17.04.2014 Views

συμπληρωματικο τευχος 1 - Νοσοκομείο Ευαγγελισμός

συμπληρωματικο τευχος 1 - Νοσοκομείο Ευαγγελισμός

συμπληρωματικο τευχος 1 - Νοσοκομείο Ευαγγελισμός

SHOW MORE
SHOW LESS

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ<br />

ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ<br />

ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ “Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ”<br />

ΕΤΟΣ ΙΔΡΥΣΕΩΣ: 1945<br />

ΤΟΜΟΣ 73<br />

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟ ΤΕΥΧΟΣ 1<br />

2011<br />

ΕΠΑΙΝΟΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ<br />

VOLUME 73<br />

SUPPLEMENT NUMBER 1<br />

2011<br />

ΠΡΑΚΤΙΚΑ<br />

16ου ΕΤΗΣΙΟΥ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟΥ<br />

ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ<br />

Γ.Ν.Α. “Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ”<br />

ΑΘΗΝΑ 21 - 25 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2011<br />

PROCEEDINGS<br />

16th ANNUAL SEMINAR<br />

OF CONTINUING MEDICAL EDUCATION<br />

OF EVANGELISMOS GENERAL HOSPITAL<br />

ATHENS 21 - 25 FEBRUARY 2011<br />

ΝΟSOKOMIAKA CHRONIKA<br />

Official publication of the Scientific Society<br />

of Evangelismos Hospital<br />

ΑΠΟ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ


Ένωση Επιστημονικού Προσωπικού Νοσοκομείου “Ο Ευαγγελισμός” (ΕΕΠΝΕ)<br />

16 0 ΕΤΗΣΙΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ<br />

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Γ . Ν . Α . “ Ο Ε ΥΑ Γ Γ Ε Λ Ι Σ Μ ΟΣ ”<br />

ΑΘΗΝΑ 21 - 25 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2011<br />

“Δώμα” Γ.Ν.Α. ¨Ο Ευαγγελισμός”<br />

ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ<br />

Χ. ΖΗΣΗΣ :Πρόεδρος<br />

Α. ΚΟΤΑΝΙΔΟΥ : Αντιπρόεδρος<br />

Θ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ : Μέλη<br />

Μ. ΒΑΣΛΑΜΑΤΖΗΣ<br />

Δ. ΚΑΡΑΚΑΛΟΣ<br />

Χ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΑΔΗ<br />

Μ. ΠΑΡΑΡΑ<br />

Γ. ΥΦΑΝΤΗ<br />

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ<br />

Μ. ΣΑΜΑΡΚΟΣ : Πρόεδρος<br />

Ν. ΒΙΑΖΗΣ : Μέλη<br />

Σ. ΓΙΓΑΝΤΕΣ<br />

Ι. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ<br />

Ν. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΑΚΗΣ<br />

Π. ΤΣΕΡΩΤΑΣ<br />

Α. ΤΣΙΡΟΓΙΑΝΝΗ<br />

ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ<br />

Α. ΝΤΕΛΑΚΗ : Πρόεδρος<br />

Θ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ : Μέλη<br />

Δ. ΕΞΑΡΧΟΣ<br />

Χ. ΖΗΣΗΣ<br />

Ι. ΚΑΚΚΑΣ<br />

Μ. ΣΧΙΝΑ<br />

Α. ΤΑΡΑΣΗ<br />

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ<br />

Μ. ΒΑΣΛΑΜΑΤΖΗΣ : Πρόεδρος<br />

Ν. ΧΑΡΧΑΛΑΚΗΣ : Αντιπρόεδρος<br />

Μέλη :<br />

Ν. ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ Σ. ΝΑΝΑΣ<br />

Δ. ΑΛΕΞΑΚΗΣ<br />

Ν. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ<br />

Κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ Κ. ΝΟΥΤΣΗΣ<br />

Δ. ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ<br />

Μ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΑΚΟΣ<br />

Θ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ<br />

Ν. ΠΑΠΑΔΟΓΕΩΡΓΑΚΗΣ<br />

Μ. ΑΡΓΥΡΙΟΥ<br />

Χ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΑΔΗ<br />

Ε. ΒΛΟΝΤΖΟΥ<br />

Μ. ΠΑΡΑΡΑ<br />

Ε. ΒΡΥΩΝΗΣ<br />

Ε. ΠΕΛΕΓΡΙΝΗΣ<br />

Ι. ΓΕΩΡΓΙΛΑΣ<br />

Κ. ΠΕΤΡΑΚΗ<br />

Δ. ΔΙΠΛΑΣ<br />

Π. ΠΙΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ<br />

M. ΕΛ-ΑΛΥ<br />

Σ. ΠΙΠΗΣ<br />

Χ. ΖΗΣΗΣ<br />

Κ. ΠΡΟΚΟΠΑΚΗ<br />

Σ. ΚΑΠΙΡΗΣ<br />

Δ. ΡΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ<br />

Δ. ΚΑΡΑΚΑΛΟΣ<br />

Χ. ΡΟΥΤΣΗ<br />

Δ. ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΗΣ Α. ΣΑΛΑΧΑΣ<br />

Σ. ΚΟΡΦΙΑΣ<br />

Α. ΣΙΔΕΡΗΣ<br />

Κ. ΚΟΤΣΙΦΑΣ<br />

Α. ΣΚΟΥΤΕΛΗΣ<br />

Λ. ΚΥΡΙΟΥ<br />

Ι. ΣΚΡΑΠΑΡΗ<br />

Δ. ΛΑΠΑΤΣΑΝΗΣ<br />

Χ. ΣΦΟΝΤΟΥΡΗΣ<br />

Δ. ΜΑΓΓΑΝΑΣ<br />

Γ. ΤΑΤΣΗΣ<br />

Δ. ΜΑΛΟΒΡΟΥΒΑΣ Γ. ΥΦΑΝΤΗ<br />

Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΗΣ<br />

Μ. ΦΑΜΕΛΗ<br />

Α. ΜΑΝΩΛΗΣ<br />

Μ. ΧΡΟΝΗ<br />

Μ. ΜΠΑΚΙΡΗ<br />

Α. ΨΑΡΡΑ<br />

Σ. ΜΠΕΝΑΚΗΣ


ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ<br />

ΕΝΩΣΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ Γ.Ν.Α.<br />

«Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», Υψηλάντου 45, 106 76 Αθήνα<br />

Τηλ.: 213 2041744, 213 2045102, Fax: 210 7253912<br />

e-mail: sseh@evaggelismos-hosp.gr<br />

site: www.sseh.gr<br />

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΝΩΣΕΩΣ ΕΠΙΣΤ/ΚΟΥ<br />

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ<br />

ΠΡΟΕΔΡΟΣ<br />

ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ Θεοφάνης<br />

ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ<br />

ΥΦΑΝΤΗ Γεωργία<br />

ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ<br />

ΒΑΣΛΑΜΑΤΖΗΣ Μιχάλης<br />

ΜΕΛΗ<br />

ΖΗΣΗΣ Χαράλαμπος<br />

ΚΑΡΑΚΑΛΟΣ Δημήτριος<br />

ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΑΔΗ Χρύσα<br />

ΠΑΡΑΡΑ Μυρσίνη<br />

ISSN 0369-5700<br />

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ<br />

ΒΑΣΛΑΜΑΤΖΗΣ Μιχαήλ<br />

ΑΝΑΠΛ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ<br />

ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ Θεοφάνης<br />

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ<br />

ΣΑΜΑΡΚΟΣ Μιχαήλ<br />

ΜΕΛΗ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ<br />

ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ Νεκτάριος<br />

ΒΙΑΖΗΣ Νικόλαος<br />

ΚΑΠΙΡΗΣ Στυλιανός<br />

ΚΑΡΑΚΑΣΗΣ Δημήτριος<br />

ΠΑΠΑΔΑΚΗ Θεοδώρα<br />

ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΑΔΗ Χρύσα<br />

ΠΑΡΑΡΑ Μυρσίνη<br />

ΣΚΥΛΑΚΑΚΗ Μαρία<br />

ΤΖΑΝΕΛΑ Μαρινέλλα<br />

ΕΚΤΥΠΩΣΗ<br />

EΘΝΙΚΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ<br />

Καποδιστρίου 34 - 10432 Αθήνα<br />

Τηλ. πληροφοριών: 2105279000<br />

Ετήσια συνδρομή εσωτερικού 30 €<br />

Εταιρείες - Οργανισμοί 50 €<br />

Συνδρομές εξωτερικού 40 €<br />

Φοιτητές 10 €<br />

Διεύθυνση υπεύθυνου σύμφωνα με το νόμο:<br />

Θεοφάνης Αποστόλου<br />

Θεραπευτήριο “Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ”<br />

ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ<br />

ΤΕΥΧΟΣ Α΄<br />

ΤΟΜΟΣ 73<br />

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟ ΤΕΥΧΟΣ 1<br />

2011<br />

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ<br />

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ<br />

ΠΥΡΕΤΟΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑΣ<br />

Συντονίστρια: Ε. Σιούλα<br />

Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στον ανοσοεπαρκή ασθενή<br />

Ι. Σκράπαρη_________________________________________________________7-12<br />

Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στον ανοσοκατασταλµένο ασθενή<br />

Ε. Χαριτάτος______________________________________________________13-22<br />

Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στα νοσήµατα του κολαγόνου<br />

Ν. Βαλλιάνου, Ε Χαριτάτος________________________________________ 23-30<br />

Πυρετός αγνώστου αιτιολογίας ως συνοδό σύµπτωµα σε ασθενείς µε<br />

κακοήθη νεοπλάσµατα<br />

Χ. Ζουµπλιός_____________________________________________________31-36<br />

ΔΙΑΛΕΞΗ<br />

ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΠΥΡΕΤΙΚΑ ΣΥΝΔΡΟΜΑ: ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΠΕΛΑΣΗ -<br />

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ<br />

Πρόεδρος: Χ. Σφοντούρης - Εισαγωγή ________________________________ 37<br />

Οµιλητής: Γ. Κατσίκας____________________________________________ 38-48<br />

ΔΙΑΛΕΞΗ<br />

ΔΙΑΙΤΑ, ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΖΩΗΣ ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΕΣ<br />

ΜΕ ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ<br />

Πρόεδρος: Α. Ντελάκη<br />

Οµιλητής: Μ. Βασλαµατζής________________________________________ 49-67<br />

ΔΙΑΛΕΞΗ<br />

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΨΥΧΑΓΩΓΙΑΣ ΣΕ<br />

ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥΣ<br />

Πρόεδρος: Μ. Μόσχου-Παραρά<br />

Οµιλήτρια: Κ. Προκοπάκη ________________________________________ 68-87<br />

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ<br />

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΑΣΘΕΝΩΝ 3ης ΗΛΙΚΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ<br />

Συντονιστής: Ε. Διαµαντόπουλος<br />

Εισαγωγή-Επιδηµιολογικά και κοινωνικο-οικονοµικά δεδοµένα<br />

Ε. Διαµαντόπουλος_______________________________________________ 88-90<br />

Ιατρική φροντίδα ατόµων 3ης ηλικίας στην πρωτοβάθµια περίθαλψη<br />

Γ. Μαρακοµιχελάκης_______________________________________________91-96<br />

Κλινική αντιµετώπιση γηριατρικών ασθενών<br />

Β. Σεβαστιανός__________________________________________________97-107<br />

Ιδιαιτερότητες στην αντιµετώπιση των καρδιαγγειακών επιπλοκών<br />

Δ. Μανωλάτος__________________________________________________ 108-114


Νεοπλασµατικά νοσήµατα στην 3η ηλικία<br />

Ν. Αλεβιζόπουλος_________________________________________________________________________________________ 115-127<br />

Στρατηγικές συνταγογράφησης<br />

Ν. Αρβανιτάκης_____________________________________________________________________________________________________128-135<br />

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ<br />

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΑΣΘΕΝΩΝ 3ης ΗΛΙΚΙΑΣ ΣΤΗ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ<br />

Συντονιστής: Θ. Μαυροµάτης<br />

Αντιµετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας στην Ορθοπαιδική<br />

Μ. Τζουρµπάκης, I. Σπανός __________________________________________________________________________________________ 136-141<br />

Αντιµετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας µε ουρολογικά προβλήµατα<br />

Ι. Ξωξάκος, Δ. Κοντοθανάσης ________________________________________________________________________________________ 142-161<br />

Αντιµετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας µε παθήσεις του πεπτικού συστήµατος<br />

Σ. Καπίρης _________________________________________________________________________________________________________162-167<br />

Αντιµετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας µε χειρουργικές παθήσεις θώρακος-πνευµόνων<br />

Κ. Αθανασιάδη _____________________________________________________________________________________________________168-176<br />

Αντιµετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας µε καρδιοχειρουργικά προβλήµατα<br />

Π. Δεδεηλίας _______________________________________________________________________________________________________177-186<br />

ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΘΕΜΑ<br />

ΔΥΣΜΕΝΕΙΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΜΗ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΣΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ<br />

Συντονιστής: Α. Σιδέρης ____________________________________________________________________________________________ 187-190<br />

Προαρρυθµική δράση µη καρδιολογικών φαρµάκων<br />

Κ. Λέτσας _________________________________________________________________________________________________________ 191-192<br />

Αντιδιαβητικά, NSAIDs, αναβολικά στεροειδή, PPIs, βότανα<br />

Ι. Χαβελές, Α. Σιδέρης _______________________________________________________________________________________________193-201<br />

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ:<br />

ΑΣΠΙΡΙΝΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΑΝΤΙΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΑΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΓΕΝΗ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΩΝ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΩΝ<br />

ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ»<br />

Συντονιστής: Γ. Μουσούλης - Εισαγωγή______________________________________________________________________________202-203<br />

Υπέρ: Θ. Κοντοπούλου ____________________________________________________________________________________________ 204-218<br />

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ:<br />

Η ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ ΑΠΟ ΚΛΙΝΙΚΗ, ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ<br />

Συντονιστής: Χ. Βασιλόπουλος<br />

Η οζώδης θυρεοειδική νόσος<br />

Α. Κωλέττη, Γ. Ιωαννίδης ___________________________________________________________________________________________ 219-226<br />

Αυτοανοσία και θυρεοειδής<br />

Κ. Χαντζιάρα, Μ. Τζανέλα __________________________________________________________________________________________ 227-239<br />

Προβλήµατα στη διάγνωση- Εργαστηριακή διερεύνηση<br />

Ρ. Τόκου __________________________________________________________________________________________________________ 240-247<br />

ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΘΕΜΑ<br />

ΚΟΛΠΙΚΗ ΜΑΡΜΑΡΥΓΗ: Η ΣΥΧΝΟΤΕΡΗ ΑΡΡΥΘΜΙΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ<br />

Συντονιστής: Α. Μανώλης<br />

Νεότερα αντιαρρυθµικά φάρµακα<br />

Κ. Κάππος, Ξ. Κωνσταντίνου _______________________________________________________________________________________ 248-249<br />

Νεότερα αντιθροµβωτικά/αντιπηκτικά φάρµακα<br />

Ι. Χαβελές, Α. Μανώλης ____________________________________________________________________________________________ 250-251


ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΘΕΜΑ<br />

ΟΙ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ-ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΜΑΓΝΗΤΙΚΗΣ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ, ΤΗΣ ΑΞΟΝΙΚΗΣ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />

ΚΑΡΔΙΑΣ-ΣΤΕΦΑΝΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ STRESS SPECT<br />

Συντονιστές: Ι. Δατσέρης - Η. Σιώρας<br />

Μαγνητική Τοµογραφία Καρδιάς<br />

Θ. Κρατηµένος ____________________________________________________________________________________________________ 252-260<br />

Αξονική Τοµογραφία Καρδιάς-Στεφανιογραφία<br />

Δ. Έξαρχος, Ε. Κυρατζή, Α. Σοφρωνάς _______________________________________________________________________________ 261-266<br />

Σπινθηρογραφικές τεχνικές στον έλεγχο της βιωσιµότητας του µυοκαρδίου<br />

Φ. Ροντογιάννη ____________________________________________________________________________________________________ 267-271


ΠΡΟΛΟΓΟΣ<br />

Η Ένωση Επιστημονικού Προσωπικού του Νοσοκομείου «ο Ευαγγελισμός» με ιδιαίτερη τιμή και χαρά σας<br />

υποδέχεται στο 16ο Ετήσιο Σεμινάριό της που πραγματοποιείται, όπως πάντα τα τελευταία χρόνια στο<br />

«Δώμα» από 21 έως 25 Φεβρουαρίου 2011.<br />

Παρά τα σημαντικά προβλήματα που βιώνουμε πλέον καθημερινά στον τόπο μας και στην εργασία μας,<br />

νομίζουμε ότι περισσότερο από ποτέ, σήμερα, έχουμε ανάγκη την ανάταση και την αισιοδοξία που μπορεί να<br />

προσφέρει μια εκδήλωση που σκοπό έχει την αναβάθμιση της εκπαίδευσής μας και την επικοινωνία μεταξύ<br />

μας. Όπως γνωρίζετε, έργο της Ένωσης μας είναι να συνεχίσει την προσπάθεια για σύγχρονη και αξιόπιστη<br />

Ιατρική Εκπαίδευση για όλα τα μέλη της αλλά και πέραν αυτών. Γι αυτόν τον λόγο, επιμένει και φέτος στην<br />

διοργάνωση του καθιερωμένου και επιτυχημένου πλέον Σεμιναρίου της που απευθύνεται σε όλους τους<br />

Επιστήμονες Υγείας. Είναι βέβαιο, όπως πάντα, ότι οι έμπειροι εισηγητές και συντονιστές των θεμάτων του<br />

Σεμιναρίου θα ανταποκριθούν στις υψηλές απαιτήσεις του ακροατηρίου, τα δε κείμενα των εισηγήσεων που<br />

περιλαμβάνονται στα Πρακτικά του Σεμιναρίου θα αποτελέσουν ένα σημαντικό και ουσιαστικό βοήθημα στη<br />

προσπάθεια κατανόησης των νεότερων εξελίξεων σε διάφορους τομείς της Ιατρικής.<br />

Η Ε.Ε.Π.Ν.Ε θα ήθελε να σας ενημερώσει ότι κάποιοι εκ των ομιλητών του Σεμιναρίου έχουν υποβάλει<br />

το γραπτό κείμενο της ομιλίας τους, προς δημοσίευση, στο ξενόγλωσσο περιοδικό “Hospital Chronicles” που<br />

εκδίδει η Επιστημονική Ένωση του Νοσοκομείου (Website: www.hospitalchronicles.gr).<br />

Το Διοικητικό Συμβούλιο ευχαριστεί θερμά την Επιστημονική Επιτροπή και ιδιαίτερα τον Πρόεδρο και<br />

Αντιπρόεδρό της, κ. Μ. Μ. Βασλαματζή και κ. Ν. Χαρχαλάκη αντίστοιχα για την επιτυχή επιλογή των θεμάτων<br />

και την κατάρτιση του προγράμματος, την Οργανωτική Επιτροπή και τον Πρόεδρο και Αντιπρόεδρό της<br />

αντίστοιχα, κ. Χ. Ζήση και κ. Α. Κοτανίδου. Ευχαριστεί επίσης την Εκτελεστική και Εκδοτική Γραμματεία για<br />

την αξιοσημείωτη προσφορά τους στο έργο που τους ανατέθηκε και ιδιαίτερα τους Προέδρους κ.κ. Μ.<br />

Σαμαράκος και Α. Ντελάκη. Ευχαριστεί ακόμη όλους τους συμμετέχοντες εισηγητές, προέδρους, συντονιστές<br />

των θεμάτων, τόσο για την πρόθυμη συμμετοχή τους όσο και για τη συνέπεια με την οποία ανταποκρίθηκαν<br />

στην πρόσκλησή μας.<br />

Ευχαριστίες αποδίδονται και στην κ. Αικ. Παπαμαλή για την γραμματειακή της υποστήριξη και κάλυψη.<br />

Επίσης ένα μεγάλο ευχαριστώ ανήκει και στις χορηγούς Εταιρείες: ROCHE, DEMO, ΦΑΡΜΑΣΕΡΒ ΛΙΛΛΥ,<br />

GENESIS PHARMA, NOVARTIS, ΑΒΒΟΤΤ, DIOPHAR, ΕΝΟΡΑΣΙΣ, NYCOMED, PFIZER, SANOFI-AVENTIS, ELPEN,<br />

GENZYME, KAI ASTRAZENECA με την πολύτιμη βοήθεια των οποίων πραγματοποιείται και φέτος το Σεμινάριο<br />

και η έκδοση των Πρακτικών του.<br />

Ελπίζοντας ότι και αυτή τη χρονιά το Σεμινάριο θα ανταποκριθεί στις προσδοκίες σας, ευχαριστούμε για<br />

την συμμετοχή σας και περιμένουμε προτάσεις για ανανέωση του εργασιών του Σεμιναρίου<br />

Με εκτίμηση<br />

Δρ. Θεοφάνης Αποστόλου<br />

Πρόεδρος<br />

του Δ.Σ. της Ε.Ε.Π.Ν.Ε.<br />

Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»


ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ<br />

ΠΥΡΕΤΟΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑΣ<br />

Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στον ανοσοεπαρκή ασθενή<br />

Ι Σκράπαρη<br />

Επιμελήτρια Β’, Α’ Παθολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

SKRAPARI I. Fever of unknown origin in the immunocompetent patient. Fever of unknown origin was defined<br />

as temperatures of >38.3°C, with duration of >3 weeks, and failure to reach a diagnosis despite 1 week of inpatient<br />

investigation. Three general categories of illness account for the majority of fever of unknown origin cases: infections<br />

(most commonly tuberculosis and abscesses), connective tissue diseases (most commonly Still’s disease and giant cell<br />

arteritis) and malignancy (most commonly lymphoma, especially non-Hodgkin’s, leukemia, renal cell carcinoma, and<br />

hepatocellular carcinoma or other tumors metastatic to the liver). There are many less common causes of FUO as<br />

thyreoiditis, drug fever, hereditary periodic fever syndromes, disordered heat homeostasis, alcoholic hepatitis. Diagnostic<br />

workup is mainly determined by clues of patient’s history, localizing symptoms and physical examination. Νοsokomiaka<br />

Chronika, 73, Supplement 7-12, 2011.<br />

Key words: fever of unknown origin, aetiology, diagnostic workup<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Ως πυρετός αγνώστου αιτιολογίας ορίζεται: πυρετός υψηλότερος από 38,3 ΊC που διαρκεί περισσότερο από<br />

τρείς εβδομάδες και παραμένει χωρίς διάγνωση μετά από μια εβδομάδα νοσηλείας. Τρεις κατηγορίες νοσημάτων<br />

ευθύνονται για την πλειονότητα των περιπτώσεων του πυρετού αγνώστου αιτιολογίας: λοιμώξεις (συχνότερα η<br />

φυματώση και τα αποστήματα), νοσήματα του συνδετικού ιστού (συχνότερα νόσος Still και κροταφική αρτηρίτιδα),<br />

κακοήθη νοσήματα (συχνότερα το λέμφωμα, η λευχαιμία, ο καρκίνος του νεφρού, το ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα).<br />

Λιγότερο συχνές αιτίες πυρετού αγνώστου αιτιολογίας είναι η θυρεοειδίτιδα, ο φαρμακευτικός πυρετός, ορισμένα<br />

σπάνια περιοδικά σύνδρομα, η αλκοολική ηπατίτιδα, διαταραχές θερμορύθμισης. Η διερεύνηση του πυρετού<br />

αγνώστου αιτιολογίας κατευθύνεται κυρίως από το ιστορικό, τα συμπτώματα και τα κλινικά ευρήματα σε κάθε<br />

ασθενή. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 7-12, 2011.<br />

Λέξεις κλειδιά: πυρετός αγνώστου αιτιολογίας, αιτίες, διερεύνηση<br />

ΟρισμOς<br />

Ως πυρετός αγνώστου αιτιολογίας ορίζεται:<br />

• Πυρετός υψηλότερος από 38,3 ΊC σε πολλαπλές<br />

μετρήσεις<br />

• Διάρκεια του πυρετού για τουλάχιστον τρεις<br />

εβδομάδες<br />

• Απουσία διάγνωσης μετά από μια εβδομάδα<br />

νοσηλείας<br />

Ο ορισμός αυτός διατυπώθηκε από τους Petersdorf<br />

and Beeson το 1961 (1) και ίσχυσε για περισσότερο από<br />

30 χρόνια. Έκτοτε έχουν προταθεί τροποποιήσεις<br />

στον ορισμό που αφορούν την παράλειψη της προϋπόθεσης<br />

της ενδονοσοκομειακής διερεύνησης. Έκτος<br />

από την εβδομαδιαία νοσηλεία στον καινούριο ορισμό<br />

του πυρετού αγνώστου αιτιολογίας εμπίπτουν και οι<br />

περιπτώσεις της εκτός του νοσοκομείου διερεύνησης<br />

(με τρεις τουλάχιστον επισκέψεις σε τακτικό ιατρείο) ή<br />

3ήμερη μόνο νοσηλεία χωρίς να αποκαλυφθεί η αιτία<br />

του πυρετού (2,3). Επίσης έχει επικρατήσει η κατηγοριοποίηση<br />

του πυρετού αγνώστου αιτιολογίας στις εξής<br />

επιμέρους κατηγορίες (3):


Πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στον ανοσοεπαρκή ασθενή<br />

• Κλασικός πυρετός αγνώστου αιτιολογίας<br />

• Νοσοκομειακός πυρετός αγνώστου αιτιολογίας<br />

• Ουδετεροπενικός πυρετός αγνώστου αιτιολογίας<br />

• Πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στη HIV λοίμωξη<br />

Η διερεύνηση που πρέπει να έχει διενεργηθεί για<br />

να χαρακτηρισθεί ένας πυρετός αγνώστου αιτιολογίας<br />

περιλαμβάνει:<br />

• Ιστορικό<br />

• Κλινική εξέταση<br />

• Γενική εξέταση αίματος<br />

• Καλλιέργειες αίματος (τουλάχιστον τρεις από<br />

διαφορετικές φλεβοκεντήσεις που έχουν ληφθεί<br />

μακράν της χορηγήσης αντιβιοτικών)<br />

• Συνήθης βιοχημικός έλεγχος, συμπεριλαμβανομένων<br />

ηπατικών ενζύμων και χολερυθρίνης<br />

• Δείκτες ηπατίτιδας<br />

• Γενική ούρων<br />

• Καλλιέργεια ούρων<br />

• Ακτινογραφία θώρακος<br />

Τo ιστορικό, τα συμπτώματα και η κλινική εξέταση<br />

καθοδηγούν τον περαιτέρω διαγνωστικό έλεγχο ( πχ<br />

απεικονιστικές εξετάσεις ή βιοψίες).<br />

ΑιτIες<br />

Τρεις κυρίως κατηγορίες νοσημάτων ευθύνονται<br />

για την εκδήλωση πυρετού αγνώστου αιτιολογίας (4):<br />

• Λοιμώδη νοσήματα<br />

• Νεοπλασίες<br />

• Νοσήματα του κολλαγόνου<br />

Ο πραγματικός πυρετός αγνώστου αιτιολογίας είναι<br />

ασυνήθης. Εντούτοις, κατά τη διάρκεια των τεσσάρων<br />

τελευταίων δεκαετιών έχει σημειωθεί αύξηση του<br />

ποσοστού των πυρετών που τελικά χαρακτηρίζονται<br />

αγνώστου αιτιολογίας. Όπως φαίνεται από μια σχετικά<br />

πρόσφατη μελέτη (5), σε 2800 ασθενείς που νοσηλεύθηκαν<br />

κατά τη διάρκεια 2 ετών μόνο σε 73 ασθενείς<br />

ετέθη η διάγνωση του πυρετού αγνώστου αιτιολογίας.<br />

Στην ίδια μελέτη διαπιστώθηκε η ακόλουθη κατανομή<br />

τελικής διάγνωσης στους ασθενείς αυτούς:<br />

• Νοσήματα του κολλαγόνου— 22 %<br />

• Λοιμώξεις— 16 %<br />

• Κακοήθη νοσήματα— 7 %<br />

• Διάφορα άλλα— 4 %<br />

• Χωρίς διάγνωση— 51 %<br />

Η κατανομή των ποσοστών στα νοσήματα που<br />

ευθύνονται για την εκδήλωση πυρετού αγνώστου αιτιολογίας<br />

έχει μεταβληθεί σημαντικά τις τελευταίες<br />

δεκαετίες. Αυτό οφείλεται στην εξέλιξη των διαγνωστικών<br />

τεχνικών (5,6). Π.χ. η λοιμώδης ενδοκαρδίτιδα<br />

που παλαιότερα αποτελούσε συχνή αιτία πυρετού<br />

αγνώστου αιτιολογίας, σήμερα είναι λιγότερο συχνή<br />

λόγω της έγκαιρης διάγνωσης με τις εξελιγμένες τεχνικές<br />

καλλιέργειας και απομόνωσης μικροβίων. Επίσης<br />

σύγχρονες ανοσολογικές δοκιμασίες οδηγούν στην<br />

ακριβέστερη ανίχνευση νοσημάτων του κολλαγόνου. Η<br />

αξονική τομογραφία και η δυνατότητα λήψης βιοψιών<br />

δια λεπτής βελόνης αποκαλύπτει περιπτώσεις νεοπλασιών,<br />

αποστημάτων ή και εξωπνευμονικής φυματίωσης<br />

που παλαιότερα απαιτούσαν ερευνητική λαπαροτομή<br />

για να διαγνωσθούν. Η ένταξη στην κλινική<br />

πράξη τεχνικών όπως η PCR και το PET scan έχουν<br />

οδηγήσει σε περαιτέρω μεταβολή των ποσοστών των<br />

τελικών διαγνώσεων στον πυρετό αγνώστου αιτιολογίας.<br />

Συχνά όμως οι σύγχρονες πρακτικές, όπως<br />

η πρώιμη χρήση αντιβιοτικών μπορεί να παρεμποδίσουν<br />

τη διάγνωση ή να οδηγήσουν σε περιπτώσεις<br />

φαρμακευτικού πυρετού.<br />

Οι αιτίες το πυρετού αγνώστου αιτιολογίας ποικίλουν<br />

ανάλογα με την ηλικία. Για παράδειγμα σε ηλικίες<br />

άνω των 65 τα ρευματικά νοσήματα, οι αγγειίτιδες<br />

(όπως γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα ή ρευματική<br />

πολυμυαλγία), η σαρκοείδωση, ευθύνονται για το 31%<br />

των περιπτώσεων (7), οι λοιμώξεις για το 25%, τα νεοπλάσματα<br />

για το 12%.<br />

Ο υποπληθυσμός στον οποίο ανήκει ο ασθενής με<br />

πυρετό αγνώστου αιτιολογίας καθώς και το ταξιδιωτικό<br />

ιστορικό έχουν ιδιαίτερη σημασία (8). Παρατεινόμενα<br />

εμπύρετα στις αναπτυσσόμενες χώρες συμπεριλαμβάνουν<br />

λοιμώξεις όπως φυματίωση, τυφοειδής<br />

πυρετός, αμοιβαδικά αποστήματα. Με τις μετακινήσεις<br />

των πληθυσμών επανεμφανίζονται λοιμώξεις<br />

οι οποίες παλαιότερα θεωρούνταν ότι παρουσίαζαν<br />

περιορισμένη γεωγραφική κατανομή όπως: ελονοσία,<br />

φιλαρίαση, σχιστοσωμίαση ή πυρετός Lassa. Λοιμώδη<br />

νοσήματα που ενδημούν στο εξωτερικό πιθανόν να<br />

παρουσιάζουν παρατεταμένη λανθάνουσα περίοδο<br />

(ίσως και μηνών) μέχρι να γίνουν κλινικά έκδηλα (8).<br />

Επιπλέον ασθενείς που ταξιδεύουν σε χώρες όπου ενδημούν<br />

συγκεκριμένα νοσήματα είναι περισσότερο ευπαθείς<br />

σε σχέση με τους μόνιμους κατοίκους οι οποίοι<br />

έχουν αναπτύξει μια σχετική ανοσία.<br />

Οι λοιμώξεις ως υπόστρωμα του πυρετού<br />

αγνώστου αιτιολογίας<br />

Φυματίωση: Μια από τις πιο συνήθεις λοιμώδεις<br />

αιτίες πυρετού αγνώστου αιτιολογίας, είναι η φυματίωση<br />

(8). Περιπτώσεις φυματίωσης που διαλάθουν


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011<br />

<br />

έγκαιρης διάγνωσης είναι η εξωπνευμονική φυματίωση,<br />

η κεγχροειδής φυματίωση ή πνευμονική φυματίωση<br />

σε ασθενή με σημαντικές αλλοιώσεις από προϋπάρχουσα<br />

νόσο των πνευμόνων. Η φυματίωση έχει<br />

υψηλή θνητότητα εάν παραμείνει αδιάγνωστη. Για το<br />

λόγο αυτό απαιτείται ενδελεχής διερεύνηση του ενδεχομένου<br />

της φυματίωσης στον πυρετό αγνώστου<br />

αιτιολογίας. Σύμφωνα με στοιχεία από μια πρόσφατη<br />

ανασκόπηση η δερμοαντίδραση Mantoux είναι θετική<br />

σε λιγότερους από το 50% των ασθενών με φυματίωση<br />

που παρουσιάζονται με πυρετό αγνώστου αιτιολογίας-<br />

πιθανόν λόγω ανέργειας. Τα δείγματα πτυέλων<br />

είναι θετικά στο 25% των περιπτώσεων (9). Για<br />

το λόγω αυτό η πλήρης διερεύνηση για φυματίωση<br />

απαιτεί τη βιοψία λεμφαδένων, μυελού ή ήπατος. Η<br />

ανίχνευση του M. tuberculosis στο αίμα απαιτεί καλλιέργειες<br />

σε ειδικά υλικά (BACTEC) ή τεχνική PCR που<br />

είναι περισσότερο ευαίσθητη και ειδική.<br />

Αποστήματα: Τα αποστήματα αποτελούν συχνό<br />

υπόστρωμα εκδήλωσης πυρετού αγνώστου αιτιολογίας<br />

(9). Αποστήματα της κοιλίας ή της πυέλου μπορεί να<br />

διαλάθουν της αρχικής διερεύνησης. Η κίρρωση, ο σακχαρώδης<br />

διαβήτης, πρόσφατο χειρουργείο, η λήψη στεροειδών<br />

ή άλλων ανοσοκατασταλτικών προδιαθέτουν<br />

στη δημιουργία αποστημάτων. Επίσης περιχαρακωμένη<br />

ρήξη σκωληκοειδούς ή εκκοπλπώματος είναι δυνατόν να<br />

οδηγήσουν στο σχηματισμό ενδοκοιλιακού αποστήματος.<br />

Ενδοκοιλιακά αποστήματα είναι δυνατόν να εντοπίζονται<br />

στον υποδιαφραγματικό χώρο, στο χώρο του<br />

Douglas, στην πύελο, ή οπισθοπεριτοναϊκά. Τα ηπατικά<br />

αποστήματα συνήθως αποτελούν συνέπεια λοίμωξης<br />

των χοληφόρων ή σκωληκοειδίτιδας ή εκκολπωματίτιδας.<br />

Τα αμοιβαδικά αποστήματα συνοδεύονται στο<br />

95%των περιπτώσεων από θετικό τίτλο αντισωμάτων<br />

για αμοιβάδα. Τα σπληνικά αποστήματα δημιουργούνται<br />

κυρίως μέσω αιματογενούς διασποράς, ιδιαίτερα<br />

από σηπτικά έμβολα στα πλαίσια ενδοκαρδίτιδας. Τα<br />

περινεφρικά ή νεφρικά αποστήματα συνήθως αποτελούν<br />

επιπλοκή προϋπάρχουσας λοίμωξης του ουροποιητικού.<br />

Είναι δυνατόν σε περιπτώσεις περινεφρικού<br />

ή νεφρικού αποστήματος οι καλλιέργειες ούρων να<br />

είναι αρνητικές. Τα οδοντικά αποστήματα αποτελούν<br />

σπάνια αιτία πυρετού αγνώστου αιτιολογίας.<br />

Οστεομυελίτιδα: Ορισμένες περιπτώσεις οστεομυελίτιδας<br />

δεν δίδουν τα συνήθη, σαφή συμπτώματα,<br />

όπως π.χ. η οστεομυελίτιδα της γνάθου. Στις περιπτώσεις<br />

αυτές η λοίμωξη μπορεί να εκδηλωθεί ως πυρετός<br />

αγνώστου αιτιολογίας (9). Για το λόγο αυτό το<br />

ενδεχόμενο της οστεομυελίτιδας στον πυρετό αγνώστου<br />

αιτιολογίας πρέπει να διερευνάται (π.χ. με χρήση<br />

σπινθηρογραφήματος οστών) παρά την απουσία<br />

χαρακτηριστικών συμπτωμάτων.<br />

Βακτηριακή ενδοκαρδίτιδα: Στο 2-5% των περιπτώσεων<br />

βακτηριακής ενδοκαρδίτιδας οι καλλιέργειες<br />

αίματος είναι αρνητικές, ιδιαίτερα όταν έχει προηγηθεί<br />

ή χορήγηση αντιβιοτικών (10). Οι καλλιέργειες αποβαίνουν<br />

αρνητικές και σε περιπτώσεις δύσκολα καλλιεργούμενων<br />

μικροοργανισμών όπως:<br />

• Η βρουκέλλα, το μυκόπλασμα, τα χλαμύδια, η<br />

λεγκιονέλλα, η μπαρτονέλλα που καλλιεργούνται<br />

σε ειδικά υλικά με ειδικές μεθόδους.<br />

• Η Coxiella burnetii (πυρετός Q) και το Tropheryma<br />

whipplei (νόσος του Whipple) που σε ορισμένες<br />

περιπτώσεις προκαλούν ενδοκαρδίτιδα αλλά<br />

αναπτύσσονται μόνο σε κυτταρικά υλικά.<br />

• Οι οργανισμοί HACEK δηλ. Haemophilus spp.,<br />

Actinobacillus, Cardiobacterium, Eikenella, and<br />

Kingella είναι βραδέως αναπτυσσόμενοι μικροοργανισμοί<br />

που η καλλιέργειά τους απαιτεί<br />

επώαση 7-21 ημερών.<br />

Οι περιφερικές εκδηλώσεις της ενδοκαρδίτιδας<br />

σπανίως εκδηλώνονται σε περιπτώσεις υποξείας ενδοκαρδίτιδας.<br />

Στους χρήστες ενδοφλεβίων ουσιών η<br />

ενδοκαρδίτιδα εντοπίζεται συχνά στις δεξιές κοιλότητες<br />

και δεν συνοδεύεται από φύσημα. Για το λόγο<br />

αυτό στη διερεύνηση του πυρετού αγνώστου αιτιολογίας<br />

είναι απαραίτητο το διοισοφάγειο υπερηχογράφημα.<br />

Το διοισοφάγειο υπερηχογράφημα είναι θετικό<br />

σε 90% των περιπτώσεων λοιμώδους ενδοκαρδίτιδας<br />

που παρουσιάζονται ως πυρετός αγνώστου αιτιολογίας.<br />

Ψευδώς θετικά αποτελέσματα πιθανώς οφείλονται<br />

σε ανατομικές ανωμαλίες ή μη λοιμώδεις εκβλαστήσεις.<br />

Ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα οφείλονται<br />

σε μικρές εκβλαστήσεις ή σε εκβλαστήσεις που έχουν<br />

ήδη εμβολιστεί.<br />

Άλλες λοιμώξεις: Άλλες πιο ασυνήθεις λοιμώξεις<br />

που μπορεί να προκαλέσουν πυρετό αγνώστου αιτιολογίας<br />

και περιλαμβάνουν πνευμονική προσβολή είναι<br />

(9,11): ο πυρετός Q, η λεπτοσπείρωση, η τουλαραιμία,<br />

η ψιττάκοση, η μελιοϊδωση. Ασυνήθεις λοιμώξεις που<br />

προκαλούν πυρετό αγνώστου αιτιολογίας και δεν περιλαμβάνουν<br />

πνευμονική προσβολή είναι: η δυτερογενής<br />

σύφιλη, η γονοκοκκαιμία, η χρόνια μηνιγκοκοκκαιμία,<br />

η νόσος Whipple, και η γερσινίωση.<br />

Νοσήματα του συνδετικού ιστού<br />

Από τις νόσους του συνδετικού ιστού αυτές που<br />

παρουσιάζονται συχνότερα ως πυρετός αγνώστου


10<br />

Πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στον ανοσοεπαρκή ασθενή<br />

αιτιολογίας είναι η νόσος Still σε νεαρά άτομα και<br />

η γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα σε ηλικιωμένους (8). Η<br />

γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα διαγιγνώσκεται Σε περισσότερους<br />

από το 15% των ηλικιωμένων ασθενών<br />

πυρετό αγνώστου αιτιολογίας. Άλλες ρευματικές νόσοι<br />

που μπορεί να εκδηλωθούν ως πυρετός αγνώστου<br />

αιτιολογίας είναι η πολυοζώδης αγγειίτιδα, η<br />

κοκκιωμάτωση Wegener, η μικτή κρυοσφαιριναιμία.<br />

Κακοήθη νοσήματα<br />

Οι συχνότερες κακοήθεις νόσοι που εκδηλώνονται<br />

ως πυρετός αγνώστου αιτιολογίας είναι τα λεμφώματα,<br />

οι λευχαιμία, ο καρκίνος του νεφρού, το ηπατοκυτταρικό<br />

καρκίνωμα και οι μεταστατικοί όγκοι του<br />

ήπατος (9). Επίσης, τα μυξώματα των κόλπων (που<br />

είναι εξαιρετικά ασυνήθη), στο 1/3 των περιπτώσεων<br />

εκδηλώνονται με πυρετό. Μπορεί να συνοδεύονται<br />

από αρθραλγίες, περιφερικά έμβολα και υπεργαμμασφαιριναιμία.<br />

Η διάγνωση τίθεται υπερηχογραφικά.<br />

Λιγότερο συνήθη αίτια πυρετού αγνώστου<br />

αιτιολογίας<br />

Φαρμακευτικός πυρετός: Ορισμένα φάρμακα<br />

προκαλούν πυρετό δημιουργώντας αλλεργικές ή ιδιοσυστασιακές<br />

αντιδράσεις ή επηρεάζοντας τη θερμορύθμιση.<br />

Μόνο το 25% των περιπτώσεων φαρμακευτικού<br />

πυρετού συνοδεύεται από ηωσινοφιλία και<br />

εξάνθημα (12). Συνεπώς η απουσία αυτών των ευρημάτων<br />

δεν αποκλείει την περίπτωση του φαρμακευτικού<br />

πυρετού. Τα φάρμακα που προκαλλούν συχνότερα<br />

φαρμακευτικό πυρετό είναι:<br />

• Αντιβιοτικά (σουλφοναμίδες, πενικιλλίνες, νιτροφουραντοίνη,<br />

βανκομυκίνη, ανθελονοσιακά)<br />

• Η1 και Η2 αναστολείς<br />

• Αντιεπιληπτικά (βαρβιτουρικά και φαινυντοίνη)<br />

• Ιωδιούχα<br />

• Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (συμπεριλαμβανομένων<br />

και των σαλικυλικών)<br />

• Αντιυπερτασικά (υδραλαζίνη, μεθυλντόπα)<br />

• Αντιαρρυθμικά<br />

• Αντιθυρεοειδικά<br />

• Σπανίως η διγοξίνη και οι αμινογλυκοσίδες<br />

Ο φαρμακευτικός πυρετός εμφανίζεται είτε σύντομα<br />

μετά την έναρξη του φαρμάκου, είτε αρκετές εβδομάδες<br />

αργότερα. Έχουν αναφερθεί και περιπτώσεις φαρμακευτικού<br />

πυρετού που εμφανίζεται μετά από μήνες ή<br />

χρόνια χρήσης του φαρμάκου. Η διάγνωση του φαρμακευτικού<br />

πυρετού γίνεται με τη δοκιμαστική διακοπή<br />

του ενοχοποιούμενου φαρμάκου. Στις περισσότερες<br />

περιπτώσεις ο πυρετός υφίεται εντός 72 ωρών μετά<br />

τη διακοπή. Σπανίως ο πυρετός μπορεί να διαρκέσει<br />

μερικές εβδομάδες μετά τη διακοπή του φαρμάκου.<br />

Διαταραχή της ομοιόστασης της θερμότητας: Η<br />

διαταραχή της ομοιόστασης της θερμότητας προκύπτει<br />

από δυσλειτουργία του υποθαλάμου, που μπορεί<br />

να προκληθεί μετά από ένα εκτεταμένο αγγειακό<br />

εγκεφαλικό επεισόδιο ή από εγκεφαλική υποξία (9).<br />

Πλεονάζουσα παραγωγή θερμότητας μπορεί επίσης<br />

να προκληθεί στα πλαίσια υπερθυρεοειδισμού.<br />

Αλκοολική ηπατίτιδα: Η αλκοολική ηπατίτιδα χαρακτηρίζεται<br />

από, ηπατομεγαλία, ίκτερο και ανορεξία.<br />

Είναι δυνατό να συνοδεύεται από πυρετό (9). Ο πυρετός<br />

είναι συνήθως χαμηλός (


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 11<br />

Από το προσεκτικό ιστορικό μπορεί να αποκαλυφθεί<br />

αμβλεία συμπτωματολογία, όπως ήπιες διαταραχές<br />

της συμπεριφοράς ή των γνωστικών λειτουργιών<br />

(που πιθανόν να προκύπτουν από κοκκιωματώδη<br />

μηνιγγίτιδα), διαλείπουσα χωλότητα της κάτω γνάθου<br />

(που συνδέεται με κροταφική αρτηρίτιδα), συχνουρία<br />

– νυχτουρία (που σχετίζονται με προστατίτιδα).<br />

Το ύψος του πυρετού και το είδος της πυρετικής<br />

καμπύλης, η «τοξική εμφάνιση του ασθενούς», η<br />

απόκριση στα αντιπυρετικά είναι σημεία στα οποία<br />

οι κλινικοί γιατροί δίδουν ιδιαίτερη σημασία. Φαίνεται<br />

όμως ότι αυτό δεν είναι απόλυτο. Όπως προέκυψε<br />

από μια μελέτη τα στοιχεία αυτά δεν έχουν επαρκή<br />

ειδικότητα για να κατευθύνουν τη διαγνωστική σκέψη.<br />

Οι ηλικιωμένοι ασθενείς συχνά παρουσιάζουν χαμηλότερη<br />

πυρετική κίνηση. Η χρήση αντιπυρετικών αλλοιώνει<br />

την καμπύλη του πυρετού. Εντούτοις η εξέλιξη<br />

της καμπύλης μπορεί να υποδηλώσει αν η νόσος εξακολουθεί<br />

ή εξασθενεί.<br />

Υπάρχει πληθώρα διαγνωστικών εξετάσεων που<br />

μπορούν να περιληφθούν στη διερεύνηση του πυρετού<br />

αγνώστου αιτιολογίας. Ως στοιχειώδης έλεγχος που<br />

εμπίπτει στην αρχική διερεύνηση του πυρετού αγνώστου<br />

αιτιολογίας προτείνεται ο εξής:<br />

• ΤΚΕ, CRP<br />

• LDH ορού<br />

• Δερμοαντίδραση Mantoux<br />

• Αντισώματα για HIV και ιικό φορτίο για HIV σε<br />

ασθενείς υψηλού κινδύνου<br />

• Καλλιέργειες αίματος (τουλάχιστον τρεις από<br />

διαφορετικές φλεβοκεντήσεις που έχουν ληφθεί<br />

μακράν της χορηγήσης αντιβιοτικών)<br />

• Ρευματοειδής παράγων, αντιπυρηνικά αντισώματα<br />

• CPK ορού<br />

• Αντισώματα για ιό Epstein-Barr σε νέους ενήλικες<br />

• Ηλεκτροφόρηση λευκωμάτων ορού<br />

• Αξονική τομογραφία θώρακος και κοιλίας<br />

Η ΤΚΕ παρά την έλλειψη ειδικότητας βοηθά τη διαγνωστική<br />

σκέψη υποδηλώνοντας σοβαρή υποκείμενη<br />

αιτία για τον πυρετό αγνώστου αιτιολογίας. Σε μια<br />

μελέτη (14) τριψήφια ΤΚΕ σε ασθενείς με πυρετό αγνώστου<br />

αιτιολογίας συνδέονταν με νεοπλασία (κυρίως<br />

λέμφωμα, μυέλωμα ή μεταστατικό καρκίνο εντέρου ή<br />

μαστού) σε 58% των περιπτώσεων, και σε 25% των<br />

περιπτώσεων με λοιμώξεις όπως ενδοκαρδίτιδα ή με<br />

φλεγμονώδεις νόσους όπως ρευματοειδής αρθρίτιδα ή<br />

γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα.<br />

Η αξονική τομογραφία θώρακος και κοιλίας μπορεί<br />

να αποκαλύψει την παρουσία<br />

• αποστημάτων<br />

• αιματωμάτων<br />

• διογκωμένων λεμφαδένων στο μεσοθωράκιο<br />

(σχετιζόμενων με λέμφωμα, σαρκοείδωση, φυματίωση)<br />

• διογκωμένων λεμφαδένων στην κοιλία (σχετιζόμενων<br />

με λέμφωμα ή κοκκιωματώδη νόσο).<br />

Καταφεύγουμε στη αξονική τομογραφία θώρακος<br />

και κοιλίας σε σχεδόν όλα τα περιστατικά πυρετού<br />

αγνώστου αιτιολογίας. Η αξονική τομογραφία παρουσιάζει<br />

μικρή ευαισθησία σε σχέση με τη μαγνητική στην<br />

κατάδειξη μικρών αποστημάτων όπως μικρών επισκληρίδιων<br />

αποστημάτων της σπονδυλικής στήλης ή<br />

μικρών όζων μηκυτιασικής, φυματιώδους ή κακοήθους<br />

αιτιολογίας ή λοίμωξης από νοκάρδια. Εν τούτοις η μαγνητική<br />

τομογραφία σπάνια χρησιμοποιείται στην αρχική<br />

διερεύνηση του πυρετού αγνώστου αιτιολογίας.<br />

Επικρατεί μεγάλη διχογνωμία ως προς τη χρήση<br />

ραδιοϊσοτοπικών εξετάσεων στο χειρισμό ασθενών με<br />

πυρετό αγνώστου αιτιολογίας (14). Τα σπινθηρογραφήματα<br />

με γάλλιο και ίνδιο είναι ολόσωμες εξετάσεις<br />

που παρουσιάζουν μεγάλη ευαισθησία αλλά πολύ χαμηλή<br />

ειδικότητα. Είναι χρήσιμα στον εντοπισμό βλάβης<br />

που θα αξιολογηθεί περαιτέρω με ειδικότερες εξετάσεις<br />

(όπως αξονική τομογραφία, βιοψίες).<br />

Το ΡΕΤ scan παρουσιάζει μεγάλη ευαισθησία στον<br />

έλεγχο σημείων φλεγμονής ή κακοήθειας (9,14). Παρά<br />

την έλλειψη εκτενών μελετών, υπάρχουν πολλές προοπτικές<br />

για τη χρήση του στον πυρετό αγνώστου αιτιολογίας.<br />

Οι ραδιοϊσοτοπικές εξετάσεις συνήθως χρησιμοποιούνται<br />

όταν ο αρχικός έλεγχος με αξονική θώρακος και<br />

κοιλίας δεν δώσει αποτελέσματα και όταν χρειάζεται<br />

έλεγχος ολόκληρου του σώματος. Υπάρχουν στοιχεία<br />

που δείχνουν ότι το ποσοστό θετικών αποτελεσμάτων<br />

με τις εξετάσεις αυτές είναι σχεδόν ίσο με το ποσοστό<br />

των ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων.<br />

Όταν το ιστορικό, η κλινική εξέταση ή οι απεικονιστικές<br />

εξετάσεις αποκαλύπτουν μια πιθανή εστία<br />

του πυρετού, τότε ο υπόλοιπος διαγνωστικός έλεγχος<br />

προσανατολίζεται σε συγκεκριμένη κατεύθυνση. Για<br />

παράδειγμα ήπια συμπτώματα από το κεντρικό νευρικό<br />

σύστημα, οδηγούν στη διενέργεια οσφυονωτιαίας<br />

παρακέντησης και απεικονιστικών εξετάσεων του<br />

εγκεφάλου ή του νωτιαίου μυελού. Ταξίδι σε περιοχή<br />

που ενδημεί ή ελονοσία ή το σχιστόσωμα πρέπει να<br />

οδηγήσει σε αντίστοιχο έλεγχο γι αυτά τα παράσιτα.


12<br />

Πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στον ανοσοεπαρκή ασθενή<br />

Η διενέργεια βιοψιών είναι μεγίστης σημασίας στη<br />

διερεύνηση του πυρετού αγνώστου αιτιολογίας.<br />

• Η οστεομυελική βιοψία βοηθά στη διαγνωστική<br />

προσέγγιση κεχροειδούς φυματίωσης ή λεμφώματος<br />

• Η βιοψία ήπατος για τη διερεύνηση κοκκιωματώδους<br />

νόσου του ήπατος, σαρκοείδωσης ή φυματίωσης.<br />

• Βιοψία λεμφαδένων για τη διερεύνηση κακοήθων<br />

νόσων ιδιαίτερα λεμφώματος, ή λοιμώξεων<br />

όπως νόσου από Bartonella henselae.<br />

• Βιοψία κροταφικής αρτηρίας για τον έλεγχο γιγαντοκυτταρικής<br />

αρτηρίτιδας<br />

• Βιοψία δέρματος μυός αγγείου για τον έλεγχο<br />

παρουσίας αγγειίτιδας όπως πολυοζώδους αρτηρίτιδας<br />

ή μικροσκοπικής αγγειίτιδας<br />

Είναι δυνατό παρά τον εκτεταμένο διαγνωστικό<br />

έλεγχο, να μην τεθεί διάγνωση σε περιστατικά πυρετού<br />

αγνώστου αιτιολογίας. Από δημοσιευμένες μελέτες,<br />

προκύπτει ότι το ποσοστό των πυρετών αγνώστου<br />

αιτιολογίας στους οποίους δεν τίθεται διάγνωση,<br />

ποικίλλει από 9 ως 51%. Τα περισσότερα από τα<br />

περιστατικά στα οποία δεν τίθεται διάγνωση έχουν<br />

πολύ καλή πρόγνωση (4,7).<br />

Είναι δύσκολο να καταρτιστεί ένα σχέδιο διερεύνησης<br />

του πυρετού αγνώστου αιτιολογίας με καθολική<br />

ισχύ. Το είδος και η αλληλουχία των εξετάσεων<br />

που θα διενεργηθούν καθορίζεται από τα ιδιαίτερα<br />

κλινικά και παρακλινικά στοιχεία κάθε περιστατικού<br />

και εξατομικεύεται γα κάθε ασθενή. Είναι σημαντικό<br />

τη διαγνωστική σκέψη να καθοδηγεί ο κανόνας ότι ο<br />

πυρετός είναι περισσότερο πιθανό να οφείλεται σε<br />

άτυπη εκδήλωση μιας συνηθισμένης νόσου, παρά σε<br />

μια τυπική εκδήλωση σπάνιας διαταραχής.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Petersdorf RG, Beeson PB. Fever of unexplained origin:<br />

report on 100 cases. Medicine (Baltimore) 1961,<br />

40:1-7.<br />

2. Durack DT, Street AC. Fever of unknown origin: Reexamined<br />

and redefined. In: Current Clinical Topics<br />

in Infectious Diseases, Remington, JS, Swartz, MN<br />

(Eds), Blackwell Science, Boston 1991, 35.<br />

3. Konecny P, Davidson RN. Pyrexia of unknown<br />

origin in the 1990s: time to redefine. Br J Hosp Med<br />

1996, 56:21-4.<br />

4. Zenone T. Fever of unknown origin in adults: evaluation<br />

of 144 cases in a non-university hospital.<br />

Scand J Infect Dis 2006, 38:632-8.<br />

5. de Kleijn EM, Vandenbroucke JP, van der Meer JW.<br />

Fever of unknown origin (FUO). I A. prospective<br />

multicenter study of 167 patients with FUO, using<br />

fixed epidemiologic entry criteria. The Netherlands<br />

FUO Study Group. Medicine (Baltimore) 1997,<br />

76:392-400.<br />

6. Vanderschueren S, Knockaert D, Adriaenssens T, et<br />

al. From prolonged febrile illness to fever of unknown<br />

origin: the challenge continues. Arch Intern<br />

Med 2003, 163:1033-41.<br />

7. Knockaert DC, Vanneste LJ, Bobbaers HJ. Fever of<br />

unknown origin in elderly patients. J Am Geriatr<br />

Soc 1993, 41:1187-92.<br />

8. Arnow PM, Flaherty JP. Fever of unknown origin.<br />

Lancet 1997, 350:575-80.<br />

9. Bor D, Weller P, ThornerA. Etiologies of fever of unknown<br />

origin in adults UpToDate 2011, version 18,3.<br />

10. Molavi A. Endocarditis: recognition, management,<br />

and prophylaxis. Cardiovasc Clin 1993, 23:139-74.<br />

11. Mourad O, Palda V, Detsky AS. A comprehensive<br />

evidence-based approach to fever of unknown origin.<br />

Arch Intern Med 2003, 163:545-51.<br />

12. Mackowiak PA, LeMaistre CF. Drug fever: a critical<br />

appraisal of conventional concepts. An analysis of<br />

51 episodes in two Dallas hospitals and 97 episodes<br />

reported in the English literature. Ann Intern<br />

Med 1987, 106:728-33.<br />

13. Drenth JP, van der Meer JW. Hereditary periodic<br />

fever. N Engl J Med 2001, 345:1748-57.<br />

14. Bor D, Weller P, Thorner A. Approach to the adult<br />

with fever of unknown origin UpToDate 2011, version<br />

18,3.


Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στον ανοσοκατασταλμένο ασθενή<br />

Ε Χαριτάτος<br />

Παθολόγος, Επικουρικός Επιμελητής, Α’ Παθολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

CHARITATOS E. Fever of unknown origin in the immunocompromised patient. Immunocompromised patients have<br />

one or more defects in their natural defense mechanisms that put them at an increased risk for infections. Not only is the<br />

risk of infection greater in these individuals, but once established, it is often severe, rapidly progressive and life-threatening.<br />

Although the type of immunodeficiency is associated with specific infections, any pathogen can cause infection<br />

in the immunosuppressed patient at any time. Neutropenic patients are susceptible to focal bacterial and fungal infections,<br />

to bacteremia, to infections involving catheters (e.g. septic thrombophlebitis), and to perianal infections. Candida<br />

and Aspergillus infections are also common. Herpetic viral infections including HSV or CMV are sometimes the cause<br />

of FUO in this group of patients. The consequences of untreated infection in the neutropenic patient may be disastrous;<br />

50-60% of febrile neutropenics are infected and 20% are also bacteremic. As a result, in these patients, severe mucositis,<br />

quinolone prophylaxis, colonization with MRSA, obvious catheter related infection, or hypotension dictates the use of<br />

vancomycin plus ceftazidime, or a carbapenem with or without an aminoglycoside to provide empirical coverage for<br />

possible bacterial sepsis. In the case of HIV related FUO, most of the causes are also infectious (MAC, TBC, CMV, PCP,<br />

Salmonellosis, Cryptococcosis etc) in more than 80%, but there should be kept in mind other non-infectious conditions<br />

such as lymphoma, drug fever and Kaposi’s sarcoma, as well. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 13-22, 2011.<br />

Key words: fever of unknown origin, immunocompromised patient<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Οι ανοσοκατασταλμένοι ασθενείς παρουσιάζουν μια ή και περισσότερες διαταραχές στους φυσικούς αμυντικούς<br />

τους μηχανισμούς, με επακόλουθο τον αυξημένο κίνδυνο για επικείμενες λοιμώξεις. Στα άτομα αυτά, όχι μόνο<br />

είναι μεγαλύτερος ο κίνδυνος λοίμωξης, αλλά και όταν αυτή εμφανιστεί, είναι συχνά σοβαρή, ταχέως εξελισσόμενη<br />

και απειλητική για τη ζωή. Παρότι ο τύπος της ανοσοανεπάρκειας σχετίζεται με συγκεκριμένες λοιμώξεις,<br />

οποιοδήποτε παθογόνο μπορεί να προκαλέσει λοίμωξη σε κάθε ανοσοκατασταλμένο ασθενή ανά πάσα στιγμή.<br />

Οι ουδετεροπενικοί ασθενείς είναι επιρρεπείς σε εστιακές βακτηριακές και μυκητιασικές λοιμώξεις, μικροβιαιμία,<br />

λοιμώξεις σχετιζόμενες με παρουσία καθετήρων (σηπτική θρομβοφλεβίτιδα λ.χ.), και περιεδρικές λοιμώξεις.<br />

Λοιμώξεις από Candida ή Aspergillus απαντώνται επίσης συχνά. Ερπητικές ιογενείς λοιμώξεις όπως HSV ή CMV<br />

ενίοτε αποτελούν αίτια FUO στην ομάδα αυτή των ασθενών. Οι συνέπειες, αν δε χορηγηθεί θεραπεία σε μια<br />

υφέρπουσα λοίμωξη στους ουδετεροπενικούς, μπορεί να είναι καταστροφικές· το 50-60% των ουδετεροπενικών<br />

με πυρετό έχουν λοίμωξη και το 20% εμφανίζουν και μικροβιαιμία. Στους ασθενείς αυτούς λοιπόν, η σοβαρή βλεννογονίτιδα,<br />

η προφύλαξη με κινολόνες, ο αποικισμός με MRSA, η εμφανής λοίμωξη από καθετήρα, ή η υπόταση<br />

υπαγορεύουν τη χρήση βανκομυκίνης μαζί με κεφταζιντίμη, ή μια καρμπαπενέμη με ή χωρίς αμινογλυκοσίδη για<br />

την άμεση εμπειρική κάλυψη ενδεχόμενης βακτηριακής σήψης. Στην περίπτωση του σχετιζόμενου με HIV λοίμωξη<br />

πυρετού αγνώστου αιτιολογίας, τα αίτια είναι επίσης στην πλειοψηφία τους λοιμώδη (MAC, TBC, CMV, PCP,<br />

Salmonellosis, Cryptococcosis, κ.α.) σε ποσοστό >80%, αλλά θα πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψη το λέμφωμα,<br />

ο φαρμακευτικός πυρετός και το σάρκωμα Kaposi στη διαφορική του διάγνωση. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73,<br />

Συμπλήρωμα, 13-22, 2011.<br />

Λέξεις κλειδιά: πυρετός αγνώστου αιτιολογίας, ανοσοκατασταλμένος ασθενής


14<br />

Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στον ανοσοκατασταλμένο ασθενή<br />

ΕισαγωγΗ<br />

Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας ταξινομείται<br />

πλέον ως κλασικός, νοσοκομειακός, ουδετεροπενικός<br />

και ο σχετιζόμενος με HIV λοίμωξη, σύμφωνα με το τελευταίο<br />

σύστημα κατάταξης που προτάθηκε από τους<br />

Durack και Street. 1 Οι τελευταίες δύο κατηγορίες αφορούν<br />

τους ανοσοκατασταλμένους ασθενείς, για τους<br />

οποίους γίνεται αναφορά παρακάτω.<br />

Ως ουδετεροπενικός πυρετός αγνώστου αιτιολογίας<br />

ορίζεται η θερμοκρασία >38.3°C σε διάφορες μετρήσεις,<br />

σε ασθενή του οποίου τα ουδετερόφιλα πολυμορφοπύρηνα<br />

είναι 38.3°C σε διάφορες περιπτώσεις, διάρκειας άνω<br />

των 4 εβδομάδων για τους εξωτερικούς και άνω των<br />

3 ημερών για τους νοσηλευόμενους ασθενείς με HIV<br />

λοίμωξη. Η διάγνωση τίθεται όταν γίνεται κατάλληλη<br />

διερεύνηση επί 3 ημέρες, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται<br />

διήμερη τουλάχιστον επώαση καλλιεργειών, με<br />

αρνητικά αποτελέσματα.<br />

Ουδετεροπενικός FUO<br />

Ουδετεροπενία και κίνδυνος εμφάνισης<br />

λοίμωξης<br />

Τα ουδετερόφιλα αποτελούν την πρώτη γραμμή<br />

άμυνας κατά των λοιμώξεων, αφού αντιπροσωπεύουν<br />

το πρώτο κυτταρικό συστατικό της φλεγμονώδους<br />

αντίδρασης και τον βασικό παράγοντα της κυτταρικής<br />

ανοσίας.<br />

Η συχνότητα, η βαρύτητα και η έκβαση των λοιμώξεων<br />

είναι αντιστρόφως ανάλογα του βαθμού της<br />

ουδετεροπενίας και της ταχύτητας εγκατάστασής<br />

της. 2 Η ευπάθεια στις λοιμώξεις αυξάνεται απότομα<br />

όταν ο αριθμός των ουδετερόφιλων μειωθεί κάτω από<br />

1000 κύτταρα/μL (Πίνακας 1). Ασθενείς με ουδετερόφιλα<br />


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 15<br />

Pseudomonas non aeruginosa, S. Maltophilia, Acinetobacter<br />

spp, Corynebacterium JK, Serratia spp, Leptotrichia bucalis<br />

κ.ά. 7 Επίσης απομονώνονται συχνά ανθεκτικά στελέχη<br />

όπως MRSA, VRE και εντεροβακτηριακά που παράγουν<br />

ευρέος φάσματος β-λακταμάσες, παθογόνα που<br />

στον ευάλωτο πληθυσμό των ουδετεροπενικών ασθενών<br />

μπορούν να προκαλέσουν σημαντική νοσηρότητα<br />

και θνητότητα.<br />

Οι μύκητες ως αίτιο πυρετού και συστηματικής λοίμωξης<br />

παρατηρούνται συνήθως σε ασθενείς με βαριά<br />

και παρατεταμένη ουδετεροπενία, με ιστορικό μακράς<br />

νοσηλείας, προηγούμενης χρήσης αντιβιοτικών ή/και<br />

κορτικοειδών, με παρουσία ενδοφλέβιων καθετήρων<br />

και την υποκείμενη νόσο εκτός ελέγχου. Παθολογοανατομικές<br />

μελέτες ασθενών που κατέληξαν μετά από παρατεταμένη<br />

εμπύρετο ουδετεροπενία μεταξύ των ετών<br />

1966 και 1975 αποκάλυψαν ενδείξεις συστηματικής μυκητιασικής<br />

λοίμωξης σε ποσοστό 69%. 8 Στελέχη Candida<br />

spp (λοίμωξη φλεβικών καθετήρων, καντινταιμία, ηπατοσπληνική<br />

καντιντίαση) και Aspergilllus spp (ευρύ φάσμα<br />

εκδηλώσεων από δερματικά έλκη, παραρρινοκολπίτιδα<br />

και πνευμονία, έως κεραυνοβόλο διάσπαρτη νόσο) είναι<br />

τα συνήθως ενοχοποιούμενα είδη μυκήτων σε ποσοστά<br />

65% και 30% αντίστοιχα. Ιδιαίτερα ευάλωτοι είναι οι<br />

ασθενείς με μεταμόσχευση μυελού των οστών. Αναδυόμενα<br />

μυκητιασικά παθογόνα αποτελούν τα τελευταία<br />

χρόνια τα Mucor spp, Fusarium spp, 9 non-Candida albicans<br />

spp και Aspergillus non-fumingatus με χαρακτηριστική<br />

αντοχή στα αντιμυκητιασικά φάρμακα.<br />

Οι ιογενείς λοιμώξεις είναι επίσης συχνά υπεύθυνες<br />

για την πρόκληση εμπυρέτου στον ουδετεροπενικό<br />

ασθενή, με κύριο εκπρόσωπο την ομάδα των ερπητοϊών<br />

(HSV-1, HSV-2, CMV, HZV, EBV, HHV-6) στα πλαίσια<br />

είτε πρωτολοίμωξης ή επανενεργοποίησης. Άλλα ιογενή<br />

παθογόνα που απαντώνται είναι οι αδενοϊοί και ο<br />

αναπνευστικός συγκυτιακός ιός.<br />

Κλινική εκτίμηση ουδετεροπενικού ασθενή<br />

με εμπύρετο<br />

Τα κλινικά σημεία λοίμωξης στους ουδετεροπενικούς<br />

ασθενείς αναμένονται πτωχά διότι η βαριά<br />

ουδετεροπενία (επίπεδα ουδετερόφιλων


16<br />

Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στον ανοσοκατασταλμένο ασθενή<br />

απαραίτητη. Η CT κοιλίας επίσης διενεργείται χωρίς<br />

καθυστέρηση επί παρουσίας ευαισθησίας στη δεξιά<br />

πλάγια κοιλιακή χώρα, αφού δύναται να αποκαλύψει<br />

πάχυνση του τοιχώματος του εντέρου (>4mm) σε τυφλίτιδα<br />

ή ουδετεροπενική κολίτιδα.<br />

Χρήσιμη αποδεικνύεται η διαδοχική μέτρηση της<br />

προκαλσιτονίνης, αφού αυξάνεται σε σοβαρές λοιμώξεις,<br />

ιδιαίτερα αν συνυπάρχει βακτηριαιμία και σοβαρή<br />

σήψη, ενώ σε εντοπισμένες ή ιογενείς λοιμώξεις παραμένει<br />

σε χαμηλά επίπεδα. 12 Η αρνητική προγνωστική<br />

της αξία για την παρουσία βακτηριακής λοίμωξης εγγίζει<br />

το 85% όταν τα επίπεδα της είναι


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 17<br />

Απόλυτος αριθμός<br />

ουδετερόφιλων<br />

(ανά μL)<br />

>1500 Μηδενικός<br />

Κίνδυνος λοίμωξης και αντιμετώπιση<br />

1000-1500 Μη σημαντικός· ο ασθενής με πυρετό μπορεί να αντιμετωπιστεί εκτός νοσοκομείου<br />

500-1000 Υπαρκτός· ο ασθενής με πυρετό αντιμετωπίζεται εκτός νοσοκομείου υπό συνθήκες<br />


18<br />

Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στον ανοσοκατασταλμένο ασθενή<br />

Μικροοργανισμοί που<br />

απομονώνονται συχνά<br />

στους ουδετεροπενικό<br />

ασθενή με εμπύρετο<br />

(καλλιέργεια)<br />

Gram-αρνητικοί<br />

E. Coli<br />

Klebsiella<br />

Pseudomonas<br />

Enterobacter<br />

Corynebacterium (JK)<br />

Streptococci<br />

Gram-θετικοί<br />

CNS<br />

Staphylococcus aureus<br />

Streptococcus pneumonia<br />

Corynebacterium(JK)<br />

Streptococci<br />

Άλλοι<br />

Clostridium difficile<br />

Anaerobes<br />

Apergillus<br />

Candida albicans<br />

Candida non-albicans spp<br />

Mycobacteria<br />

Μικροοργανισμοί<br />

που απομονώνονται<br />

λιγότερο συχνά στον<br />

ουδετεροπενικό με<br />

εμπύρετο (καλλιέργεια)<br />

Gram-αρνητικοί<br />

Proteus<br />

Haemophilus<br />

Citrobacter<br />

Serratia<br />

Acinetobacter<br />

Neisseria<br />

Capnocytophaga<br />

Legionella<br />

Moraxella<br />

Stenotrophomonas<br />

Gram-θετικοί<br />

Bacillus<br />

Listeria<br />

Stomatococcus<br />

Άλλοι μικροοργανισμοί<br />

στον ουδετεροπενικό<br />

ασθενή με εμπύρετο<br />

Μύκητες<br />

Cryptococcus<br />

Histoplasma<br />

Coccidioides<br />

Zygomycetes<br />

Pneumocystis jiroveci<br />

Ιοί<br />

HSV 1,2<br />

VZV<br />

CMV<br />

EBV<br />

HHV6<br />

Enteroviruses<br />

RSV<br />

Influenza<br />

Άλλοι<br />

Babesia<br />

Toxoplasma<br />

Nocardia<br />

Strongyloides<br />

Πίνακας 3: Φάσμα παθογόνων μικροοργανισμών στον ουδετεροπενικό ασθενή με Εμπύρετο (τροποποιημένος<br />

από UpToDate 15.1)<br />

Χαρακτηριστικό<br />

Έκταση νόσου (επιλέγεται ένα από τα κάτωθι)<br />

Απουσία συμπτωμάτων<br />

Ήπια συμπτώματα<br />

Μέτριας βαρύτητας συμπτώματα<br />

Απουσία υπότασης<br />

Απουσία ΧΑΠ<br />

Συμπαγής όγκος ή απουσία μύκητα<br />

Απουσία αφυδάτωσης<br />

Εξωτερικός ασθενής κατά την εγκατάσταση του εμπύρετου<br />

Ηλικία < 60<br />

Μέγιστη θεωρητική βαθμολογία = 26 βαθμοί<br />

Βαθμολογία ≥ 21 αποτελεί ένδειξη μάλλον χαμηλού<br />

κινδύνου επιπλοκών και νοσηρότητας<br />

Βαθμός<br />

Πίνακας 4: Σύστημα βαθμολόγησης MASCC score για την αναγνώριση των χαμηλού κινδύνου ουδετεροπενικών<br />

ασθενών κατά την εμφάνιση πυρετού<br />

5<br />

5<br />

3<br />

5<br />

4<br />

4<br />

332


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 19<br />

FUO σχετιζόμενος με HIV λοίμωξη<br />

Οι ευκαιριακές λοιμώξεις ευθύνονται για τον πυρετό<br />

αγνώστου αιτιολογίας στους ασθενείς με HIV λοίμωξη<br />

σε ποσοστό >80%, ενώ άλλα αίτια περιλαμβάνουν τα<br />

λεμφώματα, το σάρκωμα Kaposi και τον φαρμακευτικό<br />

πυρετό. 21 Στη διαφορική διάγνωση των ευκαιριακών λοιμώξεων<br />

θα πρέπει να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη και<br />

η γεωγραφική εντόπιση, αφού λοιμώξεις με Coccidioides<br />

immitis (ΝΔ πολιτείες των ΗΠΑ), Penicillium marneffei (ΝΑ<br />

Ασία), Trypanosoma cruzii (Λατινική Αμερική), λόγου χάρη,<br />

ενδημούν στις αναφερόμενες περιοχές.<br />

Ακολουθεί ενδεικτική αναφορά στα συνηθέστερα<br />

αίτια FUO σε αυτή την ομάδα ατόμων.<br />

Πνευμονία από Pneumocystis jiroveci<br />

Πριν την εφαρμογή πρωτογενούς προφύλαξης και<br />

τη δυνατότητα χορήγησης HAART, η PCP εμφανιζόταν<br />

στο 70-80% των ασθενών με AIDS, και στο 90% των<br />

περιπτώσεων τα CD4 ήταν λιγότερα από 200/μl. Σήμερα,<br />

εμφανίζεται συνήθως σε άτομα που δεν γνωρίζουν<br />

την οροθετικότητά τους, δεν λαμβάνουν αντιρετροϊκή<br />

αγωγή ή χημειοπροφύλαξη για PCP ή έχουν σοβαρή<br />

ανοσοκαταστολή (CD4


20<br />

Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στον ανοσοκατασταλμένο ασθενή<br />

από τον ιό και εκδηλώνεται κυρίως με τη μορφή διάσπαρτης<br />

νόσου όταν ο αριθμός των CD4 κυττάρων είναι<br />

100/μL. Η εμφάνιση της νόσου είναι ύπουλη, με<br />

συχνότερα συμπτώματα τον πυρετό, την κεφαλαλγία<br />

και την κακουχία. 31 Αυχενική δυσκαμψία, φωτοφοβία<br />

και τάση για έμετο απαντώνται σε μόλις 25-30%.<br />

Άλλα συμπτώματα, που υποδεικνύουν συστηματική<br />

νόσο, είναι ο βήχας, η δύσπνοια και το εξάνθημα. 32<br />

Διάσπαρτη νόσος μπορεί να υπάρχει και χωρίς μηνιγγική<br />

προσβολή, σε ποσοστό 50%. Στο 25% των περιπτώσεων<br />

το ΕΝΥ είναι φυσιολογικό, 33 ενώ όταν είναι<br />

παθολογικό, συνοδεύεται από αυξημένη πίεση κατά<br />

την έξοδο στο 70% των ασθενών. 34 Το παθογόνο μπορεί<br />

να ανιχνευθεί στο ΕΝΥ με τη χρώση India-Ink· επί<br />

αρνητικής χρώσης αναζητείται το αντιγόνο στο ΕΝΥ<br />

(ευαισθησία 93-100%, ειδικότητα 93-98%) 35 και στον ορό<br />

και υποδεικνύει την παρουσία της λοίμωξης πριν από<br />

τα αποτελέσματα των καλλιεργειών.<br />

Η συνιστώμενη θεραπεία είναι αρχικά αμφοτερικίνη<br />

Β και 5-φλουοκυτοσίνη για ≥2 εβδομάδες και ακολούθως<br />

φλουκοναζόλη για ≥8 εβδομάδες (εφόσον υπάρχει<br />

κλινική βελτίωση και το ΕΝΥ έχει αποστειρωθεί).<br />

Λέμφωμα<br />

Η HIV λοίμωξη προσβάλλει κυρίως την κυτταρική<br />

ανοσία και δημιουργεί αυξημένο κίνδυνο για την<br />

εμφάνιση νεοπλασιών. 36 Στον οροθετικό ασθενή απαντώνται<br />

τρεις τύποι λεμφωμάτων: 1) το Non-Hodgkin’s<br />

λέμφωμα, 2) το πρωτοπαθές λέμφωμα εγκεφάλου και<br />

3) το πρωτοπαθές λέμφωμα των ορογόνων κοιλοτήτων,<br />

από τους οποίους ο πρώτος αποτελεί ένα από<br />

τα κυριότερα αίτια πυρετού αγνώστου αιτιολογίας<br />

στην ομάδα αυτή ασθενών. Το NHL εμφανίζεται στους<br />

HIV (+) ασθενείς κατά 60 φορές περίπου συχνότερα σε<br />

σχέση με το γενικό πληθυσμό 37 και ιδίως σε αυτούς με<br />

αριθμό CD4


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 21<br />

τίζεται άμεσα με τον ερπητοϊό 8 και μπορεί να εμφανιστεί<br />

σε ένα μεγάλο εύρος CD4, είναι όμως συχνότερη<br />

όσο ο αριθμός μειώνεται και η ανοσοκαταστολή επιδεινώνεται.<br />

Οι κύριες εκδηλώσεις του είναι οι δερματικές, αλλά<br />

όταν η νόσος προσβάλλει το πεπτικό και κυρίως το<br />

αναπνευστικό σύστημα, τότε ο πυρετός προστίθεται<br />

στην κλινική εικόνα. Η σχετικά σπάνια προσβολή του<br />

μυελού των οστών ευθύνεται επίσης για την εκδήλωση<br />

του σαρκώματος Kaposi ως πυρετού αγνώστου αιτιολογίας.<br />

40<br />

Συμπέρασμα<br />

Ο όρος «ανοσοκατασταλμένος ξενιστής» χρησιμοποιείται<br />

για να περιγράψει ασθενείς που έχουν αυξημένο<br />

κίνδυνο για λοιμώδεις επιπλοκές ως συνέπεια<br />

συγγενούς ή επίκτητης, ποσοτικής ή ποιοτικής διαταραχής<br />

ενός ή περισσοτέρων συστατικών που απαρτίζουν<br />

την άμυνά του. Με την εισβολή του AIDS και με την<br />

ολοένα και μεγαλύτερη χρήση νεότερων και ισχυρότερων<br />

ανοσοκατασταλτικών παραγόντων, ο πληθυσμός<br />

της ομάδας αυτής αυξάνεται συνεχώς. Ο πυρετός<br />

αγνώστου αιτιολογίας στον μη ανοσοεπαρκή ασθενή<br />

αποτελεί μια σημαντική διαγνωστική πρόκληση για τον<br />

κλινικό ιατρό, αφού οι συνέπειες μιας μη θεραπευθείσας<br />

λοίμωξης θα ήταν καταστροφικές. Έτσι απαιτείται<br />

μια συστηματική, ορθολογική προσέγγιση για την εντόπιση<br />

λοίμωξης που είναι και το συχνότερο αίτιο FUO<br />

επί ανοσοκαταστολής, χωρίς βέβαια να λησμονούνται<br />

άλλες αιτίες που συμμετέχουν στη διαφορική διάγνωση<br />

του κλασικού πυρετού αγνώστου αιτιολογίας.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Durack, DT, Street, AC. Fever of unknown originreexamined<br />

and redefined. Curr Clin Top Infect Dis<br />

1991; 11:35-51.<br />

2. Lucas, KG, Brown, AG, Armstrong, D, et al. The<br />

identification of febrile, neutropenic children with<br />

neoplastic disease at low risk for bacteremia and<br />

complications of sepsis. Cancer 1996; 77:791.<br />

3. Bodey, GP, Buckley, M, Sathe, YS, et al. Quantitative<br />

relationships between circulating leukocytes and infection<br />

in patients with acute leukemia. Ann Intern<br />

Med 1966; 64; 328.<br />

4. Dale, DC, Guerry, D, Wewerka, JR, et al. Chronic<br />

neutropenia. Medicine (Baltimore) 1979; 58:128.<br />

5. Schimpff, SC, Young, VM, Greene, WH, et al. Origin<br />

of infection in acute nonlymphocytic leukemia. Significance<br />

of hospital acquisition of potential pathogens.<br />

Ann Intern Med 1972; 77:707.<br />

6. Marthur, P, Chaudhry, R, Kumar, L, et al. A study<br />

of bacteremia in febrile neutropenic patients at a<br />

tertiary care hospital with special reference to anaerobes.<br />

Med Oncol 2002; 19:267.<br />

7. Sipsas, NV, Bodey, GP, Kontoyannis, DP. Perspectives<br />

for the management of febrile neutropenic patients<br />

with cancer in the 21 st century. Cancer 2005;<br />

103:1103.<br />

8. Cho, SY, Choi, HY. Opportunistic fungal infections<br />

among cancer patients. Am J Clin Pathol 1979;<br />

72:617.<br />

9. Boutati, EI, Anaissie, EJ. Fusarium, a significant emerging<br />

pathogen in patients with hematologic malignancy:<br />

10 years’ experience at a cancer center and<br />

implications for management. Blood 1997; 90:999.<br />

10. Sickles, EA, Greene, WH, Wiernik, PH. Clinical presentation<br />

of infection in granulocytopenic patients.<br />

Arch Intern Med 1975; 135:715.<br />

11. Heussel, CP, Kauczor, HK, Heussel, GE, et al. Pneumonia<br />

in febrile neutropenic patients and in bone marrow<br />

and blood stem-cell transplant recipients: use of<br />

HRCT. J Clin Oncol 1999; 17:796.<br />

12. Persson, L, Soderquist, B, Engervall, P. Assessment<br />

of systemic inflammation markers to differentiate<br />

a stable from a deteriorating clinical course in<br />

patients with febrile neutropenia. Eur J Haematol<br />

2005; 74(4):297-303.<br />

13. Giamarellos-Bourboulis, EJ, Grecka, P, Poulakou, G,<br />

et al. Assessment of procalcitonin as a diagnostic<br />

marker of underlying infection in patients with febrile<br />

neutropenia. Clin Infect Dis 2001; 32(12):1718-<br />

1725.<br />

14. Maertens, J, Van Eldere, J, Verhaegen, J, et al. Use<br />

of circulating galactomannan screening for early<br />

diagnosis of invasive aspergillosis in allogeneic<br />

stem cell transplant recipients. J Infect Dis 2002;<br />

186(9):1297-1306.<br />

15. Klastersky, J, Paesmans, M, Rubenstein, EB, et al. The<br />

Multinational association for Supportive Care in<br />

Cancer risk index: a multinational scoring system for<br />

identifying low-risk febrile neutropenic cancer patients.<br />

J Clin Oncol 2000; 18(16):3038-3051.<br />

16. Rolston, KV. The Infectious Diseases Society of<br />

America 2002 guidelines for the use of antimicrobial<br />

agents in patients with cancer and neutropenia:<br />

salient features and comments. Clin Infect Dis<br />

2004; 39:S44-48.<br />

17. Paul, M, Soares-Weiser, K, Leibovici, L. β lactam


22<br />

Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στον ανοσοκατασταλμένο ασθενή<br />

monotherapy versus β lactam-aminoglycoside<br />

combination for fever with neutropenia: systematic<br />

review and meta-analysis. BMJ 2003; 327:1111-1121.<br />

18. (EORTC) International Antimicrobial Therapy Cooperative<br />

Group, National Cancer Institute of Canada-Clinical<br />

Trials Group. Vancomycin added to<br />

empirical combination antibiotic therapy for fever<br />

in granulocytopenic cancer patients. J Infect Dis.<br />

1991; 163:951-958.<br />

19. Hughes, WT, Armstrong, D, Bodey, GP. 2002 Guidelines<br />

for the use of antimicrobial agents in neutropenic<br />

patients with cancer. Clin Infect Dis 2002;<br />

34:730-751.<br />

20. Wingard, JR. Empirical antifungal therapy in treating<br />

febrile neutropenic patients. Clin Infect Dis 2004;<br />

39:S38-43.<br />

21. Anmtrong, WS, Katz, JT, Kazanjan, PH. HIV-associated<br />

fever of unknown origin: a study of 70 patients<br />

in the United States and review. Clin Infect<br />

Dis 1999; 28:341-345.<br />

22. Jain, MK, Skiest, DJ, Cloud, JW, et al. Changes in<br />

mortality related to HIV infection: comparative<br />

analysis of inpatient deaths in 1995 and in 1999-<br />

2000. Clin Infect Dis 2003; 36:1030.<br />

23. Pulvirenti, J, Herrera, P, Venkataraman, P, et al. PCP<br />

in HIV-infected patients in the HAART era. AIDS<br />

Patient Care STDS 2003; 17:261.<br />

24. Hartman, TE, Primack, SL, Muller, NL, et al. Diagnosis<br />

of thoracic complications in AIDS: accuracy of<br />

CT. AJR Am J Roentgenol 1994; 162:547.<br />

25. Tuazon, CN, Delaney, MD, Simm, GL, et al. Utility<br />

of Gallium 67 scintigraphy and bronchial washings<br />

in the diagnosis of PCP in patients with AIDS. Am<br />

Rev Respir Dis 1985; 132:1087.<br />

26. Skelly, M, Hoffman, J, Fabry, M, et al. S-adenosylmethionine<br />

concentrations in diagnosis of PCP.<br />

Lancet 2003; 361:1267.<br />

27. Kilby, JM, Marques, MB, Jaye, DL, et al. The yield<br />

of bone marrow biopsy and culture compared with<br />

blood culture in the evaluation of HIV infected patients<br />

for mycobacterial and fungal infections. Am<br />

J Med 1998; 104:123.<br />

28. Benson, CA, Williams, PR, Currier, JS, et al. A prospective<br />

randomized trial examining the efficacy<br />

and safety of clarithromycin in combination with<br />

ethambutol, rifabutin, or both for the treatment of<br />

disseminated MAC diseasein persons with AIDS.<br />

Clin Infect Dis 2003; 37:1234.<br />

29. Official Statement of ATS Board of Directors. Diagnostic<br />

standards and classification of tuberculosis<br />

in adults and children. Am J Respir Crit Care Med<br />

2000; 161:1376.<br />

30. Jones, BA, Young, SMM, Antoniskis, D, et al. Relationship<br />

of the manifestations of tuberculosis to<br />

CD4 cell counts in patients with HIV infection. Am<br />

Rev Respir Dis 1993; 148:1292.<br />

31. Cox, GM, Perfect, JR. Cryptococcus neoformans var<br />

neoformans and gatti and Trichosporon species.<br />

Topley and Wilson’s Microbiology and Microbial<br />

Infections (9 th ed), Edward, LA (ed), Arnold Press,<br />

London 1997.<br />

32. Murakawa, GJ, Kerscmann, R, Berger, T, et al. Cutaneous<br />

Cryptococcus infection and AIDS. Report of<br />

12 cases and review of the literature. Arch Dermatol<br />

1996; 132:545.<br />

33. Garlipp, CR, Rossi, CL, Bottini, PV. CSF profiles in<br />

AIDS with and without neurocryptococcosis. Rev<br />

Inst Med Trop Sao Paolo 1997; 39:323.<br />

34. Graybill, JR, Sobel, J, Saag, M, et al.Diagnosis and<br />

management of increased intracranial pressure in<br />

patients with AIDS and cryptococcal meningitis.<br />

Clin Infect Dis 2000; 30:47.<br />

35. Tanner, DC, Weinstein, MP, Fedorciw, B, et al. Comparison<br />

of commercial kits for the detection of cryptococcal<br />

antigen. J Clin Microbiol 1994;32:1680-4.<br />

36. Levine, AM, Pieters, AS. Non-AIDS defining cancer.<br />

In: Summaries of the First National AIDS Malignancy<br />

Conference. April 28-30, 1997. National Cancer<br />

Institute, Bethesda, MD, pp.18-20.<br />

37. Biggar, RJ, Rosenberg, PS, Cote, T. Kaposi’s sarcoma<br />

and NHL following AIDS diagnosis. Multistate/AIDS<br />

Cancer Match Study Group. Int J Cancer 1996 Dec<br />

11; 68(6):754-8.<br />

38. Levine, AM, Seneviratne, L, Espina, BM, et al. Evolving<br />

characteristics of AIDS-related lymphoma.<br />

Blood 2000 Dec 15; 96(13): 4084-90.<br />

39. Sandler, AS, Kaplan, LD. Diagnosis and management<br />

of systemic NHL in HIV disease. Hematol<br />

Oncol Clin North Am 1996 Oct; 10(5): 1111-24.<br />

40. Levin, M, Hertzberg, L. Kaposi’s sarcoma of the<br />

bone marrow presenting with fever of unknown<br />

origin. Med Pediatr Oncol 1994; 22: 410-413.


Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στα νοσήματα του κολλαγόνου<br />

ΝΓ Βαλλιάνου 1 , Ε Χαριτάτος 2<br />

1<br />

Επιμελήτρια Β΄, 2 Επικουρικός Παθολόγος, Α΄ Παθολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

VALLIANOU GN, CHARITATOS E. Fever of unknown origin caused by collagen vascular diseases. Recently, the<br />

frequency of noninfectious inflammatory diseases, seems to be steadily rising as a cause of fever of unknown origin. The<br />

category of noninfectious inflammatory diseases include collagen diseases, vasculitides and granulomatous disorders. Collagen<br />

diseases include adult Still’s disease, SLE, Sjφgren’s syndrome, polymyositis, rheumatoid arthritis, Felty’s syndrome,<br />

ankylosing spondylitis, Reiter’s syndrome, rheumatic fever, mixed connective-tissue disease, eosinophilic fasciitis and relapsing<br />

polychondritis. Among the vasculitides, giant cell arteritis/polymyalgia rheumatica, Takayasu’s aortitis, Wegener’s<br />

granulomatosis, Behηet’s syndrome, polyarteritis nodosa, microscopic polyangiitis, Churg-Strauss syndrome, hypersensitivity<br />

vasculitis, erythema multiforme, erythema nodosum, cryoglobulinaemia and Weber-Christian disease are well described.<br />

Some authors include sarcoidosis, granulomatous hepatitis, Crohn’s disease and midline granuloma in granulomatous disorders<br />

as a sub-category of noninfectious inflammatory diseases. It seems that adult Still’s disease is the most frequent<br />

cause among noninfectious inflammatory diseases in young adults and temporal arteritis/polymyalgia rheumatica the most<br />

frequent cause among people over 65 years old. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 23-30, 2011<br />

Key words: fever of unknown origin, collagen disease, vasculitis, granulomatous disease<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Τα τελευταία χρόνια, τα μη λοιμώδη φλεγμονώδη νοσήματα, στα οποία ανήκουν τα νοσήματα του κολλαγόνου, οι<br />

αγγειίτιδες και οι κοκκιωματώδεις νόσοι, αυξάνονται σε συχνότητα ως αίτια εμπυρέτου αγνώστου αιτιολογίας.<br />

Στα νοσήματα του κολλαγόνου περιλαμβάνονται η νόσος του Still των ενηλίκων, ο συστηματικός ερυθηματώδης<br />

λύκος, η ρευματοειδής αρθρίτιδα και το σύνδρομο Felty, η πολυμυοσίτιδα, το σύνδρομο Sjogren, η αγκυλοποιητική<br />

σπονδυλίτιδα, η μικτή νόσος του συνδετικού ιστού, το σύνδρομο Reiter, ο ρευματικός πυρετός, η ηωσινοφιλική<br />

fasciitis και η υποτροπιάζουσα πολυχονδρίτιδα. Στις αγγειίτιδες περιλαμβάνονται οι αγγειίτιδες εξ’ υπερευαισθησίας,<br />

η κροταφική αρτηριίτιδα/ρευματική πολυμυαλγία, η νόσος Takayasu, η νόσος του Wegener, η οζώδης<br />

πολυαρτηριίτιδα, η μικροσκοπική πολυαγγειίτιδα, το σύνδρομο Schurg-Strauss, το σύνδρομο Adamantiades-Behcet,<br />

η ιδιοπαθής μικτή κρυοσφαιριναιμία και η νόσος Weber-Christian, ενώ στις κοκκιωματώδεις νόσους συμπεριλαμβάνονται<br />

η σαρκοείδωση, η κοκκιωματώδης ηπατίτιδα, η νόσος του Crohn και το κοκκίωμα της μέσης γραμμής.<br />

Φαίνεται ότι η νόσος του Still των ενηλίκων και η κροταφική αρτηριίτιδα/ρευματική πολυμυαλγία αποτελούν τις<br />

συχνότερες αιτίες εμπυρέτου αγνώστου αιτιολογίας, η πρώτη σε νεαρά άτομα και η δεύτερη σε άτομα ηλικίας ><br />

65 ετών. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 23-30, 2011.<br />

Λέξεις κλειδιά: πυρετός αγνώστου αιτιολογίας, νοσήματα κολλαγόνου, αγγειίτιδες, κοκκιωματώδεις νόσοι<br />

Εισαγωγη<br />

Το 1961, οι Petersdorf και Beeson, όρισαν ως πυρετό<br />

αγνώστου αιτιολογίας (FUO, fever of unknown origin)<br />

τα κάτωθι:<br />

• Θερμοκρασία σώματος ≥ 38.3 ΊC σε διάφορες περιπτώσεις<br />

• Διάρκεια του πυρετού για τουλάχιστον τρεις<br />

εβδομάδες<br />

• Αδυναμία να τεθεί διάγνωση μετά από μία εβδομάδα<br />

νοσηλείας (1).<br />

Ο ορισμός αυτός ήταν ευρύτατα διαδεδομένος για<br />

τριάντα χρόνια, μέχρις ότου οι Durack και Street, πρό-


24<br />

Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στα νοσήματα του κολλαγόνου<br />

τειναν έναν άλλον ορισμό του πυρετού αγνώστου αιτιολογίας,<br />

που έγινε αποδεκτός, καθώς ελάμβανε υπ’<br />

όψιν αφενός τις ραγδαίες εξελίξεις στον τομέα της<br />

διάγνωσης ως αποτέλεσμα της τεχνολογικής προόδου<br />

(π.χ. υπέρηχοι, αξονική τομογραφία, μαγνητική τομογραφία)<br />

και αφετέρου τις ιδιαιτερότητες νέων πληθυσμιακών<br />

ομάδων π.χ. ασθενών με HIV λοίμωξη ή με<br />

λευκοπενία άλλης αιτιολογίας.<br />

Σύγχρονος ορισμός-Αδυναμίες<br />

Έτσι, το 1991 εισήγαγαν την έννοια του α) κλασικού<br />

FUO, β) του νοσοκομειακού FUO, γ) του ουδετεροπενικού<br />

FUO και δ) του συνδεόμενου με HIV λοίμωξη FUO (2).<br />

Σύμφωνα με το νέο αυτό ορισμό του κλασικού πυρετού<br />

αγνώστου αιτιολογίας, που ισχύει και σήμερα, το μόνο<br />

που διαφοροποιείται σε σχέση με τον αρχικό ορισμό<br />

των Petersdorf και Beeson, είναι η χρονική διάρκεια της<br />

αδυναμίας να τεθεί διάγνωση στη σημερινή εποχή των<br />

ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων. Πιο συγκεκριμένα, ο<br />

νέος ορισμός είναι ευρύτερος, θέτοντας ως όρους αντί<br />

της μίας εβδομάδας νοσηλείας, τις τρεις επισκέψεις σε<br />

ιατρούς ή τις τρεις ημέρες νοσηλείας ή τη μία εβδομάδα<br />

«έξυπνης και επεμβατικής» περιπατητικής διερεύνησης,<br />

χωρίς την ανεύρεση αιτίας. Άλλοι πάλι αντί για το<br />

ποσοτικό χρονικό κριτήριο εισαγάγουν την έννοια του<br />

ποιοτικού κριτηρίου, μιλώντας γενικά για το χρονικό<br />

διάστημα χωρίς ανεύρεση αιτίας του εμπυρέτου μετά<br />

από «δεδομένη», «έξυπνη» ενδο-νοσοκομειακή ή εξωνοσοκομειακή<br />

διερεύνηση (3, 4). Μάλιστα, έχουν προσδιορίσει<br />

τις διαγνωστικές εξετάσεις που συνιστούν τη<br />

«δεδομένη» (standard) διερεύνηση (5, 6).<br />

Τελευταία, μερικοί συγγραφείς υποστηρίζουν ότι<br />

ακόμη κι ένας πυρετός διαρκείας δύο εβδομάδων είναι<br />

επαρκές στοιχείο για να χαρακτηριστεί ως κλασικός<br />

πυρετός αγνώστου αιτιολογίας, εφ’ όσων πληρούνται<br />

τα άλλα κριτήρια (7, 8, 9). Άλλοι πάλι επιμένουν στην<br />

αρχική διάρκεια του εμπυρέτου σε πάνω από τρεις<br />

εβδομάδες (9, 10).<br />

Ένα μειονέκτημα του ισχύοντος ορισμού του κλασικού<br />

FUO είναι ότι δεν προσδιορίζεται ο τρόπος μετρήσεως<br />

του εμπυρέτου (π.χ. από το στόμα, από τη<br />

μασχάλη, από το ορθό, κ.λ.π.), η χρονική στιγμή (π.χ.<br />

πρωί, απόγευμα), η ηλικία, ή η έμμηνος ρύση, που όπως<br />

είναι γνωστό μπορεί να έχουν αθροιστικά ως αποτέλεσμα<br />

διαφορές θερμοκρασιών της τάξης των 1.9 ΊC<br />

(11,12,13,14). Παρόλα αυτά, οι περισσότεροι συμφωνούν<br />

ότι ακόμη και χαμηλή πυρετική κίνηση, όταν συνοδεύεται<br />

από εργαστηριακές ενδείξεις φλεγμονής (π.χ.<br />

αυξημένη C-αντιδρώσα πρωτεϊνη ή ΤΚΕ) θα πρέπει<br />

να συμπεριλαμβάνεται στο πλαίσιο του εμπυρέτου<br />

αγνώστου αιτιολογίας, ιδίως σε ηλικιωμένα άτομα,<br />

στα οποία η φυσιολογία της θερμορύθμισης μπορεί να<br />

είναι διαταραγμένη (11,15).<br />

Επιδημιολογία-Αιτιολογία<br />

Πάνω από διακόσιες ασθένειες έχουν καταγραφεί<br />

μέχρι σήμερα ως αίτια εμπυρέτου αγνώστου αιτιολογίας,<br />

οι οποίες ταξινομούνται σε τέσσερις κατηγορίες:<br />

α) λοιμώδη νοσήματα<br />

β) νεοπλάσματα<br />

γ) μη λοιμώδη φλεγμονώδη νοσήματα και<br />

δ) διάφορα άλλα νοσήματα (ακατάταχτα)<br />

Τα λοιμώδη νοσήματα εξακολουθούν να αποτελούν<br />

τη συχνότερη αιτία FUO, σε ποσοστό που ανέρχεται στο<br />

1/2 των περιπτώσεων (16,17,18). Ακολουθούν οι νεοπλασματικές<br />

νόσοι και στη συνέχεια τα μη λοιμώδη φλεγμονώδη<br />

νοσήματα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα<br />

νοσήματα του κολλαγόνου, οι αγγειίτιδες και οι κοκκιωματώδεις<br />

νόσοι (16, 19, 20). Η κατηγορία αυτή των μη λοιμωδών<br />

φλεγμονωδών νόσων είναι η πιο προβληματική<br />

εξ’ ορισμού, αφού άλλοι κατατάσσουν για παράδειγμα<br />

τη νόσο του Crohn και τη θυρεοειδίτιδα de Quervain στην<br />

τέταρτη κατηγορία των διαφόρων άλλων νοσημάτων<br />

και άλλοι τις κατατάσσουν στην τρίτη κατηγορία των μη<br />

λοιμωδών φλεγμονωδών νοσημάτων ( 21).<br />

Άλλοι πάλι κατατάσσουν την κοκκιωματώδη ηπατίτιδα<br />

και τη σαρκοείδωση στην τέταρτη κατηγορία<br />

των διαφόρων νοσημάτων αντί για την τρίτη κατηγορία<br />

των μη λοιμωδών φλεγμονωδών νοσημάτων, που<br />

έχει ως υποκατηγορία τις κοκκιωματώδεις νόσους (10,<br />

22). Παρά ταύτα, η τρίτη αυτή κατηγορία των μη λοιμωδών<br />

φλεγμονωδών νοσημάτων- που είναι και η κατηγορία<br />

που καλούμαστε να αναλύσουμε από τη σκοπιά<br />

του ρευματολόγου-, αυξάνεται σε συχνότητα τα<br />

τελευταία χρόνια, όπως αυξάνεται και η συχνότητα<br />

των περιπτώσεων FUO που παραμένουν αδιάγνωστα<br />

(16, 17, 23, 24). Μάλιστα, σε άτομα ηλικίας > 65 ετών, τα<br />

μη λοιμώδη φλεγμονώδη νοσήματα και ειδικότερα η<br />

κροταφική αρτηριίτιδα, η ρευματική πολυμυαλγία και<br />

η σαρκοείδωση φαίνεται να είναι τα συχνότερα σε<br />

πολλές μελέτες (25, 26, 27, 28, 29).<br />

Τα μη λοιμώδη φλεγμονώδη νοσήματα<br />

α) Νοσήματα του κολλαγόνου: Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται<br />

η νόσος του Still των ενηλίκων, ο συστηματικός<br />

ερυθηματώδης λύκος, η ρευματοειδής αρθρίτιδα<br />

και το σύνδρομο Felty, η πολυμυοσίτιδα, το


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 25<br />

σύνδρομο Sjogren, η αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα, η<br />

μικτή νόσος του συνδετικού ιστού, το σύνδρομο Reiter,<br />

ο ρευματικός πυρετός, η ηωσινοφιλική fasciitis και η<br />

υποτροπιάζουσα πολυχονδρίτιδα.<br />

β) Αγγειίτιδες: Περιλαμβάνονται οι αγγειίτιδες εξ’<br />

υπερευαισθησίας, η κροταφική αρτηριίτιδα/ρευματική<br />

πολυμυαλγία, η νόσος Takayasu, η νόσος του Wegener,<br />

η οζώδης πολυαρτηριίτιδα, η μικροσκοπική πολυαγγειίτιδα,<br />

το σύνδρομο Schurg-Strauss, το σύνδρομο<br />

Adamantiades-Behcet, η ιδιοπαθής μικτή κρυοσφαιριναιμία<br />

και η νόσος Weber-Christian.<br />

γ) Κοκκιωματώδεις νόσοι: Η κατηγορία αυτή είναι<br />

η πιο αμφισβητήσιμη, αφού μερικοί συγγραφείς<br />

κατατάσσουν εδώ τη σαρκοείδωση, την κοκκιωματώδη<br />

ηπατίτιδα, τη νόσο του Crohn, τη θυρεοειδίτιδα<br />

de Quervain, τον οικογενή μεσογειακό πυρετό και το<br />

κοκκίωμα μέσης γραμμής και άλλοι κατατάσσουν τις<br />

ασθένειες αυτές στην τέταρτη κατηγορία των διαφόρων<br />

άλλων (ακατάτακτων) νοσημάτων (10, 21, 22, 30,<br />

31). Εμείς, θα ακολουθήσουμε τον ορισμό που περιλαμβάνει<br />

πλέον την κατηγορία των κοκκιωματωδών νόσων<br />

και ειδικότερα τη σαρκοείδωση, την κοκκιωματώδη<br />

ηπατίτιδα, τη νόσο του Crohn και το κοκκίωμα της<br />

μέσης γραμμής στα μη λοιμώδη φλεγμονώδη νοσήματα<br />

και όχι στα διάφορα άλλα νοσήματα (9).<br />

Νόσος του Still των ενηλίκων<br />

Η διάγνωση της νόσου του Still των ενηλίκων στηρίζεται<br />

σε καθαρά κλινικά κριτήρια: τον πυρετό, τις<br />

αρθραλγίες, τις μυαλγίες, την αρθρίτιδα, τη φαρυγγίτιδα,<br />

το εξάνθημα, τη λεμφαδενοπάθεια, τη σπληνομεγαλία,<br />

την πλευρίτιδα και την περικαρδίτιδα.<br />

Πυρετός και αρθραλγίες/μυαλγίες ή αρθρίτιδα είναι<br />

συμπτώματα που απαντούν σε > 90% των ασθενών<br />

με νόσο του Still των ενηλίκων (32). Ο πυρετός είναι<br />

καθημερινός, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί<br />

να είναι και διπλός αμφημερινός, πυρετός που απαντάται<br />

μόνο στη νόσο του Still και στη σπλαγχνική<br />

λεϊσμανίαση (33). Είναι συνήθως υψηλός και μπορεί να<br />

προηγείται των υπολοίπων κλινικών εκδηλώσεων της<br />

νόσου και ένα χρόνο (5). Η αρθρίτιδα μπορεί να είναι<br />

ήπια αρχικά, αλλά μπορεί να γίνει και σοβαρή έως<br />

καταστροφική και αφορά κατά σειρά συχνότητας τα<br />

γόνατα, τους καρπούς, τους ταρσούς, τους αγκώνες,<br />

τις εγγύς μεσοφαλαγγικές αρθρώσεις και τους ώμους.<br />

Οι μυαλγίες μπορεί να είναι έντονες και συμπίπτουν<br />

με τις αιχμές του πυρετού (34). Το εξάνθημα απαντά<br />

στο 80% περίπου των ασθενών (32). Πρόκειται για ένα<br />

φευγαλέο εξάνθημα, που η εμφάνισή του συμπίπτει<br />

με τις αιχμές του πυρετού, κηλιδώδες ή κηλιδοβλατιδώδες,<br />

κόκκινης-πορτοκαλόχρουν χροιάς (όπως ο σολωμός),<br />

που εντοπίζεται συνήθως στον κορμό ή στα<br />

άκρα αλλά μπορεί να καταλαμβάνει και παλάμεςπέλματα<br />

ή πρόσωπο (35). Συνηθισμένα εργαστηριακά<br />

ευρήματα είναι η πολυμορφοπυρήνωση (στο 90% των<br />

περιπτώσεων), η αυξημένη C-αντιδρώσα πρωτεϊνη και<br />

ΤΚΕ (σε >90%), η αναιμία (στο 75%), η -συνήθως ήπιααύξηση<br />

των τρανσαμινασών (στο 75%) και η αυξημένη<br />

τιμή φερριτίνης ορού (στο 70%), της οποίας τα επίπεδα<br />

μπορεί να είναι υπερβολικά υψηλά, υπερβαίνοντας<br />

τα 10.000 ng/ml, ενώ από μερικούς ρευματολόγους τα<br />

επίπεδα της φερριτίνης χρησιμοποιούνται και για την<br />

παρακολούθηση της ανταπόκρισης ή μη στη θεραπεία<br />

(36, 37, 38). Επιπλέον, τα επίπεδα της γλυκοζυλιωμένης<br />

φερριτίνης είναι χαμηλά στη νόσο του Still, συνήθως<br />

από μία εβδομάδα<br />

• Αρθραλγίες ή αρθρίτιδα για > από δύο εβδομάδες<br />

• Μη κνησμώδες κηλιδώδες ή κηλιδοβλατιδώδες<br />

εξάνθημα, χροιάς δίκην σολωμού, που εμφανίζεται<br />

στον κορμό ή στα άκρα κατά τα πυρετικά<br />

κύματα<br />

• Λευκοκυττάρωση (>10.000/mm 3 ) με τουλάχιστον<br />

80% πολυμορφοπύρηνα Ελάσσονα κριτήρια:<br />

• Φαρυγγίτιδα<br />

• Λεμφαδενοπάθεια<br />

• Ηπατομεγαλία ή σπληνομεγαλία<br />

• Διαταραχές ηπατικής λειτουργίας (κυρίως ALT,<br />

AST, LDH)<br />

• Αρνητικά ΑΝΑ και RF<br />

Συμπερασματικά, η τριάδα υψηλού πυρετού, φευγαλέου<br />

εξανθήματος και αρθραλγιών ή αρθρίτιδας σε<br />

νέο ασθενή, ιδίως όταν αυτός αναφέρει πονόλαιμο, θα<br />

πρέπει να μας θέτει την υποψία νόσου του Still των<br />

ενηλίκων (5).


26<br />

Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στα νοσήματα του κολλαγόνου<br />

Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (ΣΕΛ)<br />

Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος είναι μία<br />

χρόνια φλεγμονώδης νόσος, που χαρακτηρίζεται από<br />

υφέσεις και εξάρσεις, εκδηλώσεις από το δέρμα, το<br />

μυοσκελετικό σύστημα, τους ορογόνους υμένες, τα<br />

νεφρά, το ΚΝΣ, τους πνεύμονες, καθώς και από την<br />

παρουσία αντιπυρηνικών αυτοαντισωμάτων. Ουσιαστικά,<br />

οι ασθενείς μπορεί να παραπονούνται για συμπτώματα<br />

που οφείλονται σε φλεγμονώδη προσβολή<br />

οποιουδήποτε οργάνου, με συνηθέστερη μορφή την<br />

προσβολή του μυοσκελετικού συστήματος, του δέρματος,<br />

των ορογόνων υμένων και ήπιες αιματολογικές<br />

διαταραχές. Σε άλλους ασθενείς, μπορεί να προεξάρχει<br />

η προσβολή των νεφρών, καρδιάς-πνευμόνων, του<br />

ΚΝΣ, ή οι αιματολογικές διαταραχές. Συνήθως, η βλάβη<br />

που κυριαρχεί στα πρώτα χρόνια εκδήλωσης της νόσου<br />

τείνει να επικρατεί και μεταγενέστερα κατά την<br />

πορεία της νόσου (41, 42).<br />

Η διάγνωση βασίζεται στα κριτήρια που έχουν θεσπιστεί<br />

από το Αμερικάνικο Κολλέγιο Ρευματολογίας<br />

και τίθεται εφ’ όσων πληρούνται τέσσερα από τα παρακάτω<br />

κριτήρια, ταυτόχρονα ή διαδοχικά (43):<br />

• Εξάνθημα δίκης πεταλούδας<br />

• Δισκοειδής λύκος<br />

• Φωτοευαισθησία<br />

• Έλκη στόματος<br />

• Αρθρίτιδα<br />

• Πλευρίτιδα ή περικαρδίτιδα<br />

• Νεφρική συμμετοχή με λευκωματουρία > 0.5 g/24h<br />

ή παθολογικό ίζημα ούρων<br />

• Νευρολογική συμμετοχή (σπασμοί ή ψύχωση)<br />

• Αιματολογικές διαταραχές (αιμολυτική αναιμία,<br />

λευκοπενία:


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 27<br />

δηλώσεις (εξάνθημα δίκην ηλιοτροπίου, σημείο Gottron,<br />

κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα σε εκτεθειμένα στον ήλιο<br />

σημεία) και μπορεί να αποτελεί παρανεοπλασματική<br />

εκδήλωση. Χαρακτηριστική της πολυμυοσίτιδας αλλά<br />

μη ειδική είναι η αύξηση των μυϊκών ενζύμων (αλδολάσης,<br />

CPK, SGOT, SGPT, LDH). Το ηλεκτρομυογράφημα<br />

όπως και η βιοψία μυός είναι παθολογικά. Τα αντί-Jo<br />

είναι ειδικά και θετικά σε > 65 % των ασθενών.<br />

Μικτή νόσος του συνδετικού ιστού<br />

Εκδηλώνεται με συμπτωματολογία περισσοτέρων<br />

από ενός νοσημάτων του κολλαγόνου, π.χ. ΣΕΛ, ρευματοειδούς<br />

αρθρίτιδας, πολυμυοσίτιδας/δερματομυοσίτιδας,<br />

σκληροδερμίας και χαρακτηρίζεται από θετικά<br />

αντι-RNP που είναι ειδικά της νόσου.<br />

Ρευματικός πυρετός<br />

Σύμφωνα με τα αναθεωρημένα κριτήρια κατά<br />

Jones, η διάγνωση του ρευματικού πυρετού τίθενται<br />

εφ’ όσων πληρούνται δύο μείζονα κριτήρια ή ένα μείζον<br />

κριτήριο και δύο ελάσσονα κριτήρια και υπάρχει<br />

απόδειξη προηγηθείσας στρεπτοκοκκικής λοίμωξης.<br />

Μείζονα κριτήρια:<br />

• Μεταναστευτική πολυαρθρίτιδα<br />

• Καρδίτιδα<br />

• Ρευματικά οζίδια<br />

• Οχθώδες ερύθημα (Erythema marginatum)<br />

• Χορεία του Sydenham.<br />

Ελάσσονα κριτήρια:<br />

• Πυρετός<br />

• Αρθραλγίες<br />

• Ιστορικό ρευματικού πυρετού ή ρευματικής καρδιοπάθειας<br />

• Αυξημένοι δείκτες φλεγμονής (λευκοκυττάρωση,<br />

TKE, CRP)<br />

• ΗΚΓ αλλοιώσεις (παράταση PR).<br />

Υποτροπιάζουσα πολυχονδρίτιδα<br />

Πρόκειται για φλεγμονώδη νόσο του χόνδρινου<br />

ιστού των ώτων, της ρινός και του λαρυγγοτραγχειοβρογχικού<br />

δένδρου που εκδηλώνεται με πόνο στο<br />

αυτί, εμβοές, διαταραχές ακοής, ρινίτιδα, επιστάξεις,<br />

παραμόρφωση ρινός, βήχα, δύσπνοια και υποτροπιάζουσες<br />

λοιμώξεις αναπνευστικού. Μπορεί να συνυπάρχει<br />

μη διαβρωτική οροαρνητική αρθρίτιδα, σπειραματονεφρίτιδα,<br />

συμμετοχή εκ του δέρματος, της<br />

καρδιάς και του ΚΝΣ.<br />

Κροταφική αρτηριίτιδα (ή Γιγαντοκυτταρική αρτηριίτιδα)/Ρευματική<br />

πολυμυαλγία<br />

Αν και σπάνια σε άτομα < 55 ετών, σε ασθενείς ><br />

65 ετών είναι υπεύθυνη για > 15% των περιπτώσεων<br />

FUO (25, 28). Για τη διάγνωση της κροταφικής αρτηριίτιδας<br />

έχουν θεσπιστεί τα κάτωθι κριτήρια από το<br />

Αμερικάνικο Κολλέγιο Ρευματολογίας:<br />

• Ηλικία έναρξης συμπτωμάτων ≥ 50 έτη<br />

• «Νέα» κεφαλαλγία (πρωτοεμφανιζόμενη κεφαλαλγία<br />

ή νέου τύπου εντοπισμένη κεφαλαλγία)<br />

• Παθολογική κροταφική αρτηρία κατά την ψηλάφηση<br />

(ευαισθησία ή μειωμένες σφύξεις)<br />

• Παθολογική βιοψία κροταφικής αρτηρίας<br />

• Αυξημένη ΤΚΕ ( ≥ 50mm/h)<br />

Αν πληρούνται τουλάχιστον τρία από τα παραπάνω<br />

κριτήρια τίθενται η διάγνωση κροταφικής αρτηριίτιδας<br />

(46). Ο πυρετός είναι συνήθως χαμηλός αν και<br />

στο 15% των περιπτώσεων μπορεί να υπερβεί τους 39<br />

Ί C. Άλλα συμπτώματα είναι η διαλείπουσα χωλότητα<br />

της κάτω γνάθου, διαταραχές οράσεως μέχρι και<br />

πλήρη τύφλωση λόγω οπτικής νευρίτιδας-που μπορεί<br />

να αποτελούν και την πρώτη εκδήλωση της νόσου-,<br />

συμπτώματα ρευματικής πολυμυαλγίας, αρθραλγίες,<br />

αρθρίτιδα ή περιφερική νευροπάθεια (47).<br />

Η κροταφική αρτηριίτιδα και η ρευματική πολυμυαλγία<br />

συχνά συνυπάρχουν και πολλοί τις θεωρούν<br />

ως διαφορετικές φάσεις της ίδιας νόσου (47). Η ρευματική<br />

πολυμυαλγία εμφανίζεται σε άτομα > 50 ετών και<br />

χαρακτηρίζεται από πρωϊνή δυσκαμψία διαρκείας > 1<br />

ώρας, άλγη διαρκείας > 1 μηνός, σε δύο τουλάχιστον<br />

από τις τρεις παρακάτω περιοχές: αυχενική, ωμική ή<br />

πυελική ζώνη, ΤΚΕ > 40 mm/h, αποκλεισμό άλλης αιτίας<br />

που να προκαλεί παρόμοια συμπτώματα και ταχεία<br />

υποχώρηση των συμπτωμάτων με κορτιζονοθεραπεία<br />

(48). Σημειωτέον, ότι περίπου το 20% των περιπτώσεων<br />

κροταφικής αρτηριίτιδας και ρευματικής πολυμυαλγίας<br />

έχουν φυσιολογική ΤΚΕ (49). Η ΤΚΕ αλλά και<br />

ακόμη περισσότερο η C-αντιδρώσα πρωτεϊνη χρησιμοποιούνται<br />

για την παρακολούθηση της ενεργότητας<br />

της νόσου και της ανταπόκρισης στη θεραπεία (50).<br />

Νόσος του Wegener<br />

Για τη διάγνωση της νόσου του Wegener, που ανήκει<br />

στις αγγειίτιδες μικρών και μεσαίου μεγέθους αγγείων,<br />

πρέπει να πληρούνται τουλάχιστον δύο από<br />

τα παρακάτω κριτήρια:<br />

• Φλεγμονή ρινός ή στόματος (στοματικά έλκη, πυώδες<br />

ή αιματηρό ρινικό έκκριμα)<br />

• Παθολογική ακτινογραφία θώρακα (οζίδια, κοιλότητες,<br />

διηθήματα)<br />

• Παθολογικό ίζημα ούρων<br />

• Κοκκιωματώδης φλεγμονή σε βιοψία (51)<br />

Εκτός από τα παραπάνω, μπορεί να υπάρχουν μη


28<br />

Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στα νοσήματα του κολλαγόνου<br />

ειδικά συμπτώματα (π.χ. πυρετός, απώλεια βάρους,<br />

κακουχία), αλλά και ειδικά όπως διαταραχές ακοής,<br />

συμμετοχή των οφθαλμών (επιπεφυκίτιδα, ραγοειδίτιδα,<br />

σκληρίτιδα), αρθρίτιδα, συμμετοχή του δέρματος<br />

(πορφύρα, κ.λ.π.), περιφερική νευροπάθεια, πολλαπλή<br />

μονονευρίτιδα και πολύ σπανιότερα συμμετοχή<br />

άλλων οργάνων, π.χ. καρδιάς, εγκεφάλου, κ.λ.π.. Οι<br />

συνηθέστερες πάντως εκδηλώσεις της νόσου είναι η<br />

ρινίτιδα, η ταχέως εξελισσόμενη σπειραματονεφρίτιδα-<br />

που συχνά οδηγεί σε νεφρική ανεπάρκεια- και<br />

οι εκδηλώσεις εκ των πνευμόνων (βήχας, δύσπνοια ή<br />

αιμόπτυση). Τα c-ANCA είναι συνήθως θετικά, αλλά τα<br />

αρνητικά δεν αποκλείουν τη νόσο.<br />

Οζώδης πολυαρτηριίτιδα<br />

Πρόκειται για αγγειίτιδα μικρού και μέσου μεγέθους<br />

αγγείων που εκδηλώνεται με εμπύρετο, κακουχία, μυαλγίες<br />

και συμπτώματα ανάλογα με το όργανο, οι<br />

αρτηρίες του οποίου έχουν προσβληθεί από τη νόσο.<br />

Οι συχνότερες εκδηλώσεις είναι από τους νεφρούς,<br />

το γαστρεντερικό σύστημα, το περιφερικό νευρικό σύστημα,<br />

το δέρμα και την καρδιά με υπέρταση, νεφρική<br />

ανεπάρκεια, αιμορραγία, έλκη ή έμφρακτα από στομάχι-έντερο,<br />

πολλαπλή μονονευρίτιδα ή περιφερική<br />

νευροπάθεια, πορφυρικό εξάνθημα ή δικτυωτή πελίωση,<br />

περικαρδίτιδα και ορχίτιδα στους άνδρες. Η ΤΚΕ<br />

και τα λευκά αιμοσφαίρια είναι αυξημένα, τα ANCA<br />

είναι συνήθως θετικά, ενώ σε > 15% των περιπτώσεων<br />

οι ασθενείς έχουν θετικό αυστραλιανό αντιγόνο.<br />

Η διάγνωση τίθεται με βιοψία του προσβεβλημένου<br />

οργάνου, στην οποία καταδεικνύονται ανευρύσματα<br />

ή στενώσεις των συστοίχων αρτηριών ή με αρτηριογραφία.<br />

Μικροσκοπική πολυαγγειίτιδα<br />

Πρόκειται για αγγειίτιδα μικρών αγγείων που δεν<br />

οδηγεί συνήθως σε νεκρωτικές βλάβες και που μπορεί<br />

να προσβάλλει οποιοδήποτε όργανο. Διαφέρει από<br />

την οζώδη πολυαρτηριίτιδα γιατί μπορεί να προσβάλλει<br />

και τους πνεύμονες. Τα p-ANCA είναι θετικά.<br />

Σύνδρομο Churg-Strauss<br />

Το σύνδρομο Churg-Strauss ή αλλεργική κοκκιωμάτωση<br />

είναι αγγειίτιδα των μικρών και μέσου μεγέθους<br />

αγγείων, με χαρακτηριστική διήθηση από ηωσινόφιλα<br />

κοκκιοκύτταρα, που οδηγεί σε νεκρωτικές βλάβες. Χαρακτηρίζεται<br />

στα πρώιμα στάδια από παραρρινοκολπίτιδα<br />

και άσθμα και τελικά από εκδηλώσεις αγγειίτιδας<br />

από τους νεφρούς, το δέρμα, το περιφερικό<br />

νευρικό σύστημα, το γαστρεντερικό σύστημα και την<br />

καρδιά. Τα p-ANCA είναι θετικά.<br />

Συμπεράσματα<br />

Σήμερα, από τα μη λοιμώδη φλεγμονώδη νοσήματα,<br />

και με δεδομένη την ευκολότερη διάγνωση του συστηματικού<br />

ερυθηματώδους λύκου και της ρευματοειδούς<br />

αρθρίτιδας με βάση και τα αυτοαντισώματα, η νόσος<br />

του Still των ενηλίκων και η κροταφική αρτηριίτιδα/<br />

ρευματική πολυμυαλγία αποτελούν τις συχνότερες<br />

αιτίες εμπυρέτου αγνώστου αιτιολογίας, η πρώτη<br />

σε νεαρά άτομα και η δεύτερη σε άτομα ηλικίας > 65<br />

ετών.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Petersdorf RB, Beeson PB. Fever of unexplained<br />

origin: report on 100 cases. Medicine 1961, 40: 1–30.<br />

2. Durack DT, Street AC. Fever of unknown origin<br />

– reexamined and redefined. Curr Clin Top Inf Dis<br />

1991, 11: 35–51.<br />

3. Knockaert DC. Fever of Unknown Origin in the<br />

Ultrasonography and Computed Tomography Era.<br />

Thesis. Acco, Leuven, Belgium, 1991.<br />

4. De Kleijn EMH, Knockaert DC, van der Meer JWM.<br />

Fever of unknown origin: a new definition and<br />

proposal for diagnostic work-up. Eur J Intern Med<br />

2000, 11: 1–3.<br />

5. Arnow PM, Flaherty JP. Fever of unknown origin.<br />

Lancet 1997, 350: 575–580.<br />

6. Hirschmann JV. Fever of unknown origin in adults.<br />

Clin Infect Dis 1997, 24: 291–302.<br />

7. Konecny P, Davidson RN. Pyrexia of unknown origin<br />

in the 1990s: time to redefine. Br J Hosp Med 1996,<br />

56: 21–24.<br />

8. Whitehead TC, Davidson RN. Pyrexia of unknown<br />

origin: changing epidemiology. Curr Opin Infect Dis<br />

1997, 10: 134–138.<br />

9. Gelfand J, Dinarello C. Fever of Unknown Origin.<br />

In: Harrison’s Principles of Internal Medicine. New<br />

York, McGraw Hill, 1997.<br />

10. Knockaert DC, Vanderschueren S, Blockmans D.<br />

Fever of unknown origin. 40 years on. J Int Med<br />

2003, 253: 263-275.<br />

11. De Kleijn EMH, Knockaert DC, van der Meer JWM.<br />

Fever of unknown origin: a new definition and<br />

proposal for diagnostic work-up. Eur J Intern Med<br />

2000, 11: 1–3.<br />

12. Jaffe DM. What’s hot and what’s not. The gold<br />

standard for thermometry in emergency medicine.<br />

Ann Emerg Med 1995, 25: 97–99.<br />

13. Craig JV, Lancaster GA, Williamson PR, et al.<br />

Temperature measures at the axilla compared with


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 29<br />

rectum in children and young people: systematic<br />

review. BMJ 2000, 320: 1174–1178.<br />

14. Mackowiak PR, Bartlett JG, Borden EC. Concepts of<br />

fever: recent advances and lingering dogma. Clin<br />

Infect Dis 1997, 25: 119–138.<br />

15. Tal S, Guller V, Gurevich A, Levi S. Fever of<br />

unknown origin in the elderly. J Inter Med 2002,<br />

252: 295–304.<br />

16. Larson EB, Featherstone HJ, Petersdorf RG. Fever<br />

of undetermined origin: diagnosis and follow-up of<br />

105 cases, 1970–1980. Medicine 1982, 61: 269–292.<br />

17. Kazanjian PH. Fever of unknown origin: review of<br />

86 patients treated in community hospitals. Clin<br />

Infect Dis 1992, 15: 968–973.<br />

18. Jung A, Singh MM, Jajoo U. Unexplained feveranalysis<br />

of 233 cases in a referral hospital. Indian J<br />

Med Sci 1999, 53: 535–544.<br />

19. Barbado FK, Vazquez JJ, Pena JM, et al. Pyrexia of<br />

unknown origin: changing spectrum of diseases in<br />

two consecutive series. Postgrad Med J 1992, 68:<br />

884–887.<br />

20. Shoji S, Imamura A, Imai Y, et al. Fever of unknown<br />

origin: a review of 80 patients from the shinetsu<br />

area of Japan from 1986–1992. Intern Med 1994, 33:<br />

74–76.<br />

21. De Kleijn EMH, Vandenbroucke JP, Van Der Meer<br />

JWM, the Netherlands FUO Study Group. Fever of<br />

unknown origin (FUO). Medicine 1997, 76: 392–<br />

400.<br />

22. Vanderschueren S, Knockaert D, Adriaenssens T,<br />

et al. From prolonged febrile illness to fever of<br />

unknown origin. The challenge continues. Arch<br />

Intern Med 2003, 166: 1033-1041.<br />

23. Knockaert DC, Vanneste LJ, Vanneste SB, et al.<br />

Fever of unknown origin in the 1980s. Arch Intern<br />

Med 1992, 152: 51–54.<br />

24. Iikuni Y, Okada J, Kondo H, et al. Current fever<br />

of unknown origin 1982–1992. Intern Med 1994, 33:<br />

67–73.<br />

25. Knockaert DC, Vanneste LJ, Bobbaers HJ. Fever of<br />

unknown origin in elderly patients. J Am Geriatr<br />

Soc 1993, 41: 1187–1192.<br />

26. Norman DC. Fever in the elderly. Clin Infect Dis<br />

2000, 31: 148–151.<br />

27. Tal S, Guller V, Gurevich A, et al. Fever of unknown<br />

origin in the elderly. J Inter Med 2002, 252: 295–<br />

304.<br />

28. Esposito AL, Gleckman RA. Fever of unknown<br />

origin in the elderly. J Am Geriatric Soc 1978, 26:<br />

498–505.<br />

29. Barrier J, Schneebeli S, Peltier P. Les fievres<br />

prolongees inexpliquees chez les personnes agees.<br />

Concours med 1982, 104: 4679–4689.<br />

30. Jitendranath L, Slim J. Work-up of fever of unknown<br />

origin in adult patients. Hosp Phys 2005, 11: 9-15.<br />

31. Roth AR, Basello GM. Approach to the adult patient<br />

with fever of unknown origin. Am Fam Phys 2003,<br />

68: 2223-2228.<br />

32. Mert A, Ozaras R, Tabak F, et al. Fever of unknown<br />

origin-a review of 20 patients with adult-onset<br />

Still’s disease. Clin Rheumatol 2003, 22: 89-93.<br />

33. Cunha BA. Fever of unknown origin caused by<br />

adult juvenile rheumatoid arthritis: the diagnostic<br />

significance of double quotidian fevers and elevated<br />

serum ferritin levels. Heart Lung 2004, 33: 417-421.<br />

34. Elkon KB, Hughes GR, Bywaters EG, et al. Adultonset<br />

Still’s disease. Twenty-year follow-up and<br />

further studies of patients with active disease.<br />

Arthritis Rheum 1982, 25: 647.<br />

35. Larson EB. Adult Still’s disease. Medicine 1984, 63:<br />

82–91.<br />

36. Pouchot J, Sampalis JS, Beaudet F, et al. Adult<br />

Still’s disease: manifestations, disease course and<br />

outcome in 62 patients. Medicine (Baltimore) 1991,<br />

70: 118.<br />

37. Akritidis N, Giannakakis I, Gioglis T. Ferritin levels<br />

and response to treatment in patients with adult<br />

Still’s disease. J Rheumatol 1996, 23: 201.<br />

38. Kamakura M, Ishikura H, Munemasa M, et al. Adult<br />

onset Still’s disease associated hemophagocytosis.<br />

J Rheumatol 1997, 24: 1645.<br />

39. Fautrel B, Le Moel G, Saint-Marcoux B, et al.<br />

Diagnostic value of ferritin and glycosylated<br />

ferritin in adult onset Still’s disease. J Rheumatol<br />

2001, 28: 322.<br />

40. Yamaguchi M, Ohta A, Tsunematsu T, et al.<br />

Preliminary criteria for classification of adult Still’s<br />

disease. J Rheumatol 1992, 19: 424.<br />

41. Hochberg MC. Systemic lupus erythematosus.<br />

Rheum Dis Clin North Am 1990, 16: 617-639.<br />

42. Pistiner M, Wallace DJ, Nessim S, et al. Lupus<br />

erythematosus in the 1980s: a survey of 570<br />

patients. Semin Arthritis Rheum 1991, 21: 55-64. 43.<br />

Tan EM, Cohen AS, Fries JF, et al. The 1982 revised<br />

criteria for the classification of systemic lupus<br />

erythematosus. Arthritis Rheum 1982, 25: 1271-1277.<br />

44. Hochberg HC. Updating the American College of<br />

Rheumatology revised criteria for the classification


30<br />

Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στα νοσήματα του κολλαγόνου<br />

of systemic lupus erythematosus. Arthritis Rheum<br />

1997, 40: 1725.<br />

45. Mills J. Systemic lupus erythematosus. N Engl J<br />

Med 1994, 330: 1871-1879.<br />

46. Aletaha D, Neogi T, Silman AJ, et al. 2010<br />

rheumatoid arthritis classification criteria: an<br />

American College of Rheumatology/European<br />

League Against Rheumatism collaborative<br />

initiative. Ann Rheum Dis. 2010, 69: 1580–1588.<br />

46. Rao JK, Allen NB, Pincus T. Limitations of the 1990<br />

American College of Rheumatology classification<br />

criteria in the diagnosis of vasculitis. Ann Intern<br />

Med 1998, 129: 345-352.<br />

47. Salvarani C, Cantini F, Boiardi M, et al. Polymyalgia<br />

rheumatica and giant cell arteritis. N Engl J Med<br />

2004, 347: 261-271.<br />

48. Martinez-Taboada VM, Blanco R, Armona J,<br />

et al. Giant cell arteritis with an erythrocyte<br />

sedimentation rate lower than 50. Clin Rheumatol<br />

2000, 19: 73–75.<br />

49. Healey LA. Long-term follow-up of polymyalgia<br />

rheumatica: evidence for synovitis. Semin Arthritis<br />

Rheum 1984, 13: 322-328.<br />

50. Cantini F, Salvarani C, Olivieri I, et al. Erythrocyte<br />

sedimentation rate and C-reactive protein in the<br />

evaluation of disease activity and severity in<br />

polymyalgia rheumatica: a prospective follow-up<br />

study. Semin Arthritis Rheum 2000, 30: 17-24.<br />

51. Leavitt RY, Fauci AS, Block DA, et al. The American<br />

College of Rheumatology 1990 criteria for the<br />

classification of Wegener’s granulomatosis. Arthritis<br />

Rheum 1990, 33: 1101–1107.


Πυρετός αγνώστου αιτιολογίας ως συνοδό σύμπτωμα σε ασθενείς<br />

με κακοήθη νεοπλάσματα<br />

ΧΔ Ζουμπλιός<br />

Επιμελητής Α’, Ογκολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

ZOUBLIOS DC. Fever of unknown origin in malignancies. Fever of unknown origin (FUO) is defined as fever higher<br />

than 38,3 C, with duration for at least three weeks and uncertain diagnosis after one week of study in the hospital. Three<br />

general categories of illness account for the majority of “classic” FUO cases: infections, malignancies, connective tissue<br />

diseases. Malignancies as causes of FUO have decreased over time as a consequence of better imagine techniques.<br />

Special category of FUO is the neutropenic FUO. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 31-36, 2011.<br />

Key words: fever of unknown origin, neoplasia, neutropenic fever<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Πυρετός αγνώστου αιτιολογίας (ΠΑΑ) ορίζεται ο πυρετός του οποίου η διάρκεια είναι μεγαλύτερη από 3 εβδομάδες,<br />

με θερμοκρασία μεγαλύτερη από 38,3 C, και για τον οποίο δεν επετεύχθη διάγνωση μετά από μία εβδομάδα<br />

νοσηλείας. Τρεις είναι οι κύριες κατηγορίες νοσημάτων οι οποίες αποτελούν αίτια ΠΑΑ: λοιμώξεις, νεοπλάσματα<br />

και νοσήματα του κολλαγόνου. Το ποσοστό των νεοπλασμάτων σαν αίτια ΠΑΑ μειώνεται τα τελευταία χρόνια<br />

λόγω της βελτίωσης των απεικονιστικών τεχνικών. Υποκατηγορία ΠΑΑ επί παρουσίας νεοπλασίας αποτελεί ο<br />

ΠΑΑ επί ουδετεροπενίας. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 31-36, 2011.<br />

Λέξεις κλειδιά: πυρετός αγνώστου αιτιολογίας, νεοπλασία, εμπύρετος ουδετεροπενία<br />

Εισαγωγη<br />

Το όφελος από την μέτρηση της θερμοκρασίας για<br />

την διάγνωση και την παρακολούθηση των ασθενειών<br />

αναγνωρίσθηκε πρώτα από τον Wunderlich, έναν γερμανό<br />

κλινικό το 1868 (Wunderlich, 1870) [1].<br />

Η πρώτη δημοσίευση για τον πυρετό αγνώστου αιτιολογίας<br />

εμφανίσθηκε στην βιβλιογραφία το 1930 [2].<br />

Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας (ΠΑΑ) ορίσθηκε<br />

το 1961 από τους Petersdorf και Beeson ως ο πυρετός<br />

του οποίου η διάρκεια είναι μεγαλύτερη από<br />

3 εβδομάδες, με θερμοκρασία μεγαλύτερη από 38,3 C<br />

και για τον οποίο δεν επετεύχθη διάγνωση μετά από<br />

μια εβδομάδα νοσηλείας σε νοσοκομείο [3]. Η εφαρμογή<br />

αυτού του ορισμού, κατέστησε δυνατή την παρουσίαση<br />

μεγάλων σειρών ασθενών με ΠΑΑ. Έτσι μέσα σε<br />

μερικές δεκαετίες, διευκόλυνε την κατανόηση, την παρακολούθηση<br />

της αλλαγής της παρουσίασής του και<br />

την αντιμετώπιση των ασθενών με ΠΑΑ. Το 2003, με<br />

δεδομένο ότι στην σύγχρονη εποχή, ο απαιτούμενος<br />

έλεγχος, εφόσον ο ασθενής είναι σε καλή γενική κατάσταση,<br />

είναι δυνατόν να γίνει στα εξωτερικά ιατρεία,<br />

ο ορισμός αυτός τροποποιήθηκε και δεν απαιτείται<br />

πλέον η ενδονοσοκομειακή νοσηλεία για να ορισθεί ότι<br />

κάποιος ασθενής ανήκει στην ομάδα πυρετού αγνώστου<br />

αιτιολογίας [4- 8]. Μία επιπλέον αλλαγή η οποία<br />

έγινε την ίδια εποχή είναι ο διαχωρισμός του ΠΑΑ σε 4<br />

κατηγορίες: κλασσικός ΠΑΑ, ΠΑΑ επί ουδετεροπενίας,<br />

ΠΑΑ επί HIV, και ενδονοσοκομειακός ΠΑΑ. [5-8]<br />

Από την μέχρι σήμερα βιβλιογραφία [3, 9-25], τα νοσήματα<br />

τα οποία δύνανται να εκδηλωθούν σαν ΠΑΑ<br />

διακρίνονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: λοιμώξεις,<br />

νεοπλάσματα και τα νοσήματα του συνδετικού ιστού.<br />

Θα αναφερθούμε στην συνέχεια στα νεοπλάσματα<br />

ως αίτια πυρετού αγνώστου αιτιολογίας.


32<br />

Πυρετός αγνώστου αιτιολογίας ως συνοδό σύμπτωμα σε ασθενείς με κακοήθη νεοπλάσματα<br />

Πυρετός και νεοπλασίες<br />

Ο πυρετός εθεωρείτο μια γνωστή εκδήλωση των<br />

νεοπλασμάτων για πολλά χρόνια. Ο Briggs μελέτησε<br />

238 κακοήθειες και διαπίστωσε ότι ο πυρετός υπήρχε<br />

σε 38% των ασθενών με νεοπλασία. Ωστόσο μόνο 2,9%<br />

από αυτούς τους ασθενείς είχαν επιμένοντα πυρετό.<br />

[27] Αυτή και άλλες μελέτες [28] είχαν δώσει την εντύπωση<br />

ότι ο πυρετός ήταν εξαιρετικά συχνή εκδήλωση<br />

των νεοπλασμάτων.<br />

Οι Browder, Huff και Petersdorf μελέτησαν την σημασία<br />

του πυρετού στην νεοπλασματική νόσο σε 343<br />

ασθενείς με καρκίνο [29, 30]. Οι συγγραφείς αυτοί, βρήκαν<br />

επίσης υψηλή επίπτωση πυρετού σε ασθενείς με<br />

καρκίνο, αλλά τα δεδομένα τους υποδείκνυαν ότι στις<br />

περισσότερες περιπτώσεις, υπεύθυνα για τον πυρετό<br />

ήταν είτε λοιμώξεις είτε απόφραξη οφειλόμενη στον<br />

όγκο και ο πυρετός υποχωρούσε αυτόματα με την<br />

κατάλληλη αγωγή. Οι συγγραφείς αυτοί συμπέραναν<br />

ότι πυρετός οφειλόμενος στον όγκο αυτόν καθ’ αυτόν<br />

ήταν σπάνιος, με συχνότητα 4-5% στους ασθενείς της<br />

μελέτης τους. Τα συχνότερα νεοπλάσματα τα οποία<br />

παρουσιάζονταν με πυρετό οφειλόμενο στον όγκο<br />

καθ’ εαυτόν, σε αυτές τις μελέτες, ήταν η νόσος του<br />

Hodgkin, τα μυξώματα, το υπερνέφρωμα, το οστεογενές<br />

σάρκωμα αν και έχει αναφερθεί μια ποικιλία<br />

άλλων όγκων οι οποίοι συνοδεύονταν από την παρουσία<br />

πυρετού. Τα συμπεράσματα αυτά επιβεβαιώθηκαν<br />

και από άλλες μελέτες [31].<br />

Ο σχετιζόμενος με την νεοπλασία πυρετός συνήθως<br />

ορίζεται σαν ανεξήγητος πυρετός, ο οποίος<br />

συνυπάρχει με την ανάπτυξη του όγκου, υποχωρεί<br />

άμεσα με την απομάκρυνση ή τον έλεγχο με θεραπεία<br />

του όγκου και επανεμφανίζεται με την υποτροπή του<br />

όγκου. Επίσης, όταν ο πυρετός επιμένει επί μη ελεγχόμενου<br />

όγκου, χωρίς άλλη εμφανή αιτία, η νεοπλασία<br />

είναι η πιθανή αιτία του πυρετού [32].<br />

Στην νόσο του Hodgkin ο πυρετός σαν συστηματική<br />

εκδήλωση αποτελεί κακό προγνωστικό σημείο, σε<br />

κάθε στάδιο της νόσου και απαιτείται η υποχώρησή<br />

του για την απόδειξη ανταπόκρισης της νόσου και<br />

επακόλουθης ίασης. Δεν υπάρχουν δεδομένα για την<br />

σημασία του πυρετού, όσον αφορά την πρόγνωση, σε<br />

άλλους όγκους.<br />

Η αιτιολογία του νεοπλασματικού πυρετού, αποδίδεται<br />

στην απελευθέρωση πυρετογόνων από τα κύτταρα<br />

του όγκου, τα φυσιολογικά λευκοκύτταρα, η από<br />

μια ποικιλία άλλων φυσιολογικών κυττάρων τα οποία<br />

εκκρίνουν ενδογενή πυρετογόνα. Για παράδειγμα το<br />

κύτταρα Kupffer του ήπατος περιέχουν ενδογενή πυρετογόνα<br />

τα οποία είναι δυνατόν να προξενούν πυρετό<br />

επί ηπατώματος η επί ηπατικών μεταστάσεων από άλλους<br />

όγκους [33]. Τα νεοπλασματικά κύτταρα παράγουν<br />

επίσης πυρετογόνα. Έχει δειχθεί η ύπαρξη πυρετογόνων<br />

ουσιών σε νεοπλασματικό ιστό ασθενών με υπερνέφρωμα<br />

και νόσο του Hodgkin [34]. Επί παρανεοπλαστικού<br />

πυρετού η θεραπεία πρέπει να κατευθύνεται έναντι<br />

του νεοπλάσματος. Οι περισσότερο δραματικές ανταποκρίσεις<br />

σε αυτές τις περιπτώσεις αφορούν ασθενείς<br />

με νόσο του Hodgkin ή υπερνέφρωμα.<br />

Συχνότητα των νεοπλασμάτων ως<br />

αίτια ΠΑΑ<br />

Στις μελέτες της δεκαετίας του 1970 και του 1980<br />

τα νεοπλάσματα αποτελούσαν το 17-30% των νοσημάτων<br />

τα οποία ήταν αίτια ΠΑΑ [4]. Ωστόσο, την δεκαετία<br />

του 1990 το ποσοστό αυτό μειώθηκε σε περίπου<br />

9-20%, λόγω της ευρύτερης χρήσης των βελτιωμένων<br />

απεικονιστικών τεχνικών (κυρίως το υπερηχογράφημα<br />

και η αξονική τομογραφία) οι οποίες διευκόλυναν<br />

την πρώιμη αποκάλυψη της υποκείμενης νεοπλασίας.<br />

[4, 13, 15, 19, 24]. Η παρατήρηση αυτή, όμως, δεν μειώνει<br />

την σημασία της αναζήτησης νεοπλασίας στην αρχική<br />

διαγνωστική μελέτη ενός ασθενούς με ΠΑΑ.<br />

Σε παλαιότερες μελέτες [3, 4, 11, 13, 15, 17, 18] περιλαμβάνονται<br />

συνολικά περίπου 1200 ασθενείς με τη<br />

διάγνωση νεοπλασίας και τα συχνότερα αναφερόμενα<br />

νεοπλάσματα είναι η νόσος του Hodgkin, τα μη<br />

Hodgkin λεμφώματα και το καρκίνωμα του νεφρού, αν<br />

και όλα τα νεοπλάσματα έχουν αναφερθεί σαν αίτια<br />

πυρετού σε αναφορές περιπτώσεων. Πρέπει να<br />

σημειωθεί, ότι οι περισσότερες δημοσιευμένες μελέτες<br />

είναι μικρές, με 40 – 300 ασθενείς, αναδρομικές, με έλλειψη<br />

σκέλους ελέγχου [24-25].<br />

Τα νεοπλάσματα τα οποία συχνότερα έχουν αναφερθεί<br />

σαν αίτια πυρετού αγνώστου αιτιολογίας είναι<br />

[35]:<br />

Νεοπλάσματα<br />

• Κακοήθη<br />

• Καρκίνος παχέος εντέρου<br />

• Καρκίνος χοληδόχου κύστης<br />

• Ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα καθώς και μεταστάσεις<br />

από άλλους όγκους στο ήπαρ<br />

• Λεμφώματα (ειδικά τα Non Hodgkin)<br />

• Ανοσοβλαστικό T-cell λέμφωμα<br />

• Λευχαιμίες<br />

• Λεμφωματοειδής κοκκιωμάτωση<br />

• Κακοήθης ιστιοκυττάρωση<br />

• Καρκίνος παγκρέατος<br />

• Νεφροκυτταρικό καρκίνωμα


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 33<br />

• Σάρκωμα<br />

• Καλοήθη<br />

• Κολπικό μύξωμα<br />

• Νόσος Castleman<br />

Σε πρόσφατη μεγάλη αναδρομική μελέτη [26] ερευνήθηκε<br />

το ποσοστό των νεοπλασμάτων τα οποία<br />

αποτελούσαν την διάγνωση επί πυρετού αγνώστου<br />

αιτιολογίας, σε μια βάση δεδομένων η οποία αφορούσε<br />

τις εισαγωγές σε όλα τα νοσοκομεία της Δανίας,<br />

επί μία 20ετία με αιτία εισόδου την διάγνωση ΠΑΑ.<br />

Εντοπίσθηκαν και μελετήθηκαν 43.205 ασθενείς με ΠΑΑ.<br />

Από αυτούς οι 399 είχαν την διάγνωση νεοπλασίας.<br />

Η ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι οι ασθενείς με<br />

αιτία εισόδου ΠΑΑ είχαν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν<br />

νεοπλασία σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό.<br />

Αλλά και το για το κάθε νεόπλασμα ξεχωριστά<br />

η επίπτωση στους ασθενείς με ΠΑΑ ήταν μεγαλύτερη<br />

από την αναμενόμενη στον γενικό πληθυσμό. Τα συχνότερα<br />

νεοπλάσματα τα οποία καταγράφηκαν και το<br />

ποσοστό επίπτωσης ήταν: Νόσος του Hodgkin (27,8%),<br />

μη Hodgkin λεμφώματα (9,9%), σαρκώματα (2,3%), πρωτοπαθή<br />

νεοπλάσματα ήπατος (2,0%), λευχαιμίες (6,2%),<br />

πολλαπλό μυέλωμα (2,3%), όγκοι εγκεφάλου (5,2%) καρκίνωμα<br />

παγκρέατος (3,7%) καρκίνος παχέος εντέρου<br />

(2,7%), καρκίνωμα χοληδόχου (2,2%), καρκίνωμα νεφρού<br />

(2,6%), καρκίνωμα ωοθηκών (1,9%), καρκίνωμα στόματος<br />

(1,7%), καρκίνωμα πνευμόνων (1,5%), καρκίνωμα προστάτου<br />

(1,4%), καρκίνωμα ουροδόχου (1,3%), καρκίνωμα<br />

μαστού (1,3%), καρκίνωμα στομάχου (1,2%) και καρκίνωμα<br />

ορθού (0,8%). Επιπλέον, ο ΠΑΑ συνδεόταν επίσης με<br />

μεγαλύτερο κίνδυνο διάγνωσης του νεοπλάσματος σε<br />

προχωρημένο στάδιο και χειρότερη πρόγνωση.<br />

Διαγνωστικη προσεγγιση<br />

Ιστορικό και φυσική εξέταση<br />

Ένα λεπτομερές ιστορικό, επί ΠΑΑ πρέπει να περιλαμβάνει<br />

τις ακόλουθες πληροφορίες: πρόσφατα ταξίδια,<br />

έκθεση σε ζώα, ανοσοκαταστολή, λαμβανόμενα<br />

φάρμακα, εντοπισμένα συμπτώματα [36]. Κατά την αναζήτηση<br />

των νεοπλασμάτων, ως αίτια ΠΑΑ, ενδιαφέρουν<br />

επίσης το κληρονομικό ιστορικό, το ιστορικό ύπαρξης<br />

κακοήθειας στο παρελθόν καθώς και η χορήγηση χημειοθεραπείας<br />

ή ακτινοθεραπείας για την αντιμετώπισή<br />

της. Η φυσική εξέταση πρέπει να είναι σχολαστική και<br />

να επαναλαμβάνεται τακτικά σε αναζήτηση σημείων τα<br />

οποία δυνατόν να θέσουν την διάγνωση.<br />

Εργαστηριακός έλεγχος<br />

Δεν υπάρχει καθορισμένος σταθερός εργαστηριακός<br />

έλεγχος επί ΠΑΑ. Ωστόσο οι ελάχιστες διαγνωστικές<br />

εξετάσεις που συνιστώνται είναι οι ακόλουθες:<br />

ΤΚΕ, C-αντιδρώσα πρωτεΐνη, γαλακτική αφυδρογονάση,<br />

δερμοαντίδραση φυματίνης, αντισώματα έναντι<br />

HIV, τρείς καλλιέργειες αίματος από διαφορετικά σημεία<br />

σε περίοδο μερικών ωρών, χωρίς την χορήγηση<br />

αντιβιοτικών, ρευματοειδής παράγοντας, κρεατινική<br />

φωσφοκινάση, ετερόφιλα αντισώματα σε παιδιά και<br />

νέους ενήλικες, αντιπυρηνικά αντισώματα, ηλεκτροφόρηση<br />

πρωτεϊνών ορού, αξονική τομογραφία κοιλιάς,<br />

αξονική τομογραφία θώρακος [36].<br />

Από τον ανωτέρω έλεγχο, η ΤΚΕ έχει μελετηθεί περισσότερο<br />

στο παρελθόν, όσον αφορά την συμβολή<br />

της στην αναζήτηση νεοπλασίας επί ΠΑΑ. Σε μία μελέτη<br />

έγινε ανασκόπηση 263 ασθενών με ΠΑΑ και άνοδο<br />

της ΤΚΕ μεγαλύτερη από 100mm/h [38]. Το 58% των<br />

ασθενών είχαν κακοήθεια, συχνότερα λέμφωμα, μυέλωμα<br />

η μεταστατικό καρκίνωμα του μαστού και του<br />

παχέος εντέρου και 25% είχαν λοιμώξεις όπως ενδοκαρδίτιδα<br />

ή φλεγμονώδη νοσήματα, όπως ρευματοειδή<br />

αρθρίτιδα η γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα.<br />

Η μέτρηση της ΤΚΕ φαίνεται να έχει την μέγιστη<br />

αξία της στη διαπίστωση σοβαρής υποκείμενης αιτίας<br />

του ΠΑΑ, αν και αντιδράσεις υπερευαισθησίας, θρομβοφλεβίτις<br />

και νεφρικά νοσήματα, ειδικότερα νεφρωσικό<br />

σύνδρομο, δυνατόν να συνοδεύονται από μεγάλη<br />

αύξηση της ΤΚΕ σε απουσία λοίμωξης η κακοήθειας.<br />

Φυσιολογική ΤΚΕ επίσης υποδεικνύει ότι απουσιάζει<br />

κάποια σημαντική φλεγμωνώδης επεξεργασία,<br />

οποιασδήποτε αιτιολογίας. Όμως πρέπει να τονισθεί<br />

ότι υπάρχουν εξαιρέσεις. Σαν παράδειγμα μερικοί<br />

ασθενείς με γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα δυνατόν να<br />

έχουν φυσιολογική ΤΚΕ [39].<br />

Δεν υπάρχουν μελέτες για την αξία της αξονικής<br />

θώρακος και κοιλιάς για την αναζήτηση νεοπλασίας<br />

επί ΠΑΑ. Για την αναζήτηση οποιασδήποτε αιτιολογίας<br />

σε ασθενείς με ΠΑΑ, η αξονική θώρακος έχει ευαισθησία<br />

περίπου 92% και ειδικότητα 63% και η αξονική κοιλίας<br />

έχει ευαισθησία 82% και ειδικότητα 77% [23].<br />

Παρομοίως, δεν υπάρχουν μελέτες οι οποίες να<br />

εστιάζουν στην χρησιμότητα του σπινθηρογραφήματος<br />

με gallium-67, για την αναζήτηση νεοπλασίας επί<br />

ασθενών με ΠΑΑ. Σε μία μελέτη για την χρησιμότητα<br />

του gallium-67 για την διάγνωση οποιασδήποτε αιτίας<br />

(λοίμωξη, αγγειίτιδας, νεόπλασμα) επί ΠΑΑ αναφέρεται<br />

ότι συνέβαλε στην διάγνωση 29% των περιστατικών<br />

[47]. Ωστόσο η ευαισθησία της μεθόδου για την<br />

αναζήτηση συμπαγών νεοπλασμάτων δεν είναι ικανοποιητική<br />

[48].


34<br />

Πυρετός αγνώστου αιτιολογίας ως συνοδό σύμπτωμα σε ασθενείς με κακοήθη νεοπλάσματα<br />

Το FDG-PET δεν έχει καθιερωθεί ακόμη σαν απαραίτητη<br />

εξέταση επί ΠΑΑ, αν και είναι πολύ ευαίσθητο<br />

στην εντόπιση ανατομικών σημείων με φλεγμονή η<br />

κακοήθεια [40, 41]. Υπερέχει από το σπινθηρογράφημα<br />

με γάλλιο, γιατί είναι θετικό σε αγγειίτιδες μεγάλων<br />

αγγείων, οι οποίες είναι συχνές σε ηλικιωμένους με<br />

ΠΑΑ και λόγω του μικρότερου φορτίου ακτινοβολίας.<br />

Μειονεκτεί όμως λόγω του υψηλού κόστους και της<br />

μικρής διαθεσιμότητας [41]. Δεν αποτελεί πανάκεια σε<br />

ασθενείς με ΠΑΑ εφ’ όσον 64% των FDG-PET όπως<br />

φάνηκε σε μία μελέτη δεν συμβάλουν στην διάγνωση,<br />

αν και η πλειονότητα από αυτά έγιναν σε ασθενείς οι<br />

οποίοι δεν είχαν τελική διάγνωση [41]. Αντίθετα, τελική<br />

διάγνωση τέθηκε σε 38% των ασθενών με φυσιολογικό<br />

FDG-PET στην ίδια μελέτη.<br />

Σε πρόσφατη προοπτική αλλά μικρού μεγέθους<br />

μελέτη, με 70 ασθενείς με ΠΑΑ, το FDG-PET συνέβαλε<br />

στην τελική διάγνωση του 50% των ασθενών [40]. Το<br />

33% των FDG-PET από όλα όσα έγιναν βοήθησαν στην<br />

διάγνωση. Η ευαισθησία του ήταν 88% και η ειδικότητά<br />

του 77%. Τα νεοπλάσματα αποτελούσαν ποσοστό<br />

7% αυτής της σειράς και το FDG-PET ήταν θετικό σε<br />

όλα. Πρέπει να σημειωθεί ότι το FDG-PET δεν ήταν<br />

βοηθητικό σε κανέναν ασθενή με φυσιολογική ΤΚΕ η<br />

C-αντιδρώσα πρωτεΐνη.<br />

Η μέθοδος αυτή δύναται να λάβει σημαντική θέση<br />

στην εκτίμηση των ασθενών με ΠΑΑ [40] αλλά τα μέχρι<br />

σήμερα δεδομένα δεν είναι αρκετά για να θεωρηθεί<br />

καθιερωμένη εξέταση.<br />

Η αξία των νεοπλασματικών δεικτών επί ΠΑΑ δεν<br />

έχει μελετηθεί. Κανένας νεοπλασματικός δείκτης δεν<br />

θέτει την διάγνωση μιας συγκεκριμένης κακοήθειας<br />

[42-46]. Ωστόσο η χρήση τους δυνατόν να είναι βοηθητική<br />

για την κατεύθυνση του απεικονιστικού ελέγχου<br />

και την λήψη βιοψίας η οποία θα θέση την διάγνωση.<br />

Πυρετός αγνώστου αιτιολογίας επί<br />

ουδετεροπενίας.<br />

Σαν εμπύρετη ουδετεροπενία ορίζεται η κατάσταση<br />

στην οποία η θερμοκρασία είναι μεγαλύτερη από<br />

38,3οC διάρκειας μεγαλύτερης από μία ώρα και ο<br />

απόλυτος αριθμός πολυμορφοπυρήνων είναι μικρότερος<br />

από 500 η μικρότερος από 1000 με προβλεπόμενη<br />

ταχεία μείωση [32].<br />

Λοίμωξη αποδεικνύεται μόνο σε μικρό ποσοστό<br />

αυτών των ασθενών. Σε ποσοστό περίπου 50% δεν<br />

αποδεικνύεται λοίμωξη. Μικροβιολογική απόδειξη λοίμωξης<br />

υπάρχει μόνο σε ποσοστό 30% (κυρίως βακτηριαιμία)<br />

και σε ποσοστό 20% υπάρχει κλινική απόδειξη<br />

της λοίμωξης.<br />

Οι ουδετεροπενικοί ασθενείς είναι ευαίσθητοι σε<br />

εστιακές βακτηριακές και μυκητιασικές λοιμώξεις, σε<br />

συστηματικές βακτηριακές λοιμώξεις, σε λοιμώξεις οι<br />

οποίες αφορούν καθετήρες (περιλαμβανομένης της σηπτικής<br />

θρομβοφλεβίτιδος) και σε περιπρωκτικές λοιμώξεις.<br />

Οι λοιμώξεις από Candida και Aspergillus είναι<br />

συνήθεις. Μερικές φορές αιτία ΠΑΑ σε αυτήν την ομάδα<br />

αποτελούν λοιμώξεις οφειλόμενες σε απλό έρπητα και<br />

σε κυτταρομεγαλοϊό. Αν και η διάρκεια της ασθένειας<br />

μπορεί να είναι σύντομη σε αυτούς τους ασθενείς , οι<br />

συνέπειες μιας μη αντιμετωπιζόμενης λοίμωξης, δυνατόν<br />

να είναι καταστροφικές. Γι αυτόν τον λόγο ο πυρετός<br />

πρέπει να χρησιμοποιείται σαν δείκτης λοίμωξης,<br />

ακόμη και αν υπάρχουν άλλες πιθανές αιτίες πυρετού<br />

(π.χ. η κακοήθεια αυτή καθαυτή, φάρμακα, παράγωγα<br />

αίματος, θρομβοφλεβίτις). Η σημαντικότερη ενέργεια<br />

στον χειρισμό της εμπύρετης ουδετεροπενίας είναι η<br />

άμεση χορήγηση των κατάλληλων ευρέος φάσματος<br />

αντιβιοτικών. Η Infectious Disease Society of America<br />

(IDSA) δημοσιεύει εκτεταμένες οδηγίες χειρισμού των<br />

ουδετεροπενικών ασθενών [37].<br />

Η αρχική εκτίμηση συνίσταται από πλήρες ιστορικό<br />

και λεπτομερή φυσική εξέταση με ειδική προσοχή<br />

στην στοματική κοιλότητα, δέρμα, σημεία εισόδου καθετήρων<br />

και την περιπρωκτική περιοχή. Η στοματική<br />

κοιλότητα μπορεί να δείχνει βλεννογονίτιδα, ουλοστοματίτιδα<br />

από επαναδραστηριοποίηση απλού έρπητα<br />

και/ή άφθες. Σε ασθενείς με παρατεταμένη ουδετεροπενία<br />

ή εκείνους οι οποίοι ελάμβαναν κορτικοειδή σε<br />

υψηλές δόσεις, δύναται να βρεθεί μυκητιασική λοίμωξη<br />

της υπερώας τυπικά από ασπέργιλλο η ζυμομύκητες.<br />

Μία μελανή νεκρωτική εσχάρα είναι το συνηθέστερο<br />

σημείο τέτοιας λοίμωξης. Λεπτομερής έλεγχος του<br />

δέρματος, περιλαμβανομένων των ονύχων δύναται<br />

να αποκαλύψει βλάβη η οποία να είναι η πύλη εισόδου<br />

της συστηματικής λοίμωξης. Τα σημεία εισόδου καθετήρων<br />

και οι περιοχές προηγουμένων διακοπών της<br />

συνεχείας του δέρματος (χειρουργικά τραύματα και<br />

σημεία βιοψιών) πρέπει να ψηλαφώνται. Το περίνεο<br />

και η περιπρωκτική περιοχή αποτελούν συχνά παραμελημένες<br />

πηγές λοίμωξης και χρειάζεται προσεκτικός<br />

έλεγχος και ψηλάφηση.<br />

Ο αρχικός εργαστηριακός έλεγχος πρέπει να περιλαμβάνει<br />

πλήρη γενική αίματος, βιοχημικό έλεγχο με<br />

πλήρεις ηπατικές δοκιμασίες, τουλάχιστον δύο καλλιέργειες<br />

αίματος και καλλιέργεια ούρων. Μία αρχική<br />

απλή ακτινογραφία θώρακος είναι χαμηλής απόδοσης<br />

σε ασθενείς χωρίς σημεία από το αναπνευστικό και σε<br />

καλή γενική κατάσταση. Εν τούτοις σε ασθενείς οι οποίοι<br />

θα χρειασθούν νοσηλεία και σε αυτούς οι οποίοι έχουν


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 35<br />

υψηλότερο κίνδυνο λοίμωξης (π.χ. αιματολογική κακοήθεια,<br />

αναμενόμενη παρατεταμένη ουδετεροπενία, χρήση<br />

κορτικοστεροειδών) η ακτινογραφία θώρακος πρέπει να<br />

περιλαμβάνεται στον αρχικό έλεγχο. Πριν την έναρξη της<br />

αγωγής με αντιβιοτικά πρέπει να λαμβάνονται δείγματα<br />

για καλλιέργεια από πιθανά σημεία λοίμωξης όπως<br />

δερματικές βλάβες η πτύελα. Εν τούτοις δεν πρέπει να<br />

καθυστερεί η χορήγηση αντιβιοτικών αν οι καλλιέργειες<br />

δεν δύνανται να ληφθούν γιατί ο εμπύρετος ουδετεροπενικός<br />

ασθενής αποτελεί επείγον περιστατικό.<br />

Σε αυτούς τους ασθενείς σοβαρή βλεννογονίτις,<br />

προφύλαξη με κινολόνη, αποικισμός με ανθεκτικό σε<br />

πενικιλλίνη χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο, εμφανής λοίμωξη<br />

σχετιζόμενη με καθετήρα ή υπόταση, επιβάλει<br />

την χρήση βανκομυκίνης μαζί με κεφταζιδίμη, κεφεπίμη,<br />

ή μιας καρβαπενέμης με ή χωρίς αμινογλυκοσίδη για<br />

την εξασφάλιση εμπειρικής κάλυψης έναντι βακτηριαιμικής<br />

σήψης [37].<br />

Τα πυρετικά επεισόδια, επί ουδετεροπενίας χωρίς<br />

εμφανή πηγή οφείλονται στις περισσότερες περιπτώσεις<br />

σε βακτηριαιμία. Οι μυκητιασικές λοιμώξεις επικρατούν<br />

των βακτηριαιμκών μετά την οξεία περίοδο<br />

(μετά από επτά ημέρες) [6].<br />

Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας σε αυτόν τον<br />

πληθυσμό προβληματίζει ιδιαίτερα επειδή συμβαίνει<br />

επί μίας σοβαρής υποκείμενης καταστάσεως η οποία<br />

δύναται αφ’ εαυτού να παρουσιάσει πυρετό. Επιπρόσθετα<br />

οι ασθενείς συχνά παίρνουν αρκετά φάρμακα<br />

(συμπεριλαμβανομένων αντιβιοτικών), παράγοντες αίματος<br />

και έχουν ανοσοκαταστολή διαφόρου βαθμού.<br />

Οι ασθενείς οι οποίοι είναι λήπτες μεταμόσχευσης, δυνατόν<br />

να παρουσιάζουν αποβολή μοσχεύματος [36].<br />

Ο πυρετός, ακόμη και όταν είναι ανεξήγητος, συνήθως<br />

υποχωρεί με την επανεμφάνιση των ουδετεροφίλων.<br />

Όταν ο πυρετός επιμένει ή επανεμφανίζεται<br />

όταν ο ασθενής δεν είναι πια ουδετεροπενικός, η<br />

ηπατοσπληνική καντιντίαση πρέπει να ερευνάται με<br />

προσοχή [36].<br />

Έχει προταθεί από κάποιους νέος ορισμός του<br />

ΠΑΑ στους ουδετεροπενικούς ασθενείς ώστε να αρχίζει<br />

μετά τις τρείς ημέρες με σκοπό να καθορισθούν<br />

σταθερά κριτήρια για τις μελλοντικές μελέτες αυτής<br />

της κατάστασης [6].<br />

Βιβλιογραφία<br />

1. Konency P, Davidson RN. Pyrexia of unknown origin<br />

in the 1990s: time to redefine, British ournal of<br />

Hospital Medicine 1996; 56(1): 21-24.<br />

2. Howard L. ALT, M. Herbert Barker. Fever of unknown<br />

origin. JAMA. 1930; 94(19): 1457-1461.<br />

3. Petersdorf RG, Beeson PB. Fever of unexplained<br />

origin: report on 100 cases. Medicine 1961; 40: 1–30.<br />

4. Arnow PM, Flaherty JP. Fever of unknown origin.<br />

Lancet 1997; 350: 575–80.<br />

5. Petersdorf RG. Fever of unknown origin. An old<br />

friend revisited. Arch Intern Med 1992; 152:21–22.<br />

6. Bryan CS. Fever of unknown origin: the evolving<br />

definition. Arch Intern Med 2003; 163:1003–04.<br />

7. Steven V, Daniel K. From prolonged febrile illness<br />

to fever of unknown origin. Arch Intern Med 2003;<br />

163:1033-1041.<br />

8. Knockaert DC, Vanderschueren S, Blockmans D.<br />

Fever of unknown origin in adults: 40 years. Journal<br />

of Internal Medicine 2003; 253:263–275.<br />

9. Larson EB, Featherstone HJ, Petersdorf RG. Fever of<br />

undetermined origin: diagnosis and follow-up of 105<br />

cases, 1970–1980. Medicine 1982; 61: 269–92.<br />

10. Sheon RP, Van Ommen RA. Fever of obscure origin;<br />

a record of experiences based on a series of sixty<br />

cases. Am J Med 1963; 34:486–99.<br />

11. Barbado FJ, Vazquez JJ, Pena JM et al. Pyrexia of<br />

unknown origin: changing spectrum of diseases in<br />

two consecutive series. Postgrad Med J 1992; 68:<br />

884–87.<br />

12. Shoji S, Imamura A, Imai Y et al. Fever of unknown<br />

origin: a review of 80 patients from the Shin’etsu<br />

area of Japan from 1986–1992. Intern Med 1994;<br />

33:74–76.<br />

13. Knockaert DC, Vanneste LJ, Vanneste SB, Bobbaers<br />

HJ. Fever of unknown origin in the 1980s: an update<br />

of the diagnostic spectrum. Arch Intern Med 1992;<br />

152:51–55.<br />

14. Iikuni Y, Okada J, Kondo H et al. Current fever<br />

of unknown origin 1982–1992. Intern Med 1994;<br />

33:67–73.<br />

15. Tal S, Guller V, Gurevich A et al. Fever of unknown<br />

origin in the elderly. J Intern Med 2002; 252:295–304.<br />

16. Vanderschueren S, Knockaert D, Adriaenssens T<br />

et al. From prolonged febrile illness to fever of<br />

unknown origin: the challenge continues. Arch<br />

Intern Med 2003; 163:1033–41.<br />

17. de Kleijn EM, van der Meer JWM. Fever of unknown<br />

origin (FUO): report on 53 patients in a Dutch<br />

university hospital. Neth J Med 1995; 47:54–60.<br />

18. Knockaert DC, Vanneste LJ, Bobbaers HJ. Fever of<br />

unknown origin in the elderly patients. J Am Geriatr<br />

Soc 1993; 41:1187–92.<br />

19. Norman DC. Fever in the elderly. Clin Infect Dis<br />

2000;31:148–51.


36<br />

Πυρετός αγνώστου αιτιολογίας ως συνοδό σύμπτωμα σε ασθενείς με κακοήθη νεοπλάσματα<br />

20. Pizzo AP. Fever in immunocompromized patients.<br />

NEJM 1999:341(12);893-900.<br />

21. Knockaert CD. Long-term follow-up of patients<br />

with undiagnosed fever of unknown origin. Arch<br />

Int Med 1996:156; 618-620.<br />

22. Elisabeth M. H. A. De Klelin. Fever of unknown<br />

origin (FUO) I. A prospective multicenter study of<br />

167 patients with FUO, using fixed epidemiologic<br />

entry criteria. Medicin 1997:76; 392-400.<br />

23. Chantal P. Bleeker-Rovers. A prospective multicenter<br />

study on fever of unknown origin. The yield of a<br />

structured diagnostic protocol. Medicine 2007:86:26-<br />

38<br />

24. Mourad O, Palda V, Detsky AS. A comprehensive<br />

evidence-based approach to fever of unknown<br />

origin. Arch Intern Med 2003; 163: 545–51.<br />

25. Hirschmann JV. Fever of unknown origin in adults.<br />

Clin Infect Dis 1997; 24: 291–302.<br />

26. Henric Toft Sorensen et al. Fever of unknown<br />

origin and cancer: a population-based study. Lancet<br />

oncology 2005; 6: 851-855.<br />

27. Briggs LH, The occurrence of fever in malignant<br />

disease. Amer J med Sci 1923; 166: 846.<br />

28. Boggs DR, Frei E III. Clinical studies of fever and<br />

infection in cancer. Cancer (Philad) 1960; 13: 1240.<br />

29. Browder AA, Huff JW, Petersdorf RG. The<br />

significance of fever in neoplastic disease. Ann int<br />

Med 1961; 55: 932.<br />

30. Petersdorf RG. Fever and cancer. Hosp Med 1965;<br />

1: 2-10. 5<br />

31. JEAN KLASTERSKY, DANI~LE WEERTS, COLETTE<br />

HENSGENS and LOUISE DEBUSSCHER. Fever of<br />

Unexplained Origin in Patients with Cancer, Europ.<br />

d. Cancer Vol. 9, pp. 649-656.<br />

32. De Vita, Cancer, 8 th edition.<br />

33. Gluckman JB, Turner MD. Systemic manifestations<br />

of tumors of the small gut and liver. Ann NY Acad<br />

Sci 1974; 230:318-331.<br />

34. Bodel P. Tumors and fever. Ann NY Acad Sci 1974;<br />

230: 6-13.<br />

35. Harrison’s Principles of internal medicine. 17th<br />

edition.<br />

36. Up To Date, edition 18.3, Approach to the adult<br />

with fever of unknown origin<br />

37. Hughes WT, Armstrong D, Bodey GP, Bow EJ,<br />

Brown AE, Calandra T, Feld R, Pizzo PA, Rolston<br />

KVI, Shenep JL, Young LS. 2002 Guidelines for<br />

the Use of Antimicrobial Agents in Neutropenic<br />

Patients with Cancer, Clinical Infectious Diseases<br />

2002; 34:730–51<br />

38. Zacharski, LR, Kyle, RA. Significance of extreme<br />

elevation of erythrocyte sedimentation rate. JAMA<br />

1967; 202: 264.<br />

39. Myklebust, G, Gran, JT. A prospective study of 287<br />

patients with polymyalgia rheumatica and temporal<br />

arteritis: clinical and laboratory manifestations at<br />

onset of disease and at the time of diagnosis. Br J<br />

Rheumatol 1996; 35:1161.<br />

40. Bleeker-Rovers, CP, Vos, FJ, Mudde, AH, et al. A<br />

prospective multi-centre study of the value of<br />

FDG-PET as part of a structured diagnostic protocol<br />

in patients with fever of unknown origin. Eur J Nucl<br />

Med Mol Imaging 2007; 34: 694.<br />

41. Buysschaerta I, Vanderschuerena S, Blockmansa<br />

D, Mortelmansb L, Knockaerta D. Contribution<br />

of 18fluoro-deoxyglucose positron emission<br />

tomography to the work-up of patients with fever<br />

of unknown origin. European Journal of Internal<br />

Medicine 2004; 15: 151– 156<br />

42. Harris L, Fritsche H, Mennel R, Norton L, Ravdin<br />

P, Taube S, Somerfield MR, Hayes DF, Bast RC<br />

Jr, American Society of Clinical Oncology 2007<br />

Update of Recommendations for the Use of Tumor<br />

Markers in Breast Cancer, J Clin Oncol 2007; 25:<br />

5287-5312.<br />

43. Goonetilleke KS, Siriwardena AK. Systematic review<br />

of carbohydrate antigen (CA 19-9) as a biochemical<br />

marker in the diagnosis of pancreatic cancer, EJSO<br />

2007; 33: 266-270<br />

44. Locker GY, Hamilton S, Harris J, Jessup JM, Kemeny<br />

N, Macdonald JS, Somerfield MR, Hayes DF, Bast<br />

RC Jr. ASCO 2006 Update of Recommendations<br />

for the Use of Tumor Markers in Gastrointestinal<br />

Cancer, J Clin Oncol 2006; 24: 5313-5327.<br />

45. Duffy MJ, Sturgeon C, Lamerz R, Haglund C, Holubec<br />

VL, Klapdor R, Nicolini A, Topolcan O, Heinemann<br />

V. Tumor markers in pancreatic cancer: a European<br />

Group on Tumor Markers (EGTM) status report.<br />

Annals of Oncology 2010; 21: 441–447.<br />

46. Wild N, Andres H, Rollinger W, et al. A Combination<br />

of Serum Markers for the Early Detection of<br />

Colorectal Cancer, Clin Cancer Res, 2010; 16:6111-<br />

6121.<br />

47. Knockaert DC, Mortelmans LA, De Roo MC, Bobbaers<br />

HJ. Clinical value of gallium-67 scintigraphy in<br />

evaluation of fever of unknown origin. Clin Infect<br />

Dis 1994; 18:601.<br />

48. Paul Hoffer. Status of Gallium-67 in Tumor<br />

Detection. J NucIMed 1980; 21: 394-398.


ΔΙΑΛΕΞΗ<br />

ΠΕΡΙΟΔΙΚA ΠΥΡΕΤΙΚA ΣYΝΔΡΟΜΑ: ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚH ΠΡΟΣΠEΛΑΣΗ -<br />

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚH ΠΑΡEΜΒΑΣΗ<br />

Χ Σφοντούρης<br />

Διευθυντής ΕΣΥ, Ρευματολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Πολλές φόρες ο κλινικός γιατρός έρχεται αντιμέτωπος<br />

με αρρώστους που εμφανίζουν πυρετό αγνώστου<br />

αιτιολογίας που επαναλαμβάνεται για μήνες ή χρόνια<br />

χωρίς στοιχεία ιογενούς ή βακτηριακής λοίμωξης. Στις<br />

περιπτώσεις αυτές μετά τον αποκλεισμό των ασυνήθιστων<br />

λοιμώξεων των αυτοάνοσων νοσημάτων και της<br />

κακοήθειας θα καταλήξει σ’ ένα σύνολο διαταραχών<br />

με κύριο, χαρακτηριστικό τα επεισόδια πυρετού. Η διάγνωση<br />

σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι σημαντική λόγω<br />

πιθανής επιβολής εν δυνάμει θεραπείας, παρακολούθησης<br />

για την ανάπτυξη δευτερογενούς αμυλοείδωσης και<br />

την ανάγκη για γενετική συμβουλευτική.(1) Η λήψη καλού<br />

ιστορικού η αναζήτηση οικογενειακού ιστορικού, η παρουσία<br />

κοιλιακού άλγους, πόνου στο στήθος, διάρροιας,<br />

αφθώδους στοματίτιδας, φαρυγγίτιδας, μυαλγιών μεταναστευτικού<br />

τύπου, αρθραλγιών, αρθρίτιδας, ερυθηματώδους<br />

εξανθήματος με βλατίδες (άνω κάτω άκρων), ή<br />

πολύμορφου εξανθήματος θα θέσει τις υπόνοιες για τη<br />

διάγνωση του αυτοφλεγμονώδους νοσήματος. Η ιδιαίτερη<br />

προσοχή στην κλινική πορεία της νόσου θα βοηθήσει<br />

τον κλινικό γιατρό και θα τον καθοδηγήσει να αποφασίσει<br />

γενετικό έλεγχο.(2) Οι αυτοφλεγμονώδεις ασθένειες<br />

είναι σχετικά σπάνιες και προκύπτουν από μεταλλάξεις<br />

σε γονίδια και μόνο. Προκύπτουν από την ακατάλληλη<br />

ενεργοποίηση αντιγόνο-ανεξάρτητων φλεγμονωδών μηχανισμών.<br />

Από τις αυτοφλεγμονώδεις αυτές παθήσεις<br />

οι εμφανείς μεσολαβητές και τα κύτταρα του έμφυτου<br />

ανοσοποιητικού συστήματος μπορούν σε γενικές γραμμές<br />

να θεωρηθούν ότι αποτελούν τις πρωταρχικές ασθένειες<br />

της έμφυτης ανοσίας αν και τα γενετικά ελαττώματα<br />

που είναι υπεύθυνα για την αυτοφλεγμονή σε ορισμένες<br />

περιπτώσεις μπορεί να επηρεάσουν τα κύτταρα<br />

του προσαρμοσμένου ανοσοποιητικού συστήματος. Οι<br />

πρωτότυπες αυτοφλεγμονώδεις διαταραχές αποτελούν<br />

τα περιοδικά πυρετικά σύνδρομα. Χαρακτηρίζονται από<br />

φυσιολογική, άλλες φορές υπερβολική ενεργοποίηση των<br />

φλεγμονωδών οδών με απουσία αντιγόνου (άμεση αυτοανοσία).<br />

Ωστόσο πολλές φορές ο πυρετός δεν είναι<br />

το πιο συναρπαστικό χαρακτηριστικό. Εκτός από τον<br />

γνωστό σε όλους Μεσογειακό πυρετό με την πρόοδο<br />

της τεχνολογίας ανακαλύφθηκαν διάφορες μεταλλάξεις<br />

γονιδίων σε σχέση με διαφορετική κλινική σημειολογία. (3)<br />

Αυτά τα σύνδρομα ταξινομήθηκαν σε ομάδες με διάφορα<br />

χαρακτηριστικά όπως τα σύνδρομα που σχετίζονται με<br />

τον υποδοχέα TNF-1(TRAPS), τo HYPER- IgD σύνδρομο. Το<br />

PFARA σύνδρομο με επεισόδια αφθώδους στοματίτιδας,<br />

φαρυγγίτιδας αδενίτιδας και με αιφνίδια έναρξη. Στα<br />

περιοδικά σύνδρομα με κρυοπυρίνη (CAPS) ο πυρετός<br />

είναι επικουρικό και όχι κυρίαρχο σημείο. Το PAPA σύνδρομο<br />

ή σύνδρομο άσηπτης αρθρίτιδας του γαγγραινώδους<br />

πυοδέρματος που συνοδεύεται με ακμή. Το Blau<br />

σύνδρομο χαρακτηρίζεται από κοκκιωματώδη φλεγμονή<br />

δέρματος αρθρώσεων και οφθαλμών.(4)<br />

Η διάλεξη θα ασχοληθεί με την διερεύνηση και<br />

την τεκμηρίωση των εκδηλώσεων (ρευματικών και μη)<br />

προσδιορίζοντας από τη σκοπιά του ειδικού γιατρού<br />

τα ανωτέρω σύνδρομα και τι νεότερο υπάρχει στην<br />

αντιμετώπιση τους.(5-6)<br />

Βιβλιογραφια<br />

1. Stojanov,S, Kastner, DL. Familian autoinflamatory<br />

diseases: genetics ,pathogenesis and treatment. Curr<br />

Opin Rheumatology 2005; 17: 586<br />

2. Gattomo ,M. Sormani, MP, D’Osuado, A et al. A diagnostic<br />

score for molecular analysis of hereditary<br />

autoinflamatory syndromes with periodic fever in<br />

children. Arthritis Rheum 2008; 58 :1823.<br />

3. Shoham, NO, Centola, M. Mansfield, E et al. Pyrin<br />

binds the PSTP1/CD2BP1 Protein defining familian<br />

Mediterranean fever and PAPA syndrome as disorders<br />

in the same pathway. Proc Natl Acad Sci USA<br />

2003: 100: 13501.<br />

4. Miceli Richard, C, Lesage, S, Rybojad, M, et al .CAPD 15<br />

mutations in Blau syndrome. Nat Genet 2001; 29: 19.<br />

5. Stichweh, Ds, Punaro,M, Pascual V. Dramatic improvement<br />

of pyoderma gangrenosum with infliximab<br />

in a patient with PAPA syndrome. Pediatr Dermatol<br />

2005; 22: 268<br />

6. Dierselhuis, MP, Frenkel, J, Wulffraat, NM, Bolens,<br />

JJ. Anakinra for flares of pyogenic arthritis in PAPA<br />

syndrome. Rheumatology (oxford) 2005; 44:406.


Περιοδικά εμπύρετα σύνδρομα:<br />

Διαγνωστική Προσπέλαση - Θεραπευτική παρέμβαση<br />

ΓΑ Κατσίκας<br />

Ρευματολόγος, Επιμελητής Α’, Ρευματολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

The early diagnosis and the thorough understanding of the underlying pathogenetic mechanisms of the hereditary febrile<br />

syndromes were mainly attributed to the great evolution in molecular genetics in the past two decades. Early diagnosis<br />

means better prognosis while interpretation of pathophysiology of the diseases means targeted therapeutic approach.<br />

On the other hand, the value of history and clinical examination in diagnosing the hereditary febrile syndromes is still<br />

strong. Every patient (especially a young one) with an intermittent fever of maximum two weeks duration is possible<br />

to suffer by any of the periodic febrile syndromes. Being familiar with the characteristic signs and symptoms of each<br />

syndrome makes is crucial for the right diagnosis. Molecular genetics, then, play a confirmatory role. With up to date<br />

knowledge hereditary febrile syndromes are not yet considered as typical diseases of particular ethnic groups. That is<br />

a good reason for the modern general practitioner in Greece, nowadays, to be familiar with these syndromes. Familial<br />

Mediterranean fever (FMF) is the most known and common hereditary febrile syndrome. Apart from FMF five more<br />

syndromes comprised the group. These syndromes can be classified in a wider group of syndromes the so called autoinflammatory<br />

syndromes. Their common pathogenetic basis is a disorder of the physical (innate) immunity which leads<br />

to inappropriate activation of inflammatory mechanisms. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 38-48, 2011.<br />

Key words: familial mediterranean fever, autoinflammatory diseases, cryopyrinoparhies<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Η μεγάλη πρόοδος των τελευταίων δύο δεκαετιών στη μοριακή γενετική βοήθησε αρκετά στην πρωϊμότερη διάγνωση<br />

των κληρονομικών εμπυρέτων συνδρόμων και στην κατανόηση σε βάθος των παθογενετικών διαδικασιών<br />

που προκαλούν την εκδήλωσή των. Η έγκαιρη διάγνωση σχετίζεται με την καλύτερη πρόγνωση ενώ η γνώση της<br />

παθογένειας με τη στοχευμένη θεραπευτική προσέγγιση. Όμως, η αξία του ιστορικού και της κλινικής εξέτασης<br />

στη διάγνωση των περιοδικών εμπυρέτων συνδρόμων δεν πρόκειται στο προσεχές (τουλάχιστο) μέλλον να μειωθεί.<br />

Κάθε ασθενής (ιδιαίτερα νέος στην ηλικία) που παρουσιάζει διαλείποντα επεισόδια εμπυρέτου διάρκειας<br />

εώς 2 εβδομάδων θα πρέπει να θεωρείται υποψήφιος πάσχων από κάποιο περιοδικό εμπύρετο σύνδρομο. Η<br />

γνώση ορισμένων χαρακτηριστικών συμπτωμάτων και σημείων (που θα αναλυθούν εκτενέστερα στο κείμενο),<br />

κατευθύνει τη διαγνωστική σκέψη προς συγκεκριμένο σύνδρομο και οι σύγχρονες μοριακές τεχνικές έρχονται<br />

να επιβεβαιώσουν τη διάγνωση. Ο σύγχρονος ιατρός θεραπευτής πρέπει να είναι εξοικειωμένος τα εμπύρετα<br />

περιοδικά σύνδρομα μιας και η διαρκώς αναεούμενη βιβλιογραφία δείχνει ότι (σε αντίθεση με ότι πιστεύαμε στο<br />

παρελθόν) τα νοσήματα αυτά απέχουν από το να χαρακτηρισθούν τυπικά για συγκεκριμένες εθνικές ομάδες. Το<br />

πιο γνωστό και συχνό περιοδικό εμπύρετο νόσημα είναι ο οικογενής Μεσογειακός πυρετός. Άλλα πέντε σύνδρομα<br />

συμπεριλαμβάνονται στην ίδια κατηγορία που με τη σειρά της υπάγεται σε μια ευρύτερη ομάδα νοσημάτων,<br />

τα αυτοφλεγμονώδη νοσήματα. Όπως υποδηλώνεται από το όνομά τους, κοινή παθογενετική τους βάση φαίνεται<br />

ότι είναι μια διαταραχή της φυσικής ανοσίας με αποτέλεσμα την ανεξέλεγκτη κινητοποίηση φλεγμονωδών<br />

μηχανισμών. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 38-48, 2011.<br />

Λέξεις κλειδιά: αυτοφλεγμονώδη νοσήματα, οικογενής μεσογειακός πυρετός, κρυοπυρινοπάθειες


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 39<br />

Εισαγωγή<br />

Τα εμπύρετα περιοδικά σύνδρομα περιλαμβάνουν<br />

μια σειρά κληρονομούμενων νοσημάτων που χαρακτηρίζονται<br />

από υποτροπιάζοντα επεισόδια εμπυρέτου<br />

συνοδευόμενα από ποικιλία φλεγμονωδών εκδηλώσεων<br />

από τους ορογόνους, τις αρθρώσεις και το δέρμα 1 .<br />

Μπορούν να ενταχθούν σε μια ευρύτερη κατηγορία<br />

νοσημάτων στα λεγόμενα αυτοφλεγμονώδη νοσημάτα.<br />

Τα αυτο-φλεγμονώδη νοσήματα κατ΄ ουσίαν αποτελούν<br />

πρωτοπαθείς παθήσεις της έμφυτης (φυσικής)<br />

ανοσίας μιας και προκαλούνται μέσω παθολογικής<br />

ενεργοποίησης αντιγονοανεξάρτητων φλεγμονωδών<br />

μηχανισμών 2 . <br />

Στην ομάδα των εμπυρέτων περιοδικών συνδρόμων<br />

περιλαμβάνονται οι εξής νοσολογικές οντότητες:<br />

- ο οικογενής Μεσογειακός πυρετός (ΟΜΠ) (familial<br />

Mediterranean fever –FMF)<br />

- το σύνδρομο υπερ IgD ανοσοσφαιρίνης (hyper-<br />

IgD syndrome – HIDS)<br />

- το σχετιζόμενο με τον υποδοχέα του παράγοντα<br />

νέκρωσης των όγκων σύνδρομο (TNF receptor<br />

associated periodic syndrome – TRAPS)<br />

- το οικογενές ψυχρό αυτοφλεγμονώδες σύνδρομο<br />

(Familial cold auto-inflammatory syndrome – FCAS)<br />

- το σύνδρομο Muckle – Wells (MWS)<br />

- το νεογνικής έναρξης πολυσυστηματικό φλεγμονώδες<br />

σύνδρομο (neonatal onset multisystem<br />

inflammatory disorder syndrome NOMID) / χρόνιο<br />

νευρολογικό δερματικό και αρθρικό σύνδρομο<br />

βρεφών (CINCA)<br />

Τα σύνδρομα FCAS, MWS και NOMID/CINCA ονομάζονται<br />

και κρυοπυρινοπάθειες ή σύνδρομα σχετιζόμενα<br />

με την κρυοπυρίνη.<br />

Αν και ο κληρονομικός χαρακτήρας των περιοδικών<br />

συνδρόμων ήταν γνωστός από παλιά, η ανακάλυψη<br />

του γονιδίου του FMF στα 1992 3 αποτέλεσε επανάσταση.<br />

Στην επόμενη δεκαετία ταυτοποιήθηκαν τα γονίδια<br />

που ευθύνονται και για τα υπόλοιπα σύνδρομα.<br />

Το κύριο κλινικό χαρακτηριστικό των συνδρόμων<br />

είναι ο πυρετός ο οποίος είναι μάλλον υποτροπιάζων<br />

παρά περιοδικός. Ο κοιλιακός πόνος, ο πλευριτικός<br />

πόνος, η διάρκεια των επεισοδίων, η πρώιμη έναρξη<br />

των κλινικών χαρακτηριστικών, το οικογενειακό ιστορικό<br />

υποτροπιαζόντων εμπυρέτων κατευθύνει τη διαγνωστική<br />

σκέψη προς τα αυτοφλεγμονώδη νοσήματα.<br />

Η σημασία της διάγνωσης έγκειται στην αποφυγή της<br />

δευτεροπαθούς αμυλοείδωσης που αποτελούσε στο<br />

παρελθόν συχνή επιπλοκή των αδιάγνωστων και κατ΄<br />

επέκταση αθεράπευτων περιοδικών συνδρόμων 1 .<br />

1) ΟΙΚΟΓΕΝΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟΣ ΠΥΡΕΤΟΣ<br />

Ο οικογενής μεσογειακός πυρετός (ΟΜΠ) είναι η<br />

πιο γνωστή και περισσότερο μελετημένη πάθηση από<br />

όσες συμπεριλαμβάνονται στα κληρονομικά εμπύρετα<br />

σύνδρομα. Μεταβιβάζεται με τον υπολειπόμενο<br />

αυτοσωμικό τύπο και προσβάλλει κυρίως άτομα του<br />

μεσογειακού χώρου με ιδιαίτερη προτίμηση στους Σεφαρδείτες<br />

Εβραίους, Τούρκους, Βορειαφρικάνους και<br />

Αρμένιους και λιγότερο στους Ιταλούς και Έλληνες. Η<br />

σποραδική διαπίστωση περιπτώσεων ΟΜΠ σε άτομα<br />

και διαφορετικών εθνοτήτων, αποδυκνείει ότι η καταγωγή<br />

δεν αρκεί για τον αποκλεισμό την νόσου 1 .<br />

Κλινικές εκδηλώσεις<br />

Η πρώτη εκδήλωση της νόσου εμφανίζεται πριν<br />

τα 10 έτη στο 65% των περιπτώσεων (και πριν τα 20<br />

έτη στο 95%) 4 . Η τυπική εισβολή χαρακτηρίζεται από<br />

εμπύρετο και ορογονίτιδα που διαρκεί 1-3 ημέρες και<br />

αποδράμει αυτόματα. Ο πυρετός και ο πόνος ξεκινούν<br />

απότομα και κορυφώνονται γρήγορα. Σε κάποιους<br />

ασθενείς υπάρχουν και πρόδρομα συμπτώματα 5 . Τα<br />

μεσοδιαστήματα μεταξύ των κρίσεων είναι ελεύθερα<br />

συμπτωμάτων. Δεν υπάρχει σταθερή περιοδικότητα<br />

στην εμφάνιση των κρίσεων ούτε και σαφείς εκλυτικοί<br />

παράγοντες για την πλειονότητα των ασθενών 1 .<br />

Ο πυρετός είναι υψηλότερος στα παιδιά σε σχέση<br />

με τους ενήλικες και παραμένει υψηλός σε όλη τη<br />

διάρκεια της κρίσης αν δεν αντιμετωπισθεί με αντιπυρετικά.<br />

Η περιτονίτιδα είναι η συχνότερη προσβολή των<br />

ορογόνων μιας και εμφανίζεται στο 95% των ασθενών<br />

4 . Η κλινική εικόνα μπορεί να μιμηθεί οξεία κοιλία<br />

με εντονότατο πόνο, ευαισθησία γενικευμένη, σανιδώδη<br />

κοιλία και παραλυτικό ειλεό με αποτέλεσμα<br />

αρκετοί ασθενείς να υποβάλλονται σε διαγνωστικές<br />

λαπαροτομίες 1 .<br />

Η πλευρίτιδα είναι επίσης συχνή (μόνη της ή σε<br />

συνδυασμό με περιτονίτιδα) μια και διαπιστώνεται<br />

στο 75% των ασθενών 6 . Συχνά είναι ετερόπλευρη και<br />

συνοδεύεται από μικρή εξιδρωματική πλευριτική συλλογή<br />

πλούσια σε ουδετερόφιλα.<br />

Αντίθετα η περικαρδίτιδα (συμπτωματκή ή μη) είναι<br />

ιδιαίτερα σπάνια αν και έχουν περιγραφεί μέχρι<br />

και περιπτώσεις επιπωματισμού 1 .<br />

Από τις μυοσκελετικές εκδηλώσεις του ΟΜΠ συχνότερη<br />

είναι αρθρίτιδα. Συνήθως είναι μονοαρθρίτιδα<br />

που προσβάλλει γόνατο ή ποδοκνημική αν και<br />

συμμετρική ή ασύμμετρη ολιγοαρθρίτιδα (αλλά και πο-


40<br />

Περιοδικά εμπύρετα σύνδρομα: Διαγνωστική Προσπέλαση - Θεραπευτική παρέμβαση<br />

λυαρθρίτιδα) έχουν περιγραφεί. Το αρθρικό υγρό είναι<br />

συνήθως φλεγμονώδες με υπεροχή των πολυμορφοπυρήνων<br />

1 . Η αρθρίτιδα μπορεί να επισυμβεί ανεξάρτητα<br />

από τις άλλες εκδηλώσεις του ΟΜΠ και να διαρκέσει<br />

εβδομάδες ώς μήνες. Η φυσική πορεία είναι η<br />

πλήρης ύφεση χωρίς δομικές βλάβες στην άρθρωση 2 .<br />

Στο 1/3 των ασθενών εμφανίζεται παροδικό εξάνθημα<br />

τύπου ερυσιπέλατος με κατανομή στην κνήμη,<br />

την ποδοκνημική και τη ράχη του άκρου ποδός διάρκειας<br />

24-48 ωρών 7 .<br />

Σπανιότερες εκδηλώσεις του ΟΜΠ περιλαμβάνουν<br />

τις μυαλγίες των κάτω άκρων (που συνήθως δε συνοδεύονται<br />

από πυρετό και διαρκούν 2-3 ημέρες) 1 . Ενίοτε<br />

η εικόνα είναι πιο θορυβώδης και περιλαμβάνει<br />

εμπύρετο και αυξηση της ΤΚΕ.<br />

Η σοβαρότερη επιπλοκή του ΟΜΠ είναι η δευτεροπαθής<br />

(ΑΑ) αμυλοείδωση. Προκαλείται από την<br />

εναπόθεση προϊόντων αποδόμησης της αμυλοειδούς<br />

Α του ορού (serum A amyloid) στους νεφρούς, το ήπαρ,<br />

το σπλήνα, το γαστρεντερικό σωλήνα, τους όρχεις, το<br />

θυρεοειδή αδένα, τους πνεύμονες και τα επινεφρίδια 1,4,7 .<br />

Πριν την εισαγωγή της κολχικίνης στη θεραπεία αποτελούσε<br />

συχνή αιτία έκπτωσης της νεφρικής λειτουργίας<br />

και θανάτου στους ασθενείς με ΟΜΠ. Φαίνεται<br />

ότι οι ασθενείς με ομοζυγωτία στη μετάλλαξη M694V<br />

είναι υψηλού κινδύνου για εμφάνιση αμυλοείδωσης.<br />

Όλοι οι ασθενείς με ΟΜΠ πρέπει να ελέγχονται για<br />

αμυλοείδωση. Αν δε θεραπευτεί η αμυλοείδωση οδηγεί<br />

σε έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας μέσα σε χρονικό<br />

διάστημα 3-5 ετών.<br />

Εργαστηριακά ευρήματα<br />

Εργαστηριακό φλεγμονώδες σύνδρομο χαρακτηρίζει<br />

τον ΟΜΠ. Αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων, αύξηση<br />

της ΤΚΕ και της CRP, του ινωδογόνου, του SAA (serum<br />

A amyloid) και διάχυτη πολυκλωνική υπεργαμμασφαιριναιμία<br />

είναι τα κύρια εργαστηριακά ευρήματα 4 . Αν<br />

και μεταξύ των επεισοδίων του ΟΜΠ οι ασθενείς είναι<br />

ασυμπτωματικοί, εν τούτοις ένα ποσοστό αυτών διατηρεί<br />

αυξημένους δείκτες φλεγμονής 8 .<br />

Μοριακή Γενετική<br />

Το γονίδιο του ΟΜΠ (που καλείται MEFV) βρίσκεται<br />

στο βραχύ σκέλος του χρωμοσώματος 16. Το γονίδιο<br />

MEFV κωδικοποιεί μια πρωτεΐνη 781 αμινοξέων η<br />

οποία αποκαλείται πυρίνη ή μαρενοστρίνη από τις<br />

δύο διαφορετικές ομάδες έρευνας που ταυτόχρονα<br />

προέβησαν στην ανακάλυψή της 9,10 . Η πρωτεΐνη αυτή,<br />

η οποία εκφράζεται κυρίως σε κυκλοφορούντα κύτταρα<br />

της μυελοειδούς σειράς, είναι ιδιαίτερης σημασίας<br />

για το μηχανισμό της φυσικής ανοσίας μιας και<br />

αποτελεί μείζον ρυθμιστικό συστατικό του φλεγμονοσώματος<br />

(inflammasome) (συμπλέγματος πρωτεϊνών<br />

που η ενεργοποίησή τους προκαλεί απελευθέρωση<br />

ιντερλευκίνης 1β και μεσολαβητών απόπτωσης) 11 . Αν<br />

και δε γνωρίζουμε τους ακριβείς μηχανισμούς (μειωμένη<br />

αντιφλεγμονώδης δραστηριότητα ή αυξημένη<br />

προφλεγμονώδης σηματοδότηση;) φαίνεται ότι οι σχετιζόμενες<br />

με τον ΟΜΠ μεταλλάξεις συμβάλλουν στην<br />

ενίσχυση ενός ακίνδυνου (μη φλεγμονώδους) αρχικού<br />

ερεθίσματος.<br />

Πάνω από 70 μεταλλάξεις στο MEFV, σχετιζόμενες<br />

με ΟΜΠ, έχουν βρεθεί μέχρι τώρα. Υπάρχει και ιστότοτοπος<br />

(INFEVERS http://fmf.igh.cnrs.fr/infevers/) όπου<br />

δημοσιεύεται ο σχετικός κατάλογος. Η πλειονότητά<br />

τους βρίσκεται στο εξώνιο 10 του γονιδίου 1 . Μια και<br />

η πάθηση μεταβιβάζεται με τον αυτοσωμικό υπολειπόμενο<br />

τύπο θα έπρεπε όλοι οι ομοζυγώτες για τη<br />

σχετιζόμενη με το νόσημα μετάλλαξη να νοσούν. Όμως<br />

φαίνεται ότι δεν εκδηλώνουν όλοι οι ομοζυγώτες το<br />

νόσημα (20-40 φορές λιγότεροι οι ομοζυγώτες με φαινότυπο<br />

ΟΜΠ σε σχέση με τους μη νοσούντες ομοζυγώτες<br />

σύμφωνα με μια μελέτη 12 ). Πιο σπάνια απλοί<br />

ετεροζυγώτες εκδηλώνουν ΟΜΠ 13 και ακόμη σπανιότερα<br />

σε ασθενείς με ΟΜΠ δεν ανευρίσκεται καμία γνωστή<br />

μετάλλαξη 1 .<br />

Διάγνωση<br />

Παρά την ανακάλυψη του γονιδίου του ΟΜΠ και<br />

πλήθους μεταλλάξεων σχετιζόμενων με το νόσημα, η<br />

διάγνωση απέχει από το να είναι καθαρά γενετική.<br />

Αναφέραμε παραπάνω ότι κλινικά διαγνωσθέντες<br />

ασθενείς με ΟΜΠ μπορεί να έχουν μόνο μια σχετιζόμενη<br />

μετάλλαξη (ετεροζυγώτες) 13 ή και καμία 1 . Επομένως<br />

ή οι διαθέσιμες τεχνικές δεν έχουν καταφέρει να<br />

προσδιορίσουν το σύνολο των σχετιζόμενων μεταλλάξεων<br />

ή και άλλοι γενετικοί τόποι που κωδικοποιούν<br />

ομόλογα πυρίνης ή άλλες πρωτεΐνες αλληλεπιδρούν<br />

με το MEFV στην εκδήλωση σημείων και συμπτωμάτων<br />

ΟΜΠ.<br />

Το 1997 δημοσιεύθηκε από το Tel Hashomer Medical<br />

Center του Ισραήλ ένα σχήμα που περιλάμβανε μείζονα,<br />

ελάσσονα και υποστηρικτικά κριτήρια με σκοπό να<br />

διευκολυνθεί η διάγνωση του ΟΜΠ 14 .


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 41<br />

Λεπτομερή κριτήρια για τη διάγνωση<br />

του ΟΜΠ<br />

Μείζονα κριτήρια<br />

Τυπικές προσβολές<br />

1. Περιτονίτιδα (γενικευμένη)<br />

2. Πλευρίτιδα (ετερόπλευρη) ή περικαρδίτιδα<br />

3. Μονοαρθρίτιδα (ισχίου, γόνατος, ποδοκνημικής)<br />

4. Πυρετός<br />

5. Ικανοποιητική απάντηση στην κολχικίνη<br />

Ελάσσονα κριτήρια<br />

1-4. Ατελή επεισόδια περιλαμβάνοντα 1 ή περισσότερα<br />

από τα παρακάτω όργανα<br />

1. Κοιλιά<br />

2. Θώρακας<br />

3. Αρθρώσεις<br />

4. Έντονα άλγη κνημών<br />

Υποστηρικτικά κριτήρια<br />

1. Οικογενειακό ιστορικό ΟΜΠ<br />

2. Τυπική εθνικότητα<br />

3. Ηλικία έναρξης < 20 ετών<br />

4-7. Χαρακτηριστικά επεισοδίων:<br />

4. Σοβαρά επεισόδια με κλινήρη ασθενή<br />

5. Αυτόματη ύφεση<br />

6. Μεσοδιαστήματα ελέυθερα συμπτωμάτων<br />

7. Παροδική φλεγμονώδη αντίδραση, με μία ή περισσότερες<br />

παθολογικές εξετάσεις για τα λευκά<br />

αιμοσφαίρια, την ΤΚΕ, το αμυλοειδές Α του ορού<br />

και/η το ινωδογόνο<br />

8. Επεισοδιακή αιματουρία/πρωτεϊνουρία<br />

9. Λαπαροτομία ή σκωληκοειδεκτομή χωρίς όφελος<br />

10. Συγγένεια εξ’ αίματος των γονέων<br />

Με τη βοήθεια του παρακάτω αλγόριθμου που<br />

χρησιμοποεί τα λεπτομερή κριτήρια η διάγνωση του<br />

ΟΜΠ μπορεί να γίνει σε με ευαισθησία 95% και ειδικότητα<br />

99%.<br />

Βέβαια υπάρχει σκεπτικισμός μιας και τα προτεινόμενα<br />

κριτήρια στηρίζονται κυρίως σε κλινικά ευρήματα<br />

και η εφαρμογή τους σε άλλες εθνικές ομάδες (πέραν<br />

των Ισραηλινών) μπορεί να είναι προβληματική. Επίσης<br />

υπάρχουν ασθενείς ομοζυγώτες σε μεταλλάξεις του<br />

MEFV, με φλεγμονώδη επεισόδια που δεν πληρούν τα<br />

παραπάνω κριτήρια. Ως εκ τούτου πιθανότατα επί<br />

τη βάση των γενετικών ανακαλύψεων να επιχειρηθεί<br />

κάποια τροποποίηση των κριτηρίων.<br />

Συνοψίζοντας, η διάγνωση του ΟΜΠ σε ασθενείς<br />

με τυπικές κλινικές εκδηλώσεις είναι σχετικά βέβαια<br />

και δεν απαιτεί γενετικό έλεγχο. Σε λιγότερο ξεκάθαρες<br />

περιπτώσεις και ιδιαίτερα σε ιατρούς που έχουν<br />

μικρότερη εξοικείωση με το νόσημα, ο γενετικός έλεγχος<br />

είναι σημαντικός μιας και η παρουσία δύο μεταλλάξεων<br />

είναι ενισχυτική της διάγνωσης ενώ η απουσία μεταλλάξεων<br />

απομακρύνει τη διαγνωστική σκέψη από τον<br />

ΟΜΠ. Προσοχή χρειάζεται στην αξιολόγηση της ετεροζυγωτίας<br />

όχι τόσο σε περιπτώσεις με σχετικά τυπική<br />

κλινική εικόνα 13 όσο σε εκείνους με άτυπη σημειολογία.


42<br />

Περιοδικά εμπύρετα σύνδρομα: Διαγνωστική Προσπέλαση - Θεραπευτική παρέμβαση<br />

Διαφορική διάγνωση<br />

Πολλές παθήσεις μιμούνται την κλινική εικόνα του<br />

ΟΜΠ και πρέπει να αποκλείονται για την τεκμηρίωση<br />

της διάγνωσης. Πλην των άλλων περιοδικών εμπύρετων<br />

συνδρόμων ενδεικτικά αναφέρουμε και τις παρακάτω:<br />

σκωληκοειδίτιδα, διάτρηση πεπτικού έλκους,<br />

εκκολπωματίτιδα, υποτροπιάζουσα παγκρεατίτιδα,<br />

συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, αγγείτιδα, οξεία<br />

διαλείπουσα πορφυρία, κληρονομικό αγγειοοίδημα.<br />

Θεραπεία<br />

Δύο είναι οι στόχοι της θεραπείας στον ΟΜΠ<br />

- η πρόληψη των κρίσεων<br />

- η πρόληψη της αμυλοείδωσης<br />

Από το σύνολο των φαρμάκων που έχουν χρησιμοποιηθεί<br />

μόνο η κολχικίνη διαθέτει αποδεδειγμένα<br />

προφυλακτική δράση τόσο για τις κρίσεις όσο και για<br />

την αμυλοείδωση 1,4,7 . Η σχετική ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα<br />

της κολχικίνης σε μακροχρόνια χορήγηση<br />

είναι καλά τεκμηριωμένη 15 . Ασφαλής είναι η χορήγησή<br />

της και σε παιδιά. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία<br />

επιτρέπεται η χορήγησή της σε κύηση και γαλουχία..<br />

72% των ασθενών εμφανίζουν λιγότερες από μία<br />

κρίσεις το εξάμηνο, 15% λιγότερο από μία κρίση το<br />

τρίμηνο ενώ περίπου 13% δεν απαντούν στη θεραπεία.<br />

Η κολχικίνη μειώνει την ένταση, τη διάρκεια και<br />

τη συχνότητα των επεισοδίων. Μόνο τα αρθρικά συμπτώματα<br />

φαίνεται ότι είναι σχετικά ανθεκτικά στη<br />

δράση της. Η συνιστώμενη δόση ποικίλλει από 1-2,4<br />

mgr/ημέρα και συνήθως δόσεις μέχρι 1,8mgr/ημέρα είναι<br />

καλά ανεκτές 1 .<br />

Η κολχικίνη αποδεδειγμένα εμποδίζει την εκδήλωση<br />

αμυλοείδωσης 1,4,7 και βελτιώνει και την αποβολή<br />

λευκώματος από τα ούρα σε ασθενείς με μέτρια<br />

λευκωματουρία. Ακόμη και ασθενείς με νεφρωσικού<br />

επιπέδου λευκωματουρία βελτιώνονται ιδιαίτερα αν η<br />

θεραπεία ξεκινήσει όταν η κρεατινίνη δεν έχει ξεπεράσει<br />

τα 1,5-2mgr/dl. Οι συνήθεις δόσεις σε αμυλοείδωση<br />

είναι 1,5-2mgr/ημέρα.<br />

Όσον αφορά στους μη απαντητές φαίνεται ότι<br />

κάποιοι δε συμμορφώνονται με την αγωγή ή επιδιώκουν<br />

άλλα οφέλη. Αληθείς μη απαντητές είναι λίγοι και<br />

στις περιπτώσεις αυτές οφείλουμε να ελέγξουμε αν η<br />

διάγνωση του ΟΜΠ είναι εσφαλμένη και στην πραγματικότητα<br />

οι ασθενείς πάσχουν από κάποιο από τα<br />

άλλα δύο κληρονομικά περιοδικά εμπυρετα σύνδρομα<br />

το HIDS και το TRAPS. Δεν είναι καλά ξεκαθαρισμένα<br />

τα χαρακτηριστικά των φτωχών απαντητών στην<br />

κολχικίνη. Ίσως η φτωχή απάντηση να σχετίζεται με<br />

μειωμένη ικανότητα συγκέντρωσης του φαρμάκου στα<br />

λευκοκύτταρα στους συγκεκριμένους ασθενείς 16 .<br />

Σε μη απαντητές στην κολχικίνη έχουν χρησιμοποιηθεί<br />

με λιγότερη ή περισσότερη επιτυχία άλλα σκευάσματα.<br />

Η χορήγηση ιντερφερόνης α σε δόσεις 3-10Χ10 6<br />

IU υποδορίως φαίνεται ότι μπορεί να βοηθήσει στην<br />

πρόληψη των κρίσεων ιδιαίτερα αν χρησιμοποιηθεί<br />

νωρίς 17 . Άγνωστη είναι η επίδρασή της στην πρόληψη<br />

της αμυλοείδωσης.<br />

Σποραδικές ενδείξεις για τη χρήση της θαλιδομίδης<br />

(100mgr/d) 18 , αντι TNFα παραγόντων όπως της<br />

ετανερσέπτης (25mgr υποδορίως δύο φορές την εβδομάδα)<br />

18 και της ινφλιξιμάμπης 19 καθώς και του ανάκινρα<br />

(ανταγωνιστή του υποδοχέα της ιντερλευκίνης<br />

1α) 20 σε ασθενείς με ΟΜΠ μη απαντητές στην κολχικίνη<br />

υπάρχουν στη διεθνή βιβλιογραφία. `<br />

2) ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΥΠΕΡ IgD ΑΝΟΣΟΣΦΑΙΡΙΝΗΣ<br />

(HIDS)<br />

Το HIDS είναι μια κληρονομική νόσος που μεταβιβάζεται<br />

με τον αυτοσωμικό υπολειπόμενο τύπο και<br />

χαρακτηρίζεται από υποτροπιάζοντα επισόδια εμπυρέτου,<br />

λεμφαδενοπάθειας και κοιλιακού άλγους με<br />

συνοδό αύξηση της IgD ανοσοσφαιρίνης. Πρωτοπεριγράφηκε<br />

από τον Jos Van de Meer το 1984 21 . Πάνω από<br />

60 ασθενείς έχουν καταγραφεί σε όλο τον κόσμο και<br />

υπάρχει ήδη βάση δεδομένων στο διαδίκτυο για την<br />

καταγραφή και παρακολούθηση των ασθενών (http://<br />

www.hids.net).<br />

Κλινικές εκδηλώσεις<br />

Οι κύριες κλινικές εκδηλώσεις του συνδρόμου είναι<br />

ο πυρετός, η σπληνομεγαλία, η λεμφαδενοπάθεια, το<br />

κοιλιακό άλγος, η αρθρίτιδα/αρθραλγία και το εξάνθημα.<br />

Οι κρίσεις έχουν μάλλον επεισοδιακό παρά περιοδικό<br />

χαρακτήρα 1 και η έναρξη τους συνήθως συμβαίνει<br />

στο πρώτο έτος της ζωής του πάσχοντος.<br />

Ο πυρετός συχνά εισβάλει με ρίγος, ξεπερνά τους<br />

38,5 ο C και διαρκεί 4-7ημέρες και μπορεί να συνοδεύεται<br />

από κεφαλαλγία. Ενίοτε, υπάρχουν και πρόδρομα<br />

συμπτώματα.<br />

Τραχηλική λεμφαδενοπάθεια είναι ιδιαίτερα συχνή<br />

κατά τη διάρκεια της κρίσης, αν και οποιαδήποτε<br />

ομάδα λεμφαδένων μπορεί να προσβληθεί 22 . Το 50%<br />

των ανήλικων ασθενών εκδηλώνει ψηλαφητή σπληνομεγαλία.<br />

Το κοιλιακό άλγος είναι ιδιαίτερα συχνή εκδήλωση<br />

και μπορεί να υποδυθεί οξεία κοιλία 1,22 . Η πλευρίτιδα<br />

και η περικαρδίτιδα είναι σπάνιες


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 43<br />

Το 80% σχεδόν των ασθενών υποφέρει από αρθραλγίες<br />

στη διάρκεια των κρίσεων, ενώ αρκετοί εκδηλώνουν<br />

αρθρίτιδα που αφορά στις μεγάλες κυρίως<br />

αρθρώσεις των κάτω άκρων. Τα μυοσκελετικά<br />

συμπτώματα τείνουν να παραμένουν και τα μετά την<br />

υποχώρηση του πυρετού 1 .<br />

Συρρέουσες ερυθηματώδεις κηλίδες είναι συχνές<br />

στις κρίσεις με εντόπιση κυρίως στα άκρα 1,22 .<br />

Η αμυλοείδωση είναι σπάνια αλλά ιδιαίτερα σοβαρή<br />

επιπλοκή του HIDS.<br />

Εργαστηριακά ευρήματα<br />

Κατά τη διάρκεια των κρίσεων ο εργαστηριακός<br />

έλεγχος αποκαλύπτει μη ειδική απάντηση οξείας φάσης<br />

(λευκοκυττάρωση με καθ΄ υπεροχή πολυμορφοπυρήνωση,<br />

υπερινωδογοναιμία, αύξηση της ΤΚΕ και της<br />

C-RP, αύξηση της φερριτίνης και του αμυλοειδούς Α<br />

του ορού. Η ανοσοσφαιρίνη IgD είναι αυξημένη (>100IU/<br />

ml ή 10mg/dl), αν και όχι σε όλες τις περιπτώσεις 1,22 .<br />

Προβληματισμός υπάρχει για το άν η αύξηση της IgD<br />

σχετίζεται αιτιολογικά με το σύνδρομο (που φέρει και<br />

το όνομά της) ή αποτελεί απλά επιφαινόμενο 23 . Αυξημένη<br />

παρουσιάζεται και η IgA (ιδιαίτερα η IgA 1<br />

υποτάξη)<br />

στο 80% των περιπτώσεων 1,22 .<br />

Μοριακή Γενετική<br />

Η μετάλλαξη στο MVK γονίδιο (που εντοπίζεται<br />

στο μακρύ σκέλος του χρωμοσώματος 12) είναι υπεύθυνη<br />

για την εμφάνιση του συνδρόμου 1 . Το MVK γονίδιο<br />

ελέγχει την παραγωγή της μεβαλονικής κινάσης η<br />

οποία καταλύει τη μετατροπή του μεβαλονικού οξέος<br />

σε 5-φωσφομεβαλονικό οξύ. Η μεβαλονική κινάση δρα<br />

στο μονοπάτι της σύνθεσης της χοληστερίνης (που<br />

οδηγεί στη σύνθεση χοληστερίνης και προϊόντων της<br />

αλλά και μη στερολικών ισοπρενοϊδών). Πάνω από 60<br />

μεταλλάξεις έχουν περιγραφεί μέχρι σήμερα. Η πιο<br />

συχνή είναι η V377I η οποία είναι ουσιαστικά επιβεβαιωτική<br />

της διάγνωσης του HIDS 1 . Οι μεταλλάξεις<br />

συνδέονται με μειωμένη δραστηριότητα του ενζύμου.<br />

Η προφλεγμονώδης δραστηριότητα του αυξημένου μεβαλονικού<br />

οξέος ή/και η μειωμένη παραγωγή ισοπρενοειδών<br />

πιθανότατα σχετίζονται με την εκδήλωση του<br />

HIDS. Αξίζει να σημειωθεί ότι στo 25% των ασθενών με<br />

συμβατή κλινική εικόνα δε διαπιστώνεται καμία γνωστή<br />

μετάλλαξη 1 .<br />

Διάγνωση<br />

Σε ασθενείς με οικογενειακό ιστορικό η διάγνωση<br />

είναι εύκολη όταν το σύνδρομο εκδηλώνεται με την τυπική<br />

κλινική εικόνα. Η επιβεβαίωση γίνεται με την ανακάλυψη<br />

της μετάλλαξης στο MVK (συχνότερη η V377I<br />

και επόμενη σε συχνότητα η I268T). Αν δεν υπάρχει οικογενειακό<br />

ιστορικό μπορρεί να υπάρξει καθυστέρηση<br />

στη διάγνωση εως και 10 έτη 24 . Η μέτρηση των IgG και<br />

IgA είναι χρήσιμη στις λιγότερο τυπικές περιπτώσεις<br />

μιας και η αυξημένη τιμή των ενισχύει τη διάγνωση<br />

που επιβεβαιώνεται με την ανεύρεση της σχετιζόμενης<br />

με το σύνδρομο μετάλλαξης. Πάντως, η έναρξη των<br />

επεισοδίων σε ηλικία μεγαλύτερη των 5 ετών, η διάρκεια<br />

του πυρετού πέραν των 2 εβδομάδων και η<br />

απουσία αρθρικών εκδηλώσεων ουσιαστικά αποκλείει<br />

τη διάγνωση 25 .<br />

Διαφορική διάγνωση<br />

Η διαφορική διάγνωση του HIDS περιλαμβάνει λοιμώξεις,<br />

επείγουσες χειρουργικές καταστάσεις (σκωληκοειδίτιδα,<br />

διάτρηση πεπτικού έλκους), τα υπόλοιπα<br />

περιοδικά αυτοφλεγμονώδη σύνδρομα και ορισμένες<br />

άλλες παθήσεις όπως το κληρονομικό αγγειοοίδημα<br />

και η οξεία διαλείπουσα πορφυρία.<br />

Θεραπεία<br />

Οι ασθενείς με HIDS έχουν φυσιολογικό προσδόκιμο<br />

επιβίωσης και εξαιρώντας τη σπάνια επιπλοκή της<br />

αμυλοείδωσης, δεν εκδηλώνουν σοβαρές επιπλοκές.<br />

Ο σκοπός της θεραπευτικής παρέμβασης ουσιαστικά<br />

περιορίζεται στην ανακούφιση των συμπτωμάτων<br />

στη διάρκεια των κρίσεων.<br />

Δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία για τις κρίσεις<br />

του HIDS. Έχουν χρησιμοποιηθεί ΜΣΑΦ, κορτιζόνη,<br />

κολχικίνη, κυκλοσπορίνη, γ σφαιρίνη, στατίνες. Από<br />

αυτά ρόλος στη θεραπεία φαίνεται ότι υπάρχει για τα<br />

ΜΣΑΦ και τα στεροειδή. Τα ΜΣΑΦ συνήθως είναι τα<br />

φάρμακα πρώτης γραμμής για την ανακούφιση από<br />

τον πυρετό και τον πόνο. Η επιλογή του σκευάσματος<br />

και της δόσης απαιτεί εξατομίκευση. Σε αποτυχία των<br />

ΜΣΑΦ μπορεί να χορηγηθεί κορτικοειδές. Δεν υπάρχει<br />

συγκεκριμένο σχήμα. Ένδεικτικά σχήματα χορήγησης<br />

είναι τα ακόλουθα: μία εφ΄ άπαξ δόση εφόδου, 30mg/d<br />

για 3 ημέρες και σταδιακή διακοπή εντός εβδομάδας<br />

και 1mg/kg αρχική δόση με σταδιακή διακοπή εντός<br />

δύο εβδομάδων 22,26 . Βιολογικοί παράγοντες έχουν χρησιμοποιηθεί<br />

στη θεραπεία του HIDS μιας και αύξηση<br />

των προφλεγμονωδών κυτοκινών (ιντερλευκίνη 1, 6 και<br />

αντι-TNFα) έχει διαπιστωθεί στον ορό των ασθενών<br />

κατά τη διάρκεια των κρίσεων 27 . Τα αποτελέσματα


44<br />

Περιοδικά εμπύρετα σύνδρομα: Διαγνωστική Προσπέλαση - Θεραπευτική παρέμβαση<br />

ήταν διφορούμενα για την ετανερσέπτη (Enbrel) 28,29 και<br />

μάλλον καλύτερα για το ανάκινρα (Kineret) 30 .<br />

3) TNF RECEPTOR ASSOCIATED SYNDROME (TRAPS)<br />

Το κληρονομικό εμπύρετο περιοδικό σύνδρομο<br />

TRAPS έχει πρωτοπεριγραφεί το 1982 31 . Κληρονομείται<br />

με τον επικρατούντα αυτοσωμικό τύπο και οφείλεται<br />

σε μετάλλαξη του γονιδίου TNFRSF1A, που κωδικοποιεί<br />

ένα 55KDa υποδοχέα του TNF 1 . Πάνω από 50 μεταλλάξεις<br />

του γονιδίου έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα 1 .<br />

Κλινικές εκδηλώσεις<br />

Το σύνδρομο μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε<br />

ηλικία από τη νεογνική μέχρι και την 5 η δεκαετία της<br />

ζωής. Κύριο χαρακτηριστικό είναι το εμπύρετο. Ο πυρετός<br />

μπορεί να διαρκέσει από 5 ημέρες μέχρι και περισσότερο<br />

από 2 εβδομάδες και υποτροπιάζει ανά 5-6<br />

εβδομάδες αν και δεν υπάρχει τυπική περιοδικότητα 1 .<br />

Πλευριτικός και κοιλιακός πόνος μπορεί να συνοδεύουν<br />

το εμπύρετο, ενώ περικαρδίτιδα είνα σπάνια.<br />

Αρθραλγίες είναι συχνές, ενώ η αρθρίτιδα πιο<br />

σπάνια και συνήθως αφορά σε μία άρθρωση κάτω<br />

άκρου (ισχίο, γόνατο ή ποδοκνημική).<br />

Μεταναστευτική μυαλγία και εξάνθημα είναι χαρακτηριστικά<br />

του συνδρόμου και εκδηλώνονται σχεδόν<br />

σε όλους τους ασθενείς κάποια στιγμή κατά τη<br />

διαδρομή της νόσου. Αφορά περιοχή του κορμού ή των<br />

άκρων η οποία είναι θερμή, ευαίσθητη στην πίεση ενώ<br />

το υπερκείμενο δέρμα εμφανίζει ερυθηματώδη βλάβη.<br />

Όταν η βλάβη εντοπίζεται στα άκρα συνήθως μεταναστεύει<br />

περιφερικά με το πέρασμα των ημερών. Η<br />

βιοψία της βλάβης αποκαλύπτει υποδερματίτιδα και<br />

μυϊκή περιτονιίτιδα 1,32 .<br />

Οφθαλμική συμμετοχή είναι συχνή μιας και το 80%<br />

των ασθενών εμφανίζουν επιπεφυκίτιδα, περικογχικό<br />

οίδημα ή/και πόνο 1,32 .<br />

Το 15% των ασθενών εκδηλώνουν ως επιπλοκή ΑΑ<br />

αμυλοείδωση κυρίως με προσβολή νεφρού.<br />

Εργαστηριακά ευρήματα<br />

Κατά τη διάρκεια των κρίσεων τα ευρήματα είναι<br />

τυπικά εργαστηριακού φλεγμονώδους συνδρόμου με<br />

χαρακτηριστικά απάντησης οξείας φάσης.<br />

Μοριακή Γενετική<br />

Υπάρχουν 2 υποδοχείς για την προφλεγμονώση<br />

κυτοκίνη TNF. Ο ένας είναι μία 55KDa πρωτεΐνη (p55)<br />

που κωδικοποιείται από το γονίδιο TNFRSF1A (που<br />

βρίσκεται στο βραχύ σκέλος του χρωμοσώματος 12)<br />

και ο δεύτερος είναι μία 75KDa πρωτεΐνη (p75) που κωδικοποιείται<br />

από το γονίδιο TNFRSF1Β (που βρίσκεται<br />

στο βραχύ σκέλος του χρωμοσώματος 1). O p55 υποδοχέας<br />

βρίσκεται στην επιφάνεια όλων σχεδόν των<br />

κυττάρων ενώ ο p75 στα λευκοκύτταρα και στα ενδοθηλιακά<br />

κύτταρα. Μόνο μεταλλάξεις του TNFRSF1A<br />

σχετίζονται με το TRAPS.<br />

Δεν είναι ξεκάθαρη η παθογένεια του συνδρόμου 33 .<br />

Γνωρίζουμε ότι η διέγερση των υποδοχέων του TNF<br />

ενεργοποιεί όχι μόνο φλεγμονώδη κυτταρικά μονοπάτια<br />

αλλά και την απομάκρυνσή τους από την επιφάνεια<br />

των κυττάρων μέσω μιας διεργασίας που μεσολαβείται<br />

από μεταλλοπρωτεϊνάσες. Η απομάκρυνση<br />

των υποδοχέων από την κυτταρική επιφάνεια έχει<br />

αντιφλεγμονώδη δράση μέσω α) μείωσης των κυτταρικών<br />

θέσεων που μπορούν να διεγερθούν και β) αύξησης<br />

της δέσμευσης των κυκλοφορούντων TNF μορίων.<br />

Στους ασθενείς με TRPAPS, αντίθετα, υπάρχει αυξημένος<br />

αριθμός μορίων p55 στην επιφάνεια των κυττάρων<br />

(με επακόλουθο την αυξημένη επιδεκτικότητα του<br />

κυττάρου στη διέγερση από TNF) και μειωμένος στην<br />

κυκλοφορία (με αποτέλεσμα την μερική απουσία ενός<br />

δυνητικού ανταγωνιστή του κυκλοφορούντος TNF) 1,33,34 .<br />

Διάγνωση<br />

Σε κάθε ασθενή με υποτροπιάζοντα εμπύρετα<br />

διάρκειας μεταξύ 5 και 14 ημερών που φέρει τη μετάλλαξη<br />

στο γονίδιο TNFRSF1A τίθεται η διάγνωση του<br />

συνδρόμου 1 .<br />

Διαφορική Διάγνωση<br />

Είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη. Περιλαμβάνει τα συστηματικά<br />

νοσήματα, τα άλλα περιοδικά εμπύρετα σύνδρομα<br />

και τον πυρετό αγνώστου αιτιολογίας.<br />

Θεραπεία<br />

Σκοπός της θεραπείας είναι ο έλεγχος των συμπτωμάτων,<br />

η πρόληψη των κρίσεων και της αμυλοείδωσης.<br />

Η κολχικίνη δεν αποδίδει. Τα ΜΣΑΦ ελέγχουν<br />

τον πυρετό αλλά για το συνολικό έλεγχο των σημείων<br />

και συμπτωμάτων της κρίσης πιο αποτελεσματικά είναι<br />

τα στεροειδή (πρεδνιζολόνη σε αρχική δόση 1mg/kg<br />

αρχικά με σταδιακή διακοπή σε 7-10 ημέρες.<br />

Οι περισσότεροι ασθενείς με TRAPS εμφανίζουν<br />

μειωμένο αριθμό διαλυτών υποδοχέων TNF p55 στην<br />

κυκλοφορία. Ο διαλυτός υποδοχέας p55 ουσιαστικά


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 45<br />

δρα ως ενδογενής ανταγωνιστής του TNF. Με βάση την<br />

παραπάνω διαπίστωση επιχειρήθηκε η χορήγηση της<br />

ετανερσέπτης (Enbrel) (εμπορικά διαθέσιμου διαλυτού<br />

υποδοχέα του TNF που προκύπτει από σύντηξη ενός<br />

υποδοχέα 75KDa (p75= =TNFR2) και του Fc τμήματος<br />

της ανθρώπινης IgG ανοσοσφαιρίνης. Το Enbrel είχε<br />

καλά αποτελέσματα στους περισσότερους ασθενείς<br />

αν και κάποιοι ανταποκρίθηκαν καθόλου ή μερικώς 35 .<br />

Η συνιστώμενη δόση είναι 50mg/εβδομάδα υποδορίως<br />

στους ενήλικες και 0,8mg/kg ανά εβδομάδα στα<br />

παιδιά. Παραδόξως, η θεραπεία με μονοκλωνικό αντι<br />

TNFα αντίσωμα (ινφλιξιμάμπη = Remicade) σχετίστηκε<br />

με εξάρσεις της νόσου και δε συνιστάται 36 . Σε μη<br />

απαντητές στο Enbrel συνιστάται χορήγηση ανάκινρα<br />

(Kineret), ανταγωνιστή του υποδοχέα της ιντερλευκίνης<br />

1β. Τα αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα καλά καθιστώντας<br />

πιθανό και ένα κομβικό ρόλο της IL-1 στην<br />

παθογένεια του συνδρόμου 37 .<br />

Τα επόμενα τρία σύνδρομα ονομάζονται και σύνδρομα<br />

σχετιζόμενα με την κρυοπυρίνη ή κρυοπυρινοπάθειες.<br />

Και τα τρία προκύπτουν από μεταλλάξεις στο<br />

γονίδιο NLRP3 (ή αλλιώς CIAS1) το οποίο βρίσκεται στο<br />

χρωμόσωμα 1q44 και ρυμίζει την παραγωγή της κρυοπυρίνης.<br />

Η κρυοπυρίνη αποτελεί μέρος του πολυ-πρωτεϊκού<br />

συμπλέγματος του φλεγμονωσώματος 1,38 . Η κρυοπυρίνη<br />

δρα ως ικρίωμα για τη συγκέντρωση των συστατικών<br />

του φλεγμονωσώματος. Το φλεγμονόσωμα είναι υπεύθυνο<br />

για την ενεργοποίηση των δυνητικά προφλεγμονωδών<br />

ιντερλευκινών IL-1β και IL-18 38,39 . Οι μεταλλάξεις του<br />

γονιδίου NLRP3 οδηγούν σε φλεγμονόσωμα με ανώμαλη<br />

δομή και υπερβολική παραγωγή IL-1β, ίσως λόγω προβληματικής<br />

αυτορρύθμισης από την παθολογική κρυοπυρίνη<br />

40 . Τα αύνδρομα κληρονομούνται με τον αυτοσωμικό<br />

επικρατούντα ρύπο με ατελή διεισδυτικότητα.<br />

4) ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΣ ΨΥΧΡΟ ΑΥΤΟΦΛΕΓΜΟΝΩΔΕΣ<br />

ΣΥΝΔΡΟΜΟ<br />

Το FCAS (Familial cold autoinflammatory syndrome)<br />

είναι η πιο ήπια κρυο-πυρινοπάθεια. Η έκθεση στο<br />

κρύο προκαλεί στους πάσχοντες μια συστηματική<br />

φλεγμονώδη αντίδραση που περιλαμβάνει πυρετό,<br />

εξάνθημα τύπου ουρτικάριας, περικεράτια ένεση<br />

και αρθραλγίες. Το πρώτο επεισόδιο εμφανίζεται σε<br />

ηλικία μικρότερη του ενός έτους. Το κνιδωτικό εξάνθημα<br />

εμφανίζεται στο σύνολο των ασθενών (100%),<br />

κάποιες ώρες συνήθως μετά την έκθεση στο κρύο και<br />

μπορεί να εκδηλωθεί τόσο σε ακάλυπτες όσο και σε<br />

καλυμένες από ενδύματα περιοχές του σώματος. Ξεκινάει<br />

από από το πρόσωπο ή τα άκρα και επεκτείνεται<br />

στο υπόλοιπο σώμα 1 . Οι αρθραλγίες συχνά είναι<br />

έντονες. Προσβάλλονται οι άκρες χείρες, τα γόνατα<br />

και οι ποδοκνημικές συνήθως. Σπάνια διαπιστώνεται<br />

αρθρίτιδα. Άλλα κλινικά ευρήματα είναι η έντονη εφίδρωση,<br />

η κεφαλαλγία, η ναυτία, η υπερβολική δίψα,<br />

η ξηροστομία και οι μυαλγίες 1 .Τα επεισόδια διαρκούν<br />

περίπου 24 ώρες. Η επιπεφυκίτιδα είναι χρήσιμη για<br />

τη διαφοροδιάγνωση από άλλα περιοδικά εμπύρετα<br />

σύνδρομα. Συστηματικη ΑΑ αμυλοείδωση είναι σπάνια.<br />

Κατά τη διάρκεια των κρίσεων διαπιστώνεται εκσεσημασμένη<br />

πολυμορφοπυρήνωση (εώς και πάνω από<br />

30.000/mm). Αύξηση παρατηρείται στην ΤΚΕ, τη CRP και<br />

τις πρωτεΐνες οξείας φάσης 1 .<br />

Τα παρακάτω κλινικά κριτήρια έχουν προταθεί για<br />

τη διάγνωση του FCAS<br />

- υποτροπιάζοντα επεισόδια πυρετού και εξανθήματος<br />

μετά γενικευμένη έκθεση στο κρύο<br />

- κληρονομικότητα σύμφωνα με τον αυτοσωμικό<br />

επικρατούντα τύπο<br />

- ηλικία έναρξης


46<br />

Περιοδικά εμπύρετα σύνδρομα: Διαγνωστική Προσπέλαση - Θεραπευτική παρέμβαση<br />

- δευτεροπαθούς αμυλοείδωσης με νεφροπάθεια<br />

Τα επεισόδια του MWS μπορεί να ξεκινήσουν σε<br />

οποιαδήποτε ηλικία μεταξύ της νεογνικής και της εφηβικής.<br />

Διαρκούν 12-48 ώρες. Το κνιδωτικό εξάνθημα<br />

έχει το χαρακτήρα ερυθηματώδων πλακών διαμέτρου<br />

1-7cm και είναι συνήθως επώδυνο παρά κνησμώδες.<br />

Η αρθραλγία είναι συχνότερη από την αρθρίτιδα και<br />

αφορά συνήθως γόνατα και ποδοκνημικές 1 . Το 70% των<br />

ασθενών εμφανίζουν προοδευτικά επιδεινούμενη νευροαισθητήρια<br />

βαρηκοΐα η οποία πιθανότατα οφείλεται<br />

σε φλεγμονή στο κοχλιακό σύστημα ή στις λεπτομήνιγγες<br />

45 . Συστηματική δευτεροπαθή αμυλοείδωση εκδηλώνει<br />

το 25% των ασθενών, στη μέση ηλικία, συνήθως.<br />

Προσβάλλονται τα νεφρά αλλά και τα επινεφρίδια, ο<br />

σπλήνας και οι όρχεις. Κατά τη διάρκεια των επεισοδίων<br />

αυξάνονται οι πρωτεΐνες οξέιας φάσης, η ΤΚΕ και η<br />

CRP, αν και σε ορισμένους ασθενείς παραμένουν ψηλοί<br />

δείκτες φλεγμονής και στα μεσο-διαστήματα ηρεμίας. Η<br />

διάγνωση στηριζόταν στην κλινική εικόνα τουλάχιστο<br />

μέχρι το 2001, οπότε ανευρέθηκαν οι σχετιζόμενες μεταλλάξεις<br />

στο γονίδιο NLRP3. Η ανεύρεση της σχετικής<br />

μετάλλαξης επιβεβαιώνει τη διάγνωση. Πάντως υπάρχουν<br />

ασθενείς με τυπική κλινική εικόνα MWS και απουσία<br />

μετάλλαξης 1 . Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει<br />

τα άλλα κληρονομικά αυτοφλεγμονώδη σύνδρομα.<br />

Θεραπεία<br />

Ότι προαναφέρθηκε για το FCAS ισχύει και για<br />

το MWS. Ο κομβικός ρόλος της ιντερλευκίνης 1β στην<br />

παθογένεια του συνδρόμου δικαιολογεί τη χορήγηση<br />

ανταγωνιστών της ιντερλευκίνης σκευασμάτων. Το<br />

ανάκινρα (Kineret) φαίνεται ότι εέγχει τη συστηματική<br />

φλεγμονή και πιθανόν μειώνει τον κίνδυνο αμυλοείδωσης.<br />

Η επίδραση στη βαρηκοΐα δεν έχει ακόμη εκτιμηθεί<br />

αν και υπάρχουν περιπτώσεις μερικής βελτίωσης 46,47 .<br />

Καλά αποτελέσματα στον έλεγχο των συμπτωμάτων<br />

διαπιστώθηκαν και με τη ριλονασέπτη 48 και με την<br />

κανακινουμάμπη 43 .<br />

6) ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ NOMID/CINCA<br />

Οι ανωμαλίες στην κρυοπυρίνη ευθύνονται για<br />

τις περισσότερες (αλλά όχι για όλες) τις περιπτώσεις<br />

του συνδρόμου NOMID/CINCA που αποτελεί τη<br />

σοβαρότερη κρυοπυρινοπάθεια. Τα κλινικά χαρακτηριστικά<br />

του περιλαμβάνουν: μεταναστευτικό ερυθηματώδες<br />

εξάνθημα που θυμίζει ουρτικάρια, πυρετό, και<br />

διαταραχές ανάπτυξης, παραμορφώσεις προσώπου.<br />

Άλλες εκδηλώσεις είναι η χρόνια άσηπτη μηνιγγίτιδα,<br />

η νευροαισθητήρια βαρηκοΐα, η εγκεφαλική ατροφία, η<br />

λεμφαδενοπάθεια, η ηπατοσπληνομεγαλία, η ραγοειδίτιδα.<br />

Περίπου το 50% των ασθενών αναπτύσσουν<br />

σοβαρή συμμετρική αρθροπάθεια μικρές και μεγάλες<br />

αρθρώσεις. Η υπερανάπτυξη των επιφύσεων και<br />

των συζευκτικών χόνδρων προκαλεί εμφανείς παραμορφώσεις.<br />

Αμυλοείδωση μπορεί να συμβεί. 20% των<br />

ασθενών καταλήγουν από λοιμώξεις ή νευρολογικές<br />

επιπλοκές πριν την εφηβεία 1 .<br />

Η διάγνωση μπορεί να γίνει αν υπάρχει υποτροπιάζον<br />

εμπύρετο και δύο από τα τρία παρακάτω ευρήματα<br />

: πρώιμης έναρξης κνιδωτικό εξάνθημα, χρόνια<br />

μηνιγγίτιδα και χαρακτηριστική αρθροπάθεια 1 .<br />

Θεραπεία<br />

Το ανάκινρα (Kineret) φαίνεται τα σημεία και τα<br />

συμπτώματα του συνδρόμου σε αρκετές 49 αλλά όχι<br />

σε όλες τις περιπτώσεις 50 . Η αρθροπάθεια απαντά<br />

φτωχότερα στη θεραπεία 49 . Ανθρώπεια αντισώματα<br />

έναντι υποδοχέων ιντερλευκίνης 6 έχουν δοκιμασθεί<br />

σε ανθεκτικές περιπτώσεις 50 .<br />

Βιβλιογραφια<br />

1. Collburn N, Kastner D, In Rheumatology 4 th edition,<br />

2008, Familial Mediteranean Fever chapter 156 (Hereditary<br />

periodic fevers), pages 1619-40.<br />

2. Stojanov S, Kastner DL, Familial autoinflammatory<br />

diseases: genetics, pathogenesis and treatment, Curr<br />

Opin Rheumatol. 2005;17(5):586-99.<br />

3. Pras E, Aksentijevich I, Gruberg L et al. Mapping<br />

of a gene causing familial Mediterranean fever<br />

to the short arm of chromosome 16. N Eng J Med<br />

1992;326:1509-1513.<br />

4. Kastner D, Familial Mediterranean Fever, Principles<br />

of Internal Medicine, Harrison’s 16 th edition, 2005,<br />

pages1793-5.<br />

5. Lidar M, Yaqubov M, Livneh A et al, The prodrome:<br />

a prominent yet overlooked pre-attack manifestation<br />

of familial Mediterranean fever, J Rheumatol.<br />

2006;33(6):1089-92.<br />

6. Sohar E, Gafni J, Pras M, Heller H, Familial Mediterranean<br />

fever. A survey of 470 cases and review of<br />

the literature, Am J Med. 1967;43(2):227-53.<br />

7. Cecil, Textbok of Medicine, 22 nd edition, 2004, Boxer<br />

L, Familial Mediterranean Fever, Chapter 181, pages<br />

1091-5.<br />

8. Lachmann HJ, Sengul B, Yavuzsen TU et al. Clinical


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 47<br />

and subclinical inflammation in patients with familial<br />

Mediterranean fever (FMF) and in heterozygous<br />

carriers of MEFV mutation. Rheumatology (Oxford)<br />

2006;45:746-50.<br />

9. Ancient missense mutations in a new member of<br />

the RoRet gene family are likely to cause familial<br />

Mediterranean fever. The International FMF Consortium,<br />

Cell. 1997;90(4):797-807.<br />

10. A candidate gene for familial Mediterranean fever,<br />

French FMF Consortium, Nat Genet. 1997;17(1):25-<br />

31.<br />

11. Drenth JP, van der Meer JW, The inflammasome-<br />

-a linebacker of innate defense, N Engl J Med.<br />

2006;355(7):730-2.<br />

12. Kogan A, Shinar Y, Livneh A, et al, Common MEFV<br />

mutations among Jewish ethnic groups in Israel: high<br />

frequency of carrier and phenotype III states and absence<br />

of a perceptible biological advantage for the<br />

carrier state, Am J Med Genet. 2001;102(3):272-276.<br />

13. Booty MG, Chae JJ, Aksentijevich I et al, Familial<br />

Mediterranean fever with a single MEFV mutation:<br />

where is the second hit?, Arthritis Rheum.<br />

2009;60(6):1851-1861.<br />

14. Livneh A, Langevitz P, Pras M et al, Criteria for the<br />

diagnosis of familial Mediterranean fever, Arthritis<br />

Rheum. 1997;40(10):1879-1885.<br />

15. Ben-Chetrit E, Levy M, Colchicine prophylaxis in<br />

familial Mediterranean fever: reappraisal after 15<br />

years, Semin Arthritis Rheum. 1991;20(4):241-246.<br />

16. Tufan A, Babaoglu MO, Kiraz S et al, Association of<br />

drug transporter gene ABCB1 (MDR1) 3435C to T polymorphism<br />

with colchicine response in familial Mediterranean<br />

fever, J Rheumatol. 2007;34(7):1540-1544.<br />

17. Tweezer-Zaks N, Rabinovich E, Lidar M, Livneh A,<br />

Interferon-alpha as a treatment modality for colchicine-<br />

resistant familial Mediterranean fever, J<br />

Rheumatol. 2008;35(7):1362-1365.<br />

18. Seyahi E, Ozdogan H, Celik S, Ugurlu S, Yazici H,<br />

Treatment options in colchicine resistant familial<br />

Mediterranean fever patients: thalidomide and<br />

etanercept as adjunctive agents, Clin Exp Rheumatol.<br />

2006;24(5 Suppl 42):S99-103.<br />

19. Ozgocmen S, Ozakar L, Kiris A et al, Familial Mediterranean<br />

fever responds well to infliximab: single<br />

case experience, Clin Rheumatol. 2006;25(1):83-7.<br />

20. Calligaris L, Marchetti F, Tommasini A, Ventura A,<br />

The efficacy of anakinra in an adolescent with colchicine-resistant<br />

familial Mediterranean fever, Eur J<br />

Pediatr. 2008;167(6):695-6.<br />

21. van der Meer JW, Vossen JM, van Furth R et al,<br />

Hyperimmunoglobulinaemia D and periodic fever:<br />

a new syndrome, Lancet. 1984;1(8386):1087-90.<br />

22. Drenth JP, Haagsma CJ, van der Meer JW, Hyperimmunoglobulinemia<br />

D and periodic fever syndrome.<br />

The clinical spectrum in a series of 50 patients.<br />

International Hyper-IgD Study Group, Medicine<br />

(Baltimore). 1994;73(3):133-44.<br />

23. de Dios Garcιa-Dιaz J, Alvarez-Blanco MJ, High IgD<br />

could be a nonpathogenetic diagnostic marker of<br />

the hyper-IgD and periodic fever syndrome, Ann<br />

Allergy Asthma Immunol. 2001;86(5):587.<br />

24. van der Hilst JC, Bodar EJ, Simon A et al, International<br />

HIDS Study Group, Long-term follow-up,<br />

clinical features, and quality of life in a series of<br />

103 patients with hyperimmunoglobulinemia D<br />

syndrome, Medicine (Baltimore). 2008;87(6):301-10.<br />

25. Steichen O, van der Hilst J, Grateau G et al, A clinical<br />

criterion to exclude the hyperimmunoglobulin<br />

D syndrome (mild mevalonate kinase deficiency)<br />

in patients with recurrent fever, J Rheumatol.<br />

2009;36(8):1677-81.<br />

26. de Dios Garcia-Diaz J, Alvarez-Blanco MJ, Glucocorticoids<br />

but not NSAID abort attacks in hyper-IgD<br />

and periodic fever syndrome, J Rheumatol.<br />

2001;28(4):925-6.<br />

27. Drenth JP, van Deuren M, van der Meer JW et al,<br />

Cytokine activation during attacks of the hyperimmunoglobulinemia<br />

D and periodic fever syndrome,<br />

Blood. 1995;85(12):3586-93.<br />

28. Demirkaya E, Caglar MK, Ozen S et al, A patient<br />

with hyper-IgD syndrome responding to anti-TNF<br />

treatment, Clin Rheumatol. 2007 Oct;26(10):1757-9.<br />

29. Shendi HM, Walsh D, Edgar JD, Etanercept and<br />

anakinra can prolong febrile episodes in patients<br />

with hyperimmunoglobulin D and periodic fever<br />

syndrome, Rheumatol Int. 2009<br />

30. Rigante D, Ansuini V, Stabile A et al, Treatment<br />

with anakinra in the hyper-immunoglobulinemia<br />

D/periodic fever syndrome, Rheumatol Int.<br />

2006;27(1):97-100.<br />

31. Williamson LM, Hull D, Toghill PJ et al, Familial<br />

Hibernian fever, Q J Med. 1982;51(204):469-80.<br />

32. Dode C, Andre M, Grateau G et al, The enlarging<br />

clinical, genetic, and population spectrum of tumor<br />

necrosis factor receptor-associated periodic syndrome,<br />

Arthritis Rheum. 2002;46(8):2181-8.<br />

33. Ryan JG, Aksentijevich I, Tumor necrosis factor<br />

receptor-associated periodic syndrome: toward a


48<br />

Περιοδικά εμπύρετα σύνδρομα<br />

molecular understanding of the systemic autoinflammatory<br />

diseases, Arthritis Rheum. 2009;60(1):8-<br />

11.<br />

34. Siebert S, Amos N, Brennan P et al, Reduced tumor<br />

necrosis factor signaling in primary human<br />

fibroblasts containing a tumor necrosis factor<br />

receptor superfamily 1A mutant, Arthritis Rheum.<br />

2005;52(4):1287-92.<br />

35. Drewe E, McDermott EM, Powell RJ et al, Prospective<br />

study of anti-tumour necrosis factor receptor<br />

superfamily 1B fusion protein, and case study of<br />

anti-tumour necrosis factor receptor superfamily 1A<br />

fusion protein, in tumour necrosis factor receptor<br />

associated periodic syndrome (TRAPS): clinical and<br />

laboratory findings in a series of seven patients,<br />

Rheumatology (Oxford). 2003;42(2):235-9.<br />

36. Nedjai B, Hitman GA, Turner MD et al, Proinflammatory<br />

action of the antiinflammatory drug infliximab<br />

in tumor necrosis factor receptor-associated<br />

periodic syndrome, Arthritis Rheum. 2009<br />

Feb;60(2):619-25.<br />

37. Sacre K, Brihaye B, Dode C et al, Dramatic improvement<br />

following interleukin 1beta blockade in<br />

tumor necrosis factor receptor-1-associated syndrome<br />

(TRAPS) resistant to anti-TNF-alpha therapy,<br />

J Rheumatol. 2008;35(2):357-8.<br />

38. Neven B, Prieur AM, Quartier dit Maire P, Medscape,<br />

Cryopyrinopathies: update on pathogenesis<br />

and treatment, Nat Clin Pract Rheumatol.<br />

2008;4(9):481-9.<br />

39. Drenth JP, van der Meer JW, The inflammasome-<br />

-a linebacker of innate defense, N Engl J Med.<br />

2006;355(7):730-2.<br />

40. Aksentijevich I, D Putnam C, Kastner DL et al,<br />

The clinical continuum of cryopyrinopathies: novel<br />

CIAS1 mutations in North American patients<br />

and a new cryopyrin model, Arthritis Rheum.<br />

2007;56(4):1273-85.<br />

41. Ross JB, Finlayson LA, Hawkins PN et al, Use of<br />

anakinra (Kineret) in the treatment of familial cold<br />

autoinflammatory syndrome with a 16-month follow-up,<br />

J Cutan Med Surg. 2008;12(1):8-16.<br />

42. Goldbach-Mansky R, Shroff SD, Kastner DL et al,<br />

A pilot study to evaluate the safety and efficacy<br />

of the long-acting interleukin-1 inhibitor rilonacept<br />

(interleukin-1 Trap) in patients with familial<br />

cold autoinflammatory syndrome, Arthritis Rheum.<br />

2008;58(8):2432-42.<br />

43. Lachmann HJ, Kone-Paut I, Hawkins PN et al, Use of<br />

canakinumab in the cryopyrin-associated periodic<br />

syndrome, N Engl J Med. 2009;360(23):2416-25.<br />

44. Hawkins PN, Lachmann HJ, Aganna E, McDermott<br />

MF, Spectrum of clinical features in Muckle-Wells<br />

syndrome and response to anakinra, Arthritis<br />

Rheum. 2004;50(2):607-12.<br />

45. Montealegre Sanchez GA, Hashkes PJ, Neurological<br />

manifestations of the Mendelian-inherited autoinflammatory<br />

syndromes, Dev Med Child Neurol.<br />

2009;51(6):420-8.<br />

46. Hawkins PN, Lachmann HJ, Aganna E, McDermott<br />

MF, Spectrum of clinical features in Muckle-Wells<br />

syndrome and response to anakinra, Arthritis<br />

Rheum. 2004;50(2):607-12.<br />

47. Mirault T, Launay D, Hatron PY et al, Recovery<br />

from deafness in a patient with Muckle-Wells<br />

syndrome treated with anakinra, Arthritis Rheum.<br />

2006;54(5):1697-700.<br />

48. Hoffman HM, Throne ML, Mellis SJ et al, Efficacy<br />

and safety of rilonacept (interleukin-1 Trap) in<br />

patients with cryopyrin-associated periodic syndromes:<br />

results from two sequential placebo-controlled<br />

studies, Arthritis Rheum. 2008;58(8):2443-52.<br />

49. Goldbach-Mansky R, Dailey NJ, Kastner DL et al,<br />

Neonatal-onset multisystem inflammatory disease<br />

responsive to interleukin-1beta inhibition, N Engl J<br />

Med. 2006;355(6):581-92.<br />

50. Matsubara T, Hasegawa M, Furukawa S et al, A<br />

severe case of chronic infantile neurologic, cutaneous,<br />

articular syndrome treated with biologic<br />

agents, Arthritis Rheum. 2006;54(7):2314-20.


ΔΙΑΛΕΞΗ<br />

Δίαιτα, διατροφή και συνήθειες της καθημερινής ζωής σχετιζόμενες<br />

με κακοήθη νεοπλάσματα<br />

ΜΜ Βασλαματζής<br />

Διευθυντής ΕΣΥ, Επιστ. Υπεύθυνος, Ογκολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

EΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Οι άνθρωποι που πεθαίνουν από κακοήθη νεοπλάσματα<br />

ξεπερνούν τους 7.000.000, ετησίως σε όλο<br />

τον κόσμο, παρ’ όλο που τα περισσότερα εξ αυτών<br />

μπορεί να προληφθούν. Τα ποσοστά επιβιώσεως των<br />

ασθενών με τα περισσότερα είδη καρκινωμάτων έχει<br />

αυξηθεί, εντούτοις όμως, περισσότεροι από 500.000<br />

ασθενείς πεθαίνουν κατ’ έτος στις Η.Π.Α. Τα κακοήθη<br />

νεοπλάσματα συναγωνίζονται τα καρδιαγγειακά νοσήματα<br />

για την πρώτη αιτία θανάτου στις Η.Π.Α σε<br />

άτομα μικρότερα των 85 ετών (1). Εντατικοποίηση μεθόδων<br />

μαζικού προληπτικού ελέγχου και εφαρμογής<br />

πολιτικών προλήψεως, ελπίζεται να βοηθήσουν στην<br />

αύξηση της διαγνώσεως ασθενών με καρκινώματα<br />

αρχικών σταδίων και δυνάμενα να αντιμετωπισθούν<br />

ριζικά. Οι στρατηγικές προλήψεως εστιάζονται στην<br />

μείωση ή τροποποίηση των περιβαλλοντολογικών παραγόντων<br />

ή/ και των παραγόντων κινδύνου εκ του<br />

τρόπου διαβιώσεως, που σχετίζονται με την ανάπτυξη<br />

κακοήθων νεοπλασμάτων. Υπολογίζεται ότι περίπου,<br />

το 50% των καρκινωμάτων μπορεί να προληφθούν.<br />

Μέχρι σήμερα έχουν ταυτοποιηθεί πλείστοι παράγοντες<br />

που συνδέονται ευθέως, με την ανάπτυξη καρκινωμάτων,<br />

όπως είναι η χρήση του καπνού, το υπερβολικό<br />

σωματικό βάρος, η έλλειψη φυσικής σωματικής<br />

ασκήσεως και η κακή διατροφή, υπολογίζεται πως<br />

ευθύνονται για τα 2/3 των κακοήθων νεοπλασμάτων<br />

στις Η.Π.Α. (2).<br />

Σε μία μελέτη, εννέα μεταβλητές (κάπνισμα, χρήση<br />

αλκοόλης, δίαιτα πτωχή σε φρούτα και λαχανικά,<br />

αυξημένο σωματικό βάρος, έλλειψη φυσικής σωματικής<br />

ασκήσεως, μη ασφαλής ερωτική επαφή, μόλυνση<br />

του ατμοσφαιρικού αέρα, χρήση συμπαγών καυσίμων<br />

και μόλυνση ενιεμένων διαλυμάτων χορηγούμενων<br />

στα πλαίσια πράξεων σχετιζόμενων με την φροντίδα<br />

υγείας), ταυτοποιήθηκαν ως υπεύθυνοι του 35% των<br />

θανάτων από καρκινώματα, παγκοσμίως (3). Παράγοντες<br />

οι οποίοι σχετίζονται με τον τρόπο ζωής, συνδέονται<br />

με ορισμένα από τα πλέον συνήθη, παγκοσμίως,<br />

κακοήθη νεοπλάσματα, όπως του πνεύμονα, του παχέος<br />

εντέρου-ορθού, του προστάτου και του μαστού<br />

(4). Σε ενδιαφέρουσα μελέτη, άτομα που δεν κάπνισαν<br />

ποτέ, είχαν BMI < 30, ασκούντο για > 3.5 ώρες εβδομαδιαίως<br />

και διετρέφοντο με βάση κοινούς, αποδεκτούς<br />

κανόνες, είχαν το 1/3 του κινδύνου αναπτύξεως καρκινωμάτων<br />

σε σχέση με τα άτομα που δεν εφάρμοζαν<br />

κανένα από τους παραπάνω προφυλακτικούς παράγοντες<br />

(5).<br />

Η χρήση καπνού υπολογίζεται ότι ευθύνεται για<br />

τον θάνατο περίπου 5.000.000 ανθρώπων ετησίως,<br />

από κακοήθη νοσήματα, καρδιαγγειακές παθήσεις και<br />

νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος. Εκτιμάται<br />

ότι οι ενήλικες καπνιστές χάνουν περίπου 13 χρόνια<br />

ζωής εξαιτίας αυτής της συνήθειάς τους (2, 6).<br />

Το κάπνισμα θεωρείται υπεύθυνο για το 30% περίπου<br />

των θανάτων στις Η.Π.Α. Συνιστά τον κυριότερο<br />

παράγοντα καρκινώματος πνεύμονα, αυξάνοντας τον<br />

κίνδυνο νόσου κατά 10-20 φορές (2). Η συνήθεια, φαίνεται<br />

ότι εκτός του καρκίνου του πνεύμονα, έχει αιτιολογική<br />

σχέση με ανάπτυξη λευχαιμιών, καρκινωμάτων<br />

της στοματικής και ρινικής κοιλοτήτων, των παραρρινίων,<br />

του οροφάρυγγα, του λάρυγγα, του οισοφάγου,<br />

του παγκρέατος, του ήπατος, του στομάχου, του τραχήλου<br />

της μήτρας, του νεφρού, του παχέος εντέρου<br />

και της ουροδόχου κύστεως (4) και με επιθετικότερες<br />

μορφές καρκίνου του προστάτου (8,9), ενώ η σχέση της<br />

με τον καρκίνο του μαστού είναι αμφιλεγόμενη (2).<br />

Ο καπνός δρα σε διάφορα στάδια της καρκινογενέσεως:<br />

απ’ ευθείας στους ιστούς, προκαλώντας ερεθισμό<br />

και φλεγμονώδη αντίδραση ή/και βλάπτοντας<br />

τους φυσικούς αμυντικούς μηχανισμούς των ατόμων<br />

(10).


50<br />

Δίαιτα, διατροφή και συνήθειες της καθημερινής ζωής σχετιζόμενες με κακοήθη νεοπλάσματα<br />

Ο καρκίνος του πνεύμονα συνιστά την σημαντικότερη<br />

κακοήθη νεοπλασματική νόσο η οποία συνδέεται<br />

με το κάπνισμα. Εκτιμάται ότι, περίπου, το 10% των<br />

καρκινωμάτων, τα οποία διαγιγνώσκονται για πρώτη<br />

φορά κατ’ έτος, είναι κακοήθη νεοπλάσματα πνεύμονα.<br />

Περισσότεροι από το 90% των διαγιγνωσκόμενων<br />

νέων ασθενών ετησίως θα καταλήξουν, ενώ ο συνολικός<br />

αριθμός θανάτων από την νόσο υπερβαίνει το<br />

σύνολο των θανάτων από τα κακοήθη νεοπλάσματα<br />

μαστού, προστάτου και εντέρου στις ανεπτυγμένες<br />

χώρες. Στα αίτια της νόσου κυρίαρχο ρόλο έχει η<br />

έκθεση των ατόμων στο κάπνισμα, το αλουμίνιο, το<br />

ραδόνιο, σε επαγγελματικούς, διατροφικούς και γενετικούς<br />

παράγοντες. Υπολογίζεται ότι το κάπνισμα<br />

συμβάλλει στην εμφάνιση του 90% περίπου των καρκινωμάτων<br />

πνεύμονα στους άνδρες και του 70%-85%<br />

στις γυναίκες. Το 75% περίπου των νέων ασθενών<br />

έχουν τοπικοπεριοχικά προχωρημένη νόσο ή απομακρυσμένες<br />

μεταστάσεις, ώστε η ριζική εγχείρηση να<br />

μην αποτελεί θεραπευτική λύση. Στην Ευρώπη υπολογίζεται<br />

ότι 375.000 άτομα πεθαίνουν από τη νόσο κάθε<br />

χρόνο. Το κάπνισμα τσιγάρων φαίνεται ότι ενέχει μεγαλύτερους<br />

κινδύνους από το κάπνισμα πούρων ή<br />

πίπας, στην ανάπτυξη καρκίνου του πνεύμονα, όπως<br />

φαίνεται στον Πίνακα 1. Ο κίνδυνος από το κάπνισμα<br />

εξαρτάται από την ηλικία ενάρξεως της συνηθείας, τη<br />

χρονική διάρκεια του καπνίσματος, την περιεκτικότητα<br />

των τσιγάρων σε νικοτίνη και πίσσα και από τις<br />

ατομικές συνθήκες του καπνιστού (αριθμός τσιγάρων,<br />

βάθος εισπνοής του καπνού). Μετά από 10 έτη διακοπής<br />

καπνίσματος τσιγάρων, ο κίνδυνος καρκινώματος<br />

του πνεύμονα μειώνεται κατά 30% - 50% (11,12).<br />

ΠΙΝΑΚΑΣ 1<br />

ΣΧΕΤΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΚΑΡΚΙΝΩ-<br />

ΜΑΤΟΣ ΠΝΕΥΜΟΝΑ ΚΑΙ ΕΙΔΟΥΣ ΚΑΠΝΙΣΜΑΤΟΣ<br />

ΣΧΕΤΙΚΟΣ<br />

ΚΑΠΝΙΣΜΑ<br />

ΚΙΝΔΥΝΟΣ<br />

ΝΟΣΟΥ<br />

Ποτέ συστηματικά 1<br />

Πίπας και πούρων 2.20<br />

Μόνον πούρων 2.15<br />

Μόνον πίπας 2.23<br />

Τσιγάρων και άλλων 8.23<br />

Μόνον τσιγάρων 10.08<br />

Βασλαματζής Μ.Μ. «Επιδημιολογία, Ογκογένεση,<br />

Screening του μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα».<br />

Τόμος: «Κακοήθη νεοπλάσματα θώρακος – θυρεοειδούς.<br />

Από τη βασική έρευνα στη θεραπεία». Έκδοση:<br />

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΟΓΚΟΛΟΓΙΑΣ, Αθήνα 2007,<br />

κεφάλαιο 5, σελ. 51-86.<br />

Υπολογίζεται ότι ο σχετικός κίνδυνος καρκινώματος<br />

του πνεύμονα στη διάρκεια της ζωής καπνιστών<br />

επί μακρόν, είναι 10-30 φορές μεγαλύτερος σε σχέση<br />

με μη καπνιστές. Ο κίνδυνος εμφανίσεως της νόσου<br />

μειώνεται κατ’ αναλογία με τα χρόνια διακοπής της<br />

έξεως, μολονότι δεν εξισούται ποτέ με τον αντίστοιχο<br />

κίνδυνο όσων δεν είχαν ποτέ καπνίσει και φαίνεται<br />

ότι εξακολουθεί να υπάρχει και μετά πάροδο 40 ετών<br />

από της διακοπής της συνήθειας. Αναλύσεις από το<br />

M.D. Anderson Cancer Center και τα συνδεδεμένα Νοσοκομεία<br />

με το Harvard έδειξαν ότι περισσότεροι από<br />

το 50% των νοσηλευόμενων ασθενών με καρκίνωμα<br />

πνεύμονα είναι πρώην καπνιστές.<br />

Άτομα τα οποία εκτίθενται σε παθητικό κάπνισμα<br />

στο εργασιακό ή οικογενειακό περιβάλλον φαίνεται<br />

ότι έχουν αυξημένο κίνδυνο της νόσου, σε σχέση με μη<br />

εκτιθέμενους. Ο σχετικός κίνδυνος μπορεί να φτάνει<br />

στο 2 και εξαρτάται από το χρονικό διάστημα εκθέσεως,<br />

τον αριθμό και το είδος των τσιγάρων τα<br />

οποία καταναλώνονται στο χώρο και τη διαμόρφωσή<br />

του. Σήμερα η συμβολή του παθητικού καπνίσματος<br />

στην ανάπτυξη καρκινώματος πνεύμονα θεωρείται<br />

ήδη καλά τεκμηριωμένη. Εκτιμάται ευθεία ενοχή του<br />

παθητικού καπνίσματος σε > των 300.000 θανάτων<br />

από καρκίνωμα πνεύμονα κατ’ έτος, παγκοσμίως. Η<br />

ανάπτυξη καρκινώματος πνεύμονα σε μη καπνιστές,<br />

ανέδειξε τη σημαντικότητα της αλληλεπιδράσεως μεταξύ<br />

καρκινογόνων του καπνού με συγκεκριμένους<br />

γενετικούς πολυμορφισμούς, χρησίμους στην απενεργοποίηση<br />

των συγκεκριμένων καρκινογόνων και την<br />

κυτταρική προστασία από αυτά κυρίως με επιδιόρθωση<br />

των βλαβών του DNA τις οποίες προκαλούν τα<br />

καρκινογόνα του καπνού.<br />

Πρόσφατα σε γυναίκες μη καπνίστριες με καρκίνωμα<br />

πνεύμονα, βρέθηκε γενετικό έλλειμμα στην ενζυματική<br />

δραστικότητα της glutathione S-transferase<br />

M1 (GSTM1) οφειλόμενο σε γενετικό πολυμορφισμό του<br />

GSTM1 γονιδίου. Η glutathione S-transferase M1 φαίνεται<br />

ότι παίζει ρόλο στην απενεργοποίηση των καρκινογόνων<br />

του καπνού, ώστε μεταλλάξεις του γονιδίου της,<br />

οι οποίες μειώνουν τη δραστικότητά της, επάγουν τη<br />

νεοπλασματική διαδικασία.<br />

Στον Πίνακα 2 δίνονται τα καρκινογόνα του καπνού.<br />

Έχει αποδειχθεί ότι η επίδραση αυτών είναι<br />

εντελώς εξατομικευμένη και στον Πίνακα 3, δίδονται


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 51<br />

παράγοντες οι οποίοι φαίνεται ότι μεταβάλλουν το<br />

μεταβολισμό των καρκινογόνων και επηρεάζουν τον<br />

κίνδυνο αναπτύξεως καρκινώματος του πνεύμονα<br />

στην ομάδα των καπνιστών (12).<br />

ΠΙΝΑΚΑΣ 2<br />

ΤΑ ΚΑΡΚΙΝΟΓΟΝΑ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ<br />

Πολυκυκλικοί Υδρογονάνθρακες<br />

Benzo(a)pyrene<br />

Νιτροζαμίνες – Παράγωγα της νικοτίνης<br />

NNK – 4-(methylnitrosamino)-1-(3-pyridyl)-1-butanone<br />

NNAL – 4-(methylnitrosamino)-1-(3-pyridyl)1-butanol<br />

Αρωματικές Αμίνες<br />

ΠΙΝΑΚΑΣ 3<br />

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΠΗΡΕΑΖΟΝΤΕΣ ΤΗΝ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ<br />

ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΣΕ ΚΑΡΚΙΝΟΓΟΝΑ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ<br />

Ένζυμα του κυττοχρώματος P450<br />

CYP2D6, CYP1A1, CYP2E1<br />

Glutathione-S-transferase<br />

Οι γυναίκες εμφανίζουν 1.5-φορά μεγαλύτερη ευαισθησία<br />

Δεδομένου ότι μόνον το 10-15% των καπνιστών<br />

αναπτύσσουν καρκίνωμα πνεύμονα οι γενετικοί παράγοντες<br />

αποκτούν τελευταία σημαντικό ενδιαφέρον<br />

ως ουσιαστικοί καθοριστές του κινδύνου για εμφάνιση<br />

της νόσου. Γενετικοί παράγοντες φαίνεται ότι μπορεί<br />

να αυξήσουν την ευαισθησία χρόνιων χρηστών καπνού<br />

στην ανάπτυξη της νόσου, ενώ εκτιμάται, ότι<br />

και διατροφικοί παράγοντες πιθανόν μεταβάλλουν τα<br />

ποσοστά κινδύνου. Αρκετές μελέτες έδειξαν αυξημένο<br />

κίνδυνο εμφανίσεως καρκινώματος πνεύμονα σε μονοωγενείς<br />

διδύμους, εφόσον ο ένας αναπτύξει τη νόσο. Οι<br />

περισσότερες σχετικές μελέτες εστιάζουν στην εμπλοκή<br />

του κυττοχρώματος Ρ-450 και του γονιδίου p53 στην<br />

εμφάνιση της νόσου. Με βάση τις μέχρι σήμερα γνώσεις<br />

εκτιμάται ότι στο άμεσο μέλλον θα γίνεται δυνατός ο<br />

καθορισμός του εξατομικευμένου κινδύνου αναπτύξεως<br />

καρκινώματος του πνεύμονα με τον καθορισμό του<br />

βαθμού ενοχής των περιβαλλοντικών παραγόντων.<br />

Εντούτοις φαίνεται ότι ο καλύτερος τρόπος για πρόληψη<br />

αναπτύξεως καρκινώματος του πνεύμονα, είναι η<br />

διακοπή ή η αποφυγή ενάρξεως του καπνίσματος.<br />

Δεν πρέπει (εκτός των άλλων) να υποεκτιμάται η<br />

έκθεση σε αμίαντο και ο κίνδυνος κυρίως αφορά σε<br />

εργαζόμενους σε ναυπηγοεπισκευαστικές ζώνες, χώρους<br />

κατασκευής λεβήτων ή βραστήρων και σε άτομα<br />

ασχολούμενα με μίξη τσιμέντου. Η έκθεση μη καπνιστών<br />

σε αμίαντο, αυξάνει τον κίνδυνο για εμφάνιση καρκινώματος<br />

πνεύμονα 1.5-30 φορές. Καπνιστές με επαγγελματική<br />

έκθεση σε αμίαντο έχουν εκθετικά αυξημένο<br />

κίνδυνο εμφανίσεως της νόσου. Υπολογίζεται ότι έκθεση<br />

εργατών σε αμίαντο αυξάνει κατά 3-4 φορές τον<br />

κίνδυνο εμφανίσεως καρκινώματος πνεύμονα, σε σχέση<br />

με εργάτες οι οποίοι δεν εκτίθενται σε αυτό (12).<br />

Όπως υπολογίζεται, περίπου οι 9 κάθε 10 περιπτώσεις<br />

καρκινωμάτων του πνεύμονα οφείλονται<br />

στο κάπνισμα και μπορεί να αποφευχθούν με πρωτογενή<br />

πρόληψη (διακοπή του καπνίσματος). Δυστυχώς<br />

η διακοπή του καπνίσματος είναι εξαιρετικά δύσκολη<br />

για πολλούς ανθρώπους, (στις περισσότερες<br />

περιπτώσεις) παρά την εξήγηση και τον τονισμό των<br />

ευεργετικών αποτελεσμάτων της, και των σχετικών<br />

συμβουλών, εκ μέρους των υπευθύνων. Υπολογίζεται<br />

ότι οι ποικίλλες επιστημονικές μέθοδοι και εθνικά<br />

προγράμματα εφαρμοζόμενα εντατικά, μπορεί να<br />

οδηγήσουν 10-20% των καπνιστών σε διακοπή του<br />

καπνίσματος κατ’ έτος. Είναι σαφές ότι ο κίνδυνος<br />

αναπτύξεως καρκινώματος του πνεύμονα διαρκεί<br />

αρκετά (έως πολλά) χρόνια μετά τη διακοπή του καπνίσματος<br />

και στις Η.Π.Α. υπολογίζεται ότι το 50%<br />

των ασθενών με την νόσο αποτελείται από πρώην<br />

καπνιστές. Δεδομένου αυτού και της, σχετικά, περιορισμένης<br />

επιτυχίας των πολιτικών διακοπής του καπνίσματος<br />

η παγκόσμια κοινότητα έχει στρέψει ήδη το<br />

ενδιαφέρον της (2,13,14) στην ανάπτυξη στρατηγικών<br />

δευτερογενούς προλήψεως της νόσου, κυρίως μέσω<br />

αποτελεσματικών προγραμμάτων μαζικού προληπτικού<br />

ελέγχου (screening).<br />

Το screening είναι ελκυστικό όταν ανιχνεύει προσυμπτωματικά<br />

καρκινώματα πνεύμονα, σε στάδια<br />

κατά τα οποία η χειρουργική παρέμβαση είναι ριζική.<br />

Εντούτοις, και για τα τελευταία 30 χρόνια έως σήμερα,<br />

εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο επιστημονικών<br />

αντιπαραθέσεων. Συνοπτικά πρέπει να σημειωθεί η<br />

αποτυχία πρωιμότερης διαγνώσεως της νόσου και<br />

μείωση της θνησιμότητας από καρκίνωμα του πνεύμονα<br />

όταν ως βασική εξέταση screening στις διάφορες<br />

μελέτες χρησιμοποιήθηκαν:<br />

1. η ακτινογραφία θώρακα ± η κυτταρολογική πτυέλων<br />

σε ασυμπτωματικούς καπνιστές,<br />

2. η αξονική τομογραφία θώρακος σε ασυμπτωματικά<br />

άτομα, καπνιστές ή πρώην καπνιστές,


52<br />

Δίαιτα, διατροφή και συνήθειες της καθημερινής ζωής σχετιζόμενες με κακοήθη νεοπλάσματα<br />

3. η spiral (ελικοειδής) CT- θώρακος, σε ασυμπτωματικά<br />

άτομα, καπνιστές ή πρώην καπνιστές,<br />

4. το FDG ΡΕΤ.<br />

Σε ελάχιστες από τις μελέτες και κυρίως με την<br />

χρήση της ελικοειδούς CT- θώρακος, ανεδείχθη ώφελος<br />

στην ανίχνευση ασθενών με καρκίνωμα πνεύμονα<br />

αρχικών / ριζικά χειρουργήσιμων σταδίων και το<br />

γεγονός αυτό υποδηλώνει την μεγάλη σημασία αποφυγης<br />

ή τουλάχιστον, έγκαιρης διακοπής του καπνίσματος<br />

(15,16,17,18).<br />

ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΗΛΙΑΚΟ ΦΩΣ. Περισσότερο από<br />

1.000.000 καρκινώματα δέρματος μεταξύ των οποίων<br />

βασικοκυτταρικά και πλακώδη, διαγιγνώσκονται<br />

ετησίως. Στις Η.Π.Α. υπολογίζονται ότι θα διαγνωσθούν<br />

>68.000 κακοήθη μελανώματα το 2010 και θα<br />

παρατηρηθούν 8.700 θάνατοι με την συχνότητα διαγνώσεως<br />

της νόσου συνεχώς αυξανόμενη (1). Η ηλιακή<br />

ακτινοβολία συνιστά την κυριότερη αιτία αναπτύξεως<br />

μελανωμάτων και μη, κακοήθων νεοπλασμάτων του<br />

δέρματος. Η υπεριώδης ακτινοβολία προκαλεί γενετικές<br />

μεταλλάξεις και τροποποιεί το δερματικό ανοσολογικό<br />

σύστημα, περιορίζοντας την ικανότητα του<br />

ατόμου να αποβάλλει τα παθολογικά κύτταρα. Ο κίνδυνος<br />

εμφανίσεως βασικοκυτταρικών και πλακωδών<br />

καρκινωμάτων φαίνεται να συνδέεται ευθέως με την<br />

έκθεση στο ηλιακό φως. Η έντονη και παρατεταμένη<br />

επί μακρόν, έκθεση στον ήλιο μπορεί να αυξήσει τον<br />

κίνδυνο εμφανίσεως μελανωμάτων, μολονότι η έκθεση<br />

αυτής μορφής οδηγεί πολλές φορές σε σοβαρά δερματικά<br />

εγκαύματα, στα οποία, ενίοτε, δεν δίνεται η<br />

ανάλογη σημασία (19). Η έκθεση σε υπεριώδες φως,<br />

κυρίως σε εργαζόμενους σε βυρσοδεψεία εκτιμάται<br />

ότι μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο μελανώματος κατά<br />

75%, ιδίως εάν η έκθεση ξεκινήσει προ της ηλικίας των<br />

35 ετών (20).<br />

Ιδιαίτερη προσοχή προστασίας του δέρματος από<br />

έκθεση σε ηλιακή ακτινοβολία, χρειάζονται άτομα με<br />

χαρακτηριστικά υψηλού κινδύνου, όπως είναι το λείο<br />

δέρμα, ο μεγάλος αριθμός κεχρωσμένων σπίλων και<br />

το επιβαρυμένο οικογενειακό ιστορικό. Στις ομάδες<br />

αυτές συνίσταται η αποφυγή εκθέσεως στον ήλιο ιδίως<br />

τους καλοκαιρινούς μήνες, μεταξύ 10πμ-15μμ και η<br />

χρήση καπέλων, προστατευτικών γυαλιών και αντίστοιχων<br />

ρούχων (2,21).<br />

ΦΥΣΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ. Η μειωμένη φυσική<br />

δραστηριότητα φαίνεται ότι αυξάνει τον κίνδυνο αναπτύξεως<br />

κακοήθων νεοπλασμάτων (4). Περισσότεροι<br />

από το 60% των ενηλίκων στις Η.Π.Α., δεν ασκούνται<br />

προγραμματισμένα και σε αυτούς περιλαμβάνονται<br />

και ποσοστό ατόμων περί το 25%, που κάνουν σχεδόν<br />

μόνιμα, καθιστική ζωή ή/ και εργασία (2). Υπολογίζεται<br />

ότι η καθιστική ζωή είναι υπεύθυνη για το 5% των θανάτων<br />

από καρκινώματα (22). Σε μελέτη από την Ιαπωνία<br />

η προγραμματισμένη, τακτική φυσική δραστηριότητα<br />

συνδέθηκε με μειωμένο κίνδυνο αναπτύξεως<br />

καρκίνου παχέος εντέρου – ορθού, ήπατος, παγκρέατος<br />

και στομάχου (23). Σχετικά αποτελέσματα έχουν<br />

επανειλημμένα αναπαραχθεί για τα καρκινώματα<br />

παχέος εντέρου – ορθού και μαστού (24,25,26,27).<br />

Μία μελέτη έδειξε αρνητική συσχέτιση μεταξύ ενδιαμέσου<br />

– εντατικής φυσικής ασκήσεως και αναπτύξεως<br />

ER(-) καρκίνου μαστού (26). Μετα-ανάλυση 52 μελετών<br />

κατέληξε σε μείωση του κινδύνου εμφανίσεως καρκίνου<br />

παχέος εντέρου – ορθού, κατά 24% (σχετικός κίνδυνος<br />

0.76, 95% CI 0.72 - 0.81), σε άτομα με καθημερινή<br />

έντονη φυσική άσκηση (27).<br />

Σε μελέτες στις οποίες συνδέθηκε η φυσική δραστηριότητα<br />

με μειωμένο κίνδυνο καρκίνου παχέος<br />

εντέρου – ορθού και καρκίνου μαστού χρησιμοποιήθηκε<br />

κυρίως ως δείκτης το επίπεδο παχυσαρκίας των<br />

υπό εκτίμηση πληθυσμών (22,28,29,30).<br />

Περιορισμένα στοιχεία υπάρχουν για την σχέση<br />

φυσικής δραστηριότητας και προστασίας από καρκινώματα<br />

του ενδομητρίου και του προστάτου (27,31,32).<br />

Έχουν προταθεί ποικίλλοι μηχανισμοί για την εξήγηση<br />

των πιθανών προστατευτικών μηχανισμών της<br />

φυσικής ασκήσεως στην ανάπτυξη κακοήθων νεοπλασμάτων,<br />

μεταξύ των οποίων είναι η μείωση των<br />

κυκλοφορούντων επιπέδων της ινσουλίνης, προσταγλανδινών,<br />

άλλων ορμονών, αυξητικών παραγόντων,<br />

η επιβάρυνση της ανοσολογικής λειτουργίας και διαταραχή<br />

του μεταβολισμού των χολικών οξέων. Η<br />

έντονη φυσική άσκηση σε ορισμένες περιόδους της<br />

ζωής, όπως η εφηβεία, φαίνεται να παρέχουν επί<br />

πλέον προστασία, κατά της νόσου. Το ιδεατό χρονικό<br />

διάστημα της ασκήσεως, η ακριβής ένταση και συχνότητά<br />

της, δεν είναι σαφώς καθορισμένα (2,33,34,35).<br />

ΑΥΞΗΜΕΝΟ ΣΩΜΑΤΙΚΟ ΒΑΡΟΣ Σχεδόν το 65% των<br />

ενηλίκων στις Η.Π.Α., έχουν σωματικό βάρος περισσότερο<br />

του ιδεατού, ενώ το 30% εμφανίζουν αξιόλογη παχυσαρκία.<br />

Είναι ενδιαφέρον ότι η παχυσαρκία αφορά<br />

σε άτομα ανεξαρτήτως ηλικίας, κοινωνικοοικονομικής<br />

καταστάσεως, γεωγραφικής περιοχής και εθνικότητας<br />

και επάγει σημαντικά ιατρικά προβλήματα (36).<br />

Το αυξημένο σωματικό βάρος και η παχυσαρκία<br />

συνδέονται με την εμφάνιση ποικίλλων κακοήθων<br />

νεοπλασμάτων, στα οποία περιλαμβάνονται<br />

τα καρκινώματα παχέος εντέρου – ορθού, μαστού


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 53<br />

σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες (στο 9% των περιπτώσεων),<br />

ενδομητρίου (στο 9% των περιπτώσεων),<br />

νεφρού και οισοφάγου (27). Μετα- ανάλυση<br />

επιδημιολογικών μελετών έδειξε ευθεία συσχέτιση<br />

του αυξημένου σωματικού βάρους και με άλλα<br />

κακοήθη νεοπλάσματα, όπως του παγκρέατος,<br />

του θυρεοειδούς, τα λεμφώματα, τις λευχαιμίες<br />

και το πολλαπλούν μυέλωμα (37). Μελέτες παρατηρήσεως<br />

κατέληξαν ότι η παχυσαρκία στις<br />

Η.Π.Α., είναι υπεύθυνη για το 14% και 20% των<br />

θανάτων από κακοήθη νοσήματα σε άνδρες και<br />

γυναίκες αντιστοίχως (38). Εγχειρήσεις γαστρικής<br />

παρακάμψεως και περιορισμού της χωρητικότητας<br />

του στομάχου, μειώνουν κατά 60% την θνησιμότητα<br />

από κακοήθη νεοπλάσματα (5.5 έναντι<br />

13.3/ 10.000 άτομα-έτη), σε μελέτη με 7ετή παρακολούθηση<br />

(39).<br />

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΙΤΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΣΤΗΝ<br />

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΚΟΗΘΩΝ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΩΝ<br />

Η έρευνα για τα αίτια του καρκίνου αποτελεί ενδιαφέροντα<br />

τομέα στην ολιστική προσέγγισή του και η<br />

προσπάθεια συσχετίσεως περιβαλλοντικών παραγόντων<br />

με την εμφάνιση κακοήθων νεοπλασμάτων συνιστά<br />

πολύ ενδιαφέροντα μέσο. Η αναζήτηση σχέσεως<br />

διατροφής και καρκίνου είναι ιδιαιτέρως επίκαιρη τα<br />

τελευταία χρόνια. Μολονότι οι πρώτες τεκμηριωμένες<br />

παρατηρήσεις που ενοχοποιούσαν παράγοντες διατροφής<br />

στην καρκινογένεση σε ζώα έγιναν τα πρώτα<br />

χρόνια της δεκαετίας του 1940 (40), αντίστοιχες σε ανθρώπους<br />

καθυστέρησαν για πολύ προφανείς λόγους:<br />

Η ποικιλία της ανθρώπινης διατροφής, η δυσκολία του<br />

ελέγχου της και η έλλειψη δυνατότητας αναπαραγωγής<br />

των αποτελεσμάτων στο εργαστήριο, αποτελούν<br />

τα κυριότερα σοβαρά εμπόδια. Εξάλλου οι παρατηρήσεις<br />

για τις σχέσεις διατροφής και καρκίνου στα ζώα,<br />

είναι προφανώς δύσκολο να μεταφερθούν στον άνθρωπο,<br />

αφού και οι επανορθωτικοί μηχανισμοί είναι<br />

διαφορετικοί και οι σχετικές αρχές μοριακής βιολογίας<br />

δεν είναι ταυτόσημοι, όπως τονίσθηκε ήδη από το 1981<br />

(41). Η πρώτη ολοκληρωμένη μελέτη σχέσεως διαιτητικών<br />

παραγόντων και καρκίνου στον άνθρωπο, δημοσιεύθηκε<br />

μόλις το 1982 από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών<br />

των Η.Π.Α. (42).<br />

Ποικίλλοι παράγοντες της καθημερινής διατροφής,<br />

μελετήθηκαν σε σχέση με την εμφάνιση καρκινωμάτων.<br />

Στους παράγοντες περιλαμβάνονται το προσλαμβανόμενο<br />

λίπος, τα φρούτα, τα λαχανικά και οι ίνες, η<br />

χρησιμότητα των οποίων στην πρόληψη του καρκίνου<br />

δεν αποδείχθηκε πέραν αμφιβολιών. Η πρόσληψη<br />

ορισμένων μικροστοιχείων και βιταμινών φαίνεται να<br />

παρέχει ενός βαθμού πρόληψη στην ανάπτυξη κακοήθων<br />

νεοπλασμάτων (43). Η μεγάλη πλειονότητα των<br />

μελετών είναι επιδημιολογικές και σε αυτές η απόδειξη<br />

της σχέσεως δεν είναι πάντα, εύκολη. Οι ερευνητές<br />

πρέπει να συλλέξουν, να ελέγξουν και να αναλύσουν<br />

πολυάριθμα και πολύπλοκα στοιχεία, ώστε να καταλήξουν<br />

σε τελικά συμπεράσματα. Πρέπει εξάλλου να<br />

τονισθεί ότι η μεγάλη ποικιλία διατροφικών ειδών και<br />

η προφανής αδυναμία στις μεταπολεμικές κοινωνίες,<br />

μακράς παρακολουθήσεως ατόμων τα οποία σιτίζονται<br />

με περιορισμένους και ελεγχόμενους τρόπους,<br />

γεγονότα που συνιστούν εγγενή αδυναμία αποδόσεως<br />

απόλυτης ευθύνης συγκεκριμένου (υπό εξέταση)<br />

παράγοντα διατροφής, στην ανάπτυξη κακοήθων νεοπλασμάτων.<br />

Για τους λόγους αυτούς, μελέτες με τυχαία<br />

κατανομή συνήθως καταλήγουν σε αμφισβητούμενα<br />

αποτελέσματα. Τα κριτήρια βάσει των οποίων<br />

ένας παράγοντας διατροφής (πρέπει να) ενοχοποιείται<br />

για την ανάπτυξη του καρκίνου, είναι (2,44):<br />

1. Η ύπαρξη συσχετίσεως,<br />

2. Η ισχυρότητα της συσχετίσεως,<br />

3. Η ειδικότητα της ευθύνης του συγκεκριμένου παράγοντα<br />

ή η απουσία εναλλακτικής υποθέσεως,<br />

4. Η γεωγραφική ή/ και η χρονική συσχέτιση και<br />

5. Η επαναληψιμότητα και η αναπαραγωγή σε πειραματόζωα<br />

Στο κείμενο ο όρος διατροφή θα χρησιμοποιείται<br />

για την πρόσληψη από του στόματος φυσικών ουσιών<br />

ή παραγώγων που αναπτύσσονται κατά την<br />

διαδικασία παρασκευής ή διατηρήσεως της τροφής ή<br />

χημικών προσθετικών ουσιών.<br />

Η ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΛΙΠΟΥΣ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗ. Ισχυρή<br />

συσχέτιση μεταξύ αυξημένης προσλήψεως λίπους<br />

και αναπτύξεως κακοήθων νεοπλασμάτων προστάτου,<br />

έχει δειχθεί από πειραματικά πρότυπα και<br />

επιδημιολογικές μελέτες. Δεν υπάρχουν αντίστοιχες<br />

ισχυρές συσχετίσεις με τα καρκινώματα μαστού και<br />

παχέος εντέρου – ορθού (45).<br />

Μολονότι case control μελέτες έδειξαν ότι δίαιτες<br />

χαμηλές σε ζωικό λίπος ή/και χοληστερόλη, ενδεχομένως<br />

δρουν προστατευτικά έναντι του καρκινώματος<br />

του εντέρου, επιδημιολογικές μελέτες στις οποίες οι<br />

συμμετέχοντες ελάμβαναν ελεγχόμενο ποσό θερμίδων<br />

δεν κατέληξαν σε ισχυρή συσχέτιση μεταξύ προσλήψεως<br />

συνολικού λίπους και κινδύνου αναπτύξεως<br />

κακοήθων νεοπλασμάτων. Στην μεγαλύτερη σχετική,<br />

προοπτική, μελέτη, την Women’s Health Initiative Dietary


54<br />

Δίαιτα, διατροφή και συνήθειες της καθημερινής ζωής σχετιζόμενες με κακοήθη νεοπλάσματα<br />

Modification Trial, 48.835 γυναίκες κατανεμήθηκαν με<br />

τυχαίο τρόπο μεταξύ μειωμένης ή συνήθους λήψεως<br />

λίπους. Η πρώτη ομάδα ελάμβανε το 10.7% των ημερησίων<br />

θερμίδων με λήψη λίπους τον πρώτο χρόνο με<br />

προοδευτική μείωση στο 8% τον 6ο χρόνο. Στην μελέτη<br />

και μετά διάμεση παρακολούθηση των μετεχόντων σε<br />

αυτήν 8.1 ετών δεν αποδείχθηκε σημαντική διαφορά<br />

στην συχνότητα των καρκινωμάτων του εντέρου στις<br />

δύο ομάδες (46). Ενδιαφέρουσα ήταν η πρώτη σχετική<br />

ανακοίνωση το 1978, η οποία περιέγραφε ότι οι κάτοικοι<br />

της Γιούτα εμφάνιζαν χαμηλότερα ποσοστά<br />

καρκινώματος εντέρου δυσαναλόγως προς τις άλλες<br />

πολιτείες των Η.Π.Α., μολονότι δεν υπήρχε διαφορά<br />

στην πρόσληψη λίπους μεταξύ των κατοίκων της χώρας<br />

(47). Η πιθανότερη εξήγηση είναι η διαφορά στην<br />

πρόσληψη φυτικών ινών η οποία είναι πολύ μεγαλύτερη<br />

στην πολιτεία της Γιούτα. Ο προφυλακτικός<br />

ρόλος των φυτικών ινών συνίσταται είτε σε βράχυνση<br />

του χρόνου εκθέσεως του εντερικού αυλού σε καρκινογόνα,<br />

με παράλληλη ελάττωση του χρόνου παραμονής<br />

του εντερικού περιεχομένου στον αυλό (48), είτε<br />

στην επαγωγή ζυμώσεως μέσω των υδατανθράκων<br />

που περιέχουν και στην μείωση του pH του εντερικού<br />

αυλού. Συνέπεια αυτού είναι η αναστολή της 7-αλφα<br />

αφυδρογονάσης των χολικών αλάτων και η ελάττωση<br />

της συγκεντρώσεως του δεοξυχολικού οξέος, που είναι<br />

δυνητικά καρκινογόνο και του οποίου η ποσότητα<br />

στον εντερικό αυλό εξαρτάται από το προσλαμβανόμενο<br />

λίπος. Ο μηχανισμός, θεωρητικά τουλάχιστον,<br />

εξηγεί γιατί πληθυσμοί με διατροφή πλούσια σε λίπος<br />

και φυτικές ίνες (Μορμόνοι, Φινλανδοί), εμφανίζουν<br />

σπανιότερα καρκίνο παχέος εντέρου (41,44).<br />

Μελέτες σε ζώα και μελέτες παρατηρήσεως, διεθνώς,<br />

έχουν καταλήξει σε θετική συσχέτιση μεταξύ<br />

προσλήψεως αυξημένου λίπους με την διατροφή και<br />

καρκινώματος μαστού. Σε πειραματόζωα, διατροφή<br />

με αυξημένα λιπαρά φαίνεται να επάγει διάφορα<br />

γνωστά καρκινογόνα του μαστού, όπως το 7,12 διμεθυλβενζαθρακένιο,<br />

η Ν-νιτροζο-Ν-μεθυλουρία και η<br />

ακτινοβολία, ώστε να ελαττώνεται το μεσοδιάστημα<br />

από την χορήγηση του καρκινογόνου μέχρι την εμφάνιση<br />

του καρκίνου. Παρατηρήθηκε εξάλλου, ότι δίαιτα<br />

πλούσια σε λίπη αυξάνει τα επίπεδα των ορμονών<br />

φύλου στο πλάσμα και ελαττώνει την συγκέντρωση<br />

της σφαιρίνης που συνδέεται με τις φυλετικές ορμόνες<br />

και ο συνδυασμός αυτός φαίνεται να συνδέεται με<br />

ανάπτυξη καρκίνου μαστού. Αντίστοιχες μελέτες για<br />

τον καθορισμό του κινδύνου καρκινώματος εντέρου<br />

σε πειραματόζωα, έδειξαν ότι δίαιτα πλούσια σε λίπη<br />

αυξάνει τον κίνδυνο της νόσου ενισχύοντας την δράση<br />

γνωστών καρκινογόνων, όπως η 1,2 διμεθυλδιαζίνη,<br />

η μεθυλαζοξυμεθανόλη και η οξική 2,3 διμεθυλ 4 αμινομπιφενύλη.<br />

Αρνητική συσχέτιση μεταξύ επιπέδων χοληστερόλης<br />

ορού και καρκίνου εντέρου έχει περιγραφεί<br />

σε άνδρες, χωρίς πειστική ερμηνεία. Η σχέση αυτή<br />

δείχνει και το περίπλοκο του προβλήματος: Αφ’ ενός<br />

υπάρχει αντίστροφη σχέση μεταξύ αυξημένης προσλήψεως<br />

φυτικών ινών και χοληστερόλης και αφ’ ετέρου<br />

η χαμηλή χοληστερόλη συνοδεύεται από αυξημένη<br />

αποίκιση του εντερικού αυλού από βακτηρίδια που<br />

αποσυνθέτουν τα χολικά οξέα και θεωρούνται ότι<br />

επάγουν την ανάπτυξη καρκίνου του εντέρου (44,49,50).<br />

Εντούτοις πληθυσμιακές και case-control μελέτες καταλήγουν<br />

σε αντικρουόμενα αποτελέσματα (2). Στην<br />

προαναφερθείσα πληθυσμιακή μελέτη Women’s Health<br />

Initiative Dietary Modification Trial με διάμεσο χρόνο<br />

παρακολουθήσεως 8.1 χρόνια, ανεδεικνύετο τάση μειωμένης<br />

συχνότητας καρκίνου μαστού στην ομάδα γυναικών<br />

που ελάμβαναν χαμηλή ποσότητα λίπους σε<br />

σχέση με την ομάδα ελέγχου, αλλά η διαφορά δεν ήταν<br />

στατιστικά σημαντική (51).<br />

Δίαιτα πλούσια σε ζωικά λίπη εκτιμάται ότι συνιστά<br />

σημαντικό παράγοντα στην ανάπτυξη καρκίνου<br />

προστάτου. Ειδικότερα αυξημένη πρόσληψη alphalinoleic<br />

οξέος και χαμηλά ποσά linoleic οξέος, συνδυασμός<br />

συνήθης στο κόκκινο κρέας και ορισμένα γαλακτοκομικά<br />

προϊόντα, αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο<br />

καρκίνου προστάτου (52).<br />

Η παχυσαρκία εξ αιτίας αυξημένης προσλήψεως<br />

λίπους ή/ και της αυξημένης οιστρογονικής δραστηριότητας<br />

μετά την εμμηνόπαυση, θεωρείται από τους<br />

κύριους προδιαθεσικούς παράγοντες στην ανάπτυξη<br />

καρκινώματος του ενδομητρίου (41, 53).<br />

Τα ερωτήματα που προκύπτουν σχετικά με την<br />

εμπλοκή του λίπους στην εμφάνιση του καρκίνου και<br />

δεν έχουν απαντηθεί μέχρι σήμερα, είναι:<br />

1. Το ολικό λίπος ή ειδικότερες υποκατηγορίες λιπαρών<br />

(κεκορεσμένα, πολυακόρεστα, trans) είναι και<br />

σε ποιο βαθμό ευθύνονται?<br />

2. Η διατροφή με αυξημένα λίπη στην παιδική και<br />

εφηβική ηλικία αυξάνουν και σε ποιο βαθμό τον κίνδυνο<br />

εμφανίσεως νεοπλασματικής νόσου στην ενήλικο<br />

ζωή?<br />

Η συστηματική ανασκόπηση προοπτικών μελετών<br />

που εξέτασαν την πρόσληψη OMEGA-3 ΛΙΠΑΡΩΝ<br />

ΟΞΕΩΝ δεν κατέληξαν σε σύνδεσή τους με αυξημένο<br />

κίνδυνο εμφανίσεως 11 διαφορετικών τύπων κακοήθων<br />

νεοπλασμάτων (54).


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 55<br />

Η ΧΡΗΣΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΩΔΩΝ ΠΟΤΩΝ. Τα οινοπνευματώδη<br />

ποτά έχουν ευρεία διάδοση σε όλες<br />

τις σύγχρονες κοινωνίες και οι βλαπτικές τους επιδράσεις<br />

δεν άργησαν να περιγραφούν. Η αυξημένη<br />

λήψη αλκοόλης αυξάνει τον κίνδυνο εμφανίσεως όλων<br />

σχεδόν των κακοήθων νεοπλασμάτων, εκτός (για μη<br />

διευκρινισμένους εισέτι λόγους), του αδενοκαρκινώματος<br />

του νεφρού (2,44).<br />

Η σχέση αλκοόλης και αναπτύξεως καρκινωμάτων<br />

λάρυγγα, φάρυγγα, οισοφάγου και στομάχου, πρωτοπεριγράφηκε<br />

πριν περίπου 80 χρόνια (41). Υπολογίζεται,<br />

σήμερα, ότι το 3.6% του συνόλου των καρκινωμάτων<br />

αφορά σε χρόνιους πότες αλκοόλης (55).<br />

Προοπτική μελέτη σε 1.280.296 γυναίκες διάμεσης<br />

ηλικίας 56 ετών και με διάμεση παρακολούθηση 7.5<br />

χρόνων (56), κατέληξε ότι λήψη ημερησίως 10g αλκοόλης<br />

αυξάνει τον κίνδυνο καρκινωμάτων οροφάρυγγα,<br />

λάρυγγα, οισοφάγου, ορθού, ήπατος και μαστού κατά<br />

6% (95% CI 4% – 7%). Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό ότι τα<br />

παραπάνω καρκινώματα ευθύνονται για το 3% του<br />

συνόλου των θανάτων από κακοήθη νεοπλάσματα και<br />

θα περιοριζόντουσαν κατά 50% εάν οι άρρωστοι δεν<br />

κάπνιζαν. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι άτομα που<br />

προσλαμβάνουν 81-120g αλκοόλης εμφανίζουν σχετικό<br />

κίνδυνο αναπτύξεως καρκίνου του οισοφάγου 11.7. Ο<br />

κίνδυνος ανέρχεται στο 87.1, για καπνιστές >30g καπνού,<br />

ημερησίως (41). Η ήδη αναφερθείσα πληθυσμιακή<br />

μελέτη Women’s Health Initiative Dietary Modification<br />

Trial έδειξε αυξημένο κίνδυνο καρκίνου μαστού επί μέτριας<br />

καταναλώσεως αλκοόλης (57). Εκτιμάται ότι η<br />

αύξηση του κινδύνου αναπτύξεως κακοήθων νεοπλασμάτων<br />

με μέτρια πόση αλκοόλης καλύπτει το όφελός<br />

της στην πρόληψη καρδιαγγειακής νόσου (58).<br />

Η καρκινογόνος δράση της αλκοόλης πιθανολογείται<br />

ότι ασκείται με ορισμένους μηχανισμούς (44,55,59,60):<br />

1. Προκαλώντας μεταβολές στο γενετικό υλικό των<br />

κυττάρων,<br />

2. Αυξάνοντας τα επίπεδα των οιστρογόνων,του<br />

βλεννογόνου,<br />

3. Εμπλεκόμενη στον μεταβολισμό των φολικών,<br />

4. Βλάπτοντας την ακεραιότητα των κυττάρων με<br />

αποτέλεσμα χημικά καρκινογόνα να έρχονται σε επαφή<br />

με κύτταρα του Γ.Ε.Σ.,<br />

5. Δρώντας ερεθιστικά με αποτέλεσμα την πρόκληση<br />

κυτταρικού πολλαπλασιασμού, που μπορεί να<br />

εξελιχθεί αμέτρως,<br />

6. Αναστέλλοντας την μεθυλίωση του DNA,<br />

7. Έχοντας θέση προμεταβολίτου γνωστών καρκινογόνων<br />

όπως η acetaldehyde και<br />

8. Ενισχύοντας την γνωστή καρκινογόνο δράση του<br />

καπνίσματος.<br />

Ειδικότερα η συνέργεια φολικών και αλκοόλης στην<br />

προφύλαξη από κακοήθη νεοπλάσματα είναι υπό<br />

εντατική διερεύνηση. Η λήψη αλκοόλης επί παρουσίας<br />

ανεπαρούς λήψεως φολικών, εκτιμάται ότι αυξάνει<br />

τον κίνδυνο εμφανίσεως καρκινωμάτων εντέρου και<br />

μαστού. Σε μελέτη στις Η.Π.Α., επί 47931 ανδρών επαγγελματιών<br />

υγείας, 40-75 ετών η αύξηση του κινδύνου<br />

εμφανίσεως καρκίνου του εντέρου δεν παρατηρήθηκε<br />

σε άνδρες, πότες, που ελάμβαναν πολύ υψηλών<br />

ποσοτήτων φολικών (61). Αντιστοίχως η αύξηση του<br />

κινδύνου καρκίνου του μαστού ήταν συνηθέστερη σε<br />

γυναίκες που ελάμβαναν, τουλάχιστον, μέτριες ποσότητες<br />

αλκοόλης καθημερινά και είχαν χαμηλότατα<br />

επίπεδα φολικών (62,63). Έχει παρατηρηθεί εξάλλου<br />

σαφής αντίστροφη συσχέτιση μεταξύ λήψεως φολικών<br />

και καρκίνου μαστού σε γυναίκες που λαμβάνουν<br />

αλκοόλη > 15g ημερησίως (64).<br />

Η αυξημένη βρώση κόκκινου κρέατος συνοδεύεται<br />

από αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του εντέρου σε<br />

άνδρες και γυναίκες (65,66). Σε μελέτη 148.610 ατόμων<br />

(67), αποδείχθηκε ότι ο κίνδυνος εμφανίσεως καρκίνου<br />

εντέρου ήταν αυξημένος σε διατρεφόμενους επί μακρόν<br />

με κόκκινο κρέας (σχετικός κίνδυνος 1.5, 95% CI<br />

1.04-2.17). Τα άτομα της συγκεκριμένης ομάδας είχαν<br />

στατιστικά σημαντικό υψηλότερο κίνδυνο αναπτύξεως<br />

καρκινώματος εντέρου, σε σχέση με τους διατρεφόμενους<br />

με πουλερικά και ψάρια (σχετικός κίνδυνος<br />

1.53, 95% CI 1.08-2.18). Σε άλλη μεγάλη πληθυσμιακή μελέτη<br />

επί 617.119 ατόμων ηλικίας 50 – 71 ετών βρέθηκε<br />

ευθεία συσχέτιση μεταξύ θνησιμότητας από καρκίνο<br />

και καρδιαγγειακά νοσήματα με την λήψη υψηλών ποσοτήτων,<br />

επί μακρόν, κόκκινου κρέατος (68).<br />

Οι ακριβείς μηχανισμοί με τους οποίους η βρώση<br />

κόκκινου κρέατος συνδέεται με την ανάπτυξη κακοήθων<br />

νεοπλασμάτων δεν έχουν σαφώς καθορισθεί.<br />

Ενοχοποιούνται η αυξημένη περιεκτικότητα του κρέατος<br />

σε αίμη, ζωικό λίπος και ο τρόπος παρασκευής<br />

των φαγητών, δεδομένης της γνώσεως ότι το βενζοπυρένιο<br />

και άλλοι πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες<br />

που παράγονται κατά την πυρόλυση (ψήσιμο<br />

στην σχάρα ή κάπνισμα τροφών ή τηγάνισμα<br />

σε προχρησιμοποιημένο λάδι) συσχετίζονται με τον<br />

καρκίνο του στομάχου (44).<br />

ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ. Μετα-ανάλυση<br />

21 μελετών εξέτασε την σχέση καθημερινής λήψεως<br />

γαλακτοκομικών προϊόντων και καρκινώματος των<br />

ωοθηκών. Σε αυτήν δεν αναδείχθηκε συσχέτιση με-


56<br />

Δίαιτα, διατροφή και συνήθειες της καθημερινής ζωής σχετιζόμενες με κακοήθη νεοπλάσματα<br />

ταξύ των εξετασθεισών παραμέτρων, σε αντίθεση με<br />

τρεις προοπτικές πληθυσμιακές (69) και case control<br />

μελέτες (70). Εντούτοις μία επόμενη πληθυσμιακή μελέτη<br />

στην Ολλανδία σε 62 573 μετεμμηνοπαυσιακές<br />

γυναίκες με διάμεση παρακολούθηση 11.2 ετών, δεν<br />

ανέδειξε αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο ωοθηκών<br />

εκ λήψεως γαλακτοκομικών προϊόντων ή λακτόζης<br />

(71). Δεδομένων αυτών η ενοχή των γαλακτοκομικών<br />

προϊόντων στον καρκίνο των ωοθηκών παραμένει<br />

αμφισβητούμενη.<br />

Αρκετές μελέτες αναδεικνύουν προφύλαξη από<br />

καρκίνο μαστού σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες<br />

που καταναλώνουν γαλακτοκομικά προϊόντα. Στην<br />

μεγαλύτερη από αυτές την Nurses’ Health Study, με<br />

88.691 συμμετέχουσες, η λήψη γαλακτοκομικών προϊόντων<br />

με χαμηλά λιπαρά, φάνηκε να προστατεύει<br />

από καρκίνωμα του μαστού μόνον την υποομάδα<br />

των προεμμηνοπαυσιακών γυναικών, ανεξαρτήτως<br />

επιπέδων ασβεστίου και βιταμίνης D (72). Σε αντίθεση<br />

με τα αποτελέσματα αυτά, συγκεντρωτική ανάλυση<br />

οκτώ προοπτικών μελετών, περιλαμβάνουσες όμως<br />

κατά πλειοψηφία μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, δεν<br />

κατέληξε σε ανάλογα αποτελέσματα (73).<br />

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΓΛΥΚΟΖΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ<br />

ΚΑΚΟΗΘΩΝ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΩΝ.<br />

Δεδομένου ότι η η ινσουλίνη και οι insulin-like<br />

growth factors, επάγουν τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό,<br />

εκτιμήθηκε από τα μέσα της 10ετίας του 1990 ότι,<br />

η υπερινσουλιναιμία μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη<br />

(ορισμένων?) κακοήθων νεοπλασμάτων (74). Η<br />

υπόθεση επιβεβαιώθηκε και αυξημένος κίνδυνος για<br />

εμφάνιση καρκίνων ορισμένων εντοπίσεων. παρατηρήθηκε<br />

σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, κυρίως<br />

τύπου ΙΙ (75). Στην σύνδεση σακχαρώδους διαβήτη και<br />

καρκίνου πρέπει πάντα να λαμβάνεται υπ’ όψη ότι είναι<br />

δύο ετερογενείς, πολυπαραγοντικές, σοβαρές και<br />

χρόνιες ασθένειες. Λόγω της συχνότητάς τους, αλληλεπιδράσεις<br />

μεταξύ των αιτιολογικών παραγόντων<br />

των δύο ασθενειών, - ακόμη και ήσσονος σημασίας -<br />

μπορεί να έχουν σημαντικό αντίκτυπο, τελικώς, στην<br />

εμφάνιση των καρκινωμάτων. Επιδημιολογικές μελέτες<br />

δείχνουν σαφώς ότι ο κίνδυνος διαφόρων τύπων<br />

καρκίνου (συμπεριλαμβανομένων του παγκρέατος,<br />

του ήπατος, του μαστού, του παχέος εντέρου, του<br />

ουροποιητικού συστήματος, και των έσω γεννητικών<br />

οργάνων των γυναικών) και η θνησιμότητα εξ αυτών<br />

είναι αυξημένοι σε διαβητικούς ασθενείς. Μεταξύ των<br />

αρκετών παραγόντων συγχύσεως στην διατύπωση<br />

ακριβών στατιστικών συμπερασμάτων της σχέσεως<br />

σακχαρώδους διαβήτου και κινδύνου κακοήθων νεοπλασμάτων<br />

είναι η διάρκεια του σακχαρώδη διαβήτη,<br />

τα ποικίλα επίπεδα μεταβολικού ελέγχου του, τα διαφορετικά<br />

φάρμακα που χρησιμοποιούνται κατά την<br />

διάρκεια θεραπείας της νόσου, η πιθανή παρουσία<br />

των χρόνιων επιπλοκών, η (συνήθως) συνοδός παχυσαρκία<br />

και το αυξημένο οξειδωτικό stress (76).<br />

Οι συγγραφείς μεγάλης μελέτης των National<br />

Institutes of Health-AARP Diet and Health Study, προσπάθησαν<br />

να συσχετίσουν γλυκαιμικό δείκτη, γλυκαιμικό<br />

φορτίο και τον κίνδυνο καρκίνου σε 15.215 γυναίκες<br />

και 33.203 άνδρες, μεταξύ 1995 -2003, χρησιμοποιώντας<br />

ερωτηματολόγιο συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων.<br />

Η μελέτη δεν κατέληξε σε στατιστικά σημαντική<br />

συσχέτιση μεταξύ γλυκαιμικού δείκτη και γλυκαιμικού<br />

φορτίου με την εμφάνιση κακοήθων νεοπλασμάτων<br />

(77).<br />

Μία case control μελέτη (78), κατέληξε σε συσχέτιση<br />

γλυκαιμικού φορτίου και κινδύνου καρκίνου μαστού,<br />

αλλά τα ευρήματά της δεν επιβεβαιώθηκαν από μεγάλες<br />

πληθυσμιακές μελέτες, μεταξύ των οποίων και<br />

η Women’s Health Study (79,80,81).<br />

Αντίστοιχες μελέτες για τον καρκίνο του εντέρου<br />

κατέληξαν επίσης, σε αμφιλεγόμενα αποτελέσματα.<br />

Η Women’s Health Study σε 38.451 γυναίκες κατέληξε<br />

σε ισχυρή συσχέτιση μεταξύ γλυκαιμικού φορτίου<br />

και καρκίνου του εντέρου (82). Αντιθέτως μεγάλη<br />

Καναδική μελέτη δεν κατέληξε σε συσχέτιση των δύο<br />

παραμέτρων (83). Η Nurse’s Health Study και η Health<br />

Professionals Follow Up Study βρήκαν μικρή αύξηση του<br />

κινδύνου σε άνδρες προσλαμβάνοντες καθημερινά<br />

τροφές με υψηλό γλυκαιμικό φορτίο (σχετικός κίνδυνος<br />

1.32, 95% CI 0.98-1.79), αλλά όχι σε γυναίκες (84).<br />

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΦΥΤΙΚΩΝ ΙΝΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑ-<br />

ΠΤΥΞΗ ΚΑΚΟΗΘΩΝ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΩΝ<br />

Τροφές με αυξημένη περιεκτικότητα σε ΦΥΤΙΚΕΣ<br />

ΙΝΕΣ συνοδεύονται από μείωση εμφανίσεως της καρδιαγγειακής<br />

νόσου και του σακχαρώδους διαβήτου,<br />

αλλά αντίστοιχη επίδραση στην ελάττωση του κινδύνου<br />

από καρκίνο είναι λιγότερο εμφανής και, κατά<br />

συνέπεια, λιγότερο βέβαιη (2). Αρκετές μεγάλες επιδημιολογικές<br />

μελέτες κατέληξαν σε αρνητική συσχέτιση<br />

μεταξύ διατροφής πλούσιας σε φυτικές ίνες και<br />

αναπτύξεως καρκινώματος του εντέρου. Μεταξύ των<br />

μελετών αυτών περιλαμβάνεται και μεγάλη Ευρωπαϊκή<br />

(85), με Ελληνική συμμετοχή και χρήση ερωτηματολογίου<br />

σε 519.978 συμμετέχοντες 25-70 ετών. Η μελέτη


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 57<br />

κατέληξε ότι άτομα λαμβάνοντα καθημερινά μεγάλες<br />

ποσότητες φυτικών ινών, είχαν στατιστικά πολύ σημαντικά<br />

μειωμένες πιθανότητες κινδύνου εμφανίσεως<br />

καρκίνου του εντέρου σε σύγκριση με διατρεφόμενους<br />

με χαμηλές ποσότητες φυτικών ινών (διορθωμένος<br />

σχετικός κίνδυνος 0.58, 95% CI 0.41-0.85).<br />

Άλλες πληθυσμιακές μελέτες κυρίως από τις<br />

Η.Π.Α., δεν επιβεβαίωσαν τα αποτελέσματα (86,87).<br />

Σε πολύ ενδιαφέρουσα λεπτομερή συγκεντρωτική<br />

ανάλυση 13 προοπτικών πληθυσμιακών μελετών με<br />

725.628 άτομα και παρακολούθηση 6-20 χρόνια, η<br />

παρατηρηθείσα αρχικά αρνητική συσχέτιση μεταξύ<br />

λήψεως αυξημένων ποσοτήτων φυτικών ινών και<br />

καρκίνου του εντέρου, εξασθενούσε όταν συνεκτιμώντο<br />

η ηλικία και άλλοι διατροφικοί παράγοντες (88).<br />

Σε αντίστοιχα αρνητικά αποτελέσματα συσχετίσεως<br />

διατροφής πλούσιας σε φυτικές ίνες και προλήψεως<br />

ενός αδενώματος >1 cm [σχετικός κίνδυνος 0.94 (95%<br />

CI 0.77 - 1.15)] ή περισσοτέρων αδενωμάτων [(σχετικός<br />

κίνδυνος 1.02 (95% CI 0.89 - 1.17)] του εντέρου, κατέληξε<br />

συνδυασμένη ανάλυση πέντε μελετών με 4349<br />

άτομα και διάστημα παρακολουθήσεως 2-5 χρόνια<br />

(87).<br />

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΦΡΟΥΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ<br />

ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΚΟΗΘΩΝ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΩΝ<br />

Μολονότι αποτελέσματα case control μελετών<br />

ενίσχυαν την πιθανότητα διατροφή με αυξημένα<br />

φρούτα και λαχανικά να προφυλάσσει από καρκίνο,<br />

προοπτικές μελέτες απέτυχαν, σε άλλοτε άλλο<br />

βαθμό και σε άλλοτε άλλη πληθυσμιακή υποομάδα,<br />

να επιβεβαιώσουν την υπόθεση (90,91,92,93). Μεταξύ<br />

αυτών υπάρχει ξεχωριστά, η δημοσίευση των αποτελεσμάτων<br />

από την λήψη λαχανικών και φρούτων<br />

σε Ελληνικό πληθυσμό με τα οποία συμμετείχε στην<br />

Ευρωπαϊκή μελέτη EPIC, με σχεδόν 500.000 συμμετέχοντες<br />

και διάμεση παρακολούθηση 9 ετών. Το αμιγώς<br />

Ελληνικό σκέλος της μελέτης (91), περιελάμβανε 25.623<br />

άτομα (10.582 άνδρες, 15.031 γυναίκες), που παρακολουθήθηκαν<br />

για διάμεσο χρονικό διάστημα 7.9 χρόνια<br />

ή 188.042 άτομα-έτη. Καρκινώματα διαγνώστηκαν σε<br />

851 από τους συμμετέχοντες (421 άνδρες, 430 γυναίκες).<br />

Η στατιστική ανάλυση με την μέθοδο της Cox<br />

regression, έδειξε ότι η λήψη αυξημένων ποσοτήτων<br />

φρούτων και λαχανικών προστάτευε από ανάπτυξη<br />

καρκίνου το σύνολο της ομάδας (HR 0.94; 95% CI,<br />

0.88-0.99), την ομάδα των γυναικών (HR , 0.90; 95%<br />

CI, 0.83-0.98), αλλά όχι τους άνδρες (HR 0.95; 95% CI,<br />

0.87-1.04).<br />

Προ ολίγων μηνών δημοσιεύθηκαν τα τελικά αποτελέσματα<br />

της Πανευρωπαίκής μελέτης European<br />

Prospective Investigation into Cancer and Nutrition (EPIC),<br />

που σχεδιάσθηκε να συσχετίσει την λήψη αυξημένων<br />

ποσοτήτων φρούτων και λαχανικών με προφύλαξη<br />

από ανάπτυξη καρκίνου. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε<br />

μεταξύ 1992-2000 και σε αυτήν έγινε ιδιαίτερη στρωματοποίηση<br />

για κακοήθη νεοπλάσματα που σχετίζονται<br />

με τον καπνό και την αλκοόλη και για την στατιστική<br />

μελέτη χρησιμοποιήθηκε πολυπαραγοντική ανάλυση<br />

και η Cox regression ανάλυση. Από τους 142 605<br />

άνδρες και 335 873 γυναίκες που περιελήφθησαν στην<br />

μελέτη, 9604 άνδρες και 21 000 γυναίκες, ανέπτυξαν<br />

καρκίνο μετά από διάμεση παρακολούθηση 8,7 χρόνια.<br />

Οι συνολικές συχνότητες εμφανίσεως καρκίνου ήταν<br />

7.9 ανά 1000 άτομα-έτη στους άνδρες και 7.1 ανά 1000<br />

άτομα-έτη στις γυναίκες. Από τις συσχετίσεις για<br />

ανάδειξη μειωμένου κινδύνου εμφανίσεως καρκίνου<br />

και αυξημένης προσλήψεως συνολικά και ξεχωριστά<br />

φρούτων και λαχανικών, εμφανώς θετική ήταν μόνον<br />

η πρόσληψη λαχανικών 100g/ημέρα σε γυναίκες (HR<br />

= 0,98, 95% CI = 0,97 - 0,99), ενώ ασθενέστερη σχέση<br />

ανεδείχθη από την λήψη φρούτων 200g/ημέρα και λαχανικών<br />

100g/ημέρα στο σύνολο της ομάδας (HR 0.97,<br />

95% CI 0.96-0.99). Στην διαστρωμάτωση των ατόμων<br />

σε σχέση με την κατανάλωση αλκοόλης, αναδείχθηκε<br />

ισχυρότερη μείωση του κινδύνου σε έντονα πότες και<br />

αφορούσε στην ομάδα καρκίνων που προκαλούνται<br />

από το κάπνισμα και την αλκοόλη (94).<br />

Αρκετές επιδημιολογικές μελέτες, αλλά όχι όλες,<br />

καταλήγουν σε ανάδειξη ασθενούς προστατευτικής<br />

σχέσεως, μεταξύ δίαιτας πλούσιας σε φρούτα<br />

και λαχανικά και προστασίας από καρκίνωμα του<br />

εντέρου (2). Συγκεντρωτική ανάλυση 14 πληθυσμιακών<br />

μελετών (n >750,000), κατέληξε ότι ημερήσια λήψη ><br />

800g φρούτων και λαχανικών, σε σύγκριση με < 200g,<br />

προφύλασσε σημαντικά από ανάπτυξη καρκίνου του<br />

άπω τμήματος του εντέρου (σχετικός κίνδυνος 0.74),<br />

αλλά όχι και του εγγύς (95).<br />

Ενδιαφέρουσες είναι οι παρατηρήσεις που συνδέουν<br />

την λήψη προϊόντων τομάτας, κυρίως της λυκοπένης<br />

και προφυλάξεως από καρκίνωμα του προστάτου<br />

(96,97). Εντούτοις συστηματική ανασκόπηση<br />

από το FDA κατέληξε σε “very limited evidence to<br />

support an association between tomato consumption and<br />

reduced risk of prostate or other (ovarian, gastric, and<br />

pancreatic) cancers” (98).<br />

Σε μετα ανάλυση (99), 8 (1 πληθυσμιακής, 7 casecontrol)<br />

μελετών, αποδείχθηκε ότι λήψη υψηλών πο-


58<br />

Δίαιτα, διατροφή και συνήθειες της καθημερινής ζωής σχετιζόμενες με κακοήθη νεοπλάσματα<br />

σοτήτων σόγιας (20 mg/ ημέρα isoflavone) σε Ασιάτισες<br />

συνοδεύτηκε από ελαττωμένο κίνδυνο καρκίνου<br />

μαστού (σχετικός κίνδυνος=0.88, 95% CI=0.78-0.98), σε<br />

σχέση με πληθυσμούς Ασιατισών που λαμβάνουν χαμηλές<br />

ποσότητες (5 mg/ ημέρα isoflavone).<br />

Λήψη αυξημένων flavonoids, που βρίσκονται στις<br />

τομάτες, πράσινες πιπεριές, μούρα και κίτρα, επάγουν<br />

ενδιάμεση προφύλαξη από καρκίνωμα μαστού<br />

σε γυναίκες στις Δυτικές κοινωνίες (100).<br />

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΒΙΤΑΜΙΝΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΦΥΛΑΞΗ<br />

ΑΠΟ ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ<br />

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ<br />

Η βιταμίνη Α έχει καθορισθεί ως ουσιώδης παράγων<br />

διατροφής το 1913 και βρίσκεται υπό μελέτη<br />

σχεδόν 100 χρόνια. Το 1925 οι Wolbach και Howe περιέγραψαν<br />

παθολογοανατομικές αλλαγές στο επιθήλιο<br />

οφειλόμενες στην έλλειψη της βιταμίνης Α και από<br />

τότε υπάρχει μια μεγάλη σειρά μελετών για τον ρόλο<br />

όλων των βιταμινών στην κυτταρική διαφοροποίηση<br />

και την νεοπλασματική εξαλλαγή. Η πρώτη επιδημιολογική<br />

μελέτη σχετικά με τον ρόλο της βιταμίνης Α<br />

στην αναστολή της αναπτύξεως, της εξελίξεως και<br />

την θεραπεία των κακοήθων νεοπλασμάτων στον<br />

άνθρωπο έγινε στα μέσα της 10ετίας του 1960 και<br />

κατέληξε ότι «υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις σύμφωνα<br />

με τις οποίες, η λήψη σκευασμάτων βιταμίνης Α<br />

μπορεί να συνοδεύεται από μειωμένο κίνδυνο αναπτύξεως<br />

καρκίνου του πνεύμονα». Σήμερα η χημειοπροφύλαξη<br />

γίνεται κυρίως με την χρήση ρετινοειδών<br />

και β- καρωτένης. Επιδημιολογικές μελέτες το 1980<br />

και 1990 εκτιμώντας την σχέση της ρετινόλης και της<br />

β-καρωτένης με την ανάπτυξη κακοηθειών, κατέληξαν<br />

στο συμπέρασμα ότι, η λήψη τους συνοδεύονται<br />

από ελαττωμένο κίνδυνο αναπτύξεως καρκίνου. Οι<br />

ερμηνείες είναι δύσκολες δοθέντων ότι:<br />

1. Τα καρωτενοειδή περιέχονται στα φρούτα και τα<br />

λαχανικά τα οποία περιλαμβάνουν και πλήθος άλλων<br />

ιχνοστοιχείων, μερικά των οποίων φαίνεται ότι έχουν<br />

προληπτικές του καρκίνου ιδιότητες. Τα επίπεδα πλάσματος<br />

αυξάνουν με την λήψη αναλόγων τροφών.<br />

2. Η ρετινόλη είναι κυρίως ζωικό προϊόν με ότι<br />

αυτό συνεπάγεται, ενώ τα επίπεδά της στο πλάσμα<br />

ρυθμίζονται με ομοιοστατικό μηχανισμό.<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Ο θετικός ρόλος των βιταμινών στην προφύλαξη<br />

από κακοήθη νεοπλάσματα εξακολουθεί αμφισβητούμενος.<br />

Υπάρχουν πολλές ενδείξεις υποστηρίζουσες<br />

την εμπλοκή τους στην νεοπλασματική διαδικασία<br />

αλλά επανειλημμένα κλινικά πρωτόκολλα και συστηματική<br />

ανασκόπηση 38 μελετών απέτυχαν να αναδείξουν<br />

τον ακριβή ρόλο τους (101). Το 2006 το National<br />

Institutes of Health (NIH) διατύπωσε consensus σχετικά<br />

με την σχέση βιταμινών και καρκίνου, σύμφωνα με το<br />

οποίο “the present evidence is insufficient to recommend<br />

either for or against the use of multivitamin supplements<br />

by the American public to prevent chronic disease” (102).<br />

Μεγάλη μελέτη σε 8171 γυναίκες οι οποίες είχαν ενταχθεί<br />

με τυχαία κατανομή με τους στατιστικούς κανόνες<br />

2 x 2 x 2 στην Women’s Antioxidant Cardiovascular<br />

Study, έλαβαν βιταμίνη C (500 mg ασκορβικού οξέος<br />

ημερησίως), βιταμίνη E (600 IU alpha-tocopherol κάθε<br />

2η μέρα) και beta carotene (50 mg βιταμίνη), μόνες ή σε<br />

συνδυασμό και συγκρίθηκαν με ομάδα placebo. Μετά<br />

διάμεσο χρόνο θεραπείας 9.4 χρόνια, δεν αναδείχθηκε<br />

ότι η προσθήκη βιταμινών C, E, ή beta-carotene<br />

(μόνες ή σε συνδυασμό) μειώνουν την συχνότητα ή<br />

την θνησιμότητα από κακοήθη νεοπλάσματα (103). Σε<br />

ανάλογα αποτελέσματα κατέληξε και μελέτη παρατηρήσεως<br />

κατά την οποία σε 161.808 γυναίκες με διάμεση<br />

παρακολούθηση 7.9 χρόνια δεν παρατηρήθηκε<br />

συσχέτιση λήψεως βιταμινών και κινδύνου αναπτύξεως<br />

καρκίνου (104).<br />

Τα αντικρουόμενα αποτελέσματα μελετών που<br />

εξετάζουν τον ρόλο των βιταμινών στην προφύλαξη<br />

από καρκίνο, εν πολλοίς ερμηνεύονται διότι (105):<br />

1. στην πρόληψη και αντιμετώπιση των νεοπλασματικών<br />

νοσημάτων, οι αναγκαίες και χρησιμοποιούμενες<br />

δόσεις βιταμινών, υπερβαίνουν κατά πολύ τις<br />

συνήθεις, με αποτέλεσμα την συχνή εμφάνιση τοξικών<br />

εκδηλώσεων, οι οποίες συνηθέστατα απαιτούν τον<br />

περιορισμό των αρχικά σχεδιασθέντων φαρμακευτικών<br />

σχημάτων, και<br />

2. για λόγους εύκολα αντιληπτούς, οι αριθμοί των<br />

νεοπλασματικών ασθενών που εντάσσονται σε μελέτες<br />

τυχαίας κατανομής κατά τις οποίες το ένα σκέλος<br />

αντιμετωπίζεται με βιταμίνες, είναι μικροί. Αποτέλεσμα<br />

αυτού είναι ότι στατιστικά ισχυρά συμπεράσματα δεν<br />

είναι εύκολο να εξαχθούν και ως επί το πλείστον, το<br />

συμπέρασμα από την ανάγνωση εργασιών αυτού του<br />

είδους είναι «αίσθηση επικρατούσης απόψεως», παρά<br />

βεβαιότητα . Στον Πίνακα 4 δίδονται οι κυριότεροι,<br />

κατά την γνώμη μου, λόγοι για τους οποίους δεν είναι<br />

εύκολο να υπάρξει απόλυτη βεβαιότητα για την ενοχή<br />

και τον ακριβή θεραπευτικό ρόλο των βιταμινών στα<br />

κακοήθη νεοπλάσματα (105,106).


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 59<br />

ΠΙΝΑΚΑΣ 4<br />

ΔΥΣΧΕΡΕΙΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΑΚΡΙΒΟΥΣ ΡΟΛΟΥ ΤΩΝ ΒΙΤΑΜΙΝΩΝ ΣΤΑ ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ<br />

1. Η ύπαρξη ιδιομορφιών στην ανάπτυξη των συγχρόνων κοινωνιών (ποικιλία διατροφής, ευκολία των<br />

μετακινήσεων, ο ρόλος της ενημερώσεως...).<br />

2. Η ύπαρξη διαφορών στην φαρμακοκινητική και τον τρόπο δράσεως ακόμα και ιδίας ομάδας προϊόντων<br />

(π.χ. το 13 cRA δρα μέσω αυξήσεως της μεταγραφής, αφού προηγουμένως γίνει ταχέως ισομερισμός σε<br />

ATRA. Αντιθέτως η etretinate δεν εμφανίζει καθόλου μεταγραφική ικανότητα, ούτε και δημιουργεί ισομερή.<br />

3. Μελέτες με μεγάλο αριθμό ασθενών είναι μόνον αναδρομικές - επιδημιολογικές, με τα μειονεκτήματα<br />

που αυτό συνεπάγεται.<br />

4. Πλήρης ιστοπαθολογική εκτίμηση, ιδίως σε μελέτες προκαρκινικών βλαβών, τις περισσότερες φορές<br />

ελλείπει, ώστε ερωτήματα όσον αφορά π.χ. τον βαθμό δυσπλασίας δεν είναι δυνατόν να απαντηθούν.<br />

5. Στην επιλογή των νοσημάτων στα οποία αξιολογείται η χρησιμότητα των βιταμινών, παίζει ρόλο και<br />

η ύπαρξη, ή μη, αποτελεσματικής «κλασσικής» θεραπείας.<br />

6. Στις διάφορες μελέτες που κατανέμουν κατά τυχαίο τρόπο ασθενείς μεταξύ δύο (ή περισσοτέρων<br />

προληπτικών / θεραπευτικών επιλογών), διαφέρουν ευρέως οι δόσεις των σκευασμάτων που χρησιμοποιούνται,<br />

ο χρόνος αγωγής, ο τελικός στόχος παρακολουθήσεως / αξιολογήσεως, η διάρκεια της συστηματικής<br />

παρακολουθήσεως, ώστε μετα - αναλύσεις να καθίστανται ανέφικτες.<br />

7. Ο αριθμός αρρώστων που εντάσσονται σε καλά σχεδιασμένες μελέτες με τυχαία κατανομή είναι ιδιαίτερα<br />

μικρός, ώστε διαφορές ποσοστών (που δίνουν στατιστική σημαντικότητα) να μην αντιπροσωπεύουν<br />

παρά πολύ μικρές διαφορές σε απόλυτους αριθμούς, οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν καταργηθεί, αν μη και<br />

αντιστραφεί εφόσον αυξανόταν ο αριθμός των ασθενών της μελέτης.<br />

8. Συναφές προς αυτό είναι, ενδεχομένως, και το γεγονός της υπάρξεως αντικρουόμενων αποτελεσμάτων,<br />

ιδίως με την χρήση καρωτενοειδών.<br />

9. Ο βαθμός και η σοβαρότητα των παρενεργειών, όταν τα βιταμινούχα σκευάσματα δοθούν σε, θεωρητικώς<br />

πρέπουσες για τον χρησιμοποιούμενο λόγο δόσεις, αναγκάζουν πολλές φορές τους γιατρούς σε μείωση<br />

των δόσεων και αυτό μπορεί να δημιουργεί ερωτήματα στην εκτίμηση των αποτελεσμάτων.<br />

10. Ο ρόλος των βιταμινών στην διόρθωση προκαρκινικών αλλοιώσεων σχεδόν πάντοτε, σε άλλοτε άλλο<br />

βαθμό, αμφισβητείται, με δεδομένο το μεγάλο ποσοστό αυτομάτων υποστροφών που ορισμένες εξ αυτών<br />

εμφανίζουν.<br />

11. Σημαντικό πρόβλημα προκύπτει και από το γεγονός ότι η αξία των βιταμινών δεν φαίνεται να έχει<br />

πείσει (εκτός μεμονωμένων εξαιρέσεων) σημαντικούς σύγχρονους ερευνητές / Κέντρα της Κλινικής Ογκολογίας,<br />

με προφανείς συνέπειες.<br />

12. Τέλος, πρέπει να είναι σαφές ότι μελέτες οι οποίες μπορεί να δίνουν αναμφισβήτητα αποτελέσματα<br />

της αξίας προσθήκης βιταμινών στο καθημερινό σιτηρέσιο όσον αφορά στην πρόληψη εμφανίσεως κακοήθων<br />

νεοπλασμάτων, πρέπει να γίνονται σε «κλειστές» κοινωνίες με μειονεκτική διατροφή. Τα παραδείγματα είναι<br />

ελάχιστα στον σημερινό κόσμο με εξαίρεση ίσως την Linxian Province China, επαρχία που πληροί τις παραπάνω<br />

προϋποθέσεις.<br />

Στην συνέχεια θα γίνει επιλεκτική αναφορά βιταμινών και μικροστοιχείων και συσχέτισή τους με τον κίνδυνο<br />

καρκινωμάτων, στα οποία η χρήση τους εμπλέκεται.<br />

Η ΒΙΤΑΜΙΝΗ D φαίνεται πως μειώνει τον κίνδυνο καρκινώματος του εντέρου, μολονότι υπάρχουν και αντίθετες<br />

θέσεις (2). Συγκεντρωτική ανάλυση 10 πληθυσμιακών<br />

μελετών έδειξε στατιστικά σημαντική προστατευτική<br />

δράση της βιταμίνης D, μόνον για άτομα που<br />

την λαμβάνουν στα ανώτερα δυνατά επίπεδα (107).<br />

Υπήρχαν σαφείς ενδείξεις για προστατευτική δράση<br />

της βιταμίνης D έναντι του καρκινώματος του<br />

προστάτου (105). Εντούτοις τελευταίες μελέτες δεν<br />

επιβεβαίωσαν την παραπάνω υπόθεση (108,109).<br />

Η βιταμίνη D χορηγούμενη με σκευάσματα ασβεστίου<br />

δεν φαίνεται ότι μειώνει τον κίνδυνο εμφανίσεως<br />

καρκίνου μαστού. Στην Women’s Health Initiative<br />

trial (110), 36.282 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες έλαβαν<br />

με τυχαία κατανομή 1000 mg στοιχειακού ασβεστίου<br />

με 400 IU βιταμίνης D3 ημερησίως ή εικονικό φάρμακο


60<br />

Δίαιτα, διατροφή και συνήθειες της καθημερινής ζωής σχετιζόμενες με κακοήθη νεοπλάσματα<br />

για διάμεσο χρόνο 7.0 χρόνια. Η συχνότητα εμφανίσεως<br />

διηθητικών καρκινωμάτων ήταν η ίδια στις δύο<br />

ομάδες: 528 έναντι 546 αντιστοίχως (HR = 0.96; 95% CI<br />

= 0.85 – 1.09).<br />

Υπολογίζεται ότι αύξηση των επιπέδων ορού της<br />

25(OH)D κατά 25 nmol/L, μειώνει κατά 17% τον γενικό<br />

κίνδυνο αναπτύξεως καρκίνων, όπως έδειξε η US Health<br />

Professionals Follow-Up Study. Πρέπει να σημειωθεί ότι η<br />

αυτή αύξηση εξαιρετικά δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί<br />

με την συνήθη διατροφή: ένα ποτήρι γάλα αυξάνει τα<br />

επίπεδα ορού της 25(OH)D κατά 2-3 nmol/L (111).<br />

Σε μελέτη με τυχαία κατανομή η οποία συνέκρινε<br />

χορήγηση στοιχειακού ασβεστίου 1400 – 1500 mg ημερησίως<br />

ή ασβεστίου + βιταμίνης D 1100 IU ημερησίως ή<br />

placebo σε 1179 γυναίκες ≥55 ετών, αποδείχθηκε μείωση<br />

του κινδύνου εμφανίσεως καρκίνου στις δύο πρώτες<br />

ομάδες (112). Μεγαλύτερη μείωση κινδύνου εμφανίσεως<br />

καρκίνου μετά τον πρώτο χρόνο, εμφάνισαν οι γυναίκες<br />

που ελάμβαναν βιταμίνη D (σχετικός κίνδυνος 0.23,<br />

95% CI 0.1-0.6).<br />

Η πρόσληψη ασβεστίου, εκτιμηθείσα με ερωτηματολόγιο<br />

σε περισσότερους από 567.000 συμμετέχοντες<br />

ηλικίας 50 – 71 ετών στις Η.Π.Α., φαίνεται να συνδέεται<br />

με μείωση του κινδύνου αναπτύξεως γενικώς<br />

κακοήθων νεοπλασμάτων στις γυναίκες, αλλά όχι και<br />

στους άνδρες (113).<br />

Η πρόσληψη ασβεστίου συνδέεται με μειωμένο κίνδυνο<br />

καρκίνου εντέρου αλλά, παράλληλα, αυξημένο<br />

κίνδυνο καρκίνου προστάτου. Υπολογίζεται 700 mg/<br />

ημέρα, συνιστούν την ελάχιστη πρόσληψη ασβεστίου η<br />

οποία παρέχει επαρκή προστασία για καρκίνο εντέρου,<br />

χωρίς να αυξάνει τον κίνδυνο αναπτύξεως καρκινώματος<br />

του προστάτου (2).<br />

Πολλές μελέτες παρατηρήσεως κατέληξαν ότι αυξημένη<br />

ημερήσια πρόσληψη στοιχειακού ασβεστίου<br />

συνοδεύεται από μείωση του κινδύνου καρκινώματος<br />

του εντέρου. Στην Health Professionals Follow-up Study<br />

and Nurse’s Health Study, λήψη ασβεστίου 1250 mg/ ημέρα<br />

έναντι λήψεως 2000 mg/ημερησίως, επάγει αύξηση κινδύνου<br />

της νόσου κατά 20% (σχετικός κίνδυνος 1.2, 95% CI 1.0-<br />

1.6). Ενώ πρόσληψη ασβεστίου ≥2000 mg/ημέρα αυξάνει<br />

τον κίνδυνο καρκινώματος του προστάτου η λήψη<br />

ενδιάμεσης δόσεως δεν επάγει αντίστοιχο κίνδυνο:<br />

σχετικός κίνδυνος 1.6, 95% CI 1.1-2.3 (116).<br />

Είναι πιθανόν τα υψηλά επίπεδα ασβεστίου να αυξάνουν<br />

τον κίνδυνο για καρκίνωμα του προστάτου με<br />

υποβάθμιση της ενεργού μορφής της βιταμίνης D, η<br />

οποία αναστέλλει την αύξηση του όγκου και την ανάπτυξη<br />

μεταστάσεων.<br />

Η βιταμίνη E (600 IU alpha-tocopherol κάθε 2 η μέρα)<br />

δεν φαίνεται να προλαμβάνει την ανάπτυξη διηθητικών<br />

καρκινωμάτων στην μελέτη της Women’s Health<br />

Study, που ήλεγξε υγιείς γυναίκες διάμεσης ηλικίας 55<br />

ετών με 10ετή διάμεση παρακολούθηση (117)<br />

Η βιταμίνη E αλλά και η βιταμίνη C δεν φάνηκε να<br />

ελαττώνουν τον κίνδυνο αναπτύξεως καρκινωμάτων<br />

γενικώς και προστάτου ειδικότερα στην Physicians<br />

Health Study που κατένημε με τυχαίο τρόπο 14.641 άνδρες<br />

ηλικίας ≥ 50 ετών και παρακολουθήθηκαν για διάμεσο<br />

διάστημα 8 ετών χρόνια (118). Σε μετα-ανάλυση<br />

6 μελετών με τυχαία κατανομή των ατόμων, η χορήγηση<br />

επί πλέον βιταμίνης Ε δεν επήγε καμμιά μεταβολή<br />

στην συχνότητα των κακοήθων νεοπλασμάτων ή στην<br />

θνησιμότητα από αυτά (119).<br />

Υψηλές δόσεις beta-carotene συνοδεύονται από<br />

αυξημένη συχνότητα καρκίνου του πνεύμονα (105,119).<br />

Σε μελέτη στην επαρχία Linxian της Κίνας, χορήγηση<br />

του συνδυασμού beta-carotene + σεληνίου + ψευδαργύρου,<br />

μείωσε την συχνότητα καρκίνου του στομάχου<br />

εκτός της περιοχής της καρδίας του οργάνου,<br />

αλλά δεν είχε επίδραση στην συχνότητα εμφανίσεως<br />

άλλων κακοήθων νεοπλασμάτων του Γ.Ε.Σ. (120).<br />

Σε μελέτες σε ζώα η χορήγηση Selenium φαίνεται<br />

ότι μειώνει τον κίνδυνο αναπτύξεως πολλών καρκινωμάτων<br />

και αυτό επιβεβαιώθηκε και σε αρκετές επιδημιολογικές<br />

μελέτες σε ανθρώπους (2). Σε μελέτη με<br />

14.000 ενήλικες που χρησιμοποίησε τα συμπεράσματα<br />

της μελέτης NHANES III παρατηρήθηκε αρνητική συσχέτιση<br />

μεταξύ επιπέδων selenium και θνησιμότητας από<br />

καρκίνο για επίπεδα του ιχνοστοιχείου έως 130 ng/ml.<br />

Εντούτοις επίπεδα >150 ng/ml συνοδεύτηκαν από αύξηση<br />

των θανάτων από κακοήθη νεοπλάσματα (121).<br />

Μελέτη τυχαίας κατανομής με σκοπό την πρόληψη<br />

καρκινωμάτων δέρματος εκτός μελανωμάτων και<br />

σύγκριση με ομάδα που ελάμβανε placebo, έδειξε σημαντική<br />

μείωση θανάτων από καρκινώματα πνεύμο-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 61<br />

να, εντέρου και προστάτου στην ομάδα ατόμων που<br />

ελάμβαναν selenium (122).<br />

Συστηματική ανασκόπηση της δράσεως των αντιοξειδωτικών<br />

συμπληρωμάτων στον καρκίνο, που περιλάμβανε<br />

4 μελέτες με τυχαία κατανομή, έδειξε ότι<br />

το selenium μόνο ή σε συνδυασμό με άλλα ανάλογα<br />

ιχνοστοιχεία μειώνει τον συνολικό κίνδυνο εμφανίσεως<br />

κακοήθων νεοπλασμάτων στους άνδρες (σχετικός<br />

κίνδυνος 0.77, 95% CI 0.64-0.92), αλλά όχι στις γυναίκες<br />

(119). Εντούτοις, μετέπειτα, μετα-ανάλυση (123) 5 μελετών<br />

με τυχαία κατανομή οι οποίες ήλεγξαν τον ρόλο<br />

των αντιοξειδωτικών ουσιών δεν κατέληξε στο συμπέρασμα,<br />

πως οι ουσίες αυτές περέχουν σημαντική<br />

προφύλαξη έναντι καρκινωμάτων (σχετικός κίνδυνος<br />

0.62, 95% CI 0.36-1.08).<br />

Στην μεγάλη μελέτη Selenium and Vitamin E Cancer<br />

Prevention Trial (SELECT), επί 32.400 υγιών ανδρών ελέγχθηκε<br />

ο ρόλος του ιχνοστοιχείου και της βιταμίνης Ε,<br />

στην προφύλαξη από καρκίνωμα του προστάτου. Η<br />

μελέτη διεκόπη πρώιμα όταν σε ενδιάμεση ανάλυση<br />

των αποτελεσμάτων της δεν αποδείχθηκε επαρκής<br />

προφύλαξη του selenium και της βιταμίνης Ε, από εμφάνιση<br />

της νόσου (124), ενώ ειδικότερα στην ομάδα<br />

του selenium παρατηρήθηκε αυξημένη επίπτωση σακχαρώδους<br />

διαβήτου (125).<br />

Οι βιταμίνες του συμπλέγματος Β (Β2, Β6, Β12) και<br />

το φολικό οξύ είναι υδατοδιαλυτές βιταμίνες. Εργασίες<br />

που μελετούν την σχέση των ανωτέρω βιταμινών<br />

και του καρκίνου στον άνθρωπο είναι περιορισμένες.<br />

Επιδημιολογικές μελέτες στην περιοχή Linxian της Κίνας<br />

(περιοχή η οποία εμφανίζει αυξημένο ποσοστό καρκίνων<br />

του γαστρεντερικού συστήματος) με χορήγηση<br />

προφυλακτικά, δισκίων βιταμινών του συμπλέγματος<br />

Β επί 6 χρόνια, δεν απέδειξαν μείωση της συχνότητας<br />

εμφανίσεως οισοφαγικής δυσπλασίας, που είναι προκαρκινική<br />

κατάσταση (105).<br />

Σε μετα-ανάλυση προπτικών μελετών βρέθηκε αρνητική<br />

συσχέτιση μεταξύ κινδύνου καρκίνου του εντέρου<br />

και λήψεως βιταμίνης B6 και επιπέδων αίματος<br />

pyridoxal 5’-phosphate, που αποτελεί την ενεργό μορφή<br />

της βιταμίνης B6 (126).<br />

Σε προοπτική μελέτη επί 8 χρόνια με περισσότερους<br />

από 500.000 συμμετέχοντες επίπεδα B6 και<br />

methionine άνωθεν του διαμέσου, συνοδεύτηκαν από<br />

χαμηλότερο κίνδυνο καρκίνου του πνεύμονα στους μη<br />

καπνιστές αλλά και στους καπνιστές (127).<br />

Το φολικό οξύ είναι συνθετική μορφή των φολικών<br />

που βρίσκονται στα πράσινα, φυλλώδη, λαχανικά,<br />

στα φρούτα, στα δημητριακά, στους κόκκους, τους<br />

καρπούς και το κρέας. Τα φολικά έχουν σημαντικό<br />

ρόλο στην σύνθεση, μεθυλίωση και επανόρθωση του<br />

DNA (2).<br />

Ο ρόλος των φολικών και του φολικού οξέος στην<br />

πρόληψη του καρκίνου είναι αβέβαιος. Σε μελέτες παρατηρήσεως<br />

τα φολικά συνδέθηκαν με μειωμένο κίνδυνο<br />

καρκινωμάτων γενικά και του εντέρου ειδικότερα,<br />

ιδίως στους χρήστες αλκοόλης.<br />

• Άτομα με χαμηλά επίπεδα methylenetetrahydrof<br />

olate, αναγωγάσης, ενζύμου εμπλεκομένου στον<br />

μεταβολισμό των φολικών, έχουν χαμηλό κίνδυνο<br />

καρκινώματος του εντέρου, του οισοφάγου,<br />

του στομάχου, του παγκρέατος και αδενωμάτων<br />

του εντέρου (2,128).<br />

• Η Nurses’ Health Study κατέληξε σε μειωμένο κίνδυνο<br />

καρκίνου του εντέρου (σχετικός κίνδυνος<br />

0.25, CI 0.13-0.51) σε λήπτριες πολυβιταμινικών<br />

σκευασμάτων με φολικό οξύ επί 15 χρόνια. Είναι<br />

ενδιαφέρον ότι η μελέτη έδειξε ότι η αύξηση<br />

των προσλαμβανόμενων με το ημερήσιο σιτηρέσιο<br />

φολικών και βιταμίνης Β6 μειώνει τον κίνδυνο<br />

καρκινώματος του εντέρου, ενώ η συμπληρωματική<br />

χορήγηση πολυβιταμινικών σκευασμάτων<br />

περιεχόντων φολικό οξύ και Β6, δεν το επιτυγχάνει<br />

(129).<br />

• Το φολικό του σιτηρεσίου, αλλά όχι η συμπληρωματική<br />

χορήγηση πολυβιταμινών συνοδεύτηκε<br />

από μειωμένο κίνδυνο αναπτύξεως καρκινώματος<br />

του παγκρέατος σε Σουηδική προοπτική<br />

πληθυσμιακή μελέτη σε 81.922 άνδρες και γυναίκες<br />

που παρακολουθήθηκαν για διάμεσο διάστημα<br />

7 χρόνων (130).<br />

• Μετα-ανάλυση έδειξε ότι αυξημένα φολικά της<br />

καθημερινής διατροφής συνοδεύονται από μειωμένο<br />

κίνδυνο πλακώδους καρκινώματος του<br />

οισοφάγου (σχετικός κίνδυνος 0.49, 95% CI 0.35-<br />

0.67), σε σύγκριση με λήψη χαμηλών επιπέδων<br />

της ουσίας (128).<br />

• Μετα-ανάλυση μελετών case-control και μελετών<br />

παρατηρήσεως δεν απέδειξε σύνδεση μεταξύ χαμηλών<br />

επιπέδων φολικών και καρκίνου μαστού<br />

(131).<br />

• Σε μελέτη 5442 επαγγελματιών υγείας στις<br />

Η.Π.Α.,με διάμεση παρακολούθηση >7 ετών, η λήψη<br />

2.5 mg φολικού οξέος + 50 mg βιταμίνης B6 + 1<br />

mg βιταμίνης B12 δεν είχε επίδραση στον κίνδυνο<br />

αναπτύξεως διηθητικών καρκινωμάτων (132).<br />

• Συνδυασμένη ανάλυση δύο μελετών που ήλεγξαν<br />

την συμπληρωματική χορήγηση φολικού οξέος


62<br />

Δίαιτα, διατροφή και συνήθειες της καθημερινής ζωής σχετιζόμενες με κακοήθη νεοπλάσματα<br />

και βιταμίνης Β12 σε ασθενείς με ισχαιμική καρδιοπάθεια<br />

κατέληξαν σε αυξημένο κίνδυνο καρκινώματος<br />

πνεύμονα (HR 1.21, 95% CI 1.03-1.41) και<br />

θνησιμότητας από αυτόν (HR 1.38, CI 1.07-1.79) σε<br />

διάμεση παρακολούθηση 3 ετών (133).<br />

• Η συχνότητα καρκινώματος του προστάτου αποδείχθηκε<br />

αυξημένη στην ομάδα ανδρών η οποία<br />

κατά τυχαίο τρόπο έλαβε φολικό οξύ 1 mg/ημέρα<br />

σε σχέση με την ομάδα που έλαβε placebo (134).<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. |Jemal, A, Siegel, R, Xu, J, Ward, E. Cancer statistics,<br />

2010. CA Cancer J Clin 2010; 60(5):277-300.<br />

2. Stein C, Colditz GA, Lipman TO, Hesketh PH, Sokol<br />

HN. Cancer prevention. www.uptodate.com. 2010<br />

Last literature review version 18.3.<br />

3. Danaei, G, Vander Hoorn, S, Lopez, AD, et al. Causes<br />

of cancer in the world: comparative risk assessment<br />

of nine behavioural and environmental risk factors.<br />

Lancet 2005; 366(9499):1784-1793.<br />

4. Ezzati, M, Lopez, AD, Rodgers, A, et al. Selected<br />

major risk factors and global and regional burden of<br />

disease. Lancet 2002; 360(9343):1347-1360.<br />

5. Ford, ES, Bergmann, MM, Krφger, J, et al. Healthy<br />

living is the best revenge: findings from the European<br />

Prospective Investigation Into Cancer and Nutrition-<br />

Potsdam study. Arch Intern Med 2009; 169(15):1355-<br />

1362.<br />

6. Doll, R, Peto, R, Wheatley, K, et al. Mortality in<br />

relation to smoking: 40 years’ observations on male<br />

British doctors. BMJ 1994; 309(6959): 901-911.<br />

7. Sasco, AJ, Secretan, MB, Straif, K. Tobacco smoking<br />

and cancer: a brief review of recent epidemiological<br />

evidence. Lung Cancer 2004; 45 Suppl 2:S3-S9.<br />

8. Brownson, RC, Novotny, TE, Perry, MC. Cigarette<br />

smoking and adult leukemia. A meta-analysis. Arch<br />

Intern Med 1993; 153(4):469-475.<br />

9. Plaskon, LA, Penson, DF, Vaughan, TL, Stanford, JL.<br />

Cigarette smoking and risk of prostate cancer in<br />

middle-aged men. Cancer Epidemiol Biomarkers<br />

Prev 2003; 12(7), 604-609.<br />

10. US Department of Health and Human Services.<br />

The Health Consequences of Smoking: A Report of<br />

the Surgeon Genera. US Department of Health and<br />

Human Services, Atlanta GA 2004.<br />

11. Samet, JM. The 1990 Report of the Surgeon General:<br />

The Health Benefits of Smoking Cessation. Am Rev<br />

Respir Dis 1990; 142(5):993-994.<br />

12. Βασλαματζής Μ.Μ. «Επιδημιολογία, Ογκογένεση,<br />

Screening του μη μικροκυτταρικού καρκίνου<br />

του πνεύμονα». Τόμος: «Κακοήθη νεοπλάσματα<br />

θώρακος – θυρεοειδούς. Από τη βασική έρευνα<br />

στη θεραπεία». Έκδοση: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ<br />

ΟΓΚΟΛΟΓΙΑΣ, Αθήνα 2007, κεφάλαιο 5, σελ. 51-<br />

86.<br />

13. The Agency for Health Care Policy and Research<br />

Smoking Cessation Clinical Practice Guideline.<br />

JAMA 1996; 275(16):1270-1280.<br />

14. A clinical practice guideline for treating tobacco<br />

use and dependence: A US Public Health Service<br />

report. The Tobacco Use and Dependence Clinical<br />

Practice Guideline Panel, Staff, and Consortium<br />

Representatives. JAMA 2000; 283(24):3244-3254.<br />

15. Spiro SG. Screening for lung cancer: yet another<br />

problem. Thorax 2007, 62(2): 105-106.<br />

16. Silvestri GA, Nietert PJ, Zoller J, et al. Attitudes<br />

towards screening for lung cancer among smokers<br />

and their non smokers counterparts. Thorax 2007,<br />

62(2): 126-130.<br />

17. Black C, deVerteuil R, Walker S, et al. Population<br />

screening for lung cancer using computed tomography,<br />

is there evidence of clinical effectiveness? Thorax<br />

2007, 62(2): 131-138.<br />

18. Yi CA, Lee KS, Kim BT, et al. Efficacy of helical<br />

dynamic CT versus integrated PET/CT for detection<br />

of mediastinal nodes metastasis in non small cell<br />

lung cancer. AJR 2007, 188(2): 318-325.<br />

19. Whiteman, DC, Whiteman, CA, Green, AC. Childhood<br />

sun exposure as a risk factor for melanoma: a<br />

systematic review of epidemiologic studies. Cancer<br />

Causes Control 2001; 12(1):69-82.<br />

20. International Agency for Research on Cancer<br />

Working Group on artificial ultraviolet (UV) light<br />

and skin cancer. The association of use of sunbeds<br />

with cutaneous malignant melanoma and other<br />

skin cancers: A systematic review. Int J Cancer<br />

2007; 120(5):1116-1122.<br />

21. www.who.int/mediacentre/factsheets/fs287/en/<br />

Accessed on August 13, 2009.<br />

22. Harvard Report on Cancer Prevention. Volume 1:<br />

Causes of human cancer. Cancer Causes Control<br />

1996; 7 Suppl 1:S3-59.<br />

23. Inoue, M, Yamamoto, S, Kurahashi, N, et al. Daily<br />

total physical activity level and total cancer risk<br />

in men and women: results from a large-scale<br />

population-based cohort study in Japan. Am J<br />

Epidemiol 2008; 168(4):391-403.<br />

24. Colditz, GA, Cannuscio, CC, Frazier, AL. Physical


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 63<br />

activity and reduced risk of colon cancer:<br />

implications for prevention. Cancer Causes Control<br />

1997; 8(4):649-667.<br />

25. Chao, A, Connell, CJ, Jacobs, EJ, et al. Amount,<br />

type, and timing of recreational physical activity<br />

in relation to colon and rectal cancer in older<br />

adults: the Cancer Prevention Study II Nutrition<br />

Cohort. Cancer Epidemiol Biomarkers Prev 2004;<br />

13(12):2187-2195.<br />

26. Dallal, CM, Sullivan-Halley, J, Ross, RK, et al. Long-term<br />

recreational physical activity and risk of invasive and<br />

in situ breast cancer: the California teachers study.<br />

Arch Intern Med 2007; 167(4):408-415.<br />

27. Wolin, KY, Yan, Y, Colditz, GA, Lee, IM. Physical<br />

activity and colon cancer prevention: a metaanalysis.<br />

Br J Cancer 2009; 100(4):611-616.<br />

28. Martνnez, ME, Giovannucci, E, Spiegelman, D, et al.<br />

Leisure-time physical activity, body size, and colon<br />

cancer in women. Nurses’ Health Study Research<br />

Group. J Natl Cancer Inst 1997; 89(13):948-955.<br />

29. Rockhill, B, Willett, WC, Hunter, DJ, et al. A<br />

prospective study of recreational physical activity<br />

and breast cancer risk. Arch Intern Med 1999;<br />

159(19):2290-2296.<br />

30. Hu, FB, Willett, WC, Li, T, et al. Adiposity as compared<br />

with physical activity in predicting mortality among<br />

women. N Engl J Med 2004; 351(26):2694-2703.<br />

31. Patel AV, Rodriguez C, Jacobs EJ, et al. Recreational<br />

physical activity and risk of prostate cancer in<br />

a large cohort of U.S. men. Cancer Epidemiol<br />

Biomarkers Prev. 2005;14(1):275-279.<br />

32. Antonelli JA, Jones LW, Banez LL, et al. Exercise<br />

and prostate cancer risk in a cohort of veterans<br />

undergoing prostate needle biopsy. J Urol. 2009;<br />

182(5): 2226-2231.<br />

33. McKeown-Eyssen G. Epidemiology of colorectal<br />

cancer revisited: are serum triglycerides and/<br />

or plasma glucose associated with risk? Cancer<br />

Epidemiol Biomarkers Prev. 1994; 3(8):687-695.<br />

34. Giovannucci E, Ascherio A, Rimm EB, et al. Physical<br />

activity, obesity, and risk for colon cancer and adenoma<br />

in men. Ann Intern Med. 1995; 122(5):327-334.<br />

35. Martinez ME, Heddens D, Earnest DL, et al. Physical<br />

activity, body mass index, and prostaglandin<br />

E2 levels in rectal mucosa. J Natl Cancer Inst.<br />

1999;91(11):950-953.<br />

36. Flegal KM, Carroll MD, Ogden CL, Johnson CL.<br />

Prevalence and trends in obesity among US adults,<br />

1999-2000. JAMA. 2002;288(14):1723-1727.<br />

37. Renehan AG, Tyson M, Egger M, et al. Body-mass<br />

index and incidence of cancer: a systematic review<br />

and meta-analysis of prospective observational<br />

studies. Lancet. 2008;371(9612):569-578.<br />

38. Calle EE, Rodriguez C, Walker-Thurmond K, Thun<br />

MJ. Overweight, obesity, and mortality from cancer<br />

in a prospectively studied cohort of U.S. adults. N<br />

Engl J Med. 2003; 348(17):1625-1638.<br />

39. Adams TD, Gress RE, Smith SC, et al. Long-term<br />

mortality after gastric bypass surgery. N Engl J Med.<br />

2007; 357(8):753-761.<br />

40. Tannenbaum A. The genesis and growth of tumors.<br />

III. Efects of high-fat diet. Cancer Res 1942, 2: 468-<br />

475.<br />

41. Doll R, Peto R. The causes of cancer: Quantitative<br />

estimates of avoidable risks of cancer in the United<br />

States today. JNCI 1981, 66: 1191-1308.<br />

42. National Academy of Sciences. Diet, nutrition, and<br />

Cancer. Committee on Diet, Nutrition and Cancer,<br />

Assembly of Life Sciences, National Research<br />

Council. Washington, D.C.: National Academy<br />

Press, 1982.<br />

43. Martinez ME, Marshall JR, Giovannucci E. Diet and<br />

cancer prevention: the roles of observation and<br />

experimentation. Nat Rev Cancer. 2008; 8(9):694-<br />

703.<br />

44. Βασλαματζής Μ, Καπριδάκη – Βασλαματζή Κ.<br />

Δίαιτα, Διατροφή και καρκίνος. Νοσοκ Χρονικά,<br />

1992, Τόμος 54(1), 15-22.<br />

45. Kushi L, Giovannucci E. Dietary fat and cancer. Am<br />

J Med. 2002; 113 (Suppl 9B): 63S-70S.<br />

46. Beresford SA, Johnson KC, Ritenbaugh C, et al. Lowfat<br />

dietary pattern and risk of colorectal cancer: the<br />

Women’s Health Initiative Randomized Controlled<br />

Dietary Modification Trial. JAMA. 2006;295(6):643-<br />

654.<br />

47. Lyon JL, Sorenson AW. Colon cancer in a low-risk<br />

population. Am J Clin Nutr 1978, 31: 227-230.<br />

48. Palmer S, Bakshi K. Diet, nutrition and cancer: Interim<br />

Dietary Guidelines. JNCI 1983, 70(6): 1151-1170.<br />

49. Βασλαματζής Μ, Γιαλούρης Α, Αυγερινός Α, κ.ά.<br />

Υποχοληστεριναιμία και μειωμένη συχνότητα<br />

δεικτών αθηρωματικής νόσου σε καρκινοπαθείς:<br />

Αναδρομική μελέτη σε Ελληνικό πληθυσμό.<br />

Νοσοκ Χρονικά, 1986, Τόμος 48(3), 213-218.<br />

50. Aldercreutz H. Western diet and Western diseases:<br />

some hormonal and biochemical mechanisms and<br />

associations. Scand J Clin Lab Invest 1990, 201<br />

(suppl): 278-286.


64<br />

Δίαιτα, διατροφή και συνήθειες της καθημερινής ζωής σχετιζόμενες με κακοήθη νεοπλάσματα<br />

51. Prentice RL, Caan B, Chlebowski RT, et al. Lowfat<br />

dietary pattern and risk of invasive breast<br />

cancer: the Women’s Health Initiative Randomized<br />

Controlled Dietary Modification Trial. JAMA 2006;<br />

295(6): 629-642.<br />

52. Franceschi S, Dal Maso L, Augustin L, et al. Dietary<br />

glycemic load and colorectal cancer risk. Ann<br />

Oncol. 2001; 12(2):173-178.<br />

53. Palmer S, Bakshi K. Diet, nutrition and cancer:<br />

Interim Dietary Guidelines. JNCI 1983, 70(6): 1151-<br />

1170.<br />

54. MacLean CH, Newberry SJ, Mojica WA,. et al.<br />

Effects of omega-3 fatty acids on cancer risk: a<br />

systematic review. JAMA. 2006; 295(4):403-415.<br />

55. Seitz HK, Stickel F. Molecular mechanisms of<br />

alcohol-mediated carcinogenesis. Nat Rev Cancer.<br />

2007;7(8):599-612.<br />

56. Allen NE, Beral V, Casabonne D, et al. Moderate<br />

alcohol intake and cancer incidence in women. J<br />

Natl Cancer Inst. 2009;101(5) :296-305.<br />

57. Zhang SM, Lee IM, Manson JE, et al. Alcohol<br />

consumption and breast cancer risk in the Women’s<br />

Health Study. Am J Epidemiol. 2007; 165(6): 667-<br />

676.<br />

58. Thun MJ, Peto R, Lopez AD, et al. Alcohol consumption<br />

and mortality among middle-aged and elderly U.S.<br />

adults. N Engl J Med. 1997;337(24):1705-1714.<br />

59. Theruvathu JA, Jaruga P, Nath RG, et al. Polyamines<br />

stimulate the formation of mutagenic 1, N2-<br />

propanodeoxyguanosine adducts from acetaldehyde.<br />

Nucleic Acids Res. 2005; 33(11):3513-3520.<br />

60. Boffetta P, Hashibe M. Alcohol and cancer. Lancet<br />

Oncol. 2006;7(2):149-156.<br />

61. Giovannucci E, Rimm EB, Ascherio A, et al. Alcohol,<br />

low-methionine--low-folate diets, and risk of colon<br />

cancer in men. J Natl Cancer Inst. 1995; 87(4):265-<br />

273.<br />

62. Zhang S, Hunter DJ, Hankinson SE, et al. A<br />

prospective study of folate intake and the risk of<br />

breast cancer. JAMA. 1999;281(17):1632-1637.<br />

63. Baglietto L, English DR, Gertig DM, et al. Does<br />

dietary folate intake modify effect of alcohol<br />

consumption on breast cancer risk? Prospective<br />

cohort study. BMJ. 2005; 331(7520):807-812.<br />

64. Zhang SM, Willett WC, Selhub J, et al. Plasma<br />

folate, vitamin B6, vitamin B12, homocysteine, and<br />

risk of breast cancer. J Natl Cancer Inst. 2003;<br />

95(5):373-380.<br />

65. Giovannucci E, Goldin B. The role of fat, fatty<br />

acids, and total energy intake in the etiology of<br />

human colon cancer. Am J Clin Nutr. 1997;66(6<br />

Suppl):1564S-1571S.<br />

66. Norat T, Bingham S, Ferrari P, et al. Meat, fish, and<br />

colorectal cancer risk: the European Prospective<br />

Investigation into cancer and nutrition. J Natl<br />

Cancer Inst. 2005; 97(12):906-916.<br />

67. Chao A, Thun MJ, Connell CJ, et al. Meat<br />

consumption and risk of colorectal cancer. JAMA.<br />

2005;293(2):172-182.<br />

68. Sinha R, Cross AJ, Graubard BI, et al. Meat intake<br />

and mortality: a prospective study of over half a<br />

million people. Arch Intern Med. 2009; 169(6):562-<br />

571.<br />

69. Larsson SC, Orsini N, Wolk A. Milk, milk products<br />

and lactose intake and ovarian cancer risk: a metaanalysis<br />

of epidemiological studies. Int J Cancer.<br />

2006;118(2):431-441.<br />

70. Newcomb PA, Egan KM. Dairy food and ovarian<br />

cancer risk. Lancet. 2006; 367(9513):797-799.<br />

71. Mommers M, Schouten LJ, Goldbohm RA, van den<br />

Brandt PA. Dairy consumption and ovarian cancer<br />

risk in the Netherlands Cohort Study on Diet and<br />

Cancer. Br J Cancer. 2006;94(1):165-170.<br />

72. Shin MH, Holmes MD, Hankinson SE, et al. Intake of<br />

dairy products, calcium, and vitamin d and risk of<br />

breast cancer. J Natl Cancer Inst. 2002; 94(17):1301-<br />

1311.<br />

73. Missmer SA, Smith-Warner SA, Spiegelman D,. et<br />

al. Meat and dairy food consumption and breast<br />

cancer: a pooled analysis of cohort studies. Int J<br />

Epidemiol. 2002; 31(1):78-85.<br />

74. Giovannucci E. Insulin and colon cancer. Cancer<br />

Causes Control. 1995; 6(2):164-179.<br />

75. Giovannucci E, Harlan DM, Archer MC, et al.<br />

Diabetes and cancer: a consensus report. CA<br />

Cancer J Clin. 2010 Jul; 60(4):207-221.<br />

76. Vigneri P, Frasca F, Sciacca L, et al. Diabetes and<br />

cancer. Endocr Relat Cancer. 2009 Dec;16(4):1103-<br />

1123.<br />

77. George SM, Mayne ST, Leitzmann MF, et al.<br />

Dietary glycemic index, glycemic load, and risk of<br />

cancer: a prospective cohort study. Am J Epidemiol.<br />

2009;169(4):462-472.<br />

78. Augustin LS, Dal Maso L, La Vecchia C, et al. Dietary<br />

glycemic index and glycemic load, and breast<br />

cancer risk: a case-control study. Ann Oncol. 2001;<br />

12(11):1533-1538.<br />

79. Jonas CR, McCullough ML, Teras LR, et al. Dietary


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 65<br />

glycemic index, glycemic load, and risk of incident<br />

breast cancer in postmenopausal women. Cancer<br />

Epidemiol Biomarkers Prev. 2003; 12(6):573-577.<br />

80. Higginbotham S, Zhang ZF, Lee IM, et al. Dietary<br />

glycemic load and breast cancer risk in the Women’s<br />

Health Study. Cancer Epidemiol Biomarkers<br />

Prev. 2004; 13(1):65-70.<br />

81. Nielsen TG, Olsen A, Christensen J, et al. Dietary<br />

carbohydrate intake is not associated with the<br />

breast cancer incidence rate ratio in postmenopausal<br />

Danish women. J Nutr. 2005; 135(1):124-128.<br />

82. Higginbotham S, Zhang ZF, Lee IM, et al. Dietary<br />

glycemic load and risk of colorectal cancer in the<br />

Women’s Health Study. J Natl Cancer Inst. 2004;<br />

96(3):229-233.<br />

83. Terry PD, Jain M, Miller AB, et al. Glycemic load,<br />

carbohydrate intake, and risk of colorectal cancer<br />

in women: a prospective cohort study. J Natl Cancer<br />

Inst. 2003;95(12):914-916.<br />

84. Michaud DS, Fuchs CS, Liu S, et al. Dietary glycemic<br />

load, carbohydrate, sugar, and colorectal<br />

cancer risk in men and women. Cancer Epidemiol<br />

Biomarkers Prev. 2005;14(1):138-147.<br />

85. Bingham SA, Day NE, Luben R, et al. Dietary fibre<br />

in food and protection against colorectal cancer in<br />

the European Prospective Investigation into Cancer<br />

and Nutrition (EPIC): an observational study. Lancet.<br />

2003; 361(9368):1496-501.<br />

86. Giovannucci E, Rimm EB, Stampfer MJ, et al. Intake<br />

of fat, meat, and fiber in relation to risk of colon<br />

cancer in men. Cancer Res. 1994; 54(9):2390-2397.<br />

87. Fuchs CS, Giovannucci EL, Colditz GA, et al. Dietary<br />

fiber and the risk of colorectal cancer and adenoma<br />

in women. N Engl J Med. 1999;340(3):169-176.<br />

88. Park Y, Hunter DJ, Spiegelman D, et al. Dietary<br />

fiber intake and risk of colorectal cancer: a pooled<br />

analysis of prospective cohort studies. JAMA.<br />

2005;294(22):2849-2857.<br />

89. Asano T, McLeod RS. Dietary fibre for the prevention<br />

of colorectal adenomas and carcinomas.<br />

Cochrane Database Syst Rev. 2002.<br />

90. Hung HC, Joshipura KJ, Jiang R, et al. Fruit and vegetable<br />

intake and risk of major chronic disease. J<br />

Natl Cancer Inst. 2004; 96(21):1577-1584.<br />

91. Benetou V, Orfanos P, Lagiou P, et al. Vegetables<br />

and fruits in relation to cancer risk: evidence from<br />

the Greek EPIC cohort study. Cancer Epidemiol Biomarkers<br />

Prev. 2008; 17(2):387-392.<br />

92. Takachi R, Inoue M, Ishihara J, et al. Fruit and vegetable<br />

intake and risk of total cancer and cardiovascular<br />

disease: Japan Public Health Center-Based<br />

Prospective Study. Am J Epidemiol. 2008; 167(1):59-<br />

70.<br />

93. George SM, Park Y, Leitzmann MF, et al. Fruit and<br />

vegetable intake and risk of cancer: a prospective<br />

cohort study. Am J Clin Nutr. 2009;89(1):347-353.<br />

94. Boffetta P, Couto E, Wichmann J, et al. Fruit and vegetable<br />

intake and overall cancer risk in the European<br />

Prospective Investigation into Cancer and Nutrition<br />

(EPIC). J Natl Cancer Inst. 2010;102(8):529-537.<br />

95. Koushik A, Hunter DJ, Spiegelman D, et al. Fruits,<br />

vegetables, and colon cancer risk in a pooled analysis<br />

of 14 cohort studies. J Natl Cancer Inst. 2007;<br />

99(19):1471-1483.<br />

96. Βασλαματζής Μ.Μ., Αλεβιζόπουλος Ν.Δ, Πετράκη<br />

Κ.Δ. Στοιχεία επιδημιολογία του καρκίνου του<br />

προστάτη. Ο ρόλος της διατροφής και συνηθειών<br />

της ζωής στην ανάπτυξη καρκίνου προστάτου»<br />

(Μέρος Β). Βήμα Κλινικής Ογκολογίας» 2004;<br />

3Β(3-4): 109-133.<br />

97. Βασλαματζής Μ.Μ. Στοιχεία επιδημιολογίας και<br />

η θέση της χημειοπροφύλαξης στο καρκίνωμα<br />

του προστάτη. «Ιατρική Επικαιρότητα» 2007,<br />

11(1): 3652-3662.<br />

98. Kavanaugh CJ, Trumbo PR, Ellwood KC. The U.S. Food<br />

and Drug Administration’s evidence-based review<br />

for qualified health claims: tomatoes, lycopene, and<br />

cancer. J Natl Cancer Inst. 2007;99(14):1074-1085.<br />

99. Wu AH, Yu MC, Tseng CC, Pike MC. Epidemiology<br />

of soy exposures and breast cancer risk. Br J<br />

Cancer. 2008;98(1):9-14.<br />

100. Fink BN, Steck SE, Wolff MS, et al. Dietary flavonoid<br />

intake and breast cancer risk among women<br />

on Long Island. Am J Epidemiol. 2007;165(5):514-<br />

523.<br />

101. Coulter ID, Hardy ML, Morton SC, et al. Antioxidants<br />

vitamin C and vitamin e for the prevention<br />

and treatment of cancer. J Gen Intern Med.<br />

2006;21(7):735-744.<br />

102. NIH State-of-the-Science Panel. National Institutes<br />

of Health State-of-the-science conference<br />

statement: multivitamin/mineral supplements and<br />

chronic disease prevention. Ann Intern Med. 2006;<br />

145(5):364-371.<br />

103. Lin J, Cook NR, Albert C, et al. Vitamins C and E<br />

and beta carotene supplementation and cancer<br />

risk: a randomized controlled trial. J Natl Cancer<br />

Inst. 2009; 101(1):14-23.


66<br />

Δίαιτα, διατροφή και συνήθειες της καθημερινής ζωής σχετιζόμενες με κακοήθη νεοπλάσματα<br />

104. Neuhouser ML, Wassertheil-Smoller S, Thomson<br />

C, et al. Multivitamin use and risk of cancer and<br />

cardiovascular disease in the Women’s Health Initiative<br />

cohorts. Arch Intern Med. 2009; 169(3):294-<br />

304.<br />

105. Βασλαματζής ΜΜ. Ο Ρόλος των βιταμινών<br />

στην προφύλαξη και θεραπεία των κακοήθων<br />

νεοπλασμάτων. Νοσοκ Χρονικά 1998; 60(1): 58-<br />

78.<br />

106. Qiao YL, Dawsey SM, Kamangar F, et al. Total<br />

and cancer mortality after supplementation with<br />

vitamins and minerals: follow-up of the Linxian<br />

General Population Nutrition Intervention Trial. J<br />

Natl Cancer Inst. 2009;101(7):507-518.<br />

107. Cho E, Smith-Warner SA, Spiegelman D, et al.<br />

Dairy foods, calcium, and colorectal cancer: a<br />

pooled analysis of 10 cohort studies. J Natl Cancer<br />

Inst. 2004; 96(13):1015-1022.<br />

108. Platz EA, Leitzmann MF, Hollis BW, et al. Plasma<br />

1,25-dihydroxy- and 25-hydroxyvitamin D and<br />

subsequent risk of prostate cancer. Cancer Causes<br />

Control. 2004; 15(3):255-265.<br />

109. Ahn J, Peters U, Albanes D, et al. Serum vitamin<br />

D concentration and prostate cancer risk: a nested<br />

case-control study. J Natl Cancer Inst. 2008;<br />

100(11):796-804.<br />

110. Chlebowski RT, Johnson KC, Kooperberg C, et<br />

al. Calcium plus vitamin D supplementation and<br />

the risk of breast cancer. J Natl Cancer Inst.<br />

2008;100(22):1581-1591.<br />

111. Giovannucci E, Liu Y, Rimm EB, et al. Prospective<br />

study of predictors of vitamin D status and cancer<br />

incidence and mortality in men. J Natl Cancer Inst.<br />

2006; 98(7):451-459.<br />

112. Lappe JM, Travers-Gustafson D, Davies KM, et al.<br />

Vitamin D and calcium supplementation reduces<br />

cancer risk: results of a randomized trial. Am J Clin<br />

Nutr. 2007;85(6):1586-1591.<br />

113. Park Y, Leitzmann MF, Subar AF, et al. Dairy food,<br />

calcium, and risk of cancer in the NIH-AARP<br />

Diet and Health Study. Arch Intern Med. 2009;<br />

169(4):391-401.<br />

114. Wu K, Willett WC, Fuchs CS, et al. Calcium intake<br />

and risk of colon cancer in women and men. J Natl<br />

Cancer Inst. 2002; 94(6):437-446.<br />

115. Rodriguez C, McCullough ML, Mondul AM, et al.<br />

Calcium, dairy products, and risk of prostate cancer<br />

in a prospective cohort of United States men. Cancer<br />

Epidemiol Biomarkers Prev. 2003; 12(7):597-603.<br />

116. Chan JM, Stampfer MJ, Ma J, et al. Dairy products,<br />

calcium, and prostate cancer risk in the Physicians’<br />

Health Study. Am J Clin Nutr. 2001;74(4):549-554.<br />

117. Lee IM, Cook NR, Gaziano JM, et al. Vitamin E in<br />

the primary prevention of cardiovascular disease<br />

and cancer: the Women’s Health Study: a randomized<br />

controlled trial. JAMA. 2005; 294(1):56-65.<br />

118. Gaziano JM, Glynn RJ, Christen WG, et al. Vitamins<br />

E and C in the prevention of prostate and total cancer<br />

in men: the Physicians’ Health Study II randomized<br />

controlled trial. JAMA. 2009; 301(1):52-62.<br />

119. Bardia A, Tleyjeh IM, Cerhan JR, et al. Efficacy of<br />

antioxidant supplementation in reducing primary cancer<br />

incidence and mortality: systematic review and<br />

meta-analysis. Mayo Clin Proc. 2008; 83(1):23-34.<br />

120. Blot WJ, Li JY, Taylor PR, et al. Nutrition intervention<br />

trials in Linxian, China: supplementation<br />

with specific vitamin/mineral combinations,<br />

cancer incidence, and disease-specific mortality<br />

in the general population. J Natl Cancer Inst.<br />

1993;85(18):1483-1492.<br />

121. Bleys J, Navas-Acien A, Guallar E. Serum selenium<br />

levels and all-cause, cancer, and cardiovascular<br />

mortality among US adults. Arch Intern Med. 2008;<br />

168(4):404-410.<br />

122. Clark LC, Combs GF Jr, Turnbull BW, et al. Effects of<br />

selenium supplementation for cancer prevention in<br />

patients with carcinoma of the skin. A randomized<br />

controlled trial. Nutritional Prevention of Cancer<br />

Study Group. JAMA. 1996; 276(24):1957-1963.<br />

123. Myung SK, Kim Y, Ju W, et al. Effects of antioxidant<br />

supplements on cancer prevention: metaanalysis<br />

of randomized controlled trials. Ann Oncol.<br />

2010;21(1):166-179.<br />

124. Klein EA, Thompson IM, Lippman SM, et al. SELECT:<br />

the Selenium and Vitamin E Cancer Prevention<br />

Trial: rationale and design. Prostate Cancer Prostatic<br />

Dis. 2000;3(3):145-151.<br />

125. Lippman SM, Klein EA, Goodman PJ, et al. Effect<br />

of selenium and vitamin E on risk of prostate cancer<br />

and other cancers: the Selenium and Vitamin<br />

E Cancer Prevention Trial (SELECT). JAMA. 2009;<br />

301(1):39-51.<br />

126. Larsson SC, Orsini N, Wolk A. Vitamin B6 and risk<br />

of colorectal cancer: a meta-analysis of prospective<br />

studies. JAMA. 2010;303(11):1077-1083.<br />

127. Johansson M, Relton C, Ueland PM, et al. Serum B<br />

vitamin levels and risk of lung cancer. JAMA. 2010<br />

Jun; 303(23):2377-2385.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 67<br />

128. Larsson SC, Giovannucci E, Wolk A. Folate intake,<br />

MTHFR polymorphisms, and risk of esophageal,<br />

gastric, and pancreatic cancer: a meta-analysis.<br />

Gastroenterology. 2006; 131(4):1271-1283.<br />

129. Zhang SM, Moore SC, Lin J, et al. Folate, vitamin<br />

B6, multivitamin supplements, and colorectal<br />

cancer risk in women. Am J Epidemiol. 2006;<br />

163(2):108-115.<br />

130. Larsson SC, Hikansson N, Giovannucci E, Wolk A.<br />

Folate intake and pancreatic cancer incidence: a<br />

prospective study of Swedish women and men. J<br />

Natl Cancer Inst. 2006;98(6):407-413.<br />

131. Lewis SJ, Harbord RM, Harris R, Smith GD. Metaanalyses<br />

of observational and genetic association<br />

studies of folate intakes or levels and breast cancer<br />

risk. J Natl Cancer Inst. 2006;98(22):1607-1622.<br />

132. Zhang SM, Cook NR, Albert CM, et al. Effect of<br />

combined folic acid, vitamin B6, and vitamin B12<br />

on cancer risk in women: a randomized trial.<br />

JAMA. 2008;300(17):2012-2021.<br />

133. Ebbing M, Binaa KH, Nygird O, et al. Cancer incidence<br />

and mortality after treatment with folic acid<br />

and vitamin B12. JAMA. 2009; 302(19):2119-2126.<br />

134. Figueiredo JC, Grau MV, Haile RW, et al. Folic<br />

acid and risk of prostate cancer: results from<br />

a randomized clinical trial. J Natl Cancer Inst.<br />

2009;101(6):432-435.


ΔΙΑΛΕΞΗ<br />

Επίδραση των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής επικοινωνίας<br />

και ψυχαγωγίας στα παιδιά και τους εφήβους<br />

Κ Προκοπάκη<br />

Ψυχίατρος παιδιών – Εφήβων, Κοινοτικό Κέντρο Ψυχικής Υγείας Παγκρατίου Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

PROKOPAKI K. Effects of electronic mass and entertainment media on children and adolescents. Young people<br />

devote about Ό of 24h to electronic media. Many scientific organizations call for parents’ and specialists’ attention on<br />

the probable harmfull effects of media. This review presents selectively (because of the big data volume) research findings<br />

and studies about the effects of mass media and entertainment media, on children and adolescents. The majority<br />

of research supports a causal relation of media violence, with aggressive thoughts, feelings, and behavior, as well as<br />

desensitization to other peoples’ pain, in real life. Metaanalyses of studies on the effects screen violence has on children’s<br />

aggression, refer effect sizes between 0.15 and 0.36. These values depict Public Health problems and require preventive<br />

intervention, like in other health fields. Media effects on attitudes towards sexuality, on body image, on body mass index,<br />

on tobacco and alcohol use, on attention and school performance, need to be further investigated, because many studies<br />

show correlation. Internet use in younger age exposes children to new dangers, while parents are not very familiar<br />

with new technologies and unprepared to protect their children. Health specialists, parents, educators and social organizations<br />

should adjust their attitudes towards media according to scientific data, that encourage an informed, selective<br />

and creative electronic media use, without displacing activities and relationships important for a healthy development.<br />

Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 68-87, 2011.<br />

Key words: media, television, videogames, violence, aggression, sexuality, internet, advertising, public health, children,<br />

adolescents<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Ο χρόνος που αφιερώνουν καθημερινά οι νέοι στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και Ψυχαγωγίας (ΜΜΕΨ), αντιστοιχεί<br />

περίπου στο Ό του 24ώρου. Πολλοί επιστημονικοί οργανισμοί εφιστούν την προσοχή γονέων και ειδικών στις<br />

βλαπτικές επιδράσεις των ΜΜΕΨ. Στην παρούσα ανασκόπηση παρουσιάζονται επιλεκτικά, λόγω του μεγάλου όγκου<br />

των δεδομένων, μελέτες και ερευνητικά ευρήματα για την επίδραση των ΜΜΕΨ στους ανηλίκους. Σημαντικά δεδομένα<br />

υποστηρίζουν την αιτιώδη σχέση μεταξύ βίας στα ΜΜΕΨ και επιθετικότητας ή αδιαφορίας για τον πόνο των άλλων<br />

στην πραγματική ζωή. Μετααναλύσεις για την επίδραση της εικονικής βίας στην επιθετική συμπεριφορά αναφέρουν<br />

μέγεθος επίδρασης (effect size) μεταξύ 0.15 και 0.36, τιμές που σε άλλους τομείς Υγείας σηματοδοτούν προβλήματα<br />

Δημόσιας Υγείας και απαιτούν παρεμβάσεις πρόληψης. Η επίδραση των ΜΜΕΨ στην διαμόρφωση στάσεων απέναντι<br />

στην σεξουαλικότητα, στην εικόνα σώματος και στον δείκτη σωματικής μάζας, στην χρήση καπνού και αλκοόλ, σε προβλήματα<br />

προσοχής και μειωμένης σχολικής επίδοσης, είναι ζητήματα που πρέπει να διερευνηθούν περισσότερο, καθώς<br />

πολλές μελέτες δείχνουν συσχετισμό. Η χρήση του διαδικτύου από όλο και μικρότερες ηλικίες εκθέτει τους ανηλίκους<br />

σε νέα προβλήματα και κινδύνους, ενώ οι γονείς ως επί το πλείστον αγνοούν τις νέες τεχνολογίες και τους κινδύνους<br />

που συνεπάγονται και δεν προστατεύουν επαρκώς τα παιδιά. Οι ειδικοί, οι κοινωνικοί φορείς και οι γονείς θα πρέπει<br />

να διαμορφώσουν την στάση τους προς τα ΜΜΕΨ σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα, που ενθαρύνουν την δημιουργική,<br />

ενημερωμένη και επιλεκτική χρήση, χωρίς να παραμελούνται δραστηριότητες και σχέσεις σημαντικές για την<br />

υγιή σωματική, πνευματική και ψυχική ανάπτυξη των παιδιών. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 68-87, 2011<br />

Λέξεις κλειδιά: μέσα μαζικής ενημέρωσης-ψυχαγωγίας, τηλεόραση, βιντεοπαιχνίδια, βίντεο, βία, επιθετικότητα,<br />

σεξουαλικότητα, διαδίκτυο, διαφήμιση, δημόσια υγεία, παιδιά, έφηβοι


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 69<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και Ψυχαγωγίας<br />

(ΜΜΕΨ), έντυπα και ηλεκτρονικά, απετέλεσαν μία από<br />

τις μεγαλύτερες αλλαγές στην διαμόρφωση του κοινωνικού<br />

περιβάλλοντος στον 20 ο αιώνα. Στον 21 ο αιώνα<br />

συνεχίζουν να εξελίσσονται και να καταλαμβάνουν<br />

κεντρικό ρόλο στην καθημερινότητα των παιδιών. Μελέτες,<br />

τόσο στο εξωτερικό (1), όσο και στην Ελλάδα (2)<br />

επιβεβαιώνουν τον ρόλο των ΜΜΕΨ στην ζωή των<br />

παιδιών, ήδη από την προσχολική ηλικία. Στις Η.Π.Α.,<br />

οι νέοι χρησιμοποιούν κατά μέσον όρο 6,5 ώρες ημερησίως<br />

διάφορους τύπους ηλεκτρονικών μέσων (3). Καθώς<br />

ο χρόνος που καταναλώνουν τα παιδιά σε αυτά<br />

αυξάνεται συνεχώς, αυξάνονται και οι ανησυχίες γονέων<br />

και ειδικών για τις επιπτώσεις τους στην υγεία<br />

των παιδιών και στην ικανότητά τους να δημιουργούν<br />

υγιείς ανθρώπινες σχέσεις.<br />

Τα σύγχρονα ΜΜΕΨ, έχουν εντυπωσιακά μεγαλύτερη<br />

δυνατότητα να μεταδίδουν γνώσεις, σε σύγκριση με<br />

τις παραδοσιακές μεθόδους διδασκαλίας. Τα μηνύματα<br />

που μεταδίδονται από την τηλεόραση, τον κινηματογράφο,<br />

τις βιντεοταινίες, τα βιντεοπαιχνίδια, το διαδίκτυο,<br />

την μουσική και τα μουσικά βίντεο, τις εφημερίδες<br />

και τα περιοδικά, γίνονται εύκολα μέρος του εσωτερικού<br />

κόσμου του παιδιού, επηρεάζουν άμεσα την συμπεριφορά<br />

του και διαμορφώνουν τις αξίες του.<br />

Ο τρόπος που χρησιμοποιούνται τα ΜΜΕΨ μπορεί<br />

να είναι ενεργητικός ή παθητικός, δημιουργικός ή βλαπτικός.<br />

Οι αρνητικές συνέπειες της έκθεσης στα ΜΜΕΨ<br />

είναι πολλές: αύξηση της βίαιης και επιθετικής συμπεριφοράς,<br />

πρόωρη έναρξη σεξουαλικής δραστηριότητας,<br />

αύξηση συμπεριφορών υψηλού κινδύνου, προβλήματα<br />

διατροφής, μειωμένη σχολική επίδοση. Επί πλέον, η συνεχής<br />

ενασχόληση με τα ηλεκτρονικά μέσα, εκτοπίζει<br />

άλλες δραστηριότητες που συνεισφέρουν σημαντικά<br />

στην σωματική και πνευματική υγεία των νέων (4).<br />

Παρά την πληθώρα των ερευνών που διαπιστώνουν<br />

αρνητικές επιδράσεις από την ακατάλληλη χρήση<br />

των ΜΜΕΨ, εξακολουθεί η αντιπαράθεση για το εάν<br />

και σε τι βαθμό τίθεται ζήτημα προβλήματος Δημόσιας<br />

Υγείας. Η παρούσα ανασκόπηση παρουσιάζει<br />

επιλεκτικά, λόγω του όγκου των δεδομένων, σημαντικά<br />

ερευνητικά ευρήματα και μελέτες για την επίδραση<br />

των Μαζικών Μέσων Ενημέρωσης και Ψυχαγωγίας,<br />

στους ανηλίκους.<br />

ΒΙΑ ΣΤΑ ΜΜΕΨ - ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ<br />

Βίαια-επιθετική συμπεριφορά είναι κάθε πράξη<br />

που έχει σκοπό να βλάψει ένα άλλο άτομο. Μπορεί<br />

να είναι άμεση (πχ σωματική ή λεκτική επίθεση) ή έμμεση<br />

(πχ διάδοση φημών, απομόνωση, βλάβη συμφερόντων).<br />

Τα παιδιά διαμορφώνουν τις στάσεις τους προς την<br />

βία σε πολύ νεαρή ηλικία και οι στάσεις αυτές τείνουν<br />

να παραμένουν σταθερές στην υπόλοιπη ζωή. Η παράσταση<br />

σε κάθε είδους βία είναι ένας αποφασιστικός<br />

παράγοντας στην εμφάνιση βίαιης συμπεριφοράς.<br />

Η παιδική επιθετικότητα αποτελεί τον κύριο προγνωστικό<br />

παράγοντα για επιθετική συμπεριφορά στην<br />

εφηβεία και στην ενηλικίωση. Έτσι, οτιδήποτε προωθεί<br />

πρώιμη επιθετική συμπεριφορά, αποτελεί σημαντική συνιστώσα<br />

του προβλήματος της βίας στην κοινωνία μας<br />

(5).<br />

Επιθετικότητα και βίαια συμπεριφορά στους νέους<br />

δεν είναι σπάνια. Περισσότερο από 1/3 των παιδοψυχιατρικών<br />

παραπομπών αφορούν σε επιθετικότητα,<br />

αντικοινωνική συμπεριφορά και προβλήματα διαγωγής.<br />

Η βία από ανηλίκους έχει ενταθεί και στην Ελλάδα.<br />

Η βίαια συμπεριφορά δεν εμφανίζεται «εν αιθρία».<br />

Πολλοί παράγοντες σχετίζονται με έκφραση βίας<br />

• Βιολογικοί (ηλικία, φύλο, κληρονομικότητα, ιδιοσυγκρασία,<br />

ευφυία)<br />

• Ψυχολογικοί (σενάρια συμπεριφοράς, ψυχικοί μηχανισμοί<br />

, στρές)<br />

• Οικογενειακοί (οικογενειακά πρότυπα ρόλων,<br />

αξίες, υπερβολικά χαλαρή ή αυστηρή ή ασυνεπής<br />

διαπαιδαγώγηση, βία)<br />

• Κοινωνικοί (οικονομική κατάσταση, μορφωτικό<br />

επίπεδο, κοινωνική αποστέρηση, κακοποίηση,<br />

επιδράσεις φίλων, πρόσβαση σε όπλα)<br />

• Πολιτιστικοί παράγοντες (αξίες και πρότυπα,στην<br />

διαμόρφωση των οποίων συνεισφέρουν σημαντικά<br />

τα ΜΜΕΨ)<br />

H βία στα ΜΜΕΨ ορίζεται συνήθως ως αναπαράσταση<br />

πράξεων σωματικής επιθετικότητας από έναν<br />

ανθρώπινο ή ανθρωπόμορφο χαρακτήρα σε έναν<br />

άλλο. Η βία χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό από την<br />

βιομηχανία του θεάματος.<br />

Στις Η.Π.Α., η «Εθνική Μελέτη για την Βία στην<br />

Τηλεόραση» (6,7,8) εξέτασε 10.000 ώρες τηλεοπτικού<br />

προγράμματος τα έτη1994-97, και βρήκε ότι:<br />

• 61% περιείχαν βία,<br />

• 75% των βίαιων σκηνών δεν συμπεριλαμβάνουν<br />

μεταμέλεια, κριτική ή τιμωρία<br />

• Πάνω από 50% των βίαιων σκηνών δεν απεικονίζουν<br />

τον πόνο που προκαλεί η βία


70<br />

Επίδραση των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής επικοινωνίας και ψυχαγωγίας στα παιδιά και τους εφήβους<br />

• 40% της βίας συνδέεται με χιούμορ<br />

• Τα παιδικά προγράμματα ήταν τα πιο βίαια.<br />

• Ένα παιδί στο τέλος του Δημοτικού, έχει δει κατά<br />

μέσο όρο 8000 φόνους και άλλες100.000 βίαιες<br />

πράξεις (βιασμούς, επιθέσεις κλπ)<br />

Η βία των ΜΜΕΨ έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις<br />

στην ζωή των παιδιών, και μάλιστα ανεξάρτητα<br />

από παραμέτρους δημογραφικές, χρόνου και τόπου,<br />

ή προυπάρχουσα επιθετικότητα. (9,10,11). Εκατοντάδες<br />

έρευνες κάθε τύπου (πειραματικές, διαχρονικές, διατομικές<br />

και ανασκοπήσεις, σε διαφορετικά πολιτιστικά<br />

περιβάλλοντα, αναφέρουν σημαντική και σταθερή<br />

σύνδεση μεταξύ έκθεσης στα ΜΜΕΨ και επιθετικότητας<br />

στους ανηλίκους (12,13). Στην δεκαετία του 60,<br />

σχεδιάστηκε μία διαχρονική μελέτη για τις μεθόδους<br />

πειθαρχίας που χρησιμοποιούν οι γονείς. Η τηλεθέαση<br />

συμπεριλήφθηκε ως ουδέτερη παράμετρος επιρροής<br />

στη συμπεριφορά των παιδιών. Απροσδόκητα προέκυψε,<br />

ότι ο βαθμός έκθεσης σε τηλεοπτική βία στην<br />

ηλικία των 8 ετών προέβλεπε επιθετική συμπεριφορά<br />

11 και 22 χρόνια αργότερα (13,14).<br />

Σύμφωνα με διαχρονική μελέτη διάρκειας 17 ετών,<br />

ο χρόνος τηλεθέασης βρέθηκε να είναι σημαντικός παράγοντας<br />

κινδύνου για επιθετική συμπεριφορά προς<br />

τους άλλους. (15)<br />

Άλλη διαχρονική μελέτη έδειξε ότι παρακολούθηση<br />

βίαιων σκηνών σε ηλικία 6-9 ετών, προβλέπει επιθετική<br />

συμπεριφορά στην ενηλικίωση (15 χρόνια μετά),<br />

ακόμη κι όταν ληφθεί υπ’ όψιν το κοινωνικοοικονομικό<br />

επίπεδο, η διανοητική ικανότητα και παράγοντες σχετικοί<br />

με τους γονείς. Καθοριστικές μεταβλητές στην<br />

έκβαση ήταν το ποσό της βίας, η ταύτιση του παιδιού<br />

με βίαιους χαρακτήρες και η ερμηνεία εκ μέρους του<br />

παιδιού της βίας ως πραγματικής (16).<br />

H υπερβολική παρακολούθηση τηλεόρασης, μπορεί<br />

να συνδέεται με συμπεριφορά τρομοκράτησης των<br />

άλλων (bullying) στο σχολείο, όπως έδειξε έρευνα σε<br />

32000 εφήβους από 8 χώρες (12).<br />

Πειραματικές, έρευνες επιβεβαιώνουν τις βραχυπρόθεσμες<br />

επιπτώσεις της εικονικής βίας, καθώς αμέσως<br />

μετά την έκθεση σε βίαιες σκηνές, τα παιδιά συμπεριφέρονται<br />

πιο επιθετικά, σε σύγκριση με παιδιά<br />

που δεν εκτέθηκαν σε βίαιες σκηνές. Οι πειραματικές<br />

μελέτες παρουσιάζουν υψηλή αξιοπιστία και δείχνουν<br />

ότι υπάρχει σχέση αιτίου-αποτελέσματος μεταξύ βίας<br />

στα ΜΜΕΨ – επιθετικής συμπεριφορά (5,10,12).<br />

Σύμφωνα με ανασκόπηση του Εθνικού Ιδρύματος<br />

Ψυχικής Υγείας (ΝΙΜΗ) των Η.Π.Α. τεκμηριώνεται σχέση<br />

αιτίου- αποτελέσματος μεταξύ βίας στην οθόνη και<br />

επιθετικότητας στην πραγματική ζωή (17). Έκτοτε τα<br />

ερευνητικά ερωτήματα μετατοπίστηκαν κυρίως στην<br />

διερεύνηση των αιτίων και των μηχανισμών αυτής<br />

της σχέσης (9). Το 2000, εκπροσωπώντας την Δημόσια<br />

Υγεία, 6 επιστημονικές Εταιρείες των Η.Π.Α. (American<br />

Academy of Pediatrics, American Academy of Child &<br />

Adolescent Psychiatry, American Medical Association,<br />

American Psychological Association, American Academy<br />

of Family Physicians, American Psychiatric Association)<br />

συνυπέγραψαν έκθεση προς το Κοινοβούλιο, για τις<br />

επιπτώσεις στα παιδιά της βίας, που προβάλλεται<br />

από τα ΜΜΕΨ (18). Μεταξύ άλλων, αναφέρουν: « Η<br />

κοινότητα της Δημόσιας Υγείας, βασιζόμενη σε περισσότερο<br />

από 30 χρόνια έρευνας, συμφωνεί ότι η βία<br />

των μέσων ψυχαγωγίας μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση<br />

των επιθετικών στάσεων, αξιών και συμπεριφορών,<br />

ιδιαίτερα στα παιδιά… Ορισμένοι στην βιομηχανία του<br />

θεάματος ισχυρίζονται ότι: 1) τα βίαια προγράμματα<br />

είναι αβλαβή, διότι δεν υπάρχουν μελέτες που να<br />

αποδεικνύουν την σύνδεσή τους με επιθετική συμπεριφορά<br />

στα παιδιά, 2) οι ανήλικοι γνωρίζουν ότι η τηλεόραση,<br />

ο κινηματογράφος και τα βιντεοπαιχνίδια είναι<br />

μόνο φαντασία. Δυστυχώς, έχουν άδικο. Πάνω από<br />

1000 μελέτες καταδεικνύουν αιτιολογική σχέση μεταξύ<br />

βίας στα μέσα ψυχαγωγίας, και επιθετικής συμπεριφοράς<br />

σε μερικά παιδιά… Τα αποτελέσματα είναι<br />

μετρήσιμα και μακράς διάρκειας».<br />

Το 2003, το ΝΙΜΗ δημοσίευσε μία εκτενή αναφορά<br />

σύμφωνα με την οποία η βία στα ΜΜΕΨ είναι σημαντικός<br />

αιτιολογικός παράγων επιθετικότητας και βίας (12)<br />

Μεταανάλυση 56 ερευνών καταλήγει ότι, και μόνο<br />

η απλή παρουσία όπλου σε μία κινηματογραφική ταινία<br />

ή τηλεοπτικό πρόγραμμα αυξάνει την πιθανότητα<br />

επιθετικής συμπεριφοράς(19).<br />

Δεν επηρεάζονται όλοι οι θεατές με τον ίδιο τρόπο.<br />

H πιθανότητα πρόκλησης βλάβης εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά<br />

και τον τρόπο παρουσίασης της βίας (5).<br />

Η λεγόμενη «δικαιολογημένη» βία, όπου ο «καλός» επιτίθεται<br />

στον «κακό», αποτελεί τον πιο ισχυρό ενισχυτικό<br />

παράγοντα για την υιοθέτηση της βίας από τους νέους<br />

(20). Άλλοι ενισχυτικοί παράγοντες είναι η απουσία συνεπειών<br />

μετά από επιθετική συμπεριφορά, το χιούμορ και η<br />

ελκυστικότητα του επιτιθέμενου (πίνακας 1). Όσο περισσότερο<br />

ένα παιδί ταυτίζεται με βίαιους χαρακτήρες, τόσο<br />

εντονότερη είναι η εμφάνιση επιθετικότητας (21).<br />

Τα αγόρια φαίνεται ότι επηρεάζονται πιο πολύ<br />

από τα κορίτσια. Αυτό οφείλεται ίσως στο ότι τα αγόρια<br />

εκφράζουν περισσότερο σωματική επιθετικότητα,<br />

ενώ τα κορίτσια εκφράζουν επιθετικότητα, με λιγότε-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 71<br />

ρο εμφανείς τρόπους. Αναμένεται, καθώς αυξάνεται ο<br />

αριθμός των βίαιων γυναικείων ηρωίδων, να αυξηθεί<br />

η σωματική επιθετικότητα και στα κορίτσια.<br />

Προϋπάρχουσες επιθετικές τάσεις στα παιδιά<br />

οδηγούν σε επιλογή θεαμάτων ή παιγνιδιών που περιέχουν<br />

βία, παράλληλα δε, η έκθεση σε βίαια θεάματα<br />

επιδεινώνει και παροξύνει τις επιθετικές τάσεις, διαιωνίζοντας<br />

έτσι έναν φαύλο κύκλο (5,21,22,23).<br />

Οι επιδράσεις της βίας στα ΜΜΕΨ εμφανίζονται<br />

με 4 μορφές:<br />

1. Η βία γίνεται αντιληπτή ως αποδεκτή συμπεριφορά<br />

και ως αποτελεσματικός τρόπος διαχείρισης<br />

των συγκρούσεων.<br />

2. Απευαισθητοποίηση (εξοικείωση) προς την βία<br />

στην πραγματική ζωή, που μειώνει την συμπαράσταση<br />

και υποστήριξη προς τα θύματα βίας.<br />

3. Ο κόσμος βιώνεται ως επικίνδυνος και κακός, με<br />

αποτέλεσμα συναισθήματα δυσπιστίας και φόβου.<br />

4. Aυξημένη τάση για επιθετική και βίαιη συμπεριφορά,<br />

τόσο άμεσα, όσο και μελλοντικά (34).<br />

Πίνακας 1<br />

(Συνέπειες της παρακολούθησης βίας, ανάλογα με<br />

τον τρόπο παρουσίασής της)<br />

Αντιδράσεις του<br />

θεατή<br />

Επιθετικότητα<br />

Φόβος Απευαισθητοποίηση<br />

Ελκυστικός •<br />

επιτιθέμενος<br />

Ελκυστικό θύμα •<br />

«Δικαιολογημένη» •<br />

βία<br />

Αδικαιολόγητη βία •<br />

Γνωστά όπλα •<br />

Υπερβολική / • • •<br />

λεπτομερής βία<br />

Αληθοφανής βία • •<br />

Ανταμοιβή • •<br />

Τιμωρία • •<br />

Πόνος-βλάβη •<br />

Χιούμορ • •<br />

ΒΙΑ ΣΤΑ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΑ ΚΑΙ ΒΙΝΤΕΟ - ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ<br />

Τα ηλεκτρονικά παιγνίδια είναι εξαιρετικά δημοφιλή,<br />

έχουν αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τα παραδοσιακά<br />

παιγνίδια και αποφέρουν κέρδη δισεκατομμυρίων<br />

στους κατασκευαστές. Μπορεί να παίζονται<br />

σε ειδικές συσκευές, ή σε ηλεκτρονικό υπολογιστή online,<br />

όπου είναι δυνατόν να συμμετέχουν εκατοντάδες<br />

συμπαίκτες από το διαδίκτυο.<br />

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα σε εφήβους στις<br />

Η.Π.Α., 99% των αγοριών και 94% των κοριτσιών παίζουν<br />

βιντεοπαιχνίδια (24).<br />

Οι βιολογικές και ψυχολογικές αλλαγές, που προετοιμάζουν<br />

τους εφήβους για τις απαιτήσεις της ενήλικης<br />

ζωής, συχνά συνοδεύονται από ριψοκίνδυνες<br />

συμπεριφορές, παραγνώριση του κινδύνου, αναζήτηση<br />

έντονων ερεθισμάτων, και συναισθηματική ευμεταβλητότητα.<br />

Τα στοιχεία αυτά υπάρχουν σε αφθονία στα<br />

περισσότερα ηλεκτρονικά παιγνίδια και τα καθιστούν<br />

ιδιαίτερα ελκυστικά στους εφήβους. Οι έφηβοι προτιμούν<br />

βίαια βιντεοπαιχνίδια, σε σύγκριση με τους<br />

ενηλίκους (25). Η μικρότερη ηλικία έναρξης βιντεοπαιχνιδιών,<br />

είναι επιβαρυντικός παράγων για μετέπειτα<br />

υπερβολική χρήση (26).<br />

Τα νέα βιντεοπαιχνίδια παρέχουν μεγαλύτερη αληθοφάνεια<br />

και δυνατότητα προσωπικής συμμετοχής<br />

του παίκτη, με ενσωμάτωση φωτογραφιών του, ή κινήσεων<br />

και στιγμών της ζωής του. Η αληθοφάνεια των<br />

παιγνιδιών, πιθανόν συνδέεται με αυξημένη γενίκευση<br />

ορισμένων συμπεριφορών και εκτός παιγνιδιού.<br />

Το περιεχόμενο, η ποσότητα, το πλαίσιο, και η δομή<br />

αποτελούν παραμέτρους του παιχνιδιού, που επηρεάζουν<br />

τον παίκτη με διαφορετικό τρόπο. Mέχρι σήμερα,<br />

οι περισσότερες έρευνες εστιάζουν στο περιεχόμενο,<br />

και κυρίως στο βίαιο περιεχόμενο.<br />

Το 90% των βιντεοπαιχνιδιών περιέχει κάποιου είδους<br />

βία (27). Οι Haninger και συν, εξέτασαν 396 τίτλους<br />

βιντεοπαιχνιδιών για ηλικίες άνω των 13, που κυκλοφορούσαν<br />

στην Αμερικανική αγορά, έως το 2001 (22). Οι<br />

93 (23%) τίτλοι περιείχαν βία και αίμα, οι 280 (71%) βία<br />

χωρίς αίμα, 14 (2%) αίμα χωρίς βία, και μόνο 14 (4%) δεν<br />

περιείχαν βία ή αίμα. Επιπλέον της υψηλής περιεκτικότητας<br />

σε βία, τραυματισμούς και θανάτους ( κατά μέσο<br />

όρο 122 θανάτους ανά ώρα παιχνιδιού), δίνουν κίνητρα<br />

για την εκτέλεση βίαιων ενεργειών στο παιγνίδι.<br />

Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα βίαια βιντεοπαιχνίδια<br />

ασκούν εντονότερη επίδραση , σε σύγκριση με άλλους<br />

τύπους βίαιων ΜΜΕΨ (12, 28, 29,) Μετα-αναλύσεις επιβεβαιώνουν<br />

ότι υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ βίαιων<br />

βιντεοπαιχνιδιών και επιθετικότητας και ότι, τα<br />

βίαια βιντεοπαιχνίδια αυξάνουν τις επιθετικές σκέψεις,<br />

τα συναισθήματα θυμού και εχθρικότητας, τα<br />

επιθετικά σενάρια συμπεριφοράς και την σωματική


72<br />

Επίδραση των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής επικοινωνίας και ψυχαγωγίας στα παιδιά και τους εφήβους<br />

επιθετικότητα, και μειώνουν την συμπεριφορά προσφοράς<br />

βοήθειας (30,31,32,33,34,35). Διαφορετικές μετααναλύσεις<br />

αναφέρουν μεγέθη επίδρασης: r+=0.26,<br />

r+=0.20, r+=0.19, r+=0.15 (28,30,33,35).<br />

Από πειραματικές μελέτες προκύπτει ότι, έκθεση<br />

σε βίαια βιντεοπαιχνίδια σχετίζεται αρνητικά με κοινωνικές<br />

συμπεριφορές. Σύμφωνα με πρόσφατη πειραματική<br />

έρευνα, οι παίκτες βίαιων βιντεοπαιχνιδιών<br />

«αναισθητοποιούνται» στον πόνο των άλλων (32).<br />

Τόσο τα βίαια όσο και τα μη βίαια βιντεοπαιχνίδια<br />

προκαλούν σωματική διέγερση (αύξηση καρδιακού<br />

ρυθμού, πίεσης κλπ), σαν αποτέλεσμα του ενθουσιασμού,<br />

της διασκέδασης ή της προσπάθειας. Τα βίαια<br />

βιντεοπαιχνίδια προκαλούν εντονότερη διέγερση.<br />

Υπάρχουν ενδείξεις ότι επιδρούν αρνητικά στην ικανότητα<br />

εκτελεστικού ελέγχου (αναστολή αυτόματων<br />

απαντήσεων και ρύθμιση της συμπεριφοράς). (31)<br />

Η χρήση βιντεοπαιχνιδιών στα οποία ο χρήστης<br />

πυροβολεί, προκαλεί ιδιαίτερες ανησυχίες. Ο στρατός<br />

στις Η.Π.Α. χρησιμοποιεί παραλλαγές κοινών βιντεοπαιχνιδιών<br />

για την εκπαίδευση στην στόχευση. Πολλοί<br />

από τους ανήλικους δράστες μαζικών δολοφoνιών σε<br />

σχολεία, ήταν λάτρεις βίαιων βιντεοπαιγνιδιών και είχαν<br />

εκπαιδευτεί από αυτά στη χρήση όπλου (13).<br />

Τα βίαια βιντεοπαιχνίδια βάζουν τον παίχτη στον<br />

ρόλο του επιτιθέμενου, και τον ανταμοίβουν για τις<br />

επιτυχίες του (37). Στο διαδεδομένο «Grand theft auto»,<br />

οι παίκτες επιβραβεύονται όταν σκοτώνουν πόρνες<br />

και αστυνομικούς, επιτίθενται σε ηλικιωμένους και<br />

συγκρούονται με αυτοκίνητα, εκτελούν κλοπές και<br />

διαρρήξεις! Στο διαδικτυακό παιγνίδι «Kuma/war», οι<br />

παίκτες προσθέτουν προσωπικά στοιχεία σε πραγματικές<br />

μάχες στο Ιράν και Αφγανιστάν. Το παιγνίδι<br />

έχει επικριθεί διότι μετατρέπει σε διασκέδαση και<br />

κέρδος, τον θάνατο των στρατιωτών.Το παιγνίδι «JFK<br />

Reloaded», παρουσιάζει την δολοφονία του προέδρου<br />

Κένεντυ, από την πλευρά του δολοφόνου! Σύμφωνα με<br />

τους κατασκευαστές, το παιγνίδι είναι «εκπαιδευτικό»<br />

και «διεγείρει το ενδιαφέρον για ιστορικά γεγονότα»<br />

(28). Ακόμη και «αθώα» παιδικά παιγνίδια, δίνουν οδηγίες<br />

στα παιδιά «να μην βοηθούν πολύ τους άλλους».<br />

Πέρα από τις αρνητικές επιδράσεις , υπάρχουν<br />

δυνατότητες εποικοδομητικής χρήσης. Τα βιντεοπαιχνίδια<br />

είναι υποδειγματικοί δάσκαλοι, καθώς ενισχύουν<br />

συνεχώς τον μαθητή, παρέχουν κίνητρα, ορίζουν<br />

σαφείς στόχους, διεγείρουν την περιέργεια, απαιτούν<br />

την ενεργητική συμμετοχή του μαθητή, κατανέμουν την<br />

εκπαιδευτική δράση σε διαφορετικές στιγμές και την<br />

επαναλαμβάνουν συχνά, και επί πλέον είναι διασκεδαστικά!<br />

Δυστυχώς δεν έχει διερευνηθεί αρκετά η χρήση<br />

τους ως εκπαιδευτικά εργαλεία.<br />

Θετικές επιδράσεις έχουν παρατηρηθεί σε ορισμένους<br />

τύπους μάθησης (μαθηματικά, λεξιλόγιο κλπ).<br />

Έχουν χρησιμοποιηθεί με επιτυχία στην αυτορρύθμιση<br />

χρόνιων παιδιατρικών παθήσεων, στην αποκατάσταση<br />

μετά από εγκεφαλικό τραύμα, στην διαχείριση του<br />

πόνου, στην εκπαίδευση σε κοινωνικές δεξιότητες(39).<br />

Έχει προταθεί η χρήση τους στην παιδοψυχιατρική διαγνωστικά<br />

και θεραπευτικά, κατ’ αντιστοιχία με την<br />

μέχρι τώρα χρήση των «συμβατικών» παιγνιδιών (39).<br />

Έχει βρεθεί επίσης ότι βελτιώνουν τον χρόνο αντίδρασης,<br />

την χωρική αντίληψη, τις οπτικοκινητικές δεξιότητες<br />

και την οπτική προσοχή (40).<br />

Σε αντίθεση με τα παιγνίδια βίας, παιγνίδια όπου οι<br />

χαρακτήρες βοηθούν ο ένας τον άλλο (με νόμιμο και μη<br />

βίαιο τρόπο), αυξάνουν την συμπεριφορά προσφοράς<br />

βοήθειας τόσο άμεσα όσο και μακροπρόθεσμα (24,41).<br />

Έχει επιβεβαιωθεί ότι θετικές- κοινωνικές τάσεις οδηγούν<br />

σε επιλογή παιχνιδιών κοινωνικοποίησης, και παιχνίδια<br />

κοινωνικοποίησης αυξάνουν τις κοινωνικές τάσεις, και<br />

συνδέονται αρνητικά με επιθετικές σκέψεις και απόδοση<br />

επιθετικών προθέσεων στους άλλους (24,31,36).<br />

ΦΟΒΟΣ<br />

Πάρα πολλά παιδιά νοιώθουν τρόμο όταν παρακολουθούν<br />

σκηνές βίας και τα πιο ευάλωτα παιδιά,<br />

παρουσιάζουν έντονες αντιδράσεις. Έρευνα σε εφήβους<br />

έδειξε ότι το 75% είχαν αισθανθεί έντονο φόβο και από<br />

αυτά, το 10% απευθύνθηκε σε ειδικό για βοήθεια. Αν και<br />

οι αντιδράσεις φόβου (πχ εφιάλτες, φόβος του παιδιού<br />

να μείνει μόνο, ανασφάλεια) συνήθως είναι παροδικές,<br />

η επίδραση του φόβου συσσωρεύεται με τον χρόνο και<br />

δημιουργεί το αίσθημα του «επικίνδυνου κόσμου» ή και<br />

παθολογικές καταστάσεις. Αντιδράσεις φόβου των<br />

παιδιών εξ αιτίας της τηλεόρασης, μπορεί να παραμείνουν<br />

μέχρι την ενηλικίωση, με συνεχιζόμενους εφιάλτες,<br />

άγχος και πρακτικές αποφυγής (29). Στα μικρά παιδιά<br />

ο φόβος δεν μειώνεται ακόμη κι αν τα προειδοποιήσουμε,<br />

πως ότι θα δουν δεν είναι πραγματικότητα (4).<br />

Έρευνα στην Ολλανδία σε 572 παιδιά 8-12 ετών<br />

διαπίστωσε ότι τα απειλητικά γεγονότα τόσο στις ειδήσεις,<br />

όσο και σε φανταστικό σενάριο, προκαλούν<br />

αντιδράσεις τρόμου και ανησυχίας (42).<br />

ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ<br />

Σε σύγκριση με τις πολλές έρευνες για τις επιπτώσεις<br />

της βίας στα ΜΜΕΨ, είναι πολύ λιγότερες<br />

οι έρευνες που εξετάζουν τις συνέπειες της έκθεσης


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 73<br />

ανηλίκων σε σεξουαλικό – πορνογραφικό περιεχόμενο.<br />

Από το 1983 έως το 2004 λιγότερο από 1% των αγγλόφωνων<br />

δημοσιεύσεων για τα ΜΜΕΨ είχαν ως θέμα<br />

την επίδραση των ΜΜΕΨ στην στάση και συμπεριφορά<br />

των εφήβων ως προς την σεξουαλικότητα (24).<br />

Τόσο τα τηλεοπτικά προγράμματα, όσο οι κινηματογραφικές<br />

ταινίες και οι διαφημίσεις, είναι «σεξουαλικοποιημένα»<br />

σε μεγάλο βαθμό. Πριν μία δεκαετία<br />

στις Η.Π.Α., ο μέσος νεαρός τηλεθεατής εκτιθόταν σε<br />

περισσότερες από 14000 αναφορές στο σεξ κάθε χρόνο,<br />

ποσό που έχει αυξηθεί έκτοτε. Μεταξύ των ετών<br />

1998 - 1999, το σεξουαλικό περιεχόμενο στην τηλεόραση<br />

των Η.Π.Α., επεκτάθηκε από το1/2, στα 2/3 των<br />

προγραμμάτων (44).<br />

Το διαδίκτυο παρέχει άμεση πρόσβαση σε απεριόριστο<br />

σεξουαλικό-πορνογραφικό περιεχόμενο. Οι ανήλικοι,<br />

εκούσια ή ακούσια, βρίσκονται συχνά σε επαφή<br />

με σεξουαλικό περιεχόμενο και οι έρευνες δείχνουν ότι<br />

τους είναι πιο δύσκολο να το αποφύγουν, παρά να το<br />

αναζητήσουν (43). Σύμφωνα με έρευνα σε αντιπροσωπευτικό<br />

δείγμα χρηστών διαδικτύου 10-17 ετών, 42%<br />

έχουν εκτεθεί σε πορνογραφικό υλικό τον τελευταίο<br />

χρόνο, εκ των οποίων τα 2/3 χωρίς «χωρίς να το επιδιώξουν»<br />

(45). Η χρήση φραγμών-φίλτρων στον Η/Υ<br />

μειώνει (χωρίς να εξαλείφει) τον κίνδυνο.<br />

Πολλοί έφηβοι και γονείς πιστεύουν ότι η τηλεόραση<br />

παίζει σημαντικό ρόλο στην εκμάθηση σεξουαλικών<br />

προτύπων και τρόπων συμπεριφοράς και ότι<br />

ενθαρρύνει την σεξουαλική δραστηριότητα (27). Το 76%<br />

ενός μεγάλου δείγματος εφήβων θεωρεί ότι η έναρξη<br />

σεξουαλικών σχέσεων, σχετίζεται με την παρουσίαση<br />

του σεξ από τα ΜΜΕΨ ως φυσιολογική δραστηριότητα<br />

για την ηλικία τους. Δημιουργείται στους εφήβους η<br />

λανθασμένη εντύπωση ότι, όλοι οι άλλοι έχουν σεξουαλική<br />

ζωή και ότι αυτή δεν έχει συνέπειες, κινδύνους<br />

ή υποχρεώσεις. (46,47)<br />

Μεταξύ 1017 εφήβων στις ΗΠΑ, οι λευκοί, 12-14 ετών,<br />

με συχνή έκθεση σε σεξουαλικού περιεχομένου ΜΜΨΕ,<br />

ήταν 2,2 φορές πιθανότερο να έχουν σεξουαλική συνεύρεση<br />

στα 14-16. (49)<br />

Έφηβοι που κάνουν βαριά «κατανάλωση» ΜΜΨΕ<br />

με σεξουαλικό περιεχόμενο, έχουν διπλάσιες πιθανότητες<br />

να έχουν ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις<br />

μέσα στο επόμενο έτος, σε σύγκριση με τους εφήβους<br />

που κάνουν την μικρότερη κατανάλωση (ακόμη κι όταν<br />

ελεγχθούν παράγοντες όπως κοινωνικοοικονομική κατάσταση,<br />

γονεϊκή επίβλεψη, ψυχική υγεία του εφήβου,<br />

αυτοεκτίμηση και θρησκευτικότητα (44,50,51).<br />

Από μεγάλη επιδημιολογική έρευνα στις Η.Π.Α.<br />

προκύπτει ότι, έφηβοι που παρακολουθούν περισσότερο<br />

τηλεόραση, έχουν την υψηλότερη συχνότητα<br />

ολοκληρωμένης σεξουαλικής επαφής. Έφηβοι, που παρακολουθούν<br />

>2 ώρες ημερησίως τηλεόραση χωρίς<br />

γονεική εποπτεία, είναι σε αυξημένο κίνδυνο έναρξης<br />

σεξουαλικής δραστηριότητας 1 χρόνο νωρίτερα (48).<br />

Έφηβοι που παρακολουθούν τηλεόραση χωριστά από<br />

την οικογένειά τους, έχουν συχνότητα σεξουαλικής<br />

επαφής 3-6 φορές υψηλότερη, συγκριτικά με εφήβους<br />

που παρακολουθούν τηλεόραση μαζί με την υπόλοιπη<br />

οικογένεια (20). Αντίθετα, η παρακολούθηση εκπομπών<br />

με μηνύματα για τις συνέπειες (πχ εγκυμοσύνη), τους<br />

κινδύνους (πχ σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα),<br />

την ασφάλεια και την υπευθυνότητα στην σεξουαλική<br />

ζωή, είχε σαν αποτέλεσμα μειωμένη συχνότητα έναρξης<br />

σεξουαλικής δραστηριότητας σε εφήβους.<br />

Ανάλυση περιεχομένου των κινηματογραφικών<br />

ταινιών του Χόλλυγουντ το 1990, απεκάλυψε ότι μία<br />

στις οκτώ ταινίες περιέχει βιασμό! Πειραματικές μελέτες<br />

σε φοιτητές έδειξαν αυξημένη αποδοχή των μύθων<br />

περί βιασμού – μείωση της συμπάθειας και απόδοση<br />

ευθυνών στα θύματα βιασμού, και αποδοχή της<br />

επιθετικότητας κατά των γυναικών, μετά από έκθεση<br />

σε σεξουαλικά βίαιες κινηματογραφικές σκηνές(50,52).<br />

Αντίστοιχες έρευνες σε παιδιά δεν έχουν γίνει για λόγους<br />

δεοντολογίας, αν και εκτίθενται σε εικονική ερωτική<br />

βία από μικρή ηλικία (4). Μελέτη σε 904 εφήβους<br />

12-15 ετών, έδειξε αυξημένη αποδοχή του καταναγκασμού<br />

σε σεξουαλική πράξη, από αγόρια που παρακολουθούν<br />

συχνά μουσικά βίντεο (53).<br />

Λόγω της σημαντικής νοσηρότητας εξ αιτίας της<br />

πρώιμης σεξουαλικής δραστηριότητας, γίνεται διεθνώς<br />

εντατική προσπάθεια για ανάπτυξη προγραμμάτων<br />

σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, με στόχο την<br />

καθυστέρηση έναρξης σεξουαλικής δραστηριότητας,<br />

χρήση κατάλληλων προφυλακτικών μέσων και τήρηση<br />

υπεύθυνης στάσης στην σεξουαλική ζωή. Παρ’ όλες τις<br />

προσπάθειες τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά,<br />

όταν τα προγράμματα εφαρμόζονται στα σχολεία ( αν<br />

και αυξάνονται οι γνώσεις, δεν υπάρχει μείωση στις<br />

ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, διακοπές κύησης και σεξουαλικώς<br />

μεταδιδόμενα νοσήματα, μάλιστα υπάρχουν<br />

περιπτώσεις αύξησης της σεξουαλικής δραστηριότητας).<br />

Αντίθετα, τα αποτελέσματα ήταν καλύτερα, όταν<br />

προβάλλονταν μηνύματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης<br />

μέσω νεανικών τηλεοπτικών προγραμμάτων. Είναι<br />

προφανές ότι, η παρουσίαση ζητημάτων σχετικά με το<br />

σεξ από τα ΜΜΕΨ, έχει ουσιώδη επίδραση στη σεξουαλική<br />

διαπαιδαγώγηση και υγεία των νέων. Χρειάζονται<br />

καλοσχεδιασμένες έρευνες ως προς τα αποτελέσματα


74<br />

Επίδραση των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής επικοινωνίας και ψυχαγωγίας στα παιδιά και τους εφήβους<br />

της έκθεσης σε σεξουαλικό περιεχόμενο από τα ΜΜΕΨ,<br />

στις στάσεις, συμπεριφορές και λήψη αποφάσεων των<br />

εφήβων για την σεξουαλικότητα, καταγραφή του σεξουαλικού<br />

περιεχομένου των ΜΜΕΨ καθώς και ανάπτυξη<br />

προγραμμάτων παρέμβασης και περιορισμού της έκθεσης<br />

στο σεξουαλικό περιεχόμενο των ΜΜΕΨ (54).<br />

ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΑ ΒΙΝΤΕΟ<br />

Η μουσική κατέχει σημαντικό ρόλο στην διασκέδαση<br />

και κοινωνικοποίηση των παιδιών και των εφήβων.<br />

Οι νέοι δίνουν ιδιαίτερη σημασία στους στίχους, μέσω<br />

των οποίων αναζητούν ταυτίσεις αντλούν νόημα και<br />

διαμορφώνουν πρότυπα. Λίγοι είναι οι γονείς που<br />

γνωρίζουν τους στίχους των τραγουδιών που ακούνε<br />

τα παιδιά τους (55).<br />

Από την δεκαετία του 70, οι στίχοι περιέχουν όλο<br />

και σαφέστερες αναφορές στο σεξ, στην χρήση ουσιών<br />

και στον θάνατο (56). Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι μουσικές<br />

προτιμήσεις ροκ και χέβυ μέταλ σχετίζονται με απευαισθητοποίηση<br />

στην βία, συμπεριφορές υψηλού κινδύνου<br />

και αυτοκτονικό ιδεασμό και πρέπει να εφιστούν την<br />

προσοχή, για πιθανώς αυξημένη ευαλωτότητα (αν και<br />

δεν προσδιορίζουν σχέση αιτίου –αποτελέσματος) (4,23)<br />

Tα μουσικά βίντεο περιέχουν συχνά βία, σεξιστικά<br />

και ρατσιστικά μηνύματα. Ανάλυση περιεχομένου 518<br />

μουσικών βίντεο έδειξε ότι:19% των ροκ και ραπ βίντεο<br />

παρουσίαζαν οπλοφορία, στο 15% των περιπτώσεων<br />

οπλοφορούσαν παιδιά και στο 8% έφηβοι (57). Άλλη<br />

ανάλυση μουσικών βίντεο έδειξε ότι 22,4% των ροκ βίντεο<br />

και 20% των ραπ βίντεο περιείχαν βία το δε 80%<br />

των επιτιθέμενων ήταν ελκυστικά μοντέλα. Οπλοφορία<br />

υπήρχε στο 25% των βίντεο (58). Έρευνες δείχνουν<br />

συσχετισμό μεταξύ παρακολούθησης μουσικών βίντεο<br />

και επιτρεπτικών σεξουαλικών συμπεριφορών (49) ή<br />

αποδοχής βιασμού του ερωτικού συντρόφου (52,53)<br />

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ<br />

Είναι αποδεδειγμένη η επίδραση της διαφήμισης<br />

στις στάσεις των παιδιών και των εφήβων, τόσο άμεσα<br />

όσο και μακροπρόθεσμα (61,62). Παιδιά μικρότερα<br />

των 8 ετών είναι ψυχικά και γνωστικά χωρίς άμυνες<br />

απέναντι στην διαφήμιση.<br />

Κάπνισμα<br />

Η παρακολούθηση διαφημίσεων προιόντων καπνού,<br />

αποτελεί σημαντικότερο παράγοντα κινδύνου<br />

για έναρξη καπνίσματος, από το να καπνίζουν μέλη<br />

της οικογένειας ή φίλοι του παιδιού. Περισσότερες από<br />

20 έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά που εκτίθενται σε<br />

διαφημίσεις καπνού έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες<br />

να γίνουν καπνιστές. Δύο μεγάλες διαχρονικές έρευνες<br />

έδειξαν ότι το κάπνισμα στο ένα τρίτο των εφήβων,<br />

μπορεί να αποδοθεί στις διαφημίσεις (53). Υπάρχουν<br />

ισχυρές ενδείξεις ότι η χρήση καπνού στις κινηματογραφικές<br />

ταινίες αυξάνει την συχνότητα έναρξης καπνίσματος<br />

στους εφήβους (59). Οι βιομηχανίες προιόντων<br />

καπνού αναγνωρίζουν την αξία της παρουσίασης<br />

καπνίσματος στην οθόνη και το προωθούν.<br />

Αλκοόλ<br />

Η διαμόρφωση στάσεων απέναντι στο αλκοόλ, αρχίζει<br />

από την ηλικία του δημοτικού σχολείου. Η έκθεση<br />

σε διαφημίσεις αλκοόλ είναι σημαντικός παράγοντας<br />

κινδύνου για μετέπειτα χρήση. Οι ανήλικοι βλέπουν<br />

αναρίθμητες διαφημίσεις αλκοολούχων ποτών κάθε<br />

χρόνο που ωραιοποιούν την χρήση αλκοόλ (4,61). Η<br />

συχνότητα με την οποία παρουσιάζεται χρήση ουσιών<br />

στα ΜΜΕΨ, είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι στην<br />

πραγματική ζωή<br />

Διατροφή<br />

Οι διαφημίσεις φαγητού έχουν την μερίδα του λέοντος<br />

στην παιδική διαφήμιση. Έχει βρεθεί ότι τα παιδιά<br />

ζητάνε περισσότερες ανθυγιεινές τροφές εξ’ αιτίας<br />

διαφημίσεων και ότι ο χρόνος που το παιδί βλέπει<br />

τηλεόραση, συσχετίζεται με αύξηση των προσλαμβανόμενων<br />

θερμίδων (62).<br />

Το ανήλικο κοινό προσεγγίζεται διαφημιστικά με<br />

πολλούς τρόπους, π.χ. προιόντα μπορεί να εμφανίζονται<br />

σε ταινίες ή τηλεοπτικά προγράμματα, εστιατόρια<br />

συνδέονται με δημοφιλείς παιδικές ταινίες ή<br />

χαρίζουν παιγνίδια.<br />

Συχνά χρησιμοποιούνται παθολογικά αδύνατα<br />

γυναικεία μοντέλα , γεγονός που συντελεί στην ανάπτυξη<br />

διαταραγμένων συμπεριφορών διατροφής στις<br />

έφηβες (63).<br />

Σεξουαλικότητα<br />

Χρησιμοποιείται για να διαφημίσει οτιδήποτε.<br />

Οι διαφημίσεις μέσω διαδικτύου και ψηφιακής<br />

τηλεόρασης, παρέχουν την δυνατότητα άμεσης πρόσβασης<br />

- αγοράς βλαβερού ή παράνομου υλικού. Δυστυχώς<br />

διαφημίζονται, μέσω των δελτίων ειδήσεων,<br />

βιντεο ή κινηματογραφικές ταινίες, με ακατάλληλο περιεχόμενο.<br />

ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ<br />

Το διαδίκτυο συνδυάζει χαρακτηριστικά όλων των


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 75<br />

άλλων μέσων (γραπτό κείμενο, εικόνα, ήχο, δυνατότητα<br />

αμφίδρομης επικοινωνίας) και έχει γίνει αναπόσπαστο<br />

μέρος της ζωής των εφήβων στις ανεπτυγμένες<br />

χώρες. Η χρήση του επεκτείνεται ταχύτατα σε όλο και<br />

μικρότερες ηλικίες, που μεγαλώνουν με το διαδίκτυο<br />

ως αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας.<br />

Το 2001 στην χρήση του διαδικτύου κυριαρχούσαν<br />

οι ηλικίες 30-40 ετών. Σε πρόσφατη Σουηδική έρευνα,<br />

21% των τρίχρονων, 51% των πεντάχρονων και 90%<br />

των εννιάχρονων, είναι χρήστες του διαδικτύου. Το<br />

78% των παιδιών 12-16 ετών είναι καθημερινοί χρήστες.<br />

Στις ηλικίες 3-7 κυριαρχούν τα παιγνίδια και τα<br />

βίντεο, στις ηλικίες 7-11 τα παιγνίδια, η επικοινωνία<br />

και η συμμετοχή σε κοινότητες του διαδικτύου, στις<br />

ηλικίες 11-14 η επικοινωνία, συμμετοχή σε κοινότητες,<br />

μουσική, ταινίες, πληροφορίες, σχολική χρήση (64).<br />

Οι έφηβοι επιλέγουν θέματα σχετικά με μουσική,<br />

κινηματογραφικές ταινίες, σχέσεις και μόδα. Το διαδίκτυο<br />

προσφέρει στους εφήβους ευκαιρίες να πληροφορηθούν<br />

ανώνυμα για ζητήματα που ανταποκρίνονται<br />

στις αναπτυξιακές τους ανάγκες, όπως ανεξαρτησία<br />

από τους γονείς, επικοινωνία με συνομηλίκους, έκφραση<br />

της γνώμης, υιοθέτηση διαφορετικών ταυτοτήτων,<br />

διερεύνηση «ευαίσθητων θεμάτων» όπως ψυχική<br />

υγεία, σεξουαλική συμπεριφορά και προσανατολισμό,<br />

εικόνα του σώματος (43,65). Ακριβώς αυτή η επιλογή<br />

θεμάτων κάνει το διαδίκτυο ιδανικό πεδίο αναζήτησης<br />

«λείας» από άτομα κακών προθέσεων.<br />

Αναμφίβολα επίσης, το διαδίκτυο είναι μία τεράστια<br />

δεξαμενή πληροφοριών, όμως η αξιοπιστία των<br />

πηγών δεν ελέγχεται, και τα παιδιά πρέπει να εκπαιδευτούν<br />

στην αναζήτηση έγκυρων πληροφοριών.<br />

Σύμφωνα με έρευνα του 2002 σε 519 εφήβους, το 90%<br />

χρησιμοποιεί τα chat rooms ως πιο συχνή πηγή πληροφοριών<br />

και μόνο το 14% έγκυρες ιστοσελίδες οργανισμών<br />

Υγείας, με αποτέλεσμα ανταλλαγή λανθασμένων<br />

πληροφοριών (65).<br />

Υπάρχει διεθνώς αναγνώριση, ότι το διαδίκτυο<br />

ενέχει δυνατότητα βλάβης για τους ανηλίκους. Ως κινδύνους<br />

ορίζουμε ακούσιες και εκούσιες εμπειρίες που<br />

προέρχονται από το διαδίκτυο, όπως: πορνογραφία,<br />

βία, μίσος, τρομοκράτηση, οδηγίες για αυτοκαταστροφικές<br />

ή/και επιθετικές πράξεις, παραβίαση προσωπικών<br />

δεδομένων, εμπορική και σεξουαλική εκμετάλλευση.<br />

. Ορισμένοι διαδικτυακοί τόποι παρέχουν σκόπιμα<br />

λανθασμένες πληροφορίες και προωθούν επικίνδυνες<br />

συμπεριφορές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα επικίνδυνων<br />

αποτελούν οι ιστότοποι για την νευρογενή ανορεξία<br />

και βουλιμία «pro-ana» και «pro-mia» αντίστοιχα,<br />

που χαρακτηρίζουν αυτές τις σοβαρές διαταραχές ως<br />

«επιλογή τρόπου ζωής», ενθαρρύνουν την διαταραγμένη<br />

διατροφική συμπεριφορά και συνιστούν στάση<br />

«υπερηφάνειας και υπεροχής» απέναντι στις «ασθενείς<br />

κοινωνικές αξίες»! (63). Υπάρχει επίσης δυνατότητα<br />

επικίνδυνης συμπεριφοράς εκ μέρους του ανηλίκου,<br />

όταν ο ίδιος συμμετέχει στην διακίνηση τέτοιου υλικού<br />

προς άλλους (65). Τέλος, υπάρχουν κίνδυνοι στις επαφές<br />

και συναντήσεις με αγνώστους, με τους οποίους<br />

ο ανήλικος γνωρίστηκε μέσω διαδικτύου.<br />

Το ΕU Kids online network (www.eukidsonline.net)<br />

ανασκόπησε περισσότερες από 500 έρευνες από 21<br />

Ευρωπαικά κράτη, για τις εμπειρίες εφήβων στο διαδίκτυο<br />

(για τα παιδιά υπάρχει πολύ λίγη έρευνα) (67)<br />

Ανάλογα με το κράτος, τα αποτελέσματα ήταν τα<br />

εξής: Το 13-91% των εφήβων παραχώρησαν προσωπικά<br />

δεδομένα. Σε πορνογραφικό υλικό εκτέθηκαν 25-80% .Σε<br />

βία ή μίσος 1 στους 3 εφήβους . Τρομοκράτηση, harassment<br />

stalking 1 στους 5 εφήβους. 1 στους 10 (Γερμανία) έως 1<br />

στους 2 (Πολωνία) έλαβαν ανεπιθύμητα σεξουαλικά μηνύματα.<br />

Ο σοβαρότερος κίνδυνος είναι η συνάντηση με<br />

αγνώστους, που ο ανήλικος γνώρισε online (1 στους 11<br />

έως 1 στους 5 Ευρωπαίους εφήβους) (67). Στην Ιρλανδία<br />

και στη Νορβηγία, αν και οι περισσότεροι ανήλικοι 9-16<br />

ετών χαρακτήρισαν «θετική» ή «αδιάφορη» την εμπειρία<br />

μιας τέτοιας συνάντησης, υπήρξε ένα ανησυχητικό ποσοστό<br />

(36% στην Ιρλανδία, και 11% στη Νορβηγία), που<br />

υπέστησαν σωματική κακοποίηση κατά την συνάντηση.<br />

Επίσης, το 69% των Ιρλανδών ανηλίκων και το 2% των<br />

Νορβηγών υπέστησαν λεκτική κακοποίηση. (66)<br />

Υπάρχουν άλλοι κίνδυνοι (σχετικοί με αξίες, εμπορικοί<br />

κλπ) που δεν έχουν ερευνηθεί επαρκώς<br />

Το 15-20% των εφήβων έχουν αισθανθεί δυσφορία<br />

ή απειλή από το διαδίκτυο. Πολιτιστικοί παράγοντες<br />

παίζουν ρόλο στην αντίληψη του κινδύνου. Περισσότερο<br />

εκτεθιμένοι σε κινδύνους είναι αυτοί που χρησιμοποιούν<br />

περισσότερο και που είναι πιό έμπειροι<br />

στην χρήση του διαδικτύου. Επίσης, πιο εκτεθιμένοι<br />

φαίνεται να είναι οι έφηβοι με χαμηλή αυτοεκτίμηση<br />

και ικανοποίηση από την ζωή τους, που έχουν δυσκολίες<br />

στις κοινωνικές σχέσεις, και κακές σχέσεις με<br />

τους γονείς τους (66).<br />

Ως προς τις αντιδράσεις των ανηλίκων που έρχονται<br />

αντιμέτωποι με κινδύνους στο διαδίκτυο, ένα<br />

μεγάλο ποσοστό δηλώνει ότι δεν δίνει σημασία ή διαγράφει<br />

το επικίνδυνο υλικό. Είναι ανησυχητικό το ότι<br />

πολύ μικρό ποσοστό ενημερώνει κάποιον ενήλικο, και<br />

επίσης, ότι αρκετοί ανήλικοι συμπεριφέρονται ανεύθυνα,<br />

προωθώντας το υλικό σε άλλους.


76<br />

Επίδραση των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής επικοινωνίας και ψυχαγωγίας στα παιδιά και τους εφήβους<br />

Περιεχόμενο<br />

(το παιδί ως<br />

δέκτης)<br />

Επαφή<br />

(το παιδί ως<br />

συμμέτοχος)<br />

Διαγωγή<br />

(το παιδί ως<br />

δράστης)<br />

Εμπορικό Επιθετικό Σεξουαλικό Αξίες<br />

Διαφήμιση,<br />

Μηνύματα spam<br />

Διακίνηση<br />

ανθρώπων,<br />

Παροχή<br />

προσωπικών<br />

πληροφοριών<br />

Τζόγος<br />

Hacking<br />

Παράνομη<br />

διακίνηση υλικού<br />

Βία<br />

μίσος<br />

Τρομοκράτηση,<br />

απειλή<br />

Τρομοκράτηση,<br />

παρενόχληση<br />

(Hasebrink et al, 2008)<br />

Σύμφωνα με πανελλαδική έρευνα, το 53,5% εφήβων<br />

χρηστών του διαδικτύου, δηλώνουν ότι έχουν μέτρια /<br />

καθόλου γνώση της σημασίας της ασφάλειας κατά την<br />

χρήση και μόνο το 28% των γονέων δηλώνουν κάποιου<br />

βαθμού επάρκεια γνώσεων για την ασφάλεια στο διαδίκτυο.<br />

Ένας στους δύο εφήβους έχει ενοχληθεί ή έχει<br />

ενοχλήσει άλλους, και ένας στους τέσσερις έχει συναντηθεί<br />

με άτομο που γνώρισε μέσω διαδικτύου. Το 59%<br />

δηλώνουν ότι έχουν εγκαταλείψει άλλες ασχολίες, το<br />

55% ξεχνάει να φάει, να πιεί νερό, να κοιμηθεί, και το<br />

49% ανακηρύσουν το διαδίκτυο ως την πιο σημαντική<br />

δραστηριότητα της ζωής τους. Πολύ λίγοι το χρησιμοποιούν<br />

ως βοήθημα στα μαθήματα, ή εκμεταλλεύονται<br />

τις δημιουργικές του δυνατότητες.<br />

(68). Η επίσκεψη πορνογραφικών ιστότοπων, εκούσια<br />

ή ακούσια είναι πολύ συχνή (45,70)<br />

Όταν ο χρόνος ενασχόλησης στο διαδίκτυο είναι<br />

πολύ περισσότερος από αυτόν που το παιδί σκόπευε<br />

να αφιερώσει, υπάρχει ο κίνδυνος «εθισμού» (36,69,89).<br />

Η νέα αυτή «διαταραχή» στην οποία ο χρήστης χάνει<br />

τον έλεγχο του χρόνου χρήσης, παρουσιάζει χαρακτηριστικά<br />

που παρατηρούνται τόσο στην εξάρτηση από<br />

ουσίες (ολοένα αυξανόμενο χρόνο χρήσης, συμπτώματα<br />

στέρησης, ψέματα για να αποκρύψει την χρήση),<br />

όσο και στις διαταραχές ελέγχου των παρορμήσεων<br />

(παθολογική χαρτοπαιξία, κλεπτομανία κλπ). Ο «εθισμός<br />

στο διαδίκτυο, δεν αποτελεί ακόμη διαγνωστική<br />

κατηγορία. Έχει όμως σοβαρές επιπτώσεις στις καθημερινές<br />

δραστηριότητες, υποχρεώσεις, στη σχολική<br />

επίδοση και στις κοινωνικές σχέσεις. Περισσότερο ευάλωτα<br />

είναι παιδιά με ψυχοκοινωνικά προβλήματα<br />

(36,71). Πρόσφατη έρευνα σε 900 εφήβους στην Αττική<br />

Πορνογραφία<br />

Ανεπιθύμητο<br />

σεξουαλικό υλικό<br />

Συνάντηση με<br />

αγνώστους,<br />

ερωτοτροπία<br />

Παραπληροφόρηση<br />

Σε θέματα υγείαςκοινωνίας<br />

Χρήση ουσιών<br />

Αυτοκαταστροφικές<br />

πράξεις,<br />

Πειθώς για<br />

μη αποδεκτή<br />

συμπεριφορά<br />

Παροχή<br />

συμβουλών για<br />

αυτοκαταστροφικές/<br />

παράνομες πράξεις<br />

Δημιουργία-<br />

Προώθηση<br />

πορνογραφικού<br />

υλικού<br />

έδειξε εθιστική χρήση στο 1%, και αυξημένο κίνδυνο<br />

για «εθισμό» στα αγόρια, που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο<br />

πάνω από 20 ώρες την εβδομάδα, κυρίως για<br />

να παίζουν παιχνίδια (ιδιαίτερα παιχνίδια ρόλων) (71).<br />

Τα παιχνίδια ρόλων, που παίζονται ταυτόχρονα από<br />

πολλούς παίκτες, απασχολούν τον παίχτη περισσότερες<br />

ώρες. Τα παιχνίδια αυτά, δίνουν την δυνατότητα<br />

στον παίχτη να αλληλεπιδρά με άλλους, σε ένα<br />

φανταστικό κόσμο. Η ανωνυμία επιτρέπει σε άτομα με<br />

χαμηλή αυτοεκτίμηση και φτωχές κοινωνικές δεξιότητες<br />

να ζουν μία εικονική ζωή, ως υποκατάστατο των<br />

πραγματικών κοινωνικών σχέσεων (26).<br />

Αν και η χρήση των ηλεκτρονικών μέσων μπορεί<br />

να έχει σαν αποτέλεσμα αύξηση των ευκαιριών για<br />

επικοινωνία καθώς και αύξηση του χρόνου που περνάει<br />

μαζί η οικογένεια, ο χρόνος αυτός δεν είναι πάντα<br />

ποιοτικός(43). Η κοινωνικοποίηση μέσω διαδικτύου<br />

προωθεί επιφανειακές σχέσεις, μειώνει την ποιότητα<br />

της συνομιλίας και μειώνει την πρόσωπο με πρόσωπο<br />

επικοινωνία με φίλους και συγγενείς. Επί πλέον, μπορεί<br />

να δημιουργεί υπάρχουν δυσκολίες στην επικοινωνία<br />

μεταξύ των γενεών, κυρίως με τους παππούδες,<br />

αλλά και με τους γονείς, που δυσκολεύονται να συμμετέχουν<br />

και να ελέγχουν τις online δραστηριότητες<br />

των παιδιών.<br />

ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΟΧΗ<br />

Σε πολλές μελέτες έχει βρεθεί συσχετισμός μεταξύ<br />

χρόνου που καταναλώνεται στην οθόνη και προβλημάτων<br />

προσοχής. Προβλήματα προσoχής έχουν παρατηρηθεί<br />

τόσο με βίαια, όσο και με μη βίαια βιντεοπαιχνίδια.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 77<br />

Σύμφωνα με προοπτική μελέτη των Johnson και<br />

συν σε 678 οικογένειες, αυξημένη τηλεθέαση στην εφηβεία<br />

σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο δυσκολιών στη<br />

μάθηση και στην προσοχή (ακόμη και όταν ελεγχθούν<br />

προϋπάρχουσες μαθησιακές δυσκολίες, προβλήματα<br />

προσοχής και οικογενειακές παράμετροι) (72)<br />

Προοπτική μελέτη σε 2623 παιδιά ηλικίας μικρότερα<br />

των 3 ετών έδειξε ότι, οι ώρες που το παιδί βλέπει<br />

τηλεόραση στις ηλικίες 1 και 3 ετών, σχετίζονται με<br />

προβλήματα προσοχής στα 7 (98). Άλλη μελέτη, χρησιμοποιώντας<br />

την ίδια βάση δεδομένων, με διαφορετική<br />

μεθοδολογία και μεγαλύτερη ηλικία παιδιών δεν<br />

βρήκε συσχέτιση μεταξύ χρόνου τηλεθέασης στα 5 και<br />

προβλημάτων προσοχής, ένα χρόνο αργότερα (73).<br />

Μελέτη, σε 170 παιδιά 2-5 ετών, βρήκε θετικό συσχετισμό<br />

μεταξύ τηλεθέασης και υπερκινητικότητας είναι<br />

καθοριστική στην διαμόρφωση της λειτουργίας του<br />

εγκεφάλου (73).<br />

Ανασκόπηση πειραματικών μελετών σε παιδιά<br />

προσχολικής ηλικίας έδειξε ότι, η παρακολούθηση κινουμένων<br />

σχεδίων έχει αρνητική επίδραση στις ικανότητες<br />

προσοχής (75).<br />

Παιδιά που βλέπουν πολύ τηλεόραση διαβάζουν<br />

λιγότερο και έχουν χαμηλότερες επιδόσεις και λιγότερο<br />

επιτυχημένη εκπαιδευτική πορεία (59,71). Εξαίρεση<br />

αποτελούν τα παιδιά που παρακολουθούν εκπαιδευτικά<br />

προγράμματα(10,74).<br />

Διαχρονική έρευνα σε1037 εφήβους, από την γέννησή<br />

τους, έως τα 15, προκειμένου να αξιολογηθεί η<br />

επίδραση της παρακολούθηση τηλεόρασης κατά την<br />

παιδική ηλικία, στις ικανότητες προσοχής κατά την<br />

εφηβεία βρήκε ότι, ο μέσος χρόνος παρακολούθησης<br />

τηλεόρασης στην παιδική ηλικία σχετίζεται σημαντικά<br />

με προβλήματα προσοχής στην εφηβεία. Ο συσχετισμός<br />

παρέμεινε σταθερός , ακόμη και μετά τον<br />

έλεγχο για πρώιμα προβλήματα προσοχής, γνωστική<br />

ικανότητα στα 5, φύλο και κοινωνικοοικονομικό επίπεδο<br />

(p


78<br />

Επίδραση των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής επικοινωνίας και ψυχαγωγίας στα παιδιά και τους εφήβους<br />

(καθυστέρηση έναρξης, μείωση του ύπνου βραδέων<br />

κυμάτων, αυξημένη διάρκεια 2ου σταδίου) και αρνητική<br />

επίδραση στην λεκτική μνήμη. Η παρακολούθηση<br />

τηλεόρασης μείωσε την επάρκεια του ύπνου, χωρίς<br />

όμως επίδραση στα στάδια (81).<br />

Συμπεριφορές υψηλού κινδύνου<br />

Kλοπές, διακοπή σχολείου, οδήγηση χωρίς άδεια,<br />

χρήση ουσιών, έχουν παρατηρηθεί σε εφήβους που κάνουν<br />

αυξημένη χρήση ΜΜΕΨ (4). Προοπτική μελέτη σε<br />

δείγμα 6486 εφήβων στις Η.Π.Α. έδειξε ότι, η παρακολούθηση<br />

οπτικών ΜΜΕΨ έχει σημαντική αρνητική επίδραση<br />

στη σχολική επίδοση. Η επίδραση είναι έμμεση,<br />

μέσω αύξησης στην αναζήτηση ερεθισμάτων, στην χρήση<br />

ουσιών και στην προβληματική συμπεριφορά στο<br />

σχολείο, και εξαρτάται από το βαθμό ακαταλληλότητας<br />

των παρακολουθούμενων προγραμμάτων (82).<br />

Προβλήματα διατροφής<br />

Έκθεση στα ΜΜΕΨ σχετίζεται με παχυσαρκία και<br />

διαταραγμένη εικόνα του σώματος, που μπορεί να<br />

οδηγήσει σε διαταραχές διατροφής (63,83).<br />

H αυξημένη παρακολούθηση τηλεόρασης θεωρείται<br />

παράγοντας που συντελεί στην παιδική παχυσαρκία.<br />

(60). Προοπτική μελέτη 3 ετών σε παιδιά 3-4 ετών,<br />

βρήκε θετικό συσχετισμό μεταξύ παρακολούθησης τηλεόρασης<br />

και αυξημένο Δείκτη Σωματικής Μάζας,που<br />

γίνεται ισχυρότερος καθώς το παιδί μεγαλώνει (84).<br />

Σύμφωνα με Κυπριακή μελέτη, κορίτσια που περνούν<br />

> 4 ώρες παρακολουθώντας τηλεόραση και DVD, είναι<br />

3 φορές πιθανότερο να αναπτύξουν παχυσαρκία (85).<br />

Προοπτική μελέτη σε παιδιά από την γέννηση μέχρι<br />

τα 15 βρήκε σημαντική συσχέτιση αυξημένου Δείκτη<br />

Σωματικής Μάζας με τις ώρες τηλεθέασης. Μάλιστα<br />

το μέγεθος επίδρασης ήταν σημαντικότερο από την<br />

πρόσληψη θερμίδων και την σωματική δραστηριότητα<br />

(86). Σύμφωνα με άλλη προοπτική μελέτη, υπερβολική<br />

τηλεθέαση κατά την παιδική ηλικία, σχετίζεται με παχυσαρκία<br />

και προβλήματα στο καρδιαγγειακό σύστημα,<br />

που μάλιστα παραμένουν στην ενήλικη ζωή ακόμα<br />

και αν μειωθεί η χρήση τηλεόρασης (87).<br />

Tα πρότυπα σωματικής διάπλασης που προβάλλουν<br />

τα ΜΜΕΨ, επηρεάζουν τους νέους. Μέσα στην<br />

τελευταία 30ετία τα γυναικεία πρότυπα γίνονται όλο<br />

και πιο αδύνατα, γεγονός που ωθεί ευάλωτες έφηβες<br />

να αναπτύξουν διαταραγμένη εικόνα σώματος και<br />

χαρακτηριστικά νευρογενούς ανορεξίας.<br />

Oι γονείς πρέπει να ενθαρρύνουν την υγιεινή διατροφή,<br />

την άσκηση και δραστηριότητες που αναπτύσσουν<br />

τις ικανότητες και την αυτοπεποίθηση.<br />

Σωματικά προβλήματα<br />

Η χρήση βιντεοπαιγνιδιών έχει συσχετιστεί με προβλήματα<br />

της οράσεως, όπως παροδικές διαταραχές<br />

της σύγκλισης και αύξηση της μυωπίας (88). Έχουν<br />

αναφερθεί επίσης ανεξήγητα συμπτώματα, όπως πονοκέφαλοι,<br />

πόνοι στον θώρακα και στην κοιλιά και<br />

εξάντληση, τα οποία υποχώρησαν μετά από διακοπή<br />

της ενασχόλησης με ηλεκτρονικά παιγνίδια (28, 88).<br />

Eκτοπισμός δραστηριοτήτων<br />

Πρόσφατη επιδημιολογική έρευνα έδειξε ότι23- 25%<br />

των εφήβων θυσιάζουν χρόνο μελέτης/εργασίας, για<br />

να παίξουν ηλεκτρονικά - διαδικτυακά παιγνίδια (25).<br />

Η κατανάλωση σημαντικού χρόνου στα ηλεκτρονικά<br />

μέσα, έχει σαν αποτέλεσμα τον εκτοπισμό άλλων<br />

δραστηριοτήτων, όπως αθλητισμό, διάβασμα, καλλιτεχνικές<br />

και πολιτιστικές δραστηριότητες, εθελοντισμό<br />

και συμμετοχή στην ζωή της κοινότητας. Οι δραστηριότητες<br />

αυτές μπορούν να ασκήσουν προστατευτικό<br />

ρόλο στην εμφάνιση ανεπιθύμητων συμπεριφορών και<br />

συνεισφέρουν στην καλή φυσική κατάσταση και στην<br />

ανάπτυξη υγιούς κοινωνικότητας.<br />

ΜΕ ΠΟΙΟΥΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥΣ ΕΠΙΔΡΟΥΝ ΤΑ ΜΜΕΨ;<br />

1. Σύμφωνα με την κοινωνική γνωσιακή θεωρία<br />

που διατύπωσε ο Bandura, οι άνθρωποι μαθαίνουν<br />

συμπεριφορές ακούγοντας ή διαβάζοντας οδηγίες,<br />

επαναλαμβάνοντας και εξασκώντας πρακτικές και<br />

διδασκόμενοι από τις συνέπειες των πράξεών τους.<br />

Μαθαίνουν επίσης, παρατηρώντας τους άλλους. Η<br />

μάθηση μέσω παρατήρησης είναι ιδιαίτερα σημαντική<br />

κατά την παιδική ηλικία και μπορεί να γίνεται είτε<br />

άμεσα, βλέποντας ένα πρόσωπο να εκτελεί μία πράξη<br />

στην πραγματικότητα, είτε υποκατάστατα, βλέποντας<br />

μία πράξη να εκτελείται εικονικά. Πιο αποτελεσματική<br />

είναι η μάθηση διά της παρατήρησης, όταν βλέπει<br />

κάποιος τόσο ένα μοντέλο συμπεριφοράς, όσο και τις<br />

συνέπειές του.<br />

Η μάθηση μέσω παρατήρησης είναι εξαιρετικά<br />

ισχυρή, μπορεί να καταργεί εκμαθημένες συμπεριφορές<br />

και γι αυτό χρησιμοποιείται στην θεραπεία των<br />

φοβικών καταστάσεων.<br />

Εάν ένα παιδί δει μία συμπεριφορά να εκτελείται<br />

στην τηλεόραση από συνομηλίκους ή πρόσωπα<br />

που θαυμάζει, εύκολα την υιοθετεί ακόμη κι αν έχει


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 79<br />

μάθει από τους γονείς ότι η συμπεριφορά δεν είναι<br />

αποδεκτή. Επί πλέον, εάν δει ότι οι συνέπειες μίας<br />

μη αποδεκτής πράξης είναι ευχάριστες, ή δεν υπάρχουν<br />

αρνητικές συνέπειες, ενθαρρύνεται να μιμηθεί<br />

την πράξη αυτή.<br />

Οι επιδράσεις μπορεί να δρουν συσσωρευτικά, δηλαδή<br />

η επαναλαμβανόμενη έκθεση πολλαπλασιάζει το<br />

αποτέλεσμα.<br />

2. Σύμφωνα με το Γενικό Μοντέλο Μάθησης (General<br />

Learning Model), κάθε εμπειρία μάθησης έχει γνωστικές,<br />

συναισθηματικές και σωματικές επιδράσεις. Χαρακτηριστικά<br />

του ατόμου και της κατάστασης αλληλεπιδρούν<br />

κατά την διαδικασία της μάθησης(31). Η διαδικασία<br />

αυτή διαμορφώνεται από την εσωτερική κατάσταση<br />

(σωματική διέγερση, συναισθήματα, σκέψεις)<br />

του ατόμου την δεδομένη στιγμή. Η μάθηση μπορεί να<br />

αφορά σε πληροφορίες, συμπεριφορές, αντιλήψεις,<br />

στάσεις, πεποιθήσεις, συναισθηματικές αντιδράσεις.<br />

Οι επιθετικές σκέψεις (επιθετικές πεποιθήσεις,<br />

στάσεις, αντιληπτικά σχήματα, προσδοκίες, σενάρια<br />

συμπεριφοράς) είναι η πιο σημαντική παράμετρος<br />

στην διαμόρφωση επιθετικών συμπεριφορών μακροπρόθεσμα<br />

(34).<br />

3. Υπόθεση του «σούπερ» συνομήλικου: Οι έφηβοι<br />

είναι ευάλωτοι στην πίεση της ομάδας συνομηλίκων,<br />

δηλαδή στο να μοιάζουν και να κάνουν ότι και<br />

οι άλλοι έφηβοι της ηλικίας τους. Με τον ίδιο τρόπο,<br />

αισθάνονται υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν συμπεριφορές<br />

και ιδεολογίες που προβάλλουν τα μέσα σαν<br />

πρότυπο, σαν κάτι που «το πιστεύουν και το κάνουν<br />

όλοι οι άλλοι»<br />

4.Τα παιδιά και οι έφηβοι (αλλά και κάποιοι ενήλικες)<br />

τείνουν να πιστεύουν ότι ο κόσμος που προβάλλεται<br />

στα Μέσα, είναι «ο αληθινός κόσμος», και ότι<br />

όσα ακούν και βλέπουν είναι πιστή απεικόνιση του<br />

πως συμπεριφέρονται οι ενήλικες στην πραγματική,<br />

καθημερινή ζωή Σχηματίζουν επομένως την γνώμη, ότι<br />

το φυσιολογικό είναι να συμπεριφέρονται οι ενήλικες<br />

βίαια, απάνθρωπα, με διαρκείς σεξουαλικές διαθέσεις,<br />

χωρίς ηθικές αναστολές, χωρίς αίσθημα δικαίου, και<br />

όλα αυτά διανθισμένα με άφθονη χρήση βλαπτικών<br />

και απαγορευμένων ουσιών !<br />

5. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μία αυτόματη<br />

συναισθηματική απάντηση αποστροφής, σε σκηνές<br />

βίας, που εκφράζεται με αλλαγές σε σωματικές παραμέτρους<br />

(καρδιακός ρυθμός, αγωγιμότητα δέρματος,<br />

πίεση κλπ). Η αντίδραση αποστροφής βοηθά στην<br />

αναστολή επιθετικών συμπεριφορών.<br />

Απευαισθητοποίηση ονομάζεται το φαινόμενο<br />

όπου, επαναλαμβανόμενη έκθεση στην βία έχει<br />

ως αποτέλεσμα μειωμένη αντίδραση και ανησυχία γι’<br />

αυτήν. Πρόκειται για ασυνείδητη διαδικασία και χαρακτηρίζεται<br />

από μείωση ή εξάλειψη των γνωστικών,<br />

συναισθηματικών, σωματικών και τελικά των συμπεριφερικών<br />

αντιδράσεων στην παρουσία ενός ερεθίσματος<br />

που περιέχει βία. Η χρήση βίαιων ΜΜΕΨ,<br />

συνδέεται με απευαισθητοποίηση στην βία της πραγματικής<br />

ζωής (32,40,92,93).<br />

Σε πειραματική έρευνα, παιδιά 11 ετών παρακολούθησαν<br />

για 15΄ είτε ένα δράμα που περιείχε έγκλημα,<br />

είτε έναν αγώνα μπάσκετ. Κατόπιν τους ανατέθηκε η<br />

εποπτεία δύο μικρότερων παιδιών, που άρχισαν να<br />

μαλώνουν. Τα παιδιά που είδαν το δράμα ήταν 5 φορές<br />

λιγότερο πιθανόν να προσφέρουν βοήθεια (11).<br />

Σε άλλη έρευνα, παιδιά 12 ετών που κατανάλωναν<br />

πολύ χρόνο σε βίαια παιγνίδια, είχαν μειωμένη ευαισθησία<br />

σε σήματα που φυσιολογικά ενεργοποιούν<br />

διαδικασίες ηθικής αξιολόγησης και προσφορά βοήθειας<br />

(40).<br />

Η μείωση της συμπάθειας και βοήθειας, επιτείνεται<br />

σε μακροχρόνια έκθεση.<br />

Η απευαισθητοποίηση έχει ως συνέπεια την αύξηση<br />

της ανοχής της βίας στον πραγματικό κόσμο,<br />

καθώς και την αύξηση της απάθειας, της αδιαφορίας<br />

για τα συναισθήματα και την κατάσταση των άλλων.<br />

6. Τα βιντεοπαιχνίδια, απαιτούν υπερεπαγρύπνηση<br />

για γρήγορο εντοπισμό πιθανής απειλής, καθώς<br />

και άμεση αντίδραση στην απειλή / στόχο. Η διαδικασία<br />

αυτή, μέσω της επανάληψης, μπορεί να οδηγήσει<br />

σε αυτοματοποιημένους τρόπους αντίληψης και σενάρια<br />

συμπεριφοράς. Σε συνδυασμό με την απευαισθητοποίηση,<br />

μειώνει την ικανότητα αναστολής και<br />

ελέγχου των επιθετικών απαντήσεων. Πχ, ένα τυχαίο<br />

σπρώξιμο στο παιγνίδι μπορεί να εκληφθεί ως σκόπιμο,<br />

και το παιδί να αντιδράσει με δυσανάλογη επιθετικότητα.<br />

7. Μετά από παρακολούθηση βίας, συναισθήματα<br />

θυμού που προκαλούνται από κάποιο άλλο γεγονός,<br />

βιώνονται πολύ πιο έντονα, επειδή μέρος της διέγερσης-<br />

φόρτισης από την παρακολούθηση βίας αποδίδεται<br />

λανθασμένα στο άλλο γεγονός. Το φαινόμενο<br />

αυτό ονομάζεται μετατόπιση της διέγερσης. (34)<br />

8. Οι έφηβοι (αλλά και οι ενήλικες σε μικρότερο<br />

βαθμό) έχουν την πεποίθηση ότι τα ΜΜΕΨ επηρεάζουν<br />

τους άλλους, όχι όμως και τον εαυτό τους. Το<br />

φαινόμενο αυτό έχει ονομαστεί «επίδραση στο τρίτο<br />

πρόσωπο» (third-person effect). Αυτό σημαίνει ότι, ενώ<br />

αναγνωρίζουν την δύναμη που έχουν τα μέσα να επη-


80<br />

Επίδραση των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής επικοινωνίας και ψυχαγωγίας στα παιδιά και τους εφήβους<br />

ρεάζουν άτομα της ηλικίας τους, δεν αισθάνονται ότι<br />

οι ίδιοι κινδυνεύουν, ώστε να προσέχουν και να αντιμετωπίζουν<br />

με κριτική διάθεση όσα βλέπουν.<br />

9. Στην εφηβεία η νευρολογική ωρίμανση δεν έχει<br />

ολοκληρωθεί. Ο προμετωπιαίος λοβός του εγκεφάλου,<br />

που σχετίζεται με την κριτική ικανότητα, την αξιολόγηση<br />

των συναισθημάτων, την κατανόηση των συναισθημάτων<br />

των άλλων και την κοινωνική συμπεριφορά,<br />

ωριμάζει τελευταίος.<br />

Απεικονιστικές μελέτες παρέχουν ενδείξεις, ότι ο<br />

προμετωπιαίος φλοιός απενεργοποιείται κατά την<br />

διάρκεια του βιντεοπαιχνιδιού, με αποτέλεσμα να<br />

επηρεάζονται οι γνωστικές λειτουργίες και η κατάλληλη<br />

κοινωνική συμπεριφορά (27). Διαφορετικές περιοχές<br />

του εγκεφάλου των παιδιών ενεργοποιούνται κατά<br />

την παρακολούθηση βίαιων και μη βίαιων σκηνών (91).<br />

Έκθεση σε βίαια βιντεοπαιχνίδια , σύμφωνα με μελέτες<br />

fMRI , προκαλεί μείωση της δραστηριότητας σε περιοχές<br />

της έλικας του προσαγωγίου, που σχετίζονται<br />

με καταστολή της συναισθηματικής πληροφορίας.(91)<br />

Άτομα με ιστορικό υψηλής έκθεσης σε βίαια βιντεοπαιχνίδια,<br />

έχουν μειωμένο εύρος στο Ρ300 συστατικό<br />

των προκλητών δυναμικών (ERP), όταν τους παρουσιάζονται<br />

εικόνες βίας (Το Ρ300, σχετίζεται θετικά με<br />

την ενεργοποίηση του συστήματος αποστροφής). Παράλληλα,<br />

αυτή η μειωμένη εγκεφαλική δραστηριότητα,<br />

σχετίζεται με αυξημένη επιθετική συμπεριφορά, σε μία<br />

επόμενη δοκιμασία (93).<br />

ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ;<br />

Αν και η Ιατρική κοινότητα αναγνωρίζει τις αρνητικές<br />

επιπτώσεις της εικονικής βίας, οι παραγωγοί<br />

των θεαμάτων, οι γονείς, η κοινή γνώμη και η Πολιτεία,<br />

διστάζουν να αποδεχθούν το πρόβλημα και να δράσουν<br />

αναλόγως (12,32,94).<br />

Παρά το ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ερευνών<br />

αποδεικνύει και οι περισσότερες επιστημονικές<br />

οργανώσεις δηλώνουν ότι η βία προκαλεί βία, η βιομηχανία<br />

του θεάματος αρνείται τα ευρήματα, ή τα<br />

θεωρεί αμελητέα (105).<br />

Είναι όμως πράγματι μικρού μεγέθους οι επιδράσεις<br />

των ΜΜΕΨ;<br />

Πολλές ανασκοπήσεις καταλήγουν στο συμπέρασμα<br />

ότι η βία στα ΜΜΕΨ αποτελεί σημαντικό κίνδυνο<br />

για την Δημόσια Υγεία. (4,5,9,19,31,35,95,96,)<br />

Αξιόπιστες μεθοδολογικά έρευνες, δείχνουν σημαντική<br />

συσχέτιση (effect-size r= 0,26) μεταξύ βίας στην<br />

οθόνη και επιθετικότητας στην πραγματική ζωή, που<br />

μάλιστα είναι μεγαλύτερη από την συσχέτιση παθητικού<br />

καπνίσματος – καρκίνου πνεύμονα, πρόσληψης<br />

ασβεστίου – οστικής μάζας, μαστογραφίας – πρόληψης<br />

καρκίνου μαστού, και χρήσης προφυλακτικών<br />

– μειωμένου κινδύνου AIDS (103).<br />

Ωρισμένες μετααναλύσεις υποστηρίζουν ότι η επίδραση<br />

της βίας στα ΜΜΕΨ στην επιθετική συμπεριφορά<br />

είναι μικρότερη (effect size r=0,14) και δεν παρουσιάζει<br />

τεκμηριωμένα σημαντικούς κινδύνους για την<br />

Δημόσια Υγεία (97,99). Θα πρέπει όμως να επισημανθούν<br />

τα εξής:<br />

1. Μεταανάλυση του 2009 (97) αφορά σε άρθρα<br />

που δημοσιεύτηκαν μετά το 1998. Όμως η τεκμηρίωση<br />

της αιτιώδους σχέσης βασίζεται σε μακροχρόνιες<br />

προοπτικές μελέτες που έγιναν πριν από το1998 οι<br />

δε μετέπειτα έρευνες εστιάζουν κυρίως σε διερεύνηση<br />

επί μέρους παραμέτρων (33, 54). Οι συγγραφείς<br />

αποκλείουν προηγούμενες έρευνες διότι, «πιθανώς<br />

παλαιότερες έρευνες ήταν λιγότερο αξιόπιστες» και<br />

«ίσως μολύνουν πιο σύγχρονες και αξιόπιστες έρευνες».<br />

Αλλά, σύμφωνα με τους Anderson και Bushman,<br />

μεθοδολογικά ασθενέστερες μελέτες δείχνουν μικρότερα<br />

μεγέθη επίδρασης από ότι μεθοδολογικά ισχυρές<br />

μελέτες, άρα μετααναλύσεις που συμπεριλαμβάνουν<br />

«λιγότερο αξιόπιστες μελέτες» υποεκτιμούν αντί να<br />

μεγεθύνουν το πρόβλημα.<br />

2. Η πιθανή βλάβη που απορρέει από έναν παράγοντα<br />

κινδύνου, προκύπτει τόσο από το μέγεθος<br />

της επίδρασης, όσο και από τον χρόνο έκθεσης . Αυτό<br />

σημαίνει, ότι ακόμα κι αν η επίδραση της εικονικής<br />

βίας ήταν μικρότερη, ο χρόνος έκθεσης είναι ιδιαίτερα<br />

μεγάλος (περίπου όσο η ημερήσια σχολική παρακολούθηση),<br />

ώστε να υπάρχει δικαιολογημένη ανησυχία.<br />

3. Ο πληθυσμός που εξετάστηκε περιλαμβάνει ανηλίκους<br />

(59%) όσο και ενηλίκους (41%). Στους ανηλίκους<br />

η επίδραση είναι μεγαλύτερη από ότι στους ενηλίκους.<br />

Η αντιπαράθεση εστιάζει επίσης στην μεθοδολογία,<br />

στα κριτήρια επιλογής ερευνών στις μετααναλύσεις,<br />

στον τρόπο αξιολόγησης της επιθετικότητας<br />

και στην μέθοδο της στατιστικής επεξεργασίας (99,102).<br />

Ασκείται κριτική στις πειραματικές εργαστηριακές μελέτες<br />

διότι, αν και είναι αξιόπιστες, τα συμπεράσματά<br />

τους δεν είναι γενικεύσιμα σε πραγματικές συνθήκες.<br />

Από την άλλη, στις μελέτες σε φυσικό περιβάλλον,<br />

δεν ελέγχονται οι συγχυτικές παράμετροι και οι μελέτες<br />

αυτές δεν προσφέρονται για κατανόηση σχέσεων<br />

αιτίου – αποτελέσματος. Τα ζητήματα αυτά πάντως<br />

αφορούν σε όλη την έρευνα της ψυχολογίας της συμπεριφοράς.<br />

Έχει εκφραστεί η άποψη ότι, η κοινωνία δεν πρέ-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 81<br />

πει να περιορίζει με «υπερπροστατευτικό τρόπο» την<br />

αυτονομία, τις ελευθερίες και τον ιδιωτικό χώρο των<br />

παιδιών (100). Η βιομηχανία του θεάματος ισχυρίζεται<br />

ότι, απλώς αντικατοπτρίζει την βία που υπάρχει στην<br />

κοινωνία, όπως κάθε μορφή τέχνης (103). Όμως, το 50%<br />

των εγκλημάτων που αναπαριστώνται στην τηλεόραση<br />

είναι φόνοι, σε σύγκριση με το 0,2% , που αναφέρεται<br />

από το FBI. Ο κριτικός κινηματογράφου M Medved,<br />

σχολιάζει: « 7 από τους 150 χαρακτήρες που εμφανίζονται<br />

κάθε βράδυ στην τηλεόραση, σκοτώνονται. Εάν<br />

αυτό αντικατόπτριζε την πραγματικότητα, σε 50 ημέρες<br />

θα είχε σκοτωθεί όλος ο πληθυσμός των ΗΠΑ! »<br />

H θεωρία της «κάθαρσης» (Feshbach 1955) υποστηρίζει<br />

ότι, η παρακολούθηση βίας μπορεί να επηρεάσει<br />

θετικά την συμπεριφορά, «χρησιμεύοντας σαν<br />

βαλβίδα εκτόνωσης για επιθετικές παρορμήσεις, που<br />

διαφορετικά θα συμπιέζονταν και κάποτε θα εκρήγνυντο».<br />

Ο A Brill, που εισήγαγε τις ψυχαναλυτικές<br />

τεχνικές στις ΗΠΑ, συνιστούσε στους ασθενείς του<br />

να παρακολουθούν έναν αγώνα μπόξ κάθε μήνα, και<br />

ο Mackenzie συνιστά την παρακολούθηση βίας στην<br />

τηλεόραση από τα παιδιά. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε<br />

με απόψεις που στην ουσία προτείνουν<br />

εξοικείωση και απευαισθητοποίηση προς περιεχόμενο<br />

που τρομάζει ή σοκάρει ( πχ, «τα παιδιά μπορούν<br />

να επιλέγουν υλικό που είναι λίγο πιο έντονο από<br />

αυτό που αντέχουν, και θα διαπιστώσουν ότι οι συναισθηματικές<br />

τους αντιδράσεις δεν διαρκούν πολύ» !)<br />

(66) Επί πλέον, η «θετική» επίδραση της βίας μέσω της<br />

«κάθαρσης», δεν επιβεβαιώνεται από την έρευνα.<br />

Τα ΜΜΨΕ δεν ενημερώνουν σωστά το κοινό για<br />

τα προβλήματα που θεωρούνται ότι προκαλούν (103)<br />

Επίσης η εκτίμηση της καταλληλότητας των θεαμάτων<br />

ανά ηλικία, γίνεται από τον παραγωγό και δεν είναι<br />

αξιόπιστη (104).<br />

Η έρευνα στην Ελλάδα, καλείται να απαντήσει, μεταξύ<br />

άλλων:<br />

1. Ποιος ο ρόλος των ΜΜΕΨ στη ζωή των νέων; Με<br />

τι τρόπο τα χρησιμοποιούν;<br />

2.Ποιες ατομικές παράμετροι υγείας επηρεάζονται<br />

από την χρήση ΜΜΕΨ;<br />

3. Πώς επηρεάζεται η εξέλιξη και η γνωστική ανάπτυξη;<br />

4. Ποια η σημασία και οι συνέπειες για την φύση<br />

της παιδικής ηλικίας, τις οικογενειακές και διαπροσωπικές<br />

σχέσεις, τις κοινωνικές αξίες;<br />

5. Τι δυνατότητες παρέχονται για δημιουργικότητα,<br />

μάθηση, και άλλες θετικές χρήσεις των οπτικοακουστικών<br />

τεχνολογιών;<br />

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ;<br />

Α) Επιμόρφωση<br />

Οι βλαπτικές επιδράσεις των ΜΜΕΨ ανέδειξαν<br />

την ανάγκη μόρφωσης του κοινού, ώστε να καταλάβει<br />

και να περιορίσει την ακατάλληλη χρήση και να κάνει<br />

λογική και εποικοδομητική κατανάλωση των ΜΜΕΨ<br />

(60,100).<br />

Η μόρφωση για τα ΜΜΕΨ, βοηθά στην ανάλυση,<br />

επεξεργασία και κατανόηση του περιεχομένου τους.<br />

Στηρίζεται στις εξής αρχές:<br />

1. Τα ΜΜΕΨ έχουν οικονομικές διασυνδέσεις και<br />

συμφέροντα και συχνά αποτελούν ισχυρά μονοπώλια<br />

2. Τα ΜΜΕΨ εκπέμπουν ιδεολογικά μηνύματα και<br />

αξίες<br />

3 Όλα τα μηνύματα των ΜΜΕΨ, είναι κατασκευασμένα<br />

και δεν αντανακλούν απαραίτητα την πραγματικότητα.<br />

4.Τα μηνύματα των ΜΜΕΨ διαμορφώνουν την αντίληψη<br />

μας για την πραγματικότητα και τον τρόπο που<br />

κατανοούμε τον κόσμο.<br />

5. Χρησιμοποιούν ποικιλία τεχνικών, επηρεάζουν<br />

περισσότερο όταν στοχεύουν στο συναίσθημα, και είναι<br />

σε θέση να κάνουν τους ανθρώπους περισσότερο<br />

να αντιδρούν, παρά να σκέπτονται.<br />

6. Διαφορετικοί άνθρωποι αντιδρούν στα μηνύματα<br />

των ΜΜΕΨ με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με την<br />

ηλικία, μόρφωση, ιδιοσυγκρασία κλπ. , καθώς και την<br />

επίγνωση και εφαρμογή των ανωτέρω αναφερόμενων<br />

αρχών.<br />

Ένα «μορφωμένο» άτομο είναι σε θέση να περιορίσει<br />

τον χρόνο, να αναπτύξει ικανότητες κρίσης και<br />

επιλογής και να κατανοεί τις πολιτικές, κοινωνικές και<br />

συναισθηματικές προεκτάσεις των ΜΜΕΨ.<br />

Πολλές χώρες έχουν εντάξει προγράμματα επιμόρφωσης<br />

στην σχολική εκπαίδευση, ως τρόπο αντιμετώπισης<br />

των βλαπτικών μηνυμάτων που προσλαμβάνουν<br />

οι νέοι από τα ΜΜΕΨ. Έχουν επίσης ιδρυθεί<br />

ειδικοί οργανισμοί (www.acmecoalition.org, www.<br />

amlainfo.org,).<br />

Β) Ρόλος των γονέων<br />

Οι γονείς, συχνά δεν γνωρίζουν τον χρόνο που<br />

περνά το παιδί στην χρήση ΜΜΕΨ (αναφέρουν πολύ<br />

λιγότερο χρόνο απ’ ότι αναφέρει το παιδί), ούτε το<br />

είδος του υλικού που παρακολουθεί όταν είναι μόνο<br />

του (5.) Επίσης βάζουν χαμηλά στην λίστα των προτε-


82<br />

Επίδραση των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής επικοινωνίας και ψυχαγωγίας στα παιδιά και τους εφήβους<br />

ραιοτήτων τους την ανάγκη για έλεγχο, διαπραγμάτευση<br />

και συζήτηση για την χρήση των ΜΜΕΨ. Σε έρευνα<br />

το 2005, μόνο το 23% των γονέων έθεσε κανόνες<br />

στην χρήση του Η/Υ, 16% στο είδος μουσικής, 13% στα<br />

προγράμματα της τηλεόρασης, το12% στα βιντεοπαιγνίδια.<br />

Μόνο 25% χρησιμοποίησαν τεχνολογίες γονεικού<br />

ελέγχου στον Η/Υ και 6% στην τηλεόραση (20).<br />

Η εύκολη πρόσβαση στα μέσα, αυξάνει την χρήση<br />

(9). Παιδιά με τηλεόραση στο υπνοδωμάτιο, βλέπουν 1<br />

½ ώρα την ημέρα περισσότερο. Αυξημένη χρήση γίνεται<br />

και όταν υπάρχει κονσόλα για βιντεοπαιχνίδια ή<br />

υπολογιστής στο υπνοδωμάτιο.<br />

Συνιστάται στους γονείς:<br />

1. Να διδάσκουν στο παιδί προσεκτική επιλογή<br />

προγραμμάτων.<br />

2. Να παρακολουθούν τα προγράμματα με το παιδί<br />

και να συζητούν μαζί του το περιεχόμενο.<br />

3. Να διδάξουν στα παιδιά πως να κρίνουν και να<br />

αξιολογούν τα προγράμματα.<br />

4. Να μειώσουν τον χρόνο που αφιερώνεται από<br />

το παιδί στην χρήση ΜΜΕΨ συνολικά, σε όχι περισσότερο<br />

από 1-2 ώρες ημερησίως.<br />

5. Να χρησιμοποιούν τεχνολογίες γονεικού ελέγχου.<br />

6. Να αποτελούν οι ίδιοι πρότυπα καλής χρήσης<br />

των ΜΜΕΨ με το να περιορίσουν τον χρόνο που καταναλώνουν<br />

σε αυτά και να είναι επιλεκτικοί στο περιεχόμενο.<br />

7. Να αφιερώνουν χρόνο στα παιδιά και να μην<br />

χρησιμοποιούν την τηλεόραση σαν «μπειμπυσίτερ».<br />

8. Να ενθαρρύνουν εναλλακτικές δραστηριότητες.<br />

9. Να ενθαρρύνονται οι εκπαιδευτικές και δημιουργικές<br />

δυνατότητες των Μέσων.<br />

10. Δεν επιτρέπεται η παρουσία ηλεκτρονικών μέσων<br />

(τηλεόραση, υπολογιστής, βιντεοπαιχνίδια) στα<br />

δωμάτια των παιδιών.<br />

11. Δεν επιτρέπεται σε παιδιά μικρότερα των δύο<br />

ετών να παρακολουθούν τηλεόραση<br />

12. Όταν αντιλαμβάνονται προβολή ακατάλληλων<br />

μηνυμάτων, να διαμαρτύρονται προς τους αρμόδιους<br />

φορείς.<br />

Ως προς το διαδίκτυο:<br />

1 Να χρησιμοποιούν φραγμούς και να εποπτεύουν<br />

την χρήση του διαδικτύου<br />

2 Να διδάξουν στα παιδιά ότι οι άνθρωποι που<br />

γνωρίζουν μέσω διαδικτύου, δεν είναι πάντα αυτό<br />

που παρουσιάζονται ότι είναι.<br />

3. Να διδάξουν τα παιδιά να προβληματίζονται<br />

για την πηγή και τα κίνητρα των πληροφοριών – μηνυμάτων<br />

του διαδικτύου, και να απαντούν στις εξής<br />

ερωτήσεις: Ποιος είναι η πηγή του μηνύματος; Τι κάνει<br />

για να ελκύσει την προσοχή μου; Ποιες απόψεις<br />

υποστηρίζει, επιτίθεται ή παραλείπει το μήνυμα; Ποια<br />

είναι τα κίνητρα του αποστολέα; Πώς με επηρεάζει;<br />

Πως θα αντιλαμβανόταν και πως θα αντιδρούσε στο<br />

μήνυμα κάποιος άλλος;<br />

Όταν οι γονείς θέτουν κανόνες (και τους τηρούν),<br />

υπάρχουν αποτελέσματα. Παιδιά που οριοθετούνται<br />

στην χρήση ΜΜΨΕ, τα χρησιμοποιούν 2 ώρες λιγότερο,<br />

από ότι παιδιά χωρίς οριοθέτηση.<br />

Γ) Ρόλος των ειδικών υγείας<br />

Οι Ψυχίατροι, Παιδίατροι και άλλοι ειδικοί, μπορούν<br />

να ενσωματώσουν στην εξέταση παιδιών και<br />

εφήβων, δύο πολύ σύντομες ερωτήσεις:<br />

1) Πόση ώρα καταναλώνεις συνολικά στην χρήση<br />

ηλεκτρονικών Μέσων καθημερινά;<br />

2) Υπάρχει τηλεόραση, ή υπολογιστής στο υπνοδωμάτιο;<br />

Με τον τρόπο αυτό, αποκτούνται πληροφορίες για<br />

ζητήματα υγείας, αλλά και υπογραμμίζονται οι συνέπειες<br />

της κακής χρήσης των ΜΜΕΨ. Μετά από σύντομη<br />

παρέμβαση τέτοιου τύπου σε παιδιατρική παρακολούθηση<br />

ρουτίνας, ο χρόνος χρήσης ΜΜΨΕ μετά 6<br />

μήνες, ήταν πολύ μειωμένος(106).<br />

- Η Ιατρική κοινότητα θα πρέπει να συμπεριλάβει<br />

ζητήματα σχετικά με τα ΜΜΕΨ, σε συζητήσεις για την<br />

υγεία των ανηλίκων, στην έρευνα και στην ιατρική<br />

εκπαίδευση.<br />

- Ενημέρωση γονέων, δασκάλων και της κοινότητας<br />

για τις επιδράσεις των ΜΜΕΨ<br />

- Θα ήταν ίσως σκόπιμο να δημιουργηθεί από τον<br />

Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο μία επιτροπή, για τις επιπτώσεις<br />

στην Δημόσια Υγεία, που θα μπορούσε να<br />

ενημερώνει και να συντονίζει συναρμόδιους φορείς.<br />

Δ) Η βιομηχανία του θεάματος, οφείλει να αναλάβει<br />

την ευθύνη για τον αντίκτυπο των προιόντων της<br />

στην Δημόσια Υγεία.<br />

Eπίσης, μπορεί να δημιουργεί προιόντα που ενισχύουν<br />

επιθυμητές συμπεριφορές, πχ, επίλυση συγκρούσεων<br />

χωρίς βία, κοινωνικές και άλλες δεξιότητες,<br />

συμπεριφορά αλληλοβοήθειας, αγωγή υγείας, σεξουαλικότητα<br />

στα πλαίσια μιας σχέσης με δέσμευση,<br />

αγάπη και υπευθυνότητα.<br />

Ε) Η Πολιτεία χρειάζεται να ρυθμίζει νομοθετικά<br />

την χρήση των ΜΜΕΨ, βασιζόμενη στα επιστημονικά<br />

δεδομένα.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 83<br />

ΣΥΖΗΤΗΣΗ<br />

Η σύγχρονη κοινωνία απαιτεί συστηματικό έλεγχο<br />

των προιόντων διατροφής των παιδιών, αλλά «κλείνει<br />

τα μάτια» στην ποιότητα της«πνευματικής τροφής»<br />

που καταναλώνουν.<br />

Οι γονείς ελέγχουν τον χρόνο των παιδιών εκτός<br />

σπιτιού, ανησυχούν για τις συναναστροφές των παιδιών<br />

τους και φροντίζουν να γνωρίζουν τους φίλους<br />

τους και τις οικογένειές τους, αναζητούν μορφωμένους,<br />

αξιόπιστους και ηθικούς δασκάλους. Όμως, δεν<br />

φαίνεται να συνειδητοποιούν ότι τα ΜΜΕΨ έχουν γίνει<br />

ο «κολλητός» φίλος και ο εκπαιδευτής των παιδιών<br />

τους , που μπορεί με ευκολία να διδάσκει συμπεριφορές<br />

και αξίες διαφορετικές από αυτές της οικογένειας.<br />

Τα ασφαλή όρια της οικογένειας, της γειτονιάς και της<br />

κοινότητας γίνονται διαπερατά και η προστασία των<br />

παιδιών πιο δύσκολη.<br />

Ουσιαστικά, η επιστημονική αντιπαράθεση για το<br />

αν η βία στα ΜΜΕΨ έχει συνέπειες, έχει λήξει. Η επίδραση<br />

της εικονικής βίας στους ανήλικους είναι αρκετά<br />

μεγάλη, ώστε να αποτελεί ένα κοινωνικό πρόβλημα<br />

Δημόσιας Υγείας. (5,33) Από το 1991 και μετά, η έρευνα<br />

επικεντρώνεται στο πως πόσο και γιατί.<br />

Ασφαλώς, η βία στα Μέσα, δεν είναι η μόνη αιτία<br />

βίας στην κοινωνία. Όμως, οποιοσδήποτε παράγοντας<br />

προκαλεί έστω και μικρή αύξηση στην βία δεν<br />

πρέπει να υποτιμάται.<br />

Χρειάζεται να ερευνηθεί περισσότερο η επίδραση<br />

των ΜΜΕΨ σε διαφόρους τομείς, όπως της σεξουαλικότητας,<br />

χρήσης ουσιών, διατροφής, νεανικής εγκληματικότητας.<br />

Πχ, επηρεάζει το σεξουαλικό περιεχόμενο<br />

στα ΜΜΨΕ τα σεξουαλικά πρότυπα, την σεξουαλική<br />

συμπεριφορά και δραστηριότητα; τον τύπο και την<br />

σταθερότητα των σχέσεων, τη δομή της οικογένειας,<br />

τα διαζύγια;<br />

Η έρευνα σε ανηλίκους χρειάζεται προσοχή από<br />

πλευράς δεοντολογίας, καθώς θίγει ζητήματα σχετικά<br />

με πράξεις και εμπειρίες που χαρακτηρίζονται «λανθασμένες»,<br />

«παράνομες», «ντροπιαστικές», «προσωπικές».<br />

Η διδασκαλία και ανάπτυξη κριτικών δεξιοτήτων<br />

ως προς τα ΜΜΕΨ, και μέσω της βασικής εκπαίδευσης<br />

των παιδιών είναι απαραίτητη, σ’ ένα περιβάλλον<br />

που βομβαρδίζει καθημερινά την ζωή των νέων με χειριστικά<br />

και παραπλανητικά μηνύματα.<br />

Η θεωρία της «κάθαρσης» που υποστηρίζει την<br />

«χρησιμότητα» των βίαιων θεαμάτων επικαλείται την<br />

άποψη του Αριστοτέλη ότι ο θεατής μπορεί να «εκτονωθεί»<br />

και να απαλλαγεί από συναισθήματα λύπης,<br />

φόβου, ή και επιθετικότητας, παρακολουθώντας τα<br />

εκδραματισμένα από ηθοποιούς.<br />

Βέβαια, η Αριστοτελική «κάθαρση» αναφέρεται<br />

στην παρακολούθηση ποιοτικών θεατρικών παραστάσεων<br />

όπου παρουσιάζονται ανάγλυφα οι συνέπειες<br />

των αρνητικών πράξεων και αποδίδεται δικαιοσύνη.<br />

O Πλάτωνας συνιστά αυστηρό έλεγχο των θεαμάτων:<br />

«Οι κριτές των θεαμάτων οφείλουν να διαθέτουν σημαντικές<br />

αρετές. Όπου οι νόμοι αναθέτουν την κρίση<br />

στην πλειοψηφία των θεατών (βλ δείκτες τηλεθέασης)<br />

διαφθείρονται οι δημιουργοί, καθώς προσπαθούν<br />

να ικανοποιήσουν τις αμφίβολης αξίας επιθυμίες των<br />

κριτών τους. Αυτό είναι καταστροφικό για την ποιότητα<br />

της απόλαυσης των θεατών, που θα έπρεπε<br />

να καλλιεργούνται, ακούγοντας πράγματα καλύτερα<br />

από τις προτιμήσεις τους». (107) «Αν ήμουν νομοθέτης<br />

θα επέβαλα την εσχάτη των ποινών σε όποιον τολμούσε<br />

να πει, ότι υπάρχουν άνθρωποι ανήθικοι που<br />

ζουν όμορφα». (107) «Ο έμφρων νομοθέτης θα έπρεπε<br />

να υποχρεώσει τους μεγαλύτερους να σέβονται τους<br />

νέους και να προσέχουν πάντα, μην τυχόν κάποιος<br />

νέος τους δει ή τους ακούσει να κάνουν ή να λένε κάτι<br />

αισχρό. Διότι, όπου οι μεγάλοι είναι ξεδιάντροποι, εκεί<br />

και οι νέοι γίνονται αναίσχυντοι» (108).<br />

Βιβλιογραφiα<br />

1. Mistry KB, Minkovitz CS, Strobino DM, et al. Children’s<br />

television exposure and behavioral and social<br />

outcomes at 5,5 years: Does timing of exposure matter?<br />

Pediatrics 2007;120(4):762-769<br />

2. Kourlaba G, Kondaki K, Liarigkovinos T, et al. Factors<br />

associated with television viewing time in toddlers<br />

and preschoolers in Greece : the GENESIS study. J<br />

Publ Health Advance 2009;31(2):222-230<br />

3. Dill KE. Children at play? Essay review of “kids and<br />

media in America” by D. Roberts and U Foehr . Human<br />

Development 2005;48:315-322<br />

4. Villani S. Impact of media on children and adolescents<br />

: A10-year review of the research. J Am Acad<br />

Child Adolesc Psychiatry 2001;40(4):392-401<br />

5. Huesman LR. The impact of electronic media violence:<br />

scientific theory and research. J Adolesc<br />

Health 2007;41(6 Suppl 1): S6-13<br />

6. Federman J. National Television Violence Study I.<br />

Thousand Oaks, CA: Sage; 1996<br />

7. Federman J. National Television Violence Study II.<br />

Thousand Oaks, CA: Sage;1997<br />

8. Federman J. National Television Violence Study III.<br />

Thousand Oaks, CA: Sage; 1998


84<br />

Επίδραση των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής επικοινωνίας και ψυχαγωγίας στα παιδιά και τους εφήβους<br />

9. Strasburger VS, Donnerstein E. Children, adolescents<br />

and the media: Issues and solutions. Pediatrics<br />

1999;103(1):129-39<br />

10. Rydell A, Bremberg S. Television consumption and<br />

children’s health and adjustement, A systematic review.<br />

Swedish National Institute of Public Health<br />

2005. www.fhi.se<br />

11. Muray JP. Media violence: the effects are both<br />

real and strong. American Behavioral Scientist<br />

2008;51:1212-1229<br />

12. American Academy of Pediatrics. Council on communications<br />

and media. Policy Statement – Media<br />

Violence. Pediatrics 2009;124(5):1495-1503<br />

13. Strasburger VC. Risky business: What primary care<br />

practitioners need to know about the influence of<br />

the Media on adolescents. Prim Care Clin Office<br />

Pract 2006;33:317-48<br />

14. Eron LD, Huesman LR, Lefkowitz MM, et al. Does<br />

television violence cause aggression? American<br />

Psychologist 1972;27:253-63<br />

15. Johnson JG, Cohen P, Smailes EM, et al. Television<br />

viewing and aggressive behavior during adolescence<br />

and adulthood. Science 2002;295:2468-71<br />

16. Huesman LR, Moise-Titus J, Podolski C, et al. Longitudinal<br />

relations between children’s exposure to TV<br />

violence and their aggressive and violent behavior<br />

in young adulthood:1977-1992. Developmental Psychology<br />

2003;39(2):201-221<br />

17. Νational Institute of Mental Ηealth (1982). Television<br />

and behavior: Ten years of scientific progress and<br />

implications for the eighties: Vol 1. Summary report.<br />

Washington DC:Government Printing Office<br />

18. Joint Statement on the Impact of Entertainment<br />

Violence on Children. Congressional Public Health<br />

Summit . www.aap.org/advocacy/releases/jstmtevc.htm<br />

19. Carlson M, Marcus-Newhall A, Miller N. Effects of<br />

situational aggression cues: a quantitative review. J<br />

Pers Soc Psychol 1990;58:622-33<br />

20. Rideout V, Roberts DF, Foehr UG. Generation M:<br />

Media in the lives of 8-18 year-olds. A Kaiser Family<br />

Foundation study. March 2005<br />

21. Huesman LR, Lagerspetz K, Eron LD. Intervening<br />

variables in the TV violence – aggression relation:<br />

Evidence from two countries. Developmental Psychology<br />

1984;20(5):746-775<br />

22. Haninger K, Seamus Rean M, Thompson KM. Violence<br />

in Teen-rated video games. MedGenMed,<br />

2004;6(1):1-25<br />

23. Slater MD, Henry KL, Swaim RC, et al. Violent media<br />

content and aggressiveness in adolescents : a<br />

downward spiral model. Communication Research<br />

2003;30(6):713-36<br />

24. Gentile DA, Anderson CA, Yukawa S, et al. The<br />

effects of prosocial video games on prosocial behaviors:<br />

International evidence from correlational,<br />

longitudinal and experimental studies. Pers Soc<br />

Psychol Bull 2009;35(6):752-763<br />

25. Griffiths MD, Davies Mark NO, Chappell D. Online<br />

computer gaming: a comparison of adolescent and<br />

adult gamers. Journal of Adolescence 2004;27:87-<br />

96<br />

26. Brian D, Wiemer-Hastings P. Addiction to the internet<br />

and online gaming. CyberPsychology & Behavior2005;8(2):110-113<br />

27. Brown JD, Childers KW, Waszak CS.Television and<br />

adolescent sexuality. J Adolesc Health 1990;11:62-70<br />

28. Funk JB. Video Games. Adolescent Med Clinics<br />

2005;16:395-411<br />

29. Cantor J. Fright reaction to mass media. In J Bryand<br />

&D Zillman(Eds), Media effects: Advances in theory<br />

and research (2 nd ed) 2002 Mahwah NJ:Erlbaum<br />

30 Anderson CA, Bushman BJ. Effects of violent video<br />

games on aggressive behavior, aggressive cognition,<br />

aggressive affect, physiological arousal, and<br />

prosocial behavior: A metaanalysis of the scientific<br />

literature. Psychol Sci 2001;12:353-9<br />

31. Barlett CP, Anderson CA, Swing EL. Video game effects<br />

– confirmed, suspected and speculative. Simulation<br />

and gaming 2009;40(3):377-403<br />

32. Bushman BJ, Anderson CA. Comfortably numb. Desensitizing<br />

effects of violent media on helping others.<br />

Psychological Science 2009;20(3):273-277<br />

33. Anderson CA. An update on the effects of playing<br />

violent video games. Journal of Adolescence<br />

2004;27:113-22<br />

34. Bushman BJ, Huesmann LR. Short-term and longterm<br />

effects of violent media on aggression in<br />

children and adults. Arch Pediatr Adolesc Med<br />

2006;160:348-352<br />

35. Anderson CA, Shibuya A, Ihori N, et al. Violent<br />

video game effects on aggression, empathy and<br />

prosocial behavior in Eastern and Western countries:<br />

A metaanalytic review. Psychological Bulletin<br />

2010;136(2):151-173<br />

36. Young KS. Treatment outcomes with Internet addicts.<br />

CyberPsychology & Behavior 2007;10(5):671-<br />

679


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 85<br />

37. Bioulac S, Arfi L, Bouvard MP. Attention deficit/<br />

hyperactivity disorder and video games: A comparative<br />

study of hyperactive and control children.<br />

European Psychiatry 2008;23:134-141<br />

38. Lieberman DA. Management of chronic pediatric<br />

disease with interactive health games: Theory<br />

and research findings. Journal of Ambulatory Care<br />

Management 2001;24:26-38<br />

39. θ’ Ceranoglu TA. Star Wars in psychotherapy: video<br />

games in the office. Acad Psychiatry 2010;34:233-236<br />

40. Funk JB, Bechtoldt Baldacci H, Pasold T, et al. Violence<br />

exposure in real life, video games, television,<br />

movies, and the internet: is there desensitization?<br />

Journal of Adolescence 2004;27:23-39<br />

41. Ran Wei. Effects of playing violent videogames<br />

on chinese adolescent’s pro-violence attitudes, attitudes<br />

toward others, and aggressive behavior. CyberPsychology<br />

& Behavior 2007;10(3):371-380<br />

42. Walma van der Molen JH, Bushman BJ. Children’s<br />

direct fright and worry reactions in fiction and<br />

news television programs. The Journal of Pediatrics<br />

2008;153(3):420-424<br />

43. Bryant P, Bryant JA. Adolescents and the internet.<br />

Adolesc Μed 2005 ;16 :413-26<br />

44. Kunkel D, Cope KM, Farinola WM, et al. Sex on TV:<br />

A biennial report to the Kaiser Family Foundation.<br />

Washington, DC: The Henry Kaiser Family Foundation.1999<br />

45. Wolak J, Mitchell K, Finkelhor D. Unwanted and<br />

wanted exposure to online pornography in a national<br />

sample of youth internet users. Pediatrics<br />

2007;119(2):247-257<br />

46. Strasburger VC. Adolescents, sex and the media:<br />

Ooooo, baby, baby –a Q & A. Adolesc Med<br />

2005;16:269-88<br />

47. American Academy of Pediatrics, Committee on<br />

communications. Sexuality, contraception and the<br />

Media. Pediatrics 1995;95:298-300<br />

48. Ashby SL, Arcari CM, Edmonson MB. Television viewing<br />

and risk of sexual initiation by young adolescents.<br />

Arch Pediatr Adolesc Med 2006;160(4):375-380<br />

49. Brown JD, L’Engle KL, Pardun CG, et al. Sexy media<br />

matter: exposure to sexual content in music,<br />

movies, television, and magazines predicts black<br />

and white adolescents’ sexual behavior. Pediatrics<br />

2006;117(4):1018-1027<br />

50. Weisz M, Earls C. The effects of exposure to filmed<br />

sexual violence on attitudes towards rape. J Interpers<br />

Violence 1995;10:71-84<br />

51. Collins RL, Elliot MN, Berry SH, et al. Watching<br />

sex on television predicts adolescent initiation of<br />

sexual behavior. Pediatrics 2004;114(3):e280-9<br />

52. Milburn M, Mather R, Conrad S. The effects of viewing<br />

R-rated movie scenes that objectify women, on<br />

perceptions of date rape. Sex Roles 2000;43:645-64<br />

53. Kaestle C E, Halpern CT, Brown JD. Music videos,<br />

pro wrestling and acceptance of date rape among<br />

middle school males and females: an exploratory<br />

analysis. J Adolesc Health 2007;40:185-187<br />

54. Escobar-Chaves SL, Tortolero SR, Markham CM, et<br />

al. Impact of the media on adolescent sexual attitudes<br />

and behaviors. Pediatrics 2005;116(1):303-326<br />

55. www.kff.org/entmedia/upload/7638.pdf<br />

56. American Academy of Pediatrics (Council on communications<br />

and media). Policy Statement – Impact<br />

of music, music lyrics and music videos on children<br />

and youth. Pediatrics 2009;124(5):1488-1494<br />

57. Durant RH, Rich M, Emans SJ, et al. Violence and<br />

weapon carrying in music videos. Arch Pediatr<br />

Adolesc Med 1997;151:443-448<br />

58. Rich M, Woods ER, Goodman E, et al. Aggressors or<br />

victims: gender and race in music video violence.<br />

Pediatrics 1998;101:669-674<br />

59. Charlesworth MA, Glantz SA. Smoking in the movies<br />

increases adolescent smoking: A review. Pediatrics<br />

2005;116(6):1516-1528<br />

60. American Academy of Pediatrics, Committee<br />

on public education. Media education. Pediatrics1999;104(2):341-343<br />

61. American Academy of Pediatrics, Committee on<br />

communications. Children, adolescents and advertising.<br />

Pediatrics 1995;(2):295-297<br />

62. American Academy of Pediatrics. Children, adolescents<br />

and advertising. Pediatrics 2006;118(6):2563-<br />

2569<br />

63. Borzekowski DLG, Bayer AM. Body image and<br />

media use among adolescents. Adolesc Med<br />

2005;16:289-313<br />

64. Findhahl O. Preschoolers and the internet. Will children<br />

start to use internet when they start walking?<br />

World Internet Institute. Presented at the EU-kids<br />

online conference, 11 June 2009, London<br />

65. Gould MS, Munfakh JLH, Lubell K, et al. Seeking<br />

help from the internet during adolescence. J Am<br />

Acad Child Adolesc Psychiatry 2002;41:1182-9<br />

66. Staksrud E, Livingstone S. Children and online risk:<br />

powerless victims or resourceful participants?<br />

Draft.AoIR Copenhagen Oct 2008


86<br />

Επίδραση των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής επικοινωνίας και ψυχαγωγίας στα παιδιά και τους εφήβους<br />

67. Hasebrink U, Livingstone S, Haddon L. Comparing<br />

children’s online opportunities and risks across Europe:<br />

Cross-national comparisons for EU Kids Online.<br />

2008 EU Kids Online Deliverable D3.2 for the<br />

EC Safer Plus programme. London: LSE<br />

68. Κατερέλλος, Π Παπαδόπουλος. Οι έφηβοι και<br />

το internet. Ασφαλής και δημιουργική χρήση.<br />

2009 Εκδόσεις Καστανιώτη<br />

69. Young KS. Internet addiction: the emergence of<br />

a new clinical disorder. CyberPsychology and Behavior<br />

19981(3):237-244<br />

70. Tsitsika A, Critselis E, Kormas G, et al. Adolescent<br />

pornographic internet site use: a multivariate regression<br />

analysis of the predictive factors of use<br />

and psychosocial implications. CyberPsychology<br />

and Behavior 2009;12(5):545-550<br />

71. Tsitsika A, Critselis E, Kormas G, et al. Internet use<br />

and misuse: a multivariate regression analysis of<br />

the predictive factors of internet use among Greek<br />

adolescents. Eur J Pediatr 2009;168:655-665<br />

72. Johnson JG, Cohen P, Kasen S, et al. Extensive television<br />

viewing and the development of attention and<br />

learning difficulties during adolescence. Archives of<br />

Pediatrics & Adolescent Medicine 2007;161(5):480-<br />

486<br />

73. Strevens T, Mulsow M. There is no meaningful relationship<br />

between television exposure and symptoms<br />

of Attention-Deficit/Hyperactivity Disorder.<br />

Pediatrics2006;117:665-672<br />

74. ΠΡ Miller CJ,Marks DJ, Miller SR, et al. Brief report:<br />

television viewing and risk for attention problems<br />

in preschool children. J Pediatr Psychol 2007;32:448-<br />

452<br />

75. Thakkar RR, Garison MM, Christakis DA. A systematic<br />

review for the effects of television<br />

viewing by infants and preschoolers. Pediatrics<br />

2006;118(5):2025-2031<br />

76. Zimmerman FZ, Christakis DA, Meltzoff AN. Associations<br />

between media viewing and language<br />

development in children under 2 years. The Journal<br />

of Pediatrics 2007;151(4)364-368<br />

77. Landhuis CE, Poulton R, Weltch D, et al. Does childhood<br />

television viewing lead to attentional problems<br />

in adolescence ? Results from a prospective<br />

longitudinal study. Pediatrics 2007;120(3):532-537<br />

78. Chan PA, Rabinowitz T. A cross-sectional analysis<br />

of videogames and attention deficit hyperactivity<br />

disorder symptoms in adolescents. Annals of General<br />

Psychiatry 2006;5:16<br />

79. Zimmerman FJ, Christakis DA. Associations between<br />

content types of early media exposure<br />

and subsequent attentional problems. Pediatrics<br />

2007;120(5):986-992<br />

80. Wartella E, Robb M. Young babies, new media. J<br />

Child Media 2007;1:35-44<br />

81. Dworac M, Schierl T, Bruns T, et al. Impact of singular<br />

excessive computer game and television exposure<br />

on sleep patterns and memory performance<br />

of school-aged children. Pediatrics 2007;120(5):978-<br />

985<br />

82. Sharif I, Wills TA, Sargent JD. Effect of visual media<br />

use on school performance: A prospective study. J<br />

Adolesc Health 2010;46(1):52-61<br />

83. λ Derenne LJ, Beresin EV. Body image, media, and<br />

eating disorders. Acad Psychiatry 2006;30:257-261<br />

84. Jago R, Baranowski T, Baranowski JC, et al. BMI from<br />

3-6y of age is predicted by TV viewing and physical<br />

activity, not diet. Int J Obesity 2005;29:557-564<br />

85. Lazarou C, Soteriades E. Children’s physical activity,<br />

TV watching and obesity in Cyprus: the CYKIDS<br />

study. Eur J Public Health 2009;20(1):70-77<br />

86. Hancox RJ, Poulton R. Watching television is associated<br />

with childhood obesity : but is it clinically<br />

important ? Int J Obesity 2006;30:171-175<br />

87. Landhuis EL, Poulton r, Welch D, et al. Programming<br />

obesity and poor fitness : The long-term impact of<br />

childhood television. Obesity 2008;16(6):1457-1459<br />

88. Gillespie RM. The physical impact of computer and<br />

electronic game use on children and adolescents, a<br />

review of current literature. Work 2002;18:249-59<br />

89. Σιώμος Κ, Αγγελόπουλος Ν. Διαταραχή εθισμού<br />

στο Διαδίκτυο. Ψυχιατρική 2008;19(1):52-58<br />

90. Uhlmann E, Swanson J. Exposure to violent video<br />

games increases automatic aggressiveness. Journal<br />

of Adolescence 2004;27:41-52<br />

91. Carnagey NC, Anderson CA, Bartholow BD. Media<br />

violence and social neuroscience. New questions<br />

and new opportunities. Current Directions in Psychological<br />

Science 2007;16(4):178-182<br />

92. Bartholow BD, Bushman BJ, Sestir MA. Chronic violent<br />

video game exposure and desensitization to<br />

violence: Behavioral and event-related brain potential<br />

data. Journal of Experimental Social Psychology<br />

2006;42(4):532-539<br />

93. Carnagey NC, Anderson CA, Bushman BJ. The effect<br />

of video game violence on physiological desensitization<br />

to real-life violence. Journal of Experimental<br />

Social Psychology 2007;43:489-496


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 87<br />

94. Strasburger VC. First do no harm: Why have parents<br />

and pediatricians missed the boat on children and<br />

Media? the Journal of Pediatrics 2007;151(4):334-346<br />

95 Βrown KD,Hamilton-Giachritsis C. The influence of<br />

violent media on children and adolescents:a publichealth<br />

approach. Lancet 2005;365:702-710<br />

96. Paik H, Comstock G. The effects of television violence<br />

on antisocial behaviour: a meta-analysis.<br />

Communication research1994;21:516-546<br />

97. Ferguson CJ, Kilburn J. The public health risks of<br />

media violence: a meta-analytic review. J Pediatr<br />

2009;154:759-763<br />

98. Christakis DA, Zimmerman FJ, DiGiuseppe DL, et al.<br />

Early television exposure and subsequent attentional<br />

problems in children. Pediatrics 2009;113(4):708-713<br />

99. Ferguson CJ, Kilburn J. Much ado about nothing:<br />

The misestimation and overinterpretation of violent<br />

video game effects in eastern and western<br />

nations:Comment on Anderson et al. (2010). Psychological<br />

Bylletin 2010;136(2):174-178<br />

100. Gill T. No fear: growing up in a risk averse society.<br />

2007 London: Calouste Gulbenkian Foundation<br />

101. McCannon R. Adolescents and media literacy.<br />

Adolesc Med 2005;16:463-80<br />

102. Bushman BJ, Rothstein HR, Anderson CA. Much<br />

ado about something: Violent video game effects<br />

and a school of Red Herring: Reply to Ferguson<br />

and Kilburn (2010). Psychological Bulletin<br />

2010;136(2):182- 187<br />

103. Bushman BJ, Anderson CA. Media violence and<br />

the American public: scientific facts versus media<br />

misinformation. Am Psychol 2001;56:477-489<br />

104. Freed R. Pulling the plug on entertainment industry<br />

ratings. Rich M. In reply. Pediatrics 2007;119:1259-<br />

61 (letter) Rich M. In reply. Pediatrics 2007;119:1261<br />

(letter)<br />

105. Anderson CA, Bushman BJ. The effects of Media<br />

violence on society. Science 2002; 295:2377-2379<br />

106. Barkin SL, Finch SA, Ip EH, et al. Is office-based<br />

counseling about media use, timeouts and firearm<br />

storage effective? Results from a cluster-randomized,<br />

controlled trial. Pediatrics 2008;122(1):e15-e25<br />

107. Πλάτων. ΝΟΜΟΙ Β’<br />

108. Πλάτων. ΝΟΜΟΙ ΣΤ’


ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ<br />

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΑΣΘΕΝΩΝ 3ης ΗΛΙΚΙΑΣ ΣΤΗN ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ<br />

Εισαγωγή - Επιδηνιολογικά και κοινωνικοοικονομικά δεδομένα<br />

ΕΙ Διαμαντόπουλος<br />

Αν. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Διευθυντής Δ’ Παθολογικού Tμήματος &<br />

Μονάδας Παθολογικής Αγγειολογίας Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

DIAMANTOPOULOS IE. Medical management of aged people. The number of persons over 65 years of age rises<br />

dramatically worldwide especially in the developing countries. The rapid rate of increase of this population impedes<br />

the national health services to offer the appropriate support needed. Aged people constitute an active part of the<br />

community and their quality of life and autonomy must be preserved by the society. Studies exclusively designed for<br />

the elderly are limited mainly because of the heterogeneity of this population. Appropriate guidelines, therefore, are<br />

generally missing. The most common abnormal conditions presented are due to cardiovascular diseases, dementia and<br />

neoplasms. The high frequency of multimorbidity among the aged people very often leads to multidrug prescription, thus<br />

increasing the risk of adverse side effects and serious complications. Consequently, profound knowledge and enhanced<br />

physicians awareness are required. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 88-90, 2011.<br />

Key words: ageing, older people, medical management, gerontology<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Ο αριθμός των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών αυξάνεται συνεχώς σε παγκόσμια κλίμακα, ιδιαίτερα δε στις<br />

αναπτυσσόμενες χώρες. Στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι το έτος 2025 το 31.6% του πληθυσμού θα είναι άνω των<br />

65%. Παράλληλα, όμως, επιταχύνεται και ο ρυθμός της αύξησης αυτής, προκαλώντας τεράστια δυσλειτουργία<br />

στα εθνικά συστήματα υγείας. Τα ηλικιωμένα άτομα αποτελούν ενεργά μέλη του κοινωνικού συνόλου και πρέπει<br />

να αντιμετωπίζονται ανάλογα από το περιβάλλον τους, την πολιτεία και ειδικότερα τους φορείς υγείας. Η<br />

διατήρηση της ποιότητας ζωής τους, η εξασφάλιση της αυτονομίας και της αυτάρκειάς τους και η εξειδικευμένη<br />

αντιμετώπιση σε περίπτωση ασθένειας, είναι πρωταρχικής σημασίας. Τα άτομα της τρίτης ηλικίας παριστούν<br />

μια ιδιαίτερα ανομοιογενή ομάδα, γεγονός που οδηγεί, μεταξύ άλλων, στην έλλειψη μεγάλων μελετών και στην<br />

απουσία κατευθυντήριων οδηγιών για την αντιμετώπισή τους. Τα καρδιαγγειακά είναι τα πιο συχνά νοσήματα<br />

στους ηλικιωμένους και ακολουθούν οι νευροψυχιατρικές διαταραχές και τα νεοπλάσματα. Η συνύπαρξη διαφόρων<br />

παθολογικών καταστάσεων απαιτεί, συνήθως, και τη συγχορήγηση περισσοτέρων της μιας φαρμακευτικών<br />

ουσιών. Για την αποφυγή της πολυφαρμακίας και των ανεπιθύμητων ενεργειών, που είναι ιδιαίτερα συχνές μεταξύ<br />

των ηλικιωμένων, η συνταγογράφηση πρέπει να ακολουθεί ιδιαίτερη στρατηγική. Νοσοκομειακά Χρονικά,<br />

73, Συμπλήρωμα, 88-90, 2011.<br />

Λέξεις κλειδιά: τρίτη ηλικία, ηλικιωμένα άτομα, νοσηρότητα, θεραπευτική αντιμετώπιση<br />

Ο αριθμός των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών<br />

αυξάνεται συνεχώς στις οικονομικά αναπτυγμένες<br />

χώρες και ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες. Στις Ηνωμένες<br />

Πολιτείες το 2030 αναμένεται να είναι εν ζωή<br />

περισσότερα από 70 εκατομμύρια ηλικιωμένα άτομα.<br />

Στην Ελλάδα, το 2002, το 23.9% του πληθυσμού<br />

ήταν άνω των 60 ετών, ποσοστό το οποίο αναμένεται<br />

το έτος 2025 να φτάσει στο 31.6%. Στην Κίνα, το<br />

ίδιο έτος, οι ηλικιωμένοι αναμένεται να απαριθμούν<br />

το ένα τρίτο του πληθυσμού της Ευρώπης. Η αύξηση<br />

του μέσου όρου ηλικίας στις αναπτυσσόμενες χώρες<br />

συνοδεύεται και από παράλληλη μείωση της γεννητικότητας,<br />

με αποτέλεσμα ο λόγος ατόμων ηλικίας άνω<br />

των 60 ετών προς αυτών ηλικίας 15-60 ετών να τείνει<br />

προς διπλασιασμό την επόμενη δεκαπενταετία. Όμως,<br />

εκτός από την απόλυτη αύξηση του αριθμού των ηλι-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 89<br />

κιωμένων, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και ο ρυθμός<br />

της αύξησης αυτής. Έτσι, ενώ για ένα ανεπτυγμένο<br />

κράτος, όπως για παράδειγμα τη Γαλλία, χρειάστηκαν<br />

115 χρόνια για να διπλασιαστεί το ποσοστό των ηλικιωμένων<br />

(από 7% σε 14%), για την Κίνα απαιτήθηκαν<br />

μόλις 27 έτη. Αυτό είναι προφανές πως προκαλεί σε<br />

παγκόσμια κλίμακα τεράστια δυσλειτουργία στα συστήματα<br />

υγείας, τα οποία δεν διαθέτουν ούτε τους<br />

απαραίτητους οικονομικούς πόρους, ούτε τις απαιτούμενες<br />

υποδομές, αλλά και το χρόνο για να μπορέσουν<br />

να προσαρμοστούν στις αυξημένες ανάγκες<br />

αντιμετώπισης των ατόμων τρίτης ηλικίας, τόσο σε<br />

πρωτοβάθμιο όσο και σε δευτεροβάθμιο επίπεδο φροντίδας<br />

της υγείας 1 .<br />

Τα ηλικιωμένα άτομα αποτελούν ενεργά μέλη του<br />

κοινωνικού συνόλου και συνεπώς πρέπει να αντιμετωπίζονται<br />

ανάλογα από το οικογενειακό τους και<br />

το κοινωνικό περιβάλλον, την πολιτεία και ειδικότερα<br />

τους φορείς υγείας. Η διατήρηση της ποιότητας ζωής<br />

τους, η εξασφάλιση της αυτονομίας και της αυτάρκειάς<br />

τους, η πρόληψη κακώσεων, συνήθως μετά από πτώση,<br />

και η εξειδικευμένη αντιμετώπιση σε περίπτωση<br />

ασθένειας, είναι πρωταρχικής σημασίας. Αυτό βέβαια<br />

απαιτεί την ανάπτυξη υπηρεσιών και δομών ειδικά<br />

για ηλικιωμένα άτομα. Στις υγειονομικά αναπτυγμένες<br />

χώρες υπάρχει πρόβλεψη διαρκούς κάλυψης του 10%<br />

των ηλικιωμένων σε κλίνες προστατευμένης διαμονής<br />

ή εξειδικευμένης παροχής νοσηλευτικών υπηρεσιών.<br />

Αν αυτό εφαρμοζόταν στη χώρα μας θα χρειαζόμασταν<br />

150.000 προστατευμένες κλίνες 2 .<br />

Τα άτομα της τρίτης ηλικίας παριστούν μια ιδιαίτερα<br />

ανομοιογενή ομάδα με μεγάλες διαφορές ως<br />

προς την αυτονομία και το προσδόκιμο επιβίωσής<br />

τους. Προφανώς, αυτό επηρεάζει τα αποτελέσματα<br />

των μεγάλων μελετών σε πληθυσμούς ηλικιωμένων,<br />

καθιστώντας τις ιδιαίτερα αναξιόπιστες. Η HYVET,<br />

για παράδειγμα, η οποία είναι η μόνη μεγάλη μελέτη<br />

που υπάρχει και δημοσιεύτηκε πρόσφατα, δέχεται ήδη<br />

μεγάλη κριτική αναφορικά με τα διαχρονικά αποτελέσματα<br />

της αντιυπερτασικής αγωγής σε άτομα ηλικίας<br />

άνω των 80 ετών, αφού στην πράξη, με βάση τα κριτήρια<br />

αποκλεισμού, οι συμμετέχοντες ήταν πολύ μικρότερης<br />

βιολογικής ηλικίας. Η έλλειψη μεγάλων μελετών<br />

και η επακόλουθη απουσία κατευθυντήριων οδηγιών<br />

καθιστά επιτακτική την εξειδικευμένη και συνεχή<br />

εκπαίδευση όλων των εμπλεκομένων επαγγελματιών<br />

υγείας (ιατρών, ψυχολόγων, κοινωνιολόγων, νοσηλευτών<br />

και κοινωνικών λειτουργών) 3 .<br />

Η «οργανική» ηλικία των ατόμων της τρίτης ηλικίας<br />

εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, κυρίως<br />

φυλοσυνδετικούς και κοινωνικοοικονομικούς. Απλά<br />

ερωτηματολόγια, σε συνδυασμό με το ιστορικό και<br />

την αδρή αντικειμενική εξέταση, παρέχουν γρήγορα<br />

στο γιατρό τις απαραίτητες πληροφορίες για την νοητική<br />

και σωματική κατάσταση του ατόμου, στοιχεία<br />

απαραίτητα για τη λήψη εξατομικευμένων διαγνωστικών<br />

και θεραπευτικών αποφάσεων. Τα νοσήματα<br />

του καρδιαγγειακού συστήματος (αρτηριακή υπέρταση,<br />

καρδιαγγειακά ισχαιμικά επεισόδια, καρδιακή<br />

ανεπάρκεια) αποτελούν την πιο συχνή αιτία αναζήτησης<br />

βοήθειας τόσο σε επίπεδο πρωτοβάθμιας<br />

όσο και δευτεροβάθμιας περίθαλψης. Ακολουθούν<br />

οι νευροψυχιατρικές διαταραχές (άνοια, κατάθλιψη),<br />

διάφορες χρόνιες παθήσεις (σακχαρώδης διαβήτης,<br />

αποφρακτική πνευμονοπάθεια, νεφρική ανεπάρκεια)<br />

και τα νεοπλασματικά νοσήματα. Η εξασθένιση του<br />

ανοσοποιητικού συστήματος και οι ανά συστήματα<br />

δυσλειτουργίες που παρουσιάζουν οι ηλικιωμένοι,<br />

είναι υπεύθυνες για την αυξημένη επίπτωση των<br />

λοιμώξεων. Η έκπτωση των αισθήσεων, όρασης και<br />

ακοής, σε συνδυασμό με τις εκφυλιστικές παθήσεις<br />

των οστών (οστεοπόρωση) και των αρθρώσεων (εκφυλιστικές<br />

αρθροπάθειες) καθώς και τις διαταραχές<br />

της βάδισης (συνήθως λόγω ισχαιμικής εγκεφαλοπάθειας),<br />

είναι υπεύθυνες για τις συχνές πτώσεις<br />

και τα κατάγματα. Η μείωση των αντανακλαστικών<br />

μηχανισμών και της επάρκειας των φραγμών του<br />

δέρματος, όπως επίσης οι διαταραχές του αναπνευστικού,<br />

του πεπτικού και του ουροποιητικού συστήματος<br />

καθιστούν ιδιαίτερα επιρρεπή τα ηλικιωμένα<br />

άτομα σε ταχεία και σημαντική αφυδάτωση, γεγονός<br />

το οποίο για να προληφθεί απαιτεί έγκαιρη και ορθή<br />

αντιμετώπιση 4 .<br />

Η συνύπαρξη διαφόρων παθολογικών καταστάσεων<br />

απαιτεί, ως επί το πλείστον, και τη συγχορήγηση<br />

περισσοτέρων της μιας φαρμακευτικών ουσιών. Για<br />

την αποφυγή της πολυφαρμακίας, η συνταγογράφηση<br />

στους ηλικιωμένους πρέπει να ακολουθεί ιδιαίτερη<br />

στρατηγική. Η άριστη γνώση των ενδείξεων και αντενδείξεων<br />

αλλά και των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των<br />

συνταγογραφούμενων φαρμάκων, η ενδεχόμενη αναγκαιότητα<br />

τροποποίησης της χορηγούμενης δοσολογίας<br />

ή/και αγωγής ανά πάσα στιγμή, η ιεράρχηση των<br />

προβλημάτων και ο συνυπολογισμός του κόστους/<br />

οφέλους αποτελούν για τους παθολόγους ιατρούς,<br />

και όχι μόνο, τους βασικούς πυλώνες της ορθής κλινικής<br />

πρακτικής και φαρμακευτικής παρέμβασης στα<br />

άτομα της τρίτης ηλικίας 5,6 .


90<br />

Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας στην Παθολογία<br />

ΒιβλιογραφΙα<br />

1. Cassel, C. (1997). “Geriatric medicine as a challenge<br />

to internists.” South Med J 90(7): 762-764.<br />

2. Active Ageing. A Policy Framework. A contribution<br />

of the World Health Organization to the Second<br />

United Nations World Assembly on Ageing, Madrid,<br />

Spain, April 2002.<br />

3. Landefeld, C. S., M. A. Winker, et al. (2009). “Clinical<br />

care in the aging century--announcing “Care of<br />

the aging patient: from evidence to action”.” JAMA<br />

302(24): 2703-2704.<br />

4. Arai, H. (2009). “Geriatrics in the most aged country,<br />

Japan.” Arch Gerontol Geriatr 49 Suppl 2: S1-2.<br />

5. Grossman, C. M. (2010). “Growing up with geriatrics.”<br />

J Am Geriatr Soc 58(8): 1595-1596.<br />

6. Geriatric Medicine. An Evidence-Based Approach.<br />

Fourth Edition. ISBN 0-387-95514-3. Springer-Verlag<br />

© 2003


Ιατρική φροντίδα ατόμων τρίτης ηλικίας στην πρωτοβάθμια περίθαλψη<br />

Γ Μαρακομιχελάκης<br />

Επιμελητής Α’, Δ’ Παθολογικό Τμήμα – Μονάδα Παθολογικής Αγγειολογίας Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

MARAKOMICHELAKIS G. Primary care in the elderlies. Morbidity and mortality in the elderlies vary according to their<br />

functional status. Primary care physicians must be aware of the most frequent medical conditions among the aged people<br />

and the different diagnostic and therapeutic modalities that can be applied. While primary prevention is actually suitable for<br />

only a limited number of geriatric persons, secondary prevention must be offered to all but not to the seriously ill. Arterial<br />

hypertension should be managed according to the guidelines for the general population but individualized drug treatment is<br />

very often necessitated. Diabetes mellitus therapy must be given with caution in order to prevent hypoglycemic episodes<br />

frequently encountered among the aged people. Statin therapy for hyperlipidemia should be administered only to less than 80<br />

years old. Preventive measures must include influenza and pneumococcal vaccination, especially in elderlies with respiratory<br />

problems. Antibiotic prescription is often necessary as aged people are very susceptible to infections and consequently to<br />

severe complications. However, prior evaluation of liver and kidney function is indicated. Aplastic, macrocytic and ferropenic<br />

anemia, as well as the myelodysplastic syndromes are the most common hematological disorders. In all elderlies with chronic<br />

abdominal pain and especially in those with atrial fibrillation mesenteric ischemic disease must be ruled out because of its<br />

devastating consequences. Chronic obstructive pulmonary disease is often underestimated and untreated. Νοsokomiaka<br />

Chronika, 73, Supplement 91-96, 2011.<br />

Key words: primary care, elderlies, morbidity<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Οι ηλικιωμένοι παρουσιάζουν αυξημένα ποσοστά νοσηρότητας και ανάγκης για ιατρική περίθαλψη. Αποτελούν τον<br />

κύριο όγκο των επισκέψεων στα ιατρεία της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Η πρωτογενής και δευτερογενής πρόληψη,<br />

η προσεκτική συνταγογράφηση, η σωστή καθοδήγηση και μερικές φορές η ταχεία αντιμετώπιση από τον ιατρό<br />

πρώτης γραμμής είναι θεμελιώδους σημασίας. Τα καρδιαγγειακά νοσήματα είναι αυτά που πιο συχνά θα αντιμετωπιστούν<br />

σε επίπεδο εξωτερικού ιατρείου. Ακολουθούν τα νεοπλάσματα, οι νευροψυχιατρικές διαταραχές, οι<br />

λοιμώξεις, ο σακχαρώδης διαβήτης, οι πνευμονοπάθειες, τα αιματολογικά νοσήματα, η χρόνια δυσκοιλιότητα και ο<br />

χρόνιος πόνος. Η μείωση της επάρκειας του ανοσοποιητικού συστήματος οδηγεί σε αυξημένη επίπτωση των λοιμώξεων<br />

στα άτομα της τρίτης ηλικίας. Η συχνότερη εντόπιση αφορά στο αναπνευστικό, το ουροποιητικό, το δέρμα και<br />

το πεπτικό σύστημα. Η χρόνια αναιμία είναι το κύριο αιματολογικό νόσημα που θα απασχολήσει το γενικό γιατρό<br />

ή τον παθολόγο, ενώ από τις παθήσεις του πεπτικού σωλήνα ιδιαίτερα συχνή είναι η χρόνια δυσκοιλιότητα και<br />

σπανιότερα η ισχαιμική κολίτιδα. Επίσης, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια είναι μια πολύ συχνή πάθηση, η<br />

οποία συνήθως υποδιαγιγνώσκεται και υποθεραπεύεται. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 91-96, 2011.<br />

Λέξεις κλειδιά: πρωτοβάθμια φροντίδα, άτομα τρίτης ηλικίας, νοσήματα ηλικιωμένων<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Τα ηλικιωμένα άτομα, είτε λόγω της αυξημένης<br />

τους ευπάθειας είτε στα πλαίσια χρόνιων παθήσεων,<br />

παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά νοσηρότητας και ως<br />

εκ τούτου έχουν ιδιαίτερη ανάγκη για εξειδικευμένη,<br />

διαχρονική ιατρική φροντίδα. Αποτελούν τον κύριο<br />

όγκο των επισκέψεων στα ιατρεία της πρωτοβάθμιας<br />

περίθαλψης, χωρίς βέβαια να μπορεί να συνυπολογιστεί<br />

και η ανάγκη της κατ΄ οίκον αντιμετώπισης όταν<br />

η πρόσβασή τους στα ιατρεία δεν είναι εφικτή. Αν και


92<br />

Ιατρική φροντίδα ατόμων τρίτης ηλικίας στην πρωτοβάθμια περίθαλψη<br />

η πρωτογενής πρόληψη σπάνια μπορεί να εφαρμοστεί<br />

με την πρόοδο της ηλικίας, η δευτερογενής πρόληψη,<br />

η προσεκτική συνταγογράφηση, η σωστή καθοδήγηση<br />

και μερικές φορές η ταχεία αντιμετώπιση, είναι θεμελιώδους<br />

σημασίας 1 .<br />

Η ετερογένεια του πληθυσμού των ηλικιωμένων<br />

γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στους υγειονομικούς που<br />

έχουν επιφορτιστεί με την πρωτοβάθμια φροντίδα.<br />

Το φάσμα με το οποίο πρέπει να ασχοληθεί ο γιατρός<br />

είναι ιδιαίτερα ευρύ, ξεκινώντας από τον απλό<br />

προληπτικό εμβολιασμό έως τη σύνθετη αντιμετώπιση<br />

ενός ασθενούς με πολλαπλά προβλήματα και τη λήψη<br />

πολλών φαρμακευτικών σκευασμάτων. Σε κάθε περίπτωση<br />

είναι απαραίτητη η καταγραφή πλήρους ιστορικού<br />

και η λεπτομερής κλινική εξέταση. Οι ηλικιωμένοι,<br />

όχι σπάνια, είτε επειδή πάσχουν από αμνησία είτε<br />

γιατί δεν προβάλουν πλέον ως σημαντικά τα χρόνια<br />

νοσήματά τους, είναι δυνατόν να «αποκρύψουν» σημαντικά<br />

στοιχεία από το ιστορικό τους. Η αναφορά<br />

στα βιβλιάρια ασθενείας είναι απλή και δίνει πάντα<br />

χρήσιμες πληροφορίες ως προς τις παθήσεις, τη λαμβανόμενη<br />

φαρμακευτική αγωγή και τον εργαστηριακό<br />

έλεγχο, που μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο συγκριτικό<br />

στοιχείο. Αυτονόητα, ουσιώδης είναι και η ενημέρωση<br />

του βιβλιαρίου υγείας για κάθε νέα παρατήρηση. Τέλος,<br />

η επιβεβαίωση του ιστορικού από το οικογενειακό<br />

περιβάλλον ή το συνοδό του ασθενή είναι χρήσιμη 2 .<br />

Τα καρδιαγγειακά νοσήματα είναι αυτά τα οποία<br />

πιο συχνά θα αντιμετωπιστούν σε επίπεδο εξωτερικού<br />

ιατρείου. Ακολουθούν τα νεοπλάσματα, οι νευροψυχιατρικές<br />

διαταραχές, οι λοιμώξεις, ο σακχαρώδης<br />

διαβήτης, οι πνευμονοπάθειες, τα αιματολογικά νοσήματα,<br />

οι παθήσεις του θυρεοειδούς αδένα, η χρόνια<br />

δυσκοιλιότητα, οι διαταραχές της θρέψης, τα ουρολογικά<br />

προβλήματα και ο χρόνιος πόνος 3 .<br />

ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΜΕΤΡΩΝ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ<br />

ΗΛΙΚΙΑ.<br />

Γενικότερα, σήμερα, ο διαχωρισμός της πρωτογενούς<br />

από τη δευτερογενή πρόληψη θεωρείται πως<br />

είναι σε μεγάλο βαθμό τεχνητός και απαιτεί πλήρη<br />

διερεύνηση όλων των πιθανών υποκλινικών βλαβών<br />

των οργάνων στόχων. Λόγω της μακράς έκθεσης των<br />

υπερηλίκων σε πολλούς και συχνά αδιάγνωστους<br />

βλαπτικούς παράγοντες, πρωτογενής πρόληψη σπάνια<br />

μπορεί να εφαρμοστεί. Παράλληλα, λόγω της συνήθους<br />

απουσίας στοιχείων από μεγάλες μελέτες σε<br />

ηλικιωμένους, θεωρείται αποδεκτό να ασκείται πολιτική<br />

δευτερογενούς πρόληψης χρησιμοποιώντας δεδομένα<br />

από μελέτες ασθενών νεώτερης ηλικίας 4 .<br />

Οι κλασσικοί παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου<br />

θεωρούνται και στην τρίτη ηλικία υπεύθυνοι για την<br />

αυξημένη νοσηρότητα και θνητότητα, στο βαθμό που<br />

αυτή δεν μπορεί να αποδοθεί στη φυσιολογική γήρανση.<br />

Ποσοστό περισσότερο από το 70% των ατόμων<br />

αυτών παρουσιάζουν αρτηριακή υπέρταση, ιδίως<br />

συστολική. Το ένα τρίτο από αυτούς δεν γνωρίζει πως<br />

είναι υπερτασικοί και περισσότεροι από τους μισούς<br />

παραμένουν αρρύθμιστοι. Γενικά οι οδηγίες αντιμετώπισης<br />

της υπέρτασης έως την ηλικία των 80 ετών είναι<br />

ίδιες με αυτές του γενικού πληθυσμού. Σε μεγαλύτερες<br />

ηλικίες η αγωγή διατηρείται μόνο εφόσον γίνεται<br />

καλά ανεκτή. Ο στόχος και στους υπερήλικες, με βάση<br />

τις νεώτερες αναθεωρημένες κατευθυντήριες οδηγίες<br />

της Ευρωπαϊκής Αντιυπερτασικής Εταιρίας, πρέπει να<br />

είναι για τη συστολική και τη διαστολική αρτηριακή<br />

πίεση το 140/90 mmHg, αν και αυτό είναι πιο δύσκολο<br />

να επιτευχθεί. Η ανθεκτικότητα της υπέρτασης στους<br />

ηλικιωμένους, ιδίως στις γυναίκες και η συχνή άρνηση<br />

των ιατρών και των ασθενών να συμμορφωθούν<br />

με τις οδηγίες, εξηγεί τα μεγάλα ποσοστά αστοχίας.<br />

Τα αποτελέσματα κάποιων μικρότερων μελετών έδειξαν<br />

πιθανή αύξηση της θνησιμότητας των υπερηλίκων<br />

από τη μείωση της συστολικής, κυρίως, αρτηριακής<br />

πίεσης σε χαμηλά επίπεδα. Για το σκοπό αυτό διενεργήθηκε<br />

η μελέτη HYVET (Hypertension in the very Elderly<br />

Trial) που έδειξε ευνοϊκά αποτελέσματα ως προς την<br />

πρόληψη των μειζόνων καρδιαγγειακών συμβαμάτων<br />

με τη χορήγηση αντιυπερτασικών σε υπερήλικες που<br />

παρακολουθήθηκαν για ενάμιση έτος. Η συμμετοχή,<br />

όμως, στη μελέτη αυτή υπερηλίκων χωρίς εκδηλώσεις<br />

καρδιαγγειακής νόσου δημιουργεί έντονο προβληματισμό<br />

στο κατά πόσο τα αποτελέσματα αυτά μπορεί<br />

να εφαρμοστούν στην κλινική πράξη. Σε κάθε περίπτωση,<br />

απαιτείται εξατομίκευση των οδηγιών και της<br />

χορηγούμενης αγωγής. Ουσιαστικά, όλα τα αντιυπερτασικά<br />

φάρμακα μπορούν να χορηγηθούν στα άτομα<br />

της τρίτης ηλικίας. Με βάση τους παθοφυσιολογικούς<br />

μηχανισμούς οι ηλικιωμένοι εμφανίζουν κυρίως αυξημένη<br />

αντίσταση στην αορτή και αύξηση της κεντρικής<br />

αρτηριακής πίεσης. Ίσως για αυτό το λόγο φάρμακα<br />

όπως τα διουρητικά και οι αναστολείς των διαύλων<br />

ασβεστίου θεωρούνται ως πρώτης γραμμής για τους<br />

ηλικιωμένους. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις διεγνωσμένης<br />

εγκεφαλοαγγειακής νόσου οι αναστολείς ασβεστίου<br />

πρέπει να προτιμώνται. Τα φάρμακα που αναστέλλουν<br />

τον άξονα ρενίνης- αγγειοτασίνης πρέπει να<br />

χορηγούνται με προσοχή για τον κίνδυνο ορθοστατισμού<br />

και επιβάρυνσης της νεφρικής λειτουργίας. Η


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 93<br />

έναρξη αγωγής πρέπει να γίνεται με συνδυασμό φαρμάκων<br />

σε προοδευτικά αυξανόμενη δόση. Ο έλεγχος<br />

των οργάνων στόχων θα γίνει μόνο εφόσον η γενική<br />

κατάσταση του ατόμου το επιτρέπει 5 .<br />

Ποσοστό άνω του 20% του γενικού πληθυσμού εμφανίζει<br />

σακχαρώδη διαβήτη (Σ.Δ.), σε ηλικία άνω των<br />

65 ετών. H ανάπτυξη του Σ.Δ. στις μεγάλες ηλικίες<br />

αποδίδεται στη μειωμένη ανοχή στη γλυκόζη και στη<br />

διαταραχή της έκκρισης της ινσουλίνης. Πολλοί είναι<br />

οι παράγοντες που έχουν ενοχοποιηθεί για τα παραπάνω,<br />

όπως η διαταραχή πρόσληψης γλυκόζης και<br />

σύνθεσης γλυκαγόνου από τους μυς του σκελετού, η<br />

μείωση με την πάροδο της ηλικίας της φυσικής δραστηριότητας<br />

του ατόμου και άρα της μυϊκής μάζας, η<br />

αύξηση της μάζας του λίπους και η χρήση φαρμάκων<br />

που προδιαθέτουν σε υπεργλυκαιμία. Στον αντίποδα,<br />

η άλλοτε άλλου βαθμού επιβάρυνση της νεφρικής<br />

λειτουργίας προδιαθέτει σε υπερινσουλινισμό και<br />

επιρρέπεια στην υπογλυκαιμία. Πολλές φορές η διάγνωση<br />

του Σ.Δ. γίνεται μετά από την εμφάνιση οξείας<br />

ή χρόνιας επιπλοκής του Σ.Δ. (διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια,<br />

διαβητικό πόδι, μη κετωσικό ή κετωσικό<br />

διαβητικό κώμα) ή στα πλαίσια κάποιας συστηματικής<br />

λοίμωξης. Η θεραπευτική αγωγή στους ηλικιωμένους<br />

διαβητικούς ασθενείς πρέπει να εφαρμόζεται με ιδιαίτερη<br />

προσοχή και να αρχίζει πάντα με μικρές δόσεις<br />

αντιδιαβητικών φαρμάκων λόγω του κινδύνου<br />

της υπογλυκαιμίας. Για την επιλογή του κατάλληλου<br />

σκευάσματος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι οι<br />

ηλικιωμένοι είναι δυνατόν να παραλείψουν γεύμα ή<br />

να λάβουν λανθασμένα μεγαλύτερη δόση και πως η<br />

αντίδρασή του οργανισμού τους στην υπογλυκαιμία<br />

είναι καθυστερημένη λόγω δυσλειτουργίας των αντιρροπιστικών<br />

ορμονικών μηχανισμών. Τα φάρμακα που<br />

προκαλούν συχνά υπογλυκαιμία είναι οι σουλφονυλουρίες<br />

και η ινσουλίνη. Τα διγουανίδια δεν πρέπει,<br />

σε γενικές γραμμές, να χορηγούνται σε άτομα ηλικίας<br />

άνω των 80 ετών λόγω του κινδύνου ανάπτυξης γαλακτικής<br />

οξέωσης. Δεδομένα από μελέτες για τα νεώτερα<br />

αντιδιαβητικά δισκία στους ηλικιωμένους δεν<br />

είναι διαθέσιμα. Ο συνυπολογισμός του προσδόκιμου<br />

επιβίωσης, της εκδήλωσης ή όχι επιπλοκών του διαβήτη<br />

και της ποιότητας ζωής του ασθενούς θα καθορίσουν<br />

την ανάγκη για εντατικοποίηση της αγωγής 6,7 .<br />

Στη μελέτη Framingham διαπιστώθηκε θετική συσχέτιση<br />

της υπερλιπιδαιμίας με τα καρδιαγγειακά επεισόδια<br />

στην τρίτη ηλικία, ενώ σε άλλες μικρότερες μελέτες<br />

δεν αποδείχτηκε κάποια συσχέτιση αν και σε μερικές<br />

υπήρχε ακόμα και αρνητική συσχέτιση. Σημαντικά<br />

οφέλη από τη θεραπεία με στατίνες σε περιπτώσεις<br />

υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου αναμένονται μέχρι<br />

την ηλικία των 80 ετών, χωρίς να θεωρείται εσφαλμένη<br />

η χορήγησή τους και σε μεγαλύτερες ηλικίες με βάση<br />

την ανοχή και το προσδόκιμο επιβίωσης. Στους ηλικιωμένους<br />

χωρίς ευρήματα αθηροθρομβωτικής νόσου<br />

συνιστάται η μη φαρμακευτική αντιμετώπιση 8 .<br />

Η προληπτική φροντίδα των ηλικιωμένων δεν πρέπει<br />

να εξαντλείται στην προσπάθεια μείωσης του<br />

καρδιαγγειακού κινδύνου. Η ευπάθεια στις λοιμώξεις<br />

μπορεί εν μέρει να περιορισθεί με την εφαρμογή προσαρμοσμένου<br />

προγράμματος εμβολιασμού από τους<br />

ιατρούς πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Πέραν από<br />

τον ευρέως διαδεδομένο ετήσιο αντιγριππικό εμβολιασμό,<br />

που πρέπει να γίνεται σε όλα τα άτομα άνω<br />

των 65 ετών επί απουσίας σημαντικής ανοσοκαταστολής,<br />

απαραίτητος θεωρείται ο εμβολιασμός έναντι<br />

του πνευμονιοκόκκου και η αναμνηστική δόση έναντι<br />

του τετάνου. Για την πρόληψη των νεοπλασμάτων<br />

θεωρείται απαραίτητη η μαστογραφία στις γυναίκες,<br />

η οποία πρέπει να γίνεται κάθε 2 έτη, ενώ μετά την<br />

ηλικία των 75 ετών θεωρείται δόκιμος και ο προληπτικός<br />

έλεγχος του καρκίνου του παχέος εντέρου 9 . Η<br />

νοητική επάρκεια του ασθενούς ελέγχεται εύκολα και<br />

με ασφάλεια με τη χρήση απλών ερωτηματολογίων, τα<br />

οποία δεν απαιτούν περισσότερα από λίγα λεπτά της<br />

ώρας για να εφαρμοσθούν. Επί εμφάνισης αμνησίας ή<br />

ανοϊκών διαταραχών θα πρέπει να ζητηθεί λεπτομερέστερο<br />

ιστορικό με τη χρήση ειδικότερων ερωτηματολογίων<br />

από νευρολόγο ή ψυχίατρο 10 .<br />

ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΗΛΙΚΙΑ<br />

Η μείωση της επάρκειας του ανοσοποιητικού συστήματος<br />

στα άτομα της τρίτης ηλικίας οδηγεί αναπόφευκτα<br />

σε αυξημένη επίπτωση των λοιμώξεων. Οι λοιμώξεις<br />

αυτές στην πλειονότητα των περιπτώσεων θα<br />

πρέπει να αντιμετωπιστούν σε επίπεδο πρωτοβάθμιας<br />

περίθαλψης. Οι συχνότερες εντοπίσεις αφορούν<br />

στο αναπνευστικό (γριππώδεις συνδρομές, πνευμονία,<br />

φυματίωση), το ουροποιητικό (ουρολοιμώξεις, χρόνια<br />

βακτηριακή προστατίτιδα), το δέρμα (κυτταρίτιδα,<br />

έρπης ζωστήρ) και το πεπτικό σύστημα (οξεία χολοκυστίτις,<br />

εκκολπωματίτις). Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται<br />

στις λοιμώξεις του κεντρικού νευρικού συστήματος, οι<br />

οποίες μπορεί να διαλάθουν της προσοχής στις περιπτώσεις<br />

που η έκπτωση του επιπέδου συνείδησης<br />

δεν μπορεί να αξιολογηθεί. Η αντιμετώπιση θα πρέπει<br />

να γίνεται αιτιολογικά με ορθολογιστική χρησιμοποίηση<br />

των αντιβιοτικών. Η επιλογή πρέπει να γίνεται


94<br />

Ιατρική φροντίδα ατόμων τρίτης ηλικίας στην πρωτοβάθμια περίθαλψη<br />

λαμβάνοντας υπόψη την οδό απέκκρισης του φαρμάκου,<br />

γνωρίζοντας πως κάποια φάρμακα απαιτούν εκ<br />

προοιμίου μείωση της δοσολογίας στις μεγάλες ηλικίες.<br />

Παράλληλα, οι ηλικιωμένοι, όπως και τα βρέφη, είναι<br />

ιδιαίτερα επιρρεπή στην ανάπτυξη εντεροκολίτιδας<br />

από αντιβιοτικά και η συγχορήγηση προβιοτικών είναι<br />

απαραίτητη, ιδιαίτερα όταν η διάρκεια της αντιμικροβιακής<br />

αγωγής παρατείνεται. Επιπλέον, πρέπει πάντα<br />

να λαμβάνεται υπόψη πως οι ηλικιωμένοι στερούνται<br />

αντιρροπιστικών μηχανισμών και είναι δυνατόν να<br />

παρουσιάσουν ταχέως γενίκευση της λοίμωξης με ραγδαία<br />

επιδείνωση της γενικής τους κατάστασης 10-13 .<br />

ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΗΛΙΚΙΑ<br />

Αν και με την πρόοδο των ετών αναμένεται πτώση<br />

της τιμής του αιματοκρίτη, σαν αποτέλεσμα κυρίως<br />

της γήρανσης του μυελού των οστών, σπάνια<br />

θα μπορούσε μια ενδεχόμενη αναιμία να αποδοθεί<br />

σε φυσιολογικά αίτια. Αντίθετα, οι ηλικιωμένοι, έχουν<br />

συνήθως πολλούς παράγοντες που προδιαθέτουν σε<br />

αναιμία. Λήψη φαρμάκων, νεοπλάσματα, δυσπλασίες<br />

του μυελού, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και χρόνια<br />

φλεγμονώδη νοσήματα είναι οι πλέον συνήθεις υποκρυπτόμενες<br />

αιτίες που πρέπει να διερευνηθούν. Από<br />

τα φάρμακα που προκαλούν αναιμία, αν και τα συνηθέστερα<br />

είναι φυσικά τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη<br />

μέσω μηχανισμού χρόνιας απώλειας αίματος,<br />

δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός πως πληθώρα<br />

άλλων φαρμάκων προκαλούν δυνητικά αναιμία<br />

λόγω απλαστικής δράσης στο μυελό ή αυτοάνοσης<br />

αιμολυτικής αναιμίας. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις μακροκυττάρωσης,<br />

αν και σε ηλικιωμένους πάντα εγκυμονεί<br />

ο κίνδυνος να υποκρύπτεται μυελοδυσπλασία<br />

ή υποθυρεοειδισμός, αυτή συχνά οφείλεται στη λήψη<br />

φαρμάκων όπως αντιεπιληπτικών, αντιβιοτικών ή<br />

ανοσοτροποποιητικών 14 . Οι διαταραχές των άλλων<br />

αιμοποιητικών σειρών αντιμετωπίζονται ουσιαστικά<br />

όπως και στις μικρότερες ηλικίες. Η παραπομπή του<br />

ασθενούς σε αιματολόγο θα γίνει με βάση την επιμονή<br />

της αιματολογικής εικόνας, τον αποκλεισμό προφανών<br />

αιτίων και το προσδόκιμο επιβίωσης. Ιδιαίτερα ο<br />

έλεγχος της σιδηροπενικής αναιμίας και ειδικότερα ο<br />

έλεγχος του γαστρεντερικού συστήματος, που απαιτεί<br />

τη συνεργασία του ασθενούς, μπορεί να αναβληθεί<br />

όταν υπάρχει προφανής εστία απώλειας αίματος,<br />

όπως για παράδειγμα αιμορροϊδοπάθεια, διαφραγματοκήλη,<br />

εκκολπωμάτωση, λήψη σαλικυλικών κλπ. και<br />

να εκτελεστεί όταν η δοκιμαστική χορήγηση σιδήρου<br />

μετά την απομάκρυνση του αιτίου αποτύχει. Η ερυθροποιητίνη<br />

πρέπει να χορηγείται μόνο με βάση τις<br />

ενδείξεις σε περιπτώσεις χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας,<br />

μυελοδυσπλασίας και άλλων νοσημάτων, όπου<br />

απαιτείται η γνωμοδότηση αιματολόγου 15 .<br />

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΠΤΙΚΟ ΣΩΛΗΝΑ<br />

ΙΣΧΑΙΜΙΑ ΕΝΤΕΡΟΥ<br />

Πολλές φορές οι ηλικιωμένοι προσέρχονται στο<br />

εξωτερικό ιατρείο αναφέροντας χρόνιο κοιλιακό άλγος.<br />

Αν και από το ιστορικό μπορεί να προκύψει συσχέτιση<br />

με τις ώρες των γευμάτων, τέτοια η οποία θα<br />

κατευθύνει είτε προς το πεπτικό έλκος (άλγος πείνας)<br />

είτε προς την ισχαιμική νόσο του εντέρου (έντονο συσφικτικό<br />

άλγος μία ώρα περίπου μετά από τα γεύματα),<br />

ο κανόνας είναι τα συμπτώματα να είναι αμβληχρά<br />

και ο ασθενής να μην μπορεί να δώσει σαφείς<br />

πληροφορίες. Παράλληλα, στις περισσότερες περιπτώσεις<br />

συνυπάρχουν παθήσεις που θα μπορούσαν<br />

εύκολα να αποπροσανατολίσουν το γιατρό, όπως<br />

παλαιές επεμβάσεις με πιθανή ανάπτυξη συμφύσεων<br />

και ατελούς ειλεού, σακχαρώδης διαβήτης, χρόνια<br />

δυσκοιλιότητα, λήψη καθαρκτικών ή αντιβιοτικών κλπ.<br />

Αντικειμενικά ευρήματα θα υπάρχουν μόνο στην περίπτωση<br />

της οξείας θρόμβωσης ή εμβολής, οπότε ο<br />

ασθενής εκτός από το έντονο άλγος θα παρουσιάζει<br />

και εικόνα ειλεού με θετική δακτυλική εξέταση για αιμορραγία.<br />

Στις υπόλοιπες περιπτώσεις δεν υπάρχουν<br />

καθοδηγητικά συμπτώματα και ο γιατρός θα πρέπει<br />

να υποπτευτεί τη νόσο από τη χρονιότητα και την<br />

επιμονή του άλγους, ιδιαίτερα σε ασθενείς με κολπική<br />

μαρμαρυγή ή ευρήματα αθηροθρομβωτικής νόσου σε<br />

άλλες θέσεις. Με βάση την ηλικία και το προσδόκιμο<br />

θα πρέπει να συσταθεί ενδοσκόπηση του κατωτέρου<br />

πεπτικού και υπερηχογραφικός ή και αγγειογραφικός<br />

έλεγχος των αγγείων του μεσεντερίου 16 .<br />

ΧΡΟΝΙΑ ΔΥΣΚΟΙΛΙΟΤΗΤΑ<br />

Γενικά υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε αυτό που ο<br />

ασθενής μπορεί να αναφέρει ως αίσθημα ατελούς ή<br />

καθυστερημένης κένωσης και σε αυτό που ο ιατρός<br />

θα ορίσει ως δυσκοιλιότητα. Σε γενικές γραμμές, περισσότερη<br />

βαρύτητα θα πρέπει να δίνεται στις περιπτώσεις<br />

αλλαγών των συνηθειών του εντέρου, ιδίως<br />

όταν αυτές δεν μπορούν να αποδοθούν σε φαρμακευτικά<br />

ή άλλα προφανή αίτια. Η φυσιολογική συχνότητα<br />

των εντερικών κινήσεων είναι πάνω από τρεις<br />

ανά λεπτό και των κενώσεων από τρεις ημερησίως<br />

έως τρεις εβδομαδιαίως. Τα συχνότερα αίτια χρόνιας


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 95<br />

δυσκοιλιότητας σε υγιείς ηλικιωμένους είναι η χρόνια<br />

καταστολή του γαστροκολικού αντανακλαστικού, η<br />

λήψη φαρμάκων με αντιχολινεργική δράση, η χρόνια<br />

ακινησία, η κατάθλιψη, η νόσος του Parkinson, ο υποθυρεοειδισμός<br />

και η υπερασβεστιαιμία. Αν και οι δύο<br />

στους τρεις ηλικιωμένους αναφέρουν τουλάχιστον<br />

μια κένωση ημερησίως, ο ένας στους τρεις κάνει χρήση<br />

καθαρκτικών, ποσοστό το οποίο θα ήταν σαφώς<br />

μικρότερο αν κατανάλωναν γεύματα πλουσιότερα σε<br />

άπεπτες φυτικές ίνες 17 .<br />

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ<br />

ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟΦΡΑΚΤΙΚΗ ΠΝΕΥΜΟΝΟΠΑΘΕΙΑ<br />

Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ)<br />

αποτελεί μια πολύ συχνή αλλά υποεκτιμημένη κατάσταση<br />

στους ηλικιωμένους, που συχνά υποθεραπεύεται<br />

προκαλώντας μεγάλη αύξηση της νοσηρότητας και<br />

θνησιμότητάς τους. Αν αποκλειστούν τα εξωπνευμονικά<br />

αίτια, όπως η αναιμία, η συμφορητική καρδιακή<br />

ανεπάρκεια και η βρογχοπνευμονία από εισρόφηση,<br />

η ΧΑΠ με τις υποκατηγορίες της παραμένει το κύριο<br />

αίτιο χρόνιας δύσπνοιας και η τέταρτη βασική αιτία<br />

θανάτου σε ηλικιωμένους στις ΗΠΑ, ανεξαρτήτως φύλου.<br />

Η παρουσία άλλων νοσημάτων, ο βαθμός και η<br />

αναστρεψιμότητα της απόφραξης, καθώς και η συχνότητα<br />

των επιλοιμώξεων θα καθορίσουν τη συνολική<br />

πρόγνωση. Με βάση τις Αμερικάνικες κατευθυντήριες<br />

οδηγίες, ασθενείς με βελτίωση της FEV 1<br />

περισσότερο<br />

από 15% και του εκπνεόμενου όγκου περισσότερο<br />

από 200 ml μετά τη βρογχοδιαστολή, θα ωφεληθούν<br />

περισσότερο από την αγωγή με σαφή βελτίωση της<br />

ποιότητας ζωής τους. Ο βασικός λόγος που η νόσος<br />

υποδιαγιγνώσκεται και συνεπώς υποθεραπεύεται,<br />

είναι ότι οι υπερήλικες έχουν συνήθως μειωμένο<br />

το αίσθημα της δύσπνοιας, ιδιαίτερα της δύσπνοιας<br />

προσπαθείας λόγω της συχνά περιορισμένης φυσικής<br />

τους δραστηριότητας. Επίσης, ο χρόνιος ήπιος βήχας<br />

αποδίδεται συχνά σε άλλες αιτίες, όπως για παράδειγμα<br />

στη λήψη αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου<br />

ή σε γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση. Τη νόσο<br />

θα πρέπει να την υποπτευτεί ο γιατρός με βάση κυρίως<br />

το ιστορικό καπνίσματος και τα ευρήματα της<br />

αντικειμενικής εξέτασης, ενώ θα την επιβεβαιώσει με<br />

τη σπιρομέτρηση και τα αποτελέσματα των αερίων<br />

αίματος. Η διακοπή του καπνίσματος κρίνεται επιτακτική<br />

και η χρήση όλων των βοηθητικών μεθόδων<br />

απόλυτα δικαιολογημένη. Τα εισπνεόμενα αντιχολινεργικά<br />

θεωρούνται ως πρώτης γραμμής θεραπεία,<br />

με τους β 2<br />

-διεγέρτες να χρησιμοποιούνται κυρίως<br />

στους παροξυσμούς. Τα εισπνεόμενα ή και τα από<br />

του στόματος κορτικοειδή, καθώς και οι αναστολείς<br />

των λευκοτριενών χορηγούνται όταν υπάρχει έντονο<br />

ασθματικό στοιχείο, αν και σε αυτές τις περιπτώσεις<br />

θα πρέπει πάντα να αποκλείονται τα καρδιογενή αίτια.<br />

Η χορήγηση αντιβιοτικών θα πρέπει να γίνεται με<br />

προσοχή και λαμβάνοντας πάντα υπόψη τον κίνδυνο<br />

ανάπτυξης αντοχής και στα νεώτερα φάρμακα, όπως<br />

τις αναπνευστικές κινολόνες. Η προληπτική χορήγηση<br />

πρέπει γενικά να αποφεύγεται 18-20 .<br />

ΒιβλιογραφΙα.<br />

1. Toseland RW, O’Donnell JC, Engelhardt JB, Hendler<br />

SA, Richie JT, Jue D. Outpatient geriatric evaluation<br />

and management. Results of a randomized trial. Med<br />

Care 1996;34:624-40.<br />

2. U.S. Preventive Services Task Force. Guide to clinical<br />

preventive services: report of the U.S. Preventive<br />

Services Task Force. 2d ed. Baltimore: Williams &<br />

Wilkins, 1996.<br />

3. Tinetti ME, Fried T. The end of the disease era. Am<br />

J Med. 2004;116(3):179-185.<br />

4. Reuben DB. Medical care for the final years of life:<br />

“when you’re 83, it’s not going to be 20 years.”<br />

JAMA. 2009;302(24):2686-2694.<br />

5. Επανεκτίμηση των κατευθυντήριων οδηγιών για<br />

την αρτηριακή υπέρταση του έτους 2009, της<br />

Ευρωπαϊκής Εταιρίας Υπέρτασης και της Ευρωπαϊκής<br />

Εταιρίας Καρδιολογίας από την Ομάδα<br />

Εργασίας της Ευρωπαϊκής Εταιρίας Υπέρτασης.<br />

Αρτηριακή Υπέρταση 2009;18, 2-3:85-133.<br />

6. lson DE, Norris SL. Diabetes in older adults. Overview<br />

of AGS guidelines for the treatment of diabetes<br />

mellitus in geriatric populations. Geriatrics<br />

2004;59:18-24.<br />

7. European Diabetes Working Party for Older People<br />

2001-2004. Clinical guidelines for type 2 diabetes<br />

mellitus. May 2004.<br />

8. Schraeder C, Fraser C, Clark I, Newcomer R, Stoll<br />

J, Krock C, et al. The effect of primary care management<br />

on lipids testing and LDL-C control of elderly<br />

patients with comorbidities. Prof Case Manag.<br />

2009;14(2):84-95.<br />

9. Huan J. Chang, MD. Preventive Care for Older<br />

Adults. JAMA, December 2009; 302: 24.<br />

10. Castle SC. Clinical relevance of age-related immune<br />

dysfunction. Clin Infect Dis. 2000;31:578–585.<br />

11. Norman DC. Predisposing factors to infection. In:


96<br />

Ιατρική φροντίδα ατόμων τρίτης ηλικίας στην πρωτοβάθμια περίθαλψη<br />

Yoshikawa TT, Norman DC, eds. Infectious Disease<br />

in theAging: A Clinical Handbook. Totowa, NJ: Humana<br />

Press; 2001:7–12.<br />

12. Yoshikawa TT, Norman DC. Aging and Clinical<br />

Practice:Infectious Diseases. Diagnosis and Treatment.<br />

New York:Igaku-Shoin; 1987.<br />

13. Yoshikawa TT, Norman DC. Infectious Diseases in<br />

theAging: A Clinical Handbook. Totowa, NJ: Humana<br />

Press; 2001.<br />

14. Lipschitz DA, Mitchell CO, Thompson C. The anemia<br />

of senescence. Am J Hematol. 1981;11:47–54.<br />

15. Kaufman DW. Drugs in the aetiology of agranulocytosis<br />

and aplastic anemia. Eur J Haematol Suppl.<br />

1996;60:23–30.<br />

16. Williams L. Mesenteric ischemia. Surg Clin N Am.<br />

1988;68:331.<br />

17. Wilson JAP. Constipation in the elderly. Clin Geriatr<br />

Med.1999;15:499–510.<br />

18. BTS guidelines for the management of chronic obstructive<br />

pulmonary disease. Thorax. 1997;52(suppl<br />

5):510–528.<br />

19. Chan ED, Welsh CH. Geriatric respiratory medicine.<br />

Chest.1998;114:1707–1733.<br />

20. Scanlon PD, Cannett JE,Waller LA, et al. Smoking<br />

cessation and lung function in mild-to-moderate<br />

chronic obstructive pulmonary disease. Am J Respir<br />

Crit Care Med. 2000;161:381–390.


Κλινική αντιμετώπιση γηριατρικών ασθενών<br />

ΒΑ Σεβαστιανός<br />

Επιμελητής Β’, Δ’ Παθολογικό Τμήμα και Μονάδα Παθολογικής Αγγειολογίας, Γ.Ν.Α «Ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

SEVASTIANOS AV. Managing aged people in the hospital. Aging is accompanied by an overall reduction of the principal<br />

mechanisms of homeostasis and adaptation to the environment often resulting in the simultaneous appearance of<br />

several diseases in the same person. Therefore, in the everyday clinical practice physicians are continuously dealing with<br />

multimorbid aged people. Additionally, hospital care is a critical issue for older patients and hospitalization heralds a period<br />

of high risk extending beyond hospital discharge, especially for the frail persons. The high morbidity and mortality of<br />

elderlies and the often atypical presentation of common diseases among them requires physicians’ awareness and a high<br />

degree of readiness for an effective and factual management. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 97-107, 2011<br />

Key words: aging, illness, management, changes, syndromes<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Η γήρανση συνοδεύεται από τη συνολική έκπτωση των μηχανισμών προσαρμογής και ομοιοστασίας, με αποτέλεσμα<br />

την ταυτόχρονη ανεύρεση συνήθως περισσότερων των δύο εξελικτικών παθολογιών σε ένα υπερήλικο<br />

άτομο. Το γεγονός αυτό χαρακτηρίζει την κλινική άσκηση της ιατρικής και κυρίως της παθολογίας στα άτομα<br />

προχωρημένης ηλικίας. Η νοσοκομειακή νοσηλεία των γηραιότερων ασθενών συχνά προαναγγέλλει μια περίοδο<br />

υψηλού κινδύνου. Στους ασθενείς αυτούς, πολλά νοσήματα μπορεί να μην εκφραστούν με τις συνήθεις κλινικές<br />

τους εκδηλώσεις, δεδομένων και των φυσιολογικών μεταβολών του οργανισμού των ασθενών που σχετίζονται<br />

με την ηλικία και έχουν σημαντικές κλινικές επιπτώσεις. Αντ’ αυτού, σε αρκετούς ηλικιωμένους μπορεί να αναγνωριστούν<br />

περισσότερα του ενός μη ειδικά κλινικά σύνδρομα, ως αποτέλεσμα πολλαπλών συνυπαρχουσών<br />

διαταραχών ή/και οργανικών ανεπαρκειών. Τα υψηλά ποσοστά νοσηρότητας και θνητότητας των ηλικιωμένων<br />

ασθενών καθώς και η άτυπη κλινική έκφραση των συνήθων νοσημάτων στα άτομα αυτά απαιτεί την ευαισθητοποίηση<br />

και την υψηλού βαθμού ετοιμότητα από την πλευρά του Παθολόγου ιατρού για την ορθή και αποτελεσματική<br />

αντιμετώπισή τους. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 97-107, 2011.<br />

Λέξεις κλειδιά: γήρανση, νόσος, αντιμετώπιση, μεταβολές, σύνδρομα<br />

1. ΕισαγωγΗ.<br />

Η δημογραφική γήρανση έχει ως βάση της δυο κύρια<br />

γενεσιουργά αίτια, αφενός την πτώση της γεννητικότητας<br />

και αφετέρου την αύξηση του προσδόκιμου<br />

επιβίωσης, στην οποία οφείλεται και η πραγματική γήρανση<br />

του πληθυσμού, σε αντιδιαστολή με τη σχετική<br />

ή στατιστική γήρανση, δηλαδή την ελάττωση της εκατοστιαίας<br />

αναλογίας των ατόμων νεαρής ηλικίας (1).<br />

Η γήρανση αποτελεί μια αναπόφευκτη διεργασία για<br />

κάθε βιολογικό φαινόμενο και αντιστοιχεί στην έκφραση<br />

του νόμου της εντροπίας σε βιολογικό επίπεδο. Συνοδεύεται<br />

δε από τη συνολική έκπτωση των μηχανισμών<br />

προσαρμογής και ομοιοστασίας, με αποτέλεσμα τη διαφορική<br />

γήρανση για τα όργανα του ιδίου οργανισμού<br />

και με τελική έκφραση την εμφάνιση πολυπαθολογίας,<br />

δηλαδή την ταυτόχρονη ανεύρεση περισσότερων των<br />

δύο εξελικτικών παθολογιών σε ένα υπερήλικο άτομο.<br />

Το τελευταίο χαρακτηρίζει την κλινική άσκηση της ιατρικής<br />

στα άτομα προχωρημένης ηλικίας (2, 3).<br />

Η ταυτόχρονη έκπτωση της λειτουργίας πολλών<br />

οργανικών συστημάτων σε συνδυασμό με τη μείωση ή<br />

εξαφάνιση των βιολογικών, ψυχολογικών και οικονομι-


98<br />

Κλινική αντιμετώπιση γηριατρικών ασθενών<br />

κών - κοινωνικών εφεδρειών δημιουργούν ένα ιδιαίτερο<br />

ψυχοβιολογικό περιβάλλον για το ηλικιωμένο άτομο.<br />

Μέσα στο συγκεκριμένο περιβάλλον το κλασσικό παστοριανό<br />

(Pasteur) σχήμα ιατρικής προσέγγισης, μια αιτιολογία,<br />

ένα είδος ανατομικής βλάβης/ων, ειδικά νοσολογικά<br />

σημεία και συμπτώματα, διάγνωση, θεραπευτική<br />

αγωγή φαίνεται αρκετά περιοριστικό. Επιπροσθέτως,<br />

μια ακόμη επίπτωση της πολυπαραγοντικής αιτιοπαθογένειας<br />

που κρύβεται πίσω από πολλές οξείες<br />

ή χρόνιες νόσους των ηλικιωμένων ασθενών, είναι η<br />

συχνότερη εμφάνιση άτυπων κλινικών εικόνων (3).<br />

Τα άτομα αυτής της ηλικίας αποτελούν έναν συνεχώς<br />

αυξανόμενο πληθυσμό ασθενών που απασχολεί<br />

τα τμήματα επειγόντων περιστατικών των νοσοκομείων<br />

(Πίνακας 1). Όχι σπάνια εμφανίζουν άτυπη<br />

συμπτωματολογία ή σημειολογία και πολλαπλή συνοσηρότητα,<br />

που συχνά επιπλέκει τη διαγνωστική και<br />

θεραπευτική προσέγγιση. Μετά την αρχική τους αξιολόγηση<br />

συχνά επιστρέφουν εκ νέου στο τμήμα επειγόντων,<br />

με βαρύτερη αυτή τη φορά κλινική εικόνα, για την<br />

οποία θα απαιτηθεί η άμεση νοσηλεία τους. Η αρχική<br />

επιπολής εκτίμηση και η εν συνεχεία απώλεια κρίσιμου<br />

χρόνου συνεπάγονται αρνητική εξέλιξη ή ακόμη και<br />

θάνατο. Επιπροσθέτως, η κλινική έκβαση των ηλικιωμένων<br />

εξαρτάται από τη λειτουργική τους κατάσταση,<br />

τη συνοσηρότητα, την ηλικία, τη συνολική κοινωνική και<br />

περιβαλλοντική υποστήριξη, την πολυφαρμακία, το νοητικό<br />

επίπεδο και την παρουσία ή όχι ψυχικής νόσου,<br />

με συχνότερη εκφρασή της την κατάθλιψη (4-6).<br />

Επίσης, πρέπει να σημειωθεί, ότι αρκετοί ιατροί<br />

του τμήματος επειγόντων δεν έχουν εκπαιδευτεί στην<br />

εξειδικευμένη αντιμετώπιση που απαιτείται για τους<br />

γηριατρικούς ασθενείς. Συχνά η ταυτοποίηση μιας παθολογίας<br />

δεν είναι αρκετά περιγραφική για την ακριβή<br />

αξιολόγησή τους, ενώ συχνά στην κλινική πράξη υπογραμμίζεται<br />

η έλλειψη άνεσης στην προσέγγιση και το<br />

χειρισμό ατόμων προχωρημένης ηλικίας (4).<br />

2. Επιδημιολογικα δεδομενα.<br />

Γενικά, οι ηλικιωμένοι ασθενείς αντιπροσωπεύουν<br />

το 12% έως 24% του συνόλου των ασθενών που επισκέπτονται<br />

τα τμήματα επειγόντων περιστατικών των<br />

νοσοκομείων, ενώ τα τελευταία χρόνια ο ρυθμός προσέλευσής<br />

τους φαίνεται να ακολουθεί αυξητική τάση.<br />

Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες<br />

της Αμερικής, η επισκεψιμότητα των ασθενών ηλικίας<br />

65 έως 74 ετών στα τμήματα επειγόντων αυξήθηκε κατά<br />

34% μεταξύ των ετών 1993 και 2003. Επίσης, κατά τη<br />

διάρκεια του 2006, ο ετήσιος ρυθμός επισκεψιμότητας<br />

των αντιστοίχων τμημάτων ήταν 49/100 για άτομα άνω<br />

των 65 ετών και 60/100 για άτομα ηλικίας άνω των 75<br />

ετών, σε σύγκριση με το αντίστοιχο ρυθμό επισκεψιμότητας,<br />

41/100, που εκφράζει το γενικό πληθυσμό (6, 7).<br />

Πράγματι, οι ηλικιωμένοι ασθενείς χρήζουν συχνότερα<br />

επείγουσας νοσοκομειακής αντιμετώπισης, η<br />

οποία συνεπάγεται σοβαρότερες και πιο ολοκληρωμένες<br />

ιατρικές παρεμβάσεις, ενώ συχνότερα προσέρχονται<br />

με ασθενοφόρο και παραμένουν για μακρότερα<br />

χρονικά διαστήματα στα τμήματα επειγόντων,<br />

προκειμένου να ολοκληρωθεί ο έλεγχος και να λάβουν<br />

ιατρικές οδηγίες. Επίσης, έχουν 2,5 έως 4,6 φορές υψηλότερο<br />

κίνδυνο για νοσηλεία και πενταπλάσιο συνολικό<br />

κίνδυνο για εισαγωγή σε μια μονάδα εντατικής<br />

θεραπείας προκειμένου να σταθεροποιηθούν, ενώ δεν<br />

είναι σπάνιες οι περιπτώσεις μη αναγνώρισης των<br />

κύριων κλινικών προβλημάτων τους με συνέπεια την<br />

εσφαλμένη ιατρική διάγνωση (7, 8).<br />

Η νοσοκομειακή περίθαλψη αποτελεί μια κρίσιμη<br />

περίοδο της ζωής των ασθενών της τρίτης ηλικίας ,<br />

δεδομένου ότι η ίδια η νοσηλεία τους υποδηλώνει υψηλό<br />

κίνδυνο, που για τα πιο αδύναμα και γηραιότερα<br />

άτομα εκτείνεται σημαντικά πέραν του εξιτηρίου τους<br />

από τη νοσηλευτική μονάδα. Επιπλέον, τα ηλικιωμένα<br />

άτομα αποτελούν την πλειοψηφία των ασθενών του<br />

κάθε νοσοκομείου, αν εξαιρέσουμε τις υποδομές υγείας<br />

που προορίζονται αποκλειστικά για μαιευτική ή παιδιατρική<br />

φροντίδα. Πράγματι, άτομα ηλικίας 65 ετών και<br />

άνω, αποτελούν το 36% των εισαγωγών στο νοσοκομείο,<br />

ενώ το 50% των εσόδων των νοσοκομείων προέρχεται<br />

από αυτούς, ακόμη και αν αποτελούν μόνο<br />

το 13% του γενικού πληθυσμού. Σχεδόν το 66% των<br />

Αμερικανών θα καταλήξει σε ένα νοσοκομείο, ενώ περισσότερο<br />

από 80% των θανάτων αφορά στα άτομα<br />

ηλικίας 65 ετών ή μεγαλύτερα. Το τελευταίο έτος της<br />

ζωής τους, όλοι σχεδόν οι ηλικιωμένοι Αμερικανοί νοσηλεύονται,<br />

αντιπροσωπεύοντας περίπου το 20% του<br />

συνόλου των δαπανών για ιατρική φροντίδα (7, 9).<br />

Οι ενδεχόμενες επιβλαβείς επιδράσεις της νοσηλείας<br />

σχετίζονται άμεσα με την ηλικία. Η απώλεια της<br />

ικανότητας αυτοεξυπηρέτησης (15%, 30% και 45% των<br />

ασθενών στις ηλικίες 70, 80 και 90 ετών αντίστοιχα),<br />

αλλά και τα ποσοστά θνησιμότητας κατά τη νοσηλεία<br />

στο νοσοκομείο αυξάνονται αναλογικά με την πρόοδο<br />

της ηλικίας. Ανεπιθύμητες ενέργειες αναγνωρίζονται<br />

στο 4% του συνόλου των νοσηλευομένων ασθενών,<br />

ενώ το 25% από αυτές αποδίδεται σε ιατρική αμέλεια,<br />

ποσοστό ιδιαίτερα σημαντικό αν αναλογιστούμε ότι<br />

οι ανεπιθύμητες ενέργειες συμβαίνουν με διπλάσια


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 99<br />

συχνότητα στους ηλικιωμένους ασθενείς. Επίσης, προβλέψιμες<br />

ανεπιθύμητες ενέργειες εμφανίζονται στο 5%<br />

των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω συγκριτικά με το<br />

2% των αντιστοίχων περιπτώσεων που καταγράφονται<br />

σε νεότερης ηλικίας ασθενείς (7, 10).<br />

Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί, ότι η παροχή<br />

ιατρικής φροντίδας σε ηλικιωμένους ασθενείς στα<br />

πλαίσια μονάδων ημερήσιας νοσηλείας, ενδεχομένως<br />

μειώνει το ποσοστό εκείνων για τους οποίους απαιτείται<br />

μακροχρόνια παραμονή στο νοσοκομείο. Όμως,<br />

δεν φαίνεται να υπερτερεί έναντι των άλλων πολυπαραγοντικών<br />

προσεγγίσεων, όπως η παροχή νοσηλευτικής<br />

φροντίδας στο σπίτι (11).<br />

3. ΚλινικΗ σημασΙα<br />

Η Κλινική σημασία των κυριότερων φυσιολογικών<br />

μεταβολών στην προχωρημένη ηλικία και οι επιπτώσεις<br />

τους στην κλινική πράξη.<br />

3.1 Καρδιαγγειακό σύστημα.<br />

Η εκτίμηση της καρδιαγγειακής λειτουργίας ασθενών<br />

προχωρημένης ηλικίας είναι εξαιρετικά δυσχερής,<br />

κυρίως λόγω της αυξημένης επίπτωσης της ισχαιμικής<br />

καρδιοπάθειας στα άτομα αυτά. Η κυριότερη ανατομική<br />

μεταβολή στην καρδιά, που σχετίζεται στενά με<br />

την ηλικία, χαρακτηρίζεται από την αύξηση του ποσοστού<br />

του συνδετικού ιστού στον ινώδη σκελετό της<br />

καρδιάς, στο μυοκάρδιο και στις βαλβίδες. Παράλληλα,<br />

παρατηρείται άθροιση λιποφουσκίνης μεταξύ των μυοκαρδιακών<br />

ινών, εναπόθεση αμυλοειδούς και μείωση<br />

της ελαστικότητας των μεγάλων αγγείων, όπως της<br />

αορτής και των κύριων κλάδων αυτής.<br />

Κατά την κλινική εξέταση των ηλικιωμένων ατόμων<br />

συχνά διαπιστώνεται ελάχιστη μείωση της καρδιακής<br />

συχνότητας στην ηρεμία και μέγιστη αύξηση αυτής<br />

στην κόπωση, γεγονός που πιθανώς αντανακλά τη<br />

μείωση του αριθμού των βηματοδοτικών κυττάρων<br />

στον κολποκοιλιακό κόμβο αλλά και τη μεταβολή της<br />

απαντησής τους στα ερεθίσματα του συμπαθητικού<br />

και παρασυμπαθητικού συστήματος. Πράγματι, οι<br />

ασθενείς προχωρημένης ηλικίας ανέχονται δυσχερέστερα<br />

την ταχυκαρδία δεδομένου ότι σε υψηλές καρδιακές<br />

συχνότητες μειώνεται ο όγκος παλμού και η<br />

καρδιακή παροχή, μεταβολές που πιθανώς σχετίζονται<br />

με τη μικρότερη σύμπτωση των τοιχωμάτων των<br />

κοιλιών ως αποτέλεσμα της υπερτροφίας του τοιχώματός<br />

τους. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμιστεί<br />

η σχετική σημασία της κολπικής παροχής κατά<br />

την διαστολική πλήρωση των κοιλιών (12).<br />

3.2 Αναπνευστικό σύστημα<br />

Η ερμηνεία των διαταραχών της αναπνευστικής<br />

λειτουργίας, που σχετίζονται με την ηλικία, περιπλέκεται<br />

συχνά από τον υψηλό επιπολασμό του καπνίσματος<br />

σε αρκετές πληθυσμιακές ομάδες. Ο ολικός πνευμονικός<br />

όγκος δεν διαφοροποιείται στη διάρκεια του<br />

χρόνου, αλλά η ζωτική χωρητικότητα μειώνεται και ο<br />

υπολειπόμενος όγκος αυξάνει με την ηλικία, έτσι ώστε<br />

στα άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών ο κριτικός όγκος<br />

σύγκλισης (critical closing volume) να υπερβαίνει το λειτουργικό<br />

υπολειπόμενο όγκο. Η ικανότητα αερισμού<br />

μειώνεται με την ηλικία, με βραδύτερο όμως ρυθμό<br />

στους μη καπνιστές συγκριτικά με τους καπνιστές. Η<br />

σχέση αερισμός/αιμάτωση αυξάνεται ελαφρά, πιθανότατα<br />

ως αποτέλεσμα της αύξησης του αερισμού. Αυτές<br />

οι μεταβολές στην πνευμονική λειτουργία αντανακλούν<br />

τη μείωση της ελαστικότητας των πνευμόνων και της<br />

ισχύος των αναπνευστικών μυών, αλλά οι συνέπειες<br />

των μεταβολών είναι ελάχιστες όσον αφορά στην επίδρασή<br />

τους στα αέρια του περιφερικού αίματος.<br />

Η απόφραξη – στένωση των μικρών αεραγωγών<br />

κατά την ανάπαυση μπορεί να παράγει τρίζοντες<br />

ρόγχους στα οπίσθια τμήματα αμφότερων των<br />

πνευμονικών βάσεων των ηλικιωμένων ασθενών. Το<br />

φαινόμενο αυτό, όμως, από μόνο του δεν πρέπει να<br />

υπερεκτιμάται και να εκλαμβάνεται ως σημείο ανεπάρκειας<br />

της αριστεράς κοιλίας. Οι ίδιες διαταραχές<br />

αλλαγές μπορούν επίσης να οδηγήσουν στη δημιουργία<br />

ατελεκτασικών περιοχών στους πνεύμονες βαρέως<br />

πασχόντων ή χειρουργημένων ηλικιωμένων ασθενών.<br />

Η φυσιοθεραπεία στους ηλικιωμένους ασθενείς<br />

μετά από χειρουργική επέμβαση θα πρέπει συνεπώς<br />

να επικεντρώνεται κυρίως στην έκπτυξη των πνευμόνων<br />

και λιγότερο στην αποβολή των πτυέλων.<br />

Οι βασικές αρχές διαχείρισης των νοσημάτων του<br />

αναπνευστικού συστήματος δεν τροποποιούνται με<br />

βάση την ηλικία του ασθενούς. Ο βήχας λόγω αριστερής<br />

καρδιακής ανεπάρκειας ή γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης<br />

είναι συχνότερος σε μεγαλύτερες ηλικίες,<br />

όμως, δεν θα πρέπει να διαλάθει της διαγνωστικής<br />

σκέψης η πιθανότητα συνύπαρξης επαγγελματικής<br />

νόσου, συνεπεία βιομηχανικής έκθεσης, σε σκόνη αμιάντου<br />

ή άνθρακα (12).<br />

3.3 Νεφρική λειτουργία.<br />

Η επίδραση της ηλικίας στη νεφρική λειτουργία<br />

είναι δεδομένη. Ο ρυθμός σπειραματικής διήθησης<br />

ελαττώνεται δραστικά με την πρόοδο της ηλικίας, παράλληλα<br />

με την έκπτωση της σωληναριακής επαναρ-


100<br />

Κλινική αντιμετώπιση γηριατρικών ασθενών<br />

ρόφησης και της εκκριτικής ικανότητας των νεφρών.<br />

Συνήθως, αυτές οι αλλαγές υπερβαίνουν τη μείωση<br />

της ξηρής μάζας του σώματος, με αποτέλεσμα οι συγκεντρώσεις<br />

της ουρίας και της κρεατινίνης στον ορό<br />

να αυξάνονται οριακά.<br />

Αρκετές εξισώσεις, όπως η Cockcroft-Gault, έχουν<br />

επινοηθεί στην προσπάθεια εκτίμησης του ρυθμού<br />

σπειραματικής διήθησης με βάση τα επίπεδα της κρεατινίνης<br />

στον ορό σε σχέση με την ηλικία, το βάρος<br />

σώματος και το φύλο.. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εξίσωση<br />

Cockcroft-Gault εκτιμά μόνο κατά προσέγγιση τη<br />

νεφρική λειτουργία, δεδομένου ότι τα αποτελέσματά<br />

της μπορεί να επηρεαστούν σημαντικά στις ακραίες<br />

ηλικίες και στα παχύσαρκα άτομα και αυτό γιατί η<br />

υπολογιζόμενη κάθαρση της κρεατινίνης βασίζεται στο<br />

ιδανικό ή ξηρό βάρος σώματος. Όταν απαιτείται ακρίβεια<br />

στη μέτρηση είναι προφανές ότι οι μαθηματικές<br />

εξισώσεις δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την κλασική<br />

μέθοδο υπολογισμού κάθαρσης της κρεατινίνης,<br />

που βασίζεται στη συλλογή ούρων εικοσιτετραώρου.<br />

Η απάντηση του οργανισμού των ηλικιωμένων<br />

ασθενών σε ένα όξινο φορτίο είναι μειωμένη και ο μέγιστος<br />

ρυθμός αποβολής κατιόντων υδρογόνου ελαττώνεται<br />

με την ηλικία. Επομένως, οι μεταβολές στο pH<br />

του αίματος σαν απάντηση σε ένα όξινο φορτίο είναι<br />

μεγαλύτερες σε μέγεθος και διάρκεια σε σύγκριση με<br />

την επίδραση παρόμοιων μεταβολών σε ασθενείς νεότερης<br />

ηλικίας. Επίσης, η απάντηση στην αντιδιουρητική<br />

ορμόνη μειώνεται με την ηλικία, με αποτέλεσμα η<br />

διατήρηση του ύδατος ενδοαγγειακά να καθίσταται<br />

ιδιαίτερα αναποτελεσματική.<br />

Η καθυστερημένη απάντηση των ηλικιωμένων<br />

ασθενών στη στέρηση υγρών οφείλεται αφενός στη<br />

διαταραχή των μηχανισμών της δίψας και αφετέρου<br />

στην καθυστερημένη νεφρική απόκριση στις μεταβολές<br />

των σωματικών υγρών.<br />

Η μείωση της ευαισθησίας στη δίψα, με την πρόοδο<br />

της ηλικίας, είναι ένας από τους λόγους που οι ηλικιωμένοι<br />

εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο αφυδάτωσης. Η επίδραση<br />

αυτής της μεταβολής, μπορεί να είναι υπερβολική,<br />

εάν για παράδειγμα ένας ηλικιωμένος περιορίσει εκούσια<br />

την πρόσληψη υγρών, στην προσπάθεια έλεγχου<br />

της ούρησης, της ακράτειας ή της αποφυγής έκκλησης<br />

νοσηλευτικής βοήθειας κατά τη διάρκεια μιας νοσηλείας<br />

στο νοσοκομείο. Αντίθετα, αρκετοί ηλικιωμένοι ασθενείς,<br />

συχνά υπερτασικές γυναίκες, δείχνουν αυξημένο αίσθημα<br />

δίψας με τη χορήγηση διουρητικών, κυρίως αμιλορίδης,<br />

με αποτέλεσμα τη αυξημένη πρόσληψη νερού και<br />

την εμφάνιση υπονατριαιμίας από αραίωση.<br />

Ο μέσος όρος των επιπέδων της ρενίνης και της<br />

αλδοστερόνης μειώνεται με την ηλικία, με επακόλουθο<br />

την ανεπαρκή διατήρηση της ομοιοστασίας του νατρίου<br />

στον οργανισμό. Η νεφρική ικανότητα συμπύκνωσης<br />

επίσης μειώνεται, εν μέρει οφειλόμενη στη<br />

μείωση της υπερτονικότητας της μυελώδους μοίρας<br />

του νεφρού αλλά και , στη μειωμένη νεφρική απόκριση<br />

στην έκκριση βαζοπρεσσίνης, με αποτέλεσμα την<br />

υπερβολική απώλεια νερού. Η ικανότητα των ηλικιωμένων<br />

ασθενών να αντιμετωπίζουν τη μεγάλη αύξηση<br />

του ενδοαγγειακού όγκου είναι εξάλλου περιορισμένη.<br />

Και αυτό γιατί απαιτείται περισσότερος χρόνος για<br />

να απεκκρίνουν την περίσσεια νατρίου, ενώ ενδέχεται<br />

στο μηχανισμό να συμμετέχει και η διαταραχή στην<br />

έκκριση βασσοπρεσίνης, παράλληλα με τη μειωμένη<br />

έκκριση του κολπικού νατριουρητικού πεπτιδίου και<br />

την ελάττωση της νεφρικής απόκρισης ως απάντηση<br />

στην υπερογκαιμία.<br />

Η εκτίμηση του βαθμού ενυδάτωσης του ηλικιωμένου<br />

ασθενούς αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της<br />

κλινικής του αξιολόγησης. Αρκετές φορές προηγείται<br />

της εμφάνισης του κλινικού συνδρόμου κάποιος βαθμός<br />

στέρησης υγρών. Ο καθημερινός προσδιορισμός<br />

του βάρους του σώματος και η ακριβής τήρηση των<br />

διαγραμμάτων πρόσληψης – αποβολής υγρών εξακολουθούν<br />

να αποτελούν τις πιο ευαίσθητες μεθόδους<br />

κλινικής εκτίμησης του ισοζυγίου των υγρών. Λοιμώξεις,<br />

συνήθως η πνευμονία και οι λοιμώξεις του ουροποιητικού<br />

συστήματος, αποτελούν τις συχνότερες<br />

αιτίες αφυδάτωσης, ενώ ο πυρετός που κατά κανόνα<br />

τις συνοδεύει συμβάλει καθοριστικά στο μηχανισμό<br />

απώλειας των υγρών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ηλικιωμένοι<br />

ασθενείς είναι πιο ευάλωτοι από τους νεότερους<br />

στις συνέπειες της υψηλής θερμοκρασίας του<br />

περιβάλλοντος.<br />

Επιπρόσθετα, πολλοί ηλικιωμένοι λαμβάνουν μακροχρόνια<br />

διουρητική αγωγή. Οι σχετιζόμενες με<br />

αυτήν ανεπιθύμητες ενέργειες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται,<br />

μεταξύ άλλων η υποογκαιμία, η ορθοστατική<br />

υπόταση, η υπονατριαιμία και οι διαταραχές<br />

της ομοιοστασίας του καλίου, δυνατόν να επιδεινώσουν<br />

περεταίρω την ήδη βεβαρυμμένη κατάσταση του<br />

ασθενούς. Επίσης, τα διουρητικά μπορεί να προκαλέσουν<br />

υπερουριχαιμία και κρίσεις ουρικής αρθρίτιδας<br />

ή/και να αποσταθεροποιήσουν τον ηλικιωμέμο ασθενή<br />

με σακχαρώδη διαβήτη. Η επίδραση των διουρητικών<br />

στο λιπιδαιμικό προφίλ των ασθενών δεν έχει ακόμη<br />

αποσαφηνιστεί πλήρως. Στο μέτρο του δυνατού, η<br />

ενυδάτωση του ασθενούς θα πρέπει να γίνεται με τη


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 101<br />

λήψη υγρών από του στόματος. Η ενδοφλέβια χορήγηση<br />

υγρών επιτρέπει μεν την ταχύτερη και πιο ακριβή<br />

διόρθωση του ισοζυγίου τους, αλλά θα πρέπει να<br />

λαμβάνεται πάντοτε μέριμνα στην ταχύτητα της διόρθωσης<br />

και στην πιθανή προκληση ιατρογενούς υπό - ή<br />

υπερνατριαιμίας (12).<br />

3.4 Γαστρεντερικό σύστημα.<br />

Τα άτομα της τρίτης ηλικίας είναι δυνατόν να εμφανίσουν<br />

όλο το φάσμα των γαστρεντερικών διαταραχών.<br />

Ακόμη και η κοιλιοκάκη μπορεί να εκφραστεί<br />

για πρώτη φορά σε προχωρημένη ηλικία. Η αιμορραγία<br />

του γαστρεντερικού σωλήνα είναι συχνή και συνδέεται<br />

στενά με την τακτική λήψη μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών<br />

φαρμάκων. Η δυσκοιλιότητα αποτελεί<br />

ακόμη ένα κοινό πρόβλημα μεταξύ των ηλικιωμένων<br />

πριν, όμως, από την έναρξη οποιασδήποτε θεραπευτικής<br />

παρέμβασης θα πρέπει να διασφαλίζεται, με<br />

κάποιο τρόπο, η επιθυμία του ασθενή για την ομαλή<br />

λειτουργία του εντέρου του, ενώ δεν θα πρέπει να διαλάθει<br />

της προσοχής τυχόν πρόσφατη μεταβολή στις<br />

συνήθειες εκκένωσης του εντέρου.<br />

Όταν η χρόνια δυσκοιλιότητα αναδεικνύεται ως<br />

πρόβλημα, η ημερήσια πρόσληψη 10 έως 20 γραμμαρίων<br />

φυτικών ινών θα πρέπει να επιδιώκεται μόνη ή<br />

σε συνδυασμό με τη λήψη υπακτικών, όπως η λακτουλόζη.<br />

Η χρήση καθαρτικών που διεγείρουν το έντερο,<br />

όπως η σέννα, εάν δεν είναι απολύτως αναγκαία,<br />

πρέπει να αποφεύγεται.<br />

Επαναλαμβανόμενα επεισόδια ακράτειας κοπράνων,<br />

με χωρίς ακράτεια ούρων, απασχολούν περίπου<br />

το 1% των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών.<br />

Η ακράτεια μπορεί να συνδέεται με μια σειρά από<br />

διαταραχές της ορθοπρωκτικής περιοχής ή νευρολογικά<br />

σύνδρομα, συμπεριλαμβανομένης της άνοιας.<br />

Στην προχωρημένη ηλικία συχνότερη αιτία ακράτειας<br />

αποτελεί η υπερπλήρωση του ορθοσιγμοειδούς με<br />

κόπρανα (κοπρόσταση), που μπορεί πολύ εύκολα να<br />

διαγνωστεί κλινικά με την δακτυλική εξέταση από το<br />

ορθό ή σε συνδυασμό με μια απλή ακτινογραφία κοιλίας.<br />

Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι εξεργασίες του παχέος<br />

εντέρου ή φλεγμονώδεις στενώσεις ως αποτέλεσμα<br />

εκκολπωματίτιδας, αποτελούν δυο από τις σημαντικότερες<br />

αιτίες κοπρόστασης στους ηλικιωμένους. Σε<br />

γυναίκες μέσης ηλικίας η πυελική νευροπάθεια, συνεπεία<br />

τοκετών, απαντάται συχνά ως αίτιο ακράτειας<br />

κοπράνων. Επίσης, κάθε μορφή οξείας ή χρόνιας διάρροιας<br />

μπορεί να οδηγήσει σε ακράτεια.<br />

Η θεραπεία της κοπρόστασης συχνά απαιτεί υπόθετα<br />

γλυκερίνης ή υψηλούς καθαρτικούς υποκλυσμούς<br />

και στη συνέχεια τακτική λήψη υπακτικών από του<br />

στόματος, όπως η λακτουλόζη. Πάντως, σε ορισμένες<br />

περιπτώσεις η ακράτεια κοπράνων παραμένει ένα<br />

δυσεπίλυτο πρόβλημα που μπορεί να βελτιωθεί με τη<br />

χορήγηση λοπεραμίδης (12).<br />

3.5 Ενδοκρινικό σύστημα.<br />

Μέχρι σήμερα έχουν γίνει πολλές προσπάθειες<br />

προκειμένου να εξηγηθεί η γήρανση ως συνέπεια των<br />

διαδοχικών μεταβολών στη λειτουργία του ενδοκρινικού<br />

συστήματος. Και αυτό με την ελπίδα ότι η κατάλληλη<br />

θεραπεία υποκατάστασης μπορεί να σταματήσει ή<br />

να αντιστρέψει τη διαδικασία της γήρανσης. Πέραν από<br />

τις προφανείς αλλαγές στη λειτουργία των ωοθηκών<br />

με την εμμηνόπαυση, παρατηρείται και μια μικρή μείωση<br />

των κυκλοφορούντων επιπέδων των θυρεοειδικών ορμονών<br />

καθώς και του ρυθμού της έκκρισης και της ευαισθησίας<br />

των ιστών στην ινσουλίνη. Η απελευθέρωση<br />

της αντιδιουρητικής ορμόνης, ως απάντηση στις οσμωτικές<br />

μεταβολές του ορού, αυξάνει, πιθανώς σε συνδυασμό<br />

με τη μειωμένη νεφρική απόκριση και τις αλλαγές<br />

στην ευαισθησία των ογκοϋποδοχέων. Υπάρχουν ελάχιστα<br />

βιβλιογραφικά δεδομένα για τις μεταβολές που<br />

υφίστανται με την ηλικία οι παραθυροειδείς, τα επινεφρίδια<br />

και η υπόφυση. Η απάντηση των επινεφριδίων<br />

στο στρές παραμένει κατ’ ουσία αμετάβλητη. Θεωρείται<br />

όμως, ότι η έκκριση ACTH είναι πιο παρατεταμένη<br />

σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας, αλλά η σημασία αυτής<br />

της μεταβολής δεν έχει πλήρως αποσαφηνιστεί.<br />

Στους άνδρες η πρόοδος της ηλικίας συνοδεύεται<br />

από σταδιακή μείωση των επιπέδων της τεστοστερόνης<br />

και της δεϋδροεπιανδροστερόνης. Οι μεγαλύτερες<br />

ηλικίες χαρακτηρίζονται από πολύ χαμηλά επίπεδα<br />

της αυξητικής ορμόνης.<br />

Η κλινική εικόνα του σακχαρώδη διαβήτη στα άτομα<br />

της τρίτης ηλικίας μπορεί να διαφέρει από εκείνη<br />

των νεότερων ασθενών. Πολλοί ηλικιωμένοι ασθενείς<br />

διαγιγνώσκονται στα πλαίσια εργαστηριακού ελέγχου<br />

ρουτίνας ή κατά τη διάρκεια μιας νοσηλείας, κυρίως<br />

λόγω της επισήμανσης των επιπλοκών του διαβήτη,<br />

όπως της περιφερικής αρτηριακής νόσου, της διαβητικής<br />

αμφιβληστροειδοπάθειας ή του καταρράκτη.<br />

Μπορεί να συνυπάρχει η κλασσική συμπτωματολογία<br />

του διαβήτη, όπως η απώλεια σωματικού βάρους, η<br />

πολυδιψία και η πολυουρία, αλλά σε μια σχετικά μικρή<br />

αναλογία ασθενών, ως πρώτη εκδήλωση μπορεί<br />

να εμφανιστεί ρήξη της μεταβολικής αντιρρόπησης και<br />

υπερωσμωτικό κώμα.<br />

Οι διαιτητικές παρεμβάσεις σε συνδυασμό με τα από<br />

του στόματος αντιδιαβητικά δισκία ή/και με την προ-


102<br />

Κλινική αντιμετώπιση γηριατρικών ασθενών<br />

σθήκη ινσουλίνης αποτελούν τα θεραπευτικά σχήματα<br />

για τον έλεγχο της υπεργλυκαιμίας. Τα βραχείας δράσης<br />

από του στόματος υπογλυκαιμικά φάρμακα, όπως<br />

η γλικλαζίδη, θα πρέπει να προτιμώνται σε σύγκριση<br />

με αυτά που εμφανίζουν πιο παρατεταμένη δράση και<br />

συνεπώς πρέπει να αποφεύγονται στους ηλικιωμένους<br />

ασθενείς, όπως η χλωροπροπαμίδη και η γλιβενκλαμίδη.<br />

Ο σακχαρώδης διαβήτης αλληλεπιδρά με άλλους<br />

παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακής<br />

νόσου. Διαβητικοί ασθενείς οποιασδήποτε ηλικίας<br />

θα πρέπει να πειστούν να σταματήσουν το κάπνισμα,<br />

ενώ ο αποτελεσματικός έλεγχος της αρτηριακής<br />

υπέρτασης και της δυσλιπιδαιμίας αποτελούν επίσης<br />

πολύ σημαντικούς παράγοντες ιατρικής παρέμβασης.<br />

Οι ειδικότερες επιπλοκές του διαβήτη εμφανίζονται<br />

συχνότερα στους ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας σε<br />

σύγκριση με ασθενείς νεότερης ηλικίας. Η πλειοψηφία<br />

των ασθενών που τυφλώνονται από το διαβήτη είναι<br />

συνήθως ηλικίας άνω των 60 ετών. Η πρόγνωση της<br />

διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας στην τρίτη ηλικία<br />

είναι λιγότερο ευνοϊκή από ότι στις μικρότερες ηλικίες,<br />

ενώ η φωτοπηξία παραμένει η αποτελεσματικότερη<br />

μέθοδος προσέγγισης της επιπλοκής αυτής.<br />

Η φροντίδα του διαβητικού ποδιού αποτελεί μια<br />

από τις σημαντικότερες πτυχές της διαχείρισης ασθενών<br />

με διαβήτη. Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου<br />

ότι η περιφερική νευροπάθεια και η περιφερική αποφρακτική<br />

αρτηριοπάθεια είναι υπεύθυνες για την εμφάνιση<br />

δερματικών βλαβών στα κάτω άκρα, λοιμώξεων<br />

ή και γάγγραινας.<br />

Οι περισσότερες περιπτώσεις υποθυρεοειδισμού<br />

σε μεγάλη ηλικία είναι αυτοάνοσης αιτιολογίας, αν και<br />

σε κάποιο ποσοστό μπορούν να αποδοθούν σε προηγηθείσα<br />

θυρεοειδεκτομή ή/και σε θεραπεία με ραδιοσεσημασμένο<br />

ιώδιο. Η κλασική συμπτωματολογία, όπως<br />

η δυσανεξία στο κρύο, η απώλεια τριχωτού και η τραχύτητα<br />

του δέρματος απαντώνται λιγότερο συχνά,<br />

από ότι οι διάφορες ψυχιατρικές εκδηλώσεις, όπως<br />

η κατάθλιψη. Υποθυρεοειδικό κώμα, σοβαρή κεφαλαλγία,<br />

σπασμοί και υποθερμία είναι λιγότερο συχνές,<br />

αλλά σημαντικές εκφράσεις του κλινικού συνδρόμου.<br />

Τα συχνότερα κλινικά σημεία που ανευρίσκονται, είναι<br />

η αλλαγή της φωνής και η καθυστερημένη χάλαση<br />

των τενοντίων αντανακλαστικών. Δεν θα πρέπει να<br />

διαλάθει της προσοχής, ότι η θεραπεία υποκατάστασης<br />

στους ηλικιωμένους ασθενείς με υποθυρεοειδισμό<br />

είναι σκόπιμο να αρχίζει με χαμηλή δόση της ορμόνης<br />

και με αργή τιτλοποίησή της, ιδίως εάν συνυπάρχει<br />

γνωστή ισχαιμία του μυοκαρδίου, ενώ θα πρέπει να<br />

διασφαλίζεται τόσο η συμμόρφωση του ασθενούς στη<br />

θεραπεία, όσο και η δια βίου λήψη της θυροξινης.<br />

Ο υπερθυρεοειδισμός είναι λιγότερο συχνός στις μεγαλύτερες<br />

ηλικίες, αλλά μπορεί να εμφανιστεί με άτυπη<br />

εικόνα. Η απώλεια βάρους, η ανορεξία, οι εκδηλώσεις<br />

από το γαστρεντερικό καθώς και τα καρδιαγγειακά<br />

συμπτώματα κυριαρχούν. Η καρδιακή ανεπάρκεια, που<br />

συχνά συνδέεται με κολπική μαρμαρυγή ανθεκτική στην<br />

δακτυλίτιδα, αποτελεί μια από τις συνηθέστερες εκδηλώσεις<br />

του υπερθυρεοειδισμού από την καρδιά. Κλινικά<br />

σημεία από τον οφθαλμό και η εμφάνιση βρογχοκήλης<br />

απαντώνται σπανιότερα, ενώ η απάθεια, η κατάθλιψη,<br />

ο τρόμος και η ανησυχία μπορεί να αποτελέσουν την<br />

προεξάρχουσα συμπτωματολογία.<br />

Η θεραπεία συνήθως ξεκινά με καρβιμαζόλη, ενώ σε<br />

ανθεκτικές περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί η χορήγηση<br />

ραδιοσεσημασμένου ιωδίου. Θεραπεία υποκατάστασης<br />

συχνά απαιτείται πολύ αργότερα, είτε λόγω<br />

προηγηθείσας λήψης του ραδιενεργού ιωδίου, είτε λόγω<br />

της μεταγενέστερης μείωσης της λειτουργίας του θυρεοειδούς,<br />

ενώ η τακτική και προσεκτική παρακολούθηση<br />

του ασθενούς θεωρείται επιβεβλημένη (12).<br />

4 Γηριατρικά σΥνδρομα.<br />

Τα γηριατρικά σύνδρομα χαρακτηρίζουν ομάδες<br />

από ειδικά σημεία και συμπτώματα που εμφανίζονται<br />

πιο συχνά στους ηλικιωμένους ασθενείς με επιπτώσεις<br />

στην νοσηρότητα και τη θνητότητα (Πίνακας 2, Σχήμα1).<br />

Η γήρανση επιφέρει φυσιολογικές μεταβολές, πολλαπλή<br />

συνοσηρότητα και ανεπιθύμητες επιδράσεις των θεραπευτικών<br />

ιατρικών παρεμβάσεων που συμβάλλουν στην<br />

ανάπτυξη των γηριατρικών συνδρόμων. Η παρουσία<br />

αυτών των συνδρόμων αποτελεί σημαντικό παράγοντα<br />

αρνητικής έκβασης των ηλικιωμένων ασθενών κατά τη<br />

διάρκεια της νοσηλείας τους και πιθανό να προοιωνίζει<br />

την παρατεταμένη νοσηλεία τους ή την εισαγωγή τους<br />

σε ιδρύματα φροντίδας ηλικιωμένων (13-16).<br />

5 ΑσυνΗθης κλινικΗ Εκφραση συχνΩν<br />

νοσημΑτων στους ηλικιωμΕνους ασθενεΙς.<br />

Στους ηλικιωμένους ασθενείς πολλά νοσήματα<br />

μπορεί να μην εκφραστούν με τις συνήθεις κλινικές εκδηλώσεις.<br />

Αντ’ αυτού, σε αρκετούς ηλικιωμένους μπορούν<br />

να αναγνωριστούν περισσότερα του ενός μη ειδικά<br />

κλινικά σύνδρομα, ως αποτέλεσμα πολλαπλών συνυπαρχουσών<br />

διαταραχών ή/και ανεπαρκειών. Παρ’<br />

όλα αυτά, ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών βελτιώνεται<br />

κατά την νοσηλεία του, όταν μερικοί μόνον από τους


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 103<br />

παράγοντες που προκάλεσαν τη διαταραχή αναστρέφονται.<br />

Ίσως, μια ακόμη πιο αποδοτική προσέγγιση θα<br />

ήταν η επισήμανση των παραγόντων κινδύνου εμφάνισης<br />

των γηριατρικών συνδρόμων και η παρέμβαση<br />

όπου αυτό είναι δυνατόν, προκειμένου να αποφευχθεί<br />

η κλινική τους έκφραση.<br />

Πράγματι η άτυπη παρουσίαση μιας νόσου είναι<br />

πιο συχνή μεταξύ των πλέον ευπαθών ηλικιωμένων<br />

ατόμων. Μάλιστα στους πιο ευπαθείς από αυτούς,<br />

η υποκείμενη νόσος εκφράζεται συχνότερα με παραλήρημα<br />

(61%), ενώ στους πιο εύρωστους εμφανίζεται<br />

συχνότερα με πτώσεις (37%) ή/και σε μικρότερα ποσοστά<br />

με παραλήρημα (32%). Επιπροσθέτως, το 60% των<br />

ηλικιωμένων με άτυπη συμπτωματολογία εμφανίζουν<br />

χειρότερη πρόγνωση κατά τη νοσηλεία τους στο νοσοκομείο<br />

σε σύγκριση με το 32% των ασθενών με τυπική<br />

κλινική εικόνα. Προνοσηρές καταστάσεις, η άτυπη παρουσίαση<br />

νοσημάτων αλλά και η λειτουργική έκπτωση<br />

των ασθενών κατά την είσοδο τους στο νοσοκομείο<br />

αποτελούν ανεξάρτητους παράγοντες αρνητικής έκβασης<br />

κατά τη νοσηλεία τους (17). Παρά το γεγονός<br />

ότι σχεδόν κάθε νοσηρή κατάσταση ή κάποιο φάρμακο<br />

μπορεί να αποτελέσει αίτιο εμφάνισης γηριατρικών<br />

συνδρόμων, οι διαταραχές που περιγράφονται πιο<br />

κάτω είναι πιθανόν να προκαλέσουν ένα ή περισσότερα<br />

από τα σύνδρομα αυτά αντί των τυπικών κλινικών<br />

συμπτωμάτων και σημείων που τα χαρακτηρίζουν.<br />

Η οξεία απόφραξη της μεσεντερίου αρτηρίας μπορεί<br />

να εκδηλωθεί με οξύ συγχυτικό επεισόδιο, ενώ το<br />

κοιλιακό άλγος και η ευαισθησία μπορεί να απουσιάζουν.<br />

Στην οξεία σκωληκοειδίτιδα ο πόνος συνήθως εντοπίζεται<br />

στο δεξιό κάτω τεταρτημόριο της κοιλιάς και<br />

σπανίως παρομφαλικά, ενώ στη συνέχεια μπορεί να<br />

επεκταθεί διάχυτα σε όλη την κοιλία ή/και να εκφραστεί<br />

εντελώς άτυπα με αποτέλεσμα να μην αξιολογηθεί<br />

κατάλληλα. Ωστόσο, η ευαισθησία του δεξιού λαγονίου<br />

βόθρου εξακολουθεί να αποτελεί ένα ισχυρό πρώιμο<br />

κλινικό σημείο και σε αυτή την ομάδα ασθενών.<br />

Η βακτηριαιμία προκαλεί τουλάχιστον χαμηλού<br />

βαθμού πυρετική κίνηση στους περισσότερους ηλικιωμένους<br />

ασθενείς, αν και σε αρκετές περιπτώσεις ο<br />

πυρετός μπορεί να απουσιάζει. Η πηγή της βακτηριαιμίας<br />

κατά κανόνα είναι δύσκολο να εντοπιστεί, ενώ<br />

οι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν μη ειδικές εκδηλώσεις,<br />

όπως κακουχία, ανορεξία, νυχτερινές εφιδρώσεις<br />

ή ανεξήγητη μεταβολή του επιπέδου ή του περιεχομένου<br />

της συνείδησης.<br />

Οι παθήσεις των χοληφόρων δυνατόν να εκφραστούν<br />

με μη ειδικού τύπου οργανικές εκδηλώσεις ή<br />

συμπτωματολογία από την ψυχική σφαίρα, όπως αίσθημα<br />

κακουχίας, σύγχυση, απώλεια κινητικότητας,<br />

ενώ αρκετά συχνά απουσιάζουν ο ίκτερος, ο πυρετός,<br />

ή το κοιλιακό άλγος. Η διαταραχή της ηπατικής<br />

βιοχημείας μπορεί να αποτελεί τη μόνη κλινική ένδειξη<br />

της υποκείμενης νόσου.<br />

Η καρδιακή ανεπάρκεια στους ηλικιωμένους είναι<br />

δυνατόν να εκφράζεται με σύγχυση, διέγερση, ανορεξία,<br />

αδυναμία, αϋπνία, κόπωση, απώλεια βάρους ή και<br />

λήθαργο και σπανιότερα με δύσπνοια. Η ορθόπνοια<br />

μπορεί να προκαλέσει έντονη νυκτερινή διέγερση σε<br />

ασθενείς με άνοια. Η παρουσία περιφερικού οιδήματος<br />

ως ένδειξη της καρδιακής ανεπάρκειας στους ηλικιωμένους<br />

αποτελεί λιγότερο ειδικό εύρημα, συγκριτικά με<br />

αντίστοιχες ομάδες ασθενών νεοτέρων ηλικιών, ενώ<br />

σε κατάκοιτους ασθενείς το οίδημα μπορεί να περιορίζεται<br />

αποκλειστικά στην ιερή χώρα.<br />

Τα χαρακτηριστικά συμπτώματα του υπερπαραθυρεοειδισμού<br />

είναι κατά κανόνα απόντα. Μπορεί<br />

όμως να προκαλέσει μη ειδικά συμπτώματα, όπως<br />

κόπωση, γνωσιακή δυσλειτουργία, συναισθηματική<br />

αστάθεια, ανορεξία, δυσκοιλιότητα ή/και υπέρταση.<br />

Σε ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό τα χαρακτηριστικά<br />

κλινικά σημεία από τον οφθαλμό και η διόγκωση<br />

του θυρεοειδούς αδένα μπορεί επίσης να απουσιάζουν.<br />

Αντ’ αυτών, τα κλινικά συμπτώματα και σημεία<br />

μπορεί να περιλαμβάνουν ταχυκαρδία, απώλεια<br />

βάρους, κόπωση, αδυναμία, αίσθημα παλμών, τρόμο,<br />

αρρυθμιολογικές διαταραχές, όπως η κολπική μαρμαρυγή,<br />

αλλά και εκδηλώσεις καρδιακής ανεπάρκειας.<br />

Συχνά οι ασθενείς μπορεί να εμφανίζονται χαρακτηριστικά<br />

απαθείς και όχι υπερκινητικοί.<br />

Αντίθετα ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να εκδηλωθεί<br />

με θορυβώδη κλινική εικόνα στους ηλικιωμένους ασθενείς.<br />

Τα πιο κοινά συμπτώματα είναι κατά κανόνα μη<br />

ειδικά, όπως κόπωση, αδυναμία ή αιφνίδια πτώση από<br />

ίδιο ύψος. Ανορεξία, απώλεια βάρους και αρθραλγίες<br />

μπορούν επίσης να επισημανθούν. Όμως, η δυσανεξία<br />

στο κρύο, η αύξηση σωματικού βάρους, η κατάθλιψη,<br />

οι παραισθησίες, η απώλεια του τριχωτού της<br />

κεφαλής και οι μυϊκές κράμπες είναι λιγότερο συχνές,<br />

σε σύγκριση με τους νεότερους ασθενείς. Η γνωσιακή<br />

δυσλειτουργία απαντάται συχνότερα, ενώ το πιο ειδικό<br />

σημείο καθυστέρησης της χάλασης των τενοντίων<br />

ανταλακλαστικών μπορεί να μην αναγνωρίζεται στους<br />

ηλικιωμένους, στους οποίους τα αντανακλαστικά αυτά<br />

μπορεί να είναι μειωμένα ή και να απουσιάζουν.<br />

Η μηνιγγίτιδα μπορεί να προκαλέσει πυρετό και


104<br />

Κλινική αντιμετώπιση γηριατρικών ασθενών<br />

μεταβολή του επιπέδου και του περιεχομένου της συνείδησης<br />

με ή χωρίς την κλασσική συμπτωματολογία<br />

από τον ερεθισμό των μηνίγγων, όπως η κεφαλαλγία<br />

και η αυχενική δυσκαμψία.<br />

Το έμφραγμα του μυοκαρδίου μπορεί να εκδηλωθεί<br />

συχνότερα με εφίδρωση, δύσπνοια, επιγαστρική<br />

δυσφορία, συγκοπτικό επεισόδιο, αδυναμία, εμέτους,<br />

ή σύγχυση, παρά με τον κλασσικό πόνο στο στήθος.<br />

Όταν η μυοκαρδιακή ισχαιμία εκφράζεται με το κλασσικό<br />

οπισθοστερνικό άλγος, οι ηλικιωμένοι ασθενείς<br />

τείνουν να καθυστερήσουν περισσότερο από ό,τι οι<br />

νεότεροι στην αναζήτηση ιατρικής βοήθειας.<br />

Το πεπτικό έλκος σπανίως χαρακτηρίζεται από<br />

την κλασσική του συμπτωματολογία. Ο πόνος μπορεί<br />

να είναι απών, να είναι μη ειδικός ή να συγκαλύπτεται<br />

από τη λήψη μη στερινοειδών αντιφλεγμονωδών<br />

φαρμάκων. Η λειτουργική δυσπεψία είναι συχνότερη<br />

μεταξύ των ηλικιωμένων σε σύγκριση με τους ασθενείς<br />

νεοτέρων ηλικιών και συνήθως εκφράζεται με επιγαστρική<br />

δυσφορία, μετεωρισμό, ναυτία ή αίσθημα πρώιμου<br />

κορεσμού μετά τα γεύματα. Επιπροσθέτα, στους<br />

ηλικιωμένους διαπιστώνονται πιο συχνά σοβαρές αιμορραγίες<br />

του γαστρεντερικού, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις<br />

η αιμορραγία του πεπτικού δυνατόν να μην<br />

αναγνωριστεί έγκαιρα ή να αναγνωρίζεται όταν τελικά<br />

ο ασθενής εμφανίσει συμπτωματική αναιμία.<br />

Η πνευμονία μπορεί να υποδηλώνεται από κακουχία,<br />

ανορεξία ή σύγχυση. Ταχυκαρδία και ταχύπνοια<br />

αποτελούν συχνά ευρήματα, αλλά ο πυρετός μπορεί<br />

να απουσιάζει. Ο βήχας μπορεί να είναι ήπιος, χωρίς<br />

σημαντικές εκκρίσεις ή πυώδη πτύελα, ιδιαίτερα στους<br />

κατακλιμένους αφυδατωμένους ασθενείς.<br />

Η φυματίωση δυνατόν μπορεί να εκδηλωθεί άτυπα<br />

στους ηλικιωμένους όταν συνυπάρχουν και άλλα προβλήματα<br />

υγείας. Τα συμπτώματα μπορεί να είναι μη<br />

ειδικά, όπως πυρετός, αδυναμία, σύγχυση, ανορεξία.<br />

Επίσης, η πνευμονική φυματίωση μπορεί να εμφανιστεί<br />

με ελάχιστα συμπτώματα από το αναπνευστικό, όπως<br />

βήχα, έντονη απόχρεμψη ή αιμόπτυση, σε σύγκριση με<br />

τους ασθενείς μικρότερης ηλικίας.<br />

Οι ουρολοιμώξεις μπορεί να μην συνοδεύονται από<br />

πυρετό ή τα κλασσικά δυσουρικά ενοχλήματα, ενώ<br />

συχνά μπορεί να υπάρχουν ζάλη, σύγχυση, ανορεξία,<br />

κόπωση ή μυϊκή αδυναμία.<br />

Άλλες νοσολογικές οντότητες με άτυπες κλινικές<br />

εκδήλωσεις στους ηλικιωμένους ασθενείς περιλαμβάνουν<br />

την κατάχρηση οινοπνεύματος, τις ανεπιθύμητες<br />

ενέργειες των φαρμάκων, την κατάθλιψη, την πνευμονική<br />

εμβολή, τις συστηματικές λοιμώξεις και την ασταθή<br />

στηθάγχη (18).<br />

6 Το κοιλιακό άλγος στους ηλικιωμένους ασθενείς.<br />

Το κοιλιακό άλγος αποτελεί κύρια αιτία προσέλευσης<br />

για το 3% έως 13% των ηλικιωμένων ασθενών που<br />

προσκομίζονται στο τμήμα επειγόντων περιστατικών.<br />

Σε σύγκριση με τους νεότερους ασθενείς το ποσοστό<br />

θνητότητας των ηλικιωμένων είναι 6 με 8 φορές μεγαλύτερο,<br />

ενώ η πιθανότητα χειρουργικής παρέμβασης<br />

υπερβαίνει το διπλάσιο. Το ποσοστό ορθής αιτιολογικής<br />

διάγνωσης του κοιλιακού άλγους στο τμήμα επειγόντων<br />

κυμαίνεται ευρέως στη βιβλιογραφία μεταξύ<br />

40% και 82%, ενώ το 78% των ιατρών των αντίστοιχων<br />

τμημάτων αντιμετωπίζει αναφέρει προβλήματα<br />

αξιολόγησης και διαχείρισης των ηλικιωμένων ασθενών<br />

με κοιλιακό άλγος. Διαφορές μεταξύ της αρχικής<br />

υπόθεσης εργασίας στο τμήμα επειγόντων και της τελικής<br />

διάγνωσης αφορούν συχνότερα στα νοσήματα<br />

της χοληδόχου κύστης ή των χοληφόρων, τον μη ειδικό<br />

πόνο, την παρουσία κακοήθειας και τις κλινικές εκδηλώσεις<br />

της εκκολπωματίτιδας (Σχήμα 2)(19).<br />

Η αξονική τομογραφία (CT) κοιλίας αποτελεί χρήσιμο<br />

διαγνωστικό εργαλείο σε αυτές τις περιπτώσεις<br />

ασθενών. Πραγματοποιείται στο 37% έως 59% των<br />

ηλικιωμένων και συμβάλλει στη διάγνωση στο 57%<br />

έως 67% των περιπτώσεων. Σε μία μελέτη μάλιστα,<br />

η CT τροποποίησε την απόφαση για εισαγωγή στο<br />

νοσοκομείο στο 26% των περιπτώσεων, την ανάγκη<br />

για τη χειρουργική παρέμβαση στο 12%, τη χορήγηση<br />

αντιβιοτικής αγωγής στο 21%, ενώ επιβεβαίωσε την<br />

κλινική υποψία σχεδόν στις μισές περιπτώσεις. Το<br />

υπερηχογράφημα χρησιμοποιείται λιγότερο στη διάγνωση<br />

του κοιλιακού άλγους (9% έως 11% των περιπτώσεων).<br />

Πάντως, το Αμερικανικό Κολλέγιο Ακτινολογίας<br />

προτείνει το υπερηχογράφημα ως πρώτης<br />

επιλογής εξέταση στις περιπτώσεις ασθενών με άλγος<br />

του δεξιού άνω τεταρτημόριου της κοιλίας με ή<br />

χωρίς ίκτερο. Ωστόσο, επειδή η ηλικία αποτελεί έναν<br />

από τους κυριότερους παράγοντες επιβάρυνσης της<br />

νεφρικής λειτουργίας από τη χρήση σκιαγραφικών θα<br />

πρέπει στους ασθενείς υψηλού κινδύνου για εμφάνιση<br />

νεφρικών επιπλοκών, όπως αυτούς με χρόνια νεφρική<br />

νόσο, σακχαρώδη διαβήτη, καρδιακή ανεπάρκεια ή<br />

σημαντικού βαθμού αφυδάτωση, να προτιμάται η διενέργεια<br />

υπερηχογραφήματος της κοιλίας ή αξονικής<br />

τομογραφίας χωρίς τη χορήγηση σκιαγραφικού όπου<br />

είναι αναγκαίο και εφικτό (4, 20).<br />

Τα υψηλά ποσοστά νοσηρότητας και θνητότητας των<br />

ηλικιωμένων ασθενών με κοιλιακό άλγος έμμεσα υποδηλώνουν<br />

την αναγκαιότητα για υψηλού βαθμού ευαισθητοποίηση<br />

και ετοιμότητα από την πλευρά του κλινικού<br />

ιατρού στο τμήμα επειγόντων περιστατικών (4).


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 105<br />

7 Λοιμώξεις στους ηλικιωμένους.<br />

Οι λοιμώξεις αφορούν στο 4% των ηλικιωμένων<br />

ασθενών που προσέρχονται στο τμήμα επειγόντων.<br />

Συχνότερα αναγνωρίζονται οι πνευμονίες (25%), οι<br />

λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος (22%) και η<br />

συστηματική φλεγμονώδης αντίδραση – σήψη (18%). Οι<br />

λοιμώξεις εμφανίζουν συνηθέστερα άτυπη εικόνα σε<br />

αυτή την ομάδα των ασθενών. Οι πτώσεις επί του<br />

εδάφους ή η διαταραχή του επιπέδου της συνείδησης<br />

μπορεί να αποτελούν τη μόνη κλινική εκδήλωση, ενώ<br />

τα πλέον κλασσικά συμπτώματα, όπως η ταχυκαρδία<br />

και ο πυρετός μπορεί να απουσιάζουν. Ως εκ τούτου,<br />

η οξεία χολοκυστίτιδα, για παράδειγμα, μπορεί να εκδηλωθεί<br />

χωρίς πόνο (5%), πυρετό (56%) ή διαταραχή<br />

της αιματολογικής εικόνας του ασθενούς (41%). Η οξεία<br />

σκωληκοειδίτιδα παρουσιάζεται και αυτή με κλασικά<br />

συμπτώματα μόνο στο 20% των γηριατρικών ασθενών,<br />

ενώ ο πυρετός εμφανίζεται σε λιγότερο από τις<br />

μισές περιπτώσεις (4, 20).<br />

Δεν υπάρχουν καθιερωμένες κατευθυντήριες οδηγίες<br />

για την αναγνώριση της λοίμωξης σε ηλικιωμένους<br />

ασθενείς στο τμήμα επειγόντων (Πίνακας 3). Γενικά<br />

φαίνεται, ότι οι λοιμώξεις σχετίζονται όχι μόνο με<br />

υψηλή νοσηρότητα αλλά και με υψηλή θνητότητα στους<br />

ηλικιωμένους. Οι γηραιότεροι ασθενείς με εξωνοσοκομειακή<br />

βακτηριαιμία εμφανίζουν υψηλότερο κίνδυνο<br />

να αναπτύξουν ανεπάρκεια πολλαπλών οργάνων<br />

και μεγαλύτερα ποσοστά θνησιμότητας συγκριτικά με<br />

τους ασθενείς μικροτέρων ηλικιακών ομάδων (15% για<br />

νεότερης ηλικίας ασθενείς σε σχέση με 20% και 26%,<br />

για άτομα ηλικίας 65 - 84 και άνω των 85 ετών, αντίστοιχα)<br />

(4).<br />

Πίνακας 1<br />

Συχνότερα προβλήματα των ηλικιωμένων ασθενών<br />

στα τμήματα επειγόντων περιστατικών (4)<br />

Συνήθη προβλήματα των ηλικιωμένων στα ΤΕΠ<br />

Νευροψυχιατρικές διαταραχές<br />

Πτώσεις από ίδιο ύψος<br />

Στεφανιαία επεισόδια<br />

Πολυφαρμακία και ανεπιθύμητες ενέργειες των<br />

φαρμάκων<br />

Κοιλιακό άλγος<br />

Λοιμώξεις<br />

Κοινωνικές περιπτώσεις ασθενών<br />

Κατάχρηση αλκοόλης ή/και ουσιών-φαρμάκων<br />

Πiνακας 2<br />

Τα κυριότερα γηριατρικά σύνδρομα και μερικές από<br />

τις αιτίες που μπορούν να τα προκαλέσουν (13-15)<br />

Γηριατρικά σύνδρομα<br />

1. Διαταραχές ύπνου<br />

7.1 Σχετιζόμενες με την ηλικία<br />

7.2 Περιβαλλοντικοί παράγοντες<br />

7.3 Ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκων<br />

7.4 Σχετιζόμενες με συγκεκριμένα νοσήματα<br />

2. Προβλήματα σίτισης<br />

1. Σχετιζόμενα με την υποκείμενη νόσο<br />

2. Κακές διατροφικές συνήθειες<br />

3. Προβλήματα της στοματικής κοιλότητας ή των<br />

οδόντων<br />

4. Οικονομικά προβλήματα<br />

5. Συρρίκνωση του κοινωνικού περιβάλλοντος<br />

– εγκατάλειψη<br />

6. Πολυφαρμακία<br />

7. Έλλειψη βοήθειας ετέρου προσώπου<br />

8. Ηλικία άνω των 80 ετών<br />

9. Διαταραχή των αισθήσεων<br />

3. Ο πόνος<br />

4. Η ακράτεια των ούρων - δυσουρία<br />

5. Διαταραχή του επιπέδου της συνείδησης (σύγχυση,<br />

παραλήρημα, κατάθλιψη, άνοια)<br />

6. Πτώσεις επί του εδάφους – υποτροπιάζοντα<br />

επεισόδια πτώσης<br />

7. Ρήξη της συνέχειας του δέρματος - κατακλίσεις<br />

Σχήμα 1: Προτεινόμενος παθοφυσιολογικός μηχανισμός<br />

ανάπτυξης των γηριατρικών συνδρόμων (16).


106<br />

Κλινική αντιμετώπιση γηριατρικών ασθενών<br />

Σχήμα 2: Διαφορές στην αξιολόγηση του κοιλιακού άλγους μεταξύ της αρχικής διάγνωσης στο τμήμα επειγόντων<br />

και της τελικής διάγνωσης, με την έξοδο του ασθενούς (19). <br />

Πίνακας 3:<br />

Διαγνωστικά κριτήρια των συχνότερων νοσοκομειακών λοιμώξεων<br />

Είδος λοίμωξης Κλινικά κριτήρια Εργαστηριακά κριτήρια<br />

Λοιμώξεις ουροποιητικού Πυρετός Κοιλιακό άλγος κυρίως Λευκοκυττάρωση<br />

υπερηβικά Μεταβολή των<br />

Θετική ουροκαλλιέργεια<br />

χαρακτηριστικών των ούρων<br />

Πνευμονία<br />

Βακτηριαιμία<br />

Λοιμώξεις του δέρματος<br />

και των μαλακών μορίων<br />

Γαστρεντερίτιδα<br />

Μηνιγγίτιδα<br />

Πυρετός<br />

Πλευριτικό άλγος<br />

Μείωση της έντασης του αναπνευστικού<br />

ψιθυρίσματος<br />

Παρουσία ρόγχων<br />

Ανεξήγητος πυρετός με ρίγος ή φρίκια<br />

Πόνος, αίσθημα τάσης ή πυώδης έκκριση<br />

στις θέσεις εισόδου περιφερικών<br />

καθετήρων ή κεντρικών γραμμών<br />

Πόνος, οίδημα, θερμότητα, αίσθημα τάσης<br />

Πυώδης εκκρίση<br />

Πυρετός<br />

Αύξηση του αριθμού των κενώσεων<br />

Αλλαγή στη σύσταση των κενώσεων<br />

Πυρετός<br />

Αφυδάτωση<br />

Πυρετός<br />

Έμετοι<br />

Αυχενική δυσκαμψία<br />

Διαταραχή του επιπέδου και του<br />

περιεχομένου της συνείδησης<br />

Λευκοκυττάρωση<br />

Gram χρώση πτυέλων<br />

Θετική καλλιέργεια πτυέλων<br />

Θετική ακτινογραφία θώρακος<br />

Λευκοκυττάρωση<br />

Θετική αιμοκαλλιέργεια<br />

Θετική καλλιέργεια άκρου<br />

καθετήρα<br />

Θετική καλλιέργεια επιχρήσματος<br />

Λευκοκυττάρωση<br />

Λευκοκυττάρωση<br />

Θετική καλλιέργεια κοπράνων<br />

Λευκοκυττάρωση<br />

Προσδιορισμός του αριθμού των<br />

κυττάρων στο ΕΝΥ, του τύπου<br />

τους, της καλλιέργειας, του<br />

σακχάρου και της πρωτεΐνης


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 107<br />

Βιβλιογραφiα<br />

1. Introduction to Clinical Medicine. In: Fauci AS, Kasper<br />

DL, Longo DL, Braunwald E, Hauser SL, Jameson JL,<br />

et al., editors. Harrison’ s Principles of Internal Medicine.<br />

17th Edition ed: The McGraw-Hill Companies,<br />

Inc; 2008.<br />

2. Grimley Evans J. 21st Century: Review: Ageing and<br />

medicine. J Intern Med. 2000 Feb;247(2):159-67.<br />

3. Σπαθαράκης Γ. Γηριατρική πολύ - παθολογία.<br />

Ιπποκράτεια. 1999;3(3):127-32.<br />

4. Samaras N, Chevalley T, Samaras D, Gold G. Older<br />

patients in the emergency department: a review.<br />

Ann Emerg Med. 2010 Sep;56(3):261-9.<br />

5. Aminzadeh F, Dalziel WB. Older adults in the emergency<br />

department: a systematic review of patterns<br />

of use, adverse outcomes, and effectiveness of interventions.<br />

Ann Emerg Med. 2002 Mar;39(3):238-47.<br />

6. Palmer RM. Acute Hospital Care. In: Cassel CK,<br />

Leipzig RM, Cohen HJ, Larson EB, Meier DE, editors.<br />

Geriatric Medicine An Evidence-Based Approach.<br />

4th Edition ed: Springer-Verlag New York,<br />

Inc.; 2003.<br />

7. Seth Landefeld C. Hospital Care. In: Seth Landefeld<br />

C, Palmer RM, Johnson MAG, Bree Johnson C, Lyons<br />

WL, editors. Current Geriatric Diagnosis and Treatment.<br />

1st Edition ed: Lange Medical Books/McGraw-<br />

Hill; 2004.<br />

8. Bird CE, Shugarman LR, Lynn J. Age and gender differences<br />

in health care utilization and spending for<br />

medicare beneficiaries in their last years of life. J<br />

Palliat Med. 2002 Oct;5(5):705-12.<br />

9. Fried TR, van Doorn C, O’Leary JR, Tinetti ME, Drickamer<br />

MA. Older persons’ preferences for site of<br />

terminal care. Ann Intern Med. 1999 Jul 20;131(2):109-<br />

12.<br />

10. Brennan TA, Leape LL, Laird NM, Hebert L, Localio<br />

AR, Lawthers AG, et al. Incidence of adverse events<br />

and negligence in hospitalized patients. Results of<br />

the Harvard Medical Practice Study I. N Engl J Med.<br />

1991 Feb 7;324(6):370-6.<br />

11. Forster A, Young J, Lambley R, Langhorne P. Medical<br />

day hospital care for the elderly versus alternative<br />

forms of care. Cochrane Database of Systematic<br />

Reviews [serial on the Internet]. 2008; (4): Available<br />

from: http://www.mrw.interscience.wiley.com/cochrane/clsysrev/articles/CD001730/frame.html.<br />

12. Age-associated changes of medical significance. In:<br />

Warrell DA, Cox TM, Firth JD, Benz EJ, editors. Oxford<br />

Textbook of Medicine. 4th Edition ed: Oxford<br />

University Press; 2003.<br />

13. Anpalahan M, Gibson SJ. Geriatric syndromes as<br />

predictors of adverse outcomes of hospitalization.<br />

Intern Med J. 2008 Jan;38(1):16-23.<br />

14. Inouye SK, van Dyck CH, Alessi CA, Balkin S, Siegal<br />

AP, Horwitz RI. Clarifying confusion: the confusion<br />

assessment method. A new method for detection of<br />

delirium. Ann Intern Med. 1990 Dec 15;113(12):941-8.<br />

15. Mathias S, Nayak US, Isaacs B. Balance in elderly<br />

patients: the “get-up and go” test. Arch Phys Med<br />

Rehabil. 1986 Jun;67(6):387-9.<br />

16. Inouye SK, Studenski S, Tinetti ME, Kuchel GA. Geriatric<br />

syndromes: clinical, research, and policy implications<br />

of a core geriatric concept. J Am Geriatr<br />

Soc. 2007 May;55(5):780-91.<br />

17. Jarrett PG, Rockwood K, Carver D, Stolee P, Cosway<br />

S. Illness presentation in elderly patients. Arch Intern<br />

Med. 1995 May 22;155(10):1060-4.<br />

18. Tangarorang GL, Kerins GJ, Beside RW. Clinical Approach<br />

to the Older Patient: an Overview. In: Cassel<br />

CK, Leipzig RM, Cohen HJ, Larson EB, Meier DE,<br />

editors. Geriatric Medicine An Evidence-Based Approach.<br />

4th Edition ed: Springer-Verlag New York,<br />

Inc.; 2003.<br />

19. Lewis LM, Banet GA, Blanda M, Hustey FM, Meldon<br />

SW, Gerson LW. Etiology and clinical course<br />

of abdominal pain in senior patients: a prospective,<br />

multicenter study. J Gerontol A Biol Sci Med Sci.<br />

2005 Aug;60(8):1071-6.<br />

20. Αλεξοπούλου Α, Ντουράκης ΣΠ. Παθήσεις<br />

ήπατος και χοληφόρων σε ηλικιωμένους<br />

ασθενείς. Ιατρική. 1998;73(3):228-34.


Ιδιαιτερότητες στην αντιμετώπιση καρδιαγγειακών προβλημάτων<br />

στα άτομα της τρίτης ηλικίας<br />

ΔΔ Μανωλάτος<br />

Επιμελητής Β’, Β’ Καρδιολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

MANOLATOS DD. Special cardiac problems in elderly people. By the time a person reaches 65, his or her heart has<br />

done an astounding amount of work. The adult heart beats more 100,000 times a day, pumping roughly 2,000 gallons of<br />

blood through 60,000 miles of blood vessels every 24 hours. The strongest muscle in the body, the heart at 65 still has the<br />

capacity for many more years of service. Nevertheless, natural physiologic changes in old age will somewhat lessen its<br />

efficiency. The aging heart as well the blood vessels becomes less elastic, so it not able to relax as completely between<br />

beats. The heart`s walls thicken, especially in the pumping chambers, and it may enlarge in size. The heart also becomes<br />

less responsive to stimulation by adrenaline, so it is not able to gear up for exercise by increasing the strength and the<br />

rates of contractions. Physiologic changes in the heart and blood vessels make the elderly more prone to certain types of<br />

cardiovascular disease. These include isolated systolic hypertension, orthostatic hypotension, heart failure, certain valve<br />

disorders (particularly of the aortic valve) and certain rhythm abnormalities, particularly bradycardias, or slow rhythms.<br />

The outlook for the most of these conditions is excellent. Many can be treated by medication, while others are helped by<br />

surgery or pacemakers. In mild cases, life-style changes maybe enough. In many cases, drug treatment is successful and<br />

preferred over surgery or other invasive therapy. This is primarily because the risks associated with these procedures are<br />

somewhat higher in the elderly, especially those with other health problems, and because the recovery period is longer.<br />

Drugs may affect the elderly differently from younger patients, however, and care must be taken to achieve the right dosage<br />

and type of drug or combination of drugs. Although life-style changes made in old age may no longer have the same<br />

impact on reducing the risk of heart disease, some- as regular exercise and smoking cessation- can positively affect the<br />

quality of life. Maintaining an appropriate body weight is important. Control of high blood pressure, whether by life-style<br />

changes, medication, or both, is also important in maintaining health. All patients should maintain a prudent low-fat diet, in<br />

order to reduce blood cholesterol. However, the case for aggressive treatment of high cholesterol is not as strong. In the<br />

absence of symptoms of coronary artery disease, it may not justified. However, for people who already have heart disease,<br />

especially those have had bypass surgery, it maybe beneficial. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 108-114, 2011.<br />

Key words: Elderly people, coronary artery disease, cardiac disorders<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Έως την ηλικία των 65 ετών, η ανθρώπινη καρδιά επιτελεί ένα καταπληκτικό έργο. Με περισσότερους από 100000<br />

παλμούς ανά ημέρα, αντλεί 2000 γαλόνια αίματος μέσα σε 60000 μίλια αιμοφόρων αγγείων κάθε ημέρα. Αποτελεί<br />

τον ισχυρότερο μυ του σώματος και έχει ικανότητα για αρκετά επιπλέον χρόνια λειτουργίας. Ωστόσο φυσιολογικές<br />

μεταβολές στους ηλικιωμένους μειώνουν την ικανότητά της. Η γηράσκουσα καρδιά καθώς και τα αιμοφόρα<br />

αγγεία χάνουν την ελαστικότητά τους με αποτέλεσμα ελαττωμένη χάλαση μεταξύ των καρδιακών συστολών.<br />

Τα τοιχώματα της καρδιάς παχύνονται ενώ οι διαστάσεις της μπορεί να αυξηθούν. Επιπλέον η καρδιά καθίσταται<br />

λιγότερο ευαίσθητη στη αδρενεργική διέγερση με αποτέλεσμα μείωση της έντασης και της συχνότητας των<br />

συστολών κατά την άσκηση.<br />

Οι φυσιολογικές αλλαγές στην καρδιά και στα αγγεία καθιστούν τους ηλικιωμένους επιρρεπείς σε καρδιαγγειακά<br />

νοσήματα, όπως η μεμονωμένη συστολική υπέρταση, η ορθοστατική υπόταση , η καρδιακή ανεπάρκεια, οι βαλ-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 109<br />

βιδοπάθειες και οι διαταραχές του ρυθμού (κυρίως βραδυαρρυθμίες). Η πρόγνωση των παραπάνω νοσημάτων<br />

είναι συνήθως καλή. Πολλές αντιμετωπίζονται με φάρμακα, ενώ άλλες με εγχείρηση ή βηματοδότη. Σε ήπιες περιπτώσεις<br />

η αλλαγή του τρόπου ζωής είναι αρκετή. Σε αρκετές περιπτώσεις η φαρμακευτική αγωγή είναι επιτυχής<br />

και προτιμητέα σε σχέση με επεμβατικές μεθόδους, λόγω του αυξημένου κινδύνου των τελευταίων στους ηλικιωμένους.<br />

Ωστόσο τα φάρμακα επηρεάζουν τους ηλικιωμένους με διαφορετικό τρόπο σε σχέση με νεότερα άτομα<br />

και πρέπει να υπάρχει φροντίδα ως προς τη δοσολογία και το συνδυασμό τους. Παρόλο που οι αλλαγές τρόπου<br />

ζωής δεν μειώνουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου στους ηλικιωμένους, μερικές όπως η τακτική άσκηση και<br />

η διακοπή του καπνίσματος επηρεάζουν θετικά την ποιότητα ζωής. Η διατήρηση του σωματικού βάρους εντός<br />

φυσιολογικών ορίων και ο έλεγχος της αρτηριακής πίεσης είναι απαραίτητα για την υγεία του ηλικιωμένου. Όλοι<br />

οι ασθενείς πρέπει να ακολουθούν χαμηλή σε λιπαρά διατροφή. Ωστόσο η θεραπεία της υπερλιπιδαιμίας συνιστάται<br />

μόνο σε ηλικιωμένους με καρδιαγγειακή νόσο. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 108-114, 2011.<br />

Λέξεις κλειδιά: άτομα τρίτης ηλικίας, στεφανιαία νόσος, διαταραχές αγωγιμότητας<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας<br />

[ΠΟΥ] οι καρδιαγγειακές παθήσεις είναι υπεύθυνες για<br />

το θάνατο 12 εκατομμυρίων ατόμων κάθε χρόνο. Είναι<br />

η κύρια αιτία θανάτου στην Αμερική και στις περισσότερες<br />

αναπτυγμένες χώρες του πλανήτη. Αποτελεί την<br />

πρώτη αιτία θανάτου στα άτομα της τρίτης ηλικίας.<br />

Κάθε συζήτηση που αφορά τα καρδιαγγειακά προβλήματα<br />

στην τρίτη ηλικία πρέπει να ξεκινά από την<br />

οριοθέτηση της τρίτης ηλικίας. Υπάρχει η χρονολογική<br />

ηλικία, ο αριθμός των ετών που κάποιος ζει, και<br />

η βιολογική ηλικία που περιλαμβάνει την παρουσία η<br />

απουσία ασθενειών της τρίτης ηλικίας καθώς και την<br />

πνευματική διαύγεια του ατόμου. Για πρακτικούς σκοπούς<br />

το όριο των 65-70 ετών έχει χαρακτηριστεί ως η<br />

αρχή της τρίτης ηλικίας. Στην καθημερινή πράξη βέβαια<br />

τα πράγματα διαφέρουν μια και οι όποιες θεραπευτικές<br />

αποφάσεις στηρίζονται όχι μόνο στην χρονολογική<br />

ηλικία του ασθενούς αλλά στη γενική ιατρική κατάσταση<br />

και στο πνευματικό επίπεδο του ασθενούς που<br />

μπορεί να είναι νέο ή ηλικιωμένο για μια συγκεκριμένη<br />

χρονολογική ηλικία.<br />

Το μυοκάρδιο, καθώς ο άνθρωπος μεγαλώνει,<br />

υφίσταται φυσιολογικά δομικές αλλαγές ακόμα και<br />

απουσία κάποιας οργανικής πάθησης. Η λειτουργία<br />

της καρδιάς, σαν αντλία παροχής αίματος και οξυγόνου<br />

προς τους ιστούς, είναι λιγότερο αποτελεσματική,<br />

μια και ο καρδιακός μυς γίνεται ανελαστικός, δύσκαμπτος<br />

και λιγότερο ευαίσθητος στις μεταβολές του<br />

συμπαθητικού νευρικού συστήματος.<br />

Επιπρόσθετα, το αγγειακό τοίχωμα χάνει την ελαστικότητα<br />

του και οι υποδοχείς που βρίσκονται πάνω<br />

σε αυτό την απαντητικότητα τους στα διάφορα εξωγενή<br />

ερεθίσματα. Καρδιαγγειακές παθήσεις όπως η<br />

στεφανιαία νόσο, η υπέρταση, οι βαλβιδοπάθειες και<br />

οι διαταραχές του ερεθισματαγωγού συστήματος της<br />

καρδιάς αυξάνονται με την πρόοδο της ηλικίας. Από<br />

την ηλικία των 80 και πάνω το 20% των Αμερικανών<br />

έχουν συμπωματική στεφανιαία νόσο.<br />

Τα καρδιακά προβλήματα στην τρίτη ηλικία έχουν<br />

σαφή επίπτωση είτε στην ποιότητα ζωής είτε στην<br />

διάρκεια της είτε και στα δυο. Η πρώτη αιτία θανάτου<br />

στους ηλικιωμένους Αμερικανούς ασθενείς είναι η στεφανιαία<br />

νόσο· αλλά και οι βαλβιδοπάθειες καθώς και<br />

οι διαταραχές του καρδιακού ρυθμού έχουν θορυβώδη<br />

συμπτωματολογία σε αυτές τις ηλικίες και επηρεάζουν<br />

έντονα την ποιότητα της ζωής των ηλικιωμένων<br />

ασθενών.<br />

ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ ΝΟΣΟΣ<br />

Η αθηρωμάτωση των επικάρδιων στεφανιαίων<br />

αρτηριών αποτελεί την κυρίαρχη αιτία θανάτου στην<br />

τρίτη ηλικία. Επιπρόσθετα, η πολυαγγειακή στεφανιαία<br />

νόσο απαντάται αρκετά πιο συχνά σε αυτές τις ηλικίες.<br />

Το 50% των καρδιακών επεισοδίων συμβαίνει σε<br />

ηλικίες άνω των 65. Ενώ η συχνότητα εμφάνισης των<br />

επεισοδίων είναι σαφώς μεγαλύτερη στους άντρες<br />

κατά τη μέση ηλικία, μετά την εμμηνόπαυση παρατηρείται<br />

μια ραγδαία αύξηση στο γυναικείο πληθυσμό<br />

και οι συχνότητες είναι περίπου ίσες.<br />

Η στεφανιαία νόσος δύναται να εμφανιστεί είτε ως<br />

επαναλαμβανόμενα επεισόδια μυοκαρδιακής ισχαιμίας<br />

που εκδηλώνονται ως στηθάγχη η δύσπνοια ηρεμίας<br />

είτε με πιο σοβαρή μορφή, ως καρδιακή ανακοπή,<br />

όπου η ολική απόφραξη ενός αγγείου έχει σαν αποτέλεσμα<br />

το οξύ έμφραγμα που οδηγεί στη νέκρωση<br />

του καρδιακού μυός και το σχηματισμό ουλής. Τα οξέα<br />

στεφανιαία σύνδρομα στην τρίτη ηλικία οδηγούν σε<br />

περισσότερες επιπλοκές και απαιτούν μεγαλύτερη


110<br />

Ιδιαιτερότητες στην αντιμετώπιση καρδιαγγειακών προβλημάτων στα άτομα της τρίτης ηλικίας<br />

χρονική διάρκεια νοσηλείας για τον ασθενή. Καρδιακή<br />

ανεπάρκεια και διαταραχές του ρυθμού εμφανίζονται<br />

πιο συχνά σε αυτές τις ηλικίες. Ποσοστό 60% των<br />

περιπτώσεων συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας<br />

έχουν σαν υποκείμενη αιτία την ισχαιμική μυοκαρδιοπάθεια.<br />

Σιωπηλά επεισόδια ισχαιμίας, χωρίς τη<br />

θορυβώδη συμπτωματολογία του οπισθοστερνικού<br />

άλγους, εμφανίζονται συχνότερα σε αυτές τις ηλικίες<br />

ιδιαίτερα στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη. Τα<br />

συμπτώματα μπορεί να διαφέρουν και να είναι ένας<br />

έντονος πονοκέφαλος, δύσπνοια ηρεμίας, λιποθυμικό<br />

επεισόδιο, σύγχυση είτε και τελείως ασυμπτωματικά.<br />

Για αυτό πρέπει να υπάρχει υψηλή κλινική υποψία<br />

τόσο από το θεράποντα ιατρό όσο και από τα άτομα<br />

που περιβάλουν τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας.<br />

Δεν είναι σπάνιο τέτοια καρδιακά επεισόδια να αποκαλύπτονται<br />

τυχαία στο ηλεκτροκαρδιογράφημα είτε<br />

σε μια υπερηχογραφική εξέταση.<br />

Το ΗΚΓ για τη στεφανιαία νόσο δεν είναι τόσο αξιόπιστο<br />

στις γυναίκες όσο στους άντρες. Το σπινθηρογράφημα<br />

μυοκαρδίου με θάλλιο με η χωρίς φαρμακευτικό<br />

stress βοηθά στη διαγνωστική προσέγγιση της<br />

στεφανιαίας νόσου, περισσότερο στους άντρες παρά<br />

στις γυναίκες, αλλά το ποσοστό των ψευδώς θετικών<br />

αποτελεσμάτων είναι υψηλό και εκτιμάται στο 20%.Το<br />

Echo stress είναι αρκετά χρήσιμο μια και αντλούμε επιπρόσθετες<br />

πληροφορίες τόσο για τη λειτουργική κατάσταση<br />

των βαλβίδων, τη συστολική και διαστολική<br />

λειτουργία της αριστερής κοιλίας όσο και τις τμηματικές<br />

διαταραχές των τοιχωμάτων της καρδιάς που<br />

είναι ενδεικτικές παρουσίας στεφανιαίας νόσου. Η<br />

στεφανιογραφία και η επεμβατική προσέγγιση έχουν<br />

θέση στη διάγνωση και θεραπεία των στεφανιαίων<br />

συνδρόμων στα άτομα της τρίτης ηλικίας αν και συνδυάζονται<br />

με αυξημένο ποσοστό επιπλοκών (αγγειακό<br />

εγκεφαλικό επεισόδιο, τοπική αιμορραγία- αιμάτωμα<br />

στην περιοχή της παρακέντησης) συγκριτικά με τα<br />

άτομα νεότερης ηλικίας αλλά αποδεκτά χαμηλό για<br />

να μην αποκλείονται από τη διαγνωστική φαρέτρα.<br />

Επειδή η επίπτωση της πολυαγγειακής νόσου είναι<br />

αυξημένη στα άτομα της τρίτης ηλικίας και η συνύπαρξη<br />

του διαβήτη συχνή, η αορτοστεφανιαία παράκαμψη<br />

είναι μια αποδεκτή θεραπεία αν και τόσο η<br />

θνητότητα όσο και το ποσοστό των επιπλοκών από<br />

την επέμβαση παρουσιάζονται αυξημένα συγκριτικά<br />

με τα άτομα της νεότερης ηλικίας αλλά μέσα σε αποδεκτά<br />

πλαίσια.<br />

Η θεραπεία των οξέων στεφανιαίων συνδρόμων<br />

ελάχιστα διαφέρει στην ηλικία των 75 από την ηλικία<br />

των 45 ετών. Η θρομβόλυση στο οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου<br />

πρέπει να γίνεται μετά από σκέψη και μονό<br />

όταν ο ιατρός κρίνει ότι το όφελος υπερτερεί από<br />

τον αυξημένο κίνδυνο της ενδοκράνιας αιμορραγίας<br />

που εμφανίζεται σε αυτές τις ηλικίες. Πάντως η ηλικία<br />

πάνω από τα 75, δεν αποτελεί αντένδειξη για θρομβόλυση.<br />

Η ασπιρίνη έχει απόλυτη ένδειξη μια μειώνει<br />

τη θνητότητα στην οξεία φάση του εμφράγματος κατά<br />

30%.Οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της<br />

αγγειοτενσίνης έχουν απόλυτη ένδειξη αλλά πρέπει<br />

να προτείνεται η χαμηλότερη δυνατή δόση και η έναρξη<br />

τους να καθυστερεί στην όψιμη μετεμφραγματική<br />

περίοδο. Το αντιαρρυθμικό λιδοκαΐνη που χρησιμεύει<br />

για την καταστολή της κοιλιακής εκτοπίας στην οξεία<br />

φάση του εμφράγματος στα ηλικιωμένα άτομα πρέπει<br />

να αποφεύγεται γιατί προκαλεί σύγχυση και άλλες<br />

παρενέργειες. Τα νιτρώδη δεν είναι καλώς ανεκτά από<br />

τα ηλικιωμένα άτομα και προκαλούν πολύ συχνότερα<br />

απότομη πτώση της αρτηριακής πίεσης με συνοδό<br />

έντονη κεφαλαλγία και ζάλη. Οι β-αποκλειστές πρέπει<br />

να χορηγούνται με προσοχή γιατί προκαλούν έντονη<br />

βραδυκαρδία σε μια καρδιά που λόγω της ηλικίας της<br />

λειτουργεί ήδη σε χαμηλούς ρυθμούς.<br />

ΒΑΛΒΙΔΟΠΑΘΕΙΕΣ<br />

Η συχνότητα της στένωσης της αορτικής βαλβίδας<br />

αυξάνει με την ηλικία και αποτελεί την πιο σημαντική<br />

κλινικά βαλβιδοπάθεια που απαντάται στα άτομα της<br />

τρίτης ηλικίας. Το ποσοστό που αναφέρεται στη διεθνή<br />

βιβλιογραφία είναι 4%. Η προοδευτικά αυξανόμενη<br />

εκφυλιστική ασβέστωση των αορτικών πτυχών είναι η<br />

πιο συχνή αιτία. Η ένταση του συστολικού φυσήματος<br />

εξώθησης που προκαλείται από τη στένωση δε συσχετίζεται<br />

με τη βαρύτητα της στένωσης της βαλβίδας και<br />

εξαιτίας της σκληρότητας και της απώλειας ελαστικότητας<br />

των περιφερικών αρτηριών το φύσημα στις καρωτίδες<br />

μπορεί να απουσιάζει παρουσία σημαντικού<br />

βαθμού στένωσης της βαλβίδας. Σημαντικού βαθμού<br />

στένωση μπορεί να εμφανιστεί ως συγκοπτικό επεισόδιο<br />

(εξαιτίας της μειωμένης εγκεφαλικής αιματώδης),<br />

ως συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια-οξύ πνευμονικό<br />

οίδημα (όταν ο καρδιακός μυς αδυνατεί να λειτουργήσει<br />

ως αντλία και να προωθήσει το αίμα προς την<br />

κυκλοφορία μέσω μιας στεγνωμένης βαλβίδας) και ως<br />

οπισθοστερνικό άλγος –στηθάγχη (από το συνδυασμό<br />

αυξημένου έργου ενός υπερτροφικού μυοκαρδίου και<br />

την έλλειψη επαρκούς αιματώδης και οξυγόνωσης του<br />

καρδιακού μυός). Η πρόοδο της αορτικής στένωσης είναι<br />

βαθμιαία αλλά τις περισσότερες φορές απρόβλε-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 111<br />

πτη. Η διαγνωστική προσέγγιση ενός συμπωματικού<br />

ασθενή τρίτης ηλικίας με συστολικό φύσημα εξώθησης<br />

είναι κριτικής σημασίας. Το υπερηχογράφημα καρδιάς<br />

σε συνδυασμό με την εξέταση Doppler μας επιτρέπει<br />

τον ακριβή προσδιορισμό της στένωσης και τη δυνατότητα<br />

απεικόνισης της μορφολογίας της βαλβίδας.<br />

Περίπου το 20% των ηλικιωμένων ατόμων με στένωση<br />

της αορτικής βαλβίδας έχουν ρευματικής αιτιολογίας<br />

προσβολή της βαλβίδας, συνήθως παρουσιάζουν προσβολή<br />

και της μιτροειδούς βαλβίδας και χρήζουν προφυλακτικής<br />

αντιβιοτικής αγωγής πριν οποιασδήποτε<br />

ιατρικής παρέμβασης συμπεριλαμβανομένου και των<br />

οδοντριατικών επεμβάσεων. Η μόνη αποτελεσματική<br />

θεραπεία είναι η αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας<br />

μια και αυξάνει τόσο την επιβίωση όσο και βελτιώνει<br />

την ποιότητα της ζωής. Η βαλβιδοπλαστική με<br />

μπαλόνι συνδυάζεται με μέτρια αποτελέσματα και με<br />

υψηλό ποσοστό επαναστένωσης της βαλβίδας. Προς<br />

το παρόν, η επέμβαση αυτή έχει θέση μόνο στα ηλικιωμένα<br />

άτομα υψηλού διεγχειρητικού κινδύνου λόγω<br />

της συνύπαρξης και άλλων παθολογικών καταστάσεων.<br />

Η πιο συχνή αιτία της ανεπάρκειας της αορτικής<br />

βαλβίδας στα άτομα της τρίτης ηλικίας αποτελεί η διάταση<br />

της αορτικής ρίζας δευτεροπαθώς στην υψηλή<br />

αρτηριακή πίεση και στις αυξημένες περιφερικές αρτηριακές<br />

αντιστάσεις που απαντώνται συχνά σε αυτές<br />

τις ηλικίες. Όταν η ανεπάρκεια είναι σοβαρού βαθμού<br />

η μείωση του μεταφόρτιου της αριστερής κοιλιάς βοηθά<br />

σημαντικά στην ανακούφιση των συμπτωμάτων,<br />

αν και η ριζική θεραπεία είναι η χειρουργική αντικατάσταση<br />

της βαλβίδας.<br />

Η ανεπάρκεια της μιτροειδούς βαλβίδας είναι<br />

υπεύθυνη για το 70% των παθήσεων της μιτροειδούς<br />

που εμφανίζονται στα άτομα της τρίτης ηλικίας. Οι<br />

αιτίες είναι η ρευματική προσβολή της βαλβίδας που<br />

συνδυάζεται συχνά με πάθηση της αορτής, η δυσλειτουργία<br />

των θηλοειδών μυών που οφείλεται σε ισχαιμία<br />

η έμφραγμα του μυοκαρδίου, η ασβέστωση της μιτροειδούς<br />

βαλβίδας η οποία παρατηρείται πιο συχνά<br />

στις γυναίκες και η μυξωματώδης εκφύλιση από πρόπτωση<br />

των γλωχίνων της βαλβίδας που ενώ απαντάται<br />

πιο συχνά στις γυναίκες οι άντρες είναι αυτοί<br />

που πιο συχνά παρουσιάζουν σημαντικού βαθμού<br />

ανεπάρκεια της βαλβίδας. Η θεραπευτική προσέγγιση<br />

πρέπει να στοχεύει στη διατήρηση του φλεβοκομβικού<br />

ρυθμού η τουλάχιστον στον καλό έλεγχο της κοιλιακής<br />

συχνότητας επί παρουσίας κολπικής μαρμαρυγής,<br />

στη μείωση του προφορτίου της αριστερής κοιλιάς με<br />

τη χρήση κυρίως διουρητικών, στην αποτελεσματική<br />

αντιπηκτική αγωγή για την πρόληψη των εμβολικών<br />

επεισοδίων και στην απαραίτητη και αναγκαία προφυλακτική<br />

αντιβιοτική αγωγή πριν οποιαδήποτε ιατρική<br />

παρέμβαση. Καθώς η ανεπάρκεια της βαλβίδας<br />

αυξάνει η αριστερή κοιλιά διατείνεται, οι πιέσεις στο<br />

εσωτερικό της κοιλίας αυξάνονται και μεταδίδονται<br />

προς τα πίσω προκαλώντας πνευμονική υπέρταση.<br />

Στο στάδιο αυτό η φαρμακευτική αγωγή είναι ανεπαρκής<br />

και αναποτελεσματική.<br />

Η χειρουργική διόρθωση της βαλβίδας με τη διατήρηση<br />

του υποβαλβιδικού μηχανισμού προσφέρει<br />

καλύτερα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, όπου αυτό<br />

είναι δυνατό, επί απουσίας δηλαδή ασβέστωσης και<br />

συνύπαρξης στενωτικών καταστάσεων της βαλβίδας,<br />

συγκριτικά με την αντικατάσταση της (αντίθετα δηλαδή<br />

με την αορτική βαλβίδα).Οι πιέσεις και το μέγεθος<br />

της αριστερής κοιλιάς επανέρχονται στο φυσιολογικό<br />

αλλά η βελτίωση στην κλινική συμπτωματολογία δεν<br />

είναι τόσο εντυπωσιακή όσο μετά την αντικατάσταση<br />

της αορτικής βαλβίδας. Το πλεονέκτημα της διόρθωσης<br />

και όχι αντικατάστασης της μιτροειδούς βαλβίδας<br />

είναι ότι ο ηλικιωμένος ασθενής δε χρήζει μακροχρόνιας<br />

αντιπηκτικής αγωγής με όλους τους κινδύνους που<br />

αυτή εγκυμονεί σε τέτοιες ηλικίες.<br />

ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ<br />

Η επίπτωση της υπέρτασης, ιδιαίτερα της συστολικής<br />

υπέρτασης, αυξάνει με την ηλικία. Αυτή η αύξηση<br />

οφείλεται στην λέπτυνση του αγγειακού τοιχώματος<br />

που οδηγεί στην απώλεια της ελαστικότητας και στην<br />

αδυναμία του τοιχώματος να απορροφήσει την αύξηση<br />

της πίεσης του αίματος που φυσιολογικά συμβαίνει<br />

με την εξώθηση του αίματος κατά την καρδιακή<br />

συστολή. Μεγάλος αριθμός μελετών καταλήγει ότι η<br />

καρδιαγγειακή θνητότητα και θνησιμότητα αυξάνουν<br />

παράλληλα με την αύξηση της συστολικής αρτηριακής<br />

πίεσης στα άτομα της τρίτης ηλικίας. Επιπρόσθετα, η<br />

αποτελεσματική θεραπεία της υπέρτασης σε αυτές τις<br />

ηλικίες έχει αποδειχτεί ότι συνοδεύεται με μείωση της<br />

θνητότητας και θνησιμότητας, τόσο στους άντρες όσο<br />

και στις γυναίκες (για κάθε βαθμό μείωσης της συστολικής<br />

αρτηριακής πίεσης προς τα φυσιολογικά επίπεδα<br />

υπάρχει αισθητή μείωση και στα καρδιαγγειακά<br />

συμβάματα).Ο στόχος είναι ίδιος και στα νέα και στα<br />

ηλικιωμένα άτομα: ΣΑΠ


112<br />

Ιδιαιτερότητες στην αντιμετώπιση καρδιαγγειακών προβλημάτων στα άτομα της τρίτης ηλικίας<br />

πρώτης επιλογής σε υπερτασικά άτομα της τρίτης<br />

ηλικίας όταν δε συνυπάρχουν άλλες παθήσεις μια και<br />

έχουν χαμηλό κόστος και μακροπρόθεσμα οφέλη. Σε<br />

μεγάλες τυχαιοποιημένες μελέτες δεν έχουν παρατηρηθεί<br />

αξιοσημείωτες παρενέργειες από τη χρήση των<br />

β-αποκλειστών σε υπερτασικά άτομα τρίτης ηλικίας<br />

τόσο στην ποιότητα ζωής όσο και στη πνευματική<br />

διάθεση. Αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της<br />

αγγειοτενσίνης και οι σαρτάνες είναι πολύ αποτελεσματικά<br />

φάρμακα ειδικά όταν συνυπάρχει και συστολική<br />

δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας. Οι αναστολείς<br />

του ασβεστίου αποτελούν πολύ καλή επιλογή σε<br />

υπερτασικά ηλικιωμένα άτομα με νεφρική ανεπάρκεια,<br />

σακχαρώδη διαβήτη, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια<br />

και περιφερική αγγειοπάθεια. Οι δόσεις των<br />

αντιυπερτασικών φαρμάκων πρέπει να εξατομικεύονται<br />

στον κάθε ασθενή.<br />

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΚΟΙΛΙΑΣ<br />

Συστολική λειτουργιά: Η συστολική λειτουργία της<br />

αριστερής κοιλιάς (κλάσμα εξώθησης, όγκος παλμού)<br />

στην ηρεμία δε μεταβάλλεται με την πρόοδο της ηλικίας.<br />

Αντίθετα, η συσταλτικότητα του μυοκαρδίου σε β-<br />

αδρενεργικά ερεθίσματα όπως και στην κόπωση ελαττώνεται<br />

με την ηλικία. Τουτο σπάνια έχει επιπτώσεις<br />

μια και οι καθημερινές δραστηριότητες των ηλικιωμένων<br />

ατόμων περιορίζονται σε σημαντικό βαθμό.<br />

Διαστολική λειτουργία: Ο χρόνος πλήρωσης των<br />

κοιλιών και ο χρόνος χαλάρωσης της αριστερής κοιλίας<br />

επιμηκύνονται με την πρόοδο της ηλικίας. Οι αιτίες<br />

είναι πολλές όπως η αύξηση της μάζας του καρδιακού<br />

μυός, η αυξημένη εναπόθεση κολλαγόνου στο μυοκάρδιο<br />

που έχει σαν αποτέλεσμα την αυξημένη ίνωση<br />

αυτού καθώς και αλλαγές στην ομοιόσταση του<br />

ενδοκυττάριου ασβεστίου που οδηγούν στην παθολογική<br />

χάλαση του μυοκαρδίου. Το διαστολικό pattern<br />

της αριστερής κοιλίας αλλάζει σε μεγάλο βαθμό με<br />

άμεσο αποτέλεσμα την ελάττωση της καρδιακής παροχής<br />

ειδικά σε αυξημένες συχνότητες. Με την πρόοδο<br />

της ηλικίας αυτές οι αλλαγές γίνονται εντονότερες και<br />

οδηγούν στην εκδήλωση της συμφορητικής καρδιακής<br />

ανεπάρκειας.<br />

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΡΥΘΜΟΥ<br />

Καρδιακή συχνότητα: Η καρδιακή συχνότητα στην<br />

ηρεμία γενικά δε μεταβάλλεται με την πρόοδο της ηλικίας.<br />

Αντίθετα στην κόπωση είτε σε καταστάσεις που<br />

δευτεροπαθώς προκαλούν ταχυκαρδία όπως πυρετός,<br />

υπογκαιμία, η καρδιακή συχνότητα μειώνεται με<br />

την αύξηση της ηλικίας. Βραδυκαρδία με συχνότητα<br />

μικρότερη από 40 bpm ειδικά την ήμερα και παύλες<br />

μεγαλύτερες από 3 sec δεν παρατηρούμε στα φυσιολογικά<br />

άτομα της τρίτης ηλικίας.<br />

Κολποκοιλιακή αγωγιμότητα: Ο χρόνος αγωγής του<br />

ερεθίσματος μέσω του κολποκοιλιακού κόμβου παρατείνεται<br />

με την πρόοδο της ηλικίας. Το PR διάστημα<br />

μετρώμενο στο ΗΚΓ σε άτομα άνω των 65 ετών είναι<br />

φυσιολογικά 210-220msec.Δευτέρου και τρίτου βαθμού<br />

κολποκοιλιακός αποκλεισμός δεν αποτελούν φυσιολογικά<br />

ευρήματα. Ο αποκλεισμός του δεξιού σκέλους<br />

του δεματιού του His (RBBB) απαντάται πιο συχνά στην<br />

τρίτη ηλικία συγκριτικά με το νεώτερο πληθυσμό αλλά<br />

δε συσχετίζεται με περαιτέρω επιδείνωση στην αγωγή<br />

του ερεθίσματος. Ο μεμονωμένος πρόσθιος αριστερός<br />

ημισκελικός αποκλεισμός (LAH) δεν αποτελεί ανεξάρτητο<br />

προγνωστικό παράγοντα αυξημένης καρδιαγγειακής<br />

θνητότητας και θνησιμότητας σε υγιή άτομα της<br />

τρίτης ηλικίας. Ο συνδυασμός αποκλεισμού του δεξιού<br />

σκέλους του δεματίου του His και πρόσθιου αριστερού<br />

ημισκελικού αποκλεισμού (RBBB+ LAH) συνδυάζεται με<br />

την παρουσία καρδιαγγειακής πάθησης στο 75% των<br />

ηλικιωμένων ατόμων και μόνο στο 25% απαντάται σε<br />

φυσιολογικές καρδιές. Ο αποκλεισμός του αριστερού<br />

σκέλους του δεματίου του His (LBBB) δεν συνοδεύει τη<br />

φυσιολογική γήρανση του ερεθισματαγωγού συστήματος<br />

και συνδυάζεται με καρδιαγγειακές παθήσεις και<br />

αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακά συμβάματα.<br />

Η πάθηση του Lenegre Lev απαντάται στα άτομα<br />

της τρίτης ηλικίας και εμφανίζεται ως αποκλεισμός<br />

σκέλους του δεματίου του His με φυσιολογική καρδιά<br />

και φυσιολογικά στεφανιαία αγγεία. Οφείλεται σε<br />

ίνωση ή ασβέστωση του ερεθισματαγωγού συστήματος<br />

αγωγής.<br />

Το σύνδρομο νοσούντος φλεβοκόμβου (sick sinus<br />

syndrome SSS) αποτελεί την πιο συχνή διαταραχή<br />

του καρδιακού ρυθμού στα άτομα της τρίτης ηλικίας.<br />

Μπορεί να εκδηλωθεί με σύνδρομο βραδύ-τάχυ,<br />

συμπτωματική βραδυκαρδία είτε με παύσεις. Η τοποθέτηση<br />

διεστιακού βηματοδότη εξασφαλίζει τη σωστή<br />

αγωγή του ερεθίσματος και απαλλάσσει τον ασθενή<br />

από τα συμπτώματα. Προσφέρει καλύτερη ποιότητα<br />

ζωής αλλά όχι παράταση της επιβίωσης.<br />

Το σύνδρομο του υπερευαίσθητου καρωτιδικού<br />

βολβού: Η υπερευαισθησία του καρωτιδικού κόλπου<br />

είναι μια παθολογική απαντητικότητα των υποδοχέων<br />

της περιοχής στη διέγερση τους από διάφορα<br />

ερεθίσματα, όπως είναι η μάλαξη είτε η απότομη


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 113<br />

στροφή της κεφαλής. Τούτο έχει σαν αποτέλεσμα τη<br />

ζάλη η ακόμα και τη συγκοπή, απότοκος της παροδικά<br />

μειωμένης εγκεφαλικής αιμάτωσης. Καθώς η<br />

λειτουργικότητα και η ευαισθησία των υποδοχέων<br />

αυτών μειώνεται γενικά με την πρόοδο της ηλικίας,<br />

τα άτομα της τρίτης ηλικίας είναι τα πλέον επιρρεπή<br />

σε τέτοια συμβάματα. Ο υπερευαίσθητος καρωτιδικός<br />

βολβός, η ορθοστατική υπόταση και η κακοήθης<br />

παρασυμπαθητικοτονία (vasovagal syncope) δύναται<br />

να συνυπάρχουν στον ίδιο ασθενή και να προκαλούν<br />

επαναλαμβανόμενα συγκοπτικά επεισόδια. Η αντιμετώπιση<br />

αυτών των καταστάσεων εξατομικεύεται<br />

στον κάθε ασθενή και εξαρτάται από τη συχνότητα<br />

και τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων. Στην πλειονότητα<br />

των περιπτώσεων η αλλαγή στον τρόπο ζωής<br />

και η εκπαίδευση του πάσχοντα να αποφεύγει εκλυτικούς<br />

παράγοντες όπως την απότομη στροφή της<br />

κεφαλής, την απότομη έγερση από την ύπτια θέση<br />

και την παρατεταμένη ορθοστασία έχει εντυπωσιακά<br />

αποτελέσματα. Η εμφύτευση μόνιμου διεστιακού<br />

βηματοδότη επιφέρει ύφεση των συμπτωμάτων στις<br />

περιπτώσεις όπου ο καρδιοανασταλτικός τύπος κυριαρχεί<br />

ενώ αντίθετα δε προσφέρει κανένα όφελος<br />

στις περιπτώσεις της αγγειοκατασταλτικής μορφής. Η<br />

ριζική συμπαθεκτομή για επίμονες καταστάσεις, που<br />

εφαρμοζόταν παλαιότερα, έχει εγκαταλειφθεί λόγω<br />

των σοβαρών επιπλοκών που προκαλεί. Η χειρουργική<br />

επέμβαση αποτελεί μια επιλογή για όγκο τραχήλου<br />

που προκαλεί πιεστικά φαινόμενα στην περιοχή του<br />

καρωτιδικού βολβού. Τελευταία, η χρήση αναστολέων<br />

της σεροτονίνης (sertraline, fluoxetine) έχει δοκιμαστεί<br />

σε μια σειρά ασθενών με καλά αποτελέσματα.<br />

Αρρυθμίες: Οι πρώιμες κολπικές συστολές αυξάνονται<br />

με την πρόοδο της ηλικίας και απαντώνται<br />

στο 95% των υγιών ενηλίκων. Σε ποσοστό 80% εμφανίζονται<br />

έκτακτες κοιλιακές συστολές απουσία<br />

οργανικής καρδιοπάθειας. Η επίπτωση της κολπικής<br />

μαρμαρυγής αυξάνει εντυπωσιακά με την πρόοδο της<br />

ηλικίας, από


114<br />

Ιδιαιτερότητες στην αντιμετώπιση καρδιαγγειακών προβλημάτων στα άτομα της τρίτης ηλικίας<br />

τα διουρητικά, τα αγγειοδιασταλτικά και ορισμένοι<br />

αναστολείς ασβεστίου).<br />

2. Ζάλη από τα νιτρώδη παρουσιάζεται αρκετά<br />

συχνά.<br />

3. Τοξικός δακτυλιδισμός είναι πιο συχνός στα<br />

άτομα της τρίτης ηλικίας, ειδικά εάν υπάρχει και νεφρική<br />

ανεπάρκεια.<br />

4. Η χρήση των αντιπηκτικών φαρμάκων πρέπει<br />

να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή ειδικά στα άτομα<br />

που είναι επιρρεπή σε πτώσεις επί του εδάφους και<br />

ο χρόνος πήξης αίματος να παρακολουθείται πιο συχνά<br />

μια και ο κίνδυνος αιμορραγιών είναι αυξημένος<br />

σε αυτές τις ηλικίες.<br />

5. Οι β-αναστολείς επιβραδύνουν την καρδιά επιπλέον.<br />

6. Η ενδοφλέβια χορήγηση λιδοκαΐνης επιφέρει σύγχυση<br />

στον ηλικιωμένο ασθενή.<br />

7. Οι ενδείξεις για φάρμακα υπολιπιδαιμικής αγωγής<br />

είναι ακόμα αβέβαιες στην τρίτη ηλικία μια και οι<br />

παρενέργειες που προκαλούν υπερβαίνουν το όφελος<br />

από τη θεραπεία.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Fleg JL, Kennedy HL. Long-term prognostic significance<br />

of ambulatory electrocardiographic findings<br />

in apparently healthy subjects> 60 years of age. Am<br />

J. Cardiol 1992;70: 748-51.<br />

2. Manolio TA, Furberg CD, Rautaharju,PM. Cardiac<br />

arrhythmias on 24-hr ambulatory electrocardiography<br />

in older women and men:The Cardiovascular<br />

Healthy Study. JAAC 1994; 23:916-25.<br />

3. Kitzman DW, Sheikh KH, Beere PA, et al. Age-related<br />

alterations of Doppler left ventricular filling<br />

indices in normal subjects are independent of left<br />

ventricular mass, heart rate, contractility and loading<br />

conditions. JACC 1991;18:1243-50<br />

4. Fleg JL, O Connor F, Gerstenblith G, et al. Impact<br />

of age on the cardiovascular response to dynamic<br />

upright exercise in healthy men and women J Appl<br />

Physiol 1995; 78: 890-900.<br />

5. Joint National Committee on the Detection, Evaluation,<br />

and Treatment of High Blood Pressure [JNC<br />

V].Arch Int Med 1993;153:125-6.<br />

6. Kannel WB. Framingham study insights into hypertensive<br />

risk of cardiovascular disease. Hypertension<br />

Research 1995;18[3]:181-96.<br />

7. Murabito JM. Women and cardiovascular disease:<br />

contributions from the Framingham Study. Journal of<br />

the American Medical Women Association. 50[2]:35-<br />

9,55.<br />

8. Wilson PW. Established risk factors and coronary<br />

artery disease: The Framingham Study. American<br />

Journal of Hypertension 1994; 7[Pt 2]: 75-125.<br />

9. Rich MW, Beckham V, Wittenberg C, Leven CL, Carney<br />

RM. A multidisciplinary intervention to prevent<br />

the readmission of elderly patients with congestive<br />

heart failure. N Engl J Med 1995; 333:1190-95.<br />

10. Gardin JM, Arnold. Kitzman D, Smith VE, Lima JAC,<br />

Carney RM. Congestive heart failure with preserved<br />

systolic function in a large community-dwelling elderly<br />

cohort: The Cardiovascular Health Study. J<br />

Am Coll Cardiol 1995;423A-4A.<br />

11. Tresch DD, McGough MF. Heart Failure with normal<br />

systolic function : A common disorder in older<br />

people. J Am Geriatr Soc 1995;43:1035-42.<br />

12. Selzer A. Changing aspects of the natural history<br />

of valvular aortic stenosis. N Engl J of Med<br />

1987;317[2]:91-8.<br />

13. Fishman RF, Kuntz RE, Carrozza JP, Friedrich. Acute<br />

and long-term results of coronary stents and atherectomy<br />

in women and the elderly. Coronary Artery<br />

Disease 1995;6[2]: 159-68.<br />

14. Pocock SJ, Sutton MB, Vacek JL, et al. Quality of life,<br />

employment status, and anginal symptoms after<br />

coronary angioplasty or bypass surgery. 3-year follow<br />

up in the Randomized Intervention Treatment<br />

of Angina [RITA] Trial. Circulation 94[2]:135-42.<br />

15. O Keefe JH, Sutton MB, Vacek JL, et al. Coronary<br />

angioplasty versus bypass surgery in patients > 70<br />

years old matched for ventricular function. Journal<br />

of the American College of Cardiology. 24[2]:425-<br />

30.<br />

16. Pashos CL, Newhouse JP, McNeil BJ. Temporal<br />

changes in the care and outcomes of elderly<br />

patients with acute myocardial infarction, 1987<br />

through 1990. JAMA. 270[15]:1832-6.


Νεοπλασματικά νοσήματα στην τρίτη ηλικία<br />

ΝΔ Αλεβιζόπουλος<br />

Επικουρικός Επιμελητής, Ογκολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

ALEVIZOPOULOS DN. Cancer in the elderly. Population aging is progressing rapidly in many industrialized countries.<br />

Malignant disease has high incidence in older patients. Data about therapeutic management of these patients are limited.<br />

Older patient’s induction in clinical trials is very poor. Elderly have more comorbidities and tend to tolerate more<br />

poorly aggressive chemotherapy and radiation therapy than the younger. A comprehensive geriatric assessment may be<br />

beneficial in therapeutic decision making. Additional studies are needed to understand the complex interactions οf factors<br />

that regulate aging and age –associated malignant disease. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 115-127, 2011.<br />

Key words: elderly, cancer, geriatric oncology, aging, chemotherapy<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Τα νεοπλάσματα στην Τρίτη ηλικία καταγράφονται σε ολοένα και μεγαλύτερη συχνότητα. Τα δεδομένα από<br />

την θεραπευτική αντιμετώπιση των γηριατρικών ογκολογικών ασθενών, λόγω της μειωμένης εντάξεώς τους στις<br />

κλινικές μελέτες είναι εξαιρετικά περιορισμένα. Η συνοσηρότητα, η πολυφαρμακία, η έκπτωση πολλαπλών φυσιολογικών<br />

διαδικασιών στην ομάδα αυτή των ασθενών καθιστά αναγκαία την επαυξημένη προσοχή στην θεραπευτική<br />

αντιμετώπιση με ειδικές χημειοθεραπευτικές - ακτινοθεραπευτικές προσεγγίσεις. Αναλυτική καταγραφή<br />

και εκτίμηση της γηριατρικής κατάστασης είναι επιβεβλημένη για την ορθότερη θεραπευτική τους αντιμετώπιση.<br />

Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 115-127, 2011.<br />

Λέξεις κλειδιά: τρίτη ηλικία, γηριατρική, καρκίνος, χημειοθεραπεία<br />

ΕΙΣΑΓΩΓH<br />

Η αύξηση του ποσοστού των ατόμων της τρίτης<br />

ηλικίας είναι ένα επιδημιολογικό φαινόμενο που έχει<br />

καταγραφεί σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο. Το ποσοστό<br />

των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών είχε καταγραφεί<br />

στο 12% του πληθυσμού το 1990 και αναμένεται<br />

να ξεπεράσει το 25% το 2030. Εντυπωσιάζει<br />

το γεγονός ότι η ομάδα των ηλικιωμένων με τη πιο<br />

γρήγορη αύξηση είναι οι άνω των 85 ετών, η οποία<br />

υπολογίζεται ότι το έτος 2030 θα έχει διπλασιαστεί. 1,2<br />

Σήμερα για πρακτικούς λόγους αυθαίρετα έχει υιοθετηθεί<br />

από τους περισσότερους η ηλικία των 65 ετών<br />

σαν όριο της τρίτης ηλικίας.<br />

Η χρονολογική ηλικία δεν ταυτίζεται απόλυτα<br />

πάντα με την βιολογική ηλικία του κάθε ασθενούς. Η<br />

λειτουργικότητα, η συνύπαρξη άλλων νοσημάτων και<br />

το όφελος των προτεινόμενων θεραπειών πρέπει να<br />

συνεκτιμώνται πάντα στην αντιμετώπιση ασθενών<br />

τρίτης ηλικίας.<br />

Σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη<br />

καρκίνου είναι και η ηλικία καθώς η συχνότητα των<br />

νεοπλασμάτων φαίνεται να αυξάνεται με την πρόοδο<br />

της ηλικίας (εικόνα 1). Σήμερα υπολογίζεται ότι πάνω<br />

από 50% όλων των νεοπλασμάτων συμβαίνει σε άτομα<br />

άνω των 65 ετών, και το ποσοστό αναμένεται να<br />

αυξηθεί στο 70% το 2030. 3,4


116<br />

Νεοπλασματικά νοσήματα στην τρίτη ηλικία<br />

Η ομάδα των ασθενών που έχουν ηλικία μεγαλύτερη<br />

των 65 ετών παρουσιάζει αύξηση της επίπτωσης<br />

καρκίνου κατά 11 φορές και της θνητότητας από καρκίνο<br />

κατά 15 φορές συγκριτικά με την ομάδα ασθενών<br />

ηλικίας μικρότερης των 65 ετών. Περίπου το 60% των<br />

νέων διαγνώσεων και το 70% της θνητότητας από<br />

κακοήθεια συμβαίνει σε ασθενείς ηλικίας μεγαλύτερης<br />

των 65 ετών. 1-3<br />

Η αντιμετώπιση των ογκολογικών ασθενών της<br />

τρίτης ηλικίας αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της<br />

καθημερινής πρακτικής. Είναι αναγκαίο να γνωρίζει<br />

κανείς τις ιδιαιτερότητες και την πληθώρα των προβλημάτων<br />

αυτής της ομάδας του πληθυσμού προκειμένου<br />

να λάβει θεραπευτικές αποφάσεις για χορήγηση<br />

ειδικών θεραπειών (χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία,<br />

μοριακές στοχευμένες θεραπείες).<br />

Άτομα της ίδιας ηλικίας παρουσιάζουν μεγάλη<br />

ετερογένεια στη σωματική κατάσταση, στις οργανικές<br />

εφεδρείες τους και στην δραστηριοποίησή τους. 4-6<br />

Πολλά άτομα μεγαλύτερα των 65 ετών συνεχίζουν να<br />

εργάζονται και να λειτουργούν παρόμοια με άτομα<br />

της ομάδας των νεωτέρων. Η αριθμητική ηλικία δεν<br />

δίδει πάντα σαφείς πληροφορίες για την δυνατότητα<br />

ενός ασθενούς να πάρει την συμβατική αντινεοπλασματική<br />

θεραπεία. Καθίσταται αναγκαίος ο διαχωρισμός<br />

των ασθενών τρίτης ηλικίας σε υποομάδες με<br />

όσο το δυνατόν πιο εξατομικευμένα στοιχεία αξιολόγησης<br />

προκειμένου να αποφασιστεί το καλύτερο είδος<br />

θεραπευτικής προσέγγισης της νεοπλασματικής τους<br />

νόσου.<br />

Έτσι πρέπει να διαχωριστούν οι ηλικιωμένοι οι<br />

οποίοι είναι σε θέση να λάβουν κλασσικές γραμμές<br />

θεραπειών χωρίς οιαδήποτε τροποποίηση φαρμακευτικών<br />

ουσιών ή δοσολογιών, από εκείνους που<br />

ευρίσκονται σε καλή γενική κατάσταση αλλά είναι<br />

ωστόσο επιρρεπείς σε τοξικότητα και έχουν ανάγκη<br />

από ένα τροποποιημένο θεραπευτικό σχεδιασμό. Μία<br />

αναλυτική γηριατρική εκτίμηση η οποία λαμβάνει υπ’<br />

όψιν της όλους τους παράγοντες που μπορούν να<br />

επηρεάσουν την έκβαση στην θεραπεία είναι χρήσιμη.<br />

Οι ηλικιωμένοι ασθενείς δεν αντιπροσωπεύονται<br />

σωστά στις κλινικές μελέτες που αποτέλεσαν την<br />

βάση των καθιερωμένων θεραπειών στην ογκολογία.<br />

7-9<br />

Τα δεδομένα που υπάρχουν για τα οφέλη και τους<br />

κινδύνους από την θεραπεία σε αυτόν τον πληθυσμό<br />

των ασθενών είναι λίγα και ως εκ τούτου είναι λίγες<br />

οι κατευθυντήριες οδηγίες που υπάρχουν ειδικά για<br />

τον χειρισμό και την εκτίμηση των ηλικιωμένων ασθενών.<br />

Οι ηλικιωμένοι ασθενείς έχουν μικρότερη πιθανότητα<br />

να λάβουν όλους τους τύπους των καθιερωμένων<br />

αντινεοπλασματικών θεραπειών συγκριτικά<br />

με τους νεώτερους ασθενείς. 10,11 Οι πιθανότεροι λόγοι<br />

είναι η ανησυχία για αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης<br />

τοξικότητας, οι συνυπάρχουσες άλλες αιτίες νοσηρότητας<br />

και θνητότητας, η έλλειψη πρόσβασης στην<br />

περίθαλψη και οι προτιμήσεις του ασθενούς ή του<br />

ιατρού του. 12-17<br />

ΜοριακΕς και κυτταρικΕς αλλαγΕς κατΑ τη<br />

γΗρανση<br />

Η γήρανση σηματοδοτείται από μια αλληλουχία<br />

μοριακών μεταβολών σε επίπεδο κυτταρικών καλλιεργειών,<br />

άλλες εκ των οποίων δρουν ευοδωτικά ή<br />

ανασταλτικά στη δημιουργία νεοπλασματικού φαι-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 117<br />

νοτύπου. Γεγονότα όπως μεταλλάξεις, ελλείψεις και<br />

προσθήκες σε βάσεις DNA, η υπομεθυλίωση του DNA,<br />

ομοιάζουν απόλυτα με τα αρχικά στάδια της νεοπλασματικής<br />

εξαλλαγής. Δύνανται να ενεργοποιήσουν<br />

ογκογονίδια ή να ελαττώσουν την έκφραση ογκοκατασταλτικών<br />

γονιδίων (Silencing) προάγοντας την καρκινογένεση.<br />

Το σύνολο των μοριακών αυτών μεταβολών<br />

στη γήρανση του κυττάρου το καθιστά πιο ευάλωτο<br />

στη δράση των περιβαλλοντικών καρκινογόνων και<br />

εξηγεί κατά ένα μέρος τη σχέση ηλικίας και καρκινογένεσης.<br />

Με τη γήρανση παρατηρούνται μεταβολές στη διεργασία<br />

πρωτεινοσύνθεσης, όπως μειωμένη δραστηριότητα<br />

ενζυμικών συστημάτων, επιδιόρθωσης του<br />

DNA και ενζύμων απαραιτήτων στον μεταβολισμό<br />

φαρμάκων. Αυτό μερικώς επεξηγεί την προαγωγή της<br />

καρκινογένεσης με την πρόοδο της ηλικίας και τη μεγαλύτερη<br />

τοξικότητα των φυσιολογικών ιστών στη<br />

χημειοθεραπεία στα άτομα της τρίτης ηλικίας.<br />

Η γήρανση του κυττάρου φαίνεται να συνδυάζεται<br />

με αντίσταση στην απόπτωση και με παραγωγή πρωτεολυτικών<br />

ενζύμων που ευοδώνουν την μεταστατική<br />

ικανότητα των νεοπλασμάτων.<br />

Ένας ικανός αριθμός βιολογικών μεταβολών στο<br />

γηράσκον κύτταρο μπορεί να εξηγήσει τη μεγαλύτερη<br />

επίπτωση του καρκίνου στα ηλικιωμένα άτομα. Οι<br />

παρατηρήσεις αυτές αφορούν κυρίως καλλιέργειες<br />

κυττάρων και πιο εκτενής έρευνα πρέπει να διεξαχθεί<br />

πριν εξαχθούν συμπεράσματα που αφορούν ζωντανούς<br />

οργανισμούς.<br />

Η γήρανση θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «η<br />

διαδικασία κατά την οποία ένας υγιής ενήλικας μετατρέπεται<br />

σε αδύναμο με μείωση των εφεδρειών στα<br />

περισσότερα φυσιολογικά συστήματα και εκθετική αύξηση<br />

της ευαισθησίας στα νοσήματα και τον θάνατο.» 18<br />

Ανεξάρτητα από την γενικότητα του ορισμού αυτού, η<br />

γήρανση είναι μια ετερογενής διαδικασία. Κάθε άτομο<br />

γερνάει με τον δικό του ρυθμό και παρουσιάζει διαφορετικές<br />

εκδηλώσεις ευπάθειας. Ο μηχανισμός και<br />

της γήρανσης και της νεοπλασίας δεν είναι πλήρως<br />

κατανοητός και γι’ αυτόν τον λόγο έχουν αναπτυχθεί<br />

θεωρίες, περί της σύνδεσης των δύο αυτών εξελίξεων,<br />

οι οποίες είναι υπό έντονη έρευνα. 19,20<br />

ΦυσιολογικΕς μεταβολΕς κατά τη γΗρανση<br />

Μια προοδευτική ελάττωση των λειτουργικών<br />

εφεδρειών πολλών οργανικών συστημάτων, που έχει<br />

ως αποτέλεσμα τη μικρότερη ανοχή στο στρες, συσχετίζεται<br />

απόλυτα με την πρόοδο της ηλικίας, αρχής<br />

γενομένης από την ηλικία των 30. Η μείωση αυτή<br />

συμβαίνει σε διαφορετικούς ρυθμούς ξεχωριστούς για<br />

κάθε άτομο και για κάθε σύστημα. 21 Αναλυτικά κατά<br />

συστήματα:<br />

Η μείωση του κλάσματος εξώθησης, η μείωση του<br />

μέγιστου καρδιακού ρυθμού και η παρατεταμένη ανάκαμψη<br />

μετά από άσκηση χαρακτηρίζουν την προοδευτική<br />

έκπτωση του καρδιαγγειακού συστήματος με την<br />

ηλικία. Στην άσκηση η ανταπόκριση στη δράση των<br />

κατεχολαμινών σημειώνεται σαφέστατα μειωμένη.<br />

Η γήρανση του αναπνευστικού συστήματος συνοδεύεται<br />

από μειωμένη απάντηση στην υποξαιμία ή την<br />

υποκαπνία, μειωμένη ελαστικότητα του πνευμονικού<br />

ιστού, διαταραχή της σχέσης αερισμού/διάχυσης και<br />

μείωση του δυναμικά εμπνεόμενου όγκου.<br />

Οι αλλαγές στο ενδοκρινικό σύστημα χαρακτηρίζονται<br />

από μείωση των επιπέδων κάποιων ορμονών και<br />

αύξηση των επιπέδων κάποιων άλλων. Η αυξητική ορμόνη,<br />

η ρενίνη, η αλδοστερόνη, η δεϋδροεπιανδροστερόνη,<br />

και οι ορμόνες του φύλου, ελέγχονται μειωμένες<br />

ενώ η ινσουλίνη, η νορεπινεφρίνη, η παραθορμόνη, η<br />

βαζοπρεσσίνη, και το νατριουρητηρικό πεπτίδιο σημειώνουν<br />

αύξηση.<br />

Η απώλεια των νευρώνων, η μείωση του βάρους<br />

του εγκεφάλου, η μείωση της όρασης, η απώλεια της<br />

ακοής των υψηλής και χαμηλής συχνότητας ήχων και<br />

οι αλλαγές στην οσμή και την γεύση αποτελούν φυσιολογικές<br />

νευρολογικές διαδικασίες γήρανσης.<br />

Οι αλλαγές στο ανοσοποιητικό εκδηλώνονται με<br />

την μείωση της μάζας του θύμου, την μείωση των<br />

naive λεμφοκυττάρων, και την μείωση της αντισωματικής<br />

απάντησης στον αντιγονικό ερεθισμό 21 . Τα πιο<br />

ηλικιωμένα άτομα έχουν αυξημένη νοσηρότητα από<br />

συνυπάρχοντα χρόνια νοσήματα, μειωμένες εφεδρείες<br />

ανοσοποιητικού, και παρουσιάζουν άθροιση καταβολικών<br />

κυτταροκινών (ινερλευκίνη 6 και 10 και παράγοντας<br />

νέκρωσης όγκου TNF), καθιστάμενα πλέον ευαίσθητα<br />

στην καταπόνηση από το στρες οιασδήποτε<br />

αιτιολογίας.<br />

Στα άτομα της τρίτης ηλικίας υπάρχει μείωση της<br />

ηπατικής και της νεφρικής μάζας. Οι μελέτες αυτοψίας<br />

δείχνουν μείωση της ηπατικής μάζας κατά 25% έως<br />

50%. Επιπρόσθετα υπάρχει μείωση της ηπατικής ροής<br />

αίματος κατά 10% έως 15%. 22-24<br />

Η νεφρική μάζα μειώνεται 25% έως 30% κατά<br />

την διάρκεια της τρίτης ηλικίας, που χαρακτηρίζεται<br />

από μειωμένο αριθμό λειτουργικών νεφρώνων.<br />

Συγκεκριμένα η νεφρική ροή αίματος μειώνεται κατά<br />

1% ανά έτος μετά την ηλικία των 50 και η σπειραμα-


118<br />

Νεοπλασματικά νοσήματα στην τρίτη ηλικία<br />

τική διήθηση μειώνεται κατά 1mL/minute/year μετά την<br />

ηλικία των 40. 22-24<br />

Οι αλλαγές στο αιμοποιητικό σύστημα στην τρίτη<br />

ηλικία περιλαμβάνουν μείωση της μάζας και αύξηση<br />

του λίπους του μυελού των οστών. Ωστόσο οι συγκεντρώσεις<br />

των κυττάρων του περιφερικού αίματος<br />

στον υγιή ηλικιωμένο είναι παρόμοιες με τις αντίστοιχες<br />

των νεοτέρων. 25 Ο αριθμός των αρχέγονων πολυδύναμων<br />

κυττάρων (stem cells) μειώνεται, με αποτέλεσμα<br />

την επαύξηση της πιθανότητας τοξικότητας στην<br />

ακτινο-χημειο-θεραπεία.<br />

Το σύνολο των μεταβολών στη φυσιολογία των<br />

διαφόρων συστημάτων της τρίτης ηλικίας καθιστούν<br />

λοιπόν σαφές ότι επηρεάζουν τη φαρμακοκινητική<br />

των αντινεοπλασματικών φαρμάκων και αποτελούν<br />

δυνητικό παράγοντα κινδύνου μεγαλύτερης τοξικότητας<br />

από τις χορηγούμενες θεραπείες.<br />

Αντικαρκινικά φάρμακα και τρίτη ηλικία<br />

Οι αλλαγές, κυτταρικές και φυσιολογικές, που συναντώνται<br />

στην τρίτη ηλικία, όπως συζητήθηκε παραπάνω,<br />

εμπλέκονται στη διαδικασία απορρόφησης,<br />

κατανομής, και απέκκρισης των φαρμάκων γενικότερα<br />

συμπεριλαμβανομένων και των αντινεοπλασματικών<br />

(κυτταροτοξικά, μονοκλωνικά αντισώματα, μοριακοί<br />

στοχευτικοί παράγοντες). 26,27 Δεδομένου του στενού<br />

θεραπευτικού φάσματος των κυτταροτοξικών φαρμάκων,<br />

οι παράμετροι που τροποποιούν την φαρμακοκινητική<br />

στη τρίτη ηλικία είναι κριτικής σημασίας<br />

στην αποτελεσματικότητα και την αναμενόμενη τοξικότητα.<br />

Η πολυφαρμακία που συναντάται στην τρίτη<br />

ηλικία λόγω της συνυπάρχουσας συνοσηρότητας,<br />

περιπλέκει τη διαδικασία μεταβολισμού και επηρεάζει<br />

την δραστικότητα των αντινεοπλασματικών φαρμάκων.<br />

28<br />

Απορρόφηση<br />

Πολλά εκ των αντινεοπλασματικών φαρμάκων<br />

χορηγούνται παρεντερικά αν και λίγα εξ αυτών (κυκλοφωσφαμίδη,<br />

μεθοτρεξάτη, βουσουλφάνη, ετοποσίδη,<br />

tegafur, capecitabine, κ.α.) δύνανται να χορηγηθούν από<br />

το στόμα με ποικίλη και αμφισβητούμενη απορρόφηση.<br />

Γενικώς η παρεντερική χορήγηση φαρμάκων φαίνεται<br />

ότι αποφεύγεται στην τρίτη ηλικία προκειμένου να<br />

αποφευχθούν επανειλημμένες νοσηλείες και τα προβλήματα<br />

που προκύπτουν από αυτές (νοσοκομειακές<br />

λοιμώξεις, εξαγγειώσεις φαρμάκων κλπ). Φάρμακα συμπτωματικής<br />

υποστηρικτικής αγωγής, όπως αναλγητικά,<br />

αντιεμετικά, στεροειδή, πολυβιταμινούχα, προτιμάται<br />

να χορηγούνται από το στόμα. Κύριοι παράγοντες<br />

καθορισμού της βιοδιαθεσιμότητας των περισσοτέρων<br />

φαρμάκων είναι η απορρόφηση και η αρχική κάθαρση<br />

τους (φαινόμενο πρώτης διόδου από το ήπαρ, αποδόμηση<br />

στο λεπτό έντερο). Θεωρείται ότι η μείωση<br />

γαστρικής εκκρίσεως και εντερικής κινητικότητας ενέχεται<br />

στη μειωμένη απορρόφηση. 29,30 Οι αλλαγές της<br />

ηπατικής – πυλαίας κυκλοφορίας και οι ηπατικές εφεδρείες<br />

στους ογκολογικούς ασθενείς της τρίτης ηλικίας<br />

επηρεάζουν την βιοδιαθεσιμότητα των χορηγούμενων<br />

φαρμάκων, γενικών ή ειδικών θεραπειών.<br />

Κατανομή του φαρμάκου.<br />

Είναι γνωστό ότι η ιστική κατανομή των φαρμάκων<br />

εξαρτάται από τη χημική δομή, υδρόφιλη η όχι, της<br />

δραστικής ουσίας, τον βαθμό σύνδεσης με τις πρωτεΐνες<br />

του πλάσματος και την ακεραιότητα και αιμοδυναμική<br />

κατάσταση του αγγειακού συστήματος του<br />

ασθενούς. Στη τρίτη ηλικία παράγοντες όπως μειωμένη<br />

μυϊκή μάζα, αύξηση του λιπώδους ιστού, μειωμένη<br />

ποσότητα του συνολικού σωματικού ύδατος, επηρεάζουν<br />

κατά κύριο λόγο την κατανομή των λιποδιαλυτών<br />

φαρμάκων, όπως διαζεπάμη, νιτροζουρία κλπ. 31,32<br />

Ιδιαίτερο πρόβλημα αποτελεί η ύπαρξη τρίτου χώρου<br />

(ασκίτης, πλευριτική συλλογή) γιατί η κατανομή των<br />

υδατοδιαλυτών φαρμάκων τροποποιείται επαυξάνοντας<br />

τον κίνδυνο τοξικότητας από την παρατεταμένη<br />

αποδέσμευση τους.<br />

Μεταβολισμός των φαρμάκων.<br />

Στο μεταβολισμό των κυτταροτοξικών φαρμάκων<br />

εμπλέκονται σωρεία ηπατικών και εξωηπατικών<br />

ενζυμικών συστημάτων. Η διατροφική κατάσταση, η<br />

ηπατική λειτουργία, τα συγχορηγούμενα φάρμακα για<br />

αντιμετώπιση άλλων παθήσεων, η ύπαρξη ηπατικών<br />

μεταστάσεων, το κάπνισμα και τα επίπεδα πρωτεϊνών<br />

στο πλάσμα, επηρεάζουν το ρυθμό μεταβολισμού<br />

των αντινεοπλασματικών φαρμάκων. 32-34 Δείκτες<br />

προσδιοριστικοί του μεταβολισμού των φαρμάκων<br />

δυστυχώς δεν υπάρχουν ενώ οι βιοχημικοί παράμετροι<br />

της ηπατικής λειτουργίας δεν αποτελούν ασφαλή<br />

προγνωστικό παράγοντα του τρόπου μεταβολισμού<br />

των φαρμάκων.<br />

Απέκκριση των φαρμάκων<br />

Η κύρια οδός απέκκρισης των περισσότερων κυτταροτοξικών<br />

φαρμάκων (μεθοτρεξάτη, μπλεομυκίνη,


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 119<br />

ιφωσφαμίδη, κυκλοφωσφαμίδη, καρβοπλατίνη, πλατίνη)<br />

είναι το ουροποιητικό σύστημα. Στους ογκολογικούς<br />

ασθενείς της τρίτης ηλικίας με μειωμένη νεφρική<br />

λειτουργία, τα φάρμακα με νεφρική απέκκριση, έχουν<br />

παρατεταμένο χρόνο ημίσειας ζωής, αυξημένη συγκέντρωση<br />

πλάσματος με αυξημένο κίνδυνο τοξικότητας.<br />

33<br />

Ο ευαίσθητος – ευπαθής (FRAIL) ηλικιωμένος<br />

ασθενής<br />

Με τον όρο «ευθραυστότητα» (frail) προσδιορίζεται<br />

ένα ασαφές εννοιολογικά σύνδρομο της τρίτης ηλικίας,<br />

κύριο χαρακτηριστικό του οποίου είναι η αυξημένη<br />

ευπάθεια σε διάφορους παράγοντες καταπόνησης, με<br />

αποτέλεσμα μειωμένη ικανότητα διατήρησης ή ανάκτησης<br />

της ομοιοστασίας του οργανισμού τους μετά από<br />

κάθε αποσταθεροποιητικό γεγονός. Το σύνδρομο ευθραυστότητας<br />

περιλαμβάνει ποικίλους συνδυασμούς<br />

από τα κάτωθι: αδυναμία, καταβολή δυνάμεων, απώλεια<br />

σωματικού βάρους, μειωμένη ευστάθεια, μειωμένη<br />

φυσική δραστηριότητα, περιορισμένη κινητικότητα,<br />

κοινωνική απόσυρση, ήπιες γνωσιακές διαταραχές,<br />

τροποποιημένη ανοσιακή απάντηση σε παράγοντες<br />

στρες. 33,34<br />

Το «κλινικό σύνδρομο της ευπάθειας» θεωρείται<br />

ως το δυναμικό επακόλουθο του αρνητικού ισοζυγίου<br />

ενεργείας. Η υποθρεψία της τρίτης ηλικίας οδηγεί<br />

σε απώλεια της μυϊκής και της οστικής μάζας, που<br />

συνεισφέρει σε περαιτέρω μείωση του επιπέδου δραστηριότητας<br />

και των δυνάμεων. Η κατάσταση αυτή<br />

σε συνδυασμό με την μείωση των οργανικών εφεδρειών<br />

επαυξάνουν την «ευπάθεια» του ασθενούς.<br />

Αποτέλεσμα αυτών είναι η απώλεια της ακμαιότητας<br />

που είναι το σύνδρομο ανεξήγητης απώλειας σωματικού<br />

βάρους, μειωμένης μυϊκής μάζας και ανωμαλιών<br />

μεταβολισμού που συμπεριλαμβάνουν τη μείωση των<br />

ολικών λευκωμάτων, της κρεατινίνης της χοληστερόλης<br />

και της αιμοσφαιρίνης. Η τροποποιημένη αντίδραση<br />

του ανοσοποιητικού και η ενδεχόμενη συνυπάρχουσα<br />

χρόνια φλεγμονή επιδεινώνουν την κατάσταση «ευπάθειας».<br />

Ο Cohen et al στις μελέτες τους, κατέδειξαν<br />

τη συσχέτιση των δεικτών φλεγμονής, ιντερλευκίνη-6<br />

και C-αντιδρώσα πρωτεΐνη με την «ευπάθεια» και την<br />

γήρανση. Η ιντερλευκίνη-6 και τα D-dimers φαίνεται<br />

να έχουν προγνωστική αξία για την θνητότητα και τη<br />

μείωση της λειτουργικής ικανότητας. 33,34<br />

Στις παραμέτρους που συνήθως χρησιμοποιούνται<br />

ως κλινικά χαρακτηριστικά του «ευπαθούς» ηλικιωμένου<br />

είναι: ηλικία >85 ετών, εξάρτηση από τρίτους για<br />

τις δραστηριότητες καθημερινής διαβίωσης, συνυπάρχοντα<br />

ιατρικά προβλήματα, (περιλαμβανομένων σοβαρών<br />

καρδιαγγειακών, αναπνευστικών και λοιπών<br />

νευρολογικών προβλημάτων), και η ύπαρξη ενός ή περισσότερων<br />

γηριατρικών συνδρόμων (άνοια, ακράτεια<br />

ούρων ή κοπράνων, οστεοπορωτικά κατάγματα). 35<br />

Ο frail ογκολογικός ασθενής τρίτης ηλικίας αποτελεί<br />

ένα μείζον θεραπευτικό ηθικό δίλημμα για τον<br />

εκάστοτε ογκολόγο. Σημαντικό είναι να εκτιμηθεί εξ<br />

αρχής αν ο καρκίνος μπορεί να επηρεάσει την αναμενόμενη<br />

επιβίωση αυτού του ασθενούς. Οι Balducci και<br />

Stanta, 35 πρότειναν ένα μοντέλο βάσει του οποίου θα<br />

πρέπει κάποιος προτού αποφασίσει για την θεραπεία<br />

της κακοήθειας, να λάβει υπ’ όψη του αν αυτή επηρεάζει<br />

την αναμενόμενη επιβίωση του ασθενούς ή εάν<br />

είναι η αιτία που επηρεάζει την ποιότητα της ζωής.<br />

Οι θεραπευτικές αποφάσεις προϋποθέτουν σαφή και<br />

ακριβή εκτίμηση από κοινού με τον ασθενή, των κινδύνων<br />

και του οφέλους από την οιαδήποτε εφαρμοζόμενη<br />

θεραπεία. Το καταληκτικό σημείο της θεραπευτικής<br />

στρατηγικής, στόχος, πρέπει να είναι ξεκάθαρο και να<br />

έχει απόλυτα καθοριστεί πριν από την απόφαση του<br />

οιουδήποτε θεραπευτικού σχεδιασμού.<br />

Η αναγκαιότητα ενσωμάτωσης της εκτίμησης της<br />

γενικής καταστάσεως των ογκολογικών ασθενών τρίτης<br />

ηλικίας με ειδικά γηριατρικά αξιολογικά κριτήρια<br />

σε όλες τις κλινικές μελέτες πράγματι μπορεί να συνεισφέρει<br />

να καθορισθούν καλύτερα οι ομάδες ασθενών<br />

ανάμεσα σε ασθενείς ίδιας ηλικίας με την ίδια<br />

λειτουργική ικανότητα και να μελετηθεί έτσι καλύτερα<br />

η ανοχή τους στην θεραπεία με χημειοθεραπευτικά<br />

φάρμακα και το πραγματικό όφελος από αυτήν.<br />

ΕκτΙμηση γηριατρικΗς κατΑστασης<br />

Η εκτίμηση της γηριατρικής κατάστασης περιλαμβάνει<br />

την αξιολόγηση και τον συνυπολογισμό όλων<br />

των κάτωθι παραμέτρων στους ασθενείς αυτής της<br />

ηλικίας.<br />

Δυνητικά οφέλη<br />

Όλες οι μελέτες που έχουν στηριχθεί στη χρήση<br />

της εκτενούς γηριατρικής εκτίμησης στους ασθενείς<br />

τρίτης ηλικίας με νεοπλασματικές νόσους έχουν ως<br />

καταληκτικά σημεία τα ακόλουθα:<br />

• Καταγραφή παρενεργειών και μειζόνων επιπλοκών<br />

από τις χορηγούμενες θεραπείες. 36<br />

• Υπολογισμός της συνολικής επιβίωσης. 37<br />

• Καταγραφή παραμέτρων που δεν αναφαίνονται


120<br />

Νεοπλασματικά νοσήματα στην τρίτη ηλικία<br />

εύκολα με τη χρήση του συνήθους ιατρικού ιστορικού<br />

κατά την αρχική εκτίμηση των μελετώμενων<br />

ασθενών. 38-40<br />

• Καταγραφή των μειζόνων συμβαμάτων κατά τη<br />

διάρκεια των χορηγούμενων θεραπειών και στη<br />

μετέπειτα φάση παρακολούθησης τους. 40,41<br />

• Αξιολόγηση της γνωσιακής κατάστασης και της<br />

γενικής ικανότητας των ασθενών σε όλη τη διάρκεια<br />

της μελέτης. 42<br />

• Συμπτωματικός έλεγχος του πόνου. 42<br />

Μολονότι ο αριθμός των μελετών που καταγράφουν<br />

τα ανωτέρω ευρήματα είναι πολύ περιορισμένος<br />

τα πρόσθετα οφέλη της λεπτομερούς γηριατρικής<br />

εκτίμησης, είναι σαφή. Ωστόσο επιπρόσθετες μελέτες<br />

απαιτούνται για να καθοριστούν επακριβώς οι κατευθυντήριες<br />

οδηγίες και οι συνολικοί παράμετροι<br />

αξιολόγησης μιας γηριατρικής εκτίμησης ενός ογκολογικού<br />

ασθενούς τρίτης ηλικίας.<br />

Κλινική αξιολόγηση ασθενούς τρίτης ηλικίας<br />

Η κλινική αξιολόγηση του ογκολογικού ασθενούς<br />

τρίτης ηλικίας βασίζεται στην εκτίμηση της λειτουργικής<br />

κατάστασης, τη συναξιολόγηση των συνυπαρχόντων<br />

προβλημάτων υγείας (συνοσηρότητα), της<br />

γνωσιακής κατάστασης, του θρεπτικού status, της<br />

κοινωνικής υποστήριξης, και της πολυφαρμακίας των<br />

ασθενών αυτών. 42<br />

Εκτίμηση λειτουργικής κατάστασης<br />

Η εκτίμηση της λειτουργικής κατάστασης του ογκολογικού<br />

γηριατρικού ασθενούς είναι σημαντικός προγνωστικός<br />

παράγοντας για την εξέλιξη της υποκείμενης<br />

νεοπλασματικής νόσου. Αναφέρεται στην ικανότητα<br />

εκπλήρωσης των συνήθων καθημερινών δραστηριοτήτων<br />

του ασθενούς. Οι χρησιμοποιούμενες κλίμακες<br />

εκτίμησης της λειτουργικής κατάστασης είναι η κλίμακα<br />

Karnofsky και η κλίμακα Eastern Cooperative Oncology<br />

Group (ECOG)) που αντικατοπτρίζουν την λειτουργική<br />

επάρκεια των ασθενών, αν και πολλές αμφισβητήσεις<br />

για την απόλυτη εφαρμογή των κλιμάκων αυτών<br />

στους γηριατρικούς ασθενείς, έχουν διατυπωθεί. 39<br />

Η κλίμακα καθημερινών δραστηριοτήτων (Activities<br />

of Daily Living (ADL)) και η οργανική κλίμακα καθημερινών<br />

δραστηριοτήτων (Instrumental Activities of Daily<br />

Living (IADL)), που συναξιολογούν την μέτρηση καθημερινών<br />

απλών λειτουργιών όπως ικανότητα διατροφής<br />

και λήψης φαρμάκων χωρίς τη βοήθεια τρίτου,<br />

μεταφοράς, προσωπικής περιποίησης και υγιεινής,<br />

καθορίζουν μάλλον καλύτερα τη λειτουργική επάρκεια<br />

των γηριατρικών ασθενών.<br />

Πολλές μελέτες έχουν καταγράψει τη μεγαλύτερη<br />

επίπτωση εμφάνισης της λειτουργικής ανικανότητας<br />

στους γηριατρικούς ογκολογικούς ασθενείς. Κλασσική<br />

παραμένει η εθνική μελέτη των Η.Π.Α. με μελετώμενο<br />

δείγμα 9745 ατόμων που ελάμβαναν ιατρική περίθαλψη,<br />

στους οποίους οι γηριατρικοί ογκολογικοί ασθενείς<br />

παρουσίαζαν τις χαμηλότερες μετρήσεις στις κλίμακες<br />

ADL και IADL και μεγαλύτερη ανάγκη χρήσης της ιατρικής<br />

περίθαλψης. 43,44<br />

Η «Αναλυτική κλινική εκτίμηση της γηριατρικής κατάστασης»<br />

δίνει πάντοτε αξιόπιστες πληροφορίες για<br />

τους περιορισμούς λειτουργικής ικανότητας ακόμη και<br />

σε ασθενείς με εξαίρετη καλή γενική κατάσταση, στην<br />

τυπική κλίμακα Karnofsky ή ECOG. Αξιόλογη είναι μια<br />

Ιταλική μελέτη 363 ασθενών ηλικίας άνω των 65 ετών<br />

με καρκίνο και φυσική κατάσταση (performance status)<br />

κάτω από 2 στην κλίμακα ECOG που κατέγραψε περιορισμούς<br />

στο 9% και 38% στις κλίμακες ADL και<br />

IADL αντιστοίχως. 39 Στους ασθενείς άνω των 80 ετών<br />

η επίπτωση των περιορισμών στην κλίμακα IADL ήταν<br />

πολύ συχνότερη.<br />

Ο Maione et al μελέτησε την επίδραση της λειτουργικής<br />

κατάστασης στην συνολική επιβίωση των γηριατρικών<br />

ογκολογικών ασθενών σε μία μελέτη 566<br />

ασθενών ηλικίας 70 ετών με προχωρημένο μη μικροκυτταρικό<br />

καρκίνωμα πνεύμονα οι οποίοι έλαβαν χημειοθεραπεία.<br />

37 Στην μελέτη αυτή, όσοι εκ των ασθενών<br />

κρίθηκαν ικανοί και ανεξάρτητοι βάσει της κλίμακας<br />

ADL, παρουσίασαν βελτιωμένη συνολική επιβίωση. Η<br />

χαμηλή βαθμολόγηση στην ADL κλίμακα και η συνοσηρότητα<br />

δεν απεδείχθησαν τελικώς προγνωστικής<br />

αξίας για τη μείωση της συνολικής επιβίωσης.<br />

Έκπτωση της λειτουργικής κατάστασης προμηνύει<br />

αυξημένο κίνδυνο τοξικότητας από την χημειοθεραπεία.<br />

Στη GINECO μελέτη με 83 ασθενείς ηλικίας 70 ετών,<br />

πασχόντων εκ καρκινώματος ωοθήκης, ανεξάρτητοι<br />

προβλεπτικοί παράγοντες της τοξικότητας εκ<br />

της χημειοθεραπείας απεδείχθησαν η «Λειτουργική<br />

Εξάρτηση» (να ζει κανείς στο σπίτι με βοήθεια ή να<br />

ζει με ιατρική βοήθεια), η εκτίμηση λειτουργικότητας<br />

με την κλίμακα ECOG κάτω από 2, και η καταθλιπτική<br />

συμπτωματολογία. 36<br />

Συνοσηρότητα (comorbidity)<br />

Ορίζονται ως το σύνολο των συνυπαρχόντων φυσικών<br />

και ψυχολογικών προβλημάτων τα οποία επι-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 121<br />

προσθέτως συνυπάρχουν με την συγκεκριμένη νόσο<br />

για την οποία ο ασθενής λαμβάνει ιατρική αγωγή. 45 Ο<br />

αριθμός των συνυπαρχόντων ιατρικών προβλημάτων<br />

αυξάνει με την ηλικία. 46 Η ενδεχόμενη επίδραση των<br />

συνυπαρχόντων ιατρικών προβλημάτων στην προβλεπόμενη<br />

επιβίωση και στην ανοχή ή όχι της χημειοθεραπείας<br />

πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν στην εκτίμηση<br />

των κινδύνων ή των οφελών μιας θεραπείας. 47<br />

Ο Satariano et al μελέτησε τη σημασία της συνοσηρότητας<br />

σε μια μελέτη με 936 γυναίκες ηλικίας από 40<br />

έως 84 ετών με καρκίνωμα μαστού. Όσες είχαν περισσότερα<br />

του ενός συνυπάρχοντα ιατρικά προβλήματα<br />

εμφάνισαν 20 φορές μεγαλύτερο ποσοστό θνητότητας<br />

από αιτίες διαφορετικές της βασικής νόσου του<br />

καρκινώματος του μαστού και 4 φορές μεγαλύτερο<br />

ποσοστό θνητότητας από όλες τις αιτίες σε σύγκριση<br />

με όσες δεν παρουσίαζαν συνυπάρχοντα ιατρικά<br />

προβλήματα. 48<br />

Η ύπαρξη συνοσηρότητας επηρεάζει δυσμενώς την<br />

ικανότητα των ασθενών να συμμορφωθούν και να<br />

ανεχθούν καλύτερα την χημειοθεραπεία. Ο Frasci et al<br />

σε μία μελέτη με ασθενείς ηλικίας 70 ετών με προχωρημένο<br />

μη μικροκυτταρικό καρκίνωμα του πνεύμονα<br />

έδειξε ότι ασθενείς με δείκτη πολλαπλής νοσηρότητας<br />

κλίμακας Charlson 2 ήταν πιθανότερο να διακόψουν<br />

την θεραπεία συγκριτικά με τους ασθενείς που είχαν<br />

δείκτη μικρότερο από 2. 49,50<br />

Σε μια μελέτη με 203 ηλικιωμένους ασθενείς του<br />

Extermann et al, στους οποίους η συσχέτιση των συνυπαρχόντων<br />

ιατρικών προβλημάτων (βάσει της κλίμακας<br />

Charlson) και της λειτουργικής κατάστασης (βάσει<br />

της κλίμακα ECOG) ήταν ελάχιστη ή μηδενική, οι συγγραφείς<br />

κατέληξαν ότι είναι σημαντικό να υπολογίζει<br />

κανείς τη συνοσηρότητα για να λάβει σημαντικές πληροφορίες<br />

ανεξαρτήτως της λειτουργικής κατάστασης<br />

του ασθενούς. 50<br />

Διανοητική λειτουργία – Γνωσιακή κατάσταση<br />

Η διανοητική λειτουργία πρέπει να λαμβάνεται σημαντικά<br />

υπ όψιν στην γενική εκτίμηση του γηριατρικού<br />

ογκολογικού ασθενή. Είναι γνωστό ότι στον γενικό<br />

πληθυσμό η άνοια είναι ανεξάρτητος προγνωστικός<br />

παράγοντας επιβίωσης. Η παρουσία ή όχι άνοιας έχει<br />

δειχθεί ότι σαφέστατα επηρεάζει την διαδικασία διάγνωσης<br />

και θεραπεία του καρκίνου. 51 Χαρακτηριστικά<br />

αναφέρουμε μια μελέτη πληθυσμού, από τον Wolfson<br />

et al, όπου ασθενείς με καρκίνωμα παχέος εντέρου<br />

και άνοια ήταν περισσότερο πιθανό να έχουν την διάγνωση<br />

της κακοήθειας μετά θάνατον βασισμένη σε<br />

νεκροτομικά ευρήματα, συγκριτικά με τους μη έχοντες<br />

άνοια. 52 Οι ανοοκοί ασθενείς ήταν λιγότερο πιθανό<br />

να έχουν διάγνωση με βιοψία και ακόμα λιγότερο πιθανό<br />

να υποβληθούν σε χειρουργική ή θεραπευτική<br />

αγωγή. Άλλη μελέτη, ασθενών με νόσο Alzheimer, και<br />

καρκίνωμα μαστού σημειώνει ότι είναι πιθανότερο να<br />

διαγνωστούν σε προχωρημένο στάδιο και λιγότερο<br />

πιθανό να λάβουν οιαδήποτε θεραπεία. 53<br />

Η εκτίμηση της διανοητικής κατάστασης είναι ιδιαίτερα<br />

σημαντική πριν την έναρξη της χημειοθεραπείας<br />

σε ηλικιωμένους ασθενείς προκειμένου να εξασφαλιστούν<br />

η συμμόρφωση του ασθενούς στην ειδική<br />

φαρμακευτική αγωγή και η ικανότητα κατανόησης της<br />

αναγκαιότητας λήψης βοήθειας επί εμφανίσεως παρενεργειών<br />

ή τοξικοτήτων από τα χορηγούμενα αντινεοπλασματικά<br />

φάρμακα.<br />

Θρεπτική κατάσταση<br />

Η κατάσταση θρέψης στους γηριατρικούς ογκολογικούς<br />

ασθενείς είναι ένας σημαντικός προγνωστικός<br />

παράγοντας. Στον γενικό πληθυσμό είναι γνωστή η<br />

αρνητική επίδραση της απώλειας βάρους η του χαμηλού<br />

δείκτη μάζας σώματος (BMI) ακόμη και σε άτομα<br />

που δεν έχουν κακοήθεια. 54-58 Η σημασία της απώλειας<br />

βάρους σε γηριατρικούς ογκολογικούς ασθενείς<br />

έχει σημειωθεί σε μια μελέτη 4714 ατόμων άνω των<br />

65 ετών στα οποία η απώλεια βάρους 5% συνδέθηκε<br />

με αυξημένο κίνδυνο θνητότητας. 54 Αλλη μελέτη από<br />

τον Grabowski et al με 7527 άτομα ηλικίας 70 ετών<br />

στα οποία ο δείκτης μάζας σώματος μικρότερος από<br />

19Kg/m 2 (το κατώτερο 10% του πληθυσμού) συσχετίσθηκε<br />

με αυξημένο κίνδυνο θνητότητας. 55<br />

Στους γηριατρικούς ογκολογικούς ασθενείς η αρνητική<br />

επίδραση της απώλειας βάρους απεικονίστηκε<br />

σε μια μελέτη με 3047 ασθενείς που συμμετείχαν σε 12<br />

πρωτόκολλα χημειοθεραπείας της ECOG. 59 Σε αυτήν<br />

την ανάλυση η απώλεια σωματικού βάρους φάνηκε να<br />

είναι ένας ανεξάρτητος προβλεπτικός παράγων για<br />

την επιβίωση και συνδεόταν από μειωμένη λειτουργική<br />

κατάσταση. Σημειώνεται ότι ακόμη και η μικρή απώλεια<br />

βάρους, έως 5%, μπορεί να είναι κλινικά σημαντική<br />

σε ογκολογικούς ασθενείς.<br />

Επομένως φαίνεται να είναι γνωστή η αρνητική επίδραση<br />

της απώλειας βάρους και του χαμηλού BMI σε<br />

όλους τους ηλικιωμένους ασθενείς. Χρειάζονται όμως<br />

μελλοντικές μελέτες για να δειχθεί αν η διατροφική<br />

παρέμβαση μπορεί να τροποποιήσει τους κινδύνους<br />

αυτούς.


122<br />

Νεοπλασματικά νοσήματα στην τρίτη ηλικία<br />

Κοινωνικοί παράγοντες<br />

Η επίπτωση κλινικά σημαντικής κατάθλιψης στους<br />

ηλικιωμένους με καρκίνο εκτιμάται ότι<br />

είναι 3% έως 25%. 60 Αν και θεωρείται ότι η επίπτωση<br />

και η σοβαρότητα των ψυχολογικών προβλημάτων<br />

είναι μεγαλύτερη στους νεότερους ασθενείς, 60,61 περίπου<br />

το ένα τρίτο των ηλικιωμένων ασθενών παρουσιάζει<br />

καταθλιπτικόμορφη συμπτωματολογία.<br />

Περισσότερο ψυχολογικά ευπαθείς είναι εκείνοι<br />

που στερούνται κοινωνικής υποστήριξης. Σε μία μελέτη<br />

δείχθηκε ότι ασθενείς που στερούνται της κοινωνικής<br />

στήριξης έχουν μεγαλύτερη ψυχολογική επιβάρυνση<br />

και ότι η κοινωνική απομόνωση είναι ανεξάρτητος<br />

παράγοντας πρόβλεψης της θνητότητας στους γηριατρικούς<br />

ασθενείς. 62<br />

Πολυφαρμακία<br />

Η γνώση του συνόλου των λαμβανομένων φαρμάκων<br />

για τα συνυπάρχοντα ιατρικά προβλήματα<br />

στους γηριατρικούς ασθενείς είναι σημαντικό στοιχείο<br />

στην εκτίμηση της γηριατρικής κλινικής κατάστασης.<br />

Η πληθώρα των αλλαγών της φυσιολογίας και οι<br />

τροποποιημένες οργανικές εφεδρείες που συμβαίνουν<br />

κατά την γήρανση επηρεάζουν την φαρμακοκινητική. Ο<br />

συνδυασμός αυτών των αλλαγών με την πολυφαρμακία<br />

που είναι συνήθης στους ηλικιωμένους προκαλεί<br />

αυξημένο κίνδυνο παρενεργειών. Έτσι είναι χρήσιμη η<br />

πλήρης γνώση όλων των φαρμάκων για να διακοπούν<br />

τα μη απολύτως αναγκαία και να προβλεφθούν<br />

οι πιθανές αλληλεπιδράσεις και παρενέργειες εκ της<br />

χορηγήσεως τους. 63-65<br />

Κλινικές μελέτες<br />

Παρά τον αυξανόμενο αριθμό ηλικιωμένων με καρκίνο,<br />

μόνο ένα μικρό ποσοστό έχει ενταχθεί σε κλινικές<br />

μελέτες. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για Έρευνα και<br />

Θεραπεία του Καρκίνου (EORTC) δημοσίευσε μια ανάλυση<br />

των μελετών του όπου μόνο το 22% των ασθενών<br />

είναι άνω των 65 και το 8% άνω των 70 ετών. Οι ηλικιωμένοι<br />

υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία<br />

και χειρουργείο, λιγότερο συχνά, έχουν περισσότερες<br />

καθυστερήσεις στη χορήγηση της θεραπείας και<br />

συχνές αναπροσαρμογές δόσεων. Η βλεννογονίτιδα<br />

καταγράφεται σαν τη πιο συχνή παρενέργεια.<br />

Η είσοδος ασθενών προχωρημένης ηλικίας σε κλινικές<br />

μελέτες ενέχει πάντα το σφάλμα της προεπιλογής,<br />

δηλαδή επιλέγονται πιο υγιείς βιολογικά ηλικιωμένοι<br />

για μελέτες.<br />

Σε μία μεταανάλυση μελετήθηκαν 164 μελέτες από<br />

το 1993 μέχρι το 1996 που περιείχαν 16.396 ασθενείς.<br />

Μόνο το 25% των ασθενών ήταν μεγαλύτεροι των<br />

65 ετών και περιελάμβανε 15 διαφορετικούς τύπους<br />

καρκίνου, εκτός από το λέμφωμα. 66 Παρόμοια δεδομένα<br />

παρέχει και η Καναδική μεταανάλυση στην οποία<br />

αναλύθηκαν κλινικές μελέτες από το 1993 έως το 1996.<br />

Μόνο το 22% των ασθενών που συμμετείχαν σε αυτές<br />

τις μελέτες ήταν ηλικίας άνω των 65 ετών. 67<br />

Η μειωμένη παρουσία των ηλικιωμένων στις κλινικές<br />

μελέτες γίνεται ακόμη μικρότερη όσο αυξάνει η<br />

ηλικία. Σε μία μελέτη αναλύθηκαν 23.000 ασθενείς που<br />

συμμετείχαν σε 500 κλινικές μελέτες. Βρέθηκε ότι υπάρχει<br />

μειωμένη παρουσία ασθενών άνω των 65 ετών και<br />

ακόμη μεγαλύτερη μείωση της παρουσίας ατόμων άνω<br />

των 75. Συγκεκριμένα μόνο 11% των ανδρών και 5%<br />

των γυναικών ήταν άνω των 75. Εντυπωσιακά μειωμένη<br />

είναι η παρουσία γυναικών με καρκίνωμα του<br />

μαστού, με ποσοστό μόνο 2,7% να αφορά ηλικία άνω<br />

των 75. 68<br />

Προς διευκρίνιση των λόγων μειωμένης συμμετοχής<br />

των ηλικιωμένων στις κλινικές μελέτες, η CALGB<br />

σχεδίασε μελέτη κατά την οποία γυναίκες με κακοήθεια<br />

του μαστού κάτω των 65 ετών ή άνω των 65<br />

ταξινομήθηκαν ανά στάδιο και υπεύθυνο ιατρό. Τα<br />

αποτελέσματα έδειξαν ότι στις ηλικιωμένες ήταν λιγότερο<br />

πιθανό να προταθεί η ένταξη σε κάποια κλινική<br />

μελέτη από ότι στις νεώτερες (51% στις < 65 ετών<br />

έναντι 35% στις > 65 ετών. P= 0,06). Ωστόσο η αποδοχή<br />

ένταξης στην μελέτη, όταν αυτή προσφερόταν ως<br />

επιλογή, ήταν παρόμοια και στις δύο ηλικιακές ομάδες<br />

(56% έναντι 50%, P = 0,67). Οι γιατροί δεν προσφέρουν<br />

ασθενείς στην ένταξη μελετών για δύο κυρίως λόγους:<br />

α)ανησυχούν για την τοξικότητα της θεραπείας στους<br />

ηλικιωμένους και β) ανησυχούν για την επίδραση της<br />

συνοσηρότητας. 69<br />

Θεραπεiα καρκiνου στην τρiτη ηλικiα<br />

Χειρουργική<br />

Η χειρουργική θεραπεία είναι η πρώτη θεραπευτική<br />

επιλογή για την πλειονότητα των συμπαγών όγκων.<br />

Η έλλειψη δυνατότητας για ριζική χειρουργική θεραπεία<br />

συνδέεται πάντα με αυξημένη θνητότητα από<br />

την κακοήθη νόσο, ανεξαρτήτου ηλικίας. Μελέτη με 455<br />

γυναίκες ηλικίας άνω των 70 ετών με δυνητικά χειρουργήσιμο<br />

καρκίνωμα του μαστού, όταν κατανεμήθηκαν<br />

τυχαία σε θεραπεία είτε με ορμονικό χειρισμό -<br />

ταμοξιφαίνη, είτε σε χειρουργείο και ταμοξιφαίνη, μετά


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 123<br />

από 12,3 έτη παρακολούθησης κατέληξε ότι οι γυναίκες<br />

που δεν έλαβαν χειρουργική αντιμετώπιση είχαν<br />

αυξημένη θνητότητα. 70 Αλλες μελέτες με γηριατρικούς<br />

ασθενείς πάσχοντες εκ κολοορθικού καρκίνου απέδειξαν<br />

ότι η ηλικία δεν πρέπει να αποτελεί παράγοντα<br />

αποτρεπτικό ριζικής χειρουργικής αντιμετώπισης. 71 Οι<br />

ηλικιωμένοι ασθενείς φαίνεται να ωφελούνται από<br />

την χειρουργική θεραπεία, ακόμα και σε υψηλού κινδύνου<br />

επεμβάσεις, όπως δείχθηκε σε μελέτες όπου οι<br />

ηλικιωμένοι και οι νεώτεροι είχαν παρόμοιο ποσοστό<br />

εκτομής της νόσου και αναστόμωσης, παρά την υψηλότερη<br />

επίπτωση μετεγχειρητικών καρδιοαναπνευστικών<br />

επιπλοκών. Στατιστικά σημαντική διαφορά στην<br />

θνητότητα δεν απεδείχθη. 72<br />

Ακτινοθεραπεία<br />

Η ακτινοθεραπεία προτιμάται συχνά στους γηριατρικούς<br />

ασθενείς με στόχο την ίαση ή την ανακούφιση<br />

ως τη λιγότερο τοξική θεραπεία για τον έλεγχο τοπικοπεριοχικά<br />

της νεοπλασματικής νόσου. Όλες οι μελέτες<br />

δεικνύουν παρόμοια ανοχή της ακτινοθεραπείας<br />

τόσο στους ηλικιωμένους όσο και στους νεώτερους<br />

ασθενείς. 73 Ο Pignon et al σε μελέτη με 1208 ασθενείς<br />

που έλαβαν ακτινοβολία στην περιοχή του θώρακα,<br />

έδειξαν ότι η ηλικία δεν είχε επίδραση στην τοξικότητα,<br />

ούτε στην επιβίωση. 74 Σε μια αναδρομική μελέτη με 191<br />

ασθενείς ηλικίας άνω των 80 ετών, το 94% συμπλήρωσαν<br />

την θεραπεία χωρίς επιπλοκές και στο 77%<br />

των ασθενών που πήραν την θεραπεία με σκοπό την<br />

ίαση σημειώθηκε ανταπόκριση. Ένα ποσοστό 6% των<br />

ασθενών διέκοψαν την θεραπεία λόγω διάρροιας, δυσφαγίας,<br />

απώλειας βάρους ή προόδου νόσου. 75<br />

Νεότερες τεχνικές όπως η βραχυθεραπεία, και η<br />

διαχειρουργική ακτινοθεραπεία μπορεί να αποδειχθούν<br />

εξ ίσου αποτελεσματικές και με λιγότερη τοξικότητα<br />

στους ασθενείς της τρίτης ηλικίας. Από τις<br />

επιπλοκές της ακτινοθεραπείας οι ηλικιωμένοι είναι<br />

πιο επιρρεπείς σε ανάπτυξη βλεννογονίτιδας λόγω<br />

της μειωμένης εφεδρείας των αρχέγονων πολυδύναμων<br />

κυττάρων των βλεννογόνων. Για το λόγο αυτό η<br />

ακτινοθεραπεία αναπνευστικού και πεπτικού πρέπει<br />

να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή και να λαμβάνεται ειδική<br />

φροντίδα για την πρόληψη και άμεση αντιμετώπιση<br />

της βλεννογονίτιδας και της πιθανής αφυδάτωσης.<br />

Ο τακτικός έλεγχος της θρεπτικής κατάστασης του<br />

ασθενούς επιβάλλεται και η αναγκαιότητα σίτισης,<br />

ακόμα και μέσω γαστροστομίας, προκειμένου να αποφευχθεί<br />

η απώλεια βάρους και η υπολευκωματιναιμία,<br />

πρέπει πάντοτε να εφαρμόζεται.<br />

Χημειοθεραπεία<br />

Οι απόψεις για τις χορηγούμενες δοσολογίες των<br />

κυτταροτοξικών φαρμάκων στους ηλικιωμένους προκειμένου<br />

να διατηρηθεί η ισορροπία αποτελεσματικότητας<br />

– τοξικότητας είναι διφορούμενες. 76,77 Οι γηριατρικοί<br />

ασθενείς με καλή φυσική κατάσταση χωρίς<br />

σημαντικά συνυπάρχοντα ιατρικά προβλήματα, που<br />

έχουν μεγάλες πιθανότητες να πετύχουν ίαση ή παρατεταμένη<br />

ανακούφιση των συμπτωμάτων τους,<br />

σκόπιμο είναι να λάβουν πλήρεις δόσεις χημειοθεραπευτικών<br />

με στόχο το μεγαλύτερο θεραπευτικό όφελος.<br />

Όταν το αναμενόμενο αποτέλεσμα είναι απλώς<br />

ο μερικός έλεγχος της νόσου και η μικρής διάρκειας<br />

ανακούφιση των συμπτωμάτων στους γηριατρικούς<br />

ογκολογικούς ασθενείς δεν θα πρέπει κανείς να επιμένει<br />

στην αυξημένης έντασης χημειοθεραπεία.<br />

Καταληκτικά η τελική απόφαση για τη δόση των<br />

χορηγούμενων κυτταροτοξικών φαρμάκων πρέπει να<br />

βασίζεται σε μια ισορροπία μεταξύ της δυνατότητας<br />

ίασης, της σχέσης δόσης – ανταπόκρισης, τη γενική<br />

φυσική κατάσταση τους ασθενούς και την πρόγνωσή<br />

του.<br />

Στη βιβλιογραφία μελέτες προσπάθησαν να δείξουν<br />

αν η χημειοθεραπεία εντός κλινικών πρωτοκόλλων<br />

είναι περισσότερο ή όχι τοξική για τους ηλικιωμένους.<br />

78-81 Μία τέτοια μελέτη περιελάμβανε γυναίκες με<br />

μεταστατικό καρκίνωμα του μαστού που χωρίστηκαν<br />

σύμφωνα με την ηλικία τους σε 3 ομάδες: 70. Η μελέτη κατέληξε ότι δεν υπήρχαν σημαντικές<br />

διαφορές στις διάφορες ηλικιακές ομάδες αναφορικά<br />

με την τοξικότητα, τη χορηγούμενη δόση και τα<br />

χρονικά διαστήματα χορήγησης των θεραπειών.<br />

Διαφορά στην ανταπόκριση, στον ελεύθερο νόσου<br />

χρόνο και στην επιβίωση δεν κατεγράφη. Καταληκτικά<br />

φαίνεται ότι οι γηριατρικοί ασθενείς έλαβαν εξ ίσου<br />

καλά την χημειοθεραπεία και εισέπραξαν το θεραπευτικό<br />

τους όφελος 78 Μία μεταανάλυση μελετών<br />

φάσης 2 κατέληξε σε παρόμοια συμπεράσματα, ότι<br />

δηλαδή οι ηλικιωμένες και οι νεώτερες γυναίκες δεν<br />

παρουσιάζουν διαφορές στην ανταπόκριση και στην<br />

τοξικότητα της θεραπείας. 79<br />

Δεν είναι ξεκάθαρο όμως αν οι ηλικιωμένες που<br />

εντάχθηκαν σε αυτές τις μελέτες ήταν περισσότερο<br />

υγιείς και καλύτερης φυσικής κατάστασης από τον γενικό<br />

πληθυσμό των ηλικιωμένων γυναικών. Δεδομένου<br />

του μικρού ποσοστού συμμετοχής των ηλικιωμένων<br />

γυναικών στις κλινικές μελέτες, ίσως αυτές που συμμετέχουν<br />

τελικά να έχουν καλύτερη λειτουργική κατάσταση.


124<br />

Νεοπλασματικά νοσήματα στην τρίτη ηλικία<br />

ΣυμπερΑσματα<br />

Η θεραπευτική αντιμετώπιση της νεοπλασματικής<br />

νόσου στην τρίτη ηλικία προϋποθέτει την κατανόηση<br />

της βιολογίας της γήρανσης και της βιολογίας του<br />

καρκίνου σε αυτή την ηλικία. Είναι αναγκαίο να καθοριστούν<br />

κατευθυντήριες οδηγίες γηριατρικής εκτίμησης<br />

και θεραπευτικών αποφάσεων γι’ αυτή την ομάδα του<br />

πληθυσμού. Έγκυρες κλινικές μελέτες που θα συμπεριλάβουν<br />

άτομα της τρίτης ηλικίας με κακοήθη νόσο,<br />

πρέπει να σχεδιαστούν προκειμένου να καθοριστούν<br />

τα κριτήρια, οι δοσολογίες, οι απαιτούμενες τροποποιήσεις,<br />

οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι και τελικώς οι πιο<br />

ενδεδειγμένες θεραπευτικές στρατηγικές για την ίαση<br />

ή ανακούφιση του ειδικού αυτού πληθυσμού ογκολογικών<br />

ασθενών.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Sumanta Kumar Pal, Vani Katheria, Arti Hurria<br />

et al.Evaluating the Older Patient with Cancer:<br />

Understanding frailty and the Geriatric Assessment.<br />

Cancer J Clin 2010;60:120-132<br />

2. Yansik R. Aging and cancer in America: demographics<br />

and epidemiologic perspectives. Hematol Oncol<br />

Clin North Am 2000; 14: 17-23<br />

3. Ries, EM, Kosary, CL, Hankey, BF, et al (eds). SEER<br />

Cancer Statistics Review. In: National Cancer<br />

Institute. Bethesda, MD; 1975-2000.<br />

4. Luigi Fontana et al. Modulating Human Aging and<br />

Age –Associated Diseases. Biochim Biophys Acta<br />

.2009 October; 1790 (10):1133-1138<br />

5. Day JC. Bureau of the Census. 1996. Population projections<br />

of the United States by age, sex, race, and<br />

Hispanic origin: 1995 to 2050. Current population<br />

reports, P25-1130. Washington, DC: Bureau of the<br />

Census; 1996.<br />

6. Centers for Disease Control and Prevention. United<br />

States life tables, 1997. National Vital Statistics<br />

Reports, {Serial online] 1999; 47(28).<br />

7. Hutchins LF; Unger JM; Crowley JJ; Coltman CA Jr;<br />

Albain KS. Un-derrepresentation of patients 65 years<br />

of age or older in cancer-treatment trials. N Engl J<br />

Med 1999 Dec 30;341(27):2061-7.<br />

8. Yee KW; Pater JL; Pho L; Zee B; Siu LL. Enrollment<br />

of older patients in cancer treatment trials in<br />

Canada: why is age a barrier? J Clin Oncol. 2003<br />

Apr 5;21(8):1618-23.<br />

9. Trimble EL; Carter CL; Cain D; Freidlin B; Ungerleider<br />

RS; Friedman MA. Representation of older patients<br />

in cancer treatment trials. Cancer 1994 Oct 1;74(7<br />

Suppl):2208-14.<br />

10. Christman K; Muss HB; Case LD; Stanley V.<br />

Chemotherapy of metastatic breast cancer in the<br />

elderly. The Piedmont Oncology Association experience<br />

JAMA 1992 Jul 1;268(1):57-62.<br />

11. Hurria A; Leung D; Trainor K; Borgen P; Norton L;<br />

Hudis C. Factors influencing treatment patterns of<br />

breast cancer patients age 75 and older. Crit Rev<br />

Oncol Hematol. 2003 May;46(2):121-6.<br />

12. Mandelblatt JS; Hadley J; Kerner JF; Schulman KA;<br />

Gold K; Dun-more-Griffith J; Edge S; Guadagnoli E;<br />

Lynch JJ; Meropol NJ; Weeks JC; Winn R. Patterns<br />

of breast carcinoma treatment in older women:<br />

patient preference and clinical and physical influences.<br />

Cancer 2000 Aug 1;89(3):561-73.<br />

13. Newcomb PA; Carbone PP. Cancer treatment and<br />

age: patient perspectives. J Natl Cancer Inst. 1993<br />

Oct 6;85(19):1580-4.<br />

14. Merchant TE; McCormick B; Yahalom J; Borgen P.<br />

The influence of older age on breast cancer treatment<br />

decisions and outcome. Int J Radiat Oncol<br />

Biol Phys. 1996 Feb 1;34(3):565-70.<br />

15. Bergman L; Dekker G; van Leeuwen FE; Huisman<br />

SJ; van Dam FS; van Dongen JA. The effect of age<br />

on treatment choice and survival in elderly breast<br />

cancer patients. Cancer. 1991 May 1;67(9):2227-34.<br />

16. Bergman L; Kluck HM; van Leeuwen FE; Crommelin<br />

MA; Dekker G; Hart AA; Coebergh JW. The influence<br />

of age on treatment choice and survival<br />

of elderly breast cancer patients in south-eastern<br />

Netherlands: a population-based study. Eur J Cancer<br />

1992;28A(8-9):1475-80.<br />

17. Schrag D; Cramer LD; Bach PB; Begg CB. Age<br />

and adjuvant chemotherapy use after surgery for<br />

stage III colon cancer. J Natl Cancer Inst 2001 Jun<br />

6;93(11):850-7.<br />

18. Miller RA. The biology of aging and longevity. In:<br />

Hazzard WR, Blass JP, Ettinger WH, et al, editors.<br />

Principles of geriatric medicine and gerontology.<br />

New York: McGrow-Hill; 1999. p.3-19.<br />

19. Cohen HJ. Oncology and aging: general principls<br />

of cancer in the elderly. In: Hazzard WR, Blass JP,<br />

Ettinger WH, et al, editors. Principles of geriatric<br />

medicine and gerontology. New York: McGrow-<br />

Hill; 1999.. p.117-30<br />

20. Stanta G, Campagner L, Cavallieri F, Giarelli L. Cancer<br />

of the oldest old: what we have learned from autopsy<br />

studies. Clin Geriatr Med 1997; 13: 55-68


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 125<br />

21. Cohen HJ.Cancer in the older population: physiology<br />

of aging. American Society of Clinical Oncology<br />

Curiculum 2002.<br />

22. Vestal RE. Aging and pharmacology. Cancer<br />

1997;80:1302-10<br />

23. Avorn J, Gurwitz JH. Principles of pharmacology.<br />

In: Cassel C, Cohen JH, Larson EB, et al, editors.<br />

Geriatric medicine. 3 rd ed. Springer-Verlag: 1997. p.<br />

55-70<br />

24. Lichtman SM, Villani G. Chemotherapy in the elderly:<br />

pharmacologic considerations.<br />

Cancer Control 2000;7:548-56<br />

25. Baraldi-Junkins CA, Beck AC, Rothstein G,<br />

Hematopoiesis and cytokines: relevance to cancer<br />

and aging. Hematol Oncol Clin North Am<br />

2000;14:45-61.<br />

26. Triggs EJ, Nation RLL. Pharmacokinetics in the<br />

aged: a review. Journal of Pharmacokinetics and<br />

Biopharmacology, 1975;3:387- 418<br />

27. Greenblatt DJ, Sellers EM, Shader RI. Drug disposition<br />

in old age. NEJM, 1982;306:1081-8<br />

28. Shaw PG. Common pitfalls in geriatric drug prescribing.<br />

Drugs, 1982;23:324-8<br />

29. Cohen HJ. Clinical aspects of cancer in the elderly.<br />

In: Pullman B, Ts’oPOP, Schneider EL, eds.<br />

Interrelationship among ageing, cancer and differentiation.<br />

Dordrecht: Reidel, 1985; 15-21<br />

30. Hutchins LF, Lipschitz DA. Cancer clinical pharmacology<br />

and ageing. Clinics in Geriatric Medicine,<br />

1987;3:483-503<br />

31. McLachlan MSF. The aging kidney. Lancet;ii:143-6<br />

32. Ho PC, Triggs EJ, Drug therapy in the elderly.<br />

Australian and New Zealand Journal of Medicin,<br />

1984;14:179-9<br />

33. FriedLP, Walston J, In: Hazzard WR, Blass JP, Ettinger<br />

WH, et al, editors. Principles of geriatric medicine<br />

and gerontology. New York: McGrow-Hill; 1999..<br />

p.1387-402<br />

34. Cohen HJ. In search of the underlying mechanisms<br />

of frailty. J Gerontol A Bio Sci Med Sci 2000;55:<br />

M706-8<br />

35. Balducei L, Stanta G, Cancer in the frail patient: a<br />

coming ep-idemie. Hematol Oncol Clin North Am<br />

2000;14:235-50<br />

36. Freyer G; Geay JF; Touzet S; Provencal J; Weber B;<br />

Jacquin JP; Ganem G; Tubiana-Mathieu N; Gisserot<br />

O; Pujade-Lau-raine E. Comprehensive geriatric assessment<br />

predicts tolerance to chemotherapy and<br />

survival in elderly patients with advanced ovarian<br />

carcinoma: a GINECO study. Ann Oncol. 2005<br />

Nov;16(11):1795-800. Epub 2005 Aug 10.<br />

37. Maione P; Perrone F; Gallo C; Manzione L;<br />

Piantedosi F; Bar-bera S; Cigolari S; Rosetti F; Piazza<br />

E; Robbiati SF; Bertetto O; Novello S; Migliorino MR;<br />

Favaretto A; Spatafora M; Ferrau F; Frontini L; Bearz<br />

A; Repetto L; Gridelli C. Pretreatment quality of<br />

life and functional status assessment significantly<br />

predict survival of elderly patients with advanced<br />

non--small-cell lung cancer receiving chemotherapy:<br />

a prognostic analysis of the multicenter italian<br />

lung cancer in the elderly study. J Clin Oncol 2005<br />

Oct 1;23(28):6865-72.<br />

38. Balducci L; Extermann M. Management of cancer in<br />

the older person: a practical approach. Oncologist<br />

2000;5(3):224-37<br />

39. Repetto L; Fratino L; Audisio RA; Venturino A;<br />

Gianni W; Vercelli M; Parodi S; Dal Lago D; Gioia<br />

F; Monfardini S; Aapro MS; Serraino D; Zagonel<br />

V. Comprehensive geriatric assessment adds information<br />

to Eastern Cooperative Oncology Group<br />

performance status in elderly cancer patients: an<br />

Italian Group for Geriatric Oncology Study. J Clin<br />

Oncol 2002 Jan 15;20(2):494-502.<br />

40. Extermann M; Meyer J; McGinnis M; Crocker<br />

TT; Corcoran MB; Yoder J; Haley WE; Chen H;<br />

Boulware D; Balducci L. A comprehensive geriatric<br />

intervention detects multiple problems in older<br />

breast cancer patients. Crit Rev Oncol Hematol<br />

2004 Jan;49(1):69-75.<br />

41. Chen H; Cantor A; Meyer J; Beth Corcoran M;<br />

Grendys E; Cav-anaugh D; Antonek S; Camarata A;<br />

Haley W; Balducci L; Extermann M. Can older cancer<br />

patients tolerate chemotherapy? A prospective<br />

pilot study. Cancer. 2003 Feb 15;97(4):1107-14.<br />

42. Rao AV; Hsieh F; Feussner JR; Cohen HJ. Geriatric<br />

evaluation and management units in the care of<br />

the frail elderly cancer patient. J Gerontol A Biol<br />

Sci Med Sci. 2005 Jun;60(6):798-803.<br />

43. The impact of cancer on the physical function of the<br />

elderly and their utilization of health care. Stafford<br />

RS; Cyr PL. Cancer. 1997 Nov 15;80(10):1973-80.<br />

44. Prevalence of functional disability among elderly<br />

patients with cancer. Serraino D; Fratino L; Zagonel<br />

V. Crit Rev Oncol Hematol. 2001 Sep;39(3):269-73.<br />

45. Extermann, M, Aapro, M. Assessment of the older<br />

cancer patient. Hematol Oncol Clin North Am<br />

2000; 14:63.<br />

46. Yancik, R. Cancer burden in the aged: an epide-


126<br />

Νεοπλασματικά νοσήματα στην τρίτη ηλικία<br />

miologic and demographic overview. Cancer 1997;<br />

80:1273.<br />

47. Welch, HG, Albertsen, PC, Nease, RF, et al. Estimating<br />

treatment benefits for the elderly: the effect of<br />

competing risks. Ann Intern Med 1996; 124:577.<br />

48. Satariano, WA, Ragland, DR. The effect of comorbidity<br />

on 3-year survival of women with primary<br />

breast cancer. Ann Intern Med 1994; 120:104.<br />

49. Frasci, G, Lorusso, V, Panza, N, et al. Gemcitabine<br />

plus vinorel-bine versus vinorelbine alone in elderly<br />

patients with advanced non-small-cell lung<br />

cancer. J Clin Oncol 2000; 18:2529.<br />

50. Extermann, M, Overcash, J, Lyman, GH, et al.<br />

Comorbidity and functional status are independent<br />

in older cancer patients. J Clin Oncol 1998;<br />

16:1582.<br />

51. Wolfson, C, Wolfson, DB, Asgharian, M, et al. A<br />

reevaluation of the duration of survival after the<br />

onset of dementia. N Engl J Med 2001; 344:1111<br />

52. Gupta, SK, Lamont, EB. Patterns of presentation, diagnosis,<br />

and treatment in older patients with colon<br />

cancer and comor-bid dementia. J Am Geriatr Soc<br />

2004; 52:1681.<br />

53. Gorin, SS, Heck, JE, Albert, S, Hershman, D. Treatment<br />

for breast cancer in patients with Alzheimer’s disease.<br />

J Am Geriatr Soc 2005; 53:1897.<br />

54. Newman, AB, Yanez, D, Harris, T, et al. Weight<br />

change in old age and its association with mortality.<br />

J Am Geriatr Soc 2001; 49:1309.<br />

55. Grabowski, DC, Ellis, JE. High body mass index does<br />

not predict mortality in older people: analysis of<br />

the Longitudinal Study of Aging. J Am Geriatr Soc<br />

2001; 49:968.<br />

56. Wallace, JI, Schwartz, RS, LaCroix, AZ, et al.<br />

Involuntary weight loss in older outpatients: incidence<br />

and clinical significance. J Am Geriatr Soc<br />

1995; 43:329.<br />

57. Reynolds, MW, Fredman, L, Langenberg, P,<br />

Magaziner, J. Weight, weight change, mortality in<br />

a random sample of older community-dwelling<br />

women. J Am Geriatr Soc 1999; 47:1409.<br />

58. Landi, F, Onder, G, Gambassi, G, et al. Body mass<br />

index and mortality among hospitalized patients.<br />

Arch Intern Med 2000; 160:2641.<br />

59. Dewys, WD, Begg, C, Lavin, PT, et al. Prognostic<br />

effect of weight loss prior to chemotherapy in cancer<br />

patients. Eastern Cooperative Oncology Group.<br />

Am J Med 1980; 69:491.<br />

60. Kua, J. The prevalence of psychological and psychiatric<br />

sequelae of cancer in the elderly - how<br />

much do we know?. Ann Acad Med Singapore<br />

2005; 34:250.<br />

61. Vinokur, AD, Threatt, BA, Vinokur-Kaplan, D,<br />

Satariano, WA. The process of recovery from breast<br />

cancer for younger and older patients. Changes<br />

during the first year. Cancer 1990; 65:1242.<br />

62. Seeman, TE, Berkman, LF, Kohout, F, et al.<br />

Intercommunity variations in the association between<br />

social ties and mortality in the elderly. A<br />

comparative analysis of three communities. Ann<br />

Epidemiol 1993; 3:325<br />

63. Avorn, J, Gurwitz, JH. Geriatric Medicine: Springer-<br />

Verlag; 1997.<br />

64. Lichtman, SM, Villani, G. Chemotherapy in the<br />

elderly: phar-macologic considerations. Cancer<br />

Control 2000; 7:548.<br />

65. Vestal, RE. Aging and pharmacology. Cancer 1997;<br />

80:1302.<br />

66. Hutchins LF, Unger JM, Crowley JJ, et al.<br />

Unterrepresentation of patients 65 years of age<br />

or older in cancer-treatment trials. N Engl J Med<br />

1999;341:2061-7<br />

67. Yee K, Pater JL, Pho L, et al. Enrollment of elderly<br />

patients in cancer treatment trials in Canada. Proc<br />

Annu Meet Am Soc Clin Oncol 2001:1564<br />

68. Trimble EL, Carter CL, Cain D, et al. Representation<br />

of older patients in cancer treatment trials. Cancer<br />

1994;74:2208-14<br />

69. Kemeny MM, Muss HB, Kornblith AB, et al. Barriers<br />

to participation of older women with breast cancer<br />

in clinical trials Proc Annu Meet Am Soc Clin<br />

Oncol 2001:2371<br />

70. Bates T, Pennessy M, Rilley DL,et al. Breast cancer<br />

in the elderly: surgery improves survival: the results<br />

of a cancer research campain trial. Proc Annu<br />

Meet Am Soc Clin Oncol 2001:1533<br />

71. Kenemy MM, Busch-Deverreaux E, Merriam LT,<br />

O’Hea BJ. Cancer surgery in the elderly. Hematol<br />

Oncol Clin North Am 2000;14:169-92.<br />

72. Poon RT, Law WL, Chu KW, Wong J. Emergency<br />

resection and primary anastomosis for left-sided<br />

obstruction colorectal carcinoma in the elderly. Br<br />

J Surg 1998;85:1539-42.<br />

73. Zachariah B, Balducci L. Radiation therapy of<br />

the older patient. Hematol Oncol Clin North Am<br />

2000;14:131-67<br />

74. Pignon D, Gregor A, Schaake Koning C, et al. Age<br />

has no impact on acute and late toxicity of cu-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 127<br />

rative thoracic radiotherapy. Radiother Oncol<br />

1998;46:239-48<br />

75. Zachariah B, Balducci I, Venkattaramanabalaji GV,<br />

et al. Radiotherapy for cancer patients aged 80 and<br />

older: a study of effectiveness and side effects. Int<br />

J Radiat Oncol Biol Phys 1997;39:1125-9<br />

76. Armitage JO, Potter JF. Aggressive chemotherapy<br />

for diffuse histiocytic lymphoma in the elderly: increased<br />

complications with advanced age. Journal<br />

of the American Geriatric Society, 1984;32:269-73<br />

77. Gelman RS, Taylor SG.CMF chemotherapy in women<br />

more than 65 years old with advanced breast<br />

cancer: the elimination of age trends in toxicity by<br />

using doses besed on creati-nine clearance.Journal<br />

Clinical Oncology, 1984;2: 1404-13<br />

78. Christman K, Muss HB, Case LD, Stanley V.<br />

Chemotherapy of metastatic breast cancer in<br />

the elderly. The Piedmont Oncology Association<br />

Experiance. JAMA 1992;268:57-62<br />

79. Giovanazzi-Bannon S, Rademaker A, Lai G, Benson<br />

AB, Treatment tolerance of elderly patients entered<br />

onto phase II clinical trials: an Illinois Cancer<br />

Center Study. J Clin Oncol 1994;12:2447-52<br />

80. Charlson, ME, Pompei, P, Ales, KL, et al, J Chron<br />

Dis 1987; 40:373.<br />

81. Lambros Vamvakas,Emmanuel Salustros,Athanasios<br />

Karampeazis,Vasilis Georgulias.Advanced Non small<br />

Lung Cancer in the Elderly.Clinical Lung Cancer,Vol<br />

10.No 3,158-167.


Στρατηγικές συνταγογράφησης στους ηλικιωμένους<br />

Ν Αρβανιτάκης<br />

Επικουρικός Επιμελητής, Δ’ Παθολογικό Τμήμα - Μονάδα Παθολογικής Αγγειολογίας Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

Arvanitakis N. Principles of pharmacology in the elderlies. More than 50% of the annual medical prescriptions are<br />

addressed to the elderlies. Drug induced adverse events are more common among the elderlies because of the frequent<br />

use of several pharmacological substances and the age related physiological changes of liver and kidney function. Furthermore,<br />

due to the high comorbidity rates, one out of three persons of advanced age take more than five drugs per<br />

day. In order to restrict polypharmacy several approaches have been proposed and lists of not approved drugs have<br />

been created. The accurate medical history and the recording of all prescribed drugs are of significant importance.<br />

To avoid adverse effects the administration of smaller drug doses than those given to younger adults and frequent<br />

evaluation of the aged patient are needed. Patient awareness and trusted relationship with the doctor can improve the<br />

compliance to the therapy. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 128-135, 2011.<br />

Key words: prescription, elderlies, polypharmacy<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Οι περισσότερες από τις μισές ετήσιες ιατρικές συνταγές αφορούν στα άτομα τρίτης ηλικίας. Οι αναμενόμενες,<br />

λόγω γήρανσης, μεταβολές της ηπατικής ικανότητας για βιομετατροπή και της έκπτωσης της νεφρικής λειτουργίας,<br />

αυξάνουν τον κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών από τα φάρμακα. Σε αυτό συμβάλλει και το γεγονός της<br />

συνύπαρξης πολλών παθολογικών καταστάσεων που οδηγεί στην πολυφαρμακία. Υπολογίζεται ότι ο ένας<br />

στους τρεις υπερήλικες λαμβάνει περισσότερα από πέντε φάρμακα ημερησίως. Η προσπάθεια εξορθολογισμένου<br />

περιορισμού της πολυφαρμακίας οδήγησε στη διαμόρφωση ειδικών κριτηρίων χορήγησης και τη δημιουργία ειδικών<br />

λιστών από φάρμακα, τα οποία θα πρέπει να αποφεύγονται στους ηλικιωμένους. Θεμελιώδους σημασίας<br />

παραμένει η προσεκτική και ακριβής λήψη του ιστορικού του ασθενούς, καθώς και η ακριβής καταγραφή όλων<br />

των λαμβανόμενων σκευασμάτων. Για την αποφυγή των ανεπιθύμητων ενεργειών είναι χρήσιμο να χορηγούνται<br />

μικρότερες δόσεις από συνήθως συνταγογραφούνται στον υπόλοιπο ενήλικο πληθυσμό. Η πλήρης ενημέρωση<br />

του ασθενούς και η ανάπτυξη σχέσης εμπιστοσύνης με το θεράποντα ιατρό έχει αποδειχθεί πως σχετίζονται<br />

θετικά με τη συμμόρφωση, ιδιαίτερα όταν η πολυπλοκότητα των προβλημάτων του απαιτεί τη λήψη πολλών<br />

σκευασμάτων σε καθημερινή βάση. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 128-135, 2011.<br />

Λέξεις κλειδιά: συνταγογράφηση, πολυφαρμακία, τρίτη ηλικία, ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκων, συμμόρφωση<br />

ασθενών<br />

EIΣΑΓΩΓΗ<br />

Με βάση τα πρόσφατα δεδομένα, το 50% και πλέον<br />

των ιατρικών συνταγών αφορούν ετησίως στα άτομα<br />

ηλικίας άνω των 65 ετών. Η ορθή συνταγογράφηση<br />

στοχεύει στη μείωση της πολυφαρμακίας, κυρίως<br />

λόγω των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των φαρμάκων<br />

και του υψηλού ποσοστού ανεπιθύμητων ενεργειών<br />

που διαπιστώνονται στα ηλικιωμένα άτομα. Ως εκ<br />

τούτου απαιτείται κατάλληλη εκπαίδευση και διαρκής<br />

ενημέρωση του ιατρού. Θεμελιώδης κρίνεται η γνώση<br />

της φαρμακοκινητικής και φαρμακοδυναμικής τουλάχιστον<br />

των συχνότερα συνταγογραφούμενων φαρμάκων,<br />

ανά ειδικότητα (Σχήμα 1).


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 129<br />

ΣΧΗΜΑ 1<br />

Συνοπτική απεικόνιση των αρχών της φαρμακοκινητικής<br />

και φαρμακοδυναμικής.<br />

Οι μεταβολές που προκαλούνται από τη διαδικασία<br />

της γήρανσης, όπως η αύξηση του γαστρικού pH,<br />

η επιβράδυνση της κινητικότητας του εντέρου, η συνολική<br />

ελάττωση της αιμάτωσης του πεπτικού συστήματος<br />

αλλά και η κατά τόπους απώλεια του εντερικού<br />

βλεννογόνου, δεν θεωρούνται γενικά παράγοντες<br />

που επηρεάζουν την απορρόφηση των περισσότερων<br />

φαρμάκων. Εξαίρεση σε αυτό μπορεί να αποτελούν<br />

στοιχεία που απαιτούν ενεργητική απορρόφηση,<br />

όπως ο σίδηρος, το ασβέστιο, η θειαμίνη, καθώς και<br />

η λεβοντόπα λόγω μείωσης της δραστηριότητας της<br />

ντοπα-αποκαρβοξυλάσης1.<br />

Αντιθέτως, η μείωση της μάζας του ηπατικού<br />

παρεγχύματος και της καρδιακής παροχής αίματος<br />

προς το ήπαρ, που παρατηρούνται μετά την ηλικία<br />

των 50 ετών και η μείωση της δραστηριότητας<br />

των μικροσωμιακών ενζύμων, επηρεάζουν σε μεγάλο<br />

βαθμό την ικανότητα του ήπατος για βιομετατροπή.<br />

Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την ανάγκη μείωσης των<br />

δόσεων των φαρμάκων με ηπατικό μεταβολισμό και<br />

αύξηση των δόσεων αυτών των ουσιών, οι οποίες<br />

χορηγούνται ως προφάρμακα που στη συνέχεια θα<br />

μετατραπούν σε δραστικές φαρμακευτικές ουσίες<br />

στο ήπαρ.<br />

Η νεφρική λειτουργία ακολουθεί μια γραμμική συσχέτιση<br />

με την ηλικία, με αποτέλεσμα την απώλεια<br />

του ενός τρίτου αυτής μετά τα 65 έτη. Συνυπάρχοντα<br />

χρόνια νοσήματα, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης και<br />

η αρτηριακή υπέρταση, καθώς και η λήψη δυνητικά<br />

νεφροτοξικών φαρμάκων, όπως για παράδειγμα τα<br />

μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη επηρεάζουν περαιτέρω<br />

τη σπειραματική κάθαρση. Η μέτρηση της υπολογιζόμενης<br />

σπειραματικής διήθησης (eGFR) είναι ένα απλό<br />

εργαλείο για τον καθορισμό της δόσης των φαρμάκων<br />

με νεφρικό μεταβολισμό.<br />

Οι δύο βασικότερες έννοιες για την κατανόηση<br />

της δράσης ενός φαρμάκου, είναι η φαρμακοκινητική<br />

και η φαρμακοδυναμική. Η κυριότερη παράμετρος της<br />

φαρμακοκινητικής είναι ο χρόνος ημίσειας ζωής, που<br />

μπορεί υπολογιστεί από την παρακάτω εξίσωση: t ½<br />

= 0.693 x Vd/Cl, όπου Vd αντιστοιχεί στον όγκο κατανομής<br />

του φαρμάκου στον οργανισμό και Cl στην<br />

κάθαρσή του (ηπατική ή/και νεφρική). Παράλληλα, οι<br />

φαρμακευτικές ουσίες χωρίζονται σε λιπόφιλες και<br />

υδρόφιλες, οπότε ανάλογα με το ποσό του λιπώδους<br />

ιστού, το οποίο διαφέρει τόσο από άτομο σε άτομο<br />

όσο και στο ίδιο άτομο ανάλογα με την ηλικία του,<br />

επηρεάζεται και ο όγκος κατανομής του φαρμάκου.<br />

Για παράδειγμα, ο χρόνος ημιζωής της φλουραζεπάμης,<br />

που είναι μια αυστηρά λιπόφιλη ουσία, είναι πολύ<br />

μεγαλύτερος στους ηλικιωμένους όχι μόνο λόγω της<br />

μειωμένης κάθαρσης μέσω των ηπατικών οξειδωτικών<br />

μηχανισμών, αλλά και λόγω της ποσοστιαίας αύξησης<br />

του σωματικού τους λίπους. Ως φαρμακοδυναμική<br />

ορίζεται η δράση του φαρμάκου στον οργανισμό.<br />

Αν εξαιρέσουμε τα φάρμακα που δρουν στο κεντρικό<br />

νευρικό σύστημα, τα οποία έχουν αποδεδειγμένα αυξημένη<br />

δραστικότητα στους ηλικιωμένους, παρόμοια<br />

συμπεριφορρά εμφανίζει και πληθώρα άλλων φαρμάκων,<br />

χωρίς να είναι ξεκάθαρος ο μηχανισμός της<br />

δράσης αυτής.<br />

ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗΣ<br />

ΣΤΟΥΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΥΣ ΜΕ ΚΛΙΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ<br />

Α) ΠΟΛΥΦΑΡΜΑΚΙΑ-ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΦΑΡ-<br />

ΜΑΚΩΝ


130<br />

Στρατηγικές συνταγογράφησης στους ηλικιωμένους<br />

Πίνακας 1.<br />

Πιθανοί λόγοι πολυφαρμακίας στους ηλικιωμένους<br />

1. Επέκταση των οδηγιών για αναμενόμενη<br />

ωφέλεια από τη χορήγηση ενός φαρμάκου και<br />

στην τρίτη ηλικία. (π.χ. χορήγηση κουμαρινικών<br />

σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή).<br />

2. Αύξηση της νοσηρότητας παράλληλα με<br />

την αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων και<br />

υπέργηρων ασθενών.<br />

3. Επέκταση της εφαρμογής προγραμμάτων<br />

πρωτογενούς και δευτερογενούς πρόληψης.<br />

4. Αυξημένες προσδοκίες από τη πλευρά του<br />

ασθενούς.<br />

5. Άσκηση αμυντικής ιατρικής.<br />

Από Prescribing in the elderly. Post grad Med J 71 466-<br />

71 © The Fellowship of post graduate Medicine, 1995.<br />

Η πολυφαρμακία είναι πολύ συχνή στους ηλικιωμένους<br />

(Πίνακας 1). Στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπολογίζεται<br />

πως το 81% των ατόμων άνω των 65 ετών κάνει<br />

καθημερινή χρήση ενός τουλάχιστον φαρμάκου και περίπου<br />

το ένα τρίτο λαμβάνει πέντε ή και περισσότερα<br />

φάρμακα 2 . Η υψηλή συχνότητα αλληλεπιδράσεων μεταξύ<br />

ορισμένων φαρμάκων που διαπιστώνεται στην<br />

κλινική πράξη τις καθιστά ιδιαίτερα γνωστές, όπως<br />

για παράδειγμα ο αυξημένος κίνδυνος αιμορραγίας σε<br />

ταυτόχρονη χορήγηση βαρφαρίνης και μη στεροειδών<br />

αντιφλεγμονωδών φαρμάκων ή η αύξηση ή μείωση της<br />

δραστικότητας κάποιων φαρμάκων μετά από συγχορήγηση<br />

με άλλα που μεταβολίζονται από το ίδιο ηπατικό<br />

κυτόχρωμα, όπως για παράδειγμα των εκλεκτικών<br />

αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης, της ομεπραζόλης,<br />

διάφορων υπολιπιδαιμικών παραγόντων,<br />

της αμιωδαρόνης ή της φθοριοουρακίλης. Πέραν αυτών,<br />

όμως, υπάρχουν στοιχεία που αναδεικνύουν αλληλεπιδράσεις<br />

ακόμα και μεταξύ βοτάνων (ως συμπληρωμάτων<br />

διατροφής) και φαρμάκων, όπως για παράδειγμα<br />

των σκευασμάτων που περιέχουν Hypericum Perforatum,<br />

γνωστό ως «σπαθόχορτο» (“St. John’s wort”) και αναστολέων<br />

επαναπρόσληψης σεροτονίνης, με αυξημένο<br />

κίνδυνο εμφάνισης του συνδρόμου σεροτονίνης 3 .<br />

Γενικοί, πρακτικοί κανόνες ώστε να μειωθεί η πολυφαρμακία<br />

και οι συνέπειες εξ αυτής είναι η αποφυγή<br />

συγκεκριμένων φαρμακευτικών ουσιών, η ορθή,<br />

με βάση τις ενδείξεις, συνταγογραφία, η στενή παρακολούθηση<br />

για πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες, ο<br />

έλεγχος της στάθμης των φαρμάκων, όπου αυτό είναι<br />

εφικτό, η λεπτομερής και συχνή ενημέρωση του ασθενούς,<br />

έτσι ώστε να επιτευχθεί μεγαλύτερος βαθμός<br />

συμμόρφωσης και ενεργού συμμετοχής στη θεραπευτική<br />

διαδικασία.<br />

Β) ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΑ ΦΑΡΜΑΚΑ<br />

Η ανάγκη για βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών<br />

περίθαλψης, ιδίως σε ιδρύματα όπου φιλοξενούνται<br />

ηλικιωμένοι, οδήγησε στην προσπάθεια εξορθολογισμού<br />

της χορηγούμενης φαρμακευτικής αγωγής στις<br />

ΗΠΑ και τον Καναδά. Ήδη από τη δεκαετία του 1990<br />

άρχισαν να διαμορφώνονται τα κριτήρια του Beers,<br />

τα οποία προοδευτικά εισήγαγαν την έννοια του όρου<br />

«ακατάλληλο φάρμακο» για ασθενείς ηλικίας άνω των<br />

65 ετών (inappropriate drug ) 4,5 . Έτσι, το 1991 συνετάχθη<br />

η ομώνυμη λίστα με τα φάρμακα που πρέπει να αποφεύγονται<br />

στη τρίτη ηλικία, η οποία αναθεωρήθηκε το<br />

2003, (Πίνακας 2) 6,7 .


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 131<br />

Πίνακας 2.<br />

Αναθεωρημένα κριτήρια χορηγούμενων φαρμάκων σε άτομα τρίτης ηλικίας, κατά Beers.<br />

Από: Arch Intern Med.2003; 163:2716-2724.<br />

Σε γενικές γραμμές, η λίστα αυτή περιλαμβάνει<br />

αρκετές κατασταλτικές ουσίες (διαζεπάμη, βαρβιτουρικά),<br />

φάρμακα με κύρια ή δευτερεύουσα αντιμουσκαρινική<br />

δράση, η οποία ενοχοποιείται για κάποιες από<br />

τις συχνότερα απαντώμενες ανεπιθύμητες ενέργειες,<br />

όπως ναυτία, ταχυκαρδία, δυσκοιλιότητα, ξηροστομία<br />

και μάλιστα όταν διέρχονται τον αιματο-εγκεφαλικό<br />

φραγμό, τρόμο. Μεταγενέστερα στοιχεία, προερχόμενα<br />

πάλι από ιδρυματοποιημένους πληθυσμούς ηλικιωμένων,<br />

επιβεβαίωσαν ότι ο κίνδυνος εισαγωγής στο<br />

νοσοκομείο ή ακόμα και θανάτου ήταν μεγαλύτερος<br />

στην ομάδα εκείνων που λάμβαναν φάρμακα που περιλαμβάνονταν<br />

στη λίστα του Beers. Φυσικά, υπήρχαν<br />

και πολλές εισαγωγές λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών<br />

από τη λήψη ευρέως διαδεδομένων φαρμάκων,<br />

τα οποία από τη φύση τους δεν θα μπορούσαν να


132<br />

Στρατηγικές συνταγογράφησης στους ηλικιωμένους<br />

υποστούν αυστηρούς περιοριστικούς κανόνες στη χορήγησή<br />

τους, όπως η ινσουλίνη. Έτσι, η ανωτέρω λίστα<br />

εμπλουτίστηκε δημιουργώντας ένα «Εργαλείο Διαλογής<br />

Συνταγών Ηλικιωμένων» 8 .<br />

Στον αντίποδα του περιορισμού της πολυφαρμακίας,<br />

ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το χαμηλό<br />

ποσοστό της συμμόρφωσης των ασθενών στις ιατρικές<br />

οδηγίες και η υψηλή πιθανότητα της εσκεμμένης ή<br />

μη λήψης κάποιων σκευασμάτων. Μελέτες έχουν καταδείξει<br />

μεγάλα ποσοστά διακοπής της λήψης σημαντικών<br />

φαρμάκων, τα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται<br />

στα κριτήρια του Beers. Έτσι, ακόμα και 8 στους 10<br />

ηλικιωμένους ασθενείς είναι δυνατόν να μην λαμβάνουν<br />

στατίνη αν και βρίσκονται σε υψηλό καρδιαγγειακό<br />

κίνδυνο 9,10 . Αρκετοί παράγοντες θα μπορούσαν<br />

να εξηγήσουν αυτήν την κατάσταση. Αρχικά η έλλειψη<br />

κατευθυντήριων οδηγιών, που οφείλεται στην αδυναμία<br />

σχεδιασμού και ολοκλήρωσης μεγάλων μελετών<br />

για ηλικιωμένους, οδηγεί συχνά σε αντικρουόμενες<br />

θεραπείες, που εκλαμβάνονται από τους ασθενείς<br />

ως ασάφεια και οδηγεί συνήθως στην κακή τους συμμόρφωση.<br />

Επίσης, οικονομικοί λόγοι που προκύπτουν<br />

ιδίως σε περιπτώσεις ανασφάλιστων ασθενών, οδηγεί<br />

σε όλο και περισσότερες περιπτώσεις, στη μείωση της<br />

δόσης ή ακόμα και την πλήρη διακοπή των πιο ακριβών<br />

σκευασμάτων. Τέλος, δεν πρέπει να παραβλέπονται<br />

οι συχνές προκαταλήψεις που δεν είναι πάντα<br />

εύκολο, στα πλαίσια μίας ή περισσότερων ιατρικών<br />

επισκέψεων να αναιρεθούν.<br />

Γ) ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΦΑΡΜΑΚΩΝ<br />

Τα ανεπιθύμητα συμβάματα από τις παρενέργειες<br />

των φαρμάκων έχουν βλαπτικότερες επιπτώσεις<br />

στους ηλικιωμένους. Για παράδειγμα η πτώση ενός<br />

ηλικιωμένου σαν αποτέλεσμα της μείωσης των αντανακλαστικών<br />

και της υπνηλίας από λήψη αντισταμινικών,<br />

μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε κάταγμα του<br />

ισχίου. Η ευαισθητοποίηση των επαγγελματιών υγείας<br />

είναι συνεπώς θεμελιώδης στην προσπάθεια αποφυγής<br />

ή περιορισμού των συνεπειών αυτών. Επιπλέον,<br />

η μείωση της λειτουργικότητας των ομοιοστατικών<br />

μηχανισμών 10 , οι συχνά συνυπάρχουσες παθήσεις, η<br />

απώλεια μνήμης και η πολυφαρμακία καθιστούν τα<br />

άτομα της τρίτης ηλικίας περισσότερο ευάλωτα. Οι<br />

παρενέργειες από τα φάρμακα είναι συνήθως δοσοεξαρτώμενες<br />

και συνεπώς θα μπορούσαν να προβλεφθούν.<br />

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η<br />

μη προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια.<br />

Για αυτό το λόγο τα περισσότερα φάρμακα<br />

που χρειάζονται τροποποίηση φέρουν στο φύλλο<br />

οδηγιών τους πίνακα υπολογισμού της εκτιμώμενης<br />

κάθαρσης κρεατινίνης και της ανάλογης μεταβολής<br />

της δόσης. Ως γενικός κανόνας ασφαλείας, σε περιπτώσεις<br />

που δεν υπάρχουν σαφή φαρμακοκινητικά<br />

δεδομένα, θα ήταν δόκιμο στα άτομα τρίτης ηλικίας<br />

να μειώνεται η δόση στο μισό της συνήθως χορηγούμενης<br />

στους ενήλικες, τουλάχιστον κατά την έναρξη<br />

μιας νέας αγωγής 11,12,13 .<br />

Τα άτομα της τρίτης ηλικίας αποτελούν ως γνωστό<br />

ένα ιδιαίτερα ανομοιογενές σύνολο. Τα πλέον ευπαθή<br />

άτομα του συνόλου αυτού είναι συχνότερα αυτά που<br />

διαμένουν σε οίκους ευγηρίας στα πλαίσια χρονίων<br />

παθήσεων ή κοινωνικοοικονομικών δυσχερειών. Αυτοί<br />

είναι και οι ασθενείς, οι οποίοι παρουσιάζουν και<br />

το μεγαλύτερο ποσοστό ανεπιθύμητων και σοβαρών<br />

συμβαμάτων που σε διάφορες μελέτες υπολογίζεται<br />

περί το 10%. Από τη στιγμή δε που λαμβάνουν κοινά<br />

συνταγογραφούμενα φάρμακα με υψηλό δείκτη υποψίας<br />

για συμβάματα, όπως είναι η βαρφαρίνη (αιμορραγίες)<br />

και τα αντιψυχωσικά (καταστολή, παραλήρημα,<br />

σύγχυση), περισσότερες από τις μισές παρενέργειες<br />

υπολογίζεται πως θα μπορούσαν να είχαν προβλεφθεί<br />

14 . Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται και κατά τις<br />

αλλαγές περιβάλλοντος των ηλικιωμένων ασθενών.<br />

Έτσι, για παράδειγμα, δεν είναι ασύνηθες ένας τέτοιος<br />

ασθενής να λαμβάνει για μεγάλο χρονικό διάστημα<br />

ένα υπακτικό, το οποίο είχε λάβει στο νοσοκομείο για<br />

συγκυριακούς λόγους ή και αντίστροφα να μην τροποποιείται<br />

η αντιδιαβητική του αγωγή στο σπίτι όπου<br />

η διαβίωση διαφέρει και η πρόσβαση στο φαγητό είναι<br />

πιο ευχερής σε σχέση με το Νοσοκομείο. Τέλος, είναι<br />

δυστυχώς κοινή ιατρική πρακτική, ένα νέο σύμπτωμα<br />

να αποδίδεται ευκολότερα σε νέα ασθένεια και όχι σε<br />

παρενέργεια της λαμβανόμενης αγωγής. Συχνό παράδειγμα<br />

αποτελεί η κολίτιδα από αντιβιοτικά που σε<br />

πολλές περιπτώσεις δεν αντιμετωπίζεται με διακοπή<br />

του υπεύθυνου φαρμάκου, αλλά επειδή λανθασμένα<br />

αποδίδεται σε αστοχία της αγωγής οδηγεί σε τροποποίηση<br />

αυτής και στη χορήγηση άλλου αντιβιοτικού, με<br />

αποτέλεσμα φυσικά την επιδείνωση της κατάστασης<br />

του ασθενούς. Το φαινόμενο αυτό περιγράφεται ως<br />

συνταγογραφικός καταρράκτης ή επαυξανόμενη συνταγογραφία<br />

15 . Ένα επίσης χαρακτηριστικό παράδειγμα<br />

αφορά στην έναρξη αντιπαρκινσονικής αγωγής σε<br />

ασθενή που λαμβάνει αγωγή με μετοκλοπραμίδη λόγω<br />

εμφάνισης τρόμου. Είναι δε τόσο μεγάλη η ομοιότητα<br />

αυτής της ανεπιθυμήτης ενέργειας με την ιδιοπαθή<br />

εξωπυραμιδική συνδρομή, ώστε ανάλογοι χολινεργικοί


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 133<br />

διεγέρτες (τρεμορίνη/οξυτρεμορίνη) να έχουν χρησιμοποιηθεί<br />

για τη μελέτη των αντιπαρκινσονικών φαρμάκων<br />

16,17 .<br />

ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ<br />

ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ<br />

Η ορθή συνταγογράφηση στην τρίτη ηλικία είναι<br />

μια πολυδιάστατη διαδικασία. Απαιτεί, πέραν των<br />

ιατροφαρμακευτικών, πρακτικές και ευρύτερες κοινωνικο-οικονομικές<br />

γνώσεις. Θεμελιώδους σημασίας<br />

παραμένει η προσεκτική και ακριβής ενασχόληση με<br />

το παλαιότερα αναφερόμενο ως «κοινωνικό ιστορικό»<br />

και το ασφαλιστικό βιβλιάριο του αρρώστου 18 . Χρήσιμη<br />

και διαφωτιστική αποβαίνει συχνά και η πρακτική<br />

οδηγία του να προσκομίζονται σε τακτά χρονικά διαστήματα<br />

όλα τα φάρμακα που λαμβάνει ο ασθενής και<br />

η προτροπή να αναφέρει μόνος του τη δόση και την<br />

ημερήσια κατανομή της λήψης τους. Εξάλλου, τέτοια<br />

πρακτική είναι ενδεδειγμένη σε περιπτώσεις εισαγωγής<br />

σε νοσοκομείο, αφού έχει αποδειχθεί από μελέτες<br />

ότι το ποσοστό ακούσιας παράλειψης ενός φαρμάκου<br />

σε αυτές τις συνθήκες ξεπερνάει σε ποσοστό το 50% 19 .<br />

Κατά τη διάρκεια της καταγραφής της λαμβανόμενης<br />

αγωγής, ο γιατρός πρέπει ταυτόχρονα να σχεδιάζει<br />

την, κατά την κρίση του, δυνητική διακοπή κάποιων<br />

φαρμάκων, την οποία θα ολοκληρώσει μετά τη λήψη<br />

του ιστορικού και την αντικειμενική εξέταση και αφού<br />

έχει κατανοήσει πλήρως το λόγο για τον οποίο εχορηγείτο<br />

το προ της διακοπής από αυτόν σκεύασμα.<br />

Άλλωστε, σε γενικές γραμμές, από μελέτες που έγιναν<br />

σε γηριατρικούς πληθυσμούς, μόνο οι μισοί ασθενείς<br />

ωφελήθηκαν μετά την επανέναρξη κάποιας αγωγής<br />

που είχε διακοπεί 20 . Ακόμα, όμως, και αν δεν διακοπεί<br />

κάποιο φάρμακο, χρήσιμος πολλές φορές αποδεικνύεται<br />

ο επανασχεδιασμός της αγωγής. Έτσι, ημερήσιες<br />

τροποποιήσεις της αγωγής είναι συχνά αναγκαίες. Για<br />

παράδειγμα, μπορεί κάποιος ηλικιωμένος να ελάμβανε<br />

από ετών το διουρητικό του δισκίο τις πρωινές ώρες,<br />

αλλά μετά την ανάπτυξη υπερτροφίας του προστάτη<br />

να χρειαστεί να το λαμβάνει μεσημέρι, αφού ή περαιτέρω<br />

αύξηση της πρωινής διούρησης θα επηρεάσει<br />

την ποιότητα ζωής του. Από την άλλη πλευρά, όταν<br />

κρίνεται απαραίτητη η προσθήκη νέων φαρμάκων,<br />

πρέπει να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια<br />

επιλογής του σκευάσματος με τις λιγότερες ημερήσιες<br />

δόσεις και το σύνολο της αγωγής να κατανεμηθεί<br />

κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην επηρεάζεται η φαρμακοκινητική<br />

αλλά και η φαρμακοδυναμική δράση. Έτσι,<br />

θα αποφευχθούν συχνά λάθη που οδηγούν σε υποθεραπευτικό<br />

αποτέλεσμα, όπως η εφάπαξ ημερήσια<br />

χορήγηση σκευασμάτων με μικρό χρόνο ημιζωής ή η<br />

συγχορήγηση ουσιών που η μία επηρεάζει την απορρόφηση<br />

της άλλης. Επίσης, δεν πρέπει να διαφεύγει<br />

από το γιατρό να ζητάει, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις<br />

το συχνό υπολογισμό των επιπέδων των μετρήσιμων<br />

φαρμάκων στον ορό του ασθενούς, αφού αυτό<br />

μπορεί να προλάβει πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες<br />

από υπερδοσολογία, ενώ παράλληλα θα είναι και μια<br />

καλή απόδειξη της ορθής λήψης της αγωγής 21,22 .<br />

ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ<br />

Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας η<br />

συμμόρφωση ενός ασθενούς στη χορηγούμενη φαρμακευτική<br />

ή μη αγωγή σχετίζεται με κοινωνικοοικονομικούς<br />

παράγοντες, το σύστημα υγείας, την ασθένεια,<br />

την ίδια τη θεραπεία και τον ίδιο τον ασθενή 23 . Ειδικά<br />

για τους άπορους ηλικιωμένους το οικονομικό κόστος<br />

μιας θεραπείας πρέπει να λαμβάνεται πάντα σοβαρά<br />

υπόψη καθώς και η εναλλακτική λύση της χρήσης<br />

φθηνότερων γενοσήμων φαρμάκων που μπορεί να<br />

είναι εξίσου αποτελεσματική 24 . Άλλοι παράγοντες, οι<br />

οποίοι επίσης οδηγούν σε μειωμένη συμμόρφωση και<br />

πρέπει να συνυπολογίζονται, αφορούν στη λειτουργική<br />

κατάσταση και τη δυνατότητα αυτοεξυπηρέτησης<br />

των ηλικιωμένων. Για παράδειγμα, η μειωμένη όραση,<br />

τα κινητικά προβλήματα και η δυνατότητα κατάποσης<br />

συχνά οδηγούν στην αποτυχία μιας κακώς σχεδιασμένης<br />

αγωγής. Η χορήγηση συνδυαστικών σκευασμάτων<br />

και απλούστερων δοσολογικών σχημάτων βελτιώνει<br />

τη συμμόρφωση. Πρέπει όμως να δίνεται με προσοχή<br />

και κατά προτίμηση όταν έχει περάσει αρκετό διάστημα<br />

από την έναρξη της αγωγής. Σε υπερήλικες,<br />

για παράδειγμα, που λαμβάνουν επί μακρό χρονικό<br />

διάστημα αναστολέα του μετατρεπτικού ενζύμου και<br />

αποκλειστή των διαύλων ασβεστίου για τη ρύθμιση<br />

της υπέρτασης χωρίς να έχουν εμφανίσει παρενέργειες,<br />

είναι εύκολο και ασφαλές να χορηγηθεί ο συνδυασμός<br />

αυτός σε ένα δισκίο. Παράλληλα, όσο αυξάνει<br />

ο αριθμός των ιατρών που συνταγογραφούν για τον<br />

ίδιο ασθενή, αλλά ακόμα και ο αριθμός των φαρμακείων<br />

από τα οποία προμηθεύεται τα σκευάσματα<br />

ο ασθενής, τόσο μειώνεται το ποσοστό συμμόρφωσης<br />

25,26 . Ανεξάρτητο παράγοντα κακής συμμόρφωσης<br />

αποτελεί επίσης η κατάθλιψη, μια ιδιαίτερα συχνή κατάσταση<br />

στα ηλικιωμένα άτομα.<br />

Αντίθετα, θετική συσχέτιση έχει αποδειχθεί όταν<br />

υπάρχει θετική στάση, αποδοχή και αίσθημα εμπιστο-


134<br />

Στρατηγικές συνταγογράφησης στους ηλικιωμένους<br />

σύνης στον ιατρό από το θεραπευόμενο 27 . Πρωταρχικής<br />

σημασίας παραμένει η ενημέρωση του ασθενή για<br />

τα αναμενόμενα οφέλη και τις πιθανές παρενέργειες<br />

κάθε φαρμάκου ξεχωριστά, καθώς και για το σύνολο<br />

της αγωγής. Όταν υπάρχει το απαραίτητο γνωσιακό<br />

επίπεδο, τότε ο ηλικιωμένος θα πρέπει να γίνεται πιο<br />

ενεργός αποδέκτης και όχι παθητικός χρήστης μιας<br />

ιατρικής εντολής, γιατί στη δεύτερη περίπτωση είναι<br />

πιθανότερο να δράσει σε κάποια στιγμή αυτόνομα<br />

διακόπτοντας ή τροποποιώντας αυτοβούλως τη θεραπεία.<br />

Από το Εθνικό Συμβούλιο για την Ενημέρωση<br />

και Εκπαίδευση των Ασθενών των ΗΠΑ συστήνεται<br />

ο ασθενής ή το συγγενικό του περιβάλλον, το οποίο<br />

θα έχει την επίβλεψη του, να ενημερώνονται συνεχώς<br />

σχετικά με το όνομα του φαρμάκου και την ένδειξή<br />

του, τη δοσολογία και το χρονικό διάστημα χορήγησής<br />

του, καθώς επίσης για το τι πρέπει να αποφεύγει,<br />

τις κύριες παρενέργειες και πώς πρέπει να πράξει,<br />

εάν αυτές εμφανισθούν. Επίσης, πολύ χρήσιμες αποδεικνύονται<br />

οι έγγραφες, με όσο το δυνατόν πιο κατανοητό<br />

τρόπο, οδηγίες 28 . Απλές πρακτικές συμβάλλουν<br />

σημαντικά στη βελτίωση της συμμόρφωσης, όπως για<br />

παράδειγμα η χορήγηση εύληπτων μορφών σκευασμάτων<br />

(π.χ. εναιώρημα ή διαδερμικό αυτοκόλλητο),<br />

συσκευών υποβοήθησης (π.χ. εισπνεόμενα βρογχοδιασταλτικά<br />

που ενεργοποιούνται με την εισπνοή, ή<br />

κονιορτοποιητές δισκίων), συσκευών που ειδοποιούν<br />

με χαρακτηριστικό ήχο τη σωστή ώρα την ακριβή δόση<br />

του φαρμάκου ή ειδικών κουτιών ημερήσιας και ωριαίας<br />

κατανομής των δισκίων. Σημαντική, τέλος, είναι<br />

και η συμμετοχή του φαρμακοποιού στο κομμάτι της<br />

ενημέρωσης και της αναλυτικής επεξήγησης των ιατρικών<br />

εντολών προς τον ασθενή 29,30 .<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Oxford Textbook of Medicine, Fourth Edition, Volume<br />

3, Section 30.<br />

2. Qato DM, Alexander GC, Conti RM, et al. Use of<br />

prescription and over the counter medications and<br />

dietary supplements among older adults in the United<br />

States.JAMA.2008;300:2867-2878.<br />

3. Fugh-Berman, A. Herb-Drug interactions. Lancet<br />

2000; 355: 134-138.<br />

4. McLeod PJ, Huang AR, Tamblyn RM. Defining inappropriate<br />

practices in prescribing for elderly people:<br />

a national concencus panel.<br />

5. Beers MH, Ouslander JG, Rollinger I, et al. Explicit<br />

criteria for determining inappropriate medication use<br />

in nursing home residents. UCLA Division of Geriatric<br />

Medicine. Arch Intern Med. 1991; 151: 1825-1832.<br />

6. Michele M. Basen, The Elderly and Drugs-- Problem<br />

Overview and Program Strategy. Health of the Elderly<br />

January-February 1977, Vol. 92, No. 1; 43-48.<br />

7. Fick DM, Cooper JW, Wade WE, et al. Updating the<br />

Beers criteria for potentially inappropriate medications<br />

use in older adults: results of a US consensus<br />

panel of experts. Arch intern Med 2003; 163: 2716-<br />

2724.<br />

8. Gallagher P, Ryan C, Byrne S, et al. STOPP (Screening<br />

Tool Of Older Person’s Prescriptions) and START<br />

(Screening Tool to Alert doctors to Right Treatment).<br />

Consencus validation. Int J Clin Pharmacol Ther<br />

2008; 46: 72-83.<br />

9. Reichels’s Care Of the Elderly; Joseph J Gallo ed.<br />

Lippincott Williams and Wilkins, 1999;Baltimore,M<br />

aryland.<br />

10. Shepherd J, Blaun GJ, Murphy MB, et al, Pravastatine<br />

in elderly individuals at risk of vascular disease<br />

(PROSPER) : a randomized controlled trial. Lancet:<br />

2002 Nov 23;360(9346):1623-1630.<br />

11. K. Rockwood, R.A. Fox, P. Stolee, et al, Frailty in elderly<br />

people: an evolving concept.CMAJ1994;150:489-495.<br />

12. Herings RM, Stricker BH, de Boer A, et al. Benodiazepines<br />

and thr rik of falling leading to femur<br />

fractures. Dosge more important than elimination<br />

half-life. Arch Inter Med 1995;155:1801-1807.<br />

13. Judith L. Beizer: Clinical Strategies of Prescribing for<br />

Older Adults. In: GERIATRIC MEDICINE, Cristine K.<br />

Cassel, ed. Springer-Verlag New York, Inc, 2003.<br />

14. Gill SS, Bronskill SE, Normand SL, et al. Antipsychotic<br />

drug use and mortality in older adults with<br />

dementia. Ann Intern Med 2007; 775-786.<br />

15. Munir Pirmohamed: Drugs in the elderly. In: Oxfotrd<br />

Textbook of Primary Care, Volume 2; Roger Jones,<br />

ed. Oxford University Press; 1260-1263.<br />

16. Avorn J, Gurwitz JH, Bohn RL, et al. Increased incidence<br />

of levodopa therapy following metoclopropamide<br />

use. JAMA 1995; 274:1780-1782.<br />

17. Δ. Δ. Βαρώνου, Ιατρική Φαρμακολογία, 5 η έκδοση,<br />

τόμος 1 ος ,Επιστημονικές Εκδόσεις Γρ. Παρισιάνου,<br />

Αθήνα, 1987.<br />

18. Γεώργιος Ι. Αραπάκης, Κλινική Σημειολογία και<br />

Διαγνωστική,σελ.24-27, Ιατρικές Εκδόσεις Π. Χ.<br />

Πασχαλίδη, Αθήνα, 1991.<br />

19. Cornish PL, Knowles SR, Marchesano R, et al. Unintented<br />

medication discrepancies at the time of hospital<br />

admissions. Arch Intern Med 2005;165:424-429.<br />

20. Walma EP, Hoes AW, van Dooren C, et al. With-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 135<br />

drawal of long term diuretic medication in elderly<br />

patients: a double blind randomized trial. Br Med J.<br />

1997: 315: 464-468.<br />

21. Packer M, Gheorgiade M, Young GB, et al. Withdrawal<br />

of digoxin from patients wit chronic heart<br />

failure treated with angiotencin-converting-enzym<br />

inhibitors. N Engl J Med 1993 Jul 1 ; 329(1):1-7.<br />

22. Higashi T, Shekelle PG, Solomon DH, Knight EL,<br />

Roth C, Chang JT, et al. The quality of pharmacologic<br />

care of vulnerable older patients. Ann Intern<br />

Med 2004; 140: 713-720.<br />

23. World Health Organisation(WHO).Adherence to<br />

long-term therapies: evidence for action. Five interacting<br />

dimensions affect adherence. Section II,<br />

Chapter 5. (htpp://www.who.int/chronic_conditions/adherence<br />

report/en/) 2003.<br />

24. Sassen JJ, Porter JA, Barrette DJ, et al. Postabsorption<br />

concentration peaks with brand name and generic<br />

verapamil: a double blind, crossover study<br />

in elderly hypertensive patients. J Clin Pharmacol.<br />

1997:37 :526-534.<br />

25. Cohen I, Rogers P, Burke V, et al, Predictors of<br />

medication use,compliance and symptoms of hypotension<br />

in a community-based sample of elderly<br />

men and women. J Clin Pharm Ther 1998; 23:423-<br />

432.<br />

26. Johnson M, Griffiths R, Piper M, et al. Risk factors<br />

for an untoward medication event among elders<br />

incommunity-based nursing caseloads in Australia.<br />

Public Health Nurs 2005; 22:36-44.<br />

27. Johnson G, David C. M. K, Rambha T, et al.<br />

CHEST.2005;128(5):3198-3204.<br />

28. Rohan A Elliott, Problems with Medication Use<br />

in the Elderly: An Australian Prospective. J Pharm<br />

Pract Res 2006; 36:58-66.<br />

29. Travis SS, Bethea LS, Winn P. Medication administration<br />

hassles reported by family caregivers of<br />

dependent elderly persons. J Gerontol Med Sci.<br />

2000:55A:M412-M417.<br />

30. Anonymous. Omnibus Budget Reconciliation Act<br />

of 1990.(PL101-508) 01,Health Care Financing Review.1991;13(2):115-134.


ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ<br />

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΑΣΘΕΝΩΝ 3ης ΗΛΙΚΙΑΣ ΣΤΗ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ<br />

Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας στην Ορθοπαιδική<br />

M Τζουρμπάκης 1 , Ι Σπανός 2<br />

1<br />

Επιμελητής Α’, 2 Ειδικευόμενος Ιατρός, Α’ Ορθοπαιδικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

TZOURBAKIS M, SPANOS I. Orthopaedic treatment of the elderly. Increasing age leads to increasing vulnerability to<br />

musculoskeletal system through injury and disease. Age related diseases such as osteoarthritis and osteoporosis in association<br />

with frequent falls of the elders, lead to fractures, severe pain and loss of physical function and activity. Elderly patients need<br />

a comprehensive assessment from orthopaedic surgeons, geriatricians and doctors of other medical specialties to achieve a<br />

return to pre injury level of function and quality of life. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 136-141, 2011.<br />

Key words: geriatric, osteoarthritis, osteoporosis, falls, fractures<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Η αύξηση του μέσου όρου επιβίωσης οδηγεί σε ολοένα αυξανόμενο αριθμό ηλικιωμένων ασθενών. Με το γήρας<br />

επέρχεται φθορά του μυοσκελετικού συστήματος που οδηγεί σε εκφυλιστικά νοσήματα όπως η οστεοαρθρίτιδα. Η<br />

τελευταία, μέσω της ελάττωσης της λειτουργικής ικανότητας, σε συνδυασμό με την οστεοπόρωση και την τάση των<br />

ηλικιωμένων για πτώσεις προδιαθέτουν σε κατάγματα, που οδηγούν σε περαιτέρω μείωση της κινητικότητας και<br />

της λειτουργικότητας των ηλικιωμένων. Απαιτείται στενή συνεργασία μεταξύ των ορθοπαιδικών χειρουργών και<br />

των υπολοίπων επιστημόνων των δομών υγείας για την καλύτερη αντιμετώπιση των προβλημάτων των γηριατρικών<br />

ασθενών καθώς και για την αποκατάστασή τους. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 136-141, 2011.<br />

Λέξεις κλειδιά: γηριατρική, οστεοαρθρίτιδα, οστεοπόρωση, πτώσεις, κατάγματα<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Τα νοσήματα του μυοσκελετικού συστήματος είναι<br />

η σημαντικότερες αιτία ελάττωσης της φυσικής<br />

δραστηριότητας σε άτομα >65 ετών. Το μυοσκελετικό<br />

σύστημα αποτελείται από διαφορετικούς ιστούς (μυς,<br />

τένοντες, συνδέσμους, χόνδρους, οστά) που όλοι υπόκεινται<br />

σε αλλαγές που σχετίζονται με την γήρανση<br />

και την ελαττωμένη χρήση. Επειδή όλοι αυτοί οι ιστοί<br />

πρέπει να λειτουργήσουν σε συνδυασμό προκειμένου<br />

να επιτευχθεί κίνηση στις διάφορες αρθρώσεις, είναι<br />

εύκολο να καταλάβουμε γιατί η φυσική δραστηριότητα<br />

περιορίζεται τόσο με την αύξηση της ηλικίας.<br />

Υπολογίζεται ότι ενώ σήμερα το 13% του πληθυσμού<br />

είναι μεγαλύτεροι των 65 ετών, έως το 2030 περίπου<br />

20% του πληθυσμού θα είναι μεγαλύτεροι των<br />

65 ετών στις ΗΠΑ (United States Census Bureau, National<br />

Population Projections 2008) . Η αύξηση του μέσου όρου<br />

ζωής οδηγεί σε αύξηση των προβλημάτων που σχετίζονται<br />

με το μυοσκελετικό σύστημα και που οφείλονται<br />

είτε σε νοσήματα φθοράς, είτε σε τραυματισμό.<br />

Η εκφυλιστική νόσος των αρθρώσεων είναι ένα<br />

νόσημα φθοράς που αναπτύσσεται αργά σε μια μακρά<br />

χρονική περίοδο και εμφανίζεται κυρίως σε ηλικιωμένους<br />

ασθενείς. Στη μελέτη Framingham ακτινολογικά<br />

εμφανής οστεοαρθρίτιδα του γόνατος εμφανίζεται<br />

στο 27% των ατόμων ηλικίας 63-70 ετών και στο<br />

44% των ατόμων ηλικίας μεγαλύτερης των 80 ετών<br />

(1). Η οστεοαρθρίτιδα των αρθρώσεων που φέρουν το<br />

βάρος του σώματος οδηγεί συνήθως σε επεμβάσεις<br />

αρθροπλαστικής. Όσο το προσδόκιμο ζωής αυξάνει<br />

τόσο θα αυξάνεται και ο αριθμός των αρθροπλαστικών<br />

που λαμβάνουν χώρα κατά έτος.<br />

Οι μυοσκελετικοί τραυματισμοί στους ηλικιωμένους<br />

προκαλούν σημαντική νοσηρότητα και θνησιμότητα.<br />

Καθώς ο πληθυσμός γερνάει, ο απόλυτος αριθμός<br />

των τραυματισμών αναμένεται να παρουσιάσει


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 137<br />

αύξηση, επιδεινώνοντας το ήδη σημαντικό οικονομικό<br />

κόστος της θεραπείας. Η ιδανική θεραπεία αυτών των<br />

τραυματισμών είναι η πρόληψη, κυρίως μέσω της πρόληψης<br />

των πτώσεων και της θεραπείας της οστεοπόρωσης.<br />

Όταν ένας μυοσκελετικός τραυματισμός συμβεί,<br />

η προσοχή πρέπει να καταβληθεί στο σύνολο των<br />

προβλημάτων του ασθενή και όχι μόνο στην οστική<br />

βλάβη. Οι ηλικιωμένοι ασθενείς έχουν ιδιαίτερες ανάγκες<br />

όσον αφορά τη θεραπεία και την αποκατάσταση,<br />

και αυτές πρέπει να ληφθούν υπόψη, προκειμένου να<br />

μεγιστοποιηθούν τα λειτουργικά αποτελέσματα.<br />

Η ΕΚΦΥΛΙΣΤΙΚΗ ΝΟΣΟΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΣΕΩΝ<br />

– ΟΣΤΕΟΑΡΘΡΙΤΙΣ<br />

Η οστεοαρθρίτιδα είναι η πιο συχνή νόσος των<br />

αρθρώσεων μεταξύ των ηλικιωμένων. Συνήθως οδηγεί<br />

σε έκπτωση της λειτουργικής ικανότητας και ελάττωση<br />

της ανεξαρτησίας. Παρότι οι αρθρώσεις των χεριών<br />

προσβάλλονται συχνότερα, πιο συχνά συμπτώματα<br />

εμφανίζουν οι μεγάλες φορτιζόμενες αρθρώσεις<br />

( ισχίο, γόνατο) που δέχονται το βάρος του σώματος.<br />

Οι προδιαθεσικοί παράγοντες για την ανάπτυξη<br />

οστεοαρθρίτιδας χωρίζονται σε συστηματικούς και<br />

μηχανικούς. Συστηματικοί παράγοντες είναι η ηλικία,<br />

οι ορμονικές διαταραχές , η οστεοπόρωση, το φύλο<br />

και η φυλή. Στους μηχανικούς παράγοντες ανήκουν η<br />

παχυσαρκία, το οξύ τραύμα και οι μικροτραυματισμοί<br />

από επαναλαμβανόμενη φόρτιση, καθώς και η μυϊκή<br />

αδυναμία (2).<br />

Η νόσος παραμένει ασυμπτωματική μέχρι να υποστούν<br />

σοβαρή βλάβη οι ιστοί που μπορούν να προκαλέσουν<br />

πόνο ή να προκληθούν σημαντικές αλλαγές στη<br />

λειτουργία της άρθρωσης. Το ποσοστό των ατόμων με<br />

συμπτώματα αυξάνει σε συσχέτιση με τα ακτινολογικά<br />

ευρήματα (Εικόνα 1). Κλινικά η οστεοαρθρίτιδα εκδηλώνεται<br />

με πόνο που αυξάνει με τη δραστηριότητα<br />

και ανακουφίζεται με την ξεκούραση. Οι ηλικιωμένοι<br />

με οστεοαρθρίτιδα εμφανίζουν ελαττωμένη ευλυγισία<br />

(3) και μυϊκή ισχύ (4). Ο πόνος και οι διαταραχές της<br />

βάδισης προδιαθέτουν σε πτώσεις (5).<br />

Η αντιμετώπιση της οστεοαρθρίτιδας ξεκινά με<br />

την πρόληψη. Αυτή συνίσταται στην ελάττωση του<br />

βάρους, στην άσκηση (6), στη χρήση ναρθήκων για διόρθωση<br />

του άξονα βάδισης και στην εκπαίδευση για<br />

αποφυγή των δραστηριοτήτων που προκαλούν επαναλαμβανόμενη<br />

φόρτιση της προσβεβλημένης άρθρωσης.<br />

Η συμπτωματική αντιμετώπιση της νόσου περιλαμβάνει<br />

τη χορήγηση τοπικών και συστηματικών<br />

αναλγητικών και αντιφλεγμονωδών φαρμάκων. Αρχικά<br />

χορηγούνται απλά αναλγητικά φάρμακα σε χαμηλές<br />

δόσεις με προοδευτική αύξηση της δόσης ανάλογα<br />

με τα συμπτώματα. Όταν αυτά δεν επαρκούν τότε<br />

χορηγούνται μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα,<br />

που όμως πρέπει να χορηγούνται με προσοχή καθώς<br />

εμφανίζουν σημαντικές επιπλοκές στους γηριατρικούς<br />

ασθενείς (6). Μια άλλη κατηγορία φαρμάκων που χρησιμοποιούνται<br />

είτε ως μονοθεραπεία είτε συνηθέστερα<br />

σε συνδυασμό με τα παραπάνω είναι τα οπιοειδή.<br />

Οι ενδαρθρικές εγχύσεις κορτικοστεροειδών μπορεί<br />

να είναι αποτελεσματικές βραχυπρόθεσμα όταν<br />

υπάρχει οίδημα και τοπικά σημεία φλεγμονής (7-8). Η<br />

ενδαρθρική έγχυση παραγώγων υαλουρονικού οξέος<br />

φαίνεται να έχει καλά αποτελέσματα όσον αφορά τον<br />

πόνο και την κινητικότητα, αλλά για σχετικά βραχύ<br />

χρονικό διάστημα (5 έως 13 εβδομάδες) (9).<br />

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ανεπιτυχής έλεγχος του<br />

πόνου οδηγεί τους ηλικιωμένους σε συναισθηματική<br />

κατάρρευση, κατάθλιψη και διαταραχές διάθεσης και<br />

ελαττώνει την καθημερινή δραστηριότητα (10).<br />

Η τελική αντιμετώπιση της νόσου είναι χειρουργική.<br />

Σε πρώιμα στάδια οστεοαρθρίτιδας γόνατος μπορεί<br />

να επιχειρηθεί αρθροσκοπικά καθαρισμός, έκπλυση<br />

και λείανση του χόνδρου ή μικροτρυπανισμοί στην<br />

προσβεβλημένη άρθρωση. Η μέθοδος αυτή έχει κάποια<br />

χρησιμότητα, σε αρχόμενη νόσο, στη μείωση του πόνου<br />

, στη βελτίωση της λειτουργικής ικανότητας και<br />

καθυστέρηση της ολικής αρθροπλαστικής (11) αλλά δεν<br />

μπορεί να χρησιμοποιείται ως επέμβαση ρουτίνας για<br />

όλους τους ασθενείς (12). Η αρθροσκόπηση δεν έχει<br />

θέση στην αντιμετώπιση της οστεοαρθρίτιδας του γόνατος<br />

όταν αυτή οφείλεται σε μηχανικά ή φλεγμονώδη<br />

αίτια (13).<br />

Η αρθροπλαστική είναι η επέμβαση εκλογής για την<br />

αντιμετώπιση της οστεοαρθρίτιδας των μεγάλων αρθρώσεων.<br />

Η αρθροπλαστική βελτιώνει την ποιότητα<br />

ζωής των ασθενών με οστεοαρθρίτιδα. Η ηλικία δεν<br />

είναι αντένδειξη για την επέμβαση. Όταν τα αποτελέσματα<br />

είναι μέτρια ή φτωχά συνήθως το αίτιο είναι<br />

τα συνυπάρχοντα νοσήματα (14). Οι ηλικιωμένοι<br />

ασθενείς με οστεοαρθρίτιδα που υποβάλλονται σε<br />

αρθροπλαστική αναρρώνουν αργά, αλλά έχουν άριστα<br />

μακροχρόνια αποτελέσματα (15).<br />

Γενικά η αρθροπλαστική μπορεί να θεωρηθεί μία<br />

ασφαλής επέμβαση. Ο Pulido το 2008 σε μια ανασκόπηση<br />

15383 αρθροπλαστικών γόνατος και ισχίου που<br />

έγιναν από το 2000 έως το 2006 βρήκε πως το ποσοστό<br />

των επιπλοκών ήταν υψηλότερο σε αρθροπλαστι-


138<br />

Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας στην Ορθοπαιδική<br />

κές γόνατος και επεμβάσεις αναθεώρησης. Ο αριθμός<br />

των θανάτων ήταν πολύ μικρός (22 ή 0,16%) και εμφανίστηκαν<br />

486 (3,16%) μείζονες συστηματικές επιπλοκές<br />

με σημαντικότερες την πνευμονική εμβολή (152 ή περίπου<br />

1%), την ταχυαρρυθμία (92 ή περίπου 0,6%) και το<br />

οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου (36 ή 0,23%).Υπήρξαν<br />

επίσης 109 (0,7%) μείζονες τοπικές επιπλοκές όπως<br />

εξάρθρημα, περιπροθετικό κάταγμα και φλεγμονή (16).<br />

ΟΣΤΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ – ΠΤΩΣΕΙΣ - ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ<br />

Η οστεοπόρωση είναι μια συστηματική μεταβολική<br />

νόσος του σκελετού, η οποία χαρακτηρίζεται από χαμηλή<br />

οστική μάζα με ταυτόχρονη αλλοίωση της μικροαρχιτεκτονικής<br />

του οστού με αποτέλεσμα τη μειωμένη<br />

μηχανική αντοχή των οστών και τον αυξημένο κίνδυνο<br />

καταγμάτων. Το κάταγμα , το οποίο προκαλείται από<br />

φορτίσεις χαμηλής ενέργειας σε οστά μειωμένης αντοχής<br />

είναι η τελική έκβαση της οστεοπόρωσης, δημιουργώντας<br />

με τον τρόπο αυτό ένα από τα μεγαλύτερα<br />

σύγχρονα ιατροκοινωνικά προβλήματα.<br />

Υπολογίζεται ότι 10000000 άνθρωποι στις ΗΠΑ<br />

πάσχουν από οστεοπόρωση και ότι άλλα 34000000<br />

άνθρωποι είναι σε κίνδυνο εμφάνισης της νόσου (17). Η<br />

χαμηλή οστική πυκνότητα προδιαθέτει στην εμφάνιση<br />

καταγμάτων. Ο κίνδυνος εμφάνισης οστεοπορωτικού<br />

κατάγματος κατά τη διάρκεια της ζωής είναι πολύ<br />

υψηλός και κυμαίνεται μεταξύ 40-50% στις γυναίκες<br />

και 13-22% στους άνδρες (18). Τα συχνότερα οστεοπορωτικά<br />

κατάγματα είναι τα κατάγματα του ισχίου,<br />

της πηχεοκαρπικής και της σπονδυλικής στήλης.<br />

Για τα περισσότερα κατάγματα ο κίνδυνος εμφάνισης<br />

κατά τη διάρκεια της ζωής μειώνεται με την αύξηση<br />

της ηλικίας , ενώ αντίθετα για τα κατάγματα του<br />

ισχίου παραμένει περίπου σταθερός μέχρι και τα 80<br />

έτη περίπου, όταν η πιθανότητα θανάτου είναι μεγαλύτερη<br />

από την πιθανότητα κατάγματος, οπότε και<br />

αρχίζει να μειώνεται (19).<br />

Οι ηλικιωμένοι ασθενείς με κάταγμα ισχίου έχουν<br />

υψηλό σχετικό κίνδυνο δεύτερου κατάγματος του ισχίου,<br />

που κυμαίνεται από 2,4 έως 5, και σχεδόν το ήμισυ<br />

των νέων κατάγματα συμβαίνουν εντός των πρώτων<br />

2 ετών. Η κατάλληλη θεραπεία, που συμπεριλαμβάνει<br />

τα συμπληρώματα ασβεστίου και βιταμίνης D και<br />

τα διφωσφονικά είναι γνωστό ότι αυξάνει την οστική<br />

πυκνότητα και μειώνει τον κίνδυνο νέου κατάγματος<br />

εντός του έτους (20).<br />

Ωστόσο, μελέτες έχουν δείξει ότι συνήθως οι ορθοπεδικοί<br />

δεν εντοπίζουν τους ασθενείς οι οποίοι ενδέχεται<br />

να ωφεληθούν από την φαρμακολογική θεραπεία.<br />

Ο Freedman και οι συνεργάτες του αξιολόγησαν<br />

μια σειρά από ασθενείς οι οποίοι υπέστησαν κάταγμα<br />

περιφερικού άκρου της κερκίδας και διαπίστωσαν<br />

ότι έλαβαν ανεπαρκή θεραπεία για οστεοπόρωση (21).<br />

Οι Torgerson και Dolan διαπίστωσαν ότι, μετά από<br />

οστεοπορωτικά κατάγματα, μόνο οι ασθενείς με κατάγματα<br />

σπονδυλικής στήλης έλαβαν φαρμακευτική<br />

αγωγή κατά της οστεοπόρωσης. Ασθενείς οι οποίοι<br />

υπέστησαν κάταγμα του εγγύς τμήματος του μηριαίου<br />

οστού δεν έλαβαν αγωγή (22). Ομοίως, ο Gardner<br />

και οι συνεργάτες του ανέφεραν ότι οι ηλικιωμένοι<br />

ασθενείς και οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που εισάγονται<br />

στο νοσοκομείο με διάγνωση κάταγμα του<br />

αυχένα του μηριαίου χαμηλής ενέργειας δε λάμβαναν<br />

θεραπεία για οστεοπόρωση (23).<br />

Το 2000 στην Ευρώπη υπολογίζεται ότι συνέβησαν<br />

3.790.000 οστεοπορωτικά κατάγματα και από αυτά<br />

τα 890.000 αφορούσαν κατάγματα ισχίου. Το 2007 ο<br />

αριθμός καταγμάτων ισχίου αυξήθηκε από 30 έως<br />

100% ανάλογα με τη χώρα. Το άμεσο κόστος για την<br />

αντιμετώπιση των οστεοπορωτικών καταγμάτων<br />

στην Ευρώπη υπολογίζεται σε πάνω από 36 δισεκατομμύρια<br />

Ευρώ ετησίως (24).<br />

Η ελαττωμένη οστική πυκνότητα αποτελεί προδιαθεσικό<br />

παράγοντα αλλά δεν μπορεί από μόνη της<br />

να προκαλέσει κάταγμα. Το κάταγμα είναι συνήθως<br />

αποτέλεσμα πτώσης. Οι ηλικιωμένοι εμφανίζουν τόσο<br />

αυξημένη συχνότητα όσο και αυξημένο ποσοστό τραυματισμών<br />

από πτώσεις και η σοβαρότητα των επιπλοκών<br />

που συνδέονται με την πτώση αυξάνεται σταθερά<br />

μετά την ηλικία των 65 (25). Η θνησιμότητα λόγω<br />

πτώσεων αυξάνει δραματικά με την αύξηση της ηλικίας<br />

και στα δύο φύλα, με τις πτώσεις να αποτελούν την<br />

έκτη αιτία θανάτου στα άτομα 65 ετών πάνω (26). Μία<br />

στις δέκα πτώσεις οδηγεί σε τραυματισμούς, όπως κάταγμα<br />

ισχίου, υποσκληρίδιο αιμάτωμα, σοβαρές κακώσεις<br />

μαλακών μορίων και κακώσεις της κεφαλής (25).<br />

Οι πτώσεις είναι η κύρια αιτία των επισκέψεων στα<br />

τμήματα εκτάκτων περιστατικών των Ηνωμένων Πολιτειών,<br />

και η παραμονή στο νοσοκομείο είναι σχεδόν<br />

διπλάσια σε χρόνο μετά από μια πτώση από ό, τι<br />

για τους ηλικιωμένους ασθενείς που νοσηλεύονται για<br />

άλλες αιτίες (27). Οι πτώσεις και τα κατάγματα που<br />

προκαλούνται απ΄αυτές είναι η σημαντικότερη αιτία<br />

κινητικής ανεπάρκειας σε ηλικιωμένους.<br />

Οι παράγοντες κινδύνου για πτώσεις σε ηλικιωμένους<br />

μπορούν να ταξινομηθούν σε εγγενείς και εξωτερικούς.<br />

Οι εγγενείς περιλαμβάνουν την ελαττωμένη<br />

φυσική δραστηριότητα, την άνοια, την κατάθλιψη, τις


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 139<br />

διαταραχές όρασης, αισθητηριακές και μυϊκές διαταραχές<br />

των κάτω άκρων, προηγούμενο ΑΕΕ, ζάλη, διαταραχές<br />

ισορροπίας και βάδισης και ηλικία μεγαλύτερη<br />

των 80 ετών. Οι εξωτερικοί περιλαμβάνουν περιβαλλοντικούς<br />

παράγοντες όπως σκάλες και εμπόδια<br />

που μπορούν να προκαλέσουν πτώσεις.<br />

Οι πιο σοβαροί τραυματισμοί που εμφανίζονται<br />

στους γηριατρικούς ασθενείς είναι τα πυελικά κατάγματα.<br />

Το συνολικό ποσοστό θνησιμότητας είτε οξέως<br />

ή από καθυστερημένες επιπλοκές των πυελικών καταγμάτων<br />

(αιμορραγία ή σήψη) είναι σχεδόν 17%, αλλά<br />

πλησιάζει το 81% σε ηλικιωμένους ασθενείς με ανοιχτά<br />

κατάγματα της πυέλου (28).<br />

Τα πιο συχνά κατάγματα σε ηλικιωμένους ασθενείς<br />

που είναι και η αιτία των περισσότερων θανάτων<br />

από πτώση είναι τα κατάγματα της περιοχής του<br />

ισχίου. Υπάρχουσες μελέτες εκτιμούν την ενδονοσοκομειακή<br />

θνησιμότητα για έναν ασθενή με κάταγμα του<br />

ισχίου μεταξύ 4% και 12% (5-11), ενώ η θνησιμότητα 1<br />

χρόνου είναι 12 -37% (29).<br />

Οι γηριατρικοί ασθενείς με κατάγματα αντιμετωπίζονται<br />

συνήθως σε ορθοπαιδικές κλινικές από τη<br />

στιγμή της εισαγωγής στο νοσοκομείο μέχρι και την<br />

άμεση μετεγχειρητική περίοδο. Οι ασθενείς αυτοί όμως<br />

εμφανίζουν πολλά συνοδά νοσήματα που και θα ήταν<br />

ιδανικό η αντιμετώπιση τους να γίνεται σε συνεργασία<br />

με γηριάτρους.<br />

Ο συνολικός στόχος της θεραπείας είναι η έγκαιρη<br />

κινητοποίηση, σε μια προσπάθεια να αποτραπούν<br />

οι επιπλοκές που σχετίζονται με την παρατεταμένη<br />

κατάκλιση και να επιστρέψει ο ασθενής στην προ του<br />

τραυματισμού λειτουργική δραστηριότητα. Υπάρχει<br />

σχεδόν καθολική συναίνεση μεταξύ των ορθοπαιδικών<br />

χειρουργών ότι τα κατάγματα του ισχίου απαιτούν<br />

χειρουργική σταθεροποίηση, αλλά η χειρουργική<br />

αντιμετώπιση σε αυτόν τον πληθυσμό ασθενών φέρνει<br />

μαζί της μια σειρά από ζητήματα που απαιτούν<br />

σοβαρή εξέταση.<br />

Η γρήγορη κινητοποίηση των ασθενών αυτών<br />

μέσω χειρουργικής σταθεροποίησης του κατάγματος<br />

τους, βοηθά στην πρόληψη των ελκών κατάκλισης,<br />

των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος, της<br />

ατελεκτασίας και των λοιμώξεων του αναπνευστικού,<br />

της θρομβοφλεβίτιδας, της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης<br />

και της πνευμονικής εμβολής.<br />

Ο Sherk και οι συνεργάτες του σύγκριναν τα αποτελέσματα<br />

της εσωτερικής οστεοσύνθεσης έναντι της συντηρητικής<br />

αντιμετώπισης σε έναν πληθυσμό ηλικιωμένων<br />

ασθενών με κάταγμα του ισχίου. Το ποσοστό θνησιμότητας<br />

σε 16 εβδομάδες μετά τον τραυματισμό ήταν<br />

άνω του 50% για τους 45 ασθενείς αντιμετωπίστηκαν<br />

συντηρητικά. Αυτό το ποσοστό θνησιμότητας μειώθηκε<br />

στο 28% για τους 53 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε<br />

άμεση χειρουργική σταθεροποίηση (30). Σε μια αναδρομική<br />

μελέτη της χειρουργικής έναντι της συντηρητικής<br />

αντιμετώπισης υπερηλίκων με κάταγμα του ισχίου, ο<br />

Ooi και οι συνεργάτες του αξιολόγησαν τα αποτελέσματα<br />

84 ασθενών σε μια χρονική περίοδο 2 ετών. Οι<br />

συγγραφείς διαπίστωσαν ότι το ποσοστό των επιπλοκών<br />

στους ασθενείς που αντιμετωπίστηκαν συντηρητικά<br />

ήταν υψηλότερο (63%) από αυτό που παρατηρήθηκε<br />

στους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε χειρουργική<br />

σταθεροποίηση (43%). Τα ποσοστά θνησιμότητας στον<br />

1 ο και 2 ο χρόνο μετά τον τραυματισμό ήταν υψηλότερα<br />

στους ασθενείς που αντιμετωπίστηκαν συντηρητικά<br />

(45% και 58%, αντίστοιχα) σε σύγκριση με αυτά που παρατηρήθηκαν<br />

στους χειρουργημένους ασθενείς (30% και<br />

41%, αντίστοιχα). Επιπλέον, η χειρουργική αντιμετώπιση<br />

οδήγησε σε σημαντικά υψηλότερο ποσοστό ασθενών<br />

ικανών για ανεξάρτητη βάδιση σε σύγκριση με εκείνους<br />

οι οποίοι υποβλήθηκαν σε συντηρητική θεραπεία (31).<br />

Ανάλογα με τη μελέτη και τη μέθοδο που χρησιμοποιείται,<br />

τα ποσοστά εν τω βάθει φλεβοθρόμβωσης<br />

μετά από κάταγμα ισχίου κυμαίνονται από 30% έως<br />

60%. Η συχνότητα της πνευμονική εμβολή μετά από<br />

κάταγμα ισχίου κυμαίνεται από 4,3% σε 24% στη βιβλιογραφία,<br />

με τη συχνότητα των θανατηφόρων πνευμονικών<br />

εμβολών να κυμαίνεται από 0,5% -12,9% (32).<br />

Ο στόχος της αποκατάστασης των ηλικιωμένων<br />

ασθενών με κάταγμα του ισχίου είναι η γρήγορη κινητοποίηση.<br />

Στην κλινική μας, η κινητοποίηση αρχίζει την<br />

1 η μετεγχειρητική ημέρα και ακολουθεί ένα συγκεκριμένο<br />

πρωτόκολλο ανάλογα με το είδος του κατάγματος, τη<br />

μέθοδο σταθεροποίησης και τη σταθερότητα. Γενικά σε<br />

σταθερή οστεοσύνθεση, ο ασθενής μετεγχειρητικά επιτρέπεται<br />

να φορτίσει με όσο βάρος μπορεί να ανεχτεί.<br />

Αυτό βασίζεται στο γεγονός ότι οι ασθενείς με κάταγμα<br />

ισχίου τείνουν να περιορίσουν οικειοθελώς την φόρτιση<br />

στο τραυματισμένο άκρο. Την 1 η μετεγχειρητική ημέρα, ο<br />

στόχος της θεραπείας είναι ο ασθενής να είναι σε θέση<br />

να κάνει 15 βήματα με μέτρια βοήθεια. Η απόσταση αυξάνεται<br />

σε 20 βήματα με την ελάχιστη δυνατή βοήθεια για<br />

τη 2 η μετεγχειρητική ημέρα. Την 3 η μετεγχειρητική ημέρα, ο<br />

στόχος της θεραπείας είναι βάδιση στη διπλάσια απόσταση<br />

με την ελάχιστη βοήθεια. Μια περαιτέρω αύξηση<br />

της απόστασης βάδισης εμφανίζεται στην 4 η μετεγχειρητική<br />

ημέρα με την προσθήκη της ανάβασης σκάλας.<br />

Συνήθως, ένας ασθενής θα παραμείνει στο νοσο-


140<br />

Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας στην Ορθοπαιδική<br />

κομείο για 2 έως 5 ημέρες μετά από χειρουργική επέμβαση<br />

για κάταγμα ισχίου. Η έξοδος από το νοσοκομείο<br />

είναι ένα σύνθετο πρόβλημα που απαιτεί τη συνεργασία<br />

του ασθενούς και της οικογένειάς του ή της<br />

κοινωνικής λειτουργού. Η περιπατητική ικανότητα, το<br />

κοινωνικό δίκτυο υποστήριξης, και η οικονομική κατάσταση<br />

είναι τα κριτήρια για την επιλογή του σπιτιού,<br />

μιας μονάδας αποκατάστασης, ή κάποιας μονάδας<br />

χρόνιας νοσηλείας ως τόπο μεταφοράς του ασθενούς<br />

μέχρι την πλήρη αποκατάσταση.<br />

Λόγω της πολυπλοκότητας της θεραπείας των ηλικιωμένων<br />

ασθενών, πρέπει η περίθαλψη τους να είναι<br />

συνολική και ολοκληρωμένη, από ομάδες υγειονομικού<br />

προσωπικού διαφόρων ειδικοτήτων. Αρκετές μελέτες<br />

έχουν τεκμηριώσει την αποτελεσματικότητα αυτών<br />

των πρωτοκόλλων συνεργασίας, στη θεραπεία των<br />

ηλικιωμένων ασθενών με ένα κάταγμα ισχίου (28).<br />

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ<br />

Τα ορθοπαιδικά προβλήματα των ηλικιωμένων<br />

ασθενών αποτελούν ένα σύνθετο ιατροκοινωνικό πρόβλημα<br />

που θα μεγεθύνεται με την πάροδο των χρόνων<br />

και τη γήρανση του πληθυσμού. Ο ηλικιωμένος ασθενής<br />

εμφανίζει σύνθετα προβλήματα που απαιτούν άμεση<br />

αντιμετώπιση με απώτερο στόχο την ταχύτερη δυνατή<br />

επαναφορά στην πρότερη λειτουργική κατάσταση. Στις<br />

περιπτώσεις που αυτό δεν είναι εφικτό θα πρέπει να<br />

δοθεί ιδιαίτερη σημασία στο να δοθεί η δυνατότητα<br />

στον ηλικιωμένο ασθενή να αυτοεξυπηρετείται χωρίς<br />

να χρειάζεται καθημερινή βοήθεια.<br />

Εικόνα 1. Τα ακτινολογικά χαρακτηριστικά της οστεοαρθρίτιδας είναι η εμφάνιση οστεοφύτων, η ασύμμετρη στένωση<br />

του μεσάρθριου διαστήματος, η σκλήρυνση του υποχόνδριου οστού και η εμφάνιση κύστεων.<br />

Βιβλιογραφια<br />

1. Felson DT, Naimark A, Anderson J, Kazis L, Castelli<br />

W, Meenan RF. The prevalence of knee osteoarthritis<br />

in the elderly. The Framingham Osteoarthritis<br />

Study. Arthritis Rheum 1987; 30(8): 914-8.<br />

2. Arden N, Nevitt MC. Osteoarthritis: epidemiology.<br />

Best Pract Res Clin Rheumatol. 2006; 20(1): 3-25.<br />

3. Messier SP, Loeser RF, Hoover JL, Semble EL, Wise<br />

CM. Osteoarthritis of the knee: effects on gait,<br />

strength, and flexibility. Arch Phys Med Rehabil 1992<br />

Jan; 73(1):29-36.<br />

4. Slemenda C, Heilman DK, Brandt KD, Katz BP, Mazzuca<br />

SA, Braunstein EM, et al. Reduced quadriceps<br />

strength relative to body weight: a risk factor for<br />

knee osteoarthritis in women? Arthritis Rheum. 1998<br />

Nov;41(11):1951-9.<br />

5. Sudarsky L. Geriatrics: gait disorders in the elderly. N<br />

Engl J Med. 1990 May 17;322(20):1441-6.<br />

6. Zhang W, Moskowitz RW, Nuki G, Abramson S, Altman<br />

RD, Arden N, et al. OARSI recommendations for<br />

the management of hip and knee osteoarthritis, part<br />

I: critical appraisal of existing treatment guidelines<br />

and systematic review of current research evidence.<br />

Osteoarthritis Cartilage. 2007 Sep;15(9):981-1000.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 141<br />

7. Bellamy N, Campbell J, Robinson V, Gee T, Bourne R,<br />

Wells G. Intraarticular corticosteroid for treatment<br />

of osteoarthritis of the knee. Cochrane Database<br />

Syst Rev. 2006(2):CD005328.<br />

8. Kruse DW. Intraarticular cortisone injection for osteoarthritis<br />

of the hip. Is it effective? Is it safe? Curr<br />

Rev Musculoskelet Med. 2008 Dec;1(3-4):227-33.<br />

9. Bellamy N, Campbell J, Robinson V, Gee T, Bourne R,<br />

Wells G. Viscosupplementation for the treatment of<br />

osteoarthritis of the knee. Cochrane Database Syst<br />

Rev. 2006(2):CD005321.<br />

10. Davis MP, Srivastava M. Demographics, assessment<br />

and management of pain in the elderly. Drugs Aging.<br />

2003;20(1):23-57.<br />

11. McGinley BJ, Cushner FD, Scott WN. Debridement<br />

arthroscopy. 10-year followup. Clin Orthop Relat<br />

Res. 1999 Oct(367):190-4.<br />

12. Siparsky P, Ryzewicz M, Peterson B, Bartz R. Arthroscopic<br />

treatment of osteoarthritis of the knee:<br />

are there any evidence-based indications? Clin Orthop<br />

Relat Res. 2007 Feb;455:107-12.<br />

13. Laupattarakasem W, Laopaiboon M, Laupattarakasem<br />

P, Sumananont C. Arthroscopic debridement for<br />

knee osteoarthritis. Cochrane Database Syst Rev.<br />

2008(1):CD005118.<br />

14. Ethgen O, Bruyere O, Richy F, Dardennes C, Reginster<br />

JY. Health-related quality of life in total hip<br />

and total knee arthroplasty. A qualitative and systematic<br />

review of the literature. J Bone Joint Surg<br />

Am. 2004 May;86-A(5):963-74.<br />

15. Hamel MB, Toth M, Legedza A, Rosen MP. Joint<br />

replacement surgery in elderly patients with severe<br />

osteoarthritis of the hip or knee: decision making,<br />

postoperative recovery, and clinical outcomes. Arch<br />

Intern Med. 2008 Jul 14;168(13):1430-40.<br />

16. Pulido L, Parvizi J, Macgibeny M, Sharkey PF, Purtill<br />

JJ, Rothman RH, et al. In hospital complications<br />

after total joint arthroplasty. J Arthroplasty. 2008<br />

Sep;23(6 Suppl 1):139-45.<br />

17. Holroyd C, Cooper C, Dennison E. Epidemiology of<br />

osteoporosis. Best Pract Res Clin Endocrinol Metab.<br />

2008 Oct;22(5):671-85.<br />

18. Johnell O, Kanis J. Epidemiology of osteoporotic<br />

fractures. Osteoporos Int. 2005 Mar;16 Suppl 2:S3-7.<br />

19. Kanis JA, Johnell O, Oden A, Sembo I, Redlund-<br />

Johnell I, Dawson A, et al. Long-term risk of osteoporotic<br />

fracture in Malmo. Osteoporos Int.<br />

2000;11(8):669-74.<br />

20. Switzer JA, Jaglal S, Bogoch ER. Overcoming barriers<br />

to osteoporosis care in vulnerable elderly patients<br />

with hip fractures. J Orthop Trauma. 2009<br />

Jul;23(6):454-9.<br />

21. Freedman KB, Kaplan FS, Bilker WB, Strom BL, Lowe<br />

RA. Treatment of osteoporosis: are physicians missing<br />

an opportunity? J Bone Joint Surg Am. 2000<br />

Aug;82-A(8):1063-70.<br />

22. Torgerson DJ, Dolan P. Prescribing by general practitioners<br />

after an osteoporotic fracture. Ann Rheum<br />

Dis. 1998 Jun;57(6):378-9.<br />

23. Gardner MJ, Flik KR, Mooar P, Lane JM. Improvement<br />

in the undertreatment of osteoporosis following<br />

hip fracture. J Bone Joint Surg Am. 2002<br />

Aug;84-A(8):1342-8.<br />

24. IOF. Osteoporosis in the European Union in 2008:<br />

Ten years of progress and ongoing challenge. International<br />

Osteoporosis Foundation; 2008; Available<br />

from: http://www.iofbonehealth.org/download/<br />

osteofound/filemanager/publications/pdf/eu-report-2008.pdf.<br />

25. Fuller GF. Falls in the elderly. Am Fam Physician.<br />

2000 Apr 1;61(7):2159-68, 73-4.<br />

26. MacCulloch PA, Gardner T, Bonner A. Comprehensive<br />

fall prevention programs across settings:<br />

a review of the literature. Geriatr Nurs. 2007 Sep-<br />

Oct;28(5):306-11.<br />

27. Tinetti ME. Clinical practice. Preventing falls in elderly<br />

persons. N Engl J Med. 2003 Jan 2;348(1):42-<br />

9.<br />

28. Koval KJ, Meek R, Schemitsch E, Liporace F, Strauss<br />

E, Zuckerman JD. An AOA critical issue. Geriatric<br />

trauma: young ideas. J Bone Joint Surg Am. 2003<br />

Jul;85-A(7):1380-8.<br />

29. Jiang HX, Majumdar SR, Dick DA, Moreau M, Raso<br />

J, Otto DD, et al. Development and initial validation<br />

of a risk score for predicting in-hospital and<br />

1-year mortality in patients with hip fractures. J<br />

Bone Miner Res. 2005 Mar;20(3):494-500.<br />

30. Sherk HH, Snape WJ, Loprete FL. Internal fixation<br />

versus nontreatment of hip fractures in senile patients.<br />

Clin Orthop Relat Res. 1979 Jun(141):196-8.<br />

31. Ooi LH, Wong TH, Toh CL, Wong HP. Hip fractures<br />

in nonagenarians--a study on operative and nonoperative<br />

management. Injury. 2005 Jan;36(1):142-7.<br />

32. Ennis RS. Postoperative deep vein thrombosis<br />

prophylaxis: a retrospective analysis in 1000 consecutive<br />

hip fracture patients treated in a community<br />

hospital setting. J South Orthop Assoc. 2003<br />

Spring;12(1):10-7.


Γηριατρική Ουρολογία<br />

Ι Ξωξάκος 1 , Δ Κοντοθανάσης 2<br />

1<br />

Ειδεικευόμενος Ιατρός, 2 Επιμελητής Α’, Ουρολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α «ο Ευαγγελισμός»<br />

Οι δυτικές κοινωνίες δέχονται έντονες πιέσεις στα<br />

ασφαλιστικά συστήματα υγείας τους από το γεγονός<br />

ότι η αναλογία των ενηλίκων τρίτης ηλικίας στον γενικό<br />

πληθυσμό αυξάνει δραματικά.<br />

Στην συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα οι παθήσεις του<br />

ουροποιογεννητικού συστήματος είναι ιδιαιτέρως συχνές.<br />

Υπάρχει ανάγκη για ισχυρά επιστημονικά δεδομένα<br />

τόσο για την κατανόηση της παθοφυσιολογίας<br />

του ουρποιητικού του ηλικιωμένου ασθενούς, όσο και<br />

για την διαγνωστική προσέγγιση και κυρίως για την<br />

θεραπεία των ασθενών αυτών. Ιδιαίτερη επιστημονική<br />

τεκμηρίωση και αποσαφήνιση χρειάζεται για τον ρόλο<br />

των διαφόρων χειρουργικών θεραπειών στις ουρολογικές<br />

παθήσεις της τρίτης ηλικίας.<br />

Στην συνέχεια θα παρουσιαστούν οι συχνότερες<br />

παθήσεις της Γηριατρικής Ουρολογίας καθώς και η<br />

πρόσφατη βιβλιογραφία γι’αυτές.<br />

Ι. ΑΚΡΑΤΕΙΑ ΟΥΡΩΝ<br />

Η ακράτεια ούρων είναι κοινή διαταραχή στους<br />

ηλικιωμένους. Η συχνότητα εμφάνισής της αυξάνει με<br />

την ηλικία τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες<br />

1,2,3 .<br />

Η συνολική επίπτωση στους άνδρες, αυξάνεται<br />

από 6,1% στα 65 έτη σε 28,2% στα 90 έτη 2 .<br />

Στις γυναίκες με μέση ηλικία 76,9(+/- 5) έτη, 41%<br />

αναφέρουν επεισόδια ακράτειας και 14% υποφέρουν<br />

από ακράτεια σε καθημερινή βάση.<br />

Συνυπάρχουσες παθήσεις όπως παχυσαρκία,<br />

εγκεφαλικό επεισόδιο, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια<br />

κ.λ.π, προδιαθέτουν στην εμφάνιση ακράτειας<br />

στους ηλικιωμένους 4 .<br />

Η ύπαρξη ακράτειας ούρων επηρεάζει αρνητικά<br />

την αυτοεκτίμηση, σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης<br />

κατάθλιψης, επηρεάζει την κοινωνική ζωή και<br />

τις καθημερινές δραστηριότητες και αυξάνει την εξάρτηση<br />

του ηλικιωμένου από αυτούς που του παρέχουν<br />

φροντίδα 5,6,7,8,9,10 .<br />

Η ακράτεια είναι ένας από τους κυριότερους παράγοντες<br />

που δημιουργούν την ανάγκη εισόδου του<br />

ηλικιωμένου σε οίκο ευγηρίας 11 .<br />

Καταστάσεις όπως οι νοητικές διαταραχές και η<br />

ακινητοποιήση λόγω αρθροπαθειών (ουρική αρθρίτις)<br />

σχετίζονται έντονα με εμφάνιση ακράτειας ούρων με<br />

αποτέλεσμα να αυξηθεί ο βαθμός εξάρτησης του ηλικιωμένου<br />

12,13 .<br />

Η ύπαρξη ακράτειας προδιαθέτει τους ηλικωμένους<br />

σε πτώσεις 14 .<br />

Η συνύπαρξη ακράτειας και νοητικής διαταραχής<br />

προκαλεί τεράστια δυσχέρεια στην αποκατάσταση ηλικιωμένων<br />

ασθενών μετά από ασθένεια και την επιστροφή<br />

τους στο πρότερο κοινωνικό τους περιβάλλον 15 .<br />

Η παραμονή σε οίκο ευγηρίας αυξάνει την πιθανότητα<br />

εμφάνισης ακράτειας ούρων 16,17 .<br />

Η εμφάνιση ακράτειας ούρων στους ηλικιωμένους<br />

δεν θα πρέπει να θεωρείται σαν η αναπόφευκτη συνέπεια<br />

του γήρατος. Προληπτικά μέτρα, διαγνωστικές<br />

προσεγγίσεις και θεραπευτικές παρεμβάσεις είναι δυνατόν<br />

να συμβάλλουν στην βελτίωση ή και στην εξάλειψη<br />

της ακράτειας σε σημαντικό αριθμό ασθενών 18 .<br />

Μορφές ακράτειας ούρων<br />

Η οξέια εμφάνιση ακράτειας στους ηλικιωμένους<br />

είναι συνήθως παροδική και οφείλεται σε μη ουρολογικά<br />

αίτια, όπως η πολυφαρμακία.<br />

Η χρόνια ακράτεια ούρων διακρίνεται σε: ακράτεια<br />

προσπαθείας, ακράτεια επιτακτικού τύπου, ακράτεια<br />

εξ υπερπληρώσεως και λειτουργική ακράτεια. Η μικτού<br />

τύπου ακράτεια είναι πολύ συνηθισμένη.<br />

Στην ακράτεια προσπαθείας στους ηλικιωμένους<br />

φαίνεται ότι συμβάλλει η απόπτωση των κυττάρων<br />

του ραβδοσφυγκτηριακού μηχανισμού 19,20 .<br />

Οι νευρολογικές παθήσεις όπως το εγκεφαλικό<br />

επεισόδιο δυνατόν να προκαλέσουν επιτακτικού τύπου<br />

ακράτεια.<br />

Ακράτεια από υπερπλήρωση προκαλείται από<br />

πτωχή συσταλτικότητα του εξωστήρα μυός και ελαττωμένη<br />

αισθητικότητα της υπερπλήρους ουροδόχου<br />

κύστεως. Εμφανίζεται σε χρόνιες καταστάσεις όπως


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 143<br />

ο σακχαρώδης διαβήτης και ορισμένες νευρολογικές<br />

διαταραχές.<br />

Μια ιδιαίτερη μορφή ακράτειας για στους υπερήλικες<br />

είναι ο μικτός τύπος ακράτειας από επιτακτικότητα<br />

και υπερχείλιση. Οφείλεται στην παράδοξη<br />

συνύπαρξη υπερδραστηριότητας του εξωστήρα μυός<br />

και μειωμένης συσταλτικότητάς του 21 .<br />

Η λειτουργική ακράτεια οφείλεται σε καταστάσεις<br />

που ελαττώνουν την κινητικότητα ή την επίγνωση<br />

(αρθροπάθειες, άνοια).<br />

Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην νυκτουρία<br />

των ασθενών με λειτουργική ακράτεια, διότι σχετίζεται<br />

με στέρηση ύπνου και κίνδυνο πτώσεων.<br />

Ωστόσο η παθοφυσιολογία της νυκτουρίας στους<br />

ηλικιωμένους δεν έχει κατανοηθεί και διερευνηθεί λεπτομερώς.<br />

Διαγνωστική Προσέγγιση<br />

Η λήψη ιστορικού και η φυσική εξέταση αποτελούν<br />

την βάση για την διάγνωση και την περαιτέρω προσέγγιση/θεραπεία<br />

του ασθενούς. Ωστόσο τα υπάρχοντα<br />

ειδικά ερωτηματολόγια δεν έχουν επαρκώς<br />

αξιολογηθεί όσο αφορά την χρησιμότητά τους στους<br />

ηλικιωμένους 22,23 .<br />

Μία μελέτη έδειξε πτωχή συσχέτιση αποτελεσμάτων<br />

ερωτηματολογίων με τα ουροδυναμικά ευρήματα<br />

σε ηλικιωμένους ασθενείς 24 .<br />

Ο ρόλος των ουροδυναμικών εξετάσεων στην εκτίμηση<br />

της ακράτειας ούρων σε γηριατρικούς ασθενείς<br />

παραμένει σημείο ασυμφωνίας. Μία επιτροπή του Παγκόσμιου<br />

Οργανισμού Υγείας συνέστησε ότι η ουροδυναμική<br />

μελέτη δεν είναι απαραίτητη σαν βασική εξέταση<br />

ρουτίνας για την ακράτεια, πιθανώς όμως να είναι<br />

σημαντική για την εκτίμηση γηριατρικού ασθενούς που<br />

είναι υποψήφιος για χειρουργική αντιμετώπιση της<br />

ακράτειάς του 25,26,27 .<br />

Ωστόσο υπάρχουν ερευνητές που υποστηρίζουν<br />

ότι απλές κλινικές δοκιμασίες όπως η πρόκληση βήχα<br />

και ο χειρισμός Valsalva μπορούν να διαφοροδιαγνώσουν<br />

επαρκώς την ακράτεια προσπαθείας από άλλες<br />

μορφές ακράτειας 28 .<br />

Άλλοι ερευνητές επιχειρηματολογούν υπέρ της αξίας<br />

των ουροδυναμικών και βιντεοουροδυναμικών μελετών<br />

στην διάγνωση του αιτίου της ακράτειας 29,30 .<br />

Θεραπεία<br />

Α. Θεραπείες συμπεριφοράς<br />

Η επανεκπαίδευση κύστης, οι ασκήσεις του πυελικού<br />

εδάφους και η προγραμματισμένη ούρηση συστήνονται<br />

σαν 1η επιλογή θεραπείας για γηριατρικούς<br />

ασθενείς 25,31 . Η αποτελεσματικότητά τους όμως στους<br />

ηλικιωμένους έχει πλημελώς μελετηθεί 32 . Όλες οι ανωτέρω<br />

θεραπείες έχουν κάποια αποτελεσματικότητα<br />

υπό την προυπόθεση ότι συνεχίζονται σε βάθος χρόνου<br />

33,34,35,36 .<br />

Έχει μελετηθεί η χρήση αντιχολινεργικών σκευασμάτων<br />

για την αντιμετώπιση της επιτακτικού τύπου<br />

ακράτειας σε σύγκριση ή σε συνδυασμό με θεραπείες<br />

συμπεριφοράς, βιοανάδρασης και ασκήσεις πυελικού<br />

εδάφους 37,38,39 . Φαίνεται ότι ο συνδυασμός της οξυβουτυνίνης<br />

με μια συντηρητική μέθοδο είναι αποτελεσματικότερος<br />

από το placebo μόνο 39 , την φαρμακευτική<br />

μονοθεραπεία ή την θεραπείας συμπεριφοράς ως μονοθεραπεία<br />

38,39 .<br />

Β. Φαρμακοθεραπεία<br />

Τα αντιμουσκαρινικά χολινεργικά (οξυβουτυνίνη,<br />

τολτεροδίνη) είναι αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση<br />

της επιτακτικού τύπου ακράτειας στους ηλικιωμένους<br />

ασθενείς, ωστόσο πολλοί από αυτούς τα διακόπτουν<br />

λόγω των σημαντικών παρενεργειών τους. Η φαρμακευτική<br />

βιομηχανία είναι σε διαδικασία έρευνας και<br />

παραγωγής νεοτέρων ‘’ουροεκλεκτικών’’ αντιμουσκαρινικών<br />

ουσιών, με λιγότερες παρενέργειες.<br />

Η αξία της χρήσης τοπικών κολπικών οιστρογόνων<br />

στην αντιμετώπιση της ακράτειας προσπαθείας<br />

αμφισβητείται. Ωστόσο σε μεταανάλυση υποστηρίχθηκε<br />

ότι η υποκατάσταση οιστρογόνων υποκειμενικά<br />

βελτιώνει τα συμπτώματα της ακράτειας σε μετεμμηνοπαυσιακές<br />

γυναίκες 40 .<br />

Υπάρχουν ελάχιστα δεδομένα για την φαρμακοθεραπεία<br />

της ακράτειας προσπαθείας σε γηριατρικούς<br />

πληθυσμούς.<br />

Γ. Εναλλακτικές θεραπείες<br />

Υπάρχουν σχεδόν καθόλου μελέτες για τον ρόλο<br />

της βελονοθεραπείας σε ηλικιωμένους ασθενείς. Ωστόσο<br />

το ενδιαφέρον γι’αυτού του τύπου τις θεραπείες<br />

αναμένεται να αυξηθεί στο μέλλον. Σε μία πιλοτική<br />

μελέτη, 12 από 15 γυναίκες μέσης ηλικίας 76,4 ετών,<br />

που υπεβλήθησαν σε βελονισμό για επιτακτικού ή μικτού<br />

τύπου ακράτεια που δεν είχαν ανταποκριθεί σε<br />

προηγούμενη φαρμακοθεραπεία ή θεραπεία συμπεριφοράς,<br />

παρουσίασαν σημαντική βελτίωση μετά από<br />

παρακολούθηση 3 μηνών 41 .<br />

Δ. Χειρουργική θεραπεία<br />

Η χειρουργική θεραπεία θεωρείται θεραπεία εκλογής<br />

για την ακράτεια προσπαθείας σε σχετικά νέες<br />

γυναίκες. Για τις ηλικιωμένες γυναίκες με ακράτεια


144<br />

Γηριατρική Ουρολογία<br />

προσπαθείας, οι συντηρητικές μέθοδοι θεραπείας θεωρούνται<br />

ως πρώτη επιλογή 25 .<br />

Η ποιότητα των συγκριτικών μελετών για τις διάφορες<br />

χειρουργικές μεθόδους αντιμετώπισης της<br />

ακράτειας εκ προσπαθείας είναι σχετικά χαμηλή. Το<br />

γεγονός αυτό έχει επισημανθεί και έχουν γίνει οι αντίστοιχες<br />

συστάσεις από σημαντικούς επιστημονικούς<br />

και επαγγελματικούς οργανισμούς διεθνούς εμβέλειας<br />

25,42,43 .<br />

Ο κίνδυνος νοσηρότητας και θνητότητας σε γηριατρικούς<br />

ασθενείς που υποβάλλονται σε χειρουργική<br />

θεραπεία για ακράτεια είναι όμοιος με άλλες μείζονες<br />

χειρουργικές επεμβάσεις. Σε μία αναδρομική μελέτη<br />

με 66478 ασθενείς οι συγγραφείς κατέληξαν στο<br />

συμπέρασμα ότι χειρουργική για ακράτεια μπορεί να<br />

επιτελεσθεί με ασφάλεια σε όλες τις ηλικιακές ομάδες.<br />

Επίσης συμπέραναν ότι οι συνυπάρχουσες παθολογικές<br />

καταστάσεις στους ηλικιωμένους ασθενείς<br />

συμβάλλουν πολύ περισσότερο στην μετεγχειρητική<br />

νοσηρότητα και θνητότητα και όχι η ηλικία από μόνη<br />

της 44 .<br />

Μία από τις επεμβάσεις ελάσσονος χειρουργικής<br />

βαρύτητας για την αντιμετώπιση της ακράτειας από<br />

προσπάθεια που οφείλεται σε ανεπάρκεια του σφυγκτηριακού<br />

μηχανισμού είναι η ενδοσκοπική υποβλεννογόνια<br />

έγχυση διογκωτικών υλών στον αυχένα της<br />

κύστης. Οι εγχύσεις αυτές είναι αποτελεσματικές στις<br />

ηλικιωμένες γυναίκες σε ποσοστό 77% μετά από διετή<br />

παρακολούθηση 45 . Η επέμβαση αυτή μπορεί να χρειασθεί<br />

και δύναται να επαναληφθεί. Οι περισσότερες<br />

μελέτες συμφωνούν στο ότι η αποτελεσματικότητα<br />

των εγχύσεων είναι ανεξάρτητη από την ηλικία της<br />

ασθενούς 46,47,48 .<br />

Η αποτελεσματικότητα της ανάρτησης του αυχένα<br />

της κύστεως με διακολπική ή οπισθοηβική προσπέλαση<br />

έχει μελετηθεί σε ηλικιωμένους ασθενείς και έχει<br />

διαπιστωθεί ότι η ανάρτηση τύπου Raz (διακολπική)<br />

μπορεί να επιτελεσθεί με ασφάλεια και αποτελεσματικότητα<br />

ανεξάρτητα της ηλικίας της ασθενούς 49 .<br />

Οι διακολπικές ή διακοιλιακές επεμβάσεις τύπου<br />

sling (αιώρας) χρησιμοποιούν ένα μόσχευμα το οποίο<br />

τοποθετείται κάτω από την ουρήθρα παρέχοντας<br />

έτσι στήριξη και ελαττώνοντας την κινητικότητα της<br />

ουρήθρας, σε ασθενείς με ακράτεια προσπαθείας. Η<br />

επέμβαση αυτή έχει διαπιστωθεί ότι είναι ίσης αποτελεσματικότητας<br />

και παρουσιάζει ίδια συχνότητα επιπλοκών<br />

στις γυναίκες ανεξάρτητα ηλικίας 50 .<br />

Η μοντέρνα θεραπεία της ακράτειας προσπαθείας<br />

είναι η χρήση κολπικής ταινίας ελευθέρας τάσης (TVT),<br />

δηλαδή ένα sling (αιώρα) από συνθετικό δίκτυ που τοποθετείται<br />

υπό την ουρήθρα. Τα αποτελέσματα της<br />

εφαρμογής της τεχνικής στους ηλικιωμένους ασθενείς<br />

κρίνονται ικανοποιητικά 51 .<br />

Προτεινόμενα πεδία ερεύνης<br />

Η Αμερικανική Γηριατρική Εταιρία (American<br />

Geriatrics Society) το 2001 πρότεινε στην ιστοσελίδα<br />

της την αναγκαιότητα για περαιτέρω έρευνα όσον<br />

αφορά την ακράτεια σε ηλικιωμένους ασθενείς στα<br />

ακόλουθα θέματα:<br />

1. Παθοφυσιολογία της νυκτουρίας, η οποία επισυμβαίνει<br />

σε μια πληθώρα περιπτώσεων (καρδιακή<br />

ανεπάρκεια, νεφρική ανεπάρκεια, φλεβική ανεπάρκεια,<br />

διαταραχές ύπνου, υπερπλασία προστάτη κλπ).<br />

2. Έλεγχος της αξιοπιστίας των νέων καθώς και<br />

των ήδη υπαρχόντων ερωτηματολογίων που εκτιμούν<br />

τις μορφές και την βαρύτητα της ακράτειας σε ηλικιωμένους<br />

ασθενείς.<br />

3. Αναδρομικές μελέτες για το εάν η χρήση των ουροδυναμικών<br />

και απεικονιστικών εξετάσεων βοηθάει<br />

σημαντικά στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση<br />

της ακράτειας των ηλικιωμένων.<br />

4. Σε περίπτωση που οι αναδρομικές μελέτες δείξουν<br />

αποτελεσματικότητα, το ίδιο θέμα θα πρέπει να<br />

ελεγχθεί με τυχαιοποιημένες προοπτικές μελέτες.<br />

5. Έλεγχος της αποτελεσματικότητας και της<br />

ασφάλειας των αντιχολινεργικών/ αντιμουσκαρινικών<br />

φαρμάκων στην ακράτεια των ηλικιωμένων.<br />

6. Μελέτες για την αποτελεσματικότητα της βελονοθεραπείας<br />

στην αντιμετώπιση της επιτακτικού ή μικτού<br />

τύπου ακράτειας των ηλικιωμένων.<br />

7. Έλεγχος της αποτελεσματικότητας των επεμβάσεων<br />

ουρηθροανάρτησης και τύπου sling (αιώρας) σε<br />

μεγάλο βάθος χρόνου.<br />

8. Έρευνα για την αποσαφήνιση των παραγόντων<br />

που θα ξεχωρίσουν το ποιοί ηλικιωμένοι ασθενείς<br />

θα ωφεληθούν περισσότερο από την πρώιμη απόφαση<br />

για χειρουργική αντιμετώπιση της ακράτειάς τους,<br />

αντί της συντηρητικής θεραπείας.<br />

9. Η μελέτη του ανωτέρω (8) θα μπορούσε να<br />

οδηγήσει περαιτέρω στην ανάπτυξη και αξιολόγηση<br />

προγνωστικών μοντέλων, για την καθοδήγηση των θεραπευτικών<br />

αποφάσεων στις διάφορες μορφές της<br />

ακράτειας των ηλικιωμένων.<br />

Την τελευταία δεκαετία υπήρξε έρευνα επικεντρωμένη<br />

στους ανωτέρους τομείς, ως ακολούθως:<br />

Σε άρρενες πληθυσμούς με προστάτη φυσιολογικού<br />

μεγέθους και χωρίς συμπτώματα απόφραξης


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 145<br />

από Καλοήθη Υπερτροφία Προστάτη η νυκτουρία είναι<br />

πολύ συχνή και επιδεινώνεται με την αύξηση της ηλικίας<br />

του ασθενούς 151 .<br />

Φαίνεται ότι η χωρητικότητα της ουροδόχου κύστης<br />

μειώνεται κατά την διάρκεια της νύκτας 152 .<br />

Η νυκτουρία είναι σημαντικός παράγοντας κινδύνου<br />

για πτώση στους ηλικιωμένους.<br />

Η αντιμετώπισή της συνίσταται στην ελάττωση<br />

της πρόσληψης υγρών πριν την κατάκλιση καθώς και<br />

στην χρήση αντιχολινεργικών τελευταίας γενιάς που<br />

έχουν λιγότερες παρενέργειες.<br />

Τόσο η ακράτεια προσπαθείας όσο και η επιτακτικού<br />

τύπου ακράτεια απαντώνται στο 50% μιας μεγάλης<br />

ομάδας γυναικών που μελετήθηκε, με μέση ηλικία<br />

68 ετών. Η καθημερινή κατανάλωση καφέ συνδέθηκε<br />

με μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης ακράτειας 153 .<br />

Χρησιμοποιώντας το ερωτηματολόγιο SF-36, το<br />

οποίο αναφέρεται στην συνολική ποιότητα ζωής με<br />

βάση την υγεία του ερωτούμενου, ερευνητές έδειξαν<br />

ότι η ακράτεια σε ασθενείς μεγαλυτέρους των 65 ετών<br />

επηρεάζει σημαντικά αρνητικά την ποιότητα ζωής<br />

τους 154 .<br />

Το ειδικό ερωτηματολόγιο για την ποιότητα ζωής<br />

σχετιζόμενη με την ακράτεια (I-QoL) εμφανίζεται να<br />

αξιολογεί επαρκώς το βαθμό δυσφορίας που προκαλεί<br />

η ακράτεια σε ηλικιωμένους ασθενείς 155 . Το I-QoL<br />

δείχνει παραδόξως ‘’καλύτερες’’ μετρήσεις σε ασθενείς<br />

άνω των 60 ετών, σε σχέση με νεότερους ασθενείς με<br />

ακράτεια, διότι οι πλέον ηλικιωμένοι αντιμετωπίζουν<br />

με μεγαλύτερη στωικότητα το πρόβλημα 156 .<br />

Η μετρημένη χωρητικότητα της κύστης καθώς και<br />

η ικανότητα του ατόμου να καταστείλει την επιθυμία<br />

για ούρηση, είναι σημαντικοί προγνωστικοί παράγοντες<br />

ανάπτυξης επιτακτικού τύπου ακράτειας 157 . Επειδή<br />

υπάρχει συχνά ασυμφωνία μεταξύ ουροδυναμικών<br />

ευρημάτων και κλινικής απάντησης σε θεραπεία 158 ,<br />

έχουν προταθεί νέες τεχνικές αξιολόγησης της ακράτειας,<br />

όπως η φορητή συσκευή ουροδυναμικού ελέγχου<br />

159 . Οι υπερασπιστές της χρήσης του ουροδυναμικού<br />

ελέγχου σαν ρουτίνα στις γυναίκες με ακράτεια<br />

στηρίζονται στο γεγονός, ότι από αυτές που έχουν<br />

ουροδυναμικά ευρήματα υπερδραστήριας κύστης,<br />

μόνο το 27,5% έχουν συμπτώματα διαγνωστικά της<br />

υπερδραστήριας κύστης 160 .<br />

Σε γυναίκες ασθενείς 50 -74 ετών, ο προθεραπευτικός<br />

ουροδυναμικός έλεγχος δεν επηρέασε το τελικό<br />

αποτέλεσμα αν και οδήγησε σε αλλαγή διάγνωσης και<br />

θεραπείας στο 26% των ασθενών. Κατά συνέπεια ο<br />

ουροδυναμικός έλεγχος πιθανόν δεν συστήνεται σαν<br />

έλεγχος ρουτίνας πριν την χορήγηση της πρώτης<br />

γραμμής θεραπείας της ακράτειας 161 .<br />

Τα νεότερα αντιμουσκαρινικά αντιχολινεργικά<br />

φάρμακα (τολτεροδίνη, νταριφαινακίνη και σολιφαινακίνη)<br />

έχουν μελετηθεί και θεωρούνται αποτελεσματικά<br />

και ασφαλή για τους ηλικιωμένους ασθενείς, ωστόσο<br />

χρήζουν περαιτέρω μελέτης σε βάθος χρόνου στους<br />

γηριατρικούς ασθενείς 162,163,164 .<br />

Οι θεραπείες τροποποίησης συμπεριφοράς<br />

(behavioral therapy) της κύστης σε γυναίκες με ερεθιστικά<br />

συμπτώματα, μόνες τους ή σε συνδυασμό με<br />

αντιχολινεργικά δείχνουν να είναι τουλάχιστον τόσο<br />

αποτελεσματικές όσο και η μονοθεραπεία με αντιχολινεργικά<br />

στον έλεγχο της ακράτειας 165 .<br />

Η βελονοθεραπεία συνεχίζει να υπόσχεται σημαντική<br />

βελτίωση της ακράτειας γυναικών 66-82 ετών 166<br />

ή και νεοτέρων 167 .<br />

Η ενδοκυστική έγχυση botulinum toxin για έλεγχο<br />

της επιτακτικού τύπου ακράτειας είναι αποτελεσματική,<br />

αλλά επιφέρει σημαντικές επιπλοκές σε ηλικιωμένους<br />

ασθενείς 168 .<br />

Οι διακολπικές ουρηθροαναρτήσεις έχουν την ίδια<br />

αποτελεσματικότητα ανεξάρτητα ηλικίας, ακόμα και<br />

στην όγδοη δεκαετία της ζωής 169 . Ωστόσο οι επεμβάσεις<br />

τύπου Raz και Stamey δεν είναι αποτελεσματικές<br />

στις ηλικιωμένες γυναίκες 170 , 171 .Η χρήση κολπικής ταινίας<br />

ελευθέρας τάσης είναι αποτελεσματική σε βάθος<br />

χρόνου σε γυναίκες με αμιγή ακράτεια προσπαθείας,<br />

αλλά σε ασθενείς με μικτού τύπου ακράτεια η αποτελεσματικότητα<br />

μειώνεται από 60% στην τετραετία<br />

στο 30% στην οκταετία 172 . Ο συνδυασμός προσθίας<br />

κολπορραφής για κυστεοκήλη με ουρηθροανάρτηση<br />

τύπου sling, είναι ασφαλής και αποτελεσματικός σε<br />

ηλικιωμένες γυναίκες 173 . Η χειρουργική διόρθωση της<br />

πρόπτωσης των πυελικών οργάνων είναι εφικτή με<br />

ασφάλεια στην όγδοη δεκαετία της ζωής, προσφέροντας<br />

υψηλά ποσοστά επιτυχίας και ικανοποιήσης της<br />

ασθενούς 174 . Η ενδοσκοπική υποβλεννογόνια έγχυση<br />

διογκωτικών υλικών στο ύψος του αυχένα της κύστης<br />

σε ηλικιωμένες γυναίκες είναι μικρότερης βαρύτητας<br />

επέμβαση σε σχέση με την τοποθέτηση ηβοκολπικού<br />

sling (αιώρας), ωστόσο η αποτελεσματικότητά της σε<br />

βάθος χρόνου είναι σαφώς υποδεέστερη του sling 175 .<br />

Ο Δείκτης Μάζας Σώματος (BMI) καθώς και το<br />

ιστορικό προηγηθείσας χειρουργικής πυέλου είναι αρνητικοί<br />

προγνωστικοί παράγοντες για την αποτελεσματικότητα<br />

της συντηρητικής θεραπείας της ακράτειας,<br />

όχι όμως η ηλικία της ασθενούς 176 .<br />

Η βαρύτητα των συμπτωμάτων, ουροδυναμικά


146<br />

Γηριατρική Ουρολογία<br />

κριτήρια καθώς και η χρήση φαρμακευτικών ουσιών<br />

είναι προγνωστικοί παράγοντες για την ανταπόκριση<br />

της ακράτειας στην θεραπεία με ασκήσεις πυελικού<br />

εδάφους 177 .<br />

Το μορφωτικό επίπεδο και το ιστορικό προηγηθεισών<br />

χειρουργικών επεμβάσεων αποτελούν επίσης<br />

προγνωστικούς παράγοντες για την επιτυχία της θεραπείας<br />

συμπεριφοράς στην αντιμετώπιση της ακράτειας<br />

προσπαθείας 178 .<br />

Η παρουσία επιτακτικότητας και επιτακτικού τύπου<br />

ακράτειας στους ηλικιωμένους άνδρες είναι παράγοντας<br />

μεγαλύτερης θνητότητας στην δεκαετία, πιθανώς<br />

λόγω πτώσεων και ατυχημάτων 179 .<br />

ΙΙ. ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ<br />

Οι ουρολοιμώξεις και η ασυμπτωματική βακτηριουρία<br />

εντοπίζονται συχνά στους ηλικιωμένους. Υπάρχει<br />

απόλυτη συμφωνία στο ότι οι συμπτωματικές λοιμώξεις<br />

πρέπει να θεραπεύονται. Ωστόσο υπάρχει ασυμφωνία<br />

για το εάν η ασυμτωματική βακτηριουρία είναι<br />

παράγοντας κινδύνου αυξημένης θνητότητας 52,53,54 . Η<br />

ασυμτωματική βακτηριουρία είναι πολλές φορές παροδικό<br />

φαινόμενο σε ηλικιωμένες ασθενείς 55 . Η φαρμακευτική<br />

αντιμετώπιση της ασυμτωματικής βακτηριουρίας<br />

των ηλικιωμένων γυναικών δεν ωφελεί 56,57 .<br />

Η βακτηριουρία ασθενών με χρόνιο καθετήρα κύστεως<br />

δεν χρήζει θεραπείας. Οι ουρολοιμώξεις ασθενών<br />

με πρόσφατο μικράς διαρκείας καθετηριασμό<br />

κύστεως πρέπει να αντιμετωπίζονται, ιδιαίτερα σε<br />

γυναίκες μεγάλης ηλικίας 58 .<br />

Οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις σε μετεμμηνοπαυσιακές<br />

γυναίκες σχετίζονται με την ύπαρξη ακράτειας<br />

ούρων ή κυστεοκήλης ή σημαντικού υπολείμματος<br />

ούρων μετά ούρηση. Δεν σχετίζονται με την ηλικία<br />

της ασθενούς 59 .<br />

Οι ασθενείς με κατάγματα κεφαλής μηριαίου είναι<br />

ιδιαίτερα επιρρεπείς στο να αναπτύξουν ουρολοίμωξη<br />

ανεξάρτητα από την ύπαρξη καθετήρα κύστεως 60,61 .<br />

Η χρήση κολπικών οιστρογόνων αποτελεί τον κορμό<br />

της αντιμετώπισης των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων<br />

σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες 62,63 .<br />

Ο χυμός βατόμουρου έχει επιβεβαιωθεί ότι προφυλάσσει<br />

ηλικιωμένους καθώς και ιδρυματισμένους<br />

ασθενείς από υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις 64,65,66 .<br />

Προτεινόμενα πεδία ερεύνης<br />

Η Αμερικανική Γηριατρική Εταιρία (American<br />

Geriatrics Society) το 2001, πρότεινε στην ιστοσελίδα<br />

της την αναγκαιότητα για περαιτέρω έρευνα όσον<br />

αφορά τις ουρολοιμώξεις σε ηλικιωμένους ασθενείς<br />

στα ακόλουθα θέματα:<br />

1. Μελέτες για αποσαφήνιση του ορισμού της ουρολοίμωξης<br />

και της ασυμπτωματικής βακτηριουρίας.<br />

2. Περαιτέρω έρευνα για την φυσική εξέλιξη και<br />

τους δυνητικούς κινδύνους της ασυμπτωματικής βακτηριουρίας<br />

και των ουρολοιμώξεων, καθώς και για<br />

την προληπτική θεραπεία τους.<br />

3. Η έρευνα για νέα αντιβιοτικά κατά των ουρολοιμώξεων<br />

θα πρέπει νε περιλαμβάνει τον έλεγχο της<br />

ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας αυτών των<br />

φαρμάκων στους γηριατρικούς πληθυσμούς.<br />

Την τελευταία δεκαετία υπήρξε έρευνα επικεντρωμένη<br />

στους ανωτέρους τομείς, ως ακολούθως:<br />

Οι ηλικωμένοι που διαβιούν στην κοινότητα, εντός<br />

διετίας, έχουν 24% πιθανότητα εμφάνισης κλινικής ουρολοίμωξης<br />

180 .<br />

Στους οίκους ευγηρίας το 50% των γυναικών και το<br />

30% των ανδρών έχουν ασυμπτωματική μικροβιουρία.<br />

Η διάγνωση ουρολοίμωξης στους ασθενείς αυτούς θα<br />

πρέπει να τεθεί με κλινικά κριτήρια 181,182 .<br />

Η ενδοκολπική χρήση οιστρογόνων ελαττώνει σημαντικά<br />

την βακτηριουρία σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες<br />

183 .<br />

Η χημειοπροφύλαξη με από του στόματος νιτροφουραντοϊνη<br />

είναι αποτελεσματικότερη στην αντιμετώπιση<br />

των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων από<br />

την ενδοκολπική χρήση οιστρογόνων 184.<br />

Η από του στόματος υποκατάσταση οιστρογόνων<br />

στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες δεν τις προφυλάσσει<br />

από ουρολοιμώξεις 185 .<br />

Χρειάζεται περαιτέρω έρευνα στον προφυλακτικό<br />

ρόλο των εκχυλισμάτων βατόμουρου (cranberry juice)<br />

για την αντιμετώπιση των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων.<br />

Οι μη επιπλεγμένες ουρολοιμώξεις σε ηλικιωμένες<br />

γυναίκες που διαβιούν σε οίκους ευγηρίας αντιμετωπίζονται<br />

καλύτερα με τριήμερη χορήγηση σιπροφλοξασίνης<br />

σε σύγκριση με επταήμερη χορήγηση 186 .<br />

Η μακρά θεραπεία (7ημερη - 14ημερη) μιας μη επιπλεγμένης<br />

ουρολοίμωξης σε ηλικιωμένη γυναίκα δεν<br />

υπερτερεί της βραχείας θεραπείας (3ημερη – 7ημερη)<br />

187 .<br />

Η μυκητουρία σε ηλικιωμένους ασθενείς με καθετήρα<br />

που διαβιούν σε ιδρύματα, αντιμετωπίζεται κατ’<br />

αρχάς με αλλαγή καθετήρα. Η αλλαγή καθετήρα από<br />

μόνη της ‘’θεραπεύει’’ την μυκητουρία σε 75% των περιπτώσεων.<br />

Η από του στόματος χορήγηση φλουκο-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 147<br />

ναζόλης και οι πλύσεις της κύστης με αμφοτερικίνη<br />

είναι τα δύο επόμενα θεραπευτικά βήματα 188 .<br />

ΙΙΙ. ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗ<br />

1. Καλοήθης Υπερτροφία Προστάτη (Κ.Υ.Π.)<br />

Η ηλικία είναι ένας ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου<br />

για την έναρξη των αποφρακτικών συμπτωμάτων<br />

του κατωτέρου ουροποιητικού που σχετίζονται<br />

με την καλοήθη υπερτροφία του προστάτη 68 .<br />

Ο κίνδυνος ανάπτυξης εντόνων συμπτωμάτων<br />

που θα οδηγήσουν στην ανάγκη για χειρουργική προστάτου<br />

αυξάνεται σημαντικά με την ηλικία 69 .<br />

Η φαρμακοθεραπεία για την ΚΥΠ με τους α-1 ανταγωνιστές<br />

και τους αναστολείς της 5α αναγωγάσης<br />

έχει οδηγήσει σε περίπου 30% μείωση των χειρουργείων<br />

για ΚΥΠ 70,71,72,73,74 .<br />

Η φυτοθεραπεία (Pygeum africanum, Hypoxis rooperi,<br />

Serenoa repens) για την ΚΥΠ βελτιώνει τα αποφρακτικά<br />

συμπτώματα 75 , όμως οι περισσότερες σχετικές<br />

μελέτες έχουν πολύ μικρή περίοδο παρακολούθησης<br />

και δεν εστιάζουν σε γηριατρικούς ασθενείς 76 .<br />

Παρά την χρήση της φαρμακοθεραπείας για την<br />

ΚΥΠ, κάποιοι ασθενείς τελικά θα χρειαστούν χειρουργική<br />

επέμβαση. Η αδενωματεκτομή προστάτου<br />

(διουρηθρική ή ανοικτή) είναι ασφαλής και αποτελεσματική<br />

επέμβαση ανεξάρτητα από την ηλικία του<br />

ασθενούς 77,78,79,80,81 . Ωστόσο η ηλικία είναι σημαντικός<br />

παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση μετεγχειρητικής<br />

στυτικής δυσλειτουργίας 82 .<br />

Την τελευταία 20ετία έχουν αναπτυχθεί διάφορες<br />

μέθοδοι ελλάσσονος χειρουργικής βαρύτητος για την<br />

αντιπετώπιση της ΚΥΠ (θερμοθεραπεία με μικροκύματα,<br />

laser, υπέρηχοι υψηλής εντάσεως,ηλεκτροεξάχνω<br />

ση, ενδοπροστατικά stents, TUNA, κ.λ.π.). Οι περισσότερες<br />

μελέτες δεν αναφέρουν αποτελέσματα μακροχρόνιας<br />

παρακολούθησης ασθενών και δεν εστιάζουν<br />

σε γηριατρικούς ασθενείς. Τα αποτελέσματα τους είναι<br />

κατώτερα των αποτελεσμάτων της διουρηθρικής<br />

προστατεκτομής, η οποία παραμένει θεραπεία εκλογής<br />

83,84,85 .<br />

IV. ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΟΥ<br />

Η ηλικία θεωρείται σημαντικός παράγοντας κινδύνου<br />

για την ανάπτυξη καρκίνου προστάτου. Υπάρχει<br />

δυνατότητα για πρώιμη διάγνωση στις περισσότερες<br />

περιπτώσεις, συνδυάζοντας το ειδικό προστατικό<br />

αντιγόνο (PSA) και την δακτυλική εξέταση του προστάτη.<br />

Η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρία συνιστά<br />

την ετήσια προληπτική εξέταση με PSA και δακτυλική<br />

εξέταση σε όλους τους άνδρες άνω των 50 ετών, που<br />

έχουν προσδόκιμο επιβίωσης τουλάχιστον 10ετίας 86 .<br />

Οι Αφροαμερικανοί καθώς και οι συγγενείς 1ου<br />

βαθμού ασθενών με καρκίνο προστάτου πρέπει να ξεκινούν<br />

τον προληπτικό έλεγχο σε ηλικία 40-45 ετών.<br />

Ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας που παρακολουθούνται<br />

ήδη χωρίς ύποπτα ευρήματα είναι πιθανόν<br />

ασφαλές να συνεχίσουν να παρακολουθούνται με<br />

έλεγχο ανά 2ετία 87 .<br />

Η ηλικία στην οποία ο προληπτικός έλεγχος θα<br />

μπορούσε να σταματήσει με ασφάλεια είναι αντικείμενο<br />

αντιγνωμίας και δεν έχει επαρκώς μελετηθεί. Οι<br />

περισσότεροι ουρολόγοι συμφωνούν, ότι εάν υπάρχει<br />

10ετές προσδόκιμο επιβίωσης και κατά συνέπεια<br />

ανάγκη για ριζική θεραπεία (ακτινοθεραπεία ή ριζική<br />

προστατεκτομή) σε περίπτωση πρώιμης διάγνωσης,<br />

η παρακολούθηση μπορεί να συνεχίζεται. Συνιστάται<br />

λεπτομερής συζήτηση με τον ηλικιωμένο άνδρα για τα<br />

ωφέλη και τους κινδύνους που προκύπτουν από τον<br />

προληπτικό έλεγχο, καθώς και λεπτομερής ενημέρωση<br />

για τις πιθανές μορφές θεραπείας επί ανευρέσεως<br />

καρκίνου προστάτου, προτού ο ηλικιωμένος άνδρας<br />

αποφασίσει/συγκατατεθεί στον προληπτικό έλεγχο<br />

88,89 .<br />

Τα επίπεδα του PSA σχετίζονται με την ηλικία και<br />

έχει προταθεί η χρήση του PSA ειδικού για την ηλικία<br />

(age-specific PSA) στον καθορισμό των ανά ηλικία φυσιολογικών<br />

τιμών PSA 90 .<br />

Ωστόσο σημαντικοί μελετητές διαφωνούν και επισημαίνουν<br />

ότι η εφαρμογή του age-specific PSA οδηγεί<br />

σε μη εντοπισμό τουλάχιστον 20% των ανδρών άνω<br />

των 60 ετών που έχουν καρκίνο προστάτη 91 .<br />

Πολλοί χειρουργοί ουρολόγοι είναι απρόθυμοι να<br />

υποβάλλουν ασθενείς μεγαλύτερους των 70 ετών σε<br />

ριζική προστατεκτομή. Ωστόσο η σύγχρονη βιβλιογραφία<br />

υποστηρίζει ότι το προσδόκιμο επιβίωσης (δηλαδή<br />

η γενική κατάσταση και η ύπαρξη ή απουσία συνοδών<br />

παθήσεων) ενός ασθενούς πρέπει να είναι το κριτήριο<br />

επιλογής για χειρουργείο και όχι η ηλικία από μόνη<br />

της 92 . Θα πρέπει κανείς να συνυπολογίσει ότι δεν<br />

εδραιωθεί ακόμα με αξιοπιστία μια μέθοδος καθορισμού<br />

του προσδοκίμου επιβίωσης σε ατομικό επίπεδο.<br />

Επισημαίνεται επίσης ότι ηλικιωμένοι ασθενείς ανέχονται<br />

καλά την ριζική προστατεκτομή, εφ’ όσον έχουν<br />

προσεκτικά ελεγχθεί προεγχειρητικά για αποκλεισμό<br />

σοβαρών προϋπαρχουσών παθήσεων 93,94,95 .<br />

Η ηλικία επηράζει την απόφαση του ασθενούς<br />

για την επιλογή θεραπείας. Νέοι ασθενείς θα προτι-


148<br />

Γηριατρική Ουρολογία<br />

μήσουν την ριζική προστατεκτομή και το ενδεχόμενο<br />

των επιπλοκών της, ώστε να εξασφαλίσουν καλύτερη<br />

πιθανότητα επιβίωσης 96 . Ηλικιωμένοι ασθενείς καθώς<br />

και ασθενείς με ήδη υπάρχουσα ακράτεια ούρων ή<br />

σεξουαλική δυσλειτουργία είναι πιθανότερο να προτιμήσουν<br />

συντηριτική αντιμετώπιση αντί για ριζική<br />

χειρουργική 97 .<br />

Ο κίνδυνος εμφάνισης ακράτειας ούρων μετά από<br />

ριζική προστατεκτομή σχετίζεται σημαντικά με την<br />

ηλικία 98 .<br />

Ο κίνδυνος θανάτου εντός 30 ημερών (30 day<br />

mortality) μετά από ριζική προστατεκτομή σχετίζεται<br />

επίσης με την ηλικία 99 .<br />

Η ηλικία (70 έτη) είναι δυσμενής προγνωστικός παράγοντας<br />

για βιοχημική υποτροπή της νόσου μετά<br />

από ριζική προστατεκτομή 100 .<br />

Οι χρόνιες επιπλοκές της ριζικής προστατεκτομής<br />

(ακράτεια, στυτική δυσλειτουργία) επηρεάζουν σημαντικά<br />

την ποιότητα ζωής και την αίσθηση υγείας των<br />

ασθενών, ανεξάρτητα από ηλικία 101,102 . Ωστόσο ο κίνδυνος<br />

εμφάνισής αυτών των επιπλοκών αυξάνεται με<br />

την ηλικία.<br />

Οι ασθενείς που βιώνουν τον μετασταικό καρκίνο<br />

προστάτη και την θεραπεία του, βιώνουν και επιπτώσεις<br />

στην ποιότητα ζωής τους. Δεν υπάρχει διαφορά<br />

μεταξύ χειρουργικής και φαρμακευτικής ορχεκτομής,<br />

όσον αφορά την επιβάρυνση της ποιότητας ζωής 103 .<br />

Προτεινόμενα πεδία ερεύνης<br />

Η Αμερικανική Γηριατρική Εταιρία (American Geriatrics<br />

Society) το 2001, πρότεινε στην ιστοσελίδα της την<br />

αναγκαιότητα για περαιτέρω έρευνα όσον αφορά τις<br />

προστατικές παθήσεις σε ηλικιωμένους ασθενείς στα<br />

ακόλουθα θέματα:<br />

1. Σύγκριση της αποτελεσματικότητας της φυτοθεραπείας<br />

με placebo ή με καθιερωμένες φαρμακοθεραπείες<br />

για ΚΥΠ, σε ηλικιωμένους ασθενείς.<br />

2. Σύγκριση των επεμβάσεων ελλάσσονος χειρουργικής<br />

βαρύτητας για ΚΥΠ με την διουρηθρική προστατεκτομή<br />

σε ηλικιωμένες ασθενείς.<br />

3. Σύγκριση των αποτελεσμάτων της διουρηθρικής<br />

προστατεκτομής σαν 1η επιλογή θεραπείας με την<br />

φαρμακοθεραπεία σαν 1η επιλογή και επακόλουθη διουρηθρική<br />

προστατεκτομή, όταν κριθεί κλινικά απαραίτητο.<br />

4. Μελέτες που θα οδηγήσουν στην αναγνώριση<br />

των χαρακτηριστικών των ηλικιωμένων ασθενων με<br />

ΚΥΠ, που θα ωφεληθούν από την διουρηθρική προστατεκτομή<br />

σαν 1η επιλογή θεραπείας.<br />

5. Μελέτες που θα βοηθήσουν στην απόφαση για<br />

το πότε μπορεί να διακοπεί ο προληπτικός έλεγχος<br />

για πρώιμη διάγνωση καρκίνου προστάτη στους ηλικιωμένους<br />

ασθενείς.<br />

6. Έρευνες σε μεγάλους πληθυσμούς ηλικιωμένων<br />

ανθρώπων με εντοπισμένο καρκίνο προστάτη καθώς<br />

και με μικρού φορτίου εντοπισμένο μεταστατικό καρκίνο<br />

προστάτη, με στόχο την αναγνώριση των κλινικών<br />

χαρακτηριστικών της νόσου, που θα επηρεάσουν<br />

την αποτελεσματικότητα της θεραπείας.<br />

Την τελευταία δεκαετία υπήρξε έρευνα επικεντρωμένη<br />

στους ανωτέρους τομείς, ως ακολούθως:<br />

Η σύγκριση της φυτοθεραπείας (Saw palmetto) με<br />

placebo για Κ.Υ.Π. σε μία προοπτική τυχαιοποιημένη<br />

μελέτη δεν έδειξε κάποια σημαντική διαφορά υπέρ της<br />

φυτοθεραπείας 189 . Ωστόσο αξιόπιστες έρευνες που<br />

συγκρίνουν την φυτοθεραπεία με την φαρμακευτική<br />

αντιμετώπιση της Κ.Υ.Π., συνεχίζουν να ελλείπουν.<br />

Η σύγκριση της διουρηθρικής προστατεκτομής με<br />

το TUNA, έδειξε ότι το TUNA είναι αποτελεσματική<br />

εναλλακτική λύση της διουρηθρικής προστατεκτομής,<br />

σε βάθος πενταετίας, ιδιαίτερα σε ασθενείς που δεν<br />

επιθυμούν φαρμακευτική θεραπεία ή έχουν υψηλό περιεγχειρητικό<br />

κίνδυνο λόγω συνοδών παθήσεων 190,191,192 .<br />

Η θερμοθεραπεία του προστάτη με μικροκύματα<br />

(TUMT) συγκρινόμενη με την διουρηθρική προστατεκτομή,<br />

έχει σαφώς υποδεέστερη αποτελεσματικότητα, ωστόσο<br />

προσφέρει κάποια βραχυπρόσθεσμη ανακούφιση 193 .<br />

Η σύγκριση της κλασικής διουρηθρικής προστατεκτομής<br />

με τις δύο μορφές χρήσης του laser (εξάχνωση<br />

και εκπυρήνιση) δίνει ισάξια αντικειμενικά και υποκειμενικά<br />

αποτελέσματα 194 .<br />

Η laser προστατεκτομή προκαλεί μικρότερη απώλεια<br />

αίματος και μικρότερη περιεγχειρητική νοσηρότητα<br />

από την διουρηθρική προστατεκτομή. Η εκπυρήνιση<br />

με laser απαιτεί συντομότερη ενδονοσοκομειακή νοσηλεία<br />

και βραχύτερη παραμονή καθετήρα, όμως είναι<br />

πλέον χρονοβόρα σε σχέση με την διουρηθρική προστατεκτομή<br />

195 .<br />

Οι ασθενείς που αντιμετωπίζονται με α-αναστολείς<br />

για την Κ.Υ.Π. τους είναι πιθανότερο να χρειαστούν<br />

διουρηθρική προστατεκτομή σε σχέση με εκείνους<br />

που αντιμετωπίζονται με αναστολείς της 5ααναγωγάσης<br />

196 . Ο μέσος όρος ηλικίας των ασθενών<br />

που υποβάλονται σε προστατεκτομή είναι 5 έτη μεγαλύτερος<br />

από ότι στο παρελθόν. Η χρήση της φαρμακοθεραπείας<br />

έχει μειώσει τον αριθμό των προστατεκτομών<br />

κατά 17% 197 .<br />

Το κόστος θεραπείας με TUNA ισοδυναμεί με 2,5


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 149<br />

έτη φαρμακοθεραπείας συνδυασμού α-αναστολέων<br />

με αναστολείς της 5α-αναγωγάσης 198 .<br />

Το screening για τον καρκίνο του προστάτη δεν<br />

έχει τεκμηριωθεί εάν συμβάλλει στην παράταση του<br />

προσδοκίμου επιβίωσης. Το PSA αυξάνεται με το μέγεθος<br />

του προστάτη. Καθώς το μέγεθος του προστάτη<br />

αυξάνει με την ηλικία, αυξάνει εμμέσως και το PSA με<br />

την ηλικία. Το γεγονός αυτό δυσχεραίνει την επιλογή<br />

ηλικιωμένων ασθενών για βιοψία προστάτη και πρώιμη<br />

διάγνωση καρκίνου προστάτη 199 .<br />

Η ριζική προστατεκτομή συγκρινόμενη με την απλή<br />

παρακολούθηση σε βάθος δεκαετίας είναι σαφώς πιο<br />

ωφέλιμη, όσον αφορά την επιβίωση και την πρόοδο<br />

της νόσου, σε ασθενείς μέχρι 75 ετών με μέση ηλικία<br />

64 ετών 200,201 .<br />

V. ΑΛΛΕΣ ΚΑΚΟΗΘΕΙΕΣ ΤΟΥ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥ-<br />

ΣΤΗΜΑΤΟΣ<br />

Το επιφανειακό μεταβατικό καρκίνωμα του ουροθηλίου<br />

της κύστεως αντιμετωπίζεται με ενδοσκοπική<br />

διουρηθρική εκτομή. Η συχνότητα υποτροπών ανέρχεται<br />

στο 70% και χρειάζεται μακρόχρονη παρακολούθηση<br />

για έγκαιρη διάγνωση της υποτροπής. Συχνά<br />

είναι αναγκαία η χρήση ενδοκυστικών εγχύσεων χημειοθεραπευτικών<br />

φαρμάκων ή ενδοκυστικής ανοσοθεραπείας<br />

με BCG.<br />

Στον μυοδιηθητικό καρκίνο ουροδόχου κύστεως η<br />

θεραπεία εκλογής είναι η ριζική κυστεκτομή συνοδευόμενη<br />

από εκτροπή των ούρων. Πρόκειται για χειρουργική<br />

επέμβαση μείζονος βαρύτητας που συνοδεύεται από σημαντικό<br />

κίνδυνο περιεγχειρητικών επιπλοκών και θνητότητας.<br />

Μελέτες έχουν δείξει ότι η ανωτέρω επέμβαση<br />

μπορεί να εκτελεσθεί με ασφάλεια σε σωστά επιλεγμένους<br />

ηλικιωμένους ασθενείς. Ωστόσο στους ηλικιωμένους<br />

ασθενείς δεν έχει μελετηθεί επαρκώς η επίδραση<br />

της επέμβασης στην καθημερινή ζωή τους, κατά πόσο<br />

μπορούν να συνεχίζουν να εκτελούν τις απαραίτητες<br />

ημερήσιες δραστηριότητες, καθώς και βαθμός ανάρρωσης<br />

τον οποίο τελικά επιτυγχάνουν 104-107 .<br />

Η αποτελεσματικότητα άλλων λιγότερο επεμβατικών<br />

μορφών χειρουργικής θεραπείας, όπως η μερική<br />

κυστεκτομή ή βαθιά διουρηθρική εκτομή σε συνδυασμό<br />

με ακτινοθεραπεία ή/και χημειοθεραπεία δεν έχει μελετηθεί<br />

σε ηλικιωμένους ασθενείς.<br />

Οι κακοήθεις όγκοι του νεφρού και των επινεφριδίων<br />

είναι επίσης συχνότεροι στους ηλικιωμένους. Ιδιαίτερα<br />

συχνοί είναι μικροί όγκοι νεφρού που ανευρίσκονται<br />

τυχαία σε απεικονιστικές εξετάσεις. Η φυσική εξέλιξη<br />

αυτών των όγκων, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους<br />

ασθενείς χρεάζεται περαιτέρω μελέτη 108 . Οι παραδοσιακές<br />

χειρουργικές θεραπείες είναι η ριζική νεφρεκτομή<br />

ή η επινεφριδεκτομή. Ωστόσο νεότερες τεχνικές<br />

όπως η λαπαροσκοπική χειρουργική, η κρυοθεραπεία<br />

και η μερική νεφρεκτομή (nephron-sparing surgery) έχουν<br />

εφαρμοσθεί σε ηλικιωμένους ασθενείς και υπόσχονται<br />

ελαττωμένη περιεγχειρητική νοσηρότητα 109 .<br />

Προτεινόμενα πεδία ερεύνης<br />

Η Αμερικανική Γηριατρική Εταιρία (American Geriatrics<br />

Society) το 2001, πρότεινε στην ιστοσελίδα της την αναγκαιότητα<br />

για περαιτέρω έρευνα όσον αφορά τις κακοήθεις<br />

παθήσεις του νεφρού και της ουροδόχου κύστης<br />

σε ηλικιωμένους ασθενείς στα ακόλουθα θέματα:<br />

1. Μελέτες που αποσαφηνίζουν την ασφάλεια και<br />

την αποτελεσματικότητα σε βάθος χρόνου των χειρουργικών<br />

θεραπειών ελλάσσονος βαρύτητας για<br />

τους όγκους της κύστης και του νεφρού σε ηλικιωμένους<br />

ασθενείς, σε σύγκριση με τις παραδοσιακές<br />

επεμβάσεις (ριζική κυστεκτομή, ριζική νεφρεκτομή).<br />

2. Ανάπτυξη προγνωστικών μοντέλων που θα<br />

μπορούν να διακρίνουν ποιός ασθενής έχει καλύτερη<br />

πιθανότητα να ωφεληθεί από μία εκ των διαφόρων<br />

μορφών θεραπείας για καοήθειες κύστης και νεφρού.<br />

Την τελευταία δεκαετία υπήρξε έρευνα επικεντρωμένη<br />

στους ανωτέρους τομείς, ως ακολούθως:<br />

Η ριζική κυστεκτομή σε επιλεγμένους ηλικιωμένους<br />

ασθενείς με καρκίνο κύστεως, μπορεί να εκτελεσθεί<br />

χωρίς σημαντικές διαφορές, όσον αφορά την ασφάλεια<br />

και τους κινδύνους, σε σχέση με νεότερους ασθενείς<br />

202,203 . Το ίδιο ισχύει για την ριζική νεφρεκτομή σε<br />

ηλικιωμένους ασθενείς.<br />

Παρ’όλο που δεν υπαρχουν αξιόπιστες τυχαιοποιημένες<br />

μελέτες, οι θεραπευτικές προσπάθειες για<br />

διατήρηση της κύστης, σε επιβαρυμένους ηλικιωμένους<br />

ασθενείς, θεωρούνται αποδεκτές εναλλακτικές λύσεις.<br />

Το ίδιο ισχυύει για την κρυοθεραπεία και την θεραπεία<br />

με ραδιοσυχνότητες σε όγκους νεφρού. Επίσης<br />

θεωρείται αποδεκτή η παρακολούθηση ηλικιωμένων<br />

ασθενών με μικρές (< 3 cm) εξωφυτικές περιφερικές<br />

νεφρικές μάζες που δεν συνέχονται με το αποχετευτικό<br />

σύστημα. Ωστόσο χρειάζεται περαιτέρω τεκμηρίωση<br />

στα ανωτέρω θέματα.<br />

VI. ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ<br />

Α. Ανδρική σεξουαλική δυσλειτουργία<br />

Η επίπτωση της στυτικής δυσλειτουργίας αυξάνει<br />

με την ηλικία 110,111,112 .


150<br />

Γηριατρική Ουρολογία<br />

Παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης στυτικής δυσλειτουργίας<br />

αποτελούν συνυπάρχουσες παθήσεις,<br />

όπως σακχαρώδης διαβήτης, καρδιοπάθειες, υπέρταση<br />

κ.α. 113<br />

Η ηλικία από μόνη της δεν αποτελεί ανεξάρτητο<br />

παράγοντα κινδύνου. Οι ηλικιωμένοι άνδρες παρά<br />

αυξημένη επίπτωση της στυτικής δυσλειτουγίας συνεχίουν<br />

να ενδιαφέρονται για την σεξουαλική λειτουργία<br />

και δραστηριότητά τους 114,115 .<br />

Η σεξουαλική δυσλειτουργία στους ηλικιωμένους<br />

σχετίζεται με ελάττωση της ποιότητας ζωής και ψυχική<br />

επιβάρυνση, συμπεριλαμβανόμενης της κατάθλιψης<br />

116-118<br />

.<br />

Έχουν δημιουργηθεί διάφορα ερωτηματολόγια για<br />

να διαπιστώσουν τον βαθμό σεξουαλικής δυσλειτουργίας,<br />

καθώς και την επιρροή της στην ποιότητα ζωής<br />

του ασθενούς 119-121 . Αυτά τα ερευνητικά εργαλεία έχουν<br />

αξιολογηθεί και έχουν θεωρηθεί αξιόπιστα στην μελέτη<br />

των ηλικιωμένων ασθενών.<br />

Β. Γυναικεία σεξουαλική δυσλειτουργία<br />

Έχουν αναπτυχθεί και πιστοποιηθεί ερωτηματολόγια<br />

που αξιολογούν την βαρύτητα της γυναικείας<br />

σεξουαλικής δυσλειτουργίας 122 .<br />

Διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι η σεξουαλική δυσλειτουργία<br />

στις γυναίκες αυξάνει με την ηλικία, αλλά<br />

τα αίτια αυτής της αλλαγής είναι πλημελώς κατανοητά<br />

123-125 .<br />

Η σημασία των συνυπαρχουσών παθήσεων<br />

Διάφορες μελέτες έχουν αναδείξει ότι η σεξουαλική<br />

δυσλειτουργία στους ηλικιωμένους σχετίζεται με αιτιολογικά<br />

με την παρουσία χρονίων παθήσεων και όχι<br />

με την γήρανση αυτή καθ’εαυτή 126 .<br />

Οι πιο συνηθισμένες συνοδές παθήσεις είναι η<br />

υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, η αθηρωμάτωση<br />

και άλλες παθήσεις του καρδιαγγειακού συστήματος<br />

127-131 .<br />

Η χρήση αντιυπερτασικών φαρμάκων και ιδίως<br />

των β-αναστολέων προκαλεί στυτική δυσλειτουργία.<br />

Τα σύνδρομα χρονίου άλγους, η νεφρική ανεπάρκεια<br />

σχετίζονται με ανάπτυξη σεξουαλικής δυσλειτουργίας<br />

επίσης 132,13 3.<br />

Οι ασθενείς που φέρουν στομία για εκτροπή ούρων<br />

ή εντερικού περιεχομένου αναφέρουν χειρότερη<br />

ποιότητα ζωής και επιβάρυνση της σεξουαλικής λειτουργίας<br />

τους σε σχέση με ασθενείς που έχουν την<br />

ίδια πάθηση αλλά αντιμετωπίσθηκαν χειρουργικά χωρίς<br />

στομία 134-136 .<br />

Υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις για την συσχέτιση<br />

της υπνικής άπνοιας με την στυτική δυσλειτουργία<br />

137,138 .<br />

Οι νευρολογικές παθήσεις όπως τα εγκεφαλικά<br />

επεισόδια και η νόσος Parkinson επηρεάζουν σημαντικότατα<br />

την σεξουαλική λειτουργία 139-142 .<br />

Η νόσος Alzheimer επηρεάζει αρνητικά την σεξουαλική<br />

λειτουργία 143 αλλά μπορεί να οδηγήσει τον πάσχοντα<br />

και σε κοινωνικά απαράδεκτες σεξουαλικές συμπεριφορές<br />

144 . Αυτές οι διαταραχές συμπεριφοράς μπορεί<br />

να είναι τόσο έντονες που να οδηγήσουν σε εγκλεισμό<br />

του ασθενούς σε ιδρύματα και στην χρησιμοποιήση ορμονικών<br />

σκευασμάτων για τον κατευνασμό του 145,146 .<br />

Θεραπεία της σεξουαλικής δυσλειτουργίας<br />

Η ευρεία διάδοση της σιλδεναφίλης (Viagra), καθώς<br />

και των συγγενών της φαρμακευτικών ουσιών έφερε<br />

επανάσταση στην κλινική αντιμετώπιση της στυτικής<br />

δυσλειτουργίας. Οι μελέτες για τις ουσίες αυτές έχουν<br />

δείξει καλή κλινική αποτελεσματικότητα. Ωστόσο έρευνες<br />

εστιασμένες σε υπερήλικες δεν έχουν πραγματοποιηθεί<br />

σε ικανοποιητικό έκταση 147,148 .<br />

Η σιλδεναφίλη έχει δοκιμασθεί και στην αντιμετώπιση<br />

της γυναικείας σεξουαλικής δυσλειτουργίας. Τα<br />

αποτελέσματα δείχνουν ότι βελτιώνει την σεξουαλική<br />

λειτουργία σε γυναίκες μέχρι την ηλικία των 65 ετών 149 .<br />

Η μεγάλη αποτελεσματικότητα της σιλδεναφίλης<br />

και των συγγενών της ουσιών έχει οδηγήσει σε μείωση<br />

της χρήσης άλλων μορφών θεραπείας, όπως οι ενδοσηραγγώδεις<br />

ενέσεις, οι συσκευές κενού και οι πεϊκές<br />

προθέσεις.<br />

Προτεινόμενα πεδία ερεύνης<br />

Η Αμερικανική Γηριατρική Εταιρία (American<br />

Geriatrics Society) το 2001, πρότεινε στην ιστοσελίδα<br />

της την αναγκαιότητα για περαιτέρω έρευνα όσον<br />

αφορά την σεξουαλική δυσλειτουργία σε ηλικιωμένους<br />

ασθενείς στα ακόλουθα θέματα:<br />

1. Προοπτικές μελέτες για επιβεβαίωση της συσχέτισης<br />

σξουαλικής δυσλειτουργία και άλλων συνυπαρχουσών<br />

παθήσεων σε ηλικιωμένους ασθενείς.<br />

2. Μελέτες για την αποτελεσματικότητα της σιλδεναφίλης<br />

στην σεξουαλική δυσλειτουργία γυναικών<br />

65-74, 75-84 και μεγαλύτερες των 85 ετών.<br />

3. Μελέτες για την αποτελεσματικότητα της σιλ-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 151<br />

δεναφίλης στην σεξουαλική δυσλειτουργία ανδρών 65-<br />

74, 75-84 και μεγαλυτέρων των 85 ετών.<br />

4. Μελέτες για την αποτελεσματικότητα των ενδοσηραγγωδών<br />

ενέσεων, των συσκευών κενού και των<br />

πεϊκών προθέσεων σε ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται<br />

στην σιλδεναφίλη ή έχουν αντένδειξη για την<br />

λήψη της.<br />

Την τελευταία δεκαετία υπήρξε έρευνα επικεντρωμένη<br />

στους ανωτέρους τομείς, ως ακολούθως:<br />

Τουλάχιστον 47% των ανδρών ηλικίας μεγαλύτερης<br />

των 55 ετών έχουν κάποιο βαθμό στυτικής δυσλειτουργίας<br />

204 . Κατά την παρακολούθηση των ασθενών<br />

αυτών σε βάθος επταετίας, η εκδήλωση πρωτοεμφανιζόμενης<br />

στυτικής δυσλειτουργίας, ήταν σημαντικός<br />

προγνωστικός παράγοντας διάγνωσης καρδιαγγειακής<br />

νόσου. Η ύπαρξη στυτικής δυσλειτουργίας συνδέεται<br />

με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης περιφερικής<br />

αγγειακής νόσου 205 .<br />

Σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, η παρουσία<br />

στυτικής δυσλειτουργίας είναι πιθανώς ο πιο σημαντικός<br />

προγνωστικός παράγοντας για διάγνωση<br />

ασυμπτωματικής στεφανιαίας νόσου 206 .<br />

Εβδομήντα ένα τοις εκατό των ασθενών με σακχαρώδη<br />

διαβήτη και 67% με αρτηριακή υπέρταση πάσχουν<br />

από στυτική δυσλειτουργία 207 . Ακόμα και η απλή<br />

παρουσία δυσλιπιδαιμίας και κατάθλιψης, αυξάνουν<br />

τον κίνδυνο εμφάνισης στυτικής δυσλειτουργίας 208,209 .<br />

Τόσο η σιλδεναφίλη, όσο και ταλνταλαφίλη είναι<br />

αποτελεσματικές και ασφαλείς σε ασθενείς μεγαλύτερους<br />

των 65 ετών 210,211,213,213 . Η αποτελεσματικότητα της<br />

σιλδεναφίλης σε ασθενείς άνω των 65 ετών, είναι παρόμοια<br />

με αυτήν σε ασθενείς 55-65 ετών 211 .<br />

Οι ηλικιωμένοι ασθενείς φαίνεται να προτιμούν<br />

την θεραπεία με ενδοπεϊκές ενέσεις, καθώς και τις συσκευές<br />

κενού 214 .<br />

Η ενδοπεική ένεση αλπροσταδίλης (PGE 1<br />

) μπορεί<br />

να βελτιώσει την στυτική δυσλειτουργία σε ασθενείς<br />

στους οποίους δεν απέδωσε η από του στόματος χορήγηση<br />

σιλδεναφίλης 215 .Η μελέτη αυτή περιελάμβανε<br />

ασθενείς μέχρι 80 ετών.<br />

Εάν ακολουθηθεί η πολιτική της χρησιμοποίησης<br />

διαδοχικών μορφών θεραπείας (σιλδεναφίλη και συγγενείς<br />

ουσίες, συσκευή κενού, ενδοπεικές ενέσεις, πεική<br />

πρόθεση) για την στυτική δυσλειτουργία, είναι δυνατόν<br />

να επιτευχθεί πλήρης βελτίωση του προβλήματος,<br />

έστω και βραχυπρόθεσμη, σε 91% των ασθενών 216 .<br />

VII. ΛΙΘΙΑΣΗ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ<br />

Η δυσκαταποσία καθώς και ο φόβος εμφάνισης<br />

επεισοδίου ακράτειας ούρων στους ηλικιωμένους<br />

μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη λήψη υγρών, δημιουργώντας<br />

έτσι προδιάθεση για ανάπτυξη λιθίασης<br />

ουροποιητικού.<br />

Η εξωσωματική λιθοθρυψία (ESWL) είναι πλέον η<br />

1η επιλογή αντιμετώπισης της λιθίασης του νεφρού<br />

και του ανωτέρου ουρητήρα. Τα αποτελέσματα της<br />

εφαρμογής της είναι απολύτως συγκρίσιμα μεταξύ<br />

ηλικιωμένων και νεοτέρων ασθενών όσον αφορά την<br />

αντιμετώπιση του λιθιασικού φορτίου, τις επιπλοκές,<br />

την διάρκεια νοσηλείας και την ανάγκη για 2η λιθοθρυψία<br />

150 .<br />

Νεότερες επεμβατικές τεχνικές ελλάσσονος χειρουργικής<br />

βαρύτητας έχουν αναπτυχθεί με εξαιρετικά<br />

αποτελέσματα, όπως η ουρητηροσκοπική λιθοθρυψία<br />

και η διαδερμική νεφρολιθοθρυψία. Παρ’όλο που η<br />

λιθιασική νόσος συναντάται με την ίδια συχνότητα<br />

τόσο στους νέους, όσο και στους ηλικιωμένους ασθενείς,<br />

δεν έχει υπάρξει σχεδόν καθόλου έρευνα για την<br />

προσέγγιση και την θεραπεία των ασθενών μεγάλης<br />

ηλικίας.<br />

Προτεινόμενα πεδία ερεύνης<br />

Η Αμερικανική Γηριατρική Εταιρία (American<br />

Geriatrics Society) το 2001, πρότεινε στην ιστοσελίδα<br />

της την αναγκαιότητα για περαιτέρω έρευνα όσον<br />

αφορά την λιθίαση ουροποιητικού σε ηλικιωμένους<br />

ασθενείς στο ακόλουθο θέμα:<br />

1. Μελέτες για την ασφάλεια και την κλινική αποτελεσματικότητα<br />

των ενδοσκοπικών τεχνικών ελάσσονος<br />

χειρουργικής βαρύτητας σε ηλικιωμένους ασθενείς<br />

με λιθίαση ουροποιητικού.<br />

Την τελευταία δεκαετία υπήρξε έρευνα επικεντρωμένη<br />

στους ανωτέρους τομείς, ως ακολούθως:<br />

Η λιθίαση του ουροποιητικού απαντάται συχνότερα<br />

σε ασθενείς 40-60 ετών. Ωστόσο ακόμα και στην<br />

δεκαετία 60-70 ετών, υπάρχει μια σημαντική πιθανότητα<br />

για πρωτοεμφάνιση λιθίασης ουροποιητικού 217,218,219 .<br />

Οι λίθοι από ουρικό οξύ εμφανίζονται πιο συχνά<br />

στους ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας 220 .<br />

Σε πολύ ηλικιωμένους ασθενείς πιθανόν να αυξάνεται<br />

η απέκκριση του ασβεστίου στα ούρα, συμβάλλοντας<br />

στην δημιουργία λίθων 221 .<br />

Στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, η αύξηση της<br />

από του στόματος πρόσληψης ασβεστίου δεν αυξάνει<br />

τον κίνδυνο ανάπτυξης λιθίασης. Στην ίδια ομάδα<br />

όμως η παρουσία υπέρτασης και η χαμηλή πρόσληψη<br />

μαγνησίου συμβάλλουν στην δημιουργία λιθίασης 222 .<br />

Μια πιθανή εξήγηση για την πρωτοεμφάνιση λίθων


152<br />

Γηριατρική Ουρολογία<br />

από ουρικό οξύ σε ασθενείς μεγαλύτερους των 60 ετών,<br />

είναι η μεγάλη επίπτωση του μεταβολικού συνδρόμου<br />

στις ηλικίες αυτές 223,224 . Ο καλύτερος έλεγχος και θεραπεία<br />

του μεταβολικού συνδρόμου πιθανόν να βοηθήσει<br />

στην μείωση της ανάπτυξης ουρικής λιθίασης.<br />

Η θεραπεία υποκατάστασης με οιστρογόνα στις<br />

μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, δύναται να αποκαταστήσει<br />

την σύσταση των ούρων σε προεμμηνοπαυσιακά<br />

επίπεδα και κατά συνέπεια να μειώσει τον κίνδυνο<br />

ανάπτυξης λιθίασης 225 .<br />

ΝΕΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΣΤΗΝ ΓΗΡΙΑΤΡΙΚΗ ΟΥΡΟΛΟΓΙΑ<br />

ΑΝΔΡΟΠΑΥΣΗ<br />

Διάφορες μελέτες δείχνουν ότι τα επίπεδα της ολικής<br />

τεστοστερόνης, καθώς και της ελεύθερης τεστοστερόνης<br />

μειώνονται με την άνοδο της ηλικίας από 40<br />

στα 69 έτη. Εκτιμάται ότι η επίπτωση της συνοδευόμενης<br />

από συμπτώματα ανδρογονικής ανεπάρκειας<br />

υπερβαίνει το 6% του ανδρικού πληθυσμού 226 .<br />

Η υποκατάσταση και θεραπεία με γέλη τεστοστερόνης<br />

αυξάνει την μυική δύναμη και δεν φαίνεται αν<br />

επηρεάζει το μέγεθος του προστάτη ή το PSA 227 .<br />

Ωστόσο υπάρχει ανησυχία για τον κίνδυνο της<br />

δημιουργίας συνθηκών που θα βοηθήσουν στην προαγωγή<br />

ή στην έναρξη δημιουργίας καρκίνου προστάτου.<br />

Πρόκειται για ένα πεδίο με μεγάλο κλινικό ενδιαφέρον<br />

και ανάγκη για έρευνα.<br />

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΔΟΚΙΜΟΥ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ<br />

Ο υπολογισμός του προσδόκιμου επιβίωσης ενός<br />

ασθενούς είναι χρησιμότατος για τον ασθενή και τον<br />

γιατρό, όταν καλούνται να αποφασίσουν για επιλογή<br />

θεραπείας σε διάφορες ογκολογικές καταστάσεις. Η<br />

λήψη απόφασης για επιλογή θεραπείας στον καρκίνο<br />

του προστάτη είναι κλασικό παράδειγμα της χρησιμότητας<br />

του υπολογισμού του προσδοκίμου επιβίωσης.<br />

Ωστόσο μελέτες έδειξαν ότι οι κλινικοί γιατροί<br />

αποτυγχάνουν να υπολογίσουν με σχετική ακρίβεια<br />

το προσδόκιμο επιβίωσης σε μεγάλο ποσοστό 228,229 .<br />

Σε μία μελέτη μάλιστα, το μέσο λάθος στον υπολογισμό<br />

του προσδοκίμου επιβίωσης κυμαίνονταν μεταξύ<br />

2,4 – 5,2 έτη 229 .<br />

Είναι προφανές ότι χρειάζονται έρευνες που να<br />

αναδείξουν τρόπους αξιόπιστου υπολογισμού του<br />

προσδόκιμου επιβίωσης ενός ηλικιωμένου ασθενούς,<br />

ώστε να βοηθηθεί τόσο ο ασθενής όσο και ο γιατρός<br />

στην λήψη αποφάσεων για την περαιτέρω αντιμετώπιση<br />

του ασθενούς.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΕΣ<br />

1. Burgio KL, Matthews KA, Engel BT. Prevalence, incidence<br />

and correlates of urinary incontinence in<br />

healthy, middle-aged women. J Urol 1991;146:1255-<br />

1259.<br />

2. Malmsten UG, Milsom I, Molander U, Norlen LJ. Urinary<br />

incontinence and lower urinary tract symptoms:<br />

an epidemiological study of men aged 45 to<br />

99 years. J Urol 1997;158: 1733-1737.<br />

3. Brown JS, Seeley DG, Fong J, et al. Urinary incontinence<br />

in older women: who is at risk? Study of<br />

Osteoporotic Fractures Research Group. Obstet Gynecol<br />

1996;87:715-721.<br />

4. Diokno AC, Brock BM, Herzog AR, Bromberg J. Medical<br />

correlates of urinary incontinence in the elderly.<br />

Urology 1990;36:129-138.<br />

5. Johnson TM, Kincade JE, Bernard SL, et al. The association<br />

of urinary incontinence with poor self-rated<br />

health. J Am Geriatr Soc 1998;46:693-699.<br />

6. Dugan E, Cohen SJ, Bland DR, et al. The association<br />

of depressive symptoms and urinary incontinence<br />

among older adults. J Am Geriatr Soc 2000;48:413-<br />

416.<br />

7. Grimby A, Milsom I, Molander U, et al. The influence<br />

of urinary incontinence on the quality of life of<br />

elderly women. Age Ageing 1993;22:82-89.<br />

8. Wyman JF, Harkins SW, Fantl JA. Psychosocial impact<br />

of urinary incontinence in the community-dwelling<br />

population. J Am Geriatr Soc 1990;38:282-288.<br />

9. Noelker LS. Incontinence in elderly cared for by<br />

family. Gerontologist 1987;27:194-200.<br />

10. Breakwell SL, Walker SN. Differences in physical<br />

health, social interaction, and personal adjustment<br />

between continent and incontinent homebound<br />

aged women. J Community Health Nurs 1988;5:19-<br />

31.<br />

11. Coward RT, Horne C, Peek CW. Predicting nursing<br />

home admissions among incontinent older adults:<br />

a comparison of residential differences across six<br />

years. Gerontologist 1995;35: 732-743.<br />

12. Jirovec MM, Wells TJ. Urinary incontinence in nursing<br />

home residents with dementia: the mobilitycognition<br />

paradigm. Appl Nurs Res 1990;3:112-117.<br />

13. Chiang L, Ouslander J, Schnelle J, Reuben DB. Dually<br />

incontinent nursing home residents: clinical characteristics<br />

and treatment differences. J Am Geriatr<br />

Soc 2000;48:673-676.<br />

14. Tinetti ME, Inouye SK, Gill TM, Doucette JT. Shared<br />

risk factors for falls, incontinence, and functional


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 153<br />

dependence: unifying the approach to geriatric<br />

syndromes. JAMA 1995;273: 1348-1353.<br />

15. Seidel GK, Millis SR, Lichtenberg PA, Dijkers M. Predicting<br />

bowel and bladder continence from cognitive<br />

status in geriatric rehabilitation patients. Arch<br />

Phys Med Rehabil 1994;75: 590-593.<br />

16. Ouslander JG, Kane RL, Abrass IB. Urinary incontinence<br />

in elderly nursing home patients. JAMA<br />

1982;248:1194-1198.<br />

17. Palmer MH, German PS, Ouslander JG. Risk factors<br />

for urinary incontinence one year after nursing<br />

home admission. Res Nurs Health 1991;14:405-412.<br />

18. Fonda D, Resnick NM, Kirschner-Hermanns R. Prevention<br />

of urinary incontinence in older people. Br<br />

J Urol 1998;82 Suppl 1:5-10.<br />

19. Strasser H, Tiefenthaler M, Steinlechner M, et al.<br />

Urinary incontinence in the elderly and age-dependent<br />

apoptosis of rhabdosphincter cells. Lancet<br />

1999;354:918-919.<br />

20. Strasser H, Tiefenthaler M, Steinlechner M, et al.<br />

Age dependent apoptosis and loss of rhabdosphincter<br />

cells. J Urol 2000;164:1781-1785.<br />

21. Resnick NM, Yalla SV. Detrusor hyperactivity with<br />

impaired contractile function: an unrecognized but<br />

common cause of incontinence in elderly patients.<br />

JAMA 1987;257:3076-3081.<br />

22. DuBeau CE, Resnick NM. Evaluation of the causes<br />

and severity of geriatric incontinence: a critical appraisal.<br />

Urol Clin North Am 1991;18:243-256.<br />

23. Weiss BD. Diagnostic evaluation of urinary incontinence<br />

in geriatric patients. Am Fam Physician<br />

1998;57:2675-2684, 2688-2690.<br />

24. Kirschner-Hermanns R, Scherr PA, Branch LG, et al.<br />

Accuracy of survey questions for geriatric urinary<br />

incontinence. J Urol 1998;159:1903-1908.<br />

25. Fonda D, Benvenuti F, Castleden M, et al. Management<br />

of incontinence in older people. In Abrams<br />

P, Khoury S, Wein A (eds): Incontinence: 1st International<br />

Consultation on Incontinence. Plymouth,<br />

United Kingdom: World Health Organization<br />

(WHO) and International Union Against Cancer<br />

(UICC), 1998:731-773.<br />

26. O’Donnell PD. Special considerations in elderly<br />

individuals with urinary incontinence. Urology<br />

1998;51:20-23.<br />

27. Galloway NT. Surgical treatment of urinary incontinence<br />

in geriatric women. Am J Med Sci<br />

1997;314:268-272.<br />

28. Diokno AC, Normolle DP, Brown MB, Herzog AR.<br />

Urodynamic tests for female geriatric urinary incontinence.<br />

Urology 1990;36:431-439.<br />

29. Wagg AS, Lieu PK, Ding YY, Malone-Lee JG. A<br />

urodynamic analysis of age associated changes<br />

in urethral function in women with lower urinary<br />

tract symptoms. J Urol 1996;156: 1984-1988.<br />

30. Fielding JR, Lee JH, Dubeau CE, et al. Voiding cystourethrography<br />

findings in elderly women with urge<br />

incontinence. J Urol 2000;163:1216-1218.<br />

31. Fantl JA, Newman DK, Colling J, et al. Managing<br />

Acute and Chronic Urinary Incontinence. Clinical<br />

Practice Guideline. Quick Reference Guide for<br />

Clinicians, No. 2. 1996 Update. Rockville, MD: U.S.<br />

Department of Health and Human Services. Public<br />

Health Service, Agency for Health Care Policy and<br />

Research, 1996. AHCPR Publication No. 96-0682.<br />

32. Hadley EC. Bladder training and related therapies<br />

for urinary incontinence in older people. JAMA<br />

1986;256:372-379.<br />

33. Wyman JF, Fantl JA, McClish DK, Bump RC. Comparative<br />

efficacy of behavioral interventions in the<br />

management of female urinary incontinence. Continence<br />

Program for Women Research Group. Am J<br />

Obstet Gynecol 1998;179:999-1007.<br />

34. Publicover C, Bear M. The effect of bladder training<br />

on urinary incontinence in community-dwelling<br />

older women. J Wound Ostomy Continence<br />

Nurs 1997;24:319-324.<br />

35. Lyons SS, Specht JKP. Research-based protocol:<br />

prompted voiding for persons with urinary incontinence.<br />

Iowa City, IA: The University of Iowa Gerontological<br />

Nursing Interventions Research Center,<br />

Research Development and Dissemination Core,<br />

1999.<br />

36. Ouslander JG, Schnelle JF, Uman G, et al. Predictors<br />

of successful prompted voiding among incontinent<br />

nursing home residents. JAMA 1995;273:1366-1370.<br />

37. Burgio KL, Locher JL, Goode PS, et al. Behavioral<br />

vs drug treatment for urge urinary incontinence in<br />

older women: a randomized controlled trial. JAMA<br />

1998;280:1995-2000.<br />

38. Burgio KL, Locher JL, Goode PS. Combined behavioral<br />

and drug therapy for urge incontinence in<br />

older women. J Am Geriatr Soc 2000;48:370-374.<br />

39. Szonyi G, Collas DM, Ding YY, Malone-Lee JG.<br />

Oxybutynin with bladder retraining for detrusor instability<br />

in elderly people: a randomized controlled<br />

trial. Age Ageing 1995;24: 287-291.<br />

40. Fantl JA, Cardozo L, McClish DK. Estrogen ther-


154<br />

Γηριατρική Ουρολογία<br />

apy in the management of urinary incontinence<br />

in postmenopausal women: a meta-analysis. First<br />

report of the Hormones and Urogenital Therapy<br />

Committee. Obstet Gynecol 1994;83:12-18.<br />

41. Bergstrom K, Carlsson CP, Lindholm C, Widengren<br />

R. Improvement of urge- and mixed-type<br />

incontinence after acupuncture treatment among<br />

elderly women–a pilot study. J Auton Nerv Syst<br />

2000;79:173-180.<br />

42. American Urological Association Female Stress Urinary<br />

Incontinence Clinical Guidelines Panel. Report<br />

on the surgical management of female stress urinary<br />

incontinence. American Urological Association,<br />

1997.<br />

43. Stohrer M, Goepel M, Kondo A, et al. The standardization<br />

of terminology in neurogenic lower urinary<br />

tract dysfunction: with suggestions for diagnostic<br />

procedures. International Continence Society<br />

Standardization Committee. Neurourol Urodyn<br />

1999;18:139-158.<br />

44. Sultana CJ, Campbell JW, Pisanelli WS, et al. Morbidity<br />

and mortality of incontinence surgery in elderly<br />

women: an analysis of Medicare data. Am J<br />

Obstet Gynecol 1997;176:344-348.<br />

45. Khullar V, Cardozo LD, Abbott D, Anders K. GAX<br />

collagen in the treatment of urinary incontinence<br />

in elderly women: a two year follow up. Br J Obstet<br />

Gynaecol 1997;104:96-99. <br />

46. Stanton SL, Monga AK. Incontinence in elderly<br />

women: is periurethral collagen an advance? Br J<br />

Obstet Gynaecol 1997;104:154-157.<br />

47. Winters JC, Chiverton A, Scarpero HM, Prats LJ.<br />

Collagen injection therapy in elderly women:<br />

long-term results and patient satisfaction. Urology<br />

2000;55:856-861.<br />

48. Faerber GJ. Endoscopic collagen injection therapy<br />

in elderly women with type I stress urinary incontinence.<br />

J Urol 1996;155:512-514.<br />

49. Nitti VW, Bregg KJ, Sussman EM, Raz S. The Raz<br />

bladder neck suspension in patients 65 years old<br />

and older. J Urol 1993;149:802-807.<br />

50. Carr LK, Walsh PJ, Abraham VE, Webster GD. Favorable<br />

outcome of pubovaginal slings for geriatric<br />

women with stress incontinence. J Urol<br />

1997;157:125-128.<br />

51. Migliari R, De Angelis M, Madeddu G, Verdacchi T.<br />

Tension-free vaginal mesh repair for anterior vaginal<br />

wall prolapse. Eur Urol 2000;38:151-155.<br />

52. Abrutyn E, Mossey J, Berlin JA, et al. Does asymptomatic<br />

bacteriuria predict mortality and does<br />

antimicrobial treatment reduce mortality in elderly<br />

ambulatory women? Ann Intern Med 1994;120:827-<br />

833.<br />

53. Nordenstam GR, Brandberg CA, Oden AS, et al.<br />

Bacteriuria and mortality in an elderly population.<br />

N Engl J Med 1986;314:1152-1156.<br />

54. Nicolle LE, Henderson E, Bjornson J, et al. The association<br />

of bacteriuria with resident characteristics<br />

and survival in elderly institutionalized men. Ann<br />

Intern Med 1987;106:682-686.<br />

55. Monane M, Gurwitz JH, Lipsitz LA, et al. Epidemiologic<br />

and diagnostic aspects of bacteriuria: a<br />

longitudinal study in older women. J Am Geriatr<br />

Soc 1995;43:618-622.<br />

56. Nicolle LE, Mayhew WJ, Bryan L. Prospective randomized<br />

comparison of therapy and no therapy<br />

for asymptomatic bacteriuria in institutionalized<br />

elderly women. Am J Med 1987;83:27-33.<br />

57. Ouslander JG, Schapira M, Schnelle JF, et al. Does<br />

eradicating bacteriuria affect the severity of chronic<br />

urinary incontinence in nursing home residents?<br />

Ann Intern Med 1995;122:749-754.<br />

58. Harding GK, Nicolle LE, Ronald AR, et al. How long<br />

should catheter-acquired urinary tract infection in<br />

women be treated? A randomized controlled study.<br />

Ann Intern Med 1991;114:713-719.<br />

59. Raz R, Gennesin Y, Wasser J, et al. Recurrent urinary<br />

tract infections in postmenopausal women.<br />

Clin Infect Dis 2000;30:152-156.<br />

60. Hedstrom M, Grondal L, Ahl T. Urinary tract infection<br />

in patients with hip fractures. Injury<br />

1999;30:341-343.<br />

61. Johnstone DJ, Morgan NH, Wilkinson MC, Chissell<br />

HR. Urinary tract infection and hip fracture. Injury<br />

1995;26:89-91.<br />

62. Griebling TL, Nygaard IE. The role of estrogen replacement<br />

therapy in the management of urinary<br />

incontinence and urinary tract infection in postmenopausal<br />

women. Endocrinol Metab Clin North<br />

Am 1997;26:347-360.<br />

63. Eriksen B. A randomized, open, parallel-group study<br />

on the preventive effect of an estradiolreleasing<br />

vaginal ring (Estring) on recurrent urinary tract infections<br />

in postmenopausal women. Am J Obstet<br />

Gynecol 1999;180:1072-1079.<br />

64. Dignam R, Ahmed M, Denman S, et al. The effect<br />

of cranberry juice on UTI rates in a long term care<br />

facility [abstract]. J Am Geriatr Soc 1997;45:S53.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 155<br />

65. Avorn J, Monane M, Gurwitz JH, et al. Reduction of<br />

bacteriuria and pyuria after ingestion of cranberry<br />

juice. JAMA 1994;271:751-754.<br />

66. Kontiokari T, Sundqvist K, Nuutinen M, et al. Randomised<br />

trial of cranberry-lingonberry juice and<br />

Lactobacillus GG drink for the prevention of urinary<br />

tract infections in women. BMJ 2001;322:1571.<br />

67. Haidinger G, Temml C, Schatzl G, et al. Risk factors<br />

for lower urinary tract symptoms in elderly men.<br />

For the Prostate Study Group of the Austrian Society<br />

of Urology. Eur Urol 2000;37:413-420.<br />

68. Krogh J, Jensen JS, Iversen HG, Andersen JT. Age<br />

as a prognostic variable in patients undergoing<br />

transurethral prostatectomy. Scand J Urol Nephrol<br />

1993;27:225-229.<br />

69. Epstein RS, Lydick E, deLabry L, Vokonas PS. Agerelated<br />

differences in risk factors for prostatectomy<br />

for benign prostatic hyperplasia: the VA Normative<br />

Aging Study. Urology 1991;38:9-12.<br />

70. Cooper KL, McKiernan JM, Kaplan SA. Alpha-adrenoceptor<br />

antagonists in the treatment of benign<br />

prostatic hyperplasia. Drugs 1999;57:9-17.<br />

71. Medina JJ, Parra RO, Moore RG. Benign prostatic<br />

hyperplasia (the aging prostate). Med Clin North<br />

Am 1999;83:1213-1229.<br />

72. Lee M, Sharifi R. Benign prostatic hyperplasia: diagnosis<br />

and treatment guideline. Ann Pharmacother<br />

1997;31:481-486.<br />

73. Breslin DS, Muecke EC, Reckler JM, Fracchia JA.<br />

Changing trends in the management of prostatic<br />

disease in a single private practice: a 5-year followup.<br />

J Urol 1993;150:347-350.<br />

74. Holtgrewe HL. Economic issues and the management<br />

of benign prostatic hyperplasia. Urology<br />

1995;46:23-25.<br />

75. Wilt TJ, Ishani A, Rutks I, MacDonald R. Phytotherapy<br />

for benign prostatic hyperplasia.<br />

Public Health Nutr 2000;3:459-472.<br />

76. Lowe FC, Ku JC. Phytotherapy in treatment of benign<br />

prostatic hyperplasia: a critical review. Urology<br />

1996;48:12-20.<br />

77. Concato J, Horwitz RI, Feinstein AR, et al. Problems<br />

of comorbidity in mortality after prostatectomy.<br />

JAMA 1992;267:1077-1082.<br />

78. Ibrahim AI, el-Malik E, Ghali AM, et al. Effect of<br />

age, comorbidity and type of surgery on perioperative<br />

complications and mortality of prostatectomy.<br />

Br J Urol 1995;76:341-345.<br />

79. Mebust WK, Holtgrewe HL, Cockett AT, Peters PC.<br />

Transurethral prostatectomy: immediate and postoperative<br />

complications. A cooperative study of 13<br />

participating institutions evaluating 3,885 patients. J<br />

Urol 1989;141:243-247.<br />

80. Ilkjaer LB, Lund L, Nielsen KT. Outcome of transurethral<br />

prostatectomy in men over 80 years. Scand J<br />

Urol Nephrol 1998;32:270-272.<br />

81. Pientka L, van Loghem J, Hahn E, et al. Comorbidities<br />

and perioperative complications among<br />

patients with surgically treated benign prostatic<br />

hyperplasia. Urology 1991;38:43-48.<br />

82. Libman E, Fichten CS, Creti L, et al. Transurethral<br />

prostatectomy: differential effects of age category<br />

and presurgery sexual functioning on postprostatectomy<br />

sexual adjustment. J Behav Med<br />

1989;12:469-485.<br />

83. Tubaro A, Vicentini C, Renzetti R, Miano L. Invasive<br />

and minimally invasive treatment modalities<br />

for lower urinary tract symptoms: what are the<br />

relevant differences in randomised controlled trials?<br />

Eur Urol 2000;38 Suppl 1:7-17.<br />

84. Djavan B, Marberger M. Minimally invasive procedures<br />

as an alternative to medical management for<br />

lower urinary tract symptoms of benign prostatic<br />

hyperplasia. Curr Opin Urol 2001;11:1-7.<br />

85. Djavan B, Madersbacher S, Klingler HC, et al. Outcome<br />

analysis of minimally invasive treatments for<br />

benign prostatic hyperplasia. Tech Urol 1999;5:12-20.<br />

86. Smith RA, von Eschenbach AC, Wender R, et al.<br />

American Cancer Society guidelines for the early<br />

detection of cancer: update of early detection<br />

guidelines for prostate, colorectal, and endometrial<br />

cancers. Also: update 2001–testing for early lung<br />

cancer detection. CA Cancer J Clin 2001;51:38-75;<br />

quiz 77-80.<br />

87. Carter HB, Epstein JI, Chan DW, et al. Recommended<br />

prostate-specific antigen testing intervals<br />

for the detection of curable prostate cancer. JAMA<br />

1997;277:1456-1460.<br />

88. American College of Physicians. Screening for<br />

prostate cancer. Ann Intern Med 1997;126:480-484.<br />

89. American Urological Association Prostate Cancer<br />

Clinical Guidelines Panel. Report on the management<br />

of clinically localized prostate cancer. Baltimore,<br />

MD: American Urological Association, 1995.<br />

90. Uygur MC, Erol D, Cetinkaya M, et al. The correlation<br />

between prostate-specific antigen and age.<br />

Analysis of prostate-specific antigen values from<br />

4,846 Turkish men with symptomatic benign prostatic<br />

hyperplasia. Eur Urol 1997;32:416-419.


156<br />

Γηριατρική Ουρολογία<br />

91. Catalona WJ, Southwick PC, Slawin KM, et al.<br />

Comparison of percent free PSA, PSA density, and<br />

age-specific PSA cutoffs for prostate cancer detection<br />

and staging. Urology 2000;56:255-260.<br />

92. Corral DA, Bahnson RR. Survival of men with clinically<br />

localized prostate cancer detected in the<br />

eighth decade of life. J Urol 1994;151:1326-1329.<br />

93. Middleton AW. Radical prostatectomy for carcinoma<br />

in men more than 69 years old. J Urol<br />

1987;138:1185-1188.<br />

94. Post PN, Kil PJ, Hendrikx AJ, et al. Comorbidity in<br />

patients with prostate cancer and its relevance to<br />

treatment choice. BJU Int 1999;84:652-656.<br />

95. Carter HB, Epstein JI, Partin AW. Influence of age<br />

and prostate-specific antigen on the chance of curable<br />

prostate cancer among men with nonpalpable<br />

disease. Urology 1999;53:126-130.<br />

96. Mazur DJ, Merz JF. Older patients’ willingness to<br />

trade off urologic adverse outcomes for a better<br />

chance at five-year survival in the clinical setting<br />

of prostate cancer. J Am Geriatr Soc 1995;43:979-<br />

984.<br />

97. Mazur DJ, Merz JF. How older patients’ treatment<br />

preferences are influenced by disclosures about<br />

therapeutic uncertainty: surgery versus expectant<br />

management for localized prostate cancer. J Am<br />

Geriatr Soc 1996;44:934-937.<br />

98. Kerr LA, Zincke H. Radical retropubic prostatectomy<br />

for prostate cancer in the elderly and the young:<br />

complications and prognosis. Eur Urol 1994;25:305-<br />

311; discussion 311-302.<br />

99. Lu-Yao GL, Albertsen P, Warren J, Yao SL. Effect of<br />

age and surgical approach on complications and<br />

short-term mortality after radical prostatectomy–a<br />

population-based study. Urology 1999;54:301-307.<br />

100. O` bek C, Lai S, Sadek S, et al. Age as a prognostic<br />

factor for disease recurrence after radical prostatectomy.<br />

Urology 1999;54:533-538.<br />

101. Litwin MS, Hays RD, Fink A, et al. Quality-of-life<br />

outcomes in men treated for localized prostate<br />

cancer. JAMA 1995;273:129-135.<br />

102. Stanford JL, Feng Z, Hamilton AS, et al. Urinary<br />

and sexual function after radical prostatectomy for<br />

clinically localized prostate cancer: the Prostate<br />

Cancer Outcomes Study. JAMA 2000;283:354-360.<br />

103. Litwin MS, Shpall AI, Dorey F, Nguyen TH. Quality-of-life<br />

outcomes in long-term survivors<br />

of advanced prostate cancer. Am J Clin Oncol<br />

1998;21:327-332.<br />

104. Rosario DJ, Becker M, Anderson JB. The changing<br />

pattern of mortality and morbidity from radical<br />

cystectomy. BJU Int 2000;85:427-430.<br />

105. Game X, Soulie M, Seguin P, et al. Radical cystectomy<br />

in patients older than 75 years: assessment<br />

of morbidity and mortality. Eur Urol 2001;39:525-<br />

529.<br />

106. Soulie M, Straub M, Game X, et al. A multicenter<br />

study of the morbidity of radical cystectomy in<br />

select elderly patients with bladder cancer. J Urol<br />

2002;167:1325-1328.<br />

107. Saika T, Suyama B, Murata T, et al. Orthotopic<br />

neobladder reconstruction in elderly bladder cancer<br />

patients. Int J Urol 2001;8:533-538.<br />

108. Doherty JG, Rufer A, Bartholomew P, Beaumont<br />

DM. The presentation, treatment and outcome<br />

of renal cell carcinoma in old age. Age Ageing<br />

1999;28:359-362.<br />

109. Hsu TH, Gill IS, Fazeli-Matin S, et al. Radical nephrectomy<br />

and nephroureterectomy in the octogenarian<br />

and nonagenarian: comparison of laparoscopic and<br />

open approaches. Urology 1999;53:1121-1125.<br />

110. Panser LA, Rhodes T, Girman CJ, et al. Sexual function<br />

of men ages 40 to 79 years: the Olmsted<br />

County Study of Urinary Symptoms and Health<br />

Status Among Men. J Am Geriatr Soc 1995;43:1107-<br />

1111.<br />

111. Jnler M, Moon T, Brannan W, et al. The effect of<br />

age, ethnicity and geographical location on impotence<br />

and quality of life. Br J Urol 1995;75:651-655.<br />

112. Johannes CB, Araujo AB, Feldman HA, et al. Incidence<br />

of erectile dysfunction in men 40 to 69<br />

years old: longitudinal results from the Massachusetts<br />

male aging study. J Urol 2000;163:460-463.<br />

113. Helgason AR, Adolfsson J, Dickman P, et al. Factors<br />

associated with waning sexual function among<br />

elderly men and prostate cancer patients. J Urol<br />

1997;158:155-159.<br />

114. Mulligan T, Moss CR. Sexuality and aging in male<br />

veterans: a cross-sectional study of interest, ability,<br />

and activity. Arch Sex Behav 1991;20:17-25.<br />

115. Mulligan T, Palguta RF. Sexual interest, activity, and<br />

satisfaction among male nursing home residents.<br />

Arch Sex Behav 1991;20:199-204.<br />

116. Araujo AB, Johannes CB, Feldman HA, et al. Relation<br />

between psychosocial risk factors and incident<br />

erectile dysfunction: prospective results from<br />

the Massachusetts Male Aging Study. Am J Epidemiol<br />

2000;152:533-541.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 157<br />

117. Araujo AB, Durante R, Feldman HA, et al. The relationship<br />

between depressive symptoms and male<br />

erectile dysfunction: cross-sectional results from<br />

the Massachusetts Male Aging Study. Psychosom<br />

Med 1998;60:458-465.<br />

118. Helgason AR, Adolfsson J, Dickman P, et al. Sexual<br />

desire, erection, orgasm and ejaculatory functions<br />

and their importance to elderly Swedish men: a population-based<br />

study. Age Ageing 1996;25:285-291.<br />

119. Rosen RC, Riley A, Wagner G, et al. The International<br />

Index of Erectile Function (IIEF): a multidimensional<br />

scale for assessment of erectile dysfunction.<br />

Urology 1997;49:822-830.<br />

120. Cappelleri JC, Siegel RL, Osterloh IH, Rosen RC.<br />

Relationship between patient self-assessment of<br />

erectile function and the erectile function domain<br />

of the international index of erectile function.<br />

Urology 2000;56:477-481.<br />

121. Glick HA, McCarron TJ, Althof SE, et al. Construction<br />

of scales for the Center for Marital and Sexual<br />

Health (CMASH) Sexual Functioning Questionnaire.<br />

J Sex Marital Ther 1997;23:103-117.<br />

122. Rosen R, Brown C, Heiman J, et al. The Female<br />

Sexual Function Index (FSFI): a multidimensional<br />

self-report instrument for the assessment of female<br />

sexual function. J Sex Marital Ther 2000;26:191-<br />

208.<br />

123. Purifoy FE, Grodsky A, Giambra LM. The relationship<br />

of sexual daydreaming to sexual activity, sexual<br />

drive, and sexual attitudes for women across the<br />

life-span. Arch Sex Behav 1992;21:369-385.<br />

124. Berman JR, Berman L, Goldstein I. Female sexual<br />

dysfunction: incidence, pathophysiology, evaluation,<br />

and treatment options. Urology 1999;54:385-<br />

391.<br />

125. Nusbaum MR, Gamble G, Skinner B, Heiman J.<br />

The high prevalence of sexual concerns among<br />

women seeking routine gynecological care. J Fam<br />

Pract 2000;49:229-232.<br />

126. Mulligan T, Retchin SM, Chinchilli VM, Bettinger<br />

CB. The role of aging and chronic disease in sexual<br />

dysfunction. J Am Geriatr Soc 1988;36:520-524.<br />

127. Wespes E. Erectile dysfunction in the ageing man.<br />

Curr Opin Urol 2000;10:625-628.<br />

128. Jensen J, Lendorf A, Stimpel H, et al. The prevalence<br />

and etiology of impotence in 101 male hypertensive<br />

outpatients. Am J Hypertens 1999;12:271-275.<br />

129. Schachter M. Erectile dysfunction and lipid disorders.<br />

Curr Med Res Opin 2000;16 Suppl 1:s9-s12.<br />

130. Jaffe A, Chen Y, Kisch ES, et al. Erectile dysfunction<br />

in hypertensive subjects: assessment of potential<br />

determinants. Hypertension 1996;28:859-862.<br />

131. Ledda A. Diabetes, hypertension and erectile dysfunction.<br />

Curr Med Res Opin 2000;16 Suppl 1:s17-<br />

s20.<br />

132. Monga TN, Tan G, Ostermann HJ, et al. Sexuality<br />

and sexual adjustment of patients with chronic<br />

pain. Disabil Rehabil 1998;20:317-329.<br />

133. Steele TE, Wuerth D, Finkelstein S, et al. Sexual<br />

experience of the chronic peritoneal dialysis patient.<br />

J Am Soc Nephrol 1996;7:1165-1168.<br />

134. Nordstrom GM, Nyman CR. Male and female sexual<br />

function and activity following ileal conduit<br />

urinary diversion. Br J Urol 1992;70:33-39.<br />

135. Bjerre BD, Johansen C, Steven K. Sexological problems<br />

after cystectomy: bladder substitution compared<br />

with ileal conduit diversion. A questionnaire<br />

study of male patients. Scand J Urol Nephrol<br />

1998;32:187-193.<br />

136. Bjerre BD, Johansen C, Steven K. A questionnaire<br />

study of sexological problems following urinary<br />

diversion in the female patient. Scand J Urol<br />

Nephrol 1997;31:155-160.<br />

137. Karacan I, Karatas M. Erectile dysfunction in sleep<br />

apnea and response to CPAP. J Sex Marital Ther<br />

1995;21:239-247.<br />

138. Schiavi RC, Mandeli J, Schreiner-Engel P, Chambers<br />

A. Aging, sleep disorders, and male sexual<br />

function. Biol Psychiatry 1991;30:15-24.<br />

139. Monga TN, Lawson JS, Inglis J. Sexual dysfunction<br />

in stroke patients. Arch Phys Med Rehabil<br />

1986;67:19-22.<br />

140. Coslett HB, Heilman KM. Male sexual function.<br />

Impairment after right hemisphere stroke. Arch<br />

Neurol 1986;43:1036-1039.<br />

141. Korpelainen JT, Nieminen P, Myllyla VV. Sexual<br />

functioning among stroke patients and their spouses.<br />

Stroke 1999;30:715-719.<br />

142. Koller WC, Vetere-Overfield B, Williamson A, et<br />

al. Sexual dysfunction in Parkinson’s disease. Clin<br />

Neuropharmacol 1990;13:461-463.<br />

143. Litz BT, Zeiss AM, Davies HD. Sexual concerns<br />

of male spouses of female Alzheimer’s disease<br />

patients. Gerontologist 1990;30:113-116.<br />

144. Tsai SJ, Hwang JP, Yang CH, et al. Inappropriate<br />

sexual behaviors in dementia: a preliminary report.<br />

Alzheimer Dis Assoc Disord 1999;13:60-62.<br />

145. Levitsky AM, Owens NJ. Pharmacologic treatment


158<br />

Γηριατρική Ουρολογία<br />

of hypersexuality and paraphilias in nursing home<br />

residents. J Am Geriatr Soc 1999;47:231-234.<br />

146. Wiseman SV, McAuley JW, Freidenberg GR, Freidenberg<br />

DL. Hypersexuality in patients with dementia:<br />

possible response to cimetidine. Neurology<br />

2000;54:2024.<br />

147. Rosas SE, Wasserstein A, Kobrin S, Feldman HI.<br />

Preliminary observations of sildenafil treatment<br />

for erectile dysfunction in dialysis patients. Am J<br />

Kidney Dis 2001;37:134-137.<br />

148. Dinsmore WW, Hodges M, Hargreaves C, et al.<br />

Sildenafil citrate (Viagra) in erectile dysfunction:<br />

near normalization in men with broad-spectrum<br />

erectile dysfunction compared with age-matched<br />

healthy control subjects. Urology 1999;53:800-<br />

805.<br />

149. Kaplan SA, Reis RB, Kohn IJ, et al. Safety and efficacy<br />

of sildenafil in postmenopausal women with<br />

sexual dysfunction. Urology 1999;53:481-486.<br />

150. Kramolowsky EV, Quinlan SM, Loening SA. Extracorporeal<br />

shock wave lithotripsy for the treatment<br />

of urinary calculi in the elderly. J Am Geriatr Soc<br />

1987;35:251-254.<br />

151. Ukimura O, Kojima M, Inui E, et al. A statistical<br />

study of the American Urological Association<br />

symptom index for benign prostatic hyperplasia in<br />

participants of mass screening program for prostatic<br />

diseases using transrectal sonography. J Urol<br />

1996;156:1673-1678.<br />

152. Kawauchi A, Tanaka Y, Soh J, et al. Causes of<br />

nocturnal urinary frequency and reasons for itsincrease<br />

with age in healthy older men. J Urol<br />

2000;163:81-84.<br />

153. Bradley CS, Kennedy CM, Nygaard IE. Pelvic floor<br />

symptoms and lifestyle factors in olderwomen. J<br />

Womens Health (Larchmt) 2005;14:128-136.<br />

154. Ko Y, Lin SJ, Salmon JW, Bron MS. The impact of<br />

urinary incontinence on quality of life of the elderly.<br />

Am J Manag Care 2005;11:S103-S111.<br />

155. Finkelstein MM, Skelly J, Kaczorowski J, Swanson<br />

G. Incontinence Quality of Life Instrument in<br />

a survey of primary care physicians. J Fam Pract<br />

2002;51:952.<br />

156. Hunskaar S, Vinsnes A. The quality of life in<br />

women with urinary incontinence as measured<br />

by the Sickness Impact Profile. J Am Geriatr Soc<br />

1991;39:378-382.<br />

157. Rosenberg LJ, Griffiths DJ, Resnick NM. Factors that<br />

distinguish continent from incontinentμ older adults<br />

with detrusor overactivity. J Urol2005;174:1868-<br />

1872.<br />

158. Goode PS, Burgio KL, Locher JL, et al. Urodynamic<br />

changes associated with behavioral and drug<br />

treatment of urge incontinence in older women. J<br />

Am Geriatr Soc 2002;50:808-816.<br />

159. Chapple CR, Abrams P. Comparison of darifenacin<br />

and oxybutynin in patients with overactive bladder:<br />

assessment of ambulatory urodynamics and<br />

impact on salivary flow. Eur Urol 2005;48:102-<br />

109.<br />

160. Digesu GA, Khullar V, Cardozo L, Salvatore S.<br />

Overactive bladder symptoms: do we need urodynamics?<br />

Neurourol Urodyn 2003;22:105-108.<br />

161. Holtedahl K, Verelst M, Schiefloe A, Hunskaar S.<br />

Usefulness of urodynamic examination in female<br />

urinary incontinence—lessons from a populationbased,<br />

randomized, controlled study of conservative<br />

treatment. Scand J Urol Nephrol 2000;34:169-<br />

174.<br />

162. Malone-Lee JG, Walsh JB, Maugourd MF. Tolterodine:<br />

a safe and effective treatment for older patients<br />

with overactive bladder. J Am Geriatr Soc<br />

2001;49:700-705.<br />

163. Lipton RB, Kolodner K, Wesnes K. Assessment of<br />

cognitive function of the elderly population: effects<br />

of darifenacin. J Urol 2005;173:493-498.<br />

164. Krauwinkel WJ, Smulders RA, Mulder H, et al. Effect<br />

of age on the pharmacokinetics of solifenacin<br />

in men and women. Int J Clin Pharmacol Ther<br />

2005;43:227-238.<br />

165. Teunissen TA, de Jonge A, van Weel C, Lagro-<br />

Janssen AL. Treating urinary incontinence in the<br />

elderly-conservative therapies that work: a systematic<br />

review. J Fam Pract 2004;53:25-30, 32.<br />

166. Bergstrom K, Carlsson CP, Lindholm C, Widengren<br />

R. Improvement of urge- and mixed-type<br />

incontinence after acupuncture treatment among<br />

elderly women—a pilot study. J Auton Nerv Syst<br />

2000;79:173-180.<br />

167. Emmons SL, Otto L. Acupuncture for overactive<br />

bladder: a randomized controlled trial. Obstet Gynecol<br />

2005;106:138-143. <br />

168. Ghei M, Maraj BH, Miller R, et al. Effects of botulinum<br />

toxin B on refractory detrusor overactivity:<br />

a randomized, double-blind, placebo controlled,<br />

crossover trial. J Urol 2005;174:1873-1877; discussion<br />

1877.<br />

169. Carey JM, Leach GE. Transvaginal surgery in the


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 159<br />

octogenarian using cadaveric fascia for pelvic<br />

prolapse and stress incontinence: minimal oneyear<br />

results compared to younger patients. Urology<br />

2004;63:665-670.<br />

170. Peattie AB, Stanton SL. The Stamey operation for<br />

correction of genuine stress incontinence in the<br />

elderly woman. Br J Obstet Gynaecol 1989;96:983-<br />

986.<br />

171. Nitti VW, Bregg KJ, Sussman EM, Raz S. The Raz<br />

bladder neck suspension in patients 65 years old<br />

and older. J Urol 1993;149:802-807.<br />

172. Holmgren C, Nilsson S, Lanner L, Hellberg D.<br />

Long-term results with tension-free vaginal tape<br />

on mixed and stress urinary incontinence. Obstet<br />

Gynecol 2005;106:38-43.<br />

173. Bukkapatnam R, Shah S, Raz S, Rodriguez L. Anterior<br />

vaginal wall surgery in elderly patients: outcomes<br />

and assessment. Urology 2005;65:1104-1108.<br />

174. Schweitzer KJ, Vierhout ME, Milani AL. Surgery<br />

for pelvic organ prolapse in women of 80 years<br />

of age and older. Acta Obstet Gynecol Scand<br />

2005;84:286-289.<br />

175. Maher CF, O’Reilly BA, Dwyer PL, et al. Pubovaginal<br />

sling versus transurethral Macroplastique for<br />

stress urinary incontinence and intrinsic sphincter<br />

deficiency: a prospective randomised controlled<br />

trial. BJOG 2005;112:797-801.<br />

176. Truijen G, Wyndaele JJ, Weyler J. Conservative<br />

treatment of stress urinary incontinence in women:<br />

who will benefit? Int Urogynecol J Pelvic Floor<br />

Dysfunct 2001;12:386-390.<br />

177. Cammu H, Van Nylen M, Blockeel C, et al. Who<br />

will benefit from pelvic floor muscle training for<br />

stress urinary incontinence? Am J Obstet Gynecol<br />

2004;191:1152-1157.<br />

178. Burgio KL, Goode PS, Locher JL, et al. Predictors<br />

of outcome in the behavioral treatment of urinary<br />

incontinence in women. Obstet Gynecol<br />

2003;102:940-947.<br />

179. Nuotio M, Tammela TL, Luukkaala T, Jylha M. Urgency<br />

and urge incontinence in an older population:<br />

ten-year changes and their association with<br />

mortality. Aging Clin Exp Res 2002;14:412-419.<br />

180. Ruben FL, Dearwater SR, Norden CW, et al. Clinical<br />

infections in the noninstitutionalized geriatric<br />

age group: methods utilized and incidence of infections.<br />

The Pittsburgh Good Health Study. Am J<br />

Epidemiol 1995;141:145-157.<br />

181. Nicolle LE. Urinary infections in the elderly: symptomatic<br />

of asymptomatic? Int J Antimicrob Agents<br />

1999;11:265-268.<br />

182. Walker S, McGeer A, Simor AE, et al. Why are antibiotics<br />

prescribed for asymptomatic bacteriuria<br />

in institutionalized elderly people? A qualitative<br />

study of physicians’ and nurses’ perceptions. CMAJ<br />

2000;163:273-277.<br />

183. Dessole S, Rubattu G, Ambrosini G, et al. Efficacy<br />

of low-dose intravaginal estriol on urogenital<br />

aging in postmenopausal women. Menopause<br />

2004;11:49-56.<br />

184. Raz R, Colodner R, Rohana Y, et al. Effectiveness<br />

of estriol-containing vaginal pessaries and nitrofurantoin<br />

macrocrystal therapy in the prevention<br />

of recurrent urinary tract infection in postmenopausal<br />

women. Clin Infect Dis 2003;36:1362-1368.<br />

185. Brown JS, Vittinghoff E, Kanaya AM, et al. Urinary<br />

tract infections in postmenopausal women: effect<br />

of hormone therapy and risk factors. Obstet Gynecol<br />

2001;98:1045-1052. <br />

186. Vogel T, Verreault R, Gourdeau M, et al. Optimal<br />

duration of antibiotic therapy for uncomplicated<br />

urinary tract infection in older women: a<br />

double-blind randomized controlled trial. CMAJ<br />

2004;170:469-473.<br />

187. Lutters M, Vogt N. Antibiotic duration for treating<br />

uncomplicated, symptomatic lower urinary tract<br />

infections in elderly women. Cochrane Database<br />

Syst Rev 2002:CD001535.<br />

188. Sobel JD, Kauffman CA, McKinsey D, et al. Candiduria:<br />

a randomized, double-blind study of treatment<br />

with fluconazole and placebo. The National Institute<br />

of Allergy and Infectious Diseases (NIAID) Mycoses<br />

Study Group. Clin Infect Dis 2000;30:19-24.<br />

189. Bent S, Kane C, Shinohara K, et al. Saw palmetto<br />

for benign prostatic hyperplasia. N Engl J Med<br />

2006;354:557-566.<br />

190. Hill B, Belville W, Bruskewitz R, et al. Transurethral<br />

needle ablation versus transurethral resection<br />

of the prostate for the treatment of symptomatic<br />

benign prostatic hyperplasia: 5-year results of a<br />

prospective, randomized, multicenter clinical trial.<br />

J Urol 2004;171:2336-2340.<br />

191. Chandrasekar P, Virdi JS, Kapasi F. Transurethral<br />

needle ablation of the prostate (TUNA)-a prospective<br />

randomized study, long-term results [abstract].<br />

J Urol 2003;169:463. Abstract 1754.<br />

192. Boyle P, Robertson C, Vaughan ED, Fitzpatrick JM.<br />

A meta-analysis of trials of transurethral needle


160<br />

Γηριατρική Ουρολογία<br />

ablation for treating symptomatic benign prostatic<br />

hyperplasia. BJU Int 2004;94:83-88.<br />

193. Hoffman RM, MacDonald R, Monga M, Wilt<br />

TJ. Transurethral microwave thermotherapy vs<br />

transurethral resection for treating benign prostatic<br />

hyperplasia: a systematic review. BJU Int<br />

2004;94:1031-1036.<br />

194. Gupta N, Sivaramakrishna, Kumar R, et al. Comparison<br />

of standard transurethral resection, transurethral<br />

vapour resection and holmium laser enucleation<br />

of the prostate for managing benign prostatic<br />

hyperplasia of .40 g. BJU Int 2006;97:85-89.<br />

195. Montorsi F, Naspro R, Salonia A, et al. Holmium<br />

laser enucleation versus transurethral resection of<br />

the prostate: results from a 2-center, prospective,<br />

randomized trial in patients with obstructive benign<br />

prostatic hyperplasia. J Urol 2004;172:1926-<br />

1929.<br />

196. Souverein PC, Erkens JA, de la Rosette JJ, et al.<br />

Drug treatment of benign prostatic hyperplasia<br />

and hospital admission for BPH-related surgery.<br />

Eur Urol 2003;43:528-534.<br />

197. Vela-Navarrete R, Gonzalez-Enguita C, Garcia-<br />

Cardoso JV, et al. The impact of medical therapy<br />

on surgery for benign prostatic hyperplasia: a<br />

study comparing changes in a decade (1992-2002).<br />

BJU Int 2005;96:1045-1048.<br />

198. Naslund MJ, Carlson AM, Williams MJ. A cost<br />

comparison of medical management and transurethral<br />

needle ablation for treatment of benign<br />

prostatic hyperplasia during a 5-year period. J Urol<br />

2005;173:2090-2093; discussion 2093.<br />

199. Bo M, Ventura M, Marinello R, et al. Relationship<br />

between prostatic specific antigen (PSA) and<br />

volume of the prostate in the benign prostatic hyperplasia<br />

in the elderly. Crit Rev Oncol Hematol<br />

2003;47:207-211.<br />

200. Holmberg L, Bill-Axelson A, Helgesen F, et al. A<br />

randomized trial comparing radical prostatectomy<br />

with watchful waiting in early prostate cancer. N<br />

Engl J Med 2002;347:781-789.<br />

201. Bill-Axelson A, Holmberg L, Ruutu M, et al. Radical<br />

prostatectomy versus watchful waiting in early<br />

prostate cancer. N Engl J Med 2005;352:1977-<br />

1984.<br />

202. Soulie M, Straub M, Game X, et al. A multicenter<br />

study of the morbidity of radical cystectomy in<br />

select elderly patients with bladder cancer. J Urol<br />

2002;167:1325-1328.<br />

203. Chang SS, Alberts G, Cookson MS, Smith JA, Jr.<br />

Radical cystectomy is safe in elderly patients at<br />

high risk. J Urol 2001;166:938-941.<br />

204. Thompson IM, Tangen CM, Goodman PJ, et al.<br />

Erectile dysfunction and subsequent cardiovascular<br />

disease. JAMA 2005;294:2996-3002.<br />

205. Blumentals WA, Gomez-Caminero A, Joo S,<br />

Vannappagari V. Is erectile dysfunction predictive<br />

of peripheral vascular disease? Aging Male<br />

2003;6:217-221.<br />

206. Gazzaruso C, Giordanetti S, De Amici E, et al. Relationship<br />

between erectile dysfunction and silent<br />

myocardial ischemia in apparently uncomplicated<br />

type 2 diabetic patients. Circulation 2004;110:22-<br />

26.<br />

207. Giuliano FA, Leriche A, Jaudinot EO, de Gendre<br />

AS. Prevalence of erectile dysfunction among<br />

7689 patients with diabetes or hypertension, or<br />

both. Urology 2004;64:1196-1201.<br />

208. Rosen RC, Fisher WA, Eardley I, et al. The multinational<br />

Men’s Attitudes to Life Events and Sexuality<br />

(MALES) study: I: prevalence of erectile dysfunction<br />

and related health concerns in the general<br />

population. Curr Med Res Opin 2004;20:607-617.<br />

209. Shiri R, Koskimaki J, Hakkinen J, et al. Effects of<br />

age, comorbidity and lifestyle factors on erectile<br />

function: Tampere Ageing Male Urological Study<br />

(TAMUS). Eur Urol 2004;45:628-633.<br />

210. Fujisawa M, Sawada K. Clinical efficacy and safety<br />

of sildenafil in elderly patients with erectile<br />

dysfunction. Arch Androl 2004;50:255-260.<br />

211. Rendell MS, Rajfer J, Wicker PA, Smith MD. Sildenafil<br />

for treatment of erectile dysfunction in men<br />

with diabetes: a randomized controlled trial. Sildenafil<br />

Diabetes Study Group. JAMA 1999;281:421-<br />

426.<br />

212. Wagner G, Montorsi F, Auerbach S, Collins M.<br />

Sildenafil citrate (VIAGRA) improves erectile function<br />

in elderly patients with erectile dysfunction:<br />

a subgroup analysis. J Gerontol A Biol Sci Med Sci<br />

2001;56:M113-M119.<br />

213. Brock GB, McMahon CG, Chen KK, et al. Efficacy<br />

and safety of tadalafil for the treatment of erectile<br />

dysfunction: results of integrated analyses. J Urol<br />

2002;168:1332-1336.<br />

214. Finelli A, Hirshberg ED, Radomski SB. The treatment<br />

choice of elderly patients with erectile dysfunction.<br />

Geriatr Nephrol Urol 1998;8:15-19.<br />

215. Shabsigh R, Padma-Nathan H, Gittleman M, et al.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 161<br />

Intracavernous alprostadil alfadex (EDEX/VIRIDAL)<br />

is effective and safe in patients with erectile dysfunction<br />

after failing sildenafil (Viagra). Urology<br />

2000;55:477-480.<br />

216. Israilov S, Shmuely J, Niv E, et al. Evaluation of a<br />

progressive treatment program for erectile dysfunction<br />

in patients with diabetes mellitus. Int J<br />

Impot Res 2005;17:431-436.<br />

217. Robertson WG, Peacock M, Heyburn PJ. Clinical<br />

and metabolic aspects of urinary stone disease<br />

in Leeds. Scand J Urol Nephrol Suppl 1980;53:199-<br />

206.<br />

218. Koide T, Itatani H, Yoshioka T, et al. Clinical manifestations<br />

of calcium oxalate monohydrate and<br />

dihydrate urolithiasis. J Urol 1982;127:1067-1069.<br />

219. Daudon M, Donsimoni R, Hennequin C, et al.<br />

Sex- and age-related composition of 10 617 calculi<br />

analyzed by infrared spectroscopy. Urol Res<br />

1995;23:319-326.<br />

220. Daudon M, Dore JC, Jungers P, Lacour B. Changes<br />

in stone composition according to age and gender<br />

of patients: a multivariate epidemiological<br />

approach. Urol Res 2004;32:241-247.<br />

221. Usui Y, Matsuzaki S, Matsushita K, Shima M. Urolithiasis<br />

in geriatric patients. Tokai J Exp Clin Med<br />

2003;28:81-87.<br />

222. Hall WD, Pettinger M, Oberman A, et al. Risk<br />

factors for kidney stones in older women in the<br />

southern United States. Am J M ed Sci 2001;322:12-<br />

18.<br />

223. Abate N, Chandalia M, Cabo-Chan AV, Jr., et al.<br />

The metabolic syndrome and uric acid nephrolithiasis:<br />

novel features of renal manifestation of<br />

insulin resistance. Kidney Int 2004;65:386-392.<br />

224. Ford ES, Giles WH, Dietz WH. Prevalence of the<br />

metabolic syndrome among US adults: findings<br />

from the third National Health and Nutrition Examination<br />

Survey. JAMA 2002;287:356-359.<br />

225. Heller HJ, Sakhaee K, Moe OW, Pak CY. Etiological<br />

role of estrogen status in renal stone formation.<br />

J Urol 2002;168:1923-1927.<br />

226. Araujo AB, O’Donnell AB, Brambilla DJ, et al. Prevalence<br />

and incidence of androgen deficiency in<br />

middle-aged and older men: estimates from the<br />

Massachusetts Male Aging Study. J Clin Endocrinol<br />

Metab 2004;89:5920-5926.<br />

227. Ly LP, Jimenez M, Zhuang TN, et al. A doubleblind,<br />

placebo-controlled, randomized clinical<br />

trial of transdermal dihydrotestosterone gel on<br />

muscular strength, mobility, and quality of life in<br />

older men with partial androgen deficiency. J Clin<br />

Endocrinol Metab 2001;86:4078-4088.<br />

228. Wilson JR, Clarke MG, Ewings P, et al. The assessment<br />

of patient life-expectancy: how accurate<br />

are urologists and oncologists? BJU Int<br />

2005;95:794-798.<br />

229. Krahn MD, Bremner KE, Asaria J, et al. The tenyear<br />

rule revisited: accuracy of clinicians’ estimates<br />

of life expectancy in patients with localized<br />

prostate cancer. Urology 2002;60:258-263.


Αντιμετώπιση ασθενών τρίτης ηλικίας με παθήσεις<br />

του πεπτικού συστήματος<br />

ΣΑ Καπίρης<br />

Επιμελητής Α’, Γ’ Χειρουργικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

KAPIRIS AS. Management of the diseases of the digestive system in the elderly. The geriatric population in<br />

Greece is expanding and clinical decision-making is often complicated by the effects of ageing. Age should not be the<br />

only parameter considered when addressing diseases of the gastrointestinal tract. The present short review summarizes<br />

the changes of the GI tract attributed to ageing and discusses operative risks, mortality and morbidity rates as well as<br />

the therapeutic results for the different gastrointestinal sites when affected by cancer and for clostiridium difficile infection.<br />

Elective operations by surgical oncologists are found to be safe and complication rates and mean hospital stay do<br />

not differ between elderly and younger patients provided the procedure is conducted with the best-known technique<br />

in expert hands. Treatment of the elderly should no longer be based on untested beliefs and personal opinions. The<br />

elderly should be accrued for prospective clinical evaluation and should not be denied optimal surgical treatment.<br />

Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 162-167, 2011.<br />

Key words: elderly patients, geriatric patients, esophageal cancer, colonic cancer, pancreatic cancer, c. difficile infection<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Ο γηριατρικός πληθυσμός στην Ελλάδα αυξάνεται συνεχώς και οι αποφάσεις για διάφορα κλινικά προβλήματα συχνά<br />

περιπλέκονται από τις επιπτώσεις της μεγάλης ηλικίας των ασθενών αυτών. Η μεγάλη ηλικία δεν θα πρέπει να<br />

είναι η μόνη παράμετρος που θα λαμβάνεται υπ’ όψιν όταν υπάρχουν παθήσεις του γαστρεντερικού συστήματος.<br />

Στην παρούσα βραχεία ανασκόπηση συνοψίζονται οι αλλαγές στο πεπτικό σύστημα που οφείλονται στην προχωρημένη<br />

ηλικία, ενώ συζητούνται ο εγχειρητικός κίνδυνος, η νοσηρότητα, η θνητότητα και τα αποτελέσματα των<br />

χειρουργικών θεραπειών σε διάφορους τύπους καρκίνων του γαστρεντερικού. Οι προγραμματισμένες επεμβάσεις<br />

στους ασθενείς αυτούς είναι ασφαλείς, ενώ ο κίνδυνος των επιπλοκών και ο μέση διάρκεια νοσηλείας δεν διαφέρουν<br />

μεταξύ ηλικιωμένων και νεώτερων ασθενών με την προυπόθεση ότι οι επεμβάσεις εκτελούνται με την καλύτερη τεχνική<br />

από έμπειρα χέρια. Επίσης συζητείται η λοίμωξη των ηλικιωμένων από κλωστηρίδιο difficile. Οι ηλικιωμένοι θα<br />

πρέπει να εντάσσονται σε προοπτικές κλινικές μελέτες ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να τους προσφέρεται η ιδανική<br />

(optimal) θεραπεία. Η σε μεγάλο βαθμό έκπτωση από τη δυνητικά ριζική χειρουργική θεραπεία σε αυτή την ομάδα<br />

των ασθενών δε θα πρέπει να είναι αποδεκτή. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 162-167, 2011.<br />

Λέξεις κλειδιά: ηλικιωμένοι ασθενείς, ασθενείς τρίτης ηλικίας, καρκίνος οισοφάγου, καρκίνος παγκρέατος, καρκίνος<br />

παχέως εντέρου, λοίμωξη από κλωστηρίδιο difficile<br />

Τα τελευταία 10 χρόνια (1996 - 2006) ο συνολικός<br />

πληθυσμός της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 4,2%, κυρίως<br />

λόγω της μετανάστευσης. Το προσδόκιμο ζωής κατά<br />

τη γέννηση διαμορφώθηκε, το 2004, στα 76,67 έτη για<br />

τους άντρες και στα 81,46 έτη για τις γυναίκες, εμφανίζοντας<br />

μικρή αυξητική τάση, κυρίως λόγω της μείωσης<br />

της περιγεννητικής και βρεφικής θνησιμότητας. Η<br />

Ελλάδα, σε ό,τι αφορά το προσδόκιμο ζωής, κατατασσόταν<br />

το 2004 στην 11η θέση μεταξύ των χωρών της<br />

Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ το 2001 κατείχε την 7η θέση<br />

και το 1991 τη 2η.<br />

Η ηλικιακή ομάδα άνω των 65 ετών (ασθενείς 3 ης ηλικίας),<br />

αυξήθηκε από 13,3% στο σύνολο του πληθυσμού<br />

της Ελλάδας το 1983, σε 18,5% το 2006, με αποτέλεσμα


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 163<br />

την περαιτέρω δημογραφική γήρανση του πληθυσμού.<br />

Δείκτες της δημογραφικής σύνθεσης ενός πληθυσμού<br />

είναι ο δείκτης γήρανσης και ο δείκτης εξάρτησης.<br />

Ο δείκτης γήρανσης προκύπτει από την εκατοστιαία<br />

αναλογία του πληθυσμού με ηλικία άνω των 65 ετών,<br />

προς τον πληθυσμό με ηλικία κάτω των 14 ετών. Ο<br />

δείκτης εξάρτησης είναι η εκατοστιαία αναλογία του<br />

οικονομικά μη ενεργού πληθυσμού (ηλικιακές ομάδες 0-<br />

14 και άνω των 65 ετών) προς τον οικονομικά ενεργό<br />

πληθυσμό ηλικίας 15-64 ετών. Ο δείκτης γήρανσης έχει<br />

αυξηθεί κατά 45,5% μέσα σε μια δεκαετία, φτάνοντας<br />

στο 129,31 το 2006. Αντίθετα, ο δείκτης εξάρτησης παραμένει<br />

περίπου σταθερός, με τιμή 48,91 για το 2006 1 .<br />

Οι δείκτες αυτοί είναι συγκρίσιμοι με αυτούς των<br />

Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, όπου υπολογίζεται ότι<br />

οι Αμερικανοί με ηλικία μεγαλύτερη των 65 ετών θα είναι<br />

το 2020 περισσότεροι από το 20% του πληθησμού, ενώ<br />

το 2070 θα έχουν διπλασιαστεί στα 70 εκατομμύρια, με<br />

το 25% από αυτούς να είναι άτομα μεγαλύτερα από 85<br />

ετών 2<br />

Φυσιολογικες αλλαγες στο πεπτικο συστημα<br />

που σχετιζονται με την μεγαλη ηλικια<br />

Οι αλλαγές στο ΓΕΣ που σχετίζονται με την ηλικία<br />

περιλαμβάνουν ελάττωση της βασικής και μετά<br />

από διέγερση έκκρισης του σάλιου (η οποία μπορεί<br />

να οδηγήσει σε δυσχέρεια στην κατάποση) 3 , ελάττωση<br />

παραγωγής της γαστρικής βλέννης 4 , και επιβράδυνση<br />

της εντερικής κινητικότητας 5 .<br />

Το μέγεθος και ο όγκος του ήπατος μειώνεται<br />

προϊούσης της ηλικίας με αντίστοιχη μείωση και στη<br />

λειτουργικότητα του 6 . Επιπλέον η γήρανση – εκφύλιση<br />

του ηπατοκυττάρου οδηγεί σε μειωμένη αδρανοποίηση<br />

ουσιών και φαρμάκων ιδιαίτερα αυτών που μεταβολίζονται<br />

από το κυτόχρωμα P-450 7 . Έτσι ο κίνδυνος των<br />

παρενεργειών αλλά και των αλληλεπιδράσεων φαρμάκων<br />

τα οποία μεταβολίζονται από το σύστημα κυτοχρώματος<br />

P-450 είναι αυξημένος στον υπερήλικα.<br />

Το ελαττωμένο επίπεδο θρέψης είναι ένα άλλο σημαντικό<br />

πρόβλημα στα άτομα τρίτης ηλικίας. Υπολογίζεται<br />

ότι τι 12% των ανδρών και το 8% των γυναικών<br />

στον υγιή γηριατρικό πληθυσμό εμφανίζουν ελαττωμένη<br />

θρέψη 8 . Η ελαττωμένη θρέψη είναι ακόμα πιο<br />

έκδηλη σε νοσηλευόμενους υπερήλικες με αναφερόμενα<br />

ποσοστά από 37% ως 85% 9,10 . Είναι γνωστό ότι σε<br />

ασθενείς με κακό επίπεδο θρέψης όπως αυτό καθορίζεται<br />

από χαμηλό δείκτη μάζας σώματος (BMI) 11 , εξεσημασμένη<br />

απώλεια βάρους 12 , και υποαλβουμιναιμία 13 , το<br />

ποσοστό των χειρουργικών επιπλοκών και η μετεγχειρητική<br />

θνητότητα είναι αυξημένα. Σε μια πολυκεντρική<br />

μελέτη (National Veterans Affairs Surgical Risk Study) 14 , τα<br />

ελαττωμένα επίπεδα της αλβουμίνης σχετίζονταν με<br />

εκθετική αύξηση της θνητότητας (από 1% σε 29%) και<br />

της νοσηρότητας (από 10% σε 65%) σε ασθενείς που<br />

είχαν υποβληθεί σε μείζονες μη καρδιοχειρουργικές<br />

επεμβάσεις 14 . Συμπερασματικά η προεγχειρητική αναγνώριση<br />

των υπερήλικων υποθρεπτικών ασθενών και<br />

η θρεπτική υποστήριξη πριν από μείζονες χειρουργικές<br />

επεμβάσεις είναι σημαντική και μπορεί να μειώσει<br />

τις πιθανότητες δυσμενών αποτελεσμάτων.<br />

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ασθενής της τρίτης ηλικίας<br />

εκτός από την έκπτωση λειτουργίας του ΓΕΣ,<br />

εμφανίζει αλλαγές σχετιζόμενες με την πάροδο της<br />

ηλικίας και σε όλα τα υπόλοιπα συστήματα. Υπάρχει<br />

μείωση της λειτουργίας του καρδιαγγειακού συστήματος,<br />

του αναπνευστικού συστήματος, των νεφρών και<br />

της δυνατότητας ηλεκτρολυτικής ρύθμισης, του μυοσκελετικού<br />

συστήματος, του ενδοκρινικού συστήματος,<br />

της θερμορρύθμισης, του ανοσολογικού συστήματος<br />

και του κεντρικού νευρικού συστήματος. Έτσι ο γηριατρικός<br />

πληθυσμός είναι ανομοιογενής εξαιτίας της<br />

πληθώρας των συνοδών νοσημάτων, της πολυφαρμακίας<br />

αλλά και του διαφορετικού ψυχοκοινωνικού<br />

επιπέδου αυτών των ασθενών. Αυτή η ανομοιογένεια<br />

έχει οδηγήσει στη χρήση διαφόρων συστημάτων<br />

βαθμολογίας (score systems) σε μια προσπάθεια για<br />

μια πιο ακριβή και μετρήσιμη εκτίμηση του επιπέδου<br />

υγείας αυτών των ασθενών. Τέτοια συστήματα είναι<br />

το Comprehensive Geriatric Assessment (CGA), το<br />

Revised Cardiac Risk Index (RCRI), το Eastern Cooperative<br />

Oncology Group (ECOG) Grade, το Κarnofsky Score,<br />

το American Society of Aneisthisiology (ASA) score, το<br />

Cumulative Index illness Rating Scale-Geriatrics (CIRS-G)<br />

και το Charlson Commorbidity Index (CCI) κ.α.<br />

Αντιμετωπιση ασθενων 3 ης ηλικιας με συγκεκριμενες<br />

παθησεις.<br />

Καρκίνος του οισοφάγου<br />

Ο καρκίνος του οισοφάγου είναι μία νόσος που<br />

εμφανίζεται τυπικά σε άνδρες μεγάλης ηλικίας και<br />

έχει ετήσια επίπτωση 7,7/100.000 στον πληθυσμό της<br />

Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα ποσοστό από 18% ως 29%<br />

των ασθενών με καρκίνο του οισοφάγου αφορά ασθενείς<br />

άνω των 70 ετών. Ήδη από τη δεκαετία του 80<br />

είχε επισημανθεί ότι οι επεμβάσεις οισοφαγεκτομών<br />

μπορούσαν να εκτελεστούν με σχετικά χαμηλή θνητότητα<br />

6% ενώ είχε φανεί ότι η προχωρημένη ηλικία δε<br />

σχετιζόταν με αυξημένο κίνδυνο αναστομωτικών δια-


164<br />

Αντιμετώπιση ασθενών τρίτης ηλικίας με παθήσεις του πεπτικού συστήματος<br />

φυγών, πνευμονικών επιπλοκών και μετεγχειρητικής<br />

θνητότητας (Perasia και συν.) 15 . Οι ηλικιωμένοι ασθενείς<br />

με καρκίνο οισοφάγου κατά κανόνα συνοδεύονται<br />

από σοβαρή υποθρεψία, ενώ συχνά εμφανίζουν επεισόδια<br />

εισροφήσεων και ελαττωμένη καρδιοαγγειακή<br />

λειτουργία. Είναι πολύ σημαντική η θρεπτική υποστήριξη<br />

των ασθενών αυτών προεγχειρητικά αλλά και<br />

μετεγχειρητικά καθώς και η πολύ στενή αιμοδυναμική<br />

παρακολούθηση άμεσα μετεγχειρητικά σε μονάδα αυξημένης<br />

φροντίδας.<br />

Προτείνεται επίσης ότι η οισοφαγεκτομή χωρίς<br />

θωρακοτομή (transhiatal/ pull-through esophagectomy)<br />

είναι ασφαλέστερη σε ασθενείς υψηλού χειρουργικού<br />

κινδύνου 15 . Συμπερασματικά η κατάλληλη χειρουργική<br />

εμπειρία, η μετεγχειρητική αιμοδυναμική και θρεπτική<br />

υποστήριξη και η επιλογή της κατάλληλης επέμβασης<br />

επιτρέπουν στους ασθενείς της τρίτης ηλικίας με καρκίνο<br />

του οισοφάγου να υποβληθούν σε θεραπευτική<br />

επέμβαση .<br />

Καρκίνος Στομάχου<br />

Η συχνότητα καρκίνου στομάχου μειώνεται τα<br />

τελευταία χρόνια, είναι όμως ακόμα σχετικά συχνός<br />

στην Ευρώπη με ετήσια επίπτωση 35,7/100.000. Η συχνότητα<br />

είναι μεγαλύτερη γύρω στην ηλικία των 70<br />

ετών ενώ ο καρκίνος του στομάχου είναι ασυνήθης<br />

πριν την ηλικία των 40 ετών. Στους ηλικιωμένους<br />

ασθενείς ο γαστρικός καρκίνος φαίνεται ότι επηρεάζει<br />

περισσότερο το περιφερικό τμήμα του στομάχου 17<br />

με αποτέλεσμα αυτοί οι ασθενείς να εμφανίζουν συχνότερα<br />

αναιμία και απόφραξη εξόδου του στομάχου.<br />

Οι ηλικιωμένοι ασθενείς έχουν συχνότερα καλώς διαφοροποιημένους<br />

όγκους, συνήθως εντερικού τύπου<br />

κατά Laurèn σε αντίθεση με τους νεώτερους ασθενείς<br />

οι οποίοι εμφανίζουν όγκους διάχυτου τύπου κατά<br />

Laurèn σε μεγαλύτερο ποσοστό 18 . Έτσι λοιπόν φαίνεται<br />

να υπάρχει μια αρνητική συσχέτιση μεταξύ της ηλικίας<br />

και της επιβίωσης η οποία όμως σχετίζεται με τον<br />

υποτύπο γαστρικού καρκίνου (εντερικού – διάχυτου<br />

τύπου) 19 . Οι ηλικιωμένοι ασθενείς με γαστρικό καρκίνο<br />

συχνά έχουν αυξημένο ASA score, εμφανίζουν συνοδές<br />

παθήσεις από το καρδιαγγειακό και ελαττωμένη θρέψη.<br />

Παρ όλα αυτά όμως η περιεγχειρητική θνητότητα<br />

μετά από γαστρεκτομή για καρκίνο στομάχου δε διαφέρει<br />

στατιστικών σημαντικά μεταξύ των ασθενών<br />

μεγαλύτερων των 70 και μικρότερων των 70 ετών ενώ<br />

η μετεγχειρητική νοσηρότητα είναι ελαφρώς αυξημένη<br />

στην ομάδα των ηλικιωμένων ασθενών χωρίς όμως η<br />

διαφορά αυτή να είναι στατιστικά σημαντική 20 .<br />

Καρκίνος του παχέος εντέρου και του<br />

ορθού<br />

Ο καρκίνος του παχέος εντέρου (Π.Ε.) είναι νόσος<br />

των ηλικιωμένων. Οι ηλικιωμένοι ασθενείς εμφανίζουν<br />

καρκινώματα στο δεξιό κόλον με διπλάσια συχνότητα<br />

απ΄ ότι νεώτεροι ασθενείς (33% έναντι 16%) 29 . Επίσης<br />

οι όγκοι που οδηγούν σε απόφραξη είναι στατιστικά<br />

συχνότεροι σε ασθενείς άνω των 70 ετών. Επιπλέον<br />

οι επείγουσες επεμβάσεις σχετίζονται με στατιστικά<br />

υψηλότερο κίνδυνο εγχειρητικής θνητότητας απ΄ ότι<br />

οι προγραμματισμένες επεμβάσεις (15% έναντι 5%).<br />

Όταν μόνο οι εκλεκτικές κολεκτομές μελετώνται, δε<br />

φαίνεται να υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά<br />

στην εγχειρητική θνητότητα μεταξύ της ομάδας των<br />

υπερηλίκων και της ομάδας των νεώτερων ασθενών<br />

(θνητότητα από 4% ως 7,4%) 30 .<br />

Το αν η επιβίωση των ασθενών τρίτης ηλικίας με<br />

καρκίνο του παχέος εντέρου είναι χειρότερη από αυτή<br />

των νεώτερων ασθενών είναι αμφιλεγόμενο θέμα. Σε<br />

μια μελέτη από τη Μ. Βρετανία που περιλαμβάνει<br />

μεγάλο αριθμό ασθενών αναφέρεται ότι η επιβίωση<br />

σε ηλικιωμένους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε κολεκτομές<br />

ήταν χειρότερη από την επιβίωση ασθενών με<br />

μικρότερες ηλικίες 21 . Στη μελέτη όμως αυτή η ηλικιωμένοι<br />

ασθενείς είχαν υψηλότερη βαθμολογία ASA, περισσότερες<br />

επείγουσες επεμβάσεις και περισσότερες<br />

παρηγορικές επεμβάσεις, καταστάσεις που οδηγούν<br />

σε χειρότερη επιβίωση. Σε αντιδιαστολή, άλλες μελέτες<br />

έχουν δείξει ικανοποιητικά ογκολογικά αποτελέσματα<br />

σε επιλεγμένους ασθενείς τρίτης ηλικίας με καρκίνο<br />

παχέος εντέρου 22,23 .Επίσης από την πλευρά της χειρουργικής<br />

τεχνικής που επιλέχθηκε σε ασθενείς τρίτης<br />

ηλικίας με καρκίνους του ορθού, αυτοί που αντιμετωπίστηκαν<br />

με χαμηλή προσθία εκτομή, ολική εκτομή του<br />

μεσοορθού και κολοπρωκτική αναστόμωση εμφάνισαν<br />

λειτουργικά αποτελέσματα (υποκειμενικά και μανομετρικά)<br />

παρόμοια με αυτά νεώτερων ασθενών 24 . Κάποιο<br />

ρόλο επίσης φαίνεται ότι έχει και η λαπαροσκοπική<br />

κολεκτομή στη θεραπεία των υπερηλίκων με καρκίνο<br />

του παχέος εντέρου, δεδομένου ότι υπάρχουν σειρές<br />

που έχουν δείξει ότι η λαπαροσκοπική κολεκτομή είναι<br />

ασφαλή και αποτελεσματική στους ηλικιωμένους 25 και<br />

ότι οδηγεί σε ταχύτερη αποκατάσταση και ταχύτερη<br />

επιστροφή στις καθημερινές δραστηριότητες 25 .<br />

Η επικουρική χημειοθεραπεία σε ασθενείς με καρκίνο<br />

Π.Ε. σταδίου ΙΙΙ αποτελεί ευρέως αποδεκτή θεραπευτική<br />

τακτική. Σε μια μεγάλη αναδρομική μελέτη από<br />

τις ΗΠΑ αναφέρεται ότι το ποσοστό των ασθενών με<br />

καρκίνο παχέος εντέρου που υποβάλλονται σε επι-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 165<br />

κουρική χημειοθεραπεία μειώνεται όσο αυξάνεται η<br />

ηλικία των ασθενών αυτών 27 . Τα αίτια αυτού του προφανούς<br />

δισταγμού ως προς την επιλογή της επικουρικής<br />

χημειοθεραπείας στους υπερήλικους ασθενείς<br />

είναι πολλά : απουσία μελετών που περιλαμβάνουν<br />

υπερήλικους ασθενείς οι οποίες θα καταλήξουν σε συστάσεις<br />

για τη χρήση της επικουρικής χημειοθεραπείας<br />

στους ασθενείς αυτούς, παρουσία συνοδών νοσημάτων<br />

καθώς και αυξημένη τοξικότητα που πιθανώς<br />

εμφανίζεται στους ηλικιωμένους ασθενείς σε σχέση με<br />

τους νεώτερους ασθενεί. Υπάρχει όμως τελευταία μια<br />

αυξανόμενη τάση στην ογκολογική κοινότητα η οποία<br />

υποστηρίζει ότι οι ηλικιωμένοι ασθενείς είναι δυνατό<br />

να ολοκληρώσουν την επικουρική χημειοθεραπεία και<br />

να εμφανίσουν επιβιώσεις συγκρίσιμες με αυτές που<br />

παρατηρούνται σε νεώτερες ομάδες 28 . Κατά συνέπεια<br />

συστήνεται συνετή χρήση της επικουρικής χημειοθεραπείας<br />

στους ηλικιωμένους ασθενείς και όχι απόρριψή<br />

της με βάση μόνο το κριτήριο της μεγάλης ηλικίας.<br />

Καρκίνος ήπατος<br />

Ο πρωτοπαθής καρκίνος του ήπατος εμφανίζεται<br />

σε ασθενείς με μέσο όρο ηλικίας 66,7 έτη και αφορά<br />

περισσότερους άντρες παρά γυναίκες με ετήσια επίπτωση<br />

στην Ευρώπη 19,9/100.000 άνδρες. Σε παλαιότερες<br />

μελέτες αναφερόταν ότι ασθενείς που είχαν<br />

υποβληθεί σε εκτεταμένη δεξιά ηπατεκτομή για ηπάτωμα<br />

και είχαν ηλικία από 55 ως 64 έτη εμφάνιζαν<br />

υψηλότερη εγχειρητική θνητότητα σε σχέση με ασθενείς<br />

ηλικίας κάτω των 55 ετών (11,1 έναντι 0,7%) 31 . Νεώτερες<br />

μελέτες όμως και ιδιαίτερα αυτές που συμπεριλαμβάνουν<br />

και ηπατεκτομές για μεταστάσεις από<br />

καρκίνο Π.Ε. δείχνουν ότι η εγχειρητική νοσηρότητα,<br />

η θνητότητα και η διάρκεια της νοσηλείας δε διέφεραν<br />

στατιστικά σημαντικά από αυτές της συγκριτικής<br />

ομάδας νεώτερων ασθενών (32%, 4%, 13 ημέρες αντίστοιχα)<br />

32 , συμπεραίνοντας ότι η αυξημένη ηλικία από<br />

μόνη της δεν είναι αντένδειξη για εκτεταμένες εκτομές<br />

ήπατος. Η γνώση και χαρτογράφηση της ηπατικής<br />

εφεδρείας και του όγκου του εναπομείναντος παρεγχύματος<br />

μετά την ηπατεκτομή, οδηγούν σε αποφυγή<br />

της μετεεγχειρητικής ηπατικής ανεπάρκειας που είναι<br />

και η κύρια αιτία νοσηρότητας και θνητότητας των<br />

ηλικιωμένων ασθενών .<br />

Καρκίνος Παγκρέατος<br />

Ο καρκίνος παγκρέατος εμφανίζεται μεταξύ των<br />

ηλικιών 65 και 79 έτη με μέσο όρο τα 69,2 έτη για τους<br />

άνδρες και τα 69,6 έτη για τις γυναίκες. Περίπου το<br />

50% των ασθενών που υποβάλλονται σε παγκρεατεκτομή<br />

για παγκρεατικό ή περιπαγκρεατικό καρκίνο<br />

έχουν ηλικία άνω των 65 ετών. Σε ασθενείς άνω των<br />

80 ετών ο καρκίνος κεφαλής παγκρέατος είναι 2,3 φορές<br />

πιο συχνός από τον καρκίνο του σώματος – ουράς<br />

του παγκρέατος. 90% των καρκίνων του παγκρέατος<br />

σε μεγάλη ηλικία αφορούν πορογεννές καρκίνωμα<br />

και συχνά καλώς διαφοροποιημένο. Η πιθανότητα<br />

ανεύρεσης ηπατικών μεταστάσεων και μεταστάσεων<br />

στους λεμφαδένες αυξάνει με την ηλικία 33 . Ήδη από<br />

διάφορες σειρές παγκρεατεκτομών για καρκίνο παγκρέατος<br />

στις δεκαετίες 80 και 90, είχε διαπιστωθεί<br />

ότι αυτές μπορούν να εκτελεστούν με αποδεκτή περιεγχειρητική<br />

θνητότητα στην ομάδα ασθενών που ήταν<br />

άνω των 70 ετών : Spencer και συν. 34 : 9%, Declore και<br />

συν. 35 : 5%, Κayahara και συν. 36 :18%, Fong και συν. 32 :<br />

6%. Στις σειρές αυτές επίσης αναφερόταν ότι η 5ετής<br />

επιβίωση δε διέφερε στατιστικά σημαντικά μεταξύ<br />

των ασθενών άνω των 70 ετών και αυτών που είχαν<br />

μικρότερη ηλικία. Συμπερασματικά στους ηλικιωμένους<br />

ασθενείς τρίτης ηλικίας πρέπει να προσφέρεται<br />

η θεραπευτική επιλογή της μείζονος παγκρεατικής χειρουργικής<br />

η οποία με την προϋπόθεση της επαρκούς<br />

εμπειρίας μπορεί να εκτελεστεί με ασφάλεια.<br />

Λοίμωξη των ηλικιωμένων ασθενών<br />

με clostiridium difficile<br />

Η εντεροκολίτιδα από clostiridium difficile (c.difficile)<br />

είναι μια νόσος η οποία εμφανίζεται σε νοσηλευόμενους<br />

ασθενείς ιδιαίτερα σε αυτούς που είναι μεγαλύτεροι<br />

από 60 έτη. Υπολογίζεται ότι το 3% των ασυμπτωματικών<br />

ενηλίκων εμφανίζουν θετικότητα στην τοξίνη<br />

του c.difficile 37 , ενώ θετικότητα στην τοξίνη εμφανίζει<br />

το 20% των ενηλίκων ασθενών που νοσηλεύονται σε<br />

νοσοκομείο 38 . 80% των ασθενών που έχουν θετικότητα<br />

στην εντεροτοξίνη του c.difficile στα κόπρανα αφορούν<br />

ασθενείς μεγαλύτερους από 65 έτη.Το 100% των ασθενών<br />

οι οποίοι πάσχουν από ψευδομεμβρανώδη εντεροκολίτιδα<br />

έχουν θετικότητα στην εντεροτοξίνη για<br />

c. difficile 39 . Αυξημένη πιθανότητα αποικισμού έχουν<br />

οι ασθενείς που νοσηλεύονται σε κέντρα αποκατάστασης,<br />

αυτοί που έχουν σοβαρό νόσημα και νοσηλεύονται<br />

στη ΜΕΘ, αυτοί που έχουν λάβει πολυήμερα<br />

σχήματα αντιβιοτικών και οι ασθενείς που βρίσκονται<br />

σε ανοσοκαταστολή. Αυξημένη πιθανότητα αποικισμού<br />

έχουν επίσης οι ηλικιωμένοι ασθενείς που υποβάλλονται<br />

σε χημιοθεραπεία και φαίνεται ότι η χημιοθεραπεία<br />

είναι ανεξάρτητος αιτιολογικός παράγοντας για


166<br />

Αντιμετώπιση ασθενών τρίτης ηλικίας με παθήσεις του πεπτικού συστήματος<br />

τον αποικισμό από c. difficile (ιδιαίτερα τα σχήματα<br />

με 5-φθοριοουρακίλη). Η ακτινοθεραπεία επίσης (χωρίς<br />

ταυτόχρονη χημειοθεραπεία ή χορήγηση αντιβιοτικών)<br />

έχει σχετιστεί με τη λοίμωξη από c difficile. Επίσης ηλικιωμένοι<br />

ασθενείς οι οποίοι έχουν υποβληθεί σε επέμβαση<br />

στ ΓΕΣ έχουν αυξημένο κίνδυνο από c. difficile.<br />

Ενοχοποιούνται παράγοντες όπως η χρήση του ρινογαστρικού<br />

σωλήνα, η προεγχειρητική προετοιμασία<br />

του εντέρου, η περιεγχειρητική χορήγηση αντιβιοτικών,<br />

ο μετεγχειρητικός ειλεός και η στέρηση τροφής.<br />

Η λοίμωξη από c. Difficile μπορεί να εκδηλωθεί με<br />

οποιαδήποτε από τις παρακάτω κλινικές μορφές:<br />

α. ασυμπτωματικός φορέας β. κολίτιδα χωρίς ψευδομεμβράνες<br />

γ. κολίτιδα με ψευδομεμβράνες δ. τοξικό<br />

μεγάκολο ε. κεραυνοβόλος κολίτιδα. Το κυρίαρχο<br />

σύμπτωμα είναι η διάρροια. Υπολογίζεται ότι το 30<br />

% των διαρροιών που εμφανίζονται στο νοσοκομείο<br />

σχετίζονται με θετικότητα στην τοξίνη του c. Difficile 40 .<br />

Η παρουσία αίματος στη διάρροική κένωση είναι σπάνια<br />

στη λοίμωξη με c. difficile. Άλλα ευρήματα είναι κολικοειδής<br />

κοιλιακός πόνος, ανορεξία, ήπια πυρετική<br />

κίνηση και λευκοκυττάρωση.<br />

Η πρωκτοσιγμοειδοσκόπηση βοηθάει στη διάγνωση<br />

δεδομένου ότι η παρουσία ψευδομεμβρανών στην<br />

επιφάνεια του βλεννογόνου είναι παθογνωμονική. Η<br />

απουσία ψευδομεμβρανών όμως δεν αποκλείει τη διάγνωση<br />

η οποία θα επιβεβαιωθεί με την αναζήτηση<br />

της τοξίνης του c. difficile στα κόπρανα. Η μέθοδος<br />

έχει μεγάλη ευαισθησία έχει όμως ένα ποσοτό ψευδώς<br />

θετικών ευρημάτων περίπου 10% 41 .<br />

Η θεραπεία της λοίμωξης με c. difficile συνιστάται<br />

α. στη διακοπή του αντιβιοτικού το οποίο σχετίζεται<br />

με την αλλαγή της μικροβιακής χλωρίδας του<br />

ασθενούς (κεφαλοσπορίνες, κλινδαμυκίνη, αμπικιλλίνη,<br />

αμοξυσιλλίνη) β. αποφυγή χορήγησης αντιδιαρροικών<br />

φαρμάκων και γ. καταπολέμηση του c. difficile με δραστικά<br />

αντιβιοτικά όπως η βανκομυκίνη και η μετρονιδαζόλη<br />

(p.o. χορήγηση),<br />

όπως επίσης και με άλλους παράγοντες όπως η<br />

ριφαξυμίνη, η τεικοπλανίνη και η βακιτρακίνη. Η προφύλαξη<br />

συνιστάται στην όσο το δυνατόν βραχύτερη<br />

διάρκεια χορήγησης των υπεύθυνων αντιβιοτικών,<br />

στην απομόνωση των πασχόντων ασθενών, στο σχολαστικό<br />

πλύσιμο των χεριών και στη συστηματική<br />

παρακολούθηση και καταγραφή των περιστατικών.<br />

Συμπερασματα<br />

Η θεραπεία των ασθενών τρίτης ηλικίας όταν αυτοί<br />

εμφανίζουν χειρουργική ή μη πάθηση του γαστρεντερικού<br />

σωλήνα δε θα πρέπει να βασίζεται σε μη τεκμηριωμένες<br />

πεποιθήσεις και σε προσωπικές απόψεις . Οι<br />

ηλικιωμένοι θα πρέπει να εντάσσονται σε προοπτικές<br />

κλινικές μελέτες /αξιολογήσεις, ενώ ταυτόχρονα θα<br />

πρέπει να τους προσφέρεται η ιδανική (optimal) θεραπεία.<br />

Η σε μεγάλο βαθμό έκπτωση από τη δυνητικά<br />

ριζική χειρουργική θεραπεία σε αυτή την ομάδα των<br />

ασθενών δε θα πρέπει να είναι αποδεκτή.<br />

Βιβλιογραφια<br />

1. Εθνικό σχέδιο δράσης για τη Δημόσια Υγεία του<br />

υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης<br />

2008<br />

2. U.S. Interim Projections by age, sex, race, and Hispanic<br />

origin. United States Census Bureau, 2004<br />

http://www.census.gov/ipc/www/usinterimproj<br />

3. Navazesh M, Mulligan RA, Kipnis V, et al: Comparison<br />

of whole saliva flow rates and mucin concentrations<br />

in healthy Caucasian young and aged adults.<br />

J Dent Res 1992; 71:1275<br />

4. Newton JL: Changes in upper gastrointestinal physiology<br />

with age. Mech Ageing Dev 2004; 125: 867.<br />

5. Clarkston WK, Pantano MM, Morley JE, et al: Evidence<br />

for the anorexia of aging: gastrointestinal<br />

transit and hunger in healthy elderly vs. young<br />

adults. Am J Physiol 1997; 272: 243.<br />

6. Wynne HA, Cope LH, Mutch E, et al: The effect<br />

of age upon liver volume and apparent liver blood<br />

flow in healthy man. Hepatology 1989; 9: 297<br />

7. Sotaniemi EA, Arranto AJ, Pelkonen O, et al: Age and<br />

cytochrome P450-linked drug metabolism in humans:<br />

an analysis of 226 subjects with equal histopathologic<br />

conditions. Clin Pharmacol Ther 1997; 61:331<br />

8. Audisio RA, Ramesh H, Longo W, et al: Preoperative<br />

assessment of surgical risk in oncogeriatric patients.<br />

Oncologist 2005; 10:262<br />

9. Shaver HJ, Loper JA, Lutes RA: Nutritional status of<br />

nursing home patients. JPEN J Parenter Enteral Nutr<br />

1980; 4: 367<br />

10. Rudman D, Feller AG, Nagruj HS, et al: Relation of<br />

serum albumin concentration to death rate in nursing<br />

home men. JPEN J Parenter Enteral Nutr 1987; 11: 360<br />

11. Bo M, Massaia M, Raspo S, et al: Predictive factors<br />

of in-hospital mortality in older patients admitted<br />

to a medical intensive care unit. J Am Geriatr Soc<br />

2003; 51:529<br />

12. Newman AB, Yanez D, Harris T, et al: Weight<br />

change in old age and its association with mortality.<br />

J Am Geriatr Soc 2001; 49:1309


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 167<br />

13. Detsky AS, Baker JP, O’Rourke K, et al: Predicting<br />

nutrition-associated complications for patients<br />

undergoing gastrointestinal surgery. JPEN J Parenter<br />

Enteral Nutr 1987; 11: 440<br />

14. Gibbs J, Cull W, Henderson W, et al: Preoper ative<br />

serum albumin level as a predictor of operative<br />

mortality and morbidity: results from the National<br />

VA Surgical Risk Study. Arch Surg 1999; 134: 36<br />

15. Peτacchta Α, Bardtnt R, Ruol Α et al. Carcinoma<br />

οf the esophagus in the elderly (70 years οf age<br />

οr older). Indications and results οf surgery. OIs<br />

Esophagus 1988; Ι: 147-52.<br />

16. Yamanaka Η, Hiramaιsu Υ, Kawaguchi Υ et al. Surgical<br />

treatment for poor-risk patients with carcinoma<br />

οΓ the esophagus. Jpn J Surg 1991, 21: 178-83.<br />

17. Ηirano Τ, Yamamoto S, Miura Τ et al. Cancer οΓ the<br />

stomach ίη the elderly. Res Surg 1990; 2: 53-7.<br />

18. Τamura Ρ, Curtiss C. Carcinoma οf the stomach in<br />

the young adult. Cancer 1960; 13: 379-83.<br />

19. Soreide Ο, Lillestol J, Viste Α, Bjerkeset Τ. Factors<br />

influencing surνival in patients with cancer of the<br />

stomach Αcta Chir Scand 1981; 148: 367-72.<br />

20. Maehara Υ, Oshiro Τ, Oiwa Η el aJ. Gastric carcinoma<br />

in patients over 70 years of age. Βr J Surg<br />

1995; 82: 102-5.<br />

21. Tan E, Tinley H, Thomson M et al: The United Kingdom<br />

National Bowel Cancer Project-Epidemiology<br />

and surgical risk in the elderly. Eur J Cancer 2007;<br />

43: 2285<br />

22. Audisio RA, Cazzaniga Μ, Robertson C, et a1: Elective<br />

surgery for colorectal cancer in the aged: a<br />

clinical-economical evaluation. Br J Cancer 1997;<br />

76: 382<br />

23 Vίronen JH. Saίnio Ρ, Husa ΑΙ, et al: Complications<br />

and surνίνal after surgery for rectal cancer in patients<br />

younger than and aged 75 years or older. Dis<br />

Colon Rectum 2004; 47:1225<br />

24. Ηο Ρ, Law WL, Chan SC, et al: Functional outcome<br />

following low anteriοr resection with total mesorectal<br />

excision in the elderly. Ιnt J Colorectal Dis<br />

2003; 18: 230<br />

25. Nelson Η, Sargent DJ, Wieand HS, et al: Α comparison<br />

of laparoscopically assisted and open colectomy<br />

for colon cancer. The Clinical Outcomes of Surgical<br />

Therapy Study Group. Ν Engl J Med 2004; 350: 20<br />

26. Patankar SK, Larach SW, Ferrara A, et al: Prospective<br />

comparison of laparoscopic vs. open resections for<br />

colorectal adenocarcinoma over a ten-year period.<br />

Dis Colon Rectum 2003; 46:601-11<br />

27. Stein BN, Petrelli NJ, Douglass HO, et al: Age and<br />

sex are independent predictors of 5-fluorouracil<br />

toxicity: analysis of a large scale phase III trial.<br />

Cancer 1995; 75:11<br />

28. Goldbery RM, Tabah-Fisch I, Bleiberg H, et al:<br />

Pooled analysis of safety and efficacy of oxaliplatin<br />

plus fluorouracil/leucovorin administered bimonthly<br />

in elderly patients with colorectal cancer.<br />

J Clin Oncol 2006; 24: 4085<br />

29. Winawer SJ, Miller DG, Sherlock Ρ. Risk and<br />

screening for co1orectal cancer. Adv Int Med 1984;<br />

30: 471-96<br />

30. Raab R, Werner U, Pichlmayr R. Radical surgery<br />

for colorectal cancer ίn the elderly. Br J Surg 1992;<br />

79: S52.<br />

31. Fortner JG, LIncer RM Hepatic resection in the elderly.<br />

Αnn Surg 1990; 211: 141-5.<br />

32. Fong Υ, Blumgart ΙΗ, Fortner JG, Brennan ΜΕ Pancreatic<br />

or liver resectιon for malignancy is safe<br />

and effective for the elderly. Αnn Surg 1995; 4.<br />

426-37.<br />

33. Pollack ES. Τhe epidemiology of cancer and Ihe<br />

delivery of medical care services. Publ Health Rep<br />

1984; 99. 476-83.<br />

34. Spencer ΜΡ, Sarr MG, Nagorney ΟΜ. Radical pancreatectomy<br />

for pancreatic cancer in the elder. Is it<br />

safe and justified? Αnn Surg 1991; 212: 140-3.<br />

35. Delcore R, Thomas JH., Hermreck AS. Pancreaticoduodenectomy<br />

for malignant pancreatic and<br />

penampullary neoplasms in the elderly patients.<br />

Am J Surg 1991; 162: 532-6.<br />

36. Kayahara Μ, Nagakawa Τ, Ueno Κ et aI. Pancreatic<br />

resection for periampullary carcinoma in the<br />

elderly. Surg Today 1994; 24: 229-33.<br />

37. Kelly CP, LaMont JT. Clostridium difficile infection.<br />

Ann Rev Med. 1998; 49: 375-90.<br />

38. McFarland LV, Mulligan ME, Kwok RYY, Stamm WE.<br />

Nosocomial acquisition of Clostridium difficile infection.<br />

N Engl J Med. 1989; 320: 204-10.<br />

39. Larson HE, Price AB, Honour P, Borriello SP. Clostridium<br />

difficile and the etiology of pseudomembranous<br />

colitis. Lancet. 1978; 1: 1063-6.<br />

40. Gerding DN, Olson MM, Peterson LR, et al. Clostridium<br />

difficile-associated diarrhea and colitis in<br />

adults: A prospective case-controlled epidemiologic<br />

study. Arch Intern med. 1986; 146: 95-100.<br />

41. Gerding DN, Johnson S, Peterson LR, et al. Clostridium<br />

difficile associated diarrhea and colitis. Infect<br />

Cont Hosp Epidemiol. 1995; 16: 459-77.


Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας με χειρουργικές παθήσεις<br />

θώρακος-πνευμόνων<br />

Κ Αθανασιάδη<br />

Χειρουργός Θώρακος, Επιμελήτρια Α’, Χειρουργικό Τμήμα Θώρακος-Αγγείων Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»,<br />

Δ/ντρια του Θωρακοχειρουργικού Τμήματος της EACTS Academy<br />

SUMMARY<br />

ATHANASIADI K. Surgical treatment of elderly patients with thoracic and pulmonary diseases. The elderly population<br />

is growing in size and importance. The specialty of thoracic surgery is focused, in a large part, on elderly individuals.<br />

The median age for lung cancer resection patients is 65 years, for esophageal cancer patients it is 64 years, and for<br />

patients with benign problems such as empyema, the mean age is 56 years. Therefore, among patients upon whom we<br />

perform major operations, as many as half can be classified as elderly. This dictates that medical community acknowledge<br />

the necessity of becoming educated about the special needs of the elderly. These needs are related not only to alterations<br />

in human physiology as the body ages, but are also associated with lifestyle and expectations regarding quality<br />

of life in the elderly population. This review refers to the benign pulmonary conditions and to the surgical management<br />

of lung and esophageal cancer as applied to the elderly. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 168-176, 2011.<br />

Key words: elderly, lung cancer, esophageal cancer, benign thoracic disease, treament<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Ο ηλικιωμένος πληθυσμός αυξάνεται συνεχώς σε μέγεθος και σημασία. Η ειδικότητα της χειρουργικής θώρακος<br />

επικεντρώνεται, σε μεγάλο μέρος της σε ηλικιωμένα άτομα. Η μέση ηλικία των ασθενών με εκτομή του καρκίνου<br />

του πνεύμονα είναι τα 65 έτη, για τους ασθενείς με καρκίνο του οισοφάγου είναι τα 64, ενώ για αυτούς με καλοήθη<br />

νόσο, όπως το εμπύημα, η μέση ηλικία είναι τα 56 έτη. Ως εκ τούτου, το 50% των ασθενών, στους οποίους<br />

επεμβαίνουμε θωρακοχειρουργικά είναι ηλικιωμένοι. Αυτό υπαγορεύει, οτι όλη η ιατρική κοινότητα αναγνωρίζει<br />

την ανάγκη να εκπαιδευτεί και να ενημερωθεί καλύτερα σχετικά με τις ειδικές ανάγκες των ηλικιωμένων ασθενών.<br />

Αυτές αφορούν όχι μόνο αλλαγές της φυσιολογίας, όπως η ηλικία του σώματος, αλλά συνδέονται με τον<br />

τρόπο ζωής και τις προσδοκίες, όσον αφορά την ποιότητα ζωής αυτού του πληθυσμού. H παρούσα ανασκόπηση<br />

αναφέρεται επιγραμματικά στις καλοήθεις πνευμονικές παθήσεις, καθώς και στη χειρουργική αντιμετώπιση του<br />

καρκίνου του πνεύμονα και του οισοφάγου, που ισχύουν για τον ηλικιωμένο πληθυσμό. Νοσοκομειακά Χρονικά,<br />

73, Συμπλήρωμα, 168-176, 2011.<br />

Λέξεις κλειδιά: τρίτη ηλικία, καρκίνος πνεύμονα, καρκίνος οισοφάγου, καλοήθεις παθήσεις του θώρακα, αντιμετώπιση<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

ατόμων >80 ετών θα έχει αυξηθεί κατά 135% στις χώρες<br />

της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Βορείου Αμερικής,<br />

Η σημαντική αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης,<br />

που επιτεύχθηκε το δεύτερο μισό του τελευταίου αιώνα,<br />

οδήγησε αναπόφευκτα στην αύξηση των ατόμων επιβίωσης κατά μέσο όρο ακόμα 14 χρόνια, τα άτομα<br />

καθώς τα άτομα ηλικίας 70 ετών, έχουν προσδόκιμο<br />

ηλικίας άνω των 65 ετών. Πράγματι, σήμερα, τα άτομα<br />

ηλικίας >85 ετών αποτελούν το 8,5% του γενικού υπερήλικες των 85 ετών άλλα 6 χρόνια. Η διαπίστωση,<br />

80 ετών αναμένεται να ζήσουν άλλα 8 χρόνια, και οι<br />

πληθυσμού, ενώ αναμένεται μέχρι το 2012 η ταχύτατα οτι ο παγκόσμιος πληθυσμός γηράσκει υποχρεώνει τα<br />

αυξανόμενη αυτή ομάδα του πληθυσμού να αποτελεί συστήματα υγείας, τις ιατρικές και ακαδημαϊκές κοινότητες<br />

να αναπροσαρμόσουν τα προγράμματα το 15%. Έως το 2020 υπολογίζεται ότι ο αριθμός των<br />

και


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 169<br />

τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους, ώστε να μπορούν<br />

να ανταποκριθούν στις αυξημένες ανάγκες και στις<br />

ιδιαιτερότητες των ατόμων της τρίτης ηλικίας 1,2 .<br />

ΟΡΙΣΜΟΣ<br />

Ποιοι ειναι ομως οι ηλικιωμενοι ή υπερελικες<br />

ασθενεις?<br />

Ειδικότερα, ο ιατρός οφείλει, πριν συστήσει οποιαδήποτε<br />

θεραπεία στον ασθενή, να εκτιμήσει την δυνατότητα<br />

του ασθενούς να ανταπεξέλθει στά είδη<br />

θεραπείας, που είναι διαθέσιμα, όπως χειρουργική<br />

επέμβαση, ακτινο-, χημειοθεραπεία ή και συνδυασμός<br />

των παραπάνω. Η ηλικία του ασθενούς, και μάλιστα<br />

η βιολογική, πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπ΄όψη,<br />

διότι όλες οι θεραπείες δεν γίνονται το ίδιο καλά<br />

ανεκτές από όλους. Συνήθως, η ηλικία των 70 ετών<br />

θεωρείται σημείο αναφοράς και χρησιμοποιείται στις<br />

κλινικές μελέτες της Ογκολογίας 3 . Σε προηγούμενες<br />

μελέτες, ο ορισμός του υπερήλικα ασθενούς κυμαίνεται<br />

από τα 65 έως και άνω τα 75 έτη. Ενας πιο<br />

λειτουργικός ορισμός είναι ο ακόλουθος: «Υπερήλικας<br />

ασθενής θεωρείται εκείνος, του οποίου η κατάσταση<br />

της υγείας αρχίζει να επηρεάζει τις αποφάσεις στις<br />

κατευθυντήριες γραμμές της ογκολογίας» 4 . Αυτός ο<br />

ορισμός συμπεριλαμβάνει και το γεγονός, οτι ο ασθενής<br />

μπορεί να πάσχει από άλλες συνοδές παθήσεις.<br />

Οι συνυπάρχουσες παθήσεις, οι οποίες αυξάνονται<br />

με την ηλικία, μπορούν να εξασθενίσουν ανοσολογικά<br />

τον οργανισμό και η οποιαδήποτε θεραπεία να καταστεί<br />

αδύνατη.<br />

Η αύξηση της ηλικίας συνδέεται επίσης με μείωση<br />

της λειτουργίας πολλών συστημάτων του οργανισμού,<br />

καθώς και ένα προοδευτικό περιορισμό στίς προσωπικές<br />

και κοινωνικές δραστηριότητες 5,6,7 . Παλαιότερα,<br />

θεωρείτο 8,9,10 , οτι η μεγάλη ηλικία, το κάπνισμα, η μεγαλύτερη<br />

έκταση της χειρουργικής εκτομής και η μείωση<br />

του FEV1 σχετίζονταν με αυξημένη μετεγχειρητική νοσηρότητα<br />

και θνητότητα, η δε τότε πολυκεντρική μελέτη<br />

της Ομάδας Μελέτης του Καρκίνου του Πνεύμονα 8<br />

δημοσίευσε, οτι το ποσοστό περιεγχειρητικής θνητότητας<br />

αυξάνεται γραμμικά με την ηλικία.<br />

Σήμερα, υποστηρίζεται οτι η χρονολογική ηλικία<br />

δεν αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου. Κατά<br />

τη διάρκεια των τελευταίων ετών, οι ασχολούμενοι<br />

με τη γηριατρική έχουν αναπτύξει μία διαφορετική<br />

προσέγγιση στην φροντίδα για τους ηλικιωμένους,<br />

που ονομάζεται ολοκληρωμένη γηριατρική εκτίμηση<br />

(Comprehensive Geriatric Assessment, CGA) 11,12 . Αξιολογούνται<br />

με τον τρόπο αυτό, όλες οι συνοδές παθήσεις,<br />

η διανοητική κατάσταση, οι συνθήκες ζωής, τα συστήματα<br />

κοινωνικής υποστήριξης και η πολυφαρμακία. Ο<br />

στόχος της CGA είναι η παροχή πληροφοριών, εκτιμάται<br />

δε, οτι η προγνωστική αξία της στην πρόβλεψη<br />

του μετεγχειρητικού αποτελέσματος για τους ηλικιωμένους<br />

ασθενείς, που υποβάλλονται σε θωρακοχειρουργική<br />

επέμβαση είναι υψηλή 12.<br />

Ένα άλλο πρόβλημα, που προκύπτει, είναι, ότι τα<br />

περισσότερα διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με την όποια<br />

βέλτιστη θεραπεία προέρχονται από κλινικές μελέτες,<br />

στις οποίες η μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών είναι<br />

σημαντικά νεότερη των 65 ετών 13 . Λίγοι ηλικιωμένοι<br />

ασθενείς εγγράφονται στις κλινικές δοκιμές, πολλοί<br />

δε αποκλείονται από αυτές λόγω συνοδών ιατρικών<br />

προβλημάτων ή και πιθανής προκατάληψης των παθολόγων<br />

τους ή και αυτών των ίδιων 14 . Είναι γνωστό<br />

π.χ, οτι όσο αυξάνει η ηλικία, τόσο μειώνεται η<br />

πιθανότητα χορήγησης χημειοθεραπείας 14 . Οι τοξικές<br />

παρενέργειες της χημειοθεραπείας σε συνδυασμό με<br />

τα μακροπρόθεσμα οφέλη, που προσφέρει, δε βοηθούν<br />

στην ένταξη περισσότερων ασθενών σε κλινικές<br />

διερευνητικές δοκιμές με σκοπό την αξιολόγηση των<br />

θεραπειών σε αυτήν τη συγκεκριμένη πληθυσμιακή<br />

ομάδα. Μόνο τα τελευταία 10 χρόνια γίνεται προσπάθεια<br />

αξιολόγησης του πιθανού οφέλους με σκοπό τη<br />

σωστότερη επιλογή της καταλληλότερης θεραπείας,<br />

είτε πρόκειται για χειρουργική αντιμετώπιση, ή για<br />

χημειο-, ή ακτινοθεραπεία.<br />

Από τις χειρουργικές παθήσεις του θώρακα σε<br />

ηλικιωμένους επιλέξαμε να αναφερθούμε αναλυτικά<br />

στις συχνότερα απαντώμενες, όπως ο καρκίνος του<br />

πνεύμονα, ο καρκίνος του οισοφάγου, αλλά και σε<br />

κάποιες καλοήθεις παθήσεις, όπως ο δευτεροπαθής<br />

πνευμοθώρακας, η κήλη πνεύμονα και το εμπύημα.<br />

ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΑ-ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ<br />

Ο καρκίνος του πνεύμονα (ΚΠ) αποτελεί την πρώτη<br />

αιτία θανάτου ανάμεσα στους θανάτους από καρκίνο<br />

σε όλες τις δυτικές χώρες και στις ΗΠΑ, τόσο στις<br />

γυναίκες όσο και στους άνδρες. Περίπου το 80% των<br />

ασθενών με καρκίνο πνεύμονα πάσχουν από μη μικροκυτταρικό<br />

καρκίνο (ΜΜΚΠ), ενώ το υπόλοιπο 20%<br />

από μικροκυτταρικό (ΜΚΠ) 15 .<br />

Σαν αποτέλεσμα της αύξησης του προσδόκιμου<br />

επιβίωσης, η επίπτωση του καρκίνου του πνεύμονα<br />

στους ηλικιωμένους αυξάνεται συνεχώς. Η μέση ηλικία<br />

των ασθενών κατά τη διάγνωση είναι τα 68 έτη, ενώ<br />

πάνω από το 50% των ασθενών είναι άνω των 65<br />

και το 30-40% των νεοδιαγνωζόμενων περιπτώσεων


170<br />

Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας με χειρουργικές παθήσεις θώρακος-πνευμόνων<br />

είναι άνω των 70 ετών 16,17 , ενώ η μεγαλύτερη επίπτωση<br />

της διάγνωσης του ΚΠ είναι στην ηλικία των 75-<br />

80 ετών. Είναι λοιπόν αναμενόμενο, ότι η περαιτέρω<br />

αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης θα έχει ως συνέπεια<br />

και την αύξηση της επίπτωσης του νοσήματος<br />

αυτού. Οι ασθενείς αυτοί, συχνά εμφανίζουν χρόνια<br />

προβλήματα, λαμβάνουν πολλά φάρμακα και έχουν<br />

ψυχοκοινωνικές και οικονομικές ιδιαιτερότητες που<br />

καθιστούν τη διαγνωστική προσέγγιση, σταδιοποίηση<br />

και αντιμετώπιση της νόσου δυσχερή και για το λόγο<br />

αυτό, χρειάζονται εξειδικευμένη αντιμετώπιση 1 .<br />

Α. ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΜΜΚΠ - ΕΠΙΛΟΓΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ<br />

Δύο από τις σημαντικότερες πληροφορίες που απαιτούνται<br />

για να αποφασισθεί η κατάλληλη θεραπεία για<br />

ασθενείς με ΜΜΚΠ είναι το στάδιο της νόσου και η<br />

γενική κατάσταση του ασθενούς (performance status).<br />

Η σταδιοποίηση του ΜΜΚΠ περιγράφει την έκταση<br />

της νόσου και προσδιορίζει το είδος της θεραπείας, ενώ<br />

συγχρόνως προσφέρει τις γενικές πληροφορίες στον<br />

ασθενή σχετικά με τη πρόγνωση. Ο πίνακας 1 παρουσιάζει<br />

την τελευταία σταδιοποίηση του ΜΜΚΠ 18 .<br />

O καθορισμός της θεραπείας εξαρτάται επίσης<br />

από τη γενική κατάσταση του ασθενούς, που προσδιορίζεται<br />

από το Δείκτη Λειτουργικότητας της ΠΟΥ<br />

(The WHO Performance Status, 1979) 19 . Πρόκειται για μία<br />

5βαθμη κλίμακα, από 0 έως 4, όπου κατατάσσονται 5<br />

κατηγορίες σωματικής λειτουργίας και ικανότητας. Η<br />

βαθμίδα 0 αντιπροσωπεύει την κατάσταση του αρρώστου,<br />

που είναι ικανός να κάνει όλες τις δραστηριότητες<br />

χωρίς περιορισμούς, ενώ στη βαθμίδα 4 ο<br />

άρρωστος είναι κλινήρης, εντελώς ανίκανος να κάνει<br />

ο,τιδήποτε. Ο πίνακας 2 παρουσιάζει αναλυτικά την<br />

κλίμακα λειτουργικότητας του ασθενούς. Οσο χειρότερος<br />

είναι ο Δείκτης Λειτουργικότητας, τόσο αυξάνονται<br />

οι πιθανότητες σημαντικών επιπλοκών κατά<br />

τη διάρκεια επιθετικής θεραπείας, π.χ. οι ασθενείς με<br />

Δείκτη 3 ή 4 δεν είναι υποψήφιοι για χειρουργική επέμβαση<br />

ή χημειοθεραπεία.<br />

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΚΑΤΑ ΣΤΑΔΙΟ ΝΟΣΟΥ<br />

Οπως, ήδη τονίσθηκε, η απόφαση για το είδος<br />

της αντιμετώπισης προϋποθέτει τη σταδιοποίηση<br />

της νόσου. Ο έλεγχος για την προεγχειρητική σταδιοποίηση<br />

(clinical - cTNM), όπως και στους υπόλοιπους<br />

ασθενείς, περιλαμβάνει διαγνωστικές τεχνικές<br />

για την απεικόνιση και σταδιοποίηση του όγκου, όπως<br />

η αξονική ή μαγνητική τομογραφία θώρακα και για<br />

τον έλεγχο ύπαρξης μεταστάσεων εξετάσεις, όπως το<br />

υπερηχογράφημα ή η αξονική τομογραφία άνω κοιλίας<br />

(ήπαρ, επινεφρίδια), η αξονική τομογραφία εγκεφάλου,<br />

το σπινθηρογράφημα οστών ή ήπατος και πρόσφατα<br />

η ποζιτοτρονική τομογραφία (Positron Emission<br />

Tomography) 20,21 . Η βρογχοσκόπηση, η διαδερμική ή διαβροχική<br />

βιοψία με βελόνη, η μεσοθωρακοσκόπηση, η<br />

πρόσθια μεσοθωρακοτομή, η θωρακοσκόπηση ή σπανιότερα<br />

η θωρακοτομή είναι συχνά απαραίτητες για<br />

τη σταδιοποίηση και αποσαφήνιση της εξαιρεσιμότητας<br />

του όγκου 22-25 . Βασική παρακλινική εξέταση προεγχειρητικά<br />

συνεχίζει να είναι η αξονική τομογραφία<br />

με ευαισθησία, που ανέρχεται σε 55-80%, ειδικότητα<br />

σε 65-85% και ακρίβεια σε 65-85% 23 . H μαγνητική τομογραφία<br />

έχει ευαισθησία 86-92%, ειδικότητα 80-82% και<br />

ακρίβεια 83% 26 , ενώ το PET έχει αντίστοιχα ευαισθησία<br />

89-98%, ειδικότητα 94% και ακρίβεια 91-95% 27 .<br />

1. ΠΡΩΪΜΑ ΣΤΑΔΙΑ<br />

Τα στάδια Ι και ΙΙ αντιμετωπίζονται χειρουργικά.<br />

Μελέτες έχουν δείξει, οτι οι ηλικιωμένοι ασθενείς με<br />

καλή πνευμονική και καρδιακή λειτουργία καθώς και<br />

δείκτη λειτουργικότητας μπορούν να υποβληθούν σε<br />

χειρουργική επέμβαση με καλή ανταπόκριση και πιθανότητες<br />

πλήρους ίασης όπως και νεώτεροι ασθενείς.<br />

Οι διαθέσιμες χειρουργικές επιλογές περιλαμβάνουν<br />

την άτυπη εκτομή, την τμηματεκτομή, τη λοβεκτομή,<br />

την πνευμονεκτομή, τη βρογχοπλαστική εκτομή<br />

(sleeve resection) και τις ενδοσκοπικές εκτομές (video<br />

assisted thoracic surgery - VATS).<br />

Σήμερα, η ηλικία του ασθενούς δεν αποτελεί κριτήριο<br />

μη εγχειρησιμότητας στο ΜΜΚΠ 28-32 . Επιπλέον, τα<br />

τελευταία χρόνια, η πρόοδος της Αναισθησιολογίας<br />

αλλά και της Εντατικολογίας επιτρέπουν πιο επιθετική<br />

χειρουργική και σε πολύ μεγαλύτερες ηλικίες με<br />

πολύ καλά αποτελέσματα. Παρ‘ ότι αυξάνει ελαφρώς<br />

την εγχειρητική θνητότητα και νοσηρότητα, αυστηρή<br />

εφαρμογή των κριτηρίων εγχειρησιμότητας και προσεκτική<br />

επιλογή του ασθενούς, συνυπολογίζοντας τη<br />

γενική του κατάσταση, μπορούν να δώσουν καλό μετεγχειρητικό<br />

αποτέλεσμα 33-40 . Σίγουρα επιβάλλεται πιο<br />

ενδελεχής έλεγχος στους ηλικιωμένους ασθενείς.<br />

Υπάρχουν, δύο σημαντικά ζητήματα που αφορούν<br />

τη χειρουργική θεραπεία του ΜΜΚΠ στον ηλικιωμένο<br />

πληθυσμό. Το πρώτο αφορά το αποτέλεσμα, δηλαδή<br />

την επιβίωση των ηλικιωμένων ασθενών, που υποβάλλονται<br />

σε χειρουργική επέμβαση για ΜΜΚΠ. Πολλές<br />

δημοσιεύσεις, όλα αυτά τα χρόνια, έχουν στηρίξει την<br />

άποψη, ότι η ηλικία του ασθενούς δεν αποτελεί αρνη-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 171<br />

τικό προγνωστικό παράγοντα για τη μακροπρόθεσμη<br />

επιβίωση. Ποσοστά πενταετούς επιβίωσης κυμαίνονται<br />

μεταξύ 21% και 58% ανάλογα με το στάδιο της νόσου<br />

των ασθενών, που συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη 30,35-41 .<br />

Επιπλέον, οι μελέτες που συγκρίνουν τα αποτελέσματα<br />

μεταξύ ηλικιωμένων και νεότερων ασθενών δεν έδειξαν<br />

σημαντικές διαφορές στη συνολική επιβίωση 35,40,41 .<br />

Οι παρατηρήσεις αυτές υποδηλώνουν, ότι η αυξημένη<br />

θνησιμότητα σε ηλικιωμένους οφείλεται στην προχωρημένη<br />

ηλικία και τα συνοδά νοσήματα 42 . Το δεύτερο σημαντικό<br />

θέμα αφορά τις επιπλοκές που παρατηρήθηκαν<br />

με τη θεραπεία, δηλαδή μετεγχειρητική νοσηρότητα και<br />

θνητότητα. Όσον αφορά τη νοσηρότητα, οι δημοσιευμένες<br />

μελέτες παρουσιάζουν αντικρουόμενα αποτελέσματα:<br />

κάποιες μελέτες υποστηρίζουν τη συσχέτιση ανάμεσα<br />

στη μεγάλη ηλικία των ασθενών και την εμφάνιση<br />

μετεγχειρητικών επιπλοκών 40 , ενώ κάποιες άλλες όχι 39 .<br />

Αν και η περιεγχειρητική θνητότητα έχει σημαντικό αντίκτυπο<br />

στην ποιότητα ζωής του ασθενούς, η μετεγχειρητική<br />

θνητότητα θεωρείται πιό σημαντικός παράγοντας.<br />

Ορισμένες μελέτες αναφέρουν υψηλότερη επίπτωση<br />

μοιραίων επιπλοκών σε ηλικιωμένους ασθενείς 36,43 , ενώ<br />

αρκετές άλλες δεν επιβεβαιώνουν αυτή την παρατήρηση<br />

35,39 . Μία σημαντική παράμετρος, που αυξάνει τις<br />

μετεγχειρητικές επιπλοκές είναι η παρουσία συνοδών<br />

νοσημάτων, κυρίως καρδιαγγειακών παθήσεων 30,31,38,39,40 .<br />

Η έκταση της χειρουργικής εκτομής επίσης επηρεάζει<br />

τη μετεγχειρητική νοσηρότητα και θνητότητα.<br />

Η Ομάδα Μελέτης για τον Καρκίνο Πνεύμονα (LCSG)<br />

κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η λοβεκτομή είναι η<br />

μέγιστη εκτομή, στην οποία θα πρέπει να υποβληθεί<br />

ένας ηλικιωμένος για στάδιο T1N0, βασιζόμενη σε μία<br />

τυχαιοποιημένη μελέτη, που συνέκρινε τη λοβεκτομή<br />

με τμηματεκτομή και άτυπη εκτομή 44,45 . Παρ’όλα αυτά,<br />

δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να υποστηριχθεί η<br />

εφαρμογή περιορισμένων εκτομών σε κάθε ηλικιωμένο<br />

ασθενή με πρώιμο στάδιο ΜΜΚΠ 40 . Γενικά, πνευμονεκτομές<br />

ή εκτεταμένες επεμβάσεις σε υπερήλικες (>80<br />

ετών) πρέπει να αποφεύγονται 46,47,48 .<br />

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 ξεκίνησε η<br />

θωρακοσκοπική χειρουργική με τη βοήθεια βιντεοκάμερας<br />

ως μία ελάχιστα επεμβατική χειρουργική τεχνική<br />

με μειωμένη μετεγχειρητική νοσηρότητα και σύντομη<br />

παραμονή στο νοσοκομείο σε σύγκριση με τις ανοικτές<br />

επεμβάσεις 48 . Η μέθοδος αυτή έχει μελετηθεί σε<br />

ηλικιωμένους από διάφορες ομάδες, με ενθαρρυντικά<br />

αποτελέσματα, ακόμη και σε ογδοντάχρονους και με<br />

περιεγχειρητική νοσηρότητα και θνητότητα, που ανέρχονται<br />

σε 15% -41% και


172<br />

Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας με χειρουργικές παθήσεις θώρακος-πνευμόνων<br />

Ειδικότερα,η σταδιοποίηση τoυ ΜΚΠ κατατάσσει<br />

τους ασθενείς σε 2 κατηγορίες, αυτούς που έχουν περιορισμένη<br />

και αυτούς, που έχουν εκτεταμένη νόσο. Η<br />

τυπική θεραπεία για τη νόσο περιορισμένης έκτασης<br />

είναι η χημειοθεραπεία με πλατίνα, σε συνδυασμό με<br />

ακτινοθεραπεία, ενώ συνδυασμός χημειοθεραπευτικών<br />

σχημάτων με βάση την πλατίνα δίνονται σε<br />

εκτεταμένη νόσο 58 . Δυστυχώς, η πλειοψηφία των δεδομένων<br />

προέρχονται από αναδρομικές μελέτες, με<br />

αποτέλεσμα οι λίγες προοπτικές μελέτες να υποδεικνύουν<br />

τυποποιημένες προσεγγίσεις σε προσεκτικά<br />

επιλεγμένους ηλικιωμένους ασθενείς.<br />

ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΟΙΣΟΦΑΓΟΥ – ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ<br />

O καρκίνος του οισοφάγου παρουσιάζεται επίσης<br />

συχνότερα σε ηλικιωμένους ασθενείς. Από τους 16.000<br />

περίπου ασθενείς, που διαγιγνώσκονται κάθε χρόνο<br />

με καρκίνο οισοφάγου στις Ηνωμένες Πολιτείες, περίπου<br />

το 60% αναμένεται να είναι ηλικίας άνω των<br />

65 ετών, με μέση ηλικία διάγνωσης τα 69 έτη. Η μέση<br />

ηλικία κατά το θάνατο των ασθενών αυτών το χρονικό<br />

διάστημα 2001 - 2005 ήταν τα 70 έτη, ενώ το 24%<br />

από αυτούς είχαν περιορισμένη, χειρουργικά εξαιρέσιμη<br />

νόσο κατά τη διάγνωση 59 . Γενικά, η επιβίωση για<br />

καρκίνο του οισοφάγου είναι κακή. Η 5ετής επιβίωση<br />

στους ασθενείς με χειρουργικά εξαιρέσιμους όγκους<br />

ανέρχεται σε 5 -30%, η δε νοσηρότητα και θνητότητα,<br />

σε συνδυασμό με την κακή μακροπρόθεσμη επιβίωση<br />

μετά από θεραπευτική εκτομή έχουν κάνει την<br />

οισοφαγεκτομή σε ηλικιωμένους ασθενείς αμφιλεγόμενη<br />

60,61,62 . Οι Poon και συν. 63 συνέκριναν την περιεγχειρητική<br />

θνητότητα και την επιβίωση των ασθενών αυτών<br />

σε σχέση με νεώτερους και διαπίστωσαν υψηλότερη<br />

θνητότητα στο διάστημα των 30 ημερών σε ασθενείς<br />

άνω των 70 ετών. (7,2% έναντι 3,0%, p=0.02), ενώ η<br />

συνολική «μακροπρόθεσμη» επιβίωση δεν διέφερε στις<br />

2 ομάδες 64 . Επειδή αναμφισβήτητα, η οισοφαγεκτομή<br />

σχετίζεται με τα υψηλότερα ποσοστά ίασης, καταλήγουμε<br />

στο συμπέρασμα ότι η χειρουργική επέμβαση<br />

μπορεί να γίνει με αποδεκτό κίνδυνο σε προσεκτικά<br />

επιλεγμένους ασθενείς 64,65 . Επιβάλλεται λεπτομερής<br />

σταδιοποίηση και ενδελεχής έλεγχος, δεδομένου οτι η<br />

πλειοψηφία των επιπλοκών προέρχονται είτε από το<br />

καρδιαγγειακό ή το αναπνευστικό σύστημα.<br />

ΚΑΛΟΗΘΕΙΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ<br />

Οι ηλικιωμένοι ασθενείς αποτελούν πρόκληση για<br />

το θεράποντα ιατρό, όσον αφορά τη διάγνωση και θεραπεία<br />

διαφόρων καλοήθων παθήσεων. Αν και αναπτύσσουν<br />

νόσους, που παρουσιάζονται και σε άλλες<br />

ηλικιακές ομάδες, οι ηλικιωμένοι παρουσιάζουν συχνά<br />

άτυπες μορφές και μπορεί να είναι πιο ευάλωτοι,<br />

ως αποτέλεσμα των συνυπαρχουσών παθήσεων. Η<br />

πνευμονική λειτουργία του ηλικιωμένου πληθυσμού εμφανίζει<br />

αυξημένη αναντιστοιχία αερισμού-αιμάτωσης,<br />

μείωση του εκπνεόμενου όγκου και μειωμένη ικανότητα<br />

διάχυσης. Σε συνδυασμό με την αυξημένη ακαμψία του<br />

θωρακικού τοιχώματος, τη μείωση της μυϊκής μάζας,<br />

τη διαφορετική αντίληψη της δύσπνοιας και την πιθανή<br />

αύξηση του κινδύνου εισρόφησης λόγω υποκείμενης<br />

νευρολογικής δυσλειτουργίας, αυτές οι φυσιολογικές<br />

αλλαγές που σχετίζονται με τη γήρανση, καθιστούν<br />

την ομάδα αυτή, επιρρεπή σε διάφορες παθήσεις 66 .<br />

Οι συνήθεις παθήσεις είναι οι ακόλουθες:<br />

• Παθήσεις θωρακικού τοιχώματος και υπεζωκότα<br />

• Νόσος του Mondor<br />

• Κήλη Πνεύμονα<br />

• Δευτεροπαθής πνευμοθώρακας<br />

• Καλοήθεις όγκοι<br />

• Του πνεύμονα<br />

• Επιθηλιακού τύπου<br />

• Μεσεγχυματογενούς τύπου<br />

• Λοιμώδους και ρευματολογικής αιτιολογίας παθήσεις<br />

• Πνευμονία<br />

• Εμπύημα<br />

• Ρευματικής αιτιολογίας πλευριτικές συλλογές<br />

Επιλεκτικά, θα αναφερθώ λεπτομερώς στις παρακάτω:<br />

1. ΚΗΛΗ ΠΝΕΥΜΟΝΑ<br />

Η κήλη του πνεύμονα δημιουργείται, όταν το πνευμονικό<br />

παρέγχυμα και ο υπεζωκότας προβάλλουν<br />

μέσα από ένα ελλειμμα του θωρακικού τοιχώματος,<br />

το οποίο μπορεί να προκύψει λόγω συγγενούς ανωμαλίας,<br />

τραύματος, ή ως μετεγχειρητική επιπλοκή μετά<br />

από θωρακοχειρουργική επέμβαση. Αυτόματες πνευμονοκήλες<br />

έχουν αναφερθεί μετά από έντονο βήχα ή<br />

σε περιπτώσεις ατόμων, που παίζουν πνευστά όργανα.<br />

Οι ασθενείς μπορεί να είναι ασυμπτωματικοί, ή να<br />

εμφανίζουν διόγκωση, αιμόπτυση λόγω στραγγαλισμού<br />

της κήλης, ή ακόμα και υποτροπιάζουσες πνευμονικές<br />

λοιμώξεις. Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε<br />

θωρακοχειρουργική επέμβαση με ελάχιστα επεμβατική<br />

τεχνική, η πρόσθια μικρή θωρακοτομή φαίνεται να<br />

έχει τη μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης μετεγχειρητικής<br />

κήλης, πιθανόν λόγω των εγγενών αδυναμιών


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 173<br />

του θωρακικού κλωβού, δεδομένου οτι, στη θέση αυτή<br />

υπάρχει μόνο ένα στρώμα μεσοπλεύριων μυών 67 .<br />

Στους προδιαθεσικούς παράγοντες περιλαμβάνονται<br />

η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, οι φλεγμονώδεις<br />

ή νεοπλασματικές εξεργασίες και η χρόνια χρήση<br />

στεροειδών. Η χειρουργική θεραπεία περιλαμβάνει την<br />

αναγνώριση του σάκκου, συμφυσιόλυση και πλαστική<br />

του τοιχώματος με ή χωρίς προθετικό εμβάλωμα 67 .<br />

2. ΔΕΥΤΕΡΟΠΑΘΗΣ ΠΝΕΥΜΟΘΩΡΑΚΑΣ<br />

Δευτεροπαθής αυτόματος πνευμοθώρακας (ΔΑΠ)<br />

μπορεί να συμβεί σε ασθενείς, που πάσχουν από διάχυτη<br />

πνευμονική νόσο. Η κύρια αιτία του ΔΑΠ είναι<br />

η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) 68 . Σε<br />

αντίθεση με τον πρωτοπαθή, ο δευτεροπαθής αποδεικνύεται<br />

πιο επικίνδυνος, γιατί οι ηλικιωμένοι ασθενείς<br />

έχουν μειωμένες καρδιοαναπνευστικές εφεδρείες. Η<br />

έγκαιρη διάγνωση και αρχική αντιμετώπιση του ΔΑΠ<br />

γίνεται με τοποθέτηση σωλήνα κλειστής παροχέτευσης<br />

θώρακα. Η χειρουργική αντιμετώπιση περιλαμβάνει<br />

την εκτομή των φυσσαλίδων είτε ανοικτά με θωρακοτομή<br />

είτε θωρακοσκοπικά και μηχανική πλευρόδεση.<br />

Μια πρόσφατη μετα-ανάλυση έδειξε, οτι οι υποτροπές<br />

σε περιπτώσεις ΔΑΠ είναι πιο συχνές μετά από<br />

θωρακοσκόπηση απ’οτι μετά από θωρακοτομή, τα δε<br />

ποσοστά νοσηρότητας κυμαίνονται αρκετά ψηλά (15-<br />

27,7%) 68 . Αν και οι ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές θεωρούνται<br />

προτιμητέες, η θωρακοσκόπηση μπορεί να<br />

καταστεί αδύνατη στους ασθενείς αυτής της ηλικιακής<br />

ομάδας λόγω προϋπαρχουσών συμφύσεων ή αδυναμία<br />

διατήρησης του αερισμού ενός πνεύμονα κατά τη<br />

διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης. Σε επιβαρυμένους<br />

ασθενείς με συνοδές καρδιαγγειακές παθήσεις<br />

υπάρχει και η χημική πλευρόδεση δια του σωλήνα με<br />

ενδοϋπεζωκοτική έγχυση αίματος ή και άλλων ουσιών<br />

με πολύ καλά αποτελέσματα 69 .<br />

3. ΕΜΠΥΗΜΑ<br />

Λοιμώξεις στον υπερήλικα μπορούν εύκολα να<br />

επιπλακούν με ανάπτυξη παραπνευμονικής συλλογής,<br />

η οποία μπορεί να διαπυηθεί με αποτέλεσμα τη<br />

δημιουργία εμπύηματος. Ο ασθενής προσέρχεται συνήθως<br />

με υψηλό πυρετό, δύσπνοια και έντονη θωρακαλγία<br />

70 . Τα εμπυήματα μπορούν εύκολα να οδηγήσουν<br />

σε σήψη και αναπνευστική ανεπάρκεια λόγω<br />

παγιδευμένου πνεύμονα (trapped lung) 71,72 τις ευάλωτες,<br />

ανοσοκατασταλμένες ομάδες του πληθυσμού,<br />

όπως είναι οι ηλικιωμένοι ασθενείς, συνδέονται δε, με<br />

υψηλή θνητότητα, που ανέρχεται σε ποσοστό μέχρι<br />

και 20% 72 . Τα κυρίαρχα μικρόβια είναι τα gram-θετικά<br />

βακτήρια. Παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη<br />

εμπυήματος σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας αποτελούν<br />

η χρόνια πνευμονοπάθεια, οι νόσοι του ΚΝΣ, η<br />

κακοήθεια και ο σακχαρώδης διαβήτης. Η πιο συχνή<br />

αιτία είναι η πνευμονία, αναφέρονται όμως και άλλες,<br />

όπως το οισοφαγικό συρίγγιο, το θωρακικό τραύμα,<br />

τα οπισθοφαρυγγικά και περιοδοντικά αποστήματα,<br />

αλλά και τα μυκωτικά ανευρύσματα της αορτής. Τα<br />

στάδια του εμπυήματος είναι τρία: 1. το εξιδρωματικό,<br />

που χαρακτηρίζεται από στείρο εξίδρωμα, αποτέλεσμα<br />

της αυξημένης διαπερατότητας του σπλαγχνικού<br />

υπεζωκότα, 2. το ινοπυώδες με ανάπτυξη υπεζωκοτικής<br />

φλεγμονής και συνοδό εναπόθεση ινικής στον τοιχωματικό<br />

και το σπλαχνικό υπεζωκότα, που οδηγεί<br />

στη δημιουργία εγκυστώσεων με μείωση της γλυκόζης<br />

και του pH και αύξηση της LDH του υπεζωκοτικού<br />

υγρού και τέλος, 3. το στάδιο της οργανοποιήσεως,<br />

όπου εμφανίζεται μετανάστευση ινοβλαστών στην<br />

υπεζωκοτική κοιλότητα και δημιουργείται ανελαστικός<br />

παχυπλευριτικός φλοιός (peels) και διαφραγμάτια<br />

ινικής. Η ταχύτητα και η έκταση της εξέλιξης στο<br />

εμπύημα εξαρτάται από τον τύπο και τη μολυσματική<br />

δράση του παθογόνου μικροοργανισμού, την άμυνα<br />

του ξενιστή, και την έναρξη, αλλά και αποτελεσματικότητα<br />

της αντιβιοτικής αγωγής. Το πρώτο στάδιο<br />

θεραπεύεται απλά με τοποθέτηση κλειστής παροχέτευσης<br />

θώρακα, το δεύτερο είτε με έγχυση ινωδολυτικών<br />

ουσιών δια του σωλήνα είτε με θωρακοσκοπική<br />

παροχέτευση της εγκυστωμένης συλλογής και της γέλης<br />

και ενοποίηση της υπεζωκοτικής κοιλότητας, ενώ<br />

στο τελευταίο στάδιο η χειρουργική αντιμετώπιση<br />

περιλαμβάνει αποφλοίωση με ανοιχτή θωρακοτομή 73 .<br />

Με τον όρο αποφλοίωση εννοούμε την αφαίρεση του<br />

σπλαχνικού υπεζωκότητα με σκοπό την έκπτυξη του<br />

πνεύμονα, μείζονα επέμβαση με υψηλή ακόμα νοσηρότητα<br />

και θνητότητα.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Συρίγος ΚΝ, Διονέλης Γ. Αντιμετώπιση του<br />

ηλικιωμένου ασθενή με καρκίνο του πνεύμονα.<br />

Πνεύμων 2003; 16(3):332-336.<br />

2. Berghmans T, Tragas G, Sculier JP. Age and treatment<br />

of non - small cell lung cancer: a database<br />

analysis in the elderly patients. Support Care Cancer<br />

2002; 10:619-623.<br />

3. Balducci L. Geriatric oncology: challenges for the<br />

new century. Eur J Cancer 2000; 36: 1741–1754.


174<br />

Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας με χειρουργικές παθήσεις θώρακος-πνευμόνων<br />

4. Extermann M. Measuring comorbidity in older cancer<br />

patients. Eur J Cancer, 2000; 36:453-71.<br />

5. Zagonel, V Importance of a comprehensive geriatric<br />

assessment in older cancer patients. Eur J Cancer<br />

2001; 37(suppl),S229-S233.<br />

6. Repetto, L, Fratino, L, Audisio, RA, et al Comprehensive<br />

geriatric assessment adds information to<br />

Eastern Cooperative Oncology Group performance<br />

status in elderly cancer patients: an Italian Group<br />

for Geriatric Oncology Study. J Clin Oncol 2002;<br />

20,494-502.<br />

7. Extermann, M, Overcash, J, Lyman, GH, et al Comorbidity<br />

and functional status are independent in<br />

older cancer patients. J Clin Oncol 1998; 16,1582-<br />

1587.<br />

8. Dales, RE, Dionne, G, Leech, JA, et al Preoperative<br />

prediction of pulmonary complications following<br />

thoracic surgery. Chest 1993; 104,155-159.<br />

9. Ebner, H, Sudkamp, N, Wex, P, et al Selection and<br />

preoperative treatment of over-seventy-year-old<br />

patients undergoing thoracotomy. Thorac Cardiovasc<br />

Surg 1985; 33,268-271.<br />

10. Naunheim, KS, Kesler, KA, D’Orazio, SA, et al Lung<br />

cancer surgery in the octogenarian. Eur J Cardiothorac<br />

Surg 1994; 8,453-456.<br />

11. Ginsberg, RJ, Hill, LD, Eagan, RT, et al Modern thirtyday<br />

operative mortality for surgical resections in lung<br />

cancer. J Thorac Cardiovasc Surg 1983; 86,654-658.<br />

12. Fukuse Τ, Satoda N, Hijiya K, Fujinaga T. Importance<br />

of a Comprehensive Geriatric Assessment in Prediction<br />

of Complications Following Thoracic Surgery<br />

in Elderly Patients. Chest 2005; 127(3):886-891.<br />

13. Hutchins LF, Unger JM, Crowley JJ et al. Underrepresentation<br />

of patients 65 years of age or older<br />

in cancer-treatment trials. N Engl J Med 1999; 341:<br />

2061–2067.<br />

14. Talarico L, Chen G, Pazdur R. Enrollment of elderly<br />

patients in clinical trials for cancer drug registration:<br />

a 7-year experience by the US Food and Drug<br />

Administration. J Clin Oncol 2004; 22: 4626–4631.<br />

15. Parkin DM. Global cancer statistics in the year<br />

2000. Lancet Oncol 2001; 2: 533–543.<br />

16. Gridelli C, Perrone F, Monfardini S. Lung cancer in<br />

the elderly. Eur J Cancer 1997; 33: 2313–2314.<br />

17. Havlik RJ, Yancik R, Long S et al. The National Institute<br />

on Aging and the National Cancer Institute<br />

SEER collaborative study on comorbidity and early<br />

diagnosis of cancer in the elderly. Cancer 1994; 74:<br />

2101–2106.<br />

18. Rami-Porta R, Crowley JJ, Goldstraw P. The revised<br />

TNM staging system for lung cancer. Ann Thorac<br />

Cardiovasc Surg 2009; 15(1):4-9.<br />

19. Oken MM, Creech RH, Tormey DC, Horton J, Davis<br />

TE, McFadden ET, Carbone PP. 2). Toxicity and response<br />

criteria of the Eastern Cooperative Oncology<br />

Group. Am J Clin. Oncol 1982; 5 (6): 649–655.<br />

20. Shields TW. Screening, staging, and diagnostic investigation<br />

of non-small cell lung cancer patients.<br />

Curr Opin Oncol 1991; 3:297-305.<br />

21. Hillers TK, Sauve MD, Guyatt GH. Analysis of published<br />

studies on the detection of extrathoracic<br />

metastases in patients presumed to have operable<br />

non-small cell lung cancer. Thorax 1994; 49:14-19.<br />

22. Patterson GA, Piazza D, Pearson FG, et al. Significance<br />

of metastatic disease in subaortic lymph<br />

nodes. Ann Thorac Surg 1987; 43:155-159.<br />

23. Goldstraw P. The practice of cardiothoracic surgeons<br />

in the perioperative staging of non-small<br />

cell lung cancer. Thorax 1992; 47:1-2.<br />

24. The Canadian Lung Oncology Group. Investigation<br />

for mediastinal disease in patients with apparently<br />

operable lung cancer. Ann Thorac Surg 1995;<br />

60:1382-1389.<br />

25. De Leyn P, Vansteenkiste J, Cuypers P, et al. Role of<br />

cervical mediastinoscopy in staging of non-small<br />

cell lung cancer without enlarged mediastinal<br />

lymph nodes on CT scan. Eur J Cardiothorac Surg<br />

1997; 12:706-712.<br />

26. Kernstine KH, Stanford W, Mullan BF, et al. PET, CT<br />

and MRI with Combidex for mediastinal staging in<br />

non-small cell lung carcinoma. Ann Thorac Surg<br />

1999; 68:1022-1028.<br />

27. Goates G, Skehan SJ. Emerging role of PET in the<br />

diagnosis and staging of lung cancer. Can Respir J<br />

1999; 6:145-152.<br />

28. Morandi U, Stefani A, Golinelli M, et al. Results of<br />

surgical resection in patients over the age of 70<br />

years with non-small cell lung cancer. Eur J Cardiothorac<br />

Surg, 1997; 11:432-9.<br />

29. Oliaro A, Leo F, Filosso PL, et al. Resection for<br />

bronchogenic carcinoma in the elderly. J Cardiovasc<br />

Surg 1999; 40:715-9.<br />

30. Yamamoto K, Padilla Alarcon J, et al. Surgical results<br />

of stage I non-small cell lung cancer: comparison<br />

between elderly and younger patients. Eur<br />

J Cardiothorac Surg 2003; 23:21-5.<br />

31. Damhuis RA, Schutte PR. Resection rates and postoperative<br />

mortality in 7,899 patients with lung cancer.<br />

Eur Respir J 1996; 9:7-10.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 175<br />

32. Massard G, Moog R, Wihlm JM, et al. Bronchogenic<br />

cancer in the elderly: operative risk and long-term<br />

prognosis. Thorac Cardiovasc Surg 1996; 44:40-45.<br />

33. Cerfolio RJ, Bryant AS. Survival and outcomes of<br />

pulmonary resection for non- small cell lung cancer<br />

in the elderly: a nested case-control study. Ann<br />

Thorac Surg 2006; 82: 424–429.<br />

34. Dominguez-Ventura A, Cassivi SD, Allen MS et<br />

al. Lung cancer in octogenarians: factors affecting<br />

long-term survival following resection. Eur J Cardiothorac<br />

Surg 2007; 32: 370–374.<br />

35. Sullivan V, Tran T, Holmstrom A et al. Advanced<br />

age does not exclude lobectomy for non-small cell<br />

lung carcinoma. Chest 2005; 128: 2671–2676.<br />

36. Sirbu H, Schreiner W, Dalichau H et al. Surgery<br />

for non-small cell carcinoma in geriatric patients:<br />

15-year experience. Asian Cardiovasc Thorac Ann<br />

2005; 13:330–336.<br />

37. Dyszkiewicz W, Pawlak K, Gasiorowski L. Early<br />

post-pneumonectomy complications in the elderly.<br />

Eur J Cardiothorac Surg 2000; 17: 246–250.<br />

38. Aoki T, Yamato Y, Tsuchida M et al. Pulmonary<br />

complications after surgical treatment of lung cancer<br />

in octogenarians. Eur J Cardiothorac Surg 2000;<br />

18:662–665.<br />

39. Brock MV, Kim MP, Hooker CM et al. Pulmonary<br />

resection in octogenarians with stage I nonsmall<br />

cell lung cancer: a 22-year experience. Ann Thorac<br />

Surg 2004; 77: 271–277.<br />

40. Yazgan S, Gursoy S, Yaldiz S et al. Outcome of surgery<br />

for lung cancer in young and elderly patients.<br />

Surg Today 2005; 35: 823–827.<br />

41. Sigel K, Bonomi M, Packer S et al. Effect of age on<br />

survival of clinical stage I non-small-cell lung cancer.<br />

Ann Surg Oncol 2009; 16: 1912–1917.<br />

42. Van Rens MT, de la Riviere AB, Elbers HR et al. Prognostic<br />

assessment of 2,361 patients who underwent<br />

pulmonary resection for non-small cell lung cancer,<br />

stage I, II, and IIIA. Chest 2000; 117: 374–379.<br />

43. Wada H, Nakamura T, Nakamoto K et al. Thirty-day<br />

operative mortality for thoracotomy in lung cancer.<br />

J Thorac Cardiovasc Surg 1998; 115: 70–73.<br />

44. Ginsberg RJ, Rubinstein LV. Randomized trial of<br />

lobectomy versus limited resection for T1 N0 nonsmall<br />

cell lung cancer. Lung Cancer Study Group.<br />

Ann Thorac Surg 1995; 60: 615–622.<br />

45. Spaggiari L, Scanagatta P. Surgery of non-small cell<br />

lung cancer in the elderly. Curr Opin Oncol 2007;<br />

19: 84–91.<br />

46. Jaklitsch MT, Mery CM, Audisio RA. The use of<br />

surgery to treat lung cancer in elderly patients.<br />

Lancet Oncol 2003; 4: 463–471.<br />

47. Jaklitsch MT, DeCamp MM Jr., Liptay MJ et al.<br />

Video-assisted thoracic surgery in the elderly. A<br />

review of 307 cases. Chest 1996; 110: 751–758.<br />

48. Yim AP. Thoracoscopic surgery in the elderly population.<br />

Surg Endosc 1996; 10: 880–882.<br />

49. McVay CL, Pickens A, Fuller C et al. VATS anatomic<br />

pulmonary resection in octogenarians. Am<br />

Surg 2005; 71: 791–793.<br />

50. Igai H, Takahashi M, Ohata K et al. Surgical treatment<br />

for non-small cell lung cancer in octogenarians–the<br />

usefulness of video-assisted thoracic<br />

surgery. Interact Cardiovasc Thorac Surg 2009; in<br />

press.<br />

51. Douillard JY, Rosell R, De LM et al. Adjuvant vinorelbine<br />

plus cisplatin versus observation in patients<br />

with completely resected stage IB-IIIA non-smallcell<br />

lung cancer (Adjuvant Navelbine International<br />

Trialist Association [ANITA]): a randomised controlled<br />

trial. Lancet Oncol 2006; 7: 719–727.<br />

52. Pignon JP, Tribodet H, Scagliotti GV et al. Lung<br />

Adjuvant Cisplatin Evaluation:a pooled analysis by<br />

the LACE collaborative group. J Clin Oncol 2008;<br />

26: 3552–3559.<br />

53. Fruh M, Rolland E, Pignon JP et al. Pooled analysis<br />

οf the effect of age on adjuvant cisplatin-based<br />

chemotherapy for completely resected non-smallcell<br />

lung cancer. J Clin Oncol 2008; 26: 3573–3581.<br />

54. Furuse K, Fukuoka M, Kawahara M et al. Phase<br />

III study of concurrent versus sequential thoracic<br />

radiotherapy in combination with mitomycin,<br />

vindesine, and cisplatin in unresectable stage III<br />

non-small-cell lung cancer. J Clin Oncol 1999; 17:<br />

2692–2699.<br />

55. Curran WJ, Scott CB, Langer CJ. Long-term benefit<br />

is observed in a phase III comparison of sequential<br />

versus concurrent chemo-radiation for patients<br />

with unresected stage III NSCLC: RTOG 9410. Proc<br />

Am Soc Clin Oncol 2003; 22: (Abstr 2499).<br />

56. Zatloukal P, Petruzelka L, Zemanova M et al. Concurrent<br />

versus sequential chemoradiotherapy with<br />

cisplatin and vinorelbine in locally advanced nonsmall<br />

cell lung cancer: a randomized study. Lung<br />

Cancer 2004; 46: 87–98.<br />

57. Pallis AG, Gridelli C, van Meerbeeck JP, Greillier L<br />

et al. EORTC Elderly Task Force and Lung Cancer<br />

Group and International Society for Geriatric On-


176<br />

Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας με χειρουργικές παθήσεις θώρακος-πνευμόνων<br />

cology (SIOG) experts’ opinion for the treatment of<br />

non-small-cell lung cancer in an elderly population.<br />

Ann Oncol 2010; 21: 692–706.<br />

58. Pallis AG, Shepherd FA, Lacombe D, Gridelli C.<br />

Treatment of small-cell lung cancer in elderly patients.<br />

Cancer 2010; 116(5):1192-200.<br />

59. Ries LAG, Melbert D, Krapcho M, et al. SEER cancer<br />

statistics review, 1975–2005. Bethesda (MD): National<br />

Cancer Institute. Available at: http://seer.cancer.<br />

gov/csr/1975_2005. Based on November 2007 SEER<br />

data submission posted to the SEER Web site, 2008.<br />

61. Ferguson MK, Martin TR, Reeder LB, et al. Mortality<br />

after esophagectomy: risk factor analysis. World J<br />

Surg. 1997;23:599–604.<br />

62. Adam DJ, Craig SR, Sang CT, et al. Esophagectomy<br />

for carcinoma in the octogenarian. Ann Thorac<br />

Surg. 1996;61:190–194.<br />

63. Suglmachi K, Matsuzaki K, Matsuura H, et al. Evaluation<br />

of surgical treatment of carcinoma of the<br />

oesophagus in the elderly: 20 years experience. Br<br />

J Surg. 1985;72:28–32.<br />

64. Poon RT, Law SY, Chu KM, et al. Esophagectomy<br />

for carcinoma of the esophagus in the elderly: results<br />

of current surgical management. Ann Surg.<br />

1998;227(3):357–364.<br />

65. Kinugasa S, Tachibana M, Yoshimura H, et al. Esophageal<br />

resection in elderly esophageal carcinoma<br />

patients: improvement in postoperative complications.<br />

Ann Thorac Surg. 2001; 71:414–418.<br />

66. Thomas P, Doddoli C, Neville P, et al. Esophageal<br />

cancer resection in the elderly. Eur J Cardiothorac<br />

Surg. 1996; 10:941–946.<br />

67. Mukhtar RA, Theodore PR. Benign Thoracic Disease<br />

in the Elderly. Thorac Surg Clin North Am 2009;<br />

19(3): 313-319<br />

68. Athanassiadi K, Bagaev E, Simon A, et al. Lung<br />

herniation: a rare complication in minimally invasive<br />

cardiothoracic surgery. Eur J Cardiothorac Surg.<br />

2008;33:774–776.<br />

69. Jun N. Surgery for secondary spontaneous pneumothorax.<br />

Curr Opin Pulmon Med 2010; 16(4):376–<br />

380.<br />

70. Athanassiadi K, Bagaev E, Haverich A. Autologous<br />

blood pleurodesis for persistent air leak. Thorac<br />

Cardiovasc Surg 2009; 57(8):476-9.<br />

71. El Solh AA, Alhajjhasan A, Ramadan F, et al. A comparative<br />

study of community- and nursing homeacquired<br />

empyema thoracis. J Am Geriatr Soc.<br />

2007;55(11):1847–1852.<br />

72. Tsai TH, Jerng JS, Chen KY, et al. Communityacquired<br />

thoracic empyema in older people. J Am<br />

Geriatr Soc. 2005;53:1203–1209.<br />

73. Hsieh MJ, Liu YH, Chao YK, et al. Risk factors in surgical<br />

management of thoracic empyema in elderly<br />

patients. ANZ J Surg. 2008;78:445–448.<br />

74. Athanassiadi K. Empyem: Patienten Management<br />

und thorakoskopische Therapie. MIC 2008; 3:130-<br />

133.


Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας<br />

με καρδιοχειρουργικά προβλήματα<br />

Π Δεδεηλίας<br />

Επιμελητής Α’, Α’ Καρδιοχειρουργικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

DEDEILIAS P. Treatment of elderly cardiac surgery patients. In the era of aging population there is an increasing number<br />

of elderly people referred for cardiac surgery. Nowadays the majority of cardiac procedures are performed on elderly<br />

patients (age >65 years). Although age remains a standard and independent risk factor that increases significantly morbidity<br />

and mortality, the advances and improvements in surgical techniques have lowered the surgical risk to acceptable numbers.<br />

In most recent studies surgery is preferred and suggested as the treatment of choice in acute and life threatening cardiac<br />

surgery candidates regardless of age. Generally there is no documented age limit for cardiac surgery procedures apart from<br />

heart transplant recipients (65 years) and possibly candidates for elective aortic artery procedures (80 years). The preoperative<br />

evaluation and care of comorbidities in the advanced age group is mandatory and improves postoperative outcomes.<br />

Additionally alternative surgical options can be offered to high risk elderly patients (EuroSCORE >20) that are not susceptible<br />

to surgical treatment. These options are transcatheter aortic valve replacement, off pump cardiac surgery, minimally invasive<br />

cardiac surgery and endovascular treatment of aortic artery disease. The aim of maximizing life with acceptable quality has<br />

limited our possibility of denying surgical interventions to elderly population. However, careful assessment of operative risk<br />

can select patients on whom cardiac surgery will have a beneficial impact much more preferable compared to the natural<br />

history of the disease itself. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 177-186, 2011.<br />

Key words: cardiac surgery, elderly, age limit, EuroSCORE<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Στη σύγχρονη εποχή του γηρασκόμενου πληθυσμού υπάρχει μια συνεχής αύξηση υπερηλίκων ασθενών που<br />

υποβάλλονται σε καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις. Το ηλικιακό όριο των 65 ετών έχει ξεπεραστεί κατά πολύ τις<br />

προηγούμενες δεκαετίες και τη δεκαετία που μόλις παρήλθε η γρηγορότερα αυξανόμενη ηλικιακή δεκαετία καρδιοχειρουργικών<br />

ασθενών ήταν η ηλικία των «ογδοντάρηδων», οι οποίοι σε ποσοστό >25% περιορίζονται λειτουργικά<br />

λόγω καρδιακών προβλημάτων. Την τρέχουσα δεκαετία αναμένεται αύξηση του ποσοστού των ασθενών >90<br />

έτη που αποστέλλονται για καρδιοχειρουργική αντιμετώπιση. Έτσι θα προκύψει μια ενδιαφέρουσα επιστημονικά<br />

σύγκρουση μεταξύ της αναγκαίας πολιτικής κόστους-οφέλους και της ηθικής αδυναμίας να αρνηθούμε την καρδιοχειρουργική<br />

φροντίδα στους υπερήλικες οι οποίοι έχουν τεκμηριωμένα μεγαλύτερη νοσηρότητα και απαιτούν<br />

μεγαλύτερη ενδονοσοκομειακή φροντίδα. Τα στατιστικά δεδομένα και οι έρευνες των υπερήλικων ομάδων (>70)<br />

δείχνουν ότι δεν πρέπει να αρνούμαστε την καρδιοχειρουργική φροντίδα βασιζόμενοι αποκλειστικά στη χρονολογική<br />

ηλικία των ασθενών υποψηφίων για τέτοιου είδους επέμβαση. Φαίνεται πως η βιολογική ηλικία παίζει μεγαλύτερο<br />

ρόλο στην τελική μας απόφαση. Οι παράγοντες που πρέπει να εκτιμώνται είναι: α) το λειτουργικό στάδιο<br />

την ώρα της επέμβασης, β) η γενική φυσική κατάσταση, γ) η προσεκτική αξιολόγηση της συνοδού νοσηρότητας, δ) το<br />

οικογενειακό περιβάλλον και υποστήριξη στο σπίτι, και ε) η προσωπική επιθυμία και συγκατάθεση για τη διενέργεια<br />

της επέμβασης. Εναλλακτικά, όπου αυτό είναι εφικτό, στους υψηλού κινδύνου ασθενείς (EuroSCORE >20) είναι<br />

δυνατόν να προσφερθούν άλλες μέθοδοι θεραπείας όπως διακαθετηριακή αντικατάσταση αορτικής βαλβίδος,<br />

επαναγγείωση χωρίς εξωσωματική κυκλοφορία, ελάχιστα επεμβατική καρδιοχειρουργική και βεβαίως ενδοαυλική<br />

αντιμετώπιση των νόσων της αορτής. Ο στόχος της επιμήκυνσης της ζωής με αποδεκτή ποιότητα έχει περιορίσει


178<br />

Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας με καρδιοχειρουργικά προβλήματα<br />

σημαντικά την πιθανότητα να αρνηθούμε τη χειρουργική επέμβαση στους ασθενείς 3 ης ηλικίας. Η προσεκτική εκτίμηση<br />

του χειρουργικού κινδύνου μπορεί να επιλέξει τους ασθενείς στους οποίους η επέμβαση θα έχει καλύτερη<br />

επίπτωση από τη φυσική εξέλιξη της νόσου. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 177-186, 2011.<br />

Λέξεις κλειδιά: καρδιοχειρουργική επέμβαση, υπερήλικες, ηλικιακό όριο, EuroSCORE<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν την πρώτη<br />

αιτία θανάτου στον βιομηχανικό κόσμο και ιδιαίτερα<br />

στους ασθενείς 3ης ηλικίας. Η τρίτη ηλικία καταλαμβάνει<br />

όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στον ζώντα πληθυσμό<br />

των δυτικών κοινωνιών. Στις ΗΠΑ ο πληθυσμός >75<br />

ετών θα είναι περίπου 50 εκατομμύρια την επόμενη<br />

δεκαετία (1) . Η ηλικία >80 ετών αποτελεί την ταχύτερα<br />

αυξανόμενη ομάδα πληθυσμού (2) και επιπρόσθετα είναι<br />

η ηλικιακή ομάδα που σε ποσοστό >25% εμφανίζει<br />

περιορισμένη λειτουργικότητα λόγω καρδιαγγειακών<br />

προβλημάτων (3) και το ποσοστό αυτό αναμένεται να<br />

είναι μεγαλύτερο στους άνω των ενενήντα ετών.<br />

Οι βελτιώσεις που έχουν σημειωθεί στην καρδιοχειρουργική<br />

αναισθησία, την περιεγχειρητική φροντίδα<br />

(φυσικοθεραπεία και νοσηλεία), την εξωσωματική κυκλοφορία,<br />

την υποστήριξη άλλων ανεπαρκών οργάνων,<br />

όπως νεφροί και πνεύμονες, καθώς και στις χειρουργικές<br />

τεχνικές, έχουν επιφέρει σημαντική μείωση<br />

του χειρουργικού κινδύνου σε αποδεκτά όρια και έτσι<br />

επεμβάσεις που θεωρούνταν ανεπίτρεπτες σε ασθενείς<br />

3ης ηλικίας (>80 έτη) γίνονται σήμερα με αρκετή<br />

ασφάλεια και απολύτως αποδεκτά αποτελέσματα (4-<br />

6)<br />

. Παράλληλα όμως προβληματισμός υπάρχει για τη<br />

σχέση κόστους-οφέλους των επεμβάσεων τέτοιου τύπου<br />

στους υπερήλικες δεδομένου του γεγονότος ότι η<br />

3η ηλικία συνοδεύεται από μεγαλύτερη θνητότητα και<br />

νοσηρότητα και απαιτεί μεγαλύτερη ενδονοσοκομειακή<br />

φροντίδα, με επακόλουθο τη βαθμιαία εκτίναξη του<br />

ιατρικού κόστους σε δυσεπίλυτα ύψη.<br />

ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΤΗΤΑΣ ΕΠΕΜΒΑΣΗΣ<br />

Για τον υπολογισμό της επικινδυνότητας μιας καρδιοχειρουργικής<br />

επέμβασης έχουν προταθεί διάφορα<br />

μαθηματικά μοντέλα, τα κυριότερα των οποίων είναι:<br />

1) το Parsonnet Score, 2) το Cleveland Clinic Score, 3)<br />

το French Score, 4) το Pons Score, 5) το Ontario Score,<br />

και τέλος 6) το EuroSCORE. Από όλα τα παραπάνω<br />

το πιο διαδεδομένο και αξιόπιστο εργαλείο αξιολόγησης<br />

του χειρουργικού κινδύνου μιας επέμβαση είναι το<br />

EuroSCORE (7-8) . Για να δημιουργηθεί μελετήθηκαν σχεδόν<br />

20.000 ασθενείς από 128 νοσοκομεία σε 8 ευρωπαϊκές<br />

χώρες. Μελετήθηκαν 97 παράγοντες κινδύνου και<br />

τα αποτελέσματα (επιβίωση ή θάνατος) σχετίσθηκαν<br />

με τους προεγχειρητικούς παράγοντες κινδύνου. Οι<br />

περισσότερο σημαντικοί παράγοντες κινδύνου χρησιμοποιήθηκαν<br />

για τη δημιουργία ενός συστήματος αξιολόγησης<br />

του κινδύνου μιας καρδιοχειρουργικής επέμβασης.<br />

Το σύστημα EuroSCORE κατασκευάστηκε στο<br />

ένα τμήμα της υπό εξέλιξη μελέτης και εφαρμόστηκε<br />

και δοκιμάστηκε στο υπόλοιπο τμήμα της μελέτης για<br />

έλεγχο της αξιοπιστίας του (9) .<br />

Κυκλοφορεί σε πολλές μορφές έντυπες και ψηφιακές,<br />

διαδικτυακά και σε λογισμικό για μικρές συσκευές,<br />

και ουσιαστικά είναι απαραίτητο προεγχειρητικό βήμα<br />

κάθε επέμβασης. Στο EuroSCORE η ηλικία αποτελεί τον<br />

πρώτο ανεξάρτητο μελετώμενο-αξιολογούμενο παράγοντα<br />

κινδύνου και βαθμολογείται με 1 μονάδα ανά<br />

5 έτη για ασθενείς >65 ετών. Έτσι στην ηλικία των 90<br />

ετών με 5 μονάδες αξιολόγησης, η ηλικία παίζει τον<br />

μεγαλύτερο επιβαρυντικό παράγοντα για καρδιοχειρουργική<br />

επέμβαση, επιβαρυντικότερο ακόμα και από<br />

τη μετεμφραγματική ρήξη του μεσοκοιλιακού διαφράγματος<br />

που είναι πολύ βαριά κατάσταση και βαθμολογείται<br />

με 4 βαθμούς.<br />

Στο EuroSCORE αξιολογούνται επίσης όλοι οι άλλοι<br />

παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με τη σχετική<br />

ή ολική ανεπάρκεια των άλλων οργάνων όπως για<br />

παράδειγμα η αναπνευστική ανεπάρκεια, η νεφρική<br />

ανεπάρκεια, το πρόσφατο ή παλαιό εγκεφαλικό, η<br />

επείγουσα επέμβαση, και βέβαια το λειτουργικό στάδιο<br />

της καρδιακής λειτουργίας, καθώς και άλλοι παράγοντες<br />

κινδύνου.<br />

Διαθέτουμε λοιπόν σήμερα ένα αξιόπιστο σύστημα<br />

αξιολόγησης του κινδύνου της επέμβασης και έτσι για<br />

κάθε ασθενή όταν ο κίνδυνος αυτός είναι μεγαλύτερος<br />

από τον κίνδυνο που έχει η φυσική εξέλιξη της νόσου,<br />

τότε η συντηρητική θεραπεία ή άλλες θεραπευτικές<br />

επιλογές πρέπει να προτιμώνται.<br />

ΑΝΩΤΕΡΟ ΗΛΙΚΙΑΚΟ ΟΡΙΟ ΚΑΡΔΙΟΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΩΝ<br />

ΕΠΕΜΒΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΠΕΜΒΑΣΕΩΝ<br />

3 ης ΗΛΙΚΙΑΣ<br />

Ηλικιακό όριο καρδιοχειρουργικών επεμβάσεων<br />

υπάρχει τεκμηριωμένο μόνο στις καρδιακές μεταμοσχεύσεις<br />

και αυτό πάλι έχει ανέβει από τα 65 στα<br />

70 έτη (10) . Επίσης παρατηρείται δισταγμός στη μαζι-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 179<br />

κή διενέργεια προγραμματισμένων επεμβάσεων που<br />

αφορούν παθήσεις της αορτής για ασθενείς >80 ετών<br />

και αυτό διότι: 1) το λειτουργικό στάδιο των ασθενών<br />

αυτών δεν είναι επηρεασμένο, 2) η φυσική εξέλιξη της<br />

νόσου είναι αργή, και 3) οι επιπλοκές που συνοδεύουν<br />

τη χειρουργική της αορτής παρ’όλες τις εξελίξεις της<br />

τελευταίας δεκαετίας παραμένουν σε σχετικά υψηλά<br />

επίπεδα (11) .<br />

Εκτός από τις προαναφερόμενες δύο περιπτώσεις<br />

δεν υπάρχει ηλικιακό όριο για άλλες καρδιοχειρουργικές<br />

επεμβάσεις. Έτσι τόσο η αορτοστεφανιαία παράκαμψη,<br />

όπου αυτή ενδείκνυται, όσο και η χειρουργική<br />

των βαλβιδοπαθειών αλλά και συνδυασμένες επεμβάσεις<br />

διενεργούνται απροβλημάτιστα στην ηλικία 65-<br />

90 ετών (12-16) , ενώ εμφανίζεται με επιφυλακτικότητα μεν<br />

αλλά και σαφή τάση επέκτασης της καρδιοχειρουργικής<br />

στους >90 κατά την τρέχουσα δεκαετία (17-24) .<br />

Στον Πίνακα Ι φαίνεται η τάση αύξησης των ηλικιακών<br />

ορίων για τους ασθενείς που υποβάλλονται σε<br />

καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις σε πανευρωπαϊκή κλίμακα<br />

την τελευταία δεκαετία. Παρατηρείται μια διαρκής<br />

αύξηση των ορίων ηλικίας και η καμπύλη θα ήταν<br />

ακόμη πιο αυξητική αν δεν είχε επηρεαστεί από τις νεοεισερχόμενες<br />

χώρες στην πανευρωπαϊκή βάση δεδομένων<br />

που επηρεάζουν την εξέλιξή της επιβραδυντικά.<br />

Στον Πίνακα ΙΙ φαίνεται πώς επηρεάζεται η θνητότητα<br />

ανάλογα με την ηλικία σε ασθενείς που υποβάλλονται<br />

σε αορτοστεφανιαία παράκαμψη και στον Πίνακα ΙΙΙ<br />

η επίπτωση της ηλικίας στη μετεγχειρητική νοσηλεία<br />

των ασθενών αυτών (25) .<br />

Παρόμοιες καμπύλες σχέσης ηλικίας-θνητότητας<br />

καθώς και ηλικίας-νοσηρότητας που μεταφράζεται σε<br />

σχέση ηλικίας-μετεγχειρητικής νοσηλείας υπάρχουν και<br />

για τις άλλες κύριες καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις<br />

όπως είναι η στένωση της αορτικής βαλβίδος, καθώς<br />

και η στένωση ή ανεπάρκεια της μιτροειδούς βαλβίδος.<br />

Οι βαλβιδοπάθειες μάλιστα αποτελούν οντότητες με<br />

συνεχώς αυξανόμενο μερίδιο μεταξύ των καρδιακών<br />

παθήσεων των υπερηλίκων (26-27) . Στον Πίνακα IV φαίνεται<br />

η ηλικία στη συνδυασμένη αντικατάσταση αορτικής<br />

βαλβίδος και ταυτόχρονης αορτοστεφανιαίας<br />

παράκαμψης, ενώ παρόμοιοι πίνακες υπάρχουν και<br />

για την αντικατάσταση της μιτροειδούς βαλβίδος.<br />

Γίνεται σαφές από τους πίνακες αυτούς ότι το<br />

κύριο σώμα των καρδιοχειρουργικών ασθενών σήμερα<br />

ανήκει στην 3 η ηλικία. Επίσης είναι αξιοσημείωτο<br />

ότι στην πανευρωπαϊκή βάση δεδομένων της καρδιοθωρακικής<br />

χειρουργικής του 2010 αναφέρεται ότι η<br />

μέση ηλικία των καρδιοχειρουργικών ασθενών αυξάνει<br />

αντίστοιχα με το βιοτικό/οικονομικό επίπεδο. Αυτό<br />

φαίνεται στον Πίνακα V όπου καταδεικνύεται η σχέση<br />

ηλικίας/εισοδήματος στους ασθενείς που υποβλήθηκαν<br />

σε αντικατάσταση αορτικής βαλβίδος. Στον Πίνακα<br />

VI φαίνεται η θνητότητα της αντικατάστασης<br />

της αορτικής βαλβίδος, καθώς και της συνδυασμένης<br />

αντικατάστασης αορτικής βαλβίδος και ταυτόχρονης<br />

αορτοστεφανιαίας παράκαμψης. Παρατηρούμε την<br />

αύξηση της επικινδυνότητας σε σχέση με την ηλικία<br />

που όμως δεν παύει να παραμένει σε ικανοποιητικά<br />

πλαίσια ακόμη και στις ηλικίες >80. Τα δεδομένα αυτά<br />

αποτελούν την πραγματική εικόνα σε πανευρωπαϊκή<br />

κλίμακα ενώ μεμονωμένες εργασίες έχουν επιδείξει<br />

ακόμη μεγαλύτερη βελτίωση με ενός και 5 ετών<br />

επιβίωση στους >80 που αγγίζει τα 86,4% και 69,4%<br />

αντιστοίχως (26, 28) .<br />

Παρόμοιοι πίνακες υπάρχουν και για την αντικατάσταση<br />

της μιτροειδούς βαλβίδος καθώς και της<br />

συνδυασμένης αντικατάστασης μιτροειδούς βαλβίδος<br />

και αορτοστεφανιαίας παράκαμψης, μόνο που στην<br />

τελευταία περίπτωση η βαρύτητα της νόσου έχει εξέχουσα<br />

βαρύτητα στους ασθενείς >75 ετών (12-17,4%)<br />

όπως φαίνεται στον Πίνακα VII. Τα ίδια αποτελέσματα<br />

ανακοινώνουν και ερευνητές που σε συνδυασμό με<br />

την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της νοσηρότητας που<br />

συνοδεύει την πάθηση της μιτροειδούς γίνονται λίγο<br />

πιο επιφυλακτικοί και προτείνουν επιδιόρθωση της<br />

βαλβίδας όπου αυτό είναι εφικτό (27-30) .<br />

Στην αντικατάσταση της μιτροειδούς βαλβίδος η<br />

αθροιστική νοσηρότητα των μεγαλύτερων συνοδών<br />

επιπλοκών, δηλαδή εγκεφαλικό, παρατεταμένος μετεγχειρητικός<br />

αερισμός, επανεπέμβαση για αιμορραγία,<br />

νεφρική ανεπάρκεια και λοίμωξη στερνοτομής<br />

από 13,5% που είναι στις ηλικίες 80. Το προεγχειρητικό λειτουργικό<br />

καρδιακό στάδιο παίζει το σημαντικότερο ρόλο σε<br />

πολυπαραγοντική ανάλυση αλλά η ηλικία επίσης επηρεάζει<br />

τη θνητότητα και τη νοσηρότητα σε ποσοστά<br />

13% και 10% αντιστοίχως στο σύνολο του κινδύνου (27) .<br />

Επίσης, μετά από αντικατάσταση ή πλαστική μιτροειδούς<br />

βαλβίδος η βελτίωση του λειτουργικού σταδίου<br />

της καρδιακής λειτουργίας δεν είναι τόσο εμφανής<br />

όσο στις περιπτώσεις αντικατάστασης της αορτικής<br />

βαλβίδος (31-33) .<br />

Έτσι, αν και στις κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικανικής<br />

Καρδιολογικής Εταιρείας υπάρχει σαφής σύσταση<br />

για επέμβαση στις συμπτωματικές ανεπάρκειες<br />

της μιτροειδούς βαλβίδος (34) , εντούτοις το 49% των<br />

ασθενών σε πανευρωπαϊκή κλίμακα μένει ανεγχείρητο


180<br />

Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας με καρδιοχειρουργικά προβλήματα<br />

πράγμα που έχει επίπτωση στην προσδοκώμενη επιβίωση<br />

κατά τουλάχιστον 1 έτος (35) . Οι σημαντικότεροι<br />

παράγοντες αποφυγής του χειρουργείου ήσαν το<br />

κλάσμα εξώθησης και η ηλικία (35) .<br />

Όσον αφορά τις παθήσεις της αορτής παρατηρούμε<br />

ότι χειρουργική αποκατάσταση προσφέρεται σε<br />

όλες τις επείγουσες καταστάσεις ανεξαρτήτως ηλικίας<br />

(Πίνακας VIII) παρ’όλο που εδώ η θνητότητα αυξάνει<br />

πολύ σε σχέση με την ηλικία (Πίνακας ΙΧ).<br />

Γενικά σε όλες τις καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις<br />

των υπερηλίκων η ένδειξη του επείγοντος αυξάνει<br />

δραματικά τον χειρουργικό κίνδυνο (36) .<br />

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ<br />

Η εξέλιξη της καρδιοχειρουργικής έχει προσφέρει<br />

βελτιωμένες τεχνικές όπως την επαναγγείωση των<br />

στεφανιαίων χωρίς εξωσωματική, την διακαθετηριακή<br />

αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδος, την τεχνική<br />

Alfieri για την αντιμετώπιση της μιτροειδικής ανεπάρκειας<br />

και τις ενδοαυλικές προθέσεις για τις παθήσεις<br />

της αορτής. Βέβαια όλες αυτές οι τεχνικές αντιμετωπίζουν<br />

και βελτιώνουν το χειρουργικό κίνδυνο αλλά<br />

πολλές φορές με σημαντική αύξηση του κόστους. Για<br />

παράδειγμα η διακαθετηριακή αντικατάσταση της<br />

αορτικής βαλβίδος που κερδίζει έδαφος σε υπερήλικές<br />

υψηλού κινδύνου με EuroSCORE >20 είναι μια μέθοδος<br />

που κοστίζει 3πλάσια από την παραδοσιακή αντικατάσταση<br />

της αορτικής βαλβίδος (37) . Σαφές όμως προβάδισμα<br />

έναντι του χειρουργείου έχουν οι ενδοαυλικές<br />

προθέσεις στις νόσους της θωρακικής αορτής ενώ<br />

γίνονται προσπάθειες περιορισμού του χειρουργικού<br />

κινδύνου με υβριδικές τεχνικές, όπως μετάθεση βραγχιοκεφαλικών<br />

κλάδων και ενδοαυλική αντιμετώπιση<br />

παθήσεων του αορτικού τόξου (38-40) .<br />

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΥΠΕΡΗΛΙΚΩΝ<br />

ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΓΙΑ ΚΑΡΔΙΟΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΕΠΕΜΒΑΣΗ<br />

Όπως προκύπτει από τη σύγχρονη βιβλιογραφία<br />

που προαναφέρθηκε στο κείμενο οι καρδιοχειρουργικές<br />

επεμβάσεις εκτελούνται με ασφάλεια μέχρι την<br />

ηλικία των 80 ετών σήμερα και μάλιστα στις ηλικίες<br />

65-85 βρίσκεται ο μεγαλύτερος όγκος των καρδιοχειρουργικών<br />

επεμβάσεων. Για τους ασθενείς >85 ετών τα<br />

κριτήρια επιλογής θα πρέπει να είναι: 1) το κοινωνικό<br />

και λειτουργικό στάδιο του υποψηφίου για επέμβαση<br />

(δείκτης DASI) και η δυνατότητα λήψης μετεγχειρητικής<br />

φροντίδας, 2) ο απόλυτος χειρουργικός κίνδυνος<br />

όπως καταμετρείται από το EuroSCORE που λαμβάνει<br />

υπόψη εκτός της ηλικίας και την καρδιακή, νεφρική,<br />

πνευμονική και ηπατική λειτουργία, και 3) η πεποίθηση<br />

του ασθενούς να υποβληθεί σε επέμβαση.<br />

Σε περιπτώσεις επείγουσας κατάστασης εφόσον<br />

είναι εφικτό θα πρέπει να σταθεροποιείται πρώτα ο<br />

ασθενής και η επέμβαση να αποφασίζεται σε δεύτερο<br />

χρόνο. Το Score DASI είναι ένα αξιόπιστο εργαλείοερωτηματολόγιο<br />

αξιολόγησης του λειτουργικού σταδίου<br />

του υπερήλικα (41) .<br />

Η ελαχιστοποίηση του χειρουργικού κινδύνου του<br />

υπερήλικα αρχίζει από το προεγχειρητικό στάδιο. Η<br />

προετοιμασία του αναπνευστικού με ασκήσεις και<br />

βρογχοδιαστολή, η αντιμετώπιση των εστιών λοίμωξης<br />

και η βελτίωση της νεφρικής λειτουργίας, είναι μερικά<br />

από τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται προεχειρητικά.<br />

Διεγχειρητικά η αποφυγή της εξωσωματικής<br />

κυκλοφορίας όταν είναι εφικτή, η ελαχιστοποίηση<br />

του χρόνου ισχαιμίας και του χειρουργικού χρόνου, η<br />

ελαχιστοποίηση του priming, της αιμοαραίωσης και η<br />

αντιμετώπιση των διαταραχών αιμόστασης είναι οι<br />

παράγοντες που βελτιώνουν τα αποτελέσματα στους<br />

ευαίσθητους αυτούς ασθενείς (42) .<br />

Συμπερασματικά, η προσπάθεια επιμήκυνσης της<br />

ζωής όσο το δυνατόν περισσότερο δεν αφήνει ηθικά<br />

περιθώρια στην άρνηση προσφοράς χειρουργικής<br />

υψηλής τεχνικής σε υπερήλικες ασθενείς. Γεννώνται<br />

όμως ερωτήματα σχετικά με την οικονομική επίπτωση<br />

του εγχειρήματος, την επίτευξη ή μη της επιδιωκόμενης<br />

ποιότητας ζωής των υπερηλίκων όπως και γενικότερα<br />

με την τάση εξάρτησης της προχωρημένης ηλικίας<br />

από την βιοϊατρική τεχνολογία με αφύσικη επιβίωση<br />

των υπερηλίκων που εξαρτώνται από πολλά φάρμακα<br />

και απαιτούν τακτική ιατρική φροντίδα (43) .


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 181<br />

Πίνακας Ι<br />

Ηλικία καρδιοχειρουργικών ασθενών (4 η Πανευρωπαϊκή Βάση Δεδομένων, έκδοση 2010).<br />

Πίνακας ΙΙ<br />

Θνητότητα σε σχέση με την ηλικία για αορτοστεφανιαία παράκαμψη.


182<br />

Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας με καρδιοχειρουργικά προβλήματα<br />

Πίνακας ΙΙΙ<br />

Μετεγχειρητική νοσηλεία ασθενών που υποβάλλονται σε αορτοστεφανιαία παράκαμψη,<br />

σε σχέση με την ηλικία τους.<br />

Πίνακας ΙV<br />

Αντικατάσταση αορτικής βαλβίδος και ταυτόχρονη αορτοστεφανιαία παράκαμψη


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 183<br />

Πίνακας V<br />

Σχέση ηλικίας/βιοτικού επιπέδου κατά την αντικατάσταση αορτικής βαλβίδος<br />

(Πανευρωπαϊκή Βάση Δεδομένων, 2010).<br />

Πίνακας VI<br />

Σχέση ηλικίας/θνητότητας σε περιπτώσεις αντικατάστασης αορτικής βαλβίδος, καθώς και συνδυασμένης αντικατάστασης<br />

αορτικής βαλβίδος και αορτοστεφανιαίας παράκαμψης.


184<br />

Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας με καρδιοχειρουργικά προβλήματα<br />

Πίνακας VII<br />

Θνητότητα αντικατάστασης μιτροειδούς βαλβίδος, καθώς και αντικατάστασης μιτροειδούς βαλβίδος<br />

και ταυτόχρονης αορτοστεφανιαίας παράκαμψης σε σχέση με την ηλικία (The European Association<br />

for Cardio-Thoracic Surgery,<br />

4 th Adult Cardiac Database Report 2010).<br />

Πίνακας VIII<br />

Σχέση ηλικίας/οξέως διαχωρισμού της αορτής.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 185<br />

Πίνακας ΙΧ<br />

Θνητότητα σε σχέση με την ηλικία σε επεμβάσεις οξέως διαχωρισμού της αορτής.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. M.G. St. John Sutton, R.C. Gorman: Surgery for asymptomatic<br />

severe mitral regurgitation in the elderly.<br />

Early Surgery or wait and watch? Circulation<br />

2006; 114:258-260.<br />

2. S. Greengross, E. Murphy, L. Quamm, et al: Aging: a<br />

subject that must be at the top of the world agendas.<br />

BMJ 1997; 315:1029-30.<br />

3. US Bureau of the Census. Statistical Abstract of the<br />

United States. 110 th ed., Washington, DC: US Government<br />

Printing Office: 1990.<br />

4. P. Kohn, A. Kerzmann, L. Lahaye, et al: Cardiac Surgery<br />

in Octogenarians: perioperative outcome and<br />

long-term results. Eur Heart J 2001; 22:1235-43.<br />

5. D.S. Likosky, L.S. Dasey, Y.R. Baribeau, et al: Northern<br />

New England Cardiovascular Disease Group. Longterm<br />

survival of the very elderly undergoing coronary<br />

artery bypass grafting. Ann Thorac Surg 2008;<br />

85:1233-38.<br />

6. A. Sendrakyan, V. Vaccarino, D. Partiel, et al: Age<br />

does not limit quality of life improvement in Cardiac<br />

Valve Surgery. JACC 2003; 42:1208-14.<br />

7. H.J. Geissler, H. Philip, S. Marohl, et al: Risk stratification<br />

in heart surgery: comparison of six score<br />

systems. Eur J Cardiothorac Surg 2000; 17:400-06.<br />

8. Y. Kawachi, A. Nakashima, Y. Toshima, et al: Risk<br />

stratification analysis of operative mortality in heart<br />

and thoracic aorta surgery: comparison between<br />

Parsonnet and EuroSCORE additive model. Eur J Cardiothorac<br />

Surg 2001; 20(5):961-6.<br />

9. SAM Nashef, F. Roques, P. Mitchel, et al: European<br />

System for cardiac operative risk evaluation (EuroS-<br />

CORE). Eur J Cardiothorac Surg 1999; 16(1):9-13.<br />

10. L.U. Nwakanma, A.S. Shah, J.V. Conte, et al: Recipient<br />

selection for heart transplantations. In: L.H.<br />

Cohn’s Cardiac Surgery in the Adult, 3 rd Edition<br />

2008:1540-77.<br />

11. N. Khaladj, R. Leyh, M. Shrestha, et al: Aortic Root<br />

Surgery in Septagenarians: impact of different surgical<br />

techniques. J Cardiothorac Surg 2009, 4:17<br />

12. A. Gehlot, C.J. Mullany, D. Ilstup, et al: Aortic Valve<br />

Replacement in patients aged eighty years and older:<br />

early and long term results. J Thorac Cardiovasc<br />

Surg 1996; 111:1026-36.<br />

13. S.J. Melby, A. Ziever, S.P. Kaiser, et al: Aortic Valve<br />

Replacement in Octogenarians: risk factors for<br />

early and late mortality. Ann Thorac Surg 2007;<br />

83:1651-1657.<br />

14. S.S. Khan, J.M. Kupfer, J.M. Matloff, et al: Interaction<br />

of age and preoperative risk factors in predicting<br />

operative mortality for coronary artery bypass surgery.<br />

Circulation 1992; 86:II186-90.<br />

15. P. Kohl, A. Kerzmann, C. Honore, et al. Aortic Valve<br />

Surgery in octogenarians: predictive factors for<br />

operative and mid-term results. Eur J Cardiothorac<br />

Surg 2007; 31:600-6.<br />

16. C.W. Akins, W.M. Daggett, G.J. Vlahakes, et al.


186<br />

Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας με καρδιοχειρουργικά προβλήματα<br />

Cardiac operations in patients aged 80 years and<br />

older. Ann Thorac Surg 1997; 64:606-15.<br />

17. B.W. Ullery, J.C. Peterson, F. Milla, et al: Cardiac<br />

surgery in select nonagenarians: should we or<br />

shouldn’t we? Ann Thorac Surg 2008; 85:854-61.<br />

18. M.D. Bacchetta, W. Ko, L.N. Girardi, et al: Outcomes<br />

of cardiac surgery in nonagenarians: a 10-years experience.<br />

Ann Thorac Surg 2003; 75:1215-20.<br />

19. C. Blanche, J.M. Matloff, T.A. Denton, et al: Cardiac<br />

operations in patients 90 years of age and older.<br />

Ann Thorac Surg 1997; 63:1685-90.<br />

20. B.G. Levy Praschker, P. Leprince, N. Bonnet, et al:<br />

Cardiac surgery in nonagenarians: hospital mortality<br />

and long-term follow-up. Interact Cardiovasc<br />

Thorac Surg 2006; 5:696-700.<br />

21. M.E. Edwards, K.M. Taylor: Outcomes in nonagenarians<br />

after heart valve replacement operation. Ann<br />

Thorac Surg 2003; 75:830-34.<br />

22. L.E. Samuels, S. Sharma, R.J. Morris, et al: Cardiac surgery<br />

in nonagenarians. J Card Surg 1996; 11:121-27.<br />

23. D.J. Miller, L.E. Samuels, M.S. Kaufman, et al: Coronary<br />

artery bypass surgery in nonagenarians. Angiology<br />

1999; 50:613-617.<br />

24. C.R. Bridges, F.H. Edwards, E.D. Peterson, et al. Cardiac<br />

surgery in nonagenarians and centenarians. J<br />

Am Coll Surg 2003; 197:347-57.<br />

25. M. Graham, W.A. Ghali, P.D. Faris, et al for the Alberta<br />

Provincial Project for Outcomes Assessment<br />

in Coronary Artery Disease (APPROACH) Investigators:<br />

Survival After Coronary Revascularization in<br />

the Elderly. Circulation 2002; 105:2378-84.<br />

26. D.S. Likosky, M.J. Sorensen, L.J. Dasey, et al: Longterm<br />

survival of the very elderly undergoing aortic<br />

valve surgery. Circulation 2009; 120(suppl. 1):S127-33.<br />

27. R.H. Mehta, K.A. Eagle, L.P. Coombs, et al on behalf<br />

of the Society of Thoracic Surgeons National<br />

Cardiac Registry: Influence of Age on Outcomes in<br />

patients undergoing mitral valve replacement. Ann<br />

Thorac Surg 2002; 74:1459-67.<br />

28. B. Chiappini, N. Camurri, A. Laforte, et al: Outcome<br />

after aortic valve replacement in Octogenarians.<br />

Ann Thorac Surg 2004; 78:85-9.<br />

29. J.J. Jokinen, M.J. Hippelδinen, O.A. Ritkδnen, et al.<br />

Mitral Valve Replacement versus Repair: Propensity-Adjusted<br />

Survival and Quality of Life Analysis.<br />

Ann Thorac Surg 2007; 84:451-8.<br />

30. A. Sedrakyan, V. Vaccarino, J.A. Elefteriades, et<br />

al: Health related quality of life after mitral valve<br />

repairs and replacements. Qual Life Res 2006;<br />

15:1153-60.<br />

31. F. Maisan, G. Vigano, C. Calabrese, et al: Quality of<br />

life of elderly patients following valve surgery for<br />

chronic organic mitral regurgitation. Eur J Cardiothorac<br />

Surg 2009; 36:261-6.<br />

32. G. Ailawadi, B.R. Swenson, M.E. Girotti, et al: Is mitral<br />

valve repair superior to replacement in elderly<br />

patients? Ann Thorac Surg 2008; 68:77-85.<br />

33. R.A. Goldsmith, G.Y.H. Lip, R.L. Patel: A prospective<br />

study of changes in the quality of life of patients<br />

following mitral valve repair and replacement. Eur<br />

J Cardiothorac Surg 2001; 20:949-55.<br />

34. R.O. Bonow, B.A. Carabello, K. Chatterjee, et al:<br />

ACC/AHA 2006 Guidelines for the Management of<br />

Patients with valvular heart disease. A report of the<br />

American College of Cardiology/American Heart<br />

Association Task Force on Practice Guidelines. J<br />

Am Coll Cardiol 2006; 48:e1-48.<br />

35. M. Mirabel, B. Lung, G. Baro, et al: What are the<br />

characteristics of patients with severe, symptomatic,<br />

mitral regurgitation who are denied surgery?<br />

Eur Heart J 2007; 28:1358-65.<br />

36. M. Shrestha, N. Khaladj, H. Baraki, et al: Is there an<br />

Age limit for Cardiac Surgery? Clinical Medicine:<br />

Geriatric 2008; 2:31-3.<br />

37. M. Sahangiri, A.P. Kappeteine, van Geldorp, et<br />

al: The evolution of advanced techniques for the<br />

management of symptomatic aortic stenosis in the<br />

elderly population: conventional surgical management<br />

vs. transcatheter valve implantation. JR Coll<br />

Physicians Edinb 2010 (Dec.); 40(4):323-7.<br />

38. E. Ferrari, P. Tozzi, L.K. von Segeser: Thoracic aorta<br />

emergencies: is the endovascular treatment the<br />

new gold standard? Interact Cardiovasc Thorac<br />

Surg 2006; 5:730-6.<br />

39. R. Hinchliffe, M. Halawa, P. Holt, et al: Aortic dissection<br />

and its endovascular management. J Cardiovasc<br />

Surg 2008; 49(4):449-60.<br />

40. J.J. Ricotta 2 nd , C.S. Oderich: Fenestrated and brancheal<br />

stent grafts. Perspect Vasc Endovasc Thor<br />

2008; 20(2):174-89.<br />

41. M.A. Hlatky, R. Boineau, M.B. Higginbotham, et al:<br />

A brief self-administrated questionnaire to determine<br />

functional capacity (The Duke Activity Status<br />

Index). Am J Cardiol 1989; 64:651-654.<br />

42. G. Speziale, G. Nasso, M.C. Barattoni, et al: Operative<br />

and mid-term results of cardiac surgery in<br />

nonagenarians. A bridge toward routine practice.<br />

Circulation 2010; 121:208-13.<br />

43. S.R. Kaufman, J.K. Shim, A.J. Russ. Revisiting the Biomedicalization<br />

of Aging: Clinical Trends and Ethical<br />

Challenges. Gerontologist 2004; 44(6):731-8.


ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΘΕΜΑ<br />

ΔΥΣΜΕΝΕΙΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΜΗ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ<br />

ΣΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ<br />

ΑΜ Σιδέρης<br />

Διευθυντής ΕΣΥ, Β’ Καρδιολογικό Τμήμα, Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

Η αποτελεσματικότητα ενός νέου θεραπευτικού παράγοντα<br />

ελέγχεται συνήθως εύκολα. Αυτό που παρουσιάζει<br />

δυσκολία στην εκτίμηση του, και είναι σημαντικότερο,<br />

είναι η ασφάλεια χορήγησης του σε εκατομμύρια<br />

ασθενών με πολύπλευρες νόσους, συμπαρομαρτούσες<br />

παθήσεις, ευαισθησίες στα φάρμακα και ταυτόχρονη<br />

λήψη ικανού αριθμού φαρμακευτικών σκευασμάτων.<br />

Αντικαρκινικά φάρμακα<br />

Εισαγωγη<br />

Η παρουσία καρδιοπάθειας σε ασθενείς με καρκίνο<br />

ή η προκαλούμενη από τη θεραπεία του καρκίνου καρδιοπάθεια<br />

αποτελεί κλινικό πρόβλημα μείζονος σημασίας.<br />

Η βέλτιστη διαχείριση αυτών των ασθενών περιλαμβάνει<br />

τόσο την επιτυχή θεραπεία της κακοήθειας<br />

όσο και την προσπάθεια ελάττωσης της νοσηρότητας<br />

και θνησιμότητας της οφειλομένης σε καρδιαγγειακές<br />

νόσους στους επιβιώσαντες καρκινοπαθείς. Η παρουσία<br />

καρκίνου και οι νοσηρότητες που τον συνοδεύουν<br />

περιπλέκουν την αντιμετώπιση των καρδιαγγειακών<br />

νόσων στον καρκινοπαθή ασθενή. Η καρδιοτοξικότητα<br />

των αντικαρκινικών θεραπειών έχει εξελιχθεί σε<br />

μείζον κλινικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι καρδιολόγοι.<br />

Η δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας και η<br />

καρδιακή ανεπάρκεια αποτελούν πρόβλημα μείζονος<br />

σημασίας, αλλά τα κλινικά χαρακτηριστικά και η πρόγνωση<br />

ποικίλλουν σημαντικά ανάλογα με τον υπεύθυνο<br />

θεραπευτικό παράγοντα. Η σχετιζόμενη με την<br />

ανθρακυκλίνη μυοκαρδιοπάθεια διαφέρει ουσιαστικά<br />

από την επίδραση που έχουν οι νεότερες στοχευμένες<br />

θεραπείες, όπως η τραστουζουμάμπη. Άλλες μορφές<br />

καρδιαγγειακών νόσων που επισυμβαίνουν λόγω της<br />

θεραπείας του καρκίνου είναι η υπέρταση, τα θρομβοεμβολικά<br />

επεισόδια, οι περικαρδίτιδες, οι αρρυθμίες<br />

και η μυοκαρδιακή ισχαιμία. Σημαντικός παράγων που<br />

καθορίζει την έκβαση τέτοιων ασθενών είναι η συνεργασία<br />

καρδιολόγων-ογκολόγων με στόχο την ισορροπία<br />

μεταξύ των κινδύνων της καρδιοτοξικότητας και<br />

του οφέλους της ογκολογικής θεραπείας 1 .<br />

Παράταση επαναπόλωσης και Torsades<br />

de pointes (TdP) και διάφορα φάρμακα<br />

Ένας σημαντικός αριθμός μη αντιαρρυθμικών παραγόντων<br />

παρατείνει την επαναπόλωση και προδιαθέτει<br />

σε Torsades de pointes (TdP) (μορφή πολύμορφης<br />

κοιλιακής ταχυκαρδίας) και αιφνίδιο θάνατο. Η τερφεναδίνη,<br />

το πρώτο αντιισταμινικό χωρίς ηρεμιστική<br />

επίδραση, ήταν ο πρώτος μη-αντιαρρυθμικός παράγων<br />

που επίσημα συνδέθηκε με TdP, όταν συγχορηγήθηκε<br />

κυρίως με αντιβιοτικά και αντιμυκητιασικά. Η<br />

λίστα των φαρμάκων που συνδέθηκαν με παράταση<br />

του QT διαστήματος και TdP, μερικά από τα οποία<br />

αποσύρθηκαν από την αγορά ή δεν έγινε αποδεκτή η<br />

έγκριση τους, αυξήθηκε προοδευτικά. Τα περισσότερα<br />

από αυτά ασκούν ανασταλτική επίδραση στη ταχεία<br />

συνιστώσα του επανορθωτικού ρεύματος καλίου (Ιkr)<br />

με αποτέσμα παράταση της επαναπόλωσης. Η αλληλεπίδραση<br />

με φάρμακα που αναστέλλουν τα ισοένζυμα<br />

του κυτοχρώματος P450, στο ήπαρ, και επομένως η<br />

ελάττωση του μεταβολισμού τους, αποτελεί ξεχωριστό<br />

παθοφυσιολογικό μηχανισμό 2 . Οι ασθενείς που παρουσιάζουν<br />

παράταση του διαστήματος QT μετά από<br />

λήψη μη αντιαρρυθμικών φαρμάκων είναι πιθανόν ότι<br />

είναι γενετικά προδιατεθειμένοι λόγω ήπιας ή εξασθενισμένης<br />

μορφής συγγενούς επιμεμηκυσμένου QT 3 .<br />

Οι αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης-5<br />

Οι αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης-5 είναι αποτελεσματικοί<br />

φαρμακευτικοί παράγοντες κατά της στυτικής<br />

δυσλειτουργίας, σε ευρύ πληθυσμό ανδρών μεταξύ<br />

των οποίων περιλαμβάνονται και ασθενείς με αγγειακές<br />

παθήσεις, στεφανιαία νόσο, υπέρταση και διαβήτη 4,5 . Το<br />

ένζυμο το οποίο αναστέλλουν συναντάται στις λείες μυ-


188<br />

Δυσμενείς επιδράσεις μη καρδιολογικών φαρμάκων στο καρδιαγγειακό σύστημα<br />

ϊκές ίνες των αρτηριών και φλεβών, με αποτέλεσμα η<br />

επίδραση τους να έχει αγγειοδιασταλτικό αποτέλεσμα<br />

το οποίο δυνητικά επηρεάζει το καρδιαγγειακό σύστημα 6 .<br />

Η οργανική στυτική δυσλειτουργία και οι παθήσεις του<br />

καρδιαγγειακού συστήματος έχουν κοινούς παράγοντες<br />

κινδύνου καθώς και κοινή παθοφυσιολογία, με την δυσλειτουργία<br />

του ενδοθηλίου, την φλεγμονώδη και ενδοθηλιακή-προθρομβωτική<br />

ενεργοποίηση και το οξειδωτικό<br />

stress να αποτελούν κοινούς παρονομαστές 7,8,9 . Η στυτική<br />

δυσλειτουργία θεωρείται πλέον προάγγελος καρδιαγγειακών<br />

νοσημάτων. και έχει αποδειχθεί ότι σε ασθενείς με<br />

στεφανιαία νόσο, τα συμπτώματα της στυτικής δυσλειτουργίας<br />

εμφανίζονται, κατά μέσο όρο 2-5 έτη πρωϊμότερα<br />

από αυτά της στεφανιαίας καρδιοπάθειας 10 . Επομένως,<br />

η διάγνωση της στυτικής δυσλειτουργίας παρέχει<br />

στον κλινικό τη χρυσή ευκαιρία να εκτιμήσει την ανδρική<br />

καρδιαγγειακή υγεία και να παρέμβει σε πρώιμα στάδια<br />

της νόσου. Η χρήση των αναστολέων της φωσφοδιεστεράσης-5,<br />

στο τέλος της δεκαετίας του 90, συνοδεύτηκε<br />

από περιστασιακές αναφορές δυσμενών καρδιαγγειακών<br />

συμβαμάτων, με αποτέλεσμα το δισταγμό στη χρήση<br />

αυτών των παραγόντων σε ασθενείς με ιστορικό καρδιοπάθειας<br />

11 . Ωστόσο, οι αρχικές ανησυχίες δεν επιβεβαιώθηκαν<br />

είτε σε τυχαιοποιημένες μελέτες ή σε αναδρομικές<br />

αναλύσεις 12 . Τα νιτρώδη αντενδείκνυνται κατά τη διάρκεια<br />

θεραπείας με αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης-5<br />

λόγω κινδύνου υπότασης. Σε χορήγηση σιλδεναφίλης ή<br />

βαρδεναφίλης, τα νιτρώδη πρέπει να αποφεύγονται για<br />

τουλάχιστον 24 ώρες, ενώ επί χρήσης ταδαλαφίλης, επί<br />

48 ώρες. Σε ελάττωση της αρτηριακής πίεσης μπορεί επίσης<br />

να οδηγήσει η συγχορήγηση τους με α-αδρενεργικούς<br />

αποκλειστές. Η επίδραση αυτή δεν γίνεται εμφανής όταν<br />

χορηγούνται α1 εκλεκτικοί αναστολείς 13 . Οι αναστολείς<br />

της φωσφοδιεστεράσης-5 μεταβολίζονται από ένζυμα<br />

του κυτοχρώματος P450. Η συγχορήγηση τους επομένως<br />

με παράγοντες που αναστέλλουν αυτά τα ένζυμα (κετοκοναζόλη,<br />

αντικαταθληπτικά, μακρολίδες κ.α.), μπορεί<br />

να οδηγήσει σε αύξηση των επιπέδων τους στο πλάσμα<br />

και εμφάνιση παρενεργειών. Η λήψη της ελάχιστης<br />

δόσης είναι το ενδεδειγμένο μέτρο 14 . Οι επιδρασεις των<br />

αναστολέων της φωσφοδιεστεράσης-5 στο ενδοθηλιακό<br />

επίπεδο, οδήγησε στη χρήση τους σε καρδιαγγειακές και<br />

μη νόσους (πνευμονική υπέρταση, αχαλασία οισοφάγου,<br />

σύνδρομο Raynaud), με το πεδίο χρήσης να διευρύνεται<br />

συνεχώς. 15<br />

Μη-στεροειδή αντιφλεγμονώδη (NSAIDs)<br />

Τόσο τα παραδοσιακά μη-στεροειδή αντιφλεγμονώδη<br />

(NSAIDs) όσο και οι εκλεκτικοί αναστολείς της<br />

κυκλοοξυγενάσης-2 (coxibs) είναι σημαντικά και αποτελεσματικά<br />

φάρμακα για την αντιμετώπιση των μυοσκελετικών<br />

συμπτωμάτων, ωστόσο, συνοδεύονται<br />

από ανεπιθύμητες δράσεις λόγω της αναστολής των<br />

προστανοϊδών. Τα προστανοϊδή είναι βιολογικά ενεργά<br />

παράγωγα του αραχιδονικού οξέος, το οποίο μετασχηματίζεται<br />

σε προσταγλανδίνη μέσω των ενζύμων<br />

της κυκλοοξυγενάσης. Η ασφάλεια χρήσης των<br />

NSAIDs στην κλινική πράξη έχει αμφισβητηθεί, ειδικά<br />

των εκλεκτικών coxibs. Παρά την έλλειψη τυχαιοποιημένων-ελεγχόμενων<br />

μελετών υπάρχουν δεδομένα που<br />

δείχνουν ότι προκαλούν σημαντικές καρδιαγγειακές<br />

ανεπιθύμητες δράσεις, όπως, έμφραγμα του μυοκαρδίου,<br />

εγκεφαλικά επεισόδια, νεφρική ανεπάρκεια και<br />

υπέρταση 16 .<br />

Βότανα<br />

Παρά την έλλειψη επιστημονικής τεκμηρίωσης γύρω<br />

από την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα των προϊόντων<br />

των βοτάνων, η χρήση τους είναι εξαιρετικά<br />

διαδεδομένη. Τα βότανα θεωρούνται σαν τροφικά<br />

προϊόντα με αποτέλεσμα να μην υποβάλλονται σε ενδελεχή<br />

εξέταση και κανονισμούς όπως τα συμβατικά<br />

φάρμακα. Παρά το γεγονός ότι θεωρούνται προϊόντα<br />

της φύσης και επομένως ασφαλή σε αρκετές περιπτώσεις<br />

έχουν θανατηφόρες συνέπειες. Ορισμένα βότανα<br />

έχουν άμεση επίδραση στο καρδιαγγειακό και<br />

αιμοστατικό σύστημα ενώ άλλα μέσω αλληλεπίδρασης<br />

με φάρμακα έχουν σοβαρές παρενέργειες 17 .<br />

Αναβολικά<br />

Η χρήση αναβολικών στεροειδών από νεαρούς<br />

αθλητές συνδέεται με αυξημένα επίπεδα χαμηλής πυκνότητας<br />

λιποπρωτεϊνών, χαμηλά επίπεδα υψηλής πυκνότητας<br />

λιποπρωτεϊνών, αύξηση της αρτηριακής πίεσης,<br />

υπερτροφία της αριστερής κοιλίας, οξύ έμφραγμα<br />

του μυοκαρδίου και θανατηφόρες αρρυθμίες 18 .<br />

Αναστολείς της αντλίας πρωτονίων<br />

(PPIs)<br />

Το θέμα της συγχορήγησης αναστολέων της αντλίας<br />

πρωτονίων (PPIs) και κλοπιδογρέλης αποτελεί συχνό<br />

αντικείμενο συζητήσεων και αντιπαραθέσεων την<br />

τελευταία πενταετία. Οι PPIs δρούν ανταγωνιστικά<br />

στην ενεργοποίηση της κλοπιδογρέλης από το CYP2C19,<br />

και μετριάζουν την αντιαιμοπεταλιακή της δράση. Μία<br />

πιθανή εξήγηση του φαινομένου είναι η ποικιλία στην<br />

δραστηριότητα του CYP2C19, που έχει σαν βάση τον


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 189<br />

γενετικό πολυμορφισμό και επομένως την ύπαρξη<br />

ασθενών που είναι .<br />

Το πρόσφατο ACCF/ACG/AHA 2010 Expert<br />

Consensus Document συνιστά την αποφυγή χορήγησης<br />

PPIs ή ανταγωνιστών των Η2 υποδοχέων της ισταμίνης<br />

σε ασθενείς χαμηλού κινδύνου, η δε κλινική απόφαση<br />

που αφορά τη συγχορήγηση PPIs και θιενοπυριδινών,<br />

πρέπει να στηρίζεται στην εκτίμηση κινδύνου<br />

προς όφελος μεταξύ καρδιαγγειακών συμβαμάτων<br />

και γαστρενερικών αιμορραγιών. Η συγχορήγηση<br />

κλοπιδογρέλης και PPIs ελαττώνει την αντιαιμοπεταλιακή<br />

επίδραση της κλοπιδογρέλης όπως προκύπτει<br />

από φαρμακοδυναμικές και φαρμακοκινητικές μελέτες<br />

(μεγαλύτερη αλληλεπίδραση μεταξύ ομεπραζόλης και<br />

κλοπιδογρέλης) και η κλινικά σημαντική αλληλεπίδραση<br />

δεν μπορεί να αποκλεισθεί, ιδιαίτερα σε ορισμένες<br />

υποομάδες, όπως αυτή των ><br />

19 .<br />

Ναρκωτικά<br />

Η μαριχουάνα και η κοκαίνη είναι τα συχνότερα<br />

χρησιμοποιούμενα παράνομα φάρμακα. Η κάνναβις<br />

έχει διφασική επίδραση στο αυτόνομο νευρικό σύστημα<br />

ανάλογα με τη δόση, με αποτέλεσμα είτε ταχυκαρδία<br />

και αύξηση της καρδιακής παροχής είτε βραδυκαρδία<br />

και υπόταση. Αυξάνει την κατανάλωση οξυγόνου από<br />

το μυοκάρδιο και αυξάνει τα επεισόδια στηθάγχης σε<br />

στεφανιαίους ασθενείς. Η χρήση της συνοδεύεται από<br />

κοιλιακές και υπερκοιλιακές αρρυθμίες 20 . Η κοκαΐνη οι<br />

αμφεταμίνες και η έκσταση έχουν παρόμοιες ανεπιθύμητες<br />

επιδράσεις στο καρδιαγγειακό σύστημα που<br />

σχετίζονται κυρίως με τη διέγερση του συμπαθητικού<br />

νευρικού συστήματος. Η κοκαϊνη έχει καρδιοτοξική<br />

επίδραση μέσω σπασμού των στεφανιαίων αρτηριών,<br />

αύξησης της συγκολλητικότητας των αιμοπεταλίων,<br />

αύξησης των αναγκών σε οξυγόνο από το μυοκάρδιο<br />

(λόγω αύξησης της αρτηριακής πίεσης και καρδιακής<br />

συχνότητας), με αποτέλεσμα έμφραγμα του μυοκαρδίου,<br />

αρρυθμίες, καρδιακή ανεπάρκεια, διαχωρισμό αορτής<br />

και ενδοκαρδίτιδα 21 . Η ηρωίνη, επιδρά άμεσα στο<br />

αγγειοκινητικό κέντρο και αυξάνει τη παρασυμπαθητική<br />

δραστηριότητα, ελαττώνει τη συμπαθητική ενώ<br />

απελευθερώνει σεροτονίνη από τα μαστοκύτταρα. Οι<br />

δράσεις αυτές προκαλούν βραδυκαρδία και υπόταση.<br />

Η βραδυκαρδία σε συνδυασμό με αυξημένο αυτοματισμό<br />

οδηγούν σε έκτοπη δραστηριότητα, κολπική<br />

μαρμαρυγή και κοιλιακές αρρυθμίες. Το μη καρδιακής<br />

αρχής πνευμονικό οίδημα και η ενδοκαρδίτιδα αποτελούν<br />

μείζονες επιπλοκές 20 .<br />

Αντιδιαβητικά δισκία<br />

Ορισμένα από τα αντιδιαβητικά δισκία, για τη θεραπεία<br />

της υπεργλυκαιμίας σε ασθενείς με διαβήτη<br />

τύπου 2, ελαττώνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο, ενώ<br />

άλλα τον αυξάνουν. Οι γλιταζόνες π.χ. συνδέονται με<br />

καρδιακή ανεπάρκεια, μυοκαρδιακό έμφραγμα και αύξηση<br />

της θνητότητας από καρδιαγγειακές αιτίες 22 .<br />

Βιβλιογραφια<br />

1. Khakoo AY, Yeh ETH. Management of cardiovascular<br />

disease in patients with cancer and cardiac complications<br />

of cancer therapy. Nat Clin Pract Oncol.<br />

2008; 5(11):655-667.<br />

2. Letsas KP, Efremidis M, Filippatos GS, Sideris Drug-<br />

Induced Long QT Syndrome. AM. Hellenic J Cardiol<br />

2007;48: 296-299,.<br />

3. Khan IA. Long QT syndrome: Diagnosis and management.<br />

Am Heart J 2002;143:7-14.<br />

4. Goldstein I, Lue TF, Padma-Nathan H, et al. Oral<br />

sildenafil in the treatment of erectile dysfunction. N<br />

Engl J Med. 1998; 338:1397–1404.<br />

5. Gresser U, Gleiter OH. Erectile dysfunction: comparison<br />

of efficacy and side effects of the PDE5 inhibitors<br />

sildenafil, vardenafil and tadalafil. Eur J Med<br />

Res 2002; 7:435– 446.<br />

6. Kloner RA, Jarow JP. Erectile dysfunction and sildenafil<br />

citrate and cardiologists. Am J Cardiol. 1999;<br />

83:576 –582.<br />

7. Feldman HA, Johannes CB, Derby CA, et al. Erectile<br />

dysfunction and coronary risk factors: prospective<br />

results from the Massachusetts Male Aging Study.<br />

Prev Med. 2000; 30:328–338.<br />

8. Guay AT. ED2: erectile dysfunction endothelial dysfunction.<br />

Endocrinol Metab Clin North Am. 2007;<br />

36:453–463.<br />

9. Vlachopoulos C, Ioakeimidis N, Stefanadis C. Erectile<br />

dysfunction and coronary artery disease: a relationship<br />

for disclosure. Hellenic J Cardiol. 2008; 48:1–6.<br />

10. Miner MM. Erectile dysfunction and the “window<br />

of curability”: a harbinger of cardiovascular events.<br />

Mayo Clin Proc. 2009; 84:102–104.<br />

11. Kekilli M, Beyazit Y, Purnak T, et al. Acute myocardial<br />

infarction after sildenafil citrate ingestion. Ann<br />

Pharmacother 2005; 39 (7-8): 1362-4.<br />

12. Kontaras K, Varnavas V, Kyriakides ZS. Does Sildenafil<br />

Cause Myocardial Infarction or Sudden Cardiac<br />

Death? Am J Cardiovasc Drugs. 2008; 8(1):1-7.<br />

13. Giuliano F, Kaplan SA, Cabanis MJ, et al. Hemody-


190<br />

Δυσμενείς επιδράσεις μη καρδιολογικών φαρμάκων στο καρδιαγγειακό σύστημα<br />

namic interaction study between the alpha 1-blocker<br />

alfuzosin and the phosphodiesterase-5 inhibitor<br />

tadalafil in middle-aged healthy male subjects.<br />

Urology 2006; 67 (6): 1199-204.<br />

14. H Al-Ameri1 and RA Kloner Erectile dysfunction<br />

and heart failure: the role of phosphodiesterase<br />

type 5 inhibitors. International Journal of Impotence<br />

Research 2009; 21:149–157.<br />

15. Aversa A. Systemic and metabolic effects of PDE5-<br />

inhibitor drugs World J Diabetes 2010 15; 1(1): 3-7<br />

16. Capone ML, Tacconelli S, Rodriguez LG, Patrignani<br />

P. NSAIDs and cardiovascular disease: transducing<br />

human pharmacology results into clinical read-outs<br />

in the general population. Pharmacological Reports<br />

2010; 62:530-535<br />

17. Tachjian A, MariaV, Jahangir A. Use of Herbal Products<br />

and Potential Interactions in Patients with<br />

Cardiovascular Diseases. J Am Coll Cardiol 2010;<br />

55:515–25<br />

18. Achar S, Rostamian A, Narayan SM. Cardiac and<br />

Metabolic Effects of Anabolic-Androgenic Steroid<br />

Abuse on Lipids, Blood Pressure, Left Ventricular<br />

Dimensions, and Rhythm Am J Cardiol 2010;<br />

106:893–901<br />

19. Abraham NS, Hlatky MA, Antman EM, et al. ACCF/<br />

ACG/AHA 2010 Expert Consensus Document on<br />

the Concomitant Use of Proton Pump Inhibitors and<br />

Thienopyridines: A Focused Update of the ACCF/<br />

ACG/AHA 2008 Expert Consensus Document on<br />

Reducing the Gastrointestinal Risks of Antiplatelet<br />

Therapy and NSAID Use. Am J Gastroenterol. 2010;<br />

105:2533- 2549.<br />

20. Ghuran A, Recreational drug misuse: issues for the<br />

cardiologist J Nolan Heart 2000; 83:627–633<br />

21. Schwartz BG, Rezkalla S, Kloner RA. Cardiovascular<br />

Effects of Cocaine Circulation. 2010; 122:2558-2569<br />

22. Malesker ΜΑ. Optimizing Antidiabetic Treatment<br />

Options for Patients with Type 2 Diabetes Mellitus<br />

and Cardiovascular Comorbidities. Pharmacotherapy.<br />

2008; 28(2):193-206.


Προαρρυθμική δράση μη-καρδιολογικών φαρμάκων<br />

ΚΠ Λέτσας<br />

Επιμελητής Β’, Β’ Καρδιολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

Ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός μη-καρδιολογικών<br />

φαρμάκων που παρατείνουν την καρδιακή<br />

επαναπόλωση (διάστημα QT) προδιαθέτουν<br />

στην ανάπτυξη πολύμορφης κοιλιακής ταχυκαρδίας<br />

[torsades de pointes (TdP)] και αιφνίδιου καρδιακού θανάτου.<br />

Η φαρμακευτική παράταση του διαστήματος<br />

QT θεωρείται η πιο συχνή αιτία απόσυρσης φαρμάκων<br />

που διατίθεται στο εμπόριο. Πιο συγκεκριμένα,<br />

τα φάρμακα που οδηγούν σε παράταση του<br />

διαστήματος QT ή αποδεδειγμένα σχετίζονται με την<br />

εμφάνιση TdP αποτελούν το 2-3% όλων των συνταγογραφούμενων<br />

σκευασμάτων. Τα αντιβιοτικά και<br />

τα αντιψυχωσικά φάρμακα είναι οι συχνότερες κατηγορίες<br />

φαρμάκων που εμπλέκονται στην παράταση<br />

του διαστήματος QT και στην ανάπτυξη TdP. Η<br />

συνταγογράφηση μη-καρδιολογικών φαρμάκων που<br />

παρατείνουν το διάστημα QT συσχετίστηκε ισχυρά<br />

με αυξημένο κίνδυνο αιφνίδιου καρδιακού θανάτου<br />

στο γενικό πληθυσμό. Ο κίνδυνος θανάτου ήταν σημαντικά<br />

υψηλότερες στις γυναίκες. Ωστόσο, ο κίνδυνος<br />

πρόκλησης φαρμακευτικά επαγόμενου μακρού<br />

QT και TdP είναι δύσκολο να προβλεφθεί στην κλινική<br />

πράξη.<br />

Το διορθωμένο διάστημα QT (QTc) χρησιμοποιείται<br />

ευρέως ως δείκτης της αρρυθμιογόνου ικανότητας<br />

ενός φαρμάκου. Τα περισσότερα επεισόδια φαρμακευτικά<br />

επαγόμενης TdP παρατηρούνται σε τιμές QTc<br />

διαστήματος >500 msec. Δεδομένα από ασθενείς με<br />

συγγενές σύνδρομο μακρού QT έχουν δείξει ότι διάστημα<br />

QTc >500 msec σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο<br />

αρρυθμιολογικών συμβαμάτων. Η διασπορά του QT<br />

(διαφορά μέγιστου-ελάχιστου QT διαστήματος) επίσης<br />

χρησιμοποιείται ως προγνωστικός δείκτης για αρρυθμιολογικά<br />

γεγονότα.<br />

Η πλειοψηφία των μη-καρδιολογικων φαρμάκων<br />

που παρατείνουν το διάστημα QT ασκούν άμεση ηλεκτροφυσιολογική<br />

δράση στον ταχύ επανορθωτικό δίαυλο<br />

ιόντων Κ + (I kr<br />

) που κωδικοποιείται από το γονίδιο<br />

HERG (KCNH2). Ωστόσο, πολλά φάρμακα παρουσιάζουν<br />

πλειοτροπικές δράσεις αναστέλλοντας πολλαπλούς<br />

διαύλους ιόντων (I Kr<br />

, I KS<br />

, I Na<br />

). Παράλληλα, φάρμακα<br />

που αναστέλλουν διάφορα ισοένζυμα του κυτοχρώματος<br />

P450 ενισχύουν την αρρυθμιογόνο δράση<br />

άλλων παραγόντων που μεταβολίζονται επίσης στο<br />

κυτόχρωμα, αυξάνοντας τα επίπεδα τους στο πλάσμα.<br />

Η πιθανότητα παράτασης του διαστήματος QT<br />

και εμφάνισης TdP για ένα συγκεκριμένο φάρμακο<br />

ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στον γενικό πληθυσμό.<br />

Η θεωρία της «μειωμένης εφεδρείας της καρδιακής<br />

επαναπόλωσης» έχει προταθεί για να εξηγήσει το μηχανισμό<br />

με τον οποίο μερικοί ασθενείς είναι πιο «ευάλωτοι»<br />

από άλλους για να εμφανίσουν παράταση του<br />

QT και TdP σε ένα συγκεκριμένο φάρμακο. Ορισμένοι<br />

από αυτούς τους ασθενείς εμφανίζουν μεταλλάξεις ή<br />

πολυμορφισμούς σε γονίδια που κωδικοποιούν πρωτεΐνες<br />

των ιοντικών διαύλων (σιωπηλοί φορείς του<br />

συγγενούς σύνδρομου μακρού QT). Όπως τονίστηκε<br />

προηγουμένως, η πιθανότητα εμφάνισης φαρμακευτικά<br />

επαγόμενου μακρού QT και TdP είναι δύσκολο<br />

να προβλεφθεί στην καθ’ ημέρα κλινική πράξη. Ωστόσο,<br />

το ιστορικό μπορεί να αποκαλύψει συγκεκριμένους<br />

παράγοντες κινδύνου εμφάνισης φαρμακευτικά<br />

επαγόμενου μακρού QT, όπως το γυναικείο φύλο, η<br />

υπερτροφία του μυοκαρδίου, η καρδιακή ανεπάρκεια,<br />

οι μυοκαρδιοπάθειες, η παρουσία βραδυκαρδίας, διάφορες<br />

ηλεκτρολυτικές διαταραχές (υποκαλιαιμία,<br />

υπομαγνησιαιμία, υπασβεστιαιμία), η υποθερμία, και<br />

ο υποθυρεοειδισμός. Η πολυφαρμακία επίσης θεωρείται<br />

παράγοντας κινδύνου. Η μεγάλη πλειοψηφία των<br />

ασθενών με TdP έχει τουλάχιστον ένας από αυτούς<br />

τους παράγοντες κινδύνου. Εφόσον το διάστημα QTc<br />

είναι >500 msec επιβάλλεται διακοπή των φαρμάκων<br />

που επηρεάζουν την επαναπόλωση, αντικατάστασή<br />

τους και εκ νέου ηλεκτροκαρδιογραφικός έλεγχος.<br />

Επί αύξησης του διαστήματος QTc >60 msec σε σχέση<br />

με το αρχικό ΗΚΓ απαιτείται επανεκτίμηση της<br />

σχέσης κόστος-όφελος για τα ύποπτα φάρμακα. Σε


192<br />

Προαρρυθμική δράση μη-καρδιολογικών φαρμάκων<br />

περίπτωση TdP επιβάλλεται διακοπή του υπεύθυνου<br />

φαρμάκου, διόρθωση των ηλεκτρολυτικών διαταραχών,<br />

ενδοφλέβια χορήγηση θεϊκού μαγνησίου και επί<br />

βραδυκαρδίας αύξηση της καρδιακής συχνότητας με<br />

χορήγηση β-αγωνιστή (ισοπροτερενόλη) ή με προσωρινή<br />

βηματοδότηση.<br />

Επιλεγμενη βιβλιογραφια<br />

1. Letsas KP, Efremidis M, Filippatos GS, Sideris Drug-<br />

Induced Long QT Syndrome. AM. Hellenic J Cardiol<br />

2007;48: 296-299,.<br />

2. Khan IA. Long QT syndrome: Diagnosis and management.<br />

Am Heart J 2002;143:7-14.


Δυσμενείς επιδράσεις μη-καρδιολογικών φαρμάκων<br />

στο καρδιαγγειακό σύστημα: Αντιδιαβητικά, NSAIDs,<br />

αναβολικά στεροειδή, PPIs, βότανα<br />

Ι Χαβελές 1 , A Σιδέρης 2<br />

`1<br />

Επικουρικός Επιμελητής, A’ Καρδιολογικό Τμήμα, 2 Διευθυντής, Β’ Καρδιολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α «ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

Chaveles AI, Sideris MA. Adverse Effects Of Non-Cardiac Drugs On The Cardiovascular system: Antidiabetics,<br />

NSAIDs, Anabolic Steroids, PPIs, Herbs. Plenty of non- heart drugs can cause side effects and / or interactions with cardiovascular<br />

drugs..Such medications are antidiabetic drugs, nonsteroidal anti-inflammatory drugs (NSAIDs), anabolic steroids,<br />

the proton pump inhibitors (PPI’s) and herbs. Regarding the anti-diabetic drugs, soulfynylourias are generally well tolerated<br />

with the exeption of chlorpropamide but generally they should be better avoided .Τhe same applies for metformine.Glitazones<br />

are prohibited in patients with heart failure.The new formulations are incretins which are considered to be safe.The<br />

use of non-steroidal anti-inflammatory drugs(NSAIDs) in heart patients has been associated with 10 times more frequent<br />

hospitalization because of CHF.The newer selective COX-2 inhibitors, have significant side effects.Nertherless, naproxen<br />

and celecoxib are considered to be well tolerated. Anabolic steroids induce left ventricular hypertrophy and spasm of<br />

coronaries vessels. Great debate exists about the interaction of PPIs and decrease of the efficacy of clopidogrel through the<br />

cytochrome P450, but it appears that pantoprazole has less selective connection to P450 and seems not to inhibit clopidogrel.Finally,herbs<br />

are plants or products of plants and the purity,efficacy and safety of herbal remedies are often unknown.<br />

Thus,they can interact with cardiovascular drugs and can have dramatic effects on the coagulation pathways and the adhesion<br />

of platelets. In conclusion, administration of drugs in heart failure patient should be done sparingly , with caution and<br />

with full knowledge of possible interactions with other drugs. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 193-201, 2011.<br />

Key words: adverse effects, cardiovascular, antidiabetic, NSAIDs, anabolic steroids, PPIs,Herbs.<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Πληθώρα μη καρδιολογικών φαρμάκων μπορεί να προκαλέσουν ανεπιθύμητες ενέργειες ή/και να αλληλεπιδράσεις<br />

με σκευάσματα του καρδιαγγειακού συστήματος.Τέτοια φάρμακα είναι τα αντιδιαβητικά,τα μη στεροειδή<br />

αντιφλεγμονώδη(ΜΣΑΦ),τα αναβολικά στεροειδή,οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων(PPI’s) και τα βότανα.Όσον<br />

αφορά τα αντιδιαβητικά ,οι σουλφυνυλουρίες είναι είναι γενικώς καλά ανεκτές εκτός από τη χλωροπροπαμίδη<br />

αλλά γενικώς είναι καλό να αποφεύγονται όπως και η μετφορμίνη.Οι νλιταζόνες απαγορεύονται σε ασθενείς<br />

με καρδιακή ανεπάρκεια,ενώ τα νέα σκευάσματα ινκρετίνες θεωρούνται ασφαλή.Όσον αφορά τα Μ.Σ.Α.Φ. φαίνεται<br />

ότι οι καρδιοπαθείς που παίρνουν τέτοια σκευάσματα νοσηλεύονται 10 φορές συχνότερα λόγω CHF.Οι<br />

νεότεροι επιλεκτικοί αναστολείς COX-2 έχουν σοβαρές παρενέργειες.Εντούτοις η ναπροξένη και η σελεκοξίμπη<br />

θεωρούνται ως καλά ανεκτές. Τα αναβολικά στεροειδή επάγουν την υπερτροφία της αριστερής κοιλίας και το<br />

σπασμό των στεφανιαίων.Έντονος θόρυβος έχει προκύψει για την αλληλεπίδραση των PPIs και την ελάττωση<br />

της δραστικότητας της κλοπιδογρέλης μέσω του κυτοχρώματος P450 αλλά φαίνεται πως η παντοπραζόλη έχει<br />

λιγότερο εκλεκτική σύνδεση με το τελευταίο και έτσι φαίνεται να μην αναστέλλει την κλοπιδογρέλη. Τέλος, τα βότανα<br />

είναι φυτά ή προϊόντα επεξεργασίας φυτών και δεν υποβάλλονται σε διεξοδικούς ελέγχους ασφάλειας και<br />

αποτελεσματικότητας μια και θεωρούνται τροφικά προϊόντα. Έτσι μπορούν να αλληλεπιδρούν με φάρμακα του<br />

καρδιαγγειακού ή να εμφανίζουν πολύ εντυπωσιακές παρενέργειες που αφορούν κύρια την πηκτικότητα και τη


194<br />

Δυσμενείς επιδράσεις μη-καρδιολογικών φαρμάκων στο καρδιαγγειακό σύστημα: Αντιδιαβητικά, NSAIDs, αναβολικά<br />

στεροειδή, PPIs, βότανα<br />

συσσώρευση και προσκόληση των αιμοπεταλίων. Εν κατακλείδι, η χορήγηση μη καρδιολογικών φαρμάκων στον<br />

καρδιοπαθή πρέπει να γίνεται με φειδώ και με προσοχή και με πλήρη γνώση των πιθανών αλληλεπιδράσεων με<br />

άλλα σκευάσματα. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 193-201, 2011.<br />

Λέξεις κλειδιά: δυσμενείς επιδράσεις, καρδιαγγειακό σύστημα, αντιδιαβητικά, NSAIDs, αναβολικά στεροειδή, PPIs,<br />

βότανα<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Πληθώρα μη-καρδιολογικών φαρμάκων μπορεί να<br />

προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες στο καρδιαγγειακό<br />

σύστημα.Συγχρόνως η πλειονότητα των φαρμάκων<br />

αυτών μπορεί να αλληλεπιδρά με τα καρδιολογικά<br />

φάρμακα σε κλινικά σημαντικό βαθμό.Παρακάτω περιγράφουμε<br />

με βάση τους παθογενετικούς μηχανισμούς<br />

τις δυσμενείς επιδράσεις στο καρδιαγγειακό σύστημα<br />

των αντιδιαβητικών,των μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών<br />

,των αναβολικών στεροειδών,των αναστολέων<br />

αντλίας πρωτονίων και των βοτάνων .Συγχρόνως<br />

αναφερόμαστε και στις αλληλεπιδράσεις τους με τα<br />

κλασσικά καρδιολογικά σκευάσματα.<br />

ΑΝΤΙΔΙΑΒΗΤΙΚΑ<br />

Οι κυριότερες κατηγορίες 2,3 αντιδιαβητικών δισκίων<br />

είναι οι εξής:<br />

1. ΣΟΥΛΦΥΝΥΛΟΥΡΙΕΣ 1 : εκκριταγωγά(ινσουλινοεκ<br />

κριτικά) φάρμακα.Συγκεκριμένα δρουν στο β-κύτταρο<br />

του παγκρέατος όπου η σουλφυνυλουρία συνδέεται με<br />

τον ειδικό υποδοχέα SUR-1 που επιφέρει το κλείσιμο<br />

των ATP-ευαίσθητων διαύλων Κ + ,εκπόλωση της κυτταρικής<br />

μεμβράνης ,διάνοιξη των διαύλων Ca ++ εισροή<br />

Ca ++ στο β-κύτταρο και σύσπαση των μικροκυστιδίων<br />

ινσουλίνης και τελικά έκκριση ινσουλίνης.Έτσι δρούν<br />

είτε ως ινσουλινοεκκριτικά,είτε αυξάνοντας τον αριθμό<br />

υποδοχέων ινσουλίνης, είτε ελαττώνοντας τα επίπεδα<br />

γλυκαγόνου . Οι σουλφυνυλουρίες ελαττώνουν<br />

κατά 1.5% την HbA1c αλλά δεν παρουσιάζουν επιπλέον<br />

ευεργετικές δράσεις στα επίπεδα των λιπιδίων και<br />

της υπέρτασης ενώ υπερτερούν στο σκέλος της ταχύτητας<br />

του υπογλυκαιμικού αποτελέσματος.<br />

Ταξινόμηση: 5,10<br />

• Πρώτης γενιάς:τολβουταμίδη,τοζαλαμίδη,ακεταζο<br />

λαμίδη (δεν κυκλοφορούν πλέον στη χώρα μας),<br />

χλωροπροπαμίδη (Diabinese)<br />

• Δεύτερης γενιάς: γλιβενκλαμίδη (Daonil), γλικλαζίδη<br />

(Diamicron), γλιπιζίδη (Minodiab)<br />

• Τρίτης γενιάς :γλιμεπιρίδη (Solosa) 6 Πρόκειται για<br />

γενικώς καλά ανεκτά φάρμακα. H υπογλυκαιμική<br />

ενέργεια των σουλφονυλουριών, και ιδιαίτερα<br />

της πρώτης γενεάς, ενισχύεται από τη σύγχρονη<br />

λήψη φαρμάκων, τα οποία εκτοπίζουν τις σουλφονυλουρίες<br />

από τις δεσμευτικές θέσεις τους στις<br />

πρωτεΐνες του πλάσματος. Tα φάρμακα αυτά είναι:<br />

σαλικυλικά, μη στερινοειδή αντιφλεγμονώδη,<br />

σουλφοναμίδες, χλωραμφαινικόλη, κοτριμοξαζόλη,<br />

προβενεσίδη, δικουμαρόλη, κλοφιβράτη, αναστολείς<br />

της MAO και σπανιότερα άλλα φάρμακα.<br />

Oι σουλφονυλουρίες της δεύτερης γενεάς έχουν<br />

διαφορετικό τρόπο δέσμευσης από τις πρωτεΐνες<br />

του πλάσματος και δεν εκτοπίζονται εύκολα<br />

από τα περισσότερα από τα παραπάνω φάρμακα.<br />

Aπαιτείται ιδιαίτερη προσοχή σε διαβητικούς<br />

με καρδιαγγειακή νόσο, καθώς επίσης και<br />

σε ηλικιωμενα άτομα λόγω αυξημένου κινδύνου<br />

σοβαρής υπογλυκαιμίας, ιδιαίτερα όταν η αγωγή<br />

με τις σουλφονυλουρίες συνοδεύεται με ασυνήθιστα<br />

μεγάλη κόπωση ή με παράλειψη γευμάτων<br />

ή γενικά με ακανόνιστη λήψη τροφής. Προσοχή<br />

επίσης απαιτείται σε καρδιοπαθείς που θεραπεύονται<br />

με χλωροπροπαμίδη λόγω του κινδύνου<br />

κατακράτησης ύδατος. Aσθενείς με καρδιακή<br />

ανεπάρκεια μπορεί να μην ανταποκρίνονται σε<br />

διουρητική θεραπεία ακριβώς λόγω της αντιδιουρητικής<br />

δράσης της χλωροπροπαμίδης. Στις<br />

περιπτώσεις αυτές συνιστάται η αντικατάστασή<br />

της με άλλες σουλφονυλουρίες που προκαλούν<br />

απέκκριση ύδατος.<br />

2. ΔΙΓΟΥΑΝΙΔΙΑ: [φαινφορμίνη,μετφορμίνη(Glucop<br />

hage)].Είναι«ευγλυκαιμικοί» παράγοντες. H χρήση της<br />

φαινφορμίνης έχει απαγορευθεί σε πολλές χώρες<br />

εξαιτίας του κινδύνου της γαλακτικής οξέωσης, ιδιαίτερα<br />

σε ασθενείς με νεφρική, ηπατική ή καρδιακή<br />

ανεπάρκεια και γενικά σε καταστάσεις που συνοδεύονται<br />

από ιστική υποξία. H εμφάνιση γαλακτικής<br />

οξέωσης ευνοείται σε άτομα άνω των 65 ετών και σε<br />

αλκοολικούς. Yποψήφιοι για χορήγηση διγουανιδίων<br />

θα πρέπει να θεωρούνται διαβητικοί, στους οποίους<br />

έχει αποτύχει η σωστή θεραπευτική αγωγή (δίαιτα ή<br />

δίαιτα και σουλφονυλουρίες), που αρνούνται τη χορήγηση<br />

ινσουλίνης ή τέλος, που για οποιονδήποτε λόγο η<br />

τελευταία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Aντενδείξεις:<br />

Σε άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών, σε ασθενείς που


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 195<br />

έχουν ή μπορεί να αναπτύξουν ιστική υποξία, όπως<br />

πάσχοντες από καρδιαγγειακά νοσήματα (συμφορητική<br />

καρδιακή ανεπάρκεια, έμφραγμα μυοκαρδίου, υπέρταση,<br />

υπόταση) ή αναπνευστική ανεπάρκεια. Eπίσης<br />

σε ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια, σε ασθενείς που<br />

έχουν λοίμωξη ή γάγγραινα, σε αλκοολισμό, στην κύηση<br />

και γαλουχία. Aνεπιθύμητες ενέργειες: H γαλακτική<br />

οξέωση αποτελεί την σοβαρότερη και πιο επικίνδυνη<br />

παρενέργεια.Εκ του καρδιαγγειακού η σοβαρότερη είναι<br />

η ανάπτυξη πνευμονικής υπέρτασης.<br />

3. ΘΕΙΑΖΟΛΙΔΙΝΕΔΙΟΝΕΣ(ΤΖDs-ΓΛΙΤΑΖΟΝΕΣ) 7 :<br />

σχετικά νέα κατηγορία που δρουν αυξάνοντας την<br />

ευαισθησία των ιστών στην ινσουλίνη. Οι γλιταζόνες<br />

αυξάνουν το σωματικό βάρος κατά 3.6-5.3 Κγρ. Η κατακράτηση<br />

υγρών αποτελεί το κύριο αίτιο αύξησης<br />

του βάρους, φαίνεται όμως ότι συμβάλει και η αύξηση<br />

του υποδορίου λιπώδους ιστού. Η εμφάνιση καρδιακής<br />

ανεπάρκειας έχει επίσης αποδοθεί στην κατακράτηση<br />

υγρών. Σημαντικό θέμα είχε προκύψει τα τελευταία<br />

1-2 χρόνια όσον αφορά την σχέση γλιταζονών, κυρίως<br />

της ροζιγλιταζόνης 8 (ΑVANDIA) με αποτέλεσμα της<br />

αναστολή της άδειας λειτουργίας της το Σεπτέμβριο<br />

του 2010 ενώ επανεξετάζεται από το FDA η ασφάλεια<br />

της πιογλιταζόνης(ACTOS). Οι γλιταζόνες δεν θα πρέπει<br />

να χορηγούνται σε άτομα με καρδιακή ανεπάρκεια<br />

και θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στα άτομα<br />

με στεφανιαία νόσο.<br />

4. ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ DPP-4 KAI VILDAGLIPIN 16 : Οι ινκρετίνες<br />

11 αποτελούν τα νεότερα φάρμακα 13 στην φαρέτρα<br />

μας για την αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη.<br />

Η GLP-1 12 αποτελεί εντερικής προέλευσης ινκρετίνη<br />

η οποία διεγείρει την ινσουλίνο-εξαρτώμενη έκκριση<br />

ινσουλίνης, μειώνει την όρεξη, καθυστερεί την γαστρική<br />

εκκένωση ως και την έκκριση γλυκαγόνης. Σήμερα<br />

κυκλοφορεί ένα GLP-1-μιμητικό ως ενέσιμο υποδόριο<br />

σκεύασμα (εξανιτίδη), ενώ κυκλοφορούν δισκία από<br />

του στόματος (σιταγλιπτίνη και βιλνταγλιπτίνη 15 ), τα<br />

οποία αναστέλλουν το ένζυμο DPP-4,υπεύθυνο για<br />

τον ταχύτατο καταβολισμό του ενδογενούς παραγόμενο<br />

GLP-1. Οι ινκρετίνες μειώνουν την HbA1c κατά 05-<br />

1.1%. Ως οι σημαντικότερες ανεπιθύμητες ενέργειες 19<br />

των ινκρετινών αναφέρονται η ναυτία και λιγότερο η<br />

διάρροια, ενώ μεταανάλυση 25 μελετών διαπιστώνει<br />

την καρδιαγγειακή ασφάλεια της κατηγορίας σε επίπεδο<br />

αντίστοιχο του placebo 18,20 .<br />

ΜΗ ΣΤΕΡΟΕΙΔΗ ΑΝΤΙΦΛΕΓΜΟΝΩΔΗ<br />

Βλ.πίνακα 1<br />

Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (ΜΣΑΦ) 21 και τα<br />

νεότερα αντιφλεγμονώδη οι επιλεκτικοί αναστολείς<br />

COX-2 ,παρεμβαίνουν στην παθοφυσιολογία διαφόρων<br />

καρδιαγγειακών παθήσεων και έχουν ενοχοποιηθεί<br />

για την πρόκληση αθηροθρόμβωσης και οξέων<br />

αγγειακών συμβαμάτων.Από αναλύσεις και μετααναλύσεις<br />

προκύπτει ότι η χορήγηση αναστολέων COX-2<br />

σε σύγκριση με τη χορήγηση placebo οδηγεί σε αύξηση<br />

κατά 42% της επίπτωσης σοβαρών αγγειακών συμβαμάτων<br />

(κύρια εμφράγματος μυοκαρδίου) ενώ η ναπροξένη<br />

γενικά θεωρείται ασφαλέστερη.Έτσι φαίνεται<br />

ότι οι αναστολείς COX-2 σχετίζονται με μέτρια αύξηση<br />

του κινδύνου για αγγειακά συμβάματα όπως και οι<br />

υψηλές δόσεις ιβουπροφένης και δικλοφαινάκης ενώ<br />

δεν φαίνεται να ισχύει το ίδιο για τις υψηλές δόσεις<br />

ναπροξένης.Τα ΜΣΑΦ φαίνεται να εξουδετερώνουν τη<br />

δράση αντιϋπερτασικών ιδίως των β-αναστολέων και<br />

αυξάνουν κατά μέσο όρο την αρτηριακή πίεση κατά<br />

5-6 mmHg.Οι χρήστες ΜΣΑΦ έχουν διπλάσιο κίνδυνο<br />

για νοσηλεία για CHF.Οι καρδιοπαθείς που παίρνουν<br />

ΜΣΑΦ νοσηλεύονται 10 φορές συχνότερα λόγω CHF.<br />

Τα ΜΣΑΦ ευθύνονται για το 20% περιπτώσεων νοσηλείας<br />

λόγω CHF.Δεν υπάρχει απόδειξη ότι τα κλασσικά<br />

ΜΣΑΦ προστατεύουν από καρδιαγγειακά επεισόδια.Σύμφωνα<br />

με μελέτη 165000 μετεμμηνοπαυσιακών<br />

γυναικών τα κλασσικά ΜΣΑΦ δεν αποτρέπουν τον<br />

κίνδυνο εμφάνισης του πρώτου εμφράγματος του<br />

μυοκαρδίου 22 .Παρόμοια σε 4975 ασθενείς με ιστορικό<br />

ενός εμφράγματος μυοκαρδίου τα ΜΣΑΦ συμπεριλαμβανόμενης<br />

και της ιβουπροφένης δεν απέτρεψαν νέα<br />

έμφρακτα.Σύμφωνα με άλλη μελέτη 1055 ατόμων με<br />

με θανατηφόρο έμφραγμα μυοκαρδίου ,τα ΜΣΑΦ φαίνεται<br />

ότι μειώνουν τον κίνδυνο του εμφράγματος σε<br />

άτομα που δεν παίρνουν προληπτικά ασπιρίνη αλλά<br />

δεν παρέχουν επιπρόσθετη προφύλαξη στους χρήστες<br />

ασπιρίνης 24 .Η σελεκοξίμπη δεν συνοδεύεται από<br />

καρδιαγγειακά επεισόδια σε αυξημένη συχνότητα σε<br />

σχέση με κλασσικά ΜΣΑΦ 25 .Η μελέτη VIGOR έδειξε ότι<br />

η ροφεκοξίμπη(VIOXX) έδειξε υψηλό κίνδυνο καρδιαγγειακών<br />

συμβαμάτων γι’αυτό καταργήθηκε 27 .Σύμφωνα<br />

με τη CSMC(Committe on Safety on Medicine) οι κοξίμπες<br />

,σαν τάξη φαρμάκων,μπορεί να συνδέονται με<br />

αυξημένο κίνδυνο θρομβωτικών επεισοδίων (δηλαδή<br />

έμφραγμα και ΑΕΕ) συγκριτικά με placebo και μερικά<br />

κλασσικά ΜΣΑΦ.Ο κίνδυνος αυτός μπορεί να είναι μεγαλύτερος<br />

με την αύξηση της δόσης και της διάρκειας<br />

έκθεσης στο ΜΣΑΦ.Ο ακριβής κίνδυνος των θρομβωτικών<br />

επεισοδίων δεν μπορεί να προσδιοριστεί αλλά<br />

θεωρείται απίθανο να υπερβαίνει το ένα επιπλέον<br />

σοβαρό θρομβωτικό επεισόδιο ανά 100 έτη/ασθενή 28 .


196<br />

Δυσμενείς επιδράσεις μη-καρδιολογικών φαρμάκων στο καρδιαγγειακό σύστημα: Αντιδιαβητικά, NSAIDs, αναβολικά<br />

στεροειδή, PPIs, βότανα<br />

Οι κοξίμπες αντενδείκνυνται σε ασθενείς με εγκατεστημένη<br />

ισχαιμική καρδιακή νόσο ή εγκεφαλοαγγειακά<br />

νοσήματα και σε άτομα με μέτρια ή σοβαρή καρδιακή<br />

ανεπάρκεια 28 .Σε άτομα με παράγοντες κινδύνου<br />

για στεφανιαία νόσο η ισορροπία γαστρεντερικού και<br />

καρδιαγγειακού κινδύνου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη<br />

πριν την αναγραφή μιας κοξίμπης.Έτσι αν η θεραπεία<br />

με ΜΣΑΦ θεωρείται απαραίτητη μπορεί να χορηγηθεί<br />

ένα ΜΣΑΦ με μικρότερη αποτελεσματικότητα<br />

για την COX-2(π.χ ναπροξένη αλλά όχι ιβουπροφένη).<br />

Συμπερασματικά :<br />

1. Όλα τα ΜΣΑΦ έχουν παρόμοιους κινδύνους<br />

απ’το καρδιαγγειακό αλλά μερικά (π.χ.ναπροξένη 500<br />

bid,σελεκοξίμπη 200 mg qd )είναι πιθανώς ασφαλέστερα<br />

από άλλα (π.χ.βαλντεκοξίμπη,δικλοφενάκη,μπουπ<br />

ροφαίνη).<br />

2. Ό κίνδυνος των καρδιαγγειακών συμβαμάτων<br />

από τα ΜΣΑΦ είναι μεγαλύτερος σε άτομα υψηλού<br />

κινδύνου ή θεραπευόμενα με μεγαλύτερες δόσεις και<br />

για μακρό χρονικό διάστημα.<br />

ΑΝΑΒΟΛΙΚΑ ΣΤΕΡΟΕΙΔΗ<br />

Τα αναβολικά ανδρογόνα στεροειδή είναι φυσικές<br />

ή τεχνητές ενώσεις που δρουν με τρόπο παρόμοιο με<br />

την ορμόνη τεστοστερόνη. Η τεστοστερόνη προκαλεί<br />

την ανάπτυξη των ανδρικών χαρακτηριστικών του<br />

φύλου (ανδρογόνος δράση) και τη σταδιακή αύξηση<br />

του μυϊκού ιστού (αναβολική δράση).<br />

Αναβολικά Ανδρογόνα Στεροειδή(ΑΑS): Νανδρολόνη,<br />

Στανοζόλη, Τεστοστερόνη, Μπολντενόνη, Ανδροστενεδιόνη,<br />

Ανδροστενεδιόλη, 19-νορανδροστενεδιόνη,<br />

19-νορανδροστενεδιόλη και DHEA (δεϋδροεπιανδροστερόνη)<br />

κ.α.<br />

Άλλοι Αναβολικοί Παράγοντες (β2-Αγωνιστές):<br />

Κλενβουτερόλη και Ζερανόλη<br />

Οι αθλητές χρησιμοποιούν τα αναβολικά ανδρογόνα<br />

στεροειδή για να βελτιώσουν την αθλητική τους<br />

επίδοση και συγκεκριμένα για να:<br />

• Αυξήσουν το μέγεθος, και την ισχύ των μυών<br />

τους.<br />

• Μπορούν να προπονούνται σκληρότερα και για<br />

μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, δηλαδή να αυξήσουν<br />

την αντοχή τους και να μειώσουν την προκαλούμενη<br />

κόπωση.<br />

• Αυξήσουν την επιθετικότητα και την ανταγωνιστικότητα<br />

τους.<br />

• Προκαλέσουν ήπιου βαθμού ευφορία.<br />

Τα Αναβολικά Στεροειδή βοηθούν τον αθλητή να<br />

προπονείται σκληρότερα και να ανακάμπτει ταχύτερα<br />

με αποτέλεσμα την αυξανόμενη ενδυνάμωσή του.<br />

Αθλητές που προπονούνται σκληρά και κάνουν ταυτόχρονα<br />

λήψη αναβολικών στεροειδών, ίσως επωφεληθούν<br />

αν ακολουθούν ένα εντατικό πρόγραμμα<br />

προπόνησης σε συνδυασμό με μια δίαιτα υψηλή σε<br />

πρωτεΐνη και ενέργεια. Η ανάπτυξη λοιπόν μυϊκής<br />

δύναμης εξαρτάται από την κατάλληλη δίαιτα και το<br />

πρόγραμμα.Όμως απ’τη χρήση τους προκύπτουν σοβαρές<br />

και πολλές φορές μη αντιστρεπτές παρενέργειες.Συγκεκριμένα<br />

τα AAS προκαλούν:<br />

Ενδοκρινικές βιοχημικές διαταραχές: Μειωμένη<br />

ανοχή στη γλυκόζη,διαταραχές της δομής και λειτουργικότητας<br />

του ήπατος 37 ,αλλαγές στο λιποπρωτεϊνικό<br />

προφίλ 37 (αλλαγές στο ισοζύγιο HDL / LDL ), αυξημένα<br />

επίπεδα τριγλυκεριδίων ,υπογοναδισμός,ατροφία<br />

όρχεων,διαταραχή σπερματογένεσης,γυναικομαστία,φ<br />

αλάκρα,ψυχιατρικές διαταραχές.<br />

Καρδιαγγειακές βλάβες: το εναρκτήριο γεγονός είναι<br />

η υπερτροφία της αριστερής κοιλίας που ο βαθμός<br />

της καθορίζει την καρδιακή νοσηρότητα και θνησιμότητα<br />

30 .Η διαστολική ή συστολική καρδιακή ανεπάρκεια<br />

οφείλονται σε δομικές αλλαγές στην αριστερή κοιλία<br />

που οφείλονται είτε σε μεταβολή της πυκνότητας των<br />

τριχοειδών αγγείων είτε σε εναποθέσεις στις στιβάδες<br />

του τοιχώματος λόγω πιθανώς απευθείας επίδρασης<br />

σε αυξητικές διαδικασίες .Tα τοπικά συστήματα Ρενίνης-Αγγειοτενσίνης-Αλδοστερόνης(RAS).ρυθμίζουν<br />

την<br />

υπερτροφία της αριστερής κοιλίας 31,32 .Τα AAS προκαλούν<br />

υπερτροφία μέσω ενεργοποίησης του υποδοχέα<br />

ανδρογόνων(AR) 35,36 που συνεχώς εκφράζεται και<br />

βρίσκεται τόσο στους σκελετικούς μύες όσο και στα<br />

καρδιακά μυοκύτταρα.Σημαντικό ρόλο παίζουν και οι<br />

οδοί ενεργοποίησης της 5 α ρεδουκτάσης,αρωματάσης<br />

και έκφρασης των ΑR τόσο σε ποντίκια όσο και στους<br />

ανθρώπους 33 .Τα εξωγενώς χορηγούμενα στεροειδή σε<br />

συνδυασμό με την άσκηση κύρια σε αθλητές δύναμης(α<br />

ρσιβαρίστες,bodybuilders κλπ) με ιδιοσυγκρασιακό τρόπο<br />

πυροδοτούν την υπερτροφία της αριστερής κοιλίας.Αυτή<br />

χαρακτηρίζεται από συγκεντρική υπερτροφία<br />

χωρίς διάταση κοιλοτήτων 35 ,άνοδο της συστολικής<br />

αρτηριακής πίεσης,υπερλιπιδαιμία,διαταραχή στην<br />

πηκτικότητα και στη συγκολλητικότητα των αιμοπεταλίων<br />

37 .Σε επιδημιολογική μελέτη η 12ετής θνητότητα<br />

χρηστών AAS ήταν 12,9% σε σχέση με 3,1% στον πληθυσμό<br />

ελέγχου 38 .Tο 38% των θανάτων στο group άρσης<br />

βαρών Parssinen’s οφειλόταν σε «έμφραγμα του μυοκαρδίου»<br />

38 ενώ σε μερικές περιπτώσεις δεν συνοδευόταν<br />

από σημαντική στεφανιαία αθηροθρόμβωση ή αρτηριοσκλήρυνση<br />

αλλά οφειλόταν σε σπασμό Σ8 .Τέλος σε


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 197<br />

νεκροτομικά ευρήματα 34 ατόμων ηλικίας 20-45 ετώνχρηστών<br />

ΑΑS, οι 12 θάνατοι οφείλονταν σε ανατομία<br />

εκ του καρδιαγγειακού και συγκεκριμένα 7 εμφάνιζαν<br />

υπερτροφία,5 μυοκαρδιακή ίνωση, 1 στεάτωση,2 μυοκαρδιακή<br />

νέκρωση και 4 αθήρωμα στεφανιαίων 39 .<br />

ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΤΛΙΑΣ ΠΡΩΤΟΝΙΩΝ(PPIs):<br />

Oι ουσίες αυτές αποτελούν ισχυρούς αντιεκκριτικούς<br />

παράγοντες, αναστέλλοντας τη δράση του ενζύμου<br />

H+K+/ ATPάση, που ευρίσκεται στη μεμβράνη των<br />

τοιχωματικών κυττάρων του στομάχου. O μεταβολισμός<br />

τους 41 γίνεται στο ήπαρ και επηρεάζεται από το<br />

κυτόχρωμα P450. Σχετική, ίσως, εξαίρεση αποτελεί η<br />

παντοπραζόλη, που εμφανίζει μικρότερη συγγένεια με<br />

το τελευταίο. H σχέση τους με το κυτόχρωμα P450 έχει<br />

σημασία για τις ενδεχόμενες αλληλεπιδράσεις με άλλα<br />

φάρμακα. H ομεπραζόλη 42 μεταβολίζεται από το σύστημα<br />

του κυτοχρώματος P450 και επομένως μπορεί<br />

δυνητικά να επιδρά στον μεταβολισμό φαρμάκων που<br />

επίσης μεταβολίζονται μέσω αυτού του συστήματος.<br />

Δεν μεταβάλλει την φαρμακοκινητική της από του στόματος<br />

χορηγούμενης προπρανολόλης, θεοφυλλίνης, λιδοκαΐνης<br />

και κινιδίνης. Aλληλεπιδρά με το R εναντιομερές<br />

της βαρφαρίνης και επομένως η πηκτικότητα του<br />

αίματος θα πρέπει να ελέγχεται τακτικά όταν τα δύο<br />

φάρμακα χορηγούνται ταυτόχρονα. H CHMP 42 επικαιροποίησε<br />

(Aπρίλιος 2010) την προειδοποίηση για τα<br />

φαρμακευτικά προϊόντα που περιέχουν κλοπιδογρέλη<br />

Μετά από ανάλυση των νέων στοιχείων σχετικά<br />

με τις πιθανές αλληλεπιδράσεις μεταξύ της κλοπιδογρέλης<br />

και των αναστολέων της αντλίας πρωτονίων<br />

(PPIs), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων συνέστησε<br />

την τροποποίηση της υφιστάμενης προειδοποίησης<br />

σχετικά με την ταυτόχρονη χρήση κλοπιδογρέλης με<br />

φάρμακα που περιέχουν PPIs. Η κλοπιδογρέλη μετατρέπεται<br />

στον οργανισμό στην ενεργό μορφή της,<br />

από το ένζυμο CYP2C19. Μετά τη δημοσίευση αποτελεσμάτων<br />

μελετών παρατήρησης 43 που έδειξαν ότι<br />

οι PPIs μπορεί να μειώσουν την αποτελεσματικότητα<br />

της κλοπιδογρέλης, μειώνοντας τη μετατροπή της σε<br />

ενεργό μορφή, η Επιτροπή Φαρμακευτικών Προϊόντων<br />

για Ανθρώπινη Χρήση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού<br />

(CHMP) εισηγήθηκε το Μάιο του 2009 προκειμένου<br />

οι πληροφορίες για όλα τα φαρμακευτικά προϊόντα<br />

που περιέχουν κλοπιδογρέλη να τροποποιηθούν έτσι<br />

ώστε να αποθαρρύνεται η ταυτόχρονη χρήση των PPIs<br />

και της κλοπιδογρέλης, εάν αυτό δεν είναι απολύτως<br />

απαραίτητο. Έκτοτε, η CHMP έχει λάβει γνώση αποτελεσμάτων<br />

μιας σειράς από νέες μελέτες, ορισμένες<br />

εκ των οποίων θέτουν υπό αμφισβήτηση την κλινική<br />

σημασία των αλληλεπιδράσεων μεταξύ PPIs και της<br />

κλοπιδογρέλης. Ωστόσο, δύο μελέτες, οι οποίες ολοκληρώθηκαν<br />

στα τέλη του Αυγούστου του 2009, εξέτασαν<br />

την επίδραση της ομεπραζόλης στα επίπεδα δραστική<br />

μορφής της κλοπιδογρέλης στο αίμα. Οι μελέτες<br />

επιβεβαίωσαν ότι η ομεπραζόλη μπορεί να μειώσει<br />

τα επίπεδα της δραστικής μορφής της κλοπιδογρέλης<br />

στο αίμα και να μειώσει την αντιαιμοπεταλιακή<br />

αποτελεσματικότητά της, ενισχύοντας, συνεπώς, το<br />

συμπέρασμα ότι υπάρχει μια αλληλεπίδραση μεταξύ<br />

κλοπιδογρέλης και ομεπραζόλης και εσομεπραζόλης.<br />

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, η<br />

CHMP και η ομάδα Εργασίας για τη Φαρμακοεπαγρύπνηση<br />

κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν<br />

βάσιμα στοιχεία ώστε να επεκταθεί η προειδοποίηση<br />

σε άλλους PPIs. Η προειδοποίηση για όλους τους PPIs<br />

έχει αντικατασταθεί με την προειδοποίηση ότι μόνο<br />

η ταυτόχρονη χορήγηση κλοπιδογρέλης και ομεπραζόλης<br />

ή εσομεπραζόλης πρέπει να αποθαρρύνεται. Η<br />

Επιτροπή συνέστησε επίσης η περιγραφή των αποτελεσμάτων<br />

των δύο πρόσφατων μελετών που καταδεικνύει<br />

την αλληλεπίδραση μεταξύ κλοπιδογρέλης<br />

και ομεπραζόλης να προστεθεί στις πληροφορίες του<br />

προϊόντος.Πάντως αναμένονται νέα δεδομένα σχετικά<br />

με τις τελικές κατευθυντήριες οδηγίες .<br />

ΒΟΤΑΝΑ 45,46<br />

Πάνω από 15 εκατομμύρια Αμερικανών χρησιμοποιούν<br />

φυτικά σκευάσματα και αυξημένες δόσεις βιταμινών<br />

,ενώ η πλειοψηφία αυτών είναι υπερήλικες όπου<br />

η επίπτωση των καρδιαγγειακών νοσημάτων και κατά<br />

συνέπεια η χρήση καρδιολογικών σκευασμάτων είναι<br />

αυξημένη.Εδώ αναφέρουμε συνοπτικά τα συνηθέστερα<br />

χρησιμοποιούμενα βότανα και τις αλληλεπιδράσεις<br />

τους με τα φάρμακα του καρδιαγγειακού, ενώ προτείνουμε<br />

τρόπους ώστε να αυξηθεί η ασφάλεια και η<br />

ορθολογική χρήση τους.Οι φαινομενικά αθώες αυτές<br />

ουσίες στοιχίζουν στους Αμερικανούς 34 δις.$/έτος<br />

με αύξηση στη χρήση τους 6-7%/έτος, ενώ τα μισά<br />

περίπου αφορούν σκευάσματα απώλειας βάρους.Τα<br />

βότανα είναι φυτά ή προϊόντα επεξεργασίας φυτών<br />

και δεν υποβάλλονται σε διεξοδικούς ελέγχους ασφάλειας<br />

και αποτελεσματικότητας μια και θεωρούνται<br />

τροφικά προϊόντα.Μερικά βότανα έχουν απευθείας<br />

αποτέλεσμα στο καρδιαγγειακό σύστημα ή στο σύστημα<br />

της πήξης ενώ άλλα έχουν έμμεσα αποτελέσματα<br />

λόγω αλληλεπιδράσεων.Παρακάτω αναφερόμαστε<br />

στα συχνότερα χρησιμοποιούμενα βότανα που


198<br />

Δυσμενείς επιδράσεις μη-καρδιολογικών φαρμάκων στο καρδιαγγειακό σύστημα: Αντιδιαβητικά, NSAIDs, αναβολικά<br />

στεροειδή, PPIs, βότανα<br />

είτε χρησιμοποιούνται αυτούσια είτε σε συνδυασμούς,<br />

ως συμπληρώματα διατροφής.<br />

• Βάλσαμο ή σπαθόχορτο(St.John’s wort):ένα από τα<br />

10 πιο δημοφιλή.Χρησιμοποιείται για κατάθλιψη,μ<br />

ανία,διαταραχές ύπνου,κοινό κρυολόγημα,έρπη,H<br />

IV,τοπικό αναισθητικό,ένεμα για ελκώδη κολίτιδα<br />

κ.α.Επάγει το ηπατικό κυτόχρωμα P450 και ιδιαίτερα<br />

το ένζυμο CYP3A4 που ενέχεται στον οξειδωτικό<br />

μεταβολισμό περισσότερων από τα μισά<br />

συνταγογραφούμενα σκευάσματα.Έτσι η συγχορήγησή<br />

τους ελαττώνει τη βιοδιαθεσιμότητα<br />

και αποτελεσματικότητα σε αντιαρρυθμικά και<br />

αντιυπερτασικά.Υποδιπλασιάζει τη συγκέντρωση<br />

της κυκλοσπορίνης,της αιθυνυλοιστραδιόλης<br />

και της ινδιναβίρης και αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα<br />

σε καρδιομεταμοσχευθέντες. Ελαττώνει<br />

τη δράση των κουμαρινικών,ελαττώνει το χρόνο<br />

προθρομβίνης και η συγχορήγησή τους οδηγεί<br />

σε υποθευραπευτική αντιπηξία και αυξημένο<br />

κίνδυνο θρομβοεμβολής. Ελαττώνει τα επίπεδα<br />

των στατινών,επάγει το γονιδιακό προϊόν της<br />

P-γλυκοπρωτεϊνης ,ελαττώνει υα επίπεδα και<br />

τη δραστικότητα της διγοξίνης,ενώ ενισχύει την<br />

υπογλυκαιμική δράση των αντιδιαβητικών και<br />

ενισχύει την αδρενεργική δραστηριότητα μέσω<br />

της σεροτονίνης.<br />

• Κράταιγος(Motherhort):Έχει ναρκωτικές και σπασμολυτικές<br />

ιδιότητες. Χρησιμοποιείται για ταχυκα<br />

ρδία,αρρυθμία,ανησυχία,αϋπνία,αμμηνόρροια,Είνα<br />

ι αντιυπερτασικό και διουρητικό.Χορηγούμενο ενδοφλεβίως<br />

ελαττώνει την αιμοπεταλιακή συσσώρευση<br />

και τα επίπεδα του ινωδογόνου με αποτέλεσμα<br />

να αυξάνει τον κίνδυνο αιμορραγίας.<br />

• Ginseng:Χρησιμοποιείται σε μεγάλη ποικιλία<br />

προϊόντων,ιδιαίτερα σε πολυβιταμινούχα σκευάσματα.Διαφημίζεται<br />

σαν ενισχυτικό του ανοσοπ<br />

οιητικού,αντιδιαβητικό και διεγερτικό της σεξουαλικής<br />

επιθυμίας.Μπορεί να έχει και υπερτασικό<br />

και υποτασικό αποτέλεσμα(λόγω αύξησης σύνθεσης<br />

ΝΟ).Στην κινεζική ιατρική χρησιμοποιείται<br />

για το έμφραγμα μυοκαρδίου,για τη συμφορηντική<br />

καρδιακή ανεπάρκεια και την ασταθή στηθάγχη<br />

αλλά πρόσφατα στοιχεία αντικρούουν αυτή την<br />

πρακτική.Η υπερκατανάλωση ginseng προκαλεί<br />

υπέρταση, διαταραχές συμπεριφοράς,διάρροια<br />

ενώ περιέχει το νεφροτοξικό συστατικό γερμάνιο<br />

που μπορεί να καταστρέψει κύτταρα του ανιόντος<br />

σκέλους της καμπύλης του Ηenle με αποτέλεσμα<br />

ανοχή στα διουρητικά.Τέλος ελαττώνει<br />

τη δράση βαρφαρίνης και αυξάνει τα επίπεδα<br />

δακτυλίτιδος.<br />

• Gingo Bilova :δένδρο,χρησιμοποιείται για καρδιαγγειακά<br />

νοσήματα,εγκεφαλική νόσο,περιφερική<br />

αγγειοπάθεια,ανικανότητα,άνοια,διαταραχές του<br />

έσω ωτός ,αμφιβληστροειδοπάθεια,stress,κατάθλι<br />

ψη.Αυξάνει τον κίνδυνο αιμορραγίας αυξάνοντας<br />

τη δράση αντιπηκτικών ενώ αλληλεπιδρώντας με<br />

κυτόχρωμα P450 ελαττώνει τη δραστικότητα της<br />

νικαρδιπίνης.<br />

• Σκόρδο:από την εποχή του παπύρου του<br />

EVERS(1500π.χ) χρησιμοποιείται σαν αντιμικροβια<br />

κός,αντιφλεγμονώδης παράγοντας, που ελαττώνει<br />

χοληστερόλη, αντιϋπερτασικό,αντιαθηροσκλη<br />

ρυντικό.Πρόσφατη μελέτη ανέδειξε μη σημαντική<br />

στατιστικά διαφορά του σκόρδου στην ελάττωση<br />

της LDL και σε άλλα λιπίδια του πλάσματος<br />

στους 6 μήνες με σύγκριση το placebo.Επίσης αυξάνει<br />

τον κίνδυνο αιμορραγίας σε ασθενείς που<br />

λαμβάνουν αντιπηκτικά λόγω του ενεργού συστατικού<br />

ajoene που αναστέλλει την επαγώμενη<br />

απ’το κολλαγόνο συσσώρευση των αιμοπεταλίων<br />

,ενώ σκευάσματα σκόρδου πρέπει να διακόπτονται<br />

10 ημέρες προ εκλεκτικών χειρουργείων<br />

ειδικά σε ασθενείς που λαμβάνουν ασπιρίνη ή<br />

βαρφαρίνη.<br />

• Χυμός grapefruit: χρησιμοποείται σαν σκεύασμα<br />

διαιτητικό ή βελτιωτικό του καρδιαγγειακού. Τα<br />

συστατικά του naringenin και bergamottin αναστέλλουν<br />

το ένζυμο CYP3A4 στα κύτταρα του<br />

λεπτού εντέρου με αποτέλεσμα να αυξάνει<br />

τα επίπεδα φαρμάκων με αυτό το υπόστρωμα,<br />

δηλαδή των ανταγωνιστών ασβεστίου,<br />

κυκλοσπορίνης,στατίνες.μιδαζολάμη,οιστρογό<br />

να,τεραζοσίνη κ.ά.με αποτέλεσμα αντίστοιχα<br />

υπόταση,μυοπάθεια,ηπατοτοξικότητα.Σε μετεμμηνοπαυσιακές<br />

γυναίκες μπορεί να αυξήσει τον<br />

κίνδυνο για Ca μαστού αναστέλλοντας τον μεταβολισμό<br />

των οιστρογόνων δια του ενζύμου<br />

CYP3A4.<br />

• Ηawthorn(λευκάγκαθο):χρησιμοποείται για<br />

στηθάγχη,βραδυαρρυθμία, εγκεφαλική ανεπάρκεια<br />

Έχει θετική ινότροπη και αγγειοδιασταλτική<br />

δράση ,ενώ θεωρείται ότι αυξάνει τη μυοκαρδιακή<br />

αιμάτωση και ελαττώνει το μεταφόρτιο.Στην<br />

πραγματικότητα βελτιώνει τα συμπτώματα αλλά<br />

δεν ελαττώνει τη νοσηρότητα και τη θνητότητα.<br />

Αυξάνει τη δραστικότητα της δακτυλίτιδας.Αναστέλλει<br />

τη βιοσύνθεση της θρομβοξάνης Α2 ,οπό-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 199<br />

τε αυξάνει τον κίνδυνο αιμορραγίας σε ασθενείς<br />

που λαμβάνουν αντιπηκτικά.<br />

• Saw palmetto(μούρο):χρησιμοποιείται από περισσότερα<br />

από 2 εκατομμύρια αμερικανούς για<br />

την καλοήθη υπερτροφία του προστάτη , σαν διουρητικό<br />

και σαν αντισηπτικό των ουροφόρων<br />

οδών.Ιn vitro αναστέλλει τους α1-αδρενεργικούς<br />

υποδοχείς ,αναστέλλει την κυκλοοξυγενάση και<br />

αυξάνει την δράση βαρφαρίνης.<br />

• Dansen(salvia miltiorrhiza):χρησιμοποείται για<br />

CHF,ανωμαλίες περιόδου.Αυξάνει σημαντικά τον<br />

κίνδυνο αιμορραγίας λόγω αναστολής c-amp και<br />

αυξάνει το χρόνο προθρομβίνης ενώ αυξάνει και<br />

τα επίπεδα δακτυλίτιδας.<br />

• Echinacea(εχινάκια):μπορεί να αυξήσει την ηπατοτοξικότητα<br />

στατινών,φιμπράτης,νιασίνης,αμιωδα<br />

ρόνης.Φλαβονοειδή από την εχινάκια μπορεί να<br />

αναστείλουν ή να επάγουν τα ένζυμα του κυτόχρωματος<br />

P450.<br />

• Tetrandrineα:είναι αγγειοδραστικό αλκαλοειδές<br />

που χρησιμοποείται στην Κινεζική ιατρική για<br />

την αντιμετώπιση της στηθάγχης και της υπέρτασης.Λόγω<br />

της αναστολής των λ-τύπου διαύλων<br />

ασβεστίου προκαλεί αγγειοδιαστολή και<br />

πιθανώς αλληλεπιδρά με άλλους ανταγωνιστές<br />

ασβεστίου.<br />

• Aconite(ακονίτης):ισχυρό παυσίπονο,βραδυκαρδικό<br />

δρων σε εγκεφαλικούς υποδοχείς.Κολπική ή και<br />

κοιλιακή μαρμαρυγή μπορεί να προκληθεί από<br />

απευθείας δράση στο μυοκάρδιο. Ακόμα και σε<br />

ατυχηματική επαφή με τα φύλλα ή το χυμό του<br />

φυτού μπορεί να προκληθεί δηλητηρίαση με βραδυκαρδία<br />

ή θανατηφόρες κοιλιακές αρρυθμίες με<br />

μηχανισμό πυροδοτούμενης δραστηριότητας.<br />

• Yohmbine:για σεξουαλικες διαταραχές, δραστικότητα<br />

ανταγωνιστή α2-υποδοχέων.Έτσι αυξάνει<br />

την απελευθέρωση της νοραδρεναλίνης με αποτέλεσμα<br />

δυσχέρεια στη ρύθμιση της αρτηριακής<br />

υπέρτασης σε ασθενείς που λαμβάνουν αντιϋπερτασικά<br />

ή διουρητικά.Η χρήση της αντενδείκνυται<br />

σε ασθενείς με υπόταση ή στηθάγχη.<br />

• Gynira:για βελτίωση της μικροκυκλοφορίας και<br />

εξάλειψη του πόνου.εμφανίζει συχνά ηπατοτοξικότητα<br />

ενώ στα ζώα αναστέλλει το μετατρεπτικό<br />

ένζυμο της αγγειοτενσίνης οδηγώντας σε<br />

υπόταση.<br />

• Licorice(γλυκόριζα):χρησιμοποιείται ευρέως ως<br />

αποχρεμπτικό κύρια σε σύγχρονα σιρόπια.<br />

Μπορεί να προκαλέσει ψευδοαλδοστερονισμό<br />

με αποτέλεσμα υποκαλιαιμία ,υπέρταση,και οίδημα<br />

με επακόλουθη ανοχή σε αντιϋπερτασικά<br />

και λόγω της βαρειάς υποκαλιαιμία ςμπορεί να<br />

προκληθεί πολύμορφη κοιλιακή αρρυθμία με τη<br />

μορφή torsades de pointes.Μπορεί επίσης να ενισχύσει<br />

τη δράση της σπιρονολακτόνης και της<br />

δακτυλίτιδος ,μπορεί να αναστείλει τη δράση της<br />

θρομβίνης και τη συσσώρευση των αιμοπεταλίων<br />

αυξάνοντας τον κίνδυνο αιμορραγίας.<br />

• Black cohosh(σιμισιφούγκα):για γυναικολογικά<br />

προβλήματα.Πιθανώς αναστέλλει υποδοχείς οιστρογόνων<br />

και σεροτονίνης.Γενικά ασφαλές για καρδιαγγεικό<br />

σε αντίθεση με blue cohosh.<br />

Τα προβλήματα που σχετίζονται με τη χρήση των<br />

βοτάνων γενικά είναι τα εξής 47.48 :<br />

1. Απουσία επιστημονικών δεδομένων ασφάλειας<br />

και αποτελεσματικότητας.<br />

2. Απουσία ελεγκτικού και ρυθμιστικού μηχανισμού<br />

της χρήσης τους<br />

3. Απουσία ελέγχου ποιότητας.<br />

4. Παραπληροφόρηση κοινού για τη χρήση τους.<br />

5. Απουσία γνώσης σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις<br />

μεταξύ βοτάνων-φαρμάκων από τους επαγγελματίες<br />

υγείας.<br />

6. Μη επαρκής αναφορά των αλληλεπιδράσεων<br />

αυτών.<br />

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ<br />

Η πλειοψηφία των περισσότερο χρησιμοποιούμενων<br />

φαρμακευτικών σκευασμάτων ακόμα και αυτών<br />

που θεωρούνται «αθώα» όπως τα βότανα, έχουν<br />

σημαντικές παρενέργειες στο καρδιαγγειακό σύστημα<br />

ενώ μπορούν να αλληλεπιδρούν με τα καρδιολογικά<br />

φάρμακα με επιζήμια έως και μοιραία αποτελέσματα.<br />

Είναι λοιπόν θεμελιώδους αξίας η ύπαρξη βασικών<br />

γνώσεων με βάση τα ανωτέρω. Τέλος αναμένονται<br />

νέα στοιχεία σχετικά με την ασφάλεια των PPIs στη<br />

συγχορήγησή τους με την κλοπιδογρέλη ενώ είναι επιτακτική<br />

ανάγκη η θέσπιση κανόνων και οδηγιών όσον<br />

αφορά τη χρήση των ευρέως χρησιμοποιούμενων βοτάνων<br />

και συμπληρωμάτων διατροφής.


200<br />

Δυσμενείς επιδράσεις μη-καρδιολογικών φαρμάκων στο καρδιαγγειακό σύστημα: Αντιδιαβητικά, NSAIDs, αναβολικά<br />

στεροειδή, PPIs, βότανα<br />

Παράγωγα<br />

σαλικυλικού<br />

οξέως<br />

Ακετυλοσαλικυλικό<br />

οξύ<br />

ΠΙΝΑΚAΣ 1<br />

Κατηγορίες Μη Στεροειδών Αντιφλεγμονωδών φαρμάκων<br />

Παράγωγα<br />

οξικού οξέως<br />

Παράγωγα<br />

προπιονικού<br />

οξέως<br />

Παράγωγα<br />

ανθρανιλικού<br />

οξέως<br />

(φαιναμάτες)<br />

Οξικάμες Κοξίμπες Διάφορα<br />

ινδομεθακίνη φαινοπροφαίνη ετοφαιναμάτη πιροξικάμη σελεκοξίμπη νιμεσουλίδη<br />

διφλουνιζάλη δικλοφενάκη ιβουπροφαίνη Μεφαιναμικό οξύ τενοξικάμη παροκοξίμπη Νιφλουμικό οξύ<br />

σουλινδάκη κετοπροφαίνη Τοφαιναμικό οξύ μελοξικάμη ροφεκοξίμπη διασυρεϊνη<br />

ασεμετασίνη Δεξοκετοπροφαίνη<br />

λορνοξικάμη βαλντεκοξίμπη Διυδρική<br />

αζαπροπαζόνη<br />

ναπροξένη<br />

Θειοπροφαινικό<br />

οξύ<br />

ναβουμετόνη<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. ΚΑΤΣΙΛΑΜΠΡΟΣ Ν. Μαθαίνω να ζω με το Διαβήτη.<br />

Ιατρικές Εκδόσεις Λίτσας, Αθήνα, 2000<br />

2. UNITED KINGDOM PROSPECTIVE DIABETES STUDY<br />

GROUP. UK prospective diabetes study 33: Intensive<br />

blood glucose control with sulphonylureas or insulin<br />

compared with conventional treatment and risk of<br />

complications in patients with type 2 diabetes. Lancet<br />

1998, 352: 837–853<br />

3. ΡΑΠΤΗΣ Σ. Φαρμακευτική αντιμετώπιση του<br />

σακχαρώδους διαβήτη. Στο: Ράπτης ΣΑ (Συντ.)<br />

Εσωτερική Παθολογία. Εκδόσεις Γρηγόριος<br />

Παρισιάνος, Αθήνα, 1998:2166–2175<br />

4. WHITE J. The pharmacological management of patients<br />

with type 2 diabetes mellitus in the era of<br />

new oral agents and insulin analogs. Diabetes Spectrum<br />

1996, 9:227–234<br />

5. BAILEY CJ. New drugs for the treatment of diabetes<br />

mellitus. In: Albert KGMM, Zimmet P, De Fronzo<br />

RA (eds) International Textbook of Diabetes Mellitus.<br />

2nd ed. Chishester, John Wiley, 1997:865–881<br />

6. SHNEIDER J. An overview of the safety and tolerance<br />

of glimepiride. Horm Metab Res 1996, 28:413–419<br />

7. HENRY RR. Thiazolidinediones. Endocrinol Metab<br />

Clin North Am 1997, 26:553–573<br />

8. KUMAR S, BOULTON AJM, BECK-NIELSEN H, et<br />

al.LONG P FOR THE TROGLITAZONE GROUP. Troglitazone,<br />

an insulin action enhancer, improves metabolic<br />

control in NIDDM patients. Diabetologia 1996,<br />

39:701–709<br />

9. PLOSKER GL, FAULDS D. Troglitazone; a review of<br />

its use in the management of type 2 diabetes mellitus.<br />

Drugs 1999, 57:409–438<br />

10. SCHEEN AJ, LEFEBVRE PJ. Oral antidiabetic agents: a<br />

guide to selection. Drugs 1998, 55:225–236<br />

11. D. Drucker. The biology of incretin hormones. Cell.<br />

Metab 2006; 3: 153-165<br />

12. D. Drucker. Dipeptyl Peptidase – 4 Inhibition and<br />

the treatment of type 2 diabetes. Diabetes Care<br />

2007;30:1335-1343<br />

13. J. Lovshin & D. Drucker. Incretin based therapies for<br />

type 2 diabetes mellitus. Nature 2009;5: 262-269.<br />

14. S. Inzucchi, D. McGuire. New drugs for the treatment<br />

of diabetes: part II: incretin – based therapy<br />

and beyond. Circulation 2008;117: 574-584.<br />

15. F. Pi-Sunyer. Efficacy and tolerability of Vildagliptin<br />

monotherapy in drug naοve patients with type 2 diabetes.<br />

Diabetes Res Clin Pract. 2007; 76: 132-138.<br />

16. Α. Μελιδώνης «Ινκρετινομιμητικά και DPP IV<br />

αναστολείς» στο «Σακχαρώδης Διαβήτης 2010»<br />

Α. Μελιδώνης. Εκδόσεις Γιάννη Παριζιάνου Αθήνα<br />

2010<br />

17. A. Sinha et al. Costs and Consequences Associated<br />

With Newer Medications for Glycemic Control<br />

in Type 2 Diabetes. Diabetes Care 2010; 33:<br />

730 – 732<br />

18. A. Schweizer et al. Assessing the cardio–cerebrovascular<br />

safety of vildagliptin: meta-analysis of<br />

adjudicated events from a large Phase III type 2<br />

diabetes population. Diabetes, Obesity and Metabolism<br />

2010;12: 485 – 494.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 201<br />

19. M. Ligueros-Saylan et al. An assessment of adverse<br />

effects of vildagliptin versus comparators on the<br />

liver, the pancreas, the immune system, the skin<br />

and in patients with impaired renal function from<br />

a large pooled database of Phase II and III clinical<br />

trials. Diabetes, Obesity and Metabolism 2010;12:<br />

495 – 509.<br />

20. E. Ferrannini et al. Fifty-two-week efficacy and<br />

safety of vildagliptin vs. glimepiride in patients<br />

with type 2 diabetes mellitus inadequately controlled<br />

on metformin monotherapy. Diabetes, Obesity<br />

and Metabolism 2009;11: 157 – 166.<br />

21. http://www.ifet.gr/site_phar/therapeutic.htm<br />

22. G.Rodriguez,L.A,Varas et al:differential effects of<br />

aspirine and non-aspirin nonsteroidal antiifflammatory<br />

drugw in the primary prevention of myocardial<br />

infarction in postmenopausal women;EPIDEMI<br />

OLOGY2009;11(4) 382-387.<br />

23. Garcia Rodriguez, L., et al. Nonsteroidal antiinflammatory<br />

drugs and the risk of ... Circulation.<br />

2004;109:3000-3006.<br />

24. S. E. Kimmel, J. A. Berlin et al. . J Am Coll Cardiol,<br />

2004; 43:985-990,<br />

25. The CLASS Study: A Randomized Controlled Trial.<br />

Fred E. Silverstein, MD; Gerald Faich, MD; et al.<br />

Non steroid antinflammatory drugs (NSAIDs) and<br />

selective cycloxygenase-2 (COX-2) inhibitors in<br />

pain management<br />

26. http://www.arthritis.co.za/cox.htmlVan Doornum,<br />

S., McColl, G. and Wicks, I. P. (2002), ..... In the<br />

Vioxx Gastrointestinal Outcomes Research (VIG-<br />

OR) study<br />

27. CSM (2005) Updated advice on the safety of selective<br />

COX-2 inhibitors. Committee on Safety of<br />

Medicines. www.mhra.gov.uk [Free Full-text]<br />

28. Peter M. Brooks, Executive Dean, Health Sciences,<br />

University of Queensland, Brisbane /Experimental<br />

and clinical pharmacology (2000):COX-2 inhibitors<br />

29. Levy D, Garrison R, Savage D, et al. Prognostic implications<br />

of echocardiographically determined left<br />

ventricular mass in the Framingham heart study. N<br />

Engl J Med 1990;322:1561–6.<br />

30. Montgomery HE, Clarkson P, Dollery CM, et al. Association<br />

of angiotensin-converting enzyme gene<br />

I/D polymorphism with change in left ventricular<br />

mass in response to physical training. Circulation<br />

1997;96:741–7.<br />

31. Dostal DE, Booz GW, Baker KM. Regulation of<br />

angiotensinogen gene expression and protein in<br />

neonatal rat cardiac fibroblasts by glucocorticoid<br />

and beta-adrenergic stimulation. Basic Res Cardiol<br />

2000;95:485–90.<br />

32. Liu PY, Death AK, Handelsman DJ. Androgens and<br />

cardiovascular disease. Endocr Rev 2003;24:313–40<br />

33. Kuhn CM. Anabolic steroids. Recent Prog Horm Res<br />

2002;57:411–34.<br />

34. Pluim BM, Zwinderman AH, van der Laarse A, et<br />

al. The athlete’s heart. A meta-analysis of cardiac<br />

structure and function. Circulation 2000;101:336–344.<br />

35. Haykowsky MJ, Dressendorfer R, Taylor D, et al.<br />

Resistance training and cardiac hypertrophy: unravelling<br />

the training effect. Sports Med 2002;32:837–<br />

49.<br />

36. Parssinen M, Seppala T. Steroid use and longterm<br />

health risks in former athletes. Sports Med<br />

2002;32:83–94.<br />

37. Parssinen M, Kujala U, Vartiainen E, et al. Increased<br />

premature mortality of competitive powerlifters<br />

suspected to have used anabolic agents. Int J<br />

Sports Med 2000;21:225–7. ]<br />

38. Thiblin I, Lindquist O, Rajs J. Cause and manner of<br />

death among users of anabolic androgenic steroids.<br />

J Forensic Sci 2000;45:16–23<br />

39. PM Ho, TM Maddox et al… - Jama, 2009 - Am Med<br />

AssocRisk of adverse outcomes associated with<br />

concomitant use of clopidogrel and proton pump<br />

inhibitors following acute coronary syndrome<br />

40. www.eof.gr<br />

41. Sibbing D, Morath T, Stegherr J, et al. Impact of<br />

proton pump inhibitors on the antiplatelet effects<br />

of clopidogrel. Thromb Haemost 2009; 101:714-719.<br />

42. Sibbing D, Braun S, Morath T, et al. Platelet reactivity<br />

after clopidogrel treatment assessed with<br />

point-of-care analysis and early drug-eluting stent<br />

thrombosis. J Am Coll Cardiol 2009; 53:849-856.<br />

43. Serebruany V, Goto S. Clopidogrel and proton pump<br />

inhibitors: Gastric protection at expense of vascular<br />

benefit? Thromb Haemost 2009; 101:607-609.<br />

44. Tachjian et al Use of Herbal Products and Potential<br />

Interactions in Patients With Cardiovascular diseases.<br />

J Am Coll Cardiol.2010; 55: 515-525<br />

45. Gary N. Asher J. Am. Coll. Cardiol. 2010 56: 903<br />

46. S.Dentali et al.Importance of Providing Cardiologists<br />

With Useful Advice on Herb-Drug Interactions<br />

. Am. Coll. Cardiol . 2010 56: 903-904<br />

47. M. Hafeez Chaudhryet al Herbal Products Review<br />

Provides Inaccurate Information on Dietary Supplement<br />

Regulations J. Am. Coll. Cardiol. 2010 56:<br />

904-905


ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ<br />

ΑΣΠΙΡΙΝΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΑΝΤΙΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΑΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΤΗΝ<br />

ΠΡΩΤΟΓΕΝΗ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗ ΠΡΘΛΗΨΗ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ<br />

Γ Μουσούλης<br />

Διευθυντής, Γ’ Παθολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α «ο Ευαγγελισμός»<br />

Τα καρδιαγγειακά νοσήματα είναι η κύρια αιτία<br />

θνησιμότητας στις δυτικές κοινωνίες. Δεκαεπτά εκατομμύρια<br />

θάνατοι ετησίως σε όλο τον κόσμο αποδίδονται<br />

στα καρδιαγγειακά νοσήματα.<br />

Τα αιμοπετάλια φαίνεται ότι παίζουν σημαντικό<br />

ρόλο στην αρτηριακή θρόμβωση, που είναι το τελικό<br />

συμβάν στην αλυσίδα των βλαβών των καρδιαγγειακών<br />

νοσημάτων. Κατά συνέπεια, η αντιαιμοπεταλιακή<br />

θεραπεία μπορεί να βελτιώσει την επιβίωση των<br />

ασθενών με καρδιαγγειακά νοσήματα.<br />

Η ασπιρίνη είναι το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο<br />

φάρμακο στην πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη<br />

των καρδιαγγειακών νοσημάτων, κυρίως λόγω της<br />

άριστης σχέσης κόστους - αποτελέσματος που διαθέτει.<br />

Η ασπιρίνη είναι ένα πολύ παλιό φάρμακο, το<br />

οποίο ωστόσο αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως αντιπυρετικό<br />

– αντιφλεγμονώδες. Η χρήση της ως αντιθρομβωτικό<br />

ξεκίνησε στη δεκαετία του 1960. 1 Υπολογίζεται<br />

ότι σήμερα ένας στους πέντε Αμερικανούς πολίτες<br />

λαμβάνουν ασπιρίνη, κυρίως ως πρόληψη έναντι των<br />

καρδιαγγειακών νοσημάτων.<br />

Ωστόσο, μετά από το μακροχρόνιο “μονοπώλιο”<br />

της ασπιρίνης, άλλα αντιαιμοπεταλιακά ήρθαν να<br />

προστεθούν στη φαρέτρα της πρωτογενούς και δευτερογενούς<br />

πρόληψης των καρδιαγγειακών νοσημάτων.<br />

Οι αναστολείς του υποδοχέα P2Y12, αρχικά η τικλοπιδίνη<br />

και αργότερα η κλοπιδογρέλη, διαδραματίζουν<br />

σημαντικό ρόλο. Η κλοπιδογρέλη είναι πλέον στην καθ’<br />

ημέρα πράξη είτε ως συνδυασμός με την ασπιρίνη είτε<br />

και ως αυτοτελώς χρησιμοποιούμενο φάρμακο.<br />

Η διπλή αντιαιμοπεταλιακή θεραπεία θεωρείται<br />

ως η καταλληλότερη σε κάποιες περιπτώσεις πρωτογενούς<br />

και δευτερογενούς πρόληψης, ιδιαιτέρως σε<br />

υψηλού κινδύνου ασθενείς. Δυστυχώς, η αύξηση της<br />

αποτελεσματικότητας που προκύπτει από το συνδυασμό<br />

των αντιαιμοπεταλιακών έχει ως συνέπεια την<br />

αύξηση των παρενεργειών, με κυριότερη τις αιμορραγίες.<br />

Οι αιμορραγίες αυτές παρατηρούνται και κατά<br />

Εισαγωγη<br />

τη μεμονωμένη χρήση των φαρμάκων αυτών ξεχωριστά.<br />

Αφορούν τις περισσότερες φορές το γαστρεντερικό,<br />

ενώ σπανιότερα είναι ενδοκρανιακές. Συχνά<br />

πρόκειται για αθώα και αυτοπεριοριζόμενα συμβάματα<br />

μπορεί όμως -κατ’ εξαίρεση- να οδηγήσουν σε<br />

βαριά νόσο ή και θάνατο 2 .<br />

Τα τελευταία χρόνια ποικίλες μελέτες 3 έχουν δείξει<br />

διαφόρου βαθμού ανταπόκριση στην ασπιρίνη και στην<br />

κλοπιδογρέλη, γεγονός που συνεπάγεται και ανάλογη<br />

επίπτωση στο κλινικό αποτέλεσμα των φαρμάκων<br />

αυτών. Ο προβληματισμός γύρω από την επαρκώς<br />

παρεχόμενη πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη με<br />

τα σημερινά αντιαιμοπεταλιακά ωθεί την έρευνα σε<br />

αναζήτηση και άλλων εναλλακτικών επιλογών, που<br />

περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων νέους αναστολείς<br />

του υποδοχέα P2Y12, αναστολείς του υποδοχέα της<br />

θρομβοξάνης, άμεσους αναστολείς της θρομβίνης και<br />

GPIIbIIIa αναστολείς. 2<br />

Ο κλινικός γιατρός -με βάση τις διεθνείς κατευθυντήριες<br />

οδηγίες αλλά και την προσωπική του εμπειρίακαλείται<br />

να επιλέξει κάθε φορά την καταλληλότερη<br />

φαρμακευτική αγωγή. Σημαντικά κριτήρια που πρέπει<br />

να επηρεάσουν την επιλογή του είναι ο καρδιαγγειακός<br />

κίνδυνος του αρρώστου, η ιδιοσυγκρασία του και<br />

οι ιδιαιτερότητές του, τα τυχόν συνυπάρχοντα νοσήματα,<br />

η αποτελεσματικότητα του φαρμάκου, οι αλληλεπιδράσεις<br />

του με άλλα φάρμακα, οι παρενέργειές<br />

του και τέλος το κόστος.<br />

Η σωστή και κατάλληλη αντιαιμοπεταλιακή αγωγή<br />

σώζει ανθρώπινες ζωές και για το λόγο αυτό η εξασφάλιση<br />

βαθιάς και εμπεριστατωμένης γνώσης του<br />

χειρισμού της είναι μείζονος σημασίας και προτεραιότητας.<br />

Οι εισηγήσεις που ακολουθούν στόχο έχουν να<br />

βοηθήσουν τους σύγχρονους λειτουργούς της ιατρικής<br />

να προβληματιστούν πάνω στον τομέα αυτό και να<br />

γίνουν κοινωνοί των πιο πρόσφατων επιστημονικών<br />

δεδομένων σχετικά με την πρωτογενή και δευτερογενή<br />

πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 203<br />

Βιβλιογραφια<br />

1. Miner J, Hoffhines A. The Discovery of Aspirin’s Antithrombotic<br />

Effects. Tex Heart Inst J 2007; 34L 179-186.<br />

2. Varon D, Spectre G. Antiplatelet Agents. Hematology<br />

2009: 267-272.<br />

3. Sharma RK, Reddy HK, Singh VN et al. Aspirin and<br />

Clopidogrel hyporesponsiveness and nonresponsesiveness<br />

in patients with coronary artery stenting.<br />

Vasc Health Risk Manag 2009; 5: 965-972.


Θέση υπέρ της χρήσεως ασπιρίνης στην πρωτογενή<br />

και δευτερογενή πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων<br />

Θ Κοντοπούλου<br />

Επιμελήτρια Β’, Γ’ Παθολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

KONTOPOULOU T. Argument in favour of the use of aspirin in the primary and secondary prevention of cardiovascular<br />

disease. Cardiovascular disease is a major cause of death worldwide. Aspirin plays a distinctive role in<br />

the primary and secondary prevention of cardiovascular disease. It was first introduced as antiplatelet agent at the<br />

beginning of the 20 th century by Lawrence Craven. Its antiplatelet effect is achieved in a wide range of doses from 75 to<br />

1500 mg daily. Nevertheless, it seems that the daily dose of 75 mg reduces the risk of gastrointestinal bleeding without<br />

relevant decrease in the antiplatelet effect. Aspirin is used as antiplatelet drug in the following cases: in the primary and<br />

secondary prevention of coronary heart disease, of ischemic stroke and of peripheral arteriopathy. It can be used during<br />

pregnancy -with safety in the second and third trimester and, when indicated, in the first- as well as in newborns and<br />

children. An additive benefit from the use of aspirin is the prevention of colon cancer. The selection of aspirin in the<br />

primary and secondary prevention of cardiovascular disease guaranties effectiveness, safety, money saving and -very<br />

often- undisputed therapeutic prevalence. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 204-218, 2011<br />

Key words: aspirin, primary prevention, secondary prevention, cardiovascular disease<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Η καρδιαγγειακή νόσος αποτελεί μείζονα αιτία θανάτου παγκοσμίως. Στην πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη<br />

των καρδιαγγειακών νοσημάτων εξέχοντα ρόλο κατέχει η ασπιρίνη, που καθιερώθηκε ως αντιαιμοπεταλιακό στις<br />

αρχές του 20ου αιώνα από τον Lawrence Craven. Η αντιαιμοπεταλιακή δράση της ασπιρίνης πραγματοποιείται σε<br />

μια μεγάλη κλίμακα δόσεων από 75-1500 mg ημερησίως. Ωστόσο, φαίνεται ότι η δόση των 75 mg ημερησίως μειώνει<br />

τον κίνδυνο αιμορραγίας του πεπτικού, χωρίς αντίστοιχη μείωση του αντιαιμοπεταλιακού αποτελέσματος. Η<br />

ασπιρίνη ως αντιαιμοπεταλιακό χρησιμοποιείται στις ακόλουθες περοπτώσεις: στην πρωτογενή και δευτερογενή<br />

πρόληψη της στεφανιαίας νόσου, των ισχαιμικών εγκεφαλικών επεισοδίων και της περιφερικής αρτηριοπάθειας.<br />

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά την εγκυμοσύνη -με ασφάλεια στο 2ο και 3ο τρίμηνο και, επί ενδείξεων και στο 1οόπως<br />

επίσης σε βρέφη και παιδιά. Παράπλευρο όφελος αποτελεί η πρόληψη του καρκίνου του παχέος εντέρου.<br />

Η επιλογή της ασπιρίνης έναντι των άλλων φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στην πρωτογενή και δευτερογενή<br />

πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων εγγυάται την αποτελεσμαικότητα, την ασφάλεια, την οικονομία και -<br />

συχνά- τη σαφή θεραπευτική υπεροχή. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 204-218, 2011.<br />

Λέξεις κλειδιά: ασπιρίνη, πρωτογενής πρόληψη, δευτερογενής πρόληψη, καρδιαγγειακά νοσήματα.<br />

Καρδιαγγειακή νόσος<br />

Η καρδιαγγειακή νόσος αποτελεί μείζονα αιτία θανάτου<br />

παγκοσμίως. Εκτιμάται ότι το ποσοστό θνησιμότητας<br />

από καρδιαγγειακή νόσο στην Ανατολική<br />

Ευρώπη και Κεντρική Ασία είναι 58.1%, στην Νότια και<br />

Ανατολική Ασία 25.2%, στον Ειρηνικό 30.6%, ενώ στη<br />

Βόρεια Αμερική και Ευρώπη 38.5%. Αυτά τα ποσοστά<br />

αναμένεται να αυξηθούν, δεδομένου ότι η παγκόσμια<br />

θνησιμότητα από καρδιαγγειακά νοσήματα αναμένεται<br />

να αυξηθεί σε 25 εκατομμύρια κατ’ έτος το 2020. 1<br />

Η ασπιρίνη θεωρείται ως το αποτελεσματικότερο,<br />

το πιο δοκιμασμένο και το πιο ασφαλές φάρμακο στη<br />

μακροχρόνια πρόληψη (πρωτογενή και δευτερογενή )<br />

της καρδιαγγειακής νόσου σε άτομα υψηλού κινδύνου.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 205<br />

Η ασπιρiνη και η ιστορiα της<br />

Η αρχική χρήση της ασπιρίνης ήταν ως αναλγητικό<br />

– αντιπυρετικό φάρμακο. Το σαλικυλικό οξύ που<br />

περιέχονταν στο φλοιό της ιτιάς χρησιμοποιούνταν<br />

για την ανακούφιση του πόνου και του πυρετού από<br />

τον Ιπποκράτη, το Γαληνό και τους αρχαίους Αιγυπτίους.<br />

Το 1897 ένας Γερμανός χημικός, που δούλευε<br />

για την Εταιρεία Bayer, ο Felix Hoffman, κατάφερε να<br />

μετατρέψει το σαλικυλικό οξύ στο ακετυλοσαλικυλικό<br />

οξύ, που ονομάστηκε ασπιρίνη. (εικόνα 1)<br />

Η χρήση της ασπιρίνης ως αντιαιμοπεταλιακού<br />

φαρμάκου εγκαινιάστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα<br />

από έναν γενικό γιατρό, τον Lawrence Craven (εικόνα<br />

2) στο Glendale της Καλιφόρνιας των ΗΠΑ. 2<br />

Δρaση ασπιρiνης<br />

Η ασπιρίνη είναι ένας μη εκλεκτικός αναστολέας<br />

της κυκλοοξυγενάσης. Στις μικρές δόσεις που χρησιμοποιείται<br />

στην Καρδιολογία η ασπιρίνη αναστέλλει<br />

αποτελεσματικά το ισοένζυμο κυκλοοξυγενάση (COX)-<br />

1 των αιμοπεταλίων. Η ασπιρίνη ακετυλιώνει μία σερίνη<br />

στην αλυσίδα των αμινοξέων κοντά στο ενεργό<br />

κέντρο του ενζύμου, με αποτέλεσμα να εμποδίζει την<br />

επαφή με το αραχιδονικό οξύ και να σταματά τη σύνθεση<br />

της θρομβοξάνης (TX) A2. Το αποτέλεσμα είναι<br />

αμετάκλητο καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της επιβίωσης<br />

των αιμοπεταλίων και ως εκ τούτου διαρκεί<br />

7-10 ημέρες. Η ασπιρίνη αναστέλλει αποκλειστικά και<br />

μόνο μία οδό ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων, ενώ<br />

οι άλλες οδοί που ενεργοποιούνται από τη διφωσφορική<br />

αδενοσίνη (ADP), την αδρεναλίνη, τη θρομβίνη, το<br />

στρες και τις υψηλές δόσεις κολλαγόνου παραμένουν<br />

ανεπηρέαστες.<br />

Μετά την από του στόματος λήψη της ασπιρίνης<br />

απορροφάται κυρίως στο στομάχι και φθάνει τη μέγιστη<br />

συγκέντρωσή της στο αίμα μετά από 30 λεπτά.<br />

Μεταβολίζεται από εστεράσες παρούσες στο αίμα και<br />

στο ήπαρ και για αυτό το λόγο η ασπιρίνη ασκεί τη<br />

δράση της κυρίως στην πυλαία κυκλοφορία πριν την<br />

άφιξή της στο ήπαρ. Τελευταία έχει καταδειχθεί ότι<br />

οι εντεροδιαλυτές μορφές της ασπιρίνης απορροφώνται<br />

χειρότερα από ότι οι παραδοσιακές μορφές που<br />

απορροφώνται στο όξινο περιβάλλον του στομάχου,<br />

οδηγώντας έτσι σε μείωση του αντιαιμοπεταλιακού<br />

αποτελέσματος.<br />

Οι ανεπιθύμητες ενέργειες της ασπιρίνης σχετίζονται<br />

κυρίως με αιμορραγίες, ιδιαίτερα του γαστρεντερικού.<br />

3<br />

Δοσολογiα ασπιρiνης για επiτευξη αντιαιμοπεταλιακού<br />

αποτελeσματος<br />

Ο κίνδυνος των αιμορραγιών του πεπτικού φαίνεται<br />

ότι είναι δοσοεξαρτώμενος και μπορεί να ελαχιστοποιηθεί<br />

με χορήγηση μικρών δόσεων. Έτσι η χορήγηση<br />

ασπιρίνης στη δόση των 75 mg ημερησίως θεωρείται ότι<br />

ελαττώνει τον κίνδυνο αιμορραγίας του πεπτικού στο<br />

40% σε σύγκριση με τη δόση των 300 mg ημερησίως και<br />

στο 30% σε σύγκριση με τη δόση των 150 mg ημερησίως. 4<br />

Παρά το γεγονός ότι ο κίνδυνος των επιπλοκών από<br />

την ασπιρίνη και ιδιαίτερα ο κίνδυνος της αιμορραγίας<br />

του πεπτικού φαίνεται να αυξάνει με την αύξηση της<br />

δόσης, η σχέση μεταξύ αποτελεσματικότητας και δόσης<br />

της ασπιρίνης δεν είναι βέβαιη. Παρά την απουσία<br />

επαρκών μελετών φαίνεται ότι σε μικρές δόσεις επιτυγχάνεται<br />

ισοδύναμη ή και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα<br />

σε σχέση με μεγαλύτερες δόσεις. Αναλύσεις από<br />

την Antithrombotic Trialists’ Collaboration υποδεικνύουν<br />

ότι τα οφέλη της ασπιρίνης προκύπτουν από μια μεγάλη<br />

κλίμακα δόσεων -από 160 mg ημερησίως ως 1500 mg<br />

ημερησίως. Άλλες μελέτες (Kong και συνεργάτες) συμπεραίνουν<br />

ότι το θεραπευτικό αποτέλεσμα της ασπιρίνης<br />

είναι ασθενέστερο σε υψηλότερες δόσεις. 3<br />

Ασφaλεια της ασπιρiνης<br />

Όπως ήδη φάνηκε, ο κίνδυνος της αιμορραγίας πεπτικού,<br />

που είναι η συχνότερη ανεπιθύμητη ενέργεια<br />

του φαρμάκου, μπορεί να ελαχιστοποιηθεί με τη χορήγηση<br />

μικρών δόσεων.<br />

Η εγκεφαλική αιμορραγία αποτελεί μία σοβαρή παρενέργεια<br />

της ασπιρίνης. Σε μία μεταανάλυση 16 μελετών<br />

με 55.000 συμμετέχοντες χορηγήθηκε μέση δόση<br />

ασπιρίνης 273 mg ημερησίως με μέση διάρκεια θεραπείας<br />

37 μήνες. Υπήρχε μια αύξηση του απόλυτου κινδύνου<br />

στα 12 περιστατικά εγκεφαλικής αιμορραγίας στα<br />

10.000 άτομα σε περίπου 3 χρόνια ή 0.4 επιπλέον περιστατικά<br />

στα 1.000 άτομα κατ’ έτος, που σχετίζονταν<br />

με τη χρήση της ασπιρίνης. Από την άλλη πλευρά όμως,<br />

στην ίδια ανάλυση η χρήση της ασπιρίνης οδήγησε σε<br />

ελάττωση του απόλυτου κινδύνου οξέος εμφράγματος<br />

του μυοκαρδίου στα 137 περιστατικά στα 10.000 άτομα<br />

και σε μία ελάττωση του απόλυτου κινδύνου ισχαιμικού<br />

εγκεφαλικού επεισοδίου στα 39 περιστατικά στα 10.000<br />

άτομα. Ήταν σαφές ότι υπήρχε ξεκάθαρη ωφέλεια του<br />

ευρισκόμενου σε καρδιαγγειακό κίνδυνο πληθυσμού. 1<br />

ΑλληλεπιδρΑσεις με Αλλα φΑρμακα<br />

Η αντιαιμοπεταλιακή δράση της ασπιρίνης φαί-


206<br />

Θέση υπέρ της χρήσεως ασπιρίνης στην πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων<br />

νεται ότι μειώνεται με την ταυτόχρονη χορήγηση μη<br />

στεροειδών αντιφλεγμονωδών, όπως η ιβουπροφαίνη,<br />

που εμπλέκεται στην ακετυλίωση της COX-1. Η αλληλεπίδραση<br />

αυτή της ασπιρίνης δεν είναι τόσο σημαντική,<br />

δεδομένου ότι οι ασθενείς με αυξημένο καρδιαγγειακό<br />

κίνδυνο μπορούν να αντικαταστήσουν τα μη<br />

στεροειδή αντιφλεγμονώδη με άλλα φάρμακα.<br />

Από την άλλη πλευρά, η κλοπιδογρέλη φαίνεται<br />

να αλληλεπιδρά με τους αναστολείς της αντλίας των<br />

πρωτονίων (PPIs), φάρμακα που χρησιμοποιούνται<br />

στη θεραπεία αλλά και στην πρόληψη του πεπτικού<br />

έλκους, ιδιαιτέρως σε υψηλού κινδύνου ασθενείς για<br />

αιμορραγία πεπτικού, όπως αυτοί που λαμβάνουν<br />

αντιαιμοπεταλιακά. Οι PPIs φαίνεται ότι ελαττώνουν<br />

το μεταβολισμό της κλοπιδογρέλης στον ενεργό μεταβολίτη<br />

της και κατά συνέπεια μειώνουν το θεραπευτικό<br />

της αποτέλεσμα. 5<br />

Το θεραπευτικό αυτό πρόβλημα της κλοπιδογρέλης<br />

συνεπάγεται την υποχώρησή της έναντι της ασπιρίνης<br />

ως φαρμακευτική επιλογή στην πρόληψη των καρδιαγγειακών<br />

νοσημάτων σε ασθενείς που διατρέχουν<br />

έστω και χαμηλό κίνδυνο αιμορραγίας πεπτικού.<br />

Εκτίμηση καρδιαγγειακού κινδύνου<br />

Οι κλινικοί γιατροί οφείλουν να απαντήσουν σε<br />

δύο ερωτήματα προ της χορήγησης αγωγής πρόληψης<br />

του καρδιαγγειακού κινδύνου: ποιοι είναι οι παράγοντες<br />

που θα ληφθούν υπ’ όψιν για την εκτίμηση του<br />

καρδιαγγειακού κινδύνου και ποια η σχέση οφέλους<br />

– βλάβης από τη θεραπεία. Οι Gaziano και συνεργάτες<br />

προτείνουν τη διάκριση των παραγόντων κινδύνου σε<br />

αυτούς που μπορούν να προληφθούν, σε αυτούς που<br />

αποτελούν θεραπευτικούς στόχους και σε αυτούς<br />

που εμπίπτουν και στις δύο κατηγορίες. (σχήμα 1)<br />

Αξίζει να σχολιαστεί ότι οι Gaziano και συνεργάτες<br />

συστήνουν μόνο την ασπιρίνη από τα αντιαιμοπεταλιακά<br />

ως θεραπεία πρόληψης του καρδιαγγειακού<br />

κινδύνου.<br />

Μη εργαστηριακοί παράγοντες κινδύνου, όπως<br />

η ηλικία, το κάπνισμα και ο δείκτης μάζας σώματος<br />

(BMI) θεωρούνται εξίσου προγνωστικοί όσο και εργαστηριακές<br />

παράμετροι, όπως η χοληστερόλη, η C αντιδρώσα<br />

πρωτεΐνη (CRP), η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη,<br />

η γλυκόζη νηστείας, η ινσουλίνη, το ινωδιγόνο, η<br />

αδιπονεκτίνη και τα τριγλυκερίδια.<br />

Ένα από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα μοντέλα<br />

για τον υπολογισμό του καρδιαγγειακού κινδύνου<br />

είναι του Framingham. Μπορεί να εφαρμοστεί τόσο<br />

για τον υπολογισμό του κινδύνου στεφανιαίας νόσου<br />

– που περιλαμβάνει έμφραγμα του μυοκαρδίου, θάνατο<br />

από στεφανιαία νόσο, στηθάγχη και ανεπάρκεια<br />

στεφανιαίων – όσο και για τον υπολογισμό του καρδιαγγειακού<br />

κινδύνου – που περιλαμβάνει στεφανιαία<br />

νόσο και επιπλέον αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο,<br />

συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια και περιφερική αγγειακή<br />

νόσο. 1<br />

Ο ρoλος της ασπιρiνης στην πρoληψη των<br />

καρδιαγγειακvν νοσημaτων<br />

Ένας εκτενής κατάλογος από κατευθυντήριες οδηγίες<br />

επιβάλλει την αποδοχή της χρήσης της ασπιρίνης<br />

στην πρόληψη του πρώτου (πρωτογενή) και των υποτροπιαζόντων<br />

(δευτερογενή) επεισοδίων καρδιαγγειακής<br />

νόσου σε ασθενείς υψηλού κινδύνου. Ως ασθενείς<br />

υψηλού κινδύνου ορίζονται συνήθως εκείνοι που<br />

έχουν δεκαετή κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου 20-30%<br />

σύμφωνα με το μοντέλο Framingham. 1<br />

Ο πίνακας 1 συνοψίζει τις συστάσεις από τις<br />

κύριες ευρωπαϊκές και αμερικάνικες κατευθυντήριες<br />

οδηγίες.<br />

Πρωτογενhς πρoληψη καρδιαγγειακvν νοσημaτων<br />

Τα περισσότερα στοιχεία που τάσσονται υπέρ<br />

του ευεργετικού ρόλου της ασπιρίνης στην πρωτογενή<br />

πρόληψη των καρδιαγγειακών επεισοδίων προέρχονται<br />

από μεγάλες μελέτες , μια περίληψη των οποίων<br />

δίνεται στον πίνακα 2.<br />

Μία μεταανάλυση 5 μελετών καταλήγει στο συμπέρασμα<br />

ότι η χρήση της ασπιρίνης συνδέεται με 32%<br />

μείωση του κινδύνου πρώτης εμφάνισης εμφράγματος<br />

του μυοκαρδίου και 15% μείωση οποιουδήποτε<br />

σοβαρού αγγειακού επεισοδίου (αγγειακού θανάτου,<br />

μη θανατηφόρου εμφράγματος του μυοκαρδίου ή μη<br />

θανατηφόρου ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου). Η<br />

πιο πρόσφατη μεταανάλυση που πραγματοποιήθηκε<br />

από την Antithrombotic Trialists’ Collaboration έδειξε ότι<br />

η ασπιρίνη επέφερε 12% μείωση στα σοβαρά αγγειακά<br />

επεισόδια. 1<br />

Δευτερογενhς πρoληψη καρδιαγγειακvν νοσημaτων<br />

Η Antithrombotic Trialists’ Collaboration κατέστησε<br />

σαφή τα ωφέλη της ασπιρίνης σε χαμηλή δόση (75-150<br />

mg ημερησίως) για την πρόληψη των υποτροπιαζόντων<br />

επεισοδίων σε 17.000 ασθενείς. Σε ασθενείς με<br />

προηγούμενο ιστορικό αγγειακής νόσου η αντιαιμο-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 207<br />

πεταλιακή θεραπεία -από τα φάρμακα της οποίας<br />

η ασπιρίνη είναι το πιο μελετημένο- προκάλεσε σημαντική<br />

μείωση της τάξης του 25% περίπου στο συνολικό<br />

κίνδυνο κάθε σοβαρού αγγειακού επεισοδίου,<br />

32% στον κίνδυνο μη θανατηφόρου εμφράγματος του<br />

μυοκαρδίου, 25% στον κίνδυνο μη θανατηφόρου ισχαιμικού<br />

εγκεφαλικού επεισοδίου και 15% στον κίνδυνο<br />

αγγειακής θνητότητας. 1<br />

Πρωτογενhς πρoληψη στεφανιαiας νoσου<br />

Σύμφωνα με τις οδηγίες της ACCP (American College<br />

of Chest Physicians) ασθενείς με τουλάχιστον μέτριο<br />

κίνδυνο για στεφανιαίο επεισόδιο πρέπει να λαμβάνουν<br />

75-100 mg ημερησίως ασπιρίνη, η οποία προτιμάται<br />

έναντι των κουμαρινικών αντιπηκτικών και της μη<br />

λήψης αντιθρομβωτικής αγωγής (σύσταση 2Α).<br />

Στην πρωτογενή πρόληψη δε συστήνεται η προσθήκη<br />

κλοπιδογρέλης στη θεραπεία με ασπιρίνη (σύσταση<br />

1Α). Μόνο σε αλλεργία στην ασπιρίνη συστήνεται<br />

η κλοπιδογρέλη (σύσταση 1Β).<br />

Μόνο σε ασθενείς πολύ υψηλού κινδύνου προτιμάται<br />

η χρήση των κουμαρινικών αντιπηκτικών έναντι<br />

της ασπιρίνης με INR στόχο περίπου 1.5 (σύσταση 2Α).<br />

Γυναίκες κάτω των 65 ετών που διατρέχουν κίνδυνο<br />

ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου ή εμφράγματος<br />

του μυοκαρδίου και στις οποίες ο κίνδυνος μείζονος<br />

αιμορραγίας είναι μικρός πρέπει να λαμβάνουν ασπιρίνη<br />

σε δόση 75-100 mg ημερησίως. (σύσταση 2Α).<br />

Γυναίκες άνω των 65 ετών που διατρέχουν κίνδυνο<br />

ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου ή εμφράγματος<br />

του μυοκαρδίου και στις οποίες ο κίνδυνος μείζονος<br />

αιμορραγίας είναι μικρός πρέπει να λαμβάνουν ασπιρίνη<br />

σε δόση 75-100 mg ημερησίως. (σύσταση 2Β). 6<br />

Δευτερογενhς πρoληψη στεφανιαiας νoσου<br />

Στεφανιαία σύνδρομα<br />

Η από του στόματος αντιαιμοπεταλιακή αγωγή και<br />

κυρίως η ασπιρίνη είναι ο ακρογωνιαίος λίθος στη θεραπεία<br />

οξέων και χρονίων στεφανιαίων συμβαμάτων.<br />

Σε μία συστηματική μελέτη που δημοσιεύθηκε από την<br />

Antithrombotic Trialists’ Collaboration με 5031 ασθενείς<br />

η θεραπεία με ασπιρίνη ελάττωσε το ποσοστό των<br />

καρδιαγγειακών συμβαμάτων κατά 46%. Στη μελέτη<br />

CAPRIE το ποσοστό των ασθενών με χρόνια αγγειακή<br />

νόσο που αναγκάστηκε να διακόψει την ασπιρίνη<br />

λόγω υψηλού κινδύνου αιμορραγίας από το γαστρεντερικό<br />

ήταν 0.93%. 3<br />

Οξέα στεφανιαία σύνδρομα<br />

Σύμφωνα με τις οδηγίες της ACCP (American College<br />

of Chest Physicians) όλοι οι ασθενείς -με την προϋπόθεση<br />

ότι δεν είναι αλλεργικοί στην ασπιρίνη, δεν έχουν<br />

σοβαρή πρόσφατη αιμορραγία πεπτικού ή δεν έχουν<br />

υποψία ενδοκρανιακής αιμορραγίας- πρέπει να λάβουν<br />

ασπιρίνη όσο το δυνατόν γρηγορότερα (η πρώτη<br />

ταμπλέτα πρέπει να μασηθεί, να διαλυθεί ή και να<br />

καταποθεί από τον ασθενή).<br />

Οξύ στεφανιαίο σύνδρομο χωρίς ανύψωση<br />

του ST<br />

Συστήνεται άμεσα ασπιρίνη (162 ως 325 mg από<br />

του στόματος) και ακολούθως καθημερινά 75 ως 100<br />

mg (σύσταση 1Α). 3<br />

Οξύ στεφανιαίο σύνδρομο με ανύψωση<br />

του ST<br />

Συστήνεται άμεση έναρξη ασπιρίνης (160 ως 325 mg<br />

από του στόματος) ανεξάρτητα αν θα υποβληθούν σε<br />

θρομβόλυση ή όχι. (σύσταση 1Α). Στη συνέχεια θα λάβουν<br />

εφ’όρου ζωής θεραπεία με ασπιρίνη καθημερινά<br />

σε δόση 75-162 mg από του στόματος σε συνδυασμό<br />

με κλοπιδογρέλη (σύσταση 1Α).<br />

Αν υποβληθούν σε άμεση διαδερμική αγγειοπλαστική<br />

με τοποθέτηση stent συστήνεται συνδυασμός<br />

κλοπιδογρέλης και ασπιρίνης, τουλάχιστον 300 mg,<br />

(σύσταση 1B). 7, 8<br />

Συμπτωματική στεφανιαία νόσος<br />

Συστήνεται ασπιρίνη 75-100 mg ημερησίως σε συνδυασμό<br />

με κλοπιδογρέλη 75 mg ημερησίως (σύσταση 1Α)<br />

Bypass στεφανιαiων<br />

Με φλεβικό μόσχευμα<br />

Ασπιρίνη πρέπει να δίνεται σε όλους τους αρρώστους<br />

χωρίς αντενδείξεις μετεγχειρητικά, προκειμένου<br />

να επιτευχθεί μακρόχρονη βατότητα του φλεβικού μοσχεύματος.<br />

Η δόση πρέπει να είναι 150-325 mg. Μελέτες<br />

δείχνουν μία τάση για αύξηση της δόσης σε 325 mg<br />

ημερησίως τον πρώτο χρόνο για μεγιστοποίηση του<br />

αποτελέσματος. (σύσταση 1Α).<br />

Με αρτηριακό μόσχευμα<br />

Η χορήγηση ασπιρίνης πρέπει να αρχίζει εντός 24<br />

ωρών από την επέμβαση (σύσταση 1Α). Υπάρχει μία


208<br />

Θέση υπέρ της χρήσεως ασπιρίνης στην πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων<br />

τάση να δίνεται η ασπιρίνη το συντομότερο δυνατό<br />

μετά την επέμβαση, προκειμένου να μεγιστοποιηθεί το<br />

όφελος. Η χορήγηση ασπιρίνης 6 ώρες μετά το χειρουργείο,<br />

όταν η αιμορραγία έχει σταματήσει, μπορεί<br />

να αποδειχθεί άριστη στρατηγική. (σύσταση 1Β).<br />

Η υπεροχή της κλοπιδογρέλης έναντι της ασπιρίνης<br />

για τη βελτίωση της επάρκειας του μοσχεύματος<br />

δεν έχει αποδειχθεί και έτσι η ασπιρίνη αποτελεί φάρμακο<br />

πρώτης εκλογής (σύσταση 1Β). 9<br />

Πρωτογενhς πρoληψη ισχαιμικΩν εγκεφαλικΩν<br />

επεισοδiων<br />

Κολπική μαρμαρυγή<br />

Η κολπική μαρμαρυγή είναι η πιο συχνή διαταραχή<br />

καρδιακού ρυθμού και αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα<br />

κινδύνου για ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο. Σε<br />

κλινικές μελέτες πρωτοβάθμιας περίθαλψης οι ασθενείς<br />

με κολπική μαρμαρυγή χωρίς θεραπεία προφύλαξης<br />

εμφάνισαν ισχαιμικό επισόδιο σε ποσοστό 4.5%<br />

κατ’ έτος. Η κολπική μαρμαρυγή αυξάνει τον κίνδυνο<br />

του ισχαιμικού επισοδίου 4-5 φορές σε όλες τις ηλικιακές<br />

ομάδες. Η συχνότητα της κολπικής μαρμαρυγής<br />

αυξάνει με την ηλικία και φθάνει στο 10% περίπου<br />

στην ηλικία των 80 ετών. Κατά συνέπεια, τα προκαλούμενα<br />

εξ αυτής ισχαιμικά επεισόδια αυξάνουν προϊούσης<br />

της ηλικίας. Η κολπική μαρμαρυγή θεωρείται<br />

υπεύθυνη για το 15% όλων των ισχαιμικών επισοδίων<br />

στις ΗΠΑ. Το εγκεφαλικό επεισόδιο στην κολπική μαρμαρυγή<br />

φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα καρδιογενών<br />

εμβόλων. Στόχος τόσο των κουμαρινικών αντιπηκτικών<br />

όσο και των αντιαιμοπεταλιακών που χρησιμοποιούνται<br />

ως φάρμακα προφύλαξης είναι η διακοπή<br />

του καρδιοεμβολογόνου μηχανισμού των αγγειακών<br />

εγκεφαλικών επεισοδίων.<br />

Το όφελος ωστόσο της πρόληψης του ισχαιμικού<br />

εγκεφαλικού επισκιάζεται από τον κίνδυνο των αιμορραγικών<br />

επιπλοκών, που οφείλονται κυρίως στην<br />

αντιπηκτική αγωγή. Οι αιμορραγικές επιπλοκές διακρίνονται<br />

στις ελάσσονες (του γαστρεντερικού, του ουροποιογεννητικού<br />

συστήματος, του δέρματος) και στις<br />

μείζονες που περιλαμβάνουν τις ενδοπαρεγχυματικές<br />

εγκεφαλικές αιμορραγίες και τις εξωπαρεγχυματικές,<br />

με κύριο εκπρόσωπο τα υποσκληρίδια αιματώματα.<br />

Πολλές μελέτες ανέδειξαν τον υπαρκτό αυτό κίνδυνο<br />

με κύριους εκπροσώπους τις SPAF II και SPIRIT. Συγκεκριμένα,<br />

στη μελέτη SPAF II παρατηρήθηκαν επτά<br />

ενδοκρανιακές αιμορραγίες σε 385 ασθενείς άνω των<br />

75 ετών και το ετήσιο ποσοστό των ενδοκρανιακών<br />

αιμορραγιών σε αυτούς που έπαιρναν κουμαρινικά<br />

ήταν 1.8%, ενώ σε αυτούς που έπαιρναν ασπιρίνη 0.8%.<br />

Στη μελέτη SPIRIT το ετήσιο ποσοστό των ενδοκρανιακών<br />

αιμορραγιών ανέρχεται στο 3% στους ασθενείς<br />

που λαμβάνουν κουμαρινικά και παρουσιάζει ισχυρή<br />

συσχέτιση με τις τιμές του INR, ιδιαίτερα όταν ξεπερνούν<br />

το 4. Σε πολλές άλλες μελέτες επιβεβαιώνεται<br />

ότι τιμές του INR μεγαλύτερες του 4 αυξάνουν τον κίνδυνο<br />

ενδοκρανιακών αιμορραγιών, ενώ επιβαρυντικοί<br />

παράγοντες αποδεικνύονται επίσης η μεγάλη ηλικία<br />

του ασθενούς και το ιστορικό προηγηθέντος ισχαιμικού<br />

εγκεφαλικού επεισοδίου.<br />

Είναι γενικά παραδεκτό ότι τα από του στόματος<br />

κουμαρινικά έχουν σαφώς μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα<br />

από την ασπιρίνη στην πρόληψη των ισχαιμικών<br />

εγκεφαλικών επεισοδίων και ιδιαίτερα των σοβαρών<br />

σε αρρώστους με κολπική μαρμαρυγή. Έτσι, η<br />

χρήση της ασπιρίνης είναι περιορισμένη σύμφωνα με<br />

τις κατευθυντήριες οδηγίες:<br />

“Σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή -συμπεριλαμβανομένων<br />

και αυτών με παροξυσμική κολπική μαρμαρυγή-<br />

η χρήση της ασπιρίνης εξαρτάται από την<br />

παρουσία ή όχι καθώς και τον αριθμό των ακόλουθων<br />

παραγόντων κινδύνου:<br />

1. ηλικία > 75 ετών<br />

2. υπέρταση<br />

3. σακχαρώδης διαβήτης<br />

4. μέτρια ή σοβαρά επηρεασμένη συστολική λειτουργία<br />

της αριστεράς κοιλίας και/ή καρδιακή<br />

ανεπάρκεια.<br />

Στους ασθενείς με ένα μόνο παράγοντα κινδύνου<br />

από τους παραπάνω συστήνεται είτε από του στόματος<br />

αντιπηκτική αγωγή με κουμαρινικά αντιπηκτικά<br />

είτε ασπιρίνη σε δόση από 75 ως 325 mg/dl (σύσταση<br />

1Β). Ωστόσο, στους ασθενείς αυτούς φαίνεται να προτιμάται<br />

η χρήση των κουμαρινικών έναντι της ασπιρίνης,<br />

εφόσον δεν υπάρχουν αντενδείξεις (σύσταση 2Α).<br />

Αντίθετα, σε ασθενείς χωρίς κανένα παράγοντα<br />

κινδύνου μόνη επιλογή αποτελεί η ασπιρίνη σε δόση<br />

75-325 mg/dl (σύσταση 1Β), γιατί διατρέχουν μικρό<br />

κίνδυνο να υποστούν ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό<br />

επεισόδιο.”<br />

Στους ασθενείς με κολπικό πτερυγισμό η ασπιρίνη<br />

έχει τις ίδιες ενδείξεις (σύσταση 1C). 10<br />

Ωστόσο, στην καθημερινή ιατρική πρακτική η χρήση<br />

των κουμαρινικών αντιπηκτικών δε φαίνεται να<br />

ενθουσιάζει ούτε τον ασθενή ούτε το γιατρό. Στην<br />

Αγγλία επιδημιολογικά δεδομένα δείχνουν ότι μόνο<br />

25% των υποψηφίων για από του στόματος κουμα-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 209<br />

ρινικά αντιπηκτικά συγκατατίθενται, ιδιαίτερα όταν<br />

πρόκειται για ηλικιωμένους. Οι λόγοι είναι πολλοί:<br />

μεγαλύτερος κίνδυνος αιμορραγίας με τα κουμαρινικά,<br />

ανάγκη τακτικής παρακολούθησης των επιπέδων<br />

του INR, αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα, αλλαγές<br />

στον τρόπο ζωής που προκαλούνται από τους διαιτητικούς<br />

περιορισμούς και την αποφυγή του αλκοόλ,<br />

αυξημένη πιθανότητα πτώσεων και κακώσεων λόγω<br />

κινητικών και άλλων προβλημάτων υγείας, αυξημένη<br />

συχνότητα κακοηθειών με επακόλουθες σοβαρές αιμορραγίες,<br />

απουσία προσώπων που θα εγγυώνται τη<br />

συμμόρφωση στην αγωγή. Οι κατευθυντήριες οδηγίες<br />

έχουν ως απόλυτο σκοπό τη μείωση της επίπτωσης<br />

των ισχαιμικών εγκεφαλικών επεισοδίων σε ασθενείς<br />

με κολπική μαρμαρυγή. Από την άλλη πλευρά, τόσο<br />

ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά όσο και ο γιατρός του<br />

ενδιαφέρονται κυρίως για την επιβίωση και την ποιότητα<br />

ζωής συνολικά, με αποτέλεσμα να μην επιθυμούν<br />

να εφαρμόσουν την αντιπηκτική αγωγή με κουμαρινικά,<br />

παρά τα ενθαρρυντικά αποτελέσματα των<br />

μελετών.<br />

Επιπλέον, εγείρονται δικαίως υποψίες, πως τα<br />

αποτελέσματα των μελετών που διεξάγονται σχετικά<br />

με την αποτελεσματικότητα των κουμαρινικών στους<br />

αρρώστους με κολπική μαρμαρυγή επηρεάζονται από<br />

το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες στις κλινικές μελέτες<br />

είναι άτομα που βρίσκονται σε στενή παρακολούθηση,<br />

προκειμένου να πληρούν τους όρους του πρωτοκόλλου<br />

και δεν αντιπροσωπεύουν τους ασθενείς της καθημερινής<br />

κλινικής πράξης.<br />

Στην προσπάθεια ενίσχυσης της δράσης της ασπιρίνης<br />

στην πρόληψη των ισχαιμικών επεισοδίων και<br />

στην αποφυγή χρήσης της αντιπηκτικής αγωγής με<br />

κουμαρινικά δοκιμάστηκε η χρήση διπλής αντιαιμοπεταλιακής<br />

αγωγής με ασπιρίνη και κλοπιδογρέλη. Η<br />

μελέτη ACTIVE A έδειξε ότι σε αυστηρά επιλεγμένους<br />

ασθενείς υψηλού κινδύνου για αγγειακά επεισόδια ο<br />

συνδυασμός αντιαιμοπεταλιακής αγωγής (ασπιρίνης<br />

και κλοπιδογρέλης) μπορεί να αποβεί αποτελεσματικός<br />

στη δευτερογενή πρόληψη των εγκεφαλικών<br />

επεισοδίων. Η αποτελεσματικότητα του συνδυασμού<br />

εξηγείται με βάση το μηχανισμό δράσης καθενός από<br />

τα φάρμακα που τον απαρτίζουν: Η κλπιδογρέλη<br />

εμποδίζει την ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων μέσω<br />

του ADP εμποδίζοντας επιλεκτικά και αμετάκλητα τη<br />

σύνδεση αυτού του αγωνιστή στον υποδοχέα του στα<br />

αιμοπετάλια και έτσι επηρεάζει την ενεργοποίηση του<br />

GPIIb-IIIa συμπλέγματος που εξαρτάται από το ADP<br />

και αποτελεί τον κύριο υποδοχέα του ινωδογόνου<br />

στην επιφάνεια των αιμοπεταλίων. Η ασπιρίνη, από<br />

την άλλη πλευρά, μεταβάλλει τη λειτουργικότητα των<br />

αιμοπεταλίων εμποδίζοντας την ενζυμική δράση της<br />

κυκλοξυγενάσης-1. 10<br />

Αθηρωμaτωση καρωτiδων<br />

Η αθηρωμάτωση των καρωτίδων ευθύνεται για το<br />

20% όλων των εγκεφαλικών επεισοδίων, ενώ σχεδόν<br />

το 80% από αυτά συμβαίνουν απροειδοποίητα, γεγονός<br />

που υπογραμμίζει την ανάγκη για προσεκτική και<br />

στενή παρακολούθηση των αρρώστων. Η πρόοδος της<br />

στένωσης των καρωτίδων είναι απρόβλεπτη: μπορεί<br />

να προχωρήσει γρήγορα ή αργά ή να παραμείνει σταθερή<br />

για πολλά χρόνια. Η σύγχρονη θεραπευτική προσέγγιση<br />

στοχεύει στην καθυστέρηση της προόδου της<br />

νόσου και στην προφύλαξη από ισχαιμικό εγκεφαλικό<br />

επεισόδιο.<br />

Σε μη χειρουργήσιμους ασθενείς με ασυμπωματική<br />

στένωση καρωτίδων συνιστάται δια βίου ασπιρίνη<br />

75-100 mg ημερησίως. (σύσταση 1C) Σε αυτή την ομάδα<br />

ασθενών η διπλή αντιαιμοπεταλιακή αγωγή (ασπιρίνη<br />

και κλοπιδογρέλη) αντενδείκνυται. (σύσταση 1Β) 11<br />

Όσον αφορά τη χειρουργική αντιμετώπιση της<br />

αθηρωμάτωσης των καρωτίδων επέμβαση εκλογής<br />

θεωρείται η καρωτιδική ενδαρτηρεκτομή. Όπως<br />

υποδεικνύεται από την τελευταία Cochrane review, η<br />

αντιαιμοπεταλιακή θεραπεία με ασπιρίνη μειώνει τη<br />

σχετική πιθανότητα ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου<br />

σε αρρώστους που υποβάλλονται σε καρωτιδική<br />

ενδαρτηρεκτομή. Θεωρείται πιθανό ότι τα αντιαιμοπεταλιακά<br />

αυξάνουν τη σχετική πιθανότητα αιμορραγίας,<br />

αλλά μέχρι σήμερα υπάρχουν πολύ λίγα δεδομένα<br />

που να μπορούν να ποσοτικοποιήσουν αυτό<br />

το φαινόμενο. Άρα, δεν υπάρχει λόγος μη χορήγησης<br />

αντιαιμοπεταλιακών στους ασθενείς αυτούς. Σε μια<br />

άλλη διπλή τυφλή μελέτη κατεδείχθη ότι μικρή δόση<br />

ασπιρίνης (75 mg ημερησίως) ελάττωσε τον αριθμό<br />

των μετεγχειρητικών εγκεφαλικών, χωρίς να αυξήσει<br />

τιν αριθμό των αιμορραγικών επιπλοκών. Η μελέτη<br />

TRIAL σύγκρινε τις διάφορες δόσεις ασπιρίνης (81, 325,<br />

650 και 1300 mg) που χορηγήθηκαν πριν την ενδαρτηρεκτομή<br />

και συνεχίστηκαν 3 μήνες μετά. Το συνολικό<br />

ποσσοστό εγκεφαλικών, εμφραγμάτων και θανάτου<br />

ήταν χαμηλότερο στους αρρώστους που έλαβαν μικρότερη<br />

δόση ασπιρίνης (81 και 325 mg) στις 30 εμέρες<br />

και στους 3 μήνες.<br />

Δεν υπάρχουν σαφείς οδηγίες για τη χρήση της<br />

κλοπιδογρέλης ή άλλων αντιαιμοπεταλιακών περιεγχειρητικά.<br />

Σε μια μελέτη των Payne και συνεργατών


210<br />

Θέση υπέρ της χρήσεως ασπιρίνης στην πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων<br />

χορηγήθηκε διπλή αντιαιμοπεταλιακή αγωγή και αποδείχθηκε<br />

10πλάσια μείωση του σχετικού κινδύνου των<br />

εμβολικών επεισοδίων σε σχέση με την ομάδα που<br />

έλαβε μόνο ασπιρίνη, χωρίς αύξηση των αιμορραγικών<br />

επιπλοκών και των μεταγγίσεων. Μέχρι σήμερα<br />

καλύτερα τεκμηριωμένη βάσει των μελετών θεωρείται<br />

η χορήγηση ασπιρίνης μόνο (75-325 mg ημερησίως)<br />

πριν, κατά και μετά την καρωτιδική ενδαρτηρεκτομή.<br />

(σύσταση Α). Η διπλή αντιαιμοπεταλιακή θεραπεία<br />

με προσθήκη 75 mg κλοπιδογρέλης δε διαθέτει ακόμη<br />

επαρκή στήριξη από μελέτες (σύσταση C) 12<br />

Αντικατaσταση καρδιακΩν βαλβiδων<br />

Βιοπροσθετική αορτής<br />

Σύμφωνα με μελέτη του 2005 μόνο το 16% των χειρουργών<br />

στην Αγγλία έδιναν κουμαρινικά αντιπηκτικά<br />

στους ασθενείς αυτούς. 9 Δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία<br />

υπέρ ή κατά της χορήγησης βαρφαρίνης. Σύμφωνα με<br />

τις οδηγίες της ACCP ασθενείς που έχουν ένδειξη να<br />

λάβουν αντιπηκτική αγωγή, όπως αυτοί που έχουν<br />

κολπική μαρμαρυγή, πρέπει να τεθούν σε βαρφαρίνη<br />

μετά την επέμβαση. 4 Στους υπόλοιπους ασθενείς που<br />

είναι σε φλεβοκομβικό ρυθμό και δεν έχουν ένδειξη<br />

αντιπηκτικής αγωγής συστήνεται ασπιρίνη (50-100 mg<br />

ημερησίως) (σύσταση 1Β).<br />

Βιοπροσθετική μιτροειδούς<br />

Παρά το γεγονός ότι η επέμβαση αυτή καθεαυτή<br />

είναι θεωρητικά η λιγότερο θρομβογόνος διαδικασία<br />

μεταξύ των επεμβάσεων καρδιακών βαλβίδων έχει<br />

ως επιπλοκή την κολπική μαρμαρυγή συχνότερα από<br />

άλλες επεμβάσεις βαλβίδων ή καρδιοχειρουργικές γενικότερα.<br />

Η αυξημένη επίπτωση της κολπικής μαρμαρυγής<br />

σε αυτή την ομάδα ασθενών αποτελεί ένδειξη<br />

χορήγησης αντιπηκτικής αγωγής. Το ποσοστό των<br />

θρομβοεμβολικών επεισοδίων είναι υψηλότερο τους<br />

πρώτους 3 μήνες μετά το χειρουργείο. Περίπου 20%<br />

όλων των θρομβοεμβολικών επιπλοκών συμβαίνουν<br />

κατά τη διάρκεια του 1ου μετεγχειρητικού μήνα. 9<br />

Για τους λόγους αυτούς οι ασθενείς πρέπει να<br />

λαμβάνουν αντιπηκτική αγωγή (INR στόχος 2.5, όρια<br />

2-3) για τους πρώτους 3 μήνες μετά την επέμβαση.<br />

(σύσταση 1Β) Μετά από το διάστημα αυτό όσοι είναι<br />

σε φλεβοκομβικό ρυθμό και δεν έχουν άλλες ενδείξεις<br />

αντιπηκτικής θεραπείας πρέπει να λαμβάνουν ασπιρίνη<br />

(50-100 mg ημερησίως) (σύσταση 1Β).<br />

Οι ασθενείς με βιοπροσθετικές βαλβίδες και<br />

πρόσθετους παράγοντες κινδύνου για θρομβοεμβολική<br />

νόσο, όπως κολπική μαρμαρυγή, σύνδρομο<br />

υπερπηκτικότητας ή χαμηλό κλάσμα εξώθησης πρέπει<br />

να λαμβάνουν αντιπηκτική θεραπεία (INR στόχος 2.5,<br />

όρια 2-3) (σύσταση 1C). Συστήνεται επίσης η προσθήκη<br />

ασπιρίνης σε χαμηλή δόση (50-100 mg ημερησίως) ειδικά<br />

στους ασθενείς με ιστορικό απθηροσκληρωτικής<br />

αγγειακής νόσου (σύσταση 2C). Η προσθήκη ασπιρίνης<br />

δε συστήνεται όταν υπάρχει αυξημένος κίνδυνος αιμορραγίας,<br />

όπως σε ιστορικό αιμορραγίας πεπυικού ή<br />

σε ηλικιωμένους άνω των 80 ετών (σύσταση 2C).<br />

Μηχανικες βαλβιδες<br />

Σε ασθενείς με μηχανικές καρδιακές βαλβίδες που<br />

έχουν πρόσθετους παράγοντες κινδύνου για θρομβοεμβολικό<br />

επεισόδιο, όπως κολπική μαρμαρυγή,<br />

υπερπηκτικό σύνδρομο, χαμηλό κλάσμα εξώθησης ή<br />

ιστορικό αθηροσκληρωτικής αγγειακής νόσου συστήνεται<br />

προσθήκη χαμηλής δόσης ασπιρίνης (50-100 mg<br />

ημερησίως) στη μακροχρόνια θεραπεία με κουμαρινικά<br />

αντιπηκτικά (σύσταση 1Β). Η ασπιρίνη δεν πρέπει<br />

να προστίθεται στους ασθενείς αυτούς όταν υπάρχει<br />

ιδιαίτερα υψηλός κίνδυνος αιμορραγίας, όπως σε<br />

ιστορικό αιμορραγίας πεπτικού ή σε ηλικία πάνω από<br />

80 ετών (σύσταση 2C).<br />

Σε ασθενείς με μηχανικές προσθετικές βαλβίδες και<br />

επεισόδιο εμβολής στη συστηματική κυκλοφορία παρά<br />

το θεραπευτικό INR συστήνεται η προσθήκη ασπιρίνης<br />

(50-100 mg ημερησίως) εφόσον δε χορηγούνταν<br />

προηγουμένως και/ή προς τα πάνω τιτλοποίηση της<br />

αντιπηκτικής θεραπείας, προκειμένου να επιτευχθεί<br />

ψηλότερο INR.<br />

Σε ασθενείς με θρόμβωση στην προσθετική βαλβίδα<br />

και επακόλουθη λύση του θρόμβου συστήνεται<br />

αντιπηκτική αγωγή (INR στόχος 3.5, όρια 3-4) και ασπιρίνη<br />

(50-100 mg ημερησίως) (σύσταση 2C). 13<br />

Παρά τον υψηλό κίνδυνο αιμορραγίας που αντιμετωπίζουν<br />

οι ασθενείς με μηχανική βαλβίδα που<br />

λαμβάνουν συνδυασμό κουμαρινικών και ασπιρίνης η<br />

μείωση των θρομβοεμβολικών επεισοδίων και, κατά<br />

συνέπεια, η ελάττωση της θνητότητας που συνεπάγεται<br />

η θεραπεία αυτή την καθιστά αδιαμφισβήτητη<br />

θεραπευτική πρακτική. 14<br />

Δευτερογενης προληψη ισχαιμικων εγκεφαλικων<br />

επεισοδιων<br />

Μια μελέτη των Antithrombotic Trialists περιέλαβε<br />

144.051 ασθενείς με ιστορικό εμφράγματος του μυοκαρδίου,<br />

οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, ιστορικό παρο-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 211<br />

δικού ή ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου,<br />

οξύ ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο καθώς και άλλους<br />

ασθενείς σε αυξημένο κίνδυνο για αθηροθρομβωτικά<br />

συμβάματα. Διαπιστώθηκε ότι σε όλους τους ασθενείς<br />

υψηλού κινδύνου για αγγειακά επεισόδια υπό<br />

αντιαιμοπεταλιακή αγωγή μειώθηκε η συνολική σχετική<br />

πιθανότητα (odds) αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου,<br />

εμφράγματος του μυοκαρδίου ή αγγειακού θανάτου<br />

περίπου 25%. Η μείωση της σχετικής πιθανότητας<br />

που αποδίδεται αποκλειστικά στην ασπιρίνη ήταν<br />

23%. Σύμφωνα με τη μελέτη, τα αντιαιμοπεταλιακά<br />

φάρμακα μειώνουν τη σχετική πιθανότητα μη θανατηφόρου<br />

ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου κατά 25%,<br />

μη θανατηφόρου εμφράγματος του μυοκαρδίου κατά<br />

34% και την αγγειακή θνητότητα κατά 15%. Και τα δύο<br />

φύλα καθώς και όλες οι ηλικιακές ομάδες φαίνεται<br />

να ωφελούνται από την αντιαιμοπεταλιακή θεραπεία<br />

σε παρόμοιο βαθμό. Το ίδιο ισχύει για την ομάδα των<br />

υπερτασικών έναντι εκείνης των μη υπερτασικών καθώς<br />

και για την ομάδα των διαβητικών έναντι εκείνης<br />

των μη διαβητικών. Σημαντική παρατήρηση της μελέτης<br />

αυτής ήταν η εξής: εώ η αντιαιμοπεταλιακή αγωγή<br />

μείωνε τη σχετική πιθανότητα ισχαιμικού εγκεφαλικού<br />

επεισοδίου, εμφράγματος του μυοκαρδίου ή αγγειακού<br />

θανάτου κατά 25% σε όλους τους υψηλού κινδύνου<br />

ασθενείς, η αντίστιχη μείωση στους ασθενείς με ιστορικό<br />

ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου ή παροδικού<br />

έπεφτε στο 22%. Επιπρόσθετα, μια μεταανάλυση των<br />

Algra και Van Gijn που στηρίχτηκε σε 10 μελέτες κατέληξε<br />

στο συμπέρασμα ότι η χορήγηση ασπιρίνης σε<br />

ασθενείς με ιστορικό ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου<br />

ή παροδικού μείωνε τη σχετική πιθανότητα για<br />

ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο, έμφραγμα του μυοκαρδίου<br />

ή αγγειακό θάνατο κατά 16% μόνο. 15<br />

Είναι προφανές ότι το ιστορικό παροδικού ή ισχαιμικού<br />

εγκεφαλικού επεισοδίου αποτελεί πολύ ισχυρό<br />

παράγοντα κινδύνου για όλα τα καρδιαγγειακά συμβάματα<br />

(όχι μόνο για νέο ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο),<br />

ισχυρότερο από το ιστορικό εμφράγματος του<br />

μυοκαρδίου ή άλλων αγγειακών διαταραχών. Ο ρόλος,<br />

λοιπόν της ασπιρίνης, που βρίσκεται στην πρώτη<br />

γραμμή της πρόληψης αποδεικνύεται ιδιαίτερα σημαντικός<br />

και σωτήριος.<br />

Σε ασθενείς που έχουν υποστεί ισχαιμικό εγκεφαλικό<br />

επισόδιο μη καρδιοεμβολικό ή παροδικό<br />

αγγειακό εγκεφαλικό επeισόδιο (αθηροθρομβωτικό,<br />

κενοτοπιώδες ή κρυπτογενές) συστήνεται θεραπεία<br />

με αντιαιμοπεταλιακό φάρμακο.(σύσταση 1Α) Η ασπιρίνη,<br />

ο συνδυασμός ασπιρίνης 25 mg και παρατεταμένης<br />

αποδέσμευσης διπυριδαμόλης 200 mg 2 φορές<br />

ημερησίως και τέλος η κλοπιδογρέλη 75 mg αποτελούν<br />

αποδεκτές εναλλακτικές λύσεις για θεραπεία έναρξης.<br />

Η προτιμώμενη δόση ασπιρίνης είναι 50-100 mg. (σύσταση<br />

1Β). Ο συνδυασμός ασπιρίνης - διπυριδαμόλης<br />

θεωρείται προτιμώμενος έναντι της ασπιρίνης (σύσταση<br />

1Α) και η κλοπιδογρέλη φαίνεται επικρατέστερη<br />

της ασπιρίνης. (σύσταση 2Β) Ωστόσο, πέρα από τις<br />

κατευθυντήριες οδηγίες σημαντικό ρόλο στην επιλογή<br />

της αγωγής φαίνεται να παίζουν και άλλοι παράγοντες<br />

όπως το κόστος, η ανοχή της θεραπείας από<br />

τον ασθενή, η διαθεσιμότητα, η ευκολία χρήσης των<br />

φαρμάκων, οι αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα, ο<br />

απόλυτος κίνδυνος της αγωγής. 16<br />

Στην ομάδα αυτή των ασθενών προτιμάται η αντιαιμοπεταλιακή<br />

αγωγή ένατι της αγωγής με κουμαρινικά<br />

αντιπηκτικά. (σύσταση 1Α)<br />

Στους περισσότερους ασθενείς καλό είναι να<br />

αποφεύγεται η μακροχρόνια χρήση του συνδυασμού<br />

ασπιρίνης και κλοπιδογρέλης. (σύσταση 1Β) Μόνο σε<br />

όσους έχουν ιστορικό πρόσφατου εμφράγματος του<br />

μυοκαρδίου, άλλου οξέος στεφανιαίου επεισοδίου ή<br />

πρόσφατης τοποθέτησης stent στα στεφανιαία συστήνεται<br />

ασπιρίνη (75-100 mg) και κλοπιδογρέλη. (σύσταση<br />

1Α)<br />

Σε ασθενείς που έχουν υποστεί ισχαιμικό εγκεφαλικό<br />

επεισόδιο καρδιοεμβολικό ή παροδικό αγγειακό<br />

εγκεφαλικό επεισόδιο και έχουν αντένδειξη<br />

να λάβουν αντιπηκτική αγωγή συστήνεται ασπιρίνη<br />

σε δόση 75-325 mg ημερησίως. (σύσταση 1Β)<br />

Σε ασθενείς με ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο ή<br />

παροδικό και βαλβιδοπάθεια συστήνονται τα ακόλουθα:<br />

Bαλβιδοπαθεια μιτροειδους<br />

Εάν οι ασθενείς με ρευματική βαλβιδοπάθεια<br />

μιτροειδούς παρουσιάσουν κολπική μαρμαρυγή και<br />

εμβολή στη συστηματική κυκλοφορία ή έχουν θρόμβο<br />

στον αριστερό κόλπο ενώ λαμβάνουν αντιπηκτική<br />

αγωγή με INR σε θεραπευτικά επίπεδα, προτείνεται η<br />

προσθήκη χαμηλής δόσης ασπιρίνης (50-100 mg ημερησίως),<br />

αφού συναξιολογηθεί ο επιπλέον κίνδυνος<br />

αιμορραγίας (σύσταση 2C).<br />

Σε ασθενείς με πρόπτωση μιτροειδούς που έχουν<br />

τεκμηριωμένα αλλά ανεξήγητα υποστεί παροδικό ισχαιμικό<br />

επεισόδιο (TIA) ή ισχαιμικό επεισόδιο συστήνεται<br />

ασπιρίνη σε δόση 50-100 mg ημερησίως (σύσταση 1Β).<br />

Σε ασθενείς με ασβέστωση μιτροειδικού δακτυλίου<br />

που έχει επιπλακεί από εμβολή στη συστηματική


212<br />

Θέση υπέρ της χρήσεως ασπιρίνης στην πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων<br />

κυκλοφορία, ισχαιμικό επεισόδιο ή παροδικό ισχαιμικό<br />

επεισόδιο και οι οποίοι δεν έχουν κολπική μαρμαρυγή<br />

συστήνεται ασπιρίνη σε δόση 50-100 mg ημερησίως<br />

(σύσταση 1Β).<br />

Αν υπάρχουν υποτροπιάζοντα επεισόδια παρά<br />

τη θεραπεία με ασπιρίνη, προτείνεται να αξιολογηθεί<br />

η έναρξη αντιπηκτικής αγωγής με κουμαρινικά. (INR<br />

στόχος 2.5, όρια 2-3). (σύσταση 2C). Οι ασθενείς με<br />

ασβέστωση μιτροειδικού δακτυλίου, με ένα και μοναδικό<br />

αποδεδειγμένα ασβεστωμένο έμβολο, δεν έχει<br />

αποδειχθεί αν θα ωφεληθούν από την αντιθρομβωτική<br />

θεραπεία.<br />

Βαλβιδοπαθεια αορτης<br />

Σε ασθενείς με μεμονωμένη ασβέστωση αορτικής<br />

βαλβίδας που έχουν υποστεί ισχαιμικό επεισόδιο ή<br />

παροδικό ισχαιμικό που δε μπορεί να αποδοθεί σε<br />

άλλη αιτία συστήνεται χαμηλή δόση ασπιρίνης (50-100<br />

mg ημερησίως). (σύσταση 2C).<br />

Σε ασθενείς με ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο<br />

σχετιζόμενο με αθηροσκληρωτικές βλάβες της αορτής<br />

προτιμάται η χορήγηση χαμηλής δόσης ασπιρίνης<br />

(50-100 mg ημερησίως) έναντι της μη χορήγησης αγωγής<br />

(σύσταση 1C).<br />

Οι ασθενείς με ισχαιμικό επεισόδιο, που οφείλεται<br />

σε κινητούς θρόμβους του αορτικού τόξου, πρέπει<br />

να λαμβάνουν είτε κουμαρινικά αντιπηκτικά (INR στόχος<br />

2.5, όρια 2-3) είτε χαμηλή δόση ασπιρίνης (50-100<br />

mg ημερησίως). (σύσταση 2C).<br />

Οι ασθενείς με ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο και<br />

ανοιχτό ωοειδές τρήμα πρέπει να λαμβάνουν αντιαιμοπεταλιακή<br />

θεραπεία (σύσταση1Α), η οποία θεωρείται<br />

προτιμότερη έναντι της θεραπείας με αντιπηκτικά<br />

(σύσταση 2Α). 13<br />

Ο ρολος της ασπιρινης στα οξεα ισχαιμικα<br />

εγκεφαλικα επεισοδια που δεν θα υποβληθουν<br />

σε θρομβολυση<br />

Μία μεταανάλυση 41.399 ατόμων που συμπεριλήφθηκαν<br />

σε 9 μελέτες ανέδειξε την αποτελεσματικότητα<br />

των αντιαιμοπεταλιακών φαρμάκων και συγκεκριμένα<br />

της ασπιρίνης. Θάνατοι και αναπηρίες σε διάστημα<br />

6 μηνών ήταν σημαντικά λιγότερα σε αυτούς που<br />

έλαβαν θεραπεία με ασπιρίνη. Για κάθε 1000 ασθενείς<br />

με οξύ ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο που έλαβαν<br />

ασπιρίνη παρατηρήθηκε πλήρης αποκατάσταση εντός<br />

εξαμήνου σε 10 από αυτούς, υπήρξαν 7 λιγότερες πρώιμες<br />

υποτροπές του ισχαιμικού επεισοδίου και 1 λιγότερη<br />

πνευμονική εμβολή, ενώ το κόστος ήταν 2 περισσότερες<br />

ενδοεγκεφαλικές αιμορραγίες. Αυτά τα μικρά,<br />

αλλά σημαντικά οφέλη σε συνδυασμό με το χαμηλό<br />

κόστος της ασπιρίνης αντιπροσωπεύουν σημαντικά<br />

μέτρα δημόσιας υγείας για τη βελτίωση της έκβασης<br />

των οξέων ισχαιμικών εγκεφαλικών επεισοδίων παρά<br />

τη μικρή αύξηση του κινδύνου αιμορραγίας.<br />

Η ασπιρίνη είναι το μόνο αντιαιμοπεταλιακό που<br />

έχει μελετηθεί για τη θεραπεία οξέος ισχαιμικού εγκεφαλικού<br />

επεισοδίου.<br />

Για ασθενείς λοιπόν με οξύ ισχαιμικό εγκεφαλικό<br />

επεισόδιο που δεν θα λάβουν θρομβόλυση συστήνεται<br />

πρώιμα θεραπεία με ασπιρίνη, στην αρχική δόση<br />

των 150-325 mg. (σύσταση 1Α). Η ασπιρίνη πρέπει να<br />

δοθεί εντός 48 ωρών από την έναρξη του εγκεφαλικού<br />

επεισοδίου και μπορεί να χορηγηθεί με ασφάλεια με<br />

χαμηλές δόσεις υποδόριας ηπαρίνης για προφύλαξη<br />

από θρομβοεμβολική νόσο. Η ασπιρίνη αντενδείκνυται<br />

σε όσους έχουν αλλεργία στο φάρμακο και σε αυτούς<br />

που έχουν ενεργό αιμορραγία πεπτικού. Μετά την αρχική<br />

δόση εφόδου συνιστάται ελάττωση της δόσης σε<br />

50-100 mg ημερησίως, με στόχο τη μείωση των αιμορραγικών<br />

επιπλοκών. 15<br />

Καρδιαγγειακη νοσος και διαβητης<br />

Μία προθρομβωτική κατάσταση, όπως το μεταβολικό<br />

σύνδρομο και ο διαβήτης, αναγνωρίζεται ως<br />

σημαντικός παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακή<br />

νόσο. Οι ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο εμφανίζουν<br />

αύξηση των παραγόντων πήξεως καθώς και<br />

των αντιινωδογονολυτικών. Αυτοί οι παράγοντες<br />

μπορεί να ελαττωθούν με την απώλεια βάρους. Επιπλέον,<br />

η θεραπεία με ασπιρίνη μπορεί να ελαττώσει<br />

την πιθανότητα καρδιαγγειακής θρόμβωσης (θρόμβωση<br />

στεφανιαίων και θρομβωτικό αγγειακό εγκεφαλικό<br />

επεισόδιο). Κατά συνέπεια, συστήνεται η θεραπεία της<br />

προθρομβωτικής κατάστασης, προκειμένου να μειωθεί<br />

ο κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου. Ασπιρίνη πρέπει να<br />

χορηγείται όταν ο δεκαετής κίνδυνος για στεφανιαία<br />

νόσο είναι μεγαλύτερος του 10%. (AHA) 16<br />

Ωστόσο, σύμφωνα με τις νεότερες κατευθυντήριες<br />

οδηγίες της USPSTF οι άνδρες 45-79 ετών και οι γυναίκες<br />

55-79 ετών πρέπει να λαμβάνουν ασπιρίνη, εφόσον<br />

το πιθανό όφελος ξεπερνά την πιθανή βλάβη. Αυτές<br />

οι κατευθυντήριες οδηγίες βασίζονται σε μετααναλύσεις<br />

που συμπεραίνουν ότι τα απόλυτα οφέλη της<br />

ασπιρίνης στην ελάττωση του κινδύνου του πρώτου<br />

εμφράγματος του μυοκαρδίου ξεπερνούν τους απόλυτους<br />

κινδύνους μείζονος εξωκρανιακής αιμορραγίας.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 213<br />

Η τελευταία έκδοση των αμερικάνικων κατευθυντηρίων<br />

οδηγιών (NCEP ATP III) ανέβασε το διαβήτη από<br />

μείζονα παράγοντα κινδύνου για στεφανιαία νόσο σε<br />

ισοδύναμο στεφανιαίας νόσου. Αυτό συνεπάγεται ότι<br />

οι διαβητικοί ασθενείς χωρίς ιστορικό καρδιαγγειακής<br />

νόσου πρέπει να θεραπεύονται τόσο επιθετικά όσο<br />

και οι ασθενείς που λαμβάνουν δευτερογενή πρόληψη.<br />

Η American Diabetes Association (ADA) συστήνει<br />

την ασπιρίνη ως δευτερογενή πρόληψη σε όλους τους<br />

διαβητικούς με ιστορικό στεφανιαίας νόσου και ως<br />

πρωτογενή πρόληψη σε όλους τους ασθενείς με διαβήτη<br />

και αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο (δεκαετής<br />

κίνδυμος στεφανιαίας νόσου πάνω από 10%), συμπεριλαμβάνοντας<br />

και τους ασθενείς άνω των 40 ετών<br />

που έχουν πρόσθετους παράγοντες κινδύνου. 18 Πρόσθετοι<br />

μείζονες παράγοντες κινδύνου θεωρούνται το<br />

κάπνισμα, η υπέρταση, η δυσλιπιδαιμία, το οικογενειακό<br />

ιστορικό πρώιμης εμφάνισης στεφανιαίας νόσου<br />

και η αλβουμινουρία.<br />

Ασπιρίνη δεν πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς με<br />

διαβήτη που διατρέχουν χαμηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο:<br />

άνδρες κάτω των 50 ετών και γυναίκες κάτω των<br />

60 χωρίς πρόσθετους μείζονες παράγοντες κινδύνου<br />

καρδιαγγειακής νόσου ή άτομα με δεκαετή καρδιαγγειακό<br />

κίνδυνο κάτω του 5%.<br />

Αμφιλεγόμενη παραμένει η χορήγηση απιρίνης σε<br />

διαβητικούς ασθενείς με ενδιάμεσο καρδιαγγειακό<br />

κίνδυνο (νεότεροι ασθενείς με ένα ή περισσότερους<br />

παράγοντες κινδύνου ή μεγαλύτεροι ασθενείς χωρίς<br />

παράγοντες κινδύνου ή ασθενείς με δεκαετή καρδιαγγειακό<br />

κίνδυνο μεταξύ 5 και 10%). Περαιτέρω μελέτες<br />

είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση αυτής της<br />

ομάδας διαβητικών.<br />

Προβληματισμός σχετικά με τη χορήγηση ασπιρίνης<br />

στους διαβητικούς προκύπτει και από το γεγονός ότι<br />

υπάρχουν και άλλες αποτελεσματικές τεχνικές για τη<br />

μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως οι στατίνες,<br />

ο έλεγχος της αρτηριακής πίεσης και η διακοπή<br />

του καπνίσματος. Αν οι τεχνικές αυτές υιοθετηθούν<br />

πριν την έναρξη της ασπιρίνης, τότε λίγοι ασθενείς<br />

με διαβήτη θα παραμείνουν σε τέτοιο κίνδυνο που να<br />

απαιτεί τη χρήση της ασπιρίνης, αν λάβει κανείς υπόψιν<br />

και τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειές της. Για<br />

παράδειγμα, ένας ασθενής με δεκαετή κίνδυνο στεφανιαίας<br />

νόσου 20% οφειλόμενο στην αυξημένη αρτηριακή<br />

πίεση και την υπερλιπιδαιμία θα ελαττώσει τον κίνδυνο<br />

από το 20% στο 13% παίρνοντας μια στατίνη και<br />

από το 13% στο 10% ελέγχοντας αποτελεσματικά την<br />

αρτηριακή πίεση, γεγονός που καθιστά την απόφαση<br />

για τη χορήγηση της ασπιρίνης πιο περίπλοκη. Αν και<br />

η ελάττωση του κινδύνου με αυτές τις συμπληρωματικές<br />

θεραπείες δεν συμβαίνει άμεσα, τα αναμενόμενα<br />

αποτελέσματά τους μπορούν να συνεκτιμηθούν στην<br />

αρχική διαδικασία για τη λήψη της απόφασης σχετικά<br />

με τη χορήγηση ή όχι της ασπιρίνης. 19<br />

Καρδιαγγειακη νοσος και περιφερικη αρτηριοπαθεια<br />

Σε ασθενείς με περιφερική αρτηριοπάθεια και κλινικά<br />

εμφανή στεφανιαία νόσο ή εγκεφαλική ισχαιμία<br />

συστήνεται δια βίου αντιαιμοπεταλιακή θεραπεία σε<br />

αντιδιαστολή με τη μη λήψη αντιαιμοπεταλιακής θεραπείας.<br />

(σύσταση 1Α)<br />

Σε ασθενείς με κλινικά εμφανή στεφανιαία νόσο ή<br />

εγκεφαλική ισχαιμία συστήνεται ασπιρίνη (75-100 mg<br />

ημερησίως) παρά κλοπιδογρέλη. (σύσταση 2Β)<br />

Σε ασθενείς με περιφερική αρτηριοπάθεια και διαλείπουσα<br />

χωλότητα δεν συνιστάται η χορήγηση αντιπηκτικών<br />

για πρόληψη της αγγειακής θνητότητας ή<br />

καρδιαγγειακών επεισοδίων. (σύσταση 1Α)<br />

Σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μηροβουβωνικό<br />

bypass με αυτόλογο φλεβικό μόσχευμα συνιστάται<br />

ασπιρίνη (75-100 mg), της οποίας η έναρξη γίνεται<br />

προεγχειρητικά (σύσταση 1Α) Δε συστήνεται η γενικευμένη<br />

χρήση των κουμαρινικών αντιπηκτικών στους<br />

ασθενείς αυτούς. (σύσταση 2Β) Μόνο όσοι διατρέχουν<br />

υψηλό κίνδυνο απόφραξης του φλεβικού μοσχεύματος<br />

και απώλειας του σκέλους λαμβάνουν ασπιρίνη<br />

και κουμαρινικά αντιπηκτικά. (σύσταση 2Β). Οι οδηγίες<br />

αυτές δίνουν σχετικά λίγη σημασία στη μικρή αύξηση<br />

της μακράς επιβίωσης του μοσχεύματος, που μπορεί<br />

να αποδειχθεί στατιστικά μη σημαντική, ενώ αντίθετα<br />

δίνουν μεγάλη προσοχή στην αποφυγή αιμορραγικών<br />

επιπλοκών.<br />

Σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μηροβουβωνικό<br />

bypass με προσθετικό υλικό μοσχεύματος συνιστάται<br />

ασπιρίνη (75-100 mg), της οποίας η έναρξη<br />

γίνεται προεγχειρητικά (σύσταση 1Α) . Η χρήση των<br />

κουμαρινικών αντιπηκτικών ως διαδικασία ρουτίνας<br />

δεν συνιστάται (σύσταση 2Α) για τους λόγους που<br />

αναφέρθηκαν και παραπάνω.<br />

Η ανάλυση “Antiplatelet Trialists” έδειξε ότι σε<br />

όλες τις περιπτώσεις περιφερικής αρτηριοπάθειας η<br />

ασπιρίνη σε δόση 80-325 mg ημερησίως ήταν τουλάχιστο<br />

εξίσου αποτελεσματική με οποιαδήποτε άλλη<br />

θεραπεία, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της<br />

ασπιρίνης σε μεγαλύτερες δόσεις, που μπορεί να συνεπάγονται<br />

αυξημένο κίνδυνο παρενεργειών, κυρίως


214<br />

Θέση υπέρ της χρήσεως ασπιρίνης στην πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων<br />

από το πεπτικό. Δεδομένα από μία τυχαιοποιημένη<br />

ελεγχόμενη μελέτη (RCT) υποδεικνύουν ότι η ασπιρίνη<br />

μόνη της ή και σε συνδυασμό με διπυριδαμόλη καθυστερεί<br />

την εξέλιξη της υπάρχουσας αποφρακτικής<br />

αρτηριακής νόσου, όπως πιστοποιείται με ψηφιακή<br />

αγγειογραφία. Η Physicians Health study, μία μελέτη<br />

πρωτογενούς πρόληψης, απέδειξε ότι η ασπιρίνη σε<br />

δόση 325 mg ημερησίως μείωσε την ανάγκη για χειρουργικές<br />

επεμβάσεις αποκατάστασης περιφερικών<br />

αρτηριών. Ωστόσο, δε σημειώθηκε διαφορά μεταξύ<br />

της ομάδας που λάμβανε ασπιρίνη και εκείνης που<br />

λάμβανε placebo στην εμφάνιση της διαλείπουσας<br />

χωλότητας. 11<br />

Χορηγηση ασπιρινης στην εγκυμοσυνη<br />

Μία μεταανάλυση από 14 τυχαιοποιημένες μελέτες<br />

που περιλαμβάνουν συνολικά 12.416 γυναίκες που έλαβαν<br />

μικρή δόση ασπιρίνης (50-150 mg ημερησίως) κατά<br />

το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης συμπεραίνει<br />

ότι το φάρμακο είναι ασφαλές για τη μητέρα και το<br />

έμβρυο. Ωστόσο, η ασφάλεια της ασπιρίνης κατά το<br />

πρώτο τρίμηνο της κύησης παραμένει αβέβαιη. Μία<br />

άλλη μεταανάλυση 8 μελετών που πραγματεύτηκε τον<br />

κίνδυνο των συγγενών ανωμαλιών μετά από έκθεση<br />

σε ασπιρίνη κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης δεν<br />

μπόρεσε να τεκμηριώσει τερατογένεση ή μακροπρόθεσμες<br />

παρενέργειες οφειλόμενες στην ασπιρίνη και<br />

υπέδειξε την ασφάλεια του φαρμάκου ακόμη και στην<br />

αρχή της κύησης.<br />

Οι κλινικοί γιατροί μπορούν να χρησιμοποιούν την<br />

ασπιρίνη κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης<br />

-επί ενδείξεων- , δεδομένου ότι επαρκώς τεκμηριωμένες<br />

μελέτες υποστηρίζουν την ασφάλειά της.<br />

Αν και η ασφάλεια της ασπιρίνης κατά το πρώτο<br />

τρίμηνο της κύησης δεν είναι εγγυημένη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί<br />

αν υπάρχει απόλυτη ένδειξη, δεδομένου<br />

ότι δεν υπάρχει σαφής απόδειξη βλάβης στο έμβρυο<br />

και οι ενδεχόμενες ανωμαλίες είναι πολύ σπάνιες. 20<br />

Εξάλλου, δεν υπάρχει επαρκής εμπειρία για τη χορήγηση<br />

των άλλων αντιαιμοπεταλιακών στην κύηση,<br />

γι’ αυτό συνήθως η χρήση τους αποφεύγεται.<br />

Χορηγηση ασπιρινης σε βρεφη και παιδια<br />

Η ασπιρίνη είναι το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο<br />

αντιαιμοπεταλιακό φάρμακο στην Παιδιατρική. Η<br />

άριστη δόση για την αναστολή της συσσώρευσης των<br />

αιμοπεταλίων δεν είναι γνωστή, ωστόσο εμπειρικά<br />

έχουν προταθεί χαμηλές δόσεις των 1-5 mg/kg ημερησίως.<br />

Το PFA-100 χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση<br />

της θεραπείας με ασπιρίνη στα παιδιά. Στα<br />

νεογέννητα η κάθαρση της ασπιρίνης είναι πιο αργή,<br />

εκθέτοντάς τα σε πιθανό κίνδυνο αιμορραγίας για μεγαλύτερο<br />

χρονικό διάστημα. Ωστόσο, in vitro μελέτες<br />

δεν επιβεβαίωσαν την παρενέργεια αυτή. Στα μεγαλύτερα<br />

παιδιά η ασπιρίνη σπάνια προκαλεί σημαντική<br />

αομορραγία. Το σύνδρομο Reye δεν εμφανίζεται στις<br />

χαμηλές δόσεις που απαιτούνται για το αντιαιμοπεταλιακό<br />

αποτέλεσμα της ασπιρίνης, δεδομένου ότι είναι<br />

δοσοεξαρτώμενο και παρατηρείται σε δόσεις άνω<br />

των 40 mg/kg.<br />

Άλλοι αντιαιμοπεταλιακοί παράγοντες, όπως η τικλοπιδίνη<br />

και η κλοπιδογρέλη χρησιμοποιούνται επίσης,<br />

όμως λόγω μικρότερης εμπειρίας από τη χρήση<br />

τους στα παιδιά, είναι λιγότερο δημοφιλείς σε σχέση<br />

με την ασπιρίνη.<br />

Συνήθεις ενδείξεις χορήγησης ασπιρίνης στην Παιδιατρική<br />

είναι οι ακόλουθες<br />

Σε νόσο Kawasaki συστήνεται ασπιρίνη σε μεγάλες<br />

δόσεις (80-100 mg/kg ημερησίως) για σύντομο χρονικό<br />

διάστημα (μέχρι το πολύ 14 ημέρες) και μετά σε μικρότερες<br />

δόσεις (1-5 mg/kg ημερησίως) για 6-8 εβδομάδες<br />

ως αντιαιμοπεταλιακό. (σύσταση 1Β)<br />

Σε νεογέννητα με υποτροπιάζοντα ισχαιμικά<br />

εγκεφαλικά επεισόδια συστήνεται αντιπηκτική αγωγή<br />

ή ασπιρίνη. (σύσταση 2C)<br />

Σε παιδιά με βαλβιδοπάθειες ισχύουν οι οδηγίες<br />

των ενηλίκων. 21<br />

Παραπλευρο οφελος η προληψη του καρκινου<br />

του παχεος εντερου<br />

Ένας μεγάλος αριθμός μελετών παρατήρησης<br />

στους ανθρώπους -τόσο ασθενών-μαρτύρων όσο και<br />

σειρών- δείχνουν ισχυρό προστατευτικό αποτέλεσμα<br />

της ασπιρίνης στον κίνδυνο του καρκίνου του παχέος<br />

εντέρου. Τρεις τυχαιοποιημένες μελέτες δείχνουν ότι η<br />

ασπιρίνη ελαττώνει τον κίνδυνο εμφάνισης νέων αδενωμάτων<br />

και κατά συνέπεια και της εμφάνισης καρκίνου.<br />

Η απόφαση της χορήγησης ασπιρίνης βέβαια<br />

δε μπορεί -τουλάχιστον μέχρι σήμερα- να βασιστεί<br />

αποκλειστικά στην πρόληψη του καρκίνου του παχέος<br />

εντέρου. Ωστόσο, σε ασθενείς αυξημένου καρδιαγγειακού<br />

κινδύνου που χρειάζονται αντιαιμοπεταλιακό,<br />

είτε ως πρωτογενή είτε ως δευτερογενή πρόληψη,<br />

το πλεονέκτημα της επιπλέον προστασίας από τον<br />

καρκίνο του παχέος εντέρου μπορεί να βοηθήσει αφε-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 215<br />

νός το γιατρό να επιλέξει την ασπιρίνη αντί άλλων<br />

φαρμάκων και αφετέρου τον ασθενή στη συμμόρφωση<br />

στην αγωγή. 22<br />

Συμπερασματα<br />

Η επιλογή της ασπιρίνης στην πρωτογενή και δευτερογενή<br />

πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων<br />

παρέχει ασφάλεια και στον θεράποντα γιατρό και<br />

στον ασθενή.<br />

Ο γιατρός είναι κατοχυρωμένος όσον αφορά την<br />

επιλογή του δεδομένου ότι πλήθος μελετών εγγυώνται<br />

την αποτελεσματικότητα, την ασφάλεια και -συχνάτην<br />

υπεροχή του φαρμάκου έναντι των άλλων. Επιπλέον,<br />

η μακρόχρονη κλινική εμπειρία τόσο του ίδιου<br />

όσο και των συναδέλφων του στη χρήση της παρέχουν<br />

τα εχέγγυα της θεραπευτικής επιτυχίας.<br />

Ο ασθενής προτιμά να λαμβάνει φάρμακα παλιά,<br />

δοκιμασμένα, ασφαλή και φθηνά, δεδομένου ότι έτσι<br />

δεν προσθέτει τη θεραπευτική ανασφάλεια στην ανασφάλεια<br />

της νόσου του ή έστω και της πιθανής – επικείμενης<br />

νόσου του.<br />

Το κόστος αποτελεί έναν παράγοντα που πλέον<br />

λαμβάνεται υπόψη στις θεραπευτικές επιλογές<br />

παγκοσμίως και θα έπρεπε να σταθμίζεται και στη<br />

χώρα μας, ιδιαιτέρως εν μέσω οικονομικής κρίσης. Η<br />

σχέση κόστος:όφελος οφείλει να είναι παρούσα στο<br />

μυαλό του κλινικού γιατρού κατά τη συνταγογράφηση.<br />

Όπως είναι γνωστό, η ασπιρίνη αποτελεί την πιο<br />

οικονομική επιλογή, χωρίς παράλληλα να υστερεί σε<br />

αποτελεσματικότητα.<br />

Ευπαθείς ομάδες, όπως οι έγκυες γυναίκες, τα βρέφη<br />

και τα παιδιά δεν έχουν μάλλον άλλη ασφαλή επολογή<br />

αντιαιμοπεταλιακού από την ασπιρίνη.<br />

Τα καρδιαγγειακά νοσήματα και ο καρκίνος αποτελούν<br />

τις κύριες αιτίες θανάτου στο σύγχρονο αναπτυγμένο<br />

κόσμο. Είναι ευτυχές να υπάρχει ένα φάρμακο<br />

το οποίο να μπορεί να προστατεύει ταυτόχρονα<br />

και από τις δύο μάστιγες, όπως είναι η ασπιρίνη: όταν<br />

έχει ένδειξη για πρόληψη καρδιαγγεικών νοσημάτων,<br />

ο ασθενής απολαμβάνει το επιπλέον όφελος της προστασίας<br />

από τον καρκίνο του εντέρου.<br />

Όταν πρόκειται για φάρμακα πρόληψης, ιδιαίτερα<br />

πρωτογενούς πρόληψης που απευθύνονται σε κλινικά<br />

υγιείς ανθρώπους, η ιπποκρατική ρήση “Ωφελέειν<br />

ή μη βλάπτειν” (αν δε μπορείς να ωφελήσεις τον<br />

άρρωστο, τουλάχιστον μην τον βλάψεις) πρέπει να<br />

διασφαλίζεται. Ιχνηλατώντας τον αρχαίο μας δάσκαλο<br />

της ιατρικής τέχνης, τον Ιπποκράτη, οφείλουμε -με<br />

το χέρι στην καρδιά- να δώσουμε τα σκήπτρα στην<br />

ασπιρίνη για την πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη<br />

των καρδιαγγειακών νοσημάτων.<br />

Εικόνα 1: Η ασπιρίνη (ακετυλοσαλικυλικό οξύ) και ο πρόγονός της (σαλικυλικό οξύ)<br />

Από: Miner J, Hoffhines A. The Discovery of Aspirin’s Antithrombotic Effects. Tex Heart Inst J 2007; 34L 179-186.


216<br />

Θέση υπέρ της χρήσεως ασπιρίνης στην πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων<br />

Εικόνα 2: Ο Lawrence Carven, ο πρώτος που καθιέρωσε την ασπιρίνη ως αντιαιμοπεταλιακό.<br />

Από: Miner J, Hoffhines A. The Discovery of Aspirin’s Antithrombotic Effects. Tex Heart Inst J 2007; 34L 179-186.<br />

Σχήμα 1: Παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου και θεραπευτικές προσεγγίσεις κατά τους Gaziano και συνεργάτες.<br />

Από: Gao R, Li X. Risk assessment and aspirin use in Asian and Western populations. 2010; 6:943-956


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 217<br />

Πίνακας 1: Κατευθυντήριες οδηγίες για τη χρήση της ασπιρίνης. Από: Gao R, Li X. Risk assessment and aspirin<br />

use in Asian and Western populations. Vasc Health Risk Manag 2010; 6:943-956<br />

Πίνακας 2: Στοιχεία υπέρ της χρήσης της ασπιρίνης στην πρωτογενή πρόληψη. Από: Gao R, Li X. Risk assessment<br />

and aspirin use in Asian and Western populations. Vasc Health Risk Manag 2010; 6:943-956


218<br />

Θέση υπέρ της χρήσεως ασπιρίνης στην πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων<br />

Βιβλιογραφία<br />

1. Gao R, Li X. Risk assessment and aspirin use in Asian<br />

and Western populations. Vasc Health Risk Manag<br />

2010; 6:943-956<br />

2. Miner J, Hoffhines A. The Discovery of Aspirin’s<br />

Antithrombotic Effects. Tex Heart Inst J 2007; 34L<br />

179-186.<br />

3. Harrington R, Becker R, Cannon C et al. Antithrombotic<br />

Therapy for Non-ST-Segment Elevation Acute<br />

Coronary Syndromes: American College of Chest<br />

Physicians Evidence- Based Clinical Practice Guidelines<br />

(8 th Edition). Chest 2008; 133: 670S-707S<br />

4. Singer D, Albers GW, Dalen JE et al. Antithrombotic<br />

Therapy in Atrial Fibrillation: American College of<br />

Chest Physicians Evidence- Based Clinical Practice<br />

Guidelines (8 th Edition). Chest 2008; 133: 546S-592S.<br />

5. Sharma RK, Reddy HK, Singh VN et al. Aspirin and<br />

Clopidogrel hyporesponsiveness and nonresponsesiveness<br />

in patients with coronary artery stenting.<br />

Vasc Health Risk Manag 2009; 5: 965-972.<br />

6. Becker R, Meade TW, Berger PB et al. The Primary<br />

and Secondary Prevention of Coronary Artery<br />

Disease: American College of Chest Physicians Evidence-<br />

Based Clinical Practice Guidelines (8 th Edition).<br />

Chest 2008; 133: 776S-814S.<br />

7. Goodman SG, Menon V, Cannon CP et al. Acute ST-<br />

Segment Elevation Myocardial Infarction: American<br />

College of Chest Physicians Evidence- Based Clinical<br />

Practice Guidelines (8 th Edition). Chest 2008; 133:<br />

708S-775S<br />

8. Campbell-Scherer DL, Green LA. ACC/AHA Guideline<br />

Update for the Management of ST- Segment<br />

Elevation Myocardial Infarction. Am Fam Physician<br />

2009; 79(12): 1080-1086<br />

9. Dunning J, Versteegh M, Fabbri A et al. Guideline<br />

on antiplatelet and anticoagulation management in<br />

cardiac surgery. Eur J Cardiothorac Surg 2008; 34:<br />

73-92.<br />

10. Seet RC-S, Chen CPL. Optimizing Antiplatelet Therapy<br />

in High-Risk Patients with Atrial Fibrillation:<br />

Insights From Atrial Fibrillation Clopidogrel Trial<br />

With Irbesartan for Prevention of Vascular Events<br />

(ACTIVE A). Stroke 2009; 40: 3833-3885<br />

11. Sobel M, Verhaeghe R. Antithrombotic Therapy for<br />

Peripheral Artery Occlusive disease: American College<br />

of Chest Physicians Evidence- Based Clinical<br />

Practice Guidelines (8 th Edition). Chest 2008; 133:<br />

815S-843S.<br />

12. Liapis CD, Bell PRF, Mikhailidis D et al. ESVS Guidelines.<br />

Invasive Tretment for carotid Stenosis: Indications,<br />

Techniques. Eur J Endovasc Surg 2009; 37:<br />

S1-S19.<br />

13. Salem DN, O’ Gara PT, Madias C et al. Valvular<br />

and Structural Heart Disease: American College of<br />

Chest Physicians Evidence- Based Clinical Practice<br />

Guidelines (8 th Edition). Chest 2008; 133: 593S-629S.<br />

14. Donadini MP, Douketis JD. Combined warfarin<br />

– aspirin therapy: what is the evidence for benefit<br />

and harm and which patients should (and should<br />

not) receive it? J Thromb Thrombolysis 2010; 29:<br />

208-213.<br />

15. Albers GW, Amarenco P, Easton JD et al. Antithrombotic<br />

and Thrombolytic Therapy for Ischemic<br />

Stroke: American College of Chest Physicians Evidence-<br />

Based Clinical Practice Guidelines (8 th Edition).<br />

Chest 2008; 133: 630S-669S.<br />

16. Update to the AHA/ASA Recommendations for the<br />

Prevention of Stroke in Patients with Stroke and<br />

Transient Ischemic Attack. Stroke 2008; 39: 1647-<br />

1652.<br />

17. Rosenzweig JL, Ferranini E, Grundy SM et al. Primary<br />

Prevention of Cardiovascular Disease and<br />

Type 2 Diabetes in Patients at Metabolic Risk: An<br />

Endocrine Society Clinical Practice Guideline. J Clin<br />

Endocrinol Metab 2008; 93(10): 3671-3689.<br />

18. Hebert PR, Schneider WR, Hennekens CH. Use of<br />

Aspirin Among Diabetics in the Primary Prevention<br />

of Cardiovascular Disease: Need for Reliable Randomized<br />

Evidence and Astute Clinical Judgement. J<br />

Gen Intern Med 24(11): 1248-50.<br />

19. Pignone M, Alberts MJ, Colwell JA et al. Aspirin<br />

for Primary Prevention of Cardiovascular Events in<br />

People with Diabetes. JACC 2010; 55(25): 2878-86.<br />

20. Bates SM, Greer IA, Pabinger I. Venous Thromboembolism,<br />

Thrombophilia, antithrombotic Therapy<br />

and Pregnancy: American College of Chest Physicians<br />

Evidence- Based Clinical Practice Guidelines<br />

(8 th Edition). Chest 2008; 133: 844S-886S.<br />

21. Monagle P, Chalmers E, Chan A et al. Antithrombotic<br />

Therapy in Neonates and Children: American<br />

College of Chest Physicians Evidence- Based Clinical<br />

Practice Guidelines (8 th Edition). Chest 2008; 133:<br />

887S-968S.<br />

22. Sandler RS. Aspirin Should Not Be Promoted for<br />

Colon Cancer Prevention: Counterpoint. Cancer<br />

Epidemiol Biomarkers Prev 2008; 17(7): 1562-63.


ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ<br />

Η ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ ΑΠΟ ΚΛΙΝΙΚΗ,<br />

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ<br />

Οζώδης θυρεοειδική νόσος<br />

Α Κωλέττη 1, Γ Ιωαννίδης 2<br />

1<br />

Ειδικευόμενη Ενδοκρινολόγος, 2 Διευθυντής ΕΣΥ,<br />

Τμήμα Ενδοκρινολογίας & Μεταβολισμού – Διαβητολογικό Κέντρο Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

KOLETTI A, IOANNIDIS G. Multinodulal goitre. Incidentally discovered thyroid nodules are a common clinical finding.<br />

The use of high resolution ultrasound, sensitive thyrotropin (TSH) assay and fine-needle aspiration (FNA) biopsy is the basis<br />

for the management of thyroid nodules. Thyroid scintigraphy is not necessary for diagnosis in most cases. TSH levels determination<br />

is necessary to determine the presence of functional autonomy. Fine-needle aspiration is mandatory for nodules<br />

that are not autonomous and are associated with clinical information or US features suspicious for malignancy, followed by<br />

thyroidectomy or follow-up, according to the cytology results. Most patients with thyroid nodules are asymptomatic, but the<br />

absence of symptoms does not rule out malignancy. Thus clinical and US risk factors for malignant disease should always<br />

be reviewed. While routine L-thyroxine suppressive therapy is not recommended, it may be considered in young patients<br />

with small nodular goiters living in iodine deficient regions. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 219-226, 2011.<br />

Key words: thyroid nodule, FNA, goitre, thyroid cancer<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Η Οζώδης θυρεοειδική νόσος είναι συχνό κλινικό εύρημα. Το υπερηχογράφημα του θυρεοειδούς, ο προσδιορισμός<br />

της TSH και η βιοψία με παρακέντηση με λεπτή βελόνη(FNA), είναι βασικές εξετάσεις για την εκτίμηση των θυρεοειδικών<br />

όζων. Το σπινθηρογράφημα δεν είναι απαραίτητο για την διάγνωση στις περισσότερες περιπτώσεις. Η μέτρηση<br />

της TSH είναι απαραίτητη για να αποκλειστεί η εκκριτική αυτονομία. Στους μη αυτόνομους όζους με κλινικά<br />

και υπερηχογραφικά χαρακτηριστικά ύποπτα για κακοήθεια, χρειάζεται κυτταρολογικός έλεγχος με παρακέντηση<br />

και στη συνέχεια παρακολούθηση ή θυρεοειδεκτομή ανάλογα με τα αποτελέσματα. Οι περισσότεροι ασθενείς με<br />

όζους στον θυρεοειδή είναι ασυμπτωματικοί, αλλά η απουσία συμπτωμάτων δεν αποκλείει το ενδεχόμενο κακοηθείας.<br />

Γι’ αυτό θα πρέπει πάντα να λαμβάνονται υπόψη κλινικοί παράγοντες κινδύνου για κακοήθεια καθώς και<br />

ύποπτα υπερηχογραφικά ευρήματα. Αν και η θεραπεία αναστολής με λεβοθυροξίνη δεν συστήνεται, θα μπορούσε<br />

να δοθεί σε νέους ασθενείς με μικρού μεγέθους όζους που ζουν σε ιωδοπενικές περιοχές. Νοσοκομειακά Χρονικά,<br />

73, Συμπλήρωμα, 219-226, 2011.<br />

Λέξεις κλειδιά: όζος θυρεοειδούς, FNA, βρογχοκήλη, καρκίνος θυρεοειδούς<br />

Ορισμος - Eπιδημιολογια<br />

Ο όρος βρογχοκήλη υποδηλώνει την αύξηση του μεγέθους<br />

του θυρεοειδούς (πέραν των 20 gr που είναι<br />

φυσιολογικά), που οφείλεται σε έντονο πολλαπλασιασμό<br />

των επιθηλιακών κυττάρων των θυλακίων του<br />

αδένα. Η μη τοξική βρογχοκήλη χαρακτηρίζεται από<br />

αυξημένο αριθμό και μέγεθος θυλακίων που σχηματίζονται<br />

από επιθηλιακά κύτταρα με μεγάλου βαθμού<br />

ετερογένεια (πολυκλωνική ανάπτυξη), ενώ ο συνδετικός<br />

ιστός συμμετέχει ελάχιστα στη μάζα της βρογχοκήλης<br />

. Η βρογχοκήλη διακρίνεται μορφολογικά σε απλή ή<br />

διάχυτη, όταν αποτελείται από ομοιόμορφα αυξημένα<br />

θυλάκια και σε οζώδη όταν τα θυλάκιά της εμφανίζουν<br />

διαφορετικό μέγεθος με αποτέλεσμα την δημιουργία<br />

όζων . Ως όζος θυρεοειδούς ορίζεται μια περιγεγραμμένη<br />

αλλοίωση του θυρεοειδούς αδένα που διακρίνεται<br />

ακτινολογικά από τον περιβάλλον θυρεοειδικό ιστό. Οι<br />

θυρεοειδικοί όζοι αποτελούν συχνό κλινικό πρόβλημα.<br />

Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι κατά την διάρκεια<br />

της ζωής ο κίνδυνος για την εμφάνιση ενός ψη-


220<br />

Οζώδης θυρεοειδική νόσος<br />

λαφητού όζου είναι περίπου 5% στις γυναίκες και 1%<br />

στους άνδρες που ζουν σε ιωδοπενικές περιοχές(1,2).<br />

Mε την ευρεία δε χρήση του υπερηχογραφήματος διαπιστώνεται<br />

ότι 19-67% του πληθυσμού εμφανίζουν<br />

θυρεοειδκούς όζους, με μεγαλύτερη συχνότητα οι γυναίκες<br />

και οι ηλικιωμένοι, οι περισσότεροι των οποίων<br />

στερούνται κλινικής σημασίας(3). Η Οζώδης θυρεοειδική<br />

νόσος είναι πιο συχνή σε ηλικιωμένα άτομα, σε γυναίκες,<br />

σε άτομα που ζουν σε ιωδοπενικές περιοχές και σε<br />

άτομα με ιστορικό ακτινοβολίας στον τράχηλο. Επειδή<br />

5-15% των θυρεοειδικών όζων μπορεί να κρύβουν κακοήθεια,<br />

ο έλεγχος για τον αποκλεισμό καρκίνου έχει<br />

σημαντική κλινική σημασία. Διάφοροι προδιαθεσικοί<br />

παράγοντες όπως η ηλικία του ασθενούς, το φύλο, η<br />

έκθεση σε ακτινοβολία στην περιοχή του τραχήλου, το<br />

οικογενειακό ιστορικό καρκίνου θυρεοειδούς σε έναν ή<br />

περισσότερους συγγενείς 1 ου βαθμού πρέπει να λαμβάνονται<br />

υπόψη (4,5, πίνακας 1). Οι θυρεοειδικοί όζοι που<br />

εμφανίζονται κατά την παιδική ηλικία και την εφηβεία<br />

έχουν διπλάσια πιθανότητα κακοήθειας σε σχέση με<br />

αυτούς που παρουσιάζονται στην ενήλικο ζωή(6). Ο<br />

κίνδυνος για καρκίνο θυρεοειδούς είναι επίσης μεγαλύτερος<br />

στα ηλικιωμένα άτομα και στους άνδρες(3). Ο<br />

διαφοροποιημένος καρκίνος του θυρεοειδούς (θηλώδες<br />

και θυλακιώδες νεόπλασμα) αποτελεί την συντριπτική<br />

πλειοψηφία(90%) όλων των θυρεοειδικών καρκινωμάτων(<br />

7). Σπάνια προκαλεί απόφραξη των αεραγωγών<br />

, παράλυση φωνητικών χορδών, ή συμπτώματα από<br />

τον οισοφάγο κατά την κλινική εξέταση. Για τον λόγο<br />

αυτό, η απουσία τοπικών συμπτωμάτων δεν αποκλείει<br />

την κακοήθεια(8). Ωστόσο συμπαγής, σκληρής σύστασης,<br />

μονήρης προεξάρχων όζος που διαχωρίζεται σαφώς<br />

από τον υπόλοιπο αδένα ενέχει υψηλό κίνδυνο<br />

κακοήθειας(9).<br />

Κατασταλμένα ή χαμηλά επίπεδα TSH είναι ενδεικτικά<br />

αυτόνομης λειτουργίας και δεν χρειάζονται περαιτέρω<br />

κυτταρολογική εκτίμηση, καθώς η εμφάνιση<br />

κακοήθειας είναι εξαιρετικά χαμηλή(10).Οι περισσότεροι<br />

ασθενείς με οζώδη θυρεοειδική νόσο έχουν ελάχιστα<br />

ή καθόλου συμπτώματα. Συμπτώματα όπως αίσθημα<br />

πνιγμονής, ευαισθησία ή πόνος στον τράχηλο, δυσφαγία<br />

ή βράγχος φωνής σε πολύ μικρό ποσοστό μπορεί<br />

να αποδοθούν σε θυρεοειδική νόσο, στους περισσότερους<br />

ασθενείς προκαλούνται από μη θυρεοειδικές<br />

παθήσεις. Ξαφνικός πόνος στη περιοχή του θυρεοειδούς<br />

οφείλεται συχνά σε αιμορραγία κυστικού όζου,<br />

ενώ σε μεγάλες καταδυόμενες βρογχοκήλες μπορεί να<br />

παρατηρηθούν συμπτώματα πίεσης των παρακείμενων<br />

ιστών του τραχήλου και της άνω θωρακικής κοιλότητας.<br />

Βήχας, δύσπνοια, βράγχος φωνής ή δυσφαγία<br />

όταν απουσιάζει η ευμεγέθης βρογχοκήλη, είναι συνηγορητικά<br />

στοιχεία παρουσίας κακοήθειας(11,12).<br />

Οι όζοι που ανιχνεύονται με το υπερηχογράφημα<br />

έχουν τον ίδιο κίνδυνο για κακοήθεια με τους όζους που<br />

έχουν το ίδιο μέγεθος και είναι ψηλαφητοί (13). Γενικά<br />

μόνο όζοι >1εκ χρειάζονται διερεύνηση με παρακέντηση<br />

με λεπτή βελόνη(fine needle aspiration, FNA) αφού έχουν<br />

μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι κλινικά σημαντικοί<br />

καρκίνοι. Η ύπαρξη κακοήθειας ωστόσο δεν αποκλείεται<br />

σε όζους


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 221<br />

χογράφημα δίνει ακριβείς πληροφορίες για το μέγεθος<br />

του αδένα, την παρουσία ύποπτης τραχηλικής λεμφαδενοπάθειας,<br />

το μέγεθος των όζων, την σύστασή τους<br />

(συμπαγείς ή κυστικοί) καθώς και την παρουσία υπόπτων<br />

χαρακτηριστικών, όπως η παρουσία μικροαποτιτανώσεων,<br />

η υποηχογένεια, η απουσία άλω ή άλως<br />

με ασαφή και ανώμαλα όρια και η χαοτική ανάπτυξη<br />

αγγείωσης στο εσωτερικό του όζου σε αντίθεση με την<br />

αγγείωση μόνο στην κάψα. Οι κυστικοί όζοι είναι συνήθως<br />

καλοήθεις. Η συνύπαρξη δυο ή περισσοτέρων<br />

ύποπτων υπερηχογραφικών χαρακτηριστικών αυξάνει<br />

σημαντικά τον κίνδυνο για κακοήθεια(18-21).<br />

Δεν υπάρχουν ειδικοί βιοχημικοί δείκτες που να διαχωρίζουν<br />

τους καλοήθεις από τους κακοήθεις όζους<br />

τους θυρεοειδούς πλην της τιμής της καλσιτονίνης, η<br />

οποία θα πρέπει οπωσδήποτε να προσδιορίζεται προεγχειρητικά<br />

στις περιπτώσεις οικογενούς μυελοειδούς<br />

Ca ή συνδρόμου ΜΕΝ2 (22,23). Ωστόσο η χρησιμότητα<br />

της ως εξέταση ρουτίνας είναι ακόμα υπό συζήτηση αν<br />

και τα δεδομένα από σειρά μελετών έχουν δείξει ότι ο<br />

προσδιορισμός της καλσιτονίνης μπορεί να ανιχνεύσει<br />

υπερπλασία των C-κυττάρων και μυελοειδές καρκίνωμα<br />

σε αρχικά στάδια με καλύτερη συνολική επιβίωση<br />

των ασθενών αυτών (24). Η μέτρηση της καλσιτονίνης<br />

προτείνεται σε ασθενείς που πρόκειται να υποβληθούν<br />

σε επέμβαση για πολυοζώδη βρογχοκήλη προκειμένου<br />

να αποφύγουν τον κίνδυνο μιας ανεπαρκούς χειρουργικής<br />

αντιμετώπισης.<br />

Η θυρεοσφαιρίνη ορού, αν και είναι ο πλέον αξιόπιστος<br />

δείκτης παρακολούθησης των θηλωδών και θυλακιωδών<br />

θυρεοιεδικών καρκινωμάτων μεταθεραπευτικά<br />

(μετά εγχείρηση και καταστροφή των θυροειδικών υπολειμμάτων<br />

με ραδιενεργό 131 Ι) (25), προεγχειρητικά δεν<br />

είναι διαγνωστική αφού ελέγχεται αυξημένη σε πολλές<br />

καταστάσεις δυσλειτουργίας του θυρεοειδούς, όπως<br />

στην πολυοζώδη βρογχοκήλη (αυξημένη μάζα) ή στον<br />

υπερθυρεοειδισμό (αυξημένη λειτουργικότητα. Έτσι δεν<br />

προτείνεται η μέτρηση της θυρεοσφαιρίνης ορού για την<br />

αρχική εκτίμηση των θυρεοειδικών όζων.<br />

Ο κυτταρολογικός έλεγχος με παρακέντηση με λεπτή<br />

βελόνη (FNA) είναι η πιο ακριβής και αποδοτική μέθοδος<br />

για την εκτίμηση των όζων του θυρεοειδούς. Η<br />

μέθοδος είναι απλή και ασφαλής με λιγότερα ψευδώς<br />

αρνητικά αποτελέσματα όταν γίνεται υπό υπερηχογραφικό<br />

έλεγχο (26). Η ευαισθησία της μεθόδου κυμαίνεται<br />

από 57-98% και η ειδικότητα από 70-100% (27,28).<br />

Ιδιαίτερα επισημαίνεται η μη αξιοπιστία της μεθόδου<br />

στην διάγνωση του θυλακιώδους καρκινώματος θυρεοειδούς,<br />

στο οποίο η παρουσία διήθησης της κάψας ή<br />

των αγγείων είναι απαραίτητα για να τεθεί η διάγνωση<br />

Η διαγνωστική αξία της παρακέντησης μειώνεται σε<br />

όζους 3 εκ υπάρχει αρκετός προβληματισμός<br />

για την χρησιμότητά της (23,29). Ασθενείς<br />

με πολλαπλούς όζους στον θυρεοειδή έχουν τον ίδιο<br />

κίνδυνο για κακοήθεια όπως και αυτοί με μονήρη όζο<br />

(30,31).<br />

Σύμφωνα με τους ισχύοντες αλγόριθμους κάθε μονήρης<br />

ή προεξάρχων όζος >1εκ θα πρέπει να παρακεντηθεί.<br />

Σε περίπτωση πολλών όζων παρόμοιου μεγέθους<br />

>1εκ η FNA θα πρέπει να διενεργείται σε εκείνους<br />

που έχουν ύποπτα στοιχεία για κακοήθεια στο υπερηχογράφημα<br />

(32,33, σχήμα 2). Επίσης το σπινθηρογράφημα<br />

του θυρεοειδούς θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη<br />

σε ασθενείς με πολλαπλούς όζους στον θυρεοειδή ή<br />

πολυοζώδη βρογχοκήλη, εάν τα επίπεδα TSH είναι χαμηλά<br />

ή στα κατώτερα φυσιολογικά όρια, περιορίζοντας<br />

την FNA στους όζους με μειωμένη λειτουργικότητα και<br />

ύποπτη εμφάνιση στο υπερηχογράφημα.<br />

Η FNA ως εξέταση ρουτίνας δεν συστήνεται για<br />

όζους 5mm που όταν συνδυάζονται<br />

με ύποπτα υπερηχογραφικά χαρακτηριστικά ή<br />

εμφανίζονται σε ασθενείς με ιστορικό υψηλού κινδύνου<br />

για κακοήθεια, ο έλεγχος με FNA θα πρέπει να λαμβάνεται<br />

σοβαρά υπόψη.<br />

Τα αποτελέσματα από βιοψία με FNA ταξινομούνται<br />

κλασσικά σε 4 κατηγορίες: μη διαγνωστικά, κακοήθη,<br />

θυλακιώδεις βλάβες ακαθόριστης σημασίας (κίνδυνος<br />

κακοήθειας 5-10%), ύποπτα για κακοήθεια (κίνδυνος<br />

κακοήθειας 50-75%), καλοήθη (34). Το κυτταρολογικό<br />

υλικό χαρακτηρίζεται ως «διαγνωστικό» όταν περιέχει<br />

το λιγότερο 6 ομάδες θυρεοειδικών επιθηλιακών κυττάρων<br />

που η καθεμία αποτελείται από 10-15 κύτταρα<br />

προερχόμενα από τουλάχιστον δυο αναρροφήσεις του<br />

όζου.<br />

Οι όζοι του θυρεοειδούς που έχουν χαρακτηρισθεί<br />

ως καλοήθεις χρειάζονται παρακολούθηση λόγω του<br />

μικρού αλλά όχι αμελητέου ποσοστού ψευδώς αρνητικού<br />

αποτελέσματος (εως 5%) με την FNA, το οποίο<br />

μπορεί να είναι μεγαλύτερο σε όζους >4εκ. Η αύξηση<br />

του μεγέθους του όζου δεν είναι παθογνωμικό γνώρισμα<br />

κακοήθειας, αλλά είναι ένδειξη για επανάληψη της<br />

βιοψίας. Για τους μικτούς κυστικούς –συμπαγείς όζους,<br />

η ένδειξη για επανάληψη της FNA θα πρέπει να βασίζεται<br />

στην αύξηση του συμπαγούς τμήματος του όζου.<br />

Αφού η ακρίβεια της φυσικής εξέτασης για το μέγεθος<br />

ενός όζου είναι κατώτερη του υπερηχογραφήματος, θα


222<br />

Οζώδης θυρεοειδική νόσος<br />

πρέπει όλοι οι καλοήθεις όζοι να παρακολουθούνται<br />

με επαναλαμβανόμενους υπερηχογραφικούς ελέγχους<br />

και προσδιορισμό της TSH, 6-12 μήνες μετά την αρχική<br />

FNA. Εάν το μέγεθος του όζου παραμένει σταθερό<br />

το διάστημα της παρακολούθησης με κλινική εξέταση ή<br />

υπερηχογράφημα μπορεί να γίνει μεγαλύτερο, κάθε 3-5<br />

χρόνια. Εάν υπάρχει σαφής αύξηση του όζου(>50% αύξηση<br />

στον όγκο του όζου) ή εμφάνιση ύποπτων χαρακτηριστικών<br />

κατά την ψηλάφηση είτε μετά από έλεγχο<br />

με υπερηχογράφημα, η FNA θα πρέπει να επαναλαμβάνεται<br />

υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση.<br />

Θεραπεια<br />

Η θεραπεία της οζώδους θυρεοειδικής νόσου είναι<br />

χειρουργική για τις περιπτώσεις όπου ο κίνδυνος κακοήθειας<br />

είναι σημαντικός. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις<br />

συστήνεται παρακολούθηση με κλινική εξέταση,<br />

υπερηχογράφημα θυρεοειδούς και προσδιορισμό TSH.<br />

Δεδομένα από πολλές τυχαιοποιημένες μελέτες, δείχνουν<br />

ότι η θεραπεία με θυροξίνη σε δόσεις που καταστέλλουν<br />

την TSH σε επίπεδα κατώτερα του φυσιολογικού,<br />

μπορεί ενδεχομένως να μειώσει το μέγεθος<br />

των όζων και να εμποδίσει την ανάπτυξη νέων όζων<br />

σε περιπτώσεις ιωδοπενίας. Αντίθετα σε περιοχές με<br />

επάρκεια ιωδίου τα αποτελέσματα είναι λιγότερο ενθαρρυντικά<br />

αφού μόνο 17-25% των θυρεοειδικών όζων<br />

συρρικνώνονται μετά από θεραπεία καταστολής με<br />

θυροξίνη(35-37).<br />

Για τον λόγο αυτό δεν προτείνεται ως ρουτίνα η<br />

θεραπεία καταστολής με λεβοθυροξίνη καλοήθων όζων<br />

του θυρεοειδούς σε γεωγραφικές περιοχές με επάρκεια<br />

ιωδίου. Θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται σοβαρά<br />

υπόψιν το ενδεχόμενο ανεπιθύμητων ενεργειών στην<br />

καρδιακή λειτουργία(ταχυκαρδία, αρρυθμία) καθώς και<br />

στην οστική μάζα.<br />

Τέλος η χορήγηση θυροξίνης πιθανότατα μειώνει το<br />

μέγεθος της βρογχοκήλης στα αρχικά στάδια, πριν δηλαδή<br />

μεταπέσει σε οζώδη, όμως δεν την θεραπεύει πλήρως<br />

ούτε βέβαια μειώνει το μέγεθος μιας από μακρού<br />

εγκατεστημένης βρογχοκήλης.<br />

Τα τελευταία χρόνια προτείνονται μη αιματηρές<br />

μέθοδοι καταστροφής των όζων, όπως η διαδερμική<br />

έγχυση αιθανόλης σε κύστεις θυρεοειδούς, η καταστροφή<br />

με ραδιοσυχνότητες ευμεγέθων καλοήθων όζων και<br />

φυσικά η χορήγηση ραδιενεργού 131 Ι. Το ραδιενεργό 131 Ι<br />

ενδείκνυται για την θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού<br />

που οφείλεται σε αυτόνομα λειτουργικό όζο ή σε τοξική<br />

πολυοζώδη βρογχοκήλη και αποκαθιστά φυσιολογική<br />

θυρεοειδική λειτουργία σε ποσοστό 85-100% των ασθενών(38).<br />

Μετά την θεραπεία παρατηρείται μείωση κατά<br />

35% του μεγέθους της βρογχοκήλης στους 3 μήνες και<br />

40-60% μετά από ένα ή δυο χρόνια(39).<br />

Όταν η θεραπεία με ραδιενεργό 131 Ι συνδυάζεται με<br />

διέγερση με ανασυνδυασμένη TSH (rhTSH), το μέγεθος της<br />

βρογχοκήλης μειώνεται κατά 35-56% περισσότερο (40).<br />

Οζωδης θυρεοειδικη νοσος κατα την παιδικη<br />

ηλικια<br />

Οζώδης θυρεοειδική νόσος εμφανίζεται σπάνια στα<br />

παιδιά σε σχέση με τους ενήλικες, αλλά η πιθανότητα<br />

για κακοήθεια είναι υψηλότερη σε ποσοστό 15-20%(41-<br />

43). Η διαγνωστική και θεραπευτική προσέγγιση για ένα<br />

ή περισσότερους όζους στον θυρεοειδή στα παιδιά θα<br />

πρέπει να είναι η ίδια όπως και στους ενήλικες (κλινική<br />

εκτίμηση, μέτρηση της TSH,υπερηχογράφημα, FNA). Η<br />

βιοψία με FNA είναι ευαίσθητη και ειδική μέθοδος στην<br />

διάγνωση των όζων του θυρεοειδούς στην παιδική ηλικία(44)<br />

ενώ τα ύποπτα για κακοήθεια υπερηχογραφικά<br />

κριτήρια έχουν μικρή προγνωστική αξία στα παιδιά(45).<br />

Παρά την υψηλή επίπτωση μεταστάσεων σε τραχηλικούς<br />

λεμφαδένες και στους πνεύμονες κατά την διάγνωση,<br />

η πρόγνωση του θηλώδους καρκινώματος θυρεοειδούς<br />

στα παιδιά είναι καλή(46). Επιπλέον, οι θερμοί<br />

όζοι στα παιδιά φαίνεται να ενέχουν σημαντικό κίνδυνο<br />

για κακοήθεια σε αντίθεση με τους ενήλικες(47).<br />

Οζωδης θυρεοειδικη νοσος και εγκυμοσυνη<br />

Δεν είναι εξακριβωμένο εάν οζώδης θυρεοειδική νόσος<br />

που εμφανίζεται σε έγκυες γυναίκες έχουν μεγαλύτερη<br />

πιθανότητα για κακοήθεια(48). Η εκτίμηση των<br />

όζων είναι ίδια όπως και στις μη έγκυες γυναίκες , με<br />

εξαίρεση το σπινθηρογράφημα το οποίο αντενδείκνυται.<br />

Εάν η εξέταση ενός όζου με FNA είναι ενδεικτική<br />

θηλώδους καρκινώματος θυρεοειδούς και η διάγνωση<br />

γίνεται στην αρχή της εγκυμοσύνης, τότε παρακολουθείται<br />

υπερηχογραφικά και εφόσον μεγαλώνει σημαντικά<br />

σε μέγεθος συστήνεται χειρουργείο στο 2 ο τρίμηνο,<br />

πριν από την 24 η εβδομάδα κύησης, για την μείωση του<br />

κινδύνου αποβολής. Εάν ο όζος παραμένει σταθερός<br />

μέχρι το μέσον της κύησης ή η διάγνωση γίνεται στο 3 ο<br />

τρίμηνο , η επέμβαση μπορεί να προγραμματισθεί αμέσως<br />

μετά τον τοκετό αφού δεν φαίνεται να επηρεάζει<br />

το αποτέλεσμα(49).<br />

Όσον αφορά την επίδραση της εγκυμοσύνης στην<br />

οζώδη θυρεοειδική νόσο, έχει βρεθεί από μελέτες αύξηση<br />

του μεγέθους προϋπαρχόντων όζων καθώς και<br />

ανάπτυξη νέων όζων, πιθανόν λόγω του αρνητικού<br />

ισοζυγίου ιωδίου που συμβαίνει συχνά κατά την κύηση(50).


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 223<br />

Πίνακας 1<br />

Προδιαθεσικοί παράγοντες που συνηγορούν για<br />

την παρουσία κακοήθειας<br />

• Ιστορικό ακτινοβολίας στον τράχηλο<br />

• Οικογενειακό ιστορικό μυελοειδούς καρκίνου θυρεοειδούς,<br />

πολλαπλής ενδοκρινικής νεοπλασίας<br />

τύπου 2, ή θηλώδους καρκινώματος θυρεοειδούς<br />

• Ηλικία 70<br />

• Φύλο: ανδρες>γυναίκες<br />

• Γρήγορη ανάπτυξη όζου<br />

• Συμπαγής, σκληρής υφής όζος<br />

• Τραχηλικοί λεμφαδένες<br />

• Πιεστικά φαινόμενα: δυσφαγία, βράγχος φωνής,<br />

δύσπνοια<br />

TSH<br />

,,TSH<br />

TSH<br />

<br />

<br />

<br />

US<br />

<br />

<br />

<br />

<br />

<br />

131 <br />

<br />

USFNA<br />

TSH<br />

TSH..<br />

<br />

FNA<br />

<br />

<br />

FNA<br />

<br />

US<br />

FNA<br />

<br />

<br />

<br />

<br />

<br />

<br />

<br />

<br />

HurtleCell<br />

<br />

<br />

<br />

<br />

<br />

TSH..<br />

<br />

<br />

<br />

1. <br />

<br />

<br />

Σχήμα 1. Αλγόριθμος για την εκτίμηση ασθενών με έναν ή περισσότερους όζους στον θυρεοειδή


224<br />

Οζώδης θυρεοειδική νόσος<br />

Σχήμα 2. Σχηματική παράσταση ισχυρής ένδειξης για παρακέντηση με λεπτή βελόνη(FNA) των όζων του<br />

θυρεοειδούς με βάση τα υπερηχογραφικά ευρήματα<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Tunbridge WMG, Evered DC, Hall R, et al. The spectrum<br />

of thyroid disease in a community: the WhickhamSurvey.<br />

Clin Endocrinol (Oxf ) 1977;7:481–493.<br />

2. Vander JB, Gaston EA, Dawber TR The significance<br />

of nontoxic thyroid nodules. Ann Intern Med<br />

1968;69:537–540.<br />

3. Tan GH, Gharib H Thyroid incidentalomas: management<br />

approaches to nonpalpable nodules discovered<br />

incidentally on thyroid imaging. Ann Intern<br />

Med 1997;126:226–231.<br />

4. Hegedus L Clinical practice. The thyroid nodule. N<br />

Engl J Med 2004;351:1764–1771.<br />

5. Mandel SJ A 64-year-old woman with a thyroid<br />

nodule. JAMA 2004;292:2632–2642.<br />

6. Corrias A, Einaudi S, Chiorboli E, et al. Accuracy<br />

of fine needle aspiration biopsy of thyroid nodules<br />

in detecting malignancy in childhood: Comparison<br />

with conventional clinical, laboratory, and imaging<br />

approaches. J Clin Endocrinol Metab. 2001;86:4644-<br />

4648<br />

7. Sherman SI Thyroid carcinoma. Lancet 2003 ;361:501–<br />

511.<br />

8. Papini E. The dilemma of non-palpable thyroid nodules.<br />

J Endocrinol Invest. 2003;26:3-4.<br />

9. Christensen SB, Bondeson L, Ericsson UB, Lindholm<br />

K. Prediction of malignancy in the solitary thyroid<br />

nodule by physical examination, thyroid scan, fineneedle<br />

biopsy and serum thyroglobulin: A prospective<br />

study of 100 surgically treated patients. Acta<br />

Chir Scand. 1984;150:433-439.<br />

10. Ashcraft MW, Van Herle AJ. Management of thyroid<br />

nodules. II: Scanning techniques, thyroid suppressive<br />

therapy, and fine needle aspiration. Head<br />

Neck Surg. 1981;3:297- 322.<br />

11. Hamburger JI, Husain M. Contribution of intraoperative<br />

pathology evaluation to surgical management<br />

of thyroid nodules. Endocrinol Metab Clin North<br />

Am. 1990;19:509- 522.<br />

12. Hamming JF, Goslings BM, van Steenis GJ, et al. The<br />

value of fine-needle aspiration biopsy in patients<br />

with nodular thyroid disease divided into groups<br />

of suspicion of malignant neoplasms on clinical<br />

grounds [erratum in: Arch Intern Med 1990;150:1088].<br />

Arch Intern Med. 1990;150:113-116.<br />

13. Hagag P, Strauss S, Weiss M Role of ultrasound guided<br />

fine-needle aspiration biopsy in evaluation of nonpalpable<br />

thyroid nodules. Thyroid 1998;8:989–995.<br />

14. Mc Henry CR, Hush ES, Machekano, RN: Is nodule<br />

size an independent predictor of thyroid malignancy?<br />

Surgery 2008:144:1062-8<br />

15. Porterfield JR, Grant CS, Dean DS, et al: Reliability<br />

of benign fine needle aspiration cytology of large<br />

thyroid nodules. Surgery 2008 144:963-8<br />

16. Kim DW, Lee EJ, Kim SH, et al: Ultrasound –guided<br />

Fine Needle Aspiration Biopsy of Thyroid Nodules:


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 225<br />

Comparison in Efficacy According to Nodule Size.<br />

Thyroid 2008, 18:603-606<br />

17. Boelaert K, Horacek J, Holder RL, et al. Serum thyrotropin<br />

concentration as a novel predictor of malignancy<br />

in thyroid nodules investigated by fine-needle<br />

aspiration. J Clin Endo Metab2006;91:4295–4301.<br />

18. Mandel SJ. Diagnostic use of ultrasonography in<br />

patients with nodular thyroid disease. Endocr Pract.<br />

2004;10:246- 252.<br />

19. Moon WJ, Jung SL, Lee JH, et al. Thyroid Study<br />

Group, Korean Society of Neuro- and Head and<br />

Neck Radiology. Benign and malignant thyroid nodules:US<br />

differentiation: Multicenter retrospective<br />

study. Radiology. 2008;247:762-770.<br />

20. Kim EK, Park CS, Chung WY, et al. New sonographic<br />

criteria for recommending fine-needle aspiration<br />

biopsy of nonpalpable solid nodules of the thyroid.<br />

AJR Am J Roentgenol. 2002;178:687-691.<br />

21. Cappelli C, Castellano M, Pirola I, et al. Thyroid<br />

nodule shape suggests malignancy. Eur J Endocrinol.<br />

2006;155: 27-31.<br />

22. Hegedus L, Bonnema S, and Bennedbaek FN: Management<br />

of simple nodular goiter: current status<br />

and future perspectives. Endocr Rev 2003, 24:48-77<br />

23. Gharib H, Papini E, Paschke R: Thyroid nodules: a<br />

review of current guidelines, practices and prospects.<br />

Eur J Endocrinology 2008, 176:68-71.<br />

24. Cheung K, Roman SA, Wang TS, Walker HD, Sosa<br />

JA. Calcitonin measurement in the evaluation of<br />

thyroid nodules in the United States: a cost-effectiveness<br />

and decision analysis. J Clin Endocrinol<br />

Metab. 2008;93:2173-2180.<br />

25. Tzavara I, Vlassopoulou B, Alevizaki C, ET AL: Differentiated<br />

thyroid cancer. Aretrospective analysis<br />

of 832 cases from Greece. Clin Endocrinol 1999,<br />

50:643-654.<br />

26. Kim MJ, Kim EK, Park SI et al. US-Guided fine<br />

needle aspiration of thyroid nodules: indications,<br />

techniques, results. Radiographics 2008;<br />

27. Danese D, Sciacchitano S, Farsetti A, Andreoli M,<br />

Pontecorvi A Diagnostic accuracy of conventional<br />

versus songraphy-guided fine-needle aspiration biopsy<br />

of thyroid nodules. Thyroid 1998;8:15–21.<br />

28. Carmeci C, Jeffrey RB, McDougall IR, Nowels KW,<br />

Weigel RJ Ultrasound-guided fine-needle aspiration<br />

biopsy of thyroid masses. Thyroid 1998;8:283–289.<br />

29. Mazzaferri EL. Sipos J: Should all patients with subcentimeter<br />

thyroid nodules undergo fine-needle<br />

aspiration biopsy and preoperative neck ultrasonography<br />

to define the extent of tumor invasion?<br />

Thyroid 2008 18:1114-1119<br />

30. Marqusee E, Benson CB, Frates MC, et al. Usefulness<br />

of ultrasonography in the management of nodular<br />

thyroid disease. Ann Intern Med 2000;1339:696–700.<br />

31. Papini E, Guglielmi R, Bianchini A, et al. Risk of malignancy<br />

in nonpalpable thyroid nodules:predictive<br />

value of ultrasound and color-Doppler features. J<br />

Clin Endocrinol Metab 2002;87:1941–1946.<br />

32. AACE/AME/ETA Task force on thyroid nodules.<br />

Medical guidelines for clinical practice for the diagnosis<br />

and management of thyroid nodules. Endocr<br />

Pract 2009<br />

33. Cooper DS, Doherty GM, Haugen BR et al: The<br />

American Thyroid Association guidelines Taskforce:<br />

Management guidelines for patients with thyroid<br />

nodules and differentiated thyroid cancer. Thyroid<br />

2006, 16:109-142<br />

34. Baloch ZW, LiVolsi VA, Asa SL, et al Diagnostic<br />

terminology and morphologic criteria for cytologic<br />

diagnosis of thyroid lesions: a synopsis of<br />

the National Cancer Institute Thyroid Fine-Needle<br />

Aspiration State of the Science Conference. Diagn<br />

Cytopathol 2008;36:425–437.<br />

35. Zelmanovitz F, Genro S, Gross JL 1998 Suppressive<br />

therapy with levothyroxine for solitary thyroid<br />

nodules: a double-blind controlled clinical study<br />

and cumulative meta-analyses. J Clin Endocrinol<br />

Metab 83:3881–3885.<br />

36. Wemeau JL, Caron P, Schvartz C, et al. Effects of<br />

thyroidstimulating hormone suppression with levothyroxine<br />

in reducing the volume of solitary thyroid<br />

nodules and improving extranodular nonpalpable<br />

changes: a randomized, double-blind, placebo-controlled<br />

trial by the French Thyroid Research Group.<br />

J Clin Endocrinol Metab 2002;87:4928– 4934.<br />

37. Castro MR, Caraballo PJ, Morris JC Effectiveness<br />

of thyroid hormone suppressive therapy in benign<br />

solitary thyroid nodules: a meta-analysis. J Clin Endocrinol<br />

Metab 2002;87:4154–4159.<br />

38. Reiners C, Schneider P. Radioiodine therapy of<br />

thyroidautonomy. Eur J Nucl Med Mol Imaging.<br />

2002;29(Suppl 2):S471-S478.<br />

39. Nygaard B, Hegedus L, Nielsen KG, Ulriksen P, Hansen<br />

JM. Long-term effect of radioactive iodine on<br />

thyroid function and size in patients with solitary<br />

autonomously functioning toxic thyroid nodules.<br />

Clin Endocrinol (Oxf). 1999;50:197-202.<br />

40.Nielsen VE, Bonnema SJ, Hegedus L. The effects


226<br />

Οζώδης θυρεοειδική νόσος<br />

of recombinant human thyrotropin, in normal subjects<br />

and patients with goitre. Clin Endocrinol (Oxf).<br />

2004;61:655-663.<br />

41. Raab SS, Silverman JF, Elsheikh TM, Thomas PA,<br />

Wakely PE Pediatric thyroid nodules: disease demographics<br />

and clinical management as determined<br />

by fine needle aspiration biopsy. Pediatrics<br />

1995;95:46–49.<br />

42. Corrias A, Einaudi S, Chiorboli E, et al. Accuracy<br />

of fine needle aspiration biopsy of thyroid nodules<br />

in detecting malignancy in childhood: comparison<br />

with conventional clinical, laboratory, and<br />

imaging approaches. J Clin Endocrinol Metab2001;<br />

86:4644–4648.<br />

43. Hung W 1999 Solitary thyroid nodules in 93 children<br />

and adolescents, a 35-years experience. Horm<br />

Res 52:15–18.<br />

44. Gharib H, Zimmerman D, Goellner JR, Bridley SM,<br />

LeBlanc SM Fine-needle aspiration biopsy: Use in<br />

diagnosis and management of pediatric thyroid<br />

diseases. Endo Pract 1995;1:9–13.<br />

45. Corrias A, Einaudi S, Chiorboli E, et al. Accuracy of<br />

fine needle aspiration biopsy of thyroid nodules<br />

in detecting malignancy in childhood: Comparison<br />

with conventional clinical, laboratory, and imaging<br />

approaches. J Clin Endocrinol Metab. 2001;86:4644-<br />

4648.<br />

46. Feinmesser R, Lubin E, Segal K, Noyek A. Carcinoma<br />

of the thyroid in children: A review. J Pediatr Endocrinol<br />

Metab. 1997;10:561-568.<br />

47. Niedziela M, Breborowicz D, Trejster E, Korman E.<br />

Hot nodules in children and adolescents in western<br />

Poland from 1996 to 2000: Clinical analysis of 31<br />

patients. J Pediatr Endocrinol Metab. 2002;15:823-<br />

830.<br />

48. Tan GH, Gharib H, Goellner JR, van Heerden JA,<br />

Bahn RS Management of thyroid nodules in pregnancy.<br />

Arch Intern Med 1996;156:2317–2320.<br />

49. Moosa M, Mazzaferri EL 1997 Outcome of differentiated<br />

thyroid cancer diagnosed in pregnant<br />

women. J Clin Endocrinol Metab 82:2862–2866.<br />

50. Rosen IB, Korman M, Walfish PG. Thyroid nodular<br />

disease in pregnancy: Current diagnosis and management.<br />

Clin Obstet Gynecol. 1997;40:81-89.


227<br />

Αυτοανοσία και θυρεοειδής<br />

Κ Χαντζιάρα 1 , Μ Τζανέλα 2 ,<br />

1<br />

Ειδικευόμενη Ιατρός, 2 Επιμελήτρια Α’, Ενδοκρινολογικό Τμήμα-Κέντρο Διαβήτη Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

CHANTZIARA K, TZANELA M. Thyroid autoimmunity. Autoimmunity is a common cause of dysfunction of the thyroid<br />

gland and can lead to hypofunction and / or hyperfunction. Both genetic and environmental factors are involved in<br />

its induction. The pathophysiology of thyroiditis Hashimoto (HT) and Graves disease (GD) includes common mechanisms<br />

through which reactive T-cells of the thyroid escape tolerance and penetrate the thyroid. There, through unique mechanisms<br />

for each disease, these T-cells cause either cell death (in HT) or stimulation (in GD). Various genes are involved in<br />

autoimmune thyroid disease (ATD). It is well known that there is a tendency for multiple autoimmune diseases to occur<br />

concomitantly in some patients. There is a strong epidemiological association between generalized vitiligo and autoimmune<br />

thyroid disease (ATD). The most important environmental factors implicated in the development of ATD are iodine<br />

and smoking. Iodine deficiency is the main pathogenetic factor contributing to endemic goiter. Systemic effects of ATD<br />

include GO, association with spontaneous miscarriage, and participation in autoimmune polyglandular syndromes (APS).<br />

The presence of ATD is associated with an increased risk for spontaneous miscarriage in subfertile women achieving a<br />

pregnancy through an IVF procedure. Finally, the coexistence of ATD and type 1 diabetes (T1D) in the same individual is<br />

denominated as APS3 variant (APS3v). Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 227-239, 2011.<br />

Key words: autoimmunity, thyroid, Graves’ orbitopathy, iodine, smoking<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Η αυτοανοσία είναι συχνό αίτιο δυσλειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα και μπορεί να οδηγήσει σε υπολειτουργία<br />

ή/και υπερλειτουργία του αδένα. Τόσο γενετικοί όσο και περιβαλλοντικοί παράγοντες εμπλέκονται στην επαγωγή της.<br />

Η παθοφυσιολογία της θυρεοειδίτιδας Hashimoto (ΗΤ) και της νόσου Graves (GD) περιλαμβάνει κοινούς μηχανισμούς<br />

μέσω των οποίων αντιδραστικά Τ-κύτταρα του θυρεοειδούς διαφεύγουν της ανοχής και διεισδύουν στον θυρεοειδή,<br />

καθώς και μοναδικούς για την κάθε νόσο μηχανισμούς με τους οποίους αυτά τα Τ-κύτταρα προκαλούν είτε τον κυτταρικό<br />

θάνατο (στην ΗΤ) είτε την διέγερση (στη GD). Η συσχέτιση της λεύκης με το CTLA-4 φαίνεται να είναι έμμεση,<br />

αντικατοπτρίζοντας την πρωτοπαθή σχέση με άλλες αυτοάνοσες νόσους, κυρίως την ΑΘΝ. Οι σημαντικότεροι περιβαλλοντικοί<br />

παράγοντες που έχουν ενοχοποιηθεί για την ανάπτυξη ΑΘΝ είναι το ιώδιο και το κάπνισμα. Στις εξωθυρεοειδικές<br />

επιπτώσεις της ΑΘΝ συγκαταλέγονται η OG, η συσχέτισή της με υπογονιμότητα, καθώς και η συμμετοχή<br />

της στα αυτοάνοσα πολυαδενικά σύνδρομα (APS) Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 227-239, 2011.<br />

Λέξεις κλειδιά: αυτοανοσία, θυρεοειδής, οφθαλμοπάθεια Graves, ιώδιο, κάπνισμα<br />

Εισαγωγη<br />

Η αυτοανοσία είναι συχνό αίτιο δυσλειτουργίας<br />

του θυρεοειδούς αδένα και μπορεί να οδηγήσει σε<br />

υπολειτουργία ή/και υπερλειτουργία του αδένα. Η ταξινόμηση<br />

και κλινική έκφραση της αυτοάνοσης θυρεοειδικής<br />

νόσου (ΑΘΝ) περιλαμβάνει τη χρόνια αυτοάνοση<br />

θυρεοειδίτιδα ή θυρεοειδίτιδα Hashimoto, την ατροφική<br />

θυρεοειδίτιδα (πρωτοπαθή υποθυρεοειδισμό), την σιωπηλή<br />

θυρεοειδίτιδα (σποραδική και λοχείας), και τη<br />

νόσο Graves. Οι δύο πρώτες εκφράζονται κλινικά με<br />

υποθυρεοειδισμό, η τρίτη με παροδικό υπερθυρεοειδισμό<br />

και στη συνέχεια υποθυρεοειδισμό και η τελευταία<br />

με υπερθυρεοειδισμό (1). Η ΑΘΝ, όπως πετυχημένα<br />

έχει ειπωθεί, αποτελεί ένα φάσμα που εκτείνεται<br />

από το ιδιοπαθές μυξοίδημα, στη μη τοξική βρογχοκήλη<br />

και φτάνει στην διάχυτη τοξική βρογχοκήλη ή νόσο


228<br />

Αυτοανοσία και θυρεοειδής<br />

Graves. Εξέλιξη της αυτοανοσίας από το ένα άκρο του<br />

φάσματος αυτού στο άλλο μπορεί ενίοτε να συμβεί<br />

στον ίδιο ασθενή (2). Τόσο γενετικοί όσο και περιβαλλοντικοί<br />

παράγοντες εμπλέκονται στην επαγωγή της<br />

αυτοανοσίας. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο φαίνεται να<br />

διαδραματίζει το ιώδιο καθώς και το κάπνισμα, όπως<br />

βρέθηκε από πρόσφατες μελέτες.<br />

Συντομη επισκοπηση του ανοσοποιητικου<br />

μηχανισμου<br />

Η βασική λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος<br />

έγκειται στην αναγνώριση των αυτοαντιγόνων<br />

έναντι των εξωγενών αντιγόνων και η εξουδετέρωση<br />

των τελευταίων (3). Τα κύτταρα που εμπλέκονται στον<br />

ανωτέρω μηχανισμό είναι κυρίως τα CD4+ Τ βοηθητικά<br />

λεμφοκύτταρα, τα οποία μετά από την έκθεση στο<br />

αντιγόνο διαφοροποιούνται σε δύο υποκατηγορίες,<br />

τα Th 1 και τα Th2 λεμφοκύτταρα. Τα Th 1 εκκρίνουν<br />

ιντερλευκίνη-2 (IL-2), ιντερφερόνη-γ (IFN-γ) και παράγοντα<br />

νέκρωσης των όγκων (TNF-α) και ρυθμίζουν<br />

την κυτταρική ανοσία, ενώ τα Th2, εκκρίνουν ιντερλευκίνη<br />

4,5,6 και 10 και επηρεάζουν την χυμική ανοσία.<br />

Η ενεργοποίηση των Τ-λεμφοκυττάρων απαιτεί δύο<br />

σήματα. Το πρώτο είναι η πρόσδεση των υποδοχέων<br />

των Τ-λεμφοκυττάρων (TCR) με τα αντιγόνα τα οποία<br />

φέρονται στα MHC μόρια των αντιγονοπαρουσιαστικών<br />

κυττάρων (ΑΠΣΚ). Το δεύτερο συνδιεγερτικό σήμα<br />

παρέχεται από πρωτεΐνες επιφανείας των ΑΠΣΚ. Οι<br />

κυριότερες εκπρόσωποι είναι οι Β7.1 (CD80) και Β7.2<br />

(CD70). Οι Β7.1 διεγείρουν την παραγωγή των Th1 λεμφοκυττάρων,<br />

ενώ οι Β7.2 των Th2 λεμφοκυττάρων (3).<br />

Η αλληλεπίδραση των Β7 πρωτεϊνών με το<br />

CD28 αντιγόνο επιφανείας των ανενεργών Τ-λεμφοκυττάρων<br />

οδηγεί στην ενεργοποίησή τους, ενώ<br />

πρόσδεση στο CTLA-4 αντιγόνο επιφανείας ήδη ενεργοποιημένων<br />

Τ-λεμφοκυττάρων έχει ως αποτέλεσμα<br />

την μετάδοση αρνητικού σήματος. Επίσης δύο νέα ζεύγη<br />

υποδοχέων-συνδετών έχουν εμπλακεί στη μετάδοση<br />

του σήματος ενεργοποίησης των λεμφοκυττάρων.<br />

Η B7RP-1 πρωτεΐνη προσδένεται στον υποδοχέα ICOS<br />

και μεταδίδει διεγερτικό σήμα, ενώ η πρόσδεση των<br />

Β7-Η1 (PD-L1) και B7-DC (PD-L2) με τον υποδοχέα PD-1<br />

μεταδίδει ανασταλτικό σήμα (3).<br />

Γενετικη προδιαθεση ΑΘΝ<br />

Είναι ενδιαφέρον ότι η αυτοάνοση διέγερση του<br />

θυρεοειδή οδηγεί σε κλινικά σύνδρομα με αντίθετη<br />

εικόνα και εξέλιξη, τη θυρεοειδίτιδα Hashimoto (ΗΤ)<br />

και τη νόσο Graves (GD). Στη HT, η λεμφοκυτταρική<br />

διήθηση του θυρεοειδούς αδένα οδηγεί σε απόπτωση<br />

των θυρεοειδικών κυττάρων και υποθυρεοειδισμό<br />

(4). Αντιθέτως, στη GD, η λεμφοκυτταρική διήθηση του<br />

θυρεοειδούς οδηγεί σε ενεργοποίηση του υποδοχέα<br />

θυρεοτροπίνης (TSHR) από αντιδραστικά Β-κύτταρα<br />

που εκκρίνουν TSHR-διεγερτικά αντισώματα και προκαλούν<br />

υπερθυρεοειδισμό (5). Εχει διατυπωθεί η άποψη<br />

ότι αν στην αυτοάνοση διέγερση επικρατήσουν τα<br />

Τh1 λεμφοκύτταρα, υπεύθυνα για την κυτταρική ανοσοαπόκριση,<br />

επάγεται η έκφραση του Fas και η απόπτωση<br />

του θυρεοειδικού κύτταρου με αποτέλεσμα την<br />

HT. Αντίθετα, σε επικράτηση των Τh2 λεμφοκυττάρων,<br />

υπεύθυνων για την χυμική ανοσία, επάγεται η παραγωγή<br />

των διεγερτικών ή ανασταλτικών αντισωμάτων<br />

έναντι του υποδοχέα της TSH με αποτέλεσμα εμφάνιση<br />

GD ή ατροφικής θυρεοειδίτιδας αντίστοιχα (1). Η<br />

παθοφυσιολογία λοιπόν της HT και GD περιλαμβάνει<br />

κοινούς μηχανισμούς μέσω των οποίων αντιδραστικά<br />

Τ-κύτταρα του θυρεοειδούς διαφεύγουν της ανοχής<br />

και διεισδύουν στον θυρεοειδή, καθώς και μοναδικούς<br />

για την κάθε νόσο μηχανισμούς με τους οποίους αυτά<br />

τα αντιδραστικά θυρεοειδικά Τ-κύτταρα προκαλούν<br />

είτε τον κυτταρικό θάνατο (στη ΗΤ) είτε την διέγερση<br />

(στη GD). Έτσι, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η<br />

γενετική προδιάθεση για τις HT και GD περιλαμβάνει<br />

κοινά γονίδια και διαφορετικά για την κάθε νόσο γονίδια<br />

(6).<br />

Ποικίλες μελέτες συνοψίζουν δεδομένα σχετικά με<br />

γονίδια που εμπλέκονται στη θυρεοειδική αυτοανοσία.<br />

Την πρώτη κατηγορία γονιδίων αποτελούν τα λεγόμενα<br />

γονίδια της ανοσολογικής σύναψης (7). Η ανοσολογική<br />

σύναψη είναι ο χώρος όπου έρχονται σε επαφή<br />

τα ΑΠΣΚ και τα Τ-κύτταρα, και σχηματίζεται στη<br />

διάρκεια της ενεργοποίησης των Τ-λεμφοκυττάρων.<br />

Πρόκειται για ένα πολύπλοκο περιβάλλον που περιλαμβάνει<br />

το αντιγόνο-πεπτίδιο που είναι δεσμευμένο<br />

σε μια κατηγορία μορίων HLA ΙΙ και τον υποδοχέα των<br />

Τ-κυττάρων, συνδιεγερτικά μόρια, καθώς και υποδοχείς<br />

των ΑΠΣΚ και Τ-κυττάρων, ιντεγκρίνες, και άλλα<br />

μόρια (8). Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι αρκετά από τα<br />

γονίδια της ΑΘΝ συμμετέχουν στην ανοσολογική σύναψη,<br />

γεγονός που υποδηλώνει ότι ανωμαλίες στην<br />

αντιγονοπαρουσίαση εμπλέκονται σε μηχανισμούς<br />

που οδηγούν στην αυτοανοσία (7).<br />

Ι. Γονίδια της ανοσολογικής σύναψης<br />

• Το γονίδιο HLA-DR<br />

Η μεγάλη περιοχή ιστοσυμβατότητας (MHC) κωδι-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 229<br />

κοποιεί τις γλυκοπρωτεΐνες HLA, είναι μια άκρως πολυμορφική<br />

γενετική περιοχή που περιλαμβάνει πολλά<br />

γονίδια και βρίσκεται στο χρωμόσωμα 6p21 (9). Aρχικές<br />

μελέτες ανέλυσαν τα σημαντικότερα HLA αλλήλια τάξης<br />

ΙΙ στην ΑΘΝ (9). Οι μελέτες αυτές ανέδειξαν μία σημαντική<br />

συσχέτιση της GD με το HLA-DR3. Ωστόσο, τα στοιχεία<br />

για τα HLA αλλήλια που εμπλέκονται στην HT είναι<br />

λιγότερο συγκεκριμένα από αυτά της GD, ενώ ποικίλα<br />

από αυτά έχουν αναφερθεί ως συσχετιζόμενα.<br />

Πρόσφατες μελέτες μετατόπισαν το επίκεντρο του<br />

ενδιαφέροντος από τη συσχέτιση των HLA-DR αλληλίων<br />

με την ΑΘΝ προς τη μοριακή δομή της «δεσμευτικής<br />

τσέπης» (binding pocket) του πεπτιδίου και τη συσχέτισή<br />

της με τη νόσο. Αυτή η μηχανιστική προσέγγιση<br />

αποδείχθηκε πολύ εποικοδομητική. Δεδομένου ότι τα<br />

T-κύτταρα αναγνωρίζουν και ανταποκρίνονται στα<br />

πεπτιδικά αντιγόνα όταν αυτά τους παρουσιάζονται<br />

από τα ΑΠΣΚ που είναι δεσμευμένα στις HLA ΙΙ τσέπες,<br />

υποθέσαμε ότι ορισμένα HLA-DR αλλήλια επιτρέπουν<br />

σε αυτοαντιγονικά πεπτίδια να προσδένονται στις<br />

«δεσμευτικές τσέπες» και έτσι μπορούν να παρουσιάζονται<br />

πιο αποτελεσματικά στα T- κύτταρα (10).<br />

Πρόσφατα εντοπίστηκε η αργινίνη στη θέση 74 της<br />

αλυσίδας HLA-DRB1 (DRB-Arg74) ως το κρίσιμο DR αμινοξύ<br />

που προσδίδει ευπάθεια για την GD. Αντίθετα,<br />

βρέθηκε ότι η παρουσία της γλουταμίνης στη θέση 74<br />

της DRB1 αλυσίδας είναι προστατευτική. Τα στοιχεία<br />

αυτά επιβεβαιώθηκαν από μελέτες σε ένα ανεξάρτητο<br />

σύνολο δεδομένων (11). Ομοίως, εντοπίστηκε μία «τσέπη»<br />

HLA-DR αμινοξέος που αυξάνει τον κίνδυνο για<br />

την HT. Όπως και στη GD, η βασική «τσέπη» αμινοξύ<br />

ήταν επίσης η DRB-Arg74. Δομικές αναλύσεις έδειξαν<br />

ότι αυτή η «τσέπη» οδηγεί σε μια μοναδική δομή που<br />

είναι πιθανό να δεσμεύει παθογενετικά πεπτίδια και<br />

να τα παρουσιάζει σε Τ-κύτταρα. Περαιτέρω μελέτες<br />

εντόπισαν αυτά τα Tg πεπτίδια που θα μπορούσαν<br />

να παρουσιαστούν από HLA-DR «τσέπες» που περιέχουν<br />

αργινίνη στη βήτα θέση 74 (12).<br />

• CTLA-4<br />

To CTLA-4 έχει καθιερωθεί πλέον ως γονίδιο αυτοανοσίας<br />

που συνδέεται με διάφορες αυτοάνοσες καταστάσεις.<br />

Αυτές περιλαμβάνουν τόσο την GD όσο και<br />

την HT, καθώς και την παραγωγή θυρεοειδικών αντισωμάτων<br />

(TAb) χωρίς να συνοδεύονται από κλινική<br />

νόσο (13). Η συσχέτιση αυτή είναι σταθερή ανάμεσα σε<br />

διαφορετικές εθνότητες και γεωγραφικές ομάδες (14).<br />

Πρόσφατες αναλύσεις έδειξαν ότι η συμμετοχή<br />

του CTLA-4 στην γενετική προδιάθεση της ΑΘΝ είναι<br />

πιο πολύπλοκη από ό, τι αρχικά πιστευόταν. Ενώ το<br />

CTLA-4 μόνο του προδιαθέτει στην ανάπτυξη TAb,<br />

μπορεί επίσης να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην<br />

προδιάθεση για υψηλά επίπεδα TAb και έκφραση κλινικής<br />

ΑΘΝ όταν αλληλεπιδρά με άλλους επιτόπους<br />

(loci) (15). Επιπλέον, τόσο το G αλλήλιο (φέρεται να<br />

σχετίζεται με την ΑΘΝ) όσο και το Α αλλήλιο (φέρεται<br />

να είναι προστατευτικό) του A/G49 SNP του CTLA-4<br />

μπορεί να προδιαθέτει για ΑΘΝ όταν αλληλεπιδρούν<br />

με διαφορετικούς επιτόπους (15).<br />

• CD40<br />

Το CD40 εκφράζεται κυρίως στα Β-κύτταρα και σε<br />

άλλα ΑΠΣΚ και διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο στην<br />

ενεργοποίηση των Β-κυττάρων και την έκκριση αντισωμάτων.<br />

Δεδομένου ότι το CD40 εκφράζεται στα<br />

Β-κύτταρα και στα θυλακιώδη θυρεοειδικά κύτταρα<br />

τα οποία συμμετέχουν στην ανάπτυξη της GD, είναι<br />

πιθανό ότι η αυξημένη έκφραση του CD40 που οφείλεται<br />

στο C-αλλήλιο στα κύτταρα αυτά προδιαθέτει<br />

σε νόσο (16). Έτσι, η αυξημένη έκφραση του CD40 στα<br />

Β-κύτταρα μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη παραγωγή<br />

αντι-TSHR-διεγερτικών αντισωμάτων, ενώ αυξημένη<br />

έκφραση του CD40 στα θυρεοειδικά κύτταρα μπορεί<br />

να πυροδοτήσει μια αυτοάνοση αντίδραση στο θυρεοειδή<br />

από τοπικά Τ-κύτταρα. Οι εν λόγω μηχανισμοί<br />

δεν αλληλοαποκλείονται και θα μπορούσαν να λειτουργούν<br />

αμφότεροι (7).<br />

ΙΙ. Γονίδια ρυθμιστικά των Τ-κυττάρων<br />

Τα ρυθμιστικά Τ-κύτταρα (Treg) αποτελούν σημαντικό<br />

υποσύνολο των Τ-κυττάρων που ρυθμίζουν<br />

την ενεργοποίηση των Τ-κυττάρων. Παίζουν σημαντικό<br />

ρόλο στην περιφερική ανοχή στα αυτοαντιγόνα.<br />

Πράγματι, διέγερση των Treg κυττάρων καταστέλλει<br />

την πειραματική αυτοανοσία σε επίμυες. Επιπλέον, η<br />

έλλειψη Treg κυττάρων στους επίμυες αυξάνει την ευαισθησία<br />

τους για πειραματική πρόκληση GD (17). Σε<br />

μια άλλη πρόσφατη μελέτη φάνηκε ότι η έλλειψη των<br />

Treg σε επίμυς προκαλεί μαζί με πειραματική GD, μια<br />

μεταλλαγή προς μία νόσο που προσομοιάζει σε ΗΤ<br />

(18). Έχουν βρεθεί αρκετοί υπότυποι Treg κυττάρων.<br />

Ένας υποτύπος, τα φυσικά απαντούμενα Treg, εκφράζουν<br />

ιδιοσυστασιακά το CD25, το CTLA-4, και τον<br />

επαγόμενο από γλυκοκορτικοειδή παράγοντα νέκρωσης<br />

των όγκων (TNF) υποδοχέα. Επιπλέον, η ανάπτυξή<br />

τους ρυθμίζεται από το FOXP3 γονίδιο. Ενδιαφέρον<br />

παρουσιάζει ότι το FOXP3 και το CD25 σχετίζονται με<br />

την ΑΘΝ (7).


230<br />

Αυτοανοσία και θυρεοειδής<br />

ΙΙΙ. Γονίδια ειδικά για τον θυρεοειδή<br />

• Θυρεοσφαιρίνη (Tg)<br />

Η Tg είναι ένας από τους κύριους στόχους της<br />

αυτοάνοσης αντίδρασης στην ΑΘΝ (19). Ως εκ τούτου,<br />

αποτελεί ένα υποψήφιο γονίδιο για την ΑΘΝ. Πράγματι,<br />

η μελέτη σύνδεσης ολόκληρου του γονιδιώματος<br />

(whole’genome linkage study) προσδιόρισε τo γονίδιο<br />

της Tg ως μείζον γονίδιο ευπάθειας για ΑΘΝ (20). Ο<br />

προσδιορισμός της αλληλουχίας του γονιδίου της Tg<br />

προσδιόρισε τρεις παραλλαγές αμινοξέων που σχετίστηκαν<br />

με ΑΘΝ, τα A734S, V1027M και W1999R (21).<br />

Μηχανικά, είναι πιθανό ότι οι ποικιλομορφίες της Tg<br />

μπορεί να προδιαθέτουν σε νόσο, μεταβάλλοντας τον<br />

κατακερματισμό της στα ενδοσώματα, με αποτέλεσμα<br />

ένα παθογονικό πεπτίδιο Tg (7).<br />

• Γονίδιο TSHR<br />

Η GD ορίζεται από την παρουσία της διεγερτικών<br />

αντισωμάτων του TSHR (5). Συνεπώς, εύλογο είναι ότι<br />

το γονίδιο TSHR ήταν το πρώτο (μετά το HLA), που<br />

ελέγχθηκε για πιθανή συσχέτιση με την GD (7). Πρόσφατα<br />

διαπιστώθηκε ότι μη κωδικοποιητικά ιντρόνια<br />

SNPs στον TSHR συνδέονται με την GD . Η πιο σταθερή<br />

συσχέτιση σε Καυκάσιους έχει βρεθεί για το ιντρόνιο<br />

1 SNP (22).<br />

Έχοντας υπόψιν τα ανωτέρω γονίδια, το κρίσιμο<br />

ερώτημα που τίθεται είναι πόσα γονίδια ευπάθειας<br />

απαιτούνται για την ανάπτυξη ΑΘΝ. Ένα από τα<br />

πολλά απρόσμενα ευρήματα γενετικών μελετών όσον<br />

αφορά σε σύνθετες ασθένειες ήταν ότι τα περισσότερα<br />

γονίδια που ταυτοποιήθηκαν είχαν πολύ μικρή<br />

επίπτωση (23). Πράγματι, με την εξαίρεση της παραλλαγής<br />

του DRB1-Arg74 του HLA, η οποία δίνει ένα odds<br />

ratio (OR) για τη GD> 5, όλα τα άλλα γονίδια της ΑΘΝ<br />

δίνουν πολύ χαμηλά OR


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 231<br />

τοπο στο 6qter κοντά στο IDDM8, 1,44Mb πλησίον του<br />

SMOC2 (26).<br />

Εκτός από την ανοσία που σχετίζεται με τα γονίδια,<br />

η μελέτη ολόκληρου του γονιδιώματος που αφορά<br />

στη λεύκη ανίχνευσε συσχέτιση με ένα μόνο μη-ανοσοσχετιζόμενο<br />

γονίδιο. Πρόκειται για το TYR, που κωδικοποιεί<br />

την τυροσινάση, το ένζυμο κλειδί για τη βιοσύνθεση<br />

της μελανίνης και σημαντικό αυτοαντιγόνο<br />

για τη γενικευμένη λεύκη. Όσον αφορά στη γενικευμένη<br />

λεύκη, την υπεύθυνη μετάλλαξη του TYR φαίνεται να<br />

αποτελεί το μείζον αλλήλιο του κοινού πολυμορφισμού<br />

R402Q (29). Μια υπόθεση είναι ότι η TYR R402Q μπορεί<br />

να προκαλέσει εναλλακτικά ευπάθεια στη λεύκη και<br />

στο μελάνωμα διαμορφώνοντας την ανοσοποιητική<br />

δραστηριότητα των κακοήθων μελανωμάτων (26).<br />

Υπάρχει μεγάλη επιδημιολογική συσχέτιση μεταξύ<br />

της γενικευμένης λεύκης και της ΑΘΝ, η οποία εκδηλώνεται<br />

(88% υποθυρεοειδισμός και 12% υπερθυρεοειδισμός)<br />

στο 17%-25% των ασθενών με λεύκη και στο<br />

6%-15% των συγγενών πρώτου βαθμού τους (27), ενώ<br />

ο επιπολασμός της λεύκης μεταξύ των ασθενών με<br />

ΑΘΝ είναι ~7% (30). Αυτή η επιδημιολογική συσχέτιση<br />

υποδηλώνει ότι η γενικευμένη λεύκη και η ΑΘΝ μοιράζονται<br />

κοινούς προδιαθεσικούς γενετικούς παράγοντες<br />

(26).<br />

Ποικίλες μελέτες έχουν εντοπίσει μια σειρά γονιδίων<br />

που ενδεχομένως δραστηριοποιούνται στην<br />

ΑΘΝ (31). Η ισχυρότερη συσχέτιση έχει βρεθεί με το<br />

HLA-DR3, στο οποίο ένα 74R αλλήλιο φαίνεται να είναι<br />

υπεύθυνο για την προδιάθεση στη νόσο (11). Αντίθετα,<br />

η γενικευμένη λεύκη σχετίζεται με τον HLA-DR4 της<br />

τάξης ΙΙ DRB1 * 04-DQB1 * 0301 απλότυπο (32).<br />

Ποικίλα μη-MHC υποψήφια γονίδια έχουν συσχετισθεί<br />

με την ΑΘΝ (24). Από αυτά, έχει εδραιωθεί η γενετική<br />

συσχέτιση του PTPN22 με τη γενικευμένη λεύκη,<br />

ενώ η συσχέτισή της με το CTLA4 φαίνεται να είναι<br />

έμμεση, αντικατοπτρίζοντας την πρωτοπαθή σχέση με<br />

άλλες αυτοάνοσες νόσους που μπορεί να συνυπάρχουν,<br />

κυρίως την ΑΘΝ (26).<br />

Περιβαλλοντικοι παραγοντες που ενοχοποιουνται<br />

για ΑΘΝ<br />

Οι σημαντικότεροι περιβαλλοντικοί παράγοντες<br />

που έχουν ενοχοποιηθεί για την ανάπτυξη ΑΘΝ είναι<br />

το ιώδιο, φάρμακα, στεροειδικές ορμόνες, μικροβιακοί<br />

παράγοντες, το stress και το κάπνισμα. Επίσης ποικίλες<br />

συνθετικές χημικές ενώσεις έχουν την ιδιότητα να<br />

προκαλούν διαταραχή στο θυρεοειδή και μπορεί να<br />

επηρεάσουν τη λειτουργία του. Αυτές περιλαμβάνουν<br />

τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCB), οργανοφωσφορικά<br />

και οργανοχλωριωμένα φυτοφάρμακα, υποπροϊόντα<br />

διοξινών των χημικών οργανοχλωριούχων και<br />

το θειοκυάνειο (33). Τέλος, έχουν επίσης ενοχοποιηθεί<br />

αρκετά παράγωγα φυτικών ουσιών. Τα φλαβονοειδή,<br />

για παράδειγμα, επηρεάζουν τη σύνθεση των θυρεοειδικών<br />

ορμονών αναστέλλοντας την TPO (34). Τον<br />

σημαντικότερο από όλους αυτούς τους παράγοντες<br />

αποτελεί το ιώδιο, το οποίο έχει μελετηθεί και εκτενέστερα.<br />

Ι. Ιώδιο<br />

Το ιώδιο βρίσκεται σε ποικίλα διατροφικά προϊόντα,<br />

συμπεριλαμβανομένων των θαλασσινών και<br />

συμπληρωμάτων διατροφής (kelp και φύκια, ιωδιούχο<br />

αλάτι, ψωμί ενισχυμένο σε ιώδιο, αλεύρι, συντηρητικά<br />

και κόκκινες χρωστικές). Η θεραπευτική χρήση<br />

σκευασμάτων πλούσιων σε ιώδιο όπως η αμιοδαρόνη,<br />

βιταμίνες, τοπικά αντισηπτικά και ιωδιούχες ακτινολογικές<br />

χρωστικές μπορεί επίσης να οδηγήσει στην<br />

απελευθέρωση μεγάλων ποσοτήτων ιωδίου. Χαρακτηριστικά<br />

αναφέρεται ότι η αμιοδαρόνη περιέχει 37%<br />

ιώδιο. Αυτό το αντιαρρυθμικό σκεύασμα μπορεί να<br />

επηρεάσει αρνητικά τη λειτουργία του θυρεοειδούς και<br />

να προκαλέσει κλινικό υπερθυρεοειδισμό ή υποθυρεοειδισμό<br />

στο 2-10% των ασθενών (35).<br />

Η ένδεια ιωδίου είναι ο κύριος παθογενετικός παράγοντας<br />

της ενδημικής βρογχοκήλης. Ο μηχανισμός<br />

είναι είτε έμμεσος, μέσω της αυξημένης έκκρισης TSH<br />

που προκαλείται από τη μειωμένη παραγωγή ορμονών<br />

του θυροειδούς, είτε άμεσος, μέσω τοπικών αναδραστικών<br />

(feedback) μηχανισμών εντός του θυρεοειδούς<br />

αδένα. Αυτό μπορεί να αποτελεί το ερέθισμα<br />

για έναν υποπληθυσμό ταχέως ανταποκρινόμενων<br />

θυρεοειδικών κυττάρων στο να πολλαπλασιαστούν,<br />

οδηγώντας σε εστιακή θυρεοειδική υπερπλασία (36).<br />

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μία μελέτη που<br />

έγινε το 2007 και αφορά τον ρόλο του ιωδίου όσον<br />

αφορά στην ΑΘΝ στην Ελλάδα (33). Η Ελλάδα έως και<br />

τη δεκαετία του 1980 θεωρείτο, σύμφωνα με τα κριτήρια<br />

της ΠΟΥ, ως μία χώρα με μέτρια ένδεια ιωδίου.<br />

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, παρότι<br />

δεν ελήφθησαν επίσημα μέτρα για την εφαρμογή ενός<br />

υποχρεωτικού προγράμματος ιωδίωσης του άλατος,<br />

η διαιτητική πρόσληψη ιωδίου βελτιώθηκε. Την «σιωπηλή<br />

ιώδοπροφύλαξη», ακολούθησε η εμφάνιση αυτοάνοσης<br />

θυρεοειδίτιδας με βρογχοκήλη, ειδικά σε νέους<br />

ανθρώπους. Τα ευρήματα αυτά οδήγησαν στην υπόθεση<br />

ότι το ιώδιο εμπλέκεται στην ενεργοποίηση ή την


232<br />

Αυτοανοσία και θυρεοειδής<br />

ενίσχυση της θυρεοειδικής αυτοανοσίας, τουλάχιστον<br />

στις περιοχές όπου στο παρελθόν υπήρχε ένδεια ιωδίου<br />

(33).<br />

Με βάση τις παρατηρήσεις αυτές αναπτύχθηκε η<br />

υπόθεση της εξελισσόμενης θυρεοειδικής αυτοανοσίας<br />

κατά τη διάρκεια της ιωδοπροφύλαξης . Αυτή περιλαμβάνει<br />

ένα πρώιμο στάδιο κατά το οποίο αντι-Tg<br />

αντισώματα εμφανίζονται σε υψηλές συχνότητες. Σε<br />

αυτή τη φάση, η ιωδιωμένη Tg μπορεί να καταστεί<br />

ανοσογονική, προκαλώντας αυτοάνοση αντίδραση<br />

ενάντια στον θυρεοειδή αδένα. Η φάση αυτή φαίνεται<br />

να είναι αναστρέψιμη, αφού τα αντι-Tg αντισώματα<br />

εξαφανίζονται στις μισές περιπτώσεις. Στις υπόλοιπες<br />

αναπτύσσονται αντι-TPO αντισώματα και μπορεί<br />

να οδηγήσουν σε αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα (37). Κατά<br />

τη διάρκεια της δεύτερης φάσης, η συνεχής έκθεση στο<br />

ιώδιο μπορεί να διαδραματίσει ένα ανοσοτροποποιητικό<br />

ρόλο που αναπαράγει τη θυρεοειδική αυτοανοσία.<br />

Η παρουσία των αντι-TPO αντισωμάτων μπορεί<br />

να αποτελέσει ένδειξη για μελλοντική ανάπτυξη θυρεοειδικής<br />

δυσλειτουργίας (37).<br />

Οι μηχανισμοί μέσω των οποίων το ιώδιο σχετίζεται<br />

με την ανάπτυξη ΑΘΝ δεν έχουν διευκρινιστεί<br />

πλήρως, αλλά έχουν αναπτυχθεί διάφορες υποθέσεις.<br />

Η σύνδεση του ιωδίου με τη θυρεοσφαιρίνη αυξάνει<br />

την αντιγονικότητά της, αυξάνοντας παράλληλα τη<br />

συγγένειά της με τον TCR και ενισχύοντας την παρουσίασή<br />

της από τα ΑΠΣΚ στα Τ-λεμφοκύτταρα (3),<br />

με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση αυτοαντιδραστικών<br />

λεμφοκυττάρων έναντι της θυρεοσφαιρίνης. Επίσης η<br />

οξείδωση του ιωδίου από την θυρεοειδική υπεροξειδάση<br />

(ΤΡΟ) οδηγεί στην παραγωγή μεσολαβητών, οι<br />

οποίοι έχουν άμεση καταστρεπτική δράση έναντι των<br />

θυρεοκυττάρων λόγω οξείδωσης των μεμβρανικών<br />

λιπιδίων και πρωτεϊνών τους (3, 38). Το οξειδωτικό<br />

stress που προκαλείται από την παραγωγή ελευθέρων<br />

ριζών μπορεί να οδηγήσει σε νέκρωση των κυττάρων<br />

του θυρεοειδούς με παράλληλη απελευθέρωση αυτοαντιγόνων.<br />

Η υπερβολική πρόσληψη ιωδίου σχετίζεται<br />

επίσης με την επαγωγή της απόπτωσης των θυρεοκυττάρων<br />

και την ανάπτυξη θυρεοειδικής αυτοανοσίας<br />

(1, 38). Τέλος, το ιώδιο φαίνεται να έχει θετική<br />

επίδραση στην ωρίμαση των δενδριτικών κυττάρων,<br />

στην αύξηση του αριθμού των κυκλοφορούντων Τ-<br />

λεμφοκυττάρων και στην ενίσχυση της παραγωγής<br />

ανοσοσφαιρινών (3, 39).<br />

ΙΙ. Κάπνισμα<br />

Μία ενδιαφέρουσα μελέτη από την Ολλανδία βρήκε<br />

ότι η διακοπή του καπνίσματος αυξάνει τον κίνδυνο de<br />

novo εμφάνισης στον ορό αντι-ΤΡΟ ή/και αντι-Tg αντισωμάτων<br />

σε άτομα ευπαθή προς ανάπτυξη ΑΘΝ (40).<br />

Διάφορες μελέτες παρέχουν ισχυρές ενδείξεις ότι<br />

το κάπνισμα μειώνει την επίπτωση των αντι-ΤΡΟ και<br />

αντι-Tg. Το ερώτημα που εύλογα τίθεται είναι αν το<br />

κάπνισμα μειώνει τον κίνδυνο του υποθυρεοειδισμού.<br />

Μια μετα-ανάλυση δεν κατάφερε να αποδείξει αυτόν<br />

τον συσχετισμό (41). Μία μελέτη από τη Δανία ανέδειξε<br />

μικρότερη επίπτωση ήπιου υποθυρεοειδισμού ανάμεσα<br />

σε καπνιστές σε σχέση με μη καπνιστές (42). Στην Τρίτη<br />

Διεθνή Μελέτη Υγείας και Διατροφής (NHANESIII), οι<br />

καπνιστές είχαν αυξημένη TSH σε μικρότερη συχνότητα<br />

συγκριτικά με μη καπνιστές (43). Πρόσφατα, μια crosssectional<br />

πληθυσμιακή μελέτη από τη Νορβηγία ανέφερε<br />

χαμηλότερη επίπτωση κλινικού και υποκλινικού υποθυρεοειδισμού<br />

στους νυν καπνιστές συγκριτικά με ανθρώπους<br />

που δεν είχαν καπνίσει ποτέ στη ζωή τους<br />

(44). Συνεπώς, μπορεί να υποτεθεί ότι η προληπτική<br />

επίδραση του καπνίσματος εξηγείται, τουλάχιστον εν<br />

μέρει, από την προστατευτική επίδραση του καπνίσματος<br />

στην ανάπτυξη των αντι-ΤΡΟ και αντι-Tg (40).<br />

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ευρήματα στον υποθυρεοειδισμό<br />

έρχονται σε οξεία αντίθεση με πολλές μελέτες<br />

που δείχνουν ότι το κάπνισμα αποτελεί παράγοντα<br />

κινδύνου για την ανάπτυξη της νόσου Graves, και<br />

ειδικά για την οφθαλμοπάθεια Graves (45). Προφανώς,<br />

η καπνιστική συμπεριφορά, μπορεί να καθορίσει μέχρι<br />

ενός σημείου τον κλινικό φαινότυπο της ΑΘΝ: οι<br />

καπνιστές έχουν μικρότερες πιθανότητες να αναπτύξουν<br />

υποθυρεοειδισμό, αλλά περισσότερες να εμφανίσουν<br />

νόσο Graves. Ο μηχανισμός πίσω από αυτές<br />

τις αποκλίνουσες επιδράσεις του καπνίσματος είναι<br />

ελάχιστα κατανοητός (40).<br />

Εξωθυρεοειδικές επιπτΩσεις της ΑΘΝ<br />

Ι. Θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια<br />

Η θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια, που ονομάζεται<br />

επίσης οφθαλμοπάθεια Graves (OG), είναι μία δυνητικά<br />

απειλητική για την όραση οφθαλμική ασθένεια που<br />

απασχολεί ιατρούς και άλλους επιστήμονες εδώ και<br />

σχεδόν δύο αιώνες. Σε γενικές γραμμές εμφανίζεται σε<br />

ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό ή ιστορικό υπερθυρεοειδισμού<br />

οφειλόμενο σε νόσο Graves. Παρόλα αυτά, μερικές<br />

φορές εμφανίζεται σε ασθενείς με ευθυρεοειδική<br />

ή υπο-θυρεοειδική χρόνια αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα. Η<br />

κατάσταση έχει ετήσιο επιπολασμό 16 γυναίκες και 3<br />

άνδρες ανά 100.000 πληθυσμού (46).


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 233<br />

Σχεδόν οι μισοί από τους ασθενείς αναφέρουν<br />

συμπτώματα OG, που συμπεριλαμβάνουν αίσθημα<br />

ξηρότητας στους οφθαλμούς, φωτοφοβία, υπερβολική<br />

δακρύρροια, διπλωπία, και αίσθημα πίεσης οπισθοβολβικά.<br />

Τα πιο κοινά κλινικά χαρακτηριστικά της OG<br />

είναι η ανάσπαση του άνω βλεφάρου, οίδημα, ερύθημα<br />

των περικογχικών ιστών και επιπεφυκότων, και πρόπτωση.<br />

Πλησίον του 3-5% των ασθενών με OG έχουν<br />

σοβαρή νόσο με έντονο πόνο, φλεγμονή, και εξέλκωση<br />

κερατοειδούς απειλητική για την όραση ή συμπιεστική<br />

οπτική νευροπάθεια (47). Η υποκλινική οφθαλμική συμμετοχή<br />

είναι συνήθης: σχεδόν στο 70% των ενηλίκων<br />

ασθενών με υπερθυρεοειδισμό νόσου Graves, η μαγνητική<br />

ή αξονική τομογραφία αποκαλύπτει εξοφθαλμική<br />

μυϊκή διόγκωση (48). Αν και η κλινικά ετερόπλευρη OG<br />

απαντάται περιστασιακά, η απεικόνιση των οφθαλμικών<br />

βολβών γενικά αναδεικνύει την παρουσία ασύμμετρης<br />

αμφοτερόπλευρης νόσου (49).<br />

Η νόσος Graves προκαλείται από αυτοαντισώματα<br />

που συνδέονται με τον υποδοχέα θυρεοτροπίνης<br />

στα θυλακιώδη ενδοθηλιακά θυρεοειδικά κύτταρα<br />

και διεγείρουν την υπέρμετρη παραγωγή θυρεοειδικών<br />

ορμονών (50). Η παρουσία αντισωμάτων κατά<br />

του υποδοχέα θυρεοτροπίνης σε όλους σχεδόν τους<br />

ασθενείς με OG υποδηλώνει ότι ανοσοδραστικότητα<br />

έναντι του υποδοχέα θυρεοτροπίνης χαρακτηρίζει και<br />

την OG και τον υπερθυρεοειδισμό (51). Τα επίπεδα των<br />

αντισωμάτων κατά του υποδοχέα θυρεοτροπίνης συσχετίζονται<br />

με τα κλινικά χαρακτηριστικά της OG και<br />

επηρεάζουν την πρόγνωσή της (52).<br />

Το κάπνισμα είναι ο ισχυρότερος τροποποιητικός<br />

παράγοντας κινδύνου για την OG και ο κίνδυνος<br />

είναι ανάλογος με τον αριθμό των τσιγάρων που ο<br />

ασθενής καπνίζει ημερησίως (45). Σε καπνιστές με OG<br />

σε σύγκριση με μη καπνιστές, η σοβαρότητα της ασθένειας<br />

είναι μεγαλύτερη και είναι πιο πιθανό να μην<br />

ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στις ανοσοκατασταλτικές<br />

θεραπείες (53). Το κάπνισμα σχετίζεται με πολλές<br />

αυτοάνοσες νόσους, ίσως λόγω της μη ειδικής καταστολής<br />

της ενεργοποίησης των Τ-λεμφοκυττάρων, της<br />

ελάττωσης της παραγωγής των φυσικών δολοφόνων<br />

Τ-κυττάρων, καθώς και της διαταραχής της χυμικής<br />

και κυτταρικής ανοσίας (54). Η ισχυρή σχέση μεταξύ<br />

OG και καπνίσματος υποδηλώνει την εμπλοκή και άλλων<br />

παραγόντων, που συμπεριλαμβάνουν τις άμεσες<br />

επιπτώσεις των τοξινών του καπνίσματος (55) και το<br />

τραύμα από τη θερμότητα που μεταδίδεται από τους<br />

ηθμοειδείς κόλπους μέσω της lamina papyracea (το λεπτό<br />

διάμεσο βολβικό τοίχωμα).<br />

Ιστολογικά, στην ενεργό OG, παρατηρείται εστιακή<br />

και διάχυτη διήθηση των εξωβολβικών και ανελκτήρων<br />

μυών, των δακρυϊκών αδένων και του λιπώδους ιστού<br />

από μονοπύρηνα κύτταρα. Αυτά τα κύτταρα είναι<br />

κατά κύριο λόγο CD4 + Τ κύτταρα, αλλά υπάρχουν<br />

και μικροί πληθυσμοί CD8 + κυττάρων, Β-κυττάρων,<br />

πλασματοκυττάρων, καθώς και μακροφάγων (56). Σε<br />

πρώιμα στάδια της ασθένειας, τα τύπου 1 βοηθητικά<br />

Τ-κύτταρα υπερισχύουν και παράγουν τις κυττοκίνες<br />

ιντερλευκίνη-2, η ιντερφερόνη-γ, και τον TNF, υποδεικνύοντας<br />

εν ενεργεία κυταρική ανοσία εντός του<br />

βολβού. Σε πιο μακροχρόνια νόσο, τύπου 2 βοηθητικά<br />

Τ-κύτταρα που παράγουν ιντερλευκίνη 4, 5, και 10<br />

κυριαρχούν και οδηγούν στην παραγωγή αυτοαντισωμάτων<br />

(57). Μακροφάγα, ινοβλάστες, και λιποκύτταρα<br />

παράγουν και άλλους μεσολαβητές της φλεγμονής<br />

που περιλαμβάνουν τις ιντερλευκίνες 1, 6, και 16,<br />

και τον μετατρεπτικό αυξητικό παράγοντα β (TGF-β)<br />

εντός του βολβού (58). Τρέχοντα στοιχεία αναδεικνύουν<br />

τους ινοβλάστες του βολβού ως τα κύτταρα-στόχους<br />

στην OG, υποστηρίζοντας ότι οι φυσιολογικές<br />

λειτουργίες τους παρεμποδίζονται μέσω αυτοάνοσων<br />

μηχανισμών.<br />

Το υποθετικό μοντέλο για την έναρξη της αυτοανοσίας<br />

στην OG είναι ότι η μη ανοχή των Τ-κυττάρων<br />

για τον υποδοχέα θυρεοτροπίνης, για άγνωστους λόγους,<br />

επιτρέπει την ανάπτυξη της αυτοανοσίας κατά<br />

του εν λόγω υποδοχέα. Ο υποδοχέας θυρεοτροπίνης<br />

εσωτερικεύεται και αποικοδομείται από ΑΠΣΚ<br />

που παρουσιάζουν πεπτίδιά του, σε συνδυασμό με<br />

τα τάξης ΙΙ αντιγόνα του μείζονος συμπλέγματος<br />

ιστοσυμβατότητας (MHC), στα βοηθητικά Τ-κύτταρα.<br />

Αυτά τα κύτταρα ενεργοποιούνται, αλληλεπιδρούν<br />

με αυτοαντιδραστικά Β-κύτταρα μέσω CD154-CD40<br />

γεφυρών, και εκκρίνουν ιντερλευκίνη 2 και ιντερφερόνη-γ.<br />

Οι κυτταροκίνες επάγουν τη διαφοροποίηση<br />

των Β-κυττάρων σε πλασματοκύτταρα που εκκρίνουν<br />

αντισώματα κατά του υποδοχέα θυρεοτροπίνης.<br />

Τα αντισώματα αυτά διεγείρουν τον υποδοχέα<br />

θυρεοτροπίνης, με αποτέλεσμα την υπερπλασία των<br />

θυλακιωδών επιθηλιακών κυττάρων και την αυξημένη<br />

παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών τριιωδοθυρονίνης<br />

(Τ3) και θυροξίνης (Τ4). Τα αντισώματα αυτά<br />

αναγνωρίζουν επίσης τον υποδοχέα θυρεοτροπίνης<br />

πάνω στους ινοβλάστες του βολβού και, σε συνδυασμό<br />

με την ιντερφερόνη-γ και τον TNF, εισάγουν τις<br />

ιστικές μεταβολές που χαρακτηρίζουν την OG (59).<br />

Υποδοχείς θυρεοτροπίνης ανευρίσκονται επίσης σε<br />

αρκετούς εξωθυρεοειδικούς ιστούς, όπως το δέρμα,


234<br />

Αυτοανοσία και θυρεοειδής<br />

τα επινεφρίδια, τους νεφρούς, και τον θύμο αδένα<br />

(60). Στο προκνημιαίο οίδημα σε ασθενείς με θυρεοειδική<br />

δερματοπάθεια ανευρίσκονται αυξημένα επίπεδα<br />

του υποδοχέα θυρεοτροπίνης (61).<br />

Ένας μοριακός μηχανισμός που επιχειρεί να εξηγήσει<br />

τις ιστικές βλάβες της OG βασίζεται στις αλληλεπιδράσεις<br />

μεταξύ των ινοβλαστών του βολβού.<br />

Όταν ενεργοποιούνται τα αντισώματα έναντι του<br />

υποδοχέα θυρεοτροπίνης, μια υποομάδα των βολβικών<br />

ινοβλαστών, που ονομάζονται προλιποκύτταρα,<br />

αρχίζουν να διαφοροποιούνται σε λιποκύτταρα με<br />

αυξημένη έκφραση υποδοχέα θυρεοτροπίνης, ενώ άλλοι<br />

που φέρουν το αντιγόνο Thy-1 διεγείρονται από<br />

κυτταροκίνες, όπως η ιντερφερόνη-γ και ο TNF, αυξάνοντας<br />

την παραγωγή του υαλουρονικού. Ομοίως,<br />

διέγερση του υποδοχέα IGF-I που εκφράζεται στους<br />

βολβικούς ινοβλάστες έχει ως αποτέλεσμα την έκκριση<br />

των χυμοκινών ιντερλευκίνη 16 και RANTES (regulated<br />

upon activation normal T-cell expressed and secreted),<br />

τα οποία ενισχύουν την ανάκτηση ενεργοποιημένων<br />

Τ-κυττάρων και άλλων μονοπυρήνων στον βολβό.<br />

Η έκφραση του CD154 στα Τ-κύτταρα επιτρέπει την<br />

άμεση αλληλεπίδραση τους με τους ινοβλάστες του<br />

βολβού μέσω του σχηματισμού CD40-CD154 γεφυρών,<br />

με αποτέλεσμα την παραγωγή ιντερλευκίνης 1 από<br />

τους ινοβλάστες. Ενεργοποιημένα τύπου 1 βοηθητικά<br />

Τ-κύτταρα σε ασθενείς με OG αρχικού σταδίου<br />

παράγουν ιντερφερόνη-γ και TNF, και τοπικά μακροφάγα<br />

εκκρίνουν ιντερλευκίνη1. Οι κυτταροκίνες διεγείρουν<br />

τους ινοβλάστες να παράγουν υψηλά επίπεδα<br />

προσταγλανδίνης Ε2 και υδρόφιλου υαλουρονικού<br />

που συσσωρεύεται μεταξύ των ανέπαφων εξοφθάλμιων<br />

μυϊκών ινών και εντός του λιπώδους ιστού του<br />

βολβού, ώστε να διογκώσουν τους ιστούς αυτούς.<br />

Ενεργοποιημένα Τ-λεμφοκύτταρα σε ασθενείς με OG<br />

παράγουν επίσης προλιποκυτταρικές προσταγλανδίνες<br />

που διεγείρουν τα προλιποκύτταρα στο να διαφοροποιηθούν<br />

σε ώριμα λιποκύτταρα, οδηγώντας<br />

στην περαιτέρω διόγκωση των ιστών. Λιποκύτταρα<br />

και ινοβλάστες παράγουν ιντερλευκίνη 6, η οποία<br />

αυξάνει την ωρίμανση των Β-κυττάρων και αυξάνει<br />

την παραγωγή αντισωμάτων έναντι του υποδοχέα<br />

θυρεοτροπίνης από τα πλασματοκύτταρα εντός του<br />

βολβού. Οι ινοβλάστες παράγουν επίσης τροποποιητικό<br />

παράγοντα αύξησης β (TGF-β), ο οποίος διεγείρει<br />

τόσο την παραγωγή υαλουρονικού όσο και τη διαφοροποίηση<br />

της Thy-1 + υποομάδας σε μυοϊνοβλάστες,<br />

που συμμετέχουν στην ανάπτυξη της ίνωσης ιδιαίτερα<br />

στα προχωρημένα στάδια της νόσου (59).<br />

• Ιώδιο και OG<br />

Ιδιαίτερη προσοχή έχει δοθεί στον ρόλο του ιωδίου<br />

στην OG. Το ραδιενεργό ιώδιο (RAI) χρησιμοποιείται<br />

συνήθως ως οριστική θεραπεία στους περισσότερους<br />

ασθενείς με νόσο Graves (62). Μετά από μία εφάπαξ<br />

χορήγηση RAI, οι ασθενείς μπορούν να καταστούν<br />

υποθυρεοειδικοί, ευθυρεοειδικοί, ή να παραμείνουν<br />

υπερθυρεοειδικοί. Οι βιολογικές επιδράσεις του RAI<br />

περιλαμβάνουν νέκρωση και μειωμένη αναπαραγωγή<br />

μη κατεστραμμένων επιθηλιακών κυττάρων, ατροφία,<br />

ίνωση, καθώς και μια χρόνια φλεγμονώδη αντίδραση,<br />

η οποία μπορεί τελικά να οδηγήσει σε μόνιμη βλάβη<br />

του θυρεοειδούς. Οι μεταβολές στη θυρεοειδική ιστολογία<br />

συνδέονται με τη μείωση του όγκου του αδένος,<br />

η οποία αντανακλά την βλάβη του. Η θεραπεία με<br />

ραδιενεργό ιώδιο (RAI) για τη νόσο Graves συνεπάγεται<br />

αλλαγές στην αυτοανοσία του θυρεοειδούς, η<br />

οποία μπορεί να οδηγήσει σε παροδική αύξηση των<br />

αντισωμάτων κατά του υποδοχέα της θυρεοτροπίνης<br />

(TRAb) με αύξηση της διέγερσης της δραστηριότητάς<br />

τους (63). Επιπλέον, αρκετές αναφορές δείχνουν ότι<br />

η OG μπορεί να επιδεινωθεί μετά από θεραπευτικές<br />

μεθόδους που συνδέονται με τη διαφυγή αντιγόνων<br />

από τον θυρεοειδή, όπως το RAI (64, 65). Έχει διατυπωθεί<br />

η άποψη ότι μετά από τραυματισμό του θυρεοειδούς,<br />

υπάρχει απελευθέρωση θυρεοειδικών αντιγόνων,<br />

που οδηγεί σε αυξημένη παραγωγή αυτοαντισωμάτων,<br />

όπως τα αντισώματα κατά του TSH-R, της<br />

θυρεοσφαιρίνης, και της θυρεοειδικής υπεροξειδάσης.<br />

Αυτό, ακολούθως, μπορεί να προκαλέσει την έναρξη<br />

της οφθαλμικής βλάβης. Το RAI μπορεί να επιδεινώσει<br />

την OG όχι μόνο με την ενεργοποίηση της ΑΘΝ λόγω<br />

της απελευθέρωσης και παρουσίασης των αντιγόνων<br />

ή την καταστροφή ακτινοευαισθήτων κατασταλτικών<br />

Τ-λεμφοκυττάρων, αλλά και με την πρόκληση υποθυρεοειδισμού<br />

(62). Έτσι, η διέγερση των θυρεοειδικών<br />

κυττάρων μέσω του υποδοχέα TSH είτε από την αυξημένη<br />

TSH (λόγω υποθυρεοειδισμού) είτε από την αύξηση<br />

των TRAb (λόγω του RAI), μπορεί να οδηγήσει<br />

σε επιδείνωση της οφθαλμικής νόσου. Επιπρόσθετα,<br />

η TSH και τα διεγερτικά αντισώματα κατά του υποδοχέα<br />

TSH ενισχύουν την έκφραση του HLA-DR των<br />

θυρεοειδικών κυττάρων και προκαλούν αύξηση της<br />

σύνθεσης και έκφρασης της θυρεοειδικής υπεροξειδάσης<br />

από τα θυρεοειδικά κύτταρα (66).<br />

Η προφύλαξη με κορτικοστεροειδή μετά τη θεραπεία<br />

με RAI βρέθηκε να έχει προστατευτικό ρόλο όσον<br />

αφορά στην επιδείνωση της οφθαλμικής νόσου σε<br />

ασθενείς με προϋπάρχουσα OG (67). Δεν παρατηρήθη-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 235<br />

καν σημαντικές παρενέργειες της θεραπείας με συστηματικά<br />

στεροειδή, εκτός από παροδικά «Cushingoid»<br />

χαρακτηριστικά σε μια μελέτη (68). Η ενδοφλέβια χορήγηση<br />

υψηλών δόσεων γλυκοκορτικοειδών (0,5-1g) σε<br />

ασθενείς με ενεργό νόσο μέτριας σοβαρότητας φαίνεται<br />

να είναι το καλλίτερα ανεκτό από τον ασθενή θεραπευτικό<br />

σχήμα, μπορί όμως να προκαλέσει ηπατοπάθεια<br />

σε μικρό ποσοστό ασθενών και ως εκ τούτου<br />

η χορήγησή της συνιστάται σε εξειδικευμένα κέντρα<br />

εφόσον κρίνεται απαραίτητη (69).<br />

ΙΙ. Υπογονιμότης και ΑΘΝ<br />

Μία μετα-ανάλυση εξέτασε τη συσχέτιση μεταξύ<br />

αυτομάτων αποβολών και ΑΘΝ σε ευθυρεοειδικές γυναίκες,<br />

κάτι το οποίο είχε αναφερθεί για πρώτη φορά<br />

το 1990 (70). Εκτιμήθηκε ότι οι υπογόνιμες ευθυρεοειδικές<br />

γυναίκες με ΑΘΝ έχουν περίπου διπλάσιες πιθανότητες<br />

αποβολής κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνη<br />

μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση σε σχέση με<br />

αντίστοιχες γυναίκες χωρίς ΑΘΝ (71). Παρόλη τη διπλάσια<br />

αύξηση του κινδύνου αποβολής, η πραγματική<br />

διαφορά στον αριθμό των αποβολών μεταξύ των ευθυρεοειδικών<br />

γυναικών με ΑΘΝ που υποβάλλονται σε<br />

εξωσωματική γονιμοποίηση και την ομάδα ελέγχου (δηλαδή<br />

γυναίκες που υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση<br />

αλλά δεν πάσχουν από ΑΘΝ) είναι μικρός,<br />

με αποτέλεσμα μια μάλλον «σιωπηλή» επίπτωση στον<br />

τοκετό ή στο ποσοστό επίτευξης εγκυμοσύνης (71).<br />

Μελέτες αναφέρουν ότι η χορήγηση L-T4 σε γυναίκες<br />

με ΑΘΝ, έγκυες με εξωσωματική γονιμοποίηση<br />

μείωσαν τον κίνδυνο για αποβολή στο επίπεδο της<br />

ομάδας ελέγχου (72). Στη συνέχεια, η ίδια ομάδα που<br />

ανέφερε σε μία αναδρομική μελέτη ότι οι γυναίκες με<br />

ΑΘΝ στις οποίες η εξωσωματική γονιμοποίηση ήταν<br />

ανεπιτυχής ή επιπλέχθηκε με αποβολή, χαρακτηρίζονταν<br />

από χειρότερη θυρεοειδική λειτουργία σε σχέση<br />

με τις γυναίκες που είχαν επιτυχή τοκετό (73). Η έλλειψη<br />

αξιολόγησης της θυρεοειδικής λειτουργίας ή της<br />

πραγματικής κατάστασης του θυρεοειδούς κατά την<br />

αποβολή, η οποία θα μπορούσε να προϊδεάσει για μία<br />

αιτιοπαθογεντική προσέγγιση, οδηγεί σε μεροληπτικές<br />

αναλύσεις που μπορεί να επηρεάσουν την ερμηνεία<br />

των κλινικών δεδομένων (71).<br />

Πρόσφατα αναπτύχθηκε μία υπόθεση που προσπαθεί<br />

να εξηγήσει τη σχέση μεταξύ ΑΘΝ και αποβολής<br />

(74), που είναι συμβατή με τη θεωρία ότι τα θυρεοειδικά<br />

αυτοαντισώματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν<br />

ως δείκτης που αντανακλά γενικά την αυτοανοσία.<br />

Σύμφωνα με αυτήν την υπόθεση, ένα αίτο αυτοανοσίας<br />

αποτελούν τα TRAb, που ανιχνεύονται και στη<br />

θυρεοειδίτιδα Hashimoto (75), τα οποία δυνητικά θα<br />

μπορούσαν να εμποδίσουν, μέσω διασταυρούμενης<br />

αντιδραστικότητας (74), τη δράση της ανθρώπινης χοριακής<br />

γοναδοτροπίνης (hCG) σχετικά στο ωχρό σωμάτιο.<br />

Η αναστολή αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε<br />

μείωση της παραγωγής της προγεστερόνης και των<br />

οιστρογόνων που είναι απαραίτητα για την υποστήριξη<br />

και τη διατήρηση της κύησης κατά τη διάρκεια του<br />

πρώτου τριμήνου.<br />

ΙΙΙ. Αυτοάνοσα Πολυαδενικά Σύνδρομα<br />

Ποικίλες μελέτες έχουν δείξει ότι η ΑΘΝ συνδυάζεται<br />

συχνά με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 (T1D) σε<br />

ευρωπαϊκούς και ασιατικούς πληθυσμούς (76). Απαντώνται<br />

μαζί πιο συχνά από ό,τι θα αναμενόταν από<br />

την επίπτωση της κάθε ασθένειας χωριστά. Διαπιστώθηκε<br />

ότι το 25% των εφήβων με T1D είχαν επίσης<br />

θυρεοειδικά αντισώματα.<br />

Το αυτοάνοσο πολυαδενικό σύνδρομο τύπου 3<br />

(APS3) ορίζεται ως ο συνδυασμός της ΑΘΝ και άλλων<br />

αυτοανόσων νοσημάτων, εκτός της νόσου Addison και<br />

του υποπαραθυρεοειδισμού. Η συνύπαρξη της ΑΘΝ<br />

και του T1D στο ίδιο άτομο θεωρείται ως μία παραλλαγή<br />

του APS3, και αναφέρεται ως παραλλαγή APS3<br />

(APS3v) (77).<br />

Τουλάχιστον τέσσερα κοινά γονίδια για το APS3v<br />

έχουν βρεθεί μέχρι στιγμής. Αυτά είναι τα γονίδια του<br />

HLA-DR3 στο χρωμόσωμα 6 (78, 79), το CTLA-4 γονίδιο<br />

στο χρωμόσωμα 2 (80), το γονίδιο της πρωτεΐνης<br />

τυροσινικής φωσφατάσης nonreceptor 22 (PTPN22) στο<br />

χρωμόσωμα 1 (81), και το γονίδιο FOXP3 στο Χ χρωμόσωμα<br />

(82).<br />

Η ΑΘΝ και ο T1D είναι νόσοι στις οποίες συμμετέχουν<br />

τα Τ-κύτταρα και επηρεάζουν συγκεκριμένα<br />

όργανα. Και τα τέσσερα κοινά γονίδια που έχουν<br />

επισημανθεί εμπλέκονται στην ανοσολογική αντίδραση<br />

και στην ενεργοποίηση των Τ-κυττάρων: τα μόρια<br />

HLA-DR παρουσιάζουν αντιγόνα στα Τ-λεμφοκύτταρα,<br />

το CTLA-4 καταστέλλει την ενεργοποίηση των<br />

Τ-λεμφοκυττάρων, το PTPN22 ασκεί αρνητική επιρροή<br />

στον Τ-κυτταρικό υποδοχέα και το FOXP3 ρυθμίζει τη<br />

διαφοροποίηση των ρυθμιστικών Τ-κυττάρων (83).<br />

Τα δεδομένα υποστηρίζουν μια κοινή γενετική βάση<br />

για το APS3v. Τα γονίδια που ενοχοποιούνται ανωτέρω<br />

μπορεί να μην προκαλούν τις ανωτέρω νόσους,<br />

αλλά αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξής τους. Ως εκ<br />

τούτου, ο γενετικός έλεγχος δεν θα ταυτοποιήσει τους<br />

ασθενείς που πάσχουν από τις νόσους αυτές, αλλά


236<br />

Αυτοανοσία και θυρεοειδής<br />

θα μπορούσε να εντοπίσει ασθενείς που βρίσκονται<br />

σε κίνδυνο για την ανάπτυξή τους. Δεδομένου όμως<br />

ότι δεν υπάρχει τρόπος παρέμβασης και πρόληψης<br />

της εμφάνισης του συνδρόμου, εγείρονται ηθικά διλήμματα<br />

και ερωτηματικά για την σκοπιμότητα του<br />

ελέγχου αυτού.<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Fountoulakis S, Tsatsoulis A. On the pathogenesis of<br />

autoimmune thyroid disease: a unifying hypothesis.<br />

Clin Endocrinol (Oxf). 2004 Apr;60(4):397-409.<br />

2. Gardner DG SD. Greenspan’s Basic & Clinical Endocrinology.<br />

8th ed.: McGrawHill; 2007.<br />

3. Εντατική Εκπαίδευση στην Ενδοκρινολογία-7ος<br />

κύκλος-Θυρεοειδής. Αθήνα: ΕΕΕ; 2004. p. 175-84.<br />

4. WeetmanAP. Chronic autoimmune thyroiditis. In:<br />

Braverman LE UR, editor. Werner and Ingbar’s:<br />

The Thyroid. Philadelphia: Lippincott Williams and<br />

Wilkins; 2000. p. 721–32.<br />

5. Menconi F OY, Tomer Y Diagnostic Criteria in Autoimmune<br />

Diseases. In: Shoenfeld Y CR, Gershwin ME,<br />

editor. Totowa,NJ: Humana Press; 2008. p. 231–5.<br />

6. Huber A, Menconi F, Corathers S, Jacobson EM,<br />

Tomer Y. Joint genetic susceptibility to type 1 diabetes<br />

and autoimmune thyroiditis: from epidemiology<br />

to mechanisms. Endocr Rev. 2008 Oct;29(6):697-<br />

725.<br />

7. Tomer Y. Genetic susceptibility to autoimmune<br />

thyroid disease: past, present, and future. Thyroid.<br />

Jul;20(7):715-25.<br />

8. Dustin ML. T-cell activation through immunological<br />

synapses and kinapses. Immunol Rev. 2008<br />

Feb;221:77-89.<br />

9. Jacobson EM, Huber A, Tomer Y. The HLA gene<br />

complex in thyroid autoimmunity: from epidemiology<br />

to etiology. J Autoimmun. 2008 Feb-Mar;30(1-<br />

2):58-62.<br />

10. Faas S, Trucco M. The genes influencing the susceptibility<br />

to IDDM in humans. J Endocrinol Invest.<br />

1994 Jul-Aug;17(7):477-95.<br />

11. Simmonds MJ, Howson JM, Heward JM, Cordell HJ,<br />

Foxall H, Carr-Smith J, et al. Regression mapping of<br />

association between the human leukocyte antigen<br />

region and Graves disease. Am J Hum Genet. 2005<br />

Jan;76(1):157-63.<br />

12. Jacobson EM, Yang H, Menconi F, Wang R, Osman<br />

R, Skrabanek L, et al. Employing a recombinant<br />

HLA-DR3 expression system to dissect major<br />

histocompatibility complex II-thyroglobulin peptide<br />

dynamism: a genetic, biochemical, and reverse immunological<br />

perspective. J Biol Chem. 2009 Dec<br />

4;284(49):34231-43.<br />

13. Ban Y, Davies TF, Greenberg DA, Kissin A, Marder B,<br />

Murphy B, et al. Analysis of the CTLA-4, CD28, and<br />

inducible costimulator (ICOS) genes in autoimmune<br />

thyroid disease. Genes Immun. 2003 Dec;4(8):586-<br />

93.<br />

14. Nithiyananthan R, Heward JM, Allahabadia A, Franklyn<br />

JA, Gough SC. Polymorphism of the CTLA-4 gene<br />

is associated with autoimmune hypothyroidism in<br />

the United Kingdom. Thyroid. 2002 Jan;12(1):3-6.<br />

15. Vieland VJ, Huang Y, Bartlett C, Davies TF, Tomer<br />

Y. A multilocus model of the genetic architecture of<br />

autoimmune thyroid disorder, with clinical implications.<br />

Am J Hum Genet. 2008 Jun;82(6):1349-56.<br />

16. Jacobson EM, Concepcion E, Oashi T, Tomer Y.<br />

A Graves’ disease-associated Kozak sequence<br />

single-nucleotide polymorphism enhances the efficiency<br />

of CD40 gene translation: a case for<br />

translational pathophysiology. Endocrinology. 2005<br />

Jun;146(6):2684-91.<br />

17. Saitoh O, Nagayama Y. Regulation of Graves’ hyperthyroidism<br />

with naturally occurring CD4+CD25+<br />

regulatory T cells in a mouse model. Endocrinology.<br />

2006 May;147(5):2417-22.<br />

18. McLachlan SM, Nagayama Y, Pichurin PN, Mizutori<br />

Y, Chen CR, Misharin A, et al. The link between<br />

Graves’ disease and Hashimoto’s thyroiditis:<br />

a role for regulatory T cells. Endocrinology. 2007<br />

Dec;148(12):5724-33.<br />

19. Tomer Y. Anti-thyroglobulin autoantibodies in<br />

autoimmune thyroid diseases: cross-reactive or<br />

pathogenic? Clin Immunol Immunopathol. 1997<br />

Jan;82(1):3-11.<br />

20. Tomer Y, Ban Y, Concepcion E, Barbesino G, Villanueva<br />

R, Greenberg DA, et al. Common and unique<br />

susceptibility loci in Graves and Hashimoto diseases:<br />

results of whole-genome screening in a data<br />

set of 102 multiplex families. Am J Hum Genet.<br />

2003 Oct;73(4):736-47.<br />

21. Ban Y, Greenberg DA, Concepcion E, Skrabanek L,<br />

Villanueva R, Tomer Y. Amino acid substitutions<br />

in the thyroglobulin gene are associated with susceptibility<br />

to human and murine autoimmune thyroid<br />

disease. Proc Natl Acad Sci U S A. 2003 Dec<br />

9;100(25):15119-24.<br />

22. Dechairo BM, Zabaneh D, Collins J, Brand O, Dawson<br />

GJ, Green AP, et al. Association of the TSHR


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 237<br />

gene with Graves’ disease: the first disease specific<br />

locus. Eur J Hum Genet. 2005 Nov;13(11):1223-30.<br />

23. Ku CS, Loy EY, Pawitan Y, Chia KS. The pursuit of<br />

genome-wide association studies: where are we<br />

now? J Hum Genet. Apr;55(4):195-206.<br />

24. Jacobson EM, Tomer Y. The CD40, CTLA-4, thyroglobulin,<br />

TSH receptor, and PTPN22 gene quintet<br />

and its contribution to thyroid autoimmunity: back<br />

to the future. J Autoimmun. 2007 Mar-May;28(2-<br />

3):85-98.<br />

25. Taieb A, Picardo M. Clinical practice. Vitiligo. N<br />

Engl J Med. 2009 Jan 8;360(2):160-9.<br />

26. Spritz RA. Shared genetic relationships underlying<br />

generalized vitiligo and autoimmune thyroid disease.<br />

Thyroid. Jul;20(7):745-54.<br />

27. Alkhateeb A, Fain PR, Thody A, Bennett DC, Spritz<br />

RA. Epidemiology of vitiligo and associated autoimmune<br />

diseases in Caucasian probands and their<br />

families. Pigment Cell Res. 2003 Jun;16(3):208-14.<br />

28. Birlea SA, Gowan K, Fain PR, Spritz RA. Genomewide<br />

association study of generalized vitiligo in<br />

an isolated European founder population identifies<br />

SMOC2, in close proximity to IDDM8. J Invest<br />

Dermatol. Mar;130(3):798-803.<br />

29. Jin Y, Birlea SA, Fain PR, Gowan K, Riccardi SL,<br />

Holland PJ, et al. Variant of TYR and autoimmunity<br />

susceptibility loci in generalized vitiligo. N Engl J<br />

Med. May 6;362(18):1686-97.<br />

30. Artantas S, Gul U, Kilic A, Guler S. Skin findings<br />

in thyroid diseases. Eur J Intern Med. 2009<br />

Mar;20(2):158-61.<br />

31. Weetman AP. The genetics of autoimmune thyroid<br />

disease. Horm Metab Res. 2009 Jun;41(6):421-5.<br />

32. Fain PR, Babu SR, Bennett DC, Spritz RA. HLA class<br />

II haplotype DRB1*04-DQB1*0301 contributes to<br />

risk of familial generalized vitiligo and early disease<br />

onset. Pigment Cell Res. 2006 Feb;19(1):51-7.<br />

33. Fountoulakis S, Philippou G, Tsatsoulis A. The role<br />

of iodine in the evolution of thyroid disease in<br />

Greece: from endemic goiter to thyroid autoimmunity.<br />

Hormones (Athens). 2007 Jan-Mar;6(1):25-35.<br />

34. Sartelet H, Serghat S, Lobstein A, Ingenbleek Y, Anton<br />

R, Petitfrere E, et al. Flavonoids extracted from<br />

fonio millet (Digitaria exilis) reveal potent antithyroid<br />

properties. Nutrition. 1996 Feb;12(2):100-6.<br />

35. Pitsiavas V, Smerdely P, Boyages SC. Amiodarone<br />

compared with iodine exhibits a potent and persistent<br />

inhibitory effect on TSH-stimulated cAMP<br />

production in vitro: a possible mechanism to explain<br />

amiodarone-induced hypothyroidism. Eur J<br />

Endocrinol. 1999 Mar;140(3):241-9.<br />

36. Derwahl M, Studer H. Multinodular goitre: ‚much<br />

more to it than simply iodine deficiency‘. Baillieres<br />

Best Pract Res Clin Endocrinol Metab. 2000<br />

Dec;14(4):577-600.<br />

37. Zois C, Stavrou I, Svarna E, Seferiadis K, Tsatsoulis<br />

A. Natural course of autoimmune thyroiditis after<br />

elimination of iodine deficiency in northwestern<br />

Greece. Thyroid. 2006 Mar;16(3):289-93.<br />

38. Vitale M, Di Matola T, D’Ascoli F, Salzano S, Bogazzi<br />

F, Fenzi G, et al. Iodide excess induces apoptosis<br />

in thyroid cells through a p53-independent<br />

mechanism involving oxidative stress. Endocrinology.<br />

2000 Feb;141(2):598-605.<br />

39. Rose NR, Bonita R, Burek CL. Iodine: an environmental<br />

trigger of thyroiditis. Autoimmun Rev. 2002<br />

Feb;1(1-2):97-103.<br />

40. Effraimidis G, Tijssen JG, Wiersinga WM. Discontinuation<br />

of smoking increases the risk for developing<br />

thyroid peroxidase antibodies and/or thyroglobulin<br />

antibodies: a prospective study. J Clin Endocrinol<br />

Metab. 2009 Apr;94(4):1324-8.<br />

41. Vestergaard P. Smoking and thyroid disorders--a<br />

meta-analysis. Eur J Endocrinol. 2002 Feb;146(2):153-<br />

61.<br />

42. Knudsen N, Bulow I, Laurberg P, Perrild H, Ovesen L,<br />

Jorgensen T. High occurrence of thyroid multinodularity<br />

and low occurrence of subclinical hypothyroidism<br />

among tobacco smokers in a large population<br />

study. J Endocrinol. 2002 Dec;175(3):571-6.<br />

43. Belin RM, Astor BC, Powe NR, Ladenson PW. Smoke<br />

exposure is associated with a lower prevalence<br />

of serum thyroid autoantibodies and thyrotropin<br />

concentration elevation and a higher prevalence<br />

of mild thyrotropin concentration suppression in<br />

the third National Health and Nutrition Examination<br />

Survey (NHANES III). J Clin Endocrinol Metab. 2004<br />

Dec;89(12):6077-86.<br />

44. Asvold BO, Bjoro T, Nilsen TI, Vatten LJ. Tobacco<br />

smoking and thyroid function: a population-based<br />

study. Arch Intern Med. 2007 Jul 9;167(13):1428-32.<br />

45. Prummel MF, Wiersinga WM. Smoking and risk of<br />

Graves’ disease. JAMA. 1993 Jan 27;269(4):479-82.<br />

46. Bartley GB. The epidemiologic characteristics and<br />

clinical course of ophthalmopathy associated with<br />

autoimmune thyroid disease in Olmsted County,<br />

Minnesota. Trans Am Ophthalmol Soc. 1994;92:477-<br />

588.


238<br />

Αυτοανοσία και θυρεοειδής<br />

47. Wiersinga WM, Bartalena L. Epidemiology and prevention<br />

of Graves’ ophthalmopathy. Thyroid. 2002<br />

Oct;12(10):855-60.<br />

48. Enzmann DR, Donaldson SS, Kriss JP. Appearance<br />

of Graves’ disease on orbital computed tomography.<br />

J Comput Assist Tomogr. 1979 Dec;3(6):815-9.<br />

49. Wiersinga WM, Smit T, van der Gaag R, Mourits<br />

M, Koornneef L. Clinical presentation of Graves’<br />

ophthalmopathy. Ophthalmic Res. 1989;21(2):73-82.<br />

50. Rapoport B, McLachlan SM. The thyrotropin receptor<br />

in Graves’ disease. Thyroid. 2007 Oct;17(10):911-<br />

22.<br />

51. Khoo DH, Eng PH, Ho SC, Tai ES, Morgenthaler<br />

NG, Seah LL, et al. Graves’ ophthalmopathy in the<br />

absence of elevated free thyroxine and triiodothyronine<br />

levels: prevalence, natural history, and<br />

thyrotropin receptor antibody levels. Thyroid. 2000<br />

Dec;10(12):1093-100.<br />

52. Eckstein AK, Plicht M, Lax H, Neuhauser M, Mann<br />

K, Lederbogen S, et al. Thyrotropin receptor autoantibodies<br />

are independent risk factors for Graves‘<br />

ophthalmopathy and help to predict severity and<br />

outcome of the disease. J Clin Endocrinol Metab.<br />

2006 Sep;91(9):3464-70.<br />

53. Bartalena L, Pinchera A, Marcocci C. Management<br />

of Graves‘ ophthalmopathy: reality and perspectives.<br />

Endocr Rev. 2000 Apr;21(2):168-99.<br />

54. Costenbader KH, Karlson EW. Cigarette smoking<br />

and autoimmune disease: what can we learn from<br />

epidemiology? Lupus. 2006;15(11):737-45.<br />

55. Cawood TJ, Moriarty P, O‘Farrelly C, O‘Shea D.<br />

Smoking and thyroid-associated ophthalmopathy:<br />

A novel explanation of the biological link. J Clin<br />

Endocrinol Metab. 2007 Jan;92(1):59-64.<br />

56. Eckstein AK, Quadbeck B, Tews S, Mann K, Kruger<br />

C, Mohr CH, et al. Thyroid associated ophthalmopathy:<br />

evidence for CD4(+) gammadelta T cells; de<br />

novo differentiation of RFD7(+) macrophages, but<br />

not of RFD1(+) dendritic cells; and loss of gammadelta<br />

and alphabeta T cell receptor expression. Br J<br />

Ophthalmol. 2004 Jun;88(6):803-8.<br />

57. Aniszewski JP, Valyasevi RW, Bahn RS. Relationship<br />

between disease duration and predominant orbital<br />

T cell subset in Graves‘ ophthalmopathy. J Clin Endocrinol<br />

Metab. 2000 Feb;85(2):776-80.<br />

58. Kumar S, Bahn RS. Relative overexpression of macrophage-derived<br />

cytokines in orbital adipose tissue<br />

from patients with graves‘ ophthalmopathy. J Clin<br />

Endocrinol Metab. 2003 Sep;88(9):4246-50.<br />

59. Bahn RS. Graves‘ ophthalmopathy. N Engl J Med.<br />

Feb 25;362(8):726-38.<br />

60. Endo T, Ohno M, Kotani S, Gunji K, Onaya T. Thyrotropin<br />

receptor in non-thyroid tissues. Biochem<br />

Biophys Res Commun. 1993 Feb 15;190(3):774-9.<br />

61. Daumerie C, Ludgate M, Costagliola S, Many MC.<br />

Evidence for thyrotropin receptor immunoreactivity<br />

in pretibial connective tissue from patients with<br />

thyroid-associated dermopathy. Eur J Endocrinol.<br />

2002 Jan;146(1):35-8.<br />

62. Vaidya B, Williams GR, Abraham P, Pearce SH.<br />

Radioiodine treatment for benign thyroid disorders:<br />

results of a nationwide survey of UK endocrinologists.<br />

Clin Endocrinol (Oxf). 2008 May;68(5):814-20.<br />

63. Aizawa Y, Yoshida K, Kaise N, Kaise K, Fukazawa<br />

H, Kiso Y, et al. Long-term effects of radioiodine<br />

on thyrotrophin receptor antibodies in Graves‘ disease.<br />

Clin Endocrinol (Oxf). 1995 May;42(5):517-22.<br />

64. Bartalena L, Tanda ML. Clinical practice. Graves‘<br />

ophthalmopathy. N Engl J Med. 2009 Mar<br />

5;360(10):994-1001.<br />

65. Vestergaard H, Laurberg P. Radioiodine and aggravation<br />

of Graves‘ ophthalmopathy. Lancet. 1989<br />

Jul 1;2(8653):47.<br />

66. Marcocci C, Bartalena L, Bogazzi F, Bruno-Bossio G,<br />

Pinchera A. Relationship between Graves‘ ophthalmopathy<br />

and type of treatment of Graves‘ hyperthyroidism.<br />

Thyroid. 1992 Summer;2(2):171-8.<br />

67. Ponto KA, Zang S, Kahaly GJ. The tale of radioiodine<br />

and Graves‘ orbitopathy. Thyroid. Jul;20(7):785-93.<br />

68. Bartalena L, Marcocci C, Bogazzi F, Manetti L, Tanda<br />

ML, Dell’Unto E, et al. Relation between therapy<br />

for hyperthyroidism and the course of Graves’ ophthalmopathy.<br />

N Engl J Med. 1998 Jan 8;338(2):73-8.<br />

69. Marino M, Morabito E, Brunetto MR, Bartalena L,<br />

Pinchera A, Marocci C. Acute and severe liver<br />

damage associated with intravenous glucocorticoid<br />

pulse therapy in patients with Graves’ ophthalmopathy.<br />

Thyroid. 2004 May;14(5):403-6.<br />

70. Stagnaro-Green A, Roman SH, Cobin RH, el-Harazy<br />

E, Alvarez-Marfany M, Davies TF. Detection of atrisk<br />

pregnancy by means of highly sensitive assays<br />

for thyroid autoantibodies. JAMA. 1990 Sep<br />

19;264(11):1422-5.<br />

71. Toulis KA, Goulis DG, Venetis CA, Kolibianakis EM,<br />

Negro R, Tarlatzis BC, et al. Risk of spontaneous<br />

miscarriage in euthyroid women with thyroid autoimmunity<br />

undergoing IVF: a meta-analysis. Eur J<br />

Endocrinol. Apr;162(4):643-52.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 239<br />

72. Negro R, Mangieri T, Coppola L, Presicce G, Casavola<br />

EC, Gismondi R, et al. Levothyroxine treatment<br />

in thyroid peroxidase antibody-positive women undergoing<br />

assisted reproduction technologies: a prospective<br />

study. Hum Reprod. 2005 Jun;20(6):1529-33.<br />

73. Negro R, Formoso G, Coppola L, Presicce G, Mangieri<br />

T, Pezzarossa A, et al. Euthyroid women with autoimmune<br />

disease undergoing assisted reproduction<br />

technologies: the role of autoimmunity and thyroid<br />

function. J Endocrinol Invest. 2007 Jan;30(1):3-8.<br />

74. Toulis KA, Goulis DG, Venetis CA, Kolibianakis EM,<br />

Tarlatzis BC, Papadimas I. Thyroid autoimmunity<br />

and miscarriages: the corpus luteum hypothesis.<br />

Med Hypotheses. 2009 Dec;73(6):1060-2.<br />

75. Pearce EN, Farwell AP, Braverman LE. Thyroiditis. N<br />

Engl J Med. 2003 Jun 26;348(26):2646-55.<br />

76. Dittmar M, Kahaly GJ. Polyglandular autoimmune<br />

syndromes: immunogenetics and long-term followup.<br />

J Clin Endocrinol Metab. 2003 Jul;88(7):2983-92.<br />

77. Eisenbarth GS, Gottlieb PA. Autoimmune polyendocrine<br />

syndromes. N Engl J Med. 2004 May<br />

13;350(20):2068-79.<br />

78. Golden B, Levin L, Ban Y, Concepcion E, Greenberg<br />

DA, Tomer Y. Genetic analysis of families with<br />

autoimmune diabetes and thyroiditis: evidence<br />

for common and unique genes. J Clin Endocrinol<br />

Metab. 2005 Aug;90(8):4904-11.<br />

79. Dittmar M, Ide M, Wurm M, Kahaly GJ. Early onset<br />

of polyglandular failure is associated with HLA-<br />

DRB1*03. Eur J Endocrinol. 2008 Jul;159(1):55-60.<br />

80. Ikegami H, Awata T, Kawasaki E, Kobayashi T,<br />

Maruyama T, Nakanishi K, et al. The association<br />

of CTLA4 polymorphism with type 1 diabetes is<br />

concentrated in patients complicated with autoimmune<br />

thyroid disease: a multicenter collaborative<br />

study in Japan. J Clin Endocrinol Metab. 2006<br />

Mar;91(3):1087-92.<br />

81. Dultz G, Matheis N, Dittmar M, Rohrig B, Bender K,<br />

Kahaly GJ. The protein tyrosine phosphatase nonreceptor<br />

type 22 C1858T polymorphism is a joint<br />

susceptibility locus for immunthyroiditis and autoimmune<br />

diabetes. Thyroid. 2009 Feb;19(2):143-8.<br />

82. Villano MJ, Huber AK, Greenberg DA, Golden BK,<br />

Concepcion E, Tomer Y. Autoimmune thyroiditis<br />

and diabetes: dissecting the joint genetic susceptibility<br />

in a large cohort of multiplex families. J Clin<br />

Endocrinol Metab. 2009 Apr;94(4):1458-66.<br />

83. Tomer Y, Menconi F. Type 1 diabetes and autoimmune<br />

thyroiditis: the genetic connection. Thyroid.<br />

2009 Feb;19(2):99-102.


Προβλήματα στην εργαστηριακή διερεύνηση της θυρεοειδικής νόσου<br />

Ρ Τόκου<br />

Ειδικευόμενη Ιατρός, Ενδοκρινολογικό Τμήμα - Διαβητολογικό Κέντρο Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

TOKOU R. Considerations in the laboratory assessment of thyroid function. Secretion of thyroid hormones T4 (thyroxine)<br />

and T3 (triiodothyronine) is regulated by pituitary thyrotropin (TSH). TSH secretion, in turn, is controlled through<br />

negative feedback by thyroid hormones. Very small changes in fT4 concentrations induce very large reciprocal changes in<br />

serum TSH concentrations, and as a result, thyroid function is best assessed by measuring serum TSH, assuming the absence<br />

of pituitary or hypothalamic disease. Thyroid disorders occur in 5% to 10% of the population. As a result, laboratory tests<br />

of thyroid function are among the more common tests ordered in clinical practice. Screening for outpatients is indicated<br />

in case of symptoms of hypothyroidism or hyperthyroidism, as well as in case of known conditions that could affect the<br />

thyroid function. Screening for inpatients is not recommended unless thyroid disease is strongly suspected since changes in<br />

thyroid hormones, binding proteins and TSH concentrations occur in severe nonthyroidal illness. Several important points<br />

regarding laboratory assessments of thyroid function are worth mentioning. Test results must be interpreted in conjunction<br />

with a clear understanding of the pathophysiology and natural history of the suspected disorders. While clear patterns of<br />

test abnormalities are associated with certain disease states, many disorders are not static (eg, postpartum thyroiditis). One<br />

must keep in mind that laboratory tests only represent a snapshot of thyroid function at the time that the blood sample<br />

was obtained. Thyroid function test abnormalities do not always reflect thyroid dysfunction and conversely, some test<br />

results may be normal in the setting of real thyroid dysfunction (eg, subclinical hyperthyroidism and hypothyroidism). A<br />

number of drugs and disorders affect thyroid hormone transport, metabolism, and the radioimmunoassays used to determine<br />

hormone concentrations. In many of these situations, patients are demonstrably euthyroid, despite obvious test<br />

abnormalities. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 240-247, 2011.<br />

Key words: thyroid hormones, euthyroid hypothyroxinemia, euthyroid hyperthyroxinemia<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Η έκκριση των θυρεοειδικών ορμονών T4 (θυροξίνη) και T3 (τριιωδοθυρονίνη) υπόκειται στον έλεγχο της υποφυσιακής<br />

θυρεοτροπίνης (TSH). Η έκκριση της TSH με τη σειρά της υπόκειται σε αρνητική παλίνδρομη ρύθμιση από τις<br />

θυρεοειδικές ορμόνες. Πολύ μικρές διακυμάνσεις στη συγκέντρωση της fT4 του ορού προκαλούν αντίστοιχα πολύ<br />

μεγάλες αλλαγές στη συγκέντρωση της TSH του ορού, και συνεπώς, η θυρεοειδική λειτουργία εκτιμάται καλύτερα<br />

με τη μέτρηση της TSH, με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν υφίσταται διαταραχή της λειτουργίας της υπόφυσης και<br />

του υποθαλάμου. Διαταραχές της θυρεοειδικής λειτουργίας απαντώνται στο 5-10% του γενικού πληθυσμού και<br />

ως εκ τούτου ο εργαστηριακός προσδιορισμός της είναι ανάμεσα στις πιο συχνά ζητούμενες εξετάσεις στην καθ΄<br />

ημέραν πράξη. Όσον αφορά τους εξωτερικούς ασθενείς, screening ενδείκνυται επί συμπτωμάτων υπο ή υπερθυρεοειδισμού,<br />

καθώς και σε ειδικές καταστάσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη θυρεοειδική λειτουργία. Στους<br />

νοσηλευόμενους ασθενείς το screening δε συνιστάται, παρά μόνο επί ισχυρής υποψίας θυρεοειδικής νόσου, μια και<br />

κατά τη διάρκεια σοβαρής μη θυρεοειδικής νόσου παρατηρούνται διαταραχές στη συγκέντρωση των θυρεοειδικών<br />

ορμονών, των δεσμευτικών ορμονών και της TSH. Διάφορα σημαντικά σημεία που αφορούν την εργαστηριακή<br />

εκτίμηση της θυρεοειδικής λειτουργίας είναι άξια αναφοράς. Τα αποτελέσματα θα πρέπει να αξιολογούνται σε<br />

συνάρτηση με την παθοφυσιολογία και τη φυσική ιστορία του νοσήματος υπό διερεύνηση. Ενώ διάφορες εργαστηριακές<br />

διαταραχές συνδέονται με συγκεκριμένα στάδια νόσων, πολλά νοσήματα δεν είναι στατικά (π.χ postpartum<br />

θυρεοειδίτιδα). Έτσι, οι εργαστηριακές εξετάσεις απεικονίζουν τη θυρεοειδική λειτουργία μόνο κατά το χρόνο λήψης


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 241<br />

του δείγματος αίματος. Οι διαταραχές των δοκιμασιών της θυρεοειδικής λειτουργίας δεν αντανακλούν πάντα<br />

θυρεοειδική δυσλειτουργία και, αντίστροφα, κάποιες δοκιμασίες μπορούν να είναι φυσιολογικές παρά την ύπαρξη<br />

πραγματικής θυρεοειδικής δυσλειτουργίας (π.χ υποκλινικός υπερ και υποθυρεοειδισμός). Μια σειρά φαρμάκων και<br />

μη θυρεοειδικών ασθενειών επηρεάζουν τη μεταφορά, το μεταβολισμό και τον ραδιοανοσομετρικό προσδιορισμό<br />

των θυρεοειδικών ορμονών. Σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις οι ασθενείς είναι εμφανώς ευθυρεοειδικοί, παρά<br />

τις εργαστηριακές ανωμαλίες. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 240-247, 2011.<br />

Λέξεις κλειδιά: θυρεοειδικές ορμόνες, ευθυρεοειδική υπερθυροξιναιμία, ευθυρεοειδική υποθυροξιναιμία<br />

Εισαγωγη<br />

Η σύνθεση και η απελευθέρωση των θυρεοειδικών<br />

ορμονών ρυθμίζεται τόσο από εξωθυρεοειδικούς (θυρεοειδoτρόπο<br />

ορμόνη, TSH) όσο και από ενδοθυρεοειδικούς<br />

αυτορρυθμιστικούς μηχανισμούς. Η TSH είναι γλυκοπρωτεΐνη,<br />

που αποτελείται από μία α και μία β άλυσο<br />

και της οποίας η έκκριση από την υπόφυση βρίσκεται σε<br />

αρνητική παλίνδρομη ρύθμιση κυρίως από την Τ3, που<br />

παράγεται από τοπική αποϊωδίωση της Τ4. Η Τ3 αναστέλλει<br />

τόσο την σύνθεση, όσο και την απελευθέρωση<br />

της TSH. H παραγωγή και η έκκριση της TSH αυξάνεται<br />

επίσης από την διεργερτική ορμόνη των θυρεοτρόπων<br />

υποφυσιακών κυττάρων, την TRH, η οποία παράγεται<br />

στον υποθάλαμο και με τη σειρά της βρίσκεται υπό την<br />

αρνητική παλίνδρομη ρύθμιση της T3 όσον αφορά την<br />

σύνθεση αλλά και την απελευθέρωσή της. Έτσι λοιπόν<br />

οι περιφερικές ορμόνες ασκούν αρνητική παλίνδρομη<br />

ρύθμιση τόσο στην υπόφυση όσο και στο επίπεδο<br />

του υποθαλάμου και σχηματίζουν το τυπικό “κύκλωμα”<br />

του θυρεο-υποφυσιο-υποθαλαμικού άξονα (εικόνα 1). Η<br />

σύνδεση της ΤSH με τον υποδοχέα της στην μεμβράνη<br />

των θυρεοειδικών κυττάρων ενεργοποιεί την αδενυλκυκλάση<br />

και μέσω παραγωγής c-AMP δραστηριοποιεί<br />

την βιοσύνθεση και έκκριση των θυρεοειδικών ορμονών<br />

(εικόνα 2). Ο θυρεοειδής παράγει θυροξίνη (T4) κατά<br />

80% και τριιωδοθυρονίνη (T3) κατά 20%, ενώ το 80% της<br />

κυκλοφορούσας T3 παράγεται μέσω εξωθυρεοειδικής<br />

αποιωδιοποίησης της T4. Η μετατροπή αυτή μπορεί να<br />

επηρεαστεί από διάφορους παράγοντες και η T3 αντανακλά<br />

λιγότερο αξιόπιστα τη θυρεοειδική λειτουργία σε<br />

σχέση με την T4. Στον ορό το μεγαλύτερο μέρος των<br />

T4 και T3 είναι ενωμένο με δεσμευτικές πρωτεΐνες που<br />

περιλαμβάνουν τη TBG, την TΤR ή τρανσθυρετίνη και την<br />

αλβουμίνη και μόνο το 0,02% της T4 και το 0,3% της T3 είναι<br />

ελεύθερο. Οι θυρεοειδικές ορμόνες συνδέονται με ειδικούς<br />

πυρηνικούς υποδοχείς στα κύτταρα στόχους και<br />

με αυτόν τον τρόπο ασκούν την βιολογική τους δράση.<br />

Ποιοι θα πρεπει να ελεγχονται:<br />

(1) screening (μέτρηση θυρεοειδικών ορμονών με<br />

σκοπό τη διάγνωση θυρεοειδικής νόσου σε άτομα με<br />

κίνδυνο για θυρεοειδική νόσο):<br />

1. Γενικός πληθυσμός:<br />

Οι συστάσεις από διεθνείς οργανισμούς είναι αντικρουόμενες.<br />

Μια Κλινική Συναινετική ομάδα (1) αποτελούμενη<br />

από αντιπροσώπους από την Ενδοκρινολογική<br />

Εταιρία, την Αμερικανική Ένωση για το θυρεοειδή (ATA)<br />

και την Αμερικανική Ένωση Κλινικών Ενδοκρινολόγων<br />

(AACE) συστήνει αξιολόγηση για θυρεοειδική νόσο σε<br />

γυναίκες άνω των 60 ετών και άλλα άτομα υψηλού<br />

κινδύνου για θυρεοειδική νόσο (ατομικό αναμνηστικό<br />

θετικό για ΣΔ τύπου 1 ή άλλα αυτοάνοσα νοσήματα, ή<br />

κληρονομικό αναμνηστικό θετικό για θυρεοειδική νόσο).<br />

2. Ειδικές κατηγορίες στις οποίες προτείνεται το<br />

screening :<br />

• Ασθενείς με συμπτώματα υπό- ή υπερ-θυρεοειδισμού.<br />

• Ασθενείς με εργαστηριακά ή ακτινολογικά ευρήματα<br />

που υποδηλώνουν υποθυρεοειδισμό (υπερλιπιδαιμία,<br />

υπονατριαιμία, υψηλή CPK, μακροκυτταρική<br />

αναιμία, περικαρδιακή ή πλευριτική συλλογή)<br />

ή υπερ-θυρεοειδισμό<br />

• Ασθενείς με πιθανή προηγηθείσα βλάβη θυρεοειδούς<br />

(ραδιενεργό ιώδιο, χειρουργείο θυρεοειδούς<br />

ή τραχήλου, εξωτερική ακτινοβολία)<br />

• Ασθενείς με ιστορικό αυτοανοσίας<br />

• Ασθενείς με υποφυσιακή ή υποθαλαμική νόσο<br />

• Ασθενείς που λαμβάνουν φάρμακα που πιθανώς<br />

θα επηρεάσουν τη θυρεοειδική λειτουργία (π.χ λίθιο,<br />

αμιοδαρόνη, IFN-α).<br />

3. Νοσηλευόμενοι για άλλα αίτια ασθενείς:<br />

Το screening συστήνεται μόνο επί σοβαρής υποψίας<br />

ύπαρξης θυρεοειδικής νόσου, δεδομένων των μεταβολών<br />

στις οποίες υπόκεινται οι θυρεοειδικές ορμόνες,<br />

οι δεσμευτικές πρωτεΐνες και η TSH σε σοβαρή μη θυρεοειδική<br />

νόσο.<br />

(2) Παρακολούθηση θεραπείας με θυροξίνη<br />

• μέτρηση TSH σε θεραπεία υποκατάστασης για<br />

πρωτοπαθή υποθυρεοειδισμό


242<br />

Προβλήματα στην εργαστηριακή διερεύνηση της θυρεοειδικής νόσου<br />

Εκτίμηση θυρεοειδικής λειτουργίας<br />

• μέτρηση FT4 σε θεραπεία υποκατάστασης για<br />

δευτεροπαθή υποθυρεοειδισμό<br />

• μέτρηση TSH και FT4, εάν χρησιμοποιείται μέθοδος<br />

δεύτερης γενιάς για την TSH, ή μόνο TSH, εάν χρησιμοποιείται<br />

μέθοδος τρίτης γενιάς για την TSH,<br />

σε θεραπεία αναστολής λόγω Ca θυρεοειδούς<br />

(3) Παρακολούθηση θεραπείας για υπερθυρεοειδισμό<br />

• κατά την αρχική φάση της αγωγής (αντιθυρεοειδικά,<br />

ραδιενεργό ιώδιο, χειρουργείο) μέτρηση FT4<br />

και FT3, μια και η TSH μπορεί να παραμείνει κατεσταλμένη<br />

για εβδομάδες, ή σπανιότερα για μήνες<br />

• αργότερα, μέτρηση μόνο TSH<br />

Για την εκτίμηση της θυρεοειδικής λειτουργίας<br />

χρησιμοποιούνται οι παρακάτω εξετάσεις (2):<br />

Συγκέντρωση TSH στον ορό: δεδομένου ότι στην<br />

πλειονότητά τους οι διαταραχές της θυρεοειδικής λειτουργίας<br />

οφείλονται σε πρωτοπαθή νόσο του θυρεοειδούς,<br />

η μέτρηση της TSH είναι η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη<br />

εξέταση για την ανεύρεσή τους. Μικρές<br />

παρεκκλίσεις των θυρεοειδικών ορμονών προκαλούν,<br />

λόγω της αρνητικής παλίνδρομης ρύθμισης, σημαντικές<br />

μεταβολές της TSH. Έτσι, φυσιολογικά επίπεδα TSH<br />

υποδηλώνουν ευθυρεοειδισμό, αυξημένα επίπεδα TSH<br />

υποθυρεοειδισμό και μειωμένα επίπεδα υπερθυρεοειδισμό.<br />

Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση του δευτεροπαθούς<br />

υποθυρεοειδισμού (λόγω υποφυσιακής βλάβης),<br />

οπότε η TSH είναι μειωμένη, καθώς και η σπάνια περίπτωση<br />

δευτεροπαθούς υπερθυρεοειδισμού λόγω αδενώματος<br />

της υποφύσεως που παράγει TSH. Οι τρίτης<br />

γενιάς μέθοδοι χημειοφωταύγειας, που κατεξοχήν χρησιμοποιούνται<br />

σήμερα, έχουν όριο ανίχνευσης περίπου<br />

τα 0,01 mU/L, ανιχνεύοντας ακόμα και τον ήπιο υπερθυρεοειδισμό<br />

(3). Τα φυσιολογικά όρια της TSH στον<br />

ορό κυμαίνονται από 0,4 έως 5 mU/L.<br />

H ταυτόχρονη μέτρηση TSH και FT4 είναι προτιμότερο<br />

να χρησιμοποιείται μόνο:<br />

• Εάν υπάρχει υποψία υποφυσιακής ή υποθαλαμικής<br />

νόσου (π.χ νεαρή γυναίκα με αμηνόρροια και<br />

αδυναμία, καταβολή)<br />

• Επί σοβαρής υποψίας ύπαρξης θυρεοειδικής νόσου<br />

(έντονα συμπτώματα υπό- ή υπερ-θυρεοειδισμού)<br />

και φυσιολογικής TSH<br />

• Σε νοσηλευόμενους για άλλα αίτια ασθενείς που<br />

υποβάλλονται σε screening.<br />

Συγκέντρωση ολικής T4 και ολικής T3 στον ορό:<br />

μετρώνται κυρίως με ραδιοανοσομετρικές μεθόδους<br />

(RIA), μεθόδους χημειοφωταύγειας ή άλλη ανοσομετρική<br />

μέθοδο (IMA).<br />

Συγκέντρωση FT4 και FT3 στον ορό: σύμφωνα με την<br />

‘υπόθεση της ελεύθερης ορμόνης’ η μη δεσμευμένη ορμόνη<br />

είναι διαθέσιμη για πρόσληψη εντός των κυττάρων και<br />

αλληλεπίδραση με τους πυρηνικούς υποδοχείς, ενώ η δεσμευμένη<br />

ορμόνη αποτελεί μια κυκλοφορούσα αποθήκη.<br />

Για τη μέτρηση της FT4 χρησιμοποιούνται: η equilibrium<br />

dialysis, ο υπολογισμός του κλάσματος της ολικής θυρεοειδικής<br />

ορμόνης προς τα επίπεδα TBG, η ‘άμεση’ μέτρηση<br />

και ο υπολογισμός του δείκτη ελεύθερης θυροξίνης (FT4I)<br />

μέσω του ποσοστού δέσμευσης θυρεοειδικών ορμονών<br />

(THBR ή THBI), μέσω μέτρησης της πρόσληψης της Τ3 από<br />

ρητίνη, με τις δυο τελευταίες μεθόδους να αποτελούν τις<br />

πιο συχνά χρησιμοποιούμενες (4).<br />

TSH T4 T3 Διάγνωση<br />

Φυσιολογική λειτουργία υποθαλάμου-υπόφυσης<br />

Φυσιολογική Φυσιολογική Φυσιολογική Ευθυρεοειδισμός<br />

Φυσιολογική Φυσιολογική ή υψηλή Φυσιολογική ή υψηλή Ευθυρεοειδική υπερθυροξιναιμία<br />

Φυσιολογική Φυσιολογική ή χαμηλή Φυσιολογική ή χαμηλή Ευθυρεοειδική υποθυροξιναιμία<br />

Υψηλή Χαμηλή Φυσιολογική ή χαμηλή Πρωτοπαθής υποθυρεοειδισμός<br />

Υψηλή Φυσιολογική Φυσιολογική Υποκλινικός υποθυρεοειδισμός<br />

Χαμηλή Υψηλή ή φυσιολογική Υψηλή Υπερθυρεοειδισμός<br />

Χαμηλή Φυσιολογική Φυσιολογική Υποκλινικός υπερθυρεοειδισμός<br />

Διαταραγμένη λειτουργία υποθαλάμου-υπόφυσης<br />

Φυσιολογική ή υψηλή Υψηλή Υψηλή Υπερθυρεοειδισμός οφειλόμενος σε TSH<br />

Φυσιολογική ή<br />

χαμηλή<br />

Στα κατώτερα<br />

φυσιολογικά ή χαμηλή<br />

Χαμηλή ή φυσιολογική<br />

Κεντρικός υποθυρεοειδισμός


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 243<br />

Προβληματα κατα την ορμονικη διερευνηση<br />

της λειτουργιας του θυρεοειδους<br />

Τα αποτελέσματα θα πρέπει πάντα να ερμηνεύονται<br />

σε συνάρτηση με την παθοφυσιολογία και τη<br />

φυσική ιστορία του νοσήματος υπό διερεύνηση και<br />

λαμβάνοντας υπόψη ότι:<br />

• Οι τιμές αναφοράς ποικίλλουν ανάλογα με την<br />

ηλικία, το εργαστήριο και τη μεθοδολογία.<br />

• Συχνά τα νοσήματα έχουν εξελισσόμενη πορεία<br />

(π.χ postpartum θυρεοειδίτιδα), και κατά συνέπεια<br />

ο ορμονικός έλεγχος αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη<br />

φάση της πορείας.<br />

• Κάποιες δοκιμασίες μπορούν να είναι φυσιολογικές<br />

παρά την ύπαρξη πραγματικής θυρεοειδικής<br />

δυσλειτουργίας (π.χ υποκλινικός υπερ και υποθυρεοειδισμός).<br />

• Οι διαταραχές των δοκιμασιών της θυρεοειδικής<br />

λειτουργίας δεν αντανακλούν πάντα θυρεοειδική<br />

δυσλειτουργία. Μια σειρά φαρμάκων και μη θυρεοειδικών<br />

ασθενειών επηρεάζουν τη μεταφορά και<br />

το μεταβολισμό των θυρεοειδικών ορμονών (Πίνακας<br />

1). Οι ασθενείς είναι εμφανώς ευθυρεοειδικοί<br />

παρά τη διαταραχή των ολικών T3 και T4 στον ορό<br />

(ευθυρεοειδική υπερ και υποθυροξιναιμία) και θα<br />

πρέπει να προσδιορίζονται τα ελεύθερα κλάσματα<br />

που βρίσκονται εντός φυσιολογικών ορίων.<br />

Παραδείγματα ευθυρεοειδικής υπερθυροξιναιμίας<br />

αποτελούν:<br />

οι ανωμαλίες των δεσμευτικών πρωτεϊνών:<br />

1. περίσσεια TBG που μπορεί να είναι οικογενής ή<br />

λόγω φαρμάκων όπως τα οιστρογόνα, το 5-FU,<br />

η μεθαδόνη ή σε ασθένειες όπως η ηπατίτιδα και<br />

η οξεία διαλείπουσα πορφυρία καθώς και σε καταστάσεις<br />

υπεροιστρογοναιμίας όπως η κύηση<br />

2. οικογενής δυσαλβουμιναιμική υπερθυροξιναιμία,<br />

γενετικό νόσημα που χαρακτηρίζεται από παραγωγή<br />

μεταλλαγμένων μορίων αλβουμίνης με<br />

χαμηλή συγγένεια αλλά υψηλή δεσμευτική ικανότητα<br />

για την Τ4<br />

3. ανώμαλη ένωση TTR (τρανθυρετίνης) με την Τ4,<br />

λόγω παραγωγής μεταλλαγμένων μορίων TTR<br />

που ενώνονται με την Τ4<br />

4. ύπαρξη ανοσοσφαιρινών anti- Τ4 που προκαλεί<br />

αύξηση της Τ4 όταν αυτή μετράται με RIA<br />

η ελάττωση αποιωδιοποίησης της θυροξίνης<br />

λόγω φαρμάκων (αμιοδαρόνη, προπρανολόλη, σκιαγραφικά)<br />

κάποιες ασθένειες (οξεία ψύχωση, γενικευμένη<br />

αντίσταση στις θυρεοειδικές ορμόνες)<br />

Παραδείγματα ευθυρεοειδικής υποθυροξιναιμίας<br />

αποτελούν:<br />

οι ανωμαλίες των δεσμευτικών πρωτεϊνών<br />

1. ελάττωση TBG , οικογενής ή λόγω φαρμάκων<br />

όπως η νιασίνη, η L ασπαραγινάση, η δαναζόλη,<br />

τα γλυκοκορτικοειδή ή λόγω ασθενειών όπως το<br />

νεφρωσικό σύνδρομο, η μεγαλακρία, το σύνδρομο<br />

Cushing, η υποθρεψία<br />

2. εκτόπιση της Τ4 από τις δεσμευτικές πρωτεΐνες<br />

λόγω φαρμάκων όπως τα σαλικυλικά, υψηλές<br />

δόσεις φουροσεμίδης, κάποια ΜΣΑΦ, ηπαρίνη<br />

αλλά και ασθενειών, ιδίως σοβαρών μη θυρεοειδικών<br />

νόσων.<br />

η χρήση αντιεπιληπτικών φαρμάκων (φαινυτοΐνη,<br />

καρβαμαζεπίνη) που αυξάνουν τον ανεξάρτητο από<br />

την ιωδιοποίηση μεταβολισμό των Τ3 και Τ4, αλλά και<br />

τις απομακρύνουν από τις δεσμευτικές ορμόνες<br />

• Η ερμηνεία των διαταραχών των δοκιμασιών της<br />

θυρεοειδικής λειτουργίας στους νοσηλευόμενους<br />

για άλλο σοβαρό μη θυρεοειδικό νόσημα παρουσιάζει<br />

δυσκολίες. Η πλειοψηφία των νοσηλευόμενων<br />

ασθενών έχουν χαμηλές συγκεντρώσεις<br />

T3 (σύνδρομο χαμηλής T3), λόγω ελάττωσης της<br />

5’-μονοαπωιοδοποίησης. Η διαλεύκανση των μηχανισμών<br />

που ενέχονται στη σοβαρή μη θυρεοειδική<br />

νόσο έχει πρόσφατα σημειώσει σημαντική<br />

πρόοδο (Εικόνα 5), αποκαλύπτοντας την πολυπλοκότητα<br />

τους (5). Η μέτρηση της T3 σε νοσηλευόμενους<br />

ασθενείς με χαμηλή TSH είναι απαραίτητη<br />

για τη διαφοροδιάγνωση με τον υπερθυρεοειδισμό<br />

(π.χ επί κολπικής μαρμαρυγής). Έτσι,<br />

η τιμή της T3 είναι υψηλή ή στα ανώτερα φυσιολογικά<br />

στον υπερθυρεοειδισμό και χαμηλή ή στα<br />

κατώτερα φυσιολογικά σε μη θυρεοειδική νόσο.<br />

Το 15 έως 20 % των νοσηλευόμενων ασθενών και<br />

το 50 % περίπου των ασθενών που νοσηλεύονται<br />

σε ΜΕΘ παρουσιάζουν χαμηλή T4 (σύνδρομο<br />

χαμηλής T4), κυρίως λόγω των χαμηλών συγκεντρώσεων<br />

μιας ή περισσοτέρων δεσμευτικών<br />

πρωτεϊνών. Η διαλεύκανση των μηχανισμών που<br />

ενέχονται στη σοβαρή μη θυρεοειδική νόσο έχει<br />

σημειώσει σημαντική πρόοδο, αποκαλύπτοντας<br />

την Μικρή ελάττωση των δεσμευτικών πρωτεϊνών<br />

και ήπια μη θυρεοειδική νόσος συνήθως δεν<br />

επηρεάζουν το ελεύθερο κλάσμα της T4. Ασθενείς<br />

με νόσημα με κακή έκβαση παρουσιάζουν χαμηλή


244<br />

Προβλήματα στην εργαστηριακή διερεύνηση της θυρεοειδικής νόσου<br />

T4 και χαμηλή T3 (6). Σε κάποιους ασθενείς παρατηρείται<br />

παροδική αύξηση της TSH (έως και 20<br />

mU/L) κατά τη διάρκεια της ανάρρωσης από μη<br />

θυρεοειδική νόσο. Από αυτούς λίγοι αποδεικνύεται<br />

ότι πάσχουν από υποθυρεοειδισμό κατά την<br />

επανεκτίμησή τους σε δεύτερο χρόνο. Στην περίπτωση<br />

πάντως που η τιμή της TSH υπερβαίνει<br />

τα 20 mU/L, συνήθως ο υποθυρεοειδισμός είναι<br />

μόνιμος. Ο βαθμός των διαταραχών της θυρεοειδικής<br />

λειτουργίας ποικίλει ανάλογα με τη σοβαρότητα<br />

της νόσου και η ελάττωση του δείκτη<br />

ελεύθερης θυροξίνης (FT4I) συνδέεται με αυξημένη<br />

θνησιμότητα (Εικόνα 5).<br />

• Σε περίπτωση ψυχιατρικής νόσου, ιδιαίτερα σχιζοφρένειας,<br />

είναι πιθανή η παροδική αύξηση της<br />

T4 συνοδευόμενη ή όχι από ελάττωση της TSH,<br />

ενώ σε βαριά κατάθλιψη μπορεί να παρατηρηθεί<br />

ευθυρεοειδική υποθυροξιναιμία.<br />

Εικόνα 1. Ρύθμιση και μεταβολισμός θυρεοειδικών ορμονών


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 245<br />

Εικόνα 2. Βιοσύνθεση θυρεοειδικών ορμονών<br />

Εικόνα 3. Μεταφορά και μεταβολισμός των θυρεοειδικών ορμονών


246<br />

Προβλήματα στην εργαστηριακή διερεύνηση της θυρεοειδικής νόσου<br />

Πίνακας 1<br />

Φάρμακα που προκαλούν διαταραχή των δοκιμασιών θυρεοειδικής λειτουργίας χωρίς να<br />

επηρεάζουν τη λειτουργία του θυρεοειδούς<br />

Ελάττωση TBG -νιασίνη (νικοτινικό οξύ), L ασπαραγινάση, δαναζόλη, γλυκοκορτικοειδή, ανδρογόνα<br />

Περίσσεια TBG -οιστρογόνα, ταμοξιφένη, ραλοξιφένη, 5FU, μεθαδόνη, κλοφιβράτη, ηρωίνη, μιτοτάνη<br />

Ελάττωση ένωσης Τ4 με την TBG- σαλικυλικά, φουροσεμίδη, κάποια ΜΣΑΦ, ηπαρίνη (μέσω<br />

ελεύθερων λιπαρών οξέων)<br />

Αύξηση κάθαρσης T4 – φαινυτοΐνη, καρβαμαζεπίνη, ριφαμπικίνη, φαινοβαρβιτάλη<br />

Καταστολή έκκρισης TSH – δοβουταμίνη, γλυκοκορτικοειδή, οκτρεοτίδη<br />

Διαταραχή μετατροπής της T4 σε T3 – αμιοδαρόνη, γλυκοκορτικοειδή, προπυλθειουρακίλη,<br />

σκιαγραφικά για χολοκυστογραφία (πχ ιοπανοϊκό οξύ)<br />

Εικόνα 4. Μηχανισμοί πρόκλησης διαταραχών θυρεοειδικών ορμονών σε σοβαρή μη θυρεοειδική νόσο<br />

Εικόνα 5. Μεταβολές θυρεοειδικών εργαστηριακών παραμέτρων σε σοβαρή μη θυρεοειδική νόσο


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 247<br />

Βιβλιογραφια<br />

1. Surks MI, Ortiz E, Daniels GH, et al. Subclinical thyroid<br />

disease: scientific review and guidelines for diagnosis<br />

and management. JAMA. 2004 Jan 14;291(2):228-38<br />

2. R. Sapin J.-L. Schlienger Dosages de thyroxine (T4)<br />

et tri-iodothyronine (T3) : techniques et place dans<br />

le bilan thyroοdien fonctionnel (review article)Ann<br />

Biol Clin2003 ; 61: 4-34,<br />

3. Ross DS, Ardisson LJ, Meskell MJ. Measurement of<br />

thyrotropin in clinical and subclinical hyperthyroidism<br />

using a new chemiluminescent assay. J Clin Endocrinol<br />

Metab. 1989;69:684-8<br />

4. Baloch Z, Carayon P, Conte-Devolx B et al. Laboratory<br />

medicine practice guidelines. Laboratory support<br />

for the diagnosis and monitoring of thyroid<br />

disease. Thyroid. 2003;13:3-126<br />

5. Maria H Warner and Geoffrey J Beckett Mechanisms<br />

behind the non-thyroidal illness syndrome: an update<br />

Journal of Endocrinology 2010; 205: 1–13<br />

6. Fliers E, Guldenaar SEF, Weirsings WM, et al: Decreased<br />

hypothalamic thyrotropin releasing hormone<br />

gene expression in patients with nonthyroidal<br />

illness. J Clin Endocrinol Metab 1997; 82:4032


ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΘΕΜΑ<br />

ΚΟΛΠΙΚΗ ΜΑΡΜΑΡΥΓΗ: Η ΣΥΧΝΟΤΕΡΗ ΑΡΡΥΘΜΙΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ<br />

Νεότερα αντιαρρυθμικά φάρμακα στην θεραπεία<br />

της κολπικής μαρμαρυγής<br />

Κ Κάππος 1 , Ξ Κωνσταντίνου 2<br />

1<br />

Διευθυντής ΕΣΥ, 2 Ειδικευόμενος Ιατρός, Α’ Καρδιολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

Η κολπική μαρμαρυγή είναι η πιο συχνή καρδιακή<br />

αρρυθμία. Υπολογίζεται πως μέχρι το 2050 περίπου<br />

το 2% του γενικού πληθυσμού και πολύ μεγαλύτερο<br />

ποσοστό των ηλικιωμένων θα πάσχει από κολπική<br />

μαρμαρυγή. Στους ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή<br />

αυξάνεται περίπου πέντε φορές ο κίνδυνος για αγγειακό<br />

εγκεφαλικό επεισόδιο 1 και η θνησιμότητα περίπου<br />

δύο φορές 2 . Η κολπική μαρμαρυγή έχει μεγάλη ποικιλία<br />

κλινικών εκδηλώσεων που απαιτούν διαφορετικές<br />

θεραπευτικές προσεγγίσεις. Η παροξυσμική απαιτεί<br />

άμεση καρδιομετατροπή, ενώ η υποτροπιάζουσα<br />

χρήζει προφυλακτικής αγωγής για την πρόληψη των<br />

υποτροπών. Τέλος η χρόνια ή εμμένουσα χρήζει αγωγής<br />

για τον έλεγχο της κοιλιακής ανταπόκρισης. Οι<br />

σημερινές στρατηγικές στην θεραπεία της κολπικής<br />

μαρμαρυγής είναι η πρόληψη των θρόμβοεμβολικών<br />

επεισοδίων, ο έλεγχος του ρυθμού και ο έλεγχος της<br />

συχνότητας 3 . Όσον αφορά δε ποιά τακτική είναι η καλύτερη<br />

για τον ασθενή η μελέτη AFFIRM έδειξε πως δεν<br />

υπάρχει διαφορά στην θνησιμότητα μεταξύ των στρατηγικών<br />

ελέγχου του ρυθμού και αυτών ελέγχου της<br />

συχνότητας 4 . Τα πλεονεκτήματα ωστόσο του ελέγχου<br />

του ρυθμού είναι καλύτερος έλεγχος της συχνότητας,<br />

συμμετοχή του κολπικού λακτίσματος στον καρδιακό<br />

κύκλο, καλύτερη αντοχή στην κόπωση και μικρότερο<br />

κίνδυνο για θρομβοεμβολές.<br />

Το ιδανικό αντιαρρυθμικό φάρμακο θα πρέπει με<br />

ασφάλεια, χωρίς προαρρυθμικές δράσεις, και αποτελεσματικά,<br />

να τερματίζει ή να προλαμβάνει την εμφάνιση<br />

κολπικής μαρμαρυγής σε ασθενείς με και χωρίς<br />

δομική καρδιακή νόσο, να μην έχει εκσεσημασμένη<br />

αρνητική ινότροπη δράση ή αλληλεπίδραση με τα<br />

αντιπηκτικά και να παρέχει ικανοποιητικό έλεγχο της<br />

κοιλιακής συχνότητας κατά την διάρκεια των παροξυσμών.<br />

Αυτό το αντιαρρυθμικό φάρμακο δυστυχώς<br />

δεν υπάρχει ακόμη. Το αντιαρρυθμικό φάρμακο που<br />

εκπληρεί τα περισσότερα από τα ανωτέρω κριτήρια<br />

είναι η αμιωδαρόνη, με το αρνητικό όμως των σοβαρότερων<br />

ανεπιθύμητων παρενεργειών.<br />

Στην προσπάθεια ανεύρεσης νεώτερων και ασφαλέστερων<br />

αντιαρρυθμικών φαρμάκων έγιναν προσπάθειες<br />

είτε τροποποίησης ήδη υπαρχόντων μορίων<br />

όπως αυτό της αμιωδαρόνης με την αφαίρεση του<br />

μορίου του ιωδίου είτε σε εντελώς νέες κατηγορίες<br />

φαρμάκων όπως είναι οι εκλεκτικοί παράγοντες καθυστέρησης<br />

της κολπικής εκπόλωσης.<br />

Το πρώτο και πιο γνωστό από τα νεώτερα αντιαρρυθμικά<br />

φάρμακα που ήδη έχει πάρει ένδειξη για<br />

την θεραπεία της κολπικής μαρμαρυγής είναι η δρονεδαρόνη<br />

5 . Η δρονεδαρόνη αποτελεί ένα δομικό ανάλογο<br />

της αμιωδαρόνης, χωρίς τα ιωδιούχα υποκατάστατα,<br />

με καλύτερο προφίλ ασφαλείας και παρόμοιο φάσμα<br />

φαρμακολογικών δράσεων (β-αδρενεργικός, διαύλων<br />

νατρίου και Ι kr<br />

διαύλων καλίου αποκλειστής). Η δρονεδαρόνη<br />

παρουσιάζει ηλεκτροφυσιολογικές ιδιότητες<br />

και από τις τέσσερις κατηγορίες της ταξινόμησης κατά<br />

Vaughan- Williams. Αναστέλλει τα ρεύματα καλίου και<br />

με τον τρόπο αυτό παρατείνει το δυναμικό ενεργείας<br />

και την ανερέθιστη περίοδο (τάξη ΙΙΙ). Αναστέλλει τους<br />

διαύλους νατρίου (τάξη Ιb), καθώς και τους διαύλους<br />

ασβεστίου (τάξη ΙV) καθώς και μη-ανταγωνιστική αντιαδρενεργική<br />

δράση 6,7 . Η δρονεδαρόνη έχει μελετηθεί με<br />

ένα εκτεταμένο πρόγραμμα κλινικών μελετών και έχει<br />

αποδείξει τόσο την ικανότητα πρόληψης της επανεμφάνισης<br />

κολπικής μαρμαρυγής μετά από επιτυχή καρδιομετατροπή,<br />

8,9 όσο και την αποτελεσματικότητά της<br />

στην μείωση του κινδύνου εισαγωγής σε νοσοκομείο<br />

με νοσήματα σχετιζόμενα με την κολπική μαρμαρυγή<br />

10 . Συγκεκριμένα, παρουσίασε μείωση κατά 29% του<br />

κινδύνου θανάτου από καρδιαγγειακά αίτια και κατά<br />

34% του σχετικού κινδύνου για αγγειακό εγκεφαλικό<br />

επεισόδιο σε σχέση με το εικονικό φάρμακο που συγκρίθηκε.<br />

Παρόλα αυτά όμως η δρονεδαρόνη στη μοναδική<br />

μελέτη σύγκρισης με την αμιωδαρόνη,εμφανίζεται<br />

σαφώς λιγότερο αποτελεσματική στην μείωση της<br />

επανεμφάνισης κολπικής μαρμαρυγής, έχοντας όμως<br />

λιγότερες ανεπιθύμητες παρενέργειες, ιδιαίτερα όσον<br />

αφορά τον θυρεοειδή και το νευρικό σύστημα, καθώς


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 249<br />

και δεν παρουσίασε αλληλεπίδραση με τα αντιπηκτικά<br />

11 . Ένα άλλο σημείο που χρήζει προσοχής στην<br />

χρήση της δρονεδαρόνης είναι η αύξηση των θανάτων<br />

που παρατηρήθηκε κατά την χρήση του φαρμάκου σε<br />

ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια λειτουργικού σταδίου<br />

κατά NYHA III και IV, κυρίως λόγω επιδείνωσης<br />

των συμπτωμάτων καρδιακής ανεπάρκειας με αποτέλεσμα<br />

να αντενδείκνυται η χορήγησή της σε αυτήν<br />

την κατηγορία ασθενών 12 . Άλλα παράγωγα της αμιωδαρόνης<br />

που αυτή τη στιγμή βρίσκονται στο στάδιο<br />

των κλινικών μελετών είναι η σελιβαρώνη 13 και η<br />

βουδιοδαρώνη, η οποία αναμένεται να έχει παρόμοια<br />

δραστικότητα με την αμιωδαρόνη χωρίς όμως τις παρενέργειες<br />

που οφείλονται στην χρόνια χορήγηση και<br />

την εναπόθεση στους ιστούς 14 .<br />

Μία νέα ελκυστική πρόταση στην θεραπεία της<br />

κολπικής μαρμαρυγής αποτελούν οι παράγοντες που<br />

επιβραδύνουν εκλεκτικά την επαναπόλωση των κόλπων<br />

( Atrial Repolarization Delaying Agents – ARDA ). Οι<br />

παράγοντες αυτοί παρουσιάζουν υψηλή και εκλεκτική<br />

συγγένεια στους ιοντικούς διαύλους που εμπλέκονται<br />

στην διαδικασία επαναπόλωσης του κολπικού μυοκαρδίου.<br />

Ο κυριότερος εκπρόσωπος αυτής της κατηγορίας<br />

είναι το βερνακαλάντ (Vernakalant ) η ενδοφλέβια<br />

μορφή του οποίου έλαβε ήδη ένδειξη για την άμεση<br />

καρδιομετατροπή κολπικής μαρμαρυγής προσφάτου<br />

ενάρξεως 5 . Η χορήγηση βερνακαλάντ αποδείχθηκε πιο<br />

γρήγορη από την αμιωδαρόνη όσον αφορά την καρδιομετατροπή<br />

της κολπικής μαρμαρυγής σε φλεβοκομβικό<br />

ρυθμό, 51.7% των ασθενών που έλαβαν βερνακαλάντ<br />

έναντι μόλις 5.2% αυτών που έλαβαν αμιωδαρόνη τα<br />

πρώτα 90 λεπτά μετά την χορήγηση (p


Κολπική μαρμαρυγή:<br />

Νεότερα αντιθρομβωτικά και αντιπηκτικά φάρμακα<br />

Σ Μεταξά 1 , Ι Χαβελές 2 , Α Μανώλης 3<br />

1<br />

Eιδικευόμενη Ιατρός, 2 Επικουρικός Ιατρός, 3 Διευθυντής, Α’ Καρδιολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

Τα αιμοπετάλια έχουν θεμελιώδη ρόλο στην παθοφυσιολογία<br />

των οξέων στεφανιαίων συνδρόμων<br />

(ΟΣΣ) (ασταθής στηθάγχη, έμφραγμα του μυοκαρδίου)<br />

καθώς η ρήξη ή η εξέλκωση της αθηρωματικής πλάκας<br />

οδηγούν σε έκθεση του υπενδοθηλιακού ιστού στην<br />

κυκλοφορία του αίματος και συνοδεύονται από προσκόλληση,<br />

ενεργοποίηση και συσσώρευση των αιμοπεταλίων<br />

που συμμετέχουν στον σχηματισμό θρόμβου.<br />

Συγχρόνως με τη δημιουργία του αιμοπεταλιακού<br />

θρόμβου ενεργοποιείται ο πηκτικός μηχανισμός του<br />

αίματος: απελευθερώνεται ιστικός παράγοντας και ο<br />

παράγοντας πήξης Χ ενεργοποιείται σε παράγοντα<br />

Χα που οδηγεί στη δημιουργία θρομβίνης (παράγοντας<br />

ΙΙα). Η θρομβίνη μετασχηματίζει το ινωδογόνο σε ινώδες,<br />

ενεργοποιεί τον παράγοντα ΧΙΙΙ που σταθεροποιεί<br />

τον ινώδη θρόμβο και δρα ως ισχυρό ερέθισμα για<br />

την συσσώρευση των αιμοπεταλίων 1 . Μόρια θρομβίνης<br />

ενσωματώνονται στους θρόμβους και μπορούν να<br />

αποτελέσουν εστία επαναθρόμβωσης (επαναπόφραξη<br />

ή επανέμφραγμα) όταν ο θρόμβος υφίσταται αυτόματη<br />

ή φαρμακευτικά επαγόμενη ινωδόλυση. Κατά αναλογία,<br />

ενεργοποιημένα αιμοπετάλια συμβάλλουν στην<br />

ανάπτυξη δευτερογενούς ισχαιμίας μετά από ένα<br />

ΟΣΣ που αντιμετωπίζεται με διαδερμική στεφανιαία<br />

αγγειοπλαστική και κυρίως, με ενδοστεφανιαία εμφύτευση<br />

stent. Για αυτούς τους λόγους η αποτελεσματική<br />

αντιαιμοπεταλιακή και αντιπηκτική αγωγή αποτελούν<br />

ακρογωνιαίους λίθους στην πρωτογενή και δευτερογενή<br />

αντιμετώπιση της αθηροθρομβωτικής νόσου και<br />

νέα φάρμακα συνεχώς προστίθενται στην θεραπευτική<br />

μας φαρέτρα.<br />

Η ασπιρίνη (ακετυλοσαλικυλικό οξύ) χρησιμοποιείται<br />

περισσότερο από πενήντα χρόνια ως αποτελεσματικό,<br />

φτηνό και αρκετά ασφαλές αντιαιμοπεταλιακό<br />

φάρμακο καθώς μειώνει τον κίνδυνο εμφράγματος<br />

του μυοκαρδίου και ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού<br />

επεισοδίου, μειώνει τα αγγειακά φαινόμενα και<br />

την θνητότητα ασθενών με αγγειακή νόσο. H διπλή<br />

αντιαιμοπεταλιακή αγωγή με συγχορήγηση ασπιρίνης/<br />

κλοπιδογρέλης σε ασθενείς με ΟΣΣ μειώνει τη νοσηρότητα<br />

και θνησιμότητα σε περίπτωση συντηρητικής<br />

αντιμετώπισης ή διαδερμικής στεφανιαίας παρέμβασης<br />

(PCI) και συστήνεται για τουλάχιστον 12 μήνες σε<br />

ασθενείς με ΟΣΣ ή ασθενείς που έλαβαν επικαλυμμένο<br />

stent. Η κλοπιδογρέλη είναι θειενοπυριδίνη 2ης γενιάς<br />

που εκλεκτικά και μη αναστρέψιμα αναστέλλει τον<br />

υποδοχέα P2Υ 12<br />

των ADP υποδοχέων των αιμοπεταλίων,<br />

παρουσιάζει όμως περιορισμούς σε ότι αφορά<br />

τη χρήση της: συνοδεύεται από αυξημένο αιμορραγικό<br />

κίνδυνο σε ασθενείς που πρόκειται να υποβληθούν σε<br />

χειρουργείο, προκαλεί μόνο σε ποσοστό 30-40% αναστολή<br />

συσσώρευσης των αιμοπεταλίων, είναι προφάρμακο<br />

που μεταβολίζεται στο ήπαρ και έχει καθυστερημένη<br />

έναρξη δράσης. Η χρήση των αναστολέων<br />

γλυκοπρωτεϊνικών υποδοχέων GPIIbIIIa (GPI) που επίσης<br />

αναστέλλουν τη συσσώρευση των αιμοπεταλίων<br />

συστήνεται σε ασθενείς με υψηλού κινδύνου ΟΣΣ που<br />

υποβάλλονται σε PCΙ, σε συνδυασμό πάντα με ασπιρίνη/κλοπιδογρέλη<br />

προσφέροντας επιπρόσθετη αντιαιμοπεταλιακή<br />

δράση 2 .<br />

Το μέγιστο αντιαιμοπεταλιακό αποτέλεσμα επιχειρούν<br />

να επιτύχουν νέα αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα<br />

όπως η πρασουγρέλη. Η πρασουγρέλη είναι<br />

θειενοπυριδίνη που αναστέλλει τον υποδοχέα P2Υ 12,<br />

έχει 10πλάσια in vivo δραστικότητα από την κλοπιδογρέλη<br />

και σπάνια συνοδεύεται από το φαινόμενο<br />

της αντίστασης στην συσσώρευση των αιμοπεταλίων<br />

(PRINCIPLE-TIMI 44). Στην μελέτη TRITON-TIMI 38 κατά<br />

την οποία ασθενείς με ΟΣΣ υποβλήθηκαν σε PCI και<br />

τυχαιοποιήθηκαν σε πρασουγρέλη έναντι κλοπιδογρέλης,<br />

η χορήγηση πρασουγρέλης συνοδεύτηκε από στατιστικά<br />

σημαντικά μειωμένη συχνότητα θανάτου από<br />

καρδιαγγεακά αίτια, μη θανατηφόρα εμφράγματα ή<br />

εγκεφαλικά επεισόδια με αυξημένο όμως τον κίνδυνο<br />

αιμορραγικών επεισοδίων και θανατηφόρων αιμορραγιών.<br />

Έχουν περιγραφεί τρεις ομάδες ασθενών με αυξημένο<br />

αιμορραγικό κίνδυνο στις οποίες αντενδείκνυται<br />

η χορήγηση πρασουγρέλης: ασθενείς με παροδικό


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 251<br />

ή μόνιμο ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο, ηλικίας άνω<br />

των 75 ετών και σωματικού βάρους


ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΘΕΜΑ<br />

ΟΙ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ-ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΜΑΓΝΗΤΙΚΗΣ<br />

ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ, ΤΗΣ ΑΞΟΝΙΚΗΣ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ-<br />

ΣΤΕΦΑΝΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ STRESS SPECT<br />

Οι ενδείξεις χρησιμοποίησης της Μαγνητικής Τομογραφίας Καρδιάς:<br />

Απεικονιστικός έλεγχος της βιωσιμότητας του Μυοκαρδίου<br />

ΘΜ Κρατημένος<br />

Ακτινοδιαγνωστής, Επιμελητής Β’, Ακτινοδιαγνωστικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός –<br />

Μονάδα Επεμβατικής Ακτινολογίας<br />

SUMMARY<br />

Kratimenos MT. Indications for the use of Cardiac MRI: Diagnostic imaging for the assessment of myocardial<br />

viability. In the last few years Cardiac Magnetic Resonance Imaging has been established as a reliable non invasive<br />

imaging modality for the assessment of heart diseases being the gold standard method for some of them. The contribution<br />

of this method is indisputable regarding coronary artery disease, especially in post-infarction patients where viable<br />

myocardium can be distinguished / exhibited, as well as microvascular obstruction following myocardial infarction<br />

through diffusion techniques. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 252-260, 2011.<br />

Key words: cardiac magnetic resonance imaging, myocardium viability, myocardium diffusion<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Ο μαγνητικός συντονισμός της καρδιάς τα τελευταία χρόνια έχει καταξιωθεί διεθνώς ως μια αξιόπιστη μη επεμβατική<br />

απεικονιστική μέθοδος για την μελέτη των παθήσεων της καρδιάς αποτελώντας για κάποιες από αυτές<br />

τη χρυσή μέθοδο. Ειδικά στη στεφανιαία νόσο η συμβολή της μεθόδου είναι σημαντική καθώς είναι σε θέση να<br />

αναδείξει το βιώσιμο μυοκάρδιο σε μετεμφραγματικούς ασθενείς, καθώς και τη μικροαγγειακή απόφραξη που<br />

ακολουθεί το έμφραγμα του μυοκαρδίου μέσω της τεχνικής διάχυσης του μυοκαρδίου. Νοσοκομειακά Χρονικά,<br />

73, Συμπλήρωμα, 252-260, 2011.<br />

Λέξεις κλειδιά: μαγνητικός συντονισμός καρδιάς, βιωσιμότητα μυοκαρδίου, διάχυση μυοκαρδίου<br />

ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />

Οι καρδιαγγειακές παθήσεις αποτελούν το σημαντικότερο<br />

αίτιο θανάτου στις ΗΠΑ και πολλά άλλα<br />

κράτη, απορροφούν δε σημαντικό μέρος από τα κεφάλαια<br />

που προορίζονται για τον τομέα της υγείας,<br />

αποτελώντας ένα σημαντικό κοινωνικό-οικονομικό<br />

πρόβλημα.<br />

Ο πλήρης διαγνωστικός έλεγχος αυτών των παθήσεων<br />

συχνά είναι χρονοβόρος και αυξημένου κόστους,<br />

καθώς απαιτεί μια σειρά εξετάσεων που περιλαμβάνει<br />

διαφορετικές απεικονιστικές ή άλλες μεθόδους.<br />

Σε σχέση με τις κλασσικές απεικονιστικές μεθόδους<br />

ο μαγνητικός συντονισμός της καρδιάς αποτελεί μια<br />

μη επεμβατική μέθοδο που επιτρέπει τη συνδυασμένη<br />

μελέτη τόσο της καρδιακής ανατομίας (εσωτερικές κοιλότητες,<br />

πάχος μυοκαρδίου, στεφανιαία αγγεία) όσο<br />

και της λειτουργικότητας (κινητικότητα τοιχώματος,<br />

λειτουργία των βαλβίδων, διάχυση μυοκαρδίου, ροή<br />

στεφανιαίων).<br />

Τα πλεονεκτήματα του μαγνητικού συντονισμού<br />

στην απεικόνιση της καρδιάς είναι ότι πρόκειται για<br />

μια μη επεμβατική απεικονιστική μέθοδο, χωρίς ιοντίζουσα<br />

ακτινοβολία, που έχει απεριόριστη πρόσβαση<br />

στον θωρακικό κλωβό, με δυνατότητα απεικόνισης σε<br />

πολλαπλά επίπεδα και με καλή αντίθεση των ιστών.<br />

Η σωστή χωρική και χρονική διακριτική αντίθεση<br />

είναι απαραίτητες για μια επιτυχημένη εξέταση καρδιάς<br />

με μαγνητικό συντονισμό. Σε συνδυασμό με τις<br />

βελτιώσεις στα λειτουργικά συστήματα( π.χ. καλύτερη<br />

ομοιογένεια του μαγνητικού πεδίου, ταχύτερη αλλαγή


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 253<br />

των βαθμιδωτών πεδίων, πιο ευαίσθητα στη λήψη σήματος<br />

πηνία) η απεικόνιση της καρδιάς με μαγνητικό<br />

συντονισμό, έχει ωφεληθεί τα τελευταία 20 χρόνια και<br />

από την εισαγωγή του συστήματος σύγχρονης ηλεκτροκαρδιογραφικής<br />

καταγραφής και την ανάπτυξη<br />

ταχέων ακολουθιών με συγκράτηση της αναπνοής.<br />

Ορισμένες ενδείξεις για την απεικόνιση της καρδιάς<br />

με το μαγνητικό συντονισμό είναι ήδη καλά τεκμηριωμένες,<br />

ενώ άλλες αυτή τη στιγμή περνάνε από<br />

το ερευνητικό στάδιο, στο στάδιο της κλινικής εφαρμογής.<br />

Παρόλο που μια μορφολογική μελέτη της καρδιάς<br />

είναι δυνατό να γίνει με ένα μαγνητικό πεδίο ισχύος<br />

1Τ, οι κορυφαίες ακτινολογικές και καρδιολογικές εταιρείες<br />

προτείνουν και έχει πλέον γίνει κοινή πρακτική<br />

στην κλινική καθημερινότητα η απεικόνιση με μαγνητικό<br />

πεδίο να γίνεται με πεδίο ισχύος 1,5Τ, και βαθμιδωτά<br />

πεδία 20 m T/m ή περισσότερο. Ειδικά η λήψη<br />

ταχέων ακολουθιών με καταστολή του σήματος του<br />

λίπους, απαιτεί το υψηλότερο δυνατό κλάσμα σήματος<br />

προς θόρυβο, με πολύ μεγάλη ομοιογένεια του<br />

μαγνητικού πεδίου.<br />

Διάφοροι κατασκευαστές παράγουν συστήματα<br />

MRI ειδικά για την απεικόνιση του καρδιοαγγειακού<br />

συστήματος, με ισχύ των βαθμιδωτών πεδίων ίση με<br />

60 m T/m ή και περισσότερο και μέγιστη χωρική διακριτική<br />

ικανότητα. Σε ορισμένα δε εξειδικευμένα κέντρα,<br />

οι εξετάσεις MRI της καρδιάς πραγματοποιούνται<br />

πλέον με συστήματα που έχουν ισχύ μαγνητικού<br />

πεδίου 3.0 Τ.<br />

Οι εξετάσεις της καρδιάς με τη μέθοδο του μαγνητικού<br />

συντονισμού για να θεωρούνται υψηλής ποιότητας<br />

πρέπει να έχουν τα εξής εξειδικευμένα τεχνικά<br />

και λογιστικά χαρακτηριστικά:<br />

• Εξελιγμένες ακολουθίες για την απεικόνιση της<br />

καρδιάς και ειδικά προγράμματα για την ποσοτική<br />

λειτουργική μελέτη.<br />

• Ένα εξειδικευμένο πηνίο ( πηνίο καρδιάς).<br />

• Συστήματα ηλεκτροκαρδιακής καταγραφής, αυτόματης<br />

μέτρησης της πίεσης και οξυμετρίας<br />

συμβατά με το μαγνήτη.<br />

• Ένα συμβατό με το μαγνήτη εγχυτή για τη χορήγηση<br />

παραμαγνητικής ουσίας (ρυθμός ροής<br />

≥3Ml/s)<br />

• Μια συσκευή ενδοφλέβιας χορήγησης φαρμάκου<br />

για την απεικόνιση υπό συνθήκες φαρμακευτικού<br />

stress<br />

• Τμήμα επειγόντων στελεχωμένο με ιατρούς διαφόρων<br />

ειδικοτήτων και τον απαραίτητο εξοπλισμό.<br />

Η εξέταση της καρδιάς με τη μέθοδο του μαγνητικού<br />

συντονισμού μπορεί να γίνει με τον εξεταζόμενο<br />

σε ύπτια αλλά και σε πρηνή θέση. Η πρηνής θέση είναι<br />

λιγότερο βολική για τον άρρωστο αλλά μειώνει τα τεχνικά<br />

σφάλματα από την αναπνοή κατά τη διάρκεια<br />

της λήψης των δεδομένων. Πάντως η ύπτια θέση αποτελεί<br />

σήμερα τον κλασσικό τρόπο τοποθέτησης των<br />

αρρώστων στην καθημερινή κλινική πράξη.<br />

Ένα πηνίο σώματος δεν είναι αρκετά ευαίσθητο<br />

για την απεικόνιση της καρδιάς με ΜΣ. Τα πηνία επιφανείας<br />

έχουν μικρότερο πεδίο απεικόνισης(FOV) με<br />

μεγαλύτερο συντελεστή σήματος προς θόρυβο (SNR),<br />

καθιστώντας τα ικανά να απεικονίζουν δομές της<br />

καρδιάς που βρίσκονται κοντά στο θωρακικό τοίχωμα.<br />

Ένα μονό πρόσθιο πηνίο επιφάνειας ωστόσο δεν<br />

επαρκεί για την απεικόνιση των κόλπων, της κατιούσης<br />

θωρακικής αορτής, και των μεγάλων ενδοθωρακικών<br />

αγγειακών δομών στους ενήλικες. Τα κλιμακούμενης<br />

παράταξης πηνία (phased array coils) συνδυάζουν<br />

υψηλό SNR και μεγάλο FOV. Οι ιστοί κοντά στο πηνίο<br />

θα έχουν υψηλότερη ένταση σήματος σε σχέση με εκείνους<br />

μακρύτερα από το πηνίο. Ένα φίλτρο ομογενοποίησης<br />

μπορεί εν μέρη να αντισταθμίσει αυτές τις<br />

διαφορές. Οι πιο σύγχρονοι μαγνητικοί τομογράφοι<br />

έχουν συστήματα πηνίων ειδικά για το όργανο στόχο.<br />

Αυτά τα συστήματα είναι βελτιωμένα για την απεικόνιση<br />

της καρδιάς και αποτελούνται από πολυκαναλικά<br />

πηνία που εκτείνονται τόσο στο πρόσθια όσο και<br />

την οπίσθια επιφάνεια του θωρακικού τοιχώματος.<br />

ΥΛΙΚΟ-ΜΕΘΟΔΟΣ<br />

Στο τμήμα μαγνητικού τομογράφου του Νοσοκομείου<br />

ο Ευαγγελισμός έχουν εξεταστεί για μαγνητική τομογραφία<br />

καρδιάς από τον Ιανουάριο του 2007 μέχρι<br />

και το Δεκέμβριο του 2010, 293 ασθενείς, εκ των οποίων<br />

180 άρρενες (μέση ηλικία 42,3 έτη, ο γηραιότερος<br />

εξεταζόμενος ηλικίας 79 ετών και ο νεότερος 16 ετών)<br />

με διάφορες κλινικές ενδείξεις. Η εξέταση πραγματοποιείται<br />

με σύγχρονο μαγνητικό τομογράφο GE SIGNA<br />

EXCITE ισχύος 1,5 Tesla, ενώ έχει εγκατασταθεί ειδικό<br />

καρδιολογικό λογισμικό επεξεργασίας των εξετάσεων<br />

(Report-card) σε σταθμό εργασίας για τον λειτουργικό<br />

έλεγχο.<br />

Για την αποφυγή ψευδοείδωλων η λήψη εικόνων<br />

πραγματοποιείται με ηλεκτροκαρδιογραφικό συγχρονισμό<br />

και με τεχνικές συγκράτησης της αναπνοής.<br />

Ηλεκτρόδια καρδιογραφήματος συμβατά με το μαγνήτη<br />

φτιαγμένα από άνθρακα ή γραφίτη, κλεισμένα<br />

σε εύκαμπτο πλαστικό περίβλημα, τοποθετούνται στην


254<br />

Οι ενδείξεις χρησιμοποίησης της Μαγνητικής Τομογραφίας Καρδιάς:<br />

Απεικονιστικός έλεγχος της βιωσιμότητας του Μυοκαρδίου<br />

πρόσθια θωρακική επιφάνεια του ασθενούς (αφού καθαριστεί<br />

η επιφάνεια του σώματος που θα προσκολληθούν<br />

και απομακρυνθούν τυχόν τρίχες από το δέρμα). Τα αυτοκόλλητα<br />

των ηλεκτροδίων τοποθετούνται αριστερά<br />

από το στέρνο στο ύψος του τέταρτου μεσοπλεύριου<br />

διαστήματος, κατά μήκος της μεσοκλειδικής γραμμής και<br />

στην πρόσθια μασχαλιαία γραμμή. Όσο πιο προσεκτικά<br />

γίνεται η τοποθέτηση των ηλεκτροδίων τόσο καλύτερη<br />

είναι η λήψη σήματος του ΗΚΓ και κατά συνέπεια υψηλότερης<br />

ποιότητας οι παραγόμενες εικόνες.<br />

Επίσης εφαρμόζονται τεχνικές εξέτασης με συγκράτηση<br />

της αναπνοής ώστε να μειωθούν τα αναπνευστικά<br />

τεχνικά σφάλματα χωρίς να επιμηκυνθεί<br />

σημαντικά την εξέταση. Η λήψη δεδομένων με τη συγκράτηση<br />

της αναπνοής σε φάση εκπνοής φαίνεται<br />

να είναι πιο εύκολη στην αναπαραγωγή από τη λήψη<br />

δεδομένων σε φάση εισπνοής.<br />

Το συνηθισμένο πρωτόκολλο απεικόνισης των<br />

ασθενών που προσέρχονται στο τμήμα του μαγνητικού<br />

τομογράφου του Νοσοκομείου ο Ευαγγελισμός για<br />

να πραγματοποιήσουν εξέταση μαγνητικής τομογραφίας<br />

καρδιάς περιλαμβάνει:<br />

1) Αναγνωριστικές τομές σε τρία επίπεδα που παρέχουν<br />

ένα γρήγορο ανατομικό προσανατολισμό των<br />

οργάνων του θώρακα και χρησιμεύουν στο σχεδιασμό<br />

(εικ 1).<br />

2) Ανατομικές ακολουθίες κατά τον εγκάρσιο άξονα<br />

που καλύπτουν από το ύψος του διαφράγματος μέχρι<br />

και το ύψος του αορτικού τόξου για την ανάδειξη της<br />

ανατομίας των καρδιακών κοιλοτήτων και των αγγείων<br />

του μεσοθωρακίου (double inversion recovery TSE/<br />

FSE, TR = 2 R-R intervals, TE = 5 msec GE; Slice thickness =<br />

5 mm Interslice gap = 5 mm FOV = 28 cm)<br />

3) Υπερταχείες ακολουθίες βαθμιδωτών πεδίων<br />

μονής τομής κατά τον επιμήκη άξονα της καρδιάς, τον<br />

ψευδο-βραχύ άξονα της καρδιάς και σε προβολή τεσσάρων<br />

κοιλοτήτων (εικ. 2)<br />

4) Κινηματική μελέτη με ειδικές cine (white blood)<br />

ακολουθίες (FIESTA TR = 3.5 msec ; TE = minimum, Flip<br />

angle = 45–70° Slice thickness = 8 mm Interslice gap =<br />

2 mm FOV = 36–40 cm 16–20 τομές) κατά τον αληθή<br />

βραχύ άξονα της καρδιάς καθώς σε αληθή προβολή<br />

4 κοιλοτήτων (εικ. 3), για την ογκομετρική μελέτη των<br />

κοιλοτήτων, την ανάδειξη και ημιποσοτική εκτίμηση<br />

βαλβιδικής ανεπαρκείας, στενώσεων και διαφυγών.<br />

5) Cine ακολουθίες ροομετρίας και μέτρησης ταχύτητας<br />

με κωδικοποίηση φάσης, βαθμιδωτών πεδίων,<br />

ευαίσθητες στη ροή του αίματος με καρδιακό συγχρονισμό<br />

σε κάθετο επίπεδο προς τον επιμήκη άξονα<br />

της ανιούσας αορτής και της πνευμονικής αρτηρίας<br />

για την ανάδειξη και ποσοτικοποίηση ανεπάρκειας,<br />

στενώσεων, πνευμονικής και συστηματικής παροχής,<br />

υπερφόρτωσης όγκου ή πίεσης, διαφυγών (εικ. 4). Πρόκειται<br />

για ειδικές ακολουθίες που επιτρέπουν την λήψη<br />

ανατομικών όσο και των αντίστοιχων δυσδιάστατων<br />

χαρτών ταχυτήτων και την άμεση μέτρηση ταχύτητας<br />

ροής, καθώς και υπολογισμού της κλίσης πίεσης βάσει<br />

της τροποποιημένης εξίσωσης του Bernoulli: Δp=4v²<br />

(όπου Δp είναι η κλίση πίεσης και v η μετρούμενη ταχύτητα).<br />

(εικ. 5).<br />

6) Τ2 ζυγισμένες ακολουθίες κατά τον αληθή βραχύ<br />

άξονα της καρδιάς ή σε προβολή 4 κοιλοτήτων,<br />

STIR (short-tau inversion recovery) για την ανάδειξη του<br />

οιδήματος στο μυοκάρδιο.<br />

7) Ανατομικές ακολουθίες κατά τον αληθή βραχύ<br />

άξονα της καρδιάς ή σε προβολή 4 κοιλοτήτων (double<br />

inversion recovery TSE/FSE, TR = 2 R-R intervals, TE = 5<br />

msec GE; Slice thickness = 5 mm Interslice gap = 5 mm<br />

FOV = 28 cm) καθώς και ακολουθίες καταστολής του<br />

σήματος του λίπους για την ανάδειξη πιθανών εστιών<br />

λιπώδους αντικατάστασης του μυοκαρδίου ή άλλων<br />

παθολογικών οντοτήτων.<br />

8) Κατά περίσταση η εξέταση μπορεί να συμπληρωθεί<br />

με ειδική ακολουθία cine με πλέγμα προκορεσμού<br />

κατά τον βραχύ άξονα της καρδιάς (myocardial<br />

tissue tagging), που μετατρέπει τον καρδιακό ιστό σε<br />

κύβους μαγνήτισης, στο ύψος της μεσότητας των κοιλιών<br />

. Με την ανάλυση της παραμόρφωσης του πλέγματος<br />

εκτιμάται<br />

a. η κινητικότητα,<br />

b. η στροφική κίνηση και<br />

c. οι δυνάμεις ελκυσμού και σύνθλιψης του μυοκαρδίου<br />

9) Αγγειογραφία των αγγείων του μεσοθωράκιου<br />

με χορήγηση σκιαγραφικού, ή ειδικές ακολουθίες διάχυσης<br />

του μυοκαρδίου.<br />

10) Και τελειώνοντας ακολουθίες IR (inversion<br />

recovery) μετά τη χορήγηση ενδοφλέβιας παραμαγνητικής<br />

ουσίας για την ανάδειξη καθυστερημένης πρόσληψης<br />

παραμαγνητικής ουσίας από το μυοκάρδιο<br />

(DE, delayed enhancement) σε περιπτώσεις:<br />

• πρόσφατου εμφράκτου<br />

• ίνωσης από παλαιότερο έμφρακτο,<br />

• προσβολής του μυοκαρδίου από συστηματική νόσο,<br />

• νόσους του περικάρδιου<br />

• μυοκαρδίτιδας<br />

Ο συνολικός χρόνος για την διενέργεια μιας εξέτασης<br />

μαγνητικής τομογραφίας καρδιάς με την πρου-


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 255<br />

πόθεση της συνεργασίας στις αναπνοές από μέρους<br />

του εξεταζόμενου, συνήθως κυμαίνεται μεταξύ 30-40<br />

λεπτών, ενώ τουλάχιστον 20 λεπτά ενασχόλησης του<br />

ακτινοδιαγνώστη απαιτούνται στη συνέχεια για την<br />

επεξεργασία της με το ειδικό καρδιολογικό λογισμικό<br />

στο σταθμό εργασίας για τη λειτουργική μελέτη και<br />

την τελική διάγνωσή της.<br />

ΣΥΖΗΤΗΣΗ<br />

Η στεφανιαία νόσος (ΣΝ) ανήκει στις κυρίαρχες<br />

αιτίες θανάτου στις βιομηχανικές χώρες. Δίπλα στις<br />

“gold-standard” εξετάσεις που είναι η στεφανιογραφία,<br />

οι μελέτες πυρηνικής καρδιολογίας – SPECT και PETο<br />

μαγνητικός συντονισμός προσφέρει περιεκτικές μη<br />

επεμβατικές διαγνωστικές δυνατότητες στην εκτίμηση<br />

της ισχαιμικής καρδιακής νόσου.<br />

Ο μαγνητικός συντονισμός έχει διάφορες εφαρμογές<br />

στην πρωτογενή διάγνωση της ΣΝ:<br />

• Ογκομετρία και συνολική λειτουργία του μυοκαρδίου<br />

• Αναγνώριση και ποσοτικοποίηση των ανωμαλιών<br />

άρδευσης του μυοκαρδίου με απεικόνιση διάχυσης<br />

του μυοκαρδίου σε πρώτο χρόνο είτε σε<br />

ηρεμία είτε υπό φαρμακευτική κόπωση ( αδενοσίνη,<br />

διπυριδαμόλη)<br />

• Αναγνώριση ανωμαλιών κινητικότητας των τοιχωμάτων<br />

του μυοκαρδίου με απεικόνιση χωρίς<br />

ή υπό φαρμακευτική κόπωση ( high –dose<br />

dobutamine stress imaging)<br />

• Άμεση απεικόνιση στενώσεων των στεφανιαίων<br />

με MR στεφανιογραφία<br />

Επιπλέον ο μαγνητικός συντονισμός έχει αποκτήσει<br />

σημαντικό ρόλο στη διάγνωση του εμφράγματος<br />

του μυοκαρδίου και στην εκτίμηση της βιωσιμότητας<br />

του μυοκαρδίου σε ασθενείς με διαπιστωμένη ΣΝ.<br />

Τρεις διαφορετικές μέθοδοι μπορούν να εφαρμοστούν<br />

σε αυτού του είδους την εξέταση:<br />

• Απεικόνιση υπό φαρμακευτική κόπωση με χαμηλή<br />

δόση δοβουταμίνης<br />

• Καθορισμός του τελοδιαστολικού πάχους τοιχώματος<br />

• Εκτίμηση του σήματος από λειτουργικά παθολογικές<br />

περιοχές του μυοκαρδίου μετά την χορήγηση<br />

γαδολινίου (καθυστερημένη σκιαγραφική<br />

ενίσχυση)<br />

Ογκομετρία και συνολική λειτουργία<br />

του μυοκαρδίου<br />

Αντίθετα με τον καθετηριασμό για την κοιλιογραφία<br />

και την υπερηχοκαρδιογραφία, στη μαγνητική<br />

τομογραφία καρδιάς δεν απαιτείται ένα γεωμετρικό<br />

μοντέλο. Λόγω αυτού του πλεονεκτήματος, η MRI έχει<br />

γίνει η χρυσή μέθοδος για τον υπολογισμό της λειτουργίας<br />

της καρδιάς και της μάζας του μυοκαρδίου.<br />

Η λειτουργική μελέτη της καρδιάς βασίζεται στη<br />

μέτρηση της συνολικής λειτουργίας του μυοκαρδίου,<br />

με υπολογισμό των παραμέτρων και όγκων τόσο της<br />

δεξιάς όσο και της αριστερής κοιλίας. Επιπρόσθετα<br />

βασίζεται στην ανάλυση των περιοχικών λειτουργιών<br />

του μυοκαρδίου και τον υπολογισμό της περιοχικής<br />

κίνησης του μυοκαρδίου και του πάχους τοιχώματος.<br />

Η κλασσική πρακτική είναι να ληφθούν κινηματικές<br />

ακολουθίες κατά τον βραχύ και τον κάθετο και<br />

οριζόντιο επιμήκη άξονα της καρδιάς. Οι όγκοι των<br />

κοιλιών μπορεί να υπολογιστούν σε ένα ή δύο επίπεδα<br />

με τη χρήση της μεθόδου μήκους-εμβαδού. Λάθος<br />

αποτελέσματα λαμβάνονται όταν η μορφολογία της<br />

κοιλίας δεν είναι ελιψοειδής, όπως για παράδειγμα<br />

στις περιπτώσεις μετεμφραγματικής ίνωσης. Οι συνεχόμενες<br />

τομές κατά τον βραχύ άξονα της καρδιάς<br />

έχουν το πλεονέκτημα ότι προσφέρουν μια τρισδιάστατη<br />

απεικόνιση της γεωμετρίας της δεξιάς ή της<br />

αριστερής κοιλίας.<br />

Στην ανάλυση των κινηματικών ακολουθιών, η<br />

πρώτη φάση που λαμβάνεται αμέσως μετά τον παλμό<br />

ορίζεται ως τελοδιαστολική φάση. Η φάση του καρδιακού<br />

κύκου στην οποία απεικονίζεται το μικρότερο<br />

εύρος αυλού της αριστερής κοιλίας στο ύψος των<br />

θηλοειδών μυών, ορίζεται ως τελοσυστολική φάση.<br />

Αναλύοντας τις εικόνες στο ύψος των κολποκοιλιακών<br />

βαλβίδων, ο εξεταστής μπορεί να επαληθεύσει<br />

την τελοδιαστολική φάση ( η τελευταία εικόνα πριν<br />

να ανοίξει η αορτική βαλβίδα) και την τελοσυστολική<br />

φάση ( η τελευταία εικόνα πριν το άνοιγμα της μιτροειδούς<br />

βαλβίδας).<br />

Όταν η επεξεργασία γίνεται με ειδικό πρόγραμμα<br />

ηλεκτρονικού υπολογιστή, το επικαρδιακό και το ενδοκαρδιακό<br />

περίγραμμα της αριστερής και δεξιάς κοιλίας<br />

σχεδιάζονται δια χειρός ή ημιαυτόματα ώστε το<br />

να υπολογιστεί το εμβαδό της κοιλίας σε κάθε τομή.<br />

Τα εμβαδά της κάθε τομής πολλαπλασιάζονται με το<br />

πάχος τομής (≤10 χιλ.) για να υπολογιστεί ο τελοδιαστολικός<br />

όγκος (EDV) και ο τελοσυστολικός όγκος (ESV;<br />

Μέθοδος Simpson).<br />

Γνωρίζοντας τον τελοδιαστολικό και τελοσυστολικό<br />

όγκο μπορούμε να υπολογίσουμε στη συνέχεια τις<br />

εξής λειτουργικές παραμέτρους των κοιλιών:<br />

• Εξωθούμενος όγκος (SV)= EDV-ESV (ml)


256<br />

Οι ενδείξεις χρησιμοποίησης της Μαγνητικής Τομογραφίας Καρδιάς:<br />

Απεικονιστικός έλεγχος της βιωσιμότητας του Μυοκαρδίου<br />

• Κλάσμα εξώθησης (EF)= SV/EDVX100(%)<br />

Η μάζα μυκαρδίου Μ υπολογίζεται αφαιρόντας<br />

τον επικάρδιο όγκο (Vepi) από τον ενδοκάρδιο (Vendo)<br />

και πολλαπλασιάζοντας το αποτέλεσμα με την σταθερά<br />

του βάρους του μυοκαρδίου, 1.05g/ml:<br />

Μάζα μυοκαρδίου (Μ)= (Vepi-Vendo)/2 x1.05g/ml<br />

(g).(εικ. 6)<br />

Περιοχική τοιχωματική κίνηση<br />

Η ανάλυση της περιοχικής κίνησης του τοιχώματος<br />

της δεξιάς και της αριστερής κοιλίας μπορεί να<br />

γίνει εξίσου σε προβολή κατά τον βραχύ και τον επιμήκη<br />

άξονα μιας δυναμικής κινηματικής μελέτης MRI.<br />

Η ποσοτική ανάλυση των περιοχικών λειτουργικών<br />

παραμέτρων- πάχος τοιχώματος σε τελοδιαστολική<br />

φάση, πάχυνση τοιχώματος σε συστολική φάση και<br />

ποσοστό πάχυνσης, απαιτεί ειδικό πρόγραμμα ηλεκτρονικού<br />

υπολογιστή (λογισμικό επεξεργασίας).<br />

Πολυτμηματικά μοντέλα<br />

Είναι χρήσιμο για το σκοπό της ανάλυσης να κατηγοριοποιήσουμε<br />

την περιοχική κίνηση του τοιχώματος<br />

σε 4 βαθμούς κλινικής βαρύτητας: φυσιολογική<br />

κινητικότητα, υποκινησία, ακινησία και δυσκινησία.<br />

Η χρήση πολυτμηματικών μοντέλων συνιστάται<br />

ώστε να επιτρέψει την αναπαραγωγή της ανάλυσης<br />

και την αντικειμενική αναφορά των ευρημάτων. Καθιερωμένο<br />

μοντέλο αποτελεί το 17 τμημάτων μοντέλο που<br />

προτείνεται από την American Heart Association.(εικ. 7)<br />

Επίσης ένα μοντέλο 14 τμημάτων μπορεί να χρησιμοποιηθεί<br />

στις κινηματικές ακολουθίες, μετά τη χορήγηση<br />

γαδολινίου και στις αγγειογραφίες των στεφανιαίων<br />

(εικ. 8)<br />

Απεικόνιση διάχυσης του μυοκαρδίου<br />

Επί του παρόντος η διάχυση του μυοκαρδίου είναι<br />

συνήθως μια μελέτη αμέσως μετά την έγχυση παραμαγνητικής<br />

ουσίας, που βασίζεται στο αρχικό πέρασμα<br />

της παραμαγνητικής ουσίας από το μυοκάρδιο. Η<br />

μελέτη μπορεί να γίνει τόσο σε συνθήκες ηρεμίας όσο<br />

και κατά την φυσική ή φαρμακευτική κόπωση. Η μέθοδος<br />

χρησιμοποιείται κυρίως για τη διάγνωση αιμοδυναμικά<br />

σημαντικής στεφανιαίας νόσου της καρδιάς,<br />

αναδεικνύοντας περιοχές μειωμένης διάχυσης παραμαγνητικής<br />

ουσίας. Η αναδιανομή ή η μικροαγγειακή<br />

απόφραξη που ακολουθεί το έμφραγμα του μυοκαρδίου<br />

μπορεί να διαγνωστεί αναλύοντας τη διάχυση του<br />

μυοκαρδίου σε συνθήκες ηρεμίας. Άλλες εναλλακτικές<br />

για παράδειγμα απεικόνιση με βάση τα επίπεδα του<br />

οξυγόνου στο αίμα (BOLD) ή ο προσδιορισμός του spin,<br />

βρίσκονται ακόμα σε πειραματικό στάδιο.<br />

Η ποσοτική εκτίμηση της διάχυσης του μυοκαρδίου<br />

απαιτεί υπεταχείες Τ1 ζυγισμένες single-shot GE<br />

ακολουθίες με χρήση ενδοφλέβια χορηγούμενης παραμαγνητικής<br />

ουσίας και συγκράτηση της αναπνοής.<br />

Η χρονική ανάλυση θα πρέπει να είναι μια λήψη για<br />

κάθε δύο καρδιακούς παλμούς, συμπεριλαμβάνοντας<br />

ένα σύνολο 40 ή περισσότερων λήψεων (πάχος τομής<br />

≤10χιλ., με τρεις ή περισσότερες τομές ανά παλμό<br />

της καρδιάς). Συνήθως το FOV είναι 380χιλ ή λιγότερο<br />

(μήτρα ≥128x76 pixels), με αποτέλεσμα το μικρότερο<br />

pixel να έχει διαστάσεις 3.0x5.0. Μετά τη χορήγηση Τ1-<br />

θετικής παραμαγνητικής ουσίας (π.χ. ≥0.025mmol Gd-<br />

DTPA/Kg βάρους του σώματος , με ρυθμό ≥3ml/sec), η<br />

μελέτη σε πρώτο χρόνο μπορεί να γίνει σε προβολή<br />

κατά τον βραχύ και τον επιμήκη άξονα.<br />

Η χρονική μεταβλητότητα στην ένταση σήματος<br />

του μυοκαρδίου κατά τη διάχυση του σκιαγραφικού<br />

κατηγοριοποιείται ώστε να καθορίζονται οι παράμετροι<br />

της διάχυσης όπως το μέγιστο της ενίσχυσης του<br />

σήματος, ο χρόνος εμφάνισης της ενίσχυσης, ο χρόνος<br />

ως τη μέγιστη ενίσχυση και η κλίση πρόσληψης.<br />

Ανάλυση<br />

Οι εικόνες που λαμβάνονται με αυτή τη μέθοδο<br />

έχουν χαμηλό SNR λόγω του βραχέως TR. Αυτό έχει<br />

ως αποτέλεσμα μια πενιχρή χωρική διακριτική ικανότητα<br />

και περιορίζει την δυνατότητα διάκρισης κατά<br />

την κίνηση του υπενδοκάρδιακού και επικαρδιακού<br />

μυοκαρδίου. Τα σκιαγραφικά που σήμερα χρησιμοποιούνται<br />

στο MRI διαχύονται στο μεσοκυττάριο χώρο<br />

σε πρώτο χρόνο κάνοντας αναγκαία τη χρήση επιδιορθωτικών<br />

παραμέτρων για την ποσοτική ανάλυση.<br />

Παρά τη διαθεσιμότητα ημιαυτόματων προγραμμάτων<br />

ανάλυσης, μια εννιαία σταθερά δεν έχει ακόμη οριστεί<br />

για την εκτίμηση των μελετών διάχυσης. Ως αποτέλεσμα<br />

η προτιμούμενη πρακτική στα εξειδικευμένα τμήματα<br />

είναι η οπτική εκτίμηση και ποιοτική ανάλυση<br />

κατά τη μέγιστη ενίσχυση του μυοκαρδίου.<br />

Η ανάπτυξη βελτιωμένων ακολουθιών με καλύτερη<br />

αντίθεση μέσω ενός μακρύτερου TR έχει κάνει δυνατή<br />

τη χρήση πολυτομικών τεχνικών για την εκτίμηση<br />

όλης της καρδιάς με χρονική διακριτική ικανότητα<br />

μέχρι και 7 τομές ανά καρδιακό παλμό. Τυπικά αυτό<br />

έχει ως αποτέλεσμα μια χωρική διακριτική ικανόττητα<br />

περίπου 1.5x1.5 χιλ.στο πεδίο της εικόνας με πάχος<br />

τομής 5-8 χιλ.


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 257<br />

Διάγνωση του εμφράγματος και εκτίμηση<br />

της βιωσιμότητας του μυοκαρδίου<br />

Για τους ασθενείς με στεφανιαία νόσο που είναι<br />

υποψήφιοι παρέμβασης ή χειρουργικής στεφανιαίας<br />

παράκαμψης, η ακριβής εκτίμηση της βιωσιμότητας<br />

του μυοκαρδίου είναι προεξέχουσας σημασίας, δεδομένου<br />

του ρίσκου που συνοδεύει αυτές τις μεθόδους.<br />

Οι επεμβάσεις επαναιμάτωσης προσφέρουν τοπική<br />

και συνολική αποκατάσταση της λειτουργικότητας<br />

του μυοκαρδίου μόνο σε βιώσιμο μυοκάρδιο<br />

Εκστατικό και διαχειμάζων μυοκάρδιο<br />

(Stunned and hibernating myocardium):<br />

Δεδομένης της σημασίας της εκτίμησης της βιωσιμότητας,<br />

η απεικόνιση τοπικών ανωμαλιών σύσπασης<br />

της αριστερής κοιλίας εξαιτίας μη βιώσιμου ουλώδους<br />

ιστού είναι σημαντική στην έρευνα των μεταβολών του<br />

μυοκαρδίου λογω ισχαιμίας. Ο μη βιώσιμος ουλώδης<br />

ιστός πρέπει ναι διακριθεί από το ακίνητο αλλά βιώσιμο<br />

μυοκάρδιο το οποίο έχει επηρεασμένη συσταλτικότητα.<br />

Αυτός ο τύπος του μυοκαρδίου περιγράφεται<br />

ως “stunned” (εκστατικό) ή “hibernating” (διαχειμάζων).<br />

Ο όρος hibernating μυοκάρδιο αναφέρεται σε μια χρόνια<br />

μείωση της άρδευσης του μυοκαρδίου, όπου η συσταλτικότητα<br />

επηρεάζεται όμως ο μεταβολισμός του<br />

μυοκαρδίου διατηρείται. Οι περιοχές αυτές μπορούν<br />

να συμβάλλουν εκ νέου στην λειτουργία της καρδιάς<br />

ως αντλίας μετά την επαναιμάτωση της. Ο όρος<br />

myocardial stunning αναφέρεται σε μια οξεία μεταισχαιμική<br />

κατάσταση μυοκαρδιακού shock, όπου παρά<br />

την ικανοποιητική (έπανα)άρδευση, η λειτουργικότητα<br />

του μυοκαρδίου εξακολουθεί να είναι επηρεασμένη για<br />

μια περίοδο που ξεκινά αμέσως μετά την επαναάρδευση<br />

( short-term stunning) και μπορεί να διαρκέσει<br />

μέχρι και 4 εβδομάδες μετά (long-term stunning).<br />

Τοπικές και συνολικές ανωμαλίες της κινητικότητας<br />

των μυοκαρδιακών τοιχωμάτων μπορούν να αναγνωριστούν<br />

και να ποσοτικοποιηθούν με τον μαγνητικό<br />

συντονισμό με ακολουθίες GE άσπρου αίματος.<br />

Το υγιές μυοκάρδιο εμφανίζει μια σχετική συστολική<br />

πάχυνση της τάξεως του 60% με απόλυτη συστολική<br />

πάχυνση μεγαλύτερη από 2mm. Και η σχετική και η<br />

απόλυτη συστολική πάχυνση μειώνονται στις περιοχές<br />

του μυοκαρδίου με έμφρακτο. Συγκριτικές μελέτες<br />

με 18 F fluorodeoxyglucose (FDG) PET και μαγνητικό συντονισμό<br />

με κινηματικές ακολουθίες, έχουν δείξει πως<br />

οι περιοχές με ήπια μειωμένη 18 F –FDG δραστηριότητα<br />

και φυσιολογική συστολική πάχυνση του μυοκαρδίου<br />

αντιπροσωπεύουν βιώσιμο μυοκάρδιο. Απουσία της<br />

συστολικής πάχυνσης του μυοκαρδίου ανευρίσκεται<br />

στο διαχειμάζων μυοκάρδιο καθώς και στο μυοκάρδιο<br />

με ουλώδη ιστό, ενώ πολύ χαμηλή ή καθόλου 18 F –FDG<br />

δραστηριότητα σε συνδυασμό με απουσία συστολικής<br />

πάχυνσης του τοιχώματος και σημαντική τοιχωματική<br />

λέπτυνση σηματοδοτεί μη βιώσιμο μυοκάρδιο μετά<br />

από έμφραγμα.<br />

Μέθοδοι: Τρεις μέθοδοι προς το παρόν χρησιμοποιούνται<br />

για την εκτίμηση της βιωσιμότητας του μυοκαρδίου<br />

με μαγνητικό συντονισμό:<br />

• Low-dose dobutamine stress imaging(απεικόνιση<br />

υπό φαρμακευτική κόπωση με χαμηλή δόση δοβουταμίνης).<br />

Βιώσιμο μυοκάρδιο αλλά λειτουργικά<br />

ανώμαλο, εμφανίζει σύντομη βελτίωση της<br />

συσταλτικότητας του ως απάντηση σε θετικό<br />

ινότροπο φαρμακολογικό ερέθισμα<br />

• Τελο-διαστολικό πάχος τοιχώματος ( EDWT). Το<br />

τελο-διαστολικό πάχος τοιχώματος χρησιμοποιείται<br />

ως κριτήριο ουλής του μυοκαρδίου στο χρόνιο<br />

έμφραγμα του μυοκαρδίου<br />

• Καθυστερημένη σκιαγραφική ενίσχυση. Το σήμα<br />

από λειτουργικά ανώμαλες περιοχές του μυοκαρδίου<br />

εκτιμάται 5-20min μετά την ενδοφλέβια<br />

χορήγηση χαμηλού μοριακού βάρους παράγωγων<br />

του γαδολινίου ( gadolinium chelates ). Το μηβιώσιμο<br />

μυοκάρδιο με τοιχωματικές ανωμαλίες<br />

κινητικότητας δείχνει ένα παρατεταμένο αυξημένης<br />

έντασης σήμα ( καθυστερημένη σκιαγραφική<br />

ενίσχυση) σε σύγκριση με το υγιές μυοκάρδιο<br />

Low-dose dobutamine stress imaging<br />

Η απεικόνιση υπό φαρμακευτική κόπωση με χαμηλή<br />

δόση δοβουταμίνης, χρησιμοποιείται στην εκτίμηση<br />

της βιωσιμότητας του μυοκαρδίου, ιδίως στην<br />

προεγχειρητική μελέτη των περιοχικών τοιχωματικών<br />

ανωμαλιών κινητικότητας. Είναι περιορισμένης αξίας<br />

σε ασθενείς με καθολική δυσλειτουργία της αριστερής<br />

κοιλίας ( κλάσμα εξώθησης αριστερής κοιλίας LVEF <<br />

35%) και εκτεταμένες ακινητικές περιοχές του μυοκαρδίου.<br />

Η εξέταση ξεκινά με ενδοφλέβια χορήγηση δοβουταμίνης<br />

με ρυθμό 5-10μg/kg βάρους σώματος/min.<br />

Η απεικόνιση με μαγνητικό συντονισμό ξεκινά όταν<br />

υπάρξει σημαντική αύξηση της καρδιακής συχνότητας,<br />

ή 5 λεπτά μετά την έναρξη της έγχυσης. Η έγχυση με<br />

δοβουταμίνη συνεχίζεται κατά την διάρκεια διαδοχικής<br />

λήψης δεδομένων<br />

Ερμηνεία. Η υπό κόπωση τελοδιαστολική πάχυνση<br />

τοιχώματος σε σύγκριση με την απεικόνιση σε κα-


258<br />

Οι ενδείξεις χρησιμοποίησης της Μαγνητικής Τομογραφίας Καρδιάς:<br />

Απεικονιστικός έλεγχος της βιωσιμότητας του Μυοκαρδίου<br />

τάσταση ηρεμίας, λειτουργεί ως κριτήριο ανίχνευσης<br />

βιώσιμου μυοκαρδίου εντός λειτουργικά ανώμαλων<br />

περιοχών του μυοκαρδίου. Η ορθή ταυτοποίηση των<br />

αντίστοιχων μυοκαρδιακών στοιβάδων είναι σημαντική<br />

για την σύγκριση μεταξύ των εικόνων ηρεμίας και<br />

υπό κόπωση. Το MRI υπό φαρμακευτική κόπωση με<br />

χαμηλή δόση δοβουταμίνης έχει σύμφωνα με τις αναφορές<br />

ειδικότητα και ευαισθησία 77-89% και 94-100%<br />

αντίστοιχα, στην πρόβλεψη της ίασης του δυσλειτουργικού<br />

αλλά βιώσιμου μυοκαρδίου.<br />

Τελο-διαστολικό πάχος τοιχώματος<br />

Ένα άλλο διαγνωστικό κριτήριο σε ασθενείς με<br />

χρόνιο έμφραγμα του μυοκαρδίου αποτελεί η τοπική<br />

λέπτυνση του τοιχώματος, που συμβαίνει κατά την<br />

μετεμφραγματική αναδιαμόρφωση, καθώς ο μυοκαρδιακός<br />

ιστός αντικαθίσταται από ένα λεπτό ινώδες τοίχωμα<br />

. Ένα τελοδιαστολικό πάχος τοιχώματος (EDWT)<br />

< 5.5mm μετρούμενο 4 μήνες μετά το έμφραγμα αποτελεί<br />

έναν πολύ ευαίσθητο, αλλά όχι ιδιαίτερα ειδικό<br />

δείκτη μυοκαρδιακής ουλής.<br />

Καθυστερημένη σκιαγραφική ενίσχυση<br />

Το φαινόμενο της καθυστερημένης σκιαγραφικής<br />

ενίσχυσης στο δυσλειτουργικό μυοκάρδιο παρατηρείται<br />

5-15 λεπτά μετά την ενδοφλέβια χορήγηση παραγώγων<br />

γαδολινίου χαμηλού μοριακού βάρους. Το μη<br />

βιώσιμο μυοκάρδιο και ο ουλώδης ιστός εμφανίζουν<br />

υψηλής έντασης σήμα στην καθυστερημένες λήψεις,<br />

ενώ το σκιαγραφικό μέσο έχει ήδη έκπληθεί από το<br />

βιώσιμο μυοκάρδιο (εικ. 9). Το φαινόμενο αυτό αποδίδεται<br />

στην αύξηση του εξωκυττάριου χώρου και στην<br />

ελαττωμένη πυκνότητα των τριχοειδών, που έχει<br />

ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση της έκπλυσης του<br />

σκιαγραφικού μέσου από τους μη βιώσιμους ιστούς.<br />

Καθυστερημένη σκιαγραφική ενίσχυση παρατηρείται<br />

ακόμα στο μυοκάρδιο που έχει υποστεί οξύ έμφραγμα<br />

και έχει επαναιματωθεί. Η διατοιχωματική έκταση<br />

ενός χρόνιου εμφράγματος μπορεί με ακρίβεια να<br />

εκτιμηθεί με αυτήν τη τεχνική σε ασθενείς με έκδηλη<br />

στεφανιαία νόσο, η καθυστερημένη σκιαγραφική<br />

ενίσχυση μετά την χορήγηση παραμαγνητικής σκιαγραφικής<br />

ουσίας, καταδεικνύει απουσία μυοκαρδιακής<br />

ανάκαμψης μετά αγγειοπλαστική ή χειρουργική<br />

στεφανιαία επαναιμάτωση. Παρ όλα αυτά ένα ίσης<br />

έντασης σήμα υπαινίσσεται πως το μυοκάρδιο είναι<br />

βιώσιμο.<br />

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ<br />

Ο μαγνητικός συντονισμός της καρδιάς αποτελεί<br />

μια μη επεμβατική μέθοδο που επιτρέπει τη συνδυασμένη<br />

μελέτη τόσο της καρδιακής ανατομίας όσο και<br />

της λειτουργικότητας, καθώς πρόκειται για μια μη<br />

επεμβατική απεικονιστική μέθοδο, χωρίς ιοντίζουσα<br />

ακτινοβολία, με δυνατότητα απεικόνισης σε πολλαπλά<br />

επίπεδα και με καλή αντίθεση των ιστών. Επίσης<br />

προσφέρει περιεκτικές διαγνωστικές δυνατότητες<br />

στην εκτίμηση της ισχαιμικής καρδιακής νόσου, ενώ<br />

έχει διάφορες εφαρμογές στην πρωτογενή διάγνωση<br />

της ΣΝ και έχει πλέον τεκμηριωμένα αποκτήσει σημαντικό<br />

ρόλο στη διάγνωση του εμφράγματος του<br />

μυοκαρδίου και στην εκτίμηση της βιωσιμότητας του<br />

μυοκαρδίου σε ασθενείς με διαπιστωμένη ΣΝ.<br />

3 (localizers)<br />

Εικ 1. Αναγνωριστικές τομές στα 3 βασικά επίπεδα<br />

(localizers)<br />

<br />

<br />

Εικ 2. Επιμήκης άξονας της καρδιάς


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 259<br />

<br />

4<br />

<br />

<br />

Εικ3. Αληθής προβολή 4 κοιλοτήτων της καρδιάς<br />

Εικ 6. Φύλλο εργασίας με τις λειτουργικές παραμέτρους<br />

μετά την επεξεργασία με ειδικό καρδιολογικό<br />

λογισμικό εξέτασης MRI καρδιάς<br />

Εικ 4. Cine ακολουθία ροομετρίας και μέτρησης ταχύτητας<br />

με κωδικοποίηση φάσης, σε κάθετο επίπεδο<br />

προς τον επιμήκη άξονα της ανιούσας αορτής<br />

• <br />

– <br />

=FV – PRV<br />

• <br />

<br />

– <br />

<br />

=FV<br />

FV– ARV<br />

• <br />

<br />

<br />

– <br />

<br />

Εικ 5. Ροομετρία<br />

Εικ 7. 17 τμημάτων μοντέλο της αριστερής κοιλίας που<br />

προτείνεται από την American Heart Association


260<br />

Οι ενδείξεις χρησιμοποίησης της Μαγνητικής Τομογραφίας Καρδιάς:<br />

Απεικονιστικός έλεγχος της βιωσιμότητας του Μυοκαρδίου<br />

Εικ 8. Μοντέλο 14 τμημάτων της αριστερής κοιλίας, με<br />

τις αρδευόμενες περιοχές από τις αντίστοιχες στεφανιαίες<br />

αρτηρίες<br />

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />

1. Ishida M, Kato S, Sakuma H. Cardiac MRI in ischemic<br />

heart disease Circ J 2009; 73: 1577 – 1588.<br />

2. Senior R. Diagnostic and imaging considerations:<br />

Role of viability. Heart Fail Rev (2006) 11:125–134.<br />

3. Isbell D, Kramer C. Magnetic resonance for the assessment<br />

of myocardial viability. Curr Opin Cardiol<br />

(2006) 21:469–472.<br />

4. Glaveckaitë S, Valeviϲienë N, Laucevicius A, celutkienë<br />

J, Rudys A, Tamocicnas A. Cardiovascular<br />

magnetic resonance imaging for detection of myocardial<br />

viability in chronic ischemic left ventricular<br />

dysfunction. Medicina (Kaunas) 2009; 45(8)585-<br />

599.<br />

5. Strzelczyk J, Attili A. Cardiac Magnetic Resonance<br />

Evaluation of Myocardial Viability and Ischemia.<br />

Semin Roentgenol. 2008 Jul;43(3):193-203<br />

6. Bonow R. Myocardial viability and prognosis in<br />

patients with ischemic left ventricular dysfunction.<br />

JACC 2002; 39: 7 (1159-62).<br />

7. Kuhl H, Beek A, Weerdt A, Hofman M, Visser C,<br />

Lammertsma A, Heussen N, Visser F, Rossum A.<br />

Myocardial viability in chronic ischemic heart disease.<br />

Comparison of contrast-enhanced magnetic<br />

resonance imaging with 18F-Fluorodeoxyglucose<br />

positron emission tomography. JACC 2003; 41:8<br />

(1341-88).<br />

8. Krombach G, Niendorf T, Gόnther R, Mahnken A.<br />

Characterization of myocardial viability using MR<br />

and CT imaging. Eur Radiol (2007) 17: 1433–1444.<br />

Delayed enhancement cardiovascular magnetic resonance assessment ischemic<br />

cardiomyopathies<br />

Heiko Mahrholdt1 et al. European Heart Journal, Vol. 26, April 2005<br />

Εικ 9. Το φαινόμενο της καθυστερημένης σκιαγραφικής<br />

ενίσχυσης στο ισχαιμικό μυοκάρδιο μετά την ενδοφλέβια<br />

χορήγηση παραγώγων γαδολινίου χαμηλού<br />

μοριακού βάρους.


Αξονική Τομογραφία Καρδίας-Στεφανιογραφία<br />

Δ Έξαρχος 1 , Ε Κυρατζή 2 , Α Σοφρωνάς 3<br />

1<br />

Επιμελητής Α΄ - Τμήμα Αξονικού-Μαγνήτη, Τμήμα PET-CT, 2 Ειδικευόμενη, Ακτινολογικό Τμήμα,<br />

3<br />

Ειδικευόμενος, Ακτινολογικό Τμήμα, «Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

EXARHOS D, KYRATZI I, SOFRONAS A. CARDIAC CT - CT coronography. The imaging technique of non-invasive cardiac<br />

imaging by multi-slice computed tomography has evolved enormously within the last ten years. This evolution is based on<br />

hardware and software developments, the driving force being the coronary arteries. The newer CT scanners, 64 –slice, 256-<br />

slice and Dual, have improved the capabilities through increased temporal resolution (rotation speed) and improved spatial<br />

resolution (images). The clinical results appear to have a technical robustness and increased clinical reliability, allowing new<br />

insights into the evaluation of coronary artery disease with additional information, when needed. Knowledge and application<br />

of the proper indications should be applied at all times. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 261-266, 2011.<br />

Key words: multi detector computed tomography, heart imaging, coronary arteries<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Η απεικόνιση της καρδιάς με τον αξονικό τομογράφο αρχικά αφορούσε στην καταγραφή τοιχωματικών αποτιτανώσεων<br />

στις στεφανιαίες αρτηρίες. Με τη βελτίωση των τεχνικών χαρακτηριστικών των αξονικών τομογράφων<br />

έγινε δυνατή όχι μόνο η απεικόνιση του αυλού των στεφανιαίων αρτηριών, των ενδοπροθέσεων (stents)<br />

και των μοσχευμάτων, αλλά και η λειτουργική μελέτη των κοιλιών, των βαλβίδων, η μελέτη χωροκατακτητικών<br />

εξεργασιών (όγκοι, θρόμβοι), η απεικόνιση των πνευμονικών αγγείων και της θωρακικής αορτής, η μελέτη της<br />

βιωσιμότητας του μυοκαρδίου με καθυστερημένες λήψεις, η αξιολόγηση των πνευμονικών, στεφανιαίων αρτηριών<br />

και της θωρακικής αορτής σε στεφανιαίο ασθενή με οπισθοστερνικό άλγος σε επείγουσα φάση κ.α. Η ταυτόχρονη<br />

ΗΚΓ καταγραφή επιτρέπει την αναδρομική μελέτη εικόνων, με αποτέλεσμα ακόμα μεγαλύτερη ευκρίνεια<br />

στην απεικόνιση. Αν και η χρήση νεότερων αξονικών τομογράφων με βελτιωμένο λογισμικό έδωσε μεγάλη ώθηση<br />

στην απεικόνιση της καρδιάς απαιτείται σωστή αξιολόγηση και επιλογή των ασθενών που μπορούν να ωφεληθούν<br />

από μια τέτοια εξέταση (ασθενείς με μέση πιθανότητα στεφανιαίας νόσου, intermediate pre-test likelihood),<br />

σύγκριση με άλλες μεθόδους για πιο αξιόπιστα αποτελέσματα (π.χ. σύγκριση με SPECT για την εκτίμηση του<br />

βαθμού διαταραχής της καρδιακής λειτουργίας εξαιτίας κάποιας στένωσης) καθώς και μη αντικατάστασης των<br />

gold standard μεθόδων απεικόνισης (π.χ. μαγνητική τομογραφία σε συγγενείς καρδιοπάθειες) όταν δεν υπάρχει<br />

ένδειξη. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 261-266, 2011.<br />

Λέξεις Κλειδιά: πολυτομική αξονική τομογραφία, καρδιά, στεφανιαίες αρτηρίες<br />

ΑξονικΗ ΤομογραφΙα ΚαρδΙας-ΣτεφανιογραφΙα<br />

Οι νεότεροι πολυτομικοί αξονικοί τομογράφοι<br />

λόγω της ταχύτητας σάρωσης και της υψηλής τους<br />

ευκρίνειας εφαρμόζονται πλέον σήμερα στην μελέτη<br />

της καρδιάς και των στεφανιαίων αρτηριών. Η εφαρμογή<br />

των πρώτων πολυτομικών αξονικών τομογράφων<br />

4-τομών έδειξε ότι η μέθοδος είχε προοπτικές<br />

στην απεικόνιση και αξιολόγηση των στεφανιαίων<br />

αρτηριών. Υπήρχαν, όμως, εμπόδια στην καθημερινή<br />

εφαρμογή τους (1) . Η πιθανότητα λεπτομερούς μελέτης<br />

των στεφανιαίων αρτηριών ήταν και η κινητήριος δύναμη<br />

η οποία οδήγησε στην επινόηση και κατασκευή<br />

της νέας γενιάς τομογράφων, οι οποίοι συνοδεύονται<br />

από σταθμούς επεξεργασίας και λογισμικά υψηλής τεχνολογίας<br />

(2) . Οι νέες γενιές των τομογράφων μπορούν<br />

να απεικονίσουν τα μορφολογικά χαρακτηριστικά και


262<br />

Οι ενδείξεις χρησιμοποίησης της Μαγνητικής Τομογραφίας Καρδιάς:<br />

Απεικονιστικός έλεγχος της βιωσιμότητας του Μυοκαρδίου<br />

να αξιολογήσουν τα λειτουργικά χαρακτηριστικά της<br />

καρδιάς (3) .<br />

Αρχικά, η απεικόνιση της καρδιάς αφορούσε την<br />

καταγραφή τοιχωματικών αποτιτανώσεων στις<br />

στεφανιαίες αρτηρίες, τώρα όμως η μέθοδος εστιάζεται<br />

στον αυλό και την βατότητα του αγγείου. Άλλες<br />

εφαρμογές της μεθόδου αφορούν στη βατότητα<br />

ενδοαυλικών ναρθηκών (stents) και μοσχευμάτων σε<br />

αορτοστεφανιαίες παρακάμψεις, λειτουργικές μελέτες<br />

της δεξιάς και αριστερής κοιλίας, τη λειτουργικότητα<br />

των καρδιακών βαλβίδων, χαρτογράφηση καρδιακών<br />

όγκων, θρόμβων, των πνευμονικών φλεβών και της<br />

θωρακικής αορτής (4) .<br />

Τεχνικά Χαρακτηριστικά<br />

Σήμερα οι πολυτομικοί αξονικοί τομογράφοι (16, 64,<br />

>256τομών, Dual), λόγω της ταχύτητας περιστροφής<br />

της λυχνίας τους (


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 263<br />

διατατική μυοκαρδιοπάθεια, αποκλεισμό αριστερού<br />

σκέλους και τα αποτελέσματα επίσης έδειξαν υψηλή<br />

αρνητική προγνωστική αξία όσον αφορά στις στενώσεις<br />

των αρτηριών (11, 12) .<br />

Υπάρχει μία τάση υπερεκτίμησης του βαθμού στένωσης<br />

των αρτηριών με την αξονική στεφανιογραφία,<br />

η οποία οφείλεται στις τοιχωματικές αποτιτανώσεις.<br />

Μειονέκτημα επίσης της μεθόδου είναι η αδυναμία<br />

εκτίμησης του βαθμού διαταραχής της καρδιακής λειτουργίας,<br />

εξαιτίας της παρουσίας κάποιας στένωσης.<br />

Σε συγκριτική μελέτη 114 ασθενών που υποβλήθηκαν<br />

σε αξονική τομογραφία και SPECT, μόνο το 45% των<br />

ασθενών με στεφανιαίες στενώσεις που εντοπίστηκαν<br />

στην αξονική τομογραφία είχαν παθολογική αιμάτωση<br />

στη SPECT. Επίσης, βρέθηκε ότι σε ασθενείς με πλήρη<br />

αρτηριακή απόφραξη στην αξονική τομογραφία, το<br />

50% είχε φυσιολογική SPECT. Οι δύο μέθοδοι φαίνεται<br />

ότι συμπληρωματικά θα επιτρέψουν την πιο αξιόπιστη<br />

μελέτη αρτηριακών αλλοιώσεων και την επίπτωση<br />

που έχουν αυτές στην λειτουργία της καρδιάς με νέα<br />

υβριδικά συστήματα (13) .<br />

Προτεινόμενη Κατάταξη Ενδοαυλικών Στενώσεων<br />

με Πολυτομικό Αξονικό Τομογράφο (4)<br />

Grade Stenosis Result<br />

0 0% normal<br />

I 1-49% non-obstructive disease<br />

II 50-74% significant stenosis<br />

III 74-99% high grade stenosis<br />

IV 100% occlusion<br />

Β. Απεικόνιση Αθηρωματικών Πλακών<br />

1. Αποτιτανωμένη πλάκα<br />

Η ποσότητα ασβεστίου στο τοίχωμα στεφανιαίας<br />

αρτηρίας σχετίζεται με το γενικό φορτίο αθηροσκληρυντικής<br />

πλάκας (overall atherosclerotic plaque burden).<br />

Ωστόσο, η αποτιτάνωση δεν αποτελεί σημείο σταθερότητας<br />

ή αστάθειας της πλάκας. Στην κλινική πράξη,<br />

στους περισσότερους ασθενείς με οξέα στεφανιαία<br />

επεισόδια, παρατηρείται αυξημένη ποσότητα εναπόθεσης<br />

ασβεστίου στα στεφανιαία από ότι σε άλλους<br />

ασθενείς χωρίς κλινική συμπτωματολογία (matched<br />

control subjects). Επίσης, κάθε αποτιτανωμένη πλάκα<br />

δεν συνοδεύεται από σημαντική αιμοδυναμική διαταραχή.<br />

Μελέτες δείχνουν ότι η αυξανόμενη εναπόθεση<br />

ασβεστίου δεν σχετίζεται με αυξημένη πιθανότητα εμφράγματος<br />

του μυοκαρδίου, ενώ άλλες μελέτες, που<br />

αφορούν στη χορήγηση αντιλιπιδαιμικών φαρμάκων<br />

σε σύγκριση με την προοδευτική εναπόθεση ασβεστίου,<br />

είναι ανομοιογενείς.<br />

Η μέθοδος απεικόνισης και μέτρησης εναπόθεσης<br />

ασβεστίου στις στεφανιαίες αρτηρίες (Agatston Score)<br />

με τους πολυτομικούς αξονικούς τομογράφους, φαίνεται<br />

να έχει εφαρμογή σε ασθενείς με μέση πιθανότητα<br />

στεφανιαίας νόσου, στους οποίους η επιπρόσθετη<br />

αυτή πληροφορία, (αυξημένη εναπόθεση), θα βοηθήσει<br />

στην απόφαση έναρξης αντιλιπιδαιμικής αγωγής.<br />

Ο χαρακτηρισμός μίας μη αποτιτανωμένης πλάκας<br />

(ινώδης ή λιπώδης) εξαρτάται από τις μετρήσεις πυκνότητας<br />

Hounsfield, υπάρχει όμως, μεγάλη απόκλιση<br />

μεταξύ των μετρήσεων. Υπάρχουν μελέτες που αναφέρουν<br />

πιθανά οφέλη από την απεικόνιση πλακών με<br />

αξονικό τομογράφο με σκοπό την πρόληψη πιθανότητας<br />

εμφράγματος (risk prediction), χρειάζονται όμως<br />

μελέτες του τρόπου αντιμετώπισης μαλακών πλακών,<br />

οι οποίες δεν προκαλούν στένωση του αυλού σε ασυμπτωματικούς<br />

ασθενείς, το οποίο μεταφράζεται ως:<br />

πως θα αξιοποιήσουμε τα ευρήματα τώρα που έχουμε<br />

απεικονίσει τις πλάκες; (14)<br />

Γ. Απεικόνιση Ενδοαυλικών Ναρθηκών<br />

(stents).<br />

Η απεικόνιση του αυλού των stent ήταν πάντα πρόκληση<br />

για την αξονική στεφανιογραφία, όπως φαίνεται<br />

και από την στατιστική ορισμένων ερευνών οι οποίες<br />

εμφανίζουν μέχρι και 49% αποτυχία απεικόνισης του<br />

αυλού με αξονικό τομογράφο 16-τομών. Η ακρίβεια<br />

των 64-τομών και Dual είναι μεγαλύτερη, με ποσοστό<br />

αποτυχίας 12%, αρνητική προγνωστική αξία 98% και<br />

χαμηλότερη θετική προγνωστική αξία, 76% (15, 16) .<br />

Η διάμετρος του stent (>3χιλ) είναι ο καθοριστικός<br />

παράγοντας για την επιτυχή αξιολόγηση. Επίσης,<br />

ο τύπος έχει σημασία διότι ορισμένοι δημιουργούν<br />

περισσότερες artefact από άλλους στα σημεία πρόσφυσης<br />

(stent struts). H ένδειξη μελέτης ασθενών που<br />

φέρουν stents, συνήθως αφορά στην αξιολόγηση ενός<br />

stent με μεγάλη διάμετρο σε εγγύς τμήμα του αγγείου.<br />

Η παρακολούθηση ασθενών ως ρουτίνα δεν μπορεί να<br />

προταθεί ακόμα (13) .<br />

Δ. Απεικόνιση αορτοστεφανιαίων μοσχευμάτων<br />

Η μικρή κινητικότητα των μοσχευμάτων και η μεγάλη<br />

τους διάμετρος, ειδικά των φλεβικών, επιτρέπει την


264<br />

Οι ενδείξεις χρησιμοποίησης της Μαγνητικής Τομογραφίας Καρδιάς:<br />

Απεικονιστικός έλεγχος της βιωσιμότητας του Μυοκαρδίου<br />

αξιολόγηση τους με μεγάλη διαγνωστική ακρίβεια. Σε<br />

ορισμένες περιπτώσεις τα μεταλλικά χειρουργικά clips<br />

προκαλούν artefact δίδοντας ψευδώς θετικά αποτελέσματα<br />

όσον αφορά στενώσεις του αυλού, συνήθως<br />

όμως, δεν δημιουργούν πρόβλημα στην αξιολόγηση της<br />

βατότητας του αγγείου. Η μέθοδος έχει υψηλή αρνητική<br />

προγνωστική αξία, ακόμα και με τους παλαιότερους<br />

αξονικούς 16-τομών, όμως το πρόβλημα αξιολόγησης<br />

των στεφανιαίων αρτηριών χωρίς μόσχευμα<br />

(natives), δεν έχει αντιμετωπισθεί ακόμα και με τους<br />

νεότερους αξονικούς τομογράφους, λόγω των εκτεταμένων<br />

τοιχωματικών αποτιτανώσεων που συνήθως<br />

δημιουργούνται μετά από τέτοιου είδους επεμβάσεις,<br />

σε όλους τους χειρουργημένους ασθενείς. Ένδειξη εξέτασης<br />

ασθενών με αορτοστεφανιαίες παρακάμψεις<br />

αποτελεί μόνο η υποψία απόφραξης του μοσχεύματος<br />

ή αποτυχίας καθετηριασμού (17, 18) .<br />

Τέλος, η εξέταση έχει ένδειξη σε περιπτώσεις όπου<br />

ο ασθενής θα υποβληθεί ξανά σε αορτοστεφανιαία<br />

παράκαμψη και ζητείται από τον χειρουργό η αξιολόγηση<br />

των έσω μαστικών αρτηριών (σε περίπτωση<br />

που αυτές δεν είχαν χρησιμοποιηθεί αρχικά), όπως<br />

επίσης και σε περιπτώσεις όπου ζητείται η αξιολόγηση<br />

των έσω μαστικών αρτηριών σε ασθενείς οι οποίοι<br />

υποβλήθηκαν σε θωρακοτομή για άλλους λόγους στο<br />

παρελθόν και θα υποβληθούν σε αορτοστεφανιαία<br />

παράκαμψη και η βατότητα ή ακεραιότητα της έσω<br />

μαστικής αρτηρίας αμφισβητείται (19) .<br />

Ε. Απεικόνιση Ανατομικών Παραλλαγών<br />

Η παρουσία έκτοπης στεφανιαίας αρτηρίας συνοδεύεται<br />

αρκετές φορές από έμφραγμα του μυοκαρδίου<br />

και ξαφνικό θάνατο και είναι το δεύτερο σε σειρά αίτιο<br />

αιφνίδιου θανάτου σε νεαρούς αθλητές. Η χαρτογράφηση<br />

της ανατομίας των στεφανιαίων και παρακείμενων<br />

αγγείων σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δύσκολη ορισμένες<br />

φορές με την κλασσική στεφανιογραφία. Η αξονική<br />

στεφανιογραφία έχει άριστα αποτελέσματα (ακρίβεια<br />

100% στην ανάδειξη της ανατομικής παραλλαγής) (20) .<br />

ΣΤ. Λειτουργικότητα Αριστερής και<br />

Δεξιάς Κοιλίας<br />

Με τους νέους σταθμούς επεξεργασίας των αξονικών<br />

τομογράφων, τα δεδομένα που καταγράφηκαν<br />

από την στεφανιογραφία μπορούν να χρησιμοποιηθούν<br />

για μελέτη των παραμέτρων της καρδιάς, όπως<br />

το κλάσμα εξώθησης, ο τελοδιαστολικός και τελοσυστολικός<br />

όγκος, καθώς και ο όγκος του μυοκαρδίου.<br />

Τα αποτελέσματα της αξονικής είναι παρόμοια των<br />

άλλων απεικονιστικών μεθόδων και οι μικρές αναφερόμενες<br />

αποκλίσεις δεν έχουν κλινική σημασία (21) .<br />

Η. Έλεγχος Βιωσιμότητας και Αιμάτωσης<br />

του Μυοκαρδίου<br />

Αρκετές μελέτες αναφέρουν την ικανοποιητική αξιολόγηση<br />

της βιωσιμότητας του μυοκαρδίου με πολυτομική<br />

αξονική τομογραφία. Ο τρόπος εξέτασης και<br />

μελέτης γίνεται ελέγχοντας την ενίσχυση του μυοκαρδίου<br />

σε καθυστερημένη φάση, 7-15min μετά την ΕΦ έγχυση<br />

σκιαγραφικού. Η εξέταση γίνεται σε δύο φάσεις,<br />

την πρώιμη αρτηριακή για έλεγχο των στεφανιαίων<br />

αρτηριών και αιμάτωσης του μυοκαρδίου και την καθυστερημένη<br />

λήψη για έλεγχο της ισχαιμικής περιοχής.<br />

H μελέτη των εικόνων γίνεται με νεότερα λογισμικά<br />

(cine-loop images). Το μεγάλο μειονέκτημα της αξονικής<br />

τομογραφίας είναι η δόση ακτινοβολίας λόγω των δύο<br />

φάσεων μελέτης. Η μαγνητική τομογραφία παραμένει<br />

η μέθοδος εκλογής (gold standard) (22) .<br />

Ζ. Αξιολόγηση Λειτουργικότητας των<br />

Βαλβίδων<br />

Η αξιολόγηση του βαθμού στένωσης της αορτικής<br />

βαλβίδας είναι δυνατή με τους πολυατομικούς αξονικούς<br />

τομογράφους και η μέθοδος έχει ικανοποιητική<br />

διαγνωστική ακρίβεια. Είναι δυνατή η άμεση μέτρηση<br />

της επιφάνειας της βαλβίδας (planimetry of aortic valve<br />

area). Μία μελέτη με αξονικό 16-τομών σε σύγκριση με<br />

το διαθωρακικό υπερηχοτομογράφημα σε 30 ασθενείς<br />

με βαλβιδική στένωση έδειξε ευαισθησία 100% και ειδικότητα<br />

93.7% της αξονικής τομογραφίας. Επίσης η<br />

αορτική και μιτροειδική ανεπάρκεια έχει μελετηθεί με<br />

καλά αποτελέσματα (ειδικότητα 91%, αρνητική και θετική<br />

προγνωστική αξία 70% και 95% αντίστοιχα). Όταν<br />

υπάρχουν εκσεσημασμένες αποτιτανώσεις των γλωχίνων,<br />

η διαγνωστική ακρίβεια μειώνεται (23) .<br />

Θ. Χαρτογράφηση Πνευμονικών Φλεβών<br />

Η αξονική καρδίας είναι άριστη απεικονιστική μέθοδος<br />

χαρτογράφησης των πνευμονικών φλεβών και<br />

παραλλαγών της ανατομίας τους. Σήμερα είναι εφικτή<br />

η καθοδήγηση του καρδιολόγου μέσω δεδομένων του<br />

υπολογιστή για την καυτηρίαση (ablation) των αρρυθμιογόνων<br />

εστιών (electroanatomical mapping), καθώς<br />

και η απεικόνιση απώτερων επιπλοκών, όπως αυτή<br />

της στένωσης της πνευμονικής φλέβας (24, 25) .


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 265<br />

Ι. Απεικόνιση Καρδιακών Όγκων<br />

Η αξονική τομογραφία χαρτογραφεί ενδοκαρδιακούς<br />

όγκους με μεγάλη ακρίβεια και μπορεί να χρησιμοποιηθεί<br />

για τον προεγχειρητικό έλεγχο, ειδικά όταν<br />

υπάρχει άμεση σχέση του νεοπλάσματος με παρακείμενες<br />

δομές. Το πλεονέκτημα της αξονικής έναντι της<br />

μαγνητικής τομογραφίας, είναι η ταχύτητα εξέτασης,<br />

ο ελαττωμένος χρόνος αναμονής του ασθενούς στο<br />

μηχάνημα, καθώς και η καλύτερη αξιολόγηση αποτιτανώσεων<br />

που ενδεχομένως έχει ο όγκος. Θεωρείται<br />

σημαντική μέθοδος σταδιοποίησης πρωτοπαθών και<br />

δευτεροπαθών όγκων καθώς και χαρτογράφησης ενδοκαρδιακών<br />

θρόμβων (26, 27) .<br />

Κ. Συγγενείς Καρδιοπάθειες<br />

Η μέθοδος χρησιμοποιείται μόνο σε περιπτώσεις<br />

ασθενών που δεν μπορούν να εξετασθούν με μαγνητική<br />

τομογραφία.<br />

Λ. Επείγουσες Καταστάσεις<br />

Η αξονική καρδίας είναι άριστη μέθοδος εξέτασης<br />

ασθενών σε επείγουσα βάση όταν τίθεται η διαφοροδιάγνωση<br />

μεταξύ στεφανιαίας νόσου και οξέος διαχωρισμού<br />

της αορτής. Σε περιπτώσεις διαχωρισμού<br />

μπορεί να βοηθήσει τον χειρουργό στην χαρτογράφηση<br />

του ιστίου και την σχέση αυτού με τις στεφανιαίες<br />

αρτηρίες και την αορτική βαλβίδα. Η βιβλιογραφία επίσης<br />

αναφέρει την ανάγκη ορισμένες φορές να αποκλεισθεί<br />

και το ενδεχόμενο οξείας πνευμονικής εμβολής σε<br />

ασθενή με οξύ οπισθοστερνικό άλγος (triple rule out).<br />

Με κατάλληλο πρωτόκολλο μπορεί να αξιολογηθούν οι<br />

στεφανιαίες αρτηρίες, η θωρακική αορτή και οι πνευμονικές<br />

αρτηρίες σε μία εξέταση (one stop shop) (28) .<br />

Eνδείξεις Στεφανιογραφίας (1-4) και Αξονικής Τομογραφίας<br />

Καρδιάς (5-9) (29)<br />

1. Οξύ οπισθοστερνικό άλγος (μη διαγνωστικό ΗΚΓ<br />

ή δοκιμασία κόπωσης, ή αδυναμία άσκησης).<br />

2. Οξύ οπισθοστερνικό άλγος (με μέση πιθανότητα<br />

στεφανιαίας νόσου, αρνητικό ΗΚΓ, ή αρνητικά<br />

ένζυμα).<br />

3. Μέση πιθανότητα στεφανιαίας νόσου (απεικόνιση<br />

και αξιολόγηση πιθανών αλλοιώσεων των<br />

στεφανιαίων αρτηριών).<br />

4. Ανατομικές παραλλαγές που αφορούν στην καρδιά<br />

και τα μεγάλα αγγεία του μεσοθωρακίου.<br />

5. Σε ασθενείς με οξεία καρδιακή ανεπάρκεια για<br />

να βρεθεί αίτιο.<br />

6. Απεικόνιση και αξιολόγηση καρδιακών όγκωννεοπλασμάτων<br />

ή και συμπληρωματικά με το U/S<br />

ή MRI.<br />

7. Αξιολόγηση περικαρδιακής παθολογίας.<br />

8. Χαρτογράφηση πνευμονικών φλεβών και μαστικών<br />

αρτηριών.<br />

9. Απεικόνιση παθολογίας των μεγάλων αγγείων<br />

του μεσοθωρακίου.<br />

Βιβλιογραφια<br />

1. Ohnesorge B, Flohr T, Becker C, et al. Cardiac imaging<br />

by means of ECG gated multisection spiral CT:<br />

initial experience. Radiology 2000; 217:564-571.<br />

2. Flohr TG, Schaller S, Stierstofer K, et al. MDCT systems<br />

and image-reconstruction techniques. Radiology<br />

2005;235:756-773<br />

3. Leschka S, Husmann L, Desbiollew LM, et al. Optimal<br />

image reconstruction intervals for non-invasive<br />

coronary angiography with 64-slice CT. Eur Radiol<br />

2006;16:1964-1972.<br />

4. Herzog C, Zangos S, Zwerner P, et al. CT of coronary<br />

artery disease. J Thorac Imaging 2007;22:40-48<br />

5. Dewey M, Rutsch W, Schnapauff D, et al. Coronary<br />

artery stenosis quantification using MSCT. Invest<br />

Radiol 2007; 42:78-84.<br />

6. Hatem Alkadhi. Radiation dose of Cardiac CT-what<br />

is the evidence? Eur Radiol 2009;19:1311-1315<br />

7. Lund GK, Wegian E, Saeed M, et al. 64-slice spiral<br />

CT of the coronary arteries: dose reduction using<br />

an optimized imaging protocol including individual<br />

weight adaptation of voltage and current time product.<br />

Eur Radiol 2009;19:5 1132-1138<br />

8. Aldrovandi A, Maffei E, Palumbo T, et al. Prognostic<br />

value of CT coronary angiography in patients with<br />

suspected coronary artery disease: a 24-month follow<br />

up. Eur Radiol 2009; 19:7 1653-1659.<br />

9. Ehara M, Surmely JF, Kawai M, et al. Diagnostic<br />

accuracy of 64-slice CT for detecting angiographically<br />

significant coronary artery stenosis in an unselected<br />

consecutive patient population: comparison<br />

with conventional invasive angiography. Circ J<br />

2006;70:564-571<br />

10. Kido T, Kurata A, Higashino H, et al. Cardiac imaging<br />

using 256-detector row four dimensional CT:<br />

preliminary clinical report. Radiat Med 2007;25:38-<br />

44<br />

11. Perrier E, Manen O, Ghostine S, et al. Multislice CT<br />

to rule out coronary artery disease in pilots with<br />

acquired left bundle-branch block and low cardiac<br />

risk. Am Heart J 2006;152:e23


266<br />

Οι ενδείξεις χρησιμοποίησης της Μαγνητικής Τομογραφίας Καρδιάς:<br />

Απεικονιστικός έλεγχος της βιωσιμότητας του Μυοκαρδίου<br />

12. Silva JD, Mota P, Coelho A, et al. Incidence of<br />

subclinical atherosclerosis in asymptomatic type-2<br />

diabetic patients: the potential of MSCT coronary<br />

angiography. Coron Artery Dis 2011 Jan; 22(1):26-31.<br />

13. Sampson UK, Dorbala S, Limaye A, et al. Diagnostic<br />

accuracy of rubidium-82 myocardial perfusion<br />

imaging with hybrid positron emission tomography/<br />

computed tomography in the detection of coronary<br />

artery disease. J AN Coll Cardiol 2007;49:1052-1058<br />

14. Glodny B, Helmel B, Trieb T, et al. A method for<br />

calcium quantification by means of CT coronary<br />

angiography using 64-MDCT: very high correlation<br />

with Agatston and volume scores. Eur Radiol 2009;<br />

19:7, 1661-1668.<br />

15. Seifarth H, Heindel W, Maintz D. Imaging of<br />

coronary stents using MSCT. Radiologe 2010 Jun;<br />

50(6):507-513.<br />

16. Rist C, von Ziegler F, Nikolaou K, et al. Assessment<br />

of coronary artery stent patency and restenosis using<br />

64-slice CT. Acad Radiol 2006;13:1465-1473.<br />

17. Burgstahler C, Beck T, Kuettner A, et al. Non-invasive<br />

evaluation of CABg using 16-row MSCT<br />

with 188ms temporal resolution. Int J Cardiol 2006;<br />

106:244-249.<br />

18. Exarhos D, Baltouka A, Mihas C, et al. Imaging and<br />

evaluation of CABG patency by 16-slice MSCT.<br />

Hellenic J Cardiol 2007; Sept-Oct 48(5):258-267.<br />

19. Malagutti P, Nieman K, Meijboom WB, et al. Use of<br />

64-slice CT in symptomatic patients after coronary<br />

bypass surgery: evaluation of grafts and coronary<br />

arteries. Eur Heart J 2007;28:1879-1885.<br />

20. Kim SY, Seo JB, Do KH, et al. Coronary artery<br />

anomalies: classification and ECG-gated MDCT<br />

findings with angiographic correlation. Radiographics<br />

2006; 26:317-333.<br />

21. Ruzsics B. Integrative CT imaging of ischemic heart<br />

disease. J Thorac Imaging 2010 Aug; 25(3):2318<br />

22. Jacquier A, Revel D, Croisille P, et al. Mechanisms<br />

of delayed myocardial enhancement and value of<br />

MR and CT contrast materials in the evaluation of<br />

myocardial viability. J Radiol 2010 Jul-Aug; 91(7-<br />

8):751-7.<br />

23. Feuchtner GM, Muller S, Bonatti J, et al. Sixty –four<br />

slice CT evaluation of aortic stenosis using planimetry<br />

of the aortic valve area. Am J Roentgenol<br />

2007; 189:197-203.<br />

24. Jongbloed MR, Dirksen MS, Bax JJ, et al. Atrial fibrillation:<br />

multi-detector row CT of pulmonary vein<br />

anatomy prior to radiofrequency catheter ablationinitial<br />

experience. Radiology 2005; 234:702-9.<br />

25. Itoh T, Sasaki S, Kimura M, et al. Three dimensional<br />

cardiac image integration of electroanatomical<br />

mapping of only left atrial posterior wall<br />

with CT image to guide circumferential pulmonary<br />

vein ablation. J Inter Card Electrophysiol 2010 Dec<br />

29(3):167-73.<br />

26. Kim EY, Choe M, Sung K, et al. Multidetector CT<br />

and MR imaging of cardiac tumors. Korean J Radiol<br />

2009 Mar-April; 10(2):165-75.<br />

27. Exarhos D, Tavernaraki E, Kyratzi I, et al. Imaging<br />

of Cardiac Tumors and Masses. Hospital Chronicles<br />

2010; 5(1):20-28.<br />

28. Hamid S, Bainbridge F, Kelly A, et al. What proportion<br />

of patients with chest pain are potentially<br />

suitable for CTCA? Am J Emerg Med 2010 May;<br />

28(4):494-8.<br />

29. Hendel RC, Patel MR, Kramer CM, et al. ACCF/<br />

ACR/SCCT/SCMR/ASNC/NASCI/SCAI/SIR 2006<br />

appropriateness criteria for cardiac CT and cardiac<br />

MR. J Am Col Cardiol 2006;48:1475-1497.


Οι ενδείξεις χρησιμοποίησης του stress spect:<br />

απεικονιστικός έλεγχος της βιωσιμότητας του μυοκαρδίου<br />

Φ Ροντογιάννη<br />

Διευθύντρια ΕΣΥ, Τμήμα Πυρηνικής Ιατρικής Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />

SUMMARY<br />

RONDOGIANNI P. SPECT in cardiology: Radionuclide techniques imaging for the assessment of myocardial<br />

viability. Stress myocardial perfusion imaging has been considered as a most valuable method for diagnosis and treatment<br />

strategy in patients with suspected or known coronary artery disease . 201 Tl and 99m Tc perfusion imaging agents provide<br />

excellent myocardial perfusion images. In addition radionuclide imaging plays an important role in differentiating<br />

ischemic but viable myocardium from scar , identifying patients who can benefit from revascularization. Νοsokomiaka<br />

Chronika, 73, Supplement 267-271, 2011.<br />

Key words: viability, myocardial perfusion imaging, 18 FDG, 201 Tl<br />

ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />

Οι σπινθηρογραφικές μέθοδοι χρησιμοποιούνται ευρέως στην καθημερινή κλινική πράξη για τη διάγνωση πιθανής<br />

στεφανιαίας νόσου καθώς και την παρακολούθηση των ασθενών με γνωστή στεφανιαία νόσο. Η τομογραφία<br />

εκπομπής απλού φωτονίου (SPECT) με χλωριούχο θάλλιο ( 201 Tl) ή ραδιοφάρμακα επισημασμένα με τεχνήτιο ( 99m Tc)<br />

καθώς και ,πιο πρόσφατα, η Τομογραφία Εκπομπής Ποζιτρονίου (PET) με ρουβίδιο ( 82 Rb) και 18-Φθοριοδεσοξυγλυκόζη<br />

( 18 FDG) αποτελούν μεθόδους ευρέως αποδεκτές και χρήσιμες στη διαχείριση των καρδιολογικών ασθενών.<br />

Ιδιαίτερα χρήσιμες είναι οι τεχνικές αυτές στην αποκάλυψη βιώσιμου μυοκαρδίου και την ταυτοποίηση ασθενών<br />

με δυσλειτουργία της αριστεράς κοιλίας οι οποίοι πρόκειται να ωφεληθούν από επεμβάσεις επαναιμάτωσης.<br />

Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 267-271, 2011.<br />

Λέξεις κλειδιά: Βιωσιμότητα, σπινθηρογράφημα αιματώσεως μυοκαρδίου, 201 Tl<br />

Ο αριθμός των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια<br />

αυξάνεται εκθετικά κάθε χρόνο παγκοσμίως. Εκτιμάται<br />

ότι στις Η.Π.Α. διαγιγνώσκονται κάθε χρόνο 550.000<br />

νέοι ασθενείς , οι οποίοι προστίθενται σε περισσότερους<br />

από 5 εκατομμύρια ήδη χρονίως πάσχοντες.<br />

Παρά τις σημαντικές προόδους στη θεραπευτική αντιμετώπιση<br />

των ασθενών αυτών η πρόγνωσή τους παραμένει<br />

φτωχή. 1 Επειδή η στεφανιαία νόσος αποτελεί<br />

την κύρια και βασική αιτία της καρδιακής ανεπάρκειας<br />

με δυσλειτουργία της αριστεράς κοιλίας και μειωμένο<br />

κλάσμα εξώθησης η επαναιμάτωση του ισχαιμούντος<br />

–δυσλειτουργικού μυοκαρδίου αποτελεί την ενδεικνυόμενη<br />

θεραπεία για τους ασθενείς αυτούς .<br />

Αρχικά είχε θεωρηθεί ότι στη χρόνια στεφανιαία<br />

νόσο η δυσλειτουργία της αριστεράς κοιλίας οφείλεται<br />

σε νέκρωση του μυοκαρδίου και αντικατάστασή του<br />

από ουλώδη ιστό. Εντούτοις, ην δεκαετία του 1970 ο<br />

Rahimtoola παρατήρησε ότι αρκετοί ασθενείς με στεφανιαία<br />

νόσο και δυσλειτουργία της αριστεράς κοιλίας<br />

παρουσίαζαν βελτίωση μετά από επεμβάσεις επαναιμάτωσης.<br />

Για την εξήγηση του φαινομένου αυτού<br />

χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η έννοια του «βιώσιμου»<br />

μυοκαρδίου Ως βιώσιμο χαρακτηρίζεται το μυοκάρδιο<br />

του οποίου η συσταλτικότητα –σε αντίθεση με<br />

το ουλώδες- βελτιώνεται μετά από επεμβάσεις επαναιμάτωσης.<br />

Ιστολογικά το βιώσιμο μυοκάρδιο αποτελείται<br />

από μείγμα υγιών μυοκυττάρων και ινωδών<br />

στοιχείων σε αντίθεση με το μη βιώσιμο-ή ουλώδες<br />

μυοκάρδιο- στο οποίο επικρατεί η ίνωση. 2<br />

Το βιώσιμο μυοκάρδιο χαρακτηρίζεται από κάποιες<br />

ιδιότητες στις οποίες βασίζονται και οι διάφορες<br />

μέθοδοι απεικόνισής του. Αυτές είναι: ανέπαφη ή επη-


268<br />

Οι ενδείξεις χρησιμοποίησης του stress spect: απεικονιστικός έλεγχος της βιωσιμότητας του μυοκαρδίου<br />

ρεασμένη αλλά υπαρκτή αιμάτωση, ακεραιότητα της<br />

κυτταρικής μεμβράνης και των μιτοχονδρίων, διατήρηση<br />

της ικανότητας μεταβολισμού της γλυκόζης και<br />

(πιθανόν) και των λιπαρών οξέων και διατήρηση της<br />

συσταλτικής του εφεδρείας. 3<br />

Οι αναίμακτες απεικονιστικές μέθοδοι ανίχνευσης<br />

του βιώσιμου μυοκαρδίου είναι το υπερηχογράφημα<br />

με δοβουταμίνη, η MRI με σκιαγραφικό και οι σπινθηρογραφικές<br />

τεχνικές (Τομογραφία Εκπομπής Απλού<br />

Φωτονίου –SPECT με 201 Tl , 99m Tc-tetrofosmin και 99m Tcsestamibi<br />

και Τομογραφία Εκπομπής Ποζιτρονίου -PET<br />

με 18 F- fluorodeoxyglucose - 18 FDG).<br />

201<br />

Τhallium chloride ( 201 Tl)<br />

Η αρχική πρόσληψη 201 Tl καθορίζεται από την τοπική<br />

αιμάτωση ενώ η καθυστερημένη πρόσληψη (3-4<br />

ώρες μετά από τη χορήγηση) εξαρτάται από την ακεραιότητα<br />

της κυτταρικής μεμβράνης που αντανακλά<br />

την βιωσιμότητα του τοιχώματος. Έχουν περιγραφεί<br />

πολλά απεικονιστικά πρωτόκολλα με 201 Tl για έλεγχο<br />

της βιωσιμότητας αλλά δύο από αυτά έχουν καθιερωθεί<br />

στην κλινική πράξη. Το πρωτόκολλο «ηρεμίαεπανακατανομή»<br />

και το πρωτόκολλο «κόπωση-επανακατανομή-επαναχορήγηση».<br />

Το πρωτόκολλο «ηρεμία-επανακατανομή» δίδει<br />

πληροφορίες αποκλειστικά ως προς την ύπαρξη βιώσιμου<br />

μυοκαρδίου. Περιλαμβάνει δύο εικόνες:<br />

Α)Την εικόνα της ηρεμίας η οποία λαμβάνεται μισή<br />

περίπου ώρα μετά από τη χορήγηση του ραδιοφαρμάκου<br />

και αντανακλά την τοπική στεφανιαία αιμάτωση.<br />

Β)Την εικόνα της επανακατανομής η οποία λαμβάνεται<br />

3-4 ώρες αργότερα και αντανακλά,κυρίως, τη<br />

βιωσιμότητα.<br />

Το πρωτόκολλο «κόπωση-επανακατανομή-επαναχορήγηση»<br />

δίδει συγχρόνως πληροφορίες τόσο ως<br />

προς την ύπαρξη ισχαιμίας κατά την κόπωση όσο και<br />

ως προς την ύπαρξη βιώσιμου μυοκαρδίου. Περιλαμβάνει<br />

τρεις εικόνες:<br />

Α) Την εικόνα της κόπωσης η οποία λαμβάνεται<br />

αμέσως μετά την κόπωση (φυσική ή φαρμακευτική)<br />

Β) Την εικόνα της επανακατανομής 3-4 ώρες αργότερα<br />

Γ) Την εικόνα της επαναχορήγησης η οποία λαμβάνεται<br />

σε ηρεμία μετά από τη εικόνα της επανακατανομής<br />

και μία (1) ώρα μετά από συμπληρωματική I.V.<br />

χορήγηση1 mCi 201 Tl στον ασθενή.<br />

Οι δύο πρώτες εικόνες δίδουν πληροφορίες ως<br />

προς την ύπαρξη ή μη ισχαιμίας ενώ η τελευταία εικόνα<br />

ως προς τη βιωσιμότητα του μυοκαρδίου.<br />

Δείκτες βιωσιμότητας στα πρωτόκολλα αυτά είναι:<br />

1. φυσιολογική πρόσληψη του ραδιοφαρμάκου στην<br />

κόπωση(φυσιολογική αιμάτωση)<br />

2. μειωμένη μεν πρόσληψη στην κόπωση αλλά ομαλοποίηση<br />

της πρόσληψης στην εικόνα της επανακατανομής<br />

(αναστρέψιμο έλλειμμα).<br />

3. Απουσία επανακατανομής σε υπάρχον έλλειμμα<br />

στην κόπωση αλλά ομαλοποίηση της πρόσληψης<br />

στην εικόνα της επαναχορήγησης με κριτήριο την<br />

μεγαλύτερη από το 10% αύξηση της πρόσληψης<br />

του ραδιοφαρμάκου.<br />

4. Πρόσληψη του ραδιοφαρμάκου μεγαλύτερη του<br />

50% στις εικόνες επανακατανομής –επαναχορήγησης<br />

ή την καθυστερημένη εικόνα ηρεμίας.<br />

Όσο μεγαλύτερη –εν γένει- είναι η πρόσληψη 201 Tl<br />

τόσο και υψηλότερη η πιθανότητα ανάκαμψης της<br />

συσταλτικότητας του τοιχώματος μετά από επαναιμάτωση,<br />

γεγονός που υποδεικνύει ότι η επιτυχής<br />

ανάκαμψη εξαρτάται άμεσα από την ποσότητα του<br />

υπάρχοντος βιώσιμου μυοκαρδίου.<br />

Εντούτοις, συχνά παρατηρείται τμήματα του μυοκαρδίου<br />

με >50% πρόσληψη του ραδ/κου να μη βελτιώνονται<br />

μετά από επαναιμάτωση. Στις περιπτώσεις<br />

αυτές η δυσλειτουργία του μυοκαρδίου οφείλεται μάλλον<br />

στην ύπαρξη μη διατοιχωματικού εμφράγματος<br />

παρά σε βιώσιμο αλλά «απειλούμενο» (jeopardized)<br />

μυοκάρδιο. 3,4<br />

Ραδιοφάρμακα επισημασμένα με 99m Tc<br />

(Τεχνησιωμένα ραδιοφάρμακα)<br />

Η πρόσληψη και κατακράτηση αυτών των ραδιοφαρμάκων<br />

εξαρτάται από την αιματική στεφανιαία<br />

ροή, την ακεραιότητα της κυτταρικής μεμβράνης αλλά<br />

και την ακεραιότητα των μιτοχονδρίων. Οι περισσότερες<br />

μελέτες αφορούν στο ραδιοφάρμακο 99m Tc<br />

sestamibi εντούτοις και η 99m Tc tetrofosmin φαίνεται να<br />

δίνει εξ ίσου καλά αποτελέσματα.<br />

Στις μελέτες βιωσιμότητας τα εν λόγω ραδιοφάρμακα<br />

χορηγούνται I.V. σε ηρεμία και συχνά μετά από<br />

την παράλληλη- ενδοφλέβια ή από του στόματος- χορήγηση<br />

νιτρωδών. Τα νιτρώδη αυξάνουν την αιματική<br />

ροή και επομένως την πρόσληψη του ραδ/κου από τα<br />

τμήματα εκείνα του μυοκαρδίου που είναι μεν βιώσιμα<br />

αλλά αιματώνονται από αγγεία που φέρουν σοβαρές<br />

στενώσεις. Στις μελέτες αυτές λαμβάνονται δύο εικόνες<br />

οι οποίες συγκρίνονται μεταξύ τους: μία στην ηρεμία<br />

και μία μετά από τη χορήγηση νιτρωδών .Ως κριτήριο<br />

βιωσιμότητας θεωρείται πρόσληψη του ραδ/κου


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 269<br />

>50% εκτός από το πρόσθιο και κατώτερο τοίχωμα<br />

στα οποία μπορεί να υπάρχει φωτονιακή απορρόφηση<br />

από τον μαστό και το μυϊκό τμήμα του διαφράγματος<br />

αντίστοιχα, οπότε και ως κριτήριο βιωσιμότητας θεωρείται<br />

το 35% της πρόσληψης του ραδ/κου. 3,5,6<br />

Η μελέτη είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί επίσης<br />

σε συγχρονισμό με το ΗΚΓ (gated SPECT) οπότε<br />

παίρνουμε συγχρόνως πληροφορίες και για την κινητικότητα<br />

των τοιχωμάτων και η διαγνωστική ακρίβεια<br />

της μεθόδου αυξάνεται.<br />

18<br />

F Fluorodeoxyglucose ( 18 FDG)<br />

Η 18 FDG είναι μόριο ανάλογο της κοινής γλυκόζης<br />

αλλά στη θέση 2 του μορίου της η ομάδα του υδροξυλίου<br />

(-ΟΗ) έχει αντικατασταθεί από ένα άτομο 18 F. Η<br />

πρόσληψη από το κύτταρο γίνεται με τον ίδιο ακριβώς<br />

τρόπο με την κοινή γλυκόζη αλλά μετά από τη<br />

φωσφορυλίωση η 18 FDG δεν συμμετέχει στον κύκλο της<br />

γλυκόλυσης και, επομένως, παγιδεύεται στο κυτταρόπλασμα<br />

Ο χρόνος ημισείας ζωής (Τ1/2) είναι 110 min<br />

και επιτρέπει άνετα την απεικόνιση. Επειδή το 18 F εκπέμπει<br />

ποζιτρόνια η απεικόνιση γίνεται με PET camera<br />

που δεν είναι ευρέως διαθέσιμη . Αυτό αποτελεί ένα<br />

σημαντικό μειονέκτημα της μεθόδου.<br />

Η πρόσληψη της 18 FDG από το μυοκάρδιο εξαρτάται<br />

από και –επομένως και αντανακλά –το μεταβολισμό.<br />

Οι μελέτες του μυοκαρδίου με 18 FDG πρέπει να<br />

γίνονται με φυσιολογικά επίπεδα σακχάρου στο αίμα<br />

γιατί σε περιπτώσεις νηστείας η καρδιά χρησιμοποιεί<br />

σαν μεταβολικό υπόστρωμα τα λιπαρά οξέα και όχι<br />

τη γλυκόζη. Στην κλινική πράξη γίνεται φόρτωση με<br />

γλυκόζη από του στόματος πριν από τη σπινθηρογραφική<br />

μελέτη και συνδυασμός με μελέτη αιματώσεως<br />

του μυοκαρδίου για τη καλύτερη ανίχνευση βιώσιμου<br />

ιστού.<br />

Δυσλειτουργικά τμήματα του τμήματα του μυοκαρδίου<br />

που έχουν φυσιολογική αιμάτωση και πρόσληψη<br />

γλυκόζης παριστούν το «κεραυνόπληκτο» (stunned)<br />

μυοκάρδιο. Μυοκάρδιο με μειωμένη αιμάτωση αλλά<br />

ικανοποιητική πρόσληψη γλυκόζης (perfusion-FDG<br />

mismatch) θεωρείται «χειμάζον» (hibernating).Αντίθετα<br />

όταν τόσο η αιμάτωση όσο και η πρόσληψη 18 FDG είναι<br />

μειωμένες τότε πρόκειται για ουλώδη ιστό. 3,4,7<br />

Οι περισσότερες μελέτες βιωσιμότητας επικεντρώνονται<br />

στη βελτίωση της κινητικότητας του τοιχώματος<br />

μετά από την επέμβαση επαναιμάτωσης . Από<br />

μια εργασία στην οποία συγκεντρώθηκαν τα αποτελέσματα<br />

105 μελετών επί συνόλου 3034 ασθενών η<br />

μέση συνολική ευαισθησία όλων των χρησιμοποιηθέντων<br />

μεθόδων για την ανίχνευση βιώσιμου μυοκαρδίου<br />

ήταν 84% με υψηλότερη αυτή των ραδιοϊσοτοπικών<br />

μεθόδων (81-93% ανάλογα με την επιλεχθείσα μέθοδο).<br />

Η αντίστοιχη ειδικότητα ήταν 69% με ελαφρά υπεροχή<br />

του υπερηχογραφήματος με χορήγηση δοβουταμίνης<br />

(80%, έναντι 51-66% των διαφόρων ραδιοϊσοτοπικών<br />

μελετών). Οι περισσότερες, εντούτοις, από τις μελέτες<br />

αυτές είχαν μικρό χρονικό διάστημα παρακολούθησης<br />

των ασθενών πού ήταν 3-6 μήνες. Είναι πλέον<br />

γνωστό ότι για τμήματα του μυοκαρδίου με μεγάλη<br />

βλάβη μπορεί να απαιτηθεί έως και ένα έτος για την<br />

αποκατάσταση της λειτουργικότητάς τους. Από τις<br />

μελέτες αυτές προέκυψε επίσης ότι όσο μεγαλύτερη η<br />

βλάβη τόσο και μεγαλύτερος ο χρόνος που απαιτείται<br />

για την αποκατάσταση της λειτουργικότητας μετά<br />

από επαναιμάτωση καθώς και ότι υπάρχουν τμήματα<br />

με σοβαρή βλάβη που μπορεί να έχουν κάποια<br />

αιμάτωση , να διατηρείται σε κάποιο βαθμό η ακεραιότητα<br />

της κυτταρικής μεμβράνης και να διατηρούν<br />

και την ικανότητα πρόσληψης γλυκόζης (και επομένως<br />

να φαίνονται βιώσιμα με τις σπινθηρογραφικές τεχνικές)<br />

αλλά να μη βελτιώνουν την κινητικότητά τους<br />

μετά από επαναιμάτωση λόγω της μεγάλης έκτασης<br />

μη βιώσιμου ιστού σε αυτά. Ως εκ τούτου το ερώτημα<br />

πόσο ακριβώς μυοκάρδιο πρέπει να είναι βιώσιμο<br />

για να επιτευχτεί βελτίωση του συνολικού κλάσματος<br />

εξώθησης της αριστεράς κοιλίας- που αποτελεί και το<br />

κύριο κλινικό στόχο,-παραμένει ουσιώδες Από διάφορες<br />

μελέτες φαίνεται ότι πρέπει 25-30% του δυσλειτουργικού<br />

μυοκαρδίου να είναι βιώσιμο για να υπάρξει<br />

βελτίωση μετά από επαναιμάτωση.<br />

Σε άλλες εργασίες μελετήθηκε η σχέση μεταξύ<br />

ύπαρξης βιώσιμου μυοκαρδίου και βελτίωσης των<br />

συμπτωμάτων του ασθενούς μετά από επεμβάσεις<br />

επαναιμάτωσης. Κάποιες από αυτές έδειξαν ότι τα<br />

συμπτώματα σύμφωνα με την κατάταξη της NYHA<br />

βελτιώνονται σημαντικά στους ασθενείς με βιώσιμο<br />

μυοκάρδιο , αν και φαίνεται ότι η πρόγνωση εξαρτάται<br />

σημαντικά από πολλούς άλλους, κατά ασθενή,<br />

παράγοντες και, επομένως, η ακριβής πρόγνωση για<br />

κάθε ασθενή είναι δύσκολη.<br />

Το κυριότερο, βέβαια, κλινικό ερώτημα είναι αν η<br />

συνολική επιβίωση των ασθενών με βιώσιμο μυοκάρδιο<br />

βελτιώνεται μετά από επεμβάσεις επαναιμάτωσης.<br />

Από 17 μελέτες που εξέτασαν την επιβίωση ασθενών<br />

με βιώσιμο μυοκάρδιο μετά από χορήγηση φαρμακευτικής<br />

αγωγής μόνο ή μετά από επέμβαση επαναιμάτωσης<br />

την καλύτερη πρόγνωση είχαν ασθενείς με<br />

βιώσιμο μυοκάρδιο μετά από επαναιμάτωση ενώ τη


270<br />

Οι ενδείξεις χρησιμοποίησης του stress spect: απεικονιστικός έλεγχος της βιωσιμότητας του μυοκαρδίου<br />

χειρότερη αυτοί με βιώσιμο μυοκάρδιο που υποβλήθηκαν<br />

μόνο σε φαρμακευτική αγωγή. Τα αποτελέσματα<br />

αυτά επιβεβαιώθηκαν και από δύο μεγάλες προοπτικές<br />

μελέτες με μεγάλο αριθμό ασθενών. 8,9<br />

SPECT και MRI στην ανίχνευση βιώσιμου<br />

μυοκαρδίου.<br />

Οι Roes και συν οι οποίοι συνέκριναν την MRI με<br />

χορήγηση σκιαγραφικού με το σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου<br />

με 99m Tc tetrofosmin και 18 FDG στην ανίχνευση<br />

βιώσιμου μυοκαρδίου.<br />

Μελετήθηκαν 60 συνολικά ασθενείς με σοβαρή δυσλειτουργία<br />

της αριστεράς κοιλίας ισχαιμικής αιτιολογίας.<br />

Τα τμήματα του μυοκαρδίου βαθμολογήθηκαν ως<br />

προς την κινητικότητα τους με 0( φυσιολογικό) έως 4 (<br />

δυσκινητικό), ως προς την ύπαρξη ουλώδους ιστού με<br />

0 (απουσία ουλής) έως 4 (76%-100% ποσοστό ουλής) .Η<br />

πρόσληψη του κάθε ραδ/κου επίσης βαθμολογήθηκε<br />

για κάθε τμήμα από 0 (πρόσληψη >75%) έως 3 (πρόσληψη<br />

< 25%).Επιπλέον τα δυσλειτουργικά τμήματα<br />

χαρακτηρίστηκαν ως έχοντα: α) φυσιολογική αιμάτωση<br />

και πρόσληψη 18 FDG β) μειωμένη αιμάτωση αλλά<br />

φυσιολογική πρόσληψη 18 FDG και γ) σοβαρά μειωμένη<br />

αιμάτωση και μειωμένη πρόσληψη 18 FDG.<br />

Υψηλή συμφωνία μεταξύ των δύο μεθόδων (91%)<br />

υπήρχε για τα φυσιολογικά τμήματα (score 0.4±0.8)<br />

καθώς και για αυτά που περιείχαν σε υψηλό ποσοστό<br />

ουλώδη ιστό (score 3.1±1.0 ) (83%).Αντίθετα για<br />

τα τμήματα με υπενδοκάρδιο ουλώδη ιστό στο MRI<br />

υπήρχε σημαντική διαφωνία στα ευρήματα των δύο<br />

μεθόδων. Το εύρημα αποδόθηκε στο γεγονός ότι στα<br />

μη διατοιχωματικά εμφράγματα η περιοχή γύρω από<br />

τον ουλώδη ιστό η οποία δεν προσλαμβάνει σκιαγραφικό<br />

στο MRI μπορεί να περιέχει είτε φυσιολογικό, είτε<br />

ισχαιμικό «απειλούμενο» μυοκάρδιο (jeopardized). 10,11<br />

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ<br />

Η καρδιακή ανεπάρκεια που οφείλεται σε χρόνια<br />

στεφανιαία νόσο αποτελεί μείζον κλινικό πρόβλημα.<br />

Στους ασθενείς με βιώσιμο μυοκάρδιο οι επεμβάσεις<br />

επαναιμάτωσης βελτιώνουν τη λειτουργικότητα της<br />

αριστεράς κοιλίας, τα συμπτώματα της καρδιακής<br />

ανεπάρκειας και την τελική πρόγνωση της νόσου. Αν<br />

οι ασθενείς αυτοί αντιμετωπισθούν μόνο με φαρμακευτική<br />

αγωγή έχουν υψηλό ποσοστό σοβαρών καρδιακών<br />

συμβαμάτων. Συνεπώς η ανίχνευση βιώσιμου<br />

μυοκαρδίου είναι ουσιαστική στους ασθενείς αυτούς<br />

για την επιλογή της πρέπουσας θεραπείας. Ασθενείς<br />

με χαμηλό κλάσμα εξώθησης(


ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 271<br />

7. Underwood SR, Bax JJ, vom Dahl J et al. Imaging<br />

techniques for the assessment of myocardial hibernation.<br />

Eur Heart J. 2004 May;25(10):815-36.<br />

8. Hage FG, Venkataraman R, Aljaroudi W.et al The<br />

impact of viability assessment using myocardial<br />

perfusion imaging on patient management and outcome.<br />

J Nucl Cardiol. 2010 Jun; 17(3):378-89<br />

9. Wu YW, Tadamura E, Yamamuro M et al .Comparison<br />

of contrast-enhanced MRI with (18)F-FDG<br />

PET/201Tl SPECT in dysfunctional myocardium: relation<br />

to early functional outcome after surgical revascularization<br />

in chronic ischemic heart disease. J<br />

Nucl Med. 2007 Jul; 48(7):1096-103.<br />

10. Roes SD, Kaandorp TA, Marsan NA et al. Agreement<br />

and disagreement between contrast-enhanced<br />

magnetic resonance imaging and nuclear<br />

imaging for assessment of myocardial viability.<br />

Eur J Nucl Med Mol Imaging. 2009 Apr; 36(4):594-<br />

601.<br />

11. Lucignani G, Cuocolo A. Recent advances in the<br />

assessment of myocardial viability. Eur J Nucl Med<br />

Mol Imaging. 2009 Nov;36(11):1892-5.

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!