Rocket, European Aconite,
Friar's Cap, Garden Monkshood, Garden Wolfsbane, Helmet Flower,
Monkshood, Queen's Fettle, Soldier's Cap, Turk's Cap
Adonis vernalis L. -- Spring Adonis
Allium ampeloprasum L. -- Elephant Garlic, Kurrat
Allium sativum var. sativum L. -- Garlic
Althaea officinalis L. -- Marshmallow, White Mallow
Anethum graveolens L. -- Dill, Garden Dill
Angelica archangelica L. -- Angelica, Garden Angelica, Wild Parsnip
Apium graveolens L. -- Celery
Arctium lappa L. -- Burdock, Gobo, Great Burdock

166
Arnica montana L. -- Leopard's-Bane, Mountain Tobacco
Artemisia abrotanum L. -- Southernwood
Artemisia absinthium L. -- Wormwood
Artemisia dracunculus L. -- Tarragon
Beta vulgaris subsp. subsp. vulgaris -- Beet, Beetroot, Garden Beet, Sugar Beet
Boehmeria nivea (L.) GAUDICH. -- Ramie
Brassica nigra (L.) W. D. J. KOCH -- Black Mustard
Brassica oleracea var. botrytis l. var. botrytis L. -- Cauliflower
Brassica oleracea var. capitata l. var. capitata L. -- Cabbage, Red Cabbage, White
Cabbage
Calendula officinalis L. -- Calendula, Pot-Marigold
Camellia sinensis (L.) KUNTZE -- Tea
Capsicum annuum L. -- Bell Pepper, Cherry Pepper, Cone Pepper, Green
Pepper, Paprika, Sweet Pepper
Capsicum frutescens L. -- Cayenne, Chili, Hot Pepper, Red Chili, Spur Pepper,
Tabasco
Citrullus colocynthis -- Colocynth
Clematis vitalba L. -- Traveler's Joy
Conium maculatum L. -- Carrot Fern, Fool's Parsley, Hemlock, Poison Hemlock,
Spotted Hemlock, Spotted Parsley
Convallaria majalis L. -- Lily-Of-The-Valley
Corchorus olitorius L. -- Jew's Mallow, Mulukiya, Nalta Jute
Crataegus cuneata SIEB. & ZUCC. -- Hawthorn
Crataegus laevigata (POIR.) DC -- English Hawthorn, Hawthorn, Whitethorn,
Woodland Hawthorn
Cucumis sativus L. -- Cucumber
Cydonia oblonga MILLER -- Quince
Cynara cardunculus subsp. cardunculus -- Artichoke
Datura stramonium L. -- Jimsonweed
Daucus carota L. -- Carrot
Digitalis purpurea L. -- Purple Foxglove
Echinacea spp -- Coneflower, Echinacea
Elaeagnus angustifolia L. -- Russian Olive, Silver Berry
Erythroxylum coca var. coca -- Coca
Eucalyptus globulus LABILL. -- Blue Gum, Eucalypt, Tasmanian Bluegum
Eucommia ulmoides OLIV. -- Du Zhong, Gutta-Percha Tree, Tu Chung
Fagopyrum esculentum MOENCH. -- Buckwheat
Fragaria spp -- Strawberry
Glycine max (L.) MERR. -- Soybean

167
Harpagophytum procumbens (BURCH.) DC. EX MEISN. -- Devil's Claw,
Grapple Plant
Hedera helix L. -- Ivy
Hordeum vulgare L. -- Barley, Barleygrass
Humulus lupulus L. -- Hops
Hydrastis canadensis L. -- Goldenseal
Hyoscyamus niger L. -- Henbane
Ilex paraguariensis ST. HIL. -- Mate, Paraguay Tea, South American Holly
Ipomoea batatas (L.) LAM -- Sweet Potato
Linum usitatissimum L. -- Flax, Linseed
Lycopus europeus L. -- European Bugle
Lycopus virginicus L. -- Bugle
Lythrum salicaria L. -- Purple Loosestrife
Malus domestica BORKH. -- Apple
Matricaria recutita L. -- Annual Camomile, German Camomile, Wild Camomile
Melissa officinalis L. -- Balm, Bee Balm, Lemonbalm, Melissa
Mentha x piperita subsp. nothosubsp. piperita -- Peppermint
Menyanthes trifoliata L. -- Bog Myrtle, Bogbean, Buckbean, Marsh Clover,
Marsh Trefoil, Water Trefoil
Morus alba L. -- Sang-Pai-Pi, White Mulberry
Nicotiana tabacum L. -- Tobacco
Origanum vulgare L. -- Common Turkish Oregano, European Oregano,
Oregano, Pot Marjoram, Wild Marjoram, Wild Oregano
Persea americana MILLER -- Avocado
Petroselinum crispum (MILLER) NYMAN EX A. W. HILLL -- Parsley
Peucedanum ostruthium (L.) KOCH -- Masterwort
Phoenix dactylifera L. -- Date Palm
Physalis peruviana L. -- Cape Gooseberry, Ground Cherry
Pimpinella anisum L. -- Anise, Sweet Cumin
Plantago major L. -- Common Plantain
Pluchea carolinensis (JACQ.) G. DON -- Pito sico, Santa maria
Prunus armeniaca L. -- Apricot
Prunus cerasus L. -- Sour Cherry
Prunus domestica L. -- Plum
Prunus persica (L.) BATSCH -- Peach
Punica granatum L. -- Granado (Sp.), Granatapfelbaum (Ger.),
Granatapfelstrauch (Ger.), Grenadier (Fr.), Mangrano (Sp.), Pomegranate,
Romanzeiro (Port.), Zakuro (Jap.)
Rhododendron ponticum L. -- Pontic Alpenrose

168
Ribes nigrum L. -- Black Currant
Ribes uva-crispa L. -- Gooseberry
Ricinus communis L. -- Castorbean
Rosmarinus officinalis L. -- Rosemary
Rubus fruticosus -- Blackberry
Salvia officinalis L. -- Sage
Sambucus nigra L. -- Black Elder, Elder, European Alder, European Elder,
European Elderberry
Sambucus simpsonii REHDER -- Simpson's elderberry
Scopolia carniolica JACQ. -- Scopolia
Senna obtusifolia (L.) H.IRWIN & BARNEBY -- Sicklepod
Sesamum indicum L. -- Ajonjoli (Sp.), Beni, Benneseed, Sesame, Sesamo (Sp.)
Solanum melongena L. -- Aubergine, Eggplant
Solanum torvum SW. -- Susumba, Wild Eggplant
Solidago virgaurea L. -- European Goldenrod, Woundwort
Sorbus aucubaria L. -- Rowan Berry
Stachys officinalis (L.) TREVISAN -- Betony, Bishop's-Wort, Purple Betony,
Wood Betony
Stachytarpheta jamaicensis VAHL -- Brazilian Tea
Strychnos nux-vomica L. -- Nux-Vomica, Stychnine
Symphytum officinale L. -- Comfrey
Tanacetum vulgare L. -- Tansy
Teucrium scordium -- Water Germander
Theobroma cacao L. -- Cacao
Thymus vulgaris L. -- Common Thyme, Garden Thyme, Thyme
Tilia sp. -- Basswood, Lime, Linden
Trifolium pratense L. -- Cowgrass, Peavine Clover, Purple Clover, Red Clover
Tropaeolum majus L. -- Nasturtium
Vaccinium macrocarpon AITON -- American Cranberry, Cranberry, Large
Cranberry
Vaccinium myrtillus L. -- Bilberry, Dwarf Bilberry, Whortleberry
Valeriana officinalis L. -- Common Valerian, Garden-Heliotrope, Valerian
Viburnum opulus subsp. var. opulus -- Crampbark, European Cranberry Bush,
Guelder Rose, Snowballbush
Viburnum prunifolium L. -- Black Haw
Vitis vinifera L. -- European Grape, Grape, Grapevine, Parra (Sp.), Vid (Sp.),
Vigne Vinifere (Fr.), Weinrebe (Ger.), Wine Grape
Withania somnifera (L.) DUNAL -- Ashwagandha
Zingiber officinale ROSCOE -- Ginger

169
Φυτά που περιέχουν φερουλικό οξύ

Ferula assa-foetida L. -- Asafetida, Asafetida (Sp.), Asafoetida, Assa-foetida,


Devil's Dung, Stinkasant (Ger.)
Salvia sp. -- Chia
Ananas comosus (L.) MERR. -- Pineapple
Malus domestica BORKH. -- Apple
Arachis hypogaea L. -- Groundnut, Peanut
Citrus limon (L.) BURMAN f. -- Lemon
Artemisia dracunculus L. -- Tarragon
Citrus paradisi MacFAD. -- Grapefruit
Triticum aestivum L. -- Wheat
Solanum tuberosum L. -- Potato
Allium sativum var. sativum L. -- Garlic
Zea mays L. -- Corn
Brassica oleracea var. capitata l. var. capitata L. -- Cabbage, Red Cabbage, White
Cabbage
Citrus sinensis (L.) OSBECK -- Orange
Raphanus sativus L. -- Radish
Spinacia oleracea L. -- Spinach
Brassica oleracea var. botrytis l. var. botrytis L. -- Cauliflower
Brassica oleracea var. gemmifera var. gemmifera DC -- Brussel-Sprout, Brussels-
Sprouts
Rheum rhabarbarum L. -- Rhubarb
Brassica pekinensis (LOUR.) RUPR. -- Chinese Cabbage
Glycine max (L.) MERR. -- Soybean
Helianthus annuus L. -- Girasol, Sunflower
Ajuga iva (L.) SCHREBER -- Ivy Bugle
Allium ampeloprasum L. -- Elephant Garlic, Kurrat
Allium cepa L. -- Onion, Shallot
Allium schoenoprasum L. -- Chives
Althaea officinalis L. -- Marshmallow, White Mallow
Anethum graveolens L. -- Dill, Garden Dill
Angelica sinensis (OLIV.) DIELS -- Chinese Angelica, Dang Gui, Dang Quai,
Dang Qui, Dong Gui, Dong Quai
Apium graveolens L. -- Celery
Avena sativa L. -- Oats
Basella alba L. -- Vinespinach
Beta vulgaris subsp. subsp. vulgaris -- Beet, Beetroot, Garden Beet, Sugar Beet

170
Brassica nigra (L.) W. D. J. KOCH -- Black Mustard
Catalpa ovata G. DON -- Hsin-Pa-Pi, Kisasage
Celosia cristata L. -- Cockscomb
Centaurium erythraea RAFN. -- Centaury
Chamaemelum nobile (L.) ALL. -- Garden Camomile, Perennial Camomile,
Roman Camomile
Chenopodium album L. -- Lambsquarter
Chenopodium ambrosioides L. -- Epazote, Wormseed
Cichorium intybus L. -- Chicory, Succory, Witloof
Cimicifuga dahurica (TURCZ. EX FISCH. & C. A. MEY.) MAXIM. -- Sheng Ma
Citrullus colocynthis -- Colocynth
Cnicus benedictus L. -- Blessed Thistle
Cocos nucifera L. -- Coconut, Coconut Palm, Cocotero (Sp.), Copra, Kokospalme
(Ger.), Nariyal
Convallaria majalis L. -- Lily-Of-The-Valley
Coptis chinensis FRANCH. -- Chinese Goldthread, Huang-Lian, Huang-Lien
Coptis japonica (THUNB.) MAKINO -- Huang-Lia, Huang-Lian, Huang-Lien,
Japanese Goldthread
Coptis spp -- Generic Goldthread
Cucumis melo subsp. ssp melo var.cantalupensis NAUDIN -- Cantaloupe, Melon,
Muskmelon, Netted Melon, Nutmeg Melon, Persian Melon
Cucumis sativus L. -- Cucumber
Cucurbita pepo L. -- Pumpkin
Cydonia oblonga MILLER -- Quince
Cynara cardunculus subsp. cardunculus -- Artichoke
Datura stramonium L. -- Jimsonweed
Daucus carota L. -- Carrot
Digitalis purpurea L. -- Purple Foxglove
Dioscorea alata L. -- Greater Yam, Winged Yam
Dipteryx odorata (AUBL.) WILLD. -- Dutch Tonka Bean, Tonka Bean
Echinacea spp -- Coneflower, Echinacea
Elaeagnus angustifolia L. -- Russian Olive, Silver Berry
Equisetum arvense L. -- Field Horsetail, Horsetail
Equisetum hyemale L. -- Horsetail, Scouring Rush
Eucalyptus globulus LABILL. -- Blue Gum, Eucalypt, Tasmanian Bluegum
Euphorbia hirta L. -- Queensland Asthma Herb
Euphorbia lathyris L. -- Caper Spurge, Mole Plant
Euphrasia officinalis L. -- Eyebright
Ficus carica L. -- Echte Feige (Ger.), Feigenbaum (Ger.), Fico (Ital.), Fig,

171
Figueira (Port.), Figuier Commun (Fr.), Higo (Sp.), Higuera Comun (Sp.)
Foeniculum vulgare MILLER -- Fennel
Gaultheria procumbens L. -- Checkerberry, Creeping Wintergreen, Mountain
Tea, Teaberry, Wintergreen, Wintergrun (Ger.)
Glechoma hederacea L. -- Alehoof
Glycyrrhiza glabra L. -- Commom Licorice, Licorice, Licorice-Root, Smooth
Licorice
Hordeum vulgare L. -- Barley, Barleygrass
Humulus lupulus L. -- Hops
Huperzia spp -- Cutleaf Clubmoss
Hura crepitans L. -- Sandbox Tree
Hyssopus officinalis L. -- Hyssop
Kalanchoe pinnata (LAM.) PERS. -- Air Plant, Siempre Viva
Lactuca sativa L. -- Lettuce
Lens culinaris MEDIK. -- Lentil
Ligustrum japonicum THUNB. -- Japanese Privet, Ligustri Fructus
Lycopersicon esculentum MILLER -- Tomato
Lycopodium clavatum L. -- Antler Herb, Clubmoss
Lycopus europeus L. -- European Bugle
Melia azedarach L. -- Chinaberry
Mentha x rotundifolia (L.) HUDSON -- Applemint
Menyanthes trifoliata L. -- Bog Myrtle, Bogbean, Buckbean, Marsh Clover,
Marsh Trefoil, Water Trefoil
Myroxylon balsamum (L.) HARMS -- Peru Balsam, Tolu Balsam
Nicotiana tabacum L. -- Tobacco
Opopanax chironium (L.) KOCH -- Hercules All Heal, Opopanax
Oryza sativa L. -- Rice
Panax quinquefolius L. -- American Ginseng, Ginseng
Phaseolus vulgaris subsp. var. vulgaris -- Black Bean, Dwarf Bean, Field Bean,
Flageolet Bean, French Bean, Garden Bean, Green Bean, Haricot, Haricot Bean,
Haricot Vert, Kidney Bean, Navy Bean, Pop Bean, Popping Bean, Snap Bean,
String Bean, Wax Bean
Pinus sylvestris L. -- Scotch Pine
Pisum sativum L. -- Pea
Plantago major L. -- Common Plantain
Polygala senega L. -- Seneca Snakeroot, Senega
Portulaca oleracea L. -- Purslane, Verdolaga
Prunus cerasus L. -- Sour Cherry
Prunus domestica L. -- Plum

172
Prunus dulcis (MILLER) D. A. WEBB -- Almond
Prunus persica (L.) BATSCH -- Peach
Prunus spinosa L. -- Blackthorn, Sloe
Pteridium aquilinum (L.) KUHN -- Bracken, Bracken Fern
Rheum officinale BAILLON -- Chinese Rhubarb
Rheum rhabarbarum L. -- Rhubarb
Ribes nigrum L. -- Black Currant
Ribes uva-crispa L. -- Gooseberry
Ricinus communis L. -- Castorbean
Rubus fruticosus -- Blackberry
Rubus idaeus L. -- Raspberry, Red Raspberry
Salvia officinalis L. -- Sage
Sambucus nigra L. -- Black Elder, Elder, European Alder, European Elder,
European Elderberry
Serenoa repens (W. BARTRAM) SMALL -- Saw Palmetto, Scrub-Palmetto
Sesamum indicum L. -- Ajonjoli (Sp.), Beni, Benneseed, Sesame, Sesamo (Sp.)
Solanum melongena L. -- Aubergine, Eggplant
Sophora japonica L. -- Japanese Pagoda Tree
Tecoma stans (L.) HBK -- Yellow Elder
Theobroma cacao L. -- Cacao
Thymus vulgaris L. -- Common Thyme, Garden Thyme, Thyme
Urtica dioica L. -- European Nettle, Stinging Nettle
Vaccinium corymbosum L. -- Blueberry
Vaccinium myrtillus L. -- Bilberry, Dwarf Bilberry, Whortleberry
Vicia faba L. -- Broadbean, Faba Bean, Habas
Viola odorata L. -- Common Violet, Sweet Violet
Vitis vinifera L. -- European Grape, Grape, Grapevine, Parra (Sp.), Vid (Sp.),
Vigne Vinifere (Fr.), Weinrebe (Ger.), Wine Grape
Zea mays L. -- Corn
Zingiber officinale ROSCOE -- Ginger

Φυτά που περιέχουν πρωτοκατεχικό οξύ

Allium cepa L. -- Onion, Shallot


Coriandrum sativum L. -- Chinese Parsley, Cilantro, Coriander
Origanum vulgare L. -- Common Turkish Oregano, European Oregano,
Oregano, Pot Marjoram, Wild Marjoram, Wild Oregano
Triticum aestivum L. -- Wheat
Arachis hypogaea L. -- Groundnut, Peanut

173
Artemisia dracunculus L. -- Tarragon
Glycine max (L.) MERR. -- Soybean
Acacia decurrens (WENDL.) WILLD. -- Green Wattle
Acacia nilotica (L.) WILLD. ex DELILE -- Babul
Anemarrhena asphodeloides BUNGE -- Chih-Mu, Zhi-Mu
Apium graveolens L. -- Celery
Artemisia absinthium L. -- Wormwood
Brassica nigra (L.) W. D. J. KOCH -- Black Mustard
Brassica oleracea var. capitata l. var. capitata L. -- Cabbage, Red Cabbage, White
Cabbage
Capsella bursa-pastoris (L.) MEDICUS -- Shepherd's Purse
Catalpa bignonioides WALT. -- Indian bean
Catharanthus roseus (L.) G. DON -- Madagascar Periwinkle, Rosy Periwinkle
Centaurium erythraea RAFN. -- Centaury
Curcuma longa L. -- Indian Saffron, Turmeric
Dryopteris filix-mas (L.) SCHOTT -- Male Fern
Eucalyptus globulus LABILL. -- Blue Gum, Eucalypt, Tasmanian Bluegum
Foeniculum vulgare MILLER -- Fennel
Fragaria spp -- Strawberry
Gentiana lutea L. -- Gentian, Yellow Gentian
Geranium thunbergii SIEB. & ZUCC -- Gennoshiouko, Oriental Geranium
Hibiscus sabdariffa L. -- Acedera de Guinea (Sp.), Indian Sorrel, Jamaica Sorrel,
Kharkadi, Malventee (Ger.), Red Sorrel, Rosa de Jamaica (Sp.), Rosella (Ger.),
Roselle, Sereni (Sp.), Sorrel
Krameria triandra R. & P. -- Rhatany
Malus domestica BORKH. -- Apple
Melissa officinalis L. -- Balm, Bee Balm, Lemonbalm, Melissa
Menyanthes trifoliata L. -- Bog Myrtle, Bogbean, Buckbean, Marsh Clover,
Marsh Trefoil, Water Trefoil
Olea europaea subsp. europaea -- Olive
Perilla frutescens (L.) BRITTON -- Perilla
Petroselinum crispum (MILLER) NYMAN EX A. W. HILLL -- Parsley
Pinus sylvestris L. -- Scotch Pine
Polygonum hydropiperoides L. -- Mild Water Pepper
Pteridium aquilinum (L.) KUHN -- Bracken, Bracken Fern
Pterocarpus marsupium ROXB. -- Indian Kino, Malabar Kino, bijasal
Punica granatum L. -- Granado (Sp.), Granatapfelbaum (Ger.),
Granatapfelstrauch (Ger.), Grenadier (Fr.), Mangrano (Sp.), Pomegranate,
Romanzeiro (Port.), Zakuro (Jap.)

174
Rheum rhabarbarum L. -- Rhubarb
Rhynchosia minima DC. -- Burn Mouth Vine
Ribes nigrum L. -- Black Currant
Schinus molle L. -- California Peppertree, Mastic-Tree, Peruvian Peppertree
Schisandra chinensis (TURCZ.) BAILL. -- Chinese Magnolia Vine, Five-Flavor-
Fruit, Magnolia Vine, Schizandra, Wu Wei Zi, Wu Wei Zu
Sesamum indicum L. -- Ajonjoli (Sp.), Beni, Benneseed, Sesame, Sesamo (Sp.)
Sorbus aucubaria L. -- Rowan Berry
Theobroma cacao L. -- Cacao
Vaccinium myrtillus L. -- Bilberry, Dwarf Bilberry, Whortleberry
Vanilla planifolia JACKS. -- Bourbon Vanilla, Vanilla
Vinca minor L. -- Periwinkle, Running-Myrtle
Zea mays L. -- Corn

Φυτά που περιέχουν ελλαγικό οξύ

Fragaria spp -- Strawberry


Psidium guajava L. -- Guava
Acacia farnesiana (L.) WILLD. -- Cassie, Huisache, Opopanax, Popinac, Sweet
Acacia
Acacia nilotica (L.) WILLD. ex DELILE -- Babul
Aleurites fordii HEMSL. -- Tungoil Tree
Anogeissus latifolia WALL. -- Gum Ghatti
Arbutus unedo L. -- Arbutus, Strawberry Tree
Arctostaphylos uva-ursi (L.) SPRENGEL -- Bearberry, Uva Ursi
Bixa orellana L. -- Achiote, Annato, Annatto, Annoto, Arnato, Bija, Lipstick Pod,
Lipsticktree
Caesalpinia pulcherrima (L.) SW. -- Bird Of Paradise
Castanea sativa MILLER -- European Chestnut
Coriaria myrtifolia L. -- Mealy Tree
Coriaria thymifolia HUMB. & BONPL. -- Ground Toot, Shanshi
Elaeagnus angustifolia L. -- Russian Olive, Silver Berry
Ephedra gerardiana WALL. -- Pakistani Ephedra
Ephedra sinica STAPF -- Chinese Ephedra, Ma Huang
Eucalyptus globulus LABILL. -- Blue Gum, Eucalypt, Tasmanian Bluegum
Euphorbia hirta L. -- Queensland Asthma Herb
Euphorbia tirucalli L. -- Aveloz
Geranium thunbergii SIEB. & ZUCC -- Gennoshiouko, Oriental Geranium
Heimia salicifolia L. -- Sinicuichi

175
Juglans nigra L. -- Black Walnut
Juglans regia L. -- English Walnut
Lagerstroemia indica L. -- Crape Myrtle
Liquidambar styraciflua L. -- American Styrax, Sweetgum
Lycopus europeus L. -- European Bugle
Lycopus virginicus L. -- Bugle
Lythrum salicaria L. -- Purple Loosestrife
Myrtus communis L. -- Arrayan (Sp.), Mirto (Sp.), Myrte (Ger.), Myrtle
Oenothera biennis L. -- Evening-Primrose
Phyllanthus emblica L. -- Emblic, Myrobalan
Polygonum hydropiper L. -- Common Smartweed
Psidium cattleianum SABINE -- Strawberry Guava
Psidium guajava L. -- Guava
Punica granatum L. -- Granado (Sp.), Granatapfelbaum (Ger.),
Granatapfelstrauch (Ger.), Grenadier (Fr.), Mangrano (Sp.), Pomegranate,
Romanzeiro (Port.), Zakuro (Jap.)
Quercus infectoria OLIV. -- Aleppo Oak, Dyer's Oak, Gall Oak
Quercus rubra L. -- Northern Red Oak
Ricinus communis L. -- Castorbean
Rubus idaeus L. -- Raspberry, Red Raspberry
Syzygium aromaticum (L.) MERR. & L. M. PERRY -- Clove, Clovetree
Tagetes patula L. -- French Marigold
Terminalia catappa L. -- Indian Almond, Malabar Almond, Tropical Almond
Terminalia chebula RETZ. -- Black Myrobalan, Chebulic Myrobalan, Ink Nut,
Myrobalan
Uncaria catechu (L. f.) WILLD. -- Gambir, Pale Catechu
Vaccinium corymbosum L. -- Blueberry
Vitis vinifera L. -- European Grape, Grape, Grapevine, Parra (Sp.), Vid (Sp.),
Vigne Vinifere (Fr.), Weinrebe (Ger.), Wine Grape

Φυτά που περιέχουν επικατεχίνη

Camellia sinensis (L.) KUNTZE -- Tea


Mitragyna speciosa KORTH. -- Kratum
Aesculus hippocastanum L. -- Horse Chestnut
Cinchona spp -- Quinine
Cinnamomum aromaticum NEES -- Canela de la China (Sp.), Canelero chino
(Sp.), Canelle de Cochinchine (Fr.), Cannelier Casse (Fr.), Cannelier de Chine
(Fr.), Cassia, Cassia Bark, Cassia Lignea, China Junk Cassia, Chinazimt (Ger.),
Chinese Cassia, Chinese Cinnamon, Chinesischer Zimtbaum (Ger.), Kashia-

176
Keihi (Jap.), Saigon Cinnamon, Zimtcassie (Ger.)
Cinnamomum sieboldii -- Japanese Cinnamon
Crataegus laevigata (POIR.) DC -- English Hawthorn, Hawthorn, Whitethorn,
Woodland Hawthorn
Elaeagnus angustifolia L. -- Russian Olive, Silver Berry
Humulus lupulus L. -- Hops
Hypericum perforatum L. -- Common St. Johnswort, Goatweed, Hypericum,
Klamath Weed, St. John's-wort
Juniperus communis L. -- Common Juniper, Juniper
Krameria triandra R. & P. -- Rhatany
Pinus sylvestris L. -- Scotch Pine
Prunus cerasus L. -- Sour Cherry
Pyrus communis L. -- Pear
Rheum rhabarbarum L. -- Rhubarb
Rhododendron ponticum L. -- Pontic Alpenrose
Rosa canina L. -- Dog Rose, Dogbrier, Rose
Sorbus aucubaria L. -- Rowan Berry
Terminalia catappa L. -- Indian Almond, Malabar Almond, Tropical Almond
Theobroma cacao L. -- Cacao
Uncaria catechu (L. f.) WILLD. -- Gambir, Pale Catechu
Vaccinium myrtillus L. -- Bilberry, Dwarf Bilberry, Whortleberry
Vaccinium vitis-idaea var. minus LODD. -- Cowberry, Lingen, Lingonberry
Viburnum opulus subsp. var. opulus -- Crampbark, European Cranberry Bush,
Guelder Rose, Snowballbush
Vitis vinifera L. -- European Grape, Grape, Grapevine, Parra (Sp.), Vid (Sp.),
Vigne Vinifere (Fr.), Weinrebe (Ger.), Wine Grape

Φυτά που περιέχουν γαλλικό άλας της 3-επικατεχίνης

Camellia sinensis (L.) KUNTZE -- Tea


Rheum rhabarbarum L. -- Rhubarb

Φυτά που περιέχουν γαλλικό άλας της επικατεχίνης

Camellia sinensis (L.) KUNTZE -- Tea


Chimaphila umbellata (L.) NUTT. -- King's Cure, Pipsissewa
Sorbus aucubaria L. -- Rowan Berry

177
Φυτά που περιέχουν επιγαλλοκατεχίνη

Camellia sinensis (L.) KUNTZE -- Tea


Gossypium sp -- Cotton
Acacia nilotica (L.) WILLD. ex DELILE -- Babul
Theobroma cacao L. -- Cacao
Vaccinium myrtillus L. -- Bilberry, Dwarf Bilberry, Whortleberry

Φυτά που περιέχουν γαλλικό άλας της 3-επιγαλλοκατεχίνης

Camellia sinensis (L.) KUNTZE -- Tea

Φυτά που περιέχουν γαλλικό άλας της επιγαλλοκατεχίνης

Camellia sinensis (L.) KUNTZE -- Tea

Φυτά που περιέχουν κερκετίνη

Oenothera biennis L. -- Evening-Primrose


Podophyllum peltatum L. -- Mayapple
Allium cepa L. -- Onion, Shallot
Camellia sinensis (L.) KUNTZE -- Tea
Podophyllum hexandrum ROYLE -- Himalayan Mayapple
Azadirachta indica A. JUSS. -- Neem
Helianthus annuus L. -- Girasol, Sunflower
Avena sativa L. -- Oats
Malus domestica BORKH. -- Apple
Vaccinium macrocarpon AITON -- American Cranberry, Cranberry, Large
Cranberry
Helianthus annuus L. -- Girasol, Sunflower
Allium sativum var. sativum L. -- Garlic
Brassica oleracea var. capitata l. var. capitata L. -- Cabbage, Red Cabbage, White
Cabbage
Capsicum frutescens L. -- Cayenne, Chili, Hot Pepper, Red Chili, Spur Pepper,
Tabasco
Brassica oleracea var. sabellica l. var. acephala DC -- Curly Kale, Kale, Kitchen
Kale, Scotch Kale
Pyrus communis L. -- Pear

178
Brassica oleracea var. gemmifera var. gemmifera DC -- Brussel-Sprout, Brussels-
Sprouts
Brassica oleracea var. gongylodes L. -- Kohlrabi
Spinacia oleracea L. -- Spinach
Allium schoenoprasum L. -- Chives
Brassica oleracea var. botrytis l. var. botrytis L. -- Cauliflower
Abelmoschus esculentus (L.) MOENCH -- Okra
Abelmoschus moschatus MEDIK. -- Ambrette, Musk Okra, Muskmallow,
Tropical Jewel Hibiscus
Acacia catechu (L. f.) WILLD. -- Black Cutch, Catechu
Acacia nilotica (L.) WILLD. ex DELILE -- Babul
Acacia senegal (L.) WILLD. -- Gum Arabic, Gum Arabic Tree, Kher, Senegal
Gum, Sudan Gum Arabic
Achillea millefolium L. -- Milfoil, Yarrow
Actinidia chinensis PLANCHON -- Kiwi
Aesculus hippocastanum L. -- Horse Chestnut
Agathosma betulina (P. J. BERGIUS) PILLANS -- Buchu, Honey Buchu,
Mountain Buchu
Ageratum conyzoides L. -- Mexican ageratum
Ailanthus altissima (MILL.) SWINGLE -- Stinktree, Tree Of Heaven
Althaea officinalis L. -- Marshmallow, White Mallow
Ammi majus L. -- Bishop's Weed
Ammi visnaga (L.) LAM. -- Visnaga
Anastatica hierochuntica L. -- Jericho Rose
Anethum graveolens L. -- Dill, Garden Dill
Anogeissus latifolia WALL. -- Gum Ghatti
Arachis hypogaea L. -- Groundnut, Peanut
Araucaria bidwillii HOOK. -- Monkey puzzle
Arctostaphylos uva-ursi (L.) SPRENGEL -- Bearberry, Uva Ursi
Ardisia japonica L. -- Marlberry
Armoracia rusticana GAERTN. ET AL. -- Horseradish
Artemisia dracunculus L. -- Tarragon
Artocarpus altilis (PARKINS.) FOSBERG -- Breadfruit
Asimina triloba (L.) DUNAL -- Pawpaw
Asparagus officinalis L. -- Asparagus
Azadirachta indica A. JUSS. -- Neem
Barosma betulina (P. J. BERGIUS) BARTL. & H. L. WENDL. -- Buchu
Basella alba L. -- Vinespinach
Berberis vulgaris L. -- Barberry

179
Beta vulgaris subsp. subsp. vulgaris -- Beet, Beetroot, Garden Beet, Sugar Beet
Brassica oleracea var. botrytis l. var. botrytis L. -- Cauliflower
Caesalpinia pulcherrima (L.) SW. -- Bird Of Paradise
Calendula officinalis L. -- Calendula, Pot-Marigold
Camellia sinensis (L.) KUNTZE -- Tea
Camptotheca acuminata DECAISNE -- Happy Tree
Capparis spinosa L. -- Caper, Caperbush
Carum carvi L. -- Caraway, Carum, Comino (Sp.), Comino de prado (Sp.),
Kummel (Ger.)
Castanea sativa MILLER -- European Chestnut
Catharanthus roseus (L.) G. DON -- Madagascar Periwinkle, Rosy Periwinkle
Cedrus deodora LOUD. -- Deodar Cedar
Ceiba pentandra (L.) GAERTN. -- Kapok, Silk-Cotton Tree
Centaurea calcitrapa L. -- Star-Thistle
Cichorium endivia L. -- Endive, Escarole
Cichorium intybus L. -- Chicory, Succory, Witloof
Cinnamomum camphora (L.) NEES & EBERM. -- Camphor, Ho Leaf
Citrus limon (L.) BURMAN f. -- Lemon
Citrus paradisi MacFAD. -- Grapefruit
Consolida ajacis (L.) SCHUR -- Larkspur
Coriandrum sativum L. -- Chinese Parsley, Cilantro, Coriander
Coriaria myrtifolia L. -- Mealy Tree
Coriaria thymifolia HUMB. & BONPL. -- Ground Toot, Shanshi
Cornus florida L. -- American Dogwood
Crataegus cuneata SIEB. & ZUCC. -- Hawthorn
Crocus sativus L. -- Saffron
Cucurbita pepo L. -- Pumpkin
Cymbopogon citratus (DC. ex NEES) STAPF -- Lemongrass, West Indian
Lemongrass
Cytisus scoparius (L.) LINK. -- Scotch Broom
Daucus carota L. -- Carrot
Diospyros virginiana L. -- American Persimmon
Dodonaea viscosa (L.) JACQ. -- Hopwood
Drimys winteri FORSTER & FORSTER f. -- Winter's Bark
Echinacea spp -- Coneflower, Echinacea
Elaeagnus angustifolia L. -- Russian Olive, Silver Berry
Eriobotrya japonica (THUNB.) LINDL. -- Loquat
Eucalyptus globulus LABILL. -- Blue Gum, Eucalypt, Tasmanian Bluegum

180
Eupatorium perfoliatum L. -- Boneset
Euphorbia hirta L. -- Queensland Asthma Herb
Euphorbia lathyris L. -- Caper Spurge, Mole Plant
Fagopyrum esculentum MOENCH. -- Buckwheat
Ficus carica L. -- Echte Feige (Ger.), Feigenbaum (Ger.), Fico (Ital.), Fig,
Figueira (Port.), Figuier Commun (Fr.), Higo (Sp.), Higuera Comun (Sp.)
Filipendula ulmaria (L.) MAXIM. -- Meadowsweet, Queen Of The Meadow
Foeniculum vulgare MILLER -- Fennel
Forsythia suspensa VAHL -- Lian-Jiao, Lien-Chiao
Fragaria spp -- Strawberry
Geranium thunbergii SIEB. & ZUCC -- Gennoshiouko, Oriental Geranium
Ginkgo biloba L. -- Ginkgo, Maidenhair Tree
Glycine max (L.) MERR. -- Soybean
Glycyrrhiza glabra L. -- Commom Licorice, Licorice, Licorice-Root, Smooth
Licorice
Gossypium sp -- Cotton
Haematoxylum campechianum L. -- Campechy, Logwood
Hamamelis virginiana L. -- Witch Hazel
Hibiscus rosa-sinensis L. -- Chinese hibiscus, Shoe-flower
Hippophae rhamnoides L. -- Sallow Thorn, Sea Buckthorn, Yellow Spine
Houttuynia cordata THUNB. -- Dokudami, Fishwort, Yu Xing Cao
Humulus lupulus L. -- Hops
Hydrangea arborescens L. -- Hydrangea, Smooth Hydrangea
Hypericum perforatum L. -- Common St. Johnswort, Goatweed, Hypericum,
Klamath Weed, St. John's-wort
Ipomoea batatas (L.) LAM -- Sweet Potato
Isatis tinctoria L. -- Dyer's Woad
Juglans regia L. -- English Walnut
Kalanchoe pinnata (LAM.) PERS. -- Air Plant, Siempre Viva
Kalanchoe spathulata DC. -- Beach Bells
Lactuca sativa L. -- Lettuce
Laurus nobilis L. -- Bay, Bay Laurel, Bayleaf, Grecian Laurel, Laurel, Sweet Bay
Ledum palustre L. -- Marsh Tea, Wild Rosemary
Leonurus cardiaca L. -- Motherwort
Ligustrum japonicum THUNB. -- Japanese Privet, Ligustri Fructus
Lippia dulcis TREV. -- Sweet Herb
Ludwigia adscendens -- Ascending ludwigia
Ludwigia perennis L. -- Perennial ludwigia

181
Lycopersicon esculentum MILLER -- Tomato
Magnolia denudata DESR. -- Hsin-I, Xin-Yi
Magnolia kobus DC. -- Hsin-I, Xin-Yi
Magnolia officinalis REHDER & E. H. WILSON -- Chinese Magnolia, Hou Pu,
Magnolia-Bark
Mangifera indica L. -- Mango
Matricaria recutita L. -- Annual Camomile, German Camomile, Wild Camomile
Melia azedarach L. -- Chinaberry
Moringa oleifera LAM. -- Ben Nut, Benzolive Tree, Drumstick Tree, Horseradish
Tree, Jacinto (Sp.), Moringa, West Indian Ben
Morus alba L. -- Sang-Pai-Pi, White Mulberry
Musa x paradisiaca L. -- Banana, Plantain
Myristica fragrans HOUTT. -- Mace, Muskatnussbaum (Ger.), Nutmeg, nogal
moscado (Sp.), nuez moscada (Sp.)
Nelumbo nucifera L. -- Water Lotus
Nerium oleander L. -- Oleander
Nicotiana tabacum L. -- Tobacco
Ocimum basilicum L. -- Basil, Cuban Basil, Sweet Basil
Oenothera biennis L. -- Evening-Primrose
Olea europaea subsp. europaea -- Olive
Origanum vulgare L. -- Common Turkish Oregano, European Oregano,
Oregano, Pot Marjoram, Wild Marjoram, Wild Oregano
Paeonia lactiflora PALL. -- Bai Shao (Chinese), Chih-Shao, Common Garden
Peony, Peony, White Peony
Paeonia moutan -- Moutan, Tree Peony
Paeonia suffruticosa ANDREWS -- Moutan, Moutan Peony, Tree Peony
Panax notoginseng (BURKILL) HOO & TSENG -- Sanchi Ginseng
Passiflora incarnata L. -- Manzana de Mayo, Mayapple, Passionflower
Pastinaca sativa L. -- Parsnip
Perilla frutescens (L.) BRITTON -- Perilla
Persea americana MILLER -- Avocado
Petroselinum crispum (MILLER) NYMAN EX A. W. HILLL -- Parsley
Phoenix dactylifera L. -- Date Palm
Phyllanthus niruri L. -- Seed On The Leaf
Pinus mugo TURRA -- Dwarf Pine, Swiss Mountain Pine
Pinus sylvestris L. -- Scotch Pine
Pistacia lentiscus L. -- Chios Mastictree, Lentisco (Sp.), Mastic, Mastictree,
Mastixbaum (Ger.)
Plumeria acutifolia POIR. -- Frangipani

182
Podophyllum pleianthum L. -- Chinese Mayapple
Polygonum aviculare L. -- Prostrate Knotweed
Polygonum hydropiper L. -- Common Smartweed
Polygonum hydropiperoides L. -- Mild Water Pepper
Populus tacamahacca MILL. -- Balm Of Gilead
Prosopis juliflora (SW.) DC. -- Mesquite
Prunus armeniaca L. -- Apricot
Prunus cerasus L. -- Sour Cherry
Prunus domestica L. -- Plum
Prunus dulcis (MILLER) D. A. WEBB -- Almond
Prunus laurocerasus L. -- Cherry Laurel
Prunus persica (L.) BATSCH -- Peach
Prunus serotina subsp. serotina -- Black Cherry, Wild Cherry
Prunus spinosa L. -- Blackthorn, Sloe
Psidium cattleianum SABINE -- Strawberry Guava
Psidium guajava L. -- Guava
Pteridium aquilinum (L.) KUHN -- Bracken, Bracken Fern
Pueraria montana subsp. var. lobata (WILLD.) MAESEN & S. M. ALMEIDA --
Kudsu, Kudzu
Quercus alba L. -- White Oak
Quercus infectoria OLIV. -- Aleppo Oak, Dyer's Oak, Gall Oak
Quercus robur L. -- English Oak
Quercus velutina LAM. -- Black Oak
Rhododendron dauricum L. -- Chinese Alpenrose
Rhus toxicodendron L. -- Poison Ivy
Ribes nigrum L. -- Black Currant
Ricinus communis L. -- Castorbean
Rosa damascena MILLER -- Damask Rose
Rosa spp -- Rose Hips
Rumex acetosa L. -- Garden Sorrel
Rumex crispus L. -- Curly Dock, Lengua De Vaca, Sour Dock, Yellow Dock
Ruta graveolens L. -- Rue
Salix alba L. -- White Willow
Sambucus nigra L. -- Black Elder, Elder, European Alder, European Elder,
European Elderberry
Sanguisorba minor SCOP. -- Small Burnet
Sanguisorba officinalis L. -- Greater Burnet
Schinus molle L. -- California Peppertree, Mastic-Tree, Peruvian Peppertree

183
Schinus terebinthifolius RADDI -- Brazilian Peppertree
Senna occidentalis (L.) H. IRWIN & BARNEBY -- Coffee Senna
Silybum marianum (L.) GAERTN. -- Lady's Thistle, Milk Thistle
Solanum tuberosum L. -- Potato
Solidago virgaurea L. -- European Goldenrod, Woundwort
Sophora japonica L. -- Japanese Pagoda Tree
Sorbus aucubaria L. -- Rowan Berry
Spartium junceum L. -- Genet, Spanish Broom, Weaver's Broom
Tagetes patula L. -- French Marigold
Tanacetum vulgare L. -- Tansy
Terminalia catappa L. -- Indian Almond, Malabar Almond, Tropical Almond
Teucrium botrys L. -- Field Germander
Teucrium montanum L. -- Mountain Germander
Teucrium scordium -- Water Germander
Theobroma cacao L. -- Cacao
Thespesia populnea (L.) SOLAND. -- Indian tulip tree
Thevetia peruviana (PERS.) K. SCHUM. -- Adelfa Amarilla (Sp.), Cabalonga
(Sp.), Chirca (Sp.), Loandro-Amarelo (Port.), Luckynut, Oleandre Jaune (Fr.),
Peruvian Yellow Oleander, Thevetie (Ger.), Yellow Oleander
Tilia sp. -- Basswood, Lime, Linden
Tribulus terrestris L. -- Puncture-vine
Tridax procumbens L. -- Coatbuttons, Mexican daisy
Trigonella foenum-graecum L. -- Alholva (Sp.), Bockshornklee (Ger.),
Fenugreek, Greek Clover, Greek Hay
Triticum aestivum L. -- Wheat
Tussilago farfara L. -- Coltsfoot
Uncaria catechu (L. f.) WILLD. -- Gambir, Pale Catechu
Urginea maritima L. -- European Squill
Vaccinium corymbosum L. -- Blueberry
Vaccinium myrtillus L. -- Bilberry, Dwarf Bilberry, Whortleberry
Vaccinium vitis-idaea var. minus LODD. -- Cowberry, Lingen, Lingonberry
Valeriana officinalis L. -- Common Valerian, Garden-Heliotrope, Valerian
Viola odorata L. -- Common Violet, Sweet Violet
Viola tricolor L. -- Pansy, Wild Violet
Vitis vinifera L. -- European Grape, Grape, Grapevine, Parra (Sp.), Vid (Sp.),
Vigne Vinifere (Fr.), Weinrebe (Ger.), Wine Grape
Zea mays L. -- Corn
Zingiber officinale ROSCOE -- Ginger

184
Φυτά που περιέχουν μυρικετίνη

Azadirachta indica A. JUSS. -- Neem


Acacia leucophloea (ROXB.) WILLD. -- Pilang Bast
Aesculus hippocastanum L. -- Horse Chestnut
Ammi visnaga (L.) LAM. -- Visnaga
Anogeissus latifolia WALL. -- Gum Ghatti
Araucaria bidwillii HOOK. -- Monkey puzzle
Arbutus unedo L. -- Arbutus, Strawberry Tree
Arctostaphylos uva-ursi (L.) SPRENGEL -- Bearberry, Uva Ursi
Caesalpinia pulcherrima (L.) SW. -- Bird Of Paradise
Camellia sinensis (L.) KUNTZE -- Tea
Crocus sativus L. -- Saffron
Daucus carota L. -- Carrot
Dictamnus albus L. -- Akgiritotu, Burning Bush, Dittany, Gas Plant, Gazelotu
Diospyros virginiana L. -- American Persimmon
Haematoxylum campechianum L. -- Campechy, Logwood
Hamamelis virginiana L. -- Witch Hazel
Humulus lupulus L. -- Hops
Juglans nigra L. -- Black Walnut
Myrtus communis L. -- Arrayan (Sp.), Mirto (Sp.), Myrte (Ger.), Myrtle
Oenanthe aquatica (L.) POIR. -- Water Fennel, Water Hemlock
Pistacia lentiscus L. -- Chios Mastictree, Lentisco (Sp.), Mastic, Mastictree,
Mastixbaum (Ger.)
Polygonum aviculare L. -- Prostrate Knotweed
Psidium guajava L. -- Guava
Rhododendron dauricum L. -- Chinese Alpenrose
Rhododendron ponticum L. -- Pontic Alpenrose
Rhus toxicodendron L. -- Poison Ivy
Ribes nigrum L. -- Black Currant
Schinus molle L. -- California Peppertree, Mastic-Tree, Peruvian Peppertree
Schinus terebinthifolius RADDI -- Brazilian Peppertree
Solanum tuberosum L. -- Potato
Trifolium pratense L. -- Cowgrass, Peavine Clover, Purple Clover, Red Clover
Vaccinium corymbosum L. -- Blueberry
Viola tricolor L. -- Pansy, Wild Violet
Vitis vinifera L. -- European Grape, Grape, Grapevine, Parra (Sp.), Vid (Sp.),
Vigne Vinifere (Fr.), Weinrebe (Ger.), Wine Grape

185
Zingiber officinale ROSCOE -- Ginger

Φυτά που περιέχουν ρουτίνη

Viola tricolor L. -- Pansy, Wild Violet


Sophora japonica L. -- Japanese Pagoda Tree
Fagopyrum esculentum MOENCH. -- Buckwheat
Morus alba L. -- Sang-Pai-Pi, White Mulberry
Fagopyrum esculentum MOENCH. -- Buckwheat
Hydrangea paniculata SEIB. -- Peegee
Fagopyrum esculentum MOENCH. -- Buckwheat
Sophora japonica L. -- Japanese Pagoda Tree
Sambucus canadensis L. -- American Elder, American Elderberry, Elderberry,
Sweet Elder
Petroselinum crispum (MILLER) NYMAN EX A. W. HILLL -- Parsley
Polygonum hydropiper L. -- Common Smartweed
Sophora japonica L. -- Japanese Pagoda Tree
Lycopersicon esculentum MILLER -- Tomato
Nicotiana glauca R. GRAH. -- Tree Tobacco
Ruta graveolens L. -- Rue
Viola odorata L. -- Common Violet, Sweet Violet
Prunus armeniaca L. -- Apricot
Zizyphus jujuba MILL. -- Da-Zao, Jujube, Ta-Tsao
Rumex acetosa L. -- Garden Sorrel
Nicotiana tabacum L. -- Tobacco
Sambucus nigra L. -- Black Elder, Elder, European Alder, European Elder,
European Elderberry
Citrus sinensis (L.) OSBECK -- Orange
Rheum rhabarbarum L. -- Rhubarb
Rumex acetosella L. -- Sheep Sorrel
Erythroxylum coca var. coca -- Coca
Erythroxylum novogranatense var. novogranatense -- Coca
Eschscholzia californica subsp. californica -- California Poppy
Tussilago farfara L. -- Coltsfoot
Humulus lupulus L. -- Hops
Ricinus communis L. -- Castorbean
Camellia sinensis (L.) KUNTZE -- Tea
Ficus carica L. -- Echte Feige (Ger.), Feigenbaum (Ger.), Fico (Ital.), Fig,
Figueira (Port.), Figuier Commun (Fr.), Higo (Sp.), Higuera Comun (Sp.)

186
Forsythia suspensa VAHL -- Lian-Jiao, Lien-Chiao
Artemisia dracunculus L. -- Tarragon
Magnolia kobus DC. -- Hsin-I, Xin-Yi
Ruscus aculeatus L. -- Box-Holly, Butcher's Broom
Apium graveolens L. -- Celery
Spinacia oleracea L. -- Spinach
Brassica oleracea var. gemmifera var. gemmifera DC -- Brussel-Sprout, Brussels-
Sprouts
Citrus limon (L.) BURMAN f. -- Lemon
Acacia catechu (L. f.) WILLD. -- Black Cutch, Catechu
Acacia decurrens (WENDL.) WILLD. -- Green Wattle
Achillea millefolium L. -- Milfoil, Yarrow
Adiantum capillus-veneris L. -- Maidenhair Fern
Aesculus hippocastanum L. -- Horse Chestnut
Agathosma betulina (P. J. BERGIUS) PILLANS -- Buchu, Honey Buchu,
Mountain Buchu
Alisma plantago-aquatica L. -- Mud Plantain, Tse-Hsieh, Water Plantain, Ze-Xie
Allium cepa L. -- Onion, Shallot
Allium sativum var. sativum L. -- Garlic
Amaranthus sp. -- Pigweed
Amaranthus spinosus L. -- Spiny pigweed
Ammi visnaga (L.) LAM. -- Visnaga
Anastatica hierochuntica L. -- Jericho Rose
Arachis hypogaea L. -- Groundnut, Peanut
Araucaria bidwillii HOOK. -- Monkey puzzle
Artemisia abrotanum L. -- Southernwood
Artemisia absinthium L. -- Wormwood
Asparagus officinalis L. -- Asparagus
Azadirachta indica A. JUSS. -- Neem
Barosma betulina (P. J. BERGIUS) BARTL. & H. L. WENDL. -- Buchu
Brassica oleracea var. botrytis l. var. botrytis L. -- Cauliflower
Caesalpinia pulcherrima (L.) SW. -- Bird Of Paradise
Calendula officinalis L. -- Calendula, Pot-Marigold
Capparis spinosa L. -- Caper, Caperbush
Capsella bursa-pastoris (L.) MEDICUS -- Shepherd's Purse
Centaurea calcitrapa L. -- Star-Thistle
Chamaemelum nobile (L.) ALL. -- Garden Camomile, Perennial Camomile,
Roman Camomile

187
Citrus limon (L.) BURMAN f. -- Lemon
Convallaria majalis L. -- Lily-Of-The-Valley
Coriandrum sativum L. -- Chinese Parsley, Cilantro, Coriander
Crataegus laevigata (POIR.) DC -- English Hawthorn, Hawthorn, Whitethorn,
Woodland Hawthorn
Cucumis melo subsp. ssp melo var.cantalupensis NAUDIN -- Cantaloupe, Melon,
Muskmelon, Netted Melon, Nutmeg Melon, Persian Melon
Cymbopogon citratus (DC. ex NEES) STAPF -- Lemongrass, West Indian
Lemongrass
Datura stramonium L. -- Jimsonweed
Dictamnus albus L. -- Akgiritotu, Burning Bush, Dittany, Gas Plant, Gazelotu
Dodonaea viscosa (L.) JACQ. -- Hopwood
Echinacea spp -- Coneflower, Echinacea
Eucalyptus globulus LABILL. -- Blue Gum, Eucalypt, Tasmanian Bluegum
Eupatorium perfoliatum L. -- Boneset
Euphorbia pulcherrima WILLD. -- Poinsettia
Filipendula ulmaria (L.) MAXIM. -- Meadowsweet, Queen Of The Meadow
Foeniculum vulgare MILLER -- Fennel
Forsythia suspensa VAHL -- Lian-Jiao, Lien-Chiao
Glechoma hederacea L. -- Alehoof
Glycine max (L.) MERR. -- Soybean
Gossypium sp -- Cotton
Hedera helix L. -- Ivy
Hemidesmus indicus (L.) R. BR. -- Indian Sarsaparilla
Houttuynia cordata THUNB. -- Dokudami, Fishwort, Yu Xing Cao
Humulus lupulus L. -- Hops
Hydrangea arborescens L. -- Hydrangea, Smooth Hydrangea
Hyoscyamus niger L. -- Henbane
Hypericum perforatum L. -- Common St. Johnswort, Goatweed, Hypericum,
Klamath Weed, St. John's-wort
Ilex paraguariensis ST. HIL. -- Mate, Paraguay Tea, South American Holly
Juniperus communis L. -- Common Juniper, Juniper
Laurus nobilis L. -- Bay, Bay Laurel, Bayleaf, Grecian Laurel, Laurel, Sweet Bay
Leonurus cardiaca L. -- Motherwort
Lycium chinense MILL. -- Chinese Boxthorn, Chinese Matrimony Vine, Chinese
Wolfberry, Chinesischer Bocksdorn (Ger.), Daun Koki (Indones.), Gou Qi
(Chin.), Kaukichai (Malays.), Kuko (Jap.), Lyciet de Chine (Fr.), Spina Santa
Cinese (Ital.), Wolfberry
Lycopersicon esculentum MILLER -- Tomato

188
Magnolia denudata DESR. -- Hsin-I, Xin-Yi
Malus domestica BORKH. -- Apple
Matricaria recutita L. -- Annual Camomile, German Camomile, Wild Camomile
Melia azedarach L. -- Chinaberry
Mentha x piperita subsp. nothosubsp. piperita -- Peppermint
Menyanthes trifoliata L. -- Bog Myrtle, Bogbean, Buckbean, Marsh Clover,
Marsh Trefoil, Water Trefoil
Mercurialis annua L. -- Annual Mercury
Morus alba L. -- Sang-Pai-Pi, White Mulberry
Musa x paradisiaca L. -- Banana, Plantain
Nelumbo nucifera L. -- Water Lotus
Nerium oleander L. -- Oleander
Ocimum basilicum L. -- Basil, Cuban Basil, Sweet Basil
Olea europaea subsp. europaea -- Olive
Opuntia ficus-indica (L.) MILL. -- Indian Fig, Nopal, Nopalito, Prickly Pear
Origanum vulgare L. -- Common Turkish Oregano, European Oregano,
Oregano, Pot Marjoram, Wild Marjoram, Wild Oregano
Passiflora incarnata L. -- Manzana de Mayo, Mayapple, Passionflower
Pastinaca sativa L. -- Parsnip
Phoenix dactylifera L. -- Date Palm
Phyllanthus niruri L. -- Seed On The Leaf
Physalis peruviana L. -- Cape Gooseberry, Ground Cherry
Pimpinella anisum L. -- Anise, Sweet Cumin
Plumeria acutifolia POIR. -- Frangipani
Polygonum aviculare L. -- Prostrate Knotweed
Polygonum cuspidatum SIEBOLD & ZUCC. -- Giant Knotweed, Hu-Zhang,
Japanese Knotweed, Mexican Bamboo
Prunella vulgaris L. -- Heal-All, Self-Heal
Prunus cerasus L. -- Sour Cherry
Prunus spinosa L. -- Blackthorn, Sloe
Pteridium aquilinum (L.) KUHN -- Bracken, Bracken Fern
Rheum officinale BAILLON -- Chinese Rhubarb
Ribes nigrum L. -- Black Currant
Rosa multiflora THUNB. ex MURRAY -- Multiflora Rose
Rumex crispus L. -- Curly Dock, Lengua De Vaca, Sour Dock, Yellow Dock
Salix alba L. -- White Willow
Sambucus canadensis L. -- American Elder, American Elderberry, Elderberry,
Sweet Elder
Sambucus nigra L. -- Black Elder, Elder, European Alder, European Elder,

189
European Elderberry
Scopolia carniolica JACQ. -- Scopolia
Selenicereus grandiflorus (L.) BRITTON & ROSE -- Night-Blooming Cereus,
Queen-of-the-Night
Smilax china L. -- China Root
Solanum tuberosum L. -- Potato
Solidago virgaurea L. -- European Goldenrod, Woundwort
Sorbus aucubaria L. -- Rowan Berry
Stellaria media (L.) VILLARS -- Chickweed, Common Chickweed
Syringa vulgaris L. -- Lilac
Tephrosia purpurea PERS. -- Purple Tephrosia, Wild Indigo
Teucrium scordium -- Water Germander
Teucrium scorodonia L. -- Germander, Wood Germander
Theobroma cacao L. -- Cacao
Tribulus terrestris L. -- Puncture-vine
Trigonella foenum-graecum L. -- Alholva (Sp.), Bockshornklee (Ger.),
Fenugreek, Greek Clover, Greek Hay
Vaccinium corymbosum L. -- Blueberry
Vitis vinifera L. -- European Grape, Grape, Grapevine, Parra (Sp.), Vid (Sp.),
Vigne Vinifere (Fr.), Weinrebe (Ger.), Wine Grape

Φυτά που περιέχουν χρυσίνη

Daucus carota L. -- Carrot


Pinus strobus L. -- Eastern White Pine, White Pine
Populus nigra L. -- Black Poplar
Populus tacamahacca MILL. -- Balm Of Gilead
Prunus cerasus L. -- Sour Cherry
Scutellaria baicalensis GEORGI -- Baikal Skullcap, Chinese Skullcap, Huang
Qin
Scutellaria galericulata L. -- Marsh Skullcap
Spartium junceum L. -- Genet, Spanish Broom, Weaver's Broom

Φυτά που περιέχουν λουτεολίνη

Achillea millefolium L. -- Milfoil, Yarrow


Alisma plantago-aquatica L. -- Mud Plantain, Tse-Hsieh, Water Plantain, Ze-Xie
Ammi majus L. -- Bishop's Weed
Anisochilus carnosus WALL. -- Panjiri-ka Pat

190
Apium graveolens L. -- Celery
Arnica montana L. -- Leopard's-Bane, Mountain Tobacco
Artemisia dracunculus L. -- Tarragon
Baptisia tinctoria R. BR. -- Wild Indigo
Chamaemelum nobile (L.) ALL. -- Garden Camomile, Perennial Camomile,
Roman Camomile
Citrus limon (L.) BURMAN f. -- Lemon
Cnicus benedictus L. -- Blessed Thistle
Cuminum cyminum L. -- Cumin
Cuscuta reflexa ROXB. -- Amarbel
Cymbopogon citratus (DC. ex NEES) STAPF -- Lemongrass, West Indian
Lemongrass
Cytisus scoparius (L.) LINK. -- Scotch Broom
Daphne genkwa SIEB & ZUCC. -- Yuan Hua
Daucus carota L. -- Carrot
Digitalis lanata EHRH. -- Grecian Foxglove
Digitalis purpurea L. -- Purple Foxglove
Echinacea spp -- Coneflower, Echinacea
Equisetum arvense L. -- Field Horsetail, Horsetail
Ginkgo biloba L. -- Ginkgo, Maidenhair Tree
Glechoma hederacea L. -- Alehoof
Harpagophytum procumbens (BURCH.) DC. EX MEISN. -- Devil's Claw,
Grapple Plant
Hydnocarpus wightiana BLUME -- Hindi Chaulmoogra
Juncus effusus L. -- Rush
Lactuca sativa L. -- Lettuce
Lavandula angustifolia MILLER -- English Lavender
Lawsonia inermis L. -- Henna, Jamaica-Mignonette, Mignonette, Mignonette
Tree
Linum usitatissimum L. -- Flax, Linseed
Lonicera japonica THUNB. -- Japanese Honeysuckle
Marrubium vulgare L. -- Horehound, White Horehound
Matricaria recutita L. -- Annual Camomile, German Camomile, Wild Camomile
Mentha arvensis var. piperascens MALINV. EX L. H. BAILEY -- Cornmint,
Field Mint, Japanese Mint
Mentha spicata L. -- Hortela da Folha Miuda, Spearmint
Mentha x piperita subsp. nothosubsp. piperita -- Peppermint
Mentha x rotundifolia (L.) HUDSON -- Applemint
Nelumbo nucifera L. -- Water Lotus

191
Ocimum basilicum L. -- Basil, Cuban Basil, Sweet Basil
Olea europaea subsp. europaea -- Olive
Opuntia ficus-indica (L.) MILL. -- Indian Fig, Nopal, Nopalito, Prickly Pear
Origanum vulgare L. -- Common Turkish Oregano, European Oregano,
Oregano, Pot Marjoram, Wild Marjoram, Wild Oregano
Passiflora incarnata L. -- Manzana de Mayo, Mayapple, Passionflower
Perilla frutescens (L.) BRITTON -- Perilla
Phaseolus vulgaris subsp. var. vulgaris -- Black Bean, Dwarf Bean, Field Bean,
Flageolet Bean, French Bean, Garden Bean, Green Bean, Haricot, Haricot Bean,
Haricot Vert, Kidney Bean, Navy Bean, Pop Bean, Popping Bean, Snap Bean,
String Bean, Wax Bean
Physalis alkekingi L. -- Bladderherb, Lantern
Plantago major L. -- Common Plantain
Rosmarinus officinalis L. -- Rosemary
Salvia officinalis L. -- Sage
Santolina chamaecyparissus L. -- Lavender Cotton
Scutellaria galericulata L. -- Marsh Skullcap
Solanum tuberosum L. -- Potato
Teucrium polium L. -- Golden Germander
Theobroma cacao L. -- Cacao
Thymus vulgaris L. -- Common Thyme, Garden Thyme, Thyme
Tragopogon porrifolius L. -- Salsify
Tridax procumbens L. -- Coatbuttons, Mexican daisy
Trigonella foenum-graecum L. -- Alholva (Sp.), Bockshornklee (Ger.),
Fenugreek, Greek Clover, Greek Hay
Vitis vinifera L. -- European Grape, Grape, Grapevine, Parra (Sp.), Vid (Sp.),
Vigne Vinifere (Fr.), Weinrebe (Ger.), Wine Grape

Φυτά που περιέχουν απιγενίνη

Achillea millefolium L. -- Milfoil, Yarrow


Anisochilus carnosus WALL. -- Panjiri-ka Pat
Apium graveolens L. -- Celery
Araucaria bidwillii HOOK. -- Monkey puzzle
Artemisia dracunculus L. -- Tarragon
Camellia sinensis (L.) KUNTZE -- Tea
Centaurea calcitrapa L. -- Star-Thistle
Chamaemelum nobile (L.) ALL. -- Garden Camomile, Perennial Camomile,
Roman Camomile
Colchicum autumnale L. -- Autumn Crocus, Meadow Saffron

192
Conyza canadensis (L.) CRONQ. -- Butterweed, Hogweed, Horseweed
Coriandrum sativum L. -- Chinese Parsley, Cilantro, Coriander
Daphne genkwa SIEB & ZUCC. -- Yuan Hua
Daucus carota L. -- Carrot
Digitalis purpurea L. -- Purple Foxglove
Echinacea spp -- Coneflower, Echinacea
Ginkgo biloba L. -- Ginkgo, Maidenhair Tree
Glechoma hederacea L. -- Alehoof
Glycyrrhiza glabra L. -- Commom Licorice, Licorice, Licorice-Root, Smooth
Licorice
Hydnocarpus wightiana BLUME -- Hindi Chaulmoogra
Jatropha gossypifolia L. -- Spanish Physic Nut
Linum usitatissimum L. -- Flax, Linseed
Lycopodium clavatum L. -- Antler Herb, Clubmoss
Marrubium vulgare L. -- Horehound, White Horehound
Matricaria recutita L. -- Annual Camomile, German Camomile, Wild Camomile
Mentha aquatica L. -- Water Mint
Mentha spicata L. -- Hortela da Folha Miuda, Spearmint
Mentha x rotundifolia (L.) HUDSON -- Applemint
Ocimum basilicum L. -- Basil, Cuban Basil, Sweet Basil
Olea europaea subsp. europaea -- Olive
Origanum vulgare L. -- Common Turkish Oregano, European Oregano,
Oregano, Pot Marjoram, Wild Marjoram, Wild Oregano
Passiflora incarnata L. -- Manzana de Mayo, Mayapple, Passionflower
Perilla frutescens (L.) BRITTON -- Perilla
Petroselinum crispum (MILLER) NYMAN EX A. W. HILLL -- Parsley
Phaseolus vulgaris subsp. var. vulgaris -- Black Bean, Dwarf Bean, Field Bean,
Flageolet Bean, French Bean, Garden Bean, Green Bean, Haricot, Haricot Bean,
Haricot Vert, Kidney Bean, Navy Bean, Pop Bean, Popping Bean, Snap Bean,
String Bean, Wax Bean
Phoenix dactylifera L. -- Date Palm
Plantago major L. -- Common Plantain
Pogostemon cablin (BLANCO) BENTH. -- Patchouli
Prosopis juliflora (SW.) DC. -- Mesquite
Prunus cerasus L. -- Sour Cherry
Rosmarinus officinalis L. -- Rosemary
Salix alba L. -- White Willow
Salvia officinalis L. -- Sage
Scutellaria galericulata L. -- Marsh Skullcap

193
Silybum marianum (L.) GAERTN. -- Lady's Thistle, Milk Thistle
Tanacetum vulgare L. -- Tansy
Teucrium polium L. -- Golden Germander
Thymus serpyllum L. -- Creeping Thyme
Thymus vulgaris L. -- Common Thyme, Garden Thyme, Thyme
Triticum aestivum L. -- Wheat

Φυτά που περιέχουν τανγκερετίνη

Citrus aurantium L. -- Bitter Orange, Petitgrain


Citrus sinensis (L.) OSBECK -- Orange
Citrus spp -- Citrus

Φυτά που περιέχουν μπαϊκαλεΐνη

Plantago major L. -- Common Plantain


Scutellaria baicalensis GEORGI -- Baikal Skullcap, Chinese Skullcap, Huang
Qin
Scutellaria galericulata L. -- Marsh Skullcap
Scutellaria sp

Φυτά που περιέχουν διοσμετίνη

Capsella bursa-pastoris (L.) MEDICUS -- Shepherd's Purse


Citrus limon (L.) BURMAN f. -- Lemon
Mentha spicata L. -- Hortela da Folha Miuda, Spearmint
Origanum vulgare L. -- Common Turkish Oregano, European Oregano,
Oregano, Pot Marjoram, Wild Marjoram, Wild Oregano
Rosmarinus officinalis L. -- Rosemary
Salvia officinalis L. -- Sage
Salvia tomentosa -- Sage
Tanacetum vulgare L. -- Tansy
Thymus vulgaris L. -- Common Thyme, Garden Thyme, Thyme

Φυτά που περιέχουν σιλυβίνη

Silybum marianum (L.) GAERTN. -- Lady's Thistle, Milk Thistle

194
Φυτά που περιέχουν εσπεριτίνη

Citrus paradisi MacFAD. -- Grapefruit


Citrus spp -- Citrus
Mentha aquatica L. -- Water Mint
Mentha x piperita subsp. nothosubsp. piperita -- Peppermint

Φυτά που περιέχουν εσπεριδίνη

Citrus limon (L.) BURMAN f. -- Lemon


Citrus sinensis (L.) OSBECK -- Orange
Agathosma betulina (P. J. BERGIUS) PILLANS -- Buchu, Honey Buchu,
Mountain Buchu
Barosma betulina (P. J. BERGIUS) BARTL. & H. L. WENDL. -- Buchu
Hyssopus officinalis L. -- Hyssop
Citrus aurantium L. -- Bitter Orange, Petitgrain
Citrus limon (L.) BURMAN f. -- Lemon
Capsicum annuum L. -- Bell Pepper, Cherry Pepper, Cone Pepper, Green
Pepper, Paprika, Sweet Pepper
Capsicum frutescens L. -- Cayenne, Chili, Hot Pepper, Red Chili, Spur Pepper,
Tabasco
Citrus aurantium L. -- Bitter Orange, Petitgrain
Citrus medica L. -- Citron
Citrus paradisi MacFAD. -- Grapefruit
Citrus reticulata BLANCO -- Mandarin, Tangerine
Citrus spp -- Citrus
Daphne mezereum L. -- Spurge Laurel, Spurge Olive
Mentha arvensis var. piperascens MALINV. EX L. H. BAILEY -- Cornmint,
Field Mint, Japanese Mint
Mentha longifolia (L.) HUDS. -- Biblical Mint
Mentha pulegium L. -- European Pennyroyal
Mentha sp -- Mint
Mentha spicata L. -- Hortela da Folha Miuda, Spearmint
Peucedanum ostruthium (L.) KOCH -- Masterwort
Rosmarinus officinalis L. -- Rosemary
Tilia sp. -- Basswood, Lime, Linden
Verbascum thapsus L. -- Flannelleaf, Flannelplant, Great Mullein, Mullein,
Velvetplant

195
Φυτά που περιέχουν ναρινγκενίνη

Citrus sinensis (L.) OSBECK -- Orange


Lippia graveolens HBK -- Oregano
Artemisia dracunculus L. -- Tarragon
Anacardium occidentale L. -- Cashew
Camellia sinensis (L.) KUNTZE -- Tea
Centaurea calcitrapa L. -- Star-Thistle
Citrus aurantium L. -- Bitter Orange, Petitgrain
Citrus paradisi MacFAD. -- Grapefruit
Equisetum arvense L. -- Field Horsetail, Horsetail
Glycine max (L.) MERR. -- Soybean
Glycyrrhiza glabra L. -- Commom Licorice, Licorice, Licorice-Root, Smooth
Licorice
Lycopersicon esculentum MILLER -- Tomato
Monarda didyma L. -- Beebalm, Oswego Tea
Origanum vulgare L. -- Common Turkish Oregano, European Oregano,
Oregano, Pot Marjoram, Wild Marjoram, Wild Oregano
Petroselinum crispum (MILLER) NYMAN EX A. W. HILLL -- Parsley
Prunus cerasus L. -- Sour Cherry
Prunus persica (L.) BATSCH -- Peach
Silybum marianum (L.) GAERTN. -- Lady's Thistle, Milk Thistle
Thymus vulgaris L. -- Common Thyme, Garden Thyme, Thyme
Vigna radiata (L.) WILCZEK -- Green Gram, Mungbean

Φυτά που περιέχουν γενιστεΐνη

Trifolium subterraneum L.
Trifolium brachycalycinum L.
Phaseolus lunatus L. -- Butter Bean, Lima Bean
Glycine max (L.) MERR. -- Soybean
Kennedia coccinea VENT.
Kennedia procurrens
Glycine max (L.) MERR. -- Soybean
Clitoria ternatea L.
Kennedia rubicunda (SCHNEEV.) VENT.
Kennedia nigricans LINDL.
Pseudoeriosema borianii (SCHWEINF.) HAUMAN
Flemingia strobilifera (L.) AIT. & AIT. F.

196
Dioclea glycinoides
Dunbaria villosa (THUNB.) MAKINO
Apios americana MEDIK.
Camptosema sp
Amphicarpaea edgworthii BENTH.
Rhynchosia pyramidalis (LAM.) URBAN
Teyleria koordersii
Pueraria phaseoloides (ROXB.) BENTH.
Desmodium gangeticum (L.) DC.
Hardenbergia violacea (SCHNEEV.) STEARN
Mucuna pruriens (L.) DC. -- Cowage, Velvetbean
Pseudovigna argentea (WILLD.) VERDC.
Strongylodon macrobotrys A. GRAY
Eriosema nutans
Vandasina retusa
Canavalia ensiformis (L.) DC. -- Jack Bean
Eriosema glomeratum (GUILLEMIN & PERROTTET) HOOK. F.
Eriosema psoraleoides (LAM.) G. DON
Mucuna pruriens subsp. utilis -- Cowage, Velvetbean
Rhynchosia acuminatifolia
Rhynchosia densiflora (ROTH.) DC.
Rhynchosia hirsuta ECKLON & C. ZEYNER
Rhynchosia minima DC. -- Burn Mouth Vine
Rhynchosia phaseoloides (SW.) DC.
Vigna subterranea (L.) VERDC. -- Bambarra Groundnut, Groundbean
Amphicarpaea bracteata (L.) FERNALD -- Hog Peanut
Canavalia eurycarpa
Macroptylium bracteatum (NEES & C. MART.) R. MARECHAL & BAUDET
Rhynchosia cabibaea (JACQ.) DC.
Rhynchosia volubilis LOUR.
Glycine wightii (WIGHT. & ARN.) VERDC.
Neonotonia wightii
Pseudeminia comosa
Cajanus scarabaeoides (L.) HUTH
Pueraria montana (LOUR.) MERR.
Adenocarpus decorticans
Adenocarpus foliolosus
Albizia procera BENTH.

197
Argyrocytisus battandieri
Baptisia sp
Baptisia tinctoria R. BR. -- Wild Indigo
Bowdichia nitida
Cajanus cajan (L.) HUTH -- Pigeonpea
Calicotome spinosa
Calicotome villosa
Calopogonium caeruleum (BENTH.) SAUV
Canavalia galeata
Canavalia gladiata (JACQ.) DC.
Canavalia rosea (SW.) DC.
Canavalia sericea
Canavalia virosa (ROXB.) W.& A..
Centrosema pascuorum C. MART. EX BENTH.
Centrosema plumieri (TURPIN EX PERS.) BENTH.
Centrosema sagittatum (HUMB. & BONPL. EX WILLD.) BRANDEGEE
Centrosema schiedianum
Chamaecytisus albus
Chamaecytisus eriocarpus
Chamaecytisus hirsutus
Chamaecytisus ratisbonensis
Chamaecytisus smyrnaeus
Chamaecytisus supinus
Chamaespartium sagittale
Chamaespartium tridentatum
Chronanthus biflorus
Clitoria falcata LAM
Cologana broussonetii
Crotalaria juncea L. -- Sunhemp
Cytisus ardoini
Cytisus ingramii
Cytisus multiflorus
Cytisus scoparius (L.) LINK. -- Scotch Broom
Cytisus striatus
Cytisus tribracteolatus
Dipogon lignosus (L.) VERDC.
Dolichos biflorus
Echinospartium horridum

198
Erinacea anthyllis
Erythrina crista-galli L. -- Cockspur Coral Tree
Erythrina sp
Galactia jussiaeana KUNTH.
Genista clavata
Genista germanica
Genista lydia
Genista ovata
Genista patula
Genista rumelica
Genista sp
Genista tinctoria L. -- Dyer's Broom
Glycyrrhiza glabra L. -- Commom Licorice, Licorice, Licorice-Root, Smooth
Licorice
Laburnum alpinum
Laburnum anagyroides MEDIK. -- Golden Chain Tree
Lembotropis emerifolia
Lespedeza cyrtobotrya
Lupinus albus L. -- White Lupine
Lupinus luteus
Lupinus perennis
Lygos monosperma
Lygos raetum
Maackia amurensis
Macroptylium atropurpureum (MOC. & SESSE EX DC) URBAN
Macroptylium lathyroides (L.) URBAN
Macroptylium martii (BENTH.) MARECHAL & BAUDET
Macrotyloma axillare (E. MEYER) VERDC.
Macrotyloma uniflora (LAM.) VERDC.
Medicago sativa subsp. sativa -- Alfalfa, Lucerne
Moghania macrophylla
Mucuna deeringiana
Pericopsis laxiflora
Phaseolus coccineus L. -- Scarlet Runner Bean
Phaseolus lunatus L. -- Butter Bean, Lima Bean
Phaseolus spp
Phaseolus vulgaris subsp. var. vulgaris -- Black Bean, Dwarf Bean, Field Bean,
Flageolet Bean, French Bean, Garden Bean, Green Bean, Haricot, Haricot Bean,

199
Haricot Vert, Kidney Bean, Navy Bean, Pop Bean, Popping Bean, Snap Bean,
String Bean, Wax Bean
Piptanthus nanus
Piptanthus nepalensis
Pisum sativum L. -- Pea
Podocarpus spicatus
Prunus aequinoctialis
Prunus avium -- Cereza, Sweet Cherry
Prunus cerasus L. -- Sour Cherry
Prunus mahaleb
Prunus maximowiczii
Prunus nipponica
Prunus spp
Prunus verecunda
Pterocarpus angolensis
Pueraria montana (LOUR.) MERR.
Pueraria montana subsp. var. lobata (WILLD.) MAESEN & S. M. ALMEIDA --
Kudsu, Kudzu
Pueraria pseudohirsuta TANG & WANG -- Chinese Kudzu
Sophora japonica L. -- Japanese Pagoda Tree
Sophora subprostrata CHUN & CHEN -- Shan Dou Gen
Spartium junceum L. -- Genet, Spanish Broom, Weaver's Broom
Stauracanthus boivinii
Stauracanthus genistoides
Stellaria media (L.) VILLARS -- Chickweed, Common Chickweed
Stizolobium deeringianum
Teline sp
Thermopsis fabacea
Thermopsis sp
Trifolium alexandrinum
Trifolium hybridum
Trifolium pratense L. -- Cowgrass, Peavine Clover, Purple Clover, Red Clover
Trifolium repens
Trifolium sp
Ulex micranthus
Ulex sp
Vigna angularis (WILLD.) OHWI & H. OHASHI -- Adzuki Bean
Vigna radiata (L.) WILCZEK -- Green Gram, Mungbean

200
Φυτά που περιέχουν δαϊδζεΐνη

Glycine max (L.) MERR. -- Soybean


Genista tinctoria L. -- Dyer's Broom
Phaseolus coccineus L. -- Scarlet Runner Bean
Psoralea corylifolia L. -- Babchi, Black Dot, Malaya Tea
Pueraria montana subsp. var. lobata (WILLD.) MAESEN & S. M. ALMEIDA --
Kudsu, Kudzu
Pueraria pseudohirsuta TANG & WANG -- Chinese Kudzu
Sophora subprostrata CHUN & CHEN -- Shan Dou Gen
Trifolium pratense L. -- Cowgrass, Peavine Clover, Purple Clover, Red Clover
Vigna radiata (L.) WILCZEK -- Green Gram, Mungbean

Φυτά που περιέχουν γλυκιτεΐνη

Glycine max (L.) MERR. -- Soybean

Φυτά που περιέχουν βιοχανίνη-Α

Trifolium pratense L. -- Cowgrass, Peavine Clover, Purple Clover, Red Clover


Baptisia tinctoria R. BR. -- Wild Indigo
Medicago sativa subsp. sativa -- Alfalfa, Lucerne
Sophora japonica L. -- Japanese Pagoda Tree
Trifolium pratense L. -- Cowgrass, Peavine Clover, Purple Clover, Red Clover
Vigna radiata (L.) WILCZEK -- Green Gram, Mungbean

Φυτά που περιέχουν δελφινιδίνη

Abrus precatorius L. -- Coral Beadplant, Crab's Eye, Indian Licorice, Jequerity,


Jequirity Bean, Licorice Vine, Love Bean, Lucky Bean, Minnie-Minnies, Prayer
Beads, Precatory Bean, Red Beadvine, Rosary Pea, Weatherplant, Weathervine
Actinidia chinensis PLANCHON -- Kiwi
Ajuga reptans L. -- Blue Bugle, Bugle, Bugleherb, Bugleweed, Common Bugle
Ammi visnaga (L.) LAM. -- Visnaga
Crocus sativus L. -- Saffron
Diospyros virginiana L. -- American Persimmon
Gossypium sp -- Cotton
Hibiscus sabdariffa L. -- Acedera de Guinea (Sp.), Indian Sorrel, Jamaica Sorrel,
Kharkadi, Malventee (Ger.), Red Sorrel, Rosa de Jamaica (Sp.), Rosella (Ger.),
Roselle, Sereni (Sp.), Sorrel

201
Humulus lupulus L. -- Hops
Linum usitatissimum L. -- Flax, Linseed
Liquidambar styraciflua L. -- American Styrax, Sweetgum
Mentha x rotundifolia (L.) HUDSON -- Applemint
Musa x paradisiaca L. -- Banana, Plantain
Oenothera biennis L. -- Evening-Primrose
Perilla frutescens (L.) BRITTON -- Perilla
Pisum sativum L. -- Pea
Polygonum aviculare L. -- Prostrate Knotweed
Prunella vulgaris L. -- Heal-All, Self-Heal
Ribes nigrum L. -- Black Currant
Solanum melongena L. -- Aubergine, Eggplant
Trifolium pratense L. -- Cowgrass, Peavine Clover, Purple Clover, Red Clover
Vaccinium corymbosum L. -- Blueberry
Vaccinium myrtillus L. -- Bilberry, Dwarf Bilberry, Whortleberry
Vitis vinifera L. -- European Grape, Grape, Grapevine, Parra (Sp.), Vid (Sp.),
Vigne Vinifere (Fr.), Weinrebe (Ger.), Wine Grape
Zingiber officinale ROSCOE -- Ginger

Φυτά που περιέχουν κυανιδίνη

Actinidia chinensis PLANCHON -- Kiwi


Ajuga reptans L. -- Blue Bugle, Bugle, Bugleherb, Bugleweed, Common Bugle
Asimina triloba (L.) DUNAL -- Pawpaw
Averrhoa carambola L. -- Carambola, Star Fruit
Bixa orellana L. -- Achiote, Annato, Annatto, Annoto, Arnato, Bija, Lipstick Pod,
Lipsticktree
Cinnamomum camphora (L.) NEES & EBERM. -- Camphor, Ho Leaf
Coffea arabica L. -- Coffee
Cola acuminata (P. BEAUV.) SCHOTT & ENDL. -- Abata Cola
Dodonaea viscosa (L.) JACQ. -- Hopwood
Eriobotrya japonica (THUNB.) LINDL. -- Loquat
Erythroxylum coca var. coca -- Coca
Fagopyrum esculentum MOENCH. -- Buckwheat
Fragaria spp -- Strawberry
Gossypium sp -- Cotton
Humulus lupulus L. -- Hops
Juglans regia L. -- English Walnut

202
Laurus nobilis L. -- Bay, Bay Laurel, Bayleaf, Grecian Laurel, Laurel, Sweet Bay
Linum usitatissimum L. -- Flax, Linseed
Liquidambar styraciflua L. -- American Styrax, Sweetgum
Macadamia spp -- Macadamia
Magnolia denudata DESR. -- Hsin-I, Xin-Yi
Magnolia officinalis REHDER & E. H. WILSON -- Chinese Magnolia, Hou Pu,
Magnolia-Bark
Malus domestica BORKH. -- Apple
Mentha x rotundifolia (L.) HUDSON -- Applemint
Morus alba L. -- Sang-Pai-Pi, White Mulberry
Musa x paradisiaca L. -- Banana, Plantain
Myristica fragrans HOUTT. -- Mace, Muskatnussbaum (Ger.), Nutmeg, nogal
moscado (Sp.), nuez moscada (Sp.)
Pisum sativum L. -- Pea
Prunella vulgaris L. -- Heal-All, Self-Heal
Prunus armeniaca L. -- Apricot
Prunus cerasus L. -- Sour Cherry
Prunus domestica L. -- Plum
Prunus dulcis (MILLER) D. A. WEBB -- Almond
Prunus laurocerasus L. -- Cherry Laurel
Prunus serotina subsp. serotina -- Black Cherry, Wild Cherry
Prunus spinosa L. -- Blackthorn, Sloe
Psidium cattleianum SABINE -- Strawberry Guava
Ribes nigrum L. -- Black Currant
Salix alba L. -- White Willow
Solanum melongena L. -- Aubergine, Eggplant
Sorbus aucubaria L. -- Rowan Berry
Theobroma cacao L. -- Cacao
Trifolium pratense L. -- Cowgrass, Peavine Clover, Purple Clover, Red Clover
Vaccinium corymbosum L. -- Blueberry
Vaccinium myrtillus L. -- Bilberry, Dwarf Bilberry, Whortleberry
Vitis vinifera L. -- European Grape, Grape, Grapevine, Parra (Sp.), Vid (Sp.),
Vigne Vinifere (Fr.), Weinrebe (Ger.), Wine Grape
Zea mays L. -- Corn

Φυτά που περιέχουν πετουνιδίνη

Crocus sativus L. -- Saffron


Mentha x rotundifolia (L.) HUDSON -- Applemint

203
Musa x paradisiaca L. -- Banana, Plantain
Pisum sativum L. -- Pea
Vaccinium corymbosum L. -- Blueberry
Vaccinium myrtillus L. -- Bilberry, Dwarf Bilberry, Whortleberry

Φυτά που περιέχουν πελαργονιδίνη

Acacia decurrens (WENDL.) WILLD. -- Green Wattle


Mentha x rotundifolia (L.) HUDSON -- Applemint
Musa x paradisiaca L. -- Banana, Plantain
Pisum sativum L. -- Pea
Skimmia arborescens T. ANDERSON EX GAMBLE -- Skimmia
Vitis vinifera L. -- European Grape, Grape, Grapevine, Parra (Sp.), Vid (Sp.),
Vigne Vinifere (Fr.), Weinrebe (Ger.), Wine Grape
Zea mays L. -- Corn

Φυτά που περιέχουν πεονιδίνη

Ipomoea batatas (L.) LAM -- Sweet Potato


Musa x paradisiaca L. -- Banana, Plantain
Origanum vulgare L. -- Common Turkish Oregano, European Oregano,
Oregano, Pot Marjoram, Wild Marjoram, Wild Oregano
Vaccinium corymbosum L. -- Blueberry
Vaccinium myrtillus L. -- Bilberry, Dwarf Bilberry, Whortleberry

Φυτά που περιέχουν μαλβιδίνη

Catharanthus roseus (L.) G. DON -- Madagascar Periwinkle, Rosy Periwinkle


Malva sylvestris L. -- High Mallow
Musa x paradisiaca L. -- Banana, Plantain
Punica granatum L. -- Granado (Sp.), Granatapfelbaum (Ger.),
Granatapfelstrauch (Ger.), Grenadier (Fr.), Mangrano (Sp.), Pomegranate,
Romanzeiro (Port.), Zakuro (Jap.)
Trifolium pratense L. -- Cowgrass, Peavine Clover, Purple Clover, Red Clover
Vaccinium corymbosum L. -- Blueberry
Vaccinium myrtillus L. -- Bilberry, Dwarf Bilberry, Whortleberry
Vitis vinifera L. -- European Grape, Grape, Grapevine, Parra (Sp.), Vid (Sp.),
Vigne Vinifere (Fr.), Weinrebe (Ger.), Wine Grape

204
Φυτά που περιέχουν λευκοκυανιδίνη

Aesculus hippocastanum L. -- Horse Chestnut


Anacardium occidentale L. -- Cashew
Arachis hypogaea L. -- Groundnut, Peanut
Asimina triloba (L.) DUNAL -- Pawpaw
Cinnamomum camphora (L.) NEES & EBERM. -- Camphor, Ho Leaf
Erythroxylum coca var. coca -- Coca
Gleditsia triacanthos L. -- Honey Locust
Hamamelis virginiana L. -- Witch Hazel
Hippophae rhamnoides L. -- Sallow Thorn, Sea Buckthorn, Yellow Spine
Hordeum vulgare L. -- Barley, Barleygrass
Humulus lupulus L. -- Hops
Laurus nobilis L. -- Bay, Bay Laurel, Bayleaf, Grecian Laurel, Laurel, Sweet Bay
Magnolia denudata DESR. -- Hsin-I, Xin-Yi
Musa x paradisiaca L. -- Banana, Plantain
Nelumbo nucifera L. -- Water Lotus
Pinus strobus L. -- Eastern White Pine, White Pine
Prunus cerasus L. -- Sour Cherry
Quercus alba L. -- White Oak
Quercus robur L. -- English Oak
Rumex hymenosepalus TORR -- Canaigre
Schinus terebinthifolius RADDI -- Brazilian Peppertree
Terminalia catappa L. -- Indian Almond, Malabar Almond, Tropical Almond
Urginea maritima L. -- European Squill
Vicia faba L. -- Broadbean, Faba Bean, Habas
Vitis vinifera L. -- European Grape, Grape, Grapevine, Parra (Sp.), Vid (Sp.),
Vigne Vinifere (Fr.), Weinrebe (Ger.), Wine Grape
Zea mays L. -- Corn
Zizyphus jujuba MILL. -- Da-Zao, Jujube, Ta-Tsao

Φυτά που περιέχουν λευκοδελφινιδίνη

Aesculus hippocastanum L. -- Horse Chestnut


Arachis hypogaea L. -- Groundnut, Peanut
Arbutus unedo L. -- Arbutus, Strawberry Tree
Caesalpinia pulcherrima (L.) SW. -- Bird Of Paradise
Ceratonia siliqua L. -- Carob, Locust Bean, St.John's-Bread

205
Hamamelis virginiana L. -- Witch Hazel
Hippophae rhamnoides L. -- Sallow Thorn, Sea Buckthorn, Yellow Spine
Humulus lupulus L. -- Hops
Musa x paradisiaca L. -- Banana, Plantain
Nelumbo nucifera L. -- Water Lotus
Phyllanthus emblica L. -- Emblic, Myrobalan
Quercus alba L. -- White Oak
Quercus robur L. -- English Oak
Rumex hymenosepalus TORR -- Canaigre
Schinus molle L. -- California Peppertree, Mastic-Tree, Peruvian Peppertree
Vicia faba L. -- Broadbean, Faba Bean, Habas

Φυτά που περιέχουν λευκοπελαργονιδίνη

Hydnocarpus wightiana BLUME -- Hindi Chaulmoogra


Rumex hymenosepalus TORR -- Canaigre
Zea mays L. -- Corn

Φυτά που περιέχουν ρεσβερατρόλη

Vitis vinifera L. -- European Grape, Grape, Grapevine, Parra (Sp.), Vid (Sp.),
Vigne Vinifere (Fr.), Weinrebe (Ger.), Wine Grape
Morus alba L. -- Sang-Pai-Pi, White Mulberry
Polygonum cuspidatum SIEBOLD & ZUCC. -- Giant Knotweed, Hu-Zhang,
Japanese Knotweed, Mexican Bamboo

Φυτά που περιέχουν σεκοϊσολαρικορεσινόλη

Linum usitatissimum L. -- Flax, Linseed

Φυτά που περιέχουν α-καροτένιο

Daucus carota L. -- Carrot


Zea mays L. -- Corn
Citrus reticulata BLANCO -- Mandarin, Tangerine
Citrus sinensis (L.) OSBECK -- Orange
Persea americana MILLER -- Avocado
Rubus idaeus L. -- Raspberry, Red Raspberry
Musa x paradisiaca L. -- Banana, Plantain

206
Aglaonema commutatum SCHOTT. -- Aglaonema aroid
Asparagus officinalis L. -- Asparagus
Balanites aegyptiacus (L.) DELILE -- Desert Date, Soapberry Tree, Zachunbaum
(Ger.), betu (India), dattier du desert (Fr.), dattier sauvage (Fr.), heglik (Fr.),
hingotia (India), lalo (India), mirobalano de Egipto (Sp.), zachun (India)
Brassica oleracea var. botrytis l. var. botrytis L. -- Cauliflower
Capsicum annuum L. -- Bell Pepper, Cherry Pepper, Cone Pepper, Green
Pepper, Paprika, Sweet Pepper
Capsicum frutescens L. -- Cayenne, Chili, Hot Pepper, Red Chili, Spur Pepper,
Tabasco
Citrus paradisi MacFAD. -- Grapefruit
Cucumis melo subsp. ssp melo var.cantalupensis NAUDIN -- Cantaloupe, Melon,
Muskmelon, Netted Melon, Nutmeg Melon, Persian Melon
Iris x germanica L. -- Orris
Lachnanthes tinctoria ELL. -- Redroot
Mentha x piperita subsp. nothosubsp. piperita -- Peppermint
Pinus sylvestris L. -- Scotch Pine
Pisum sativum L. -- Pea
Rhodymenia palmata -- Dulse
Tagetes erecta L. -- Aztec Marigold, Marigold
Vaccinium corymbosum L. -- Blueberry
Viscum album L. -- European Mistletoe
Vitis vinifera L. -- European Grape, Grape, Grapevine, Parra (Sp.), Vid (Sp.),
Vigne Vinifere (Fr.), Weinrebe (Ger.), Wine Grape

Φυτά που περιέχουν β-καροτένιο

Portulaca oleracea L. -- Purslane, Verdolaga


Morinda citrifolia L. -- Indian Mulberry, Noni
Chrysanthemum coronarium L. -- Garland Chrysanthemum
Rumex acetosa L. -- Garden Sorrel
Luffa aegyptiaca MILLER -- Luffa, Smooth Loofah, Vegetable Sponge
Mimosa pudica L. -- Sensitive Plant
Zizyphus jujuba MILL. -- Da-Zao, Jujube, Ta-Tsao
Basella alba L. -- Vinespinach
Spinacia oleracea L. -- Spinach
Daucus carota L. -- Carrot
Tropaeolum majus L. -- Nasturtium
Hordeum vulgare L. -- Barley, Barleygrass

207
Symphytum officinale L. -- Comfrey
Acacia farnesiana (L.) WILLD. -- Cassie, Huisache, Opopanax, Popinac, Sweet
Acacia
Phytolacca americana L. -- Pokeweed
Centella asiatica (L.) URBAN -- Gotu Kola, Pennywort
Nasturtium officinale R. BR. -- Berro, Watercress
Hibiscus sabdariffa L. -- Acedera de Guinea (Sp.), Indian Sorrel, Jamaica Sorrel,
Kharkadi, Malventee (Ger.), Red Sorrel, Rosa de Jamaica (Sp.), Rosella (Ger.),
Roselle, Sereni (Sp.), Sorrel
Sonchus oleraceus L. -- Cerraja, Sow Thistle
Lepidium sativum L. -- Garden Cress
Carica papaya L. -- Papaya
Amaranthus sp. -- Pigweed
Artemisia absinthium L. -- Wormwood
Ipomoea aquatica FORSSKAL -- Swamp Cabbage, Water Spinach
Corchorus olitorius L. -- Jew's Mallow, Mulukiya, Nalta Jute
Chrysanthemum coronarium L. -- Garland Chrysanthemum
Spirulina pratensis -- Spirulina
Ipomoea batatas (L.) LAM -- Sweet Potato
Allium schoenoprasum L. -- Chives
Brassica nigra (L.) W. D. J. KOCH -- Black Mustard
Capsicum annuum L. -- Bell Pepper, Cherry Pepper, Cone Pepper, Green
Pepper, Paprika, Sweet Pepper
Peperomia pereskiifolia -- Perejil
Tetragonia tetragonioides (PALLAS) KUNTZE -- New Zealand Spinach
Beta vulgaris subsp. subsp. vulgaris -- Beet, Beetroot, Garden Beet, Sugar Beet
Lycium chinense MILL. -- Chinese Boxthorn, Chinese Matrimony Vine, Chinese
Wolfberry, Chinesischer Bocksdorn (Ger.), Daun Koki (Indones.), Gou Qi
(Chin.), Kaukichai (Malays.), Kuko (Jap.), Lyciet de Chine (Fr.), Spina Santa
Cinese (Ital.), Wolfberry
Cnidoscolus chayamansa McVAUGH -- Chaya
Boehmeria nivea (L.) GAUDICH. -- Ramie
Medicago sativa subsp. sativa -- Alfalfa, Lucerne
Malva sylvestris L. -- High Mallow
Brassica chinensis L. -- Bok-Choy, Celery Cabbage, Celery Mustard, Chinese
Cabbage, Chinese Mustard, Chinese White Cabbage, Pak-Choi
Hibiscus rosa-sinensis L. -- Chinese hibiscus, Shoe-flower
Arachis hypogaea L. -- Groundnut, Peanut
Borago officinalis L. -- Beebread, Beeplant, Borage, Talewort
Brassica oleracea var. sabellica l. var. acephala DC -- Curly Kale, Kale, Kitchen

208
Kale, Scotch Kale
Ipomoea batatas (L.) LAM -- Sweet Potato
Ocimum basilicum L. -- Basil, Cuban Basil, Sweet Basil
Momordica charantia L. -- Bitter Melon, Sorosi
Brassica oleracea var. viridis l. L. -- Collards, Cow Cabbage, Spring-Heading
Cabbage, Tall Kale, Tree Kale
Xanthosoma sagittifolium (L.) SCHOTT -- Malanga, Tannia, Yautia
Mimulus glabratus HBK. -- Huaca-Mullo
Stellaria media (L.) VILLARS -- Chickweed, Common Chickweed
Chenopodium album L. -- Lambsquarter
Perilla frutescens (L.) BRITTON -- Perilla
Hordeum vulgare L. -- Barley, Barleygrass
Sida rhombifolia L. -- Broomweed, Teaplant
Colocasia esculenta (L.) SCHOTT -- Taro
Elaeis guineensis JACQ. -- African Oil Palm
Pereskia aculeata MILL. -- Barbados Gooseberry, Grosela Americana
Trigonella foenum-graecum L. -- Alholva (Sp.), Bockshornklee (Ger.),
Fenugreek, Greek Clover, Greek Hay
Petroselinum crispum (MILLER) NYMAN EX A. W. HILLL -- Parsley
Phaseolus vulgaris subsp. var. vulgaris -- Black Bean, Dwarf Bean, Field Bean,
Flageolet Bean, French Bean, Garden Bean, Green Bean, Haricot, Haricot Bean,
Haricot Vert, Kidney Bean, Navy Bean, Pop Bean, Popping Bean, Snap Bean,
String Bean, Wax Bean
Cichorium endivia L. -- Endive, Escarole
Foeniculum vulgare MILLER -- Fennel
Cucurbita pepo L. -- Pumpkin
Mentha x piperita subsp. nothosubsp. piperita -- Peppermint
Allium ampeloprasum L. -- Elephant Garlic, Kurrat
Cichorium intybus L. -- Chicory, Succory, Witloof
Coriandrum sativum L. -- Chinese Parsley, Cilantro, Coriander
Rumex crispus L. -- Curly Dock, Lengua De Vaca, Sour Dock, Yellow Dock
Raphanus sativus L. -- Radish
Amaranthus spinosus L. -- Spiny pigweed
Urtica dioica L. -- European Nettle, Stinging Nettle
Cucumis melo subsp. ssp melo var.cantalupensis NAUDIN -- Cantaloupe, Melon,
Muskmelon, Netted Melon, Nutmeg Melon, Persian Melon
Piper auritum HBK. -- Cordoncillo, Hierba Santa, Hoja Santa
Lactuca sativa L. -- Lettuce
Prunus armeniaca L. -- Apricot

209
Justicia pectoralis JACQ. -- Angel Of Death, Bolek Hena, Curia
Piper betel L. -- Betel Pepper
Arctostaphylos uva-ursi (L.) SPRENGEL -- Bearberry, Uva Ursi
Artemisia vulgaris L. -- Mugwort
Chenopodium ambrosioides L. -- Epazote, Wormseed
Sechium edule (JACQ.) SW. -- Chayote
Peperomia pelucida -- Pepper elder, Yerba de la plata
Allium cepa L. -- Onion, Shallot
Allium ampeloprasum L. -- Elephant Garlic, Kurrat
Manihot esculenta CRANTZ -- Cassava, Tapioca, Yuca
Sambucus nigra L. -- Black Elder, Elder, European Alder, European Elder,
European Elderberry
Apium graveolens L. -- Celery
Rumex crispus L. -- Curly Dock, Lengua De Vaca, Sour Dock, Yellow Dock
Brassica oleracea var. botrytis l. var. botrytis L. -- Cauliflower
Larrea tridentata (SESSE & MOC. ex DC.) COV. -- Chaparral, Creosote Bush
Ulex europaeus L. -- Gorse
Erythrina fusca LOUR. -- Coral Bean, Gallito
Carica papaya L. -- Papaya
Asparagus officinalis L. -- Asparagus
Pimenta dioica (L.) MERR. -- Allspice, Clover-Pepper, Jamaica-Pepper,
Pimenta, Pimento
Spondias mombin L. -- Yellow Mombin, Yellow Plum
Cucurbita pepo L. -- Pumpkin
Rubus idaeus L. -- Raspberry, Red Raspberry
Lycopersicon esculentum MILLER -- Tomato
Solanum nigrum L. -- Black Nightshade
Tamarindus indica L. -- Indian Tamarind, Kilytree, Tamarind
Alpinia galanga (L.) SW. -- Greater Galangal, Languas, Siamese Ginger
Moringa oleifera LAM. -- Ben Nut, Benzolive Tree, Drumstick Tree, Horseradish
Tree, Jacinto (Sp.), Moringa, West Indian Ben
Sorbus aucubaria L. -- Rowan Berry
Mangifera indica L. -- Mango
Plectranthus amboinicus (LOUR.) SPRENGEL -- Amboini Coleus, Country
Borage, Cuban Oregano, French Thyme, Indian Borage, Mexican Mint, Soup
Mint, Spanish Thyme
Camellia sinensis (L.) KUNTZE -- Tea
Physalis peruviana L. -- Cape Gooseberry, Ground Cherry
Taraxacum officinale WEBER EX F. H. WIGG. -- Dandelion

210
Cyclanthera pedata (L.) SCHRADER -- Achocha
Malus domestica BORKH. -- Apple
Avena sativa L. -- Oats
Stevia rebaudiana (BERTONI) BERTONI -- Ca-A-E, Stevia, Sweet Leaf of
Paraguay
Artemisia dracunculus L. -- Tarragon
Euphrasia officinalis L. -- Eyebright
Vigna unguiculata subsp. sesquipedalis (L.) VERDC. -- Asparagus Bean, Pea
Bean, Yardlong Bean
Turnera diffusa WILLD. EX SCHULT. -- Damiana
Malpighia glabra L. -- Acerola
Allium sativum var. sativum L. -- Garlic
Eriobotrya japonica (THUNB.) LINDL. -- Loquat
Perilla frutescens (L.) BRITTON -- Perilla
Phaseolus vulgaris subsp. var. vulgaris -- Black Bean, Dwarf Bean, Field Bean,
Flageolet Bean, French Bean, Garden Bean, Green Bean, Haricot, Haricot Bean,
Haricot Vert, Kidney Bean, Navy Bean, Pop Bean, Popping Bean, Snap Bean,
String Bean, Wax Bean
Rosa canina L. -- Dog Rose, Dogbrier, Rose
Schisandra chinensis (TURCZ.) BAILL. -- Chinese Magnolia Vine, Five-Flavor-
Fruit, Magnolia Vine, Schizandra, Wu Wei Zi, Wu Wei Zu
Chondrus crispus (L.) STACKH. -- Irish Moss
Lobelia inflata L. -- Indian Tobacco, Lobelia
Anacardium occidentale L. -- Cashew
Allium cepa L. -- Onion, Shallot
Origanum majorana L. -- Marjoram, Sweet Marjoram
Eugenia uniflora L. -- Pitanga, Surinam Cherry
Equisetum arvense L. -- Field Horsetail, Horsetail
Moringa oleifera LAM. -- Ben Nut, Benzolive Tree, Drumstick Tree, Horseradish
Tree, Jacinto (Sp.), Moringa, West Indian Ben
Citrullus lanatus (THUNB.) MATSUM. & NAKAI -- Watermelon
Vaccinium myrtillus L. -- Bilberry, Dwarf Bilberry, Whortleberry
Psidium guajava L. -- Guava
Frangula purshiana (DC.) J. G. COOPER -- Cascara Buckthorn, Cascara
Sagrada
Origanum vulgare L. -- Common Turkish Oregano, European Oregano,
Oregano, Pot Marjoram, Wild Marjoram, Wild Oregano
Citrus reticulata BLANCO -- Mandarin, Tangerine
Mangifera indica L. -- Mango
Prunus domestica L. -- Plum

211
Verbascum thapsus L. -- Flannelleaf, Flannelplant, Great Mullein, Mullein,
Velvetplant
Vitis vinifera L. -- European Grape, Grape, Grapevine, Parra (Sp.), Vid (Sp.),
Vigne Vinifere (Fr.), Weinrebe (Ger.), Wine Grape
Brassica oleracea var. gemmifera var. gemmifera DC -- Brussel-Sprout, Brussels-
Sprouts
Hippophae rhamnoides L. -- Sallow Thorn, Sea Buckthorn, Yellow Spine
Fucus vesiculosus L. -- Bladderwrack, Kelp
Capsicum frutescens L. -- Cayenne, Chili, Hot Pepper, Red Chili, Spur Pepper,
Tabasco
Salvia officinalis L. -- Sage
Averrhoa carambola L. -- Carambola, Star Fruit
Ephedra sinica STAPF -- Chinese Ephedra, Ma Huang
Moringa oleifera LAM. -- Ben Nut, Benzolive Tree, Drumstick Tree, Horseradish
Tree, Jacinto (Sp.), Moringa, West Indian Ben
Quararibea cordata VISCHER -- Chupa-Chupa, Sapote
Luffa aegyptiaca MILLER -- Luffa, Smooth Loofah, Vegetable Sponge
Satureja hortensis L. -- Summer Savory
Cyphomandra betacea (CAV.) SENDT. -- Tamarillo, Tree Tomato
Silybum marianum (L.) GAERTN. -- Lady's Thistle, Milk Thistle
Prunus persica (L.) BATSCH -- Peach
Allium cepa L. -- Onion, Shallot
Citrus sinensis (L.) OSBECK -- Orange
Spondias pinnata L. -- Yellow Mombin, Yellow Plum
Bactris gasipaes HBK. -- Peach palm, Pejibaye
Citrus aurantium L. -- Bitter Orange, Petitgrain
Persea americana MILLER -- Avocado
Solanum torvum SW. -- Susumba, Wild Eggplant
Raphanus sativus L. -- Radish
Coffea arabica L. -- Coffee
Thymus vulgaris L. -- Common Thyme, Garden Thyme, Thyme
Caulophyllum thalictroides (L.) MICHX. -- Blue Cohosh
Plantago psyllium L. -- Psyllium
Ulmus rubra MUHLENB. -- Red Elm, Slippery Elm
Capsella bursa-pastoris (L.) MEDICUS -- Shepherd's Purse
Hibiscus sabdariffa L. -- Acedera de Guinea (Sp.), Indian Sorrel, Jamaica Sorrel,
Kharkadi, Malventee (Ger.), Red Sorrel, Rosa de Jamaica (Sp.), Rosella (Ger.),
Roselle, Sereni (Sp.), Sorrel
Murraya sp -- None

212
Rosmarinus officinalis L. -- Rosemary
Anacardium occidentale L. -- Cashew
Cynara cardunculus subsp. cardunculus -- Artichoke
Dioscorea sp. -- Wild Yam
Scutellaria lateriflora L. -- Mad-Dog Skullcap, Scullcap
Pisum sativum L. -- Pea
Blighia sapida KOENIG -- Akee, Seso Vegetal
Catha edulis VAHL -- Khat
Momordica charantia L. -- Bitter Melon, Sorosi
Sambucus canadensis L. -- American Elder, American Elderberry, Elderberry,
Sweet Elder
Trichosanthes anguina L. -- Snakegourd
Brosimum alicastrum SWARTZ -- Breadnut, Tamamuri
Rosa gallica L. -- French Rose
Musa x paradisiaca L. -- Banana, Plantain
Cydonia oblonga MILLER -- Quince
Ficus carica L. -- Echte Feige (Ger.), Feigenbaum (Ger.), Fico (Ital.), Fig,
Figueira (Port.), Figuier Commun (Fr.), Higo (Sp.), Higuera Comun (Sp.)
Lens culinaris MEDIK. -- Lentil
Spondias dulcis FORST. -- Ambarella
Elaeagnus umbellatus L. -- Russian Olive
Pouteria caimito RADLK. -- Abiu, Caimito
Pouteria campechiana BAEHNI -- Canistel
Chrysanthemum parthenium (L.) BERNH. -- Feverfew
Erythrina berteroana URB. -- Pito
Ribes uva-crispa L. -- Gooseberry
Glycine max (L.) MERR. -- Soybean
Cnicus benedictus L. -- Blessed Thistle
Pachira macrocarpa WALP. -- Large-Fruited Provision Tree
Ocimum sanctum L. -- Holy Basil, Tulsi
Angelica sinensis (OLIV.) DIELS -- Chinese Angelica, Dang Gui, Dang Quai,
Dang Qui, Dong Gui, Dong Quai
Brassica oleracea var. capitata l. var. capitata L. -- Cabbage, Red Cabbage, White
Cabbage
Juniperus communis L. -- Common Juniper, Juniper
Mammea americana L. -- Mamey
Rheum rhabarbarum L. -- Rhubarb
Trifolium pratense L. -- Cowgrass, Peavine Clover, Purple Clover, Red Clover
Annona glabra L. -- Pondapple

213
Glycine max (L.) MERR. -- Soybean
Vicia faba L. -- Broadbean, Faba Bean, Habas
Mentha spicata L. -- Hortela da Folha Miuda, Spearmint
Polymnia edulis WEDDELL -- Andean Jicama
Tamarindus indica L. -- Indian Tamarind, Kilytree, Tamarind
Phaseolus lunatus L. -- Butter Bean, Lima Bean
Phaseolus vulgaris subsp. var. vulgaris -- Black Bean, Dwarf Bean, Field Bean,
Flageolet Bean, French Bean, Garden Bean, Green Bean, Haricot, Haricot Bean,
Haricot Vert, Kidney Bean, Navy Bean, Pop Bean, Popping Bean, Snap Bean,
String Bean, Wax Bean
Allium sativum var. sativum L. -- Garlic
Psidium cattleianum SABINE -- Strawberry Guava
Spondias purpurea L. -- Purple Jobo, Purple Plum
Passiflora edulis SIMS -- Maracuya, Passionfruit
Olea europaea subsp. europaea -- Olive
Pisum sativum L. -- Pea
Artocarpus heterophyllus LAM. -- Jackfruit
Cucumis sativus L. -- Cucumber
Cuminum cyminum L. -- Cumin
Morus alba L. -- Sang-Pai-Pi, White Mulberry
Phyllanthus acidus (L.) SKEELS -- Indian Gooseberry, Otaheite Gooseberry
Ribes nigrum L. -- Black Currant
Solanum quitoensis LAM. -- Naranjillo
Averrhoa bilimbi L. -- Bilimbi, Limon chino
Erythroxylum coca var. coca -- Coca
Fragaria spp -- Strawberry
Melicoccus bijugatas JACQ. -- Genip, Honey berry, Mamoncillo, Pitomba
Solanum sessiliflorum DUNAL -- Cocona
Vigna unguiculata subsp. sesquipedalis (L.) VERDC. -- Asparagus Bean, Pea
Bean, Yardlong Bean
Amorphophallus campanulatus BLUME -- Elephant-Foot Yam
Actinidia chinensis PLANCHON -- Kiwi
Bixa orellana L. -- Achiote, Annato, Annatto, Annoto, Arnato, Bija, Lipstick Pod,
Lipsticktree
Helianthus tuberosus L. -- Jerusalem Artichoke
Physalis ixocarpa BROT. -- Tomatillo
Prunus cerasus L. -- Sour Cherry
Psophocarpus tetragonolobus (L.) DC. -- Asparagus Pea, Goa Bean, Winged Bean
Solanum melongena L. -- Aubergine, Eggplant

214
Lablab purpureus (L.) SWEET -- Bonavist Bean, Hyacinth Bean, Lablab Bean
Crataegus laevigata (POIR.) DC -- English Hawthorn, Hawthorn, Whitethorn,
Woodland Hawthorn
Allium sativum var. sativum L. -- Garlic
Citrus paradisi MacFAD. -- Grapefruit
Gliricidia sepium STEUD. -- Mata Raton
Glycyrrhiza glabra L. -- Commom Licorice, Licorice, Licorice-Root, Smooth
Licorice
Perideridia gairdneri (HOOK. & ARN.) MATHIAS -- Squaw Root
Rheum rhabarbarum L. -- Rhubarb
Cajanus cajan (L.) HUTH -- Pigeonpea
Arctium lappa L. -- Burdock, Gobo, Great Burdock
Carica pentagona HEILBORN -- Babaco, Mountain papaya
Theobroma bicolor HBK. -- Nicaraguan Cacao, Pataste
Syzygium jambos ALSTON -- Pomarrosa, Rose Apple
Tabebuia heptaphylla (VELL.) TOLEDO -- Pau D'Arco
Brassica oleracea var. botrytis l. var. botrytis L. -- Cauliflower
Cajanus cajan (L.) HUTH -- Pigeonpea
Ginkgo biloba L. -- Ginkgo, Maidenhair Tree
Phyllanthus emblica L. -- Emblic, Myrobalan
Psophocarpus tetragonolobus (L.) DC. -- Asparagus Pea, Goa Bean, Winged Bean
Ribes rubrum L. -- Red Currant, White Currant
Sicana odorifera NAUD. -- Cassabanana
Zingiber officinale ROSCOE -- Ginger
Vaccinium corymbosum L. -- Blueberry
Licania platypus FRITSCH. -- Sansapote
Arracacia xanthorrhiza BANCR. -- Arracacha, Peruvian Carrot
Phoenix dactylifera L. -- Date Palm
Glycine max (L.) MERR. -- Soybean
Prunus salicifolia HBK. -- Capulin, Wild Cherry
Aloe vera (L.) BURM. f. -- Aloe, Bitter Aloes
Ananas comosus (L.) MERR. -- Pineapple
Artocarpus altilis (PARKINS.) FOSBERG -- Breadfruit
Diospyros digyna JACQ. -- Black Sapote, Sapote Negro
Syzygium aromaticum (L.) MERR. & L. M. PERRY -- Clove, Clovetree
Hydrastis canadensis L. -- Goldenseal
Brassica oleracea var. gongylodes L. -- Kohlrabi
Vaccinium macrocarpon AITON -- American Cranberry, Cranberry, Large

215
Cranberry
Asimina triloba (L.) DUNAL -- Pawpaw
Benincasa hispida (THUNB.) COGN. -- Waxgourd
Chrysobalanus icaco -- Cocoa plum, Icaco
Cucurbita pepo L. -- Pumpkin
Zea mays L. -- Corn
Cimicifuga racemosa (L.) NUTT. -- Black Cohosh, Black Snakeroot
Humulus lupulus L. -- Hops
Polygonum multiflorum THUNB. -- Chinese Cornbind, Chinese Knotweed,
Fleeceflower, Fo Ti, He Shou Wu
Canavalia ensiformis (L.) DC. -- Jack Bean
Chamaemelum nobile (L.) ALL. -- Garden Camomile, Perennial Camomile,
Roman Camomile
Echinacea spp -- Coneflower, Echinacea
Musa x paradisiaca L. -- Banana, Plantain
Tropaeolum tuberosum R. & P. -- Anu, Mashua
Vitis vinifera L. -- European Grape, Grape, Grapevine, Parra (Sp.), Vid (Sp.),
Vigne Vinifere (Fr.), Weinrebe (Ger.), Wine Grape
Carum carvi L. -- Caraway, Carum, Comino (Sp.), Comino de prado (Sp.),
Kummel (Ger.)
Cinnamomum aromaticum NEES -- Canela de la China (Sp.), Canelero chino
(Sp.), Canelle de Cochinchine (Fr.), Cannelier Casse (Fr.), Cannelier de Chine
(Fr.), Cassia, Cassia Bark, Cassia Lignea, China Junk Cassia, Chinazimt (Ger.),
Chinese Cassia, Chinese Cinnamon, Chinesischer Zimtbaum (Ger.), Kashia-
Keihi (Jap.), Saigon Cinnamon, Zimtcassie (Ger.)
Cinnamomum verum J. PRESL -- Ceylon Cinnamon, Cinnamon
Citrus aurantiifolia (CHRISTM.) SWINGLE -- Lime
Citrus limon (L.) BURMAN f. -- Lemon
Juglans nigra L. -- Black Walnut
Cucurbita spp -- Summer Squash
Allium ampeloprasum L. -- Elephant Garlic, Kurrat
Terminalia catappa L. -- Indian Almond, Malabar Almond, Tropical Almond
Bromelia pinguin L. -- Wild Pineapple
Pyrus communis L. -- Pear
Lupinus mutabilis SWEET -- Andean Lupine, Chocho, Tarhui
Syzygium cumini SKEELS -- Aceituna Dulce, Jambolan, Java Plum
Pistacia vera L. -- Pistachio
Byrsonima crassifolia HBK. -- Nance
Vigna radiata (L.) WILCZEK -- Green Gram, Mungbean
Casimiroa edulis LLAVE & LEX. -- Matasano, White sapote

216
Eugenia brasiliensis LAM. -- Brazil Cherry, Grumichama
Vigna radiata (L.) WILCZEK -- Green Gram, Mungbean
Cola acuminata (P. BEAUV.) SCHOTT & ENDL. -- Abata Cola
Foeniculum vulgare MILLER -- Fennel
Hordeum vulgare L. -- Barley, Barleygrass
Juglans regia L. -- English Walnut
Lens culinaris MEDIK. -- Lentil
Lupinus mutabilis SWEET -- Andean Lupine, Chocho, Tarhui
Passiflora quadrangularis L. -- Granadilla
Pastinaca sativa L. -- Parsnip
Psoralea esculenta PURSH. -- Breadroot, Indian Bread-Root, Indian Turnip,
Prairie Apple, Prairie Potato, Prairie Turnip
Pteridium aquilinum (L.) KUHN -- Bracken, Bracken Fern
Raphanus sativus L. -- Radish
Solanum tuberosum L. -- Potato
Tamarindus indica L. -- Indian Tamarind, Kilytree, Tamarind
Trigonella foenum-graecum L. -- Alholva (Sp.), Bockshornklee (Ger.),
Fenugreek, Greek Clover, Greek Hay
Vigna angularis (WILLD.) OHWI & H. OHASHI -- Adzuki Bean
Carya illinoensis (WANGENH.) K. KOCH -- Pecan
Colocasia esculenta (L.) SCHOTT -- Taro
Phaseolus lunatus L. -- Butter Bean, Lima Bean
Pouteria viridis CRONG. -- Green Sapote, Sapote Verde
Elaeagnus commutata BERNH. -- Silver Berry
Persea schiedeana NEES. -- Palta De Monte, Wild Avocado, Wild Pear
Ullucus tuberosus LOZ. -- Melloco, Ulluco
Aegle marmelos CORREA -- Bael de India, Bael fruit
Anacardium occidentale L. -- Cashew
Annona muricata L. -- Soursop
Juglans nigra L. -- Black Walnut
Muntingia calabura L. -- Cereso, Jamaica cherry, Yumansa
Passiflora ligularis JUSS. -- Granadilla, Sweet Granadilla
Passiflora mollissima BAILEY -- Banana Passionfruit, Granadilla De Guineo
Vicia faba L. -- Broadbean, Faba Bean, Habas
Xanthosoma sagittifolium (L.) SCHOTT -- Malanga, Tannia, Yautia
Cicer arietinum L. -- Chickpea, Garbanzo
Durio zibethinus L. -- Durian
Manilkara zapota VAN ROYEN -- Sapodilla

217
Petasites japonicus (SIEBOLD & ZUCC.) MAXIM. -- Butterbur
Vigna mungo (L.) HEPPER -- Black Gram
Chrysophyllum cainito RADLK. -- Caimito, Star Apple
Corylus avellana L. -- Cobnut, English Filbert, European Filbert, European
Hazel, Hazel
Hylocereus guatemalensis BRITT. & ROSE -- Guatemala Cereus, Nopalito De
Guatemala
Arachis hypogaea L. -- Groundnut, Peanut
Linum usitatissimum L. -- Flax, Linseed
Canna indica L. -- Achira, Queensland Arrowroot
Glycine max (L.) MERR. -- Soybean
Helianthus annuus L. -- Girasol, Sunflower
Opuntia ficus-indica (L.) MILL. -- Indian Fig, Nopal, Nopalito, Prickly Pear
Rubus idaeus L. -- Raspberry, Red Raspberry
Vigna unguiculata subsp. sesquipedalis (L.) VERDC. -- Asparagus Bean, Pea
Bean, Yardlong Bean
Tragopogon porrifolius L. -- Salsify
Triticum aestivum L. -- Wheat
Annona cherimola MILL. -- Cherimoya
Annona diversifolia SAFFORD -- Llama
Annona reticulata L. -- Custard Apple
Annona squamosa L. -- Sugar-Apple, Sweetsop
Canavalia ensiformis (L.) DC. -- Jack Bean
Crescentia alata L. -- Jicaro
Cyrtosperma chamissonis (SCHOTT) MERR. -- Swamp Taro
Dioscorea alata L. -- Greater Yam, Winged Yam
Oxalis tuberosa MOLINA -- Oca, Papa Roja, Quiba
Vigna aconitifolia (JACQ.) MARECHAL -- Mat Bean, Moth Bean
Nelumbo nucifera L. -- Water Lotus
Allium sativum var. sativum L. -- Garlic
Phaseolus coccineus L. -- Scarlet Runner Bean
Ruscus aculeatus L. -- Box-Holly, Butcher's Broom
Piper nigrum L. -- Black Pepper, Pepper, White Pepper
Vigna subterranea (L.) VERDC. -- Bambarra Groundnut, Groundbean
Phaseolus coccineus L. -- Scarlet Runner Bean
Pinus cembroides ZUCC. -- Mexican Pinyon
Opuntia ficus-indica (L.) MILL. -- Indian Fig, Nopal, Nopalito, Prickly Pear
Cannabis sativa L. -- Hemp, Indian Hemp, Marihuana, Marijuana

218
Artocarpus altilis (PARKINS.) FOSBERG -- Breadfruit
Prunus dulcis (MILLER) D. A. WEBB -- Almond
Syzygium malaccense MERR.&PERR -- Malay Apple, Mammey Pomorrosa,
Ohia
Acacia decurrens (WENDL.) WILLD. -- Green Wattle
Acacia nilotica (L.) WILLD. ex DELILE -- Babul
Achillea millefolium L. -- Milfoil, Yarrow
Aglaonema commutatum SCHOTT. -- Aglaonema aroid
Aleurites moluccana (L.) WILLD. -- Candleberry, Candlenut, Candlenut Tree,
Indian Walnut, Lumbangtree, Varnishtree
Alocasia macrorrhiza (L.) G. DON -- Giant Taro
Althaea officinalis L. -- Marshmallow, White Mallow
Amorphophallus konjac K. KOCH -- Devil's Tongue, Elephant Yam, Konjac,
Leopard Palm, Snake Palm, Umbrella Arum
Areca catechu L. -- Betel Nut, Pin-Lang
Berberis vulgaris L. -- Barberry
Bertholletia excelsa BONPL. -- Brazilnut, Brazilnut-Tree, Creamnut, Paranut
Brassica napus var. napobrassica var. napobrassica (L.) REICHB. -- Rutabaga,
Swede, Swedish Turnip
Brassica rapa var. rapa -- Rapini, Seven-Top Turnip, Turnip
Calathea macrosepala SCHUM. -- Chufle
Coix lacryma-jobi L. -- Adlay, Adlay Millet, Job'S-Tears, Yi-Yi-Ren
Coriandrum sativum L. -- Chinese Parsley, Cilantro, Coriander
Crocus sativus L. -- Saffron
Curcuma longa L. -- Indian Saffron, Turmeric
Cycas revoluta THUNB. -- Sago Cycas
Dioscorea pentaphylla L. -- Mountain Yam
Eleocharis dulcis (BURM. F) TRIN. -- Water chestnut
Eleutherococcus senticosus (RUPR. & MAXIM.) MAXIM. -- Ci wu jia (Pinyin),
Eleuthero Ginseng, Siberian Ginseng, Spiny Ginseng, Wu jia
Eugenia floribunda -- Black rumberry, Camu-camu arbol, Camu-camu negro
Frangula alnus MILLER -- Buckthorn
Garcinia mangostana L. -- Mangosteen, Mangostin
Glycyrrhiza glabra L. -- Commom Licorice, Licorice, Licorice-Root, Smooth
Licorice
Hylocereus undatus BRITT. & ROSE -- Belle-of-the-Night, Night-Blooming
Cereus, Nopalito De Noche, Queen-of-the-Night, Strawberry Pear
Inga edulis -- Guaba, Icecream Bean
Inga feuillei DC. -- Ice Cream Bean, Pacay

219
Iris x germanica L. -- Orris
Lagenaria siceraria (MOLINA) STANDLEY. -- Calabash Gourd, White-
Flowered Gourd
Macadamia spp -- Macadamia
Maranta arundinacea L. -- Arrowroot, Bermuda Arrowroot
Menyanthes trifoliata L. -- Bog Myrtle, Bogbean, Buckbean, Marsh Clover,
Marsh Trefoil, Water Trefoil
Myrciaria cauliflora BERG. -- Jaboticaba
Myrciaria dubia MCVAUGH -- Camu-camu, Rumberry
Myrica cerifera L. -- Bayberry, Candle-Berry, Southern Bayberry, Wax Myrtle
Nelumbo nucifera L. -- Water Lotus
Nicotiana tabacum L. -- Tobacco
Oryza sativa L. -- Rice
Pachyrhizus erosus RICH. ex DC. -- Yambean
Panax ginseng C. A. MEYER -- Chinese Ginseng, Ginseng, Korean Ginseng,
Oriental Ginseng
Papaver somniferum L. -- Opium Poppy, Poppyseed Poppy
Passiflora foetida L. -- Granadilla Cimarrona, Stinking Granadilla
Passiflora quadrangularis L. -- Granadilla
Phaseolus vulgaris subsp. var. vulgaris -- Black Bean, Dwarf Bean, Field Bean,
Flageolet Bean, French Bean, Garden Bean, Green Bean, Haricot, Haricot Bean,
Haricot Vert, Kidney Bean, Navy Bean, Pop Bean, Popping Bean, Snap Bean,
String Bean, Wax Bean
Pinus sylvestris L. -- Scotch Pine
Platycodon grandiflorum (JACQ.) A.DC. -- Balloon Flower, Chieh-Keng, Jie-
Geng
Pourouma cecropiaefolia MART. -- Tree Grape, Uvilla
Prunus armeniaca L. -- Apricot
Quercus alba L. -- White Oak
Rhodymenia palmata -- Dulse
Rosa rubiginosa L. -- Rosa Mosqueta
Salix alba L. -- White Willow
Serenoa repens (W. BARTRAM) SMALL -- Saw Palmetto, Scrub-Palmetto
Sesamum indicum L. -- Ajonjoli (Sp.), Beni, Benneseed, Sesame, Sesamo (Sp.)
Sinapis alba L. -- White Mustard
Tagetes erecta L. -- Aztec Marigold, Marigold
Taxus baccata L. -- Common Yew
Tecoma stans (L.) HBK -- Yellow Elder
Terminalia catappa L. -- Indian Almond, Malabar Almond, Tropical Almond

220
Theobroma bicolor HBK. -- Nicaraguan Cacao, Pataste
Theobroma cacao L. -- Cacao
Vaccinium vitis-idaea var. minus LODD. -- Cowberry, Lingen, Lingonberry
Valeriana officinalis L. -- Common Valerian, Garden-Heliotrope, Valerian
Verbena officinalis L. -- Vervain
Viscum album L. -- European Mistletoe
Yucca baccata TORR. -- Banana Yucca, Blue Yucca, Spanish Bayonet, Yucca
Zea mays L. -- Corn
Zizyphus spina-christi (L.) WILLD. -- Syrian Christ-Thorn

Φυτά που περιέχουν γ-καροτένιο

Aglaonema commutatum SCHOTT. -- Aglaonema aroid


Carica papaya L. -- Papaya
Citrus paradisi MacFAD. -- Grapefruit
Crocus sativus L. -- Saffron
Daucus carota L. -- Carrot
Lycopersicon esculentum MILLER -- Tomato
Pinus sylvestris L. -- Scotch Pine
Prunus armeniaca L. -- Apricot
Vitis vinifera L. -- European Grape, Grape, Grapevine, Parra (Sp.), Vid (Sp.),
Vigne Vinifere (Fr.), Weinrebe (Ger.), Wine Grape

Φυτά που περιέχουν δ-καροτένιο

Aglaonema commutatum SCHOTT. -- Aglaonema aroid

Φυτά που περιέχουν λυκοπένιο

Citrullus lanatus (THUNB.) MATSUM. & NAKAI -- Watermelon


Daucus carota L. -- Carrot
Lycopersicon esculentum MILLER -- Tomato
Aglaonema commutatum SCHOTT. -- Aglaonema aroid
Arbutus unedo L. -- Arbutus, Strawberry Tree
Brassica napus var. napobrassica var. napobrassica (L.) REICHB. -- Rutabaga,
Swede, Swedish Turnip
Brassica rapa var. rapa -- Rapini, Seven-Top Turnip, Turnip
Calendula officinalis L. -- Calendula, Pot-Marigold
Camellia sinensis (L.) KUNTZE -- Tea

221
Carica papaya L. -- Papaya
Citrus paradisi MacFAD. -- Grapefruit
Citrus spp -- Citrus
Crocus sativus L. -- Saffron
Hippophae rhamnoides L. -- Sallow Thorn, Sea Buckthorn, Yellow Spine
Momordica charantia L. -- Bitter Melon, Sorosi
Phoenix dactylifera L. -- Date Palm
Prunus armeniaca L. -- Apricot
Prunus persica (L.) BATSCH -- Peach
Rosa canina L. -- Dog Rose, Dogbrier, Rose
Rosa damascena MILLER -- Damask Rose
Rosa rubiginosa L. -- Rosa Mosqueta
Solanum dulcamara L. -- Bitter Nightshade, Bittersweet
Solanum melongena L. -- Aubergine, Eggplant
Taxus baccata L. -- Common Yew
Urtica dioica L. -- European Nettle, Stinging Nettle
Vaccinium vitis-idaea var. minus LODD. -- Cowberry, Lingen, Lingonberry
Vitis vinifera L. -- European Grape, Grape, Grapevine, Parra (Sp.), Vid (Sp.),
Vigne Vinifere (Fr.), Weinrebe (Ger.), Wine Grape

Φυτά που περιέχουν D-λιμονίνη

Citrus paradisi MacFAD. -- Grapefruit


Peucedanum ostruthium (L.) KOCH -- Masterwort
Tagetes minuta L. -- Aztec Marigold, Dwarf Marigold, Mexican Marigold,
Muster John Henry, Stinking-Roger, Wild Marigold
Tagetes erecta L. -- Aztec Marigold, Marigold
Tagetes patula L. -- French Marigold
Calamintha nepeta (L.) SAVI -- Calamint
Hyssopus officinalis L. -- Hyssop
Aegle marmelos CORREA -- Bael de India, Bael fruit
Agastache foeniculum (PURSH) KUNTZE -- Giant Hyssop
Citrus aurantium L. -- Bitter Orange, Petitgrain
Citrus medica L. -- Citron
Conyza canadensis (L.) CRONQ. -- Butterweed, Hogweed, Horseweed
Croton eluteria (L.) SW. -- Cascarilla
Foeniculum vulgare MILLER -- Fennel
Juniperus sabina L. -- Sabine

222
Myrtus communis L. -- Arrayan (Sp.), Mirto (Sp.), Myrte (Ger.), Myrtle
Nigella sativa L. -- Black Caraway, Black Cumin, Fennel-Flower, Nutmeg-
Flower, Roman Coriander
Pinus mugo TURRA -- Dwarf Pine, Swiss Mountain Pine
Pinus sylvestris L. -- Scotch Pine
Piper nigrum L. -- Black Pepper, Pepper, White Pepper
Schinus molle L. -- California Peppertree, Mastic-Tree, Peruvian Peppertree
Schizonepeta tenuifolia BRIQ. -- Ching-Chieh, Jing-Jie
Tetraclinis articulata (VAHL) MASTERS -- Arar Tree, Sandarac

Φυτά που περιέχουν νομιλίνη

Citrus aurantium L. -- Bitter Orange, Petitgrain


Citrus limon (L.) BURMAN f. -- Lemon
Citrus paradisi MacFAD. -- Grapefruit
Citrus sinensis (L.) OSBECK -- Orange
Citrus spp -- Citrus

Φυτά που περιέχουν β-σιτοστερόλη

Annona cherimola MILL. -- Cherimoya


Crataegus laevigata (POIR.) DC -- English Hawthorn, Hawthorn, Whitethorn,
Woodland Hawthorn
Nigella sativa L. -- Black Caraway, Black Cumin, Fennel-Flower, Nutmeg-
Flower, Roman Coriander
Oenothera biennis L. -- Evening-Primrose
Salvia officinalis L. -- Sage
Morus alba L. -- Sang-Pai-Pi, White Mulberry
Senna obtusifolia (L.) H.IRWIN & BARNEBY -- Sicklepod
Fagopyrum esculentum MOENCH. -- Buckwheat
Ocimum basilicum L. -- Basil, Cuban Basil, Sweet Basil
Zea mays L. -- Corn
Salvia officinalis L. -- Sage
Ocimum basilicum L. -- Basil, Cuban Basil, Sweet Basil
Glycine max (L.) MERR. -- Soybean
Hippophae rhamnoides L. -- Sallow Thorn, Sea Buckthorn, Yellow Spine
Ocimum basilicum L. -- Basil, Cuban Basil, Sweet Basil
Viola odorata L. -- Common Violet, Sweet Violet
Glycyrrhiza glabra L. -- Commom Licorice, Licorice, Licorice-Root, Smooth

223
Licorice
Ocimum basilicum L. -- Basil, Cuban Basil, Sweet Basil
Withania somnifera (L.) DUNAL -- Ashwagandha
Serenoa repens (W. BARTRAM) SMALL -- Saw Palmetto, Scrub-Palmetto
Acacia senegal (L.) WILLD. -- Gum Arabic, Gum Arabic Tree, Kher, Senegal
Gum, Sudan Gum Arabic
Achillea millefolium L. -- Milfoil, Yarrow
Achyranthes bidentata BLUME -- Chaff Flower
Actinidia chinensis PLANCHON -- Kiwi
Ageratum conyzoides L. -- Mexican ageratum
Ailanthus altissima (MILL.) SWINGLE -- Stinktree, Tree Of Heaven
Ajuga bracteosa WALL. -- Nilkanthi
Aleurites fordii HEMSL. -- Tungoil Tree
Alisma plantago-aquatica L. -- Mud Plantain, Tse-Hsieh, Water Plantain, Ze-Xie
Allium ampeloprasum L. -- Elephant Garlic, Kurrat
Allium cepa L. -- Onion, Shallot
Allium sativum var. sativum L. -- Garlic
Alnus glutinosa (L.) GAERTN. -- Black Alder
Aloe vera (L.) BURM. f. -- Aloe, Bitter Aloes
Amaranthus spinosus L. -- Spiny pigweed
Anacardium occidentale L. -- Cashew
Anastatica hierochuntica L. -- Jericho Rose
Anethum graveolens L. -- Dill, Garden Dill
Angelica archangelica L. -- Angelica, Garden Angelica, Wild Parsnip
Angelica sinensis (OLIV.) DIELS -- Chinese Angelica, Dang Gui, Dang Quai,
Dang Qui, Dong Gui, Dong Quai
Anisomeles indica (L.) KUNTZE -- Kalabhangra
Annona muricata L. -- Soursop
Arachis hypogaea L. -- Groundnut, Peanut
Araucaria bidwillii HOOK. -- Monkey puzzle
Arctostaphylos uva-ursi (L.) SPRENGEL -- Bearberry, Uva Ursi
Areca catechu L. -- Betel Nut, Pin-Lang
Arnica montana L. -- Leopard's-Bane, Mountain Tobacco
Artemisia annua L. -- Annual Mugwort (GRIN), Annual Wormwood (GRIN),
Qinghao, Sweet Annie, Sweet Wormwood (GRIN)
Artemisia dracunculus L. -- Tarragon
Artemisia herba-alba ASSO. -- Desert Wormwood
Artemisia vulgaris L. -- Mugwort

224
Arundo donax L. -- Giant Reed
Asarum canadense L. -- Wild Ginger
Asclepias syriaca L. -- Milkweed
Asparagus lucidus LINDL. -- Lucid Asparagus
Aspidosperma quebracho-blanco SCHLECHT. -- Quebracho
Astragalus membranaceus (FISCH. EX LINK) BUNGE -- Huang Qi, Huang-Chi
Avena sativa L. -- Oats
Azadirachta indica A. JUSS. -- Neem
Balanites aegyptiacus (L.) DELILE -- Desert Date, Soapberry Tree, Zachunbaum
(Ger.), betu (India), dattier du desert (Fr.), dattier sauvage (Fr.), heglik (Fr.),
hingotia (India), lalo (India), mirobalano de Egipto (Sp.), zachun (India)
Beta vulgaris subsp. subsp. vulgaris -- Beet, Beetroot, Garden Beet, Sugar Beet
Brassica oleracea var. botrytis l. var. botrytis L. -- Cauliflower
Brassica oleracea var. capitata l. var. capitata L. -- Cabbage, Red Cabbage, White
Cabbage
Caesalpinia pulcherrima (L.) SW. -- Bird Of Paradise
Cajanus cajan (L.) HUTH -- Pigeonpea
Calendula officinalis L. -- Calendula, Pot-Marigold
Calotropis sp. -- Giant Milkweed
Camellia sinensis (L.) KUNTZE -- Tea
Capparis spinosa L. -- Caper, Caperbush
Capsella bursa-pastoris (L.) MEDICUS -- Shepherd's Purse
Capsicum annuum L. -- Bell Pepper, Cherry Pepper, Cone Pepper, Green
Pepper, Paprika, Sweet Pepper
Casimiroa edulis LLAVE & LEX. -- Matasano, White sapote
Catalpa longissima (JACQ.) DUM.-COURS. -- Spanish oak
Catharanthus roseus (L.) G. DON -- Madagascar Periwinkle, Rosy Periwinkle
Ceiba pentandra (L.) GAERTN. -- Kapok, Silk-Cotton Tree
Centaurea calcitrapa L. -- Star-Thistle
Centaurium erythraea RAFN. -- Centaury
Centella asiatica (L.) URBAN -- Gotu Kola, Pennywort
Chimaphila umbellata (L.) NUTT. -- King's Cure, Pipsissewa
Citrullus colocynthis -- Colocynth
Citrus limon (L.) BURMAN f. -- Lemon
Citrus paradisi MacFAD. -- Grapefruit
Citrus sinensis (L.) OSBECK -- Orange
Clematis vitalba L. -- Traveler's Joy
Cnicus benedictus L. -- Blessed Thistle
Coix lacryma-jobi L. -- Adlay, Adlay Millet, Job'S-Tears, Yi-Yi-Ren

225
Commelina benghalensis L. -- Benghal dayflower
Commiphora myrrha (NEES) ENGL. -- African Myrrh, Herabol Myrrh, Mirra
(Sp. It.), Myrrh, Myrrhe (Fr., Ger.), Somali Myrrh
Conyza canadensis (L.) CRONQ. -- Butterweed, Hogweed, Horseweed
Coriandrum sativum L. -- Chinese Parsley, Cilantro, Coriander
Corylus avellana L. -- Cobnut, English Filbert, European Filbert, European
Hazel, Hazel
Cucumis sativus L. -- Cucumber
Cucurbita pepo L. -- Pumpkin
Cuscuta reflexa ROXB. -- Amarbel
Cymbopogon citratus (DC. ex NEES) STAPF -- Lemongrass, West Indian
Lemongrass
Cymbopogon flexuosus (NEES ex STEUDEL) J. F. WATSON -- East Indian
Lemongrass
Cymbopogon parkeri STAPF -- Skhabar
Cynara cardunculus subsp. cardunculus -- Artichoke
Cytisus scoparius (L.) LINK. -- Scotch Broom
Daphne genkwa SIEB & ZUCC. -- Yuan Hua
Daphne mezereum L. -- Spurge Laurel, Spurge Olive
Daucus carota L. -- Carrot
Dendrobium nobile LINDL. -- Noble Dendrobium
Dictamnus albus L. -- Akgiritotu, Burning Bush, Dittany, Gas Plant, Gazelotu
Dodonaea viscosa (L.) JACQ. -- Hopwood
Echinacea spp -- Coneflower, Echinacea
Elaeagnus pungens THUNB. -- Thorny Silver Berry
Elettaria cardamomum (L.) MATON -- Cardamom
Eleutherococcus senticosus (RUPR. & MAXIM.) MAXIM. -- Ci wu jia (Pinyin),
Eleuthero Ginseng, Siberian Ginseng, Spiny Ginseng, Wu jia
Equisetum arvense L. -- Field Horsetail, Horsetail
Eucalyptus citriodora HOOK. -- Citron-Scented Gum, Lemon Eucalyptus,
Lemon-Scented Gum, Spotted Gum
Eupatorium odoratum L. -- Jack na bush
Euphorbia hirta L. -- Queensland Asthma Herb
Euphorbia lathyris L. -- Caper Spurge, Mole Plant
Euphorbia pulcherrima WILLD. -- Poinsettia
Euphorbia tirucalli L. -- Aveloz
Ficus carica L. -- Echte Feige (Ger.), Feigenbaum (Ger.), Fico (Ital.), Fig,
Figueira (Port.), Figuier Commun (Fr.), Higo (Sp.), Higuera Comun (Sp.)
Foeniculum vulgare MILLER -- Fennel

226
Fritillaria thunbergii MIQ. -- Bei-Mu, Fritillary
Fucus vesiculosus L. -- Bladderwrack, Kelp
Gardenia jasminoides J. ELLIS -- Cape Jasmine, Gardenia, Jasmin, Shan-Chih-
Tzu, Shan-Zhi-Zi, Zhi Zi
Gaultheria fragrantissima WALL. -- Indian Wintergreen
Glechoma hederacea L. -- Alehoof
Gossypium sp -- Cotton
Guarea rusbyi (BRITT.) RUSBY -- Cocillana
Guazuma ulmifolia LAM. -- Bay Cedar
Helianthus annuus L. -- Girasol, Sunflower
Helichrysum angustifolium DC. -- Everlasting, Immortelle
Heliotropium indicus (L.) R. BR. -- Indian Heliotrope
Hemidesmus indicus (L.) R. BR. -- Indian Sarsaparilla
Hibiscus sabdariffa L. -- Acedera de Guinea (Sp.), Indian Sorrel, Jamaica Sorrel,
Kharkadi, Malventee (Ger.), Red Sorrel, Rosa de Jamaica (Sp.), Rosella (Ger.),
Roselle, Sereni (Sp.), Sorrel
Holarrhena pubescens WALL. EX G. DON -- Conessi, Kurchi, Tellicherry Bark,
Zhi Xie Mu
Hordeum vulgare L. -- Barley, Barleygrass
Humulus lupulus L. -- Hops
Hyssopus officinalis L. -- Hyssop
Inula helenium L. -- Elecampane
Iris x germanica L. -- Orris
Jatropha curcas MIERS -- Physic Nut, Purging Nut
Jatropha gossypifolia L. -- Spanish Physic Nut
Juglans regia L. -- English Walnut
Juncus effusus L. -- Rush
Justicia adhatoda L. -- Malabar Nut
Justicia gendarussa BURM. -- Gandarussa
Kalanchoe pinnata (LAM.) PERS. -- Air Plant, Siempre Viva
Kalmia latifolia L. -- Calico Bush, Mountain Laurel, Spoonwood
Lactuca scariola L. -- Prickly Lettuce
Lactuca virosa L. -- Bitter Lettuce
Lantana camara L. -- Lantana, Wild Sage
Lawsonia inermis L. -- Henna, Jamaica-Mignonette, Mignonette, Mignonette
Tree
Lepidium sativum L. -- Garden Cress
Levisticum officinale KOCH -- Lovage
Linum usitatissimum L. -- Flax, Linseed

227
Liquidambar orientalis MILLER -- Oriental Storax, Oriental Styrax
Liquidambar styraciflua L. -- American Styrax, Sweetgum
Lycopersicon esculentum MILLER -- Tomato
Lythrum salicaria L. -- Purple Loosestrife
Magnolia kobus DC. -- Hsin-I, Xin-Yi
Marrubium vulgare L. -- Horehound, White Horehound
Medicago sativa subsp. sativa -- Alfalfa, Lucerne
Melia azedarach L. -- Chinaberry
Melilotus indica LAM. -- Small-Flowered Melilot
Melissa officinalis L. -- Balm, Bee Balm, Lemonbalm, Melissa
Mentha spicata L. -- Hortela da Folha Miuda, Spearmint
Mirabilis jalapa L. -- Four-o-clock
Momordica charantia L. -- Bitter Melon, Sorosi
Monarda citriodora CERV. EX LAGASCA -- Lemon Mint
Monarda didyma L. -- Beebalm, Oswego Tea
Moringa oleifera LAM. -- Ben Nut, Benzolive Tree, Drumstick Tree, Horseradish
Tree, Jacinto (Sp.), Moringa, West Indian Ben
Mucuna pruriens (L.) DC. -- Cowage, Velvetbean
Musa x paradisiaca L. -- Banana, Plantain
Nardostachys jatamansi DC. -- Indian Nard, Spikenard
Nerium oleander L. -- Oleander
Nicotiana tabacum L. -- Tobacco
Ocimum canum SIMS -- Hoary Basil
Ocimum gratissimum L. -- Agbo, Shrubby Basil
Ocimum sanctum L. -- Holy Basil, Tulsi
Ocimum suave WILLD. -- Kenyan Tree Basil
Ophiopogon japonicus KER-GAWL. -- Mai-Men-Dong, Mai-Men-Tung
Opuntia ficus-indica (L.) MILL. -- Indian Fig, Nopal, Nopalito, Prickly Pear
Origanum majorana L. -- Marjoram, Sweet Marjoram
Oryza sativa L. -- Rice
Pachira aquatica AUBL. -- Provision Tree
Paeonia lactiflora PALL. -- Bai Shao (Chinese), Chih-Shao, Common Garden
Peony, Peony, White Peony
Paeonia moutan -- Moutan, Tree Peony
Paeonia suffruticosa ANDREWS -- Moutan, Moutan Peony, Tree Peony
Panax ginseng C. A. MEYER -- Chinese Ginseng, Ginseng, Korean Ginseng,
Oriental Ginseng
Panax japonicus C.A.MEYER -- Japanese Ginseng

228
Panax notoginseng (BURKILL) HOO & TSENG -- Sanchi Ginseng
Panax quinquefolius L. -- American Ginseng, Ginseng
Persea americana MILLER -- Avocado
Petasites japonicus (SIEBOLD & ZUCC.) MAXIM. -- Butterbur
Phellodendron amurense RUPR. -- Amur Cork Tree, Huang Bai, Huang Po, Po
Mu
Phoenix dactylifera L. -- Date Palm
Phyllanthus emblica L. -- Emblic, Myrobalan
Physalis peruviana L. -- Cape Gooseberry, Ground Cherry
Physostigma venenosum BALF. -- Calabar Bean
Picrasma excelsa (SW.) PLANCHON -- Bitterwood, Jamaican Quassia
Pinellia ternata BREITENBACH -- Ban-Xia, Pan-Hsia
Pinus sylvestris L. -- Scotch Pine
Piscidia piscipula SARG. -- Jamaica Dogwood
Pistacia vera L. -- Pistachio
Pisum sativum L. -- Pea
Plantago asiatica L. -- Asian Plantain
Plantago psyllium L. -- Psyllium
Plumeria acutifolia POIR. -- Frangipani
Polypodium vulgare L. -- Common Polypody, Sweet Fern
Portulaca oleracea L. -- Purslane, Verdolaga
Prunus armeniaca L. -- Apricot
Prunus cerasus L. -- Sour Cherry
Prunus dulcis (MILLER) D. A. WEBB -- Almond
Prunus persica (L.) BATSCH -- Peach
Prunus spinosa L. -- Blackthorn, Sloe
Psidium guajava L. -- Guava
Pterocarpus santalinus L. f. -- Red Saunders
Ptychopetalum olacoides BENTH. -- Muira Puama
Punica granatum L. -- Granado (Sp.), Granatapfelbaum (Ger.),
Granatapfelstrauch (Ger.), Grenadier (Fr.), Mangrano (Sp.), Pomegranate,
Romanzeiro (Port.), Zakuro (Jap.)
Quassia amara L. -- Bitterwood, Quassia
Quercus alba L. -- White Oak
Quercus robur L. -- English Oak
Rehmannia glutinosa (GAERTN.) LIBOSCH. -- Chinese Foxglove
Rhododendron ponticum L. -- Pontic Alpenrose
Ricinus communis L. -- Castorbean

229
Robinia pseudoacacia L. -- Black Locust
Rosa damascena MILLER -- Damask Rose
Rosa gallica L. -- French Rose
Rosa multiflora THUNB. ex MURRAY -- Multiflora Rose
Rosmarinus officinalis L. -- Rosemary
Rubia cordifolia L. -- Madder
Ruellia tuberosa L.
Salvia sclarea L. -- Clary Sage
Salvia triloba L. -- Greek Sage
Sambucus canadensis L. -- American Elder, American Elderberry, Elderberry,
Sweet Elder
Sambucus nigra L. -- Black Elder, Elder, European Alder, European Elder,
European Elderberry
Sanguisorba minor SCOP. -- Small Burnet
Sansevieria trifasciata PRAIN -- African Bowstring Hemp, Snake Plant
Santalum album L. -- White Sandalwood
Sarcostemma acidum (ROXB.) VOIGT. -- Soma
Sassafras albidum (NUTT.) NEES -- Sassafras
Satureja hortensis L. -- Summer Savory
Saussurea lappa C. B. CLARKE -- Costus, Kuth
Schinus molle L. -- California Peppertree, Mastic-Tree, Peruvian Peppertree
Schinus terebinthifolius RADDI -- Brazilian Peppertree
Scutellaria baicalensis GEORGI -- Baikal Skullcap, Chinese Skullcap, Huang
Qin
Senna alata (L.) ROXB. -- Ringworm Bush
Sesamum indicum L. -- Ajonjoli (Sp.), Beni, Benneseed, Sesame, Sesamo (Sp.)
Siegesbeckia orientalis L. -- Hsi Chien, Saint Paul'Swort
Sinapis alba L. -- White Mustard
Sinomenium acutum (THUNB.) REHD. & WILS. -- Ching-Feng-Teng
Skimmia arborescens T. ANDERSON EX GAMBLE -- Skimmia
Smilax spp -- Sarsaparilla
Solanum dulcamara L. -- Bitter Nightshade, Bittersweet
Solanum nigrum L. -- Black Nightshade
Solanum tuberosum L. -- Potato
Sophora japonica L. -- Japanese Pagoda Tree
Sophora pachycarpa SCHRENK. -- Siberian Pachycarpa
Sorbus aucubaria L. -- Rowan Berry
Syzygium aromaticum (L.) MERR. & L. M. PERRY -- Clove, Clovetree

230
Tabebuia heptaphylla (VELL.) TOLEDO -- Pau D'Arco
Tagetes erecta L. -- Aztec Marigold, Marigold
Taraxacum officinale WEBER EX F. H. WIGG. -- Dandelion
Taxus baccata L. -- Common Yew
Tecoma stans (L.) HBK -- Yellow Elder
Tephrosia purpurea PERS. -- Purple Tephrosia, Wild Indigo
Teucrium chamaedrys L. -- Wall Germander
Teucrium polium L. -- Golden Germander
Teucrium scordium -- Water Germander
Theobroma cacao L. -- Cacao
Thespesia populnea (L.) SOLAND. -- Indian tulip tree
Thevetia peruviana (PERS.) K. SCHUM. -- Adelfa Amarilla (Sp.), Cabalonga
(Sp.), Chirca (Sp.), Loandro-Amarelo (Port.), Luckynut, Oleandre Jaune (Fr.),
Peruvian Yellow Oleander, Thevetie (Ger.), Yellow Oleander
Thuja occidentalis L. -- Arbor-Vitae, Northern White-Cedar
Tilia sp. -- Basswood, Lime, Linden
Tribulus terrestris L. -- Puncture-vine
Trichosanthes kirilowii L. -- Chinese Cucumber
Tridax procumbens L. -- Coatbuttons, Mexican daisy
Trifolium pratense L. -- Cowgrass, Peavine Clover, Purple Clover, Red Clover
Trigonella foenum-graecum L. -- Alholva (Sp.), Bockshornklee (Ger.),
Fenugreek, Greek Clover, Greek Hay
Turnera diffusa WILLD. EX SCHULT. -- Damiana
Ulex europaeus L. -- Gorse
Ulmus rubra MUHLENB. -- Red Elm, Slippery Elm
Urginea maritima L. -- European Squill
Vaccinium corymbosum L. -- Blueberry
Valeriana jatamansi JONES -- Indian Valerian
Valeriana officinalis L. -- Common Valerian, Garden-Heliotrope, Valerian
Veratrum album L. -- White Hellebore
Verbascum thapsus L. -- Flannelleaf, Flannelplant, Great Mullein, Mullein,
Velvetplant
Vernonia cinerea (L.) LESS. -- Purple fleabane
Viburnum opulus subsp. var. opulus -- Crampbark, European Cranberry Bush,
Guelder Rose, Snowballbush
Vinca minor L. -- Periwinkle, Running-Myrtle
Vitis vinifera L. -- European Grape, Grape, Grapevine, Parra (Sp.), Vid (Sp.),
Vigne Vinifere (Fr.), Weinrebe (Ger.), Wine Grape
Zingiber officinale ROSCOE -- Ginger

231
Zizyphus spina-christi (L.) WILLD. -- Syrian Christ-Thorn

Φυτά που περιέχουν σουλφυδο-ενώσεις

Allium sativum var. sativum L. -- Garlic


Allium cepa L. -- Onion, Shallot
Allium schoenoprasum L. -- Chives
Alliaria petiolata (BIEB.) CAVARA & GRANDE -- Garlic Mustard
Allium ampeloprasum L. -- Elephant Garlic, Kurrat

Φυτά που περιέχουν γλυκοσινολάτες-ισοθειοκυανάτες

Armoracia rusticana -- Horseradish


Brassica campestris -- Turnip
Brassica chinensis. – Pac choy
Brassica juncea -- Brown Mustard
Brassica napus -- Rape
Brassica nigra – Black Mustard
Brassica oleracea – Cabbage, cauliflower, broccoli, kale
Brassica pekinensis – Chinese Cabbage
Lepidium sativum – Garden Cress
Raphanus sativus - Radish
Sinapis alba - Mustard

Φυτά που περιέχουν καψαϊκίνη

Capsicum frutescens L. -- Cayenne, Chili, Hot Pepper, Red Chili, Spur Pepper,
Tabasco
Capsicum annuum L. -- Bell Pepper, Cherry Pepper, Cone Pepper, Green
Pepper, Paprika, Sweet Pepper
Zingiber officinale ROSCOE -- Ginger

Φυτά που περιέχουν πιπερίνη

Piper nigrum L. -- Black Pepper, Pepper, White Pepper

232
Φυτά που περιέχουν χλωροφύλλη

Turnera diffusa WILLD. EX SCHULT. -- Damiana


Ilex paraguariensis ST. HIL. -- Mate, Paraguay Tea, South American Holly
Rhizophora mangle L. -- Red Mangrove
Phoenix dactylifera L. -- Date Palm
Musa x paradisiaca L. -- Banana, Plantain
Lycopersicon esculentum MILLER -- Tomato
Malus domestica BORKH. -- Apple
Brassica oleracea var. botrytis l. var. botrytis L. -- Cauliflower
Daucus carota L. -- Carrot
Fucus vesiculosus L. -- Bladderwrack, Kelp
Glycine max (L.) MERR. -- Soybean
Hypericum perforatum L. -- Common St. Johnswort, Goatweed, Hypericum,
Klamath Weed, St. John's-wort
Portulaca oleracea L. -- Purslane, Verdolaga

Φυτά που περιέχουν ινουλίνη

Cichorium intybus L. -- Chicory, Succory, Witloof


Arctium lappa L. -- Burdock, Gobo, Great Burdock
Inula helenium L. -- Elecampane
Taraxacum officinale WEBER EX F. H. WIGG. -- Dandelion
Echinacea spp -- Coneflower, Echinacea
Saussurea lappa C. B. CLARKE -- Costus, Kuth
Arnica montana L. -- Leopard's-Bane, Mountain Tobacco
Artemisia vulgaris L. -- Mugwort
Punica granatum L. -- Granado (Sp.), Granatapfelbaum (Ger.),
Granatapfelstrauch (Ger.), Grenadier (Fr.), Mangrano (Sp.), Pomegranate,
Romanzeiro (Port.), Zakuro (Jap.)
Achillea millefolium L. -- Milfoil, Yarrow
Arnica montana L. -- Leopard's-Bane, Mountain Tobacco
Asparagus officinalis L. -- Asparagus
Calendula officinalis L. -- Calendula, Pot-Marigold
Centaurea calcitrapa L. -- Star-Thistle
Cichorium endivia L. -- Endive, Escarole
Cynara cardunculus subsp. cardunculus -- Artichoke

233
Gentiana lutea L. -- Gentian, Yellow Gentian
Helianthus tuberosus L. -- Jerusalem Artichoke
Lactuca scariola L. -- Prickly Lettuce
Menyanthes trifoliata L. -- Bog Myrtle, Bogbean, Buckbean, Marsh Clover,
Marsh Trefoil, Water Trefoil
Petasites japonicus (SIEBOLD & ZUCC.) MAXIM. -- Butterbur
Platycodon grandiflorum (JACQ.) A.DC. -- Balloon Flower, Chieh-Keng, Jie-
Geng
Solidago virgaurea L. -- European Goldenrod, Woundwort
Taraxacum mongolicum HAND.-MAZZ. -- Mongoloid Dandelion
Tragopogon porrifolius L. -- Salsify
Tussilago farfara L. -- Coltsfoot

Φυτά που περιέχουν φυτικό οξύ

Triticum aestivum L. -- Wheat


Cucurbita pepo L. -- Pumpkin
Vigna unguiculata subsp. sesquipedalis (L.) VERDC. -- Asparagus Bean, Pea
Bean, Yardlong Bean
Phaseolus vulgaris subsp. var. vulgaris -- Black Bean, Dwarf Bean, Field Bean,
Flageolet Bean, French Bean, Garden Bean, Green Bean, Haricot, Haricot Bean,
Haricot Vert, Kidney Bean, Navy Bean, Pop Bean, Popping Bean, Snap Bean,
String Bean, Wax Bean
Prunus dulcis (MILLER) D. A. WEBB -- Almond
Allium sativum var. sativum L. -- Garlic
Brassica oleracea var. botrytis l. var. botrytis L. -- Cauliflower
Glycine max (L.) MERR. -- Soybean
Helianthus annuus L. -- Girasol, Sunflower
Panicum maximum JACQ. -- Guinea grass
Pisum sativum L. -- Pea
Solanum tuberosum L. -- Potato

Φυτά που περιέχουν αραβινογαλακτάνες

Larix occidentalis - Larch


Althaea officinalis L. -- Marshmallow, White Mallow
Astragalus gummifer LABILL. -- Gum Tragacanth, Tragacanth
Echinacea spp -- Coneflower, Echinacea
Glycine max (L.) MERR. -- Soybean
Pinus mugo TURRA -- Dwarf Pine, Swiss Mountain Pine

234
Φυτά που περιέχουν γ-λινολενικό οξύ

Ribes nigrum L. -- Black Currant


Oenothera biennis L. -- Evening-Primrose
Daucus carota L. -- Carrot
Borago officinalis L. -- Beebread, Beeplant, Borage, Talewort
Humulus lupulus L. -- Hops
Ribes uva-crispa L. -- Gooseberry
Stellaria media (L.) VILLARS -- Chickweed, Common Chickweed
Valeriana officinalis L. -- Common Valerian, Garden-Heliotrope, Valerian

Φυτά που περιέχουν ουρσολικό οξύ

Salvia triloba L. -- Greek Sage


Nerium oleander L. -- Oleander
Rosmarinus officinalis L. -- Rosemary
Vinca minor L. -- Periwinkle, Running-Myrtle
Lavandula latifolia MEDIK. -- Aspic, Broad-Leaved Lavender, Spike Lavender
Thymus vulgaris L. -- Common Thyme, Garden Thyme, Thyme
Satureja montana L. -- Savory, Winter Savory
Vinca minor L. -- Periwinkle, Running-Myrtle
Prunus laurocerasus L. -- Cherry Laurel
Thymus serpyllum L. -- Creeping Thyme
Arctostaphylos uva-ursi (L.) SPRENGEL -- Bearberry, Uva Ursi
Vaccinium vitis-idaea var. minus LODD. -- Cowberry, Lingen, Lingonberry
Lavandula angustifolia MILLER -- English Lavender
Agrimonia eupatoria L. -- Agrimony, Sticklewort
Hyssopus officinalis L. -- Hyssop
Origanum vulgare L. -- Common Turkish Oregano, European Oregano,
Oregano, Pot Marjoram, Wild Marjoram, Wild Oregano
Vaccinium myrtillus L. -- Bilberry, Dwarf Bilberry, Whortleberry
Origanum majorana L. -- Marjoram, Sweet Marjoram
Ocimum basilicum L. -- Basil, Cuban Basil, Sweet Basil
Satureja hortensis L. -- Summer Savory
Teucrium scorodonia L. -- Germander, Wood Germander
Salvia officinalis L. -- Sage
Marrubium vulgare L. -- Horehound, White Horehound

235
Ocimum basilicum L. -- Basil, Cuban Basil, Sweet Basil
Satureja hortensis L. -- Summer Savory
Ocimum basilicum L. -- Basil, Cuban Basil, Sweet Basil
Thevetia peruviana (PERS.) K. SCHUM. -- Adelfa Amarilla (Sp.), Cabalonga
(Sp.), Chirca (Sp.), Loandro-Amarelo (Port.), Luckynut, Oleandre Jaune (Fr.),
Peruvian Yellow Oleander, Thevetie (Ger.), Yellow Oleander
Salvia officinalis L. -- Sage
Glechoma hederacea L. -- Alehoof
Ocimum basilicum L. -- Basil, Cuban Basil, Sweet Basil
Rosmarinus officinalis L. -- Rosemary
Arbutus unedo L. -- Arbutus, Strawberry Tree
Artocarpus heterophyllus LAM. -- Jackfruit
Catalpa bignonioides WALT. -- Indian bean
Catharanthus roseus (L.) G. DON -- Madagascar Periwinkle, Rosy Periwinkle
Chimaphila umbellata (L.) NUTT. -- King's Cure, Pipsissewa
Cornus florida L. -- American Dogwood
Cornus officinalis SIEB. & ZUCC. -- Chinese Dogwood
Crataegus cuneata SIEB. & ZUCC. -- Hawthorn
Crataegus laevigata (POIR.) DC -- English Hawthorn, Hawthorn, Whitethorn,
Woodland Hawthorn
Cryptostegia grandifolia R. BR. -- Rubber Vine
Elaeagnus pungens THUNB. -- Thorny Silver Berry
Eriobotrya japonica (THUNB.) LINDL. -- Loquat
Eucalyptus citriodora HOOK. -- Citron-Scented Gum, Lemon Eucalyptus,
Lemon-Scented Gum, Spotted Gum
Forsythia suspensa VAHL -- Lian-Jiao, Lien-Chiao
Gaultheria fragrantissima WALL. -- Indian Wintergreen
Helichrysum angustifolium DC. -- Everlasting, Immortelle
Humulus lupulus L. -- Hops
Ilex paraguariensis ST. HIL. -- Mate, Paraguay Tea, South American Holly
Leonurus cardiaca L. -- Motherwort
Ligustrum japonicum THUNB. -- Japanese Privet, Ligustri Fructus
Limonia acidissima L. -- Elephant Apple, Manzana De Elefante, Wood-Apple
Lycopus europeus L. -- European Bugle
Malus domestica BORKH. -- Apple
Melaleuca leucadendra (L.) L. -- Cajeput
Melissa officinalis L. -- Balm, Bee Balm, Lemonbalm, Melissa
Mentha spicata L. -- Hortela da Folha Miuda, Spearmint
Mentha x rotundifolia (L.) HUDSON -- Applemint

236
Monarda didyma L. -- Beebalm, Oswego Tea
Ocimum canum SIMS -- Hoary Basil
Plantago asiatica L. -- Asian Plantain
Plantago major L. -- Common Plantain
Plectranthus amboinicus (LOUR.) SPRENGEL -- Amboini Coleus, Country
Borage, Cuban Oregano, French Thyme, Indian Borage, Mexican Mint, Soup
Mint, Spanish Thyme
Prunella vulgaris L. -- Heal-All, Self-Heal
Prunus cerasus L. -- Sour Cherry
Prunus persica (L.) BATSCH -- Peach
Prunus serotina subsp. serotina -- Black Cherry, Wild Cherry
Psidium guajava L. -- Guava
Punica granatum L. -- Granado (Sp.), Granatapfelbaum (Ger.),
Granatapfelstrauch (Ger.), Grenadier (Fr.), Mangrano (Sp.), Pomegranate,
Romanzeiro (Port.), Zakuro (Jap.)
Pyrus communis L. -- Pear
Rhododendron dauricum L. -- Chinese Alpenrose
Rhododendron ferrugineum L. -- Rusty-Leaved Alpenrose
Rhododendron ponticum L. -- Pontic Alpenrose
Rubus fruticosus -- Blackberry
Salvia sclarea L. -- Clary Sage
Sambucus nigra L. -- Black Elder, Elder, European Alder, European Elder,
European Elderberry
Sanguisorba officinalis L. -- Greater Burnet
Sorbus aucubaria L. -- Rowan Berry
Syringa vulgaris L. -- Lilac
Teucrium chamaedrys L. -- Wall Germander
Teucrium polium L. -- Golden Germander
Teucrium scordium -- Water Germander
Uncaria tomentosa DC -- Cat's Claw, Garabato Amarillo, Una de Gato
Vaccinium corymbosum L. -- Blueberry
Vaccinium myrtillus L. -- Bilberry, Dwarf Bilberry, Whortleberry
Verbena officinalis L. -- Vervain
Viburnum opulus subsp. var. opulus -- Crampbark, European Cranberry Bush,
Guelder Rose, Snowballbush
Viburnum prunifolium L. -- Black Haw
Zizyphus jujuba MILL. -- Da-Zao, Jujube, Ta-Tsao

237
238

You might also like