ÏÏ Î¼ÏληÏÏμαÏικο ÏÎµÏ ÏÎ¿Ï 1 - ÎοÏοκομείο ÎÏ Î±Î³Î³ÎµÎ»Î¹ÏμÏÏ
ÏÏ Î¼ÏληÏÏμαÏικο ÏÎµÏ ÏÎ¿Ï 1 - ÎοÏοκομείο ÎÏ Î±Î³Î³ÎµÎ»Î¹ÏμÏÏ
ÏÏ Î¼ÏληÏÏμαÏικο ÏÎµÏ ÏÎ¿Ï 1 - ÎοÏοκομείο ÎÏ Î±Î³Î³ÎµÎ»Î¹ÏμÏÏ
Create successful ePaper yourself
Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ<br />
ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ<br />
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ “Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ”<br />
ΕΤΟΣ ΙΔΡΥΣΕΩΣ: 1945<br />
ΤΟΜΟΣ 73<br />
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟ ΤΕΥΧΟΣ 1<br />
2011<br />
ΕΠΑΙΝΟΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ<br />
VOLUME 73<br />
SUPPLEMENT NUMBER 1<br />
2011<br />
ΠΡΑΚΤΙΚΑ<br />
16ου ΕΤΗΣΙΟΥ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟΥ<br />
ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ<br />
Γ.Ν.Α. “Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ”<br />
ΑΘΗΝΑ 21 - 25 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2011<br />
PROCEEDINGS<br />
16th ANNUAL SEMINAR<br />
OF CONTINUING MEDICAL EDUCATION<br />
OF EVANGELISMOS GENERAL HOSPITAL<br />
ATHENS 21 - 25 FEBRUARY 2011<br />
ΝΟSOKOMIAKA CHRONIKA<br />
Official publication of the Scientific Society<br />
of Evangelismos Hospital<br />
ΑΠΟ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ
Ένωση Επιστημονικού Προσωπικού Νοσοκομείου “Ο Ευαγγελισμός” (ΕΕΠΝΕ)<br />
16 0 ΕΤΗΣΙΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ<br />
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Γ . Ν . Α . “ Ο Ε ΥΑ Γ Γ Ε Λ Ι Σ Μ ΟΣ ”<br />
ΑΘΗΝΑ 21 - 25 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2011<br />
“Δώμα” Γ.Ν.Α. ¨Ο Ευαγγελισμός”<br />
ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ<br />
Χ. ΖΗΣΗΣ :Πρόεδρος<br />
Α. ΚΟΤΑΝΙΔΟΥ : Αντιπρόεδρος<br />
Θ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ : Μέλη<br />
Μ. ΒΑΣΛΑΜΑΤΖΗΣ<br />
Δ. ΚΑΡΑΚΑΛΟΣ<br />
Χ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΑΔΗ<br />
Μ. ΠΑΡΑΡΑ<br />
Γ. ΥΦΑΝΤΗ<br />
ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ<br />
Μ. ΣΑΜΑΡΚΟΣ : Πρόεδρος<br />
Ν. ΒΙΑΖΗΣ : Μέλη<br />
Σ. ΓΙΓΑΝΤΕΣ<br />
Ι. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ<br />
Ν. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΑΚΗΣ<br />
Π. ΤΣΕΡΩΤΑΣ<br />
Α. ΤΣΙΡΟΓΙΑΝΝΗ<br />
ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ<br />
Α. ΝΤΕΛΑΚΗ : Πρόεδρος<br />
Θ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ : Μέλη<br />
Δ. ΕΞΑΡΧΟΣ<br />
Χ. ΖΗΣΗΣ<br />
Ι. ΚΑΚΚΑΣ<br />
Μ. ΣΧΙΝΑ<br />
Α. ΤΑΡΑΣΗ<br />
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ<br />
Μ. ΒΑΣΛΑΜΑΤΖΗΣ : Πρόεδρος<br />
Ν. ΧΑΡΧΑΛΑΚΗΣ : Αντιπρόεδρος<br />
Μέλη :<br />
Ν. ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ Σ. ΝΑΝΑΣ<br />
Δ. ΑΛΕΞΑΚΗΣ<br />
Ν. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ<br />
Κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΣ Κ. ΝΟΥΤΣΗΣ<br />
Δ. ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ<br />
Μ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΑΚΟΣ<br />
Θ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ<br />
Ν. ΠΑΠΑΔΟΓΕΩΡΓΑΚΗΣ<br />
Μ. ΑΡΓΥΡΙΟΥ<br />
Χ. ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΑΔΗ<br />
Ε. ΒΛΟΝΤΖΟΥ<br />
Μ. ΠΑΡΑΡΑ<br />
Ε. ΒΡΥΩΝΗΣ<br />
Ε. ΠΕΛΕΓΡΙΝΗΣ<br />
Ι. ΓΕΩΡΓΙΛΑΣ<br />
Κ. ΠΕΤΡΑΚΗ<br />
Δ. ΔΙΠΛΑΣ<br />
Π. ΠΙΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ<br />
M. ΕΛ-ΑΛΥ<br />
Σ. ΠΙΠΗΣ<br />
Χ. ΖΗΣΗΣ<br />
Κ. ΠΡΟΚΟΠΑΚΗ<br />
Σ. ΚΑΠΙΡΗΣ<br />
Δ. ΡΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ<br />
Δ. ΚΑΡΑΚΑΛΟΣ<br />
Χ. ΡΟΥΤΣΗ<br />
Δ. ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΗΣ Α. ΣΑΛΑΧΑΣ<br />
Σ. ΚΟΡΦΙΑΣ<br />
Α. ΣΙΔΕΡΗΣ<br />
Κ. ΚΟΤΣΙΦΑΣ<br />
Α. ΣΚΟΥΤΕΛΗΣ<br />
Λ. ΚΥΡΙΟΥ<br />
Ι. ΣΚΡΑΠΑΡΗ<br />
Δ. ΛΑΠΑΤΣΑΝΗΣ<br />
Χ. ΣΦΟΝΤΟΥΡΗΣ<br />
Δ. ΜΑΓΓΑΝΑΣ<br />
Γ. ΤΑΤΣΗΣ<br />
Δ. ΜΑΛΟΒΡΟΥΒΑΣ Γ. ΥΦΑΝΤΗ<br />
Γ. ΜΑΝΤΖΑΡΗΣ<br />
Μ. ΦΑΜΕΛΗ<br />
Α. ΜΑΝΩΛΗΣ<br />
Μ. ΧΡΟΝΗ<br />
Μ. ΜΠΑΚΙΡΗ<br />
Α. ΨΑΡΡΑ<br />
Σ. ΜΠΕΝΑΚΗΣ
ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ - ΕΚΔΟΤΗΣ<br />
ΕΝΩΣΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ Γ.Ν.Α.<br />
«Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ», Υψηλάντου 45, 106 76 Αθήνα<br />
Τηλ.: 213 2041744, 213 2045102, Fax: 210 7253912<br />
e-mail: sseh@evaggelismos-hosp.gr<br />
site: www.sseh.gr<br />
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΝΩΣΕΩΣ ΕΠΙΣΤ/ΚΟΥ<br />
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ<br />
ΠΡΟΕΔΡΟΣ<br />
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ Θεοφάνης<br />
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ<br />
ΥΦΑΝΤΗ Γεωργία<br />
ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ<br />
ΒΑΣΛΑΜΑΤΖΗΣ Μιχάλης<br />
ΜΕΛΗ<br />
ΖΗΣΗΣ Χαράλαμπος<br />
ΚΑΡΑΚΑΛΟΣ Δημήτριος<br />
ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΑΔΗ Χρύσα<br />
ΠΑΡΑΡΑ Μυρσίνη<br />
ISSN 0369-5700<br />
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ<br />
ΒΑΣΛΑΜΑΤΖΗΣ Μιχαήλ<br />
ΑΝΑΠΛ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ<br />
ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ Θεοφάνης<br />
ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ<br />
ΣΑΜΑΡΚΟΣ Μιχαήλ<br />
ΜΕΛΗ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ<br />
ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΣ Νεκτάριος<br />
ΒΙΑΖΗΣ Νικόλαος<br />
ΚΑΠΙΡΗΣ Στυλιανός<br />
ΚΑΡΑΚΑΣΗΣ Δημήτριος<br />
ΠΑΠΑΔΑΚΗ Θεοδώρα<br />
ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΑΔΗ Χρύσα<br />
ΠΑΡΑΡΑ Μυρσίνη<br />
ΣΚΥΛΑΚΑΚΗ Μαρία<br />
ΤΖΑΝΕΛΑ Μαρινέλλα<br />
ΕΚΤΥΠΩΣΗ<br />
EΘΝΙΚΟ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ<br />
Καποδιστρίου 34 - 10432 Αθήνα<br />
Τηλ. πληροφοριών: 2105279000<br />
Ετήσια συνδρομή εσωτερικού 30 €<br />
Εταιρείες - Οργανισμοί 50 €<br />
Συνδρομές εξωτερικού 40 €<br />
Φοιτητές 10 €<br />
Διεύθυνση υπεύθυνου σύμφωνα με το νόμο:<br />
Θεοφάνης Αποστόλου<br />
Θεραπευτήριο “Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ”<br />
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ<br />
ΤΕΥΧΟΣ Α΄<br />
ΤΟΜΟΣ 73<br />
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟ ΤΕΥΧΟΣ 1<br />
2011<br />
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ<br />
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ<br />
ΠΥΡΕΤΟΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑΣ<br />
Συντονίστρια: Ε. Σιούλα<br />
Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στον ανοσοεπαρκή ασθενή<br />
Ι. Σκράπαρη_________________________________________________________7-12<br />
Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στον ανοσοκατασταλµένο ασθενή<br />
Ε. Χαριτάτος______________________________________________________13-22<br />
Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στα νοσήµατα του κολαγόνου<br />
Ν. Βαλλιάνου, Ε Χαριτάτος________________________________________ 23-30<br />
Πυρετός αγνώστου αιτιολογίας ως συνοδό σύµπτωµα σε ασθενείς µε<br />
κακοήθη νεοπλάσµατα<br />
Χ. Ζουµπλιός_____________________________________________________31-36<br />
ΔΙΑΛΕΞΗ<br />
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΠΥΡΕΤΙΚΑ ΣΥΝΔΡΟΜΑ: ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΠΕΛΑΣΗ -<br />
ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ<br />
Πρόεδρος: Χ. Σφοντούρης - Εισαγωγή ________________________________ 37<br />
Οµιλητής: Γ. Κατσίκας____________________________________________ 38-48<br />
ΔΙΑΛΕΞΗ<br />
ΔΙΑΙΤΑ, ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ ΖΩΗΣ ΣΧΕΤΙΖΟΜΕΝΕΣ<br />
ΜΕ ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ<br />
Πρόεδρος: Α. Ντελάκη<br />
Οµιλητής: Μ. Βασλαµατζής________________________________________ 49-67<br />
ΔΙΑΛΕΞΗ<br />
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΨΥΧΑΓΩΓΙΑΣ ΣΕ<br />
ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΕΦΗΒΟΥΣ<br />
Πρόεδρος: Μ. Μόσχου-Παραρά<br />
Οµιλήτρια: Κ. Προκοπάκη ________________________________________ 68-87<br />
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ<br />
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΑΣΘΕΝΩΝ 3ης ΗΛΙΚΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ<br />
Συντονιστής: Ε. Διαµαντόπουλος<br />
Εισαγωγή-Επιδηµιολογικά και κοινωνικο-οικονοµικά δεδοµένα<br />
Ε. Διαµαντόπουλος_______________________________________________ 88-90<br />
Ιατρική φροντίδα ατόµων 3ης ηλικίας στην πρωτοβάθµια περίθαλψη<br />
Γ. Μαρακοµιχελάκης_______________________________________________91-96<br />
Κλινική αντιµετώπιση γηριατρικών ασθενών<br />
Β. Σεβαστιανός__________________________________________________97-107<br />
Ιδιαιτερότητες στην αντιµετώπιση των καρδιαγγειακών επιπλοκών<br />
Δ. Μανωλάτος__________________________________________________ 108-114
Νεοπλασµατικά νοσήµατα στην 3η ηλικία<br />
Ν. Αλεβιζόπουλος_________________________________________________________________________________________ 115-127<br />
Στρατηγικές συνταγογράφησης<br />
Ν. Αρβανιτάκης_____________________________________________________________________________________________________128-135<br />
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ<br />
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΑΣΘΕΝΩΝ 3ης ΗΛΙΚΙΑΣ ΣΤΗ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ<br />
Συντονιστής: Θ. Μαυροµάτης<br />
Αντιµετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας στην Ορθοπαιδική<br />
Μ. Τζουρµπάκης, I. Σπανός __________________________________________________________________________________________ 136-141<br />
Αντιµετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας µε ουρολογικά προβλήµατα<br />
Ι. Ξωξάκος, Δ. Κοντοθανάσης ________________________________________________________________________________________ 142-161<br />
Αντιµετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας µε παθήσεις του πεπτικού συστήµατος<br />
Σ. Καπίρης _________________________________________________________________________________________________________162-167<br />
Αντιµετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας µε χειρουργικές παθήσεις θώρακος-πνευµόνων<br />
Κ. Αθανασιάδη _____________________________________________________________________________________________________168-176<br />
Αντιµετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας µε καρδιοχειρουργικά προβλήµατα<br />
Π. Δεδεηλίας _______________________________________________________________________________________________________177-186<br />
ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΘΕΜΑ<br />
ΔΥΣΜΕΝΕΙΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΜΗ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΣΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ<br />
Συντονιστής: Α. Σιδέρης ____________________________________________________________________________________________ 187-190<br />
Προαρρυθµική δράση µη καρδιολογικών φαρµάκων<br />
Κ. Λέτσας _________________________________________________________________________________________________________ 191-192<br />
Αντιδιαβητικά, NSAIDs, αναβολικά στεροειδή, PPIs, βότανα<br />
Ι. Χαβελές, Α. Σιδέρης _______________________________________________________________________________________________193-201<br />
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ:<br />
ΑΣΠΙΡΙΝΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΑΝΤΙΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΑΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΟΓΕΝΗ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΩΝ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΩΝ<br />
ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ»<br />
Συντονιστής: Γ. Μουσούλης - Εισαγωγή______________________________________________________________________________202-203<br />
Υπέρ: Θ. Κοντοπούλου ____________________________________________________________________________________________ 204-218<br />
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ:<br />
Η ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ ΑΠΟ ΚΛΙΝΙΚΗ, ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ<br />
Συντονιστής: Χ. Βασιλόπουλος<br />
Η οζώδης θυρεοειδική νόσος<br />
Α. Κωλέττη, Γ. Ιωαννίδης ___________________________________________________________________________________________ 219-226<br />
Αυτοανοσία και θυρεοειδής<br />
Κ. Χαντζιάρα, Μ. Τζανέλα __________________________________________________________________________________________ 227-239<br />
Προβλήµατα στη διάγνωση- Εργαστηριακή διερεύνηση<br />
Ρ. Τόκου __________________________________________________________________________________________________________ 240-247<br />
ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΘΕΜΑ<br />
ΚΟΛΠΙΚΗ ΜΑΡΜΑΡΥΓΗ: Η ΣΥΧΝΟΤΕΡΗ ΑΡΡΥΘΜΙΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ<br />
Συντονιστής: Α. Μανώλης<br />
Νεότερα αντιαρρυθµικά φάρµακα<br />
Κ. Κάππος, Ξ. Κωνσταντίνου _______________________________________________________________________________________ 248-249<br />
Νεότερα αντιθροµβωτικά/αντιπηκτικά φάρµακα<br />
Ι. Χαβελές, Α. Μανώλης ____________________________________________________________________________________________ 250-251
ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΘΕΜΑ<br />
ΟΙ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ-ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΜΑΓΝΗΤΙΚΗΣ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ, ΤΗΣ ΑΞΟΝΙΚΗΣ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑΣ<br />
ΚΑΡΔΙΑΣ-ΣΤΕΦΑΝΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ STRESS SPECT<br />
Συντονιστές: Ι. Δατσέρης - Η. Σιώρας<br />
Μαγνητική Τοµογραφία Καρδιάς<br />
Θ. Κρατηµένος ____________________________________________________________________________________________________ 252-260<br />
Αξονική Τοµογραφία Καρδιάς-Στεφανιογραφία<br />
Δ. Έξαρχος, Ε. Κυρατζή, Α. Σοφρωνάς _______________________________________________________________________________ 261-266<br />
Σπινθηρογραφικές τεχνικές στον έλεγχο της βιωσιµότητας του µυοκαρδίου<br />
Φ. Ροντογιάννη ____________________________________________________________________________________________________ 267-271
ΠΡΟΛΟΓΟΣ<br />
Η Ένωση Επιστημονικού Προσωπικού του Νοσοκομείου «ο Ευαγγελισμός» με ιδιαίτερη τιμή και χαρά σας<br />
υποδέχεται στο 16ο Ετήσιο Σεμινάριό της που πραγματοποιείται, όπως πάντα τα τελευταία χρόνια στο<br />
«Δώμα» από 21 έως 25 Φεβρουαρίου 2011.<br />
Παρά τα σημαντικά προβλήματα που βιώνουμε πλέον καθημερινά στον τόπο μας και στην εργασία μας,<br />
νομίζουμε ότι περισσότερο από ποτέ, σήμερα, έχουμε ανάγκη την ανάταση και την αισιοδοξία που μπορεί να<br />
προσφέρει μια εκδήλωση που σκοπό έχει την αναβάθμιση της εκπαίδευσής μας και την επικοινωνία μεταξύ<br />
μας. Όπως γνωρίζετε, έργο της Ένωσης μας είναι να συνεχίσει την προσπάθεια για σύγχρονη και αξιόπιστη<br />
Ιατρική Εκπαίδευση για όλα τα μέλη της αλλά και πέραν αυτών. Γι αυτόν τον λόγο, επιμένει και φέτος στην<br />
διοργάνωση του καθιερωμένου και επιτυχημένου πλέον Σεμιναρίου της που απευθύνεται σε όλους τους<br />
Επιστήμονες Υγείας. Είναι βέβαιο, όπως πάντα, ότι οι έμπειροι εισηγητές και συντονιστές των θεμάτων του<br />
Σεμιναρίου θα ανταποκριθούν στις υψηλές απαιτήσεις του ακροατηρίου, τα δε κείμενα των εισηγήσεων που<br />
περιλαμβάνονται στα Πρακτικά του Σεμιναρίου θα αποτελέσουν ένα σημαντικό και ουσιαστικό βοήθημα στη<br />
προσπάθεια κατανόησης των νεότερων εξελίξεων σε διάφορους τομείς της Ιατρικής.<br />
Η Ε.Ε.Π.Ν.Ε θα ήθελε να σας ενημερώσει ότι κάποιοι εκ των ομιλητών του Σεμιναρίου έχουν υποβάλει<br />
το γραπτό κείμενο της ομιλίας τους, προς δημοσίευση, στο ξενόγλωσσο περιοδικό “Hospital Chronicles” που<br />
εκδίδει η Επιστημονική Ένωση του Νοσοκομείου (Website: www.hospitalchronicles.gr).<br />
Το Διοικητικό Συμβούλιο ευχαριστεί θερμά την Επιστημονική Επιτροπή και ιδιαίτερα τον Πρόεδρο και<br />
Αντιπρόεδρό της, κ. Μ. Μ. Βασλαματζή και κ. Ν. Χαρχαλάκη αντίστοιχα για την επιτυχή επιλογή των θεμάτων<br />
και την κατάρτιση του προγράμματος, την Οργανωτική Επιτροπή και τον Πρόεδρο και Αντιπρόεδρό της<br />
αντίστοιχα, κ. Χ. Ζήση και κ. Α. Κοτανίδου. Ευχαριστεί επίσης την Εκτελεστική και Εκδοτική Γραμματεία για<br />
την αξιοσημείωτη προσφορά τους στο έργο που τους ανατέθηκε και ιδιαίτερα τους Προέδρους κ.κ. Μ.<br />
Σαμαράκος και Α. Ντελάκη. Ευχαριστεί ακόμη όλους τους συμμετέχοντες εισηγητές, προέδρους, συντονιστές<br />
των θεμάτων, τόσο για την πρόθυμη συμμετοχή τους όσο και για τη συνέπεια με την οποία ανταποκρίθηκαν<br />
στην πρόσκλησή μας.<br />
Ευχαριστίες αποδίδονται και στην κ. Αικ. Παπαμαλή για την γραμματειακή της υποστήριξη και κάλυψη.<br />
Επίσης ένα μεγάλο ευχαριστώ ανήκει και στις χορηγούς Εταιρείες: ROCHE, DEMO, ΦΑΡΜΑΣΕΡΒ ΛΙΛΛΥ,<br />
GENESIS PHARMA, NOVARTIS, ΑΒΒΟΤΤ, DIOPHAR, ΕΝΟΡΑΣΙΣ, NYCOMED, PFIZER, SANOFI-AVENTIS, ELPEN,<br />
GENZYME, KAI ASTRAZENECA με την πολύτιμη βοήθεια των οποίων πραγματοποιείται και φέτος το Σεμινάριο<br />
και η έκδοση των Πρακτικών του.<br />
Ελπίζοντας ότι και αυτή τη χρονιά το Σεμινάριο θα ανταποκριθεί στις προσδοκίες σας, ευχαριστούμε για<br />
την συμμετοχή σας και περιμένουμε προτάσεις για ανανέωση του εργασιών του Σεμιναρίου<br />
Με εκτίμηση<br />
Δρ. Θεοφάνης Αποστόλου<br />
Πρόεδρος<br />
του Δ.Σ. της Ε.Ε.Π.Ν.Ε.<br />
Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ<br />
ΠΥΡΕΤΟΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑΣ<br />
Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στον ανοσοεπαρκή ασθενή<br />
Ι Σκράπαρη<br />
Επιμελήτρια Β’, Α’ Παθολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
SUMMARY<br />
SKRAPARI I. Fever of unknown origin in the immunocompetent patient. Fever of unknown origin was defined<br />
as temperatures of >38.3°C, with duration of >3 weeks, and failure to reach a diagnosis despite 1 week of inpatient<br />
investigation. Three general categories of illness account for the majority of fever of unknown origin cases: infections<br />
(most commonly tuberculosis and abscesses), connective tissue diseases (most commonly Still’s disease and giant cell<br />
arteritis) and malignancy (most commonly lymphoma, especially non-Hodgkin’s, leukemia, renal cell carcinoma, and<br />
hepatocellular carcinoma or other tumors metastatic to the liver). There are many less common causes of FUO as<br />
thyreoiditis, drug fever, hereditary periodic fever syndromes, disordered heat homeostasis, alcoholic hepatitis. Diagnostic<br />
workup is mainly determined by clues of patient’s history, localizing symptoms and physical examination. Νοsokomiaka<br />
Chronika, 73, Supplement 7-12, 2011.<br />
Key words: fever of unknown origin, aetiology, diagnostic workup<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Ως πυρετός αγνώστου αιτιολογίας ορίζεται: πυρετός υψηλότερος από 38,3 ΊC που διαρκεί περισσότερο από<br />
τρείς εβδομάδες και παραμένει χωρίς διάγνωση μετά από μια εβδομάδα νοσηλείας. Τρεις κατηγορίες νοσημάτων<br />
ευθύνονται για την πλειονότητα των περιπτώσεων του πυρετού αγνώστου αιτιολογίας: λοιμώξεις (συχνότερα η<br />
φυματώση και τα αποστήματα), νοσήματα του συνδετικού ιστού (συχνότερα νόσος Still και κροταφική αρτηρίτιδα),<br />
κακοήθη νοσήματα (συχνότερα το λέμφωμα, η λευχαιμία, ο καρκίνος του νεφρού, το ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα).<br />
Λιγότερο συχνές αιτίες πυρετού αγνώστου αιτιολογίας είναι η θυρεοειδίτιδα, ο φαρμακευτικός πυρετός, ορισμένα<br />
σπάνια περιοδικά σύνδρομα, η αλκοολική ηπατίτιδα, διαταραχές θερμορύθμισης. Η διερεύνηση του πυρετού<br />
αγνώστου αιτιολογίας κατευθύνεται κυρίως από το ιστορικό, τα συμπτώματα και τα κλινικά ευρήματα σε κάθε<br />
ασθενή. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 7-12, 2011.<br />
Λέξεις κλειδιά: πυρετός αγνώστου αιτιολογίας, αιτίες, διερεύνηση<br />
ΟρισμOς<br />
Ως πυρετός αγνώστου αιτιολογίας ορίζεται:<br />
• Πυρετός υψηλότερος από 38,3 ΊC σε πολλαπλές<br />
μετρήσεις<br />
• Διάρκεια του πυρετού για τουλάχιστον τρεις<br />
εβδομάδες<br />
• Απουσία διάγνωσης μετά από μια εβδομάδα<br />
νοσηλείας<br />
Ο ορισμός αυτός διατυπώθηκε από τους Petersdorf<br />
and Beeson το 1961 (1) και ίσχυσε για περισσότερο από<br />
30 χρόνια. Έκτοτε έχουν προταθεί τροποποιήσεις<br />
στον ορισμό που αφορούν την παράλειψη της προϋπόθεσης<br />
της ενδονοσοκομειακής διερεύνησης. Έκτος<br />
από την εβδομαδιαία νοσηλεία στον καινούριο ορισμό<br />
του πυρετού αγνώστου αιτιολογίας εμπίπτουν και οι<br />
περιπτώσεις της εκτός του νοσοκομείου διερεύνησης<br />
(με τρεις τουλάχιστον επισκέψεις σε τακτικό ιατρείο) ή<br />
3ήμερη μόνο νοσηλεία χωρίς να αποκαλυφθεί η αιτία<br />
του πυρετού (2,3). Επίσης έχει επικρατήσει η κατηγοριοποίηση<br />
του πυρετού αγνώστου αιτιολογίας στις εξής<br />
επιμέρους κατηγορίες (3):
Πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στον ανοσοεπαρκή ασθενή<br />
• Κλασικός πυρετός αγνώστου αιτιολογίας<br />
• Νοσοκομειακός πυρετός αγνώστου αιτιολογίας<br />
• Ουδετεροπενικός πυρετός αγνώστου αιτιολογίας<br />
• Πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στη HIV λοίμωξη<br />
Η διερεύνηση που πρέπει να έχει διενεργηθεί για<br />
να χαρακτηρισθεί ένας πυρετός αγνώστου αιτιολογίας<br />
περιλαμβάνει:<br />
• Ιστορικό<br />
• Κλινική εξέταση<br />
• Γενική εξέταση αίματος<br />
• Καλλιέργειες αίματος (τουλάχιστον τρεις από<br />
διαφορετικές φλεβοκεντήσεις που έχουν ληφθεί<br />
μακράν της χορηγήσης αντιβιοτικών)<br />
• Συνήθης βιοχημικός έλεγχος, συμπεριλαμβανομένων<br />
ηπατικών ενζύμων και χολερυθρίνης<br />
• Δείκτες ηπατίτιδας<br />
• Γενική ούρων<br />
• Καλλιέργεια ούρων<br />
• Ακτινογραφία θώρακος<br />
Τo ιστορικό, τα συμπτώματα και η κλινική εξέταση<br />
καθοδηγούν τον περαιτέρω διαγνωστικό έλεγχο ( πχ<br />
απεικονιστικές εξετάσεις ή βιοψίες).<br />
ΑιτIες<br />
Τρεις κυρίως κατηγορίες νοσημάτων ευθύνονται<br />
για την εκδήλωση πυρετού αγνώστου αιτιολογίας (4):<br />
• Λοιμώδη νοσήματα<br />
• Νεοπλασίες<br />
• Νοσήματα του κολλαγόνου<br />
Ο πραγματικός πυρετός αγνώστου αιτιολογίας είναι<br />
ασυνήθης. Εντούτοις, κατά τη διάρκεια των τεσσάρων<br />
τελευταίων δεκαετιών έχει σημειωθεί αύξηση του<br />
ποσοστού των πυρετών που τελικά χαρακτηρίζονται<br />
αγνώστου αιτιολογίας. Όπως φαίνεται από μια σχετικά<br />
πρόσφατη μελέτη (5), σε 2800 ασθενείς που νοσηλεύθηκαν<br />
κατά τη διάρκεια 2 ετών μόνο σε 73 ασθενείς<br />
ετέθη η διάγνωση του πυρετού αγνώστου αιτιολογίας.<br />
Στην ίδια μελέτη διαπιστώθηκε η ακόλουθη κατανομή<br />
τελικής διάγνωσης στους ασθενείς αυτούς:<br />
• Νοσήματα του κολλαγόνου— 22 %<br />
• Λοιμώξεις— 16 %<br />
• Κακοήθη νοσήματα— 7 %<br />
• Διάφορα άλλα— 4 %<br />
• Χωρίς διάγνωση— 51 %<br />
Η κατανομή των ποσοστών στα νοσήματα που<br />
ευθύνονται για την εκδήλωση πυρετού αγνώστου αιτιολογίας<br />
έχει μεταβληθεί σημαντικά τις τελευταίες<br />
δεκαετίες. Αυτό οφείλεται στην εξέλιξη των διαγνωστικών<br />
τεχνικών (5,6). Π.χ. η λοιμώδης ενδοκαρδίτιδα<br />
που παλαιότερα αποτελούσε συχνή αιτία πυρετού<br />
αγνώστου αιτιολογίας, σήμερα είναι λιγότερο συχνή<br />
λόγω της έγκαιρης διάγνωσης με τις εξελιγμένες τεχνικές<br />
καλλιέργειας και απομόνωσης μικροβίων. Επίσης<br />
σύγχρονες ανοσολογικές δοκιμασίες οδηγούν στην<br />
ακριβέστερη ανίχνευση νοσημάτων του κολλαγόνου. Η<br />
αξονική τομογραφία και η δυνατότητα λήψης βιοψιών<br />
δια λεπτής βελόνης αποκαλύπτει περιπτώσεις νεοπλασιών,<br />
αποστημάτων ή και εξωπνευμονικής φυματίωσης<br />
που παλαιότερα απαιτούσαν ερευνητική λαπαροτομή<br />
για να διαγνωσθούν. Η ένταξη στην κλινική<br />
πράξη τεχνικών όπως η PCR και το PET scan έχουν<br />
οδηγήσει σε περαιτέρω μεταβολή των ποσοστών των<br />
τελικών διαγνώσεων στον πυρετό αγνώστου αιτιολογίας.<br />
Συχνά όμως οι σύγχρονες πρακτικές, όπως<br />
η πρώιμη χρήση αντιβιοτικών μπορεί να παρεμποδίσουν<br />
τη διάγνωση ή να οδηγήσουν σε περιπτώσεις<br />
φαρμακευτικού πυρετού.<br />
Οι αιτίες το πυρετού αγνώστου αιτιολογίας ποικίλουν<br />
ανάλογα με την ηλικία. Για παράδειγμα σε ηλικίες<br />
άνω των 65 τα ρευματικά νοσήματα, οι αγγειίτιδες<br />
(όπως γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα ή ρευματική<br />
πολυμυαλγία), η σαρκοείδωση, ευθύνονται για το 31%<br />
των περιπτώσεων (7), οι λοιμώξεις για το 25%, τα νεοπλάσματα<br />
για το 12%.<br />
Ο υποπληθυσμός στον οποίο ανήκει ο ασθενής με<br />
πυρετό αγνώστου αιτιολογίας καθώς και το ταξιδιωτικό<br />
ιστορικό έχουν ιδιαίτερη σημασία (8). Παρατεινόμενα<br />
εμπύρετα στις αναπτυσσόμενες χώρες συμπεριλαμβάνουν<br />
λοιμώξεις όπως φυματίωση, τυφοειδής<br />
πυρετός, αμοιβαδικά αποστήματα. Με τις μετακινήσεις<br />
των πληθυσμών επανεμφανίζονται λοιμώξεις<br />
οι οποίες παλαιότερα θεωρούνταν ότι παρουσίαζαν<br />
περιορισμένη γεωγραφική κατανομή όπως: ελονοσία,<br />
φιλαρίαση, σχιστοσωμίαση ή πυρετός Lassa. Λοιμώδη<br />
νοσήματα που ενδημούν στο εξωτερικό πιθανόν να<br />
παρουσιάζουν παρατεταμένη λανθάνουσα περίοδο<br />
(ίσως και μηνών) μέχρι να γίνουν κλινικά έκδηλα (8).<br />
Επιπλέον ασθενείς που ταξιδεύουν σε χώρες όπου ενδημούν<br />
συγκεκριμένα νοσήματα είναι περισσότερο ευπαθείς<br />
σε σχέση με τους μόνιμους κατοίκους οι οποίοι<br />
έχουν αναπτύξει μια σχετική ανοσία.<br />
Οι λοιμώξεις ως υπόστρωμα του πυρετού<br />
αγνώστου αιτιολογίας<br />
Φυματίωση: Μια από τις πιο συνήθεις λοιμώδεις<br />
αιτίες πυρετού αγνώστου αιτιολογίας, είναι η φυματίωση<br />
(8). Περιπτώσεις φυματίωσης που διαλάθουν
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011<br />
<br />
έγκαιρης διάγνωσης είναι η εξωπνευμονική φυματίωση,<br />
η κεγχροειδής φυματίωση ή πνευμονική φυματίωση<br />
σε ασθενή με σημαντικές αλλοιώσεις από προϋπάρχουσα<br />
νόσο των πνευμόνων. Η φυματίωση έχει<br />
υψηλή θνητότητα εάν παραμείνει αδιάγνωστη. Για το<br />
λόγο αυτό απαιτείται ενδελεχής διερεύνηση του ενδεχομένου<br />
της φυματίωσης στον πυρετό αγνώστου<br />
αιτιολογίας. Σύμφωνα με στοιχεία από μια πρόσφατη<br />
ανασκόπηση η δερμοαντίδραση Mantoux είναι θετική<br />
σε λιγότερους από το 50% των ασθενών με φυματίωση<br />
που παρουσιάζονται με πυρετό αγνώστου αιτιολογίας-<br />
πιθανόν λόγω ανέργειας. Τα δείγματα πτυέλων<br />
είναι θετικά στο 25% των περιπτώσεων (9). Για<br />
το λόγω αυτό η πλήρης διερεύνηση για φυματίωση<br />
απαιτεί τη βιοψία λεμφαδένων, μυελού ή ήπατος. Η<br />
ανίχνευση του M. tuberculosis στο αίμα απαιτεί καλλιέργειες<br />
σε ειδικά υλικά (BACTEC) ή τεχνική PCR που<br />
είναι περισσότερο ευαίσθητη και ειδική.<br />
Αποστήματα: Τα αποστήματα αποτελούν συχνό<br />
υπόστρωμα εκδήλωσης πυρετού αγνώστου αιτιολογίας<br />
(9). Αποστήματα της κοιλίας ή της πυέλου μπορεί να<br />
διαλάθουν της αρχικής διερεύνησης. Η κίρρωση, ο σακχαρώδης<br />
διαβήτης, πρόσφατο χειρουργείο, η λήψη στεροειδών<br />
ή άλλων ανοσοκατασταλτικών προδιαθέτουν<br />
στη δημιουργία αποστημάτων. Επίσης περιχαρακωμένη<br />
ρήξη σκωληκοειδούς ή εκκοπλπώματος είναι δυνατόν να<br />
οδηγήσουν στο σχηματισμό ενδοκοιλιακού αποστήματος.<br />
Ενδοκοιλιακά αποστήματα είναι δυνατόν να εντοπίζονται<br />
στον υποδιαφραγματικό χώρο, στο χώρο του<br />
Douglas, στην πύελο, ή οπισθοπεριτοναϊκά. Τα ηπατικά<br />
αποστήματα συνήθως αποτελούν συνέπεια λοίμωξης<br />
των χοληφόρων ή σκωληκοειδίτιδας ή εκκολπωματίτιδας.<br />
Τα αμοιβαδικά αποστήματα συνοδεύονται στο<br />
95%των περιπτώσεων από θετικό τίτλο αντισωμάτων<br />
για αμοιβάδα. Τα σπληνικά αποστήματα δημιουργούνται<br />
κυρίως μέσω αιματογενούς διασποράς, ιδιαίτερα<br />
από σηπτικά έμβολα στα πλαίσια ενδοκαρδίτιδας. Τα<br />
περινεφρικά ή νεφρικά αποστήματα συνήθως αποτελούν<br />
επιπλοκή προϋπάρχουσας λοίμωξης του ουροποιητικού.<br />
Είναι δυνατόν σε περιπτώσεις περινεφρικού<br />
ή νεφρικού αποστήματος οι καλλιέργειες ούρων να<br />
είναι αρνητικές. Τα οδοντικά αποστήματα αποτελούν<br />
σπάνια αιτία πυρετού αγνώστου αιτιολογίας.<br />
Οστεομυελίτιδα: Ορισμένες περιπτώσεις οστεομυελίτιδας<br />
δεν δίδουν τα συνήθη, σαφή συμπτώματα,<br />
όπως π.χ. η οστεομυελίτιδα της γνάθου. Στις περιπτώσεις<br />
αυτές η λοίμωξη μπορεί να εκδηλωθεί ως πυρετός<br />
αγνώστου αιτιολογίας (9). Για το λόγο αυτό το<br />
ενδεχόμενο της οστεομυελίτιδας στον πυρετό αγνώστου<br />
αιτιολογίας πρέπει να διερευνάται (π.χ. με χρήση<br />
σπινθηρογραφήματος οστών) παρά την απουσία<br />
χαρακτηριστικών συμπτωμάτων.<br />
Βακτηριακή ενδοκαρδίτιδα: Στο 2-5% των περιπτώσεων<br />
βακτηριακής ενδοκαρδίτιδας οι καλλιέργειες<br />
αίματος είναι αρνητικές, ιδιαίτερα όταν έχει προηγηθεί<br />
ή χορήγηση αντιβιοτικών (10). Οι καλλιέργειες αποβαίνουν<br />
αρνητικές και σε περιπτώσεις δύσκολα καλλιεργούμενων<br />
μικροοργανισμών όπως:<br />
• Η βρουκέλλα, το μυκόπλασμα, τα χλαμύδια, η<br />
λεγκιονέλλα, η μπαρτονέλλα που καλλιεργούνται<br />
σε ειδικά υλικά με ειδικές μεθόδους.<br />
• Η Coxiella burnetii (πυρετός Q) και το Tropheryma<br />
whipplei (νόσος του Whipple) που σε ορισμένες<br />
περιπτώσεις προκαλούν ενδοκαρδίτιδα αλλά<br />
αναπτύσσονται μόνο σε κυτταρικά υλικά.<br />
• Οι οργανισμοί HACEK δηλ. Haemophilus spp.,<br />
Actinobacillus, Cardiobacterium, Eikenella, and<br />
Kingella είναι βραδέως αναπτυσσόμενοι μικροοργανισμοί<br />
που η καλλιέργειά τους απαιτεί<br />
επώαση 7-21 ημερών.<br />
Οι περιφερικές εκδηλώσεις της ενδοκαρδίτιδας<br />
σπανίως εκδηλώνονται σε περιπτώσεις υποξείας ενδοκαρδίτιδας.<br />
Στους χρήστες ενδοφλεβίων ουσιών η<br />
ενδοκαρδίτιδα εντοπίζεται συχνά στις δεξιές κοιλότητες<br />
και δεν συνοδεύεται από φύσημα. Για το λόγο<br />
αυτό στη διερεύνηση του πυρετού αγνώστου αιτιολογίας<br />
είναι απαραίτητο το διοισοφάγειο υπερηχογράφημα.<br />
Το διοισοφάγειο υπερηχογράφημα είναι θετικό<br />
σε 90% των περιπτώσεων λοιμώδους ενδοκαρδίτιδας<br />
που παρουσιάζονται ως πυρετός αγνώστου αιτιολογίας.<br />
Ψευδώς θετικά αποτελέσματα πιθανώς οφείλονται<br />
σε ανατομικές ανωμαλίες ή μη λοιμώδεις εκβλαστήσεις.<br />
Ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα οφείλονται<br />
σε μικρές εκβλαστήσεις ή σε εκβλαστήσεις που έχουν<br />
ήδη εμβολιστεί.<br />
Άλλες λοιμώξεις: Άλλες πιο ασυνήθεις λοιμώξεις<br />
που μπορεί να προκαλέσουν πυρετό αγνώστου αιτιολογίας<br />
και περιλαμβάνουν πνευμονική προσβολή είναι<br />
(9,11): ο πυρετός Q, η λεπτοσπείρωση, η τουλαραιμία,<br />
η ψιττάκοση, η μελιοϊδωση. Ασυνήθεις λοιμώξεις που<br />
προκαλούν πυρετό αγνώστου αιτιολογίας και δεν περιλαμβάνουν<br />
πνευμονική προσβολή είναι: η δυτερογενής<br />
σύφιλη, η γονοκοκκαιμία, η χρόνια μηνιγκοκοκκαιμία,<br />
η νόσος Whipple, και η γερσινίωση.<br />
Νοσήματα του συνδετικού ιστού<br />
Από τις νόσους του συνδετικού ιστού αυτές που<br />
παρουσιάζονται συχνότερα ως πυρετός αγνώστου
10<br />
Πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στον ανοσοεπαρκή ασθενή<br />
αιτιολογίας είναι η νόσος Still σε νεαρά άτομα και<br />
η γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα σε ηλικιωμένους (8). Η<br />
γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα διαγιγνώσκεται Σε περισσότερους<br />
από το 15% των ηλικιωμένων ασθενών<br />
πυρετό αγνώστου αιτιολογίας. Άλλες ρευματικές νόσοι<br />
που μπορεί να εκδηλωθούν ως πυρετός αγνώστου<br />
αιτιολογίας είναι η πολυοζώδης αγγειίτιδα, η<br />
κοκκιωμάτωση Wegener, η μικτή κρυοσφαιριναιμία.<br />
Κακοήθη νοσήματα<br />
Οι συχνότερες κακοήθεις νόσοι που εκδηλώνονται<br />
ως πυρετός αγνώστου αιτιολογίας είναι τα λεμφώματα,<br />
οι λευχαιμία, ο καρκίνος του νεφρού, το ηπατοκυτταρικό<br />
καρκίνωμα και οι μεταστατικοί όγκοι του<br />
ήπατος (9). Επίσης, τα μυξώματα των κόλπων (που<br />
είναι εξαιρετικά ασυνήθη), στο 1/3 των περιπτώσεων<br />
εκδηλώνονται με πυρετό. Μπορεί να συνοδεύονται<br />
από αρθραλγίες, περιφερικά έμβολα και υπεργαμμασφαιριναιμία.<br />
Η διάγνωση τίθεται υπερηχογραφικά.<br />
Λιγότερο συνήθη αίτια πυρετού αγνώστου<br />
αιτιολογίας<br />
Φαρμακευτικός πυρετός: Ορισμένα φάρμακα<br />
προκαλούν πυρετό δημιουργώντας αλλεργικές ή ιδιοσυστασιακές<br />
αντιδράσεις ή επηρεάζοντας τη θερμορύθμιση.<br />
Μόνο το 25% των περιπτώσεων φαρμακευτικού<br />
πυρετού συνοδεύεται από ηωσινοφιλία και<br />
εξάνθημα (12). Συνεπώς η απουσία αυτών των ευρημάτων<br />
δεν αποκλείει την περίπτωση του φαρμακευτικού<br />
πυρετού. Τα φάρμακα που προκαλλούν συχνότερα<br />
φαρμακευτικό πυρετό είναι:<br />
• Αντιβιοτικά (σουλφοναμίδες, πενικιλλίνες, νιτροφουραντοίνη,<br />
βανκομυκίνη, ανθελονοσιακά)<br />
• Η1 και Η2 αναστολείς<br />
• Αντιεπιληπτικά (βαρβιτουρικά και φαινυντοίνη)<br />
• Ιωδιούχα<br />
• Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (συμπεριλαμβανομένων<br />
και των σαλικυλικών)<br />
• Αντιυπερτασικά (υδραλαζίνη, μεθυλντόπα)<br />
• Αντιαρρυθμικά<br />
• Αντιθυρεοειδικά<br />
• Σπανίως η διγοξίνη και οι αμινογλυκοσίδες<br />
Ο φαρμακευτικός πυρετός εμφανίζεται είτε σύντομα<br />
μετά την έναρξη του φαρμάκου, είτε αρκετές εβδομάδες<br />
αργότερα. Έχουν αναφερθεί και περιπτώσεις φαρμακευτικού<br />
πυρετού που εμφανίζεται μετά από μήνες ή<br />
χρόνια χρήσης του φαρμάκου. Η διάγνωση του φαρμακευτικού<br />
πυρετού γίνεται με τη δοκιμαστική διακοπή<br />
του ενοχοποιούμενου φαρμάκου. Στις περισσότερες<br />
περιπτώσεις ο πυρετός υφίεται εντός 72 ωρών μετά<br />
τη διακοπή. Σπανίως ο πυρετός μπορεί να διαρκέσει<br />
μερικές εβδομάδες μετά τη διακοπή του φαρμάκου.<br />
Διαταραχή της ομοιόστασης της θερμότητας: Η<br />
διαταραχή της ομοιόστασης της θερμότητας προκύπτει<br />
από δυσλειτουργία του υποθαλάμου, που μπορεί<br />
να προκληθεί μετά από ένα εκτεταμένο αγγειακό<br />
εγκεφαλικό επεισόδιο ή από εγκεφαλική υποξία (9).<br />
Πλεονάζουσα παραγωγή θερμότητας μπορεί επίσης<br />
να προκληθεί στα πλαίσια υπερθυρεοειδισμού.<br />
Αλκοολική ηπατίτιδα: Η αλκοολική ηπατίτιδα χαρακτηρίζεται<br />
από, ηπατομεγαλία, ίκτερο και ανορεξία.<br />
Είναι δυνατό να συνοδεύεται από πυρετό (9). Ο πυρετός<br />
είναι συνήθως χαμηλός (
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 11<br />
Από το προσεκτικό ιστορικό μπορεί να αποκαλυφθεί<br />
αμβλεία συμπτωματολογία, όπως ήπιες διαταραχές<br />
της συμπεριφοράς ή των γνωστικών λειτουργιών<br />
(που πιθανόν να προκύπτουν από κοκκιωματώδη<br />
μηνιγγίτιδα), διαλείπουσα χωλότητα της κάτω γνάθου<br />
(που συνδέεται με κροταφική αρτηρίτιδα), συχνουρία<br />
– νυχτουρία (που σχετίζονται με προστατίτιδα).<br />
Το ύψος του πυρετού και το είδος της πυρετικής<br />
καμπύλης, η «τοξική εμφάνιση του ασθενούς», η<br />
απόκριση στα αντιπυρετικά είναι σημεία στα οποία<br />
οι κλινικοί γιατροί δίδουν ιδιαίτερη σημασία. Φαίνεται<br />
όμως ότι αυτό δεν είναι απόλυτο. Όπως προέκυψε<br />
από μια μελέτη τα στοιχεία αυτά δεν έχουν επαρκή<br />
ειδικότητα για να κατευθύνουν τη διαγνωστική σκέψη.<br />
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς συχνά παρουσιάζουν χαμηλότερη<br />
πυρετική κίνηση. Η χρήση αντιπυρετικών αλλοιώνει<br />
την καμπύλη του πυρετού. Εντούτοις η εξέλιξη<br />
της καμπύλης μπορεί να υποδηλώσει αν η νόσος εξακολουθεί<br />
ή εξασθενεί.<br />
Υπάρχει πληθώρα διαγνωστικών εξετάσεων που<br />
μπορούν να περιληφθούν στη διερεύνηση του πυρετού<br />
αγνώστου αιτιολογίας. Ως στοιχειώδης έλεγχος που<br />
εμπίπτει στην αρχική διερεύνηση του πυρετού αγνώστου<br />
αιτιολογίας προτείνεται ο εξής:<br />
• ΤΚΕ, CRP<br />
• LDH ορού<br />
• Δερμοαντίδραση Mantoux<br />
• Αντισώματα για HIV και ιικό φορτίο για HIV σε<br />
ασθενείς υψηλού κινδύνου<br />
• Καλλιέργειες αίματος (τουλάχιστον τρεις από<br />
διαφορετικές φλεβοκεντήσεις που έχουν ληφθεί<br />
μακράν της χορηγήσης αντιβιοτικών)<br />
• Ρευματοειδής παράγων, αντιπυρηνικά αντισώματα<br />
• CPK ορού<br />
• Αντισώματα για ιό Epstein-Barr σε νέους ενήλικες<br />
• Ηλεκτροφόρηση λευκωμάτων ορού<br />
• Αξονική τομογραφία θώρακος και κοιλίας<br />
Η ΤΚΕ παρά την έλλειψη ειδικότητας βοηθά τη διαγνωστική<br />
σκέψη υποδηλώνοντας σοβαρή υποκείμενη<br />
αιτία για τον πυρετό αγνώστου αιτιολογίας. Σε μια<br />
μελέτη (14) τριψήφια ΤΚΕ σε ασθενείς με πυρετό αγνώστου<br />
αιτιολογίας συνδέονταν με νεοπλασία (κυρίως<br />
λέμφωμα, μυέλωμα ή μεταστατικό καρκίνο εντέρου ή<br />
μαστού) σε 58% των περιπτώσεων, και σε 25% των<br />
περιπτώσεων με λοιμώξεις όπως ενδοκαρδίτιδα ή με<br />
φλεγμονώδεις νόσους όπως ρευματοειδής αρθρίτιδα ή<br />
γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα.<br />
Η αξονική τομογραφία θώρακος και κοιλίας μπορεί<br />
να αποκαλύψει την παρουσία<br />
• αποστημάτων<br />
• αιματωμάτων<br />
• διογκωμένων λεμφαδένων στο μεσοθωράκιο<br />
(σχετιζόμενων με λέμφωμα, σαρκοείδωση, φυματίωση)<br />
• διογκωμένων λεμφαδένων στην κοιλία (σχετιζόμενων<br />
με λέμφωμα ή κοκκιωματώδη νόσο).<br />
Καταφεύγουμε στη αξονική τομογραφία θώρακος<br />
και κοιλίας σε σχεδόν όλα τα περιστατικά πυρετού<br />
αγνώστου αιτιολογίας. Η αξονική τομογραφία παρουσιάζει<br />
μικρή ευαισθησία σε σχέση με τη μαγνητική στην<br />
κατάδειξη μικρών αποστημάτων όπως μικρών επισκληρίδιων<br />
αποστημάτων της σπονδυλικής στήλης ή<br />
μικρών όζων μηκυτιασικής, φυματιώδους ή κακοήθους<br />
αιτιολογίας ή λοίμωξης από νοκάρδια. Εν τούτοις η μαγνητική<br />
τομογραφία σπάνια χρησιμοποιείται στην αρχική<br />
διερεύνηση του πυρετού αγνώστου αιτιολογίας.<br />
Επικρατεί μεγάλη διχογνωμία ως προς τη χρήση<br />
ραδιοϊσοτοπικών εξετάσεων στο χειρισμό ασθενών με<br />
πυρετό αγνώστου αιτιολογίας (14). Τα σπινθηρογραφήματα<br />
με γάλλιο και ίνδιο είναι ολόσωμες εξετάσεις<br />
που παρουσιάζουν μεγάλη ευαισθησία αλλά πολύ χαμηλή<br />
ειδικότητα. Είναι χρήσιμα στον εντοπισμό βλάβης<br />
που θα αξιολογηθεί περαιτέρω με ειδικότερες εξετάσεις<br />
(όπως αξονική τομογραφία, βιοψίες).<br />
Το ΡΕΤ scan παρουσιάζει μεγάλη ευαισθησία στον<br />
έλεγχο σημείων φλεγμονής ή κακοήθειας (9,14). Παρά<br />
την έλλειψη εκτενών μελετών, υπάρχουν πολλές προοπτικές<br />
για τη χρήση του στον πυρετό αγνώστου αιτιολογίας.<br />
Οι ραδιοϊσοτοπικές εξετάσεις συνήθως χρησιμοποιούνται<br />
όταν ο αρχικός έλεγχος με αξονική θώρακος και<br />
κοιλίας δεν δώσει αποτελέσματα και όταν χρειάζεται<br />
έλεγχος ολόκληρου του σώματος. Υπάρχουν στοιχεία<br />
που δείχνουν ότι το ποσοστό θετικών αποτελεσμάτων<br />
με τις εξετάσεις αυτές είναι σχεδόν ίσο με το ποσοστό<br />
των ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων.<br />
Όταν το ιστορικό, η κλινική εξέταση ή οι απεικονιστικές<br />
εξετάσεις αποκαλύπτουν μια πιθανή εστία<br />
του πυρετού, τότε ο υπόλοιπος διαγνωστικός έλεγχος<br />
προσανατολίζεται σε συγκεκριμένη κατεύθυνση. Για<br />
παράδειγμα ήπια συμπτώματα από το κεντρικό νευρικό<br />
σύστημα, οδηγούν στη διενέργεια οσφυονωτιαίας<br />
παρακέντησης και απεικονιστικών εξετάσεων του<br />
εγκεφάλου ή του νωτιαίου μυελού. Ταξίδι σε περιοχή<br />
που ενδημεί ή ελονοσία ή το σχιστόσωμα πρέπει να<br />
οδηγήσει σε αντίστοιχο έλεγχο γι αυτά τα παράσιτα.
12<br />
Πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στον ανοσοεπαρκή ασθενή<br />
Η διενέργεια βιοψιών είναι μεγίστης σημασίας στη<br />
διερεύνηση του πυρετού αγνώστου αιτιολογίας.<br />
• Η οστεομυελική βιοψία βοηθά στη διαγνωστική<br />
προσέγγιση κεχροειδούς φυματίωσης ή λεμφώματος<br />
• Η βιοψία ήπατος για τη διερεύνηση κοκκιωματώδους<br />
νόσου του ήπατος, σαρκοείδωσης ή φυματίωσης.<br />
• Βιοψία λεμφαδένων για τη διερεύνηση κακοήθων<br />
νόσων ιδιαίτερα λεμφώματος, ή λοιμώξεων<br />
όπως νόσου από Bartonella henselae.<br />
• Βιοψία κροταφικής αρτηρίας για τον έλεγχο γιγαντοκυτταρικής<br />
αρτηρίτιδας<br />
• Βιοψία δέρματος μυός αγγείου για τον έλεγχο<br />
παρουσίας αγγειίτιδας όπως πολυοζώδους αρτηρίτιδας<br />
ή μικροσκοπικής αγγειίτιδας<br />
Είναι δυνατό παρά τον εκτεταμένο διαγνωστικό<br />
έλεγχο, να μην τεθεί διάγνωση σε περιστατικά πυρετού<br />
αγνώστου αιτιολογίας. Από δημοσιευμένες μελέτες,<br />
προκύπτει ότι το ποσοστό των πυρετών αγνώστου<br />
αιτιολογίας στους οποίους δεν τίθεται διάγνωση,<br />
ποικίλλει από 9 ως 51%. Τα περισσότερα από τα<br />
περιστατικά στα οποία δεν τίθεται διάγνωση έχουν<br />
πολύ καλή πρόγνωση (4,7).<br />
Είναι δύσκολο να καταρτιστεί ένα σχέδιο διερεύνησης<br />
του πυρετού αγνώστου αιτιολογίας με καθολική<br />
ισχύ. Το είδος και η αλληλουχία των εξετάσεων<br />
που θα διενεργηθούν καθορίζεται από τα ιδιαίτερα<br />
κλινικά και παρακλινικά στοιχεία κάθε περιστατικού<br />
και εξατομικεύεται γα κάθε ασθενή. Είναι σημαντικό<br />
τη διαγνωστική σκέψη να καθοδηγεί ο κανόνας ότι ο<br />
πυρετός είναι περισσότερο πιθανό να οφείλεται σε<br />
άτυπη εκδήλωση μιας συνηθισμένης νόσου, παρά σε<br />
μια τυπική εκδήλωση σπάνιας διαταραχής.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
1. Petersdorf RG, Beeson PB. Fever of unexplained origin:<br />
report on 100 cases. Medicine (Baltimore) 1961,<br />
40:1-7.<br />
2. Durack DT, Street AC. Fever of unknown origin: Reexamined<br />
and redefined. In: Current Clinical Topics<br />
in Infectious Diseases, Remington, JS, Swartz, MN<br />
(Eds), Blackwell Science, Boston 1991, 35.<br />
3. Konecny P, Davidson RN. Pyrexia of unknown<br />
origin in the 1990s: time to redefine. Br J Hosp Med<br />
1996, 56:21-4.<br />
4. Zenone T. Fever of unknown origin in adults: evaluation<br />
of 144 cases in a non-university hospital.<br />
Scand J Infect Dis 2006, 38:632-8.<br />
5. de Kleijn EM, Vandenbroucke JP, van der Meer JW.<br />
Fever of unknown origin (FUO). I A. prospective<br />
multicenter study of 167 patients with FUO, using<br />
fixed epidemiologic entry criteria. The Netherlands<br />
FUO Study Group. Medicine (Baltimore) 1997,<br />
76:392-400.<br />
6. Vanderschueren S, Knockaert D, Adriaenssens T, et<br />
al. From prolonged febrile illness to fever of unknown<br />
origin: the challenge continues. Arch Intern<br />
Med 2003, 163:1033-41.<br />
7. Knockaert DC, Vanneste LJ, Bobbaers HJ. Fever of<br />
unknown origin in elderly patients. J Am Geriatr<br />
Soc 1993, 41:1187-92.<br />
8. Arnow PM, Flaherty JP. Fever of unknown origin.<br />
Lancet 1997, 350:575-80.<br />
9. Bor D, Weller P, ThornerA. Etiologies of fever of unknown<br />
origin in adults UpToDate 2011, version 18,3.<br />
10. Molavi A. Endocarditis: recognition, management,<br />
and prophylaxis. Cardiovasc Clin 1993, 23:139-74.<br />
11. Mourad O, Palda V, Detsky AS. A comprehensive<br />
evidence-based approach to fever of unknown origin.<br />
Arch Intern Med 2003, 163:545-51.<br />
12. Mackowiak PA, LeMaistre CF. Drug fever: a critical<br />
appraisal of conventional concepts. An analysis of<br />
51 episodes in two Dallas hospitals and 97 episodes<br />
reported in the English literature. Ann Intern<br />
Med 1987, 106:728-33.<br />
13. Drenth JP, van der Meer JW. Hereditary periodic<br />
fever. N Engl J Med 2001, 345:1748-57.<br />
14. Bor D, Weller P, Thorner A. Approach to the adult<br />
with fever of unknown origin UpToDate 2011, version<br />
18,3.
Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στον ανοσοκατασταλμένο ασθενή<br />
Ε Χαριτάτος<br />
Παθολόγος, Επικουρικός Επιμελητής, Α’ Παθολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
SUMMARY<br />
CHARITATOS E. Fever of unknown origin in the immunocompromised patient. Immunocompromised patients have<br />
one or more defects in their natural defense mechanisms that put them at an increased risk for infections. Not only is the<br />
risk of infection greater in these individuals, but once established, it is often severe, rapidly progressive and life-threatening.<br />
Although the type of immunodeficiency is associated with specific infections, any pathogen can cause infection<br />
in the immunosuppressed patient at any time. Neutropenic patients are susceptible to focal bacterial and fungal infections,<br />
to bacteremia, to infections involving catheters (e.g. septic thrombophlebitis), and to perianal infections. Candida<br />
and Aspergillus infections are also common. Herpetic viral infections including HSV or CMV are sometimes the cause<br />
of FUO in this group of patients. The consequences of untreated infection in the neutropenic patient may be disastrous;<br />
50-60% of febrile neutropenics are infected and 20% are also bacteremic. As a result, in these patients, severe mucositis,<br />
quinolone prophylaxis, colonization with MRSA, obvious catheter related infection, or hypotension dictates the use of<br />
vancomycin plus ceftazidime, or a carbapenem with or without an aminoglycoside to provide empirical coverage for<br />
possible bacterial sepsis. In the case of HIV related FUO, most of the causes are also infectious (MAC, TBC, CMV, PCP,<br />
Salmonellosis, Cryptococcosis etc) in more than 80%, but there should be kept in mind other non-infectious conditions<br />
such as lymphoma, drug fever and Kaposi’s sarcoma, as well. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 13-22, 2011.<br />
Key words: fever of unknown origin, immunocompromised patient<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Οι ανοσοκατασταλμένοι ασθενείς παρουσιάζουν μια ή και περισσότερες διαταραχές στους φυσικούς αμυντικούς<br />
τους μηχανισμούς, με επακόλουθο τον αυξημένο κίνδυνο για επικείμενες λοιμώξεις. Στα άτομα αυτά, όχι μόνο<br />
είναι μεγαλύτερος ο κίνδυνος λοίμωξης, αλλά και όταν αυτή εμφανιστεί, είναι συχνά σοβαρή, ταχέως εξελισσόμενη<br />
και απειλητική για τη ζωή. Παρότι ο τύπος της ανοσοανεπάρκειας σχετίζεται με συγκεκριμένες λοιμώξεις,<br />
οποιοδήποτε παθογόνο μπορεί να προκαλέσει λοίμωξη σε κάθε ανοσοκατασταλμένο ασθενή ανά πάσα στιγμή.<br />
Οι ουδετεροπενικοί ασθενείς είναι επιρρεπείς σε εστιακές βακτηριακές και μυκητιασικές λοιμώξεις, μικροβιαιμία,<br />
λοιμώξεις σχετιζόμενες με παρουσία καθετήρων (σηπτική θρομβοφλεβίτιδα λ.χ.), και περιεδρικές λοιμώξεις.<br />
Λοιμώξεις από Candida ή Aspergillus απαντώνται επίσης συχνά. Ερπητικές ιογενείς λοιμώξεις όπως HSV ή CMV<br />
ενίοτε αποτελούν αίτια FUO στην ομάδα αυτή των ασθενών. Οι συνέπειες, αν δε χορηγηθεί θεραπεία σε μια<br />
υφέρπουσα λοίμωξη στους ουδετεροπενικούς, μπορεί να είναι καταστροφικές· το 50-60% των ουδετεροπενικών<br />
με πυρετό έχουν λοίμωξη και το 20% εμφανίζουν και μικροβιαιμία. Στους ασθενείς αυτούς λοιπόν, η σοβαρή βλεννογονίτιδα,<br />
η προφύλαξη με κινολόνες, ο αποικισμός με MRSA, η εμφανής λοίμωξη από καθετήρα, ή η υπόταση<br />
υπαγορεύουν τη χρήση βανκομυκίνης μαζί με κεφταζιντίμη, ή μια καρμπαπενέμη με ή χωρίς αμινογλυκοσίδη για<br />
την άμεση εμπειρική κάλυψη ενδεχόμενης βακτηριακής σήψης. Στην περίπτωση του σχετιζόμενου με HIV λοίμωξη<br />
πυρετού αγνώστου αιτιολογίας, τα αίτια είναι επίσης στην πλειοψηφία τους λοιμώδη (MAC, TBC, CMV, PCP,<br />
Salmonellosis, Cryptococcosis, κ.α.) σε ποσοστό >80%, αλλά θα πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψη το λέμφωμα,<br />
ο φαρμακευτικός πυρετός και το σάρκωμα Kaposi στη διαφορική του διάγνωση. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73,<br />
Συμπλήρωμα, 13-22, 2011.<br />
Λέξεις κλειδιά: πυρετός αγνώστου αιτιολογίας, ανοσοκατασταλμένος ασθενής
14<br />
Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στον ανοσοκατασταλμένο ασθενή<br />
ΕισαγωγΗ<br />
Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας ταξινομείται<br />
πλέον ως κλασικός, νοσοκομειακός, ουδετεροπενικός<br />
και ο σχετιζόμενος με HIV λοίμωξη, σύμφωνα με το τελευταίο<br />
σύστημα κατάταξης που προτάθηκε από τους<br />
Durack και Street. 1 Οι τελευταίες δύο κατηγορίες αφορούν<br />
τους ανοσοκατασταλμένους ασθενείς, για τους<br />
οποίους γίνεται αναφορά παρακάτω.<br />
Ως ουδετεροπενικός πυρετός αγνώστου αιτιολογίας<br />
ορίζεται η θερμοκρασία >38.3°C σε διάφορες μετρήσεις,<br />
σε ασθενή του οποίου τα ουδετερόφιλα πολυμορφοπύρηνα<br />
είναι 38.3°C σε διάφορες περιπτώσεις, διάρκειας άνω<br />
των 4 εβδομάδων για τους εξωτερικούς και άνω των<br />
3 ημερών για τους νοσηλευόμενους ασθενείς με HIV<br />
λοίμωξη. Η διάγνωση τίθεται όταν γίνεται κατάλληλη<br />
διερεύνηση επί 3 ημέρες, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται<br />
διήμερη τουλάχιστον επώαση καλλιεργειών, με<br />
αρνητικά αποτελέσματα.<br />
Ουδετεροπενικός FUO<br />
Ουδετεροπενία και κίνδυνος εμφάνισης<br />
λοίμωξης<br />
Τα ουδετερόφιλα αποτελούν την πρώτη γραμμή<br />
άμυνας κατά των λοιμώξεων, αφού αντιπροσωπεύουν<br />
το πρώτο κυτταρικό συστατικό της φλεγμονώδους<br />
αντίδρασης και τον βασικό παράγοντα της κυτταρικής<br />
ανοσίας.<br />
Η συχνότητα, η βαρύτητα και η έκβαση των λοιμώξεων<br />
είναι αντιστρόφως ανάλογα του βαθμού της<br />
ουδετεροπενίας και της ταχύτητας εγκατάστασής<br />
της. 2 Η ευπάθεια στις λοιμώξεις αυξάνεται απότομα<br />
όταν ο αριθμός των ουδετερόφιλων μειωθεί κάτω από<br />
1000 κύτταρα/μL (Πίνακας 1). Ασθενείς με ουδετερόφιλα<br />
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 15<br />
Pseudomonas non aeruginosa, S. Maltophilia, Acinetobacter<br />
spp, Corynebacterium JK, Serratia spp, Leptotrichia bucalis<br />
κ.ά. 7 Επίσης απομονώνονται συχνά ανθεκτικά στελέχη<br />
όπως MRSA, VRE και εντεροβακτηριακά που παράγουν<br />
ευρέος φάσματος β-λακταμάσες, παθογόνα που<br />
στον ευάλωτο πληθυσμό των ουδετεροπενικών ασθενών<br />
μπορούν να προκαλέσουν σημαντική νοσηρότητα<br />
και θνητότητα.<br />
Οι μύκητες ως αίτιο πυρετού και συστηματικής λοίμωξης<br />
παρατηρούνται συνήθως σε ασθενείς με βαριά<br />
και παρατεταμένη ουδετεροπενία, με ιστορικό μακράς<br />
νοσηλείας, προηγούμενης χρήσης αντιβιοτικών ή/και<br />
κορτικοειδών, με παρουσία ενδοφλέβιων καθετήρων<br />
και την υποκείμενη νόσο εκτός ελέγχου. Παθολογοανατομικές<br />
μελέτες ασθενών που κατέληξαν μετά από παρατεταμένη<br />
εμπύρετο ουδετεροπενία μεταξύ των ετών<br />
1966 και 1975 αποκάλυψαν ενδείξεις συστηματικής μυκητιασικής<br />
λοίμωξης σε ποσοστό 69%. 8 Στελέχη Candida<br />
spp (λοίμωξη φλεβικών καθετήρων, καντινταιμία, ηπατοσπληνική<br />
καντιντίαση) και Aspergilllus spp (ευρύ φάσμα<br />
εκδηλώσεων από δερματικά έλκη, παραρρινοκολπίτιδα<br />
και πνευμονία, έως κεραυνοβόλο διάσπαρτη νόσο) είναι<br />
τα συνήθως ενοχοποιούμενα είδη μυκήτων σε ποσοστά<br />
65% και 30% αντίστοιχα. Ιδιαίτερα ευάλωτοι είναι οι<br />
ασθενείς με μεταμόσχευση μυελού των οστών. Αναδυόμενα<br />
μυκητιασικά παθογόνα αποτελούν τα τελευταία<br />
χρόνια τα Mucor spp, Fusarium spp, 9 non-Candida albicans<br />
spp και Aspergillus non-fumingatus με χαρακτηριστική<br />
αντοχή στα αντιμυκητιασικά φάρμακα.<br />
Οι ιογενείς λοιμώξεις είναι επίσης συχνά υπεύθυνες<br />
για την πρόκληση εμπυρέτου στον ουδετεροπενικό<br />
ασθενή, με κύριο εκπρόσωπο την ομάδα των ερπητοϊών<br />
(HSV-1, HSV-2, CMV, HZV, EBV, HHV-6) στα πλαίσια<br />
είτε πρωτολοίμωξης ή επανενεργοποίησης. Άλλα ιογενή<br />
παθογόνα που απαντώνται είναι οι αδενοϊοί και ο<br />
αναπνευστικός συγκυτιακός ιός.<br />
Κλινική εκτίμηση ουδετεροπενικού ασθενή<br />
με εμπύρετο<br />
Τα κλινικά σημεία λοίμωξης στους ουδετεροπενικούς<br />
ασθενείς αναμένονται πτωχά διότι η βαριά<br />
ουδετεροπενία (επίπεδα ουδετερόφιλων
16<br />
Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στον ανοσοκατασταλμένο ασθενή<br />
απαραίτητη. Η CT κοιλίας επίσης διενεργείται χωρίς<br />
καθυστέρηση επί παρουσίας ευαισθησίας στη δεξιά<br />
πλάγια κοιλιακή χώρα, αφού δύναται να αποκαλύψει<br />
πάχυνση του τοιχώματος του εντέρου (>4mm) σε τυφλίτιδα<br />
ή ουδετεροπενική κολίτιδα.<br />
Χρήσιμη αποδεικνύεται η διαδοχική μέτρηση της<br />
προκαλσιτονίνης, αφού αυξάνεται σε σοβαρές λοιμώξεις,<br />
ιδιαίτερα αν συνυπάρχει βακτηριαιμία και σοβαρή<br />
σήψη, ενώ σε εντοπισμένες ή ιογενείς λοιμώξεις παραμένει<br />
σε χαμηλά επίπεδα. 12 Η αρνητική προγνωστική<br />
της αξία για την παρουσία βακτηριακής λοίμωξης εγγίζει<br />
το 85% όταν τα επίπεδα της είναι
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 17<br />
Απόλυτος αριθμός<br />
ουδετερόφιλων<br />
(ανά μL)<br />
>1500 Μηδενικός<br />
Κίνδυνος λοίμωξης και αντιμετώπιση<br />
1000-1500 Μη σημαντικός· ο ασθενής με πυρετό μπορεί να αντιμετωπιστεί εκτός νοσοκομείου<br />
500-1000 Υπαρκτός· ο ασθενής με πυρετό αντιμετωπίζεται εκτός νοσοκομείου υπό συνθήκες<br />
18<br />
Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στον ανοσοκατασταλμένο ασθενή<br />
Μικροοργανισμοί που<br />
απομονώνονται συχνά<br />
στους ουδετεροπενικό<br />
ασθενή με εμπύρετο<br />
(καλλιέργεια)<br />
Gram-αρνητικοί<br />
E. Coli<br />
Klebsiella<br />
Pseudomonas<br />
Enterobacter<br />
Corynebacterium (JK)<br />
Streptococci<br />
Gram-θετικοί<br />
CNS<br />
Staphylococcus aureus<br />
Streptococcus pneumonia<br />
Corynebacterium(JK)<br />
Streptococci<br />
Άλλοι<br />
Clostridium difficile<br />
Anaerobes<br />
Apergillus<br />
Candida albicans<br />
Candida non-albicans spp<br />
Mycobacteria<br />
Μικροοργανισμοί<br />
που απομονώνονται<br />
λιγότερο συχνά στον<br />
ουδετεροπενικό με<br />
εμπύρετο (καλλιέργεια)<br />
Gram-αρνητικοί<br />
Proteus<br />
Haemophilus<br />
Citrobacter<br />
Serratia<br />
Acinetobacter<br />
Neisseria<br />
Capnocytophaga<br />
Legionella<br />
Moraxella<br />
Stenotrophomonas<br />
Gram-θετικοί<br />
Bacillus<br />
Listeria<br />
Stomatococcus<br />
Άλλοι μικροοργανισμοί<br />
στον ουδετεροπενικό<br />
ασθενή με εμπύρετο<br />
Μύκητες<br />
Cryptococcus<br />
Histoplasma<br />
Coccidioides<br />
Zygomycetes<br />
Pneumocystis jiroveci<br />
Ιοί<br />
HSV 1,2<br />
VZV<br />
CMV<br />
EBV<br />
HHV6<br />
Enteroviruses<br />
RSV<br />
Influenza<br />
Άλλοι<br />
Babesia<br />
Toxoplasma<br />
Nocardia<br />
Strongyloides<br />
Πίνακας 3: Φάσμα παθογόνων μικροοργανισμών στον ουδετεροπενικό ασθενή με Εμπύρετο (τροποποιημένος<br />
από UpToDate 15.1)<br />
Χαρακτηριστικό<br />
Έκταση νόσου (επιλέγεται ένα από τα κάτωθι)<br />
Απουσία συμπτωμάτων<br />
Ήπια συμπτώματα<br />
Μέτριας βαρύτητας συμπτώματα<br />
Απουσία υπότασης<br />
Απουσία ΧΑΠ<br />
Συμπαγής όγκος ή απουσία μύκητα<br />
Απουσία αφυδάτωσης<br />
Εξωτερικός ασθενής κατά την εγκατάσταση του εμπύρετου<br />
Ηλικία < 60<br />
Μέγιστη θεωρητική βαθμολογία = 26 βαθμοί<br />
Βαθμολογία ≥ 21 αποτελεί ένδειξη μάλλον χαμηλού<br />
κινδύνου επιπλοκών και νοσηρότητας<br />
Βαθμός<br />
Πίνακας 4: Σύστημα βαθμολόγησης MASCC score για την αναγνώριση των χαμηλού κινδύνου ουδετεροπενικών<br />
ασθενών κατά την εμφάνιση πυρετού<br />
5<br />
5<br />
3<br />
5<br />
4<br />
4<br />
332
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 19<br />
FUO σχετιζόμενος με HIV λοίμωξη<br />
Οι ευκαιριακές λοιμώξεις ευθύνονται για τον πυρετό<br />
αγνώστου αιτιολογίας στους ασθενείς με HIV λοίμωξη<br />
σε ποσοστό >80%, ενώ άλλα αίτια περιλαμβάνουν τα<br />
λεμφώματα, το σάρκωμα Kaposi και τον φαρμακευτικό<br />
πυρετό. 21 Στη διαφορική διάγνωση των ευκαιριακών λοιμώξεων<br />
θα πρέπει να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη και<br />
η γεωγραφική εντόπιση, αφού λοιμώξεις με Coccidioides<br />
immitis (ΝΔ πολιτείες των ΗΠΑ), Penicillium marneffei (ΝΑ<br />
Ασία), Trypanosoma cruzii (Λατινική Αμερική), λόγου χάρη,<br />
ενδημούν στις αναφερόμενες περιοχές.<br />
Ακολουθεί ενδεικτική αναφορά στα συνηθέστερα<br />
αίτια FUO σε αυτή την ομάδα ατόμων.<br />
Πνευμονία από Pneumocystis jiroveci<br />
Πριν την εφαρμογή πρωτογενούς προφύλαξης και<br />
τη δυνατότητα χορήγησης HAART, η PCP εμφανιζόταν<br />
στο 70-80% των ασθενών με AIDS, και στο 90% των<br />
περιπτώσεων τα CD4 ήταν λιγότερα από 200/μl. Σήμερα,<br />
εμφανίζεται συνήθως σε άτομα που δεν γνωρίζουν<br />
την οροθετικότητά τους, δεν λαμβάνουν αντιρετροϊκή<br />
αγωγή ή χημειοπροφύλαξη για PCP ή έχουν σοβαρή<br />
ανοσοκαταστολή (CD4
20<br />
Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στον ανοσοκατασταλμένο ασθενή<br />
από τον ιό και εκδηλώνεται κυρίως με τη μορφή διάσπαρτης<br />
νόσου όταν ο αριθμός των CD4 κυττάρων είναι<br />
100/μL. Η εμφάνιση της νόσου είναι ύπουλη, με<br />
συχνότερα συμπτώματα τον πυρετό, την κεφαλαλγία<br />
και την κακουχία. 31 Αυχενική δυσκαμψία, φωτοφοβία<br />
και τάση για έμετο απαντώνται σε μόλις 25-30%.<br />
Άλλα συμπτώματα, που υποδεικνύουν συστηματική<br />
νόσο, είναι ο βήχας, η δύσπνοια και το εξάνθημα. 32<br />
Διάσπαρτη νόσος μπορεί να υπάρχει και χωρίς μηνιγγική<br />
προσβολή, σε ποσοστό 50%. Στο 25% των περιπτώσεων<br />
το ΕΝΥ είναι φυσιολογικό, 33 ενώ όταν είναι<br />
παθολογικό, συνοδεύεται από αυξημένη πίεση κατά<br />
την έξοδο στο 70% των ασθενών. 34 Το παθογόνο μπορεί<br />
να ανιχνευθεί στο ΕΝΥ με τη χρώση India-Ink· επί<br />
αρνητικής χρώσης αναζητείται το αντιγόνο στο ΕΝΥ<br />
(ευαισθησία 93-100%, ειδικότητα 93-98%) 35 και στον ορό<br />
και υποδεικνύει την παρουσία της λοίμωξης πριν από<br />
τα αποτελέσματα των καλλιεργειών.<br />
Η συνιστώμενη θεραπεία είναι αρχικά αμφοτερικίνη<br />
Β και 5-φλουοκυτοσίνη για ≥2 εβδομάδες και ακολούθως<br />
φλουκοναζόλη για ≥8 εβδομάδες (εφόσον υπάρχει<br />
κλινική βελτίωση και το ΕΝΥ έχει αποστειρωθεί).<br />
Λέμφωμα<br />
Η HIV λοίμωξη προσβάλλει κυρίως την κυτταρική<br />
ανοσία και δημιουργεί αυξημένο κίνδυνο για την<br />
εμφάνιση νεοπλασιών. 36 Στον οροθετικό ασθενή απαντώνται<br />
τρεις τύποι λεμφωμάτων: 1) το Non-Hodgkin’s<br />
λέμφωμα, 2) το πρωτοπαθές λέμφωμα εγκεφάλου και<br />
3) το πρωτοπαθές λέμφωμα των ορογόνων κοιλοτήτων,<br />
από τους οποίους ο πρώτος αποτελεί ένα από<br />
τα κυριότερα αίτια πυρετού αγνώστου αιτιολογίας<br />
στην ομάδα αυτή ασθενών. Το NHL εμφανίζεται στους<br />
HIV (+) ασθενείς κατά 60 φορές περίπου συχνότερα σε<br />
σχέση με το γενικό πληθυσμό 37 και ιδίως σε αυτούς με<br />
αριθμό CD4
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 21<br />
τίζεται άμεσα με τον ερπητοϊό 8 και μπορεί να εμφανιστεί<br />
σε ένα μεγάλο εύρος CD4, είναι όμως συχνότερη<br />
όσο ο αριθμός μειώνεται και η ανοσοκαταστολή επιδεινώνεται.<br />
Οι κύριες εκδηλώσεις του είναι οι δερματικές, αλλά<br />
όταν η νόσος προσβάλλει το πεπτικό και κυρίως το<br />
αναπνευστικό σύστημα, τότε ο πυρετός προστίθεται<br />
στην κλινική εικόνα. Η σχετικά σπάνια προσβολή του<br />
μυελού των οστών ευθύνεται επίσης για την εκδήλωση<br />
του σαρκώματος Kaposi ως πυρετού αγνώστου αιτιολογίας.<br />
40<br />
Συμπέρασμα<br />
Ο όρος «ανοσοκατασταλμένος ξενιστής» χρησιμοποιείται<br />
για να περιγράψει ασθενείς που έχουν αυξημένο<br />
κίνδυνο για λοιμώδεις επιπλοκές ως συνέπεια<br />
συγγενούς ή επίκτητης, ποσοτικής ή ποιοτικής διαταραχής<br />
ενός ή περισσοτέρων συστατικών που απαρτίζουν<br />
την άμυνά του. Με την εισβολή του AIDS και με την<br />
ολοένα και μεγαλύτερη χρήση νεότερων και ισχυρότερων<br />
ανοσοκατασταλτικών παραγόντων, ο πληθυσμός<br />
της ομάδας αυτής αυξάνεται συνεχώς. Ο πυρετός<br />
αγνώστου αιτιολογίας στον μη ανοσοεπαρκή ασθενή<br />
αποτελεί μια σημαντική διαγνωστική πρόκληση για τον<br />
κλινικό ιατρό, αφού οι συνέπειες μιας μη θεραπευθείσας<br />
λοίμωξης θα ήταν καταστροφικές. Έτσι απαιτείται<br />
μια συστηματική, ορθολογική προσέγγιση για την εντόπιση<br />
λοίμωξης που είναι και το συχνότερο αίτιο FUO<br />
επί ανοσοκαταστολής, χωρίς βέβαια να λησμονούνται<br />
άλλες αιτίες που συμμετέχουν στη διαφορική διάγνωση<br />
του κλασικού πυρετού αγνώστου αιτιολογίας.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
1. Durack, DT, Street, AC. Fever of unknown originreexamined<br />
and redefined. Curr Clin Top Infect Dis<br />
1991; 11:35-51.<br />
2. Lucas, KG, Brown, AG, Armstrong, D, et al. The<br />
identification of febrile, neutropenic children with<br />
neoplastic disease at low risk for bacteremia and<br />
complications of sepsis. Cancer 1996; 77:791.<br />
3. Bodey, GP, Buckley, M, Sathe, YS, et al. Quantitative<br />
relationships between circulating leukocytes and infection<br />
in patients with acute leukemia. Ann Intern<br />
Med 1966; 64; 328.<br />
4. Dale, DC, Guerry, D, Wewerka, JR, et al. Chronic<br />
neutropenia. Medicine (Baltimore) 1979; 58:128.<br />
5. Schimpff, SC, Young, VM, Greene, WH, et al. Origin<br />
of infection in acute nonlymphocytic leukemia. Significance<br />
of hospital acquisition of potential pathogens.<br />
Ann Intern Med 1972; 77:707.<br />
6. Marthur, P, Chaudhry, R, Kumar, L, et al. A study<br />
of bacteremia in febrile neutropenic patients at a<br />
tertiary care hospital with special reference to anaerobes.<br />
Med Oncol 2002; 19:267.<br />
7. Sipsas, NV, Bodey, GP, Kontoyannis, DP. Perspectives<br />
for the management of febrile neutropenic patients<br />
with cancer in the 21 st century. Cancer 2005;<br />
103:1103.<br />
8. Cho, SY, Choi, HY. Opportunistic fungal infections<br />
among cancer patients. Am J Clin Pathol 1979;<br />
72:617.<br />
9. Boutati, EI, Anaissie, EJ. Fusarium, a significant emerging<br />
pathogen in patients with hematologic malignancy:<br />
10 years’ experience at a cancer center and<br />
implications for management. Blood 1997; 90:999.<br />
10. Sickles, EA, Greene, WH, Wiernik, PH. Clinical presentation<br />
of infection in granulocytopenic patients.<br />
Arch Intern Med 1975; 135:715.<br />
11. Heussel, CP, Kauczor, HK, Heussel, GE, et al. Pneumonia<br />
in febrile neutropenic patients and in bone marrow<br />
and blood stem-cell transplant recipients: use of<br />
HRCT. J Clin Oncol 1999; 17:796.<br />
12. Persson, L, Soderquist, B, Engervall, P. Assessment<br />
of systemic inflammation markers to differentiate<br />
a stable from a deteriorating clinical course in<br />
patients with febrile neutropenia. Eur J Haematol<br />
2005; 74(4):297-303.<br />
13. Giamarellos-Bourboulis, EJ, Grecka, P, Poulakou, G,<br />
et al. Assessment of procalcitonin as a diagnostic<br />
marker of underlying infection in patients with febrile<br />
neutropenia. Clin Infect Dis 2001; 32(12):1718-<br />
1725.<br />
14. Maertens, J, Van Eldere, J, Verhaegen, J, et al. Use<br />
of circulating galactomannan screening for early<br />
diagnosis of invasive aspergillosis in allogeneic<br />
stem cell transplant recipients. J Infect Dis 2002;<br />
186(9):1297-1306.<br />
15. Klastersky, J, Paesmans, M, Rubenstein, EB, et al. The<br />
Multinational association for Supportive Care in<br />
Cancer risk index: a multinational scoring system for<br />
identifying low-risk febrile neutropenic cancer patients.<br />
J Clin Oncol 2000; 18(16):3038-3051.<br />
16. Rolston, KV. The Infectious Diseases Society of<br />
America 2002 guidelines for the use of antimicrobial<br />
agents in patients with cancer and neutropenia:<br />
salient features and comments. Clin Infect Dis<br />
2004; 39:S44-48.<br />
17. Paul, M, Soares-Weiser, K, Leibovici, L. β lactam
22<br />
Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στον ανοσοκατασταλμένο ασθενή<br />
monotherapy versus β lactam-aminoglycoside<br />
combination for fever with neutropenia: systematic<br />
review and meta-analysis. BMJ 2003; 327:1111-1121.<br />
18. (EORTC) International Antimicrobial Therapy Cooperative<br />
Group, National Cancer Institute of Canada-Clinical<br />
Trials Group. Vancomycin added to<br />
empirical combination antibiotic therapy for fever<br />
in granulocytopenic cancer patients. J Infect Dis.<br />
1991; 163:951-958.<br />
19. Hughes, WT, Armstrong, D, Bodey, GP. 2002 Guidelines<br />
for the use of antimicrobial agents in neutropenic<br />
patients with cancer. Clin Infect Dis 2002;<br />
34:730-751.<br />
20. Wingard, JR. Empirical antifungal therapy in treating<br />
febrile neutropenic patients. Clin Infect Dis 2004;<br />
39:S38-43.<br />
21. Anmtrong, WS, Katz, JT, Kazanjan, PH. HIV-associated<br />
fever of unknown origin: a study of 70 patients<br />
in the United States and review. Clin Infect<br />
Dis 1999; 28:341-345.<br />
22. Jain, MK, Skiest, DJ, Cloud, JW, et al. Changes in<br />
mortality related to HIV infection: comparative<br />
analysis of inpatient deaths in 1995 and in 1999-<br />
2000. Clin Infect Dis 2003; 36:1030.<br />
23. Pulvirenti, J, Herrera, P, Venkataraman, P, et al. PCP<br />
in HIV-infected patients in the HAART era. AIDS<br />
Patient Care STDS 2003; 17:261.<br />
24. Hartman, TE, Primack, SL, Muller, NL, et al. Diagnosis<br />
of thoracic complications in AIDS: accuracy of<br />
CT. AJR Am J Roentgenol 1994; 162:547.<br />
25. Tuazon, CN, Delaney, MD, Simm, GL, et al. Utility<br />
of Gallium 67 scintigraphy and bronchial washings<br />
in the diagnosis of PCP in patients with AIDS. Am<br />
Rev Respir Dis 1985; 132:1087.<br />
26. Skelly, M, Hoffman, J, Fabry, M, et al. S-adenosylmethionine<br />
concentrations in diagnosis of PCP.<br />
Lancet 2003; 361:1267.<br />
27. Kilby, JM, Marques, MB, Jaye, DL, et al. The yield<br />
of bone marrow biopsy and culture compared with<br />
blood culture in the evaluation of HIV infected patients<br />
for mycobacterial and fungal infections. Am<br />
J Med 1998; 104:123.<br />
28. Benson, CA, Williams, PR, Currier, JS, et al. A prospective<br />
randomized trial examining the efficacy<br />
and safety of clarithromycin in combination with<br />
ethambutol, rifabutin, or both for the treatment of<br />
disseminated MAC diseasein persons with AIDS.<br />
Clin Infect Dis 2003; 37:1234.<br />
29. Official Statement of ATS Board of Directors. Diagnostic<br />
standards and classification of tuberculosis<br />
in adults and children. Am J Respir Crit Care Med<br />
2000; 161:1376.<br />
30. Jones, BA, Young, SMM, Antoniskis, D, et al. Relationship<br />
of the manifestations of tuberculosis to<br />
CD4 cell counts in patients with HIV infection. Am<br />
Rev Respir Dis 1993; 148:1292.<br />
31. Cox, GM, Perfect, JR. Cryptococcus neoformans var<br />
neoformans and gatti and Trichosporon species.<br />
Topley and Wilson’s Microbiology and Microbial<br />
Infections (9 th ed), Edward, LA (ed), Arnold Press,<br />
London 1997.<br />
32. Murakawa, GJ, Kerscmann, R, Berger, T, et al. Cutaneous<br />
Cryptococcus infection and AIDS. Report of<br />
12 cases and review of the literature. Arch Dermatol<br />
1996; 132:545.<br />
33. Garlipp, CR, Rossi, CL, Bottini, PV. CSF profiles in<br />
AIDS with and without neurocryptococcosis. Rev<br />
Inst Med Trop Sao Paolo 1997; 39:323.<br />
34. Graybill, JR, Sobel, J, Saag, M, et al.Diagnosis and<br />
management of increased intracranial pressure in<br />
patients with AIDS and cryptococcal meningitis.<br />
Clin Infect Dis 2000; 30:47.<br />
35. Tanner, DC, Weinstein, MP, Fedorciw, B, et al. Comparison<br />
of commercial kits for the detection of cryptococcal<br />
antigen. J Clin Microbiol 1994;32:1680-4.<br />
36. Levine, AM, Pieters, AS. Non-AIDS defining cancer.<br />
In: Summaries of the First National AIDS Malignancy<br />
Conference. April 28-30, 1997. National Cancer<br />
Institute, Bethesda, MD, pp.18-20.<br />
37. Biggar, RJ, Rosenberg, PS, Cote, T. Kaposi’s sarcoma<br />
and NHL following AIDS diagnosis. Multistate/AIDS<br />
Cancer Match Study Group. Int J Cancer 1996 Dec<br />
11; 68(6):754-8.<br />
38. Levine, AM, Seneviratne, L, Espina, BM, et al. Evolving<br />
characteristics of AIDS-related lymphoma.<br />
Blood 2000 Dec 15; 96(13): 4084-90.<br />
39. Sandler, AS, Kaplan, LD. Diagnosis and management<br />
of systemic NHL in HIV disease. Hematol<br />
Oncol Clin North Am 1996 Oct; 10(5): 1111-24.<br />
40. Levin, M, Hertzberg, L. Kaposi’s sarcoma of the<br />
bone marrow presenting with fever of unknown<br />
origin. Med Pediatr Oncol 1994; 22: 410-413.
Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στα νοσήματα του κολλαγόνου<br />
ΝΓ Βαλλιάνου 1 , Ε Χαριτάτος 2<br />
1<br />
Επιμελήτρια Β΄, 2 Επικουρικός Παθολόγος, Α΄ Παθολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
SUMMARY<br />
VALLIANOU GN, CHARITATOS E. Fever of unknown origin caused by collagen vascular diseases. Recently, the<br />
frequency of noninfectious inflammatory diseases, seems to be steadily rising as a cause of fever of unknown origin. The<br />
category of noninfectious inflammatory diseases include collagen diseases, vasculitides and granulomatous disorders. Collagen<br />
diseases include adult Still’s disease, SLE, Sjφgren’s syndrome, polymyositis, rheumatoid arthritis, Felty’s syndrome,<br />
ankylosing spondylitis, Reiter’s syndrome, rheumatic fever, mixed connective-tissue disease, eosinophilic fasciitis and relapsing<br />
polychondritis. Among the vasculitides, giant cell arteritis/polymyalgia rheumatica, Takayasu’s aortitis, Wegener’s<br />
granulomatosis, Behηet’s syndrome, polyarteritis nodosa, microscopic polyangiitis, Churg-Strauss syndrome, hypersensitivity<br />
vasculitis, erythema multiforme, erythema nodosum, cryoglobulinaemia and Weber-Christian disease are well described.<br />
Some authors include sarcoidosis, granulomatous hepatitis, Crohn’s disease and midline granuloma in granulomatous disorders<br />
as a sub-category of noninfectious inflammatory diseases. It seems that adult Still’s disease is the most frequent<br />
cause among noninfectious inflammatory diseases in young adults and temporal arteritis/polymyalgia rheumatica the most<br />
frequent cause among people over 65 years old. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 23-30, 2011<br />
Key words: fever of unknown origin, collagen disease, vasculitis, granulomatous disease<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Τα τελευταία χρόνια, τα μη λοιμώδη φλεγμονώδη νοσήματα, στα οποία ανήκουν τα νοσήματα του κολλαγόνου, οι<br />
αγγειίτιδες και οι κοκκιωματώδεις νόσοι, αυξάνονται σε συχνότητα ως αίτια εμπυρέτου αγνώστου αιτιολογίας.<br />
Στα νοσήματα του κολλαγόνου περιλαμβάνονται η νόσος του Still των ενηλίκων, ο συστηματικός ερυθηματώδης<br />
λύκος, η ρευματοειδής αρθρίτιδα και το σύνδρομο Felty, η πολυμυοσίτιδα, το σύνδρομο Sjogren, η αγκυλοποιητική<br />
σπονδυλίτιδα, η μικτή νόσος του συνδετικού ιστού, το σύνδρομο Reiter, ο ρευματικός πυρετός, η ηωσινοφιλική<br />
fasciitis και η υποτροπιάζουσα πολυχονδρίτιδα. Στις αγγειίτιδες περιλαμβάνονται οι αγγειίτιδες εξ’ υπερευαισθησίας,<br />
η κροταφική αρτηριίτιδα/ρευματική πολυμυαλγία, η νόσος Takayasu, η νόσος του Wegener, η οζώδης<br />
πολυαρτηριίτιδα, η μικροσκοπική πολυαγγειίτιδα, το σύνδρομο Schurg-Strauss, το σύνδρομο Adamantiades-Behcet,<br />
η ιδιοπαθής μικτή κρυοσφαιριναιμία και η νόσος Weber-Christian, ενώ στις κοκκιωματώδεις νόσους συμπεριλαμβάνονται<br />
η σαρκοείδωση, η κοκκιωματώδης ηπατίτιδα, η νόσος του Crohn και το κοκκίωμα της μέσης γραμμής.<br />
Φαίνεται ότι η νόσος του Still των ενηλίκων και η κροταφική αρτηριίτιδα/ρευματική πολυμυαλγία αποτελούν τις<br />
συχνότερες αιτίες εμπυρέτου αγνώστου αιτιολογίας, η πρώτη σε νεαρά άτομα και η δεύτερη σε άτομα ηλικίας ><br />
65 ετών. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 23-30, 2011.<br />
Λέξεις κλειδιά: πυρετός αγνώστου αιτιολογίας, νοσήματα κολλαγόνου, αγγειίτιδες, κοκκιωματώδεις νόσοι<br />
Εισαγωγη<br />
Το 1961, οι Petersdorf και Beeson, όρισαν ως πυρετό<br />
αγνώστου αιτιολογίας (FUO, fever of unknown origin)<br />
τα κάτωθι:<br />
• Θερμοκρασία σώματος ≥ 38.3 ΊC σε διάφορες περιπτώσεις<br />
• Διάρκεια του πυρετού για τουλάχιστον τρεις<br />
εβδομάδες<br />
• Αδυναμία να τεθεί διάγνωση μετά από μία εβδομάδα<br />
νοσηλείας (1).<br />
Ο ορισμός αυτός ήταν ευρύτατα διαδεδομένος για<br />
τριάντα χρόνια, μέχρις ότου οι Durack και Street, πρό-
24<br />
Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στα νοσήματα του κολλαγόνου<br />
τειναν έναν άλλον ορισμό του πυρετού αγνώστου αιτιολογίας,<br />
που έγινε αποδεκτός, καθώς ελάμβανε υπ’<br />
όψιν αφενός τις ραγδαίες εξελίξεις στον τομέα της<br />
διάγνωσης ως αποτέλεσμα της τεχνολογικής προόδου<br />
(π.χ. υπέρηχοι, αξονική τομογραφία, μαγνητική τομογραφία)<br />
και αφετέρου τις ιδιαιτερότητες νέων πληθυσμιακών<br />
ομάδων π.χ. ασθενών με HIV λοίμωξη ή με<br />
λευκοπενία άλλης αιτιολογίας.<br />
Σύγχρονος ορισμός-Αδυναμίες<br />
Έτσι, το 1991 εισήγαγαν την έννοια του α) κλασικού<br />
FUO, β) του νοσοκομειακού FUO, γ) του ουδετεροπενικού<br />
FUO και δ) του συνδεόμενου με HIV λοίμωξη FUO (2).<br />
Σύμφωνα με το νέο αυτό ορισμό του κλασικού πυρετού<br />
αγνώστου αιτιολογίας, που ισχύει και σήμερα, το μόνο<br />
που διαφοροποιείται σε σχέση με τον αρχικό ορισμό<br />
των Petersdorf και Beeson, είναι η χρονική διάρκεια της<br />
αδυναμίας να τεθεί διάγνωση στη σημερινή εποχή των<br />
ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων. Πιο συγκεκριμένα, ο<br />
νέος ορισμός είναι ευρύτερος, θέτοντας ως όρους αντί<br />
της μίας εβδομάδας νοσηλείας, τις τρεις επισκέψεις σε<br />
ιατρούς ή τις τρεις ημέρες νοσηλείας ή τη μία εβδομάδα<br />
«έξυπνης και επεμβατικής» περιπατητικής διερεύνησης,<br />
χωρίς την ανεύρεση αιτίας. Άλλοι πάλι αντί για το<br />
ποσοτικό χρονικό κριτήριο εισαγάγουν την έννοια του<br />
ποιοτικού κριτηρίου, μιλώντας γενικά για το χρονικό<br />
διάστημα χωρίς ανεύρεση αιτίας του εμπυρέτου μετά<br />
από «δεδομένη», «έξυπνη» ενδο-νοσοκομειακή ή εξωνοσοκομειακή<br />
διερεύνηση (3, 4). Μάλιστα, έχουν προσδιορίσει<br />
τις διαγνωστικές εξετάσεις που συνιστούν τη<br />
«δεδομένη» (standard) διερεύνηση (5, 6).<br />
Τελευταία, μερικοί συγγραφείς υποστηρίζουν ότι<br />
ακόμη κι ένας πυρετός διαρκείας δύο εβδομάδων είναι<br />
επαρκές στοιχείο για να χαρακτηριστεί ως κλασικός<br />
πυρετός αγνώστου αιτιολογίας, εφ’ όσων πληρούνται<br />
τα άλλα κριτήρια (7, 8, 9). Άλλοι πάλι επιμένουν στην<br />
αρχική διάρκεια του εμπυρέτου σε πάνω από τρεις<br />
εβδομάδες (9, 10).<br />
Ένα μειονέκτημα του ισχύοντος ορισμού του κλασικού<br />
FUO είναι ότι δεν προσδιορίζεται ο τρόπος μετρήσεως<br />
του εμπυρέτου (π.χ. από το στόμα, από τη<br />
μασχάλη, από το ορθό, κ.λ.π.), η χρονική στιγμή (π.χ.<br />
πρωί, απόγευμα), η ηλικία, ή η έμμηνος ρύση, που όπως<br />
είναι γνωστό μπορεί να έχουν αθροιστικά ως αποτέλεσμα<br />
διαφορές θερμοκρασιών της τάξης των 1.9 ΊC<br />
(11,12,13,14). Παρόλα αυτά, οι περισσότεροι συμφωνούν<br />
ότι ακόμη και χαμηλή πυρετική κίνηση, όταν συνοδεύεται<br />
από εργαστηριακές ενδείξεις φλεγμονής (π.χ.<br />
αυξημένη C-αντιδρώσα πρωτεϊνη ή ΤΚΕ) θα πρέπει<br />
να συμπεριλαμβάνεται στο πλαίσιο του εμπυρέτου<br />
αγνώστου αιτιολογίας, ιδίως σε ηλικιωμένα άτομα,<br />
στα οποία η φυσιολογία της θερμορύθμισης μπορεί να<br />
είναι διαταραγμένη (11,15).<br />
Επιδημιολογία-Αιτιολογία<br />
Πάνω από διακόσιες ασθένειες έχουν καταγραφεί<br />
μέχρι σήμερα ως αίτια εμπυρέτου αγνώστου αιτιολογίας,<br />
οι οποίες ταξινομούνται σε τέσσερις κατηγορίες:<br />
α) λοιμώδη νοσήματα<br />
β) νεοπλάσματα<br />
γ) μη λοιμώδη φλεγμονώδη νοσήματα και<br />
δ) διάφορα άλλα νοσήματα (ακατάταχτα)<br />
Τα λοιμώδη νοσήματα εξακολουθούν να αποτελούν<br />
τη συχνότερη αιτία FUO, σε ποσοστό που ανέρχεται στο<br />
1/2 των περιπτώσεων (16,17,18). Ακολουθούν οι νεοπλασματικές<br />
νόσοι και στη συνέχεια τα μη λοιμώδη φλεγμονώδη<br />
νοσήματα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα<br />
νοσήματα του κολλαγόνου, οι αγγειίτιδες και οι κοκκιωματώδεις<br />
νόσοι (16, 19, 20). Η κατηγορία αυτή των μη λοιμωδών<br />
φλεγμονωδών νόσων είναι η πιο προβληματική<br />
εξ’ ορισμού, αφού άλλοι κατατάσσουν για παράδειγμα<br />
τη νόσο του Crohn και τη θυρεοειδίτιδα de Quervain στην<br />
τέταρτη κατηγορία των διαφόρων άλλων νοσημάτων<br />
και άλλοι τις κατατάσσουν στην τρίτη κατηγορία των μη<br />
λοιμωδών φλεγμονωδών νοσημάτων ( 21).<br />
Άλλοι πάλι κατατάσσουν την κοκκιωματώδη ηπατίτιδα<br />
και τη σαρκοείδωση στην τέταρτη κατηγορία<br />
των διαφόρων νοσημάτων αντί για την τρίτη κατηγορία<br />
των μη λοιμωδών φλεγμονωδών νοσημάτων, που<br />
έχει ως υποκατηγορία τις κοκκιωματώδεις νόσους (10,<br />
22). Παρά ταύτα, η τρίτη αυτή κατηγορία των μη λοιμωδών<br />
φλεγμονωδών νοσημάτων- που είναι και η κατηγορία<br />
που καλούμαστε να αναλύσουμε από τη σκοπιά<br />
του ρευματολόγου-, αυξάνεται σε συχνότητα τα<br />
τελευταία χρόνια, όπως αυξάνεται και η συχνότητα<br />
των περιπτώσεων FUO που παραμένουν αδιάγνωστα<br />
(16, 17, 23, 24). Μάλιστα, σε άτομα ηλικίας > 65 ετών, τα<br />
μη λοιμώδη φλεγμονώδη νοσήματα και ειδικότερα η<br />
κροταφική αρτηριίτιδα, η ρευματική πολυμυαλγία και<br />
η σαρκοείδωση φαίνεται να είναι τα συχνότερα σε<br />
πολλές μελέτες (25, 26, 27, 28, 29).<br />
Τα μη λοιμώδη φλεγμονώδη νοσήματα<br />
α) Νοσήματα του κολλαγόνου: Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται<br />
η νόσος του Still των ενηλίκων, ο συστηματικός<br />
ερυθηματώδης λύκος, η ρευματοειδής αρθρίτιδα<br />
και το σύνδρομο Felty, η πολυμυοσίτιδα, το
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 25<br />
σύνδρομο Sjogren, η αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα, η<br />
μικτή νόσος του συνδετικού ιστού, το σύνδρομο Reiter,<br />
ο ρευματικός πυρετός, η ηωσινοφιλική fasciitis και η<br />
υποτροπιάζουσα πολυχονδρίτιδα.<br />
β) Αγγειίτιδες: Περιλαμβάνονται οι αγγειίτιδες εξ’<br />
υπερευαισθησίας, η κροταφική αρτηριίτιδα/ρευματική<br />
πολυμυαλγία, η νόσος Takayasu, η νόσος του Wegener,<br />
η οζώδης πολυαρτηριίτιδα, η μικροσκοπική πολυαγγειίτιδα,<br />
το σύνδρομο Schurg-Strauss, το σύνδρομο<br />
Adamantiades-Behcet, η ιδιοπαθής μικτή κρυοσφαιριναιμία<br />
και η νόσος Weber-Christian.<br />
γ) Κοκκιωματώδεις νόσοι: Η κατηγορία αυτή είναι<br />
η πιο αμφισβητήσιμη, αφού μερικοί συγγραφείς<br />
κατατάσσουν εδώ τη σαρκοείδωση, την κοκκιωματώδη<br />
ηπατίτιδα, τη νόσο του Crohn, τη θυρεοειδίτιδα<br />
de Quervain, τον οικογενή μεσογειακό πυρετό και το<br />
κοκκίωμα μέσης γραμμής και άλλοι κατατάσσουν τις<br />
ασθένειες αυτές στην τέταρτη κατηγορία των διαφόρων<br />
άλλων (ακατάτακτων) νοσημάτων (10, 21, 22, 30,<br />
31). Εμείς, θα ακολουθήσουμε τον ορισμό που περιλαμβάνει<br />
πλέον την κατηγορία των κοκκιωματωδών νόσων<br />
και ειδικότερα τη σαρκοείδωση, την κοκκιωματώδη<br />
ηπατίτιδα, τη νόσο του Crohn και το κοκκίωμα της<br />
μέσης γραμμής στα μη λοιμώδη φλεγμονώδη νοσήματα<br />
και όχι στα διάφορα άλλα νοσήματα (9).<br />
Νόσος του Still των ενηλίκων<br />
Η διάγνωση της νόσου του Still των ενηλίκων στηρίζεται<br />
σε καθαρά κλινικά κριτήρια: τον πυρετό, τις<br />
αρθραλγίες, τις μυαλγίες, την αρθρίτιδα, τη φαρυγγίτιδα,<br />
το εξάνθημα, τη λεμφαδενοπάθεια, τη σπληνομεγαλία,<br />
την πλευρίτιδα και την περικαρδίτιδα.<br />
Πυρετός και αρθραλγίες/μυαλγίες ή αρθρίτιδα είναι<br />
συμπτώματα που απαντούν σε > 90% των ασθενών<br />
με νόσο του Still των ενηλίκων (32). Ο πυρετός είναι<br />
καθημερινός, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί<br />
να είναι και διπλός αμφημερινός, πυρετός που απαντάται<br />
μόνο στη νόσο του Still και στη σπλαγχνική<br />
λεϊσμανίαση (33). Είναι συνήθως υψηλός και μπορεί να<br />
προηγείται των υπολοίπων κλινικών εκδηλώσεων της<br />
νόσου και ένα χρόνο (5). Η αρθρίτιδα μπορεί να είναι<br />
ήπια αρχικά, αλλά μπορεί να γίνει και σοβαρή έως<br />
καταστροφική και αφορά κατά σειρά συχνότητας τα<br />
γόνατα, τους καρπούς, τους ταρσούς, τους αγκώνες,<br />
τις εγγύς μεσοφαλαγγικές αρθρώσεις και τους ώμους.<br />
Οι μυαλγίες μπορεί να είναι έντονες και συμπίπτουν<br />
με τις αιχμές του πυρετού (34). Το εξάνθημα απαντά<br />
στο 80% περίπου των ασθενών (32). Πρόκειται για ένα<br />
φευγαλέο εξάνθημα, που η εμφάνισή του συμπίπτει<br />
με τις αιχμές του πυρετού, κηλιδώδες ή κηλιδοβλατιδώδες,<br />
κόκκινης-πορτοκαλόχρουν χροιάς (όπως ο σολωμός),<br />
που εντοπίζεται συνήθως στον κορμό ή στα<br />
άκρα αλλά μπορεί να καταλαμβάνει και παλάμεςπέλματα<br />
ή πρόσωπο (35). Συνηθισμένα εργαστηριακά<br />
ευρήματα είναι η πολυμορφοπυρήνωση (στο 90% των<br />
περιπτώσεων), η αυξημένη C-αντιδρώσα πρωτεϊνη και<br />
ΤΚΕ (σε >90%), η αναιμία (στο 75%), η -συνήθως ήπιααύξηση<br />
των τρανσαμινασών (στο 75%) και η αυξημένη<br />
τιμή φερριτίνης ορού (στο 70%), της οποίας τα επίπεδα<br />
μπορεί να είναι υπερβολικά υψηλά, υπερβαίνοντας<br />
τα 10.000 ng/ml, ενώ από μερικούς ρευματολόγους τα<br />
επίπεδα της φερριτίνης χρησιμοποιούνται και για την<br />
παρακολούθηση της ανταπόκρισης ή μη στη θεραπεία<br />
(36, 37, 38). Επιπλέον, τα επίπεδα της γλυκοζυλιωμένης<br />
φερριτίνης είναι χαμηλά στη νόσο του Still, συνήθως<br />
από μία εβδομάδα<br />
• Αρθραλγίες ή αρθρίτιδα για > από δύο εβδομάδες<br />
• Μη κνησμώδες κηλιδώδες ή κηλιδοβλατιδώδες<br />
εξάνθημα, χροιάς δίκην σολωμού, που εμφανίζεται<br />
στον κορμό ή στα άκρα κατά τα πυρετικά<br />
κύματα<br />
• Λευκοκυττάρωση (>10.000/mm 3 ) με τουλάχιστον<br />
80% πολυμορφοπύρηνα Ελάσσονα κριτήρια:<br />
• Φαρυγγίτιδα<br />
• Λεμφαδενοπάθεια<br />
• Ηπατομεγαλία ή σπληνομεγαλία<br />
• Διαταραχές ηπατικής λειτουργίας (κυρίως ALT,<br />
AST, LDH)<br />
• Αρνητικά ΑΝΑ και RF<br />
Συμπερασματικά, η τριάδα υψηλού πυρετού, φευγαλέου<br />
εξανθήματος και αρθραλγιών ή αρθρίτιδας σε<br />
νέο ασθενή, ιδίως όταν αυτός αναφέρει πονόλαιμο, θα<br />
πρέπει να μας θέτει την υποψία νόσου του Still των<br />
ενηλίκων (5).
26<br />
Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στα νοσήματα του κολλαγόνου<br />
Συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (ΣΕΛ)<br />
Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος είναι μία<br />
χρόνια φλεγμονώδης νόσος, που χαρακτηρίζεται από<br />
υφέσεις και εξάρσεις, εκδηλώσεις από το δέρμα, το<br />
μυοσκελετικό σύστημα, τους ορογόνους υμένες, τα<br />
νεφρά, το ΚΝΣ, τους πνεύμονες, καθώς και από την<br />
παρουσία αντιπυρηνικών αυτοαντισωμάτων. Ουσιαστικά,<br />
οι ασθενείς μπορεί να παραπονούνται για συμπτώματα<br />
που οφείλονται σε φλεγμονώδη προσβολή<br />
οποιουδήποτε οργάνου, με συνηθέστερη μορφή την<br />
προσβολή του μυοσκελετικού συστήματος, του δέρματος,<br />
των ορογόνων υμένων και ήπιες αιματολογικές<br />
διαταραχές. Σε άλλους ασθενείς, μπορεί να προεξάρχει<br />
η προσβολή των νεφρών, καρδιάς-πνευμόνων, του<br />
ΚΝΣ, ή οι αιματολογικές διαταραχές. Συνήθως, η βλάβη<br />
που κυριαρχεί στα πρώτα χρόνια εκδήλωσης της νόσου<br />
τείνει να επικρατεί και μεταγενέστερα κατά την<br />
πορεία της νόσου (41, 42).<br />
Η διάγνωση βασίζεται στα κριτήρια που έχουν θεσπιστεί<br />
από το Αμερικάνικο Κολλέγιο Ρευματολογίας<br />
και τίθεται εφ’ όσων πληρούνται τέσσερα από τα παρακάτω<br />
κριτήρια, ταυτόχρονα ή διαδοχικά (43):<br />
• Εξάνθημα δίκης πεταλούδας<br />
• Δισκοειδής λύκος<br />
• Φωτοευαισθησία<br />
• Έλκη στόματος<br />
• Αρθρίτιδα<br />
• Πλευρίτιδα ή περικαρδίτιδα<br />
• Νεφρική συμμετοχή με λευκωματουρία > 0.5 g/24h<br />
ή παθολογικό ίζημα ούρων<br />
• Νευρολογική συμμετοχή (σπασμοί ή ψύχωση)<br />
• Αιματολογικές διαταραχές (αιμολυτική αναιμία,<br />
λευκοπενία:
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 27<br />
δηλώσεις (εξάνθημα δίκην ηλιοτροπίου, σημείο Gottron,<br />
κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα σε εκτεθειμένα στον ήλιο<br />
σημεία) και μπορεί να αποτελεί παρανεοπλασματική<br />
εκδήλωση. Χαρακτηριστική της πολυμυοσίτιδας αλλά<br />
μη ειδική είναι η αύξηση των μυϊκών ενζύμων (αλδολάσης,<br />
CPK, SGOT, SGPT, LDH). Το ηλεκτρομυογράφημα<br />
όπως και η βιοψία μυός είναι παθολογικά. Τα αντί-Jo<br />
είναι ειδικά και θετικά σε > 65 % των ασθενών.<br />
Μικτή νόσος του συνδετικού ιστού<br />
Εκδηλώνεται με συμπτωματολογία περισσοτέρων<br />
από ενός νοσημάτων του κολλαγόνου, π.χ. ΣΕΛ, ρευματοειδούς<br />
αρθρίτιδας, πολυμυοσίτιδας/δερματομυοσίτιδας,<br />
σκληροδερμίας και χαρακτηρίζεται από θετικά<br />
αντι-RNP που είναι ειδικά της νόσου.<br />
Ρευματικός πυρετός<br />
Σύμφωνα με τα αναθεωρημένα κριτήρια κατά<br />
Jones, η διάγνωση του ρευματικού πυρετού τίθενται<br />
εφ’ όσων πληρούνται δύο μείζονα κριτήρια ή ένα μείζον<br />
κριτήριο και δύο ελάσσονα κριτήρια και υπάρχει<br />
απόδειξη προηγηθείσας στρεπτοκοκκικής λοίμωξης.<br />
Μείζονα κριτήρια:<br />
• Μεταναστευτική πολυαρθρίτιδα<br />
• Καρδίτιδα<br />
• Ρευματικά οζίδια<br />
• Οχθώδες ερύθημα (Erythema marginatum)<br />
• Χορεία του Sydenham.<br />
Ελάσσονα κριτήρια:<br />
• Πυρετός<br />
• Αρθραλγίες<br />
• Ιστορικό ρευματικού πυρετού ή ρευματικής καρδιοπάθειας<br />
• Αυξημένοι δείκτες φλεγμονής (λευκοκυττάρωση,<br />
TKE, CRP)<br />
• ΗΚΓ αλλοιώσεις (παράταση PR).<br />
Υποτροπιάζουσα πολυχονδρίτιδα<br />
Πρόκειται για φλεγμονώδη νόσο του χόνδρινου<br />
ιστού των ώτων, της ρινός και του λαρυγγοτραγχειοβρογχικού<br />
δένδρου που εκδηλώνεται με πόνο στο<br />
αυτί, εμβοές, διαταραχές ακοής, ρινίτιδα, επιστάξεις,<br />
παραμόρφωση ρινός, βήχα, δύσπνοια και υποτροπιάζουσες<br />
λοιμώξεις αναπνευστικού. Μπορεί να συνυπάρχει<br />
μη διαβρωτική οροαρνητική αρθρίτιδα, σπειραματονεφρίτιδα,<br />
συμμετοχή εκ του δέρματος, της<br />
καρδιάς και του ΚΝΣ.<br />
Κροταφική αρτηριίτιδα (ή Γιγαντοκυτταρική αρτηριίτιδα)/Ρευματική<br />
πολυμυαλγία<br />
Αν και σπάνια σε άτομα < 55 ετών, σε ασθενείς ><br />
65 ετών είναι υπεύθυνη για > 15% των περιπτώσεων<br />
FUO (25, 28). Για τη διάγνωση της κροταφικής αρτηριίτιδας<br />
έχουν θεσπιστεί τα κάτωθι κριτήρια από το<br />
Αμερικάνικο Κολλέγιο Ρευματολογίας:<br />
• Ηλικία έναρξης συμπτωμάτων ≥ 50 έτη<br />
• «Νέα» κεφαλαλγία (πρωτοεμφανιζόμενη κεφαλαλγία<br />
ή νέου τύπου εντοπισμένη κεφαλαλγία)<br />
• Παθολογική κροταφική αρτηρία κατά την ψηλάφηση<br />
(ευαισθησία ή μειωμένες σφύξεις)<br />
• Παθολογική βιοψία κροταφικής αρτηρίας<br />
• Αυξημένη ΤΚΕ ( ≥ 50mm/h)<br />
Αν πληρούνται τουλάχιστον τρία από τα παραπάνω<br />
κριτήρια τίθενται η διάγνωση κροταφικής αρτηριίτιδας<br />
(46). Ο πυρετός είναι συνήθως χαμηλός αν και<br />
στο 15% των περιπτώσεων μπορεί να υπερβεί τους 39<br />
Ί C. Άλλα συμπτώματα είναι η διαλείπουσα χωλότητα<br />
της κάτω γνάθου, διαταραχές οράσεως μέχρι και<br />
πλήρη τύφλωση λόγω οπτικής νευρίτιδας-που μπορεί<br />
να αποτελούν και την πρώτη εκδήλωση της νόσου-,<br />
συμπτώματα ρευματικής πολυμυαλγίας, αρθραλγίες,<br />
αρθρίτιδα ή περιφερική νευροπάθεια (47).<br />
Η κροταφική αρτηριίτιδα και η ρευματική πολυμυαλγία<br />
συχνά συνυπάρχουν και πολλοί τις θεωρούν<br />
ως διαφορετικές φάσεις της ίδιας νόσου (47). Η ρευματική<br />
πολυμυαλγία εμφανίζεται σε άτομα > 50 ετών και<br />
χαρακτηρίζεται από πρωϊνή δυσκαμψία διαρκείας > 1<br />
ώρας, άλγη διαρκείας > 1 μηνός, σε δύο τουλάχιστον<br />
από τις τρεις παρακάτω περιοχές: αυχενική, ωμική ή<br />
πυελική ζώνη, ΤΚΕ > 40 mm/h, αποκλεισμό άλλης αιτίας<br />
που να προκαλεί παρόμοια συμπτώματα και ταχεία<br />
υποχώρηση των συμπτωμάτων με κορτιζονοθεραπεία<br />
(48). Σημειωτέον, ότι περίπου το 20% των περιπτώσεων<br />
κροταφικής αρτηριίτιδας και ρευματικής πολυμυαλγίας<br />
έχουν φυσιολογική ΤΚΕ (49). Η ΤΚΕ αλλά και<br />
ακόμη περισσότερο η C-αντιδρώσα πρωτεϊνη χρησιμοποιούνται<br />
για την παρακολούθηση της ενεργότητας<br />
της νόσου και της ανταπόκρισης στη θεραπεία (50).<br />
Νόσος του Wegener<br />
Για τη διάγνωση της νόσου του Wegener, που ανήκει<br />
στις αγγειίτιδες μικρών και μεσαίου μεγέθους αγγείων,<br />
πρέπει να πληρούνται τουλάχιστον δύο από<br />
τα παρακάτω κριτήρια:<br />
• Φλεγμονή ρινός ή στόματος (στοματικά έλκη, πυώδες<br />
ή αιματηρό ρινικό έκκριμα)<br />
• Παθολογική ακτινογραφία θώρακα (οζίδια, κοιλότητες,<br />
διηθήματα)<br />
• Παθολογικό ίζημα ούρων<br />
• Κοκκιωματώδης φλεγμονή σε βιοψία (51)<br />
Εκτός από τα παραπάνω, μπορεί να υπάρχουν μη
28<br />
Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στα νοσήματα του κολλαγόνου<br />
ειδικά συμπτώματα (π.χ. πυρετός, απώλεια βάρους,<br />
κακουχία), αλλά και ειδικά όπως διαταραχές ακοής,<br />
συμμετοχή των οφθαλμών (επιπεφυκίτιδα, ραγοειδίτιδα,<br />
σκληρίτιδα), αρθρίτιδα, συμμετοχή του δέρματος<br />
(πορφύρα, κ.λ.π.), περιφερική νευροπάθεια, πολλαπλή<br />
μονονευρίτιδα και πολύ σπανιότερα συμμετοχή<br />
άλλων οργάνων, π.χ. καρδιάς, εγκεφάλου, κ.λ.π.. Οι<br />
συνηθέστερες πάντως εκδηλώσεις της νόσου είναι η<br />
ρινίτιδα, η ταχέως εξελισσόμενη σπειραματονεφρίτιδα-<br />
που συχνά οδηγεί σε νεφρική ανεπάρκεια- και<br />
οι εκδηλώσεις εκ των πνευμόνων (βήχας, δύσπνοια ή<br />
αιμόπτυση). Τα c-ANCA είναι συνήθως θετικά, αλλά τα<br />
αρνητικά δεν αποκλείουν τη νόσο.<br />
Οζώδης πολυαρτηριίτιδα<br />
Πρόκειται για αγγειίτιδα μικρού και μέσου μεγέθους<br />
αγγείων που εκδηλώνεται με εμπύρετο, κακουχία, μυαλγίες<br />
και συμπτώματα ανάλογα με το όργανο, οι<br />
αρτηρίες του οποίου έχουν προσβληθεί από τη νόσο.<br />
Οι συχνότερες εκδηλώσεις είναι από τους νεφρούς,<br />
το γαστρεντερικό σύστημα, το περιφερικό νευρικό σύστημα,<br />
το δέρμα και την καρδιά με υπέρταση, νεφρική<br />
ανεπάρκεια, αιμορραγία, έλκη ή έμφρακτα από στομάχι-έντερο,<br />
πολλαπλή μονονευρίτιδα ή περιφερική<br />
νευροπάθεια, πορφυρικό εξάνθημα ή δικτυωτή πελίωση,<br />
περικαρδίτιδα και ορχίτιδα στους άνδρες. Η ΤΚΕ<br />
και τα λευκά αιμοσφαίρια είναι αυξημένα, τα ANCA<br />
είναι συνήθως θετικά, ενώ σε > 15% των περιπτώσεων<br />
οι ασθενείς έχουν θετικό αυστραλιανό αντιγόνο.<br />
Η διάγνωση τίθεται με βιοψία του προσβεβλημένου<br />
οργάνου, στην οποία καταδεικνύονται ανευρύσματα<br />
ή στενώσεις των συστοίχων αρτηριών ή με αρτηριογραφία.<br />
Μικροσκοπική πολυαγγειίτιδα<br />
Πρόκειται για αγγειίτιδα μικρών αγγείων που δεν<br />
οδηγεί συνήθως σε νεκρωτικές βλάβες και που μπορεί<br />
να προσβάλλει οποιοδήποτε όργανο. Διαφέρει από<br />
την οζώδη πολυαρτηριίτιδα γιατί μπορεί να προσβάλλει<br />
και τους πνεύμονες. Τα p-ANCA είναι θετικά.<br />
Σύνδρομο Churg-Strauss<br />
Το σύνδρομο Churg-Strauss ή αλλεργική κοκκιωμάτωση<br />
είναι αγγειίτιδα των μικρών και μέσου μεγέθους<br />
αγγείων, με χαρακτηριστική διήθηση από ηωσινόφιλα<br />
κοκκιοκύτταρα, που οδηγεί σε νεκρωτικές βλάβες. Χαρακτηρίζεται<br />
στα πρώιμα στάδια από παραρρινοκολπίτιδα<br />
και άσθμα και τελικά από εκδηλώσεις αγγειίτιδας<br />
από τους νεφρούς, το δέρμα, το περιφερικό<br />
νευρικό σύστημα, το γαστρεντερικό σύστημα και την<br />
καρδιά. Τα p-ANCA είναι θετικά.<br />
Συμπεράσματα<br />
Σήμερα, από τα μη λοιμώδη φλεγμονώδη νοσήματα,<br />
και με δεδομένη την ευκολότερη διάγνωση του συστηματικού<br />
ερυθηματώδους λύκου και της ρευματοειδούς<br />
αρθρίτιδας με βάση και τα αυτοαντισώματα, η νόσος<br />
του Still των ενηλίκων και η κροταφική αρτηριίτιδα/<br />
ρευματική πολυμυαλγία αποτελούν τις συχνότερες<br />
αιτίες εμπυρέτου αγνώστου αιτιολογίας, η πρώτη<br />
σε νεαρά άτομα και η δεύτερη σε άτομα ηλικίας > 65<br />
ετών.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
1. Petersdorf RB, Beeson PB. Fever of unexplained<br />
origin: report on 100 cases. Medicine 1961, 40: 1–30.<br />
2. Durack DT, Street AC. Fever of unknown origin<br />
– reexamined and redefined. Curr Clin Top Inf Dis<br />
1991, 11: 35–51.<br />
3. Knockaert DC. Fever of Unknown Origin in the<br />
Ultrasonography and Computed Tomography Era.<br />
Thesis. Acco, Leuven, Belgium, 1991.<br />
4. De Kleijn EMH, Knockaert DC, van der Meer JWM.<br />
Fever of unknown origin: a new definition and<br />
proposal for diagnostic work-up. Eur J Intern Med<br />
2000, 11: 1–3.<br />
5. Arnow PM, Flaherty JP. Fever of unknown origin.<br />
Lancet 1997, 350: 575–580.<br />
6. Hirschmann JV. Fever of unknown origin in adults.<br />
Clin Infect Dis 1997, 24: 291–302.<br />
7. Konecny P, Davidson RN. Pyrexia of unknown origin<br />
in the 1990s: time to redefine. Br J Hosp Med 1996,<br />
56: 21–24.<br />
8. Whitehead TC, Davidson RN. Pyrexia of unknown<br />
origin: changing epidemiology. Curr Opin Infect Dis<br />
1997, 10: 134–138.<br />
9. Gelfand J, Dinarello C. Fever of Unknown Origin.<br />
In: Harrison’s Principles of Internal Medicine. New<br />
York, McGraw Hill, 1997.<br />
10. Knockaert DC, Vanderschueren S, Blockmans D.<br />
Fever of unknown origin. 40 years on. J Int Med<br />
2003, 253: 263-275.<br />
11. De Kleijn EMH, Knockaert DC, van der Meer JWM.<br />
Fever of unknown origin: a new definition and<br />
proposal for diagnostic work-up. Eur J Intern Med<br />
2000, 11: 1–3.<br />
12. Jaffe DM. What’s hot and what’s not. The gold<br />
standard for thermometry in emergency medicine.<br />
Ann Emerg Med 1995, 25: 97–99.<br />
13. Craig JV, Lancaster GA, Williamson PR, et al.<br />
Temperature measures at the axilla compared with
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 29<br />
rectum in children and young people: systematic<br />
review. BMJ 2000, 320: 1174–1178.<br />
14. Mackowiak PR, Bartlett JG, Borden EC. Concepts of<br />
fever: recent advances and lingering dogma. Clin<br />
Infect Dis 1997, 25: 119–138.<br />
15. Tal S, Guller V, Gurevich A, Levi S. Fever of<br />
unknown origin in the elderly. J Inter Med 2002,<br />
252: 295–304.<br />
16. Larson EB, Featherstone HJ, Petersdorf RG. Fever<br />
of undetermined origin: diagnosis and follow-up of<br />
105 cases, 1970–1980. Medicine 1982, 61: 269–292.<br />
17. Kazanjian PH. Fever of unknown origin: review of<br />
86 patients treated in community hospitals. Clin<br />
Infect Dis 1992, 15: 968–973.<br />
18. Jung A, Singh MM, Jajoo U. Unexplained feveranalysis<br />
of 233 cases in a referral hospital. Indian J<br />
Med Sci 1999, 53: 535–544.<br />
19. Barbado FK, Vazquez JJ, Pena JM, et al. Pyrexia of<br />
unknown origin: changing spectrum of diseases in<br />
two consecutive series. Postgrad Med J 1992, 68:<br />
884–887.<br />
20. Shoji S, Imamura A, Imai Y, et al. Fever of unknown<br />
origin: a review of 80 patients from the shinetsu<br />
area of Japan from 1986–1992. Intern Med 1994, 33:<br />
74–76.<br />
21. De Kleijn EMH, Vandenbroucke JP, Van Der Meer<br />
JWM, the Netherlands FUO Study Group. Fever of<br />
unknown origin (FUO). Medicine 1997, 76: 392–<br />
400.<br />
22. Vanderschueren S, Knockaert D, Adriaenssens T,<br />
et al. From prolonged febrile illness to fever of<br />
unknown origin. The challenge continues. Arch<br />
Intern Med 2003, 166: 1033-1041.<br />
23. Knockaert DC, Vanneste LJ, Vanneste SB, et al.<br />
Fever of unknown origin in the 1980s. Arch Intern<br />
Med 1992, 152: 51–54.<br />
24. Iikuni Y, Okada J, Kondo H, et al. Current fever<br />
of unknown origin 1982–1992. Intern Med 1994, 33:<br />
67–73.<br />
25. Knockaert DC, Vanneste LJ, Bobbaers HJ. Fever of<br />
unknown origin in elderly patients. J Am Geriatr<br />
Soc 1993, 41: 1187–1192.<br />
26. Norman DC. Fever in the elderly. Clin Infect Dis<br />
2000, 31: 148–151.<br />
27. Tal S, Guller V, Gurevich A, et al. Fever of unknown<br />
origin in the elderly. J Inter Med 2002, 252: 295–<br />
304.<br />
28. Esposito AL, Gleckman RA. Fever of unknown<br />
origin in the elderly. J Am Geriatric Soc 1978, 26:<br />
498–505.<br />
29. Barrier J, Schneebeli S, Peltier P. Les fievres<br />
prolongees inexpliquees chez les personnes agees.<br />
Concours med 1982, 104: 4679–4689.<br />
30. Jitendranath L, Slim J. Work-up of fever of unknown<br />
origin in adult patients. Hosp Phys 2005, 11: 9-15.<br />
31. Roth AR, Basello GM. Approach to the adult patient<br />
with fever of unknown origin. Am Fam Phys 2003,<br />
68: 2223-2228.<br />
32. Mert A, Ozaras R, Tabak F, et al. Fever of unknown<br />
origin-a review of 20 patients with adult-onset<br />
Still’s disease. Clin Rheumatol 2003, 22: 89-93.<br />
33. Cunha BA. Fever of unknown origin caused by<br />
adult juvenile rheumatoid arthritis: the diagnostic<br />
significance of double quotidian fevers and elevated<br />
serum ferritin levels. Heart Lung 2004, 33: 417-421.<br />
34. Elkon KB, Hughes GR, Bywaters EG, et al. Adultonset<br />
Still’s disease. Twenty-year follow-up and<br />
further studies of patients with active disease.<br />
Arthritis Rheum 1982, 25: 647.<br />
35. Larson EB. Adult Still’s disease. Medicine 1984, 63:<br />
82–91.<br />
36. Pouchot J, Sampalis JS, Beaudet F, et al. Adult<br />
Still’s disease: manifestations, disease course and<br />
outcome in 62 patients. Medicine (Baltimore) 1991,<br />
70: 118.<br />
37. Akritidis N, Giannakakis I, Gioglis T. Ferritin levels<br />
and response to treatment in patients with adult<br />
Still’s disease. J Rheumatol 1996, 23: 201.<br />
38. Kamakura M, Ishikura H, Munemasa M, et al. Adult<br />
onset Still’s disease associated hemophagocytosis.<br />
J Rheumatol 1997, 24: 1645.<br />
39. Fautrel B, Le Moel G, Saint-Marcoux B, et al.<br />
Diagnostic value of ferritin and glycosylated<br />
ferritin in adult onset Still’s disease. J Rheumatol<br />
2001, 28: 322.<br />
40. Yamaguchi M, Ohta A, Tsunematsu T, et al.<br />
Preliminary criteria for classification of adult Still’s<br />
disease. J Rheumatol 1992, 19: 424.<br />
41. Hochberg MC. Systemic lupus erythematosus.<br />
Rheum Dis Clin North Am 1990, 16: 617-639.<br />
42. Pistiner M, Wallace DJ, Nessim S, et al. Lupus<br />
erythematosus in the 1980s: a survey of 570<br />
patients. Semin Arthritis Rheum 1991, 21: 55-64. 43.<br />
Tan EM, Cohen AS, Fries JF, et al. The 1982 revised<br />
criteria for the classification of systemic lupus<br />
erythematosus. Arthritis Rheum 1982, 25: 1271-1277.<br />
44. Hochberg HC. Updating the American College of<br />
Rheumatology revised criteria for the classification
30<br />
Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας στα νοσήματα του κολλαγόνου<br />
of systemic lupus erythematosus. Arthritis Rheum<br />
1997, 40: 1725.<br />
45. Mills J. Systemic lupus erythematosus. N Engl J<br />
Med 1994, 330: 1871-1879.<br />
46. Aletaha D, Neogi T, Silman AJ, et al. 2010<br />
rheumatoid arthritis classification criteria: an<br />
American College of Rheumatology/European<br />
League Against Rheumatism collaborative<br />
initiative. Ann Rheum Dis. 2010, 69: 1580–1588.<br />
46. Rao JK, Allen NB, Pincus T. Limitations of the 1990<br />
American College of Rheumatology classification<br />
criteria in the diagnosis of vasculitis. Ann Intern<br />
Med 1998, 129: 345-352.<br />
47. Salvarani C, Cantini F, Boiardi M, et al. Polymyalgia<br />
rheumatica and giant cell arteritis. N Engl J Med<br />
2004, 347: 261-271.<br />
48. Martinez-Taboada VM, Blanco R, Armona J,<br />
et al. Giant cell arteritis with an erythrocyte<br />
sedimentation rate lower than 50. Clin Rheumatol<br />
2000, 19: 73–75.<br />
49. Healey LA. Long-term follow-up of polymyalgia<br />
rheumatica: evidence for synovitis. Semin Arthritis<br />
Rheum 1984, 13: 322-328.<br />
50. Cantini F, Salvarani C, Olivieri I, et al. Erythrocyte<br />
sedimentation rate and C-reactive protein in the<br />
evaluation of disease activity and severity in<br />
polymyalgia rheumatica: a prospective follow-up<br />
study. Semin Arthritis Rheum 2000, 30: 17-24.<br />
51. Leavitt RY, Fauci AS, Block DA, et al. The American<br />
College of Rheumatology 1990 criteria for the<br />
classification of Wegener’s granulomatosis. Arthritis<br />
Rheum 1990, 33: 1101–1107.
Πυρετός αγνώστου αιτιολογίας ως συνοδό σύμπτωμα σε ασθενείς<br />
με κακοήθη νεοπλάσματα<br />
ΧΔ Ζουμπλιός<br />
Επιμελητής Α’, Ογκολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
SUMMARY<br />
ZOUBLIOS DC. Fever of unknown origin in malignancies. Fever of unknown origin (FUO) is defined as fever higher<br />
than 38,3 C, with duration for at least three weeks and uncertain diagnosis after one week of study in the hospital. Three<br />
general categories of illness account for the majority of “classic” FUO cases: infections, malignancies, connective tissue<br />
diseases. Malignancies as causes of FUO have decreased over time as a consequence of better imagine techniques.<br />
Special category of FUO is the neutropenic FUO. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 31-36, 2011.<br />
Key words: fever of unknown origin, neoplasia, neutropenic fever<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Πυρετός αγνώστου αιτιολογίας (ΠΑΑ) ορίζεται ο πυρετός του οποίου η διάρκεια είναι μεγαλύτερη από 3 εβδομάδες,<br />
με θερμοκρασία μεγαλύτερη από 38,3 C, και για τον οποίο δεν επετεύχθη διάγνωση μετά από μία εβδομάδα<br />
νοσηλείας. Τρεις είναι οι κύριες κατηγορίες νοσημάτων οι οποίες αποτελούν αίτια ΠΑΑ: λοιμώξεις, νεοπλάσματα<br />
και νοσήματα του κολλαγόνου. Το ποσοστό των νεοπλασμάτων σαν αίτια ΠΑΑ μειώνεται τα τελευταία χρόνια<br />
λόγω της βελτίωσης των απεικονιστικών τεχνικών. Υποκατηγορία ΠΑΑ επί παρουσίας νεοπλασίας αποτελεί ο<br />
ΠΑΑ επί ουδετεροπενίας. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 31-36, 2011.<br />
Λέξεις κλειδιά: πυρετός αγνώστου αιτιολογίας, νεοπλασία, εμπύρετος ουδετεροπενία<br />
Εισαγωγη<br />
Το όφελος από την μέτρηση της θερμοκρασίας για<br />
την διάγνωση και την παρακολούθηση των ασθενειών<br />
αναγνωρίσθηκε πρώτα από τον Wunderlich, έναν γερμανό<br />
κλινικό το 1868 (Wunderlich, 1870) [1].<br />
Η πρώτη δημοσίευση για τον πυρετό αγνώστου αιτιολογίας<br />
εμφανίσθηκε στην βιβλιογραφία το 1930 [2].<br />
Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας (ΠΑΑ) ορίσθηκε<br />
το 1961 από τους Petersdorf και Beeson ως ο πυρετός<br />
του οποίου η διάρκεια είναι μεγαλύτερη από<br />
3 εβδομάδες, με θερμοκρασία μεγαλύτερη από 38,3 C<br />
και για τον οποίο δεν επετεύχθη διάγνωση μετά από<br />
μια εβδομάδα νοσηλείας σε νοσοκομείο [3]. Η εφαρμογή<br />
αυτού του ορισμού, κατέστησε δυνατή την παρουσίαση<br />
μεγάλων σειρών ασθενών με ΠΑΑ. Έτσι μέσα σε<br />
μερικές δεκαετίες, διευκόλυνε την κατανόηση, την παρακολούθηση<br />
της αλλαγής της παρουσίασής του και<br />
την αντιμετώπιση των ασθενών με ΠΑΑ. Το 2003, με<br />
δεδομένο ότι στην σύγχρονη εποχή, ο απαιτούμενος<br />
έλεγχος, εφόσον ο ασθενής είναι σε καλή γενική κατάσταση,<br />
είναι δυνατόν να γίνει στα εξωτερικά ιατρεία,<br />
ο ορισμός αυτός τροποποιήθηκε και δεν απαιτείται<br />
πλέον η ενδονοσοκομειακή νοσηλεία για να ορισθεί ότι<br />
κάποιος ασθενής ανήκει στην ομάδα πυρετού αγνώστου<br />
αιτιολογίας [4- 8]. Μία επιπλέον αλλαγή η οποία<br />
έγινε την ίδια εποχή είναι ο διαχωρισμός του ΠΑΑ σε 4<br />
κατηγορίες: κλασσικός ΠΑΑ, ΠΑΑ επί ουδετεροπενίας,<br />
ΠΑΑ επί HIV, και ενδονοσοκομειακός ΠΑΑ. [5-8]<br />
Από την μέχρι σήμερα βιβλιογραφία [3, 9-25], τα νοσήματα<br />
τα οποία δύνανται να εκδηλωθούν σαν ΠΑΑ<br />
διακρίνονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: λοιμώξεις,<br />
νεοπλάσματα και τα νοσήματα του συνδετικού ιστού.<br />
Θα αναφερθούμε στην συνέχεια στα νεοπλάσματα<br />
ως αίτια πυρετού αγνώστου αιτιολογίας.
32<br />
Πυρετός αγνώστου αιτιολογίας ως συνοδό σύμπτωμα σε ασθενείς με κακοήθη νεοπλάσματα<br />
Πυρετός και νεοπλασίες<br />
Ο πυρετός εθεωρείτο μια γνωστή εκδήλωση των<br />
νεοπλασμάτων για πολλά χρόνια. Ο Briggs μελέτησε<br />
238 κακοήθειες και διαπίστωσε ότι ο πυρετός υπήρχε<br />
σε 38% των ασθενών με νεοπλασία. Ωστόσο μόνο 2,9%<br />
από αυτούς τους ασθενείς είχαν επιμένοντα πυρετό.<br />
[27] Αυτή και άλλες μελέτες [28] είχαν δώσει την εντύπωση<br />
ότι ο πυρετός ήταν εξαιρετικά συχνή εκδήλωση<br />
των νεοπλασμάτων.<br />
Οι Browder, Huff και Petersdorf μελέτησαν την σημασία<br />
του πυρετού στην νεοπλασματική νόσο σε 343<br />
ασθενείς με καρκίνο [29, 30]. Οι συγγραφείς αυτοί, βρήκαν<br />
επίσης υψηλή επίπτωση πυρετού σε ασθενείς με<br />
καρκίνο, αλλά τα δεδομένα τους υποδείκνυαν ότι στις<br />
περισσότερες περιπτώσεις, υπεύθυνα για τον πυρετό<br />
ήταν είτε λοιμώξεις είτε απόφραξη οφειλόμενη στον<br />
όγκο και ο πυρετός υποχωρούσε αυτόματα με την<br />
κατάλληλη αγωγή. Οι συγγραφείς αυτοί συμπέραναν<br />
ότι πυρετός οφειλόμενος στον όγκο αυτόν καθ’ αυτόν<br />
ήταν σπάνιος, με συχνότητα 4-5% στους ασθενείς της<br />
μελέτης τους. Τα συχνότερα νεοπλάσματα τα οποία<br />
παρουσιάζονταν με πυρετό οφειλόμενο στον όγκο<br />
καθ’ εαυτόν, σε αυτές τις μελέτες, ήταν η νόσος του<br />
Hodgkin, τα μυξώματα, το υπερνέφρωμα, το οστεογενές<br />
σάρκωμα αν και έχει αναφερθεί μια ποικιλία<br />
άλλων όγκων οι οποίοι συνοδεύονταν από την παρουσία<br />
πυρετού. Τα συμπεράσματα αυτά επιβεβαιώθηκαν<br />
και από άλλες μελέτες [31].<br />
Ο σχετιζόμενος με την νεοπλασία πυρετός συνήθως<br />
ορίζεται σαν ανεξήγητος πυρετός, ο οποίος<br />
συνυπάρχει με την ανάπτυξη του όγκου, υποχωρεί<br />
άμεσα με την απομάκρυνση ή τον έλεγχο με θεραπεία<br />
του όγκου και επανεμφανίζεται με την υποτροπή του<br />
όγκου. Επίσης, όταν ο πυρετός επιμένει επί μη ελεγχόμενου<br />
όγκου, χωρίς άλλη εμφανή αιτία, η νεοπλασία<br />
είναι η πιθανή αιτία του πυρετού [32].<br />
Στην νόσο του Hodgkin ο πυρετός σαν συστηματική<br />
εκδήλωση αποτελεί κακό προγνωστικό σημείο, σε<br />
κάθε στάδιο της νόσου και απαιτείται η υποχώρησή<br />
του για την απόδειξη ανταπόκρισης της νόσου και<br />
επακόλουθης ίασης. Δεν υπάρχουν δεδομένα για την<br />
σημασία του πυρετού, όσον αφορά την πρόγνωση, σε<br />
άλλους όγκους.<br />
Η αιτιολογία του νεοπλασματικού πυρετού, αποδίδεται<br />
στην απελευθέρωση πυρετογόνων από τα κύτταρα<br />
του όγκου, τα φυσιολογικά λευκοκύτταρα, η από<br />
μια ποικιλία άλλων φυσιολογικών κυττάρων τα οποία<br />
εκκρίνουν ενδογενή πυρετογόνα. Για παράδειγμα το<br />
κύτταρα Kupffer του ήπατος περιέχουν ενδογενή πυρετογόνα<br />
τα οποία είναι δυνατόν να προξενούν πυρετό<br />
επί ηπατώματος η επί ηπατικών μεταστάσεων από άλλους<br />
όγκους [33]. Τα νεοπλασματικά κύτταρα παράγουν<br />
επίσης πυρετογόνα. Έχει δειχθεί η ύπαρξη πυρετογόνων<br />
ουσιών σε νεοπλασματικό ιστό ασθενών με υπερνέφρωμα<br />
και νόσο του Hodgkin [34]. Επί παρανεοπλαστικού<br />
πυρετού η θεραπεία πρέπει να κατευθύνεται έναντι<br />
του νεοπλάσματος. Οι περισσότερο δραματικές ανταποκρίσεις<br />
σε αυτές τις περιπτώσεις αφορούν ασθενείς<br />
με νόσο του Hodgkin ή υπερνέφρωμα.<br />
Συχνότητα των νεοπλασμάτων ως<br />
αίτια ΠΑΑ<br />
Στις μελέτες της δεκαετίας του 1970 και του 1980<br />
τα νεοπλάσματα αποτελούσαν το 17-30% των νοσημάτων<br />
τα οποία ήταν αίτια ΠΑΑ [4]. Ωστόσο, την δεκαετία<br />
του 1990 το ποσοστό αυτό μειώθηκε σε περίπου<br />
9-20%, λόγω της ευρύτερης χρήσης των βελτιωμένων<br />
απεικονιστικών τεχνικών (κυρίως το υπερηχογράφημα<br />
και η αξονική τομογραφία) οι οποίες διευκόλυναν<br />
την πρώιμη αποκάλυψη της υποκείμενης νεοπλασίας.<br />
[4, 13, 15, 19, 24]. Η παρατήρηση αυτή, όμως, δεν μειώνει<br />
την σημασία της αναζήτησης νεοπλασίας στην αρχική<br />
διαγνωστική μελέτη ενός ασθενούς με ΠΑΑ.<br />
Σε παλαιότερες μελέτες [3, 4, 11, 13, 15, 17, 18] περιλαμβάνονται<br />
συνολικά περίπου 1200 ασθενείς με τη<br />
διάγνωση νεοπλασίας και τα συχνότερα αναφερόμενα<br />
νεοπλάσματα είναι η νόσος του Hodgkin, τα μη<br />
Hodgkin λεμφώματα και το καρκίνωμα του νεφρού, αν<br />
και όλα τα νεοπλάσματα έχουν αναφερθεί σαν αίτια<br />
πυρετού σε αναφορές περιπτώσεων. Πρέπει να<br />
σημειωθεί, ότι οι περισσότερες δημοσιευμένες μελέτες<br />
είναι μικρές, με 40 – 300 ασθενείς, αναδρομικές, με έλλειψη<br />
σκέλους ελέγχου [24-25].<br />
Τα νεοπλάσματα τα οποία συχνότερα έχουν αναφερθεί<br />
σαν αίτια πυρετού αγνώστου αιτιολογίας είναι<br />
[35]:<br />
Νεοπλάσματα<br />
• Κακοήθη<br />
• Καρκίνος παχέος εντέρου<br />
• Καρκίνος χοληδόχου κύστης<br />
• Ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα καθώς και μεταστάσεις<br />
από άλλους όγκους στο ήπαρ<br />
• Λεμφώματα (ειδικά τα Non Hodgkin)<br />
• Ανοσοβλαστικό T-cell λέμφωμα<br />
• Λευχαιμίες<br />
• Λεμφωματοειδής κοκκιωμάτωση<br />
• Κακοήθης ιστιοκυττάρωση<br />
• Καρκίνος παγκρέατος<br />
• Νεφροκυτταρικό καρκίνωμα
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 33<br />
• Σάρκωμα<br />
• Καλοήθη<br />
• Κολπικό μύξωμα<br />
• Νόσος Castleman<br />
Σε πρόσφατη μεγάλη αναδρομική μελέτη [26] ερευνήθηκε<br />
το ποσοστό των νεοπλασμάτων τα οποία<br />
αποτελούσαν την διάγνωση επί πυρετού αγνώστου<br />
αιτιολογίας, σε μια βάση δεδομένων η οποία αφορούσε<br />
τις εισαγωγές σε όλα τα νοσοκομεία της Δανίας,<br />
επί μία 20ετία με αιτία εισόδου την διάγνωση ΠΑΑ.<br />
Εντοπίσθηκαν και μελετήθηκαν 43.205 ασθενείς με ΠΑΑ.<br />
Από αυτούς οι 399 είχαν την διάγνωση νεοπλασίας.<br />
Η ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι οι ασθενείς με<br />
αιτία εισόδου ΠΑΑ είχαν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν<br />
νεοπλασία σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό.<br />
Αλλά και το για το κάθε νεόπλασμα ξεχωριστά<br />
η επίπτωση στους ασθενείς με ΠΑΑ ήταν μεγαλύτερη<br />
από την αναμενόμενη στον γενικό πληθυσμό. Τα συχνότερα<br />
νεοπλάσματα τα οποία καταγράφηκαν και το<br />
ποσοστό επίπτωσης ήταν: Νόσος του Hodgkin (27,8%),<br />
μη Hodgkin λεμφώματα (9,9%), σαρκώματα (2,3%), πρωτοπαθή<br />
νεοπλάσματα ήπατος (2,0%), λευχαιμίες (6,2%),<br />
πολλαπλό μυέλωμα (2,3%), όγκοι εγκεφάλου (5,2%) καρκίνωμα<br />
παγκρέατος (3,7%) καρκίνος παχέος εντέρου<br />
(2,7%), καρκίνωμα χοληδόχου (2,2%), καρκίνωμα νεφρού<br />
(2,6%), καρκίνωμα ωοθηκών (1,9%), καρκίνωμα στόματος<br />
(1,7%), καρκίνωμα πνευμόνων (1,5%), καρκίνωμα προστάτου<br />
(1,4%), καρκίνωμα ουροδόχου (1,3%), καρκίνωμα<br />
μαστού (1,3%), καρκίνωμα στομάχου (1,2%) και καρκίνωμα<br />
ορθού (0,8%). Επιπλέον, ο ΠΑΑ συνδεόταν επίσης με<br />
μεγαλύτερο κίνδυνο διάγνωσης του νεοπλάσματος σε<br />
προχωρημένο στάδιο και χειρότερη πρόγνωση.<br />
Διαγνωστικη προσεγγιση<br />
Ιστορικό και φυσική εξέταση<br />
Ένα λεπτομερές ιστορικό, επί ΠΑΑ πρέπει να περιλαμβάνει<br />
τις ακόλουθες πληροφορίες: πρόσφατα ταξίδια,<br />
έκθεση σε ζώα, ανοσοκαταστολή, λαμβανόμενα<br />
φάρμακα, εντοπισμένα συμπτώματα [36]. Κατά την αναζήτηση<br />
των νεοπλασμάτων, ως αίτια ΠΑΑ, ενδιαφέρουν<br />
επίσης το κληρονομικό ιστορικό, το ιστορικό ύπαρξης<br />
κακοήθειας στο παρελθόν καθώς και η χορήγηση χημειοθεραπείας<br />
ή ακτινοθεραπείας για την αντιμετώπισή<br />
της. Η φυσική εξέταση πρέπει να είναι σχολαστική και<br />
να επαναλαμβάνεται τακτικά σε αναζήτηση σημείων τα<br />
οποία δυνατόν να θέσουν την διάγνωση.<br />
Εργαστηριακός έλεγχος<br />
Δεν υπάρχει καθορισμένος σταθερός εργαστηριακός<br />
έλεγχος επί ΠΑΑ. Ωστόσο οι ελάχιστες διαγνωστικές<br />
εξετάσεις που συνιστώνται είναι οι ακόλουθες:<br />
ΤΚΕ, C-αντιδρώσα πρωτεΐνη, γαλακτική αφυδρογονάση,<br />
δερμοαντίδραση φυματίνης, αντισώματα έναντι<br />
HIV, τρείς καλλιέργειες αίματος από διαφορετικά σημεία<br />
σε περίοδο μερικών ωρών, χωρίς την χορήγηση<br />
αντιβιοτικών, ρευματοειδής παράγοντας, κρεατινική<br />
φωσφοκινάση, ετερόφιλα αντισώματα σε παιδιά και<br />
νέους ενήλικες, αντιπυρηνικά αντισώματα, ηλεκτροφόρηση<br />
πρωτεϊνών ορού, αξονική τομογραφία κοιλιάς,<br />
αξονική τομογραφία θώρακος [36].<br />
Από τον ανωτέρω έλεγχο, η ΤΚΕ έχει μελετηθεί περισσότερο<br />
στο παρελθόν, όσον αφορά την συμβολή<br />
της στην αναζήτηση νεοπλασίας επί ΠΑΑ. Σε μία μελέτη<br />
έγινε ανασκόπηση 263 ασθενών με ΠΑΑ και άνοδο<br />
της ΤΚΕ μεγαλύτερη από 100mm/h [38]. Το 58% των<br />
ασθενών είχαν κακοήθεια, συχνότερα λέμφωμα, μυέλωμα<br />
η μεταστατικό καρκίνωμα του μαστού και του<br />
παχέος εντέρου και 25% είχαν λοιμώξεις όπως ενδοκαρδίτιδα<br />
ή φλεγμονώδη νοσήματα, όπως ρευματοειδή<br />
αρθρίτιδα η γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα.<br />
Η μέτρηση της ΤΚΕ φαίνεται να έχει την μέγιστη<br />
αξία της στη διαπίστωση σοβαρής υποκείμενης αιτίας<br />
του ΠΑΑ, αν και αντιδράσεις υπερευαισθησίας, θρομβοφλεβίτις<br />
και νεφρικά νοσήματα, ειδικότερα νεφρωσικό<br />
σύνδρομο, δυνατόν να συνοδεύονται από μεγάλη<br />
αύξηση της ΤΚΕ σε απουσία λοίμωξης η κακοήθειας.<br />
Φυσιολογική ΤΚΕ επίσης υποδεικνύει ότι απουσιάζει<br />
κάποια σημαντική φλεγμωνώδης επεξεργασία,<br />
οποιασδήποτε αιτιολογίας. Όμως πρέπει να τονισθεί<br />
ότι υπάρχουν εξαιρέσεις. Σαν παράδειγμα μερικοί<br />
ασθενείς με γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα δυνατόν να<br />
έχουν φυσιολογική ΤΚΕ [39].<br />
Δεν υπάρχουν μελέτες για την αξία της αξονικής<br />
θώρακος και κοιλιάς για την αναζήτηση νεοπλασίας<br />
επί ΠΑΑ. Για την αναζήτηση οποιασδήποτε αιτιολογίας<br />
σε ασθενείς με ΠΑΑ, η αξονική θώρακος έχει ευαισθησία<br />
περίπου 92% και ειδικότητα 63% και η αξονική κοιλίας<br />
έχει ευαισθησία 82% και ειδικότητα 77% [23].<br />
Παρομοίως, δεν υπάρχουν μελέτες οι οποίες να<br />
εστιάζουν στην χρησιμότητα του σπινθηρογραφήματος<br />
με gallium-67, για την αναζήτηση νεοπλασίας επί<br />
ασθενών με ΠΑΑ. Σε μία μελέτη για την χρησιμότητα<br />
του gallium-67 για την διάγνωση οποιασδήποτε αιτίας<br />
(λοίμωξη, αγγειίτιδας, νεόπλασμα) επί ΠΑΑ αναφέρεται<br />
ότι συνέβαλε στην διάγνωση 29% των περιστατικών<br />
[47]. Ωστόσο η ευαισθησία της μεθόδου για την<br />
αναζήτηση συμπαγών νεοπλασμάτων δεν είναι ικανοποιητική<br />
[48].
34<br />
Πυρετός αγνώστου αιτιολογίας ως συνοδό σύμπτωμα σε ασθενείς με κακοήθη νεοπλάσματα<br />
Το FDG-PET δεν έχει καθιερωθεί ακόμη σαν απαραίτητη<br />
εξέταση επί ΠΑΑ, αν και είναι πολύ ευαίσθητο<br />
στην εντόπιση ανατομικών σημείων με φλεγμονή η<br />
κακοήθεια [40, 41]. Υπερέχει από το σπινθηρογράφημα<br />
με γάλλιο, γιατί είναι θετικό σε αγγειίτιδες μεγάλων<br />
αγγείων, οι οποίες είναι συχνές σε ηλικιωμένους με<br />
ΠΑΑ και λόγω του μικρότερου φορτίου ακτινοβολίας.<br />
Μειονεκτεί όμως λόγω του υψηλού κόστους και της<br />
μικρής διαθεσιμότητας [41]. Δεν αποτελεί πανάκεια σε<br />
ασθενείς με ΠΑΑ εφ’ όσον 64% των FDG-PET όπως<br />
φάνηκε σε μία μελέτη δεν συμβάλουν στην διάγνωση,<br />
αν και η πλειονότητα από αυτά έγιναν σε ασθενείς οι<br />
οποίοι δεν είχαν τελική διάγνωση [41]. Αντίθετα, τελική<br />
διάγνωση τέθηκε σε 38% των ασθενών με φυσιολογικό<br />
FDG-PET στην ίδια μελέτη.<br />
Σε πρόσφατη προοπτική αλλά μικρού μεγέθους<br />
μελέτη, με 70 ασθενείς με ΠΑΑ, το FDG-PET συνέβαλε<br />
στην τελική διάγνωση του 50% των ασθενών [40]. Το<br />
33% των FDG-PET από όλα όσα έγιναν βοήθησαν στην<br />
διάγνωση. Η ευαισθησία του ήταν 88% και η ειδικότητά<br />
του 77%. Τα νεοπλάσματα αποτελούσαν ποσοστό<br />
7% αυτής της σειράς και το FDG-PET ήταν θετικό σε<br />
όλα. Πρέπει να σημειωθεί ότι το FDG-PET δεν ήταν<br />
βοηθητικό σε κανέναν ασθενή με φυσιολογική ΤΚΕ η<br />
C-αντιδρώσα πρωτεΐνη.<br />
Η μέθοδος αυτή δύναται να λάβει σημαντική θέση<br />
στην εκτίμηση των ασθενών με ΠΑΑ [40] αλλά τα μέχρι<br />
σήμερα δεδομένα δεν είναι αρκετά για να θεωρηθεί<br />
καθιερωμένη εξέταση.<br />
Η αξία των νεοπλασματικών δεικτών επί ΠΑΑ δεν<br />
έχει μελετηθεί. Κανένας νεοπλασματικός δείκτης δεν<br />
θέτει την διάγνωση μιας συγκεκριμένης κακοήθειας<br />
[42-46]. Ωστόσο η χρήση τους δυνατόν να είναι βοηθητική<br />
για την κατεύθυνση του απεικονιστικού ελέγχου<br />
και την λήψη βιοψίας η οποία θα θέση την διάγνωση.<br />
Πυρετός αγνώστου αιτιολογίας επί<br />
ουδετεροπενίας.<br />
Σαν εμπύρετη ουδετεροπενία ορίζεται η κατάσταση<br />
στην οποία η θερμοκρασία είναι μεγαλύτερη από<br />
38,3οC διάρκειας μεγαλύτερης από μία ώρα και ο<br />
απόλυτος αριθμός πολυμορφοπυρήνων είναι μικρότερος<br />
από 500 η μικρότερος από 1000 με προβλεπόμενη<br />
ταχεία μείωση [32].<br />
Λοίμωξη αποδεικνύεται μόνο σε μικρό ποσοστό<br />
αυτών των ασθενών. Σε ποσοστό περίπου 50% δεν<br />
αποδεικνύεται λοίμωξη. Μικροβιολογική απόδειξη λοίμωξης<br />
υπάρχει μόνο σε ποσοστό 30% (κυρίως βακτηριαιμία)<br />
και σε ποσοστό 20% υπάρχει κλινική απόδειξη<br />
της λοίμωξης.<br />
Οι ουδετεροπενικοί ασθενείς είναι ευαίσθητοι σε<br />
εστιακές βακτηριακές και μυκητιασικές λοιμώξεις, σε<br />
συστηματικές βακτηριακές λοιμώξεις, σε λοιμώξεις οι<br />
οποίες αφορούν καθετήρες (περιλαμβανομένης της σηπτικής<br />
θρομβοφλεβίτιδος) και σε περιπρωκτικές λοιμώξεις.<br />
Οι λοιμώξεις από Candida και Aspergillus είναι<br />
συνήθεις. Μερικές φορές αιτία ΠΑΑ σε αυτήν την ομάδα<br />
αποτελούν λοιμώξεις οφειλόμενες σε απλό έρπητα και<br />
σε κυτταρομεγαλοϊό. Αν και η διάρκεια της ασθένειας<br />
μπορεί να είναι σύντομη σε αυτούς τους ασθενείς , οι<br />
συνέπειες μιας μη αντιμετωπιζόμενης λοίμωξης, δυνατόν<br />
να είναι καταστροφικές. Γι αυτόν τον λόγο ο πυρετός<br />
πρέπει να χρησιμοποιείται σαν δείκτης λοίμωξης,<br />
ακόμη και αν υπάρχουν άλλες πιθανές αιτίες πυρετού<br />
(π.χ. η κακοήθεια αυτή καθαυτή, φάρμακα, παράγωγα<br />
αίματος, θρομβοφλεβίτις). Η σημαντικότερη ενέργεια<br />
στον χειρισμό της εμπύρετης ουδετεροπενίας είναι η<br />
άμεση χορήγηση των κατάλληλων ευρέος φάσματος<br />
αντιβιοτικών. Η Infectious Disease Society of America<br />
(IDSA) δημοσιεύει εκτεταμένες οδηγίες χειρισμού των<br />
ουδετεροπενικών ασθενών [37].<br />
Η αρχική εκτίμηση συνίσταται από πλήρες ιστορικό<br />
και λεπτομερή φυσική εξέταση με ειδική προσοχή<br />
στην στοματική κοιλότητα, δέρμα, σημεία εισόδου καθετήρων<br />
και την περιπρωκτική περιοχή. Η στοματική<br />
κοιλότητα μπορεί να δείχνει βλεννογονίτιδα, ουλοστοματίτιδα<br />
από επαναδραστηριοποίηση απλού έρπητα<br />
και/ή άφθες. Σε ασθενείς με παρατεταμένη ουδετεροπενία<br />
ή εκείνους οι οποίοι ελάμβαναν κορτικοειδή σε<br />
υψηλές δόσεις, δύναται να βρεθεί μυκητιασική λοίμωξη<br />
της υπερώας τυπικά από ασπέργιλλο η ζυμομύκητες.<br />
Μία μελανή νεκρωτική εσχάρα είναι το συνηθέστερο<br />
σημείο τέτοιας λοίμωξης. Λεπτομερής έλεγχος του<br />
δέρματος, περιλαμβανομένων των ονύχων δύναται<br />
να αποκαλύψει βλάβη η οποία να είναι η πύλη εισόδου<br />
της συστηματικής λοίμωξης. Τα σημεία εισόδου καθετήρων<br />
και οι περιοχές προηγουμένων διακοπών της<br />
συνεχείας του δέρματος (χειρουργικά τραύματα και<br />
σημεία βιοψιών) πρέπει να ψηλαφώνται. Το περίνεο<br />
και η περιπρωκτική περιοχή αποτελούν συχνά παραμελημένες<br />
πηγές λοίμωξης και χρειάζεται προσεκτικός<br />
έλεγχος και ψηλάφηση.<br />
Ο αρχικός εργαστηριακός έλεγχος πρέπει να περιλαμβάνει<br />
πλήρη γενική αίματος, βιοχημικό έλεγχο με<br />
πλήρεις ηπατικές δοκιμασίες, τουλάχιστον δύο καλλιέργειες<br />
αίματος και καλλιέργεια ούρων. Μία αρχική<br />
απλή ακτινογραφία θώρακος είναι χαμηλής απόδοσης<br />
σε ασθενείς χωρίς σημεία από το αναπνευστικό και σε<br />
καλή γενική κατάσταση. Εν τούτοις σε ασθενείς οι οποίοι<br />
θα χρειασθούν νοσηλεία και σε αυτούς οι οποίοι έχουν
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 35<br />
υψηλότερο κίνδυνο λοίμωξης (π.χ. αιματολογική κακοήθεια,<br />
αναμενόμενη παρατεταμένη ουδετεροπενία, χρήση<br />
κορτικοστεροειδών) η ακτινογραφία θώρακος πρέπει να<br />
περιλαμβάνεται στον αρχικό έλεγχο. Πριν την έναρξη της<br />
αγωγής με αντιβιοτικά πρέπει να λαμβάνονται δείγματα<br />
για καλλιέργεια από πιθανά σημεία λοίμωξης όπως<br />
δερματικές βλάβες η πτύελα. Εν τούτοις δεν πρέπει να<br />
καθυστερεί η χορήγηση αντιβιοτικών αν οι καλλιέργειες<br />
δεν δύνανται να ληφθούν γιατί ο εμπύρετος ουδετεροπενικός<br />
ασθενής αποτελεί επείγον περιστατικό.<br />
Σε αυτούς τους ασθενείς σοβαρή βλεννογονίτις,<br />
προφύλαξη με κινολόνη, αποικισμός με ανθεκτικό σε<br />
πενικιλλίνη χρυσίζοντα σταφυλόκοκκο, εμφανής λοίμωξη<br />
σχετιζόμενη με καθετήρα ή υπόταση, επιβάλει<br />
την χρήση βανκομυκίνης μαζί με κεφταζιδίμη, κεφεπίμη,<br />
ή μιας καρβαπενέμης με ή χωρίς αμινογλυκοσίδη για<br />
την εξασφάλιση εμπειρικής κάλυψης έναντι βακτηριαιμικής<br />
σήψης [37].<br />
Τα πυρετικά επεισόδια, επί ουδετεροπενίας χωρίς<br />
εμφανή πηγή οφείλονται στις περισσότερες περιπτώσεις<br />
σε βακτηριαιμία. Οι μυκητιασικές λοιμώξεις επικρατούν<br />
των βακτηριαιμκών μετά την οξεία περίοδο<br />
(μετά από επτά ημέρες) [6].<br />
Ο πυρετός αγνώστου αιτιολογίας σε αυτόν τον<br />
πληθυσμό προβληματίζει ιδιαίτερα επειδή συμβαίνει<br />
επί μίας σοβαρής υποκείμενης καταστάσεως η οποία<br />
δύναται αφ’ εαυτού να παρουσιάσει πυρετό. Επιπρόσθετα<br />
οι ασθενείς συχνά παίρνουν αρκετά φάρμακα<br />
(συμπεριλαμβανομένων αντιβιοτικών), παράγοντες αίματος<br />
και έχουν ανοσοκαταστολή διαφόρου βαθμού.<br />
Οι ασθενείς οι οποίοι είναι λήπτες μεταμόσχευσης, δυνατόν<br />
να παρουσιάζουν αποβολή μοσχεύματος [36].<br />
Ο πυρετός, ακόμη και όταν είναι ανεξήγητος, συνήθως<br />
υποχωρεί με την επανεμφάνιση των ουδετεροφίλων.<br />
Όταν ο πυρετός επιμένει ή επανεμφανίζεται<br />
όταν ο ασθενής δεν είναι πια ουδετεροπενικός, η<br />
ηπατοσπληνική καντιντίαση πρέπει να ερευνάται με<br />
προσοχή [36].<br />
Έχει προταθεί από κάποιους νέος ορισμός του<br />
ΠΑΑ στους ουδετεροπενικούς ασθενείς ώστε να αρχίζει<br />
μετά τις τρείς ημέρες με σκοπό να καθορισθούν<br />
σταθερά κριτήρια για τις μελλοντικές μελέτες αυτής<br />
της κατάστασης [6].<br />
Βιβλιογραφία<br />
1. Konency P, Davidson RN. Pyrexia of unknown origin<br />
in the 1990s: time to redefine, British ournal of<br />
Hospital Medicine 1996; 56(1): 21-24.<br />
2. Howard L. ALT, M. Herbert Barker. Fever of unknown<br />
origin. JAMA. 1930; 94(19): 1457-1461.<br />
3. Petersdorf RG, Beeson PB. Fever of unexplained<br />
origin: report on 100 cases. Medicine 1961; 40: 1–30.<br />
4. Arnow PM, Flaherty JP. Fever of unknown origin.<br />
Lancet 1997; 350: 575–80.<br />
5. Petersdorf RG. Fever of unknown origin. An old<br />
friend revisited. Arch Intern Med 1992; 152:21–22.<br />
6. Bryan CS. Fever of unknown origin: the evolving<br />
definition. Arch Intern Med 2003; 163:1003–04.<br />
7. Steven V, Daniel K. From prolonged febrile illness<br />
to fever of unknown origin. Arch Intern Med 2003;<br />
163:1033-1041.<br />
8. Knockaert DC, Vanderschueren S, Blockmans D.<br />
Fever of unknown origin in adults: 40 years. Journal<br />
of Internal Medicine 2003; 253:263–275.<br />
9. Larson EB, Featherstone HJ, Petersdorf RG. Fever of<br />
undetermined origin: diagnosis and follow-up of 105<br />
cases, 1970–1980. Medicine 1982; 61: 269–92.<br />
10. Sheon RP, Van Ommen RA. Fever of obscure origin;<br />
a record of experiences based on a series of sixty<br />
cases. Am J Med 1963; 34:486–99.<br />
11. Barbado FJ, Vazquez JJ, Pena JM et al. Pyrexia of<br />
unknown origin: changing spectrum of diseases in<br />
two consecutive series. Postgrad Med J 1992; 68:<br />
884–87.<br />
12. Shoji S, Imamura A, Imai Y et al. Fever of unknown<br />
origin: a review of 80 patients from the Shin’etsu<br />
area of Japan from 1986–1992. Intern Med 1994;<br />
33:74–76.<br />
13. Knockaert DC, Vanneste LJ, Vanneste SB, Bobbaers<br />
HJ. Fever of unknown origin in the 1980s: an update<br />
of the diagnostic spectrum. Arch Intern Med 1992;<br />
152:51–55.<br />
14. Iikuni Y, Okada J, Kondo H et al. Current fever<br />
of unknown origin 1982–1992. Intern Med 1994;<br />
33:67–73.<br />
15. Tal S, Guller V, Gurevich A et al. Fever of unknown<br />
origin in the elderly. J Intern Med 2002; 252:295–304.<br />
16. Vanderschueren S, Knockaert D, Adriaenssens T<br />
et al. From prolonged febrile illness to fever of<br />
unknown origin: the challenge continues. Arch<br />
Intern Med 2003; 163:1033–41.<br />
17. de Kleijn EM, van der Meer JWM. Fever of unknown<br />
origin (FUO): report on 53 patients in a Dutch<br />
university hospital. Neth J Med 1995; 47:54–60.<br />
18. Knockaert DC, Vanneste LJ, Bobbaers HJ. Fever of<br />
unknown origin in the elderly patients. J Am Geriatr<br />
Soc 1993; 41:1187–92.<br />
19. Norman DC. Fever in the elderly. Clin Infect Dis<br />
2000;31:148–51.
36<br />
Πυρετός αγνώστου αιτιολογίας ως συνοδό σύμπτωμα σε ασθενείς με κακοήθη νεοπλάσματα<br />
20. Pizzo AP. Fever in immunocompromized patients.<br />
NEJM 1999:341(12);893-900.<br />
21. Knockaert CD. Long-term follow-up of patients<br />
with undiagnosed fever of unknown origin. Arch<br />
Int Med 1996:156; 618-620.<br />
22. Elisabeth M. H. A. De Klelin. Fever of unknown<br />
origin (FUO) I. A prospective multicenter study of<br />
167 patients with FUO, using fixed epidemiologic<br />
entry criteria. Medicin 1997:76; 392-400.<br />
23. Chantal P. Bleeker-Rovers. A prospective multicenter<br />
study on fever of unknown origin. The yield of a<br />
structured diagnostic protocol. Medicine 2007:86:26-<br />
38<br />
24. Mourad O, Palda V, Detsky AS. A comprehensive<br />
evidence-based approach to fever of unknown<br />
origin. Arch Intern Med 2003; 163: 545–51.<br />
25. Hirschmann JV. Fever of unknown origin in adults.<br />
Clin Infect Dis 1997; 24: 291–302.<br />
26. Henric Toft Sorensen et al. Fever of unknown<br />
origin and cancer: a population-based study. Lancet<br />
oncology 2005; 6: 851-855.<br />
27. Briggs LH, The occurrence of fever in malignant<br />
disease. Amer J med Sci 1923; 166: 846.<br />
28. Boggs DR, Frei E III. Clinical studies of fever and<br />
infection in cancer. Cancer (Philad) 1960; 13: 1240.<br />
29. Browder AA, Huff JW, Petersdorf RG. The<br />
significance of fever in neoplastic disease. Ann int<br />
Med 1961; 55: 932.<br />
30. Petersdorf RG. Fever and cancer. Hosp Med 1965;<br />
1: 2-10. 5<br />
31. JEAN KLASTERSKY, DANI~LE WEERTS, COLETTE<br />
HENSGENS and LOUISE DEBUSSCHER. Fever of<br />
Unexplained Origin in Patients with Cancer, Europ.<br />
d. Cancer Vol. 9, pp. 649-656.<br />
32. De Vita, Cancer, 8 th edition.<br />
33. Gluckman JB, Turner MD. Systemic manifestations<br />
of tumors of the small gut and liver. Ann NY Acad<br />
Sci 1974; 230:318-331.<br />
34. Bodel P. Tumors and fever. Ann NY Acad Sci 1974;<br />
230: 6-13.<br />
35. Harrison’s Principles of internal medicine. 17th<br />
edition.<br />
36. Up To Date, edition 18.3, Approach to the adult<br />
with fever of unknown origin<br />
37. Hughes WT, Armstrong D, Bodey GP, Bow EJ,<br />
Brown AE, Calandra T, Feld R, Pizzo PA, Rolston<br />
KVI, Shenep JL, Young LS. 2002 Guidelines for<br />
the Use of Antimicrobial Agents in Neutropenic<br />
Patients with Cancer, Clinical Infectious Diseases<br />
2002; 34:730–51<br />
38. Zacharski, LR, Kyle, RA. Significance of extreme<br />
elevation of erythrocyte sedimentation rate. JAMA<br />
1967; 202: 264.<br />
39. Myklebust, G, Gran, JT. A prospective study of 287<br />
patients with polymyalgia rheumatica and temporal<br />
arteritis: clinical and laboratory manifestations at<br />
onset of disease and at the time of diagnosis. Br J<br />
Rheumatol 1996; 35:1161.<br />
40. Bleeker-Rovers, CP, Vos, FJ, Mudde, AH, et al. A<br />
prospective multi-centre study of the value of<br />
FDG-PET as part of a structured diagnostic protocol<br />
in patients with fever of unknown origin. Eur J Nucl<br />
Med Mol Imaging 2007; 34: 694.<br />
41. Buysschaerta I, Vanderschuerena S, Blockmansa<br />
D, Mortelmansb L, Knockaerta D. Contribution<br />
of 18fluoro-deoxyglucose positron emission<br />
tomography to the work-up of patients with fever<br />
of unknown origin. European Journal of Internal<br />
Medicine 2004; 15: 151– 156<br />
42. Harris L, Fritsche H, Mennel R, Norton L, Ravdin<br />
P, Taube S, Somerfield MR, Hayes DF, Bast RC<br />
Jr, American Society of Clinical Oncology 2007<br />
Update of Recommendations for the Use of Tumor<br />
Markers in Breast Cancer, J Clin Oncol 2007; 25:<br />
5287-5312.<br />
43. Goonetilleke KS, Siriwardena AK. Systematic review<br />
of carbohydrate antigen (CA 19-9) as a biochemical<br />
marker in the diagnosis of pancreatic cancer, EJSO<br />
2007; 33: 266-270<br />
44. Locker GY, Hamilton S, Harris J, Jessup JM, Kemeny<br />
N, Macdonald JS, Somerfield MR, Hayes DF, Bast<br />
RC Jr. ASCO 2006 Update of Recommendations<br />
for the Use of Tumor Markers in Gastrointestinal<br />
Cancer, J Clin Oncol 2006; 24: 5313-5327.<br />
45. Duffy MJ, Sturgeon C, Lamerz R, Haglund C, Holubec<br />
VL, Klapdor R, Nicolini A, Topolcan O, Heinemann<br />
V. Tumor markers in pancreatic cancer: a European<br />
Group on Tumor Markers (EGTM) status report.<br />
Annals of Oncology 2010; 21: 441–447.<br />
46. Wild N, Andres H, Rollinger W, et al. A Combination<br />
of Serum Markers for the Early Detection of<br />
Colorectal Cancer, Clin Cancer Res, 2010; 16:6111-<br />
6121.<br />
47. Knockaert DC, Mortelmans LA, De Roo MC, Bobbaers<br />
HJ. Clinical value of gallium-67 scintigraphy in<br />
evaluation of fever of unknown origin. Clin Infect<br />
Dis 1994; 18:601.<br />
48. Paul Hoffer. Status of Gallium-67 in Tumor<br />
Detection. J NucIMed 1980; 21: 394-398.
ΔΙΑΛΕΞΗ<br />
ΠΕΡΙΟΔΙΚA ΠΥΡΕΤΙΚA ΣYΝΔΡΟΜΑ: ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚH ΠΡΟΣΠEΛΑΣΗ -<br />
ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚH ΠΑΡEΜΒΑΣΗ<br />
Χ Σφοντούρης<br />
Διευθυντής ΕΣΥ, Ρευματολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «Ο Ευαγγελισμός»<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />
Πολλές φόρες ο κλινικός γιατρός έρχεται αντιμέτωπος<br />
με αρρώστους που εμφανίζουν πυρετό αγνώστου<br />
αιτιολογίας που επαναλαμβάνεται για μήνες ή χρόνια<br />
χωρίς στοιχεία ιογενούς ή βακτηριακής λοίμωξης. Στις<br />
περιπτώσεις αυτές μετά τον αποκλεισμό των ασυνήθιστων<br />
λοιμώξεων των αυτοάνοσων νοσημάτων και της<br />
κακοήθειας θα καταλήξει σ’ ένα σύνολο διαταραχών<br />
με κύριο, χαρακτηριστικό τα επεισόδια πυρετού. Η διάγνωση<br />
σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι σημαντική λόγω<br />
πιθανής επιβολής εν δυνάμει θεραπείας, παρακολούθησης<br />
για την ανάπτυξη δευτερογενούς αμυλοείδωσης και<br />
την ανάγκη για γενετική συμβουλευτική.(1) Η λήψη καλού<br />
ιστορικού η αναζήτηση οικογενειακού ιστορικού, η παρουσία<br />
κοιλιακού άλγους, πόνου στο στήθος, διάρροιας,<br />
αφθώδους στοματίτιδας, φαρυγγίτιδας, μυαλγιών μεταναστευτικού<br />
τύπου, αρθραλγιών, αρθρίτιδας, ερυθηματώδους<br />
εξανθήματος με βλατίδες (άνω κάτω άκρων), ή<br />
πολύμορφου εξανθήματος θα θέσει τις υπόνοιες για τη<br />
διάγνωση του αυτοφλεγμονώδους νοσήματος. Η ιδιαίτερη<br />
προσοχή στην κλινική πορεία της νόσου θα βοηθήσει<br />
τον κλινικό γιατρό και θα τον καθοδηγήσει να αποφασίσει<br />
γενετικό έλεγχο.(2) Οι αυτοφλεγμονώδεις ασθένειες<br />
είναι σχετικά σπάνιες και προκύπτουν από μεταλλάξεις<br />
σε γονίδια και μόνο. Προκύπτουν από την ακατάλληλη<br />
ενεργοποίηση αντιγόνο-ανεξάρτητων φλεγμονωδών μηχανισμών.<br />
Από τις αυτοφλεγμονώδεις αυτές παθήσεις<br />
οι εμφανείς μεσολαβητές και τα κύτταρα του έμφυτου<br />
ανοσοποιητικού συστήματος μπορούν σε γενικές γραμμές<br />
να θεωρηθούν ότι αποτελούν τις πρωταρχικές ασθένειες<br />
της έμφυτης ανοσίας αν και τα γενετικά ελαττώματα<br />
που είναι υπεύθυνα για την αυτοφλεγμονή σε ορισμένες<br />
περιπτώσεις μπορεί να επηρεάσουν τα κύτταρα<br />
του προσαρμοσμένου ανοσοποιητικού συστήματος. Οι<br />
πρωτότυπες αυτοφλεγμονώδεις διαταραχές αποτελούν<br />
τα περιοδικά πυρετικά σύνδρομα. Χαρακτηρίζονται από<br />
φυσιολογική, άλλες φορές υπερβολική ενεργοποίηση των<br />
φλεγμονωδών οδών με απουσία αντιγόνου (άμεση αυτοανοσία).<br />
Ωστόσο πολλές φορές ο πυρετός δεν είναι<br />
το πιο συναρπαστικό χαρακτηριστικό. Εκτός από τον<br />
γνωστό σε όλους Μεσογειακό πυρετό με την πρόοδο<br />
της τεχνολογίας ανακαλύφθηκαν διάφορες μεταλλάξεις<br />
γονιδίων σε σχέση με διαφορετική κλινική σημειολογία. (3)<br />
Αυτά τα σύνδρομα ταξινομήθηκαν σε ομάδες με διάφορα<br />
χαρακτηριστικά όπως τα σύνδρομα που σχετίζονται με<br />
τον υποδοχέα TNF-1(TRAPS), τo HYPER- IgD σύνδρομο. Το<br />
PFARA σύνδρομο με επεισόδια αφθώδους στοματίτιδας,<br />
φαρυγγίτιδας αδενίτιδας και με αιφνίδια έναρξη. Στα<br />
περιοδικά σύνδρομα με κρυοπυρίνη (CAPS) ο πυρετός<br />
είναι επικουρικό και όχι κυρίαρχο σημείο. Το PAPA σύνδρομο<br />
ή σύνδρομο άσηπτης αρθρίτιδας του γαγγραινώδους<br />
πυοδέρματος που συνοδεύεται με ακμή. Το Blau<br />
σύνδρομο χαρακτηρίζεται από κοκκιωματώδη φλεγμονή<br />
δέρματος αρθρώσεων και οφθαλμών.(4)<br />
Η διάλεξη θα ασχοληθεί με την διερεύνηση και<br />
την τεκμηρίωση των εκδηλώσεων (ρευματικών και μη)<br />
προσδιορίζοντας από τη σκοπιά του ειδικού γιατρού<br />
τα ανωτέρω σύνδρομα και τι νεότερο υπάρχει στην<br />
αντιμετώπιση τους.(5-6)<br />
Βιβλιογραφια<br />
1. Stojanov,S, Kastner, DL. Familian autoinflamatory<br />
diseases: genetics ,pathogenesis and treatment. Curr<br />
Opin Rheumatology 2005; 17: 586<br />
2. Gattomo ,M. Sormani, MP, D’Osuado, A et al. A diagnostic<br />
score for molecular analysis of hereditary<br />
autoinflamatory syndromes with periodic fever in<br />
children. Arthritis Rheum 2008; 58 :1823.<br />
3. Shoham, NO, Centola, M. Mansfield, E et al. Pyrin<br />
binds the PSTP1/CD2BP1 Protein defining familian<br />
Mediterranean fever and PAPA syndrome as disorders<br />
in the same pathway. Proc Natl Acad Sci USA<br />
2003: 100: 13501.<br />
4. Miceli Richard, C, Lesage, S, Rybojad, M, et al .CAPD 15<br />
mutations in Blau syndrome. Nat Genet 2001; 29: 19.<br />
5. Stichweh, Ds, Punaro,M, Pascual V. Dramatic improvement<br />
of pyoderma gangrenosum with infliximab<br />
in a patient with PAPA syndrome. Pediatr Dermatol<br />
2005; 22: 268<br />
6. Dierselhuis, MP, Frenkel, J, Wulffraat, NM, Bolens,<br />
JJ. Anakinra for flares of pyogenic arthritis in PAPA<br />
syndrome. Rheumatology (oxford) 2005; 44:406.
Περιοδικά εμπύρετα σύνδρομα:<br />
Διαγνωστική Προσπέλαση - Θεραπευτική παρέμβαση<br />
ΓΑ Κατσίκας<br />
Ρευματολόγος, Επιμελητής Α’, Ρευματολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
SUMMARY<br />
The early diagnosis and the thorough understanding of the underlying pathogenetic mechanisms of the hereditary febrile<br />
syndromes were mainly attributed to the great evolution in molecular genetics in the past two decades. Early diagnosis<br />
means better prognosis while interpretation of pathophysiology of the diseases means targeted therapeutic approach.<br />
On the other hand, the value of history and clinical examination in diagnosing the hereditary febrile syndromes is still<br />
strong. Every patient (especially a young one) with an intermittent fever of maximum two weeks duration is possible<br />
to suffer by any of the periodic febrile syndromes. Being familiar with the characteristic signs and symptoms of each<br />
syndrome makes is crucial for the right diagnosis. Molecular genetics, then, play a confirmatory role. With up to date<br />
knowledge hereditary febrile syndromes are not yet considered as typical diseases of particular ethnic groups. That is<br />
a good reason for the modern general practitioner in Greece, nowadays, to be familiar with these syndromes. Familial<br />
Mediterranean fever (FMF) is the most known and common hereditary febrile syndrome. Apart from FMF five more<br />
syndromes comprised the group. These syndromes can be classified in a wider group of syndromes the so called autoinflammatory<br />
syndromes. Their common pathogenetic basis is a disorder of the physical (innate) immunity which leads<br />
to inappropriate activation of inflammatory mechanisms. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 38-48, 2011.<br />
Key words: familial mediterranean fever, autoinflammatory diseases, cryopyrinoparhies<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Η μεγάλη πρόοδος των τελευταίων δύο δεκαετιών στη μοριακή γενετική βοήθησε αρκετά στην πρωϊμότερη διάγνωση<br />
των κληρονομικών εμπυρέτων συνδρόμων και στην κατανόηση σε βάθος των παθογενετικών διαδικασιών<br />
που προκαλούν την εκδήλωσή των. Η έγκαιρη διάγνωση σχετίζεται με την καλύτερη πρόγνωση ενώ η γνώση της<br />
παθογένειας με τη στοχευμένη θεραπευτική προσέγγιση. Όμως, η αξία του ιστορικού και της κλινικής εξέτασης<br />
στη διάγνωση των περιοδικών εμπυρέτων συνδρόμων δεν πρόκειται στο προσεχές (τουλάχιστο) μέλλον να μειωθεί.<br />
Κάθε ασθενής (ιδιαίτερα νέος στην ηλικία) που παρουσιάζει διαλείποντα επεισόδια εμπυρέτου διάρκειας<br />
εώς 2 εβδομάδων θα πρέπει να θεωρείται υποψήφιος πάσχων από κάποιο περιοδικό εμπύρετο σύνδρομο. Η<br />
γνώση ορισμένων χαρακτηριστικών συμπτωμάτων και σημείων (που θα αναλυθούν εκτενέστερα στο κείμενο),<br />
κατευθύνει τη διαγνωστική σκέψη προς συγκεκριμένο σύνδρομο και οι σύγχρονες μοριακές τεχνικές έρχονται<br />
να επιβεβαιώσουν τη διάγνωση. Ο σύγχρονος ιατρός θεραπευτής πρέπει να είναι εξοικειωμένος τα εμπύρετα<br />
περιοδικά σύνδρομα μιας και η διαρκώς αναεούμενη βιβλιογραφία δείχνει ότι (σε αντίθεση με ότι πιστεύαμε στο<br />
παρελθόν) τα νοσήματα αυτά απέχουν από το να χαρακτηρισθούν τυπικά για συγκεκριμένες εθνικές ομάδες. Το<br />
πιο γνωστό και συχνό περιοδικό εμπύρετο νόσημα είναι ο οικογενής Μεσογειακός πυρετός. Άλλα πέντε σύνδρομα<br />
συμπεριλαμβάνονται στην ίδια κατηγορία που με τη σειρά της υπάγεται σε μια ευρύτερη ομάδα νοσημάτων,<br />
τα αυτοφλεγμονώδη νοσήματα. Όπως υποδηλώνεται από το όνομά τους, κοινή παθογενετική τους βάση φαίνεται<br />
ότι είναι μια διαταραχή της φυσικής ανοσίας με αποτέλεσμα την ανεξέλεγκτη κινητοποίηση φλεγμονωδών<br />
μηχανισμών. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 38-48, 2011.<br />
Λέξεις κλειδιά: αυτοφλεγμονώδη νοσήματα, οικογενής μεσογειακός πυρετός, κρυοπυρινοπάθειες
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 39<br />
Εισαγωγή<br />
Τα εμπύρετα περιοδικά σύνδρομα περιλαμβάνουν<br />
μια σειρά κληρονομούμενων νοσημάτων που χαρακτηρίζονται<br />
από υποτροπιάζοντα επεισόδια εμπυρέτου<br />
συνοδευόμενα από ποικιλία φλεγμονωδών εκδηλώσεων<br />
από τους ορογόνους, τις αρθρώσεις και το δέρμα 1 .<br />
Μπορούν να ενταχθούν σε μια ευρύτερη κατηγορία<br />
νοσημάτων στα λεγόμενα αυτοφλεγμονώδη νοσημάτα.<br />
Τα αυτο-φλεγμονώδη νοσήματα κατ΄ ουσίαν αποτελούν<br />
πρωτοπαθείς παθήσεις της έμφυτης (φυσικής)<br />
ανοσίας μιας και προκαλούνται μέσω παθολογικής<br />
ενεργοποίησης αντιγονοανεξάρτητων φλεγμονωδών<br />
μηχανισμών 2 . <br />
Στην ομάδα των εμπυρέτων περιοδικών συνδρόμων<br />
περιλαμβάνονται οι εξής νοσολογικές οντότητες:<br />
- ο οικογενής Μεσογειακός πυρετός (ΟΜΠ) (familial<br />
Mediterranean fever –FMF)<br />
- το σύνδρομο υπερ IgD ανοσοσφαιρίνης (hyper-<br />
IgD syndrome – HIDS)<br />
- το σχετιζόμενο με τον υποδοχέα του παράγοντα<br />
νέκρωσης των όγκων σύνδρομο (TNF receptor<br />
associated periodic syndrome – TRAPS)<br />
- το οικογενές ψυχρό αυτοφλεγμονώδες σύνδρομο<br />
(Familial cold auto-inflammatory syndrome – FCAS)<br />
- το σύνδρομο Muckle – Wells (MWS)<br />
- το νεογνικής έναρξης πολυσυστηματικό φλεγμονώδες<br />
σύνδρομο (neonatal onset multisystem<br />
inflammatory disorder syndrome NOMID) / χρόνιο<br />
νευρολογικό δερματικό και αρθρικό σύνδρομο<br />
βρεφών (CINCA)<br />
Τα σύνδρομα FCAS, MWS και NOMID/CINCA ονομάζονται<br />
και κρυοπυρινοπάθειες ή σύνδρομα σχετιζόμενα<br />
με την κρυοπυρίνη.<br />
Αν και ο κληρονομικός χαρακτήρας των περιοδικών<br />
συνδρόμων ήταν γνωστός από παλιά, η ανακάλυψη<br />
του γονιδίου του FMF στα 1992 3 αποτέλεσε επανάσταση.<br />
Στην επόμενη δεκαετία ταυτοποιήθηκαν τα γονίδια<br />
που ευθύνονται και για τα υπόλοιπα σύνδρομα.<br />
Το κύριο κλινικό χαρακτηριστικό των συνδρόμων<br />
είναι ο πυρετός ο οποίος είναι μάλλον υποτροπιάζων<br />
παρά περιοδικός. Ο κοιλιακός πόνος, ο πλευριτικός<br />
πόνος, η διάρκεια των επεισοδίων, η πρώιμη έναρξη<br />
των κλινικών χαρακτηριστικών, το οικογενειακό ιστορικό<br />
υποτροπιαζόντων εμπυρέτων κατευθύνει τη διαγνωστική<br />
σκέψη προς τα αυτοφλεγμονώδη νοσήματα.<br />
Η σημασία της διάγνωσης έγκειται στην αποφυγή της<br />
δευτεροπαθούς αμυλοείδωσης που αποτελούσε στο<br />
παρελθόν συχνή επιπλοκή των αδιάγνωστων και κατ΄<br />
επέκταση αθεράπευτων περιοδικών συνδρόμων 1 .<br />
1) ΟΙΚΟΓΕΝΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟΣ ΠΥΡΕΤΟΣ<br />
Ο οικογενής μεσογειακός πυρετός (ΟΜΠ) είναι η<br />
πιο γνωστή και περισσότερο μελετημένη πάθηση από<br />
όσες συμπεριλαμβάνονται στα κληρονομικά εμπύρετα<br />
σύνδρομα. Μεταβιβάζεται με τον υπολειπόμενο<br />
αυτοσωμικό τύπο και προσβάλλει κυρίως άτομα του<br />
μεσογειακού χώρου με ιδιαίτερη προτίμηση στους Σεφαρδείτες<br />
Εβραίους, Τούρκους, Βορειαφρικάνους και<br />
Αρμένιους και λιγότερο στους Ιταλούς και Έλληνες. Η<br />
σποραδική διαπίστωση περιπτώσεων ΟΜΠ σε άτομα<br />
και διαφορετικών εθνοτήτων, αποδυκνείει ότι η καταγωγή<br />
δεν αρκεί για τον αποκλεισμό την νόσου 1 .<br />
Κλινικές εκδηλώσεις<br />
Η πρώτη εκδήλωση της νόσου εμφανίζεται πριν<br />
τα 10 έτη στο 65% των περιπτώσεων (και πριν τα 20<br />
έτη στο 95%) 4 . Η τυπική εισβολή χαρακτηρίζεται από<br />
εμπύρετο και ορογονίτιδα που διαρκεί 1-3 ημέρες και<br />
αποδράμει αυτόματα. Ο πυρετός και ο πόνος ξεκινούν<br />
απότομα και κορυφώνονται γρήγορα. Σε κάποιους<br />
ασθενείς υπάρχουν και πρόδρομα συμπτώματα 5 . Τα<br />
μεσοδιαστήματα μεταξύ των κρίσεων είναι ελεύθερα<br />
συμπτωμάτων. Δεν υπάρχει σταθερή περιοδικότητα<br />
στην εμφάνιση των κρίσεων ούτε και σαφείς εκλυτικοί<br />
παράγοντες για την πλειονότητα των ασθενών 1 .<br />
Ο πυρετός είναι υψηλότερος στα παιδιά σε σχέση<br />
με τους ενήλικες και παραμένει υψηλός σε όλη τη<br />
διάρκεια της κρίσης αν δεν αντιμετωπισθεί με αντιπυρετικά.<br />
Η περιτονίτιδα είναι η συχνότερη προσβολή των<br />
ορογόνων μιας και εμφανίζεται στο 95% των ασθενών<br />
4 . Η κλινική εικόνα μπορεί να μιμηθεί οξεία κοιλία<br />
με εντονότατο πόνο, ευαισθησία γενικευμένη, σανιδώδη<br />
κοιλία και παραλυτικό ειλεό με αποτέλεσμα<br />
αρκετοί ασθενείς να υποβάλλονται σε διαγνωστικές<br />
λαπαροτομίες 1 .<br />
Η πλευρίτιδα είναι επίσης συχνή (μόνη της ή σε<br />
συνδυασμό με περιτονίτιδα) μια και διαπιστώνεται<br />
στο 75% των ασθενών 6 . Συχνά είναι ετερόπλευρη και<br />
συνοδεύεται από μικρή εξιδρωματική πλευριτική συλλογή<br />
πλούσια σε ουδετερόφιλα.<br />
Αντίθετα η περικαρδίτιδα (συμπτωματκή ή μη) είναι<br />
ιδιαίτερα σπάνια αν και έχουν περιγραφεί μέχρι<br />
και περιπτώσεις επιπωματισμού 1 .<br />
Από τις μυοσκελετικές εκδηλώσεις του ΟΜΠ συχνότερη<br />
είναι αρθρίτιδα. Συνήθως είναι μονοαρθρίτιδα<br />
που προσβάλλει γόνατο ή ποδοκνημική αν και<br />
συμμετρική ή ασύμμετρη ολιγοαρθρίτιδα (αλλά και πο-
40<br />
Περιοδικά εμπύρετα σύνδρομα: Διαγνωστική Προσπέλαση - Θεραπευτική παρέμβαση<br />
λυαρθρίτιδα) έχουν περιγραφεί. Το αρθρικό υγρό είναι<br />
συνήθως φλεγμονώδες με υπεροχή των πολυμορφοπυρήνων<br />
1 . Η αρθρίτιδα μπορεί να επισυμβεί ανεξάρτητα<br />
από τις άλλες εκδηλώσεις του ΟΜΠ και να διαρκέσει<br />
εβδομάδες ώς μήνες. Η φυσική πορεία είναι η<br />
πλήρης ύφεση χωρίς δομικές βλάβες στην άρθρωση 2 .<br />
Στο 1/3 των ασθενών εμφανίζεται παροδικό εξάνθημα<br />
τύπου ερυσιπέλατος με κατανομή στην κνήμη,<br />
την ποδοκνημική και τη ράχη του άκρου ποδός διάρκειας<br />
24-48 ωρών 7 .<br />
Σπανιότερες εκδηλώσεις του ΟΜΠ περιλαμβάνουν<br />
τις μυαλγίες των κάτω άκρων (που συνήθως δε συνοδεύονται<br />
από πυρετό και διαρκούν 2-3 ημέρες) 1 . Ενίοτε<br />
η εικόνα είναι πιο θορυβώδης και περιλαμβάνει<br />
εμπύρετο και αυξηση της ΤΚΕ.<br />
Η σοβαρότερη επιπλοκή του ΟΜΠ είναι η δευτεροπαθής<br />
(ΑΑ) αμυλοείδωση. Προκαλείται από την<br />
εναπόθεση προϊόντων αποδόμησης της αμυλοειδούς<br />
Α του ορού (serum A amyloid) στους νεφρούς, το ήπαρ,<br />
το σπλήνα, το γαστρεντερικό σωλήνα, τους όρχεις, το<br />
θυρεοειδή αδένα, τους πνεύμονες και τα επινεφρίδια 1,4,7 .<br />
Πριν την εισαγωγή της κολχικίνης στη θεραπεία αποτελούσε<br />
συχνή αιτία έκπτωσης της νεφρικής λειτουργίας<br />
και θανάτου στους ασθενείς με ΟΜΠ. Φαίνεται<br />
ότι οι ασθενείς με ομοζυγωτία στη μετάλλαξη M694V<br />
είναι υψηλού κινδύνου για εμφάνιση αμυλοείδωσης.<br />
Όλοι οι ασθενείς με ΟΜΠ πρέπει να ελέγχονται για<br />
αμυλοείδωση. Αν δε θεραπευτεί η αμυλοείδωση οδηγεί<br />
σε έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας μέσα σε χρονικό<br />
διάστημα 3-5 ετών.<br />
Εργαστηριακά ευρήματα<br />
Εργαστηριακό φλεγμονώδες σύνδρομο χαρακτηρίζει<br />
τον ΟΜΠ. Αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων, αύξηση<br />
της ΤΚΕ και της CRP, του ινωδογόνου, του SAA (serum<br />
A amyloid) και διάχυτη πολυκλωνική υπεργαμμασφαιριναιμία<br />
είναι τα κύρια εργαστηριακά ευρήματα 4 . Αν<br />
και μεταξύ των επεισοδίων του ΟΜΠ οι ασθενείς είναι<br />
ασυμπτωματικοί, εν τούτοις ένα ποσοστό αυτών διατηρεί<br />
αυξημένους δείκτες φλεγμονής 8 .<br />
Μοριακή Γενετική<br />
Το γονίδιο του ΟΜΠ (που καλείται MEFV) βρίσκεται<br />
στο βραχύ σκέλος του χρωμοσώματος 16. Το γονίδιο<br />
MEFV κωδικοποιεί μια πρωτεΐνη 781 αμινοξέων η<br />
οποία αποκαλείται πυρίνη ή μαρενοστρίνη από τις<br />
δύο διαφορετικές ομάδες έρευνας που ταυτόχρονα<br />
προέβησαν στην ανακάλυψή της 9,10 . Η πρωτεΐνη αυτή,<br />
η οποία εκφράζεται κυρίως σε κυκλοφορούντα κύτταρα<br />
της μυελοειδούς σειράς, είναι ιδιαίτερης σημασίας<br />
για το μηχανισμό της φυσικής ανοσίας μιας και<br />
αποτελεί μείζον ρυθμιστικό συστατικό του φλεγμονοσώματος<br />
(inflammasome) (συμπλέγματος πρωτεϊνών<br />
που η ενεργοποίησή τους προκαλεί απελευθέρωση<br />
ιντερλευκίνης 1β και μεσολαβητών απόπτωσης) 11 . Αν<br />
και δε γνωρίζουμε τους ακριβείς μηχανισμούς (μειωμένη<br />
αντιφλεγμονώδης δραστηριότητα ή αυξημένη<br />
προφλεγμονώδης σηματοδότηση;) φαίνεται ότι οι σχετιζόμενες<br />
με τον ΟΜΠ μεταλλάξεις συμβάλλουν στην<br />
ενίσχυση ενός ακίνδυνου (μη φλεγμονώδους) αρχικού<br />
ερεθίσματος.<br />
Πάνω από 70 μεταλλάξεις στο MEFV, σχετιζόμενες<br />
με ΟΜΠ, έχουν βρεθεί μέχρι τώρα. Υπάρχει και ιστότοτοπος<br />
(INFEVERS http://fmf.igh.cnrs.fr/infevers/) όπου<br />
δημοσιεύεται ο σχετικός κατάλογος. Η πλειονότητά<br />
τους βρίσκεται στο εξώνιο 10 του γονιδίου 1 . Μια και<br />
η πάθηση μεταβιβάζεται με τον αυτοσωμικό υπολειπόμενο<br />
τύπο θα έπρεπε όλοι οι ομοζυγώτες για τη<br />
σχετιζόμενη με το νόσημα μετάλλαξη να νοσούν. Όμως<br />
φαίνεται ότι δεν εκδηλώνουν όλοι οι ομοζυγώτες το<br />
νόσημα (20-40 φορές λιγότεροι οι ομοζυγώτες με φαινότυπο<br />
ΟΜΠ σε σχέση με τους μη νοσούντες ομοζυγώτες<br />
σύμφωνα με μια μελέτη 12 ). Πιο σπάνια απλοί<br />
ετεροζυγώτες εκδηλώνουν ΟΜΠ 13 και ακόμη σπανιότερα<br />
σε ασθενείς με ΟΜΠ δεν ανευρίσκεται καμία γνωστή<br />
μετάλλαξη 1 .<br />
Διάγνωση<br />
Παρά την ανακάλυψη του γονιδίου του ΟΜΠ και<br />
πλήθους μεταλλάξεων σχετιζόμενων με το νόσημα, η<br />
διάγνωση απέχει από το να είναι καθαρά γενετική.<br />
Αναφέραμε παραπάνω ότι κλινικά διαγνωσθέντες<br />
ασθενείς με ΟΜΠ μπορεί να έχουν μόνο μια σχετιζόμενη<br />
μετάλλαξη (ετεροζυγώτες) 13 ή και καμία 1 . Επομένως<br />
ή οι διαθέσιμες τεχνικές δεν έχουν καταφέρει να<br />
προσδιορίσουν το σύνολο των σχετιζόμενων μεταλλάξεων<br />
ή και άλλοι γενετικοί τόποι που κωδικοποιούν<br />
ομόλογα πυρίνης ή άλλες πρωτεΐνες αλληλεπιδρούν<br />
με το MEFV στην εκδήλωση σημείων και συμπτωμάτων<br />
ΟΜΠ.<br />
Το 1997 δημοσιεύθηκε από το Tel Hashomer Medical<br />
Center του Ισραήλ ένα σχήμα που περιλάμβανε μείζονα,<br />
ελάσσονα και υποστηρικτικά κριτήρια με σκοπό να<br />
διευκολυνθεί η διάγνωση του ΟΜΠ 14 .
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 41<br />
Λεπτομερή κριτήρια για τη διάγνωση<br />
του ΟΜΠ<br />
Μείζονα κριτήρια<br />
Τυπικές προσβολές<br />
1. Περιτονίτιδα (γενικευμένη)<br />
2. Πλευρίτιδα (ετερόπλευρη) ή περικαρδίτιδα<br />
3. Μονοαρθρίτιδα (ισχίου, γόνατος, ποδοκνημικής)<br />
4. Πυρετός<br />
5. Ικανοποιητική απάντηση στην κολχικίνη<br />
Ελάσσονα κριτήρια<br />
1-4. Ατελή επεισόδια περιλαμβάνοντα 1 ή περισσότερα<br />
από τα παρακάτω όργανα<br />
1. Κοιλιά<br />
2. Θώρακας<br />
3. Αρθρώσεις<br />
4. Έντονα άλγη κνημών<br />
Υποστηρικτικά κριτήρια<br />
1. Οικογενειακό ιστορικό ΟΜΠ<br />
2. Τυπική εθνικότητα<br />
3. Ηλικία έναρξης < 20 ετών<br />
4-7. Χαρακτηριστικά επεισοδίων:<br />
4. Σοβαρά επεισόδια με κλινήρη ασθενή<br />
5. Αυτόματη ύφεση<br />
6. Μεσοδιαστήματα ελέυθερα συμπτωμάτων<br />
7. Παροδική φλεγμονώδη αντίδραση, με μία ή περισσότερες<br />
παθολογικές εξετάσεις για τα λευκά<br />
αιμοσφαίρια, την ΤΚΕ, το αμυλοειδές Α του ορού<br />
και/η το ινωδογόνο<br />
8. Επεισοδιακή αιματουρία/πρωτεϊνουρία<br />
9. Λαπαροτομία ή σκωληκοειδεκτομή χωρίς όφελος<br />
10. Συγγένεια εξ’ αίματος των γονέων<br />
Με τη βοήθεια του παρακάτω αλγόριθμου που<br />
χρησιμοποεί τα λεπτομερή κριτήρια η διάγνωση του<br />
ΟΜΠ μπορεί να γίνει σε με ευαισθησία 95% και ειδικότητα<br />
99%.<br />
Βέβαια υπάρχει σκεπτικισμός μιας και τα προτεινόμενα<br />
κριτήρια στηρίζονται κυρίως σε κλινικά ευρήματα<br />
και η εφαρμογή τους σε άλλες εθνικές ομάδες (πέραν<br />
των Ισραηλινών) μπορεί να είναι προβληματική. Επίσης<br />
υπάρχουν ασθενείς ομοζυγώτες σε μεταλλάξεις του<br />
MEFV, με φλεγμονώδη επεισόδια που δεν πληρούν τα<br />
παραπάνω κριτήρια. Ως εκ τούτου πιθανότατα επί<br />
τη βάση των γενετικών ανακαλύψεων να επιχειρηθεί<br />
κάποια τροποποίηση των κριτηρίων.<br />
Συνοψίζοντας, η διάγνωση του ΟΜΠ σε ασθενείς<br />
με τυπικές κλινικές εκδηλώσεις είναι σχετικά βέβαια<br />
και δεν απαιτεί γενετικό έλεγχο. Σε λιγότερο ξεκάθαρες<br />
περιπτώσεις και ιδιαίτερα σε ιατρούς που έχουν<br />
μικρότερη εξοικείωση με το νόσημα, ο γενετικός έλεγχος<br />
είναι σημαντικός μιας και η παρουσία δύο μεταλλάξεων<br />
είναι ενισχυτική της διάγνωσης ενώ η απουσία μεταλλάξεων<br />
απομακρύνει τη διαγνωστική σκέψη από τον<br />
ΟΜΠ. Προσοχή χρειάζεται στην αξιολόγηση της ετεροζυγωτίας<br />
όχι τόσο σε περιπτώσεις με σχετικά τυπική<br />
κλινική εικόνα 13 όσο σε εκείνους με άτυπη σημειολογία.
42<br />
Περιοδικά εμπύρετα σύνδρομα: Διαγνωστική Προσπέλαση - Θεραπευτική παρέμβαση<br />
Διαφορική διάγνωση<br />
Πολλές παθήσεις μιμούνται την κλινική εικόνα του<br />
ΟΜΠ και πρέπει να αποκλείονται για την τεκμηρίωση<br />
της διάγνωσης. Πλην των άλλων περιοδικών εμπύρετων<br />
συνδρόμων ενδεικτικά αναφέρουμε και τις παρακάτω:<br />
σκωληκοειδίτιδα, διάτρηση πεπτικού έλκους,<br />
εκκολπωματίτιδα, υποτροπιάζουσα παγκρεατίτιδα,<br />
συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, αγγείτιδα, οξεία<br />
διαλείπουσα πορφυρία, κληρονομικό αγγειοοίδημα.<br />
Θεραπεία<br />
Δύο είναι οι στόχοι της θεραπείας στον ΟΜΠ<br />
- η πρόληψη των κρίσεων<br />
- η πρόληψη της αμυλοείδωσης<br />
Από το σύνολο των φαρμάκων που έχουν χρησιμοποιηθεί<br />
μόνο η κολχικίνη διαθέτει αποδεδειγμένα<br />
προφυλακτική δράση τόσο για τις κρίσεις όσο και για<br />
την αμυλοείδωση 1,4,7 . Η σχετική ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα<br />
της κολχικίνης σε μακροχρόνια χορήγηση<br />
είναι καλά τεκμηριωμένη 15 . Ασφαλής είναι η χορήγησή<br />
της και σε παιδιά. Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία<br />
επιτρέπεται η χορήγησή της σε κύηση και γαλουχία..<br />
72% των ασθενών εμφανίζουν λιγότερες από μία<br />
κρίσεις το εξάμηνο, 15% λιγότερο από μία κρίση το<br />
τρίμηνο ενώ περίπου 13% δεν απαντούν στη θεραπεία.<br />
Η κολχικίνη μειώνει την ένταση, τη διάρκεια και<br />
τη συχνότητα των επεισοδίων. Μόνο τα αρθρικά συμπτώματα<br />
φαίνεται ότι είναι σχετικά ανθεκτικά στη<br />
δράση της. Η συνιστώμενη δόση ποικίλλει από 1-2,4<br />
mgr/ημέρα και συνήθως δόσεις μέχρι 1,8mgr/ημέρα είναι<br />
καλά ανεκτές 1 .<br />
Η κολχικίνη αποδεδειγμένα εμποδίζει την εκδήλωση<br />
αμυλοείδωσης 1,4,7 και βελτιώνει και την αποβολή<br />
λευκώματος από τα ούρα σε ασθενείς με μέτρια<br />
λευκωματουρία. Ακόμη και ασθενείς με νεφρωσικού<br />
επιπέδου λευκωματουρία βελτιώνονται ιδιαίτερα αν η<br />
θεραπεία ξεκινήσει όταν η κρεατινίνη δεν έχει ξεπεράσει<br />
τα 1,5-2mgr/dl. Οι συνήθεις δόσεις σε αμυλοείδωση<br />
είναι 1,5-2mgr/ημέρα.<br />
Όσον αφορά στους μη απαντητές φαίνεται ότι<br />
κάποιοι δε συμμορφώνονται με την αγωγή ή επιδιώκουν<br />
άλλα οφέλη. Αληθείς μη απαντητές είναι λίγοι και<br />
στις περιπτώσεις αυτές οφείλουμε να ελέγξουμε αν η<br />
διάγνωση του ΟΜΠ είναι εσφαλμένη και στην πραγματικότητα<br />
οι ασθενείς πάσχουν από κάποιο από τα<br />
άλλα δύο κληρονομικά περιοδικά εμπυρετα σύνδρομα<br />
το HIDS και το TRAPS. Δεν είναι καλά ξεκαθαρισμένα<br />
τα χαρακτηριστικά των φτωχών απαντητών στην<br />
κολχικίνη. Ίσως η φτωχή απάντηση να σχετίζεται με<br />
μειωμένη ικανότητα συγκέντρωσης του φαρμάκου στα<br />
λευκοκύτταρα στους συγκεκριμένους ασθενείς 16 .<br />
Σε μη απαντητές στην κολχικίνη έχουν χρησιμοποιηθεί<br />
με λιγότερη ή περισσότερη επιτυχία άλλα σκευάσματα.<br />
Η χορήγηση ιντερφερόνης α σε δόσεις 3-10Χ10 6<br />
IU υποδορίως φαίνεται ότι μπορεί να βοηθήσει στην<br />
πρόληψη των κρίσεων ιδιαίτερα αν χρησιμοποιηθεί<br />
νωρίς 17 . Άγνωστη είναι η επίδρασή της στην πρόληψη<br />
της αμυλοείδωσης.<br />
Σποραδικές ενδείξεις για τη χρήση της θαλιδομίδης<br />
(100mgr/d) 18 , αντι TNFα παραγόντων όπως της<br />
ετανερσέπτης (25mgr υποδορίως δύο φορές την εβδομάδα)<br />
18 και της ινφλιξιμάμπης 19 καθώς και του ανάκινρα<br />
(ανταγωνιστή του υποδοχέα της ιντερλευκίνης<br />
1α) 20 σε ασθενείς με ΟΜΠ μη απαντητές στην κολχικίνη<br />
υπάρχουν στη διεθνή βιβλιογραφία. `<br />
2) ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΥΠΕΡ IgD ΑΝΟΣΟΣΦΑΙΡΙΝΗΣ<br />
(HIDS)<br />
Το HIDS είναι μια κληρονομική νόσος που μεταβιβάζεται<br />
με τον αυτοσωμικό υπολειπόμενο τύπο και<br />
χαρακτηρίζεται από υποτροπιάζοντα επισόδια εμπυρέτου,<br />
λεμφαδενοπάθειας και κοιλιακού άλγους με<br />
συνοδό αύξηση της IgD ανοσοσφαιρίνης. Πρωτοπεριγράφηκε<br />
από τον Jos Van de Meer το 1984 21 . Πάνω από<br />
60 ασθενείς έχουν καταγραφεί σε όλο τον κόσμο και<br />
υπάρχει ήδη βάση δεδομένων στο διαδίκτυο για την<br />
καταγραφή και παρακολούθηση των ασθενών (http://<br />
www.hids.net).<br />
Κλινικές εκδηλώσεις<br />
Οι κύριες κλινικές εκδηλώσεις του συνδρόμου είναι<br />
ο πυρετός, η σπληνομεγαλία, η λεμφαδενοπάθεια, το<br />
κοιλιακό άλγος, η αρθρίτιδα/αρθραλγία και το εξάνθημα.<br />
Οι κρίσεις έχουν μάλλον επεισοδιακό παρά περιοδικό<br />
χαρακτήρα 1 και η έναρξη τους συνήθως συμβαίνει<br />
στο πρώτο έτος της ζωής του πάσχοντος.<br />
Ο πυρετός συχνά εισβάλει με ρίγος, ξεπερνά τους<br />
38,5 ο C και διαρκεί 4-7ημέρες και μπορεί να συνοδεύεται<br />
από κεφαλαλγία. Ενίοτε, υπάρχουν και πρόδρομα<br />
συμπτώματα.<br />
Τραχηλική λεμφαδενοπάθεια είναι ιδιαίτερα συχνή<br />
κατά τη διάρκεια της κρίσης, αν και οποιαδήποτε<br />
ομάδα λεμφαδένων μπορεί να προσβληθεί 22 . Το 50%<br />
των ανήλικων ασθενών εκδηλώνει ψηλαφητή σπληνομεγαλία.<br />
Το κοιλιακό άλγος είναι ιδιαίτερα συχνή εκδήλωση<br />
και μπορεί να υποδυθεί οξεία κοιλία 1,22 . Η πλευρίτιδα<br />
και η περικαρδίτιδα είναι σπάνιες
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 43<br />
Το 80% σχεδόν των ασθενών υποφέρει από αρθραλγίες<br />
στη διάρκεια των κρίσεων, ενώ αρκετοί εκδηλώνουν<br />
αρθρίτιδα που αφορά στις μεγάλες κυρίως<br />
αρθρώσεις των κάτω άκρων. Τα μυοσκελετικά<br />
συμπτώματα τείνουν να παραμένουν και τα μετά την<br />
υποχώρηση του πυρετού 1 .<br />
Συρρέουσες ερυθηματώδεις κηλίδες είναι συχνές<br />
στις κρίσεις με εντόπιση κυρίως στα άκρα 1,22 .<br />
Η αμυλοείδωση είναι σπάνια αλλά ιδιαίτερα σοβαρή<br />
επιπλοκή του HIDS.<br />
Εργαστηριακά ευρήματα<br />
Κατά τη διάρκεια των κρίσεων ο εργαστηριακός<br />
έλεγχος αποκαλύπτει μη ειδική απάντηση οξείας φάσης<br />
(λευκοκυττάρωση με καθ΄ υπεροχή πολυμορφοπυρήνωση,<br />
υπερινωδογοναιμία, αύξηση της ΤΚΕ και της<br />
C-RP, αύξηση της φερριτίνης και του αμυλοειδούς Α<br />
του ορού. Η ανοσοσφαιρίνη IgD είναι αυξημένη (>100IU/<br />
ml ή 10mg/dl), αν και όχι σε όλες τις περιπτώσεις 1,22 .<br />
Προβληματισμός υπάρχει για το άν η αύξηση της IgD<br />
σχετίζεται αιτιολογικά με το σύνδρομο (που φέρει και<br />
το όνομά της) ή αποτελεί απλά επιφαινόμενο 23 . Αυξημένη<br />
παρουσιάζεται και η IgA (ιδιαίτερα η IgA 1<br />
υποτάξη)<br />
στο 80% των περιπτώσεων 1,22 .<br />
Μοριακή Γενετική<br />
Η μετάλλαξη στο MVK γονίδιο (που εντοπίζεται<br />
στο μακρύ σκέλος του χρωμοσώματος 12) είναι υπεύθυνη<br />
για την εμφάνιση του συνδρόμου 1 . Το MVK γονίδιο<br />
ελέγχει την παραγωγή της μεβαλονικής κινάσης η<br />
οποία καταλύει τη μετατροπή του μεβαλονικού οξέος<br />
σε 5-φωσφομεβαλονικό οξύ. Η μεβαλονική κινάση δρα<br />
στο μονοπάτι της σύνθεσης της χοληστερίνης (που<br />
οδηγεί στη σύνθεση χοληστερίνης και προϊόντων της<br />
αλλά και μη στερολικών ισοπρενοϊδών). Πάνω από 60<br />
μεταλλάξεις έχουν περιγραφεί μέχρι σήμερα. Η πιο<br />
συχνή είναι η V377I η οποία είναι ουσιαστικά επιβεβαιωτική<br />
της διάγνωσης του HIDS 1 . Οι μεταλλάξεις<br />
συνδέονται με μειωμένη δραστηριότητα του ενζύμου.<br />
Η προφλεγμονώδης δραστηριότητα του αυξημένου μεβαλονικού<br />
οξέος ή/και η μειωμένη παραγωγή ισοπρενοειδών<br />
πιθανότατα σχετίζονται με την εκδήλωση του<br />
HIDS. Αξίζει να σημειωθεί ότι στo 25% των ασθενών με<br />
συμβατή κλινική εικόνα δε διαπιστώνεται καμία γνωστή<br />
μετάλλαξη 1 .<br />
Διάγνωση<br />
Σε ασθενείς με οικογενειακό ιστορικό η διάγνωση<br />
είναι εύκολη όταν το σύνδρομο εκδηλώνεται με την τυπική<br />
κλινική εικόνα. Η επιβεβαίωση γίνεται με την ανακάλυψη<br />
της μετάλλαξης στο MVK (συχνότερη η V377I<br />
και επόμενη σε συχνότητα η I268T). Αν δεν υπάρχει οικογενειακό<br />
ιστορικό μπορρεί να υπάρξει καθυστέρηση<br />
στη διάγνωση εως και 10 έτη 24 . Η μέτρηση των IgG και<br />
IgA είναι χρήσιμη στις λιγότερο τυπικές περιπτώσεις<br />
μιας και η αυξημένη τιμή των ενισχύει τη διάγνωση<br />
που επιβεβαιώνεται με την ανεύρεση της σχετιζόμενης<br />
με το σύνδρομο μετάλλαξης. Πάντως, η έναρξη των<br />
επεισοδίων σε ηλικία μεγαλύτερη των 5 ετών, η διάρκεια<br />
του πυρετού πέραν των 2 εβδομάδων και η<br />
απουσία αρθρικών εκδηλώσεων ουσιαστικά αποκλείει<br />
τη διάγνωση 25 .<br />
Διαφορική διάγνωση<br />
Η διαφορική διάγνωση του HIDS περιλαμβάνει λοιμώξεις,<br />
επείγουσες χειρουργικές καταστάσεις (σκωληκοειδίτιδα,<br />
διάτρηση πεπτικού έλκους), τα υπόλοιπα<br />
περιοδικά αυτοφλεγμονώδη σύνδρομα και ορισμένες<br />
άλλες παθήσεις όπως το κληρονομικό αγγειοοίδημα<br />
και η οξεία διαλείπουσα πορφυρία.<br />
Θεραπεία<br />
Οι ασθενείς με HIDS έχουν φυσιολογικό προσδόκιμο<br />
επιβίωσης και εξαιρώντας τη σπάνια επιπλοκή της<br />
αμυλοείδωσης, δεν εκδηλώνουν σοβαρές επιπλοκές.<br />
Ο σκοπός της θεραπευτικής παρέμβασης ουσιαστικά<br />
περιορίζεται στην ανακούφιση των συμπτωμάτων<br />
στη διάρκεια των κρίσεων.<br />
Δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία για τις κρίσεις<br />
του HIDS. Έχουν χρησιμοποιηθεί ΜΣΑΦ, κορτιζόνη,<br />
κολχικίνη, κυκλοσπορίνη, γ σφαιρίνη, στατίνες. Από<br />
αυτά ρόλος στη θεραπεία φαίνεται ότι υπάρχει για τα<br />
ΜΣΑΦ και τα στεροειδή. Τα ΜΣΑΦ συνήθως είναι τα<br />
φάρμακα πρώτης γραμμής για την ανακούφιση από<br />
τον πυρετό και τον πόνο. Η επιλογή του σκευάσματος<br />
και της δόσης απαιτεί εξατομίκευση. Σε αποτυχία των<br />
ΜΣΑΦ μπορεί να χορηγηθεί κορτικοειδές. Δεν υπάρχει<br />
συγκεκριμένο σχήμα. Ένδεικτικά σχήματα χορήγησης<br />
είναι τα ακόλουθα: μία εφ΄ άπαξ δόση εφόδου, 30mg/d<br />
για 3 ημέρες και σταδιακή διακοπή εντός εβδομάδας<br />
και 1mg/kg αρχική δόση με σταδιακή διακοπή εντός<br />
δύο εβδομάδων 22,26 . Βιολογικοί παράγοντες έχουν χρησιμοποιηθεί<br />
στη θεραπεία του HIDS μιας και αύξηση<br />
των προφλεγμονωδών κυτοκινών (ιντερλευκίνη 1, 6 και<br />
αντι-TNFα) έχει διαπιστωθεί στον ορό των ασθενών<br />
κατά τη διάρκεια των κρίσεων 27 . Τα αποτελέσματα
44<br />
Περιοδικά εμπύρετα σύνδρομα: Διαγνωστική Προσπέλαση - Θεραπευτική παρέμβαση<br />
ήταν διφορούμενα για την ετανερσέπτη (Enbrel) 28,29 και<br />
μάλλον καλύτερα για το ανάκινρα (Kineret) 30 .<br />
3) TNF RECEPTOR ASSOCIATED SYNDROME (TRAPS)<br />
Το κληρονομικό εμπύρετο περιοδικό σύνδρομο<br />
TRAPS έχει πρωτοπεριγραφεί το 1982 31 . Κληρονομείται<br />
με τον επικρατούντα αυτοσωμικό τύπο και οφείλεται<br />
σε μετάλλαξη του γονιδίου TNFRSF1A, που κωδικοποιεί<br />
ένα 55KDa υποδοχέα του TNF 1 . Πάνω από 50 μεταλλάξεις<br />
του γονιδίου έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα 1 .<br />
Κλινικές εκδηλώσεις<br />
Το σύνδρομο μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε<br />
ηλικία από τη νεογνική μέχρι και την 5 η δεκαετία της<br />
ζωής. Κύριο χαρακτηριστικό είναι το εμπύρετο. Ο πυρετός<br />
μπορεί να διαρκέσει από 5 ημέρες μέχρι και περισσότερο<br />
από 2 εβδομάδες και υποτροπιάζει ανά 5-6<br />
εβδομάδες αν και δεν υπάρχει τυπική περιοδικότητα 1 .<br />
Πλευριτικός και κοιλιακός πόνος μπορεί να συνοδεύουν<br />
το εμπύρετο, ενώ περικαρδίτιδα είνα σπάνια.<br />
Αρθραλγίες είναι συχνές, ενώ η αρθρίτιδα πιο<br />
σπάνια και συνήθως αφορά σε μία άρθρωση κάτω<br />
άκρου (ισχίο, γόνατο ή ποδοκνημική).<br />
Μεταναστευτική μυαλγία και εξάνθημα είναι χαρακτηριστικά<br />
του συνδρόμου και εκδηλώνονται σχεδόν<br />
σε όλους τους ασθενείς κάποια στιγμή κατά τη<br />
διαδρομή της νόσου. Αφορά περιοχή του κορμού ή των<br />
άκρων η οποία είναι θερμή, ευαίσθητη στην πίεση ενώ<br />
το υπερκείμενο δέρμα εμφανίζει ερυθηματώδη βλάβη.<br />
Όταν η βλάβη εντοπίζεται στα άκρα συνήθως μεταναστεύει<br />
περιφερικά με το πέρασμα των ημερών. Η<br />
βιοψία της βλάβης αποκαλύπτει υποδερματίτιδα και<br />
μυϊκή περιτονιίτιδα 1,32 .<br />
Οφθαλμική συμμετοχή είναι συχνή μιας και το 80%<br />
των ασθενών εμφανίζουν επιπεφυκίτιδα, περικογχικό<br />
οίδημα ή/και πόνο 1,32 .<br />
Το 15% των ασθενών εκδηλώνουν ως επιπλοκή ΑΑ<br />
αμυλοείδωση κυρίως με προσβολή νεφρού.<br />
Εργαστηριακά ευρήματα<br />
Κατά τη διάρκεια των κρίσεων τα ευρήματα είναι<br />
τυπικά εργαστηριακού φλεγμονώδους συνδρόμου με<br />
χαρακτηριστικά απάντησης οξείας φάσης.<br />
Μοριακή Γενετική<br />
Υπάρχουν 2 υποδοχείς για την προφλεγμονώση<br />
κυτοκίνη TNF. Ο ένας είναι μία 55KDa πρωτεΐνη (p55)<br />
που κωδικοποιείται από το γονίδιο TNFRSF1A (που<br />
βρίσκεται στο βραχύ σκέλος του χρωμοσώματος 12)<br />
και ο δεύτερος είναι μία 75KDa πρωτεΐνη (p75) που κωδικοποιείται<br />
από το γονίδιο TNFRSF1Β (που βρίσκεται<br />
στο βραχύ σκέλος του χρωμοσώματος 1). O p55 υποδοχέας<br />
βρίσκεται στην επιφάνεια όλων σχεδόν των<br />
κυττάρων ενώ ο p75 στα λευκοκύτταρα και στα ενδοθηλιακά<br />
κύτταρα. Μόνο μεταλλάξεις του TNFRSF1A<br />
σχετίζονται με το TRAPS.<br />
Δεν είναι ξεκάθαρη η παθογένεια του συνδρόμου 33 .<br />
Γνωρίζουμε ότι η διέγερση των υποδοχέων του TNF<br />
ενεργοποιεί όχι μόνο φλεγμονώδη κυτταρικά μονοπάτια<br />
αλλά και την απομάκρυνσή τους από την επιφάνεια<br />
των κυττάρων μέσω μιας διεργασίας που μεσολαβείται<br />
από μεταλλοπρωτεϊνάσες. Η απομάκρυνση<br />
των υποδοχέων από την κυτταρική επιφάνεια έχει<br />
αντιφλεγμονώδη δράση μέσω α) μείωσης των κυτταρικών<br />
θέσεων που μπορούν να διεγερθούν και β) αύξησης<br />
της δέσμευσης των κυκλοφορούντων TNF μορίων.<br />
Στους ασθενείς με TRPAPS, αντίθετα, υπάρχει αυξημένος<br />
αριθμός μορίων p55 στην επιφάνεια των κυττάρων<br />
(με επακόλουθο την αυξημένη επιδεκτικότητα του<br />
κυττάρου στη διέγερση από TNF) και μειωμένος στην<br />
κυκλοφορία (με αποτέλεσμα την μερική απουσία ενός<br />
δυνητικού ανταγωνιστή του κυκλοφορούντος TNF) 1,33,34 .<br />
Διάγνωση<br />
Σε κάθε ασθενή με υποτροπιάζοντα εμπύρετα<br />
διάρκειας μεταξύ 5 και 14 ημερών που φέρει τη μετάλλαξη<br />
στο γονίδιο TNFRSF1A τίθεται η διάγνωση του<br />
συνδρόμου 1 .<br />
Διαφορική Διάγνωση<br />
Είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη. Περιλαμβάνει τα συστηματικά<br />
νοσήματα, τα άλλα περιοδικά εμπύρετα σύνδρομα<br />
και τον πυρετό αγνώστου αιτιολογίας.<br />
Θεραπεία<br />
Σκοπός της θεραπείας είναι ο έλεγχος των συμπτωμάτων,<br />
η πρόληψη των κρίσεων και της αμυλοείδωσης.<br />
Η κολχικίνη δεν αποδίδει. Τα ΜΣΑΦ ελέγχουν<br />
τον πυρετό αλλά για το συνολικό έλεγχο των σημείων<br />
και συμπτωμάτων της κρίσης πιο αποτελεσματικά είναι<br />
τα στεροειδή (πρεδνιζολόνη σε αρχική δόση 1mg/kg<br />
αρχικά με σταδιακή διακοπή σε 7-10 ημέρες.<br />
Οι περισσότεροι ασθενείς με TRAPS εμφανίζουν<br />
μειωμένο αριθμό διαλυτών υποδοχέων TNF p55 στην<br />
κυκλοφορία. Ο διαλυτός υποδοχέας p55 ουσιαστικά
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 45<br />
δρα ως ενδογενής ανταγωνιστής του TNF. Με βάση την<br />
παραπάνω διαπίστωση επιχειρήθηκε η χορήγηση της<br />
ετανερσέπτης (Enbrel) (εμπορικά διαθέσιμου διαλυτού<br />
υποδοχέα του TNF που προκύπτει από σύντηξη ενός<br />
υποδοχέα 75KDa (p75= =TNFR2) και του Fc τμήματος<br />
της ανθρώπινης IgG ανοσοσφαιρίνης. Το Enbrel είχε<br />
καλά αποτελέσματα στους περισσότερους ασθενείς<br />
αν και κάποιοι ανταποκρίθηκαν καθόλου ή μερικώς 35 .<br />
Η συνιστώμενη δόση είναι 50mg/εβδομάδα υποδορίως<br />
στους ενήλικες και 0,8mg/kg ανά εβδομάδα στα<br />
παιδιά. Παραδόξως, η θεραπεία με μονοκλωνικό αντι<br />
TNFα αντίσωμα (ινφλιξιμάμπη = Remicade) σχετίστηκε<br />
με εξάρσεις της νόσου και δε συνιστάται 36 . Σε μη<br />
απαντητές στο Enbrel συνιστάται χορήγηση ανάκινρα<br />
(Kineret), ανταγωνιστή του υποδοχέα της ιντερλευκίνης<br />
1β. Τα αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα καλά καθιστώντας<br />
πιθανό και ένα κομβικό ρόλο της IL-1 στην<br />
παθογένεια του συνδρόμου 37 .<br />
Τα επόμενα τρία σύνδρομα ονομάζονται και σύνδρομα<br />
σχετιζόμενα με την κρυοπυρίνη ή κρυοπυρινοπάθειες.<br />
Και τα τρία προκύπτουν από μεταλλάξεις στο<br />
γονίδιο NLRP3 (ή αλλιώς CIAS1) το οποίο βρίσκεται στο<br />
χρωμόσωμα 1q44 και ρυμίζει την παραγωγή της κρυοπυρίνης.<br />
Η κρυοπυρίνη αποτελεί μέρος του πολυ-πρωτεϊκού<br />
συμπλέγματος του φλεγμονωσώματος 1,38 . Η κρυοπυρίνη<br />
δρα ως ικρίωμα για τη συγκέντρωση των συστατικών<br />
του φλεγμονωσώματος. Το φλεγμονόσωμα είναι υπεύθυνο<br />
για την ενεργοποίηση των δυνητικά προφλεγμονωδών<br />
ιντερλευκινών IL-1β και IL-18 38,39 . Οι μεταλλάξεις του<br />
γονιδίου NLRP3 οδηγούν σε φλεγμονόσωμα με ανώμαλη<br />
δομή και υπερβολική παραγωγή IL-1β, ίσως λόγω προβληματικής<br />
αυτορρύθμισης από την παθολογική κρυοπυρίνη<br />
40 . Τα αύνδρομα κληρονομούνται με τον αυτοσωμικό<br />
επικρατούντα ρύπο με ατελή διεισδυτικότητα.<br />
4) ΤΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΣ ΨΥΧΡΟ ΑΥΤΟΦΛΕΓΜΟΝΩΔΕΣ<br />
ΣΥΝΔΡΟΜΟ<br />
Το FCAS (Familial cold autoinflammatory syndrome)<br />
είναι η πιο ήπια κρυο-πυρινοπάθεια. Η έκθεση στο<br />
κρύο προκαλεί στους πάσχοντες μια συστηματική<br />
φλεγμονώδη αντίδραση που περιλαμβάνει πυρετό,<br />
εξάνθημα τύπου ουρτικάριας, περικεράτια ένεση<br />
και αρθραλγίες. Το πρώτο επεισόδιο εμφανίζεται σε<br />
ηλικία μικρότερη του ενός έτους. Το κνιδωτικό εξάνθημα<br />
εμφανίζεται στο σύνολο των ασθενών (100%),<br />
κάποιες ώρες συνήθως μετά την έκθεση στο κρύο και<br />
μπορεί να εκδηλωθεί τόσο σε ακάλυπτες όσο και σε<br />
καλυμένες από ενδύματα περιοχές του σώματος. Ξεκινάει<br />
από από το πρόσωπο ή τα άκρα και επεκτείνεται<br />
στο υπόλοιπο σώμα 1 . Οι αρθραλγίες συχνά είναι<br />
έντονες. Προσβάλλονται οι άκρες χείρες, τα γόνατα<br />
και οι ποδοκνημικές συνήθως. Σπάνια διαπιστώνεται<br />
αρθρίτιδα. Άλλα κλινικά ευρήματα είναι η έντονη εφίδρωση,<br />
η κεφαλαλγία, η ναυτία, η υπερβολική δίψα,<br />
η ξηροστομία και οι μυαλγίες 1 .Τα επεισόδια διαρκούν<br />
περίπου 24 ώρες. Η επιπεφυκίτιδα είναι χρήσιμη για<br />
τη διαφοροδιάγνωση από άλλα περιοδικά εμπύρετα<br />
σύνδρομα. Συστηματικη ΑΑ αμυλοείδωση είναι σπάνια.<br />
Κατά τη διάρκεια των κρίσεων διαπιστώνεται εκσεσημασμένη<br />
πολυμορφοπυρήνωση (εώς και πάνω από<br />
30.000/mm). Αύξηση παρατηρείται στην ΤΚΕ, τη CRP και<br />
τις πρωτεΐνες οξείας φάσης 1 .<br />
Τα παρακάτω κλινικά κριτήρια έχουν προταθεί για<br />
τη διάγνωση του FCAS<br />
- υποτροπιάζοντα επεισόδια πυρετού και εξανθήματος<br />
μετά γενικευμένη έκθεση στο κρύο<br />
- κληρονομικότητα σύμφωνα με τον αυτοσωμικό<br />
επικρατούντα τύπο<br />
- ηλικία έναρξης
46<br />
Περιοδικά εμπύρετα σύνδρομα: Διαγνωστική Προσπέλαση - Θεραπευτική παρέμβαση<br />
- δευτεροπαθούς αμυλοείδωσης με νεφροπάθεια<br />
Τα επεισόδια του MWS μπορεί να ξεκινήσουν σε<br />
οποιαδήποτε ηλικία μεταξύ της νεογνικής και της εφηβικής.<br />
Διαρκούν 12-48 ώρες. Το κνιδωτικό εξάνθημα<br />
έχει το χαρακτήρα ερυθηματώδων πλακών διαμέτρου<br />
1-7cm και είναι συνήθως επώδυνο παρά κνησμώδες.<br />
Η αρθραλγία είναι συχνότερη από την αρθρίτιδα και<br />
αφορά συνήθως γόνατα και ποδοκνημικές 1 . Το 70% των<br />
ασθενών εμφανίζουν προοδευτικά επιδεινούμενη νευροαισθητήρια<br />
βαρηκοΐα η οποία πιθανότατα οφείλεται<br />
σε φλεγμονή στο κοχλιακό σύστημα ή στις λεπτομήνιγγες<br />
45 . Συστηματική δευτεροπαθή αμυλοείδωση εκδηλώνει<br />
το 25% των ασθενών, στη μέση ηλικία, συνήθως.<br />
Προσβάλλονται τα νεφρά αλλά και τα επινεφρίδια, ο<br />
σπλήνας και οι όρχεις. Κατά τη διάρκεια των επεισοδίων<br />
αυξάνονται οι πρωτεΐνες οξέιας φάσης, η ΤΚΕ και η<br />
CRP, αν και σε ορισμένους ασθενείς παραμένουν ψηλοί<br />
δείκτες φλεγμονής και στα μεσο-διαστήματα ηρεμίας. Η<br />
διάγνωση στηριζόταν στην κλινική εικόνα τουλάχιστο<br />
μέχρι το 2001, οπότε ανευρέθηκαν οι σχετιζόμενες μεταλλάξεις<br />
στο γονίδιο NLRP3. Η ανεύρεση της σχετικής<br />
μετάλλαξης επιβεβαιώνει τη διάγνωση. Πάντως υπάρχουν<br />
ασθενείς με τυπική κλινική εικόνα MWS και απουσία<br />
μετάλλαξης 1 . Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει<br />
τα άλλα κληρονομικά αυτοφλεγμονώδη σύνδρομα.<br />
Θεραπεία<br />
Ότι προαναφέρθηκε για το FCAS ισχύει και για<br />
το MWS. Ο κομβικός ρόλος της ιντερλευκίνης 1β στην<br />
παθογένεια του συνδρόμου δικαιολογεί τη χορήγηση<br />
ανταγωνιστών της ιντερλευκίνης σκευασμάτων. Το<br />
ανάκινρα (Kineret) φαίνεται ότι εέγχει τη συστηματική<br />
φλεγμονή και πιθανόν μειώνει τον κίνδυνο αμυλοείδωσης.<br />
Η επίδραση στη βαρηκοΐα δεν έχει ακόμη εκτιμηθεί<br />
αν και υπάρχουν περιπτώσεις μερικής βελτίωσης 46,47 .<br />
Καλά αποτελέσματα στον έλεγχο των συμπτωμάτων<br />
διαπιστώθηκαν και με τη ριλονασέπτη 48 και με την<br />
κανακινουμάμπη 43 .<br />
6) ΤΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ NOMID/CINCA<br />
Οι ανωμαλίες στην κρυοπυρίνη ευθύνονται για<br />
τις περισσότερες (αλλά όχι για όλες) τις περιπτώσεις<br />
του συνδρόμου NOMID/CINCA που αποτελεί τη<br />
σοβαρότερη κρυοπυρινοπάθεια. Τα κλινικά χαρακτηριστικά<br />
του περιλαμβάνουν: μεταναστευτικό ερυθηματώδες<br />
εξάνθημα που θυμίζει ουρτικάρια, πυρετό, και<br />
διαταραχές ανάπτυξης, παραμορφώσεις προσώπου.<br />
Άλλες εκδηλώσεις είναι η χρόνια άσηπτη μηνιγγίτιδα,<br />
η νευροαισθητήρια βαρηκοΐα, η εγκεφαλική ατροφία, η<br />
λεμφαδενοπάθεια, η ηπατοσπληνομεγαλία, η ραγοειδίτιδα.<br />
Περίπου το 50% των ασθενών αναπτύσσουν<br />
σοβαρή συμμετρική αρθροπάθεια μικρές και μεγάλες<br />
αρθρώσεις. Η υπερανάπτυξη των επιφύσεων και<br />
των συζευκτικών χόνδρων προκαλεί εμφανείς παραμορφώσεις.<br />
Αμυλοείδωση μπορεί να συμβεί. 20% των<br />
ασθενών καταλήγουν από λοιμώξεις ή νευρολογικές<br />
επιπλοκές πριν την εφηβεία 1 .<br />
Η διάγνωση μπορεί να γίνει αν υπάρχει υποτροπιάζον<br />
εμπύρετο και δύο από τα τρία παρακάτω ευρήματα<br />
: πρώιμης έναρξης κνιδωτικό εξάνθημα, χρόνια<br />
μηνιγγίτιδα και χαρακτηριστική αρθροπάθεια 1 .<br />
Θεραπεία<br />
Το ανάκινρα (Kineret) φαίνεται τα σημεία και τα<br />
συμπτώματα του συνδρόμου σε αρκετές 49 αλλά όχι<br />
σε όλες τις περιπτώσεις 50 . Η αρθροπάθεια απαντά<br />
φτωχότερα στη θεραπεία 49 . Ανθρώπεια αντισώματα<br />
έναντι υποδοχέων ιντερλευκίνης 6 έχουν δοκιμασθεί<br />
σε ανθεκτικές περιπτώσεις 50 .<br />
Βιβλιογραφια<br />
1. Collburn N, Kastner D, In Rheumatology 4 th edition,<br />
2008, Familial Mediteranean Fever chapter 156 (Hereditary<br />
periodic fevers), pages 1619-40.<br />
2. Stojanov S, Kastner DL, Familial autoinflammatory<br />
diseases: genetics, pathogenesis and treatment, Curr<br />
Opin Rheumatol. 2005;17(5):586-99.<br />
3. Pras E, Aksentijevich I, Gruberg L et al. Mapping<br />
of a gene causing familial Mediterranean fever<br />
to the short arm of chromosome 16. N Eng J Med<br />
1992;326:1509-1513.<br />
4. Kastner D, Familial Mediterranean Fever, Principles<br />
of Internal Medicine, Harrison’s 16 th edition, 2005,<br />
pages1793-5.<br />
5. Lidar M, Yaqubov M, Livneh A et al, The prodrome:<br />
a prominent yet overlooked pre-attack manifestation<br />
of familial Mediterranean fever, J Rheumatol.<br />
2006;33(6):1089-92.<br />
6. Sohar E, Gafni J, Pras M, Heller H, Familial Mediterranean<br />
fever. A survey of 470 cases and review of<br />
the literature, Am J Med. 1967;43(2):227-53.<br />
7. Cecil, Textbok of Medicine, 22 nd edition, 2004, Boxer<br />
L, Familial Mediterranean Fever, Chapter 181, pages<br />
1091-5.<br />
8. Lachmann HJ, Sengul B, Yavuzsen TU et al. Clinical
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 47<br />
and subclinical inflammation in patients with familial<br />
Mediterranean fever (FMF) and in heterozygous<br />
carriers of MEFV mutation. Rheumatology (Oxford)<br />
2006;45:746-50.<br />
9. Ancient missense mutations in a new member of<br />
the RoRet gene family are likely to cause familial<br />
Mediterranean fever. The International FMF Consortium,<br />
Cell. 1997;90(4):797-807.<br />
10. A candidate gene for familial Mediterranean fever,<br />
French FMF Consortium, Nat Genet. 1997;17(1):25-<br />
31.<br />
11. Drenth JP, van der Meer JW, The inflammasome-<br />
-a linebacker of innate defense, N Engl J Med.<br />
2006;355(7):730-2.<br />
12. Kogan A, Shinar Y, Livneh A, et al, Common MEFV<br />
mutations among Jewish ethnic groups in Israel: high<br />
frequency of carrier and phenotype III states and absence<br />
of a perceptible biological advantage for the<br />
carrier state, Am J Med Genet. 2001;102(3):272-276.<br />
13. Booty MG, Chae JJ, Aksentijevich I et al, Familial<br />
Mediterranean fever with a single MEFV mutation:<br />
where is the second hit?, Arthritis Rheum.<br />
2009;60(6):1851-1861.<br />
14. Livneh A, Langevitz P, Pras M et al, Criteria for the<br />
diagnosis of familial Mediterranean fever, Arthritis<br />
Rheum. 1997;40(10):1879-1885.<br />
15. Ben-Chetrit E, Levy M, Colchicine prophylaxis in<br />
familial Mediterranean fever: reappraisal after 15<br />
years, Semin Arthritis Rheum. 1991;20(4):241-246.<br />
16. Tufan A, Babaoglu MO, Kiraz S et al, Association of<br />
drug transporter gene ABCB1 (MDR1) 3435C to T polymorphism<br />
with colchicine response in familial Mediterranean<br />
fever, J Rheumatol. 2007;34(7):1540-1544.<br />
17. Tweezer-Zaks N, Rabinovich E, Lidar M, Livneh A,<br />
Interferon-alpha as a treatment modality for colchicine-<br />
resistant familial Mediterranean fever, J<br />
Rheumatol. 2008;35(7):1362-1365.<br />
18. Seyahi E, Ozdogan H, Celik S, Ugurlu S, Yazici H,<br />
Treatment options in colchicine resistant familial<br />
Mediterranean fever patients: thalidomide and<br />
etanercept as adjunctive agents, Clin Exp Rheumatol.<br />
2006;24(5 Suppl 42):S99-103.<br />
19. Ozgocmen S, Ozakar L, Kiris A et al, Familial Mediterranean<br />
fever responds well to infliximab: single<br />
case experience, Clin Rheumatol. 2006;25(1):83-7.<br />
20. Calligaris L, Marchetti F, Tommasini A, Ventura A,<br />
The efficacy of anakinra in an adolescent with colchicine-resistant<br />
familial Mediterranean fever, Eur J<br />
Pediatr. 2008;167(6):695-6.<br />
21. van der Meer JW, Vossen JM, van Furth R et al,<br />
Hyperimmunoglobulinaemia D and periodic fever:<br />
a new syndrome, Lancet. 1984;1(8386):1087-90.<br />
22. Drenth JP, Haagsma CJ, van der Meer JW, Hyperimmunoglobulinemia<br />
D and periodic fever syndrome.<br />
The clinical spectrum in a series of 50 patients.<br />
International Hyper-IgD Study Group, Medicine<br />
(Baltimore). 1994;73(3):133-44.<br />
23. de Dios Garcιa-Dιaz J, Alvarez-Blanco MJ, High IgD<br />
could be a nonpathogenetic diagnostic marker of<br />
the hyper-IgD and periodic fever syndrome, Ann<br />
Allergy Asthma Immunol. 2001;86(5):587.<br />
24. van der Hilst JC, Bodar EJ, Simon A et al, International<br />
HIDS Study Group, Long-term follow-up,<br />
clinical features, and quality of life in a series of<br />
103 patients with hyperimmunoglobulinemia D<br />
syndrome, Medicine (Baltimore). 2008;87(6):301-10.<br />
25. Steichen O, van der Hilst J, Grateau G et al, A clinical<br />
criterion to exclude the hyperimmunoglobulin<br />
D syndrome (mild mevalonate kinase deficiency)<br />
in patients with recurrent fever, J Rheumatol.<br />
2009;36(8):1677-81.<br />
26. de Dios Garcia-Diaz J, Alvarez-Blanco MJ, Glucocorticoids<br />
but not NSAID abort attacks in hyper-IgD<br />
and periodic fever syndrome, J Rheumatol.<br />
2001;28(4):925-6.<br />
27. Drenth JP, van Deuren M, van der Meer JW et al,<br />
Cytokine activation during attacks of the hyperimmunoglobulinemia<br />
D and periodic fever syndrome,<br />
Blood. 1995;85(12):3586-93.<br />
28. Demirkaya E, Caglar MK, Ozen S et al, A patient<br />
with hyper-IgD syndrome responding to anti-TNF<br />
treatment, Clin Rheumatol. 2007 Oct;26(10):1757-9.<br />
29. Shendi HM, Walsh D, Edgar JD, Etanercept and<br />
anakinra can prolong febrile episodes in patients<br />
with hyperimmunoglobulin D and periodic fever<br />
syndrome, Rheumatol Int. 2009<br />
30. Rigante D, Ansuini V, Stabile A et al, Treatment<br />
with anakinra in the hyper-immunoglobulinemia<br />
D/periodic fever syndrome, Rheumatol Int.<br />
2006;27(1):97-100.<br />
31. Williamson LM, Hull D, Toghill PJ et al, Familial<br />
Hibernian fever, Q J Med. 1982;51(204):469-80.<br />
32. Dode C, Andre M, Grateau G et al, The enlarging<br />
clinical, genetic, and population spectrum of tumor<br />
necrosis factor receptor-associated periodic syndrome,<br />
Arthritis Rheum. 2002;46(8):2181-8.<br />
33. Ryan JG, Aksentijevich I, Tumor necrosis factor<br />
receptor-associated periodic syndrome: toward a
48<br />
Περιοδικά εμπύρετα σύνδρομα<br />
molecular understanding of the systemic autoinflammatory<br />
diseases, Arthritis Rheum. 2009;60(1):8-<br />
11.<br />
34. Siebert S, Amos N, Brennan P et al, Reduced tumor<br />
necrosis factor signaling in primary human<br />
fibroblasts containing a tumor necrosis factor<br />
receptor superfamily 1A mutant, Arthritis Rheum.<br />
2005;52(4):1287-92.<br />
35. Drewe E, McDermott EM, Powell RJ et al, Prospective<br />
study of anti-tumour necrosis factor receptor<br />
superfamily 1B fusion protein, and case study of<br />
anti-tumour necrosis factor receptor superfamily 1A<br />
fusion protein, in tumour necrosis factor receptor<br />
associated periodic syndrome (TRAPS): clinical and<br />
laboratory findings in a series of seven patients,<br />
Rheumatology (Oxford). 2003;42(2):235-9.<br />
36. Nedjai B, Hitman GA, Turner MD et al, Proinflammatory<br />
action of the antiinflammatory drug infliximab<br />
in tumor necrosis factor receptor-associated<br />
periodic syndrome, Arthritis Rheum. 2009<br />
Feb;60(2):619-25.<br />
37. Sacre K, Brihaye B, Dode C et al, Dramatic improvement<br />
following interleukin 1beta blockade in<br />
tumor necrosis factor receptor-1-associated syndrome<br />
(TRAPS) resistant to anti-TNF-alpha therapy,<br />
J Rheumatol. 2008;35(2):357-8.<br />
38. Neven B, Prieur AM, Quartier dit Maire P, Medscape,<br />
Cryopyrinopathies: update on pathogenesis<br />
and treatment, Nat Clin Pract Rheumatol.<br />
2008;4(9):481-9.<br />
39. Drenth JP, van der Meer JW, The inflammasome-<br />
-a linebacker of innate defense, N Engl J Med.<br />
2006;355(7):730-2.<br />
40. Aksentijevich I, D Putnam C, Kastner DL et al,<br />
The clinical continuum of cryopyrinopathies: novel<br />
CIAS1 mutations in North American patients<br />
and a new cryopyrin model, Arthritis Rheum.<br />
2007;56(4):1273-85.<br />
41. Ross JB, Finlayson LA, Hawkins PN et al, Use of<br />
anakinra (Kineret) in the treatment of familial cold<br />
autoinflammatory syndrome with a 16-month follow-up,<br />
J Cutan Med Surg. 2008;12(1):8-16.<br />
42. Goldbach-Mansky R, Shroff SD, Kastner DL et al,<br />
A pilot study to evaluate the safety and efficacy<br />
of the long-acting interleukin-1 inhibitor rilonacept<br />
(interleukin-1 Trap) in patients with familial<br />
cold autoinflammatory syndrome, Arthritis Rheum.<br />
2008;58(8):2432-42.<br />
43. Lachmann HJ, Kone-Paut I, Hawkins PN et al, Use of<br />
canakinumab in the cryopyrin-associated periodic<br />
syndrome, N Engl J Med. 2009;360(23):2416-25.<br />
44. Hawkins PN, Lachmann HJ, Aganna E, McDermott<br />
MF, Spectrum of clinical features in Muckle-Wells<br />
syndrome and response to anakinra, Arthritis<br />
Rheum. 2004;50(2):607-12.<br />
45. Montealegre Sanchez GA, Hashkes PJ, Neurological<br />
manifestations of the Mendelian-inherited autoinflammatory<br />
syndromes, Dev Med Child Neurol.<br />
2009;51(6):420-8.<br />
46. Hawkins PN, Lachmann HJ, Aganna E, McDermott<br />
MF, Spectrum of clinical features in Muckle-Wells<br />
syndrome and response to anakinra, Arthritis<br />
Rheum. 2004;50(2):607-12.<br />
47. Mirault T, Launay D, Hatron PY et al, Recovery<br />
from deafness in a patient with Muckle-Wells<br />
syndrome treated with anakinra, Arthritis Rheum.<br />
2006;54(5):1697-700.<br />
48. Hoffman HM, Throne ML, Mellis SJ et al, Efficacy<br />
and safety of rilonacept (interleukin-1 Trap) in<br />
patients with cryopyrin-associated periodic syndromes:<br />
results from two sequential placebo-controlled<br />
studies, Arthritis Rheum. 2008;58(8):2443-52.<br />
49. Goldbach-Mansky R, Dailey NJ, Kastner DL et al,<br />
Neonatal-onset multisystem inflammatory disease<br />
responsive to interleukin-1beta inhibition, N Engl J<br />
Med. 2006;355(6):581-92.<br />
50. Matsubara T, Hasegawa M, Furukawa S et al, A<br />
severe case of chronic infantile neurologic, cutaneous,<br />
articular syndrome treated with biologic<br />
agents, Arthritis Rheum. 2006;54(7):2314-20.
ΔΙΑΛΕΞΗ<br />
Δίαιτα, διατροφή και συνήθειες της καθημερινής ζωής σχετιζόμενες<br />
με κακοήθη νεοπλάσματα<br />
ΜΜ Βασλαματζής<br />
Διευθυντής ΕΣΥ, Επιστ. Υπεύθυνος, Ογκολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
EΙΣΑΓΩΓΗ<br />
Οι άνθρωποι που πεθαίνουν από κακοήθη νεοπλάσματα<br />
ξεπερνούν τους 7.000.000, ετησίως σε όλο<br />
τον κόσμο, παρ’ όλο που τα περισσότερα εξ αυτών<br />
μπορεί να προληφθούν. Τα ποσοστά επιβιώσεως των<br />
ασθενών με τα περισσότερα είδη καρκινωμάτων έχει<br />
αυξηθεί, εντούτοις όμως, περισσότεροι από 500.000<br />
ασθενείς πεθαίνουν κατ’ έτος στις Η.Π.Α. Τα κακοήθη<br />
νεοπλάσματα συναγωνίζονται τα καρδιαγγειακά νοσήματα<br />
για την πρώτη αιτία θανάτου στις Η.Π.Α σε<br />
άτομα μικρότερα των 85 ετών (1). Εντατικοποίηση μεθόδων<br />
μαζικού προληπτικού ελέγχου και εφαρμογής<br />
πολιτικών προλήψεως, ελπίζεται να βοηθήσουν στην<br />
αύξηση της διαγνώσεως ασθενών με καρκινώματα<br />
αρχικών σταδίων και δυνάμενα να αντιμετωπισθούν<br />
ριζικά. Οι στρατηγικές προλήψεως εστιάζονται στην<br />
μείωση ή τροποποίηση των περιβαλλοντολογικών παραγόντων<br />
ή/ και των παραγόντων κινδύνου εκ του<br />
τρόπου διαβιώσεως, που σχετίζονται με την ανάπτυξη<br />
κακοήθων νεοπλασμάτων. Υπολογίζεται ότι περίπου,<br />
το 50% των καρκινωμάτων μπορεί να προληφθούν.<br />
Μέχρι σήμερα έχουν ταυτοποιηθεί πλείστοι παράγοντες<br />
που συνδέονται ευθέως, με την ανάπτυξη καρκινωμάτων,<br />
όπως είναι η χρήση του καπνού, το υπερβολικό<br />
σωματικό βάρος, η έλλειψη φυσικής σωματικής<br />
ασκήσεως και η κακή διατροφή, υπολογίζεται πως<br />
ευθύνονται για τα 2/3 των κακοήθων νεοπλασμάτων<br />
στις Η.Π.Α. (2).<br />
Σε μία μελέτη, εννέα μεταβλητές (κάπνισμα, χρήση<br />
αλκοόλης, δίαιτα πτωχή σε φρούτα και λαχανικά,<br />
αυξημένο σωματικό βάρος, έλλειψη φυσικής σωματικής<br />
ασκήσεως, μη ασφαλής ερωτική επαφή, μόλυνση<br />
του ατμοσφαιρικού αέρα, χρήση συμπαγών καυσίμων<br />
και μόλυνση ενιεμένων διαλυμάτων χορηγούμενων<br />
στα πλαίσια πράξεων σχετιζόμενων με την φροντίδα<br />
υγείας), ταυτοποιήθηκαν ως υπεύθυνοι του 35% των<br />
θανάτων από καρκινώματα, παγκοσμίως (3). Παράγοντες<br />
οι οποίοι σχετίζονται με τον τρόπο ζωής, συνδέονται<br />
με ορισμένα από τα πλέον συνήθη, παγκοσμίως,<br />
κακοήθη νεοπλάσματα, όπως του πνεύμονα, του παχέος<br />
εντέρου-ορθού, του προστάτου και του μαστού<br />
(4). Σε ενδιαφέρουσα μελέτη, άτομα που δεν κάπνισαν<br />
ποτέ, είχαν BMI < 30, ασκούντο για > 3.5 ώρες εβδομαδιαίως<br />
και διετρέφοντο με βάση κοινούς, αποδεκτούς<br />
κανόνες, είχαν το 1/3 του κινδύνου αναπτύξεως καρκινωμάτων<br />
σε σχέση με τα άτομα που δεν εφάρμοζαν<br />
κανένα από τους παραπάνω προφυλακτικούς παράγοντες<br />
(5).<br />
Η χρήση καπνού υπολογίζεται ότι ευθύνεται για<br />
τον θάνατο περίπου 5.000.000 ανθρώπων ετησίως,<br />
από κακοήθη νοσήματα, καρδιαγγειακές παθήσεις και<br />
νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος. Εκτιμάται<br />
ότι οι ενήλικες καπνιστές χάνουν περίπου 13 χρόνια<br />
ζωής εξαιτίας αυτής της συνήθειάς τους (2, 6).<br />
Το κάπνισμα θεωρείται υπεύθυνο για το 30% περίπου<br />
των θανάτων στις Η.Π.Α. Συνιστά τον κυριότερο<br />
παράγοντα καρκινώματος πνεύμονα, αυξάνοντας τον<br />
κίνδυνο νόσου κατά 10-20 φορές (2). Η συνήθεια, φαίνεται<br />
ότι εκτός του καρκίνου του πνεύμονα, έχει αιτιολογική<br />
σχέση με ανάπτυξη λευχαιμιών, καρκινωμάτων<br />
της στοματικής και ρινικής κοιλοτήτων, των παραρρινίων,<br />
του οροφάρυγγα, του λάρυγγα, του οισοφάγου,<br />
του παγκρέατος, του ήπατος, του στομάχου, του τραχήλου<br />
της μήτρας, του νεφρού, του παχέος εντέρου<br />
και της ουροδόχου κύστεως (4) και με επιθετικότερες<br />
μορφές καρκίνου του προστάτου (8,9), ενώ η σχέση της<br />
με τον καρκίνο του μαστού είναι αμφιλεγόμενη (2).<br />
Ο καπνός δρα σε διάφορα στάδια της καρκινογενέσεως:<br />
απ’ ευθείας στους ιστούς, προκαλώντας ερεθισμό<br />
και φλεγμονώδη αντίδραση ή/και βλάπτοντας<br />
τους φυσικούς αμυντικούς μηχανισμούς των ατόμων<br />
(10).
50<br />
Δίαιτα, διατροφή και συνήθειες της καθημερινής ζωής σχετιζόμενες με κακοήθη νεοπλάσματα<br />
Ο καρκίνος του πνεύμονα συνιστά την σημαντικότερη<br />
κακοήθη νεοπλασματική νόσο η οποία συνδέεται<br />
με το κάπνισμα. Εκτιμάται ότι, περίπου, το 10% των<br />
καρκινωμάτων, τα οποία διαγιγνώσκονται για πρώτη<br />
φορά κατ’ έτος, είναι κακοήθη νεοπλάσματα πνεύμονα.<br />
Περισσότεροι από το 90% των διαγιγνωσκόμενων<br />
νέων ασθενών ετησίως θα καταλήξουν, ενώ ο συνολικός<br />
αριθμός θανάτων από την νόσο υπερβαίνει το<br />
σύνολο των θανάτων από τα κακοήθη νεοπλάσματα<br />
μαστού, προστάτου και εντέρου στις ανεπτυγμένες<br />
χώρες. Στα αίτια της νόσου κυρίαρχο ρόλο έχει η<br />
έκθεση των ατόμων στο κάπνισμα, το αλουμίνιο, το<br />
ραδόνιο, σε επαγγελματικούς, διατροφικούς και γενετικούς<br />
παράγοντες. Υπολογίζεται ότι το κάπνισμα<br />
συμβάλλει στην εμφάνιση του 90% περίπου των καρκινωμάτων<br />
πνεύμονα στους άνδρες και του 70%-85%<br />
στις γυναίκες. Το 75% περίπου των νέων ασθενών<br />
έχουν τοπικοπεριοχικά προχωρημένη νόσο ή απομακρυσμένες<br />
μεταστάσεις, ώστε η ριζική εγχείρηση να<br />
μην αποτελεί θεραπευτική λύση. Στην Ευρώπη υπολογίζεται<br />
ότι 375.000 άτομα πεθαίνουν από τη νόσο κάθε<br />
χρόνο. Το κάπνισμα τσιγάρων φαίνεται ότι ενέχει μεγαλύτερους<br />
κινδύνους από το κάπνισμα πούρων ή<br />
πίπας, στην ανάπτυξη καρκίνου του πνεύμονα, όπως<br />
φαίνεται στον Πίνακα 1. Ο κίνδυνος από το κάπνισμα<br />
εξαρτάται από την ηλικία ενάρξεως της συνηθείας, τη<br />
χρονική διάρκεια του καπνίσματος, την περιεκτικότητα<br />
των τσιγάρων σε νικοτίνη και πίσσα και από τις<br />
ατομικές συνθήκες του καπνιστού (αριθμός τσιγάρων,<br />
βάθος εισπνοής του καπνού). Μετά από 10 έτη διακοπής<br />
καπνίσματος τσιγάρων, ο κίνδυνος καρκινώματος<br />
του πνεύμονα μειώνεται κατά 30% - 50% (11,12).<br />
ΠΙΝΑΚΑΣ 1<br />
ΣΧΕΤΙΚΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΚΑΡΚΙΝΩ-<br />
ΜΑΤΟΣ ΠΝΕΥΜΟΝΑ ΚΑΙ ΕΙΔΟΥΣ ΚΑΠΝΙΣΜΑΤΟΣ<br />
ΣΧΕΤΙΚΟΣ<br />
ΚΑΠΝΙΣΜΑ<br />
ΚΙΝΔΥΝΟΣ<br />
ΝΟΣΟΥ<br />
Ποτέ συστηματικά 1<br />
Πίπας και πούρων 2.20<br />
Μόνον πούρων 2.15<br />
Μόνον πίπας 2.23<br />
Τσιγάρων και άλλων 8.23<br />
Μόνον τσιγάρων 10.08<br />
Βασλαματζής Μ.Μ. «Επιδημιολογία, Ογκογένεση,<br />
Screening του μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα».<br />
Τόμος: «Κακοήθη νεοπλάσματα θώρακος – θυρεοειδούς.<br />
Από τη βασική έρευνα στη θεραπεία». Έκδοση:<br />
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΟΓΚΟΛΟΓΙΑΣ, Αθήνα 2007,<br />
κεφάλαιο 5, σελ. 51-86.<br />
Υπολογίζεται ότι ο σχετικός κίνδυνος καρκινώματος<br />
του πνεύμονα στη διάρκεια της ζωής καπνιστών<br />
επί μακρόν, είναι 10-30 φορές μεγαλύτερος σε σχέση<br />
με μη καπνιστές. Ο κίνδυνος εμφανίσεως της νόσου<br />
μειώνεται κατ’ αναλογία με τα χρόνια διακοπής της<br />
έξεως, μολονότι δεν εξισούται ποτέ με τον αντίστοιχο<br />
κίνδυνο όσων δεν είχαν ποτέ καπνίσει και φαίνεται<br />
ότι εξακολουθεί να υπάρχει και μετά πάροδο 40 ετών<br />
από της διακοπής της συνήθειας. Αναλύσεις από το<br />
M.D. Anderson Cancer Center και τα συνδεδεμένα Νοσοκομεία<br />
με το Harvard έδειξαν ότι περισσότεροι από<br />
το 50% των νοσηλευόμενων ασθενών με καρκίνωμα<br />
πνεύμονα είναι πρώην καπνιστές.<br />
Άτομα τα οποία εκτίθενται σε παθητικό κάπνισμα<br />
στο εργασιακό ή οικογενειακό περιβάλλον φαίνεται<br />
ότι έχουν αυξημένο κίνδυνο της νόσου, σε σχέση με μη<br />
εκτιθέμενους. Ο σχετικός κίνδυνος μπορεί να φτάνει<br />
στο 2 και εξαρτάται από το χρονικό διάστημα εκθέσεως,<br />
τον αριθμό και το είδος των τσιγάρων τα<br />
οποία καταναλώνονται στο χώρο και τη διαμόρφωσή<br />
του. Σήμερα η συμβολή του παθητικού καπνίσματος<br />
στην ανάπτυξη καρκινώματος πνεύμονα θεωρείται<br />
ήδη καλά τεκμηριωμένη. Εκτιμάται ευθεία ενοχή του<br />
παθητικού καπνίσματος σε > των 300.000 θανάτων<br />
από καρκίνωμα πνεύμονα κατ’ έτος, παγκοσμίως. Η<br />
ανάπτυξη καρκινώματος πνεύμονα σε μη καπνιστές,<br />
ανέδειξε τη σημαντικότητα της αλληλεπιδράσεως μεταξύ<br />
καρκινογόνων του καπνού με συγκεκριμένους<br />
γενετικούς πολυμορφισμούς, χρησίμους στην απενεργοποίηση<br />
των συγκεκριμένων καρκινογόνων και την<br />
κυτταρική προστασία από αυτά κυρίως με επιδιόρθωση<br />
των βλαβών του DNA τις οποίες προκαλούν τα<br />
καρκινογόνα του καπνού.<br />
Πρόσφατα σε γυναίκες μη καπνίστριες με καρκίνωμα<br />
πνεύμονα, βρέθηκε γενετικό έλλειμμα στην ενζυματική<br />
δραστικότητα της glutathione S-transferase<br />
M1 (GSTM1) οφειλόμενο σε γενετικό πολυμορφισμό του<br />
GSTM1 γονιδίου. Η glutathione S-transferase M1 φαίνεται<br />
ότι παίζει ρόλο στην απενεργοποίηση των καρκινογόνων<br />
του καπνού, ώστε μεταλλάξεις του γονιδίου της,<br />
οι οποίες μειώνουν τη δραστικότητά της, επάγουν τη<br />
νεοπλασματική διαδικασία.<br />
Στον Πίνακα 2 δίνονται τα καρκινογόνα του καπνού.<br />
Έχει αποδειχθεί ότι η επίδραση αυτών είναι<br />
εντελώς εξατομικευμένη και στον Πίνακα 3, δίδονται
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 51<br />
παράγοντες οι οποίοι φαίνεται ότι μεταβάλλουν το<br />
μεταβολισμό των καρκινογόνων και επηρεάζουν τον<br />
κίνδυνο αναπτύξεως καρκινώματος του πνεύμονα<br />
στην ομάδα των καπνιστών (12).<br />
ΠΙΝΑΚΑΣ 2<br />
ΤΑ ΚΑΡΚΙΝΟΓΟΝΑ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ<br />
Πολυκυκλικοί Υδρογονάνθρακες<br />
Benzo(a)pyrene<br />
Νιτροζαμίνες – Παράγωγα της νικοτίνης<br />
NNK – 4-(methylnitrosamino)-1-(3-pyridyl)-1-butanone<br />
NNAL – 4-(methylnitrosamino)-1-(3-pyridyl)1-butanol<br />
Αρωματικές Αμίνες<br />
ΠΙΝΑΚΑΣ 3<br />
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΕΠΗΡΕΑΖΟΝΤΕΣ ΤΗΝ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ<br />
ΤΩΝ ΑΤΟΜΩΝ ΣΕ ΚΑΡΚΙΝΟΓΟΝΑ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΥ<br />
Ένζυμα του κυττοχρώματος P450<br />
CYP2D6, CYP1A1, CYP2E1<br />
Glutathione-S-transferase<br />
Οι γυναίκες εμφανίζουν 1.5-φορά μεγαλύτερη ευαισθησία<br />
Δεδομένου ότι μόνον το 10-15% των καπνιστών<br />
αναπτύσσουν καρκίνωμα πνεύμονα οι γενετικοί παράγοντες<br />
αποκτούν τελευταία σημαντικό ενδιαφέρον<br />
ως ουσιαστικοί καθοριστές του κινδύνου για εμφάνιση<br />
της νόσου. Γενετικοί παράγοντες φαίνεται ότι μπορεί<br />
να αυξήσουν την ευαισθησία χρόνιων χρηστών καπνού<br />
στην ανάπτυξη της νόσου, ενώ εκτιμάται, ότι<br />
και διατροφικοί παράγοντες πιθανόν μεταβάλλουν τα<br />
ποσοστά κινδύνου. Αρκετές μελέτες έδειξαν αυξημένο<br />
κίνδυνο εμφανίσεως καρκινώματος πνεύμονα σε μονοωγενείς<br />
διδύμους, εφόσον ο ένας αναπτύξει τη νόσο. Οι<br />
περισσότερες σχετικές μελέτες εστιάζουν στην εμπλοκή<br />
του κυττοχρώματος Ρ-450 και του γονιδίου p53 στην<br />
εμφάνιση της νόσου. Με βάση τις μέχρι σήμερα γνώσεις<br />
εκτιμάται ότι στο άμεσο μέλλον θα γίνεται δυνατός ο<br />
καθορισμός του εξατομικευμένου κινδύνου αναπτύξεως<br />
καρκινώματος του πνεύμονα με τον καθορισμό του<br />
βαθμού ενοχής των περιβαλλοντικών παραγόντων.<br />
Εντούτοις φαίνεται ότι ο καλύτερος τρόπος για πρόληψη<br />
αναπτύξεως καρκινώματος του πνεύμονα, είναι η<br />
διακοπή ή η αποφυγή ενάρξεως του καπνίσματος.<br />
Δεν πρέπει (εκτός των άλλων) να υποεκτιμάται η<br />
έκθεση σε αμίαντο και ο κίνδυνος κυρίως αφορά σε<br />
εργαζόμενους σε ναυπηγοεπισκευαστικές ζώνες, χώρους<br />
κατασκευής λεβήτων ή βραστήρων και σε άτομα<br />
ασχολούμενα με μίξη τσιμέντου. Η έκθεση μη καπνιστών<br />
σε αμίαντο, αυξάνει τον κίνδυνο για εμφάνιση καρκινώματος<br />
πνεύμονα 1.5-30 φορές. Καπνιστές με επαγγελματική<br />
έκθεση σε αμίαντο έχουν εκθετικά αυξημένο<br />
κίνδυνο εμφανίσεως της νόσου. Υπολογίζεται ότι έκθεση<br />
εργατών σε αμίαντο αυξάνει κατά 3-4 φορές τον<br />
κίνδυνο εμφανίσεως καρκινώματος πνεύμονα, σε σχέση<br />
με εργάτες οι οποίοι δεν εκτίθενται σε αυτό (12).<br />
Όπως υπολογίζεται, περίπου οι 9 κάθε 10 περιπτώσεις<br />
καρκινωμάτων του πνεύμονα οφείλονται<br />
στο κάπνισμα και μπορεί να αποφευχθούν με πρωτογενή<br />
πρόληψη (διακοπή του καπνίσματος). Δυστυχώς<br />
η διακοπή του καπνίσματος είναι εξαιρετικά δύσκολη<br />
για πολλούς ανθρώπους, (στις περισσότερες<br />
περιπτώσεις) παρά την εξήγηση και τον τονισμό των<br />
ευεργετικών αποτελεσμάτων της, και των σχετικών<br />
συμβουλών, εκ μέρους των υπευθύνων. Υπολογίζεται<br />
ότι οι ποικίλλες επιστημονικές μέθοδοι και εθνικά<br />
προγράμματα εφαρμοζόμενα εντατικά, μπορεί να<br />
οδηγήσουν 10-20% των καπνιστών σε διακοπή του<br />
καπνίσματος κατ’ έτος. Είναι σαφές ότι ο κίνδυνος<br />
αναπτύξεως καρκινώματος του πνεύμονα διαρκεί<br />
αρκετά (έως πολλά) χρόνια μετά τη διακοπή του καπνίσματος<br />
και στις Η.Π.Α. υπολογίζεται ότι το 50%<br />
των ασθενών με την νόσο αποτελείται από πρώην<br />
καπνιστές. Δεδομένου αυτού και της, σχετικά, περιορισμένης<br />
επιτυχίας των πολιτικών διακοπής του καπνίσματος<br />
η παγκόσμια κοινότητα έχει στρέψει ήδη το<br />
ενδιαφέρον της (2,13,14) στην ανάπτυξη στρατηγικών<br />
δευτερογενούς προλήψεως της νόσου, κυρίως μέσω<br />
αποτελεσματικών προγραμμάτων μαζικού προληπτικού<br />
ελέγχου (screening).<br />
Το screening είναι ελκυστικό όταν ανιχνεύει προσυμπτωματικά<br />
καρκινώματα πνεύμονα, σε στάδια<br />
κατά τα οποία η χειρουργική παρέμβαση είναι ριζική.<br />
Εντούτοις, και για τα τελευταία 30 χρόνια έως σήμερα,<br />
εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο επιστημονικών<br />
αντιπαραθέσεων. Συνοπτικά πρέπει να σημειωθεί η<br />
αποτυχία πρωιμότερης διαγνώσεως της νόσου και<br />
μείωση της θνησιμότητας από καρκίνωμα του πνεύμονα<br />
όταν ως βασική εξέταση screening στις διάφορες<br />
μελέτες χρησιμοποιήθηκαν:<br />
1. η ακτινογραφία θώρακα ± η κυτταρολογική πτυέλων<br />
σε ασυμπτωματικούς καπνιστές,<br />
2. η αξονική τομογραφία θώρακος σε ασυμπτωματικά<br />
άτομα, καπνιστές ή πρώην καπνιστές,
52<br />
Δίαιτα, διατροφή και συνήθειες της καθημερινής ζωής σχετιζόμενες με κακοήθη νεοπλάσματα<br />
3. η spiral (ελικοειδής) CT- θώρακος, σε ασυμπτωματικά<br />
άτομα, καπνιστές ή πρώην καπνιστές,<br />
4. το FDG ΡΕΤ.<br />
Σε ελάχιστες από τις μελέτες και κυρίως με την<br />
χρήση της ελικοειδούς CT- θώρακος, ανεδείχθη ώφελος<br />
στην ανίχνευση ασθενών με καρκίνωμα πνεύμονα<br />
αρχικών / ριζικά χειρουργήσιμων σταδίων και το<br />
γεγονός αυτό υποδηλώνει την μεγάλη σημασία αποφυγης<br />
ή τουλάχιστον, έγκαιρης διακοπής του καπνίσματος<br />
(15,16,17,18).<br />
ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΗΛΙΑΚΟ ΦΩΣ. Περισσότερο από<br />
1.000.000 καρκινώματα δέρματος μεταξύ των οποίων<br />
βασικοκυτταρικά και πλακώδη, διαγιγνώσκονται<br />
ετησίως. Στις Η.Π.Α. υπολογίζονται ότι θα διαγνωσθούν<br />
>68.000 κακοήθη μελανώματα το 2010 και θα<br />
παρατηρηθούν 8.700 θάνατοι με την συχνότητα διαγνώσεως<br />
της νόσου συνεχώς αυξανόμενη (1). Η ηλιακή<br />
ακτινοβολία συνιστά την κυριότερη αιτία αναπτύξεως<br />
μελανωμάτων και μη, κακοήθων νεοπλασμάτων του<br />
δέρματος. Η υπεριώδης ακτινοβολία προκαλεί γενετικές<br />
μεταλλάξεις και τροποποιεί το δερματικό ανοσολογικό<br />
σύστημα, περιορίζοντας την ικανότητα του<br />
ατόμου να αποβάλλει τα παθολογικά κύτταρα. Ο κίνδυνος<br />
εμφανίσεως βασικοκυτταρικών και πλακωδών<br />
καρκινωμάτων φαίνεται να συνδέεται ευθέως με την<br />
έκθεση στο ηλιακό φως. Η έντονη και παρατεταμένη<br />
επί μακρόν, έκθεση στον ήλιο μπορεί να αυξήσει τον<br />
κίνδυνο εμφανίσεως μελανωμάτων, μολονότι η έκθεση<br />
αυτής μορφής οδηγεί πολλές φορές σε σοβαρά δερματικά<br />
εγκαύματα, στα οποία, ενίοτε, δεν δίνεται η<br />
ανάλογη σημασία (19). Η έκθεση σε υπεριώδες φως,<br />
κυρίως σε εργαζόμενους σε βυρσοδεψεία εκτιμάται<br />
ότι μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο μελανώματος κατά<br />
75%, ιδίως εάν η έκθεση ξεκινήσει προ της ηλικίας των<br />
35 ετών (20).<br />
Ιδιαίτερη προσοχή προστασίας του δέρματος από<br />
έκθεση σε ηλιακή ακτινοβολία, χρειάζονται άτομα με<br />
χαρακτηριστικά υψηλού κινδύνου, όπως είναι το λείο<br />
δέρμα, ο μεγάλος αριθμός κεχρωσμένων σπίλων και<br />
το επιβαρυμένο οικογενειακό ιστορικό. Στις ομάδες<br />
αυτές συνίσταται η αποφυγή εκθέσεως στον ήλιο ιδίως<br />
τους καλοκαιρινούς μήνες, μεταξύ 10πμ-15μμ και η<br />
χρήση καπέλων, προστατευτικών γυαλιών και αντίστοιχων<br />
ρούχων (2,21).<br />
ΦΥΣΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ. Η μειωμένη φυσική<br />
δραστηριότητα φαίνεται ότι αυξάνει τον κίνδυνο αναπτύξεως<br />
κακοήθων νεοπλασμάτων (4). Περισσότεροι<br />
από το 60% των ενηλίκων στις Η.Π.Α., δεν ασκούνται<br />
προγραμματισμένα και σε αυτούς περιλαμβάνονται<br />
και ποσοστό ατόμων περί το 25%, που κάνουν σχεδόν<br />
μόνιμα, καθιστική ζωή ή/ και εργασία (2). Υπολογίζεται<br />
ότι η καθιστική ζωή είναι υπεύθυνη για το 5% των θανάτων<br />
από καρκινώματα (22). Σε μελέτη από την Ιαπωνία<br />
η προγραμματισμένη, τακτική φυσική δραστηριότητα<br />
συνδέθηκε με μειωμένο κίνδυνο αναπτύξεως<br />
καρκίνου παχέος εντέρου – ορθού, ήπατος, παγκρέατος<br />
και στομάχου (23). Σχετικά αποτελέσματα έχουν<br />
επανειλημμένα αναπαραχθεί για τα καρκινώματα<br />
παχέος εντέρου – ορθού και μαστού (24,25,26,27).<br />
Μία μελέτη έδειξε αρνητική συσχέτιση μεταξύ ενδιαμέσου<br />
– εντατικής φυσικής ασκήσεως και αναπτύξεως<br />
ER(-) καρκίνου μαστού (26). Μετα-ανάλυση 52 μελετών<br />
κατέληξε σε μείωση του κινδύνου εμφανίσεως καρκίνου<br />
παχέος εντέρου – ορθού, κατά 24% (σχετικός κίνδυνος<br />
0.76, 95% CI 0.72 - 0.81), σε άτομα με καθημερινή<br />
έντονη φυσική άσκηση (27).<br />
Σε μελέτες στις οποίες συνδέθηκε η φυσική δραστηριότητα<br />
με μειωμένο κίνδυνο καρκίνου παχέος<br />
εντέρου – ορθού και καρκίνου μαστού χρησιμοποιήθηκε<br />
κυρίως ως δείκτης το επίπεδο παχυσαρκίας των<br />
υπό εκτίμηση πληθυσμών (22,28,29,30).<br />
Περιορισμένα στοιχεία υπάρχουν για την σχέση<br />
φυσικής δραστηριότητας και προστασίας από καρκινώματα<br />
του ενδομητρίου και του προστάτου (27,31,32).<br />
Έχουν προταθεί ποικίλλοι μηχανισμοί για την εξήγηση<br />
των πιθανών προστατευτικών μηχανισμών της<br />
φυσικής ασκήσεως στην ανάπτυξη κακοήθων νεοπλασμάτων,<br />
μεταξύ των οποίων είναι η μείωση των<br />
κυκλοφορούντων επιπέδων της ινσουλίνης, προσταγλανδινών,<br />
άλλων ορμονών, αυξητικών παραγόντων,<br />
η επιβάρυνση της ανοσολογικής λειτουργίας και διαταραχή<br />
του μεταβολισμού των χολικών οξέων. Η<br />
έντονη φυσική άσκηση σε ορισμένες περιόδους της<br />
ζωής, όπως η εφηβεία, φαίνεται να παρέχουν επί<br />
πλέον προστασία, κατά της νόσου. Το ιδεατό χρονικό<br />
διάστημα της ασκήσεως, η ακριβής ένταση και συχνότητά<br />
της, δεν είναι σαφώς καθορισμένα (2,33,34,35).<br />
ΑΥΞΗΜΕΝΟ ΣΩΜΑΤΙΚΟ ΒΑΡΟΣ Σχεδόν το 65% των<br />
ενηλίκων στις Η.Π.Α., έχουν σωματικό βάρος περισσότερο<br />
του ιδεατού, ενώ το 30% εμφανίζουν αξιόλογη παχυσαρκία.<br />
Είναι ενδιαφέρον ότι η παχυσαρκία αφορά<br />
σε άτομα ανεξαρτήτως ηλικίας, κοινωνικοοικονομικής<br />
καταστάσεως, γεωγραφικής περιοχής και εθνικότητας<br />
και επάγει σημαντικά ιατρικά προβλήματα (36).<br />
Το αυξημένο σωματικό βάρος και η παχυσαρκία<br />
συνδέονται με την εμφάνιση ποικίλλων κακοήθων<br />
νεοπλασμάτων, στα οποία περιλαμβάνονται<br />
τα καρκινώματα παχέος εντέρου – ορθού, μαστού
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 53<br />
σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες (στο 9% των περιπτώσεων),<br />
ενδομητρίου (στο 9% των περιπτώσεων),<br />
νεφρού και οισοφάγου (27). Μετα- ανάλυση<br />
επιδημιολογικών μελετών έδειξε ευθεία συσχέτιση<br />
του αυξημένου σωματικού βάρους και με άλλα<br />
κακοήθη νεοπλάσματα, όπως του παγκρέατος,<br />
του θυρεοειδούς, τα λεμφώματα, τις λευχαιμίες<br />
και το πολλαπλούν μυέλωμα (37). Μελέτες παρατηρήσεως<br />
κατέληξαν ότι η παχυσαρκία στις<br />
Η.Π.Α., είναι υπεύθυνη για το 14% και 20% των<br />
θανάτων από κακοήθη νοσήματα σε άνδρες και<br />
γυναίκες αντιστοίχως (38). Εγχειρήσεις γαστρικής<br />
παρακάμψεως και περιορισμού της χωρητικότητας<br />
του στομάχου, μειώνουν κατά 60% την θνησιμότητα<br />
από κακοήθη νεοπλάσματα (5.5 έναντι<br />
13.3/ 10.000 άτομα-έτη), σε μελέτη με 7ετή παρακολούθηση<br />
(39).<br />
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΙΤΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΣΤΗΝ<br />
ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΚΟΗΘΩΝ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΩΝ<br />
Η έρευνα για τα αίτια του καρκίνου αποτελεί ενδιαφέροντα<br />
τομέα στην ολιστική προσέγγισή του και η<br />
προσπάθεια συσχετίσεως περιβαλλοντικών παραγόντων<br />
με την εμφάνιση κακοήθων νεοπλασμάτων συνιστά<br />
πολύ ενδιαφέροντα μέσο. Η αναζήτηση σχέσεως<br />
διατροφής και καρκίνου είναι ιδιαιτέρως επίκαιρη τα<br />
τελευταία χρόνια. Μολονότι οι πρώτες τεκμηριωμένες<br />
παρατηρήσεις που ενοχοποιούσαν παράγοντες διατροφής<br />
στην καρκινογένεση σε ζώα έγιναν τα πρώτα<br />
χρόνια της δεκαετίας του 1940 (40), αντίστοιχες σε ανθρώπους<br />
καθυστέρησαν για πολύ προφανείς λόγους:<br />
Η ποικιλία της ανθρώπινης διατροφής, η δυσκολία του<br />
ελέγχου της και η έλλειψη δυνατότητας αναπαραγωγής<br />
των αποτελεσμάτων στο εργαστήριο, αποτελούν<br />
τα κυριότερα σοβαρά εμπόδια. Εξάλλου οι παρατηρήσεις<br />
για τις σχέσεις διατροφής και καρκίνου στα ζώα,<br />
είναι προφανώς δύσκολο να μεταφερθούν στον άνθρωπο,<br />
αφού και οι επανορθωτικοί μηχανισμοί είναι<br />
διαφορετικοί και οι σχετικές αρχές μοριακής βιολογίας<br />
δεν είναι ταυτόσημοι, όπως τονίσθηκε ήδη από το 1981<br />
(41). Η πρώτη ολοκληρωμένη μελέτη σχέσεως διαιτητικών<br />
παραγόντων και καρκίνου στον άνθρωπο, δημοσιεύθηκε<br />
μόλις το 1982 από το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών<br />
των Η.Π.Α. (42).<br />
Ποικίλλοι παράγοντες της καθημερινής διατροφής,<br />
μελετήθηκαν σε σχέση με την εμφάνιση καρκινωμάτων.<br />
Στους παράγοντες περιλαμβάνονται το προσλαμβανόμενο<br />
λίπος, τα φρούτα, τα λαχανικά και οι ίνες, η<br />
χρησιμότητα των οποίων στην πρόληψη του καρκίνου<br />
δεν αποδείχθηκε πέραν αμφιβολιών. Η πρόσληψη<br />
ορισμένων μικροστοιχείων και βιταμινών φαίνεται να<br />
παρέχει ενός βαθμού πρόληψη στην ανάπτυξη κακοήθων<br />
νεοπλασμάτων (43). Η μεγάλη πλειονότητα των<br />
μελετών είναι επιδημιολογικές και σε αυτές η απόδειξη<br />
της σχέσεως δεν είναι πάντα, εύκολη. Οι ερευνητές<br />
πρέπει να συλλέξουν, να ελέγξουν και να αναλύσουν<br />
πολυάριθμα και πολύπλοκα στοιχεία, ώστε να καταλήξουν<br />
σε τελικά συμπεράσματα. Πρέπει εξάλλου να<br />
τονισθεί ότι η μεγάλη ποικιλία διατροφικών ειδών και<br />
η προφανής αδυναμία στις μεταπολεμικές κοινωνίες,<br />
μακράς παρακολουθήσεως ατόμων τα οποία σιτίζονται<br />
με περιορισμένους και ελεγχόμενους τρόπους,<br />
γεγονότα που συνιστούν εγγενή αδυναμία αποδόσεως<br />
απόλυτης ευθύνης συγκεκριμένου (υπό εξέταση)<br />
παράγοντα διατροφής, στην ανάπτυξη κακοήθων νεοπλασμάτων.<br />
Για τους λόγους αυτούς, μελέτες με τυχαία<br />
κατανομή συνήθως καταλήγουν σε αμφισβητούμενα<br />
αποτελέσματα. Τα κριτήρια βάσει των οποίων<br />
ένας παράγοντας διατροφής (πρέπει να) ενοχοποιείται<br />
για την ανάπτυξη του καρκίνου, είναι (2,44):<br />
1. Η ύπαρξη συσχετίσεως,<br />
2. Η ισχυρότητα της συσχετίσεως,<br />
3. Η ειδικότητα της ευθύνης του συγκεκριμένου παράγοντα<br />
ή η απουσία εναλλακτικής υποθέσεως,<br />
4. Η γεωγραφική ή/ και η χρονική συσχέτιση και<br />
5. Η επαναληψιμότητα και η αναπαραγωγή σε πειραματόζωα<br />
Στο κείμενο ο όρος διατροφή θα χρησιμοποιείται<br />
για την πρόσληψη από του στόματος φυσικών ουσιών<br />
ή παραγώγων που αναπτύσσονται κατά την<br />
διαδικασία παρασκευής ή διατηρήσεως της τροφής ή<br />
χημικών προσθετικών ουσιών.<br />
Η ΠΡΟΣΛΗΨΗ ΛΙΠΟΥΣ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΤΡΟΦΗ. Ισχυρή<br />
συσχέτιση μεταξύ αυξημένης προσλήψεως λίπους<br />
και αναπτύξεως κακοήθων νεοπλασμάτων προστάτου,<br />
έχει δειχθεί από πειραματικά πρότυπα και<br />
επιδημιολογικές μελέτες. Δεν υπάρχουν αντίστοιχες<br />
ισχυρές συσχετίσεις με τα καρκινώματα μαστού και<br />
παχέος εντέρου – ορθού (45).<br />
Μολονότι case control μελέτες έδειξαν ότι δίαιτες<br />
χαμηλές σε ζωικό λίπος ή/και χοληστερόλη, ενδεχομένως<br />
δρουν προστατευτικά έναντι του καρκινώματος<br />
του εντέρου, επιδημιολογικές μελέτες στις οποίες οι<br />
συμμετέχοντες ελάμβαναν ελεγχόμενο ποσό θερμίδων<br />
δεν κατέληξαν σε ισχυρή συσχέτιση μεταξύ προσλήψεως<br />
συνολικού λίπους και κινδύνου αναπτύξεως<br />
κακοήθων νεοπλασμάτων. Στην μεγαλύτερη σχετική,<br />
προοπτική, μελέτη, την Women’s Health Initiative Dietary
54<br />
Δίαιτα, διατροφή και συνήθειες της καθημερινής ζωής σχετιζόμενες με κακοήθη νεοπλάσματα<br />
Modification Trial, 48.835 γυναίκες κατανεμήθηκαν με<br />
τυχαίο τρόπο μεταξύ μειωμένης ή συνήθους λήψεως<br />
λίπους. Η πρώτη ομάδα ελάμβανε το 10.7% των ημερησίων<br />
θερμίδων με λήψη λίπους τον πρώτο χρόνο με<br />
προοδευτική μείωση στο 8% τον 6ο χρόνο. Στην μελέτη<br />
και μετά διάμεση παρακολούθηση των μετεχόντων σε<br />
αυτήν 8.1 ετών δεν αποδείχθηκε σημαντική διαφορά<br />
στην συχνότητα των καρκινωμάτων του εντέρου στις<br />
δύο ομάδες (46). Ενδιαφέρουσα ήταν η πρώτη σχετική<br />
ανακοίνωση το 1978, η οποία περιέγραφε ότι οι κάτοικοι<br />
της Γιούτα εμφάνιζαν χαμηλότερα ποσοστά<br />
καρκινώματος εντέρου δυσαναλόγως προς τις άλλες<br />
πολιτείες των Η.Π.Α., μολονότι δεν υπήρχε διαφορά<br />
στην πρόσληψη λίπους μεταξύ των κατοίκων της χώρας<br />
(47). Η πιθανότερη εξήγηση είναι η διαφορά στην<br />
πρόσληψη φυτικών ινών η οποία είναι πολύ μεγαλύτερη<br />
στην πολιτεία της Γιούτα. Ο προφυλακτικός<br />
ρόλος των φυτικών ινών συνίσταται είτε σε βράχυνση<br />
του χρόνου εκθέσεως του εντερικού αυλού σε καρκινογόνα,<br />
με παράλληλη ελάττωση του χρόνου παραμονής<br />
του εντερικού περιεχομένου στον αυλό (48), είτε<br />
στην επαγωγή ζυμώσεως μέσω των υδατανθράκων<br />
που περιέχουν και στην μείωση του pH του εντερικού<br />
αυλού. Συνέπεια αυτού είναι η αναστολή της 7-αλφα<br />
αφυδρογονάσης των χολικών αλάτων και η ελάττωση<br />
της συγκεντρώσεως του δεοξυχολικού οξέος, που είναι<br />
δυνητικά καρκινογόνο και του οποίου η ποσότητα<br />
στον εντερικό αυλό εξαρτάται από το προσλαμβανόμενο<br />
λίπος. Ο μηχανισμός, θεωρητικά τουλάχιστον,<br />
εξηγεί γιατί πληθυσμοί με διατροφή πλούσια σε λίπος<br />
και φυτικές ίνες (Μορμόνοι, Φινλανδοί), εμφανίζουν<br />
σπανιότερα καρκίνο παχέος εντέρου (41,44).<br />
Μελέτες σε ζώα και μελέτες παρατηρήσεως, διεθνώς,<br />
έχουν καταλήξει σε θετική συσχέτιση μεταξύ<br />
προσλήψεως αυξημένου λίπους με την διατροφή και<br />
καρκινώματος μαστού. Σε πειραματόζωα, διατροφή<br />
με αυξημένα λιπαρά φαίνεται να επάγει διάφορα<br />
γνωστά καρκινογόνα του μαστού, όπως το 7,12 διμεθυλβενζαθρακένιο,<br />
η Ν-νιτροζο-Ν-μεθυλουρία και η<br />
ακτινοβολία, ώστε να ελαττώνεται το μεσοδιάστημα<br />
από την χορήγηση του καρκινογόνου μέχρι την εμφάνιση<br />
του καρκίνου. Παρατηρήθηκε εξάλλου, ότι δίαιτα<br />
πλούσια σε λίπη αυξάνει τα επίπεδα των ορμονών<br />
φύλου στο πλάσμα και ελαττώνει την συγκέντρωση<br />
της σφαιρίνης που συνδέεται με τις φυλετικές ορμόνες<br />
και ο συνδυασμός αυτός φαίνεται να συνδέεται με<br />
ανάπτυξη καρκίνου μαστού. Αντίστοιχες μελέτες για<br />
τον καθορισμό του κινδύνου καρκινώματος εντέρου<br />
σε πειραματόζωα, έδειξαν ότι δίαιτα πλούσια σε λίπη<br />
αυξάνει τον κίνδυνο της νόσου ενισχύοντας την δράση<br />
γνωστών καρκινογόνων, όπως η 1,2 διμεθυλδιαζίνη,<br />
η μεθυλαζοξυμεθανόλη και η οξική 2,3 διμεθυλ 4 αμινομπιφενύλη.<br />
Αρνητική συσχέτιση μεταξύ επιπέδων χοληστερόλης<br />
ορού και καρκίνου εντέρου έχει περιγραφεί<br />
σε άνδρες, χωρίς πειστική ερμηνεία. Η σχέση αυτή<br />
δείχνει και το περίπλοκο του προβλήματος: Αφ’ ενός<br />
υπάρχει αντίστροφη σχέση μεταξύ αυξημένης προσλήψεως<br />
φυτικών ινών και χοληστερόλης και αφ’ ετέρου<br />
η χαμηλή χοληστερόλη συνοδεύεται από αυξημένη<br />
αποίκιση του εντερικού αυλού από βακτηρίδια που<br />
αποσυνθέτουν τα χολικά οξέα και θεωρούνται ότι<br />
επάγουν την ανάπτυξη καρκίνου του εντέρου (44,49,50).<br />
Εντούτοις πληθυσμιακές και case-control μελέτες καταλήγουν<br />
σε αντικρουόμενα αποτελέσματα (2). Στην<br />
προαναφερθείσα πληθυσμιακή μελέτη Women’s Health<br />
Initiative Dietary Modification Trial με διάμεσο χρόνο<br />
παρακολουθήσεως 8.1 χρόνια, ανεδεικνύετο τάση μειωμένης<br />
συχνότητας καρκίνου μαστού στην ομάδα γυναικών<br />
που ελάμβαναν χαμηλή ποσότητα λίπους σε<br />
σχέση με την ομάδα ελέγχου, αλλά η διαφορά δεν ήταν<br />
στατιστικά σημαντική (51).<br />
Δίαιτα πλούσια σε ζωικά λίπη εκτιμάται ότι συνιστά<br />
σημαντικό παράγοντα στην ανάπτυξη καρκίνου<br />
προστάτου. Ειδικότερα αυξημένη πρόσληψη alphalinoleic<br />
οξέος και χαμηλά ποσά linoleic οξέος, συνδυασμός<br />
συνήθης στο κόκκινο κρέας και ορισμένα γαλακτοκομικά<br />
προϊόντα, αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο<br />
καρκίνου προστάτου (52).<br />
Η παχυσαρκία εξ αιτίας αυξημένης προσλήψεως<br />
λίπους ή/ και της αυξημένης οιστρογονικής δραστηριότητας<br />
μετά την εμμηνόπαυση, θεωρείται από τους<br />
κύριους προδιαθεσικούς παράγοντες στην ανάπτυξη<br />
καρκινώματος του ενδομητρίου (41, 53).<br />
Τα ερωτήματα που προκύπτουν σχετικά με την<br />
εμπλοκή του λίπους στην εμφάνιση του καρκίνου και<br />
δεν έχουν απαντηθεί μέχρι σήμερα, είναι:<br />
1. Το ολικό λίπος ή ειδικότερες υποκατηγορίες λιπαρών<br />
(κεκορεσμένα, πολυακόρεστα, trans) είναι και<br />
σε ποιο βαθμό ευθύνονται?<br />
2. Η διατροφή με αυξημένα λίπη στην παιδική και<br />
εφηβική ηλικία αυξάνουν και σε ποιο βαθμό τον κίνδυνο<br />
εμφανίσεως νεοπλασματικής νόσου στην ενήλικο<br />
ζωή?<br />
Η συστηματική ανασκόπηση προοπτικών μελετών<br />
που εξέτασαν την πρόσληψη OMEGA-3 ΛΙΠΑΡΩΝ<br />
ΟΞΕΩΝ δεν κατέληξαν σε σύνδεσή τους με αυξημένο<br />
κίνδυνο εμφανίσεως 11 διαφορετικών τύπων κακοήθων<br />
νεοπλασμάτων (54).
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 55<br />
Η ΧΡΗΣΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΩΔΩΝ ΠΟΤΩΝ. Τα οινοπνευματώδη<br />
ποτά έχουν ευρεία διάδοση σε όλες<br />
τις σύγχρονες κοινωνίες και οι βλαπτικές τους επιδράσεις<br />
δεν άργησαν να περιγραφούν. Η αυξημένη<br />
λήψη αλκοόλης αυξάνει τον κίνδυνο εμφανίσεως όλων<br />
σχεδόν των κακοήθων νεοπλασμάτων, εκτός (για μη<br />
διευκρινισμένους εισέτι λόγους), του αδενοκαρκινώματος<br />
του νεφρού (2,44).<br />
Η σχέση αλκοόλης και αναπτύξεως καρκινωμάτων<br />
λάρυγγα, φάρυγγα, οισοφάγου και στομάχου, πρωτοπεριγράφηκε<br />
πριν περίπου 80 χρόνια (41). Υπολογίζεται,<br />
σήμερα, ότι το 3.6% του συνόλου των καρκινωμάτων<br />
αφορά σε χρόνιους πότες αλκοόλης (55).<br />
Προοπτική μελέτη σε 1.280.296 γυναίκες διάμεσης<br />
ηλικίας 56 ετών και με διάμεση παρακολούθηση 7.5<br />
χρόνων (56), κατέληξε ότι λήψη ημερησίως 10g αλκοόλης<br />
αυξάνει τον κίνδυνο καρκινωμάτων οροφάρυγγα,<br />
λάρυγγα, οισοφάγου, ορθού, ήπατος και μαστού κατά<br />
6% (95% CI 4% – 7%). Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό ότι τα<br />
παραπάνω καρκινώματα ευθύνονται για το 3% του<br />
συνόλου των θανάτων από κακοήθη νεοπλάσματα και<br />
θα περιοριζόντουσαν κατά 50% εάν οι άρρωστοι δεν<br />
κάπνιζαν. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι άτομα που<br />
προσλαμβάνουν 81-120g αλκοόλης εμφανίζουν σχετικό<br />
κίνδυνο αναπτύξεως καρκίνου του οισοφάγου 11.7. Ο<br />
κίνδυνος ανέρχεται στο 87.1, για καπνιστές >30g καπνού,<br />
ημερησίως (41). Η ήδη αναφερθείσα πληθυσμιακή<br />
μελέτη Women’s Health Initiative Dietary Modification<br />
Trial έδειξε αυξημένο κίνδυνο καρκίνου μαστού επί μέτριας<br />
καταναλώσεως αλκοόλης (57). Εκτιμάται ότι η<br />
αύξηση του κινδύνου αναπτύξεως κακοήθων νεοπλασμάτων<br />
με μέτρια πόση αλκοόλης καλύπτει το όφελός<br />
της στην πρόληψη καρδιαγγειακής νόσου (58).<br />
Η καρκινογόνος δράση της αλκοόλης πιθανολογείται<br />
ότι ασκείται με ορισμένους μηχανισμούς (44,55,59,60):<br />
1. Προκαλώντας μεταβολές στο γενετικό υλικό των<br />
κυττάρων,<br />
2. Αυξάνοντας τα επίπεδα των οιστρογόνων,του<br />
βλεννογόνου,<br />
3. Εμπλεκόμενη στον μεταβολισμό των φολικών,<br />
4. Βλάπτοντας την ακεραιότητα των κυττάρων με<br />
αποτέλεσμα χημικά καρκινογόνα να έρχονται σε επαφή<br />
με κύτταρα του Γ.Ε.Σ.,<br />
5. Δρώντας ερεθιστικά με αποτέλεσμα την πρόκληση<br />
κυτταρικού πολλαπλασιασμού, που μπορεί να<br />
εξελιχθεί αμέτρως,<br />
6. Αναστέλλοντας την μεθυλίωση του DNA,<br />
7. Έχοντας θέση προμεταβολίτου γνωστών καρκινογόνων<br />
όπως η acetaldehyde και<br />
8. Ενισχύοντας την γνωστή καρκινογόνο δράση του<br />
καπνίσματος.<br />
Ειδικότερα η συνέργεια φολικών και αλκοόλης στην<br />
προφύλαξη από κακοήθη νεοπλάσματα είναι υπό<br />
εντατική διερεύνηση. Η λήψη αλκοόλης επί παρουσίας<br />
ανεπαρούς λήψεως φολικών, εκτιμάται ότι αυξάνει<br />
τον κίνδυνο εμφανίσεως καρκινωμάτων εντέρου και<br />
μαστού. Σε μελέτη στις Η.Π.Α., επί 47931 ανδρών επαγγελματιών<br />
υγείας, 40-75 ετών η αύξηση του κινδύνου<br />
εμφανίσεως καρκίνου του εντέρου δεν παρατηρήθηκε<br />
σε άνδρες, πότες, που ελάμβαναν πολύ υψηλών<br />
ποσοτήτων φολικών (61). Αντιστοίχως η αύξηση του<br />
κινδύνου καρκίνου του μαστού ήταν συνηθέστερη σε<br />
γυναίκες που ελάμβαναν, τουλάχιστον, μέτριες ποσότητες<br />
αλκοόλης καθημερινά και είχαν χαμηλότατα<br />
επίπεδα φολικών (62,63). Έχει παρατηρηθεί εξάλλου<br />
σαφής αντίστροφη συσχέτιση μεταξύ λήψεως φολικών<br />
και καρκίνου μαστού σε γυναίκες που λαμβάνουν<br />
αλκοόλη > 15g ημερησίως (64).<br />
Η αυξημένη βρώση κόκκινου κρέατος συνοδεύεται<br />
από αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του εντέρου σε<br />
άνδρες και γυναίκες (65,66). Σε μελέτη 148.610 ατόμων<br />
(67), αποδείχθηκε ότι ο κίνδυνος εμφανίσεως καρκίνου<br />
εντέρου ήταν αυξημένος σε διατρεφόμενους επί μακρόν<br />
με κόκκινο κρέας (σχετικός κίνδυνος 1.5, 95% CI<br />
1.04-2.17). Τα άτομα της συγκεκριμένης ομάδας είχαν<br />
στατιστικά σημαντικό υψηλότερο κίνδυνο αναπτύξεως<br />
καρκινώματος εντέρου, σε σχέση με τους διατρεφόμενους<br />
με πουλερικά και ψάρια (σχετικός κίνδυνος<br />
1.53, 95% CI 1.08-2.18). Σε άλλη μεγάλη πληθυσμιακή μελέτη<br />
επί 617.119 ατόμων ηλικίας 50 – 71 ετών βρέθηκε<br />
ευθεία συσχέτιση μεταξύ θνησιμότητας από καρκίνο<br />
και καρδιαγγειακά νοσήματα με την λήψη υψηλών ποσοτήτων,<br />
επί μακρόν, κόκκινου κρέατος (68).<br />
Οι ακριβείς μηχανισμοί με τους οποίους η βρώση<br />
κόκκινου κρέατος συνδέεται με την ανάπτυξη κακοήθων<br />
νεοπλασμάτων δεν έχουν σαφώς καθορισθεί.<br />
Ενοχοποιούνται η αυξημένη περιεκτικότητα του κρέατος<br />
σε αίμη, ζωικό λίπος και ο τρόπος παρασκευής<br />
των φαγητών, δεδομένης της γνώσεως ότι το βενζοπυρένιο<br />
και άλλοι πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες<br />
που παράγονται κατά την πυρόλυση (ψήσιμο<br />
στην σχάρα ή κάπνισμα τροφών ή τηγάνισμα<br />
σε προχρησιμοποιημένο λάδι) συσχετίζονται με τον<br />
καρκίνο του στομάχου (44).<br />
ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ. Μετα-ανάλυση<br />
21 μελετών εξέτασε την σχέση καθημερινής λήψεως<br />
γαλακτοκομικών προϊόντων και καρκινώματος των<br />
ωοθηκών. Σε αυτήν δεν αναδείχθηκε συσχέτιση με-
56<br />
Δίαιτα, διατροφή και συνήθειες της καθημερινής ζωής σχετιζόμενες με κακοήθη νεοπλάσματα<br />
ταξύ των εξετασθεισών παραμέτρων, σε αντίθεση με<br />
τρεις προοπτικές πληθυσμιακές (69) και case control<br />
μελέτες (70). Εντούτοις μία επόμενη πληθυσμιακή μελέτη<br />
στην Ολλανδία σε 62 573 μετεμμηνοπαυσιακές<br />
γυναίκες με διάμεση παρακολούθηση 11.2 ετών, δεν<br />
ανέδειξε αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο ωοθηκών<br />
εκ λήψεως γαλακτοκομικών προϊόντων ή λακτόζης<br />
(71). Δεδομένων αυτών η ενοχή των γαλακτοκομικών<br />
προϊόντων στον καρκίνο των ωοθηκών παραμένει<br />
αμφισβητούμενη.<br />
Αρκετές μελέτες αναδεικνύουν προφύλαξη από<br />
καρκίνο μαστού σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες<br />
που καταναλώνουν γαλακτοκομικά προϊόντα. Στην<br />
μεγαλύτερη από αυτές την Nurses’ Health Study, με<br />
88.691 συμμετέχουσες, η λήψη γαλακτοκομικών προϊόντων<br />
με χαμηλά λιπαρά, φάνηκε να προστατεύει<br />
από καρκίνωμα του μαστού μόνον την υποομάδα<br />
των προεμμηνοπαυσιακών γυναικών, ανεξαρτήτως<br />
επιπέδων ασβεστίου και βιταμίνης D (72). Σε αντίθεση<br />
με τα αποτελέσματα αυτά, συγκεντρωτική ανάλυση<br />
οκτώ προοπτικών μελετών, περιλαμβάνουσες όμως<br />
κατά πλειοψηφία μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, δεν<br />
κατέληξε σε ανάλογα αποτελέσματα (73).<br />
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΓΛΥΚΟΖΗΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ<br />
ΚΑΚΟΗΘΩΝ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΩΝ.<br />
Δεδομένου ότι η η ινσουλίνη και οι insulin-like<br />
growth factors, επάγουν τον κυτταρικό πολλαπλασιασμό,<br />
εκτιμήθηκε από τα μέσα της 10ετίας του 1990 ότι,<br />
η υπερινσουλιναιμία μπορεί να συμβάλλει στην ανάπτυξη<br />
(ορισμένων?) κακοήθων νεοπλασμάτων (74). Η<br />
υπόθεση επιβεβαιώθηκε και αυξημένος κίνδυνος για<br />
εμφάνιση καρκίνων ορισμένων εντοπίσεων. παρατηρήθηκε<br />
σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, κυρίως<br />
τύπου ΙΙ (75). Στην σύνδεση σακχαρώδους διαβήτη και<br />
καρκίνου πρέπει πάντα να λαμβάνεται υπ’ όψη ότι είναι<br />
δύο ετερογενείς, πολυπαραγοντικές, σοβαρές και<br />
χρόνιες ασθένειες. Λόγω της συχνότητάς τους, αλληλεπιδράσεις<br />
μεταξύ των αιτιολογικών παραγόντων<br />
των δύο ασθενειών, - ακόμη και ήσσονος σημασίας -<br />
μπορεί να έχουν σημαντικό αντίκτυπο, τελικώς, στην<br />
εμφάνιση των καρκινωμάτων. Επιδημιολογικές μελέτες<br />
δείχνουν σαφώς ότι ο κίνδυνος διαφόρων τύπων<br />
καρκίνου (συμπεριλαμβανομένων του παγκρέατος,<br />
του ήπατος, του μαστού, του παχέος εντέρου, του<br />
ουροποιητικού συστήματος, και των έσω γεννητικών<br />
οργάνων των γυναικών) και η θνησιμότητα εξ αυτών<br />
είναι αυξημένοι σε διαβητικούς ασθενείς. Μεταξύ των<br />
αρκετών παραγόντων συγχύσεως στην διατύπωση<br />
ακριβών στατιστικών συμπερασμάτων της σχέσεως<br />
σακχαρώδους διαβήτου και κινδύνου κακοήθων νεοπλασμάτων<br />
είναι η διάρκεια του σακχαρώδη διαβήτη,<br />
τα ποικίλα επίπεδα μεταβολικού ελέγχου του, τα διαφορετικά<br />
φάρμακα που χρησιμοποιούνται κατά την<br />
διάρκεια θεραπείας της νόσου, η πιθανή παρουσία<br />
των χρόνιων επιπλοκών, η (συνήθως) συνοδός παχυσαρκία<br />
και το αυξημένο οξειδωτικό stress (76).<br />
Οι συγγραφείς μεγάλης μελέτης των National<br />
Institutes of Health-AARP Diet and Health Study, προσπάθησαν<br />
να συσχετίσουν γλυκαιμικό δείκτη, γλυκαιμικό<br />
φορτίο και τον κίνδυνο καρκίνου σε 15.215 γυναίκες<br />
και 33.203 άνδρες, μεταξύ 1995 -2003, χρησιμοποιώντας<br />
ερωτηματολόγιο συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων.<br />
Η μελέτη δεν κατέληξε σε στατιστικά σημαντική<br />
συσχέτιση μεταξύ γλυκαιμικού δείκτη και γλυκαιμικού<br />
φορτίου με την εμφάνιση κακοήθων νεοπλασμάτων<br />
(77).<br />
Μία case control μελέτη (78), κατέληξε σε συσχέτιση<br />
γλυκαιμικού φορτίου και κινδύνου καρκίνου μαστού,<br />
αλλά τα ευρήματά της δεν επιβεβαιώθηκαν από μεγάλες<br />
πληθυσμιακές μελέτες, μεταξύ των οποίων και<br />
η Women’s Health Study (79,80,81).<br />
Αντίστοιχες μελέτες για τον καρκίνο του εντέρου<br />
κατέληξαν επίσης, σε αμφιλεγόμενα αποτελέσματα.<br />
Η Women’s Health Study σε 38.451 γυναίκες κατέληξε<br />
σε ισχυρή συσχέτιση μεταξύ γλυκαιμικού φορτίου<br />
και καρκίνου του εντέρου (82). Αντιθέτως μεγάλη<br />
Καναδική μελέτη δεν κατέληξε σε συσχέτιση των δύο<br />
παραμέτρων (83). Η Nurse’s Health Study και η Health<br />
Professionals Follow Up Study βρήκαν μικρή αύξηση του<br />
κινδύνου σε άνδρες προσλαμβάνοντες καθημερινά<br />
τροφές με υψηλό γλυκαιμικό φορτίο (σχετικός κίνδυνος<br />
1.32, 95% CI 0.98-1.79), αλλά όχι σε γυναίκες (84).<br />
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΦΥΤΙΚΩΝ ΙΝΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑ-<br />
ΠΤΥΞΗ ΚΑΚΟΗΘΩΝ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΩΝ<br />
Τροφές με αυξημένη περιεκτικότητα σε ΦΥΤΙΚΕΣ<br />
ΙΝΕΣ συνοδεύονται από μείωση εμφανίσεως της καρδιαγγειακής<br />
νόσου και του σακχαρώδους διαβήτου,<br />
αλλά αντίστοιχη επίδραση στην ελάττωση του κινδύνου<br />
από καρκίνο είναι λιγότερο εμφανής και, κατά<br />
συνέπεια, λιγότερο βέβαιη (2). Αρκετές μεγάλες επιδημιολογικές<br />
μελέτες κατέληξαν σε αρνητική συσχέτιση<br />
μεταξύ διατροφής πλούσιας σε φυτικές ίνες και<br />
αναπτύξεως καρκινώματος του εντέρου. Μεταξύ των<br />
μελετών αυτών περιλαμβάνεται και μεγάλη Ευρωπαϊκή<br />
(85), με Ελληνική συμμετοχή και χρήση ερωτηματολογίου<br />
σε 519.978 συμμετέχοντες 25-70 ετών. Η μελέτη
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 57<br />
κατέληξε ότι άτομα λαμβάνοντα καθημερινά μεγάλες<br />
ποσότητες φυτικών ινών, είχαν στατιστικά πολύ σημαντικά<br />
μειωμένες πιθανότητες κινδύνου εμφανίσεως<br />
καρκίνου του εντέρου σε σύγκριση με διατρεφόμενους<br />
με χαμηλές ποσότητες φυτικών ινών (διορθωμένος<br />
σχετικός κίνδυνος 0.58, 95% CI 0.41-0.85).<br />
Άλλες πληθυσμιακές μελέτες κυρίως από τις<br />
Η.Π.Α., δεν επιβεβαίωσαν τα αποτελέσματα (86,87).<br />
Σε πολύ ενδιαφέρουσα λεπτομερή συγκεντρωτική<br />
ανάλυση 13 προοπτικών πληθυσμιακών μελετών με<br />
725.628 άτομα και παρακολούθηση 6-20 χρόνια, η<br />
παρατηρηθείσα αρχικά αρνητική συσχέτιση μεταξύ<br />
λήψεως αυξημένων ποσοτήτων φυτικών ινών και<br />
καρκίνου του εντέρου, εξασθενούσε όταν συνεκτιμώντο<br />
η ηλικία και άλλοι διατροφικοί παράγοντες (88).<br />
Σε αντίστοιχα αρνητικά αποτελέσματα συσχετίσεως<br />
διατροφής πλούσιας σε φυτικές ίνες και προλήψεως<br />
ενός αδενώματος >1 cm [σχετικός κίνδυνος 0.94 (95%<br />
CI 0.77 - 1.15)] ή περισσοτέρων αδενωμάτων [(σχετικός<br />
κίνδυνος 1.02 (95% CI 0.89 - 1.17)] του εντέρου, κατέληξε<br />
συνδυασμένη ανάλυση πέντε μελετών με 4349<br />
άτομα και διάστημα παρακολουθήσεως 2-5 χρόνια<br />
(87).<br />
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΦΡΟΥΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΑΧΑΝΙΚΩΝ<br />
ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΚΟΗΘΩΝ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΩΝ<br />
Μολονότι αποτελέσματα case control μελετών<br />
ενίσχυαν την πιθανότητα διατροφή με αυξημένα<br />
φρούτα και λαχανικά να προφυλάσσει από καρκίνο,<br />
προοπτικές μελέτες απέτυχαν, σε άλλοτε άλλο<br />
βαθμό και σε άλλοτε άλλη πληθυσμιακή υποομάδα,<br />
να επιβεβαιώσουν την υπόθεση (90,91,92,93). Μεταξύ<br />
αυτών υπάρχει ξεχωριστά, η δημοσίευση των αποτελεσμάτων<br />
από την λήψη λαχανικών και φρούτων<br />
σε Ελληνικό πληθυσμό με τα οποία συμμετείχε στην<br />
Ευρωπαϊκή μελέτη EPIC, με σχεδόν 500.000 συμμετέχοντες<br />
και διάμεση παρακολούθηση 9 ετών. Το αμιγώς<br />
Ελληνικό σκέλος της μελέτης (91), περιελάμβανε 25.623<br />
άτομα (10.582 άνδρες, 15.031 γυναίκες), που παρακολουθήθηκαν<br />
για διάμεσο χρονικό διάστημα 7.9 χρόνια<br />
ή 188.042 άτομα-έτη. Καρκινώματα διαγνώστηκαν σε<br />
851 από τους συμμετέχοντες (421 άνδρες, 430 γυναίκες).<br />
Η στατιστική ανάλυση με την μέθοδο της Cox<br />
regression, έδειξε ότι η λήψη αυξημένων ποσοτήτων<br />
φρούτων και λαχανικών προστάτευε από ανάπτυξη<br />
καρκίνου το σύνολο της ομάδας (HR 0.94; 95% CI,<br />
0.88-0.99), την ομάδα των γυναικών (HR , 0.90; 95%<br />
CI, 0.83-0.98), αλλά όχι τους άνδρες (HR 0.95; 95% CI,<br />
0.87-1.04).<br />
Προ ολίγων μηνών δημοσιεύθηκαν τα τελικά αποτελέσματα<br />
της Πανευρωπαίκής μελέτης European<br />
Prospective Investigation into Cancer and Nutrition (EPIC),<br />
που σχεδιάσθηκε να συσχετίσει την λήψη αυξημένων<br />
ποσοτήτων φρούτων και λαχανικών με προφύλαξη<br />
από ανάπτυξη καρκίνου. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε<br />
μεταξύ 1992-2000 και σε αυτήν έγινε ιδιαίτερη στρωματοποίηση<br />
για κακοήθη νεοπλάσματα που σχετίζονται<br />
με τον καπνό και την αλκοόλη και για την στατιστική<br />
μελέτη χρησιμοποιήθηκε πολυπαραγοντική ανάλυση<br />
και η Cox regression ανάλυση. Από τους 142 605<br />
άνδρες και 335 873 γυναίκες που περιελήφθησαν στην<br />
μελέτη, 9604 άνδρες και 21 000 γυναίκες, ανέπτυξαν<br />
καρκίνο μετά από διάμεση παρακολούθηση 8,7 χρόνια.<br />
Οι συνολικές συχνότητες εμφανίσεως καρκίνου ήταν<br />
7.9 ανά 1000 άτομα-έτη στους άνδρες και 7.1 ανά 1000<br />
άτομα-έτη στις γυναίκες. Από τις συσχετίσεις για<br />
ανάδειξη μειωμένου κινδύνου εμφανίσεως καρκίνου<br />
και αυξημένης προσλήψεως συνολικά και ξεχωριστά<br />
φρούτων και λαχανικών, εμφανώς θετική ήταν μόνον<br />
η πρόσληψη λαχανικών 100g/ημέρα σε γυναίκες (HR<br />
= 0,98, 95% CI = 0,97 - 0,99), ενώ ασθενέστερη σχέση<br />
ανεδείχθη από την λήψη φρούτων 200g/ημέρα και λαχανικών<br />
100g/ημέρα στο σύνολο της ομάδας (HR 0.97,<br />
95% CI 0.96-0.99). Στην διαστρωμάτωση των ατόμων<br />
σε σχέση με την κατανάλωση αλκοόλης, αναδείχθηκε<br />
ισχυρότερη μείωση του κινδύνου σε έντονα πότες και<br />
αφορούσε στην ομάδα καρκίνων που προκαλούνται<br />
από το κάπνισμα και την αλκοόλη (94).<br />
Αρκετές επιδημιολογικές μελέτες, αλλά όχι όλες,<br />
καταλήγουν σε ανάδειξη ασθενούς προστατευτικής<br />
σχέσεως, μεταξύ δίαιτας πλούσιας σε φρούτα<br />
και λαχανικά και προστασίας από καρκίνωμα του<br />
εντέρου (2). Συγκεντρωτική ανάλυση 14 πληθυσμιακών<br />
μελετών (n >750,000), κατέληξε ότι ημερήσια λήψη ><br />
800g φρούτων και λαχανικών, σε σύγκριση με < 200g,<br />
προφύλασσε σημαντικά από ανάπτυξη καρκίνου του<br />
άπω τμήματος του εντέρου (σχετικός κίνδυνος 0.74),<br />
αλλά όχι και του εγγύς (95).<br />
Ενδιαφέρουσες είναι οι παρατηρήσεις που συνδέουν<br />
την λήψη προϊόντων τομάτας, κυρίως της λυκοπένης<br />
και προφυλάξεως από καρκίνωμα του προστάτου<br />
(96,97). Εντούτοις συστηματική ανασκόπηση<br />
από το FDA κατέληξε σε “very limited evidence to<br />
support an association between tomato consumption and<br />
reduced risk of prostate or other (ovarian, gastric, and<br />
pancreatic) cancers” (98).<br />
Σε μετα ανάλυση (99), 8 (1 πληθυσμιακής, 7 casecontrol)<br />
μελετών, αποδείχθηκε ότι λήψη υψηλών πο-
58<br />
Δίαιτα, διατροφή και συνήθειες της καθημερινής ζωής σχετιζόμενες με κακοήθη νεοπλάσματα<br />
σοτήτων σόγιας (20 mg/ ημέρα isoflavone) σε Ασιάτισες<br />
συνοδεύτηκε από ελαττωμένο κίνδυνο καρκίνου<br />
μαστού (σχετικός κίνδυνος=0.88, 95% CI=0.78-0.98), σε<br />
σχέση με πληθυσμούς Ασιατισών που λαμβάνουν χαμηλές<br />
ποσότητες (5 mg/ ημέρα isoflavone).<br />
Λήψη αυξημένων flavonoids, που βρίσκονται στις<br />
τομάτες, πράσινες πιπεριές, μούρα και κίτρα, επάγουν<br />
ενδιάμεση προφύλαξη από καρκίνωμα μαστού<br />
σε γυναίκες στις Δυτικές κοινωνίες (100).<br />
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΒΙΤΑΜΙΝΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΦΥΛΑΞΗ<br />
ΑΠΟ ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ<br />
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ<br />
Η βιταμίνη Α έχει καθορισθεί ως ουσιώδης παράγων<br />
διατροφής το 1913 και βρίσκεται υπό μελέτη<br />
σχεδόν 100 χρόνια. Το 1925 οι Wolbach και Howe περιέγραψαν<br />
παθολογοανατομικές αλλαγές στο επιθήλιο<br />
οφειλόμενες στην έλλειψη της βιταμίνης Α και από<br />
τότε υπάρχει μια μεγάλη σειρά μελετών για τον ρόλο<br />
όλων των βιταμινών στην κυτταρική διαφοροποίηση<br />
και την νεοπλασματική εξαλλαγή. Η πρώτη επιδημιολογική<br />
μελέτη σχετικά με τον ρόλο της βιταμίνης Α<br />
στην αναστολή της αναπτύξεως, της εξελίξεως και<br />
την θεραπεία των κακοήθων νεοπλασμάτων στον<br />
άνθρωπο έγινε στα μέσα της 10ετίας του 1960 και<br />
κατέληξε ότι «υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις σύμφωνα<br />
με τις οποίες, η λήψη σκευασμάτων βιταμίνης Α<br />
μπορεί να συνοδεύεται από μειωμένο κίνδυνο αναπτύξεως<br />
καρκίνου του πνεύμονα». Σήμερα η χημειοπροφύλαξη<br />
γίνεται κυρίως με την χρήση ρετινοειδών<br />
και β- καρωτένης. Επιδημιολογικές μελέτες το 1980<br />
και 1990 εκτιμώντας την σχέση της ρετινόλης και της<br />
β-καρωτένης με την ανάπτυξη κακοηθειών, κατέληξαν<br />
στο συμπέρασμα ότι, η λήψη τους συνοδεύονται<br />
από ελαττωμένο κίνδυνο αναπτύξεως καρκίνου. Οι<br />
ερμηνείες είναι δύσκολες δοθέντων ότι:<br />
1. Τα καρωτενοειδή περιέχονται στα φρούτα και τα<br />
λαχανικά τα οποία περιλαμβάνουν και πλήθος άλλων<br />
ιχνοστοιχείων, μερικά των οποίων φαίνεται ότι έχουν<br />
προληπτικές του καρκίνου ιδιότητες. Τα επίπεδα πλάσματος<br />
αυξάνουν με την λήψη αναλόγων τροφών.<br />
2. Η ρετινόλη είναι κυρίως ζωικό προϊόν με ότι<br />
αυτό συνεπάγεται, ενώ τα επίπεδά της στο πλάσμα<br />
ρυθμίζονται με ομοιοστατικό μηχανισμό.<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />
Ο θετικός ρόλος των βιταμινών στην προφύλαξη<br />
από κακοήθη νεοπλάσματα εξακολουθεί αμφισβητούμενος.<br />
Υπάρχουν πολλές ενδείξεις υποστηρίζουσες<br />
την εμπλοκή τους στην νεοπλασματική διαδικασία<br />
αλλά επανειλημμένα κλινικά πρωτόκολλα και συστηματική<br />
ανασκόπηση 38 μελετών απέτυχαν να αναδείξουν<br />
τον ακριβή ρόλο τους (101). Το 2006 το National<br />
Institutes of Health (NIH) διατύπωσε consensus σχετικά<br />
με την σχέση βιταμινών και καρκίνου, σύμφωνα με το<br />
οποίο “the present evidence is insufficient to recommend<br />
either for or against the use of multivitamin supplements<br />
by the American public to prevent chronic disease” (102).<br />
Μεγάλη μελέτη σε 8171 γυναίκες οι οποίες είχαν ενταχθεί<br />
με τυχαία κατανομή με τους στατιστικούς κανόνες<br />
2 x 2 x 2 στην Women’s Antioxidant Cardiovascular<br />
Study, έλαβαν βιταμίνη C (500 mg ασκορβικού οξέος<br />
ημερησίως), βιταμίνη E (600 IU alpha-tocopherol κάθε<br />
2η μέρα) και beta carotene (50 mg βιταμίνη), μόνες ή σε<br />
συνδυασμό και συγκρίθηκαν με ομάδα placebo. Μετά<br />
διάμεσο χρόνο θεραπείας 9.4 χρόνια, δεν αναδείχθηκε<br />
ότι η προσθήκη βιταμινών C, E, ή beta-carotene<br />
(μόνες ή σε συνδυασμό) μειώνουν την συχνότητα ή<br />
την θνησιμότητα από κακοήθη νεοπλάσματα (103). Σε<br />
ανάλογα αποτελέσματα κατέληξε και μελέτη παρατηρήσεως<br />
κατά την οποία σε 161.808 γυναίκες με διάμεση<br />
παρακολούθηση 7.9 χρόνια δεν παρατηρήθηκε<br />
συσχέτιση λήψεως βιταμινών και κινδύνου αναπτύξεως<br />
καρκίνου (104).<br />
Τα αντικρουόμενα αποτελέσματα μελετών που<br />
εξετάζουν τον ρόλο των βιταμινών στην προφύλαξη<br />
από καρκίνο, εν πολλοίς ερμηνεύονται διότι (105):<br />
1. στην πρόληψη και αντιμετώπιση των νεοπλασματικών<br />
νοσημάτων, οι αναγκαίες και χρησιμοποιούμενες<br />
δόσεις βιταμινών, υπερβαίνουν κατά πολύ τις<br />
συνήθεις, με αποτέλεσμα την συχνή εμφάνιση τοξικών<br />
εκδηλώσεων, οι οποίες συνηθέστατα απαιτούν τον<br />
περιορισμό των αρχικά σχεδιασθέντων φαρμακευτικών<br />
σχημάτων, και<br />
2. για λόγους εύκολα αντιληπτούς, οι αριθμοί των<br />
νεοπλασματικών ασθενών που εντάσσονται σε μελέτες<br />
τυχαίας κατανομής κατά τις οποίες το ένα σκέλος<br />
αντιμετωπίζεται με βιταμίνες, είναι μικροί. Αποτέλεσμα<br />
αυτού είναι ότι στατιστικά ισχυρά συμπεράσματα δεν<br />
είναι εύκολο να εξαχθούν και ως επί το πλείστον, το<br />
συμπέρασμα από την ανάγνωση εργασιών αυτού του<br />
είδους είναι «αίσθηση επικρατούσης απόψεως», παρά<br />
βεβαιότητα . Στον Πίνακα 4 δίδονται οι κυριότεροι,<br />
κατά την γνώμη μου, λόγοι για τους οποίους δεν είναι<br />
εύκολο να υπάρξει απόλυτη βεβαιότητα για την ενοχή<br />
και τον ακριβή θεραπευτικό ρόλο των βιταμινών στα<br />
κακοήθη νεοπλάσματα (105,106).
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 59<br />
ΠΙΝΑΚΑΣ 4<br />
ΔΥΣΧΕΡΕΙΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΑΚΡΙΒΟΥΣ ΡΟΛΟΥ ΤΩΝ ΒΙΤΑΜΙΝΩΝ ΣΤΑ ΚΑΚΟΗΘΗ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ<br />
1. Η ύπαρξη ιδιομορφιών στην ανάπτυξη των συγχρόνων κοινωνιών (ποικιλία διατροφής, ευκολία των<br />
μετακινήσεων, ο ρόλος της ενημερώσεως...).<br />
2. Η ύπαρξη διαφορών στην φαρμακοκινητική και τον τρόπο δράσεως ακόμα και ιδίας ομάδας προϊόντων<br />
(π.χ. το 13 cRA δρα μέσω αυξήσεως της μεταγραφής, αφού προηγουμένως γίνει ταχέως ισομερισμός σε<br />
ATRA. Αντιθέτως η etretinate δεν εμφανίζει καθόλου μεταγραφική ικανότητα, ούτε και δημιουργεί ισομερή.<br />
3. Μελέτες με μεγάλο αριθμό ασθενών είναι μόνον αναδρομικές - επιδημιολογικές, με τα μειονεκτήματα<br />
που αυτό συνεπάγεται.<br />
4. Πλήρης ιστοπαθολογική εκτίμηση, ιδίως σε μελέτες προκαρκινικών βλαβών, τις περισσότερες φορές<br />
ελλείπει, ώστε ερωτήματα όσον αφορά π.χ. τον βαθμό δυσπλασίας δεν είναι δυνατόν να απαντηθούν.<br />
5. Στην επιλογή των νοσημάτων στα οποία αξιολογείται η χρησιμότητα των βιταμινών, παίζει ρόλο και<br />
η ύπαρξη, ή μη, αποτελεσματικής «κλασσικής» θεραπείας.<br />
6. Στις διάφορες μελέτες που κατανέμουν κατά τυχαίο τρόπο ασθενείς μεταξύ δύο (ή περισσοτέρων<br />
προληπτικών / θεραπευτικών επιλογών), διαφέρουν ευρέως οι δόσεις των σκευασμάτων που χρησιμοποιούνται,<br />
ο χρόνος αγωγής, ο τελικός στόχος παρακολουθήσεως / αξιολογήσεως, η διάρκεια της συστηματικής<br />
παρακολουθήσεως, ώστε μετα - αναλύσεις να καθίστανται ανέφικτες.<br />
7. Ο αριθμός αρρώστων που εντάσσονται σε καλά σχεδιασμένες μελέτες με τυχαία κατανομή είναι ιδιαίτερα<br />
μικρός, ώστε διαφορές ποσοστών (που δίνουν στατιστική σημαντικότητα) να μην αντιπροσωπεύουν<br />
παρά πολύ μικρές διαφορές σε απόλυτους αριθμούς, οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν καταργηθεί, αν μη και<br />
αντιστραφεί εφόσον αυξανόταν ο αριθμός των ασθενών της μελέτης.<br />
8. Συναφές προς αυτό είναι, ενδεχομένως, και το γεγονός της υπάρξεως αντικρουόμενων αποτελεσμάτων,<br />
ιδίως με την χρήση καρωτενοειδών.<br />
9. Ο βαθμός και η σοβαρότητα των παρενεργειών, όταν τα βιταμινούχα σκευάσματα δοθούν σε, θεωρητικώς<br />
πρέπουσες για τον χρησιμοποιούμενο λόγο δόσεις, αναγκάζουν πολλές φορές τους γιατρούς σε μείωση<br />
των δόσεων και αυτό μπορεί να δημιουργεί ερωτήματα στην εκτίμηση των αποτελεσμάτων.<br />
10. Ο ρόλος των βιταμινών στην διόρθωση προκαρκινικών αλλοιώσεων σχεδόν πάντοτε, σε άλλοτε άλλο<br />
βαθμό, αμφισβητείται, με δεδομένο το μεγάλο ποσοστό αυτομάτων υποστροφών που ορισμένες εξ αυτών<br />
εμφανίζουν.<br />
11. Σημαντικό πρόβλημα προκύπτει και από το γεγονός ότι η αξία των βιταμινών δεν φαίνεται να έχει<br />
πείσει (εκτός μεμονωμένων εξαιρέσεων) σημαντικούς σύγχρονους ερευνητές / Κέντρα της Κλινικής Ογκολογίας,<br />
με προφανείς συνέπειες.<br />
12. Τέλος, πρέπει να είναι σαφές ότι μελέτες οι οποίες μπορεί να δίνουν αναμφισβήτητα αποτελέσματα<br />
της αξίας προσθήκης βιταμινών στο καθημερινό σιτηρέσιο όσον αφορά στην πρόληψη εμφανίσεως κακοήθων<br />
νεοπλασμάτων, πρέπει να γίνονται σε «κλειστές» κοινωνίες με μειονεκτική διατροφή. Τα παραδείγματα είναι<br />
ελάχιστα στον σημερινό κόσμο με εξαίρεση ίσως την Linxian Province China, επαρχία που πληροί τις παραπάνω<br />
προϋποθέσεις.<br />
Στην συνέχεια θα γίνει επιλεκτική αναφορά βιταμινών και μικροστοιχείων και συσχέτισή τους με τον κίνδυνο<br />
καρκινωμάτων, στα οποία η χρήση τους εμπλέκεται.<br />
Η ΒΙΤΑΜΙΝΗ D φαίνεται πως μειώνει τον κίνδυνο καρκινώματος του εντέρου, μολονότι υπάρχουν και αντίθετες<br />
θέσεις (2). Συγκεντρωτική ανάλυση 10 πληθυσμιακών<br />
μελετών έδειξε στατιστικά σημαντική προστατευτική<br />
δράση της βιταμίνης D, μόνον για άτομα που<br />
την λαμβάνουν στα ανώτερα δυνατά επίπεδα (107).<br />
Υπήρχαν σαφείς ενδείξεις για προστατευτική δράση<br />
της βιταμίνης D έναντι του καρκινώματος του<br />
προστάτου (105). Εντούτοις τελευταίες μελέτες δεν<br />
επιβεβαίωσαν την παραπάνω υπόθεση (108,109).<br />
Η βιταμίνη D χορηγούμενη με σκευάσματα ασβεστίου<br />
δεν φαίνεται ότι μειώνει τον κίνδυνο εμφανίσεως<br />
καρκίνου μαστού. Στην Women’s Health Initiative<br />
trial (110), 36.282 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες έλαβαν<br />
με τυχαία κατανομή 1000 mg στοιχειακού ασβεστίου<br />
με 400 IU βιταμίνης D3 ημερησίως ή εικονικό φάρμακο
60<br />
Δίαιτα, διατροφή και συνήθειες της καθημερινής ζωής σχετιζόμενες με κακοήθη νεοπλάσματα<br />
για διάμεσο χρόνο 7.0 χρόνια. Η συχνότητα εμφανίσεως<br />
διηθητικών καρκινωμάτων ήταν η ίδια στις δύο<br />
ομάδες: 528 έναντι 546 αντιστοίχως (HR = 0.96; 95% CI<br />
= 0.85 – 1.09).<br />
Υπολογίζεται ότι αύξηση των επιπέδων ορού της<br />
25(OH)D κατά 25 nmol/L, μειώνει κατά 17% τον γενικό<br />
κίνδυνο αναπτύξεως καρκίνων, όπως έδειξε η US Health<br />
Professionals Follow-Up Study. Πρέπει να σημειωθεί ότι η<br />
αυτή αύξηση εξαιρετικά δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί<br />
με την συνήθη διατροφή: ένα ποτήρι γάλα αυξάνει τα<br />
επίπεδα ορού της 25(OH)D κατά 2-3 nmol/L (111).<br />
Σε μελέτη με τυχαία κατανομή η οποία συνέκρινε<br />
χορήγηση στοιχειακού ασβεστίου 1400 – 1500 mg ημερησίως<br />
ή ασβεστίου + βιταμίνης D 1100 IU ημερησίως ή<br />
placebo σε 1179 γυναίκες ≥55 ετών, αποδείχθηκε μείωση<br />
του κινδύνου εμφανίσεως καρκίνου στις δύο πρώτες<br />
ομάδες (112). Μεγαλύτερη μείωση κινδύνου εμφανίσεως<br />
καρκίνου μετά τον πρώτο χρόνο, εμφάνισαν οι γυναίκες<br />
που ελάμβαναν βιταμίνη D (σχετικός κίνδυνος 0.23,<br />
95% CI 0.1-0.6).<br />
Η πρόσληψη ασβεστίου, εκτιμηθείσα με ερωτηματολόγιο<br />
σε περισσότερους από 567.000 συμμετέχοντες<br />
ηλικίας 50 – 71 ετών στις Η.Π.Α., φαίνεται να συνδέεται<br />
με μείωση του κινδύνου αναπτύξεως γενικώς<br />
κακοήθων νεοπλασμάτων στις γυναίκες, αλλά όχι και<br />
στους άνδρες (113).<br />
Η πρόσληψη ασβεστίου συνδέεται με μειωμένο κίνδυνο<br />
καρκίνου εντέρου αλλά, παράλληλα, αυξημένο<br />
κίνδυνο καρκίνου προστάτου. Υπολογίζεται 700 mg/<br />
ημέρα, συνιστούν την ελάχιστη πρόσληψη ασβεστίου η<br />
οποία παρέχει επαρκή προστασία για καρκίνο εντέρου,<br />
χωρίς να αυξάνει τον κίνδυνο αναπτύξεως καρκινώματος<br />
του προστάτου (2).<br />
Πολλές μελέτες παρατηρήσεως κατέληξαν ότι αυξημένη<br />
ημερήσια πρόσληψη στοιχειακού ασβεστίου<br />
συνοδεύεται από μείωση του κινδύνου καρκινώματος<br />
του εντέρου. Στην Health Professionals Follow-up Study<br />
and Nurse’s Health Study, λήψη ασβεστίου 1250 mg/ ημέρα<br />
έναντι λήψεως 2000 mg/ημερησίως, επάγει αύξηση κινδύνου<br />
της νόσου κατά 20% (σχετικός κίνδυνος 1.2, 95% CI 1.0-<br />
1.6). Ενώ πρόσληψη ασβεστίου ≥2000 mg/ημέρα αυξάνει<br />
τον κίνδυνο καρκινώματος του προστάτου η λήψη<br />
ενδιάμεσης δόσεως δεν επάγει αντίστοιχο κίνδυνο:<br />
σχετικός κίνδυνος 1.6, 95% CI 1.1-2.3 (116).<br />
Είναι πιθανόν τα υψηλά επίπεδα ασβεστίου να αυξάνουν<br />
τον κίνδυνο για καρκίνωμα του προστάτου με<br />
υποβάθμιση της ενεργού μορφής της βιταμίνης D, η<br />
οποία αναστέλλει την αύξηση του όγκου και την ανάπτυξη<br />
μεταστάσεων.<br />
Η βιταμίνη E (600 IU alpha-tocopherol κάθε 2 η μέρα)<br />
δεν φαίνεται να προλαμβάνει την ανάπτυξη διηθητικών<br />
καρκινωμάτων στην μελέτη της Women’s Health<br />
Study, που ήλεγξε υγιείς γυναίκες διάμεσης ηλικίας 55<br />
ετών με 10ετή διάμεση παρακολούθηση (117)<br />
Η βιταμίνη E αλλά και η βιταμίνη C δεν φάνηκε να<br />
ελαττώνουν τον κίνδυνο αναπτύξεως καρκινωμάτων<br />
γενικώς και προστάτου ειδικότερα στην Physicians<br />
Health Study που κατένημε με τυχαίο τρόπο 14.641 άνδρες<br />
ηλικίας ≥ 50 ετών και παρακολουθήθηκαν για διάμεσο<br />
διάστημα 8 ετών χρόνια (118). Σε μετα-ανάλυση<br />
6 μελετών με τυχαία κατανομή των ατόμων, η χορήγηση<br />
επί πλέον βιταμίνης Ε δεν επήγε καμμιά μεταβολή<br />
στην συχνότητα των κακοήθων νεοπλασμάτων ή στην<br />
θνησιμότητα από αυτά (119).<br />
Υψηλές δόσεις beta-carotene συνοδεύονται από<br />
αυξημένη συχνότητα καρκίνου του πνεύμονα (105,119).<br />
Σε μελέτη στην επαρχία Linxian της Κίνας, χορήγηση<br />
του συνδυασμού beta-carotene + σεληνίου + ψευδαργύρου,<br />
μείωσε την συχνότητα καρκίνου του στομάχου<br />
εκτός της περιοχής της καρδίας του οργάνου,<br />
αλλά δεν είχε επίδραση στην συχνότητα εμφανίσεως<br />
άλλων κακοήθων νεοπλασμάτων του Γ.Ε.Σ. (120).<br />
Σε μελέτες σε ζώα η χορήγηση Selenium φαίνεται<br />
ότι μειώνει τον κίνδυνο αναπτύξεως πολλών καρκινωμάτων<br />
και αυτό επιβεβαιώθηκε και σε αρκετές επιδημιολογικές<br />
μελέτες σε ανθρώπους (2). Σε μελέτη με<br />
14.000 ενήλικες που χρησιμοποίησε τα συμπεράσματα<br />
της μελέτης NHANES III παρατηρήθηκε αρνητική συσχέτιση<br />
μεταξύ επιπέδων selenium και θνησιμότητας από<br />
καρκίνο για επίπεδα του ιχνοστοιχείου έως 130 ng/ml.<br />
Εντούτοις επίπεδα >150 ng/ml συνοδεύτηκαν από αύξηση<br />
των θανάτων από κακοήθη νεοπλάσματα (121).<br />
Μελέτη τυχαίας κατανομής με σκοπό την πρόληψη<br />
καρκινωμάτων δέρματος εκτός μελανωμάτων και<br />
σύγκριση με ομάδα που ελάμβανε placebo, έδειξε σημαντική<br />
μείωση θανάτων από καρκινώματα πνεύμο-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 61<br />
να, εντέρου και προστάτου στην ομάδα ατόμων που<br />
ελάμβαναν selenium (122).<br />
Συστηματική ανασκόπηση της δράσεως των αντιοξειδωτικών<br />
συμπληρωμάτων στον καρκίνο, που περιλάμβανε<br />
4 μελέτες με τυχαία κατανομή, έδειξε ότι<br />
το selenium μόνο ή σε συνδυασμό με άλλα ανάλογα<br />
ιχνοστοιχεία μειώνει τον συνολικό κίνδυνο εμφανίσεως<br />
κακοήθων νεοπλασμάτων στους άνδρες (σχετικός<br />
κίνδυνος 0.77, 95% CI 0.64-0.92), αλλά όχι στις γυναίκες<br />
(119). Εντούτοις, μετέπειτα, μετα-ανάλυση (123) 5 μελετών<br />
με τυχαία κατανομή οι οποίες ήλεγξαν τον ρόλο<br />
των αντιοξειδωτικών ουσιών δεν κατέληξε στο συμπέρασμα,<br />
πως οι ουσίες αυτές περέχουν σημαντική<br />
προφύλαξη έναντι καρκινωμάτων (σχετικός κίνδυνος<br />
0.62, 95% CI 0.36-1.08).<br />
Στην μεγάλη μελέτη Selenium and Vitamin E Cancer<br />
Prevention Trial (SELECT), επί 32.400 υγιών ανδρών ελέγχθηκε<br />
ο ρόλος του ιχνοστοιχείου και της βιταμίνης Ε,<br />
στην προφύλαξη από καρκίνωμα του προστάτου. Η<br />
μελέτη διεκόπη πρώιμα όταν σε ενδιάμεση ανάλυση<br />
των αποτελεσμάτων της δεν αποδείχθηκε επαρκής<br />
προφύλαξη του selenium και της βιταμίνης Ε, από εμφάνιση<br />
της νόσου (124), ενώ ειδικότερα στην ομάδα<br />
του selenium παρατηρήθηκε αυξημένη επίπτωση σακχαρώδους<br />
διαβήτου (125).<br />
Οι βιταμίνες του συμπλέγματος Β (Β2, Β6, Β12) και<br />
το φολικό οξύ είναι υδατοδιαλυτές βιταμίνες. Εργασίες<br />
που μελετούν την σχέση των ανωτέρω βιταμινών<br />
και του καρκίνου στον άνθρωπο είναι περιορισμένες.<br />
Επιδημιολογικές μελέτες στην περιοχή Linxian της Κίνας<br />
(περιοχή η οποία εμφανίζει αυξημένο ποσοστό καρκίνων<br />
του γαστρεντερικού συστήματος) με χορήγηση<br />
προφυλακτικά, δισκίων βιταμινών του συμπλέγματος<br />
Β επί 6 χρόνια, δεν απέδειξαν μείωση της συχνότητας<br />
εμφανίσεως οισοφαγικής δυσπλασίας, που είναι προκαρκινική<br />
κατάσταση (105).<br />
Σε μετα-ανάλυση προπτικών μελετών βρέθηκε αρνητική<br />
συσχέτιση μεταξύ κινδύνου καρκίνου του εντέρου<br />
και λήψεως βιταμίνης B6 και επιπέδων αίματος<br />
pyridoxal 5’-phosphate, που αποτελεί την ενεργό μορφή<br />
της βιταμίνης B6 (126).<br />
Σε προοπτική μελέτη επί 8 χρόνια με περισσότερους<br />
από 500.000 συμμετέχοντες επίπεδα B6 και<br />
methionine άνωθεν του διαμέσου, συνοδεύτηκαν από<br />
χαμηλότερο κίνδυνο καρκίνου του πνεύμονα στους μη<br />
καπνιστές αλλά και στους καπνιστές (127).<br />
Το φολικό οξύ είναι συνθετική μορφή των φολικών<br />
που βρίσκονται στα πράσινα, φυλλώδη, λαχανικά,<br />
στα φρούτα, στα δημητριακά, στους κόκκους, τους<br />
καρπούς και το κρέας. Τα φολικά έχουν σημαντικό<br />
ρόλο στην σύνθεση, μεθυλίωση και επανόρθωση του<br />
DNA (2).<br />
Ο ρόλος των φολικών και του φολικού οξέος στην<br />
πρόληψη του καρκίνου είναι αβέβαιος. Σε μελέτες παρατηρήσεως<br />
τα φολικά συνδέθηκαν με μειωμένο κίνδυνο<br />
καρκινωμάτων γενικά και του εντέρου ειδικότερα,<br />
ιδίως στους χρήστες αλκοόλης.<br />
• Άτομα με χαμηλά επίπεδα methylenetetrahydrof<br />
olate, αναγωγάσης, ενζύμου εμπλεκομένου στον<br />
μεταβολισμό των φολικών, έχουν χαμηλό κίνδυνο<br />
καρκινώματος του εντέρου, του οισοφάγου,<br />
του στομάχου, του παγκρέατος και αδενωμάτων<br />
του εντέρου (2,128).<br />
• Η Nurses’ Health Study κατέληξε σε μειωμένο κίνδυνο<br />
καρκίνου του εντέρου (σχετικός κίνδυνος<br />
0.25, CI 0.13-0.51) σε λήπτριες πολυβιταμινικών<br />
σκευασμάτων με φολικό οξύ επί 15 χρόνια. Είναι<br />
ενδιαφέρον ότι η μελέτη έδειξε ότι η αύξηση<br />
των προσλαμβανόμενων με το ημερήσιο σιτηρέσιο<br />
φολικών και βιταμίνης Β6 μειώνει τον κίνδυνο<br />
καρκινώματος του εντέρου, ενώ η συμπληρωματική<br />
χορήγηση πολυβιταμινικών σκευασμάτων<br />
περιεχόντων φολικό οξύ και Β6, δεν το επιτυγχάνει<br />
(129).<br />
• Το φολικό του σιτηρεσίου, αλλά όχι η συμπληρωματική<br />
χορήγηση πολυβιταμινών συνοδεύτηκε<br />
από μειωμένο κίνδυνο αναπτύξεως καρκινώματος<br />
του παγκρέατος σε Σουηδική προοπτική<br />
πληθυσμιακή μελέτη σε 81.922 άνδρες και γυναίκες<br />
που παρακολουθήθηκαν για διάμεσο διάστημα<br />
7 χρόνων (130).<br />
• Μετα-ανάλυση έδειξε ότι αυξημένα φολικά της<br />
καθημερινής διατροφής συνοδεύονται από μειωμένο<br />
κίνδυνο πλακώδους καρκινώματος του<br />
οισοφάγου (σχετικός κίνδυνος 0.49, 95% CI 0.35-<br />
0.67), σε σύγκριση με λήψη χαμηλών επιπέδων<br />
της ουσίας (128).<br />
• Μετα-ανάλυση μελετών case-control και μελετών<br />
παρατηρήσεως δεν απέδειξε σύνδεση μεταξύ χαμηλών<br />
επιπέδων φολικών και καρκίνου μαστού<br />
(131).<br />
• Σε μελέτη 5442 επαγγελματιών υγείας στις<br />
Η.Π.Α.,με διάμεση παρακολούθηση >7 ετών, η λήψη<br />
2.5 mg φολικού οξέος + 50 mg βιταμίνης B6 + 1<br />
mg βιταμίνης B12 δεν είχε επίδραση στον κίνδυνο<br />
αναπτύξεως διηθητικών καρκινωμάτων (132).<br />
• Συνδυασμένη ανάλυση δύο μελετών που ήλεγξαν<br />
την συμπληρωματική χορήγηση φολικού οξέος
62<br />
Δίαιτα, διατροφή και συνήθειες της καθημερινής ζωής σχετιζόμενες με κακοήθη νεοπλάσματα<br />
και βιταμίνης Β12 σε ασθενείς με ισχαιμική καρδιοπάθεια<br />
κατέληξαν σε αυξημένο κίνδυνο καρκινώματος<br />
πνεύμονα (HR 1.21, 95% CI 1.03-1.41) και<br />
θνησιμότητας από αυτόν (HR 1.38, CI 1.07-1.79) σε<br />
διάμεση παρακολούθηση 3 ετών (133).<br />
• Η συχνότητα καρκινώματος του προστάτου αποδείχθηκε<br />
αυξημένη στην ομάδα ανδρών η οποία<br />
κατά τυχαίο τρόπο έλαβε φολικό οξύ 1 mg/ημέρα<br />
σε σχέση με την ομάδα που έλαβε placebo (134).<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
1. |Jemal, A, Siegel, R, Xu, J, Ward, E. Cancer statistics,<br />
2010. CA Cancer J Clin 2010; 60(5):277-300.<br />
2. Stein C, Colditz GA, Lipman TO, Hesketh PH, Sokol<br />
HN. Cancer prevention. www.uptodate.com. 2010<br />
Last literature review version 18.3.<br />
3. Danaei, G, Vander Hoorn, S, Lopez, AD, et al. Causes<br />
of cancer in the world: comparative risk assessment<br />
of nine behavioural and environmental risk factors.<br />
Lancet 2005; 366(9499):1784-1793.<br />
4. Ezzati, M, Lopez, AD, Rodgers, A, et al. Selected<br />
major risk factors and global and regional burden of<br />
disease. Lancet 2002; 360(9343):1347-1360.<br />
5. Ford, ES, Bergmann, MM, Krφger, J, et al. Healthy<br />
living is the best revenge: findings from the European<br />
Prospective Investigation Into Cancer and Nutrition-<br />
Potsdam study. Arch Intern Med 2009; 169(15):1355-<br />
1362.<br />
6. Doll, R, Peto, R, Wheatley, K, et al. Mortality in<br />
relation to smoking: 40 years’ observations on male<br />
British doctors. BMJ 1994; 309(6959): 901-911.<br />
7. Sasco, AJ, Secretan, MB, Straif, K. Tobacco smoking<br />
and cancer: a brief review of recent epidemiological<br />
evidence. Lung Cancer 2004; 45 Suppl 2:S3-S9.<br />
8. Brownson, RC, Novotny, TE, Perry, MC. Cigarette<br />
smoking and adult leukemia. A meta-analysis. Arch<br />
Intern Med 1993; 153(4):469-475.<br />
9. Plaskon, LA, Penson, DF, Vaughan, TL, Stanford, JL.<br />
Cigarette smoking and risk of prostate cancer in<br />
middle-aged men. Cancer Epidemiol Biomarkers<br />
Prev 2003; 12(7), 604-609.<br />
10. US Department of Health and Human Services.<br />
The Health Consequences of Smoking: A Report of<br />
the Surgeon Genera. US Department of Health and<br />
Human Services, Atlanta GA 2004.<br />
11. Samet, JM. The 1990 Report of the Surgeon General:<br />
The Health Benefits of Smoking Cessation. Am Rev<br />
Respir Dis 1990; 142(5):993-994.<br />
12. Βασλαματζής Μ.Μ. «Επιδημιολογία, Ογκογένεση,<br />
Screening του μη μικροκυτταρικού καρκίνου<br />
του πνεύμονα». Τόμος: «Κακοήθη νεοπλάσματα<br />
θώρακος – θυρεοειδούς. Από τη βασική έρευνα<br />
στη θεραπεία». Έκδοση: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ<br />
ΟΓΚΟΛΟΓΙΑΣ, Αθήνα 2007, κεφάλαιο 5, σελ. 51-<br />
86.<br />
13. The Agency for Health Care Policy and Research<br />
Smoking Cessation Clinical Practice Guideline.<br />
JAMA 1996; 275(16):1270-1280.<br />
14. A clinical practice guideline for treating tobacco<br />
use and dependence: A US Public Health Service<br />
report. The Tobacco Use and Dependence Clinical<br />
Practice Guideline Panel, Staff, and Consortium<br />
Representatives. JAMA 2000; 283(24):3244-3254.<br />
15. Spiro SG. Screening for lung cancer: yet another<br />
problem. Thorax 2007, 62(2): 105-106.<br />
16. Silvestri GA, Nietert PJ, Zoller J, et al. Attitudes<br />
towards screening for lung cancer among smokers<br />
and their non smokers counterparts. Thorax 2007,<br />
62(2): 126-130.<br />
17. Black C, deVerteuil R, Walker S, et al. Population<br />
screening for lung cancer using computed tomography,<br />
is there evidence of clinical effectiveness? Thorax<br />
2007, 62(2): 131-138.<br />
18. Yi CA, Lee KS, Kim BT, et al. Efficacy of helical<br />
dynamic CT versus integrated PET/CT for detection<br />
of mediastinal nodes metastasis in non small cell<br />
lung cancer. AJR 2007, 188(2): 318-325.<br />
19. Whiteman, DC, Whiteman, CA, Green, AC. Childhood<br />
sun exposure as a risk factor for melanoma: a<br />
systematic review of epidemiologic studies. Cancer<br />
Causes Control 2001; 12(1):69-82.<br />
20. International Agency for Research on Cancer<br />
Working Group on artificial ultraviolet (UV) light<br />
and skin cancer. The association of use of sunbeds<br />
with cutaneous malignant melanoma and other<br />
skin cancers: A systematic review. Int J Cancer<br />
2007; 120(5):1116-1122.<br />
21. www.who.int/mediacentre/factsheets/fs287/en/<br />
Accessed on August 13, 2009.<br />
22. Harvard Report on Cancer Prevention. Volume 1:<br />
Causes of human cancer. Cancer Causes Control<br />
1996; 7 Suppl 1:S3-59.<br />
23. Inoue, M, Yamamoto, S, Kurahashi, N, et al. Daily<br />
total physical activity level and total cancer risk<br />
in men and women: results from a large-scale<br />
population-based cohort study in Japan. Am J<br />
Epidemiol 2008; 168(4):391-403.<br />
24. Colditz, GA, Cannuscio, CC, Frazier, AL. Physical
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 63<br />
activity and reduced risk of colon cancer:<br />
implications for prevention. Cancer Causes Control<br />
1997; 8(4):649-667.<br />
25. Chao, A, Connell, CJ, Jacobs, EJ, et al. Amount,<br />
type, and timing of recreational physical activity<br />
in relation to colon and rectal cancer in older<br />
adults: the Cancer Prevention Study II Nutrition<br />
Cohort. Cancer Epidemiol Biomarkers Prev 2004;<br />
13(12):2187-2195.<br />
26. Dallal, CM, Sullivan-Halley, J, Ross, RK, et al. Long-term<br />
recreational physical activity and risk of invasive and<br />
in situ breast cancer: the California teachers study.<br />
Arch Intern Med 2007; 167(4):408-415.<br />
27. Wolin, KY, Yan, Y, Colditz, GA, Lee, IM. Physical<br />
activity and colon cancer prevention: a metaanalysis.<br />
Br J Cancer 2009; 100(4):611-616.<br />
28. Martνnez, ME, Giovannucci, E, Spiegelman, D, et al.<br />
Leisure-time physical activity, body size, and colon<br />
cancer in women. Nurses’ Health Study Research<br />
Group. J Natl Cancer Inst 1997; 89(13):948-955.<br />
29. Rockhill, B, Willett, WC, Hunter, DJ, et al. A<br />
prospective study of recreational physical activity<br />
and breast cancer risk. Arch Intern Med 1999;<br />
159(19):2290-2296.<br />
30. Hu, FB, Willett, WC, Li, T, et al. Adiposity as compared<br />
with physical activity in predicting mortality among<br />
women. N Engl J Med 2004; 351(26):2694-2703.<br />
31. Patel AV, Rodriguez C, Jacobs EJ, et al. Recreational<br />
physical activity and risk of prostate cancer in<br />
a large cohort of U.S. men. Cancer Epidemiol<br />
Biomarkers Prev. 2005;14(1):275-279.<br />
32. Antonelli JA, Jones LW, Banez LL, et al. Exercise<br />
and prostate cancer risk in a cohort of veterans<br />
undergoing prostate needle biopsy. J Urol. 2009;<br />
182(5): 2226-2231.<br />
33. McKeown-Eyssen G. Epidemiology of colorectal<br />
cancer revisited: are serum triglycerides and/<br />
or plasma glucose associated with risk? Cancer<br />
Epidemiol Biomarkers Prev. 1994; 3(8):687-695.<br />
34. Giovannucci E, Ascherio A, Rimm EB, et al. Physical<br />
activity, obesity, and risk for colon cancer and adenoma<br />
in men. Ann Intern Med. 1995; 122(5):327-334.<br />
35. Martinez ME, Heddens D, Earnest DL, et al. Physical<br />
activity, body mass index, and prostaglandin<br />
E2 levels in rectal mucosa. J Natl Cancer Inst.<br />
1999;91(11):950-953.<br />
36. Flegal KM, Carroll MD, Ogden CL, Johnson CL.<br />
Prevalence and trends in obesity among US adults,<br />
1999-2000. JAMA. 2002;288(14):1723-1727.<br />
37. Renehan AG, Tyson M, Egger M, et al. Body-mass<br />
index and incidence of cancer: a systematic review<br />
and meta-analysis of prospective observational<br />
studies. Lancet. 2008;371(9612):569-578.<br />
38. Calle EE, Rodriguez C, Walker-Thurmond K, Thun<br />
MJ. Overweight, obesity, and mortality from cancer<br />
in a prospectively studied cohort of U.S. adults. N<br />
Engl J Med. 2003; 348(17):1625-1638.<br />
39. Adams TD, Gress RE, Smith SC, et al. Long-term<br />
mortality after gastric bypass surgery. N Engl J Med.<br />
2007; 357(8):753-761.<br />
40. Tannenbaum A. The genesis and growth of tumors.<br />
III. Efects of high-fat diet. Cancer Res 1942, 2: 468-<br />
475.<br />
41. Doll R, Peto R. The causes of cancer: Quantitative<br />
estimates of avoidable risks of cancer in the United<br />
States today. JNCI 1981, 66: 1191-1308.<br />
42. National Academy of Sciences. Diet, nutrition, and<br />
Cancer. Committee on Diet, Nutrition and Cancer,<br />
Assembly of Life Sciences, National Research<br />
Council. Washington, D.C.: National Academy<br />
Press, 1982.<br />
43. Martinez ME, Marshall JR, Giovannucci E. Diet and<br />
cancer prevention: the roles of observation and<br />
experimentation. Nat Rev Cancer. 2008; 8(9):694-<br />
703.<br />
44. Βασλαματζής Μ, Καπριδάκη – Βασλαματζή Κ.<br />
Δίαιτα, Διατροφή και καρκίνος. Νοσοκ Χρονικά,<br />
1992, Τόμος 54(1), 15-22.<br />
45. Kushi L, Giovannucci E. Dietary fat and cancer. Am<br />
J Med. 2002; 113 (Suppl 9B): 63S-70S.<br />
46. Beresford SA, Johnson KC, Ritenbaugh C, et al. Lowfat<br />
dietary pattern and risk of colorectal cancer: the<br />
Women’s Health Initiative Randomized Controlled<br />
Dietary Modification Trial. JAMA. 2006;295(6):643-<br />
654.<br />
47. Lyon JL, Sorenson AW. Colon cancer in a low-risk<br />
population. Am J Clin Nutr 1978, 31: 227-230.<br />
48. Palmer S, Bakshi K. Diet, nutrition and cancer: Interim<br />
Dietary Guidelines. JNCI 1983, 70(6): 1151-1170.<br />
49. Βασλαματζής Μ, Γιαλούρης Α, Αυγερινός Α, κ.ά.<br />
Υποχοληστεριναιμία και μειωμένη συχνότητα<br />
δεικτών αθηρωματικής νόσου σε καρκινοπαθείς:<br />
Αναδρομική μελέτη σε Ελληνικό πληθυσμό.<br />
Νοσοκ Χρονικά, 1986, Τόμος 48(3), 213-218.<br />
50. Aldercreutz H. Western diet and Western diseases:<br />
some hormonal and biochemical mechanisms and<br />
associations. Scand J Clin Lab Invest 1990, 201<br />
(suppl): 278-286.
64<br />
Δίαιτα, διατροφή και συνήθειες της καθημερινής ζωής σχετιζόμενες με κακοήθη νεοπλάσματα<br />
51. Prentice RL, Caan B, Chlebowski RT, et al. Lowfat<br />
dietary pattern and risk of invasive breast<br />
cancer: the Women’s Health Initiative Randomized<br />
Controlled Dietary Modification Trial. JAMA 2006;<br />
295(6): 629-642.<br />
52. Franceschi S, Dal Maso L, Augustin L, et al. Dietary<br />
glycemic load and colorectal cancer risk. Ann<br />
Oncol. 2001; 12(2):173-178.<br />
53. Palmer S, Bakshi K. Diet, nutrition and cancer:<br />
Interim Dietary Guidelines. JNCI 1983, 70(6): 1151-<br />
1170.<br />
54. MacLean CH, Newberry SJ, Mojica WA,. et al.<br />
Effects of omega-3 fatty acids on cancer risk: a<br />
systematic review. JAMA. 2006; 295(4):403-415.<br />
55. Seitz HK, Stickel F. Molecular mechanisms of<br />
alcohol-mediated carcinogenesis. Nat Rev Cancer.<br />
2007;7(8):599-612.<br />
56. Allen NE, Beral V, Casabonne D, et al. Moderate<br />
alcohol intake and cancer incidence in women. J<br />
Natl Cancer Inst. 2009;101(5) :296-305.<br />
57. Zhang SM, Lee IM, Manson JE, et al. Alcohol<br />
consumption and breast cancer risk in the Women’s<br />
Health Study. Am J Epidemiol. 2007; 165(6): 667-<br />
676.<br />
58. Thun MJ, Peto R, Lopez AD, et al. Alcohol consumption<br />
and mortality among middle-aged and elderly U.S.<br />
adults. N Engl J Med. 1997;337(24):1705-1714.<br />
59. Theruvathu JA, Jaruga P, Nath RG, et al. Polyamines<br />
stimulate the formation of mutagenic 1, N2-<br />
propanodeoxyguanosine adducts from acetaldehyde.<br />
Nucleic Acids Res. 2005; 33(11):3513-3520.<br />
60. Boffetta P, Hashibe M. Alcohol and cancer. Lancet<br />
Oncol. 2006;7(2):149-156.<br />
61. Giovannucci E, Rimm EB, Ascherio A, et al. Alcohol,<br />
low-methionine--low-folate diets, and risk of colon<br />
cancer in men. J Natl Cancer Inst. 1995; 87(4):265-<br />
273.<br />
62. Zhang S, Hunter DJ, Hankinson SE, et al. A<br />
prospective study of folate intake and the risk of<br />
breast cancer. JAMA. 1999;281(17):1632-1637.<br />
63. Baglietto L, English DR, Gertig DM, et al. Does<br />
dietary folate intake modify effect of alcohol<br />
consumption on breast cancer risk? Prospective<br />
cohort study. BMJ. 2005; 331(7520):807-812.<br />
64. Zhang SM, Willett WC, Selhub J, et al. Plasma<br />
folate, vitamin B6, vitamin B12, homocysteine, and<br />
risk of breast cancer. J Natl Cancer Inst. 2003;<br />
95(5):373-380.<br />
65. Giovannucci E, Goldin B. The role of fat, fatty<br />
acids, and total energy intake in the etiology of<br />
human colon cancer. Am J Clin Nutr. 1997;66(6<br />
Suppl):1564S-1571S.<br />
66. Norat T, Bingham S, Ferrari P, et al. Meat, fish, and<br />
colorectal cancer risk: the European Prospective<br />
Investigation into cancer and nutrition. J Natl<br />
Cancer Inst. 2005; 97(12):906-916.<br />
67. Chao A, Thun MJ, Connell CJ, et al. Meat<br />
consumption and risk of colorectal cancer. JAMA.<br />
2005;293(2):172-182.<br />
68. Sinha R, Cross AJ, Graubard BI, et al. Meat intake<br />
and mortality: a prospective study of over half a<br />
million people. Arch Intern Med. 2009; 169(6):562-<br />
571.<br />
69. Larsson SC, Orsini N, Wolk A. Milk, milk products<br />
and lactose intake and ovarian cancer risk: a metaanalysis<br />
of epidemiological studies. Int J Cancer.<br />
2006;118(2):431-441.<br />
70. Newcomb PA, Egan KM. Dairy food and ovarian<br />
cancer risk. Lancet. 2006; 367(9513):797-799.<br />
71. Mommers M, Schouten LJ, Goldbohm RA, van den<br />
Brandt PA. Dairy consumption and ovarian cancer<br />
risk in the Netherlands Cohort Study on Diet and<br />
Cancer. Br J Cancer. 2006;94(1):165-170.<br />
72. Shin MH, Holmes MD, Hankinson SE, et al. Intake of<br />
dairy products, calcium, and vitamin d and risk of<br />
breast cancer. J Natl Cancer Inst. 2002; 94(17):1301-<br />
1311.<br />
73. Missmer SA, Smith-Warner SA, Spiegelman D,. et<br />
al. Meat and dairy food consumption and breast<br />
cancer: a pooled analysis of cohort studies. Int J<br />
Epidemiol. 2002; 31(1):78-85.<br />
74. Giovannucci E. Insulin and colon cancer. Cancer<br />
Causes Control. 1995; 6(2):164-179.<br />
75. Giovannucci E, Harlan DM, Archer MC, et al.<br />
Diabetes and cancer: a consensus report. CA<br />
Cancer J Clin. 2010 Jul; 60(4):207-221.<br />
76. Vigneri P, Frasca F, Sciacca L, et al. Diabetes and<br />
cancer. Endocr Relat Cancer. 2009 Dec;16(4):1103-<br />
1123.<br />
77. George SM, Mayne ST, Leitzmann MF, et al.<br />
Dietary glycemic index, glycemic load, and risk of<br />
cancer: a prospective cohort study. Am J Epidemiol.<br />
2009;169(4):462-472.<br />
78. Augustin LS, Dal Maso L, La Vecchia C, et al. Dietary<br />
glycemic index and glycemic load, and breast<br />
cancer risk: a case-control study. Ann Oncol. 2001;<br />
12(11):1533-1538.<br />
79. Jonas CR, McCullough ML, Teras LR, et al. Dietary
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 65<br />
glycemic index, glycemic load, and risk of incident<br />
breast cancer in postmenopausal women. Cancer<br />
Epidemiol Biomarkers Prev. 2003; 12(6):573-577.<br />
80. Higginbotham S, Zhang ZF, Lee IM, et al. Dietary<br />
glycemic load and breast cancer risk in the Women’s<br />
Health Study. Cancer Epidemiol Biomarkers<br />
Prev. 2004; 13(1):65-70.<br />
81. Nielsen TG, Olsen A, Christensen J, et al. Dietary<br />
carbohydrate intake is not associated with the<br />
breast cancer incidence rate ratio in postmenopausal<br />
Danish women. J Nutr. 2005; 135(1):124-128.<br />
82. Higginbotham S, Zhang ZF, Lee IM, et al. Dietary<br />
glycemic load and risk of colorectal cancer in the<br />
Women’s Health Study. J Natl Cancer Inst. 2004;<br />
96(3):229-233.<br />
83. Terry PD, Jain M, Miller AB, et al. Glycemic load,<br />
carbohydrate intake, and risk of colorectal cancer<br />
in women: a prospective cohort study. J Natl Cancer<br />
Inst. 2003;95(12):914-916.<br />
84. Michaud DS, Fuchs CS, Liu S, et al. Dietary glycemic<br />
load, carbohydrate, sugar, and colorectal<br />
cancer risk in men and women. Cancer Epidemiol<br />
Biomarkers Prev. 2005;14(1):138-147.<br />
85. Bingham SA, Day NE, Luben R, et al. Dietary fibre<br />
in food and protection against colorectal cancer in<br />
the European Prospective Investigation into Cancer<br />
and Nutrition (EPIC): an observational study. Lancet.<br />
2003; 361(9368):1496-501.<br />
86. Giovannucci E, Rimm EB, Stampfer MJ, et al. Intake<br />
of fat, meat, and fiber in relation to risk of colon<br />
cancer in men. Cancer Res. 1994; 54(9):2390-2397.<br />
87. Fuchs CS, Giovannucci EL, Colditz GA, et al. Dietary<br />
fiber and the risk of colorectal cancer and adenoma<br />
in women. N Engl J Med. 1999;340(3):169-176.<br />
88. Park Y, Hunter DJ, Spiegelman D, et al. Dietary<br />
fiber intake and risk of colorectal cancer: a pooled<br />
analysis of prospective cohort studies. JAMA.<br />
2005;294(22):2849-2857.<br />
89. Asano T, McLeod RS. Dietary fibre for the prevention<br />
of colorectal adenomas and carcinomas.<br />
Cochrane Database Syst Rev. 2002.<br />
90. Hung HC, Joshipura KJ, Jiang R, et al. Fruit and vegetable<br />
intake and risk of major chronic disease. J<br />
Natl Cancer Inst. 2004; 96(21):1577-1584.<br />
91. Benetou V, Orfanos P, Lagiou P, et al. Vegetables<br />
and fruits in relation to cancer risk: evidence from<br />
the Greek EPIC cohort study. Cancer Epidemiol Biomarkers<br />
Prev. 2008; 17(2):387-392.<br />
92. Takachi R, Inoue M, Ishihara J, et al. Fruit and vegetable<br />
intake and risk of total cancer and cardiovascular<br />
disease: Japan Public Health Center-Based<br />
Prospective Study. Am J Epidemiol. 2008; 167(1):59-<br />
70.<br />
93. George SM, Park Y, Leitzmann MF, et al. Fruit and<br />
vegetable intake and risk of cancer: a prospective<br />
cohort study. Am J Clin Nutr. 2009;89(1):347-353.<br />
94. Boffetta P, Couto E, Wichmann J, et al. Fruit and vegetable<br />
intake and overall cancer risk in the European<br />
Prospective Investigation into Cancer and Nutrition<br />
(EPIC). J Natl Cancer Inst. 2010;102(8):529-537.<br />
95. Koushik A, Hunter DJ, Spiegelman D, et al. Fruits,<br />
vegetables, and colon cancer risk in a pooled analysis<br />
of 14 cohort studies. J Natl Cancer Inst. 2007;<br />
99(19):1471-1483.<br />
96. Βασλαματζής Μ.Μ., Αλεβιζόπουλος Ν.Δ, Πετράκη<br />
Κ.Δ. Στοιχεία επιδημιολογία του καρκίνου του<br />
προστάτη. Ο ρόλος της διατροφής και συνηθειών<br />
της ζωής στην ανάπτυξη καρκίνου προστάτου»<br />
(Μέρος Β). Βήμα Κλινικής Ογκολογίας» 2004;<br />
3Β(3-4): 109-133.<br />
97. Βασλαματζής Μ.Μ. Στοιχεία επιδημιολογίας και<br />
η θέση της χημειοπροφύλαξης στο καρκίνωμα<br />
του προστάτη. «Ιατρική Επικαιρότητα» 2007,<br />
11(1): 3652-3662.<br />
98. Kavanaugh CJ, Trumbo PR, Ellwood KC. The U.S. Food<br />
and Drug Administration’s evidence-based review<br />
for qualified health claims: tomatoes, lycopene, and<br />
cancer. J Natl Cancer Inst. 2007;99(14):1074-1085.<br />
99. Wu AH, Yu MC, Tseng CC, Pike MC. Epidemiology<br />
of soy exposures and breast cancer risk. Br J<br />
Cancer. 2008;98(1):9-14.<br />
100. Fink BN, Steck SE, Wolff MS, et al. Dietary flavonoid<br />
intake and breast cancer risk among women<br />
on Long Island. Am J Epidemiol. 2007;165(5):514-<br />
523.<br />
101. Coulter ID, Hardy ML, Morton SC, et al. Antioxidants<br />
vitamin C and vitamin e for the prevention<br />
and treatment of cancer. J Gen Intern Med.<br />
2006;21(7):735-744.<br />
102. NIH State-of-the-Science Panel. National Institutes<br />
of Health State-of-the-science conference<br />
statement: multivitamin/mineral supplements and<br />
chronic disease prevention. Ann Intern Med. 2006;<br />
145(5):364-371.<br />
103. Lin J, Cook NR, Albert C, et al. Vitamins C and E<br />
and beta carotene supplementation and cancer<br />
risk: a randomized controlled trial. J Natl Cancer<br />
Inst. 2009; 101(1):14-23.
66<br />
Δίαιτα, διατροφή και συνήθειες της καθημερινής ζωής σχετιζόμενες με κακοήθη νεοπλάσματα<br />
104. Neuhouser ML, Wassertheil-Smoller S, Thomson<br />
C, et al. Multivitamin use and risk of cancer and<br />
cardiovascular disease in the Women’s Health Initiative<br />
cohorts. Arch Intern Med. 2009; 169(3):294-<br />
304.<br />
105. Βασλαματζής ΜΜ. Ο Ρόλος των βιταμινών<br />
στην προφύλαξη και θεραπεία των κακοήθων<br />
νεοπλασμάτων. Νοσοκ Χρονικά 1998; 60(1): 58-<br />
78.<br />
106. Qiao YL, Dawsey SM, Kamangar F, et al. Total<br />
and cancer mortality after supplementation with<br />
vitamins and minerals: follow-up of the Linxian<br />
General Population Nutrition Intervention Trial. J<br />
Natl Cancer Inst. 2009;101(7):507-518.<br />
107. Cho E, Smith-Warner SA, Spiegelman D, et al.<br />
Dairy foods, calcium, and colorectal cancer: a<br />
pooled analysis of 10 cohort studies. J Natl Cancer<br />
Inst. 2004; 96(13):1015-1022.<br />
108. Platz EA, Leitzmann MF, Hollis BW, et al. Plasma<br />
1,25-dihydroxy- and 25-hydroxyvitamin D and<br />
subsequent risk of prostate cancer. Cancer Causes<br />
Control. 2004; 15(3):255-265.<br />
109. Ahn J, Peters U, Albanes D, et al. Serum vitamin<br />
D concentration and prostate cancer risk: a nested<br />
case-control study. J Natl Cancer Inst. 2008;<br />
100(11):796-804.<br />
110. Chlebowski RT, Johnson KC, Kooperberg C, et<br />
al. Calcium plus vitamin D supplementation and<br />
the risk of breast cancer. J Natl Cancer Inst.<br />
2008;100(22):1581-1591.<br />
111. Giovannucci E, Liu Y, Rimm EB, et al. Prospective<br />
study of predictors of vitamin D status and cancer<br />
incidence and mortality in men. J Natl Cancer Inst.<br />
2006; 98(7):451-459.<br />
112. Lappe JM, Travers-Gustafson D, Davies KM, et al.<br />
Vitamin D and calcium supplementation reduces<br />
cancer risk: results of a randomized trial. Am J Clin<br />
Nutr. 2007;85(6):1586-1591.<br />
113. Park Y, Leitzmann MF, Subar AF, et al. Dairy food,<br />
calcium, and risk of cancer in the NIH-AARP<br />
Diet and Health Study. Arch Intern Med. 2009;<br />
169(4):391-401.<br />
114. Wu K, Willett WC, Fuchs CS, et al. Calcium intake<br />
and risk of colon cancer in women and men. J Natl<br />
Cancer Inst. 2002; 94(6):437-446.<br />
115. Rodriguez C, McCullough ML, Mondul AM, et al.<br />
Calcium, dairy products, and risk of prostate cancer<br />
in a prospective cohort of United States men. Cancer<br />
Epidemiol Biomarkers Prev. 2003; 12(7):597-603.<br />
116. Chan JM, Stampfer MJ, Ma J, et al. Dairy products,<br />
calcium, and prostate cancer risk in the Physicians’<br />
Health Study. Am J Clin Nutr. 2001;74(4):549-554.<br />
117. Lee IM, Cook NR, Gaziano JM, et al. Vitamin E in<br />
the primary prevention of cardiovascular disease<br />
and cancer: the Women’s Health Study: a randomized<br />
controlled trial. JAMA. 2005; 294(1):56-65.<br />
118. Gaziano JM, Glynn RJ, Christen WG, et al. Vitamins<br />
E and C in the prevention of prostate and total cancer<br />
in men: the Physicians’ Health Study II randomized<br />
controlled trial. JAMA. 2009; 301(1):52-62.<br />
119. Bardia A, Tleyjeh IM, Cerhan JR, et al. Efficacy of<br />
antioxidant supplementation in reducing primary cancer<br />
incidence and mortality: systematic review and<br />
meta-analysis. Mayo Clin Proc. 2008; 83(1):23-34.<br />
120. Blot WJ, Li JY, Taylor PR, et al. Nutrition intervention<br />
trials in Linxian, China: supplementation<br />
with specific vitamin/mineral combinations,<br />
cancer incidence, and disease-specific mortality<br />
in the general population. J Natl Cancer Inst.<br />
1993;85(18):1483-1492.<br />
121. Bleys J, Navas-Acien A, Guallar E. Serum selenium<br />
levels and all-cause, cancer, and cardiovascular<br />
mortality among US adults. Arch Intern Med. 2008;<br />
168(4):404-410.<br />
122. Clark LC, Combs GF Jr, Turnbull BW, et al. Effects of<br />
selenium supplementation for cancer prevention in<br />
patients with carcinoma of the skin. A randomized<br />
controlled trial. Nutritional Prevention of Cancer<br />
Study Group. JAMA. 1996; 276(24):1957-1963.<br />
123. Myung SK, Kim Y, Ju W, et al. Effects of antioxidant<br />
supplements on cancer prevention: metaanalysis<br />
of randomized controlled trials. Ann Oncol.<br />
2010;21(1):166-179.<br />
124. Klein EA, Thompson IM, Lippman SM, et al. SELECT:<br />
the Selenium and Vitamin E Cancer Prevention<br />
Trial: rationale and design. Prostate Cancer Prostatic<br />
Dis. 2000;3(3):145-151.<br />
125. Lippman SM, Klein EA, Goodman PJ, et al. Effect<br />
of selenium and vitamin E on risk of prostate cancer<br />
and other cancers: the Selenium and Vitamin<br />
E Cancer Prevention Trial (SELECT). JAMA. 2009;<br />
301(1):39-51.<br />
126. Larsson SC, Orsini N, Wolk A. Vitamin B6 and risk<br />
of colorectal cancer: a meta-analysis of prospective<br />
studies. JAMA. 2010;303(11):1077-1083.<br />
127. Johansson M, Relton C, Ueland PM, et al. Serum B<br />
vitamin levels and risk of lung cancer. JAMA. 2010<br />
Jun; 303(23):2377-2385.
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 67<br />
128. Larsson SC, Giovannucci E, Wolk A. Folate intake,<br />
MTHFR polymorphisms, and risk of esophageal,<br />
gastric, and pancreatic cancer: a meta-analysis.<br />
Gastroenterology. 2006; 131(4):1271-1283.<br />
129. Zhang SM, Moore SC, Lin J, et al. Folate, vitamin<br />
B6, multivitamin supplements, and colorectal<br />
cancer risk in women. Am J Epidemiol. 2006;<br />
163(2):108-115.<br />
130. Larsson SC, Hikansson N, Giovannucci E, Wolk A.<br />
Folate intake and pancreatic cancer incidence: a<br />
prospective study of Swedish women and men. J<br />
Natl Cancer Inst. 2006;98(6):407-413.<br />
131. Lewis SJ, Harbord RM, Harris R, Smith GD. Metaanalyses<br />
of observational and genetic association<br />
studies of folate intakes or levels and breast cancer<br />
risk. J Natl Cancer Inst. 2006;98(22):1607-1622.<br />
132. Zhang SM, Cook NR, Albert CM, et al. Effect of<br />
combined folic acid, vitamin B6, and vitamin B12<br />
on cancer risk in women: a randomized trial.<br />
JAMA. 2008;300(17):2012-2021.<br />
133. Ebbing M, Binaa KH, Nygird O, et al. Cancer incidence<br />
and mortality after treatment with folic acid<br />
and vitamin B12. JAMA. 2009; 302(19):2119-2126.<br />
134. Figueiredo JC, Grau MV, Haile RW, et al. Folic<br />
acid and risk of prostate cancer: results from<br />
a randomized clinical trial. J Natl Cancer Inst.<br />
2009;101(6):432-435.
ΔΙΑΛΕΞΗ<br />
Επίδραση των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής επικοινωνίας<br />
και ψυχαγωγίας στα παιδιά και τους εφήβους<br />
Κ Προκοπάκη<br />
Ψυχίατρος παιδιών – Εφήβων, Κοινοτικό Κέντρο Ψυχικής Υγείας Παγκρατίου Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
SUMMARY<br />
PROKOPAKI K. Effects of electronic mass and entertainment media on children and adolescents. Young people<br />
devote about Ό of 24h to electronic media. Many scientific organizations call for parents’ and specialists’ attention on<br />
the probable harmfull effects of media. This review presents selectively (because of the big data volume) research findings<br />
and studies about the effects of mass media and entertainment media, on children and adolescents. The majority<br />
of research supports a causal relation of media violence, with aggressive thoughts, feelings, and behavior, as well as<br />
desensitization to other peoples’ pain, in real life. Metaanalyses of studies on the effects screen violence has on children’s<br />
aggression, refer effect sizes between 0.15 and 0.36. These values depict Public Health problems and require preventive<br />
intervention, like in other health fields. Media effects on attitudes towards sexuality, on body image, on body mass index,<br />
on tobacco and alcohol use, on attention and school performance, need to be further investigated, because many studies<br />
show correlation. Internet use in younger age exposes children to new dangers, while parents are not very familiar<br />
with new technologies and unprepared to protect their children. Health specialists, parents, educators and social organizations<br />
should adjust their attitudes towards media according to scientific data, that encourage an informed, selective<br />
and creative electronic media use, without displacing activities and relationships important for a healthy development.<br />
Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 68-87, 2011.<br />
Key words: media, television, videogames, violence, aggression, sexuality, internet, advertising, public health, children,<br />
adolescents<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Ο χρόνος που αφιερώνουν καθημερινά οι νέοι στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και Ψυχαγωγίας (ΜΜΕΨ), αντιστοιχεί<br />
περίπου στο Ό του 24ώρου. Πολλοί επιστημονικοί οργανισμοί εφιστούν την προσοχή γονέων και ειδικών στις<br />
βλαπτικές επιδράσεις των ΜΜΕΨ. Στην παρούσα ανασκόπηση παρουσιάζονται επιλεκτικά, λόγω του μεγάλου όγκου<br />
των δεδομένων, μελέτες και ερευνητικά ευρήματα για την επίδραση των ΜΜΕΨ στους ανηλίκους. Σημαντικά δεδομένα<br />
υποστηρίζουν την αιτιώδη σχέση μεταξύ βίας στα ΜΜΕΨ και επιθετικότητας ή αδιαφορίας για τον πόνο των άλλων<br />
στην πραγματική ζωή. Μετααναλύσεις για την επίδραση της εικονικής βίας στην επιθετική συμπεριφορά αναφέρουν<br />
μέγεθος επίδρασης (effect size) μεταξύ 0.15 και 0.36, τιμές που σε άλλους τομείς Υγείας σηματοδοτούν προβλήματα<br />
Δημόσιας Υγείας και απαιτούν παρεμβάσεις πρόληψης. Η επίδραση των ΜΜΕΨ στην διαμόρφωση στάσεων απέναντι<br />
στην σεξουαλικότητα, στην εικόνα σώματος και στον δείκτη σωματικής μάζας, στην χρήση καπνού και αλκοόλ, σε προβλήματα<br />
προσοχής και μειωμένης σχολικής επίδοσης, είναι ζητήματα που πρέπει να διερευνηθούν περισσότερο, καθώς<br />
πολλές μελέτες δείχνουν συσχετισμό. Η χρήση του διαδικτύου από όλο και μικρότερες ηλικίες εκθέτει τους ανηλίκους<br />
σε νέα προβλήματα και κινδύνους, ενώ οι γονείς ως επί το πλείστον αγνοούν τις νέες τεχνολογίες και τους κινδύνους<br />
που συνεπάγονται και δεν προστατεύουν επαρκώς τα παιδιά. Οι ειδικοί, οι κοινωνικοί φορείς και οι γονείς θα πρέπει<br />
να διαμορφώσουν την στάση τους προς τα ΜΜΕΨ σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα, που ενθαρύνουν την δημιουργική,<br />
ενημερωμένη και επιλεκτική χρήση, χωρίς να παραμελούνται δραστηριότητες και σχέσεις σημαντικές για την<br />
υγιή σωματική, πνευματική και ψυχική ανάπτυξη των παιδιών. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 68-87, 2011<br />
Λέξεις κλειδιά: μέσα μαζικής ενημέρωσης-ψυχαγωγίας, τηλεόραση, βιντεοπαιχνίδια, βίντεο, βία, επιθετικότητα,<br />
σεξουαλικότητα, διαδίκτυο, διαφήμιση, δημόσια υγεία, παιδιά, έφηβοι
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 69<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />
Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και Ψυχαγωγίας<br />
(ΜΜΕΨ), έντυπα και ηλεκτρονικά, απετέλεσαν μία από<br />
τις μεγαλύτερες αλλαγές στην διαμόρφωση του κοινωνικού<br />
περιβάλλοντος στον 20 ο αιώνα. Στον 21 ο αιώνα<br />
συνεχίζουν να εξελίσσονται και να καταλαμβάνουν<br />
κεντρικό ρόλο στην καθημερινότητα των παιδιών. Μελέτες,<br />
τόσο στο εξωτερικό (1), όσο και στην Ελλάδα (2)<br />
επιβεβαιώνουν τον ρόλο των ΜΜΕΨ στην ζωή των<br />
παιδιών, ήδη από την προσχολική ηλικία. Στις Η.Π.Α.,<br />
οι νέοι χρησιμοποιούν κατά μέσον όρο 6,5 ώρες ημερησίως<br />
διάφορους τύπους ηλεκτρονικών μέσων (3). Καθώς<br />
ο χρόνος που καταναλώνουν τα παιδιά σε αυτά<br />
αυξάνεται συνεχώς, αυξάνονται και οι ανησυχίες γονέων<br />
και ειδικών για τις επιπτώσεις τους στην υγεία<br />
των παιδιών και στην ικανότητά τους να δημιουργούν<br />
υγιείς ανθρώπινες σχέσεις.<br />
Τα σύγχρονα ΜΜΕΨ, έχουν εντυπωσιακά μεγαλύτερη<br />
δυνατότητα να μεταδίδουν γνώσεις, σε σύγκριση με<br />
τις παραδοσιακές μεθόδους διδασκαλίας. Τα μηνύματα<br />
που μεταδίδονται από την τηλεόραση, τον κινηματογράφο,<br />
τις βιντεοταινίες, τα βιντεοπαιχνίδια, το διαδίκτυο,<br />
την μουσική και τα μουσικά βίντεο, τις εφημερίδες<br />
και τα περιοδικά, γίνονται εύκολα μέρος του εσωτερικού<br />
κόσμου του παιδιού, επηρεάζουν άμεσα την συμπεριφορά<br />
του και διαμορφώνουν τις αξίες του.<br />
Ο τρόπος που χρησιμοποιούνται τα ΜΜΕΨ μπορεί<br />
να είναι ενεργητικός ή παθητικός, δημιουργικός ή βλαπτικός.<br />
Οι αρνητικές συνέπειες της έκθεσης στα ΜΜΕΨ<br />
είναι πολλές: αύξηση της βίαιης και επιθετικής συμπεριφοράς,<br />
πρόωρη έναρξη σεξουαλικής δραστηριότητας,<br />
αύξηση συμπεριφορών υψηλού κινδύνου, προβλήματα<br />
διατροφής, μειωμένη σχολική επίδοση. Επί πλέον, η συνεχής<br />
ενασχόληση με τα ηλεκτρονικά μέσα, εκτοπίζει<br />
άλλες δραστηριότητες που συνεισφέρουν σημαντικά<br />
στην σωματική και πνευματική υγεία των νέων (4).<br />
Παρά την πληθώρα των ερευνών που διαπιστώνουν<br />
αρνητικές επιδράσεις από την ακατάλληλη χρήση<br />
των ΜΜΕΨ, εξακολουθεί η αντιπαράθεση για το εάν<br />
και σε τι βαθμό τίθεται ζήτημα προβλήματος Δημόσιας<br />
Υγείας. Η παρούσα ανασκόπηση παρουσιάζει<br />
επιλεκτικά, λόγω του όγκου των δεδομένων, σημαντικά<br />
ερευνητικά ευρήματα και μελέτες για την επίδραση<br />
των Μαζικών Μέσων Ενημέρωσης και Ψυχαγωγίας,<br />
στους ανηλίκους.<br />
ΒΙΑ ΣΤΑ ΜΜΕΨ - ΕΠΙΘΕΤΙΚΟΤΗΤΑ<br />
Βίαια-επιθετική συμπεριφορά είναι κάθε πράξη<br />
που έχει σκοπό να βλάψει ένα άλλο άτομο. Μπορεί<br />
να είναι άμεση (πχ σωματική ή λεκτική επίθεση) ή έμμεση<br />
(πχ διάδοση φημών, απομόνωση, βλάβη συμφερόντων).<br />
Τα παιδιά διαμορφώνουν τις στάσεις τους προς την<br />
βία σε πολύ νεαρή ηλικία και οι στάσεις αυτές τείνουν<br />
να παραμένουν σταθερές στην υπόλοιπη ζωή. Η παράσταση<br />
σε κάθε είδους βία είναι ένας αποφασιστικός<br />
παράγοντας στην εμφάνιση βίαιης συμπεριφοράς.<br />
Η παιδική επιθετικότητα αποτελεί τον κύριο προγνωστικό<br />
παράγοντα για επιθετική συμπεριφορά στην<br />
εφηβεία και στην ενηλικίωση. Έτσι, οτιδήποτε προωθεί<br />
πρώιμη επιθετική συμπεριφορά, αποτελεί σημαντική συνιστώσα<br />
του προβλήματος της βίας στην κοινωνία μας<br />
(5).<br />
Επιθετικότητα και βίαια συμπεριφορά στους νέους<br />
δεν είναι σπάνια. Περισσότερο από 1/3 των παιδοψυχιατρικών<br />
παραπομπών αφορούν σε επιθετικότητα,<br />
αντικοινωνική συμπεριφορά και προβλήματα διαγωγής.<br />
Η βία από ανηλίκους έχει ενταθεί και στην Ελλάδα.<br />
Η βίαια συμπεριφορά δεν εμφανίζεται «εν αιθρία».<br />
Πολλοί παράγοντες σχετίζονται με έκφραση βίας<br />
• Βιολογικοί (ηλικία, φύλο, κληρονομικότητα, ιδιοσυγκρασία,<br />
ευφυία)<br />
• Ψυχολογικοί (σενάρια συμπεριφοράς, ψυχικοί μηχανισμοί<br />
, στρές)<br />
• Οικογενειακοί (οικογενειακά πρότυπα ρόλων,<br />
αξίες, υπερβολικά χαλαρή ή αυστηρή ή ασυνεπής<br />
διαπαιδαγώγηση, βία)<br />
• Κοινωνικοί (οικονομική κατάσταση, μορφωτικό<br />
επίπεδο, κοινωνική αποστέρηση, κακοποίηση,<br />
επιδράσεις φίλων, πρόσβαση σε όπλα)<br />
• Πολιτιστικοί παράγοντες (αξίες και πρότυπα,στην<br />
διαμόρφωση των οποίων συνεισφέρουν σημαντικά<br />
τα ΜΜΕΨ)<br />
H βία στα ΜΜΕΨ ορίζεται συνήθως ως αναπαράσταση<br />
πράξεων σωματικής επιθετικότητας από έναν<br />
ανθρώπινο ή ανθρωπόμορφο χαρακτήρα σε έναν<br />
άλλο. Η βία χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό από την<br />
βιομηχανία του θεάματος.<br />
Στις Η.Π.Α., η «Εθνική Μελέτη για την Βία στην<br />
Τηλεόραση» (6,7,8) εξέτασε 10.000 ώρες τηλεοπτικού<br />
προγράμματος τα έτη1994-97, και βρήκε ότι:<br />
• 61% περιείχαν βία,<br />
• 75% των βίαιων σκηνών δεν συμπεριλαμβάνουν<br />
μεταμέλεια, κριτική ή τιμωρία<br />
• Πάνω από 50% των βίαιων σκηνών δεν απεικονίζουν<br />
τον πόνο που προκαλεί η βία
70<br />
Επίδραση των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής επικοινωνίας και ψυχαγωγίας στα παιδιά και τους εφήβους<br />
• 40% της βίας συνδέεται με χιούμορ<br />
• Τα παιδικά προγράμματα ήταν τα πιο βίαια.<br />
• Ένα παιδί στο τέλος του Δημοτικού, έχει δει κατά<br />
μέσο όρο 8000 φόνους και άλλες100.000 βίαιες<br />
πράξεις (βιασμούς, επιθέσεις κλπ)<br />
Η βία των ΜΜΕΨ έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις<br />
στην ζωή των παιδιών, και μάλιστα ανεξάρτητα<br />
από παραμέτρους δημογραφικές, χρόνου και τόπου,<br />
ή προυπάρχουσα επιθετικότητα. (9,10,11). Εκατοντάδες<br />
έρευνες κάθε τύπου (πειραματικές, διαχρονικές, διατομικές<br />
και ανασκοπήσεις, σε διαφορετικά πολιτιστικά<br />
περιβάλλοντα, αναφέρουν σημαντική και σταθερή<br />
σύνδεση μεταξύ έκθεσης στα ΜΜΕΨ και επιθετικότητας<br />
στους ανηλίκους (12,13). Στην δεκαετία του 60,<br />
σχεδιάστηκε μία διαχρονική μελέτη για τις μεθόδους<br />
πειθαρχίας που χρησιμοποιούν οι γονείς. Η τηλεθέαση<br />
συμπεριλήφθηκε ως ουδέτερη παράμετρος επιρροής<br />
στη συμπεριφορά των παιδιών. Απροσδόκητα προέκυψε,<br />
ότι ο βαθμός έκθεσης σε τηλεοπτική βία στην<br />
ηλικία των 8 ετών προέβλεπε επιθετική συμπεριφορά<br />
11 και 22 χρόνια αργότερα (13,14).<br />
Σύμφωνα με διαχρονική μελέτη διάρκειας 17 ετών,<br />
ο χρόνος τηλεθέασης βρέθηκε να είναι σημαντικός παράγοντας<br />
κινδύνου για επιθετική συμπεριφορά προς<br />
τους άλλους. (15)<br />
Άλλη διαχρονική μελέτη έδειξε ότι παρακολούθηση<br />
βίαιων σκηνών σε ηλικία 6-9 ετών, προβλέπει επιθετική<br />
συμπεριφορά στην ενηλικίωση (15 χρόνια μετά),<br />
ακόμη κι όταν ληφθεί υπ’ όψιν το κοινωνικοοικονομικό<br />
επίπεδο, η διανοητική ικανότητα και παράγοντες σχετικοί<br />
με τους γονείς. Καθοριστικές μεταβλητές στην<br />
έκβαση ήταν το ποσό της βίας, η ταύτιση του παιδιού<br />
με βίαιους χαρακτήρες και η ερμηνεία εκ μέρους του<br />
παιδιού της βίας ως πραγματικής (16).<br />
H υπερβολική παρακολούθηση τηλεόρασης, μπορεί<br />
να συνδέεται με συμπεριφορά τρομοκράτησης των<br />
άλλων (bullying) στο σχολείο, όπως έδειξε έρευνα σε<br />
32000 εφήβους από 8 χώρες (12).<br />
Πειραματικές, έρευνες επιβεβαιώνουν τις βραχυπρόθεσμες<br />
επιπτώσεις της εικονικής βίας, καθώς αμέσως<br />
μετά την έκθεση σε βίαιες σκηνές, τα παιδιά συμπεριφέρονται<br />
πιο επιθετικά, σε σύγκριση με παιδιά<br />
που δεν εκτέθηκαν σε βίαιες σκηνές. Οι πειραματικές<br />
μελέτες παρουσιάζουν υψηλή αξιοπιστία και δείχνουν<br />
ότι υπάρχει σχέση αιτίου-αποτελέσματος μεταξύ βίας<br />
στα ΜΜΕΨ – επιθετικής συμπεριφορά (5,10,12).<br />
Σύμφωνα με ανασκόπηση του Εθνικού Ιδρύματος<br />
Ψυχικής Υγείας (ΝΙΜΗ) των Η.Π.Α. τεκμηριώνεται σχέση<br />
αιτίου- αποτελέσματος μεταξύ βίας στην οθόνη και<br />
επιθετικότητας στην πραγματική ζωή (17). Έκτοτε τα<br />
ερευνητικά ερωτήματα μετατοπίστηκαν κυρίως στην<br />
διερεύνηση των αιτίων και των μηχανισμών αυτής<br />
της σχέσης (9). Το 2000, εκπροσωπώντας την Δημόσια<br />
Υγεία, 6 επιστημονικές Εταιρείες των Η.Π.Α. (American<br />
Academy of Pediatrics, American Academy of Child &<br />
Adolescent Psychiatry, American Medical Association,<br />
American Psychological Association, American Academy<br />
of Family Physicians, American Psychiatric Association)<br />
συνυπέγραψαν έκθεση προς το Κοινοβούλιο, για τις<br />
επιπτώσεις στα παιδιά της βίας, που προβάλλεται<br />
από τα ΜΜΕΨ (18). Μεταξύ άλλων, αναφέρουν: « Η<br />
κοινότητα της Δημόσιας Υγείας, βασιζόμενη σε περισσότερο<br />
από 30 χρόνια έρευνας, συμφωνεί ότι η βία<br />
των μέσων ψυχαγωγίας μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση<br />
των επιθετικών στάσεων, αξιών και συμπεριφορών,<br />
ιδιαίτερα στα παιδιά… Ορισμένοι στην βιομηχανία του<br />
θεάματος ισχυρίζονται ότι: 1) τα βίαια προγράμματα<br />
είναι αβλαβή, διότι δεν υπάρχουν μελέτες που να<br />
αποδεικνύουν την σύνδεσή τους με επιθετική συμπεριφορά<br />
στα παιδιά, 2) οι ανήλικοι γνωρίζουν ότι η τηλεόραση,<br />
ο κινηματογράφος και τα βιντεοπαιχνίδια είναι<br />
μόνο φαντασία. Δυστυχώς, έχουν άδικο. Πάνω από<br />
1000 μελέτες καταδεικνύουν αιτιολογική σχέση μεταξύ<br />
βίας στα μέσα ψυχαγωγίας, και επιθετικής συμπεριφοράς<br />
σε μερικά παιδιά… Τα αποτελέσματα είναι<br />
μετρήσιμα και μακράς διάρκειας».<br />
Το 2003, το ΝΙΜΗ δημοσίευσε μία εκτενή αναφορά<br />
σύμφωνα με την οποία η βία στα ΜΜΕΨ είναι σημαντικός<br />
αιτιολογικός παράγων επιθετικότητας και βίας (12)<br />
Μεταανάλυση 56 ερευνών καταλήγει ότι, και μόνο<br />
η απλή παρουσία όπλου σε μία κινηματογραφική ταινία<br />
ή τηλεοπτικό πρόγραμμα αυξάνει την πιθανότητα<br />
επιθετικής συμπεριφοράς(19).<br />
Δεν επηρεάζονται όλοι οι θεατές με τον ίδιο τρόπο.<br />
H πιθανότητα πρόκλησης βλάβης εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά<br />
και τον τρόπο παρουσίασης της βίας (5).<br />
Η λεγόμενη «δικαιολογημένη» βία, όπου ο «καλός» επιτίθεται<br />
στον «κακό», αποτελεί τον πιο ισχυρό ενισχυτικό<br />
παράγοντα για την υιοθέτηση της βίας από τους νέους<br />
(20). Άλλοι ενισχυτικοί παράγοντες είναι η απουσία συνεπειών<br />
μετά από επιθετική συμπεριφορά, το χιούμορ και η<br />
ελκυστικότητα του επιτιθέμενου (πίνακας 1). Όσο περισσότερο<br />
ένα παιδί ταυτίζεται με βίαιους χαρακτήρες, τόσο<br />
εντονότερη είναι η εμφάνιση επιθετικότητας (21).<br />
Τα αγόρια φαίνεται ότι επηρεάζονται πιο πολύ<br />
από τα κορίτσια. Αυτό οφείλεται ίσως στο ότι τα αγόρια<br />
εκφράζουν περισσότερο σωματική επιθετικότητα,<br />
ενώ τα κορίτσια εκφράζουν επιθετικότητα, με λιγότε-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 71<br />
ρο εμφανείς τρόπους. Αναμένεται, καθώς αυξάνεται ο<br />
αριθμός των βίαιων γυναικείων ηρωίδων, να αυξηθεί<br />
η σωματική επιθετικότητα και στα κορίτσια.<br />
Προϋπάρχουσες επιθετικές τάσεις στα παιδιά<br />
οδηγούν σε επιλογή θεαμάτων ή παιγνιδιών που περιέχουν<br />
βία, παράλληλα δε, η έκθεση σε βίαια θεάματα<br />
επιδεινώνει και παροξύνει τις επιθετικές τάσεις, διαιωνίζοντας<br />
έτσι έναν φαύλο κύκλο (5,21,22,23).<br />
Οι επιδράσεις της βίας στα ΜΜΕΨ εμφανίζονται<br />
με 4 μορφές:<br />
1. Η βία γίνεται αντιληπτή ως αποδεκτή συμπεριφορά<br />
και ως αποτελεσματικός τρόπος διαχείρισης<br />
των συγκρούσεων.<br />
2. Απευαισθητοποίηση (εξοικείωση) προς την βία<br />
στην πραγματική ζωή, που μειώνει την συμπαράσταση<br />
και υποστήριξη προς τα θύματα βίας.<br />
3. Ο κόσμος βιώνεται ως επικίνδυνος και κακός, με<br />
αποτέλεσμα συναισθήματα δυσπιστίας και φόβου.<br />
4. Aυξημένη τάση για επιθετική και βίαιη συμπεριφορά,<br />
τόσο άμεσα, όσο και μελλοντικά (34).<br />
Πίνακας 1<br />
(Συνέπειες της παρακολούθησης βίας, ανάλογα με<br />
τον τρόπο παρουσίασής της)<br />
Αντιδράσεις του<br />
θεατή<br />
Επιθετικότητα<br />
Φόβος Απευαισθητοποίηση<br />
Ελκυστικός •<br />
επιτιθέμενος<br />
Ελκυστικό θύμα •<br />
«Δικαιολογημένη» •<br />
βία<br />
Αδικαιολόγητη βία •<br />
Γνωστά όπλα •<br />
Υπερβολική / • • •<br />
λεπτομερής βία<br />
Αληθοφανής βία • •<br />
Ανταμοιβή • •<br />
Τιμωρία • •<br />
Πόνος-βλάβη •<br />
Χιούμορ • •<br />
ΒΙΑ ΣΤΑ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΑ ΚΑΙ ΒΙΝΤΕΟ - ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ<br />
Τα ηλεκτρονικά παιγνίδια είναι εξαιρετικά δημοφιλή,<br />
έχουν αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τα παραδοσιακά<br />
παιγνίδια και αποφέρουν κέρδη δισεκατομμυρίων<br />
στους κατασκευαστές. Μπορεί να παίζονται<br />
σε ειδικές συσκευές, ή σε ηλεκτρονικό υπολογιστή online,<br />
όπου είναι δυνατόν να συμμετέχουν εκατοντάδες<br />
συμπαίκτες από το διαδίκτυο.<br />
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα σε εφήβους στις<br />
Η.Π.Α., 99% των αγοριών και 94% των κοριτσιών παίζουν<br />
βιντεοπαιχνίδια (24).<br />
Οι βιολογικές και ψυχολογικές αλλαγές, που προετοιμάζουν<br />
τους εφήβους για τις απαιτήσεις της ενήλικης<br />
ζωής, συχνά συνοδεύονται από ριψοκίνδυνες<br />
συμπεριφορές, παραγνώριση του κινδύνου, αναζήτηση<br />
έντονων ερεθισμάτων, και συναισθηματική ευμεταβλητότητα.<br />
Τα στοιχεία αυτά υπάρχουν σε αφθονία στα<br />
περισσότερα ηλεκτρονικά παιγνίδια και τα καθιστούν<br />
ιδιαίτερα ελκυστικά στους εφήβους. Οι έφηβοι προτιμούν<br />
βίαια βιντεοπαιχνίδια, σε σύγκριση με τους<br />
ενηλίκους (25). Η μικρότερη ηλικία έναρξης βιντεοπαιχνιδιών,<br />
είναι επιβαρυντικός παράγων για μετέπειτα<br />
υπερβολική χρήση (26).<br />
Τα νέα βιντεοπαιχνίδια παρέχουν μεγαλύτερη αληθοφάνεια<br />
και δυνατότητα προσωπικής συμμετοχής<br />
του παίκτη, με ενσωμάτωση φωτογραφιών του, ή κινήσεων<br />
και στιγμών της ζωής του. Η αληθοφάνεια των<br />
παιγνιδιών, πιθανόν συνδέεται με αυξημένη γενίκευση<br />
ορισμένων συμπεριφορών και εκτός παιγνιδιού.<br />
Το περιεχόμενο, η ποσότητα, το πλαίσιο, και η δομή<br />
αποτελούν παραμέτρους του παιχνιδιού, που επηρεάζουν<br />
τον παίκτη με διαφορετικό τρόπο. Mέχρι σήμερα,<br />
οι περισσότερες έρευνες εστιάζουν στο περιεχόμενο,<br />
και κυρίως στο βίαιο περιεχόμενο.<br />
Το 90% των βιντεοπαιχνιδιών περιέχει κάποιου είδους<br />
βία (27). Οι Haninger και συν, εξέτασαν 396 τίτλους<br />
βιντεοπαιχνιδιών για ηλικίες άνω των 13, που κυκλοφορούσαν<br />
στην Αμερικανική αγορά, έως το 2001 (22). Οι<br />
93 (23%) τίτλοι περιείχαν βία και αίμα, οι 280 (71%) βία<br />
χωρίς αίμα, 14 (2%) αίμα χωρίς βία, και μόνο 14 (4%) δεν<br />
περιείχαν βία ή αίμα. Επιπλέον της υψηλής περιεκτικότητας<br />
σε βία, τραυματισμούς και θανάτους ( κατά μέσο<br />
όρο 122 θανάτους ανά ώρα παιχνιδιού), δίνουν κίνητρα<br />
για την εκτέλεση βίαιων ενεργειών στο παιγνίδι.<br />
Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα βίαια βιντεοπαιχνίδια<br />
ασκούν εντονότερη επίδραση , σε σύγκριση με άλλους<br />
τύπους βίαιων ΜΜΕΨ (12, 28, 29,) Μετα-αναλύσεις επιβεβαιώνουν<br />
ότι υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ βίαιων<br />
βιντεοπαιχνιδιών και επιθετικότητας και ότι, τα<br />
βίαια βιντεοπαιχνίδια αυξάνουν τις επιθετικές σκέψεις,<br />
τα συναισθήματα θυμού και εχθρικότητας, τα<br />
επιθετικά σενάρια συμπεριφοράς και την σωματική
72<br />
Επίδραση των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής επικοινωνίας και ψυχαγωγίας στα παιδιά και τους εφήβους<br />
επιθετικότητα, και μειώνουν την συμπεριφορά προσφοράς<br />
βοήθειας (30,31,32,33,34,35). Διαφορετικές μετααναλύσεις<br />
αναφέρουν μεγέθη επίδρασης: r+=0.26,<br />
r+=0.20, r+=0.19, r+=0.15 (28,30,33,35).<br />
Από πειραματικές μελέτες προκύπτει ότι, έκθεση<br />
σε βίαια βιντεοπαιχνίδια σχετίζεται αρνητικά με κοινωνικές<br />
συμπεριφορές. Σύμφωνα με πρόσφατη πειραματική<br />
έρευνα, οι παίκτες βίαιων βιντεοπαιχνιδιών<br />
«αναισθητοποιούνται» στον πόνο των άλλων (32).<br />
Τόσο τα βίαια όσο και τα μη βίαια βιντεοπαιχνίδια<br />
προκαλούν σωματική διέγερση (αύξηση καρδιακού<br />
ρυθμού, πίεσης κλπ), σαν αποτέλεσμα του ενθουσιασμού,<br />
της διασκέδασης ή της προσπάθειας. Τα βίαια<br />
βιντεοπαιχνίδια προκαλούν εντονότερη διέγερση.<br />
Υπάρχουν ενδείξεις ότι επιδρούν αρνητικά στην ικανότητα<br />
εκτελεστικού ελέγχου (αναστολή αυτόματων<br />
απαντήσεων και ρύθμιση της συμπεριφοράς). (31)<br />
Η χρήση βιντεοπαιχνιδιών στα οποία ο χρήστης<br />
πυροβολεί, προκαλεί ιδιαίτερες ανησυχίες. Ο στρατός<br />
στις Η.Π.Α. χρησιμοποιεί παραλλαγές κοινών βιντεοπαιχνιδιών<br />
για την εκπαίδευση στην στόχευση. Πολλοί<br />
από τους ανήλικους δράστες μαζικών δολοφoνιών σε<br />
σχολεία, ήταν λάτρεις βίαιων βιντεοπαιγνιδιών και είχαν<br />
εκπαιδευτεί από αυτά στη χρήση όπλου (13).<br />
Τα βίαια βιντεοπαιχνίδια βάζουν τον παίχτη στον<br />
ρόλο του επιτιθέμενου, και τον ανταμοίβουν για τις<br />
επιτυχίες του (37). Στο διαδεδομένο «Grand theft auto»,<br />
οι παίκτες επιβραβεύονται όταν σκοτώνουν πόρνες<br />
και αστυνομικούς, επιτίθενται σε ηλικιωμένους και<br />
συγκρούονται με αυτοκίνητα, εκτελούν κλοπές και<br />
διαρρήξεις! Στο διαδικτυακό παιγνίδι «Kuma/war», οι<br />
παίκτες προσθέτουν προσωπικά στοιχεία σε πραγματικές<br />
μάχες στο Ιράν και Αφγανιστάν. Το παιγνίδι<br />
έχει επικριθεί διότι μετατρέπει σε διασκέδαση και<br />
κέρδος, τον θάνατο των στρατιωτών.Το παιγνίδι «JFK<br />
Reloaded», παρουσιάζει την δολοφονία του προέδρου<br />
Κένεντυ, από την πλευρά του δολοφόνου! Σύμφωνα με<br />
τους κατασκευαστές, το παιγνίδι είναι «εκπαιδευτικό»<br />
και «διεγείρει το ενδιαφέρον για ιστορικά γεγονότα»<br />
(28). Ακόμη και «αθώα» παιδικά παιγνίδια, δίνουν οδηγίες<br />
στα παιδιά «να μην βοηθούν πολύ τους άλλους».<br />
Πέρα από τις αρνητικές επιδράσεις , υπάρχουν<br />
δυνατότητες εποικοδομητικής χρήσης. Τα βιντεοπαιχνίδια<br />
είναι υποδειγματικοί δάσκαλοι, καθώς ενισχύουν<br />
συνεχώς τον μαθητή, παρέχουν κίνητρα, ορίζουν<br />
σαφείς στόχους, διεγείρουν την περιέργεια, απαιτούν<br />
την ενεργητική συμμετοχή του μαθητή, κατανέμουν την<br />
εκπαιδευτική δράση σε διαφορετικές στιγμές και την<br />
επαναλαμβάνουν συχνά, και επί πλέον είναι διασκεδαστικά!<br />
Δυστυχώς δεν έχει διερευνηθεί αρκετά η χρήση<br />
τους ως εκπαιδευτικά εργαλεία.<br />
Θετικές επιδράσεις έχουν παρατηρηθεί σε ορισμένους<br />
τύπους μάθησης (μαθηματικά, λεξιλόγιο κλπ).<br />
Έχουν χρησιμοποιηθεί με επιτυχία στην αυτορρύθμιση<br />
χρόνιων παιδιατρικών παθήσεων, στην αποκατάσταση<br />
μετά από εγκεφαλικό τραύμα, στην διαχείριση του<br />
πόνου, στην εκπαίδευση σε κοινωνικές δεξιότητες(39).<br />
Έχει προταθεί η χρήση τους στην παιδοψυχιατρική διαγνωστικά<br />
και θεραπευτικά, κατ’ αντιστοιχία με την<br />
μέχρι τώρα χρήση των «συμβατικών» παιγνιδιών (39).<br />
Έχει βρεθεί επίσης ότι βελτιώνουν τον χρόνο αντίδρασης,<br />
την χωρική αντίληψη, τις οπτικοκινητικές δεξιότητες<br />
και την οπτική προσοχή (40).<br />
Σε αντίθεση με τα παιγνίδια βίας, παιγνίδια όπου οι<br />
χαρακτήρες βοηθούν ο ένας τον άλλο (με νόμιμο και μη<br />
βίαιο τρόπο), αυξάνουν την συμπεριφορά προσφοράς<br />
βοήθειας τόσο άμεσα όσο και μακροπρόθεσμα (24,41).<br />
Έχει επιβεβαιωθεί ότι θετικές- κοινωνικές τάσεις οδηγούν<br />
σε επιλογή παιχνιδιών κοινωνικοποίησης, και παιχνίδια<br />
κοινωνικοποίησης αυξάνουν τις κοινωνικές τάσεις, και<br />
συνδέονται αρνητικά με επιθετικές σκέψεις και απόδοση<br />
επιθετικών προθέσεων στους άλλους (24,31,36).<br />
ΦΟΒΟΣ<br />
Πάρα πολλά παιδιά νοιώθουν τρόμο όταν παρακολουθούν<br />
σκηνές βίας και τα πιο ευάλωτα παιδιά,<br />
παρουσιάζουν έντονες αντιδράσεις. Έρευνα σε εφήβους<br />
έδειξε ότι το 75% είχαν αισθανθεί έντονο φόβο και από<br />
αυτά, το 10% απευθύνθηκε σε ειδικό για βοήθεια. Αν και<br />
οι αντιδράσεις φόβου (πχ εφιάλτες, φόβος του παιδιού<br />
να μείνει μόνο, ανασφάλεια) συνήθως είναι παροδικές,<br />
η επίδραση του φόβου συσσωρεύεται με τον χρόνο και<br />
δημιουργεί το αίσθημα του «επικίνδυνου κόσμου» ή και<br />
παθολογικές καταστάσεις. Αντιδράσεις φόβου των<br />
παιδιών εξ αιτίας της τηλεόρασης, μπορεί να παραμείνουν<br />
μέχρι την ενηλικίωση, με συνεχιζόμενους εφιάλτες,<br />
άγχος και πρακτικές αποφυγής (29). Στα μικρά παιδιά<br />
ο φόβος δεν μειώνεται ακόμη κι αν τα προειδοποιήσουμε,<br />
πως ότι θα δουν δεν είναι πραγματικότητα (4).<br />
Έρευνα στην Ολλανδία σε 572 παιδιά 8-12 ετών<br />
διαπίστωσε ότι τα απειλητικά γεγονότα τόσο στις ειδήσεις,<br />
όσο και σε φανταστικό σενάριο, προκαλούν<br />
αντιδράσεις τρόμου και ανησυχίας (42).<br />
ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ<br />
Σε σύγκριση με τις πολλές έρευνες για τις επιπτώσεις<br />
της βίας στα ΜΜΕΨ, είναι πολύ λιγότερες<br />
οι έρευνες που εξετάζουν τις συνέπειες της έκθεσης
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 73<br />
ανηλίκων σε σεξουαλικό – πορνογραφικό περιεχόμενο.<br />
Από το 1983 έως το 2004 λιγότερο από 1% των αγγλόφωνων<br />
δημοσιεύσεων για τα ΜΜΕΨ είχαν ως θέμα<br />
την επίδραση των ΜΜΕΨ στην στάση και συμπεριφορά<br />
των εφήβων ως προς την σεξουαλικότητα (24).<br />
Τόσο τα τηλεοπτικά προγράμματα, όσο οι κινηματογραφικές<br />
ταινίες και οι διαφημίσεις, είναι «σεξουαλικοποιημένα»<br />
σε μεγάλο βαθμό. Πριν μία δεκαετία<br />
στις Η.Π.Α., ο μέσος νεαρός τηλεθεατής εκτιθόταν σε<br />
περισσότερες από 14000 αναφορές στο σεξ κάθε χρόνο,<br />
ποσό που έχει αυξηθεί έκτοτε. Μεταξύ των ετών<br />
1998 - 1999, το σεξουαλικό περιεχόμενο στην τηλεόραση<br />
των Η.Π.Α., επεκτάθηκε από το1/2, στα 2/3 των<br />
προγραμμάτων (44).<br />
Το διαδίκτυο παρέχει άμεση πρόσβαση σε απεριόριστο<br />
σεξουαλικό-πορνογραφικό περιεχόμενο. Οι ανήλικοι,<br />
εκούσια ή ακούσια, βρίσκονται συχνά σε επαφή<br />
με σεξουαλικό περιεχόμενο και οι έρευνες δείχνουν ότι<br />
τους είναι πιο δύσκολο να το αποφύγουν, παρά να το<br />
αναζητήσουν (43). Σύμφωνα με έρευνα σε αντιπροσωπευτικό<br />
δείγμα χρηστών διαδικτύου 10-17 ετών, 42%<br />
έχουν εκτεθεί σε πορνογραφικό υλικό τον τελευταίο<br />
χρόνο, εκ των οποίων τα 2/3 χωρίς «χωρίς να το επιδιώξουν»<br />
(45). Η χρήση φραγμών-φίλτρων στον Η/Υ<br />
μειώνει (χωρίς να εξαλείφει) τον κίνδυνο.<br />
Πολλοί έφηβοι και γονείς πιστεύουν ότι η τηλεόραση<br />
παίζει σημαντικό ρόλο στην εκμάθηση σεξουαλικών<br />
προτύπων και τρόπων συμπεριφοράς και ότι<br />
ενθαρρύνει την σεξουαλική δραστηριότητα (27). Το 76%<br />
ενός μεγάλου δείγματος εφήβων θεωρεί ότι η έναρξη<br />
σεξουαλικών σχέσεων, σχετίζεται με την παρουσίαση<br />
του σεξ από τα ΜΜΕΨ ως φυσιολογική δραστηριότητα<br />
για την ηλικία τους. Δημιουργείται στους εφήβους η<br />
λανθασμένη εντύπωση ότι, όλοι οι άλλοι έχουν σεξουαλική<br />
ζωή και ότι αυτή δεν έχει συνέπειες, κινδύνους<br />
ή υποχρεώσεις. (46,47)<br />
Μεταξύ 1017 εφήβων στις ΗΠΑ, οι λευκοί, 12-14 ετών,<br />
με συχνή έκθεση σε σεξουαλικού περιεχομένου ΜΜΨΕ,<br />
ήταν 2,2 φορές πιθανότερο να έχουν σεξουαλική συνεύρεση<br />
στα 14-16. (49)<br />
Έφηβοι που κάνουν βαριά «κατανάλωση» ΜΜΨΕ<br />
με σεξουαλικό περιεχόμενο, έχουν διπλάσιες πιθανότητες<br />
να έχουν ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις<br />
μέσα στο επόμενο έτος, σε σύγκριση με τους εφήβους<br />
που κάνουν την μικρότερη κατανάλωση (ακόμη κι όταν<br />
ελεγχθούν παράγοντες όπως κοινωνικοοικονομική κατάσταση,<br />
γονεϊκή επίβλεψη, ψυχική υγεία του εφήβου,<br />
αυτοεκτίμηση και θρησκευτικότητα (44,50,51).<br />
Από μεγάλη επιδημιολογική έρευνα στις Η.Π.Α.<br />
προκύπτει ότι, έφηβοι που παρακολουθούν περισσότερο<br />
τηλεόραση, έχουν την υψηλότερη συχνότητα<br />
ολοκληρωμένης σεξουαλικής επαφής. Έφηβοι, που παρακολουθούν<br />
>2 ώρες ημερησίως τηλεόραση χωρίς<br />
γονεική εποπτεία, είναι σε αυξημένο κίνδυνο έναρξης<br />
σεξουαλικής δραστηριότητας 1 χρόνο νωρίτερα (48).<br />
Έφηβοι που παρακολουθούν τηλεόραση χωριστά από<br />
την οικογένειά τους, έχουν συχνότητα σεξουαλικής<br />
επαφής 3-6 φορές υψηλότερη, συγκριτικά με εφήβους<br />
που παρακολουθούν τηλεόραση μαζί με την υπόλοιπη<br />
οικογένεια (20). Αντίθετα, η παρακολούθηση εκπομπών<br />
με μηνύματα για τις συνέπειες (πχ εγκυμοσύνη), τους<br />
κινδύνους (πχ σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα),<br />
την ασφάλεια και την υπευθυνότητα στην σεξουαλική<br />
ζωή, είχε σαν αποτέλεσμα μειωμένη συχνότητα έναρξης<br />
σεξουαλικής δραστηριότητας σε εφήβους.<br />
Ανάλυση περιεχομένου των κινηματογραφικών<br />
ταινιών του Χόλλυγουντ το 1990, απεκάλυψε ότι μία<br />
στις οκτώ ταινίες περιέχει βιασμό! Πειραματικές μελέτες<br />
σε φοιτητές έδειξαν αυξημένη αποδοχή των μύθων<br />
περί βιασμού – μείωση της συμπάθειας και απόδοση<br />
ευθυνών στα θύματα βιασμού, και αποδοχή της<br />
επιθετικότητας κατά των γυναικών, μετά από έκθεση<br />
σε σεξουαλικά βίαιες κινηματογραφικές σκηνές(50,52).<br />
Αντίστοιχες έρευνες σε παιδιά δεν έχουν γίνει για λόγους<br />
δεοντολογίας, αν και εκτίθενται σε εικονική ερωτική<br />
βία από μικρή ηλικία (4). Μελέτη σε 904 εφήβους<br />
12-15 ετών, έδειξε αυξημένη αποδοχή του καταναγκασμού<br />
σε σεξουαλική πράξη, από αγόρια που παρακολουθούν<br />
συχνά μουσικά βίντεο (53).<br />
Λόγω της σημαντικής νοσηρότητας εξ αιτίας της<br />
πρώιμης σεξουαλικής δραστηριότητας, γίνεται διεθνώς<br />
εντατική προσπάθεια για ανάπτυξη προγραμμάτων<br />
σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, με στόχο την<br />
καθυστέρηση έναρξης σεξουαλικής δραστηριότητας,<br />
χρήση κατάλληλων προφυλακτικών μέσων και τήρηση<br />
υπεύθυνης στάσης στην σεξουαλική ζωή. Παρ’ όλες τις<br />
προσπάθειες τα αποτελέσματα είναι απογοητευτικά,<br />
όταν τα προγράμματα εφαρμόζονται στα σχολεία ( αν<br />
και αυξάνονται οι γνώσεις, δεν υπάρχει μείωση στις<br />
ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, διακοπές κύησης και σεξουαλικώς<br />
μεταδιδόμενα νοσήματα, μάλιστα υπάρχουν<br />
περιπτώσεις αύξησης της σεξουαλικής δραστηριότητας).<br />
Αντίθετα, τα αποτελέσματα ήταν καλύτερα, όταν<br />
προβάλλονταν μηνύματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης<br />
μέσω νεανικών τηλεοπτικών προγραμμάτων. Είναι<br />
προφανές ότι, η παρουσίαση ζητημάτων σχετικά με το<br />
σεξ από τα ΜΜΕΨ, έχει ουσιώδη επίδραση στη σεξουαλική<br />
διαπαιδαγώγηση και υγεία των νέων. Χρειάζονται<br />
καλοσχεδιασμένες έρευνες ως προς τα αποτελέσματα
74<br />
Επίδραση των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής επικοινωνίας και ψυχαγωγίας στα παιδιά και τους εφήβους<br />
της έκθεσης σε σεξουαλικό περιεχόμενο από τα ΜΜΕΨ,<br />
στις στάσεις, συμπεριφορές και λήψη αποφάσεων των<br />
εφήβων για την σεξουαλικότητα, καταγραφή του σεξουαλικού<br />
περιεχομένου των ΜΜΕΨ καθώς και ανάπτυξη<br />
προγραμμάτων παρέμβασης και περιορισμού της έκθεσης<br />
στο σεξουαλικό περιεχόμενο των ΜΜΕΨ (54).<br />
ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΑ ΒΙΝΤΕΟ<br />
Η μουσική κατέχει σημαντικό ρόλο στην διασκέδαση<br />
και κοινωνικοποίηση των παιδιών και των εφήβων.<br />
Οι νέοι δίνουν ιδιαίτερη σημασία στους στίχους, μέσω<br />
των οποίων αναζητούν ταυτίσεις αντλούν νόημα και<br />
διαμορφώνουν πρότυπα. Λίγοι είναι οι γονείς που<br />
γνωρίζουν τους στίχους των τραγουδιών που ακούνε<br />
τα παιδιά τους (55).<br />
Από την δεκαετία του 70, οι στίχοι περιέχουν όλο<br />
και σαφέστερες αναφορές στο σεξ, στην χρήση ουσιών<br />
και στον θάνατο (56). Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι μουσικές<br />
προτιμήσεις ροκ και χέβυ μέταλ σχετίζονται με απευαισθητοποίηση<br />
στην βία, συμπεριφορές υψηλού κινδύνου<br />
και αυτοκτονικό ιδεασμό και πρέπει να εφιστούν την<br />
προσοχή, για πιθανώς αυξημένη ευαλωτότητα (αν και<br />
δεν προσδιορίζουν σχέση αιτίου –αποτελέσματος) (4,23)<br />
Tα μουσικά βίντεο περιέχουν συχνά βία, σεξιστικά<br />
και ρατσιστικά μηνύματα. Ανάλυση περιεχομένου 518<br />
μουσικών βίντεο έδειξε ότι:19% των ροκ και ραπ βίντεο<br />
παρουσίαζαν οπλοφορία, στο 15% των περιπτώσεων<br />
οπλοφορούσαν παιδιά και στο 8% έφηβοι (57). Άλλη<br />
ανάλυση μουσικών βίντεο έδειξε ότι 22,4% των ροκ βίντεο<br />
και 20% των ραπ βίντεο περιείχαν βία το δε 80%<br />
των επιτιθέμενων ήταν ελκυστικά μοντέλα. Οπλοφορία<br />
υπήρχε στο 25% των βίντεο (58). Έρευνες δείχνουν<br />
συσχετισμό μεταξύ παρακολούθησης μουσικών βίντεο<br />
και επιτρεπτικών σεξουαλικών συμπεριφορών (49) ή<br />
αποδοχής βιασμού του ερωτικού συντρόφου (52,53)<br />
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ<br />
Είναι αποδεδειγμένη η επίδραση της διαφήμισης<br />
στις στάσεις των παιδιών και των εφήβων, τόσο άμεσα<br />
όσο και μακροπρόθεσμα (61,62). Παιδιά μικρότερα<br />
των 8 ετών είναι ψυχικά και γνωστικά χωρίς άμυνες<br />
απέναντι στην διαφήμιση.<br />
Κάπνισμα<br />
Η παρακολούθηση διαφημίσεων προιόντων καπνού,<br />
αποτελεί σημαντικότερο παράγοντα κινδύνου<br />
για έναρξη καπνίσματος, από το να καπνίζουν μέλη<br />
της οικογένειας ή φίλοι του παιδιού. Περισσότερες από<br />
20 έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά που εκτίθενται σε<br />
διαφημίσεις καπνού έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες<br />
να γίνουν καπνιστές. Δύο μεγάλες διαχρονικές έρευνες<br />
έδειξαν ότι το κάπνισμα στο ένα τρίτο των εφήβων,<br />
μπορεί να αποδοθεί στις διαφημίσεις (53). Υπάρχουν<br />
ισχυρές ενδείξεις ότι η χρήση καπνού στις κινηματογραφικές<br />
ταινίες αυξάνει την συχνότητα έναρξης καπνίσματος<br />
στους εφήβους (59). Οι βιομηχανίες προιόντων<br />
καπνού αναγνωρίζουν την αξία της παρουσίασης<br />
καπνίσματος στην οθόνη και το προωθούν.<br />
Αλκοόλ<br />
Η διαμόρφωση στάσεων απέναντι στο αλκοόλ, αρχίζει<br />
από την ηλικία του δημοτικού σχολείου. Η έκθεση<br />
σε διαφημίσεις αλκοόλ είναι σημαντικός παράγοντας<br />
κινδύνου για μετέπειτα χρήση. Οι ανήλικοι βλέπουν<br />
αναρίθμητες διαφημίσεις αλκοολούχων ποτών κάθε<br />
χρόνο που ωραιοποιούν την χρήση αλκοόλ (4,61). Η<br />
συχνότητα με την οποία παρουσιάζεται χρήση ουσιών<br />
στα ΜΜΕΨ, είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ότι στην<br />
πραγματική ζωή<br />
Διατροφή<br />
Οι διαφημίσεις φαγητού έχουν την μερίδα του λέοντος<br />
στην παιδική διαφήμιση. Έχει βρεθεί ότι τα παιδιά<br />
ζητάνε περισσότερες ανθυγιεινές τροφές εξ’ αιτίας<br />
διαφημίσεων και ότι ο χρόνος που το παιδί βλέπει<br />
τηλεόραση, συσχετίζεται με αύξηση των προσλαμβανόμενων<br />
θερμίδων (62).<br />
Το ανήλικο κοινό προσεγγίζεται διαφημιστικά με<br />
πολλούς τρόπους, π.χ. προιόντα μπορεί να εμφανίζονται<br />
σε ταινίες ή τηλεοπτικά προγράμματα, εστιατόρια<br />
συνδέονται με δημοφιλείς παιδικές ταινίες ή<br />
χαρίζουν παιγνίδια.<br />
Συχνά χρησιμοποιούνται παθολογικά αδύνατα<br />
γυναικεία μοντέλα , γεγονός που συντελεί στην ανάπτυξη<br />
διαταραγμένων συμπεριφορών διατροφής στις<br />
έφηβες (63).<br />
Σεξουαλικότητα<br />
Χρησιμοποιείται για να διαφημίσει οτιδήποτε.<br />
Οι διαφημίσεις μέσω διαδικτύου και ψηφιακής<br />
τηλεόρασης, παρέχουν την δυνατότητα άμεσης πρόσβασης<br />
- αγοράς βλαβερού ή παράνομου υλικού. Δυστυχώς<br />
διαφημίζονται, μέσω των δελτίων ειδήσεων,<br />
βιντεο ή κινηματογραφικές ταινίες, με ακατάλληλο περιεχόμενο.<br />
ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ<br />
Το διαδίκτυο συνδυάζει χαρακτηριστικά όλων των
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 75<br />
άλλων μέσων (γραπτό κείμενο, εικόνα, ήχο, δυνατότητα<br />
αμφίδρομης επικοινωνίας) και έχει γίνει αναπόσπαστο<br />
μέρος της ζωής των εφήβων στις ανεπτυγμένες<br />
χώρες. Η χρήση του επεκτείνεται ταχύτατα σε όλο και<br />
μικρότερες ηλικίες, που μεγαλώνουν με το διαδίκτυο<br />
ως αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας.<br />
Το 2001 στην χρήση του διαδικτύου κυριαρχούσαν<br />
οι ηλικίες 30-40 ετών. Σε πρόσφατη Σουηδική έρευνα,<br />
21% των τρίχρονων, 51% των πεντάχρονων και 90%<br />
των εννιάχρονων, είναι χρήστες του διαδικτύου. Το<br />
78% των παιδιών 12-16 ετών είναι καθημερινοί χρήστες.<br />
Στις ηλικίες 3-7 κυριαρχούν τα παιγνίδια και τα<br />
βίντεο, στις ηλικίες 7-11 τα παιγνίδια, η επικοινωνία<br />
και η συμμετοχή σε κοινότητες του διαδικτύου, στις<br />
ηλικίες 11-14 η επικοινωνία, συμμετοχή σε κοινότητες,<br />
μουσική, ταινίες, πληροφορίες, σχολική χρήση (64).<br />
Οι έφηβοι επιλέγουν θέματα σχετικά με μουσική,<br />
κινηματογραφικές ταινίες, σχέσεις και μόδα. Το διαδίκτυο<br />
προσφέρει στους εφήβους ευκαιρίες να πληροφορηθούν<br />
ανώνυμα για ζητήματα που ανταποκρίνονται<br />
στις αναπτυξιακές τους ανάγκες, όπως ανεξαρτησία<br />
από τους γονείς, επικοινωνία με συνομηλίκους, έκφραση<br />
της γνώμης, υιοθέτηση διαφορετικών ταυτοτήτων,<br />
διερεύνηση «ευαίσθητων θεμάτων» όπως ψυχική<br />
υγεία, σεξουαλική συμπεριφορά και προσανατολισμό,<br />
εικόνα του σώματος (43,65). Ακριβώς αυτή η επιλογή<br />
θεμάτων κάνει το διαδίκτυο ιδανικό πεδίο αναζήτησης<br />
«λείας» από άτομα κακών προθέσεων.<br />
Αναμφίβολα επίσης, το διαδίκτυο είναι μία τεράστια<br />
δεξαμενή πληροφοριών, όμως η αξιοπιστία των<br />
πηγών δεν ελέγχεται, και τα παιδιά πρέπει να εκπαιδευτούν<br />
στην αναζήτηση έγκυρων πληροφοριών.<br />
Σύμφωνα με έρευνα του 2002 σε 519 εφήβους, το 90%<br />
χρησιμοποιεί τα chat rooms ως πιο συχνή πηγή πληροφοριών<br />
και μόνο το 14% έγκυρες ιστοσελίδες οργανισμών<br />
Υγείας, με αποτέλεσμα ανταλλαγή λανθασμένων<br />
πληροφοριών (65).<br />
Υπάρχει διεθνώς αναγνώριση, ότι το διαδίκτυο<br />
ενέχει δυνατότητα βλάβης για τους ανηλίκους. Ως κινδύνους<br />
ορίζουμε ακούσιες και εκούσιες εμπειρίες που<br />
προέρχονται από το διαδίκτυο, όπως: πορνογραφία,<br />
βία, μίσος, τρομοκράτηση, οδηγίες για αυτοκαταστροφικές<br />
ή/και επιθετικές πράξεις, παραβίαση προσωπικών<br />
δεδομένων, εμπορική και σεξουαλική εκμετάλλευση.<br />
. Ορισμένοι διαδικτυακοί τόποι παρέχουν σκόπιμα<br />
λανθασμένες πληροφορίες και προωθούν επικίνδυνες<br />
συμπεριφορές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα επικίνδυνων<br />
αποτελούν οι ιστότοποι για την νευρογενή ανορεξία<br />
και βουλιμία «pro-ana» και «pro-mia» αντίστοιχα,<br />
που χαρακτηρίζουν αυτές τις σοβαρές διαταραχές ως<br />
«επιλογή τρόπου ζωής», ενθαρρύνουν την διαταραγμένη<br />
διατροφική συμπεριφορά και συνιστούν στάση<br />
«υπερηφάνειας και υπεροχής» απέναντι στις «ασθενείς<br />
κοινωνικές αξίες»! (63). Υπάρχει επίσης δυνατότητα<br />
επικίνδυνης συμπεριφοράς εκ μέρους του ανηλίκου,<br />
όταν ο ίδιος συμμετέχει στην διακίνηση τέτοιου υλικού<br />
προς άλλους (65). Τέλος, υπάρχουν κίνδυνοι στις επαφές<br />
και συναντήσεις με αγνώστους, με τους οποίους<br />
ο ανήλικος γνωρίστηκε μέσω διαδικτύου.<br />
Το ΕU Kids online network (www.eukidsonline.net)<br />
ανασκόπησε περισσότερες από 500 έρευνες από 21<br />
Ευρωπαικά κράτη, για τις εμπειρίες εφήβων στο διαδίκτυο<br />
(για τα παιδιά υπάρχει πολύ λίγη έρευνα) (67)<br />
Ανάλογα με το κράτος, τα αποτελέσματα ήταν τα<br />
εξής: Το 13-91% των εφήβων παραχώρησαν προσωπικά<br />
δεδομένα. Σε πορνογραφικό υλικό εκτέθηκαν 25-80% .Σε<br />
βία ή μίσος 1 στους 3 εφήβους . Τρομοκράτηση, harassment<br />
stalking 1 στους 5 εφήβους. 1 στους 10 (Γερμανία) έως 1<br />
στους 2 (Πολωνία) έλαβαν ανεπιθύμητα σεξουαλικά μηνύματα.<br />
Ο σοβαρότερος κίνδυνος είναι η συνάντηση με<br />
αγνώστους, που ο ανήλικος γνώρισε online (1 στους 11<br />
έως 1 στους 5 Ευρωπαίους εφήβους) (67). Στην Ιρλανδία<br />
και στη Νορβηγία, αν και οι περισσότεροι ανήλικοι 9-16<br />
ετών χαρακτήρισαν «θετική» ή «αδιάφορη» την εμπειρία<br />
μιας τέτοιας συνάντησης, υπήρξε ένα ανησυχητικό ποσοστό<br />
(36% στην Ιρλανδία, και 11% στη Νορβηγία), που<br />
υπέστησαν σωματική κακοποίηση κατά την συνάντηση.<br />
Επίσης, το 69% των Ιρλανδών ανηλίκων και το 2% των<br />
Νορβηγών υπέστησαν λεκτική κακοποίηση. (66)<br />
Υπάρχουν άλλοι κίνδυνοι (σχετικοί με αξίες, εμπορικοί<br />
κλπ) που δεν έχουν ερευνηθεί επαρκώς<br />
Το 15-20% των εφήβων έχουν αισθανθεί δυσφορία<br />
ή απειλή από το διαδίκτυο. Πολιτιστικοί παράγοντες<br />
παίζουν ρόλο στην αντίληψη του κινδύνου. Περισσότερο<br />
εκτεθιμένοι σε κινδύνους είναι αυτοί που χρησιμοποιούν<br />
περισσότερο και που είναι πιό έμπειροι<br />
στην χρήση του διαδικτύου. Επίσης, πιο εκτεθιμένοι<br />
φαίνεται να είναι οι έφηβοι με χαμηλή αυτοεκτίμηση<br />
και ικανοποίηση από την ζωή τους, που έχουν δυσκολίες<br />
στις κοινωνικές σχέσεις, και κακές σχέσεις με<br />
τους γονείς τους (66).<br />
Ως προς τις αντιδράσεις των ανηλίκων που έρχονται<br />
αντιμέτωποι με κινδύνους στο διαδίκτυο, ένα<br />
μεγάλο ποσοστό δηλώνει ότι δεν δίνει σημασία ή διαγράφει<br />
το επικίνδυνο υλικό. Είναι ανησυχητικό το ότι<br />
πολύ μικρό ποσοστό ενημερώνει κάποιον ενήλικο, και<br />
επίσης, ότι αρκετοί ανήλικοι συμπεριφέρονται ανεύθυνα,<br />
προωθώντας το υλικό σε άλλους.
76<br />
Επίδραση των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής επικοινωνίας και ψυχαγωγίας στα παιδιά και τους εφήβους<br />
Περιεχόμενο<br />
(το παιδί ως<br />
δέκτης)<br />
Επαφή<br />
(το παιδί ως<br />
συμμέτοχος)<br />
Διαγωγή<br />
(το παιδί ως<br />
δράστης)<br />
Εμπορικό Επιθετικό Σεξουαλικό Αξίες<br />
Διαφήμιση,<br />
Μηνύματα spam<br />
Διακίνηση<br />
ανθρώπων,<br />
Παροχή<br />
προσωπικών<br />
πληροφοριών<br />
Τζόγος<br />
Hacking<br />
Παράνομη<br />
διακίνηση υλικού<br />
Βία<br />
μίσος<br />
Τρομοκράτηση,<br />
απειλή<br />
Τρομοκράτηση,<br />
παρενόχληση<br />
(Hasebrink et al, 2008)<br />
Σύμφωνα με πανελλαδική έρευνα, το 53,5% εφήβων<br />
χρηστών του διαδικτύου, δηλώνουν ότι έχουν μέτρια /<br />
καθόλου γνώση της σημασίας της ασφάλειας κατά την<br />
χρήση και μόνο το 28% των γονέων δηλώνουν κάποιου<br />
βαθμού επάρκεια γνώσεων για την ασφάλεια στο διαδίκτυο.<br />
Ένας στους δύο εφήβους έχει ενοχληθεί ή έχει<br />
ενοχλήσει άλλους, και ένας στους τέσσερις έχει συναντηθεί<br />
με άτομο που γνώρισε μέσω διαδικτύου. Το 59%<br />
δηλώνουν ότι έχουν εγκαταλείψει άλλες ασχολίες, το<br />
55% ξεχνάει να φάει, να πιεί νερό, να κοιμηθεί, και το<br />
49% ανακηρύσουν το διαδίκτυο ως την πιο σημαντική<br />
δραστηριότητα της ζωής τους. Πολύ λίγοι το χρησιμοποιούν<br />
ως βοήθημα στα μαθήματα, ή εκμεταλλεύονται<br />
τις δημιουργικές του δυνατότητες.<br />
(68). Η επίσκεψη πορνογραφικών ιστότοπων, εκούσια<br />
ή ακούσια είναι πολύ συχνή (45,70)<br />
Όταν ο χρόνος ενασχόλησης στο διαδίκτυο είναι<br />
πολύ περισσότερος από αυτόν που το παιδί σκόπευε<br />
να αφιερώσει, υπάρχει ο κίνδυνος «εθισμού» (36,69,89).<br />
Η νέα αυτή «διαταραχή» στην οποία ο χρήστης χάνει<br />
τον έλεγχο του χρόνου χρήσης, παρουσιάζει χαρακτηριστικά<br />
που παρατηρούνται τόσο στην εξάρτηση από<br />
ουσίες (ολοένα αυξανόμενο χρόνο χρήσης, συμπτώματα<br />
στέρησης, ψέματα για να αποκρύψει την χρήση),<br />
όσο και στις διαταραχές ελέγχου των παρορμήσεων<br />
(παθολογική χαρτοπαιξία, κλεπτομανία κλπ). Ο «εθισμός<br />
στο διαδίκτυο, δεν αποτελεί ακόμη διαγνωστική<br />
κατηγορία. Έχει όμως σοβαρές επιπτώσεις στις καθημερινές<br />
δραστηριότητες, υποχρεώσεις, στη σχολική<br />
επίδοση και στις κοινωνικές σχέσεις. Περισσότερο ευάλωτα<br />
είναι παιδιά με ψυχοκοινωνικά προβλήματα<br />
(36,71). Πρόσφατη έρευνα σε 900 εφήβους στην Αττική<br />
Πορνογραφία<br />
Ανεπιθύμητο<br />
σεξουαλικό υλικό<br />
Συνάντηση με<br />
αγνώστους,<br />
ερωτοτροπία<br />
Παραπληροφόρηση<br />
Σε θέματα υγείαςκοινωνίας<br />
Χρήση ουσιών<br />
Αυτοκαταστροφικές<br />
πράξεις,<br />
Πειθώς για<br />
μη αποδεκτή<br />
συμπεριφορά<br />
Παροχή<br />
συμβουλών για<br />
αυτοκαταστροφικές/<br />
παράνομες πράξεις<br />
Δημιουργία-<br />
Προώθηση<br />
πορνογραφικού<br />
υλικού<br />
έδειξε εθιστική χρήση στο 1%, και αυξημένο κίνδυνο<br />
για «εθισμό» στα αγόρια, που χρησιμοποιούν το διαδίκτυο<br />
πάνω από 20 ώρες την εβδομάδα, κυρίως για<br />
να παίζουν παιχνίδια (ιδιαίτερα παιχνίδια ρόλων) (71).<br />
Τα παιχνίδια ρόλων, που παίζονται ταυτόχρονα από<br />
πολλούς παίκτες, απασχολούν τον παίχτη περισσότερες<br />
ώρες. Τα παιχνίδια αυτά, δίνουν την δυνατότητα<br />
στον παίχτη να αλληλεπιδρά με άλλους, σε ένα<br />
φανταστικό κόσμο. Η ανωνυμία επιτρέπει σε άτομα με<br />
χαμηλή αυτοεκτίμηση και φτωχές κοινωνικές δεξιότητες<br />
να ζουν μία εικονική ζωή, ως υποκατάστατο των<br />
πραγματικών κοινωνικών σχέσεων (26).<br />
Αν και η χρήση των ηλεκτρονικών μέσων μπορεί<br />
να έχει σαν αποτέλεσμα αύξηση των ευκαιριών για<br />
επικοινωνία καθώς και αύξηση του χρόνου που περνάει<br />
μαζί η οικογένεια, ο χρόνος αυτός δεν είναι πάντα<br />
ποιοτικός(43). Η κοινωνικοποίηση μέσω διαδικτύου<br />
προωθεί επιφανειακές σχέσεις, μειώνει την ποιότητα<br />
της συνομιλίας και μειώνει την πρόσωπο με πρόσωπο<br />
επικοινωνία με φίλους και συγγενείς. Επί πλέον, μπορεί<br />
να δημιουργεί υπάρχουν δυσκολίες στην επικοινωνία<br />
μεταξύ των γενεών, κυρίως με τους παππούδες,<br />
αλλά και με τους γονείς, που δυσκολεύονται να συμμετέχουν<br />
και να ελέγχουν τις online δραστηριότητες<br />
των παιδιών.<br />
ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΟΧΗ<br />
Σε πολλές μελέτες έχει βρεθεί συσχετισμός μεταξύ<br />
χρόνου που καταναλώνεται στην οθόνη και προβλημάτων<br />
προσοχής. Προβλήματα προσoχής έχουν παρατηρηθεί<br />
τόσο με βίαια, όσο και με μη βίαια βιντεοπαιχνίδια.
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 77<br />
Σύμφωνα με προοπτική μελέτη των Johnson και<br />
συν σε 678 οικογένειες, αυξημένη τηλεθέαση στην εφηβεία<br />
σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο δυσκολιών στη<br />
μάθηση και στην προσοχή (ακόμη και όταν ελεγχθούν<br />
προϋπάρχουσες μαθησιακές δυσκολίες, προβλήματα<br />
προσοχής και οικογενειακές παράμετροι) (72)<br />
Προοπτική μελέτη σε 2623 παιδιά ηλικίας μικρότερα<br />
των 3 ετών έδειξε ότι, οι ώρες που το παιδί βλέπει<br />
τηλεόραση στις ηλικίες 1 και 3 ετών, σχετίζονται με<br />
προβλήματα προσοχής στα 7 (98). Άλλη μελέτη, χρησιμοποιώντας<br />
την ίδια βάση δεδομένων, με διαφορετική<br />
μεθοδολογία και μεγαλύτερη ηλικία παιδιών δεν<br />
βρήκε συσχέτιση μεταξύ χρόνου τηλεθέασης στα 5 και<br />
προβλημάτων προσοχής, ένα χρόνο αργότερα (73).<br />
Μελέτη, σε 170 παιδιά 2-5 ετών, βρήκε θετικό συσχετισμό<br />
μεταξύ τηλεθέασης και υπερκινητικότητας είναι<br />
καθοριστική στην διαμόρφωση της λειτουργίας του<br />
εγκεφάλου (73).<br />
Ανασκόπηση πειραματικών μελετών σε παιδιά<br />
προσχολικής ηλικίας έδειξε ότι, η παρακολούθηση κινουμένων<br />
σχεδίων έχει αρνητική επίδραση στις ικανότητες<br />
προσοχής (75).<br />
Παιδιά που βλέπουν πολύ τηλεόραση διαβάζουν<br />
λιγότερο και έχουν χαμηλότερες επιδόσεις και λιγότερο<br />
επιτυχημένη εκπαιδευτική πορεία (59,71). Εξαίρεση<br />
αποτελούν τα παιδιά που παρακολουθούν εκπαιδευτικά<br />
προγράμματα(10,74).<br />
Διαχρονική έρευνα σε1037 εφήβους, από την γέννησή<br />
τους, έως τα 15, προκειμένου να αξιολογηθεί η<br />
επίδραση της παρακολούθηση τηλεόρασης κατά την<br />
παιδική ηλικία, στις ικανότητες προσοχής κατά την<br />
εφηβεία βρήκε ότι, ο μέσος χρόνος παρακολούθησης<br />
τηλεόρασης στην παιδική ηλικία σχετίζεται σημαντικά<br />
με προβλήματα προσοχής στην εφηβεία. Ο συσχετισμός<br />
παρέμεινε σταθερός , ακόμη και μετά τον<br />
έλεγχο για πρώιμα προβλήματα προσοχής, γνωστική<br />
ικανότητα στα 5, φύλο και κοινωνικοοικονομικό επίπεδο<br />
(p
78<br />
Επίδραση των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής επικοινωνίας και ψυχαγωγίας στα παιδιά και τους εφήβους<br />
(καθυστέρηση έναρξης, μείωση του ύπνου βραδέων<br />
κυμάτων, αυξημένη διάρκεια 2ου σταδίου) και αρνητική<br />
επίδραση στην λεκτική μνήμη. Η παρακολούθηση<br />
τηλεόρασης μείωσε την επάρκεια του ύπνου, χωρίς<br />
όμως επίδραση στα στάδια (81).<br />
Συμπεριφορές υψηλού κινδύνου<br />
Kλοπές, διακοπή σχολείου, οδήγηση χωρίς άδεια,<br />
χρήση ουσιών, έχουν παρατηρηθεί σε εφήβους που κάνουν<br />
αυξημένη χρήση ΜΜΕΨ (4). Προοπτική μελέτη σε<br />
δείγμα 6486 εφήβων στις Η.Π.Α. έδειξε ότι, η παρακολούθηση<br />
οπτικών ΜΜΕΨ έχει σημαντική αρνητική επίδραση<br />
στη σχολική επίδοση. Η επίδραση είναι έμμεση,<br />
μέσω αύξησης στην αναζήτηση ερεθισμάτων, στην χρήση<br />
ουσιών και στην προβληματική συμπεριφορά στο<br />
σχολείο, και εξαρτάται από το βαθμό ακαταλληλότητας<br />
των παρακολουθούμενων προγραμμάτων (82).<br />
Προβλήματα διατροφής<br />
Έκθεση στα ΜΜΕΨ σχετίζεται με παχυσαρκία και<br />
διαταραγμένη εικόνα του σώματος, που μπορεί να<br />
οδηγήσει σε διαταραχές διατροφής (63,83).<br />
H αυξημένη παρακολούθηση τηλεόρασης θεωρείται<br />
παράγοντας που συντελεί στην παιδική παχυσαρκία.<br />
(60). Προοπτική μελέτη 3 ετών σε παιδιά 3-4 ετών,<br />
βρήκε θετικό συσχετισμό μεταξύ παρακολούθησης τηλεόρασης<br />
και αυξημένο Δείκτη Σωματικής Μάζας,που<br />
γίνεται ισχυρότερος καθώς το παιδί μεγαλώνει (84).<br />
Σύμφωνα με Κυπριακή μελέτη, κορίτσια που περνούν<br />
> 4 ώρες παρακολουθώντας τηλεόραση και DVD, είναι<br />
3 φορές πιθανότερο να αναπτύξουν παχυσαρκία (85).<br />
Προοπτική μελέτη σε παιδιά από την γέννηση μέχρι<br />
τα 15 βρήκε σημαντική συσχέτιση αυξημένου Δείκτη<br />
Σωματικής Μάζας με τις ώρες τηλεθέασης. Μάλιστα<br />
το μέγεθος επίδρασης ήταν σημαντικότερο από την<br />
πρόσληψη θερμίδων και την σωματική δραστηριότητα<br />
(86). Σύμφωνα με άλλη προοπτική μελέτη, υπερβολική<br />
τηλεθέαση κατά την παιδική ηλικία, σχετίζεται με παχυσαρκία<br />
και προβλήματα στο καρδιαγγειακό σύστημα,<br />
που μάλιστα παραμένουν στην ενήλικη ζωή ακόμα<br />
και αν μειωθεί η χρήση τηλεόρασης (87).<br />
Tα πρότυπα σωματικής διάπλασης που προβάλλουν<br />
τα ΜΜΕΨ, επηρεάζουν τους νέους. Μέσα στην<br />
τελευταία 30ετία τα γυναικεία πρότυπα γίνονται όλο<br />
και πιο αδύνατα, γεγονός που ωθεί ευάλωτες έφηβες<br />
να αναπτύξουν διαταραγμένη εικόνα σώματος και<br />
χαρακτηριστικά νευρογενούς ανορεξίας.<br />
Oι γονείς πρέπει να ενθαρρύνουν την υγιεινή διατροφή,<br />
την άσκηση και δραστηριότητες που αναπτύσσουν<br />
τις ικανότητες και την αυτοπεποίθηση.<br />
Σωματικά προβλήματα<br />
Η χρήση βιντεοπαιγνιδιών έχει συσχετιστεί με προβλήματα<br />
της οράσεως, όπως παροδικές διαταραχές<br />
της σύγκλισης και αύξηση της μυωπίας (88). Έχουν<br />
αναφερθεί επίσης ανεξήγητα συμπτώματα, όπως πονοκέφαλοι,<br />
πόνοι στον θώρακα και στην κοιλιά και<br />
εξάντληση, τα οποία υποχώρησαν μετά από διακοπή<br />
της ενασχόλησης με ηλεκτρονικά παιγνίδια (28, 88).<br />
Eκτοπισμός δραστηριοτήτων<br />
Πρόσφατη επιδημιολογική έρευνα έδειξε ότι23- 25%<br />
των εφήβων θυσιάζουν χρόνο μελέτης/εργασίας, για<br />
να παίξουν ηλεκτρονικά - διαδικτυακά παιγνίδια (25).<br />
Η κατανάλωση σημαντικού χρόνου στα ηλεκτρονικά<br />
μέσα, έχει σαν αποτέλεσμα τον εκτοπισμό άλλων<br />
δραστηριοτήτων, όπως αθλητισμό, διάβασμα, καλλιτεχνικές<br />
και πολιτιστικές δραστηριότητες, εθελοντισμό<br />
και συμμετοχή στην ζωή της κοινότητας. Οι δραστηριότητες<br />
αυτές μπορούν να ασκήσουν προστατευτικό<br />
ρόλο στην εμφάνιση ανεπιθύμητων συμπεριφορών και<br />
συνεισφέρουν στην καλή φυσική κατάσταση και στην<br />
ανάπτυξη υγιούς κοινωνικότητας.<br />
ΜΕ ΠΟΙΟΥΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥΣ ΕΠΙΔΡΟΥΝ ΤΑ ΜΜΕΨ;<br />
1. Σύμφωνα με την κοινωνική γνωσιακή θεωρία<br />
που διατύπωσε ο Bandura, οι άνθρωποι μαθαίνουν<br />
συμπεριφορές ακούγοντας ή διαβάζοντας οδηγίες,<br />
επαναλαμβάνοντας και εξασκώντας πρακτικές και<br />
διδασκόμενοι από τις συνέπειες των πράξεών τους.<br />
Μαθαίνουν επίσης, παρατηρώντας τους άλλους. Η<br />
μάθηση μέσω παρατήρησης είναι ιδιαίτερα σημαντική<br />
κατά την παιδική ηλικία και μπορεί να γίνεται είτε<br />
άμεσα, βλέποντας ένα πρόσωπο να εκτελεί μία πράξη<br />
στην πραγματικότητα, είτε υποκατάστατα, βλέποντας<br />
μία πράξη να εκτελείται εικονικά. Πιο αποτελεσματική<br />
είναι η μάθηση διά της παρατήρησης, όταν βλέπει<br />
κάποιος τόσο ένα μοντέλο συμπεριφοράς, όσο και τις<br />
συνέπειές του.<br />
Η μάθηση μέσω παρατήρησης είναι εξαιρετικά<br />
ισχυρή, μπορεί να καταργεί εκμαθημένες συμπεριφορές<br />
και γι αυτό χρησιμοποιείται στην θεραπεία των<br />
φοβικών καταστάσεων.<br />
Εάν ένα παιδί δει μία συμπεριφορά να εκτελείται<br />
στην τηλεόραση από συνομηλίκους ή πρόσωπα<br />
που θαυμάζει, εύκολα την υιοθετεί ακόμη κι αν έχει
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 79<br />
μάθει από τους γονείς ότι η συμπεριφορά δεν είναι<br />
αποδεκτή. Επί πλέον, εάν δει ότι οι συνέπειες μίας<br />
μη αποδεκτής πράξης είναι ευχάριστες, ή δεν υπάρχουν<br />
αρνητικές συνέπειες, ενθαρρύνεται να μιμηθεί<br />
την πράξη αυτή.<br />
Οι επιδράσεις μπορεί να δρουν συσσωρευτικά, δηλαδή<br />
η επαναλαμβανόμενη έκθεση πολλαπλασιάζει το<br />
αποτέλεσμα.<br />
2. Σύμφωνα με το Γενικό Μοντέλο Μάθησης (General<br />
Learning Model), κάθε εμπειρία μάθησης έχει γνωστικές,<br />
συναισθηματικές και σωματικές επιδράσεις. Χαρακτηριστικά<br />
του ατόμου και της κατάστασης αλληλεπιδρούν<br />
κατά την διαδικασία της μάθησης(31). Η διαδικασία<br />
αυτή διαμορφώνεται από την εσωτερική κατάσταση<br />
(σωματική διέγερση, συναισθήματα, σκέψεις)<br />
του ατόμου την δεδομένη στιγμή. Η μάθηση μπορεί να<br />
αφορά σε πληροφορίες, συμπεριφορές, αντιλήψεις,<br />
στάσεις, πεποιθήσεις, συναισθηματικές αντιδράσεις.<br />
Οι επιθετικές σκέψεις (επιθετικές πεποιθήσεις,<br />
στάσεις, αντιληπτικά σχήματα, προσδοκίες, σενάρια<br />
συμπεριφοράς) είναι η πιο σημαντική παράμετρος<br />
στην διαμόρφωση επιθετικών συμπεριφορών μακροπρόθεσμα<br />
(34).<br />
3. Υπόθεση του «σούπερ» συνομήλικου: Οι έφηβοι<br />
είναι ευάλωτοι στην πίεση της ομάδας συνομηλίκων,<br />
δηλαδή στο να μοιάζουν και να κάνουν ότι και<br />
οι άλλοι έφηβοι της ηλικίας τους. Με τον ίδιο τρόπο,<br />
αισθάνονται υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν συμπεριφορές<br />
και ιδεολογίες που προβάλλουν τα μέσα σαν<br />
πρότυπο, σαν κάτι που «το πιστεύουν και το κάνουν<br />
όλοι οι άλλοι»<br />
4.Τα παιδιά και οι έφηβοι (αλλά και κάποιοι ενήλικες)<br />
τείνουν να πιστεύουν ότι ο κόσμος που προβάλλεται<br />
στα Μέσα, είναι «ο αληθινός κόσμος», και ότι<br />
όσα ακούν και βλέπουν είναι πιστή απεικόνιση του<br />
πως συμπεριφέρονται οι ενήλικες στην πραγματική,<br />
καθημερινή ζωή Σχηματίζουν επομένως την γνώμη, ότι<br />
το φυσιολογικό είναι να συμπεριφέρονται οι ενήλικες<br />
βίαια, απάνθρωπα, με διαρκείς σεξουαλικές διαθέσεις,<br />
χωρίς ηθικές αναστολές, χωρίς αίσθημα δικαίου, και<br />
όλα αυτά διανθισμένα με άφθονη χρήση βλαπτικών<br />
και απαγορευμένων ουσιών !<br />
5. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μία αυτόματη<br />
συναισθηματική απάντηση αποστροφής, σε σκηνές<br />
βίας, που εκφράζεται με αλλαγές σε σωματικές παραμέτρους<br />
(καρδιακός ρυθμός, αγωγιμότητα δέρματος,<br />
πίεση κλπ). Η αντίδραση αποστροφής βοηθά στην<br />
αναστολή επιθετικών συμπεριφορών.<br />
Απευαισθητοποίηση ονομάζεται το φαινόμενο<br />
όπου, επαναλαμβανόμενη έκθεση στην βία έχει<br />
ως αποτέλεσμα μειωμένη αντίδραση και ανησυχία γι’<br />
αυτήν. Πρόκειται για ασυνείδητη διαδικασία και χαρακτηρίζεται<br />
από μείωση ή εξάλειψη των γνωστικών,<br />
συναισθηματικών, σωματικών και τελικά των συμπεριφερικών<br />
αντιδράσεων στην παρουσία ενός ερεθίσματος<br />
που περιέχει βία. Η χρήση βίαιων ΜΜΕΨ,<br />
συνδέεται με απευαισθητοποίηση στην βία της πραγματικής<br />
ζωής (32,40,92,93).<br />
Σε πειραματική έρευνα, παιδιά 11 ετών παρακολούθησαν<br />
για 15΄ είτε ένα δράμα που περιείχε έγκλημα,<br />
είτε έναν αγώνα μπάσκετ. Κατόπιν τους ανατέθηκε η<br />
εποπτεία δύο μικρότερων παιδιών, που άρχισαν να<br />
μαλώνουν. Τα παιδιά που είδαν το δράμα ήταν 5 φορές<br />
λιγότερο πιθανόν να προσφέρουν βοήθεια (11).<br />
Σε άλλη έρευνα, παιδιά 12 ετών που κατανάλωναν<br />
πολύ χρόνο σε βίαια παιγνίδια, είχαν μειωμένη ευαισθησία<br />
σε σήματα που φυσιολογικά ενεργοποιούν<br />
διαδικασίες ηθικής αξιολόγησης και προσφορά βοήθειας<br />
(40).<br />
Η μείωση της συμπάθειας και βοήθειας, επιτείνεται<br />
σε μακροχρόνια έκθεση.<br />
Η απευαισθητοποίηση έχει ως συνέπεια την αύξηση<br />
της ανοχής της βίας στον πραγματικό κόσμο,<br />
καθώς και την αύξηση της απάθειας, της αδιαφορίας<br />
για τα συναισθήματα και την κατάσταση των άλλων.<br />
6. Τα βιντεοπαιχνίδια, απαιτούν υπερεπαγρύπνηση<br />
για γρήγορο εντοπισμό πιθανής απειλής, καθώς<br />
και άμεση αντίδραση στην απειλή / στόχο. Η διαδικασία<br />
αυτή, μέσω της επανάληψης, μπορεί να οδηγήσει<br />
σε αυτοματοποιημένους τρόπους αντίληψης και σενάρια<br />
συμπεριφοράς. Σε συνδυασμό με την απευαισθητοποίηση,<br />
μειώνει την ικανότητα αναστολής και<br />
ελέγχου των επιθετικών απαντήσεων. Πχ, ένα τυχαίο<br />
σπρώξιμο στο παιγνίδι μπορεί να εκληφθεί ως σκόπιμο,<br />
και το παιδί να αντιδράσει με δυσανάλογη επιθετικότητα.<br />
7. Μετά από παρακολούθηση βίας, συναισθήματα<br />
θυμού που προκαλούνται από κάποιο άλλο γεγονός,<br />
βιώνονται πολύ πιο έντονα, επειδή μέρος της διέγερσης-<br />
φόρτισης από την παρακολούθηση βίας αποδίδεται<br />
λανθασμένα στο άλλο γεγονός. Το φαινόμενο<br />
αυτό ονομάζεται μετατόπιση της διέγερσης. (34)<br />
8. Οι έφηβοι (αλλά και οι ενήλικες σε μικρότερο<br />
βαθμό) έχουν την πεποίθηση ότι τα ΜΜΕΨ επηρεάζουν<br />
τους άλλους, όχι όμως και τον εαυτό τους. Το<br />
φαινόμενο αυτό έχει ονομαστεί «επίδραση στο τρίτο<br />
πρόσωπο» (third-person effect). Αυτό σημαίνει ότι, ενώ<br />
αναγνωρίζουν την δύναμη που έχουν τα μέσα να επη-
80<br />
Επίδραση των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής επικοινωνίας και ψυχαγωγίας στα παιδιά και τους εφήβους<br />
ρεάζουν άτομα της ηλικίας τους, δεν αισθάνονται ότι<br />
οι ίδιοι κινδυνεύουν, ώστε να προσέχουν και να αντιμετωπίζουν<br />
με κριτική διάθεση όσα βλέπουν.<br />
9. Στην εφηβεία η νευρολογική ωρίμανση δεν έχει<br />
ολοκληρωθεί. Ο προμετωπιαίος λοβός του εγκεφάλου,<br />
που σχετίζεται με την κριτική ικανότητα, την αξιολόγηση<br />
των συναισθημάτων, την κατανόηση των συναισθημάτων<br />
των άλλων και την κοινωνική συμπεριφορά,<br />
ωριμάζει τελευταίος.<br />
Απεικονιστικές μελέτες παρέχουν ενδείξεις, ότι ο<br />
προμετωπιαίος φλοιός απενεργοποιείται κατά την<br />
διάρκεια του βιντεοπαιχνιδιού, με αποτέλεσμα να<br />
επηρεάζονται οι γνωστικές λειτουργίες και η κατάλληλη<br />
κοινωνική συμπεριφορά (27). Διαφορετικές περιοχές<br />
του εγκεφάλου των παιδιών ενεργοποιούνται κατά<br />
την παρακολούθηση βίαιων και μη βίαιων σκηνών (91).<br />
Έκθεση σε βίαια βιντεοπαιχνίδια , σύμφωνα με μελέτες<br />
fMRI , προκαλεί μείωση της δραστηριότητας σε περιοχές<br />
της έλικας του προσαγωγίου, που σχετίζονται<br />
με καταστολή της συναισθηματικής πληροφορίας.(91)<br />
Άτομα με ιστορικό υψηλής έκθεσης σε βίαια βιντεοπαιχνίδια,<br />
έχουν μειωμένο εύρος στο Ρ300 συστατικό<br />
των προκλητών δυναμικών (ERP), όταν τους παρουσιάζονται<br />
εικόνες βίας (Το Ρ300, σχετίζεται θετικά με<br />
την ενεργοποίηση του συστήματος αποστροφής). Παράλληλα,<br />
αυτή η μειωμένη εγκεφαλική δραστηριότητα,<br />
σχετίζεται με αυξημένη επιθετική συμπεριφορά, σε μία<br />
επόμενη δοκιμασία (93).<br />
ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ;<br />
Αν και η Ιατρική κοινότητα αναγνωρίζει τις αρνητικές<br />
επιπτώσεις της εικονικής βίας, οι παραγωγοί<br />
των θεαμάτων, οι γονείς, η κοινή γνώμη και η Πολιτεία,<br />
διστάζουν να αποδεχθούν το πρόβλημα και να δράσουν<br />
αναλόγως (12,32,94).<br />
Παρά το ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ερευνών<br />
αποδεικνύει και οι περισσότερες επιστημονικές<br />
οργανώσεις δηλώνουν ότι η βία προκαλεί βία, η βιομηχανία<br />
του θεάματος αρνείται τα ευρήματα, ή τα<br />
θεωρεί αμελητέα (105).<br />
Είναι όμως πράγματι μικρού μεγέθους οι επιδράσεις<br />
των ΜΜΕΨ;<br />
Πολλές ανασκοπήσεις καταλήγουν στο συμπέρασμα<br />
ότι η βία στα ΜΜΕΨ αποτελεί σημαντικό κίνδυνο<br />
για την Δημόσια Υγεία. (4,5,9,19,31,35,95,96,)<br />
Αξιόπιστες μεθοδολογικά έρευνες, δείχνουν σημαντική<br />
συσχέτιση (effect-size r= 0,26) μεταξύ βίας στην<br />
οθόνη και επιθετικότητας στην πραγματική ζωή, που<br />
μάλιστα είναι μεγαλύτερη από την συσχέτιση παθητικού<br />
καπνίσματος – καρκίνου πνεύμονα, πρόσληψης<br />
ασβεστίου – οστικής μάζας, μαστογραφίας – πρόληψης<br />
καρκίνου μαστού, και χρήσης προφυλακτικών<br />
– μειωμένου κινδύνου AIDS (103).<br />
Ωρισμένες μετααναλύσεις υποστηρίζουν ότι η επίδραση<br />
της βίας στα ΜΜΕΨ στην επιθετική συμπεριφορά<br />
είναι μικρότερη (effect size r=0,14) και δεν παρουσιάζει<br />
τεκμηριωμένα σημαντικούς κινδύνους για την<br />
Δημόσια Υγεία (97,99). Θα πρέπει όμως να επισημανθούν<br />
τα εξής:<br />
1. Μεταανάλυση του 2009 (97) αφορά σε άρθρα<br />
που δημοσιεύτηκαν μετά το 1998. Όμως η τεκμηρίωση<br />
της αιτιώδους σχέσης βασίζεται σε μακροχρόνιες<br />
προοπτικές μελέτες που έγιναν πριν από το1998 οι<br />
δε μετέπειτα έρευνες εστιάζουν κυρίως σε διερεύνηση<br />
επί μέρους παραμέτρων (33, 54). Οι συγγραφείς<br />
αποκλείουν προηγούμενες έρευνες διότι, «πιθανώς<br />
παλαιότερες έρευνες ήταν λιγότερο αξιόπιστες» και<br />
«ίσως μολύνουν πιο σύγχρονες και αξιόπιστες έρευνες».<br />
Αλλά, σύμφωνα με τους Anderson και Bushman,<br />
μεθοδολογικά ασθενέστερες μελέτες δείχνουν μικρότερα<br />
μεγέθη επίδρασης από ότι μεθοδολογικά ισχυρές<br />
μελέτες, άρα μετααναλύσεις που συμπεριλαμβάνουν<br />
«λιγότερο αξιόπιστες μελέτες» υποεκτιμούν αντί να<br />
μεγεθύνουν το πρόβλημα.<br />
2. Η πιθανή βλάβη που απορρέει από έναν παράγοντα<br />
κινδύνου, προκύπτει τόσο από το μέγεθος<br />
της επίδρασης, όσο και από τον χρόνο έκθεσης . Αυτό<br />
σημαίνει, ότι ακόμα κι αν η επίδραση της εικονικής<br />
βίας ήταν μικρότερη, ο χρόνος έκθεσης είναι ιδιαίτερα<br />
μεγάλος (περίπου όσο η ημερήσια σχολική παρακολούθηση),<br />
ώστε να υπάρχει δικαιολογημένη ανησυχία.<br />
3. Ο πληθυσμός που εξετάστηκε περιλαμβάνει ανηλίκους<br />
(59%) όσο και ενηλίκους (41%). Στους ανηλίκους<br />
η επίδραση είναι μεγαλύτερη από ότι στους ενηλίκους.<br />
Η αντιπαράθεση εστιάζει επίσης στην μεθοδολογία,<br />
στα κριτήρια επιλογής ερευνών στις μετααναλύσεις,<br />
στον τρόπο αξιολόγησης της επιθετικότητας<br />
και στην μέθοδο της στατιστικής επεξεργασίας (99,102).<br />
Ασκείται κριτική στις πειραματικές εργαστηριακές μελέτες<br />
διότι, αν και είναι αξιόπιστες, τα συμπεράσματά<br />
τους δεν είναι γενικεύσιμα σε πραγματικές συνθήκες.<br />
Από την άλλη, στις μελέτες σε φυσικό περιβάλλον,<br />
δεν ελέγχονται οι συγχυτικές παράμετροι και οι μελέτες<br />
αυτές δεν προσφέρονται για κατανόηση σχέσεων<br />
αιτίου – αποτελέσματος. Τα ζητήματα αυτά πάντως<br />
αφορούν σε όλη την έρευνα της ψυχολογίας της συμπεριφοράς.<br />
Έχει εκφραστεί η άποψη ότι, η κοινωνία δεν πρέ-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 81<br />
πει να περιορίζει με «υπερπροστατευτικό τρόπο» την<br />
αυτονομία, τις ελευθερίες και τον ιδιωτικό χώρο των<br />
παιδιών (100). Η βιομηχανία του θεάματος ισχυρίζεται<br />
ότι, απλώς αντικατοπτρίζει την βία που υπάρχει στην<br />
κοινωνία, όπως κάθε μορφή τέχνης (103). Όμως, το 50%<br />
των εγκλημάτων που αναπαριστώνται στην τηλεόραση<br />
είναι φόνοι, σε σύγκριση με το 0,2% , που αναφέρεται<br />
από το FBI. Ο κριτικός κινηματογράφου M Medved,<br />
σχολιάζει: « 7 από τους 150 χαρακτήρες που εμφανίζονται<br />
κάθε βράδυ στην τηλεόραση, σκοτώνονται. Εάν<br />
αυτό αντικατόπτριζε την πραγματικότητα, σε 50 ημέρες<br />
θα είχε σκοτωθεί όλος ο πληθυσμός των ΗΠΑ! »<br />
H θεωρία της «κάθαρσης» (Feshbach 1955) υποστηρίζει<br />
ότι, η παρακολούθηση βίας μπορεί να επηρεάσει<br />
θετικά την συμπεριφορά, «χρησιμεύοντας σαν<br />
βαλβίδα εκτόνωσης για επιθετικές παρορμήσεις, που<br />
διαφορετικά θα συμπιέζονταν και κάποτε θα εκρήγνυντο».<br />
Ο A Brill, που εισήγαγε τις ψυχαναλυτικές<br />
τεχνικές στις ΗΠΑ, συνιστούσε στους ασθενείς του<br />
να παρακολουθούν έναν αγώνα μπόξ κάθε μήνα, και<br />
ο Mackenzie συνιστά την παρακολούθηση βίας στην<br />
τηλεόραση από τα παιδιά. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε<br />
με απόψεις που στην ουσία προτείνουν<br />
εξοικείωση και απευαισθητοποίηση προς περιεχόμενο<br />
που τρομάζει ή σοκάρει ( πχ, «τα παιδιά μπορούν<br />
να επιλέγουν υλικό που είναι λίγο πιο έντονο από<br />
αυτό που αντέχουν, και θα διαπιστώσουν ότι οι συναισθηματικές<br />
τους αντιδράσεις δεν διαρκούν πολύ» !)<br />
(66) Επί πλέον, η «θετική» επίδραση της βίας μέσω της<br />
«κάθαρσης», δεν επιβεβαιώνεται από την έρευνα.<br />
Τα ΜΜΨΕ δεν ενημερώνουν σωστά το κοινό για<br />
τα προβλήματα που θεωρούνται ότι προκαλούν (103)<br />
Επίσης η εκτίμηση της καταλληλότητας των θεαμάτων<br />
ανά ηλικία, γίνεται από τον παραγωγό και δεν είναι<br />
αξιόπιστη (104).<br />
Η έρευνα στην Ελλάδα, καλείται να απαντήσει, μεταξύ<br />
άλλων:<br />
1. Ποιος ο ρόλος των ΜΜΕΨ στη ζωή των νέων; Με<br />
τι τρόπο τα χρησιμοποιούν;<br />
2.Ποιες ατομικές παράμετροι υγείας επηρεάζονται<br />
από την χρήση ΜΜΕΨ;<br />
3. Πώς επηρεάζεται η εξέλιξη και η γνωστική ανάπτυξη;<br />
4. Ποια η σημασία και οι συνέπειες για την φύση<br />
της παιδικής ηλικίας, τις οικογενειακές και διαπροσωπικές<br />
σχέσεις, τις κοινωνικές αξίες;<br />
5. Τι δυνατότητες παρέχονται για δημιουργικότητα,<br />
μάθηση, και άλλες θετικές χρήσεις των οπτικοακουστικών<br />
τεχνολογιών;<br />
ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ;<br />
Α) Επιμόρφωση<br />
Οι βλαπτικές επιδράσεις των ΜΜΕΨ ανέδειξαν<br />
την ανάγκη μόρφωσης του κοινού, ώστε να καταλάβει<br />
και να περιορίσει την ακατάλληλη χρήση και να κάνει<br />
λογική και εποικοδομητική κατανάλωση των ΜΜΕΨ<br />
(60,100).<br />
Η μόρφωση για τα ΜΜΕΨ, βοηθά στην ανάλυση,<br />
επεξεργασία και κατανόηση του περιεχομένου τους.<br />
Στηρίζεται στις εξής αρχές:<br />
1. Τα ΜΜΕΨ έχουν οικονομικές διασυνδέσεις και<br />
συμφέροντα και συχνά αποτελούν ισχυρά μονοπώλια<br />
2. Τα ΜΜΕΨ εκπέμπουν ιδεολογικά μηνύματα και<br />
αξίες<br />
3 Όλα τα μηνύματα των ΜΜΕΨ, είναι κατασκευασμένα<br />
και δεν αντανακλούν απαραίτητα την πραγματικότητα.<br />
4.Τα μηνύματα των ΜΜΕΨ διαμορφώνουν την αντίληψη<br />
μας για την πραγματικότητα και τον τρόπο που<br />
κατανοούμε τον κόσμο.<br />
5. Χρησιμοποιούν ποικιλία τεχνικών, επηρεάζουν<br />
περισσότερο όταν στοχεύουν στο συναίσθημα, και είναι<br />
σε θέση να κάνουν τους ανθρώπους περισσότερο<br />
να αντιδρούν, παρά να σκέπτονται.<br />
6. Διαφορετικοί άνθρωποι αντιδρούν στα μηνύματα<br />
των ΜΜΕΨ με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με την<br />
ηλικία, μόρφωση, ιδιοσυγκρασία κλπ. , καθώς και την<br />
επίγνωση και εφαρμογή των ανωτέρω αναφερόμενων<br />
αρχών.<br />
Ένα «μορφωμένο» άτομο είναι σε θέση να περιορίσει<br />
τον χρόνο, να αναπτύξει ικανότητες κρίσης και<br />
επιλογής και να κατανοεί τις πολιτικές, κοινωνικές και<br />
συναισθηματικές προεκτάσεις των ΜΜΕΨ.<br />
Πολλές χώρες έχουν εντάξει προγράμματα επιμόρφωσης<br />
στην σχολική εκπαίδευση, ως τρόπο αντιμετώπισης<br />
των βλαπτικών μηνυμάτων που προσλαμβάνουν<br />
οι νέοι από τα ΜΜΕΨ. Έχουν επίσης ιδρυθεί<br />
ειδικοί οργανισμοί (www.acmecoalition.org, www.<br />
amlainfo.org,).<br />
Β) Ρόλος των γονέων<br />
Οι γονείς, συχνά δεν γνωρίζουν τον χρόνο που<br />
περνά το παιδί στην χρήση ΜΜΕΨ (αναφέρουν πολύ<br />
λιγότερο χρόνο απ’ ότι αναφέρει το παιδί), ούτε το<br />
είδος του υλικού που παρακολουθεί όταν είναι μόνο<br />
του (5.) Επίσης βάζουν χαμηλά στην λίστα των προτε-
82<br />
Επίδραση των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής επικοινωνίας και ψυχαγωγίας στα παιδιά και τους εφήβους<br />
ραιοτήτων τους την ανάγκη για έλεγχο, διαπραγμάτευση<br />
και συζήτηση για την χρήση των ΜΜΕΨ. Σε έρευνα<br />
το 2005, μόνο το 23% των γονέων έθεσε κανόνες<br />
στην χρήση του Η/Υ, 16% στο είδος μουσικής, 13% στα<br />
προγράμματα της τηλεόρασης, το12% στα βιντεοπαιγνίδια.<br />
Μόνο 25% χρησιμοποίησαν τεχνολογίες γονεικού<br />
ελέγχου στον Η/Υ και 6% στην τηλεόραση (20).<br />
Η εύκολη πρόσβαση στα μέσα, αυξάνει την χρήση<br />
(9). Παιδιά με τηλεόραση στο υπνοδωμάτιο, βλέπουν 1<br />
½ ώρα την ημέρα περισσότερο. Αυξημένη χρήση γίνεται<br />
και όταν υπάρχει κονσόλα για βιντεοπαιχνίδια ή<br />
υπολογιστής στο υπνοδωμάτιο.<br />
Συνιστάται στους γονείς:<br />
1. Να διδάσκουν στο παιδί προσεκτική επιλογή<br />
προγραμμάτων.<br />
2. Να παρακολουθούν τα προγράμματα με το παιδί<br />
και να συζητούν μαζί του το περιεχόμενο.<br />
3. Να διδάξουν στα παιδιά πως να κρίνουν και να<br />
αξιολογούν τα προγράμματα.<br />
4. Να μειώσουν τον χρόνο που αφιερώνεται από<br />
το παιδί στην χρήση ΜΜΕΨ συνολικά, σε όχι περισσότερο<br />
από 1-2 ώρες ημερησίως.<br />
5. Να χρησιμοποιούν τεχνολογίες γονεικού ελέγχου.<br />
6. Να αποτελούν οι ίδιοι πρότυπα καλής χρήσης<br />
των ΜΜΕΨ με το να περιορίσουν τον χρόνο που καταναλώνουν<br />
σε αυτά και να είναι επιλεκτικοί στο περιεχόμενο.<br />
7. Να αφιερώνουν χρόνο στα παιδιά και να μην<br />
χρησιμοποιούν την τηλεόραση σαν «μπειμπυσίτερ».<br />
8. Να ενθαρρύνουν εναλλακτικές δραστηριότητες.<br />
9. Να ενθαρρύνονται οι εκπαιδευτικές και δημιουργικές<br />
δυνατότητες των Μέσων.<br />
10. Δεν επιτρέπεται η παρουσία ηλεκτρονικών μέσων<br />
(τηλεόραση, υπολογιστής, βιντεοπαιχνίδια) στα<br />
δωμάτια των παιδιών.<br />
11. Δεν επιτρέπεται σε παιδιά μικρότερα των δύο<br />
ετών να παρακολουθούν τηλεόραση<br />
12. Όταν αντιλαμβάνονται προβολή ακατάλληλων<br />
μηνυμάτων, να διαμαρτύρονται προς τους αρμόδιους<br />
φορείς.<br />
Ως προς το διαδίκτυο:<br />
1 Να χρησιμοποιούν φραγμούς και να εποπτεύουν<br />
την χρήση του διαδικτύου<br />
2 Να διδάξουν στα παιδιά ότι οι άνθρωποι που<br />
γνωρίζουν μέσω διαδικτύου, δεν είναι πάντα αυτό<br />
που παρουσιάζονται ότι είναι.<br />
3. Να διδάξουν τα παιδιά να προβληματίζονται<br />
για την πηγή και τα κίνητρα των πληροφοριών – μηνυμάτων<br />
του διαδικτύου, και να απαντούν στις εξής<br />
ερωτήσεις: Ποιος είναι η πηγή του μηνύματος; Τι κάνει<br />
για να ελκύσει την προσοχή μου; Ποιες απόψεις<br />
υποστηρίζει, επιτίθεται ή παραλείπει το μήνυμα; Ποια<br />
είναι τα κίνητρα του αποστολέα; Πώς με επηρεάζει;<br />
Πως θα αντιλαμβανόταν και πως θα αντιδρούσε στο<br />
μήνυμα κάποιος άλλος;<br />
Όταν οι γονείς θέτουν κανόνες (και τους τηρούν),<br />
υπάρχουν αποτελέσματα. Παιδιά που οριοθετούνται<br />
στην χρήση ΜΜΨΕ, τα χρησιμοποιούν 2 ώρες λιγότερο,<br />
από ότι παιδιά χωρίς οριοθέτηση.<br />
Γ) Ρόλος των ειδικών υγείας<br />
Οι Ψυχίατροι, Παιδίατροι και άλλοι ειδικοί, μπορούν<br />
να ενσωματώσουν στην εξέταση παιδιών και<br />
εφήβων, δύο πολύ σύντομες ερωτήσεις:<br />
1) Πόση ώρα καταναλώνεις συνολικά στην χρήση<br />
ηλεκτρονικών Μέσων καθημερινά;<br />
2) Υπάρχει τηλεόραση, ή υπολογιστής στο υπνοδωμάτιο;<br />
Με τον τρόπο αυτό, αποκτούνται πληροφορίες για<br />
ζητήματα υγείας, αλλά και υπογραμμίζονται οι συνέπειες<br />
της κακής χρήσης των ΜΜΕΨ. Μετά από σύντομη<br />
παρέμβαση τέτοιου τύπου σε παιδιατρική παρακολούθηση<br />
ρουτίνας, ο χρόνος χρήσης ΜΜΨΕ μετά 6<br />
μήνες, ήταν πολύ μειωμένος(106).<br />
- Η Ιατρική κοινότητα θα πρέπει να συμπεριλάβει<br />
ζητήματα σχετικά με τα ΜΜΕΨ, σε συζητήσεις για την<br />
υγεία των ανηλίκων, στην έρευνα και στην ιατρική<br />
εκπαίδευση.<br />
- Ενημέρωση γονέων, δασκάλων και της κοινότητας<br />
για τις επιδράσεις των ΜΜΕΨ<br />
- Θα ήταν ίσως σκόπιμο να δημιουργηθεί από τον<br />
Πανελλήνιο Ιατρικό Σύλλογο μία επιτροπή, για τις επιπτώσεις<br />
στην Δημόσια Υγεία, που θα μπορούσε να<br />
ενημερώνει και να συντονίζει συναρμόδιους φορείς.<br />
Δ) Η βιομηχανία του θεάματος, οφείλει να αναλάβει<br />
την ευθύνη για τον αντίκτυπο των προιόντων της<br />
στην Δημόσια Υγεία.<br />
Eπίσης, μπορεί να δημιουργεί προιόντα που ενισχύουν<br />
επιθυμητές συμπεριφορές, πχ, επίλυση συγκρούσεων<br />
χωρίς βία, κοινωνικές και άλλες δεξιότητες,<br />
συμπεριφορά αλληλοβοήθειας, αγωγή υγείας, σεξουαλικότητα<br />
στα πλαίσια μιας σχέσης με δέσμευση,<br />
αγάπη και υπευθυνότητα.<br />
Ε) Η Πολιτεία χρειάζεται να ρυθμίζει νομοθετικά<br />
την χρήση των ΜΜΕΨ, βασιζόμενη στα επιστημονικά<br />
δεδομένα.
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 83<br />
ΣΥΖΗΤΗΣΗ<br />
Η σύγχρονη κοινωνία απαιτεί συστηματικό έλεγχο<br />
των προιόντων διατροφής των παιδιών, αλλά «κλείνει<br />
τα μάτια» στην ποιότητα της«πνευματικής τροφής»<br />
που καταναλώνουν.<br />
Οι γονείς ελέγχουν τον χρόνο των παιδιών εκτός<br />
σπιτιού, ανησυχούν για τις συναναστροφές των παιδιών<br />
τους και φροντίζουν να γνωρίζουν τους φίλους<br />
τους και τις οικογένειές τους, αναζητούν μορφωμένους,<br />
αξιόπιστους και ηθικούς δασκάλους. Όμως, δεν<br />
φαίνεται να συνειδητοποιούν ότι τα ΜΜΕΨ έχουν γίνει<br />
ο «κολλητός» φίλος και ο εκπαιδευτής των παιδιών<br />
τους , που μπορεί με ευκολία να διδάσκει συμπεριφορές<br />
και αξίες διαφορετικές από αυτές της οικογένειας.<br />
Τα ασφαλή όρια της οικογένειας, της γειτονιάς και της<br />
κοινότητας γίνονται διαπερατά και η προστασία των<br />
παιδιών πιο δύσκολη.<br />
Ουσιαστικά, η επιστημονική αντιπαράθεση για το<br />
αν η βία στα ΜΜΕΨ έχει συνέπειες, έχει λήξει. Η επίδραση<br />
της εικονικής βίας στους ανήλικους είναι αρκετά<br />
μεγάλη, ώστε να αποτελεί ένα κοινωνικό πρόβλημα<br />
Δημόσιας Υγείας. (5,33) Από το 1991 και μετά, η έρευνα<br />
επικεντρώνεται στο πως πόσο και γιατί.<br />
Ασφαλώς, η βία στα Μέσα, δεν είναι η μόνη αιτία<br />
βίας στην κοινωνία. Όμως, οποιοσδήποτε παράγοντας<br />
προκαλεί έστω και μικρή αύξηση στην βία δεν<br />
πρέπει να υποτιμάται.<br />
Χρειάζεται να ερευνηθεί περισσότερο η επίδραση<br />
των ΜΜΕΨ σε διαφόρους τομείς, όπως της σεξουαλικότητας,<br />
χρήσης ουσιών, διατροφής, νεανικής εγκληματικότητας.<br />
Πχ, επηρεάζει το σεξουαλικό περιεχόμενο<br />
στα ΜΜΨΕ τα σεξουαλικά πρότυπα, την σεξουαλική<br />
συμπεριφορά και δραστηριότητα; τον τύπο και την<br />
σταθερότητα των σχέσεων, τη δομή της οικογένειας,<br />
τα διαζύγια;<br />
Η έρευνα σε ανηλίκους χρειάζεται προσοχή από<br />
πλευράς δεοντολογίας, καθώς θίγει ζητήματα σχετικά<br />
με πράξεις και εμπειρίες που χαρακτηρίζονται «λανθασμένες»,<br />
«παράνομες», «ντροπιαστικές», «προσωπικές».<br />
Η διδασκαλία και ανάπτυξη κριτικών δεξιοτήτων<br />
ως προς τα ΜΜΕΨ, και μέσω της βασικής εκπαίδευσης<br />
των παιδιών είναι απαραίτητη, σ’ ένα περιβάλλον<br />
που βομβαρδίζει καθημερινά την ζωή των νέων με χειριστικά<br />
και παραπλανητικά μηνύματα.<br />
Η θεωρία της «κάθαρσης» που υποστηρίζει την<br />
«χρησιμότητα» των βίαιων θεαμάτων επικαλείται την<br />
άποψη του Αριστοτέλη ότι ο θεατής μπορεί να «εκτονωθεί»<br />
και να απαλλαγεί από συναισθήματα λύπης,<br />
φόβου, ή και επιθετικότητας, παρακολουθώντας τα<br />
εκδραματισμένα από ηθοποιούς.<br />
Βέβαια, η Αριστοτελική «κάθαρση» αναφέρεται<br />
στην παρακολούθηση ποιοτικών θεατρικών παραστάσεων<br />
όπου παρουσιάζονται ανάγλυφα οι συνέπειες<br />
των αρνητικών πράξεων και αποδίδεται δικαιοσύνη.<br />
O Πλάτωνας συνιστά αυστηρό έλεγχο των θεαμάτων:<br />
«Οι κριτές των θεαμάτων οφείλουν να διαθέτουν σημαντικές<br />
αρετές. Όπου οι νόμοι αναθέτουν την κρίση<br />
στην πλειοψηφία των θεατών (βλ δείκτες τηλεθέασης)<br />
διαφθείρονται οι δημιουργοί, καθώς προσπαθούν<br />
να ικανοποιήσουν τις αμφίβολης αξίας επιθυμίες των<br />
κριτών τους. Αυτό είναι καταστροφικό για την ποιότητα<br />
της απόλαυσης των θεατών, που θα έπρεπε<br />
να καλλιεργούνται, ακούγοντας πράγματα καλύτερα<br />
από τις προτιμήσεις τους». (107) «Αν ήμουν νομοθέτης<br />
θα επέβαλα την εσχάτη των ποινών σε όποιον τολμούσε<br />
να πει, ότι υπάρχουν άνθρωποι ανήθικοι που<br />
ζουν όμορφα». (107) «Ο έμφρων νομοθέτης θα έπρεπε<br />
να υποχρεώσει τους μεγαλύτερους να σέβονται τους<br />
νέους και να προσέχουν πάντα, μην τυχόν κάποιος<br />
νέος τους δει ή τους ακούσει να κάνουν ή να λένε κάτι<br />
αισχρό. Διότι, όπου οι μεγάλοι είναι ξεδιάντροποι, εκεί<br />
και οι νέοι γίνονται αναίσχυντοι» (108).<br />
Βιβλιογραφiα<br />
1. Mistry KB, Minkovitz CS, Strobino DM, et al. Children’s<br />
television exposure and behavioral and social<br />
outcomes at 5,5 years: Does timing of exposure matter?<br />
Pediatrics 2007;120(4):762-769<br />
2. Kourlaba G, Kondaki K, Liarigkovinos T, et al. Factors<br />
associated with television viewing time in toddlers<br />
and preschoolers in Greece : the GENESIS study. J<br />
Publ Health Advance 2009;31(2):222-230<br />
3. Dill KE. Children at play? Essay review of “kids and<br />
media in America” by D. Roberts and U Foehr . Human<br />
Development 2005;48:315-322<br />
4. Villani S. Impact of media on children and adolescents<br />
: A10-year review of the research. J Am Acad<br />
Child Adolesc Psychiatry 2001;40(4):392-401<br />
5. Huesman LR. The impact of electronic media violence:<br />
scientific theory and research. J Adolesc<br />
Health 2007;41(6 Suppl 1): S6-13<br />
6. Federman J. National Television Violence Study I.<br />
Thousand Oaks, CA: Sage; 1996<br />
7. Federman J. National Television Violence Study II.<br />
Thousand Oaks, CA: Sage;1997<br />
8. Federman J. National Television Violence Study III.<br />
Thousand Oaks, CA: Sage; 1998
84<br />
Επίδραση των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής επικοινωνίας και ψυχαγωγίας στα παιδιά και τους εφήβους<br />
9. Strasburger VS, Donnerstein E. Children, adolescents<br />
and the media: Issues and solutions. Pediatrics<br />
1999;103(1):129-39<br />
10. Rydell A, Bremberg S. Television consumption and<br />
children’s health and adjustement, A systematic review.<br />
Swedish National Institute of Public Health<br />
2005. www.fhi.se<br />
11. Muray JP. Media violence: the effects are both<br />
real and strong. American Behavioral Scientist<br />
2008;51:1212-1229<br />
12. American Academy of Pediatrics. Council on communications<br />
and media. Policy Statement – Media<br />
Violence. Pediatrics 2009;124(5):1495-1503<br />
13. Strasburger VC. Risky business: What primary care<br />
practitioners need to know about the influence of<br />
the Media on adolescents. Prim Care Clin Office<br />
Pract 2006;33:317-48<br />
14. Eron LD, Huesman LR, Lefkowitz MM, et al. Does<br />
television violence cause aggression? American<br />
Psychologist 1972;27:253-63<br />
15. Johnson JG, Cohen P, Smailes EM, et al. Television<br />
viewing and aggressive behavior during adolescence<br />
and adulthood. Science 2002;295:2468-71<br />
16. Huesman LR, Moise-Titus J, Podolski C, et al. Longitudinal<br />
relations between children’s exposure to TV<br />
violence and their aggressive and violent behavior<br />
in young adulthood:1977-1992. Developmental Psychology<br />
2003;39(2):201-221<br />
17. Νational Institute of Mental Ηealth (1982). Television<br />
and behavior: Ten years of scientific progress and<br />
implications for the eighties: Vol 1. Summary report.<br />
Washington DC:Government Printing Office<br />
18. Joint Statement on the Impact of Entertainment<br />
Violence on Children. Congressional Public Health<br />
Summit . www.aap.org/advocacy/releases/jstmtevc.htm<br />
19. Carlson M, Marcus-Newhall A, Miller N. Effects of<br />
situational aggression cues: a quantitative review. J<br />
Pers Soc Psychol 1990;58:622-33<br />
20. Rideout V, Roberts DF, Foehr UG. Generation M:<br />
Media in the lives of 8-18 year-olds. A Kaiser Family<br />
Foundation study. March 2005<br />
21. Huesman LR, Lagerspetz K, Eron LD. Intervening<br />
variables in the TV violence – aggression relation:<br />
Evidence from two countries. Developmental Psychology<br />
1984;20(5):746-775<br />
22. Haninger K, Seamus Rean M, Thompson KM. Violence<br />
in Teen-rated video games. MedGenMed,<br />
2004;6(1):1-25<br />
23. Slater MD, Henry KL, Swaim RC, et al. Violent media<br />
content and aggressiveness in adolescents : a<br />
downward spiral model. Communication Research<br />
2003;30(6):713-36<br />
24. Gentile DA, Anderson CA, Yukawa S, et al. The<br />
effects of prosocial video games on prosocial behaviors:<br />
International evidence from correlational,<br />
longitudinal and experimental studies. Pers Soc<br />
Psychol Bull 2009;35(6):752-763<br />
25. Griffiths MD, Davies Mark NO, Chappell D. Online<br />
computer gaming: a comparison of adolescent and<br />
adult gamers. Journal of Adolescence 2004;27:87-<br />
96<br />
26. Brian D, Wiemer-Hastings P. Addiction to the internet<br />
and online gaming. CyberPsychology & Behavior2005;8(2):110-113<br />
27. Brown JD, Childers KW, Waszak CS.Television and<br />
adolescent sexuality. J Adolesc Health 1990;11:62-70<br />
28. Funk JB. Video Games. Adolescent Med Clinics<br />
2005;16:395-411<br />
29. Cantor J. Fright reaction to mass media. In J Bryand<br />
&D Zillman(Eds), Media effects: Advances in theory<br />
and research (2 nd ed) 2002 Mahwah NJ:Erlbaum<br />
30 Anderson CA, Bushman BJ. Effects of violent video<br />
games on aggressive behavior, aggressive cognition,<br />
aggressive affect, physiological arousal, and<br />
prosocial behavior: A metaanalysis of the scientific<br />
literature. Psychol Sci 2001;12:353-9<br />
31. Barlett CP, Anderson CA, Swing EL. Video game effects<br />
– confirmed, suspected and speculative. Simulation<br />
and gaming 2009;40(3):377-403<br />
32. Bushman BJ, Anderson CA. Comfortably numb. Desensitizing<br />
effects of violent media on helping others.<br />
Psychological Science 2009;20(3):273-277<br />
33. Anderson CA. An update on the effects of playing<br />
violent video games. Journal of Adolescence<br />
2004;27:113-22<br />
34. Bushman BJ, Huesmann LR. Short-term and longterm<br />
effects of violent media on aggression in<br />
children and adults. Arch Pediatr Adolesc Med<br />
2006;160:348-352<br />
35. Anderson CA, Shibuya A, Ihori N, et al. Violent<br />
video game effects on aggression, empathy and<br />
prosocial behavior in Eastern and Western countries:<br />
A metaanalytic review. Psychological Bulletin<br />
2010;136(2):151-173<br />
36. Young KS. Treatment outcomes with Internet addicts.<br />
CyberPsychology & Behavior 2007;10(5):671-<br />
679
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 85<br />
37. Bioulac S, Arfi L, Bouvard MP. Attention deficit/<br />
hyperactivity disorder and video games: A comparative<br />
study of hyperactive and control children.<br />
European Psychiatry 2008;23:134-141<br />
38. Lieberman DA. Management of chronic pediatric<br />
disease with interactive health games: Theory<br />
and research findings. Journal of Ambulatory Care<br />
Management 2001;24:26-38<br />
39. θ’ Ceranoglu TA. Star Wars in psychotherapy: video<br />
games in the office. Acad Psychiatry 2010;34:233-236<br />
40. Funk JB, Bechtoldt Baldacci H, Pasold T, et al. Violence<br />
exposure in real life, video games, television,<br />
movies, and the internet: is there desensitization?<br />
Journal of Adolescence 2004;27:23-39<br />
41. Ran Wei. Effects of playing violent videogames<br />
on chinese adolescent’s pro-violence attitudes, attitudes<br />
toward others, and aggressive behavior. CyberPsychology<br />
& Behavior 2007;10(3):371-380<br />
42. Walma van der Molen JH, Bushman BJ. Children’s<br />
direct fright and worry reactions in fiction and<br />
news television programs. The Journal of Pediatrics<br />
2008;153(3):420-424<br />
43. Bryant P, Bryant JA. Adolescents and the internet.<br />
Adolesc Μed 2005 ;16 :413-26<br />
44. Kunkel D, Cope KM, Farinola WM, et al. Sex on TV:<br />
A biennial report to the Kaiser Family Foundation.<br />
Washington, DC: The Henry Kaiser Family Foundation.1999<br />
45. Wolak J, Mitchell K, Finkelhor D. Unwanted and<br />
wanted exposure to online pornography in a national<br />
sample of youth internet users. Pediatrics<br />
2007;119(2):247-257<br />
46. Strasburger VC. Adolescents, sex and the media:<br />
Ooooo, baby, baby –a Q & A. Adolesc Med<br />
2005;16:269-88<br />
47. American Academy of Pediatrics, Committee on<br />
communications. Sexuality, contraception and the<br />
Media. Pediatrics 1995;95:298-300<br />
48. Ashby SL, Arcari CM, Edmonson MB. Television viewing<br />
and risk of sexual initiation by young adolescents.<br />
Arch Pediatr Adolesc Med 2006;160(4):375-380<br />
49. Brown JD, L’Engle KL, Pardun CG, et al. Sexy media<br />
matter: exposure to sexual content in music,<br />
movies, television, and magazines predicts black<br />
and white adolescents’ sexual behavior. Pediatrics<br />
2006;117(4):1018-1027<br />
50. Weisz M, Earls C. The effects of exposure to filmed<br />
sexual violence on attitudes towards rape. J Interpers<br />
Violence 1995;10:71-84<br />
51. Collins RL, Elliot MN, Berry SH, et al. Watching<br />
sex on television predicts adolescent initiation of<br />
sexual behavior. Pediatrics 2004;114(3):e280-9<br />
52. Milburn M, Mather R, Conrad S. The effects of viewing<br />
R-rated movie scenes that objectify women, on<br />
perceptions of date rape. Sex Roles 2000;43:645-64<br />
53. Kaestle C E, Halpern CT, Brown JD. Music videos,<br />
pro wrestling and acceptance of date rape among<br />
middle school males and females: an exploratory<br />
analysis. J Adolesc Health 2007;40:185-187<br />
54. Escobar-Chaves SL, Tortolero SR, Markham CM, et<br />
al. Impact of the media on adolescent sexual attitudes<br />
and behaviors. Pediatrics 2005;116(1):303-326<br />
55. www.kff.org/entmedia/upload/7638.pdf<br />
56. American Academy of Pediatrics (Council on communications<br />
and media). Policy Statement – Impact<br />
of music, music lyrics and music videos on children<br />
and youth. Pediatrics 2009;124(5):1488-1494<br />
57. Durant RH, Rich M, Emans SJ, et al. Violence and<br />
weapon carrying in music videos. Arch Pediatr<br />
Adolesc Med 1997;151:443-448<br />
58. Rich M, Woods ER, Goodman E, et al. Aggressors or<br />
victims: gender and race in music video violence.<br />
Pediatrics 1998;101:669-674<br />
59. Charlesworth MA, Glantz SA. Smoking in the movies<br />
increases adolescent smoking: A review. Pediatrics<br />
2005;116(6):1516-1528<br />
60. American Academy of Pediatrics, Committee<br />
on public education. Media education. Pediatrics1999;104(2):341-343<br />
61. American Academy of Pediatrics, Committee on<br />
communications. Children, adolescents and advertising.<br />
Pediatrics 1995;(2):295-297<br />
62. American Academy of Pediatrics. Children, adolescents<br />
and advertising. Pediatrics 2006;118(6):2563-<br />
2569<br />
63. Borzekowski DLG, Bayer AM. Body image and<br />
media use among adolescents. Adolesc Med<br />
2005;16:289-313<br />
64. Findhahl O. Preschoolers and the internet. Will children<br />
start to use internet when they start walking?<br />
World Internet Institute. Presented at the EU-kids<br />
online conference, 11 June 2009, London<br />
65. Gould MS, Munfakh JLH, Lubell K, et al. Seeking<br />
help from the internet during adolescence. J Am<br />
Acad Child Adolesc Psychiatry 2002;41:1182-9<br />
66. Staksrud E, Livingstone S. Children and online risk:<br />
powerless victims or resourceful participants?<br />
Draft.AoIR Copenhagen Oct 2008
86<br />
Επίδραση των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής επικοινωνίας και ψυχαγωγίας στα παιδιά και τους εφήβους<br />
67. Hasebrink U, Livingstone S, Haddon L. Comparing<br />
children’s online opportunities and risks across Europe:<br />
Cross-national comparisons for EU Kids Online.<br />
2008 EU Kids Online Deliverable D3.2 for the<br />
EC Safer Plus programme. London: LSE<br />
68. Κατερέλλος, Π Παπαδόπουλος. Οι έφηβοι και<br />
το internet. Ασφαλής και δημιουργική χρήση.<br />
2009 Εκδόσεις Καστανιώτη<br />
69. Young KS. Internet addiction: the emergence of<br />
a new clinical disorder. CyberPsychology and Behavior<br />
19981(3):237-244<br />
70. Tsitsika A, Critselis E, Kormas G, et al. Adolescent<br />
pornographic internet site use: a multivariate regression<br />
analysis of the predictive factors of use<br />
and psychosocial implications. CyberPsychology<br />
and Behavior 2009;12(5):545-550<br />
71. Tsitsika A, Critselis E, Kormas G, et al. Internet use<br />
and misuse: a multivariate regression analysis of<br />
the predictive factors of internet use among Greek<br />
adolescents. Eur J Pediatr 2009;168:655-665<br />
72. Johnson JG, Cohen P, Kasen S, et al. Extensive television<br />
viewing and the development of attention and<br />
learning difficulties during adolescence. Archives of<br />
Pediatrics & Adolescent Medicine 2007;161(5):480-<br />
486<br />
73. Strevens T, Mulsow M. There is no meaningful relationship<br />
between television exposure and symptoms<br />
of Attention-Deficit/Hyperactivity Disorder.<br />
Pediatrics2006;117:665-672<br />
74. ΠΡ Miller CJ,Marks DJ, Miller SR, et al. Brief report:<br />
television viewing and risk for attention problems<br />
in preschool children. J Pediatr Psychol 2007;32:448-<br />
452<br />
75. Thakkar RR, Garison MM, Christakis DA. A systematic<br />
review for the effects of television<br />
viewing by infants and preschoolers. Pediatrics<br />
2006;118(5):2025-2031<br />
76. Zimmerman FZ, Christakis DA, Meltzoff AN. Associations<br />
between media viewing and language<br />
development in children under 2 years. The Journal<br />
of Pediatrics 2007;151(4)364-368<br />
77. Landhuis CE, Poulton R, Weltch D, et al. Does childhood<br />
television viewing lead to attentional problems<br />
in adolescence ? Results from a prospective<br />
longitudinal study. Pediatrics 2007;120(3):532-537<br />
78. Chan PA, Rabinowitz T. A cross-sectional analysis<br />
of videogames and attention deficit hyperactivity<br />
disorder symptoms in adolescents. Annals of General<br />
Psychiatry 2006;5:16<br />
79. Zimmerman FJ, Christakis DA. Associations between<br />
content types of early media exposure<br />
and subsequent attentional problems. Pediatrics<br />
2007;120(5):986-992<br />
80. Wartella E, Robb M. Young babies, new media. J<br />
Child Media 2007;1:35-44<br />
81. Dworac M, Schierl T, Bruns T, et al. Impact of singular<br />
excessive computer game and television exposure<br />
on sleep patterns and memory performance<br />
of school-aged children. Pediatrics 2007;120(5):978-<br />
985<br />
82. Sharif I, Wills TA, Sargent JD. Effect of visual media<br />
use on school performance: A prospective study. J<br />
Adolesc Health 2010;46(1):52-61<br />
83. λ Derenne LJ, Beresin EV. Body image, media, and<br />
eating disorders. Acad Psychiatry 2006;30:257-261<br />
84. Jago R, Baranowski T, Baranowski JC, et al. BMI from<br />
3-6y of age is predicted by TV viewing and physical<br />
activity, not diet. Int J Obesity 2005;29:557-564<br />
85. Lazarou C, Soteriades E. Children’s physical activity,<br />
TV watching and obesity in Cyprus: the CYKIDS<br />
study. Eur J Public Health 2009;20(1):70-77<br />
86. Hancox RJ, Poulton R. Watching television is associated<br />
with childhood obesity : but is it clinically<br />
important ? Int J Obesity 2006;30:171-175<br />
87. Landhuis EL, Poulton r, Welch D, et al. Programming<br />
obesity and poor fitness : The long-term impact of<br />
childhood television. Obesity 2008;16(6):1457-1459<br />
88. Gillespie RM. The physical impact of computer and<br />
electronic game use on children and adolescents, a<br />
review of current literature. Work 2002;18:249-59<br />
89. Σιώμος Κ, Αγγελόπουλος Ν. Διαταραχή εθισμού<br />
στο Διαδίκτυο. Ψυχιατρική 2008;19(1):52-58<br />
90. Uhlmann E, Swanson J. Exposure to violent video<br />
games increases automatic aggressiveness. Journal<br />
of Adolescence 2004;27:41-52<br />
91. Carnagey NC, Anderson CA, Bartholow BD. Media<br />
violence and social neuroscience. New questions<br />
and new opportunities. Current Directions in Psychological<br />
Science 2007;16(4):178-182<br />
92. Bartholow BD, Bushman BJ, Sestir MA. Chronic violent<br />
video game exposure and desensitization to<br />
violence: Behavioral and event-related brain potential<br />
data. Journal of Experimental Social Psychology<br />
2006;42(4):532-539<br />
93. Carnagey NC, Anderson CA, Bushman BJ. The effect<br />
of video game violence on physiological desensitization<br />
to real-life violence. Journal of Experimental<br />
Social Psychology 2007;43:489-496
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 87<br />
94. Strasburger VC. First do no harm: Why have parents<br />
and pediatricians missed the boat on children and<br />
Media? the Journal of Pediatrics 2007;151(4):334-346<br />
95 Βrown KD,Hamilton-Giachritsis C. The influence of<br />
violent media on children and adolescents:a publichealth<br />
approach. Lancet 2005;365:702-710<br />
96. Paik H, Comstock G. The effects of television violence<br />
on antisocial behaviour: a meta-analysis.<br />
Communication research1994;21:516-546<br />
97. Ferguson CJ, Kilburn J. The public health risks of<br />
media violence: a meta-analytic review. J Pediatr<br />
2009;154:759-763<br />
98. Christakis DA, Zimmerman FJ, DiGiuseppe DL, et al.<br />
Early television exposure and subsequent attentional<br />
problems in children. Pediatrics 2009;113(4):708-713<br />
99. Ferguson CJ, Kilburn J. Much ado about nothing:<br />
The misestimation and overinterpretation of violent<br />
video game effects in eastern and western<br />
nations:Comment on Anderson et al. (2010). Psychological<br />
Bylletin 2010;136(2):174-178<br />
100. Gill T. No fear: growing up in a risk averse society.<br />
2007 London: Calouste Gulbenkian Foundation<br />
101. McCannon R. Adolescents and media literacy.<br />
Adolesc Med 2005;16:463-80<br />
102. Bushman BJ, Rothstein HR, Anderson CA. Much<br />
ado about something: Violent video game effects<br />
and a school of Red Herring: Reply to Ferguson<br />
and Kilburn (2010). Psychological Bulletin<br />
2010;136(2):182- 187<br />
103. Bushman BJ, Anderson CA. Media violence and<br />
the American public: scientific facts versus media<br />
misinformation. Am Psychol 2001;56:477-489<br />
104. Freed R. Pulling the plug on entertainment industry<br />
ratings. Rich M. In reply. Pediatrics 2007;119:1259-<br />
61 (letter) Rich M. In reply. Pediatrics 2007;119:1261<br />
(letter)<br />
105. Anderson CA, Bushman BJ. The effects of Media<br />
violence on society. Science 2002; 295:2377-2379<br />
106. Barkin SL, Finch SA, Ip EH, et al. Is office-based<br />
counseling about media use, timeouts and firearm<br />
storage effective? Results from a cluster-randomized,<br />
controlled trial. Pediatrics 2008;122(1):e15-e25<br />
107. Πλάτων. ΝΟΜΟΙ Β’<br />
108. Πλάτων. ΝΟΜΟΙ ΣΤ’
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ<br />
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΑΣΘΕΝΩΝ 3ης ΗΛΙΚΙΑΣ ΣΤΗN ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ<br />
Εισαγωγή - Επιδηνιολογικά και κοινωνικοοικονομικά δεδομένα<br />
ΕΙ Διαμαντόπουλος<br />
Αν. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Διευθυντής Δ’ Παθολογικού Tμήματος &<br />
Μονάδας Παθολογικής Αγγειολογίας Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
SUMMARY<br />
DIAMANTOPOULOS IE. Medical management of aged people. The number of persons over 65 years of age rises<br />
dramatically worldwide especially in the developing countries. The rapid rate of increase of this population impedes<br />
the national health services to offer the appropriate support needed. Aged people constitute an active part of the<br />
community and their quality of life and autonomy must be preserved by the society. Studies exclusively designed for<br />
the elderly are limited mainly because of the heterogeneity of this population. Appropriate guidelines, therefore, are<br />
generally missing. The most common abnormal conditions presented are due to cardiovascular diseases, dementia and<br />
neoplasms. The high frequency of multimorbidity among the aged people very often leads to multidrug prescription, thus<br />
increasing the risk of adverse side effects and serious complications. Consequently, profound knowledge and enhanced<br />
physicians awareness are required. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 88-90, 2011.<br />
Key words: ageing, older people, medical management, gerontology<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Ο αριθμός των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών αυξάνεται συνεχώς σε παγκόσμια κλίμακα, ιδιαίτερα δε στις<br />
αναπτυσσόμενες χώρες. Στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι το έτος 2025 το 31.6% του πληθυσμού θα είναι άνω των<br />
65%. Παράλληλα, όμως, επιταχύνεται και ο ρυθμός της αύξησης αυτής, προκαλώντας τεράστια δυσλειτουργία<br />
στα εθνικά συστήματα υγείας. Τα ηλικιωμένα άτομα αποτελούν ενεργά μέλη του κοινωνικού συνόλου και πρέπει<br />
να αντιμετωπίζονται ανάλογα από το περιβάλλον τους, την πολιτεία και ειδικότερα τους φορείς υγείας. Η<br />
διατήρηση της ποιότητας ζωής τους, η εξασφάλιση της αυτονομίας και της αυτάρκειάς τους και η εξειδικευμένη<br />
αντιμετώπιση σε περίπτωση ασθένειας, είναι πρωταρχικής σημασίας. Τα άτομα της τρίτης ηλικίας παριστούν<br />
μια ιδιαίτερα ανομοιογενή ομάδα, γεγονός που οδηγεί, μεταξύ άλλων, στην έλλειψη μεγάλων μελετών και στην<br />
απουσία κατευθυντήριων οδηγιών για την αντιμετώπισή τους. Τα καρδιαγγειακά είναι τα πιο συχνά νοσήματα<br />
στους ηλικιωμένους και ακολουθούν οι νευροψυχιατρικές διαταραχές και τα νεοπλάσματα. Η συνύπαρξη διαφόρων<br />
παθολογικών καταστάσεων απαιτεί, συνήθως, και τη συγχορήγηση περισσοτέρων της μιας φαρμακευτικών<br />
ουσιών. Για την αποφυγή της πολυφαρμακίας και των ανεπιθύμητων ενεργειών, που είναι ιδιαίτερα συχνές μεταξύ<br />
των ηλικιωμένων, η συνταγογράφηση πρέπει να ακολουθεί ιδιαίτερη στρατηγική. Νοσοκομειακά Χρονικά,<br />
73, Συμπλήρωμα, 88-90, 2011.<br />
Λέξεις κλειδιά: τρίτη ηλικία, ηλικιωμένα άτομα, νοσηρότητα, θεραπευτική αντιμετώπιση<br />
Ο αριθμός των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών<br />
αυξάνεται συνεχώς στις οικονομικά αναπτυγμένες<br />
χώρες και ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες. Στις Ηνωμένες<br />
Πολιτείες το 2030 αναμένεται να είναι εν ζωή<br />
περισσότερα από 70 εκατομμύρια ηλικιωμένα άτομα.<br />
Στην Ελλάδα, το 2002, το 23.9% του πληθυσμού<br />
ήταν άνω των 60 ετών, ποσοστό το οποίο αναμένεται<br />
το έτος 2025 να φτάσει στο 31.6%. Στην Κίνα, το<br />
ίδιο έτος, οι ηλικιωμένοι αναμένεται να απαριθμούν<br />
το ένα τρίτο του πληθυσμού της Ευρώπης. Η αύξηση<br />
του μέσου όρου ηλικίας στις αναπτυσσόμενες χώρες<br />
συνοδεύεται και από παράλληλη μείωση της γεννητικότητας,<br />
με αποτέλεσμα ο λόγος ατόμων ηλικίας άνω<br />
των 60 ετών προς αυτών ηλικίας 15-60 ετών να τείνει<br />
προς διπλασιασμό την επόμενη δεκαπενταετία. Όμως,<br />
εκτός από την απόλυτη αύξηση του αριθμού των ηλι-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 89<br />
κιωμένων, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και ο ρυθμός<br />
της αύξησης αυτής. Έτσι, ενώ για ένα ανεπτυγμένο<br />
κράτος, όπως για παράδειγμα τη Γαλλία, χρειάστηκαν<br />
115 χρόνια για να διπλασιαστεί το ποσοστό των ηλικιωμένων<br />
(από 7% σε 14%), για την Κίνα απαιτήθηκαν<br />
μόλις 27 έτη. Αυτό είναι προφανές πως προκαλεί σε<br />
παγκόσμια κλίμακα τεράστια δυσλειτουργία στα συστήματα<br />
υγείας, τα οποία δεν διαθέτουν ούτε τους<br />
απαραίτητους οικονομικούς πόρους, ούτε τις απαιτούμενες<br />
υποδομές, αλλά και το χρόνο για να μπορέσουν<br />
να προσαρμοστούν στις αυξημένες ανάγκες<br />
αντιμετώπισης των ατόμων τρίτης ηλικίας, τόσο σε<br />
πρωτοβάθμιο όσο και σε δευτεροβάθμιο επίπεδο φροντίδας<br />
της υγείας 1 .<br />
Τα ηλικιωμένα άτομα αποτελούν ενεργά μέλη του<br />
κοινωνικού συνόλου και συνεπώς πρέπει να αντιμετωπίζονται<br />
ανάλογα από το οικογενειακό τους και<br />
το κοινωνικό περιβάλλον, την πολιτεία και ειδικότερα<br />
τους φορείς υγείας. Η διατήρηση της ποιότητας ζωής<br />
τους, η εξασφάλιση της αυτονομίας και της αυτάρκειάς<br />
τους, η πρόληψη κακώσεων, συνήθως μετά από πτώση,<br />
και η εξειδικευμένη αντιμετώπιση σε περίπτωση<br />
ασθένειας, είναι πρωταρχικής σημασίας. Αυτό βέβαια<br />
απαιτεί την ανάπτυξη υπηρεσιών και δομών ειδικά<br />
για ηλικιωμένα άτομα. Στις υγειονομικά αναπτυγμένες<br />
χώρες υπάρχει πρόβλεψη διαρκούς κάλυψης του 10%<br />
των ηλικιωμένων σε κλίνες προστατευμένης διαμονής<br />
ή εξειδικευμένης παροχής νοσηλευτικών υπηρεσιών.<br />
Αν αυτό εφαρμοζόταν στη χώρα μας θα χρειαζόμασταν<br />
150.000 προστατευμένες κλίνες 2 .<br />
Τα άτομα της τρίτης ηλικίας παριστούν μια ιδιαίτερα<br />
ανομοιογενή ομάδα με μεγάλες διαφορές ως<br />
προς την αυτονομία και το προσδόκιμο επιβίωσής<br />
τους. Προφανώς, αυτό επηρεάζει τα αποτελέσματα<br />
των μεγάλων μελετών σε πληθυσμούς ηλικιωμένων,<br />
καθιστώντας τις ιδιαίτερα αναξιόπιστες. Η HYVET,<br />
για παράδειγμα, η οποία είναι η μόνη μεγάλη μελέτη<br />
που υπάρχει και δημοσιεύτηκε πρόσφατα, δέχεται ήδη<br />
μεγάλη κριτική αναφορικά με τα διαχρονικά αποτελέσματα<br />
της αντιυπερτασικής αγωγής σε άτομα ηλικίας<br />
άνω των 80 ετών, αφού στην πράξη, με βάση τα κριτήρια<br />
αποκλεισμού, οι συμμετέχοντες ήταν πολύ μικρότερης<br />
βιολογικής ηλικίας. Η έλλειψη μεγάλων μελετών<br />
και η επακόλουθη απουσία κατευθυντήριων οδηγιών<br />
καθιστά επιτακτική την εξειδικευμένη και συνεχή<br />
εκπαίδευση όλων των εμπλεκομένων επαγγελματιών<br />
υγείας (ιατρών, ψυχολόγων, κοινωνιολόγων, νοσηλευτών<br />
και κοινωνικών λειτουργών) 3 .<br />
Η «οργανική» ηλικία των ατόμων της τρίτης ηλικίας<br />
εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, κυρίως<br />
φυλοσυνδετικούς και κοινωνικοοικονομικούς. Απλά<br />
ερωτηματολόγια, σε συνδυασμό με το ιστορικό και<br />
την αδρή αντικειμενική εξέταση, παρέχουν γρήγορα<br />
στο γιατρό τις απαραίτητες πληροφορίες για την νοητική<br />
και σωματική κατάσταση του ατόμου, στοιχεία<br />
απαραίτητα για τη λήψη εξατομικευμένων διαγνωστικών<br />
και θεραπευτικών αποφάσεων. Τα νοσήματα<br />
του καρδιαγγειακού συστήματος (αρτηριακή υπέρταση,<br />
καρδιαγγειακά ισχαιμικά επεισόδια, καρδιακή<br />
ανεπάρκεια) αποτελούν την πιο συχνή αιτία αναζήτησης<br />
βοήθειας τόσο σε επίπεδο πρωτοβάθμιας<br />
όσο και δευτεροβάθμιας περίθαλψης. Ακολουθούν<br />
οι νευροψυχιατρικές διαταραχές (άνοια, κατάθλιψη),<br />
διάφορες χρόνιες παθήσεις (σακχαρώδης διαβήτης,<br />
αποφρακτική πνευμονοπάθεια, νεφρική ανεπάρκεια)<br />
και τα νεοπλασματικά νοσήματα. Η εξασθένιση του<br />
ανοσοποιητικού συστήματος και οι ανά συστήματα<br />
δυσλειτουργίες που παρουσιάζουν οι ηλικιωμένοι,<br />
είναι υπεύθυνες για την αυξημένη επίπτωση των<br />
λοιμώξεων. Η έκπτωση των αισθήσεων, όρασης και<br />
ακοής, σε συνδυασμό με τις εκφυλιστικές παθήσεις<br />
των οστών (οστεοπόρωση) και των αρθρώσεων (εκφυλιστικές<br />
αρθροπάθειες) καθώς και τις διαταραχές<br />
της βάδισης (συνήθως λόγω ισχαιμικής εγκεφαλοπάθειας),<br />
είναι υπεύθυνες για τις συχνές πτώσεις<br />
και τα κατάγματα. Η μείωση των αντανακλαστικών<br />
μηχανισμών και της επάρκειας των φραγμών του<br />
δέρματος, όπως επίσης οι διαταραχές του αναπνευστικού,<br />
του πεπτικού και του ουροποιητικού συστήματος<br />
καθιστούν ιδιαίτερα επιρρεπή τα ηλικιωμένα<br />
άτομα σε ταχεία και σημαντική αφυδάτωση, γεγονός<br />
το οποίο για να προληφθεί απαιτεί έγκαιρη και ορθή<br />
αντιμετώπιση 4 .<br />
Η συνύπαρξη διαφόρων παθολογικών καταστάσεων<br />
απαιτεί, ως επί το πλείστον, και τη συγχορήγηση<br />
περισσοτέρων της μιας φαρμακευτικών ουσιών. Για<br />
την αποφυγή της πολυφαρμακίας, η συνταγογράφηση<br />
στους ηλικιωμένους πρέπει να ακολουθεί ιδιαίτερη<br />
στρατηγική. Η άριστη γνώση των ενδείξεων και αντενδείξεων<br />
αλλά και των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των<br />
συνταγογραφούμενων φαρμάκων, η ενδεχόμενη αναγκαιότητα<br />
τροποποίησης της χορηγούμενης δοσολογίας<br />
ή/και αγωγής ανά πάσα στιγμή, η ιεράρχηση των<br />
προβλημάτων και ο συνυπολογισμός του κόστους/<br />
οφέλους αποτελούν για τους παθολόγους ιατρούς,<br />
και όχι μόνο, τους βασικούς πυλώνες της ορθής κλινικής<br />
πρακτικής και φαρμακευτικής παρέμβασης στα<br />
άτομα της τρίτης ηλικίας 5,6 .
90<br />
Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας στην Παθολογία<br />
ΒιβλιογραφΙα<br />
1. Cassel, C. (1997). “Geriatric medicine as a challenge<br />
to internists.” South Med J 90(7): 762-764.<br />
2. Active Ageing. A Policy Framework. A contribution<br />
of the World Health Organization to the Second<br />
United Nations World Assembly on Ageing, Madrid,<br />
Spain, April 2002.<br />
3. Landefeld, C. S., M. A. Winker, et al. (2009). “Clinical<br />
care in the aging century--announcing “Care of<br />
the aging patient: from evidence to action”.” JAMA<br />
302(24): 2703-2704.<br />
4. Arai, H. (2009). “Geriatrics in the most aged country,<br />
Japan.” Arch Gerontol Geriatr 49 Suppl 2: S1-2.<br />
5. Grossman, C. M. (2010). “Growing up with geriatrics.”<br />
J Am Geriatr Soc 58(8): 1595-1596.<br />
6. Geriatric Medicine. An Evidence-Based Approach.<br />
Fourth Edition. ISBN 0-387-95514-3. Springer-Verlag<br />
© 2003
Ιατρική φροντίδα ατόμων τρίτης ηλικίας στην πρωτοβάθμια περίθαλψη<br />
Γ Μαρακομιχελάκης<br />
Επιμελητής Α’, Δ’ Παθολογικό Τμήμα – Μονάδα Παθολογικής Αγγειολογίας Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
SUMMARY<br />
MARAKOMICHELAKIS G. Primary care in the elderlies. Morbidity and mortality in the elderlies vary according to their<br />
functional status. Primary care physicians must be aware of the most frequent medical conditions among the aged people<br />
and the different diagnostic and therapeutic modalities that can be applied. While primary prevention is actually suitable for<br />
only a limited number of geriatric persons, secondary prevention must be offered to all but not to the seriously ill. Arterial<br />
hypertension should be managed according to the guidelines for the general population but individualized drug treatment is<br />
very often necessitated. Diabetes mellitus therapy must be given with caution in order to prevent hypoglycemic episodes<br />
frequently encountered among the aged people. Statin therapy for hyperlipidemia should be administered only to less than 80<br />
years old. Preventive measures must include influenza and pneumococcal vaccination, especially in elderlies with respiratory<br />
problems. Antibiotic prescription is often necessary as aged people are very susceptible to infections and consequently to<br />
severe complications. However, prior evaluation of liver and kidney function is indicated. Aplastic, macrocytic and ferropenic<br />
anemia, as well as the myelodysplastic syndromes are the most common hematological disorders. In all elderlies with chronic<br />
abdominal pain and especially in those with atrial fibrillation mesenteric ischemic disease must be ruled out because of its<br />
devastating consequences. Chronic obstructive pulmonary disease is often underestimated and untreated. Νοsokomiaka<br />
Chronika, 73, Supplement 91-96, 2011.<br />
Key words: primary care, elderlies, morbidity<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Οι ηλικιωμένοι παρουσιάζουν αυξημένα ποσοστά νοσηρότητας και ανάγκης για ιατρική περίθαλψη. Αποτελούν τον<br />
κύριο όγκο των επισκέψεων στα ιατρεία της πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Η πρωτογενής και δευτερογενής πρόληψη,<br />
η προσεκτική συνταγογράφηση, η σωστή καθοδήγηση και μερικές φορές η ταχεία αντιμετώπιση από τον ιατρό<br />
πρώτης γραμμής είναι θεμελιώδους σημασίας. Τα καρδιαγγειακά νοσήματα είναι αυτά που πιο συχνά θα αντιμετωπιστούν<br />
σε επίπεδο εξωτερικού ιατρείου. Ακολουθούν τα νεοπλάσματα, οι νευροψυχιατρικές διαταραχές, οι<br />
λοιμώξεις, ο σακχαρώδης διαβήτης, οι πνευμονοπάθειες, τα αιματολογικά νοσήματα, η χρόνια δυσκοιλιότητα και ο<br />
χρόνιος πόνος. Η μείωση της επάρκειας του ανοσοποιητικού συστήματος οδηγεί σε αυξημένη επίπτωση των λοιμώξεων<br />
στα άτομα της τρίτης ηλικίας. Η συχνότερη εντόπιση αφορά στο αναπνευστικό, το ουροποιητικό, το δέρμα και<br />
το πεπτικό σύστημα. Η χρόνια αναιμία είναι το κύριο αιματολογικό νόσημα που θα απασχολήσει το γενικό γιατρό<br />
ή τον παθολόγο, ενώ από τις παθήσεις του πεπτικού σωλήνα ιδιαίτερα συχνή είναι η χρόνια δυσκοιλιότητα και<br />
σπανιότερα η ισχαιμική κολίτιδα. Επίσης, η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια είναι μια πολύ συχνή πάθηση, η<br />
οποία συνήθως υποδιαγιγνώσκεται και υποθεραπεύεται. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 91-96, 2011.<br />
Λέξεις κλειδιά: πρωτοβάθμια φροντίδα, άτομα τρίτης ηλικίας, νοσήματα ηλικιωμένων<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />
Τα ηλικιωμένα άτομα, είτε λόγω της αυξημένης<br />
τους ευπάθειας είτε στα πλαίσια χρόνιων παθήσεων,<br />
παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά νοσηρότητας και ως<br />
εκ τούτου έχουν ιδιαίτερη ανάγκη για εξειδικευμένη,<br />
διαχρονική ιατρική φροντίδα. Αποτελούν τον κύριο<br />
όγκο των επισκέψεων στα ιατρεία της πρωτοβάθμιας<br />
περίθαλψης, χωρίς βέβαια να μπορεί να συνυπολογιστεί<br />
και η ανάγκη της κατ΄ οίκον αντιμετώπισης όταν<br />
η πρόσβασή τους στα ιατρεία δεν είναι εφικτή. Αν και
92<br />
Ιατρική φροντίδα ατόμων τρίτης ηλικίας στην πρωτοβάθμια περίθαλψη<br />
η πρωτογενής πρόληψη σπάνια μπορεί να εφαρμοστεί<br />
με την πρόοδο της ηλικίας, η δευτερογενής πρόληψη,<br />
η προσεκτική συνταγογράφηση, η σωστή καθοδήγηση<br />
και μερικές φορές η ταχεία αντιμετώπιση, είναι θεμελιώδους<br />
σημασίας 1 .<br />
Η ετερογένεια του πληθυσμού των ηλικιωμένων<br />
γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στους υγειονομικούς που<br />
έχουν επιφορτιστεί με την πρωτοβάθμια φροντίδα.<br />
Το φάσμα με το οποίο πρέπει να ασχοληθεί ο γιατρός<br />
είναι ιδιαίτερα ευρύ, ξεκινώντας από τον απλό<br />
προληπτικό εμβολιασμό έως τη σύνθετη αντιμετώπιση<br />
ενός ασθενούς με πολλαπλά προβλήματα και τη λήψη<br />
πολλών φαρμακευτικών σκευασμάτων. Σε κάθε περίπτωση<br />
είναι απαραίτητη η καταγραφή πλήρους ιστορικού<br />
και η λεπτομερής κλινική εξέταση. Οι ηλικιωμένοι,<br />
όχι σπάνια, είτε επειδή πάσχουν από αμνησία είτε<br />
γιατί δεν προβάλουν πλέον ως σημαντικά τα χρόνια<br />
νοσήματά τους, είναι δυνατόν να «αποκρύψουν» σημαντικά<br />
στοιχεία από το ιστορικό τους. Η αναφορά<br />
στα βιβλιάρια ασθενείας είναι απλή και δίνει πάντα<br />
χρήσιμες πληροφορίες ως προς τις παθήσεις, τη λαμβανόμενη<br />
φαρμακευτική αγωγή και τον εργαστηριακό<br />
έλεγχο, που μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο συγκριτικό<br />
στοιχείο. Αυτονόητα, ουσιώδης είναι και η ενημέρωση<br />
του βιβλιαρίου υγείας για κάθε νέα παρατήρηση. Τέλος,<br />
η επιβεβαίωση του ιστορικού από το οικογενειακό<br />
περιβάλλον ή το συνοδό του ασθενή είναι χρήσιμη 2 .<br />
Τα καρδιαγγειακά νοσήματα είναι αυτά τα οποία<br />
πιο συχνά θα αντιμετωπιστούν σε επίπεδο εξωτερικού<br />
ιατρείου. Ακολουθούν τα νεοπλάσματα, οι νευροψυχιατρικές<br />
διαταραχές, οι λοιμώξεις, ο σακχαρώδης<br />
διαβήτης, οι πνευμονοπάθειες, τα αιματολογικά νοσήματα,<br />
οι παθήσεις του θυρεοειδούς αδένα, η χρόνια<br />
δυσκοιλιότητα, οι διαταραχές της θρέψης, τα ουρολογικά<br />
προβλήματα και ο χρόνιος πόνος 3 .<br />
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΜΕΤΡΩΝ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ<br />
ΗΛΙΚΙΑ.<br />
Γενικότερα, σήμερα, ο διαχωρισμός της πρωτογενούς<br />
από τη δευτερογενή πρόληψη θεωρείται πως<br />
είναι σε μεγάλο βαθμό τεχνητός και απαιτεί πλήρη<br />
διερεύνηση όλων των πιθανών υποκλινικών βλαβών<br />
των οργάνων στόχων. Λόγω της μακράς έκθεσης των<br />
υπερηλίκων σε πολλούς και συχνά αδιάγνωστους<br />
βλαπτικούς παράγοντες, πρωτογενής πρόληψη σπάνια<br />
μπορεί να εφαρμοστεί. Παράλληλα, λόγω της συνήθους<br />
απουσίας στοιχείων από μεγάλες μελέτες σε<br />
ηλικιωμένους, θεωρείται αποδεκτό να ασκείται πολιτική<br />
δευτερογενούς πρόληψης χρησιμοποιώντας δεδομένα<br />
από μελέτες ασθενών νεώτερης ηλικίας 4 .<br />
Οι κλασσικοί παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου<br />
θεωρούνται και στην τρίτη ηλικία υπεύθυνοι για την<br />
αυξημένη νοσηρότητα και θνητότητα, στο βαθμό που<br />
αυτή δεν μπορεί να αποδοθεί στη φυσιολογική γήρανση.<br />
Ποσοστό περισσότερο από το 70% των ατόμων<br />
αυτών παρουσιάζουν αρτηριακή υπέρταση, ιδίως<br />
συστολική. Το ένα τρίτο από αυτούς δεν γνωρίζει πως<br />
είναι υπερτασικοί και περισσότεροι από τους μισούς<br />
παραμένουν αρρύθμιστοι. Γενικά οι οδηγίες αντιμετώπισης<br />
της υπέρτασης έως την ηλικία των 80 ετών είναι<br />
ίδιες με αυτές του γενικού πληθυσμού. Σε μεγαλύτερες<br />
ηλικίες η αγωγή διατηρείται μόνο εφόσον γίνεται<br />
καλά ανεκτή. Ο στόχος και στους υπερήλικες, με βάση<br />
τις νεώτερες αναθεωρημένες κατευθυντήριες οδηγίες<br />
της Ευρωπαϊκής Αντιυπερτασικής Εταιρίας, πρέπει να<br />
είναι για τη συστολική και τη διαστολική αρτηριακή<br />
πίεση το 140/90 mmHg, αν και αυτό είναι πιο δύσκολο<br />
να επιτευχθεί. Η ανθεκτικότητα της υπέρτασης στους<br />
ηλικιωμένους, ιδίως στις γυναίκες και η συχνή άρνηση<br />
των ιατρών και των ασθενών να συμμορφωθούν<br />
με τις οδηγίες, εξηγεί τα μεγάλα ποσοστά αστοχίας.<br />
Τα αποτελέσματα κάποιων μικρότερων μελετών έδειξαν<br />
πιθανή αύξηση της θνησιμότητας των υπερηλίκων<br />
από τη μείωση της συστολικής, κυρίως, αρτηριακής<br />
πίεσης σε χαμηλά επίπεδα. Για το σκοπό αυτό διενεργήθηκε<br />
η μελέτη HYVET (Hypertension in the very Elderly<br />
Trial) που έδειξε ευνοϊκά αποτελέσματα ως προς την<br />
πρόληψη των μειζόνων καρδιαγγειακών συμβαμάτων<br />
με τη χορήγηση αντιυπερτασικών σε υπερήλικες που<br />
παρακολουθήθηκαν για ενάμιση έτος. Η συμμετοχή,<br />
όμως, στη μελέτη αυτή υπερηλίκων χωρίς εκδηλώσεις<br />
καρδιαγγειακής νόσου δημιουργεί έντονο προβληματισμό<br />
στο κατά πόσο τα αποτελέσματα αυτά μπορεί<br />
να εφαρμοστούν στην κλινική πράξη. Σε κάθε περίπτωση,<br />
απαιτείται εξατομίκευση των οδηγιών και της<br />
χορηγούμενης αγωγής. Ουσιαστικά, όλα τα αντιυπερτασικά<br />
φάρμακα μπορούν να χορηγηθούν στα άτομα<br />
της τρίτης ηλικίας. Με βάση τους παθοφυσιολογικούς<br />
μηχανισμούς οι ηλικιωμένοι εμφανίζουν κυρίως αυξημένη<br />
αντίσταση στην αορτή και αύξηση της κεντρικής<br />
αρτηριακής πίεσης. Ίσως για αυτό το λόγο φάρμακα<br />
όπως τα διουρητικά και οι αναστολείς των διαύλων<br />
ασβεστίου θεωρούνται ως πρώτης γραμμής για τους<br />
ηλικιωμένους. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις διεγνωσμένης<br />
εγκεφαλοαγγειακής νόσου οι αναστολείς ασβεστίου<br />
πρέπει να προτιμώνται. Τα φάρμακα που αναστέλλουν<br />
τον άξονα ρενίνης- αγγειοτασίνης πρέπει να<br />
χορηγούνται με προσοχή για τον κίνδυνο ορθοστατισμού<br />
και επιβάρυνσης της νεφρικής λειτουργίας. Η
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 93<br />
έναρξη αγωγής πρέπει να γίνεται με συνδυασμό φαρμάκων<br />
σε προοδευτικά αυξανόμενη δόση. Ο έλεγχος<br />
των οργάνων στόχων θα γίνει μόνο εφόσον η γενική<br />
κατάσταση του ατόμου το επιτρέπει 5 .<br />
Ποσοστό άνω του 20% του γενικού πληθυσμού εμφανίζει<br />
σακχαρώδη διαβήτη (Σ.Δ.), σε ηλικία άνω των<br />
65 ετών. H ανάπτυξη του Σ.Δ. στις μεγάλες ηλικίες<br />
αποδίδεται στη μειωμένη ανοχή στη γλυκόζη και στη<br />
διαταραχή της έκκρισης της ινσουλίνης. Πολλοί είναι<br />
οι παράγοντες που έχουν ενοχοποιηθεί για τα παραπάνω,<br />
όπως η διαταραχή πρόσληψης γλυκόζης και<br />
σύνθεσης γλυκαγόνου από τους μυς του σκελετού, η<br />
μείωση με την πάροδο της ηλικίας της φυσικής δραστηριότητας<br />
του ατόμου και άρα της μυϊκής μάζας, η<br />
αύξηση της μάζας του λίπους και η χρήση φαρμάκων<br />
που προδιαθέτουν σε υπεργλυκαιμία. Στον αντίποδα,<br />
η άλλοτε άλλου βαθμού επιβάρυνση της νεφρικής<br />
λειτουργίας προδιαθέτει σε υπερινσουλινισμό και<br />
επιρρέπεια στην υπογλυκαιμία. Πολλές φορές η διάγνωση<br />
του Σ.Δ. γίνεται μετά από την εμφάνιση οξείας<br />
ή χρόνιας επιπλοκής του Σ.Δ. (διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια,<br />
διαβητικό πόδι, μη κετωσικό ή κετωσικό<br />
διαβητικό κώμα) ή στα πλαίσια κάποιας συστηματικής<br />
λοίμωξης. Η θεραπευτική αγωγή στους ηλικιωμένους<br />
διαβητικούς ασθενείς πρέπει να εφαρμόζεται με ιδιαίτερη<br />
προσοχή και να αρχίζει πάντα με μικρές δόσεις<br />
αντιδιαβητικών φαρμάκων λόγω του κινδύνου<br />
της υπογλυκαιμίας. Για την επιλογή του κατάλληλου<br />
σκευάσματος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι οι<br />
ηλικιωμένοι είναι δυνατόν να παραλείψουν γεύμα ή<br />
να λάβουν λανθασμένα μεγαλύτερη δόση και πως η<br />
αντίδρασή του οργανισμού τους στην υπογλυκαιμία<br />
είναι καθυστερημένη λόγω δυσλειτουργίας των αντιρροπιστικών<br />
ορμονικών μηχανισμών. Τα φάρμακα που<br />
προκαλούν συχνά υπογλυκαιμία είναι οι σουλφονυλουρίες<br />
και η ινσουλίνη. Τα διγουανίδια δεν πρέπει,<br />
σε γενικές γραμμές, να χορηγούνται σε άτομα ηλικίας<br />
άνω των 80 ετών λόγω του κινδύνου ανάπτυξης γαλακτικής<br />
οξέωσης. Δεδομένα από μελέτες για τα νεώτερα<br />
αντιδιαβητικά δισκία στους ηλικιωμένους δεν<br />
είναι διαθέσιμα. Ο συνυπολογισμός του προσδόκιμου<br />
επιβίωσης, της εκδήλωσης ή όχι επιπλοκών του διαβήτη<br />
και της ποιότητας ζωής του ασθενούς θα καθορίσουν<br />
την ανάγκη για εντατικοποίηση της αγωγής 6,7 .<br />
Στη μελέτη Framingham διαπιστώθηκε θετική συσχέτιση<br />
της υπερλιπιδαιμίας με τα καρδιαγγειακά επεισόδια<br />
στην τρίτη ηλικία, ενώ σε άλλες μικρότερες μελέτες<br />
δεν αποδείχτηκε κάποια συσχέτιση αν και σε μερικές<br />
υπήρχε ακόμα και αρνητική συσχέτιση. Σημαντικά<br />
οφέλη από τη θεραπεία με στατίνες σε περιπτώσεις<br />
υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου αναμένονται μέχρι<br />
την ηλικία των 80 ετών, χωρίς να θεωρείται εσφαλμένη<br />
η χορήγησή τους και σε μεγαλύτερες ηλικίες με βάση<br />
την ανοχή και το προσδόκιμο επιβίωσης. Στους ηλικιωμένους<br />
χωρίς ευρήματα αθηροθρομβωτικής νόσου<br />
συνιστάται η μη φαρμακευτική αντιμετώπιση 8 .<br />
Η προληπτική φροντίδα των ηλικιωμένων δεν πρέπει<br />
να εξαντλείται στην προσπάθεια μείωσης του<br />
καρδιαγγειακού κινδύνου. Η ευπάθεια στις λοιμώξεις<br />
μπορεί εν μέρει να περιορισθεί με την εφαρμογή προσαρμοσμένου<br />
προγράμματος εμβολιασμού από τους<br />
ιατρούς πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Πέραν από<br />
τον ευρέως διαδεδομένο ετήσιο αντιγριππικό εμβολιασμό,<br />
που πρέπει να γίνεται σε όλα τα άτομα άνω<br />
των 65 ετών επί απουσίας σημαντικής ανοσοκαταστολής,<br />
απαραίτητος θεωρείται ο εμβολιασμός έναντι<br />
του πνευμονιοκόκκου και η αναμνηστική δόση έναντι<br />
του τετάνου. Για την πρόληψη των νεοπλασμάτων<br />
θεωρείται απαραίτητη η μαστογραφία στις γυναίκες,<br />
η οποία πρέπει να γίνεται κάθε 2 έτη, ενώ μετά την<br />
ηλικία των 75 ετών θεωρείται δόκιμος και ο προληπτικός<br />
έλεγχος του καρκίνου του παχέος εντέρου 9 . Η<br />
νοητική επάρκεια του ασθενούς ελέγχεται εύκολα και<br />
με ασφάλεια με τη χρήση απλών ερωτηματολογίων, τα<br />
οποία δεν απαιτούν περισσότερα από λίγα λεπτά της<br />
ώρας για να εφαρμοσθούν. Επί εμφάνισης αμνησίας ή<br />
ανοϊκών διαταραχών θα πρέπει να ζητηθεί λεπτομερέστερο<br />
ιστορικό με τη χρήση ειδικότερων ερωτηματολογίων<br />
από νευρολόγο ή ψυχίατρο 10 .<br />
ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΗΛΙΚΙΑ<br />
Η μείωση της επάρκειας του ανοσοποιητικού συστήματος<br />
στα άτομα της τρίτης ηλικίας οδηγεί αναπόφευκτα<br />
σε αυξημένη επίπτωση των λοιμώξεων. Οι λοιμώξεις<br />
αυτές στην πλειονότητα των περιπτώσεων θα<br />
πρέπει να αντιμετωπιστούν σε επίπεδο πρωτοβάθμιας<br />
περίθαλψης. Οι συχνότερες εντοπίσεις αφορούν<br />
στο αναπνευστικό (γριππώδεις συνδρομές, πνευμονία,<br />
φυματίωση), το ουροποιητικό (ουρολοιμώξεις, χρόνια<br />
βακτηριακή προστατίτιδα), το δέρμα (κυτταρίτιδα,<br />
έρπης ζωστήρ) και το πεπτικό σύστημα (οξεία χολοκυστίτις,<br />
εκκολπωματίτις). Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται<br />
στις λοιμώξεις του κεντρικού νευρικού συστήματος, οι<br />
οποίες μπορεί να διαλάθουν της προσοχής στις περιπτώσεις<br />
που η έκπτωση του επιπέδου συνείδησης<br />
δεν μπορεί να αξιολογηθεί. Η αντιμετώπιση θα πρέπει<br />
να γίνεται αιτιολογικά με ορθολογιστική χρησιμοποίηση<br />
των αντιβιοτικών. Η επιλογή πρέπει να γίνεται
94<br />
Ιατρική φροντίδα ατόμων τρίτης ηλικίας στην πρωτοβάθμια περίθαλψη<br />
λαμβάνοντας υπόψη την οδό απέκκρισης του φαρμάκου,<br />
γνωρίζοντας πως κάποια φάρμακα απαιτούν εκ<br />
προοιμίου μείωση της δοσολογίας στις μεγάλες ηλικίες.<br />
Παράλληλα, οι ηλικιωμένοι, όπως και τα βρέφη, είναι<br />
ιδιαίτερα επιρρεπή στην ανάπτυξη εντεροκολίτιδας<br />
από αντιβιοτικά και η συγχορήγηση προβιοτικών είναι<br />
απαραίτητη, ιδιαίτερα όταν η διάρκεια της αντιμικροβιακής<br />
αγωγής παρατείνεται. Επιπλέον, πρέπει πάντα<br />
να λαμβάνεται υπόψη πως οι ηλικιωμένοι στερούνται<br />
αντιρροπιστικών μηχανισμών και είναι δυνατόν να<br />
παρουσιάσουν ταχέως γενίκευση της λοίμωξης με ραγδαία<br />
επιδείνωση της γενικής τους κατάστασης 10-13 .<br />
ΑΙΜΑΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΗΛΙΚΙΑ<br />
Αν και με την πρόοδο των ετών αναμένεται πτώση<br />
της τιμής του αιματοκρίτη, σαν αποτέλεσμα κυρίως<br />
της γήρανσης του μυελού των οστών, σπάνια<br />
θα μπορούσε μια ενδεχόμενη αναιμία να αποδοθεί<br />
σε φυσιολογικά αίτια. Αντίθετα, οι ηλικιωμένοι, έχουν<br />
συνήθως πολλούς παράγοντες που προδιαθέτουν σε<br />
αναιμία. Λήψη φαρμάκων, νεοπλάσματα, δυσπλασίες<br />
του μυελού, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και χρόνια<br />
φλεγμονώδη νοσήματα είναι οι πλέον συνήθεις υποκρυπτόμενες<br />
αιτίες που πρέπει να διερευνηθούν. Από<br />
τα φάρμακα που προκαλούν αναιμία, αν και τα συνηθέστερα<br />
είναι φυσικά τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη<br />
μέσω μηχανισμού χρόνιας απώλειας αίματος,<br />
δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός πως πληθώρα<br />
άλλων φαρμάκων προκαλούν δυνητικά αναιμία<br />
λόγω απλαστικής δράσης στο μυελό ή αυτοάνοσης<br />
αιμολυτικής αναιμίας. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις μακροκυττάρωσης,<br />
αν και σε ηλικιωμένους πάντα εγκυμονεί<br />
ο κίνδυνος να υποκρύπτεται μυελοδυσπλασία<br />
ή υποθυρεοειδισμός, αυτή συχνά οφείλεται στη λήψη<br />
φαρμάκων όπως αντιεπιληπτικών, αντιβιοτικών ή<br />
ανοσοτροποποιητικών 14 . Οι διαταραχές των άλλων<br />
αιμοποιητικών σειρών αντιμετωπίζονται ουσιαστικά<br />
όπως και στις μικρότερες ηλικίες. Η παραπομπή του<br />
ασθενούς σε αιματολόγο θα γίνει με βάση την επιμονή<br />
της αιματολογικής εικόνας, τον αποκλεισμό προφανών<br />
αιτίων και το προσδόκιμο επιβίωσης. Ιδιαίτερα ο<br />
έλεγχος της σιδηροπενικής αναιμίας και ειδικότερα ο<br />
έλεγχος του γαστρεντερικού συστήματος, που απαιτεί<br />
τη συνεργασία του ασθενούς, μπορεί να αναβληθεί<br />
όταν υπάρχει προφανής εστία απώλειας αίματος,<br />
όπως για παράδειγμα αιμορροϊδοπάθεια, διαφραγματοκήλη,<br />
εκκολπωμάτωση, λήψη σαλικυλικών κλπ. και<br />
να εκτελεστεί όταν η δοκιμαστική χορήγηση σιδήρου<br />
μετά την απομάκρυνση του αιτίου αποτύχει. Η ερυθροποιητίνη<br />
πρέπει να χορηγείται μόνο με βάση τις<br />
ενδείξεις σε περιπτώσεις χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας,<br />
μυελοδυσπλασίας και άλλων νοσημάτων, όπου<br />
απαιτείται η γνωμοδότηση αιματολόγου 15 .<br />
ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΠΤΙΚΟ ΣΩΛΗΝΑ<br />
ΙΣΧΑΙΜΙΑ ΕΝΤΕΡΟΥ<br />
Πολλές φορές οι ηλικιωμένοι προσέρχονται στο<br />
εξωτερικό ιατρείο αναφέροντας χρόνιο κοιλιακό άλγος.<br />
Αν και από το ιστορικό μπορεί να προκύψει συσχέτιση<br />
με τις ώρες των γευμάτων, τέτοια η οποία θα<br />
κατευθύνει είτε προς το πεπτικό έλκος (άλγος πείνας)<br />
είτε προς την ισχαιμική νόσο του εντέρου (έντονο συσφικτικό<br />
άλγος μία ώρα περίπου μετά από τα γεύματα),<br />
ο κανόνας είναι τα συμπτώματα να είναι αμβληχρά<br />
και ο ασθενής να μην μπορεί να δώσει σαφείς<br />
πληροφορίες. Παράλληλα, στις περισσότερες περιπτώσεις<br />
συνυπάρχουν παθήσεις που θα μπορούσαν<br />
εύκολα να αποπροσανατολίσουν το γιατρό, όπως<br />
παλαιές επεμβάσεις με πιθανή ανάπτυξη συμφύσεων<br />
και ατελούς ειλεού, σακχαρώδης διαβήτης, χρόνια<br />
δυσκοιλιότητα, λήψη καθαρκτικών ή αντιβιοτικών κλπ.<br />
Αντικειμενικά ευρήματα θα υπάρχουν μόνο στην περίπτωση<br />
της οξείας θρόμβωσης ή εμβολής, οπότε ο<br />
ασθενής εκτός από το έντονο άλγος θα παρουσιάζει<br />
και εικόνα ειλεού με θετική δακτυλική εξέταση για αιμορραγία.<br />
Στις υπόλοιπες περιπτώσεις δεν υπάρχουν<br />
καθοδηγητικά συμπτώματα και ο γιατρός θα πρέπει<br />
να υποπτευτεί τη νόσο από τη χρονιότητα και την<br />
επιμονή του άλγους, ιδιαίτερα σε ασθενείς με κολπική<br />
μαρμαρυγή ή ευρήματα αθηροθρομβωτικής νόσου σε<br />
άλλες θέσεις. Με βάση την ηλικία και το προσδόκιμο<br />
θα πρέπει να συσταθεί ενδοσκόπηση του κατωτέρου<br />
πεπτικού και υπερηχογραφικός ή και αγγειογραφικός<br />
έλεγχος των αγγείων του μεσεντερίου 16 .<br />
ΧΡΟΝΙΑ ΔΥΣΚΟΙΛΙΟΤΗΤΑ<br />
Γενικά υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε αυτό που ο<br />
ασθενής μπορεί να αναφέρει ως αίσθημα ατελούς ή<br />
καθυστερημένης κένωσης και σε αυτό που ο ιατρός<br />
θα ορίσει ως δυσκοιλιότητα. Σε γενικές γραμμές, περισσότερη<br />
βαρύτητα θα πρέπει να δίνεται στις περιπτώσεις<br />
αλλαγών των συνηθειών του εντέρου, ιδίως<br />
όταν αυτές δεν μπορούν να αποδοθούν σε φαρμακευτικά<br />
ή άλλα προφανή αίτια. Η φυσιολογική συχνότητα<br />
των εντερικών κινήσεων είναι πάνω από τρεις<br />
ανά λεπτό και των κενώσεων από τρεις ημερησίως<br />
έως τρεις εβδομαδιαίως. Τα συχνότερα αίτια χρόνιας
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 95<br />
δυσκοιλιότητας σε υγιείς ηλικιωμένους είναι η χρόνια<br />
καταστολή του γαστροκολικού αντανακλαστικού, η<br />
λήψη φαρμάκων με αντιχολινεργική δράση, η χρόνια<br />
ακινησία, η κατάθλιψη, η νόσος του Parkinson, ο υποθυρεοειδισμός<br />
και η υπερασβεστιαιμία. Αν και οι δύο<br />
στους τρεις ηλικιωμένους αναφέρουν τουλάχιστον<br />
μια κένωση ημερησίως, ο ένας στους τρεις κάνει χρήση<br />
καθαρκτικών, ποσοστό το οποίο θα ήταν σαφώς<br />
μικρότερο αν κατανάλωναν γεύματα πλουσιότερα σε<br />
άπεπτες φυτικές ίνες 17 .<br />
ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ<br />
ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟΦΡΑΚΤΙΚΗ ΠΝΕΥΜΟΝΟΠΑΘΕΙΑ<br />
Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ)<br />
αποτελεί μια πολύ συχνή αλλά υποεκτιμημένη κατάσταση<br />
στους ηλικιωμένους, που συχνά υποθεραπεύεται<br />
προκαλώντας μεγάλη αύξηση της νοσηρότητας και<br />
θνησιμότητάς τους. Αν αποκλειστούν τα εξωπνευμονικά<br />
αίτια, όπως η αναιμία, η συμφορητική καρδιακή<br />
ανεπάρκεια και η βρογχοπνευμονία από εισρόφηση,<br />
η ΧΑΠ με τις υποκατηγορίες της παραμένει το κύριο<br />
αίτιο χρόνιας δύσπνοιας και η τέταρτη βασική αιτία<br />
θανάτου σε ηλικιωμένους στις ΗΠΑ, ανεξαρτήτως φύλου.<br />
Η παρουσία άλλων νοσημάτων, ο βαθμός και η<br />
αναστρεψιμότητα της απόφραξης, καθώς και η συχνότητα<br />
των επιλοιμώξεων θα καθορίσουν τη συνολική<br />
πρόγνωση. Με βάση τις Αμερικάνικες κατευθυντήριες<br />
οδηγίες, ασθενείς με βελτίωση της FEV 1<br />
περισσότερο<br />
από 15% και του εκπνεόμενου όγκου περισσότερο<br />
από 200 ml μετά τη βρογχοδιαστολή, θα ωφεληθούν<br />
περισσότερο από την αγωγή με σαφή βελτίωση της<br />
ποιότητας ζωής τους. Ο βασικός λόγος που η νόσος<br />
υποδιαγιγνώσκεται και συνεπώς υποθεραπεύεται,<br />
είναι ότι οι υπερήλικες έχουν συνήθως μειωμένο<br />
το αίσθημα της δύσπνοιας, ιδιαίτερα της δύσπνοιας<br />
προσπαθείας λόγω της συχνά περιορισμένης φυσικής<br />
τους δραστηριότητας. Επίσης, ο χρόνιος ήπιος βήχας<br />
αποδίδεται συχνά σε άλλες αιτίες, όπως για παράδειγμα<br />
στη λήψη αναστολέων του μετατρεπτικού ενζύμου<br />
ή σε γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση. Τη νόσο<br />
θα πρέπει να την υποπτευτεί ο γιατρός με βάση κυρίως<br />
το ιστορικό καπνίσματος και τα ευρήματα της<br />
αντικειμενικής εξέτασης, ενώ θα την επιβεβαιώσει με<br />
τη σπιρομέτρηση και τα αποτελέσματα των αερίων<br />
αίματος. Η διακοπή του καπνίσματος κρίνεται επιτακτική<br />
και η χρήση όλων των βοηθητικών μεθόδων<br />
απόλυτα δικαιολογημένη. Τα εισπνεόμενα αντιχολινεργικά<br />
θεωρούνται ως πρώτης γραμμής θεραπεία,<br />
με τους β 2<br />
-διεγέρτες να χρησιμοποιούνται κυρίως<br />
στους παροξυσμούς. Τα εισπνεόμενα ή και τα από<br />
του στόματος κορτικοειδή, καθώς και οι αναστολείς<br />
των λευκοτριενών χορηγούνται όταν υπάρχει έντονο<br />
ασθματικό στοιχείο, αν και σε αυτές τις περιπτώσεις<br />
θα πρέπει πάντα να αποκλείονται τα καρδιογενή αίτια.<br />
Η χορήγηση αντιβιοτικών θα πρέπει να γίνεται με<br />
προσοχή και λαμβάνοντας πάντα υπόψη τον κίνδυνο<br />
ανάπτυξης αντοχής και στα νεώτερα φάρμακα, όπως<br />
τις αναπνευστικές κινολόνες. Η προληπτική χορήγηση<br />
πρέπει γενικά να αποφεύγεται 18-20 .<br />
ΒιβλιογραφΙα.<br />
1. Toseland RW, O’Donnell JC, Engelhardt JB, Hendler<br />
SA, Richie JT, Jue D. Outpatient geriatric evaluation<br />
and management. Results of a randomized trial. Med<br />
Care 1996;34:624-40.<br />
2. U.S. Preventive Services Task Force. Guide to clinical<br />
preventive services: report of the U.S. Preventive<br />
Services Task Force. 2d ed. Baltimore: Williams &<br />
Wilkins, 1996.<br />
3. Tinetti ME, Fried T. The end of the disease era. Am<br />
J Med. 2004;116(3):179-185.<br />
4. Reuben DB. Medical care for the final years of life:<br />
“when you’re 83, it’s not going to be 20 years.”<br />
JAMA. 2009;302(24):2686-2694.<br />
5. Επανεκτίμηση των κατευθυντήριων οδηγιών για<br />
την αρτηριακή υπέρταση του έτους 2009, της<br />
Ευρωπαϊκής Εταιρίας Υπέρτασης και της Ευρωπαϊκής<br />
Εταιρίας Καρδιολογίας από την Ομάδα<br />
Εργασίας της Ευρωπαϊκής Εταιρίας Υπέρτασης.<br />
Αρτηριακή Υπέρταση 2009;18, 2-3:85-133.<br />
6. lson DE, Norris SL. Diabetes in older adults. Overview<br />
of AGS guidelines for the treatment of diabetes<br />
mellitus in geriatric populations. Geriatrics<br />
2004;59:18-24.<br />
7. European Diabetes Working Party for Older People<br />
2001-2004. Clinical guidelines for type 2 diabetes<br />
mellitus. May 2004.<br />
8. Schraeder C, Fraser C, Clark I, Newcomer R, Stoll<br />
J, Krock C, et al. The effect of primary care management<br />
on lipids testing and LDL-C control of elderly<br />
patients with comorbidities. Prof Case Manag.<br />
2009;14(2):84-95.<br />
9. Huan J. Chang, MD. Preventive Care for Older<br />
Adults. JAMA, December 2009; 302: 24.<br />
10. Castle SC. Clinical relevance of age-related immune<br />
dysfunction. Clin Infect Dis. 2000;31:578–585.<br />
11. Norman DC. Predisposing factors to infection. In:
96<br />
Ιατρική φροντίδα ατόμων τρίτης ηλικίας στην πρωτοβάθμια περίθαλψη<br />
Yoshikawa TT, Norman DC, eds. Infectious Disease<br />
in theAging: A Clinical Handbook. Totowa, NJ: Humana<br />
Press; 2001:7–12.<br />
12. Yoshikawa TT, Norman DC. Aging and Clinical<br />
Practice:Infectious Diseases. Diagnosis and Treatment.<br />
New York:Igaku-Shoin; 1987.<br />
13. Yoshikawa TT, Norman DC. Infectious Diseases in<br />
theAging: A Clinical Handbook. Totowa, NJ: Humana<br />
Press; 2001.<br />
14. Lipschitz DA, Mitchell CO, Thompson C. The anemia<br />
of senescence. Am J Hematol. 1981;11:47–54.<br />
15. Kaufman DW. Drugs in the aetiology of agranulocytosis<br />
and aplastic anemia. Eur J Haematol Suppl.<br />
1996;60:23–30.<br />
16. Williams L. Mesenteric ischemia. Surg Clin N Am.<br />
1988;68:331.<br />
17. Wilson JAP. Constipation in the elderly. Clin Geriatr<br />
Med.1999;15:499–510.<br />
18. BTS guidelines for the management of chronic obstructive<br />
pulmonary disease. Thorax. 1997;52(suppl<br />
5):510–528.<br />
19. Chan ED, Welsh CH. Geriatric respiratory medicine.<br />
Chest.1998;114:1707–1733.<br />
20. Scanlon PD, Cannett JE,Waller LA, et al. Smoking<br />
cessation and lung function in mild-to-moderate<br />
chronic obstructive pulmonary disease. Am J Respir<br />
Crit Care Med. 2000;161:381–390.
Κλινική αντιμετώπιση γηριατρικών ασθενών<br />
ΒΑ Σεβαστιανός<br />
Επιμελητής Β’, Δ’ Παθολογικό Τμήμα και Μονάδα Παθολογικής Αγγειολογίας, Γ.Ν.Α «Ο Ευαγγελισμός»<br />
SUMMARY<br />
SEVASTIANOS AV. Managing aged people in the hospital. Aging is accompanied by an overall reduction of the principal<br />
mechanisms of homeostasis and adaptation to the environment often resulting in the simultaneous appearance of<br />
several diseases in the same person. Therefore, in the everyday clinical practice physicians are continuously dealing with<br />
multimorbid aged people. Additionally, hospital care is a critical issue for older patients and hospitalization heralds a period<br />
of high risk extending beyond hospital discharge, especially for the frail persons. The high morbidity and mortality of<br />
elderlies and the often atypical presentation of common diseases among them requires physicians’ awareness and a high<br />
degree of readiness for an effective and factual management. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 97-107, 2011<br />
Key words: aging, illness, management, changes, syndromes<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Η γήρανση συνοδεύεται από τη συνολική έκπτωση των μηχανισμών προσαρμογής και ομοιοστασίας, με αποτέλεσμα<br />
την ταυτόχρονη ανεύρεση συνήθως περισσότερων των δύο εξελικτικών παθολογιών σε ένα υπερήλικο<br />
άτομο. Το γεγονός αυτό χαρακτηρίζει την κλινική άσκηση της ιατρικής και κυρίως της παθολογίας στα άτομα<br />
προχωρημένης ηλικίας. Η νοσοκομειακή νοσηλεία των γηραιότερων ασθενών συχνά προαναγγέλλει μια περίοδο<br />
υψηλού κινδύνου. Στους ασθενείς αυτούς, πολλά νοσήματα μπορεί να μην εκφραστούν με τις συνήθεις κλινικές<br />
τους εκδηλώσεις, δεδομένων και των φυσιολογικών μεταβολών του οργανισμού των ασθενών που σχετίζονται<br />
με την ηλικία και έχουν σημαντικές κλινικές επιπτώσεις. Αντ’ αυτού, σε αρκετούς ηλικιωμένους μπορεί να αναγνωριστούν<br />
περισσότερα του ενός μη ειδικά κλινικά σύνδρομα, ως αποτέλεσμα πολλαπλών συνυπαρχουσών<br />
διαταραχών ή/και οργανικών ανεπαρκειών. Τα υψηλά ποσοστά νοσηρότητας και θνητότητας των ηλικιωμένων<br />
ασθενών καθώς και η άτυπη κλινική έκφραση των συνήθων νοσημάτων στα άτομα αυτά απαιτεί την ευαισθητοποίηση<br />
και την υψηλού βαθμού ετοιμότητα από την πλευρά του Παθολόγου ιατρού για την ορθή και αποτελεσματική<br />
αντιμετώπισή τους. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 97-107, 2011.<br />
Λέξεις κλειδιά: γήρανση, νόσος, αντιμετώπιση, μεταβολές, σύνδρομα<br />
1. ΕισαγωγΗ.<br />
Η δημογραφική γήρανση έχει ως βάση της δυο κύρια<br />
γενεσιουργά αίτια, αφενός την πτώση της γεννητικότητας<br />
και αφετέρου την αύξηση του προσδόκιμου<br />
επιβίωσης, στην οποία οφείλεται και η πραγματική γήρανση<br />
του πληθυσμού, σε αντιδιαστολή με τη σχετική<br />
ή στατιστική γήρανση, δηλαδή την ελάττωση της εκατοστιαίας<br />
αναλογίας των ατόμων νεαρής ηλικίας (1).<br />
Η γήρανση αποτελεί μια αναπόφευκτη διεργασία για<br />
κάθε βιολογικό φαινόμενο και αντιστοιχεί στην έκφραση<br />
του νόμου της εντροπίας σε βιολογικό επίπεδο. Συνοδεύεται<br />
δε από τη συνολική έκπτωση των μηχανισμών<br />
προσαρμογής και ομοιοστασίας, με αποτέλεσμα τη διαφορική<br />
γήρανση για τα όργανα του ιδίου οργανισμού<br />
και με τελική έκφραση την εμφάνιση πολυπαθολογίας,<br />
δηλαδή την ταυτόχρονη ανεύρεση περισσότερων των<br />
δύο εξελικτικών παθολογιών σε ένα υπερήλικο άτομο.<br />
Το τελευταίο χαρακτηρίζει την κλινική άσκηση της ιατρικής<br />
στα άτομα προχωρημένης ηλικίας (2, 3).<br />
Η ταυτόχρονη έκπτωση της λειτουργίας πολλών<br />
οργανικών συστημάτων σε συνδυασμό με τη μείωση ή<br />
εξαφάνιση των βιολογικών, ψυχολογικών και οικονομι-
98<br />
Κλινική αντιμετώπιση γηριατρικών ασθενών<br />
κών - κοινωνικών εφεδρειών δημιουργούν ένα ιδιαίτερο<br />
ψυχοβιολογικό περιβάλλον για το ηλικιωμένο άτομο.<br />
Μέσα στο συγκεκριμένο περιβάλλον το κλασσικό παστοριανό<br />
(Pasteur) σχήμα ιατρικής προσέγγισης, μια αιτιολογία,<br />
ένα είδος ανατομικής βλάβης/ων, ειδικά νοσολογικά<br />
σημεία και συμπτώματα, διάγνωση, θεραπευτική<br />
αγωγή φαίνεται αρκετά περιοριστικό. Επιπροσθέτως,<br />
μια ακόμη επίπτωση της πολυπαραγοντικής αιτιοπαθογένειας<br />
που κρύβεται πίσω από πολλές οξείες<br />
ή χρόνιες νόσους των ηλικιωμένων ασθενών, είναι η<br />
συχνότερη εμφάνιση άτυπων κλινικών εικόνων (3).<br />
Τα άτομα αυτής της ηλικίας αποτελούν έναν συνεχώς<br />
αυξανόμενο πληθυσμό ασθενών που απασχολεί<br />
τα τμήματα επειγόντων περιστατικών των νοσοκομείων<br />
(Πίνακας 1). Όχι σπάνια εμφανίζουν άτυπη<br />
συμπτωματολογία ή σημειολογία και πολλαπλή συνοσηρότητα,<br />
που συχνά επιπλέκει τη διαγνωστική και<br />
θεραπευτική προσέγγιση. Μετά την αρχική τους αξιολόγηση<br />
συχνά επιστρέφουν εκ νέου στο τμήμα επειγόντων,<br />
με βαρύτερη αυτή τη φορά κλινική εικόνα, για την<br />
οποία θα απαιτηθεί η άμεση νοσηλεία τους. Η αρχική<br />
επιπολής εκτίμηση και η εν συνεχεία απώλεια κρίσιμου<br />
χρόνου συνεπάγονται αρνητική εξέλιξη ή ακόμη και<br />
θάνατο. Επιπροσθέτως, η κλινική έκβαση των ηλικιωμένων<br />
εξαρτάται από τη λειτουργική τους κατάσταση,<br />
τη συνοσηρότητα, την ηλικία, τη συνολική κοινωνική και<br />
περιβαλλοντική υποστήριξη, την πολυφαρμακία, το νοητικό<br />
επίπεδο και την παρουσία ή όχι ψυχικής νόσου,<br />
με συχνότερη εκφρασή της την κατάθλιψη (4-6).<br />
Επίσης, πρέπει να σημειωθεί, ότι αρκετοί ιατροί<br />
του τμήματος επειγόντων δεν έχουν εκπαιδευτεί στην<br />
εξειδικευμένη αντιμετώπιση που απαιτείται για τους<br />
γηριατρικούς ασθενείς. Συχνά η ταυτοποίηση μιας παθολογίας<br />
δεν είναι αρκετά περιγραφική για την ακριβή<br />
αξιολόγησή τους, ενώ συχνά στην κλινική πράξη υπογραμμίζεται<br />
η έλλειψη άνεσης στην προσέγγιση και το<br />
χειρισμό ατόμων προχωρημένης ηλικίας (4).<br />
2. Επιδημιολογικα δεδομενα.<br />
Γενικά, οι ηλικιωμένοι ασθενείς αντιπροσωπεύουν<br />
το 12% έως 24% του συνόλου των ασθενών που επισκέπτονται<br />
τα τμήματα επειγόντων περιστατικών των<br />
νοσοκομείων, ενώ τα τελευταία χρόνια ο ρυθμός προσέλευσής<br />
τους φαίνεται να ακολουθεί αυξητική τάση.<br />
Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στις Ηνωμένες Πολιτείες<br />
της Αμερικής, η επισκεψιμότητα των ασθενών ηλικίας<br />
65 έως 74 ετών στα τμήματα επειγόντων αυξήθηκε κατά<br />
34% μεταξύ των ετών 1993 και 2003. Επίσης, κατά τη<br />
διάρκεια του 2006, ο ετήσιος ρυθμός επισκεψιμότητας<br />
των αντιστοίχων τμημάτων ήταν 49/100 για άτομα άνω<br />
των 65 ετών και 60/100 για άτομα ηλικίας άνω των 75<br />
ετών, σε σύγκριση με το αντίστοιχο ρυθμό επισκεψιμότητας,<br />
41/100, που εκφράζει το γενικό πληθυσμό (6, 7).<br />
Πράγματι, οι ηλικιωμένοι ασθενείς χρήζουν συχνότερα<br />
επείγουσας νοσοκομειακής αντιμετώπισης, η<br />
οποία συνεπάγεται σοβαρότερες και πιο ολοκληρωμένες<br />
ιατρικές παρεμβάσεις, ενώ συχνότερα προσέρχονται<br />
με ασθενοφόρο και παραμένουν για μακρότερα<br />
χρονικά διαστήματα στα τμήματα επειγόντων,<br />
προκειμένου να ολοκληρωθεί ο έλεγχος και να λάβουν<br />
ιατρικές οδηγίες. Επίσης, έχουν 2,5 έως 4,6 φορές υψηλότερο<br />
κίνδυνο για νοσηλεία και πενταπλάσιο συνολικό<br />
κίνδυνο για εισαγωγή σε μια μονάδα εντατικής<br />
θεραπείας προκειμένου να σταθεροποιηθούν, ενώ δεν<br />
είναι σπάνιες οι περιπτώσεις μη αναγνώρισης των<br />
κύριων κλινικών προβλημάτων τους με συνέπεια την<br />
εσφαλμένη ιατρική διάγνωση (7, 8).<br />
Η νοσοκομειακή περίθαλψη αποτελεί μια κρίσιμη<br />
περίοδο της ζωής των ασθενών της τρίτης ηλικίας ,<br />
δεδομένου ότι η ίδια η νοσηλεία τους υποδηλώνει υψηλό<br />
κίνδυνο, που για τα πιο αδύναμα και γηραιότερα<br />
άτομα εκτείνεται σημαντικά πέραν του εξιτηρίου τους<br />
από τη νοσηλευτική μονάδα. Επιπλέον, τα ηλικιωμένα<br />
άτομα αποτελούν την πλειοψηφία των ασθενών του<br />
κάθε νοσοκομείου, αν εξαιρέσουμε τις υποδομές υγείας<br />
που προορίζονται αποκλειστικά για μαιευτική ή παιδιατρική<br />
φροντίδα. Πράγματι, άτομα ηλικίας 65 ετών και<br />
άνω, αποτελούν το 36% των εισαγωγών στο νοσοκομείο,<br />
ενώ το 50% των εσόδων των νοσοκομείων προέρχεται<br />
από αυτούς, ακόμη και αν αποτελούν μόνο<br />
το 13% του γενικού πληθυσμού. Σχεδόν το 66% των<br />
Αμερικανών θα καταλήξει σε ένα νοσοκομείο, ενώ περισσότερο<br />
από 80% των θανάτων αφορά στα άτομα<br />
ηλικίας 65 ετών ή μεγαλύτερα. Το τελευταίο έτος της<br />
ζωής τους, όλοι σχεδόν οι ηλικιωμένοι Αμερικανοί νοσηλεύονται,<br />
αντιπροσωπεύοντας περίπου το 20% του<br />
συνόλου των δαπανών για ιατρική φροντίδα (7, 9).<br />
Οι ενδεχόμενες επιβλαβείς επιδράσεις της νοσηλείας<br />
σχετίζονται άμεσα με την ηλικία. Η απώλεια της<br />
ικανότητας αυτοεξυπηρέτησης (15%, 30% και 45% των<br />
ασθενών στις ηλικίες 70, 80 και 90 ετών αντίστοιχα),<br />
αλλά και τα ποσοστά θνησιμότητας κατά τη νοσηλεία<br />
στο νοσοκομείο αυξάνονται αναλογικά με την πρόοδο<br />
της ηλικίας. Ανεπιθύμητες ενέργειες αναγνωρίζονται<br />
στο 4% του συνόλου των νοσηλευομένων ασθενών,<br />
ενώ το 25% από αυτές αποδίδεται σε ιατρική αμέλεια,<br />
ποσοστό ιδιαίτερα σημαντικό αν αναλογιστούμε ότι<br />
οι ανεπιθύμητες ενέργειες συμβαίνουν με διπλάσια
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 99<br />
συχνότητα στους ηλικιωμένους ασθενείς. Επίσης, προβλέψιμες<br />
ανεπιθύμητες ενέργειες εμφανίζονται στο 5%<br />
των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω συγκριτικά με το<br />
2% των αντιστοίχων περιπτώσεων που καταγράφονται<br />
σε νεότερης ηλικίας ασθενείς (7, 10).<br />
Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί, ότι η παροχή<br />
ιατρικής φροντίδας σε ηλικιωμένους ασθενείς στα<br />
πλαίσια μονάδων ημερήσιας νοσηλείας, ενδεχομένως<br />
μειώνει το ποσοστό εκείνων για τους οποίους απαιτείται<br />
μακροχρόνια παραμονή στο νοσοκομείο. Όμως,<br />
δεν φαίνεται να υπερτερεί έναντι των άλλων πολυπαραγοντικών<br />
προσεγγίσεων, όπως η παροχή νοσηλευτικής<br />
φροντίδας στο σπίτι (11).<br />
3. ΚλινικΗ σημασΙα<br />
Η Κλινική σημασία των κυριότερων φυσιολογικών<br />
μεταβολών στην προχωρημένη ηλικία και οι επιπτώσεις<br />
τους στην κλινική πράξη.<br />
3.1 Καρδιαγγειακό σύστημα.<br />
Η εκτίμηση της καρδιαγγειακής λειτουργίας ασθενών<br />
προχωρημένης ηλικίας είναι εξαιρετικά δυσχερής,<br />
κυρίως λόγω της αυξημένης επίπτωσης της ισχαιμικής<br />
καρδιοπάθειας στα άτομα αυτά. Η κυριότερη ανατομική<br />
μεταβολή στην καρδιά, που σχετίζεται στενά με<br />
την ηλικία, χαρακτηρίζεται από την αύξηση του ποσοστού<br />
του συνδετικού ιστού στον ινώδη σκελετό της<br />
καρδιάς, στο μυοκάρδιο και στις βαλβίδες. Παράλληλα,<br />
παρατηρείται άθροιση λιποφουσκίνης μεταξύ των μυοκαρδιακών<br />
ινών, εναπόθεση αμυλοειδούς και μείωση<br />
της ελαστικότητας των μεγάλων αγγείων, όπως της<br />
αορτής και των κύριων κλάδων αυτής.<br />
Κατά την κλινική εξέταση των ηλικιωμένων ατόμων<br />
συχνά διαπιστώνεται ελάχιστη μείωση της καρδιακής<br />
συχνότητας στην ηρεμία και μέγιστη αύξηση αυτής<br />
στην κόπωση, γεγονός που πιθανώς αντανακλά τη<br />
μείωση του αριθμού των βηματοδοτικών κυττάρων<br />
στον κολποκοιλιακό κόμβο αλλά και τη μεταβολή της<br />
απαντησής τους στα ερεθίσματα του συμπαθητικού<br />
και παρασυμπαθητικού συστήματος. Πράγματι, οι<br />
ασθενείς προχωρημένης ηλικίας ανέχονται δυσχερέστερα<br />
την ταχυκαρδία δεδομένου ότι σε υψηλές καρδιακές<br />
συχνότητες μειώνεται ο όγκος παλμού και η<br />
καρδιακή παροχή, μεταβολές που πιθανώς σχετίζονται<br />
με τη μικρότερη σύμπτωση των τοιχωμάτων των<br />
κοιλιών ως αποτέλεσμα της υπερτροφίας του τοιχώματός<br />
τους. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογραμμιστεί<br />
η σχετική σημασία της κολπικής παροχής κατά<br />
την διαστολική πλήρωση των κοιλιών (12).<br />
3.2 Αναπνευστικό σύστημα<br />
Η ερμηνεία των διαταραχών της αναπνευστικής<br />
λειτουργίας, που σχετίζονται με την ηλικία, περιπλέκεται<br />
συχνά από τον υψηλό επιπολασμό του καπνίσματος<br />
σε αρκετές πληθυσμιακές ομάδες. Ο ολικός πνευμονικός<br />
όγκος δεν διαφοροποιείται στη διάρκεια του<br />
χρόνου, αλλά η ζωτική χωρητικότητα μειώνεται και ο<br />
υπολειπόμενος όγκος αυξάνει με την ηλικία, έτσι ώστε<br />
στα άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών ο κριτικός όγκος<br />
σύγκλισης (critical closing volume) να υπερβαίνει το λειτουργικό<br />
υπολειπόμενο όγκο. Η ικανότητα αερισμού<br />
μειώνεται με την ηλικία, με βραδύτερο όμως ρυθμό<br />
στους μη καπνιστές συγκριτικά με τους καπνιστές. Η<br />
σχέση αερισμός/αιμάτωση αυξάνεται ελαφρά, πιθανότατα<br />
ως αποτέλεσμα της αύξησης του αερισμού. Αυτές<br />
οι μεταβολές στην πνευμονική λειτουργία αντανακλούν<br />
τη μείωση της ελαστικότητας των πνευμόνων και της<br />
ισχύος των αναπνευστικών μυών, αλλά οι συνέπειες<br />
των μεταβολών είναι ελάχιστες όσον αφορά στην επίδρασή<br />
τους στα αέρια του περιφερικού αίματος.<br />
Η απόφραξη – στένωση των μικρών αεραγωγών<br />
κατά την ανάπαυση μπορεί να παράγει τρίζοντες<br />
ρόγχους στα οπίσθια τμήματα αμφότερων των<br />
πνευμονικών βάσεων των ηλικιωμένων ασθενών. Το<br />
φαινόμενο αυτό, όμως, από μόνο του δεν πρέπει να<br />
υπερεκτιμάται και να εκλαμβάνεται ως σημείο ανεπάρκειας<br />
της αριστεράς κοιλίας. Οι ίδιες διαταραχές<br />
αλλαγές μπορούν επίσης να οδηγήσουν στη δημιουργία<br />
ατελεκτασικών περιοχών στους πνεύμονες βαρέως<br />
πασχόντων ή χειρουργημένων ηλικιωμένων ασθενών.<br />
Η φυσιοθεραπεία στους ηλικιωμένους ασθενείς<br />
μετά από χειρουργική επέμβαση θα πρέπει συνεπώς<br />
να επικεντρώνεται κυρίως στην έκπτυξη των πνευμόνων<br />
και λιγότερο στην αποβολή των πτυέλων.<br />
Οι βασικές αρχές διαχείρισης των νοσημάτων του<br />
αναπνευστικού συστήματος δεν τροποποιούνται με<br />
βάση την ηλικία του ασθενούς. Ο βήχας λόγω αριστερής<br />
καρδιακής ανεπάρκειας ή γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης<br />
είναι συχνότερος σε μεγαλύτερες ηλικίες,<br />
όμως, δεν θα πρέπει να διαλάθει της διαγνωστικής<br />
σκέψης η πιθανότητα συνύπαρξης επαγγελματικής<br />
νόσου, συνεπεία βιομηχανικής έκθεσης, σε σκόνη αμιάντου<br />
ή άνθρακα (12).<br />
3.3 Νεφρική λειτουργία.<br />
Η επίδραση της ηλικίας στη νεφρική λειτουργία<br />
είναι δεδομένη. Ο ρυθμός σπειραματικής διήθησης<br />
ελαττώνεται δραστικά με την πρόοδο της ηλικίας, παράλληλα<br />
με την έκπτωση της σωληναριακής επαναρ-
100<br />
Κλινική αντιμετώπιση γηριατρικών ασθενών<br />
ρόφησης και της εκκριτικής ικανότητας των νεφρών.<br />
Συνήθως, αυτές οι αλλαγές υπερβαίνουν τη μείωση<br />
της ξηρής μάζας του σώματος, με αποτέλεσμα οι συγκεντρώσεις<br />
της ουρίας και της κρεατινίνης στον ορό<br />
να αυξάνονται οριακά.<br />
Αρκετές εξισώσεις, όπως η Cockcroft-Gault, έχουν<br />
επινοηθεί στην προσπάθεια εκτίμησης του ρυθμού<br />
σπειραματικής διήθησης με βάση τα επίπεδα της κρεατινίνης<br />
στον ορό σε σχέση με την ηλικία, το βάρος<br />
σώματος και το φύλο.. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εξίσωση<br />
Cockcroft-Gault εκτιμά μόνο κατά προσέγγιση τη<br />
νεφρική λειτουργία, δεδομένου ότι τα αποτελέσματά<br />
της μπορεί να επηρεαστούν σημαντικά στις ακραίες<br />
ηλικίες και στα παχύσαρκα άτομα και αυτό γιατί η<br />
υπολογιζόμενη κάθαρση της κρεατινίνης βασίζεται στο<br />
ιδανικό ή ξηρό βάρος σώματος. Όταν απαιτείται ακρίβεια<br />
στη μέτρηση είναι προφανές ότι οι μαθηματικές<br />
εξισώσεις δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την κλασική<br />
μέθοδο υπολογισμού κάθαρσης της κρεατινίνης,<br />
που βασίζεται στη συλλογή ούρων εικοσιτετραώρου.<br />
Η απάντηση του οργανισμού των ηλικιωμένων<br />
ασθενών σε ένα όξινο φορτίο είναι μειωμένη και ο μέγιστος<br />
ρυθμός αποβολής κατιόντων υδρογόνου ελαττώνεται<br />
με την ηλικία. Επομένως, οι μεταβολές στο pH<br />
του αίματος σαν απάντηση σε ένα όξινο φορτίο είναι<br />
μεγαλύτερες σε μέγεθος και διάρκεια σε σύγκριση με<br />
την επίδραση παρόμοιων μεταβολών σε ασθενείς νεότερης<br />
ηλικίας. Επίσης, η απάντηση στην αντιδιουρητική<br />
ορμόνη μειώνεται με την ηλικία, με αποτέλεσμα η<br />
διατήρηση του ύδατος ενδοαγγειακά να καθίσταται<br />
ιδιαίτερα αναποτελεσματική.<br />
Η καθυστερημένη απάντηση των ηλικιωμένων<br />
ασθενών στη στέρηση υγρών οφείλεται αφενός στη<br />
διαταραχή των μηχανισμών της δίψας και αφετέρου<br />
στην καθυστερημένη νεφρική απόκριση στις μεταβολές<br />
των σωματικών υγρών.<br />
Η μείωση της ευαισθησίας στη δίψα, με την πρόοδο<br />
της ηλικίας, είναι ένας από τους λόγους που οι ηλικιωμένοι<br />
εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο αφυδάτωσης. Η επίδραση<br />
αυτής της μεταβολής, μπορεί να είναι υπερβολική,<br />
εάν για παράδειγμα ένας ηλικιωμένος περιορίσει εκούσια<br />
την πρόσληψη υγρών, στην προσπάθεια έλεγχου<br />
της ούρησης, της ακράτειας ή της αποφυγής έκκλησης<br />
νοσηλευτικής βοήθειας κατά τη διάρκεια μιας νοσηλείας<br />
στο νοσοκομείο. Αντίθετα, αρκετοί ηλικιωμένοι ασθενείς,<br />
συχνά υπερτασικές γυναίκες, δείχνουν αυξημένο αίσθημα<br />
δίψας με τη χορήγηση διουρητικών, κυρίως αμιλορίδης,<br />
με αποτέλεσμα τη αυξημένη πρόσληψη νερού και<br />
την εμφάνιση υπονατριαιμίας από αραίωση.<br />
Ο μέσος όρος των επιπέδων της ρενίνης και της<br />
αλδοστερόνης μειώνεται με την ηλικία, με επακόλουθο<br />
την ανεπαρκή διατήρηση της ομοιοστασίας του νατρίου<br />
στον οργανισμό. Η νεφρική ικανότητα συμπύκνωσης<br />
επίσης μειώνεται, εν μέρει οφειλόμενη στη<br />
μείωση της υπερτονικότητας της μυελώδους μοίρας<br />
του νεφρού αλλά και , στη μειωμένη νεφρική απόκριση<br />
στην έκκριση βαζοπρεσσίνης, με αποτέλεσμα την<br />
υπερβολική απώλεια νερού. Η ικανότητα των ηλικιωμένων<br />
ασθενών να αντιμετωπίζουν τη μεγάλη αύξηση<br />
του ενδοαγγειακού όγκου είναι εξάλλου περιορισμένη.<br />
Και αυτό γιατί απαιτείται περισσότερος χρόνος για<br />
να απεκκρίνουν την περίσσεια νατρίου, ενώ ενδέχεται<br />
στο μηχανισμό να συμμετέχει και η διαταραχή στην<br />
έκκριση βασσοπρεσίνης, παράλληλα με τη μειωμένη<br />
έκκριση του κολπικού νατριουρητικού πεπτιδίου και<br />
την ελάττωση της νεφρικής απόκρισης ως απάντηση<br />
στην υπερογκαιμία.<br />
Η εκτίμηση του βαθμού ενυδάτωσης του ηλικιωμένου<br />
ασθενούς αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της<br />
κλινικής του αξιολόγησης. Αρκετές φορές προηγείται<br />
της εμφάνισης του κλινικού συνδρόμου κάποιος βαθμός<br />
στέρησης υγρών. Ο καθημερινός προσδιορισμός<br />
του βάρους του σώματος και η ακριβής τήρηση των<br />
διαγραμμάτων πρόσληψης – αποβολής υγρών εξακολουθούν<br />
να αποτελούν τις πιο ευαίσθητες μεθόδους<br />
κλινικής εκτίμησης του ισοζυγίου των υγρών. Λοιμώξεις,<br />
συνήθως η πνευμονία και οι λοιμώξεις του ουροποιητικού<br />
συστήματος, αποτελούν τις συχνότερες<br />
αιτίες αφυδάτωσης, ενώ ο πυρετός που κατά κανόνα<br />
τις συνοδεύει συμβάλει καθοριστικά στο μηχανισμό<br />
απώλειας των υγρών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ηλικιωμένοι<br />
ασθενείς είναι πιο ευάλωτοι από τους νεότερους<br />
στις συνέπειες της υψηλής θερμοκρασίας του<br />
περιβάλλοντος.<br />
Επιπρόσθετα, πολλοί ηλικιωμένοι λαμβάνουν μακροχρόνια<br />
διουρητική αγωγή. Οι σχετιζόμενες με<br />
αυτήν ανεπιθύμητες ενέργειες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται,<br />
μεταξύ άλλων η υποογκαιμία, η ορθοστατική<br />
υπόταση, η υπονατριαιμία και οι διαταραχές<br />
της ομοιοστασίας του καλίου, δυνατόν να επιδεινώσουν<br />
περεταίρω την ήδη βεβαρυμμένη κατάσταση του<br />
ασθενούς. Επίσης, τα διουρητικά μπορεί να προκαλέσουν<br />
υπερουριχαιμία και κρίσεις ουρικής αρθρίτιδας<br />
ή/και να αποσταθεροποιήσουν τον ηλικιωμέμο ασθενή<br />
με σακχαρώδη διαβήτη. Η επίδραση των διουρητικών<br />
στο λιπιδαιμικό προφίλ των ασθενών δεν έχει ακόμη<br />
αποσαφηνιστεί πλήρως. Στο μέτρο του δυνατού, η<br />
ενυδάτωση του ασθενούς θα πρέπει να γίνεται με τη
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 101<br />
λήψη υγρών από του στόματος. Η ενδοφλέβια χορήγηση<br />
υγρών επιτρέπει μεν την ταχύτερη και πιο ακριβή<br />
διόρθωση του ισοζυγίου τους, αλλά θα πρέπει να<br />
λαμβάνεται πάντοτε μέριμνα στην ταχύτητα της διόρθωσης<br />
και στην πιθανή προκληση ιατρογενούς υπό - ή<br />
υπερνατριαιμίας (12).<br />
3.4 Γαστρεντερικό σύστημα.<br />
Τα άτομα της τρίτης ηλικίας είναι δυνατόν να εμφανίσουν<br />
όλο το φάσμα των γαστρεντερικών διαταραχών.<br />
Ακόμη και η κοιλιοκάκη μπορεί να εκφραστεί<br />
για πρώτη φορά σε προχωρημένη ηλικία. Η αιμορραγία<br />
του γαστρεντερικού σωλήνα είναι συχνή και συνδέεται<br />
στενά με την τακτική λήψη μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών<br />
φαρμάκων. Η δυσκοιλιότητα αποτελεί<br />
ακόμη ένα κοινό πρόβλημα μεταξύ των ηλικιωμένων<br />
πριν, όμως, από την έναρξη οποιασδήποτε θεραπευτικής<br />
παρέμβασης θα πρέπει να διασφαλίζεται, με<br />
κάποιο τρόπο, η επιθυμία του ασθενή για την ομαλή<br />
λειτουργία του εντέρου του, ενώ δεν θα πρέπει να διαλάθει<br />
της προσοχής τυχόν πρόσφατη μεταβολή στις<br />
συνήθειες εκκένωσης του εντέρου.<br />
Όταν η χρόνια δυσκοιλιότητα αναδεικνύεται ως<br />
πρόβλημα, η ημερήσια πρόσληψη 10 έως 20 γραμμαρίων<br />
φυτικών ινών θα πρέπει να επιδιώκεται μόνη ή<br />
σε συνδυασμό με τη λήψη υπακτικών, όπως η λακτουλόζη.<br />
Η χρήση καθαρτικών που διεγείρουν το έντερο,<br />
όπως η σέννα, εάν δεν είναι απολύτως αναγκαία,<br />
πρέπει να αποφεύγεται.<br />
Επαναλαμβανόμενα επεισόδια ακράτειας κοπράνων,<br />
με χωρίς ακράτεια ούρων, απασχολούν περίπου<br />
το 1% των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών.<br />
Η ακράτεια μπορεί να συνδέεται με μια σειρά από<br />
διαταραχές της ορθοπρωκτικής περιοχής ή νευρολογικά<br />
σύνδρομα, συμπεριλαμβανομένης της άνοιας.<br />
Στην προχωρημένη ηλικία συχνότερη αιτία ακράτειας<br />
αποτελεί η υπερπλήρωση του ορθοσιγμοειδούς με<br />
κόπρανα (κοπρόσταση), που μπορεί πολύ εύκολα να<br />
διαγνωστεί κλινικά με την δακτυλική εξέταση από το<br />
ορθό ή σε συνδυασμό με μια απλή ακτινογραφία κοιλίας.<br />
Αξίζει να σημειωθεί, ότι οι εξεργασίες του παχέος<br />
εντέρου ή φλεγμονώδεις στενώσεις ως αποτέλεσμα<br />
εκκολπωματίτιδας, αποτελούν δυο από τις σημαντικότερες<br />
αιτίες κοπρόστασης στους ηλικιωμένους. Σε<br />
γυναίκες μέσης ηλικίας η πυελική νευροπάθεια, συνεπεία<br />
τοκετών, απαντάται συχνά ως αίτιο ακράτειας<br />
κοπράνων. Επίσης, κάθε μορφή οξείας ή χρόνιας διάρροιας<br />
μπορεί να οδηγήσει σε ακράτεια.<br />
Η θεραπεία της κοπρόστασης συχνά απαιτεί υπόθετα<br />
γλυκερίνης ή υψηλούς καθαρτικούς υποκλυσμούς<br />
και στη συνέχεια τακτική λήψη υπακτικών από του<br />
στόματος, όπως η λακτουλόζη. Πάντως, σε ορισμένες<br />
περιπτώσεις η ακράτεια κοπράνων παραμένει ένα<br />
δυσεπίλυτο πρόβλημα που μπορεί να βελτιωθεί με τη<br />
χορήγηση λοπεραμίδης (12).<br />
3.5 Ενδοκρινικό σύστημα.<br />
Μέχρι σήμερα έχουν γίνει πολλές προσπάθειες<br />
προκειμένου να εξηγηθεί η γήρανση ως συνέπεια των<br />
διαδοχικών μεταβολών στη λειτουργία του ενδοκρινικού<br />
συστήματος. Και αυτό με την ελπίδα ότι η κατάλληλη<br />
θεραπεία υποκατάστασης μπορεί να σταματήσει ή<br />
να αντιστρέψει τη διαδικασία της γήρανσης. Πέραν από<br />
τις προφανείς αλλαγές στη λειτουργία των ωοθηκών<br />
με την εμμηνόπαυση, παρατηρείται και μια μικρή μείωση<br />
των κυκλοφορούντων επιπέδων των θυρεοειδικών ορμονών<br />
καθώς και του ρυθμού της έκκρισης και της ευαισθησίας<br />
των ιστών στην ινσουλίνη. Η απελευθέρωση<br />
της αντιδιουρητικής ορμόνης, ως απάντηση στις οσμωτικές<br />
μεταβολές του ορού, αυξάνει, πιθανώς σε συνδυασμό<br />
με τη μειωμένη νεφρική απόκριση και τις αλλαγές<br />
στην ευαισθησία των ογκοϋποδοχέων. Υπάρχουν ελάχιστα<br />
βιβλιογραφικά δεδομένα για τις μεταβολές που<br />
υφίστανται με την ηλικία οι παραθυροειδείς, τα επινεφρίδια<br />
και η υπόφυση. Η απάντηση των επινεφριδίων<br />
στο στρές παραμένει κατ’ ουσία αμετάβλητη. Θεωρείται<br />
όμως, ότι η έκκριση ACTH είναι πιο παρατεταμένη<br />
σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας, αλλά η σημασία αυτής<br />
της μεταβολής δεν έχει πλήρως αποσαφηνιστεί.<br />
Στους άνδρες η πρόοδος της ηλικίας συνοδεύεται<br />
από σταδιακή μείωση των επιπέδων της τεστοστερόνης<br />
και της δεϋδροεπιανδροστερόνης. Οι μεγαλύτερες<br />
ηλικίες χαρακτηρίζονται από πολύ χαμηλά επίπεδα<br />
της αυξητικής ορμόνης.<br />
Η κλινική εικόνα του σακχαρώδη διαβήτη στα άτομα<br />
της τρίτης ηλικίας μπορεί να διαφέρει από εκείνη<br />
των νεότερων ασθενών. Πολλοί ηλικιωμένοι ασθενείς<br />
διαγιγνώσκονται στα πλαίσια εργαστηριακού ελέγχου<br />
ρουτίνας ή κατά τη διάρκεια μιας νοσηλείας, κυρίως<br />
λόγω της επισήμανσης των επιπλοκών του διαβήτη,<br />
όπως της περιφερικής αρτηριακής νόσου, της διαβητικής<br />
αμφιβληστροειδοπάθειας ή του καταρράκτη.<br />
Μπορεί να συνυπάρχει η κλασσική συμπτωματολογία<br />
του διαβήτη, όπως η απώλεια σωματικού βάρους, η<br />
πολυδιψία και η πολυουρία, αλλά σε μια σχετικά μικρή<br />
αναλογία ασθενών, ως πρώτη εκδήλωση μπορεί<br />
να εμφανιστεί ρήξη της μεταβολικής αντιρρόπησης και<br />
υπερωσμωτικό κώμα.<br />
Οι διαιτητικές παρεμβάσεις σε συνδυασμό με τα από<br />
του στόματος αντιδιαβητικά δισκία ή/και με την προ-
102<br />
Κλινική αντιμετώπιση γηριατρικών ασθενών<br />
σθήκη ινσουλίνης αποτελούν τα θεραπευτικά σχήματα<br />
για τον έλεγχο της υπεργλυκαιμίας. Τα βραχείας δράσης<br />
από του στόματος υπογλυκαιμικά φάρμακα, όπως<br />
η γλικλαζίδη, θα πρέπει να προτιμώνται σε σύγκριση<br />
με αυτά που εμφανίζουν πιο παρατεταμένη δράση και<br />
συνεπώς πρέπει να αποφεύγονται στους ηλικιωμένους<br />
ασθενείς, όπως η χλωροπροπαμίδη και η γλιβενκλαμίδη.<br />
Ο σακχαρώδης διαβήτης αλληλεπιδρά με άλλους<br />
παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακής<br />
νόσου. Διαβητικοί ασθενείς οποιασδήποτε ηλικίας<br />
θα πρέπει να πειστούν να σταματήσουν το κάπνισμα,<br />
ενώ ο αποτελεσματικός έλεγχος της αρτηριακής<br />
υπέρτασης και της δυσλιπιδαιμίας αποτελούν επίσης<br />
πολύ σημαντικούς παράγοντες ιατρικής παρέμβασης.<br />
Οι ειδικότερες επιπλοκές του διαβήτη εμφανίζονται<br />
συχνότερα στους ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας σε<br />
σύγκριση με ασθενείς νεότερης ηλικίας. Η πλειοψηφία<br />
των ασθενών που τυφλώνονται από το διαβήτη είναι<br />
συνήθως ηλικίας άνω των 60 ετών. Η πρόγνωση της<br />
διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας στην τρίτη ηλικία<br />
είναι λιγότερο ευνοϊκή από ότι στις μικρότερες ηλικίες,<br />
ενώ η φωτοπηξία παραμένει η αποτελεσματικότερη<br />
μέθοδος προσέγγισης της επιπλοκής αυτής.<br />
Η φροντίδα του διαβητικού ποδιού αποτελεί μια<br />
από τις σημαντικότερες πτυχές της διαχείρισης ασθενών<br />
με διαβήτη. Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου<br />
ότι η περιφερική νευροπάθεια και η περιφερική αποφρακτική<br />
αρτηριοπάθεια είναι υπεύθυνες για την εμφάνιση<br />
δερματικών βλαβών στα κάτω άκρα, λοιμώξεων<br />
ή και γάγγραινας.<br />
Οι περισσότερες περιπτώσεις υποθυρεοειδισμού<br />
σε μεγάλη ηλικία είναι αυτοάνοσης αιτιολογίας, αν και<br />
σε κάποιο ποσοστό μπορούν να αποδοθούν σε προηγηθείσα<br />
θυρεοειδεκτομή ή/και σε θεραπεία με ραδιοσεσημασμένο<br />
ιώδιο. Η κλασική συμπτωματολογία, όπως<br />
η δυσανεξία στο κρύο, η απώλεια τριχωτού και η τραχύτητα<br />
του δέρματος απαντώνται λιγότερο συχνά,<br />
από ότι οι διάφορες ψυχιατρικές εκδηλώσεις, όπως<br />
η κατάθλιψη. Υποθυρεοειδικό κώμα, σοβαρή κεφαλαλγία,<br />
σπασμοί και υποθερμία είναι λιγότερο συχνές,<br />
αλλά σημαντικές εκφράσεις του κλινικού συνδρόμου.<br />
Τα συχνότερα κλινικά σημεία που ανευρίσκονται, είναι<br />
η αλλαγή της φωνής και η καθυστερημένη χάλαση<br />
των τενοντίων αντανακλαστικών. Δεν θα πρέπει να<br />
διαλάθει της προσοχής, ότι η θεραπεία υποκατάστασης<br />
στους ηλικιωμένους ασθενείς με υποθυρεοειδισμό<br />
είναι σκόπιμο να αρχίζει με χαμηλή δόση της ορμόνης<br />
και με αργή τιτλοποίησή της, ιδίως εάν συνυπάρχει<br />
γνωστή ισχαιμία του μυοκαρδίου, ενώ θα πρέπει να<br />
διασφαλίζεται τόσο η συμμόρφωση του ασθενούς στη<br />
θεραπεία, όσο και η δια βίου λήψη της θυροξινης.<br />
Ο υπερθυρεοειδισμός είναι λιγότερο συχνός στις μεγαλύτερες<br />
ηλικίες, αλλά μπορεί να εμφανιστεί με άτυπη<br />
εικόνα. Η απώλεια βάρους, η ανορεξία, οι εκδηλώσεις<br />
από το γαστρεντερικό καθώς και τα καρδιαγγειακά<br />
συμπτώματα κυριαρχούν. Η καρδιακή ανεπάρκεια, που<br />
συχνά συνδέεται με κολπική μαρμαρυγή ανθεκτική στην<br />
δακτυλίτιδα, αποτελεί μια από τις συνηθέστερες εκδηλώσεις<br />
του υπερθυρεοειδισμού από την καρδιά. Κλινικά<br />
σημεία από τον οφθαλμό και η εμφάνιση βρογχοκήλης<br />
απαντώνται σπανιότερα, ενώ η απάθεια, η κατάθλιψη,<br />
ο τρόμος και η ανησυχία μπορεί να αποτελέσουν την<br />
προεξάρχουσα συμπτωματολογία.<br />
Η θεραπεία συνήθως ξεκινά με καρβιμαζόλη, ενώ σε<br />
ανθεκτικές περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί η χορήγηση<br />
ραδιοσεσημασμένου ιωδίου. Θεραπεία υποκατάστασης<br />
συχνά απαιτείται πολύ αργότερα, είτε λόγω<br />
προηγηθείσας λήψης του ραδιενεργού ιωδίου, είτε λόγω<br />
της μεταγενέστερης μείωσης της λειτουργίας του θυρεοειδούς,<br />
ενώ η τακτική και προσεκτική παρακολούθηση<br />
του ασθενούς θεωρείται επιβεβλημένη (12).<br />
4 Γηριατρικά σΥνδρομα.<br />
Τα γηριατρικά σύνδρομα χαρακτηρίζουν ομάδες<br />
από ειδικά σημεία και συμπτώματα που εμφανίζονται<br />
πιο συχνά στους ηλικιωμένους ασθενείς με επιπτώσεις<br />
στην νοσηρότητα και τη θνητότητα (Πίνακας 2, Σχήμα1).<br />
Η γήρανση επιφέρει φυσιολογικές μεταβολές, πολλαπλή<br />
συνοσηρότητα και ανεπιθύμητες επιδράσεις των θεραπευτικών<br />
ιατρικών παρεμβάσεων που συμβάλλουν στην<br />
ανάπτυξη των γηριατρικών συνδρόμων. Η παρουσία<br />
αυτών των συνδρόμων αποτελεί σημαντικό παράγοντα<br />
αρνητικής έκβασης των ηλικιωμένων ασθενών κατά τη<br />
διάρκεια της νοσηλείας τους και πιθανό να προοιωνίζει<br />
την παρατεταμένη νοσηλεία τους ή την εισαγωγή τους<br />
σε ιδρύματα φροντίδας ηλικιωμένων (13-16).<br />
5 ΑσυνΗθης κλινικΗ Εκφραση συχνΩν<br />
νοσημΑτων στους ηλικιωμΕνους ασθενεΙς.<br />
Στους ηλικιωμένους ασθενείς πολλά νοσήματα<br />
μπορεί να μην εκφραστούν με τις συνήθεις κλινικές εκδηλώσεις.<br />
Αντ’ αυτού, σε αρκετούς ηλικιωμένους μπορούν<br />
να αναγνωριστούν περισσότερα του ενός μη ειδικά<br />
κλινικά σύνδρομα, ως αποτέλεσμα πολλαπλών συνυπαρχουσών<br />
διαταραχών ή/και ανεπαρκειών. Παρ’<br />
όλα αυτά, ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών βελτιώνεται<br />
κατά την νοσηλεία του, όταν μερικοί μόνον από τους
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 103<br />
παράγοντες που προκάλεσαν τη διαταραχή αναστρέφονται.<br />
Ίσως, μια ακόμη πιο αποδοτική προσέγγιση θα<br />
ήταν η επισήμανση των παραγόντων κινδύνου εμφάνισης<br />
των γηριατρικών συνδρόμων και η παρέμβαση<br />
όπου αυτό είναι δυνατόν, προκειμένου να αποφευχθεί<br />
η κλινική τους έκφραση.<br />
Πράγματι η άτυπη παρουσίαση μιας νόσου είναι<br />
πιο συχνή μεταξύ των πλέον ευπαθών ηλικιωμένων<br />
ατόμων. Μάλιστα στους πιο ευπαθείς από αυτούς,<br />
η υποκείμενη νόσος εκφράζεται συχνότερα με παραλήρημα<br />
(61%), ενώ στους πιο εύρωστους εμφανίζεται<br />
συχνότερα με πτώσεις (37%) ή/και σε μικρότερα ποσοστά<br />
με παραλήρημα (32%). Επιπροσθέτως, το 60% των<br />
ηλικιωμένων με άτυπη συμπτωματολογία εμφανίζουν<br />
χειρότερη πρόγνωση κατά τη νοσηλεία τους στο νοσοκομείο<br />
σε σύγκριση με το 32% των ασθενών με τυπική<br />
κλινική εικόνα. Προνοσηρές καταστάσεις, η άτυπη παρουσίαση<br />
νοσημάτων αλλά και η λειτουργική έκπτωση<br />
των ασθενών κατά την είσοδο τους στο νοσοκομείο<br />
αποτελούν ανεξάρτητους παράγοντες αρνητικής έκβασης<br />
κατά τη νοσηλεία τους (17). Παρά το γεγονός<br />
ότι σχεδόν κάθε νοσηρή κατάσταση ή κάποιο φάρμακο<br />
μπορεί να αποτελέσει αίτιο εμφάνισης γηριατρικών<br />
συνδρόμων, οι διαταραχές που περιγράφονται πιο<br />
κάτω είναι πιθανόν να προκαλέσουν ένα ή περισσότερα<br />
από τα σύνδρομα αυτά αντί των τυπικών κλινικών<br />
συμπτωμάτων και σημείων που τα χαρακτηρίζουν.<br />
Η οξεία απόφραξη της μεσεντερίου αρτηρίας μπορεί<br />
να εκδηλωθεί με οξύ συγχυτικό επεισόδιο, ενώ το<br />
κοιλιακό άλγος και η ευαισθησία μπορεί να απουσιάζουν.<br />
Στην οξεία σκωληκοειδίτιδα ο πόνος συνήθως εντοπίζεται<br />
στο δεξιό κάτω τεταρτημόριο της κοιλιάς και<br />
σπανίως παρομφαλικά, ενώ στη συνέχεια μπορεί να<br />
επεκταθεί διάχυτα σε όλη την κοιλία ή/και να εκφραστεί<br />
εντελώς άτυπα με αποτέλεσμα να μην αξιολογηθεί<br />
κατάλληλα. Ωστόσο, η ευαισθησία του δεξιού λαγονίου<br />
βόθρου εξακολουθεί να αποτελεί ένα ισχυρό πρώιμο<br />
κλινικό σημείο και σε αυτή την ομάδα ασθενών.<br />
Η βακτηριαιμία προκαλεί τουλάχιστον χαμηλού<br />
βαθμού πυρετική κίνηση στους περισσότερους ηλικιωμένους<br />
ασθενείς, αν και σε αρκετές περιπτώσεις ο<br />
πυρετός μπορεί να απουσιάζει. Η πηγή της βακτηριαιμίας<br />
κατά κανόνα είναι δύσκολο να εντοπιστεί, ενώ<br />
οι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν μη ειδικές εκδηλώσεις,<br />
όπως κακουχία, ανορεξία, νυχτερινές εφιδρώσεις<br />
ή ανεξήγητη μεταβολή του επιπέδου ή του περιεχομένου<br />
της συνείδησης.<br />
Οι παθήσεις των χοληφόρων δυνατόν να εκφραστούν<br />
με μη ειδικού τύπου οργανικές εκδηλώσεις ή<br />
συμπτωματολογία από την ψυχική σφαίρα, όπως αίσθημα<br />
κακουχίας, σύγχυση, απώλεια κινητικότητας,<br />
ενώ αρκετά συχνά απουσιάζουν ο ίκτερος, ο πυρετός,<br />
ή το κοιλιακό άλγος. Η διαταραχή της ηπατικής<br />
βιοχημείας μπορεί να αποτελεί τη μόνη κλινική ένδειξη<br />
της υποκείμενης νόσου.<br />
Η καρδιακή ανεπάρκεια στους ηλικιωμένους είναι<br />
δυνατόν να εκφράζεται με σύγχυση, διέγερση, ανορεξία,<br />
αδυναμία, αϋπνία, κόπωση, απώλεια βάρους ή και<br />
λήθαργο και σπανιότερα με δύσπνοια. Η ορθόπνοια<br />
μπορεί να προκαλέσει έντονη νυκτερινή διέγερση σε<br />
ασθενείς με άνοια. Η παρουσία περιφερικού οιδήματος<br />
ως ένδειξη της καρδιακής ανεπάρκειας στους ηλικιωμένους<br />
αποτελεί λιγότερο ειδικό εύρημα, συγκριτικά με<br />
αντίστοιχες ομάδες ασθενών νεοτέρων ηλικιών, ενώ<br />
σε κατάκοιτους ασθενείς το οίδημα μπορεί να περιορίζεται<br />
αποκλειστικά στην ιερή χώρα.<br />
Τα χαρακτηριστικά συμπτώματα του υπερπαραθυρεοειδισμού<br />
είναι κατά κανόνα απόντα. Μπορεί<br />
όμως να προκαλέσει μη ειδικά συμπτώματα, όπως<br />
κόπωση, γνωσιακή δυσλειτουργία, συναισθηματική<br />
αστάθεια, ανορεξία, δυσκοιλιότητα ή/και υπέρταση.<br />
Σε ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό τα χαρακτηριστικά<br />
κλινικά σημεία από τον οφθαλμό και η διόγκωση<br />
του θυρεοειδούς αδένα μπορεί επίσης να απουσιάζουν.<br />
Αντ’ αυτών, τα κλινικά συμπτώματα και σημεία<br />
μπορεί να περιλαμβάνουν ταχυκαρδία, απώλεια<br />
βάρους, κόπωση, αδυναμία, αίσθημα παλμών, τρόμο,<br />
αρρυθμιολογικές διαταραχές, όπως η κολπική μαρμαρυγή,<br />
αλλά και εκδηλώσεις καρδιακής ανεπάρκειας.<br />
Συχνά οι ασθενείς μπορεί να εμφανίζονται χαρακτηριστικά<br />
απαθείς και όχι υπερκινητικοί.<br />
Αντίθετα ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να εκδηλωθεί<br />
με θορυβώδη κλινική εικόνα στους ηλικιωμένους ασθενείς.<br />
Τα πιο κοινά συμπτώματα είναι κατά κανόνα μη<br />
ειδικά, όπως κόπωση, αδυναμία ή αιφνίδια πτώση από<br />
ίδιο ύψος. Ανορεξία, απώλεια βάρους και αρθραλγίες<br />
μπορούν επίσης να επισημανθούν. Όμως, η δυσανεξία<br />
στο κρύο, η αύξηση σωματικού βάρους, η κατάθλιψη,<br />
οι παραισθησίες, η απώλεια του τριχωτού της<br />
κεφαλής και οι μυϊκές κράμπες είναι λιγότερο συχνές,<br />
σε σύγκριση με τους νεότερους ασθενείς. Η γνωσιακή<br />
δυσλειτουργία απαντάται συχνότερα, ενώ το πιο ειδικό<br />
σημείο καθυστέρησης της χάλασης των τενοντίων<br />
ανταλακλαστικών μπορεί να μην αναγνωρίζεται στους<br />
ηλικιωμένους, στους οποίους τα αντανακλαστικά αυτά<br />
μπορεί να είναι μειωμένα ή και να απουσιάζουν.<br />
Η μηνιγγίτιδα μπορεί να προκαλέσει πυρετό και
104<br />
Κλινική αντιμετώπιση γηριατρικών ασθενών<br />
μεταβολή του επιπέδου και του περιεχομένου της συνείδησης<br />
με ή χωρίς την κλασσική συμπτωματολογία<br />
από τον ερεθισμό των μηνίγγων, όπως η κεφαλαλγία<br />
και η αυχενική δυσκαμψία.<br />
Το έμφραγμα του μυοκαρδίου μπορεί να εκδηλωθεί<br />
συχνότερα με εφίδρωση, δύσπνοια, επιγαστρική<br />
δυσφορία, συγκοπτικό επεισόδιο, αδυναμία, εμέτους,<br />
ή σύγχυση, παρά με τον κλασσικό πόνο στο στήθος.<br />
Όταν η μυοκαρδιακή ισχαιμία εκφράζεται με το κλασσικό<br />
οπισθοστερνικό άλγος, οι ηλικιωμένοι ασθενείς<br />
τείνουν να καθυστερήσουν περισσότερο από ό,τι οι<br />
νεότεροι στην αναζήτηση ιατρικής βοήθειας.<br />
Το πεπτικό έλκος σπανίως χαρακτηρίζεται από<br />
την κλασσική του συμπτωματολογία. Ο πόνος μπορεί<br />
να είναι απών, να είναι μη ειδικός ή να συγκαλύπτεται<br />
από τη λήψη μη στερινοειδών αντιφλεγμονωδών<br />
φαρμάκων. Η λειτουργική δυσπεψία είναι συχνότερη<br />
μεταξύ των ηλικιωμένων σε σύγκριση με τους ασθενείς<br />
νεοτέρων ηλικιών και συνήθως εκφράζεται με επιγαστρική<br />
δυσφορία, μετεωρισμό, ναυτία ή αίσθημα πρώιμου<br />
κορεσμού μετά τα γεύματα. Επιπροσθέτα, στους<br />
ηλικιωμένους διαπιστώνονται πιο συχνά σοβαρές αιμορραγίες<br />
του γαστρεντερικού, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις<br />
η αιμορραγία του πεπτικού δυνατόν να μην<br />
αναγνωριστεί έγκαιρα ή να αναγνωρίζεται όταν τελικά<br />
ο ασθενής εμφανίσει συμπτωματική αναιμία.<br />
Η πνευμονία μπορεί να υποδηλώνεται από κακουχία,<br />
ανορεξία ή σύγχυση. Ταχυκαρδία και ταχύπνοια<br />
αποτελούν συχνά ευρήματα, αλλά ο πυρετός μπορεί<br />
να απουσιάζει. Ο βήχας μπορεί να είναι ήπιος, χωρίς<br />
σημαντικές εκκρίσεις ή πυώδη πτύελα, ιδιαίτερα στους<br />
κατακλιμένους αφυδατωμένους ασθενείς.<br />
Η φυματίωση δυνατόν μπορεί να εκδηλωθεί άτυπα<br />
στους ηλικιωμένους όταν συνυπάρχουν και άλλα προβλήματα<br />
υγείας. Τα συμπτώματα μπορεί να είναι μη<br />
ειδικά, όπως πυρετός, αδυναμία, σύγχυση, ανορεξία.<br />
Επίσης, η πνευμονική φυματίωση μπορεί να εμφανιστεί<br />
με ελάχιστα συμπτώματα από το αναπνευστικό, όπως<br />
βήχα, έντονη απόχρεμψη ή αιμόπτυση, σε σύγκριση με<br />
τους ασθενείς μικρότερης ηλικίας.<br />
Οι ουρολοιμώξεις μπορεί να μην συνοδεύονται από<br />
πυρετό ή τα κλασσικά δυσουρικά ενοχλήματα, ενώ<br />
συχνά μπορεί να υπάρχουν ζάλη, σύγχυση, ανορεξία,<br />
κόπωση ή μυϊκή αδυναμία.<br />
Άλλες νοσολογικές οντότητες με άτυπες κλινικές<br />
εκδήλωσεις στους ηλικιωμένους ασθενείς περιλαμβάνουν<br />
την κατάχρηση οινοπνεύματος, τις ανεπιθύμητες<br />
ενέργειες των φαρμάκων, την κατάθλιψη, την πνευμονική<br />
εμβολή, τις συστηματικές λοιμώξεις και την ασταθή<br />
στηθάγχη (18).<br />
6 Το κοιλιακό άλγος στους ηλικιωμένους ασθενείς.<br />
Το κοιλιακό άλγος αποτελεί κύρια αιτία προσέλευσης<br />
για το 3% έως 13% των ηλικιωμένων ασθενών που<br />
προσκομίζονται στο τμήμα επειγόντων περιστατικών.<br />
Σε σύγκριση με τους νεότερους ασθενείς το ποσοστό<br />
θνητότητας των ηλικιωμένων είναι 6 με 8 φορές μεγαλύτερο,<br />
ενώ η πιθανότητα χειρουργικής παρέμβασης<br />
υπερβαίνει το διπλάσιο. Το ποσοστό ορθής αιτιολογικής<br />
διάγνωσης του κοιλιακού άλγους στο τμήμα επειγόντων<br />
κυμαίνεται ευρέως στη βιβλιογραφία μεταξύ<br />
40% και 82%, ενώ το 78% των ιατρών των αντίστοιχων<br />
τμημάτων αντιμετωπίζει αναφέρει προβλήματα<br />
αξιολόγησης και διαχείρισης των ηλικιωμένων ασθενών<br />
με κοιλιακό άλγος. Διαφορές μεταξύ της αρχικής<br />
υπόθεσης εργασίας στο τμήμα επειγόντων και της τελικής<br />
διάγνωσης αφορούν συχνότερα στα νοσήματα<br />
της χοληδόχου κύστης ή των χοληφόρων, τον μη ειδικό<br />
πόνο, την παρουσία κακοήθειας και τις κλινικές εκδηλώσεις<br />
της εκκολπωματίτιδας (Σχήμα 2)(19).<br />
Η αξονική τομογραφία (CT) κοιλίας αποτελεί χρήσιμο<br />
διαγνωστικό εργαλείο σε αυτές τις περιπτώσεις<br />
ασθενών. Πραγματοποιείται στο 37% έως 59% των<br />
ηλικιωμένων και συμβάλλει στη διάγνωση στο 57%<br />
έως 67% των περιπτώσεων. Σε μία μελέτη μάλιστα,<br />
η CT τροποποίησε την απόφαση για εισαγωγή στο<br />
νοσοκομείο στο 26% των περιπτώσεων, την ανάγκη<br />
για τη χειρουργική παρέμβαση στο 12%, τη χορήγηση<br />
αντιβιοτικής αγωγής στο 21%, ενώ επιβεβαίωσε την<br />
κλινική υποψία σχεδόν στις μισές περιπτώσεις. Το<br />
υπερηχογράφημα χρησιμοποιείται λιγότερο στη διάγνωση<br />
του κοιλιακού άλγους (9% έως 11% των περιπτώσεων).<br />
Πάντως, το Αμερικανικό Κολλέγιο Ακτινολογίας<br />
προτείνει το υπερηχογράφημα ως πρώτης<br />
επιλογής εξέταση στις περιπτώσεις ασθενών με άλγος<br />
του δεξιού άνω τεταρτημόριου της κοιλίας με ή<br />
χωρίς ίκτερο. Ωστόσο, επειδή η ηλικία αποτελεί έναν<br />
από τους κυριότερους παράγοντες επιβάρυνσης της<br />
νεφρικής λειτουργίας από τη χρήση σκιαγραφικών θα<br />
πρέπει στους ασθενείς υψηλού κινδύνου για εμφάνιση<br />
νεφρικών επιπλοκών, όπως αυτούς με χρόνια νεφρική<br />
νόσο, σακχαρώδη διαβήτη, καρδιακή ανεπάρκεια ή<br />
σημαντικού βαθμού αφυδάτωση, να προτιμάται η διενέργεια<br />
υπερηχογραφήματος της κοιλίας ή αξονικής<br />
τομογραφίας χωρίς τη χορήγηση σκιαγραφικού όπου<br />
είναι αναγκαίο και εφικτό (4, 20).<br />
Τα υψηλά ποσοστά νοσηρότητας και θνητότητας των<br />
ηλικιωμένων ασθενών με κοιλιακό άλγος έμμεσα υποδηλώνουν<br />
την αναγκαιότητα για υψηλού βαθμού ευαισθητοποίηση<br />
και ετοιμότητα από την πλευρά του κλινικού<br />
ιατρού στο τμήμα επειγόντων περιστατικών (4).
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 105<br />
7 Λοιμώξεις στους ηλικιωμένους.<br />
Οι λοιμώξεις αφορούν στο 4% των ηλικιωμένων<br />
ασθενών που προσέρχονται στο τμήμα επειγόντων.<br />
Συχνότερα αναγνωρίζονται οι πνευμονίες (25%), οι<br />
λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος (22%) και η<br />
συστηματική φλεγμονώδης αντίδραση – σήψη (18%). Οι<br />
λοιμώξεις εμφανίζουν συνηθέστερα άτυπη εικόνα σε<br />
αυτή την ομάδα των ασθενών. Οι πτώσεις επί του<br />
εδάφους ή η διαταραχή του επιπέδου της συνείδησης<br />
μπορεί να αποτελούν τη μόνη κλινική εκδήλωση, ενώ<br />
τα πλέον κλασσικά συμπτώματα, όπως η ταχυκαρδία<br />
και ο πυρετός μπορεί να απουσιάζουν. Ως εκ τούτου,<br />
η οξεία χολοκυστίτιδα, για παράδειγμα, μπορεί να εκδηλωθεί<br />
χωρίς πόνο (5%), πυρετό (56%) ή διαταραχή<br />
της αιματολογικής εικόνας του ασθενούς (41%). Η οξεία<br />
σκωληκοειδίτιδα παρουσιάζεται και αυτή με κλασικά<br />
συμπτώματα μόνο στο 20% των γηριατρικών ασθενών,<br />
ενώ ο πυρετός εμφανίζεται σε λιγότερο από τις<br />
μισές περιπτώσεις (4, 20).<br />
Δεν υπάρχουν καθιερωμένες κατευθυντήριες οδηγίες<br />
για την αναγνώριση της λοίμωξης σε ηλικιωμένους<br />
ασθενείς στο τμήμα επειγόντων (Πίνακας 3). Γενικά<br />
φαίνεται, ότι οι λοιμώξεις σχετίζονται όχι μόνο με<br />
υψηλή νοσηρότητα αλλά και με υψηλή θνητότητα στους<br />
ηλικιωμένους. Οι γηραιότεροι ασθενείς με εξωνοσοκομειακή<br />
βακτηριαιμία εμφανίζουν υψηλότερο κίνδυνο<br />
να αναπτύξουν ανεπάρκεια πολλαπλών οργάνων<br />
και μεγαλύτερα ποσοστά θνησιμότητας συγκριτικά με<br />
τους ασθενείς μικροτέρων ηλικιακών ομάδων (15% για<br />
νεότερης ηλικίας ασθενείς σε σχέση με 20% και 26%,<br />
για άτομα ηλικίας 65 - 84 και άνω των 85 ετών, αντίστοιχα)<br />
(4).<br />
Πίνακας 1<br />
Συχνότερα προβλήματα των ηλικιωμένων ασθενών<br />
στα τμήματα επειγόντων περιστατικών (4)<br />
Συνήθη προβλήματα των ηλικιωμένων στα ΤΕΠ<br />
Νευροψυχιατρικές διαταραχές<br />
Πτώσεις από ίδιο ύψος<br />
Στεφανιαία επεισόδια<br />
Πολυφαρμακία και ανεπιθύμητες ενέργειες των<br />
φαρμάκων<br />
Κοιλιακό άλγος<br />
Λοιμώξεις<br />
Κοινωνικές περιπτώσεις ασθενών<br />
Κατάχρηση αλκοόλης ή/και ουσιών-φαρμάκων<br />
Πiνακας 2<br />
Τα κυριότερα γηριατρικά σύνδρομα και μερικές από<br />
τις αιτίες που μπορούν να τα προκαλέσουν (13-15)<br />
Γηριατρικά σύνδρομα<br />
1. Διαταραχές ύπνου<br />
7.1 Σχετιζόμενες με την ηλικία<br />
7.2 Περιβαλλοντικοί παράγοντες<br />
7.3 Ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκων<br />
7.4 Σχετιζόμενες με συγκεκριμένα νοσήματα<br />
2. Προβλήματα σίτισης<br />
1. Σχετιζόμενα με την υποκείμενη νόσο<br />
2. Κακές διατροφικές συνήθειες<br />
3. Προβλήματα της στοματικής κοιλότητας ή των<br />
οδόντων<br />
4. Οικονομικά προβλήματα<br />
5. Συρρίκνωση του κοινωνικού περιβάλλοντος<br />
– εγκατάλειψη<br />
6. Πολυφαρμακία<br />
7. Έλλειψη βοήθειας ετέρου προσώπου<br />
8. Ηλικία άνω των 80 ετών<br />
9. Διαταραχή των αισθήσεων<br />
3. Ο πόνος<br />
4. Η ακράτεια των ούρων - δυσουρία<br />
5. Διαταραχή του επιπέδου της συνείδησης (σύγχυση,<br />
παραλήρημα, κατάθλιψη, άνοια)<br />
6. Πτώσεις επί του εδάφους – υποτροπιάζοντα<br />
επεισόδια πτώσης<br />
7. Ρήξη της συνέχειας του δέρματος - κατακλίσεις<br />
Σχήμα 1: Προτεινόμενος παθοφυσιολογικός μηχανισμός<br />
ανάπτυξης των γηριατρικών συνδρόμων (16).
106<br />
Κλινική αντιμετώπιση γηριατρικών ασθενών<br />
Σχήμα 2: Διαφορές στην αξιολόγηση του κοιλιακού άλγους μεταξύ της αρχικής διάγνωσης στο τμήμα επειγόντων<br />
και της τελικής διάγνωσης, με την έξοδο του ασθενούς (19). <br />
Πίνακας 3:<br />
Διαγνωστικά κριτήρια των συχνότερων νοσοκομειακών λοιμώξεων<br />
Είδος λοίμωξης Κλινικά κριτήρια Εργαστηριακά κριτήρια<br />
Λοιμώξεις ουροποιητικού Πυρετός Κοιλιακό άλγος κυρίως Λευκοκυττάρωση<br />
υπερηβικά Μεταβολή των<br />
Θετική ουροκαλλιέργεια<br />
χαρακτηριστικών των ούρων<br />
Πνευμονία<br />
Βακτηριαιμία<br />
Λοιμώξεις του δέρματος<br />
και των μαλακών μορίων<br />
Γαστρεντερίτιδα<br />
Μηνιγγίτιδα<br />
Πυρετός<br />
Πλευριτικό άλγος<br />
Μείωση της έντασης του αναπνευστικού<br />
ψιθυρίσματος<br />
Παρουσία ρόγχων<br />
Ανεξήγητος πυρετός με ρίγος ή φρίκια<br />
Πόνος, αίσθημα τάσης ή πυώδης έκκριση<br />
στις θέσεις εισόδου περιφερικών<br />
καθετήρων ή κεντρικών γραμμών<br />
Πόνος, οίδημα, θερμότητα, αίσθημα τάσης<br />
Πυώδης εκκρίση<br />
Πυρετός<br />
Αύξηση του αριθμού των κενώσεων<br />
Αλλαγή στη σύσταση των κενώσεων<br />
Πυρετός<br />
Αφυδάτωση<br />
Πυρετός<br />
Έμετοι<br />
Αυχενική δυσκαμψία<br />
Διαταραχή του επιπέδου και του<br />
περιεχομένου της συνείδησης<br />
Λευκοκυττάρωση<br />
Gram χρώση πτυέλων<br />
Θετική καλλιέργεια πτυέλων<br />
Θετική ακτινογραφία θώρακος<br />
Λευκοκυττάρωση<br />
Θετική αιμοκαλλιέργεια<br />
Θετική καλλιέργεια άκρου<br />
καθετήρα<br />
Θετική καλλιέργεια επιχρήσματος<br />
Λευκοκυττάρωση<br />
Λευκοκυττάρωση<br />
Θετική καλλιέργεια κοπράνων<br />
Λευκοκυττάρωση<br />
Προσδιορισμός του αριθμού των<br />
κυττάρων στο ΕΝΥ, του τύπου<br />
τους, της καλλιέργειας, του<br />
σακχάρου και της πρωτεΐνης
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 107<br />
Βιβλιογραφiα<br />
1. Introduction to Clinical Medicine. In: Fauci AS, Kasper<br />
DL, Longo DL, Braunwald E, Hauser SL, Jameson JL,<br />
et al., editors. Harrison’ s Principles of Internal Medicine.<br />
17th Edition ed: The McGraw-Hill Companies,<br />
Inc; 2008.<br />
2. Grimley Evans J. 21st Century: Review: Ageing and<br />
medicine. J Intern Med. 2000 Feb;247(2):159-67.<br />
3. Σπαθαράκης Γ. Γηριατρική πολύ - παθολογία.<br />
Ιπποκράτεια. 1999;3(3):127-32.<br />
4. Samaras N, Chevalley T, Samaras D, Gold G. Older<br />
patients in the emergency department: a review.<br />
Ann Emerg Med. 2010 Sep;56(3):261-9.<br />
5. Aminzadeh F, Dalziel WB. Older adults in the emergency<br />
department: a systematic review of patterns<br />
of use, adverse outcomes, and effectiveness of interventions.<br />
Ann Emerg Med. 2002 Mar;39(3):238-47.<br />
6. Palmer RM. Acute Hospital Care. In: Cassel CK,<br />
Leipzig RM, Cohen HJ, Larson EB, Meier DE, editors.<br />
Geriatric Medicine An Evidence-Based Approach.<br />
4th Edition ed: Springer-Verlag New York,<br />
Inc.; 2003.<br />
7. Seth Landefeld C. Hospital Care. In: Seth Landefeld<br />
C, Palmer RM, Johnson MAG, Bree Johnson C, Lyons<br />
WL, editors. Current Geriatric Diagnosis and Treatment.<br />
1st Edition ed: Lange Medical Books/McGraw-<br />
Hill; 2004.<br />
8. Bird CE, Shugarman LR, Lynn J. Age and gender differences<br />
in health care utilization and spending for<br />
medicare beneficiaries in their last years of life. J<br />
Palliat Med. 2002 Oct;5(5):705-12.<br />
9. Fried TR, van Doorn C, O’Leary JR, Tinetti ME, Drickamer<br />
MA. Older persons’ preferences for site of<br />
terminal care. Ann Intern Med. 1999 Jul 20;131(2):109-<br />
12.<br />
10. Brennan TA, Leape LL, Laird NM, Hebert L, Localio<br />
AR, Lawthers AG, et al. Incidence of adverse events<br />
and negligence in hospitalized patients. Results of<br />
the Harvard Medical Practice Study I. N Engl J Med.<br />
1991 Feb 7;324(6):370-6.<br />
11. Forster A, Young J, Lambley R, Langhorne P. Medical<br />
day hospital care for the elderly versus alternative<br />
forms of care. Cochrane Database of Systematic<br />
Reviews [serial on the Internet]. 2008; (4): Available<br />
from: http://www.mrw.interscience.wiley.com/cochrane/clsysrev/articles/CD001730/frame.html.<br />
12. Age-associated changes of medical significance. In:<br />
Warrell DA, Cox TM, Firth JD, Benz EJ, editors. Oxford<br />
Textbook of Medicine. 4th Edition ed: Oxford<br />
University Press; 2003.<br />
13. Anpalahan M, Gibson SJ. Geriatric syndromes as<br />
predictors of adverse outcomes of hospitalization.<br />
Intern Med J. 2008 Jan;38(1):16-23.<br />
14. Inouye SK, van Dyck CH, Alessi CA, Balkin S, Siegal<br />
AP, Horwitz RI. Clarifying confusion: the confusion<br />
assessment method. A new method for detection of<br />
delirium. Ann Intern Med. 1990 Dec 15;113(12):941-8.<br />
15. Mathias S, Nayak US, Isaacs B. Balance in elderly<br />
patients: the “get-up and go” test. Arch Phys Med<br />
Rehabil. 1986 Jun;67(6):387-9.<br />
16. Inouye SK, Studenski S, Tinetti ME, Kuchel GA. Geriatric<br />
syndromes: clinical, research, and policy implications<br />
of a core geriatric concept. J Am Geriatr<br />
Soc. 2007 May;55(5):780-91.<br />
17. Jarrett PG, Rockwood K, Carver D, Stolee P, Cosway<br />
S. Illness presentation in elderly patients. Arch Intern<br />
Med. 1995 May 22;155(10):1060-4.<br />
18. Tangarorang GL, Kerins GJ, Beside RW. Clinical Approach<br />
to the Older Patient: an Overview. In: Cassel<br />
CK, Leipzig RM, Cohen HJ, Larson EB, Meier DE,<br />
editors. Geriatric Medicine An Evidence-Based Approach.<br />
4th Edition ed: Springer-Verlag New York,<br />
Inc.; 2003.<br />
19. Lewis LM, Banet GA, Blanda M, Hustey FM, Meldon<br />
SW, Gerson LW. Etiology and clinical course<br />
of abdominal pain in senior patients: a prospective,<br />
multicenter study. J Gerontol A Biol Sci Med Sci.<br />
2005 Aug;60(8):1071-6.<br />
20. Αλεξοπούλου Α, Ντουράκης ΣΠ. Παθήσεις<br />
ήπατος και χοληφόρων σε ηλικιωμένους<br />
ασθενείς. Ιατρική. 1998;73(3):228-34.
Ιδιαιτερότητες στην αντιμετώπιση καρδιαγγειακών προβλημάτων<br />
στα άτομα της τρίτης ηλικίας<br />
ΔΔ Μανωλάτος<br />
Επιμελητής Β’, Β’ Καρδιολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
SUMMARY<br />
MANOLATOS DD. Special cardiac problems in elderly people. By the time a person reaches 65, his or her heart has<br />
done an astounding amount of work. The adult heart beats more 100,000 times a day, pumping roughly 2,000 gallons of<br />
blood through 60,000 miles of blood vessels every 24 hours. The strongest muscle in the body, the heart at 65 still has the<br />
capacity for many more years of service. Nevertheless, natural physiologic changes in old age will somewhat lessen its<br />
efficiency. The aging heart as well the blood vessels becomes less elastic, so it not able to relax as completely between<br />
beats. The heart`s walls thicken, especially in the pumping chambers, and it may enlarge in size. The heart also becomes<br />
less responsive to stimulation by adrenaline, so it is not able to gear up for exercise by increasing the strength and the<br />
rates of contractions. Physiologic changes in the heart and blood vessels make the elderly more prone to certain types of<br />
cardiovascular disease. These include isolated systolic hypertension, orthostatic hypotension, heart failure, certain valve<br />
disorders (particularly of the aortic valve) and certain rhythm abnormalities, particularly bradycardias, or slow rhythms.<br />
The outlook for the most of these conditions is excellent. Many can be treated by medication, while others are helped by<br />
surgery or pacemakers. In mild cases, life-style changes maybe enough. In many cases, drug treatment is successful and<br />
preferred over surgery or other invasive therapy. This is primarily because the risks associated with these procedures are<br />
somewhat higher in the elderly, especially those with other health problems, and because the recovery period is longer.<br />
Drugs may affect the elderly differently from younger patients, however, and care must be taken to achieve the right dosage<br />
and type of drug or combination of drugs. Although life-style changes made in old age may no longer have the same<br />
impact on reducing the risk of heart disease, some- as regular exercise and smoking cessation- can positively affect the<br />
quality of life. Maintaining an appropriate body weight is important. Control of high blood pressure, whether by life-style<br />
changes, medication, or both, is also important in maintaining health. All patients should maintain a prudent low-fat diet, in<br />
order to reduce blood cholesterol. However, the case for aggressive treatment of high cholesterol is not as strong. In the<br />
absence of symptoms of coronary artery disease, it may not justified. However, for people who already have heart disease,<br />
especially those have had bypass surgery, it maybe beneficial. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 108-114, 2011.<br />
Key words: Elderly people, coronary artery disease, cardiac disorders<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Έως την ηλικία των 65 ετών, η ανθρώπινη καρδιά επιτελεί ένα καταπληκτικό έργο. Με περισσότερους από 100000<br />
παλμούς ανά ημέρα, αντλεί 2000 γαλόνια αίματος μέσα σε 60000 μίλια αιμοφόρων αγγείων κάθε ημέρα. Αποτελεί<br />
τον ισχυρότερο μυ του σώματος και έχει ικανότητα για αρκετά επιπλέον χρόνια λειτουργίας. Ωστόσο φυσιολογικές<br />
μεταβολές στους ηλικιωμένους μειώνουν την ικανότητά της. Η γηράσκουσα καρδιά καθώς και τα αιμοφόρα<br />
αγγεία χάνουν την ελαστικότητά τους με αποτέλεσμα ελαττωμένη χάλαση μεταξύ των καρδιακών συστολών.<br />
Τα τοιχώματα της καρδιάς παχύνονται ενώ οι διαστάσεις της μπορεί να αυξηθούν. Επιπλέον η καρδιά καθίσταται<br />
λιγότερο ευαίσθητη στη αδρενεργική διέγερση με αποτέλεσμα μείωση της έντασης και της συχνότητας των<br />
συστολών κατά την άσκηση.<br />
Οι φυσιολογικές αλλαγές στην καρδιά και στα αγγεία καθιστούν τους ηλικιωμένους επιρρεπείς σε καρδιαγγειακά<br />
νοσήματα, όπως η μεμονωμένη συστολική υπέρταση, η ορθοστατική υπόταση , η καρδιακή ανεπάρκεια, οι βαλ-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 109<br />
βιδοπάθειες και οι διαταραχές του ρυθμού (κυρίως βραδυαρρυθμίες). Η πρόγνωση των παραπάνω νοσημάτων<br />
είναι συνήθως καλή. Πολλές αντιμετωπίζονται με φάρμακα, ενώ άλλες με εγχείρηση ή βηματοδότη. Σε ήπιες περιπτώσεις<br />
η αλλαγή του τρόπου ζωής είναι αρκετή. Σε αρκετές περιπτώσεις η φαρμακευτική αγωγή είναι επιτυχής<br />
και προτιμητέα σε σχέση με επεμβατικές μεθόδους, λόγω του αυξημένου κινδύνου των τελευταίων στους ηλικιωμένους.<br />
Ωστόσο τα φάρμακα επηρεάζουν τους ηλικιωμένους με διαφορετικό τρόπο σε σχέση με νεότερα άτομα<br />
και πρέπει να υπάρχει φροντίδα ως προς τη δοσολογία και το συνδυασμό τους. Παρόλο που οι αλλαγές τρόπου<br />
ζωής δεν μειώνουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου στους ηλικιωμένους, μερικές όπως η τακτική άσκηση και<br />
η διακοπή του καπνίσματος επηρεάζουν θετικά την ποιότητα ζωής. Η διατήρηση του σωματικού βάρους εντός<br />
φυσιολογικών ορίων και ο έλεγχος της αρτηριακής πίεσης είναι απαραίτητα για την υγεία του ηλικιωμένου. Όλοι<br />
οι ασθενείς πρέπει να ακολουθούν χαμηλή σε λιπαρά διατροφή. Ωστόσο η θεραπεία της υπερλιπιδαιμίας συνιστάται<br />
μόνο σε ηλικιωμένους με καρδιαγγειακή νόσο. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 108-114, 2011.<br />
Λέξεις κλειδιά: άτομα τρίτης ηλικίας, στεφανιαία νόσος, διαταραχές αγωγιμότητας<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας<br />
[ΠΟΥ] οι καρδιαγγειακές παθήσεις είναι υπεύθυνες για<br />
το θάνατο 12 εκατομμυρίων ατόμων κάθε χρόνο. Είναι<br />
η κύρια αιτία θανάτου στην Αμερική και στις περισσότερες<br />
αναπτυγμένες χώρες του πλανήτη. Αποτελεί την<br />
πρώτη αιτία θανάτου στα άτομα της τρίτης ηλικίας.<br />
Κάθε συζήτηση που αφορά τα καρδιαγγειακά προβλήματα<br />
στην τρίτη ηλικία πρέπει να ξεκινά από την<br />
οριοθέτηση της τρίτης ηλικίας. Υπάρχει η χρονολογική<br />
ηλικία, ο αριθμός των ετών που κάποιος ζει, και<br />
η βιολογική ηλικία που περιλαμβάνει την παρουσία η<br />
απουσία ασθενειών της τρίτης ηλικίας καθώς και την<br />
πνευματική διαύγεια του ατόμου. Για πρακτικούς σκοπούς<br />
το όριο των 65-70 ετών έχει χαρακτηριστεί ως η<br />
αρχή της τρίτης ηλικίας. Στην καθημερινή πράξη βέβαια<br />
τα πράγματα διαφέρουν μια και οι όποιες θεραπευτικές<br />
αποφάσεις στηρίζονται όχι μόνο στην χρονολογική<br />
ηλικία του ασθενούς αλλά στη γενική ιατρική κατάσταση<br />
και στο πνευματικό επίπεδο του ασθενούς που<br />
μπορεί να είναι νέο ή ηλικιωμένο για μια συγκεκριμένη<br />
χρονολογική ηλικία.<br />
Το μυοκάρδιο, καθώς ο άνθρωπος μεγαλώνει,<br />
υφίσταται φυσιολογικά δομικές αλλαγές ακόμα και<br />
απουσία κάποιας οργανικής πάθησης. Η λειτουργία<br />
της καρδιάς, σαν αντλία παροχής αίματος και οξυγόνου<br />
προς τους ιστούς, είναι λιγότερο αποτελεσματική,<br />
μια και ο καρδιακός μυς γίνεται ανελαστικός, δύσκαμπτος<br />
και λιγότερο ευαίσθητος στις μεταβολές του<br />
συμπαθητικού νευρικού συστήματος.<br />
Επιπρόσθετα, το αγγειακό τοίχωμα χάνει την ελαστικότητα<br />
του και οι υποδοχείς που βρίσκονται πάνω<br />
σε αυτό την απαντητικότητα τους στα διάφορα εξωγενή<br />
ερεθίσματα. Καρδιαγγειακές παθήσεις όπως η<br />
στεφανιαία νόσο, η υπέρταση, οι βαλβιδοπάθειες και<br />
οι διαταραχές του ερεθισματαγωγού συστήματος της<br />
καρδιάς αυξάνονται με την πρόοδο της ηλικίας. Από<br />
την ηλικία των 80 και πάνω το 20% των Αμερικανών<br />
έχουν συμπωματική στεφανιαία νόσο.<br />
Τα καρδιακά προβλήματα στην τρίτη ηλικία έχουν<br />
σαφή επίπτωση είτε στην ποιότητα ζωής είτε στην<br />
διάρκεια της είτε και στα δυο. Η πρώτη αιτία θανάτου<br />
στους ηλικιωμένους Αμερικανούς ασθενείς είναι η στεφανιαία<br />
νόσο· αλλά και οι βαλβιδοπάθειες καθώς και<br />
οι διαταραχές του καρδιακού ρυθμού έχουν θορυβώδη<br />
συμπτωματολογία σε αυτές τις ηλικίες και επηρεάζουν<br />
έντονα την ποιότητα της ζωής των ηλικιωμένων<br />
ασθενών.<br />
ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ ΝΟΣΟΣ<br />
Η αθηρωμάτωση των επικάρδιων στεφανιαίων<br />
αρτηριών αποτελεί την κυρίαρχη αιτία θανάτου στην<br />
τρίτη ηλικία. Επιπρόσθετα, η πολυαγγειακή στεφανιαία<br />
νόσο απαντάται αρκετά πιο συχνά σε αυτές τις ηλικίες.<br />
Το 50% των καρδιακών επεισοδίων συμβαίνει σε<br />
ηλικίες άνω των 65. Ενώ η συχνότητα εμφάνισης των<br />
επεισοδίων είναι σαφώς μεγαλύτερη στους άντρες<br />
κατά τη μέση ηλικία, μετά την εμμηνόπαυση παρατηρείται<br />
μια ραγδαία αύξηση στο γυναικείο πληθυσμό<br />
και οι συχνότητες είναι περίπου ίσες.<br />
Η στεφανιαία νόσος δύναται να εμφανιστεί είτε ως<br />
επαναλαμβανόμενα επεισόδια μυοκαρδιακής ισχαιμίας<br />
που εκδηλώνονται ως στηθάγχη η δύσπνοια ηρεμίας<br />
είτε με πιο σοβαρή μορφή, ως καρδιακή ανακοπή,<br />
όπου η ολική απόφραξη ενός αγγείου έχει σαν αποτέλεσμα<br />
το οξύ έμφραγμα που οδηγεί στη νέκρωση<br />
του καρδιακού μυός και το σχηματισμό ουλής. Τα οξέα<br />
στεφανιαία σύνδρομα στην τρίτη ηλικία οδηγούν σε<br />
περισσότερες επιπλοκές και απαιτούν μεγαλύτερη
110<br />
Ιδιαιτερότητες στην αντιμετώπιση καρδιαγγειακών προβλημάτων στα άτομα της τρίτης ηλικίας<br />
χρονική διάρκεια νοσηλείας για τον ασθενή. Καρδιακή<br />
ανεπάρκεια και διαταραχές του ρυθμού εμφανίζονται<br />
πιο συχνά σε αυτές τις ηλικίες. Ποσοστό 60% των<br />
περιπτώσεων συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας<br />
έχουν σαν υποκείμενη αιτία την ισχαιμική μυοκαρδιοπάθεια.<br />
Σιωπηλά επεισόδια ισχαιμίας, χωρίς τη<br />
θορυβώδη συμπτωματολογία του οπισθοστερνικού<br />
άλγους, εμφανίζονται συχνότερα σε αυτές τις ηλικίες<br />
ιδιαίτερα στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη. Τα<br />
συμπτώματα μπορεί να διαφέρουν και να είναι ένας<br />
έντονος πονοκέφαλος, δύσπνοια ηρεμίας, λιποθυμικό<br />
επεισόδιο, σύγχυση είτε και τελείως ασυμπτωματικά.<br />
Για αυτό πρέπει να υπάρχει υψηλή κλινική υποψία<br />
τόσο από το θεράποντα ιατρό όσο και από τα άτομα<br />
που περιβάλουν τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας.<br />
Δεν είναι σπάνιο τέτοια καρδιακά επεισόδια να αποκαλύπτονται<br />
τυχαία στο ηλεκτροκαρδιογράφημα είτε<br />
σε μια υπερηχογραφική εξέταση.<br />
Το ΗΚΓ για τη στεφανιαία νόσο δεν είναι τόσο αξιόπιστο<br />
στις γυναίκες όσο στους άντρες. Το σπινθηρογράφημα<br />
μυοκαρδίου με θάλλιο με η χωρίς φαρμακευτικό<br />
stress βοηθά στη διαγνωστική προσέγγιση της<br />
στεφανιαίας νόσου, περισσότερο στους άντρες παρά<br />
στις γυναίκες, αλλά το ποσοστό των ψευδώς θετικών<br />
αποτελεσμάτων είναι υψηλό και εκτιμάται στο 20%.Το<br />
Echo stress είναι αρκετά χρήσιμο μια και αντλούμε επιπρόσθετες<br />
πληροφορίες τόσο για τη λειτουργική κατάσταση<br />
των βαλβίδων, τη συστολική και διαστολική<br />
λειτουργία της αριστερής κοιλίας όσο και τις τμηματικές<br />
διαταραχές των τοιχωμάτων της καρδιάς που<br />
είναι ενδεικτικές παρουσίας στεφανιαίας νόσου. Η<br />
στεφανιογραφία και η επεμβατική προσέγγιση έχουν<br />
θέση στη διάγνωση και θεραπεία των στεφανιαίων<br />
συνδρόμων στα άτομα της τρίτης ηλικίας αν και συνδυάζονται<br />
με αυξημένο ποσοστό επιπλοκών (αγγειακό<br />
εγκεφαλικό επεισόδιο, τοπική αιμορραγία- αιμάτωμα<br />
στην περιοχή της παρακέντησης) συγκριτικά με τα<br />
άτομα νεότερης ηλικίας αλλά αποδεκτά χαμηλό για<br />
να μην αποκλείονται από τη διαγνωστική φαρέτρα.<br />
Επειδή η επίπτωση της πολυαγγειακής νόσου είναι<br />
αυξημένη στα άτομα της τρίτης ηλικίας και η συνύπαρξη<br />
του διαβήτη συχνή, η αορτοστεφανιαία παράκαμψη<br />
είναι μια αποδεκτή θεραπεία αν και τόσο η<br />
θνητότητα όσο και το ποσοστό των επιπλοκών από<br />
την επέμβαση παρουσιάζονται αυξημένα συγκριτικά<br />
με τα άτομα της νεότερης ηλικίας αλλά μέσα σε αποδεκτά<br />
πλαίσια.<br />
Η θεραπεία των οξέων στεφανιαίων συνδρόμων<br />
ελάχιστα διαφέρει στην ηλικία των 75 από την ηλικία<br />
των 45 ετών. Η θρομβόλυση στο οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου<br />
πρέπει να γίνεται μετά από σκέψη και μονό<br />
όταν ο ιατρός κρίνει ότι το όφελος υπερτερεί από<br />
τον αυξημένο κίνδυνο της ενδοκράνιας αιμορραγίας<br />
που εμφανίζεται σε αυτές τις ηλικίες. Πάντως η ηλικία<br />
πάνω από τα 75, δεν αποτελεί αντένδειξη για θρομβόλυση.<br />
Η ασπιρίνη έχει απόλυτη ένδειξη μια μειώνει<br />
τη θνητότητα στην οξεία φάση του εμφράγματος κατά<br />
30%.Οι αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της<br />
αγγειοτενσίνης έχουν απόλυτη ένδειξη αλλά πρέπει<br />
να προτείνεται η χαμηλότερη δυνατή δόση και η έναρξη<br />
τους να καθυστερεί στην όψιμη μετεμφραγματική<br />
περίοδο. Το αντιαρρυθμικό λιδοκαΐνη που χρησιμεύει<br />
για την καταστολή της κοιλιακής εκτοπίας στην οξεία<br />
φάση του εμφράγματος στα ηλικιωμένα άτομα πρέπει<br />
να αποφεύγεται γιατί προκαλεί σύγχυση και άλλες<br />
παρενέργειες. Τα νιτρώδη δεν είναι καλώς ανεκτά από<br />
τα ηλικιωμένα άτομα και προκαλούν πολύ συχνότερα<br />
απότομη πτώση της αρτηριακής πίεσης με συνοδό<br />
έντονη κεφαλαλγία και ζάλη. Οι β-αποκλειστές πρέπει<br />
να χορηγούνται με προσοχή γιατί προκαλούν έντονη<br />
βραδυκαρδία σε μια καρδιά που λόγω της ηλικίας της<br />
λειτουργεί ήδη σε χαμηλούς ρυθμούς.<br />
ΒΑΛΒΙΔΟΠΑΘΕΙΕΣ<br />
Η συχνότητα της στένωσης της αορτικής βαλβίδας<br />
αυξάνει με την ηλικία και αποτελεί την πιο σημαντική<br />
κλινικά βαλβιδοπάθεια που απαντάται στα άτομα της<br />
τρίτης ηλικίας. Το ποσοστό που αναφέρεται στη διεθνή<br />
βιβλιογραφία είναι 4%. Η προοδευτικά αυξανόμενη<br />
εκφυλιστική ασβέστωση των αορτικών πτυχών είναι η<br />
πιο συχνή αιτία. Η ένταση του συστολικού φυσήματος<br />
εξώθησης που προκαλείται από τη στένωση δε συσχετίζεται<br />
με τη βαρύτητα της στένωσης της βαλβίδας και<br />
εξαιτίας της σκληρότητας και της απώλειας ελαστικότητας<br />
των περιφερικών αρτηριών το φύσημα στις καρωτίδες<br />
μπορεί να απουσιάζει παρουσία σημαντικού<br />
βαθμού στένωσης της βαλβίδας. Σημαντικού βαθμού<br />
στένωση μπορεί να εμφανιστεί ως συγκοπτικό επεισόδιο<br />
(εξαιτίας της μειωμένης εγκεφαλικής αιματώδης),<br />
ως συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια-οξύ πνευμονικό<br />
οίδημα (όταν ο καρδιακός μυς αδυνατεί να λειτουργήσει<br />
ως αντλία και να προωθήσει το αίμα προς την<br />
κυκλοφορία μέσω μιας στεγνωμένης βαλβίδας) και ως<br />
οπισθοστερνικό άλγος –στηθάγχη (από το συνδυασμό<br />
αυξημένου έργου ενός υπερτροφικού μυοκαρδίου και<br />
την έλλειψη επαρκούς αιματώδης και οξυγόνωσης του<br />
καρδιακού μυός). Η πρόοδο της αορτικής στένωσης είναι<br />
βαθμιαία αλλά τις περισσότερες φορές απρόβλε-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 111<br />
πτη. Η διαγνωστική προσέγγιση ενός συμπωματικού<br />
ασθενή τρίτης ηλικίας με συστολικό φύσημα εξώθησης<br />
είναι κριτικής σημασίας. Το υπερηχογράφημα καρδιάς<br />
σε συνδυασμό με την εξέταση Doppler μας επιτρέπει<br />
τον ακριβή προσδιορισμό της στένωσης και τη δυνατότητα<br />
απεικόνισης της μορφολογίας της βαλβίδας.<br />
Περίπου το 20% των ηλικιωμένων ατόμων με στένωση<br />
της αορτικής βαλβίδας έχουν ρευματικής αιτιολογίας<br />
προσβολή της βαλβίδας, συνήθως παρουσιάζουν προσβολή<br />
και της μιτροειδούς βαλβίδας και χρήζουν προφυλακτικής<br />
αντιβιοτικής αγωγής πριν οποιασδήποτε<br />
ιατρικής παρέμβασης συμπεριλαμβανομένου και των<br />
οδοντριατικών επεμβάσεων. Η μόνη αποτελεσματική<br />
θεραπεία είναι η αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας<br />
μια και αυξάνει τόσο την επιβίωση όσο και βελτιώνει<br />
την ποιότητα της ζωής. Η βαλβιδοπλαστική με<br />
μπαλόνι συνδυάζεται με μέτρια αποτελέσματα και με<br />
υψηλό ποσοστό επαναστένωσης της βαλβίδας. Προς<br />
το παρόν, η επέμβαση αυτή έχει θέση μόνο στα ηλικιωμένα<br />
άτομα υψηλού διεγχειρητικού κινδύνου λόγω<br />
της συνύπαρξης και άλλων παθολογικών καταστάσεων.<br />
Η πιο συχνή αιτία της ανεπάρκειας της αορτικής<br />
βαλβίδας στα άτομα της τρίτης ηλικίας αποτελεί η διάταση<br />
της αορτικής ρίζας δευτεροπαθώς στην υψηλή<br />
αρτηριακή πίεση και στις αυξημένες περιφερικές αρτηριακές<br />
αντιστάσεις που απαντώνται συχνά σε αυτές<br />
τις ηλικίες. Όταν η ανεπάρκεια είναι σοβαρού βαθμού<br />
η μείωση του μεταφόρτιου της αριστερής κοιλιάς βοηθά<br />
σημαντικά στην ανακούφιση των συμπτωμάτων,<br />
αν και η ριζική θεραπεία είναι η χειρουργική αντικατάσταση<br />
της βαλβίδας.<br />
Η ανεπάρκεια της μιτροειδούς βαλβίδας είναι<br />
υπεύθυνη για το 70% των παθήσεων της μιτροειδούς<br />
που εμφανίζονται στα άτομα της τρίτης ηλικίας. Οι<br />
αιτίες είναι η ρευματική προσβολή της βαλβίδας που<br />
συνδυάζεται συχνά με πάθηση της αορτής, η δυσλειτουργία<br />
των θηλοειδών μυών που οφείλεται σε ισχαιμία<br />
η έμφραγμα του μυοκαρδίου, η ασβέστωση της μιτροειδούς<br />
βαλβίδας η οποία παρατηρείται πιο συχνά<br />
στις γυναίκες και η μυξωματώδης εκφύλιση από πρόπτωση<br />
των γλωχίνων της βαλβίδας που ενώ απαντάται<br />
πιο συχνά στις γυναίκες οι άντρες είναι αυτοί<br />
που πιο συχνά παρουσιάζουν σημαντικού βαθμού<br />
ανεπάρκεια της βαλβίδας. Η θεραπευτική προσέγγιση<br />
πρέπει να στοχεύει στη διατήρηση του φλεβοκομβικού<br />
ρυθμού η τουλάχιστον στον καλό έλεγχο της κοιλιακής<br />
συχνότητας επί παρουσίας κολπικής μαρμαρυγής,<br />
στη μείωση του προφορτίου της αριστερής κοιλιάς με<br />
τη χρήση κυρίως διουρητικών, στην αποτελεσματική<br />
αντιπηκτική αγωγή για την πρόληψη των εμβολικών<br />
επεισοδίων και στην απαραίτητη και αναγκαία προφυλακτική<br />
αντιβιοτική αγωγή πριν οποιαδήποτε ιατρική<br />
παρέμβαση. Καθώς η ανεπάρκεια της βαλβίδας<br />
αυξάνει η αριστερή κοιλιά διατείνεται, οι πιέσεις στο<br />
εσωτερικό της κοιλίας αυξάνονται και μεταδίδονται<br />
προς τα πίσω προκαλώντας πνευμονική υπέρταση.<br />
Στο στάδιο αυτό η φαρμακευτική αγωγή είναι ανεπαρκής<br />
και αναποτελεσματική.<br />
Η χειρουργική διόρθωση της βαλβίδας με τη διατήρηση<br />
του υποβαλβιδικού μηχανισμού προσφέρει<br />
καλύτερα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, όπου αυτό<br />
είναι δυνατό, επί απουσίας δηλαδή ασβέστωσης και<br />
συνύπαρξης στενωτικών καταστάσεων της βαλβίδας,<br />
συγκριτικά με την αντικατάσταση της (αντίθετα δηλαδή<br />
με την αορτική βαλβίδα).Οι πιέσεις και το μέγεθος<br />
της αριστερής κοιλιάς επανέρχονται στο φυσιολογικό<br />
αλλά η βελτίωση στην κλινική συμπτωματολογία δεν<br />
είναι τόσο εντυπωσιακή όσο μετά την αντικατάσταση<br />
της αορτικής βαλβίδας. Το πλεονέκτημα της διόρθωσης<br />
και όχι αντικατάστασης της μιτροειδούς βαλβίδας<br />
είναι ότι ο ηλικιωμένος ασθενής δε χρήζει μακροχρόνιας<br />
αντιπηκτικής αγωγής με όλους τους κινδύνους που<br />
αυτή εγκυμονεί σε τέτοιες ηλικίες.<br />
ΑΡΤΗΡΙΑΚΗ ΥΠΕΡΤΑΣΗ<br />
Η επίπτωση της υπέρτασης, ιδιαίτερα της συστολικής<br />
υπέρτασης, αυξάνει με την ηλικία. Αυτή η αύξηση<br />
οφείλεται στην λέπτυνση του αγγειακού τοιχώματος<br />
που οδηγεί στην απώλεια της ελαστικότητας και στην<br />
αδυναμία του τοιχώματος να απορροφήσει την αύξηση<br />
της πίεσης του αίματος που φυσιολογικά συμβαίνει<br />
με την εξώθηση του αίματος κατά την καρδιακή<br />
συστολή. Μεγάλος αριθμός μελετών καταλήγει ότι η<br />
καρδιαγγειακή θνητότητα και θνησιμότητα αυξάνουν<br />
παράλληλα με την αύξηση της συστολικής αρτηριακής<br />
πίεσης στα άτομα της τρίτης ηλικίας. Επιπρόσθετα, η<br />
αποτελεσματική θεραπεία της υπέρτασης σε αυτές τις<br />
ηλικίες έχει αποδειχτεί ότι συνοδεύεται με μείωση της<br />
θνητότητας και θνησιμότητας, τόσο στους άντρες όσο<br />
και στις γυναίκες (για κάθε βαθμό μείωσης της συστολικής<br />
αρτηριακής πίεσης προς τα φυσιολογικά επίπεδα<br />
υπάρχει αισθητή μείωση και στα καρδιαγγειακά<br />
συμβάματα).Ο στόχος είναι ίδιος και στα νέα και στα<br />
ηλικιωμένα άτομα: ΣΑΠ
112<br />
Ιδιαιτερότητες στην αντιμετώπιση καρδιαγγειακών προβλημάτων στα άτομα της τρίτης ηλικίας<br />
πρώτης επιλογής σε υπερτασικά άτομα της τρίτης<br />
ηλικίας όταν δε συνυπάρχουν άλλες παθήσεις μια και<br />
έχουν χαμηλό κόστος και μακροπρόθεσμα οφέλη. Σε<br />
μεγάλες τυχαιοποιημένες μελέτες δεν έχουν παρατηρηθεί<br />
αξιοσημείωτες παρενέργειες από τη χρήση των<br />
β-αποκλειστών σε υπερτασικά άτομα τρίτης ηλικίας<br />
τόσο στην ποιότητα ζωής όσο και στη πνευματική<br />
διάθεση. Αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της<br />
αγγειοτενσίνης και οι σαρτάνες είναι πολύ αποτελεσματικά<br />
φάρμακα ειδικά όταν συνυπάρχει και συστολική<br />
δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας. Οι αναστολείς<br />
του ασβεστίου αποτελούν πολύ καλή επιλογή σε<br />
υπερτασικά ηλικιωμένα άτομα με νεφρική ανεπάρκεια,<br />
σακχαρώδη διαβήτη, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια<br />
και περιφερική αγγειοπάθεια. Οι δόσεις των<br />
αντιυπερτασικών φαρμάκων πρέπει να εξατομικεύονται<br />
στον κάθε ασθενή.<br />
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΚΟΙΛΙΑΣ<br />
Συστολική λειτουργιά: Η συστολική λειτουργία της<br />
αριστερής κοιλιάς (κλάσμα εξώθησης, όγκος παλμού)<br />
στην ηρεμία δε μεταβάλλεται με την πρόοδο της ηλικίας.<br />
Αντίθετα, η συσταλτικότητα του μυοκαρδίου σε β-<br />
αδρενεργικά ερεθίσματα όπως και στην κόπωση ελαττώνεται<br />
με την ηλικία. Τουτο σπάνια έχει επιπτώσεις<br />
μια και οι καθημερινές δραστηριότητες των ηλικιωμένων<br />
ατόμων περιορίζονται σε σημαντικό βαθμό.<br />
Διαστολική λειτουργία: Ο χρόνος πλήρωσης των<br />
κοιλιών και ο χρόνος χαλάρωσης της αριστερής κοιλίας<br />
επιμηκύνονται με την πρόοδο της ηλικίας. Οι αιτίες<br />
είναι πολλές όπως η αύξηση της μάζας του καρδιακού<br />
μυός, η αυξημένη εναπόθεση κολλαγόνου στο μυοκάρδιο<br />
που έχει σαν αποτέλεσμα την αυξημένη ίνωση<br />
αυτού καθώς και αλλαγές στην ομοιόσταση του<br />
ενδοκυττάριου ασβεστίου που οδηγούν στην παθολογική<br />
χάλαση του μυοκαρδίου. Το διαστολικό pattern<br />
της αριστερής κοιλίας αλλάζει σε μεγάλο βαθμό με<br />
άμεσο αποτέλεσμα την ελάττωση της καρδιακής παροχής<br />
ειδικά σε αυξημένες συχνότητες. Με την πρόοδο<br />
της ηλικίας αυτές οι αλλαγές γίνονται εντονότερες και<br />
οδηγούν στην εκδήλωση της συμφορητικής καρδιακής<br />
ανεπάρκειας.<br />
ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΡΥΘΜΟΥ<br />
Καρδιακή συχνότητα: Η καρδιακή συχνότητα στην<br />
ηρεμία γενικά δε μεταβάλλεται με την πρόοδο της ηλικίας.<br />
Αντίθετα στην κόπωση είτε σε καταστάσεις που<br />
δευτεροπαθώς προκαλούν ταχυκαρδία όπως πυρετός,<br />
υπογκαιμία, η καρδιακή συχνότητα μειώνεται με<br />
την αύξηση της ηλικίας. Βραδυκαρδία με συχνότητα<br />
μικρότερη από 40 bpm ειδικά την ήμερα και παύλες<br />
μεγαλύτερες από 3 sec δεν παρατηρούμε στα φυσιολογικά<br />
άτομα της τρίτης ηλικίας.<br />
Κολποκοιλιακή αγωγιμότητα: Ο χρόνος αγωγής του<br />
ερεθίσματος μέσω του κολποκοιλιακού κόμβου παρατείνεται<br />
με την πρόοδο της ηλικίας. Το PR διάστημα<br />
μετρώμενο στο ΗΚΓ σε άτομα άνω των 65 ετών είναι<br />
φυσιολογικά 210-220msec.Δευτέρου και τρίτου βαθμού<br />
κολποκοιλιακός αποκλεισμός δεν αποτελούν φυσιολογικά<br />
ευρήματα. Ο αποκλεισμός του δεξιού σκέλους<br />
του δεματιού του His (RBBB) απαντάται πιο συχνά στην<br />
τρίτη ηλικία συγκριτικά με το νεώτερο πληθυσμό αλλά<br />
δε συσχετίζεται με περαιτέρω επιδείνωση στην αγωγή<br />
του ερεθίσματος. Ο μεμονωμένος πρόσθιος αριστερός<br />
ημισκελικός αποκλεισμός (LAH) δεν αποτελεί ανεξάρτητο<br />
προγνωστικό παράγοντα αυξημένης καρδιαγγειακής<br />
θνητότητας και θνησιμότητας σε υγιή άτομα της<br />
τρίτης ηλικίας. Ο συνδυασμός αποκλεισμού του δεξιού<br />
σκέλους του δεματίου του His και πρόσθιου αριστερού<br />
ημισκελικού αποκλεισμού (RBBB+ LAH) συνδυάζεται με<br />
την παρουσία καρδιαγγειακής πάθησης στο 75% των<br />
ηλικιωμένων ατόμων και μόνο στο 25% απαντάται σε<br />
φυσιολογικές καρδιές. Ο αποκλεισμός του αριστερού<br />
σκέλους του δεματίου του His (LBBB) δεν συνοδεύει τη<br />
φυσιολογική γήρανση του ερεθισματαγωγού συστήματος<br />
και συνδυάζεται με καρδιαγγειακές παθήσεις και<br />
αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακά συμβάματα.<br />
Η πάθηση του Lenegre Lev απαντάται στα άτομα<br />
της τρίτης ηλικίας και εμφανίζεται ως αποκλεισμός<br />
σκέλους του δεματίου του His με φυσιολογική καρδιά<br />
και φυσιολογικά στεφανιαία αγγεία. Οφείλεται σε<br />
ίνωση ή ασβέστωση του ερεθισματαγωγού συστήματος<br />
αγωγής.<br />
Το σύνδρομο νοσούντος φλεβοκόμβου (sick sinus<br />
syndrome SSS) αποτελεί την πιο συχνή διαταραχή<br />
του καρδιακού ρυθμού στα άτομα της τρίτης ηλικίας.<br />
Μπορεί να εκδηλωθεί με σύνδρομο βραδύ-τάχυ,<br />
συμπτωματική βραδυκαρδία είτε με παύσεις. Η τοποθέτηση<br />
διεστιακού βηματοδότη εξασφαλίζει τη σωστή<br />
αγωγή του ερεθίσματος και απαλλάσσει τον ασθενή<br />
από τα συμπτώματα. Προσφέρει καλύτερη ποιότητα<br />
ζωής αλλά όχι παράταση της επιβίωσης.<br />
Το σύνδρομο του υπερευαίσθητου καρωτιδικού<br />
βολβού: Η υπερευαισθησία του καρωτιδικού κόλπου<br />
είναι μια παθολογική απαντητικότητα των υποδοχέων<br />
της περιοχής στη διέγερση τους από διάφορα<br />
ερεθίσματα, όπως είναι η μάλαξη είτε η απότομη
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 113<br />
στροφή της κεφαλής. Τούτο έχει σαν αποτέλεσμα τη<br />
ζάλη η ακόμα και τη συγκοπή, απότοκος της παροδικά<br />
μειωμένης εγκεφαλικής αιμάτωσης. Καθώς η<br />
λειτουργικότητα και η ευαισθησία των υποδοχέων<br />
αυτών μειώνεται γενικά με την πρόοδο της ηλικίας,<br />
τα άτομα της τρίτης ηλικίας είναι τα πλέον επιρρεπή<br />
σε τέτοια συμβάματα. Ο υπερευαίσθητος καρωτιδικός<br />
βολβός, η ορθοστατική υπόταση και η κακοήθης<br />
παρασυμπαθητικοτονία (vasovagal syncope) δύναται<br />
να συνυπάρχουν στον ίδιο ασθενή και να προκαλούν<br />
επαναλαμβανόμενα συγκοπτικά επεισόδια. Η αντιμετώπιση<br />
αυτών των καταστάσεων εξατομικεύεται<br />
στον κάθε ασθενή και εξαρτάται από τη συχνότητα<br />
και τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων. Στην πλειονότητα<br />
των περιπτώσεων η αλλαγή στον τρόπο ζωής<br />
και η εκπαίδευση του πάσχοντα να αποφεύγει εκλυτικούς<br />
παράγοντες όπως την απότομη στροφή της<br />
κεφαλής, την απότομη έγερση από την ύπτια θέση<br />
και την παρατεταμένη ορθοστασία έχει εντυπωσιακά<br />
αποτελέσματα. Η εμφύτευση μόνιμου διεστιακού<br />
βηματοδότη επιφέρει ύφεση των συμπτωμάτων στις<br />
περιπτώσεις όπου ο καρδιοανασταλτικός τύπος κυριαρχεί<br />
ενώ αντίθετα δε προσφέρει κανένα όφελος<br />
στις περιπτώσεις της αγγειοκατασταλτικής μορφής. Η<br />
ριζική συμπαθεκτομή για επίμονες καταστάσεις, που<br />
εφαρμοζόταν παλαιότερα, έχει εγκαταλειφθεί λόγω<br />
των σοβαρών επιπλοκών που προκαλεί. Η χειρουργική<br />
επέμβαση αποτελεί μια επιλογή για όγκο τραχήλου<br />
που προκαλεί πιεστικά φαινόμενα στην περιοχή του<br />
καρωτιδικού βολβού. Τελευταία, η χρήση αναστολέων<br />
της σεροτονίνης (sertraline, fluoxetine) έχει δοκιμαστεί<br />
σε μια σειρά ασθενών με καλά αποτελέσματα.<br />
Αρρυθμίες: Οι πρώιμες κολπικές συστολές αυξάνονται<br />
με την πρόοδο της ηλικίας και απαντώνται<br />
στο 95% των υγιών ενηλίκων. Σε ποσοστό 80% εμφανίζονται<br />
έκτακτες κοιλιακές συστολές απουσία<br />
οργανικής καρδιοπάθειας. Η επίπτωση της κολπικής<br />
μαρμαρυγής αυξάνει εντυπωσιακά με την πρόοδο της<br />
ηλικίας, από
114<br />
Ιδιαιτερότητες στην αντιμετώπιση καρδιαγγειακών προβλημάτων στα άτομα της τρίτης ηλικίας<br />
τα διουρητικά, τα αγγειοδιασταλτικά και ορισμένοι<br />
αναστολείς ασβεστίου).<br />
2. Ζάλη από τα νιτρώδη παρουσιάζεται αρκετά<br />
συχνά.<br />
3. Τοξικός δακτυλιδισμός είναι πιο συχνός στα<br />
άτομα της τρίτης ηλικίας, ειδικά εάν υπάρχει και νεφρική<br />
ανεπάρκεια.<br />
4. Η χρήση των αντιπηκτικών φαρμάκων πρέπει<br />
να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή ειδικά στα άτομα<br />
που είναι επιρρεπή σε πτώσεις επί του εδάφους και<br />
ο χρόνος πήξης αίματος να παρακολουθείται πιο συχνά<br />
μια και ο κίνδυνος αιμορραγιών είναι αυξημένος<br />
σε αυτές τις ηλικίες.<br />
5. Οι β-αναστολείς επιβραδύνουν την καρδιά επιπλέον.<br />
6. Η ενδοφλέβια χορήγηση λιδοκαΐνης επιφέρει σύγχυση<br />
στον ηλικιωμένο ασθενή.<br />
7. Οι ενδείξεις για φάρμακα υπολιπιδαιμικής αγωγής<br />
είναι ακόμα αβέβαιες στην τρίτη ηλικία μια και οι<br />
παρενέργειες που προκαλούν υπερβαίνουν το όφελος<br />
από τη θεραπεία.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
1. Fleg JL, Kennedy HL. Long-term prognostic significance<br />
of ambulatory electrocardiographic findings<br />
in apparently healthy subjects> 60 years of age. Am<br />
J. Cardiol 1992;70: 748-51.<br />
2. Manolio TA, Furberg CD, Rautaharju,PM. Cardiac<br />
arrhythmias on 24-hr ambulatory electrocardiography<br />
in older women and men:The Cardiovascular<br />
Healthy Study. JAAC 1994; 23:916-25.<br />
3. Kitzman DW, Sheikh KH, Beere PA, et al. Age-related<br />
alterations of Doppler left ventricular filling<br />
indices in normal subjects are independent of left<br />
ventricular mass, heart rate, contractility and loading<br />
conditions. JACC 1991;18:1243-50<br />
4. Fleg JL, O Connor F, Gerstenblith G, et al. Impact<br />
of age on the cardiovascular response to dynamic<br />
upright exercise in healthy men and women J Appl<br />
Physiol 1995; 78: 890-900.<br />
5. Joint National Committee on the Detection, Evaluation,<br />
and Treatment of High Blood Pressure [JNC<br />
V].Arch Int Med 1993;153:125-6.<br />
6. Kannel WB. Framingham study insights into hypertensive<br />
risk of cardiovascular disease. Hypertension<br />
Research 1995;18[3]:181-96.<br />
7. Murabito JM. Women and cardiovascular disease:<br />
contributions from the Framingham Study. Journal of<br />
the American Medical Women Association. 50[2]:35-<br />
9,55.<br />
8. Wilson PW. Established risk factors and coronary<br />
artery disease: The Framingham Study. American<br />
Journal of Hypertension 1994; 7[Pt 2]: 75-125.<br />
9. Rich MW, Beckham V, Wittenberg C, Leven CL, Carney<br />
RM. A multidisciplinary intervention to prevent<br />
the readmission of elderly patients with congestive<br />
heart failure. N Engl J Med 1995; 333:1190-95.<br />
10. Gardin JM, Arnold. Kitzman D, Smith VE, Lima JAC,<br />
Carney RM. Congestive heart failure with preserved<br />
systolic function in a large community-dwelling elderly<br />
cohort: The Cardiovascular Health Study. J<br />
Am Coll Cardiol 1995;423A-4A.<br />
11. Tresch DD, McGough MF. Heart Failure with normal<br />
systolic function : A common disorder in older<br />
people. J Am Geriatr Soc 1995;43:1035-42.<br />
12. Selzer A. Changing aspects of the natural history<br />
of valvular aortic stenosis. N Engl J of Med<br />
1987;317[2]:91-8.<br />
13. Fishman RF, Kuntz RE, Carrozza JP, Friedrich. Acute<br />
and long-term results of coronary stents and atherectomy<br />
in women and the elderly. Coronary Artery<br />
Disease 1995;6[2]: 159-68.<br />
14. Pocock SJ, Sutton MB, Vacek JL, et al. Quality of life,<br />
employment status, and anginal symptoms after<br />
coronary angioplasty or bypass surgery. 3-year follow<br />
up in the Randomized Intervention Treatment<br />
of Angina [RITA] Trial. Circulation 94[2]:135-42.<br />
15. O Keefe JH, Sutton MB, Vacek JL, et al. Coronary<br />
angioplasty versus bypass surgery in patients > 70<br />
years old matched for ventricular function. Journal<br />
of the American College of Cardiology. 24[2]:425-<br />
30.<br />
16. Pashos CL, Newhouse JP, McNeil BJ. Temporal<br />
changes in the care and outcomes of elderly<br />
patients with acute myocardial infarction, 1987<br />
through 1990. JAMA. 270[15]:1832-6.
Νεοπλασματικά νοσήματα στην τρίτη ηλικία<br />
ΝΔ Αλεβιζόπουλος<br />
Επικουρικός Επιμελητής, Ογκολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
SUMMARY<br />
ALEVIZOPOULOS DN. Cancer in the elderly. Population aging is progressing rapidly in many industrialized countries.<br />
Malignant disease has high incidence in older patients. Data about therapeutic management of these patients are limited.<br />
Older patient’s induction in clinical trials is very poor. Elderly have more comorbidities and tend to tolerate more<br />
poorly aggressive chemotherapy and radiation therapy than the younger. A comprehensive geriatric assessment may be<br />
beneficial in therapeutic decision making. Additional studies are needed to understand the complex interactions οf factors<br />
that regulate aging and age –associated malignant disease. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 115-127, 2011.<br />
Key words: elderly, cancer, geriatric oncology, aging, chemotherapy<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Τα νεοπλάσματα στην Τρίτη ηλικία καταγράφονται σε ολοένα και μεγαλύτερη συχνότητα. Τα δεδομένα από<br />
την θεραπευτική αντιμετώπιση των γηριατρικών ογκολογικών ασθενών, λόγω της μειωμένης εντάξεώς τους στις<br />
κλινικές μελέτες είναι εξαιρετικά περιορισμένα. Η συνοσηρότητα, η πολυφαρμακία, η έκπτωση πολλαπλών φυσιολογικών<br />
διαδικασιών στην ομάδα αυτή των ασθενών καθιστά αναγκαία την επαυξημένη προσοχή στην θεραπευτική<br />
αντιμετώπιση με ειδικές χημειοθεραπευτικές - ακτινοθεραπευτικές προσεγγίσεις. Αναλυτική καταγραφή<br />
και εκτίμηση της γηριατρικής κατάστασης είναι επιβεβλημένη για την ορθότερη θεραπευτική τους αντιμετώπιση.<br />
Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 115-127, 2011.<br />
Λέξεις κλειδιά: τρίτη ηλικία, γηριατρική, καρκίνος, χημειοθεραπεία<br />
ΕΙΣΑΓΩΓH<br />
Η αύξηση του ποσοστού των ατόμων της τρίτης<br />
ηλικίας είναι ένα επιδημιολογικό φαινόμενο που έχει<br />
καταγραφεί σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο. Το ποσοστό<br />
των ατόμων ηλικίας άνω των 65 ετών είχε καταγραφεί<br />
στο 12% του πληθυσμού το 1990 και αναμένεται<br />
να ξεπεράσει το 25% το 2030. Εντυπωσιάζει<br />
το γεγονός ότι η ομάδα των ηλικιωμένων με τη πιο<br />
γρήγορη αύξηση είναι οι άνω των 85 ετών, η οποία<br />
υπολογίζεται ότι το έτος 2030 θα έχει διπλασιαστεί. 1,2<br />
Σήμερα για πρακτικούς λόγους αυθαίρετα έχει υιοθετηθεί<br />
από τους περισσότερους η ηλικία των 65 ετών<br />
σαν όριο της τρίτης ηλικίας.<br />
Η χρονολογική ηλικία δεν ταυτίζεται απόλυτα<br />
πάντα με την βιολογική ηλικία του κάθε ασθενούς. Η<br />
λειτουργικότητα, η συνύπαρξη άλλων νοσημάτων και<br />
το όφελος των προτεινόμενων θεραπειών πρέπει να<br />
συνεκτιμώνται πάντα στην αντιμετώπιση ασθενών<br />
τρίτης ηλικίας.<br />
Σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την ανάπτυξη<br />
καρκίνου είναι και η ηλικία καθώς η συχνότητα των<br />
νεοπλασμάτων φαίνεται να αυξάνεται με την πρόοδο<br />
της ηλικίας (εικόνα 1). Σήμερα υπολογίζεται ότι πάνω<br />
από 50% όλων των νεοπλασμάτων συμβαίνει σε άτομα<br />
άνω των 65 ετών, και το ποσοστό αναμένεται να<br />
αυξηθεί στο 70% το 2030. 3,4
116<br />
Νεοπλασματικά νοσήματα στην τρίτη ηλικία<br />
Η ομάδα των ασθενών που έχουν ηλικία μεγαλύτερη<br />
των 65 ετών παρουσιάζει αύξηση της επίπτωσης<br />
καρκίνου κατά 11 φορές και της θνητότητας από καρκίνο<br />
κατά 15 φορές συγκριτικά με την ομάδα ασθενών<br />
ηλικίας μικρότερης των 65 ετών. Περίπου το 60% των<br />
νέων διαγνώσεων και το 70% της θνητότητας από<br />
κακοήθεια συμβαίνει σε ασθενείς ηλικίας μεγαλύτερης<br />
των 65 ετών. 1-3<br />
Η αντιμετώπιση των ογκολογικών ασθενών της<br />
τρίτης ηλικίας αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της<br />
καθημερινής πρακτικής. Είναι αναγκαίο να γνωρίζει<br />
κανείς τις ιδιαιτερότητες και την πληθώρα των προβλημάτων<br />
αυτής της ομάδας του πληθυσμού προκειμένου<br />
να λάβει θεραπευτικές αποφάσεις για χορήγηση<br />
ειδικών θεραπειών (χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία,<br />
μοριακές στοχευμένες θεραπείες).<br />
Άτομα της ίδιας ηλικίας παρουσιάζουν μεγάλη<br />
ετερογένεια στη σωματική κατάσταση, στις οργανικές<br />
εφεδρείες τους και στην δραστηριοποίησή τους. 4-6<br />
Πολλά άτομα μεγαλύτερα των 65 ετών συνεχίζουν να<br />
εργάζονται και να λειτουργούν παρόμοια με άτομα<br />
της ομάδας των νεωτέρων. Η αριθμητική ηλικία δεν<br />
δίδει πάντα σαφείς πληροφορίες για την δυνατότητα<br />
ενός ασθενούς να πάρει την συμβατική αντινεοπλασματική<br />
θεραπεία. Καθίσταται αναγκαίος ο διαχωρισμός<br />
των ασθενών τρίτης ηλικίας σε υποομάδες με<br />
όσο το δυνατόν πιο εξατομικευμένα στοιχεία αξιολόγησης<br />
προκειμένου να αποφασιστεί το καλύτερο είδος<br />
θεραπευτικής προσέγγισης της νεοπλασματικής τους<br />
νόσου.<br />
Έτσι πρέπει να διαχωριστούν οι ηλικιωμένοι οι<br />
οποίοι είναι σε θέση να λάβουν κλασσικές γραμμές<br />
θεραπειών χωρίς οιαδήποτε τροποποίηση φαρμακευτικών<br />
ουσιών ή δοσολογιών, από εκείνους που<br />
ευρίσκονται σε καλή γενική κατάσταση αλλά είναι<br />
ωστόσο επιρρεπείς σε τοξικότητα και έχουν ανάγκη<br />
από ένα τροποποιημένο θεραπευτικό σχεδιασμό. Μία<br />
αναλυτική γηριατρική εκτίμηση η οποία λαμβάνει υπ’<br />
όψιν της όλους τους παράγοντες που μπορούν να<br />
επηρεάσουν την έκβαση στην θεραπεία είναι χρήσιμη.<br />
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς δεν αντιπροσωπεύονται<br />
σωστά στις κλινικές μελέτες που αποτέλεσαν την<br />
βάση των καθιερωμένων θεραπειών στην ογκολογία.<br />
7-9<br />
Τα δεδομένα που υπάρχουν για τα οφέλη και τους<br />
κινδύνους από την θεραπεία σε αυτόν τον πληθυσμό<br />
των ασθενών είναι λίγα και ως εκ τούτου είναι λίγες<br />
οι κατευθυντήριες οδηγίες που υπάρχουν ειδικά για<br />
τον χειρισμό και την εκτίμηση των ηλικιωμένων ασθενών.<br />
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς έχουν μικρότερη πιθανότητα<br />
να λάβουν όλους τους τύπους των καθιερωμένων<br />
αντινεοπλασματικών θεραπειών συγκριτικά<br />
με τους νεώτερους ασθενείς. 10,11 Οι πιθανότεροι λόγοι<br />
είναι η ανησυχία για αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης<br />
τοξικότητας, οι συνυπάρχουσες άλλες αιτίες νοσηρότητας<br />
και θνητότητας, η έλλειψη πρόσβασης στην<br />
περίθαλψη και οι προτιμήσεις του ασθενούς ή του<br />
ιατρού του. 12-17<br />
ΜοριακΕς και κυτταρικΕς αλλαγΕς κατΑ τη<br />
γΗρανση<br />
Η γήρανση σηματοδοτείται από μια αλληλουχία<br />
μοριακών μεταβολών σε επίπεδο κυτταρικών καλλιεργειών,<br />
άλλες εκ των οποίων δρουν ευοδωτικά ή<br />
ανασταλτικά στη δημιουργία νεοπλασματικού φαι-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 117<br />
νοτύπου. Γεγονότα όπως μεταλλάξεις, ελλείψεις και<br />
προσθήκες σε βάσεις DNA, η υπομεθυλίωση του DNA,<br />
ομοιάζουν απόλυτα με τα αρχικά στάδια της νεοπλασματικής<br />
εξαλλαγής. Δύνανται να ενεργοποιήσουν<br />
ογκογονίδια ή να ελαττώσουν την έκφραση ογκοκατασταλτικών<br />
γονιδίων (Silencing) προάγοντας την καρκινογένεση.<br />
Το σύνολο των μοριακών αυτών μεταβολών<br />
στη γήρανση του κυττάρου το καθιστά πιο ευάλωτο<br />
στη δράση των περιβαλλοντικών καρκινογόνων και<br />
εξηγεί κατά ένα μέρος τη σχέση ηλικίας και καρκινογένεσης.<br />
Με τη γήρανση παρατηρούνται μεταβολές στη διεργασία<br />
πρωτεινοσύνθεσης, όπως μειωμένη δραστηριότητα<br />
ενζυμικών συστημάτων, επιδιόρθωσης του<br />
DNA και ενζύμων απαραιτήτων στον μεταβολισμό<br />
φαρμάκων. Αυτό μερικώς επεξηγεί την προαγωγή της<br />
καρκινογένεσης με την πρόοδο της ηλικίας και τη μεγαλύτερη<br />
τοξικότητα των φυσιολογικών ιστών στη<br />
χημειοθεραπεία στα άτομα της τρίτης ηλικίας.<br />
Η γήρανση του κυττάρου φαίνεται να συνδυάζεται<br />
με αντίσταση στην απόπτωση και με παραγωγή πρωτεολυτικών<br />
ενζύμων που ευοδώνουν την μεταστατική<br />
ικανότητα των νεοπλασμάτων.<br />
Ένας ικανός αριθμός βιολογικών μεταβολών στο<br />
γηράσκον κύτταρο μπορεί να εξηγήσει τη μεγαλύτερη<br />
επίπτωση του καρκίνου στα ηλικιωμένα άτομα. Οι<br />
παρατηρήσεις αυτές αφορούν κυρίως καλλιέργειες<br />
κυττάρων και πιο εκτενής έρευνα πρέπει να διεξαχθεί<br />
πριν εξαχθούν συμπεράσματα που αφορούν ζωντανούς<br />
οργανισμούς.<br />
Η γήρανση θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «η<br />
διαδικασία κατά την οποία ένας υγιής ενήλικας μετατρέπεται<br />
σε αδύναμο με μείωση των εφεδρειών στα<br />
περισσότερα φυσιολογικά συστήματα και εκθετική αύξηση<br />
της ευαισθησίας στα νοσήματα και τον θάνατο.» 18<br />
Ανεξάρτητα από την γενικότητα του ορισμού αυτού, η<br />
γήρανση είναι μια ετερογενής διαδικασία. Κάθε άτομο<br />
γερνάει με τον δικό του ρυθμό και παρουσιάζει διαφορετικές<br />
εκδηλώσεις ευπάθειας. Ο μηχανισμός και<br />
της γήρανσης και της νεοπλασίας δεν είναι πλήρως<br />
κατανοητός και γι’ αυτόν τον λόγο έχουν αναπτυχθεί<br />
θεωρίες, περί της σύνδεσης των δύο αυτών εξελίξεων,<br />
οι οποίες είναι υπό έντονη έρευνα. 19,20<br />
ΦυσιολογικΕς μεταβολΕς κατά τη γΗρανση<br />
Μια προοδευτική ελάττωση των λειτουργικών<br />
εφεδρειών πολλών οργανικών συστημάτων, που έχει<br />
ως αποτέλεσμα τη μικρότερη ανοχή στο στρες, συσχετίζεται<br />
απόλυτα με την πρόοδο της ηλικίας, αρχής<br />
γενομένης από την ηλικία των 30. Η μείωση αυτή<br />
συμβαίνει σε διαφορετικούς ρυθμούς ξεχωριστούς για<br />
κάθε άτομο και για κάθε σύστημα. 21 Αναλυτικά κατά<br />
συστήματα:<br />
Η μείωση του κλάσματος εξώθησης, η μείωση του<br />
μέγιστου καρδιακού ρυθμού και η παρατεταμένη ανάκαμψη<br />
μετά από άσκηση χαρακτηρίζουν την προοδευτική<br />
έκπτωση του καρδιαγγειακού συστήματος με την<br />
ηλικία. Στην άσκηση η ανταπόκριση στη δράση των<br />
κατεχολαμινών σημειώνεται σαφέστατα μειωμένη.<br />
Η γήρανση του αναπνευστικού συστήματος συνοδεύεται<br />
από μειωμένη απάντηση στην υποξαιμία ή την<br />
υποκαπνία, μειωμένη ελαστικότητα του πνευμονικού<br />
ιστού, διαταραχή της σχέσης αερισμού/διάχυσης και<br />
μείωση του δυναμικά εμπνεόμενου όγκου.<br />
Οι αλλαγές στο ενδοκρινικό σύστημα χαρακτηρίζονται<br />
από μείωση των επιπέδων κάποιων ορμονών και<br />
αύξηση των επιπέδων κάποιων άλλων. Η αυξητική ορμόνη,<br />
η ρενίνη, η αλδοστερόνη, η δεϋδροεπιανδροστερόνη,<br />
και οι ορμόνες του φύλου, ελέγχονται μειωμένες<br />
ενώ η ινσουλίνη, η νορεπινεφρίνη, η παραθορμόνη, η<br />
βαζοπρεσσίνη, και το νατριουρητηρικό πεπτίδιο σημειώνουν<br />
αύξηση.<br />
Η απώλεια των νευρώνων, η μείωση του βάρους<br />
του εγκεφάλου, η μείωση της όρασης, η απώλεια της<br />
ακοής των υψηλής και χαμηλής συχνότητας ήχων και<br />
οι αλλαγές στην οσμή και την γεύση αποτελούν φυσιολογικές<br />
νευρολογικές διαδικασίες γήρανσης.<br />
Οι αλλαγές στο ανοσοποιητικό εκδηλώνονται με<br />
την μείωση της μάζας του θύμου, την μείωση των<br />
naive λεμφοκυττάρων, και την μείωση της αντισωματικής<br />
απάντησης στον αντιγονικό ερεθισμό 21 . Τα πιο<br />
ηλικιωμένα άτομα έχουν αυξημένη νοσηρότητα από<br />
συνυπάρχοντα χρόνια νοσήματα, μειωμένες εφεδρείες<br />
ανοσοποιητικού, και παρουσιάζουν άθροιση καταβολικών<br />
κυτταροκινών (ινερλευκίνη 6 και 10 και παράγοντας<br />
νέκρωσης όγκου TNF), καθιστάμενα πλέον ευαίσθητα<br />
στην καταπόνηση από το στρες οιασδήποτε<br />
αιτιολογίας.<br />
Στα άτομα της τρίτης ηλικίας υπάρχει μείωση της<br />
ηπατικής και της νεφρικής μάζας. Οι μελέτες αυτοψίας<br />
δείχνουν μείωση της ηπατικής μάζας κατά 25% έως<br />
50%. Επιπρόσθετα υπάρχει μείωση της ηπατικής ροής<br />
αίματος κατά 10% έως 15%. 22-24<br />
Η νεφρική μάζα μειώνεται 25% έως 30% κατά<br />
την διάρκεια της τρίτης ηλικίας, που χαρακτηρίζεται<br />
από μειωμένο αριθμό λειτουργικών νεφρώνων.<br />
Συγκεκριμένα η νεφρική ροή αίματος μειώνεται κατά<br />
1% ανά έτος μετά την ηλικία των 50 και η σπειραμα-
118<br />
Νεοπλασματικά νοσήματα στην τρίτη ηλικία<br />
τική διήθηση μειώνεται κατά 1mL/minute/year μετά την<br />
ηλικία των 40. 22-24<br />
Οι αλλαγές στο αιμοποιητικό σύστημα στην τρίτη<br />
ηλικία περιλαμβάνουν μείωση της μάζας και αύξηση<br />
του λίπους του μυελού των οστών. Ωστόσο οι συγκεντρώσεις<br />
των κυττάρων του περιφερικού αίματος<br />
στον υγιή ηλικιωμένο είναι παρόμοιες με τις αντίστοιχες<br />
των νεοτέρων. 25 Ο αριθμός των αρχέγονων πολυδύναμων<br />
κυττάρων (stem cells) μειώνεται, με αποτέλεσμα<br />
την επαύξηση της πιθανότητας τοξικότητας στην<br />
ακτινο-χημειο-θεραπεία.<br />
Το σύνολο των μεταβολών στη φυσιολογία των<br />
διαφόρων συστημάτων της τρίτης ηλικίας καθιστούν<br />
λοιπόν σαφές ότι επηρεάζουν τη φαρμακοκινητική<br />
των αντινεοπλασματικών φαρμάκων και αποτελούν<br />
δυνητικό παράγοντα κινδύνου μεγαλύτερης τοξικότητας<br />
από τις χορηγούμενες θεραπείες.<br />
Αντικαρκινικά φάρμακα και τρίτη ηλικία<br />
Οι αλλαγές, κυτταρικές και φυσιολογικές, που συναντώνται<br />
στην τρίτη ηλικία, όπως συζητήθηκε παραπάνω,<br />
εμπλέκονται στη διαδικασία απορρόφησης,<br />
κατανομής, και απέκκρισης των φαρμάκων γενικότερα<br />
συμπεριλαμβανομένων και των αντινεοπλασματικών<br />
(κυτταροτοξικά, μονοκλωνικά αντισώματα, μοριακοί<br />
στοχευτικοί παράγοντες). 26,27 Δεδομένου του στενού<br />
θεραπευτικού φάσματος των κυτταροτοξικών φαρμάκων,<br />
οι παράμετροι που τροποποιούν την φαρμακοκινητική<br />
στη τρίτη ηλικία είναι κριτικής σημασίας<br />
στην αποτελεσματικότητα και την αναμενόμενη τοξικότητα.<br />
Η πολυφαρμακία που συναντάται στην τρίτη<br />
ηλικία λόγω της συνυπάρχουσας συνοσηρότητας,<br />
περιπλέκει τη διαδικασία μεταβολισμού και επηρεάζει<br />
την δραστικότητα των αντινεοπλασματικών φαρμάκων.<br />
28<br />
Απορρόφηση<br />
Πολλά εκ των αντινεοπλασματικών φαρμάκων<br />
χορηγούνται παρεντερικά αν και λίγα εξ αυτών (κυκλοφωσφαμίδη,<br />
μεθοτρεξάτη, βουσουλφάνη, ετοποσίδη,<br />
tegafur, capecitabine, κ.α.) δύνανται να χορηγηθούν από<br />
το στόμα με ποικίλη και αμφισβητούμενη απορρόφηση.<br />
Γενικώς η παρεντερική χορήγηση φαρμάκων φαίνεται<br />
ότι αποφεύγεται στην τρίτη ηλικία προκειμένου να<br />
αποφευχθούν επανειλημμένες νοσηλείες και τα προβλήματα<br />
που προκύπτουν από αυτές (νοσοκομειακές<br />
λοιμώξεις, εξαγγειώσεις φαρμάκων κλπ). Φάρμακα συμπτωματικής<br />
υποστηρικτικής αγωγής, όπως αναλγητικά,<br />
αντιεμετικά, στεροειδή, πολυβιταμινούχα, προτιμάται<br />
να χορηγούνται από το στόμα. Κύριοι παράγοντες<br />
καθορισμού της βιοδιαθεσιμότητας των περισσοτέρων<br />
φαρμάκων είναι η απορρόφηση και η αρχική κάθαρση<br />
τους (φαινόμενο πρώτης διόδου από το ήπαρ, αποδόμηση<br />
στο λεπτό έντερο). Θεωρείται ότι η μείωση<br />
γαστρικής εκκρίσεως και εντερικής κινητικότητας ενέχεται<br />
στη μειωμένη απορρόφηση. 29,30 Οι αλλαγές της<br />
ηπατικής – πυλαίας κυκλοφορίας και οι ηπατικές εφεδρείες<br />
στους ογκολογικούς ασθενείς της τρίτης ηλικίας<br />
επηρεάζουν την βιοδιαθεσιμότητα των χορηγούμενων<br />
φαρμάκων, γενικών ή ειδικών θεραπειών.<br />
Κατανομή του φαρμάκου.<br />
Είναι γνωστό ότι η ιστική κατανομή των φαρμάκων<br />
εξαρτάται από τη χημική δομή, υδρόφιλη η όχι, της<br />
δραστικής ουσίας, τον βαθμό σύνδεσης με τις πρωτεΐνες<br />
του πλάσματος και την ακεραιότητα και αιμοδυναμική<br />
κατάσταση του αγγειακού συστήματος του<br />
ασθενούς. Στη τρίτη ηλικία παράγοντες όπως μειωμένη<br />
μυϊκή μάζα, αύξηση του λιπώδους ιστού, μειωμένη<br />
ποσότητα του συνολικού σωματικού ύδατος, επηρεάζουν<br />
κατά κύριο λόγο την κατανομή των λιποδιαλυτών<br />
φαρμάκων, όπως διαζεπάμη, νιτροζουρία κλπ. 31,32<br />
Ιδιαίτερο πρόβλημα αποτελεί η ύπαρξη τρίτου χώρου<br />
(ασκίτης, πλευριτική συλλογή) γιατί η κατανομή των<br />
υδατοδιαλυτών φαρμάκων τροποποιείται επαυξάνοντας<br />
τον κίνδυνο τοξικότητας από την παρατεταμένη<br />
αποδέσμευση τους.<br />
Μεταβολισμός των φαρμάκων.<br />
Στο μεταβολισμό των κυτταροτοξικών φαρμάκων<br />
εμπλέκονται σωρεία ηπατικών και εξωηπατικών<br />
ενζυμικών συστημάτων. Η διατροφική κατάσταση, η<br />
ηπατική λειτουργία, τα συγχορηγούμενα φάρμακα για<br />
αντιμετώπιση άλλων παθήσεων, η ύπαρξη ηπατικών<br />
μεταστάσεων, το κάπνισμα και τα επίπεδα πρωτεϊνών<br />
στο πλάσμα, επηρεάζουν το ρυθμό μεταβολισμού<br />
των αντινεοπλασματικών φαρμάκων. 32-34 Δείκτες<br />
προσδιοριστικοί του μεταβολισμού των φαρμάκων<br />
δυστυχώς δεν υπάρχουν ενώ οι βιοχημικοί παράμετροι<br />
της ηπατικής λειτουργίας δεν αποτελούν ασφαλή<br />
προγνωστικό παράγοντα του τρόπου μεταβολισμού<br />
των φαρμάκων.<br />
Απέκκριση των φαρμάκων<br />
Η κύρια οδός απέκκρισης των περισσότερων κυτταροτοξικών<br />
φαρμάκων (μεθοτρεξάτη, μπλεομυκίνη,
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 119<br />
ιφωσφαμίδη, κυκλοφωσφαμίδη, καρβοπλατίνη, πλατίνη)<br />
είναι το ουροποιητικό σύστημα. Στους ογκολογικούς<br />
ασθενείς της τρίτης ηλικίας με μειωμένη νεφρική<br />
λειτουργία, τα φάρμακα με νεφρική απέκκριση, έχουν<br />
παρατεταμένο χρόνο ημίσειας ζωής, αυξημένη συγκέντρωση<br />
πλάσματος με αυξημένο κίνδυνο τοξικότητας.<br />
33<br />
Ο ευαίσθητος – ευπαθής (FRAIL) ηλικιωμένος<br />
ασθενής<br />
Με τον όρο «ευθραυστότητα» (frail) προσδιορίζεται<br />
ένα ασαφές εννοιολογικά σύνδρομο της τρίτης ηλικίας,<br />
κύριο χαρακτηριστικό του οποίου είναι η αυξημένη<br />
ευπάθεια σε διάφορους παράγοντες καταπόνησης, με<br />
αποτέλεσμα μειωμένη ικανότητα διατήρησης ή ανάκτησης<br />
της ομοιοστασίας του οργανισμού τους μετά από<br />
κάθε αποσταθεροποιητικό γεγονός. Το σύνδρομο ευθραυστότητας<br />
περιλαμβάνει ποικίλους συνδυασμούς<br />
από τα κάτωθι: αδυναμία, καταβολή δυνάμεων, απώλεια<br />
σωματικού βάρους, μειωμένη ευστάθεια, μειωμένη<br />
φυσική δραστηριότητα, περιορισμένη κινητικότητα,<br />
κοινωνική απόσυρση, ήπιες γνωσιακές διαταραχές,<br />
τροποποιημένη ανοσιακή απάντηση σε παράγοντες<br />
στρες. 33,34<br />
Το «κλινικό σύνδρομο της ευπάθειας» θεωρείται<br />
ως το δυναμικό επακόλουθο του αρνητικού ισοζυγίου<br />
ενεργείας. Η υποθρεψία της τρίτης ηλικίας οδηγεί<br />
σε απώλεια της μυϊκής και της οστικής μάζας, που<br />
συνεισφέρει σε περαιτέρω μείωση του επιπέδου δραστηριότητας<br />
και των δυνάμεων. Η κατάσταση αυτή<br />
σε συνδυασμό με την μείωση των οργανικών εφεδρειών<br />
επαυξάνουν την «ευπάθεια» του ασθενούς.<br />
Αποτέλεσμα αυτών είναι η απώλεια της ακμαιότητας<br />
που είναι το σύνδρομο ανεξήγητης απώλειας σωματικού<br />
βάρους, μειωμένης μυϊκής μάζας και ανωμαλιών<br />
μεταβολισμού που συμπεριλαμβάνουν τη μείωση των<br />
ολικών λευκωμάτων, της κρεατινίνης της χοληστερόλης<br />
και της αιμοσφαιρίνης. Η τροποποιημένη αντίδραση<br />
του ανοσοποιητικού και η ενδεχόμενη συνυπάρχουσα<br />
χρόνια φλεγμονή επιδεινώνουν την κατάσταση «ευπάθειας».<br />
Ο Cohen et al στις μελέτες τους, κατέδειξαν<br />
τη συσχέτιση των δεικτών φλεγμονής, ιντερλευκίνη-6<br />
και C-αντιδρώσα πρωτεΐνη με την «ευπάθεια» και την<br />
γήρανση. Η ιντερλευκίνη-6 και τα D-dimers φαίνεται<br />
να έχουν προγνωστική αξία για την θνητότητα και τη<br />
μείωση της λειτουργικής ικανότητας. 33,34<br />
Στις παραμέτρους που συνήθως χρησιμοποιούνται<br />
ως κλινικά χαρακτηριστικά του «ευπαθούς» ηλικιωμένου<br />
είναι: ηλικία >85 ετών, εξάρτηση από τρίτους για<br />
τις δραστηριότητες καθημερινής διαβίωσης, συνυπάρχοντα<br />
ιατρικά προβλήματα, (περιλαμβανομένων σοβαρών<br />
καρδιαγγειακών, αναπνευστικών και λοιπών<br />
νευρολογικών προβλημάτων), και η ύπαρξη ενός ή περισσότερων<br />
γηριατρικών συνδρόμων (άνοια, ακράτεια<br />
ούρων ή κοπράνων, οστεοπορωτικά κατάγματα). 35<br />
Ο frail ογκολογικός ασθενής τρίτης ηλικίας αποτελεί<br />
ένα μείζον θεραπευτικό ηθικό δίλημμα για τον<br />
εκάστοτε ογκολόγο. Σημαντικό είναι να εκτιμηθεί εξ<br />
αρχής αν ο καρκίνος μπορεί να επηρεάσει την αναμενόμενη<br />
επιβίωση αυτού του ασθενούς. Οι Balducci και<br />
Stanta, 35 πρότειναν ένα μοντέλο βάσει του οποίου θα<br />
πρέπει κάποιος προτού αποφασίσει για την θεραπεία<br />
της κακοήθειας, να λάβει υπ’ όψη του αν αυτή επηρεάζει<br />
την αναμενόμενη επιβίωση του ασθενούς ή εάν<br />
είναι η αιτία που επηρεάζει την ποιότητα της ζωής.<br />
Οι θεραπευτικές αποφάσεις προϋποθέτουν σαφή και<br />
ακριβή εκτίμηση από κοινού με τον ασθενή, των κινδύνων<br />
και του οφέλους από την οιαδήποτε εφαρμοζόμενη<br />
θεραπεία. Το καταληκτικό σημείο της θεραπευτικής<br />
στρατηγικής, στόχος, πρέπει να είναι ξεκάθαρο και να<br />
έχει απόλυτα καθοριστεί πριν από την απόφαση του<br />
οιουδήποτε θεραπευτικού σχεδιασμού.<br />
Η αναγκαιότητα ενσωμάτωσης της εκτίμησης της<br />
γενικής καταστάσεως των ογκολογικών ασθενών τρίτης<br />
ηλικίας με ειδικά γηριατρικά αξιολογικά κριτήρια<br />
σε όλες τις κλινικές μελέτες πράγματι μπορεί να συνεισφέρει<br />
να καθορισθούν καλύτερα οι ομάδες ασθενών<br />
ανάμεσα σε ασθενείς ίδιας ηλικίας με την ίδια<br />
λειτουργική ικανότητα και να μελετηθεί έτσι καλύτερα<br />
η ανοχή τους στην θεραπεία με χημειοθεραπευτικά<br />
φάρμακα και το πραγματικό όφελος από αυτήν.<br />
ΕκτΙμηση γηριατρικΗς κατΑστασης<br />
Η εκτίμηση της γηριατρικής κατάστασης περιλαμβάνει<br />
την αξιολόγηση και τον συνυπολογισμό όλων<br />
των κάτωθι παραμέτρων στους ασθενείς αυτής της<br />
ηλικίας.<br />
Δυνητικά οφέλη<br />
Όλες οι μελέτες που έχουν στηριχθεί στη χρήση<br />
της εκτενούς γηριατρικής εκτίμησης στους ασθενείς<br />
τρίτης ηλικίας με νεοπλασματικές νόσους έχουν ως<br />
καταληκτικά σημεία τα ακόλουθα:<br />
• Καταγραφή παρενεργειών και μειζόνων επιπλοκών<br />
από τις χορηγούμενες θεραπείες. 36<br />
• Υπολογισμός της συνολικής επιβίωσης. 37<br />
• Καταγραφή παραμέτρων που δεν αναφαίνονται
120<br />
Νεοπλασματικά νοσήματα στην τρίτη ηλικία<br />
εύκολα με τη χρήση του συνήθους ιατρικού ιστορικού<br />
κατά την αρχική εκτίμηση των μελετώμενων<br />
ασθενών. 38-40<br />
• Καταγραφή των μειζόνων συμβαμάτων κατά τη<br />
διάρκεια των χορηγούμενων θεραπειών και στη<br />
μετέπειτα φάση παρακολούθησης τους. 40,41<br />
• Αξιολόγηση της γνωσιακής κατάστασης και της<br />
γενικής ικανότητας των ασθενών σε όλη τη διάρκεια<br />
της μελέτης. 42<br />
• Συμπτωματικός έλεγχος του πόνου. 42<br />
Μολονότι ο αριθμός των μελετών που καταγράφουν<br />
τα ανωτέρω ευρήματα είναι πολύ περιορισμένος<br />
τα πρόσθετα οφέλη της λεπτομερούς γηριατρικής<br />
εκτίμησης, είναι σαφή. Ωστόσο επιπρόσθετες μελέτες<br />
απαιτούνται για να καθοριστούν επακριβώς οι κατευθυντήριες<br />
οδηγίες και οι συνολικοί παράμετροι<br />
αξιολόγησης μιας γηριατρικής εκτίμησης ενός ογκολογικού<br />
ασθενούς τρίτης ηλικίας.<br />
Κλινική αξιολόγηση ασθενούς τρίτης ηλικίας<br />
Η κλινική αξιολόγηση του ογκολογικού ασθενούς<br />
τρίτης ηλικίας βασίζεται στην εκτίμηση της λειτουργικής<br />
κατάστασης, τη συναξιολόγηση των συνυπαρχόντων<br />
προβλημάτων υγείας (συνοσηρότητα), της<br />
γνωσιακής κατάστασης, του θρεπτικού status, της<br />
κοινωνικής υποστήριξης, και της πολυφαρμακίας των<br />
ασθενών αυτών. 42<br />
Εκτίμηση λειτουργικής κατάστασης<br />
Η εκτίμηση της λειτουργικής κατάστασης του ογκολογικού<br />
γηριατρικού ασθενούς είναι σημαντικός προγνωστικός<br />
παράγοντας για την εξέλιξη της υποκείμενης<br />
νεοπλασματικής νόσου. Αναφέρεται στην ικανότητα<br />
εκπλήρωσης των συνήθων καθημερινών δραστηριοτήτων<br />
του ασθενούς. Οι χρησιμοποιούμενες κλίμακες<br />
εκτίμησης της λειτουργικής κατάστασης είναι η κλίμακα<br />
Karnofsky και η κλίμακα Eastern Cooperative Oncology<br />
Group (ECOG)) που αντικατοπτρίζουν την λειτουργική<br />
επάρκεια των ασθενών, αν και πολλές αμφισβητήσεις<br />
για την απόλυτη εφαρμογή των κλιμάκων αυτών<br />
στους γηριατρικούς ασθενείς, έχουν διατυπωθεί. 39<br />
Η κλίμακα καθημερινών δραστηριοτήτων (Activities<br />
of Daily Living (ADL)) και η οργανική κλίμακα καθημερινών<br />
δραστηριοτήτων (Instrumental Activities of Daily<br />
Living (IADL)), που συναξιολογούν την μέτρηση καθημερινών<br />
απλών λειτουργιών όπως ικανότητα διατροφής<br />
και λήψης φαρμάκων χωρίς τη βοήθεια τρίτου,<br />
μεταφοράς, προσωπικής περιποίησης και υγιεινής,<br />
καθορίζουν μάλλον καλύτερα τη λειτουργική επάρκεια<br />
των γηριατρικών ασθενών.<br />
Πολλές μελέτες έχουν καταγράψει τη μεγαλύτερη<br />
επίπτωση εμφάνισης της λειτουργικής ανικανότητας<br />
στους γηριατρικούς ογκολογικούς ασθενείς. Κλασσική<br />
παραμένει η εθνική μελέτη των Η.Π.Α. με μελετώμενο<br />
δείγμα 9745 ατόμων που ελάμβαναν ιατρική περίθαλψη,<br />
στους οποίους οι γηριατρικοί ογκολογικοί ασθενείς<br />
παρουσίαζαν τις χαμηλότερες μετρήσεις στις κλίμακες<br />
ADL και IADL και μεγαλύτερη ανάγκη χρήσης της ιατρικής<br />
περίθαλψης. 43,44<br />
Η «Αναλυτική κλινική εκτίμηση της γηριατρικής κατάστασης»<br />
δίνει πάντοτε αξιόπιστες πληροφορίες για<br />
τους περιορισμούς λειτουργικής ικανότητας ακόμη και<br />
σε ασθενείς με εξαίρετη καλή γενική κατάσταση, στην<br />
τυπική κλίμακα Karnofsky ή ECOG. Αξιόλογη είναι μια<br />
Ιταλική μελέτη 363 ασθενών ηλικίας άνω των 65 ετών<br />
με καρκίνο και φυσική κατάσταση (performance status)<br />
κάτω από 2 στην κλίμακα ECOG που κατέγραψε περιορισμούς<br />
στο 9% και 38% στις κλίμακες ADL και<br />
IADL αντιστοίχως. 39 Στους ασθενείς άνω των 80 ετών<br />
η επίπτωση των περιορισμών στην κλίμακα IADL ήταν<br />
πολύ συχνότερη.<br />
Ο Maione et al μελέτησε την επίδραση της λειτουργικής<br />
κατάστασης στην συνολική επιβίωση των γηριατρικών<br />
ογκολογικών ασθενών σε μία μελέτη 566<br />
ασθενών ηλικίας 70 ετών με προχωρημένο μη μικροκυτταρικό<br />
καρκίνωμα πνεύμονα οι οποίοι έλαβαν χημειοθεραπεία.<br />
37 Στην μελέτη αυτή, όσοι εκ των ασθενών<br />
κρίθηκαν ικανοί και ανεξάρτητοι βάσει της κλίμακας<br />
ADL, παρουσίασαν βελτιωμένη συνολική επιβίωση. Η<br />
χαμηλή βαθμολόγηση στην ADL κλίμακα και η συνοσηρότητα<br />
δεν απεδείχθησαν τελικώς προγνωστικής<br />
αξίας για τη μείωση της συνολικής επιβίωσης.<br />
Έκπτωση της λειτουργικής κατάστασης προμηνύει<br />
αυξημένο κίνδυνο τοξικότητας από την χημειοθεραπεία.<br />
Στη GINECO μελέτη με 83 ασθενείς ηλικίας 70 ετών,<br />
πασχόντων εκ καρκινώματος ωοθήκης, ανεξάρτητοι<br />
προβλεπτικοί παράγοντες της τοξικότητας εκ<br />
της χημειοθεραπείας απεδείχθησαν η «Λειτουργική<br />
Εξάρτηση» (να ζει κανείς στο σπίτι με βοήθεια ή να<br />
ζει με ιατρική βοήθεια), η εκτίμηση λειτουργικότητας<br />
με την κλίμακα ECOG κάτω από 2, και η καταθλιπτική<br />
συμπτωματολογία. 36<br />
Συνοσηρότητα (comorbidity)<br />
Ορίζονται ως το σύνολο των συνυπαρχόντων φυσικών<br />
και ψυχολογικών προβλημάτων τα οποία επι-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 121<br />
προσθέτως συνυπάρχουν με την συγκεκριμένη νόσο<br />
για την οποία ο ασθενής λαμβάνει ιατρική αγωγή. 45 Ο<br />
αριθμός των συνυπαρχόντων ιατρικών προβλημάτων<br />
αυξάνει με την ηλικία. 46 Η ενδεχόμενη επίδραση των<br />
συνυπαρχόντων ιατρικών προβλημάτων στην προβλεπόμενη<br />
επιβίωση και στην ανοχή ή όχι της χημειοθεραπείας<br />
πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν στην εκτίμηση<br />
των κινδύνων ή των οφελών μιας θεραπείας. 47<br />
Ο Satariano et al μελέτησε τη σημασία της συνοσηρότητας<br />
σε μια μελέτη με 936 γυναίκες ηλικίας από 40<br />
έως 84 ετών με καρκίνωμα μαστού. Όσες είχαν περισσότερα<br />
του ενός συνυπάρχοντα ιατρικά προβλήματα<br />
εμφάνισαν 20 φορές μεγαλύτερο ποσοστό θνητότητας<br />
από αιτίες διαφορετικές της βασικής νόσου του<br />
καρκινώματος του μαστού και 4 φορές μεγαλύτερο<br />
ποσοστό θνητότητας από όλες τις αιτίες σε σύγκριση<br />
με όσες δεν παρουσίαζαν συνυπάρχοντα ιατρικά<br />
προβλήματα. 48<br />
Η ύπαρξη συνοσηρότητας επηρεάζει δυσμενώς την<br />
ικανότητα των ασθενών να συμμορφωθούν και να<br />
ανεχθούν καλύτερα την χημειοθεραπεία. Ο Frasci et al<br />
σε μία μελέτη με ασθενείς ηλικίας 70 ετών με προχωρημένο<br />
μη μικροκυτταρικό καρκίνωμα του πνεύμονα<br />
έδειξε ότι ασθενείς με δείκτη πολλαπλής νοσηρότητας<br />
κλίμακας Charlson 2 ήταν πιθανότερο να διακόψουν<br />
την θεραπεία συγκριτικά με τους ασθενείς που είχαν<br />
δείκτη μικρότερο από 2. 49,50<br />
Σε μια μελέτη με 203 ηλικιωμένους ασθενείς του<br />
Extermann et al, στους οποίους η συσχέτιση των συνυπαρχόντων<br />
ιατρικών προβλημάτων (βάσει της κλίμακας<br />
Charlson) και της λειτουργικής κατάστασης (βάσει<br />
της κλίμακα ECOG) ήταν ελάχιστη ή μηδενική, οι συγγραφείς<br />
κατέληξαν ότι είναι σημαντικό να υπολογίζει<br />
κανείς τη συνοσηρότητα για να λάβει σημαντικές πληροφορίες<br />
ανεξαρτήτως της λειτουργικής κατάστασης<br />
του ασθενούς. 50<br />
Διανοητική λειτουργία – Γνωσιακή κατάσταση<br />
Η διανοητική λειτουργία πρέπει να λαμβάνεται σημαντικά<br />
υπ όψιν στην γενική εκτίμηση του γηριατρικού<br />
ογκολογικού ασθενή. Είναι γνωστό ότι στον γενικό<br />
πληθυσμό η άνοια είναι ανεξάρτητος προγνωστικός<br />
παράγοντας επιβίωσης. Η παρουσία ή όχι άνοιας έχει<br />
δειχθεί ότι σαφέστατα επηρεάζει την διαδικασία διάγνωσης<br />
και θεραπεία του καρκίνου. 51 Χαρακτηριστικά<br />
αναφέρουμε μια μελέτη πληθυσμού, από τον Wolfson<br />
et al, όπου ασθενείς με καρκίνωμα παχέος εντέρου<br />
και άνοια ήταν περισσότερο πιθανό να έχουν την διάγνωση<br />
της κακοήθειας μετά θάνατον βασισμένη σε<br />
νεκροτομικά ευρήματα, συγκριτικά με τους μη έχοντες<br />
άνοια. 52 Οι ανοοκοί ασθενείς ήταν λιγότερο πιθανό<br />
να έχουν διάγνωση με βιοψία και ακόμα λιγότερο πιθανό<br />
να υποβληθούν σε χειρουργική ή θεραπευτική<br />
αγωγή. Άλλη μελέτη, ασθενών με νόσο Alzheimer, και<br />
καρκίνωμα μαστού σημειώνει ότι είναι πιθανότερο να<br />
διαγνωστούν σε προχωρημένο στάδιο και λιγότερο<br />
πιθανό να λάβουν οιαδήποτε θεραπεία. 53<br />
Η εκτίμηση της διανοητικής κατάστασης είναι ιδιαίτερα<br />
σημαντική πριν την έναρξη της χημειοθεραπείας<br />
σε ηλικιωμένους ασθενείς προκειμένου να εξασφαλιστούν<br />
η συμμόρφωση του ασθενούς στην ειδική<br />
φαρμακευτική αγωγή και η ικανότητα κατανόησης της<br />
αναγκαιότητας λήψης βοήθειας επί εμφανίσεως παρενεργειών<br />
ή τοξικοτήτων από τα χορηγούμενα αντινεοπλασματικά<br />
φάρμακα.<br />
Θρεπτική κατάσταση<br />
Η κατάσταση θρέψης στους γηριατρικούς ογκολογικούς<br />
ασθενείς είναι ένας σημαντικός προγνωστικός<br />
παράγοντας. Στον γενικό πληθυσμό είναι γνωστή η<br />
αρνητική επίδραση της απώλειας βάρους η του χαμηλού<br />
δείκτη μάζας σώματος (BMI) ακόμη και σε άτομα<br />
που δεν έχουν κακοήθεια. 54-58 Η σημασία της απώλειας<br />
βάρους σε γηριατρικούς ογκολογικούς ασθενείς<br />
έχει σημειωθεί σε μια μελέτη 4714 ατόμων άνω των<br />
65 ετών στα οποία η απώλεια βάρους 5% συνδέθηκε<br />
με αυξημένο κίνδυνο θνητότητας. 54 Αλλη μελέτη από<br />
τον Grabowski et al με 7527 άτομα ηλικίας 70 ετών<br />
στα οποία ο δείκτης μάζας σώματος μικρότερος από<br />
19Kg/m 2 (το κατώτερο 10% του πληθυσμού) συσχετίσθηκε<br />
με αυξημένο κίνδυνο θνητότητας. 55<br />
Στους γηριατρικούς ογκολογικούς ασθενείς η αρνητική<br />
επίδραση της απώλειας βάρους απεικονίστηκε<br />
σε μια μελέτη με 3047 ασθενείς που συμμετείχαν σε 12<br />
πρωτόκολλα χημειοθεραπείας της ECOG. 59 Σε αυτήν<br />
την ανάλυση η απώλεια σωματικού βάρους φάνηκε να<br />
είναι ένας ανεξάρτητος προβλεπτικός παράγων για<br />
την επιβίωση και συνδεόταν από μειωμένη λειτουργική<br />
κατάσταση. Σημειώνεται ότι ακόμη και η μικρή απώλεια<br />
βάρους, έως 5%, μπορεί να είναι κλινικά σημαντική<br />
σε ογκολογικούς ασθενείς.<br />
Επομένως φαίνεται να είναι γνωστή η αρνητική επίδραση<br />
της απώλειας βάρους και του χαμηλού BMI σε<br />
όλους τους ηλικιωμένους ασθενείς. Χρειάζονται όμως<br />
μελλοντικές μελέτες για να δειχθεί αν η διατροφική<br />
παρέμβαση μπορεί να τροποποιήσει τους κινδύνους<br />
αυτούς.
122<br />
Νεοπλασματικά νοσήματα στην τρίτη ηλικία<br />
Κοινωνικοί παράγοντες<br />
Η επίπτωση κλινικά σημαντικής κατάθλιψης στους<br />
ηλικιωμένους με καρκίνο εκτιμάται ότι<br />
είναι 3% έως 25%. 60 Αν και θεωρείται ότι η επίπτωση<br />
και η σοβαρότητα των ψυχολογικών προβλημάτων<br />
είναι μεγαλύτερη στους νεότερους ασθενείς, 60,61 περίπου<br />
το ένα τρίτο των ηλικιωμένων ασθενών παρουσιάζει<br />
καταθλιπτικόμορφη συμπτωματολογία.<br />
Περισσότερο ψυχολογικά ευπαθείς είναι εκείνοι<br />
που στερούνται κοινωνικής υποστήριξης. Σε μία μελέτη<br />
δείχθηκε ότι ασθενείς που στερούνται της κοινωνικής<br />
στήριξης έχουν μεγαλύτερη ψυχολογική επιβάρυνση<br />
και ότι η κοινωνική απομόνωση είναι ανεξάρτητος<br />
παράγοντας πρόβλεψης της θνητότητας στους γηριατρικούς<br />
ασθενείς. 62<br />
Πολυφαρμακία<br />
Η γνώση του συνόλου των λαμβανομένων φαρμάκων<br />
για τα συνυπάρχοντα ιατρικά προβλήματα<br />
στους γηριατρικούς ασθενείς είναι σημαντικό στοιχείο<br />
στην εκτίμηση της γηριατρικής κλινικής κατάστασης.<br />
Η πληθώρα των αλλαγών της φυσιολογίας και οι<br />
τροποποιημένες οργανικές εφεδρείες που συμβαίνουν<br />
κατά την γήρανση επηρεάζουν την φαρμακοκινητική. Ο<br />
συνδυασμός αυτών των αλλαγών με την πολυφαρμακία<br />
που είναι συνήθης στους ηλικιωμένους προκαλεί<br />
αυξημένο κίνδυνο παρενεργειών. Έτσι είναι χρήσιμη η<br />
πλήρης γνώση όλων των φαρμάκων για να διακοπούν<br />
τα μη απολύτως αναγκαία και να προβλεφθούν<br />
οι πιθανές αλληλεπιδράσεις και παρενέργειες εκ της<br />
χορηγήσεως τους. 63-65<br />
Κλινικές μελέτες<br />
Παρά τον αυξανόμενο αριθμό ηλικιωμένων με καρκίνο,<br />
μόνο ένα μικρό ποσοστό έχει ενταχθεί σε κλινικές<br />
μελέτες. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για Έρευνα και<br />
Θεραπεία του Καρκίνου (EORTC) δημοσίευσε μια ανάλυση<br />
των μελετών του όπου μόνο το 22% των ασθενών<br />
είναι άνω των 65 και το 8% άνω των 70 ετών. Οι ηλικιωμένοι<br />
υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία<br />
και χειρουργείο, λιγότερο συχνά, έχουν περισσότερες<br />
καθυστερήσεις στη χορήγηση της θεραπείας και<br />
συχνές αναπροσαρμογές δόσεων. Η βλεννογονίτιδα<br />
καταγράφεται σαν τη πιο συχνή παρενέργεια.<br />
Η είσοδος ασθενών προχωρημένης ηλικίας σε κλινικές<br />
μελέτες ενέχει πάντα το σφάλμα της προεπιλογής,<br />
δηλαδή επιλέγονται πιο υγιείς βιολογικά ηλικιωμένοι<br />
για μελέτες.<br />
Σε μία μεταανάλυση μελετήθηκαν 164 μελέτες από<br />
το 1993 μέχρι το 1996 που περιείχαν 16.396 ασθενείς.<br />
Μόνο το 25% των ασθενών ήταν μεγαλύτεροι των<br />
65 ετών και περιελάμβανε 15 διαφορετικούς τύπους<br />
καρκίνου, εκτός από το λέμφωμα. 66 Παρόμοια δεδομένα<br />
παρέχει και η Καναδική μεταανάλυση στην οποία<br />
αναλύθηκαν κλινικές μελέτες από το 1993 έως το 1996.<br />
Μόνο το 22% των ασθενών που συμμετείχαν σε αυτές<br />
τις μελέτες ήταν ηλικίας άνω των 65 ετών. 67<br />
Η μειωμένη παρουσία των ηλικιωμένων στις κλινικές<br />
μελέτες γίνεται ακόμη μικρότερη όσο αυξάνει η<br />
ηλικία. Σε μία μελέτη αναλύθηκαν 23.000 ασθενείς που<br />
συμμετείχαν σε 500 κλινικές μελέτες. Βρέθηκε ότι υπάρχει<br />
μειωμένη παρουσία ασθενών άνω των 65 ετών και<br />
ακόμη μεγαλύτερη μείωση της παρουσίας ατόμων άνω<br />
των 75. Συγκεκριμένα μόνο 11% των ανδρών και 5%<br />
των γυναικών ήταν άνω των 75. Εντυπωσιακά μειωμένη<br />
είναι η παρουσία γυναικών με καρκίνωμα του<br />
μαστού, με ποσοστό μόνο 2,7% να αφορά ηλικία άνω<br />
των 75. 68<br />
Προς διευκρίνιση των λόγων μειωμένης συμμετοχής<br />
των ηλικιωμένων στις κλινικές μελέτες, η CALGB<br />
σχεδίασε μελέτη κατά την οποία γυναίκες με κακοήθεια<br />
του μαστού κάτω των 65 ετών ή άνω των 65<br />
ταξινομήθηκαν ανά στάδιο και υπεύθυνο ιατρό. Τα<br />
αποτελέσματα έδειξαν ότι στις ηλικιωμένες ήταν λιγότερο<br />
πιθανό να προταθεί η ένταξη σε κάποια κλινική<br />
μελέτη από ότι στις νεώτερες (51% στις < 65 ετών<br />
έναντι 35% στις > 65 ετών. P= 0,06). Ωστόσο η αποδοχή<br />
ένταξης στην μελέτη, όταν αυτή προσφερόταν ως<br />
επιλογή, ήταν παρόμοια και στις δύο ηλικιακές ομάδες<br />
(56% έναντι 50%, P = 0,67). Οι γιατροί δεν προσφέρουν<br />
ασθενείς στην ένταξη μελετών για δύο κυρίως λόγους:<br />
α)ανησυχούν για την τοξικότητα της θεραπείας στους<br />
ηλικιωμένους και β) ανησυχούν για την επίδραση της<br />
συνοσηρότητας. 69<br />
Θεραπεiα καρκiνου στην τρiτη ηλικiα<br />
Χειρουργική<br />
Η χειρουργική θεραπεία είναι η πρώτη θεραπευτική<br />
επιλογή για την πλειονότητα των συμπαγών όγκων.<br />
Η έλλειψη δυνατότητας για ριζική χειρουργική θεραπεία<br />
συνδέεται πάντα με αυξημένη θνητότητα από<br />
την κακοήθη νόσο, ανεξαρτήτου ηλικίας. Μελέτη με 455<br />
γυναίκες ηλικίας άνω των 70 ετών με δυνητικά χειρουργήσιμο<br />
καρκίνωμα του μαστού, όταν κατανεμήθηκαν<br />
τυχαία σε θεραπεία είτε με ορμονικό χειρισμό -<br />
ταμοξιφαίνη, είτε σε χειρουργείο και ταμοξιφαίνη, μετά
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 123<br />
από 12,3 έτη παρακολούθησης κατέληξε ότι οι γυναίκες<br />
που δεν έλαβαν χειρουργική αντιμετώπιση είχαν<br />
αυξημένη θνητότητα. 70 Αλλες μελέτες με γηριατρικούς<br />
ασθενείς πάσχοντες εκ κολοορθικού καρκίνου απέδειξαν<br />
ότι η ηλικία δεν πρέπει να αποτελεί παράγοντα<br />
αποτρεπτικό ριζικής χειρουργικής αντιμετώπισης. 71 Οι<br />
ηλικιωμένοι ασθενείς φαίνεται να ωφελούνται από<br />
την χειρουργική θεραπεία, ακόμα και σε υψηλού κινδύνου<br />
επεμβάσεις, όπως δείχθηκε σε μελέτες όπου οι<br />
ηλικιωμένοι και οι νεώτεροι είχαν παρόμοιο ποσοστό<br />
εκτομής της νόσου και αναστόμωσης, παρά την υψηλότερη<br />
επίπτωση μετεγχειρητικών καρδιοαναπνευστικών<br />
επιπλοκών. Στατιστικά σημαντική διαφορά στην<br />
θνητότητα δεν απεδείχθη. 72<br />
Ακτινοθεραπεία<br />
Η ακτινοθεραπεία προτιμάται συχνά στους γηριατρικούς<br />
ασθενείς με στόχο την ίαση ή την ανακούφιση<br />
ως τη λιγότερο τοξική θεραπεία για τον έλεγχο τοπικοπεριοχικά<br />
της νεοπλασματικής νόσου. Όλες οι μελέτες<br />
δεικνύουν παρόμοια ανοχή της ακτινοθεραπείας<br />
τόσο στους ηλικιωμένους όσο και στους νεώτερους<br />
ασθενείς. 73 Ο Pignon et al σε μελέτη με 1208 ασθενείς<br />
που έλαβαν ακτινοβολία στην περιοχή του θώρακα,<br />
έδειξαν ότι η ηλικία δεν είχε επίδραση στην τοξικότητα,<br />
ούτε στην επιβίωση. 74 Σε μια αναδρομική μελέτη με 191<br />
ασθενείς ηλικίας άνω των 80 ετών, το 94% συμπλήρωσαν<br />
την θεραπεία χωρίς επιπλοκές και στο 77%<br />
των ασθενών που πήραν την θεραπεία με σκοπό την<br />
ίαση σημειώθηκε ανταπόκριση. Ένα ποσοστό 6% των<br />
ασθενών διέκοψαν την θεραπεία λόγω διάρροιας, δυσφαγίας,<br />
απώλειας βάρους ή προόδου νόσου. 75<br />
Νεότερες τεχνικές όπως η βραχυθεραπεία, και η<br />
διαχειρουργική ακτινοθεραπεία μπορεί να αποδειχθούν<br />
εξ ίσου αποτελεσματικές και με λιγότερη τοξικότητα<br />
στους ασθενείς της τρίτης ηλικίας. Από τις<br />
επιπλοκές της ακτινοθεραπείας οι ηλικιωμένοι είναι<br />
πιο επιρρεπείς σε ανάπτυξη βλεννογονίτιδας λόγω<br />
της μειωμένης εφεδρείας των αρχέγονων πολυδύναμων<br />
κυττάρων των βλεννογόνων. Για το λόγο αυτό η<br />
ακτινοθεραπεία αναπνευστικού και πεπτικού πρέπει<br />
να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή και να λαμβάνεται ειδική<br />
φροντίδα για την πρόληψη και άμεση αντιμετώπιση<br />
της βλεννογονίτιδας και της πιθανής αφυδάτωσης.<br />
Ο τακτικός έλεγχος της θρεπτικής κατάστασης του<br />
ασθενούς επιβάλλεται και η αναγκαιότητα σίτισης,<br />
ακόμα και μέσω γαστροστομίας, προκειμένου να αποφευχθεί<br />
η απώλεια βάρους και η υπολευκωματιναιμία,<br />
πρέπει πάντοτε να εφαρμόζεται.<br />
Χημειοθεραπεία<br />
Οι απόψεις για τις χορηγούμενες δοσολογίες των<br />
κυτταροτοξικών φαρμάκων στους ηλικιωμένους προκειμένου<br />
να διατηρηθεί η ισορροπία αποτελεσματικότητας<br />
– τοξικότητας είναι διφορούμενες. 76,77 Οι γηριατρικοί<br />
ασθενείς με καλή φυσική κατάσταση χωρίς<br />
σημαντικά συνυπάρχοντα ιατρικά προβλήματα, που<br />
έχουν μεγάλες πιθανότητες να πετύχουν ίαση ή παρατεταμένη<br />
ανακούφιση των συμπτωμάτων τους,<br />
σκόπιμο είναι να λάβουν πλήρεις δόσεις χημειοθεραπευτικών<br />
με στόχο το μεγαλύτερο θεραπευτικό όφελος.<br />
Όταν το αναμενόμενο αποτέλεσμα είναι απλώς<br />
ο μερικός έλεγχος της νόσου και η μικρής διάρκειας<br />
ανακούφιση των συμπτωμάτων στους γηριατρικούς<br />
ογκολογικούς ασθενείς δεν θα πρέπει κανείς να επιμένει<br />
στην αυξημένης έντασης χημειοθεραπεία.<br />
Καταληκτικά η τελική απόφαση για τη δόση των<br />
χορηγούμενων κυτταροτοξικών φαρμάκων πρέπει να<br />
βασίζεται σε μια ισορροπία μεταξύ της δυνατότητας<br />
ίασης, της σχέσης δόσης – ανταπόκρισης, τη γενική<br />
φυσική κατάσταση τους ασθενούς και την πρόγνωσή<br />
του.<br />
Στη βιβλιογραφία μελέτες προσπάθησαν να δείξουν<br />
αν η χημειοθεραπεία εντός κλινικών πρωτοκόλλων<br />
είναι περισσότερο ή όχι τοξική για τους ηλικιωμένους.<br />
78-81 Μία τέτοια μελέτη περιελάμβανε γυναίκες με<br />
μεταστατικό καρκίνωμα του μαστού που χωρίστηκαν<br />
σύμφωνα με την ηλικία τους σε 3 ομάδες: 70. Η μελέτη κατέληξε ότι δεν υπήρχαν σημαντικές<br />
διαφορές στις διάφορες ηλικιακές ομάδες αναφορικά<br />
με την τοξικότητα, τη χορηγούμενη δόση και τα<br />
χρονικά διαστήματα χορήγησης των θεραπειών.<br />
Διαφορά στην ανταπόκριση, στον ελεύθερο νόσου<br />
χρόνο και στην επιβίωση δεν κατεγράφη. Καταληκτικά<br />
φαίνεται ότι οι γηριατρικοί ασθενείς έλαβαν εξ ίσου<br />
καλά την χημειοθεραπεία και εισέπραξαν το θεραπευτικό<br />
τους όφελος 78 Μία μεταανάλυση μελετών<br />
φάσης 2 κατέληξε σε παρόμοια συμπεράσματα, ότι<br />
δηλαδή οι ηλικιωμένες και οι νεώτερες γυναίκες δεν<br />
παρουσιάζουν διαφορές στην ανταπόκριση και στην<br />
τοξικότητα της θεραπείας. 79<br />
Δεν είναι ξεκάθαρο όμως αν οι ηλικιωμένες που<br />
εντάχθηκαν σε αυτές τις μελέτες ήταν περισσότερο<br />
υγιείς και καλύτερης φυσικής κατάστασης από τον γενικό<br />
πληθυσμό των ηλικιωμένων γυναικών. Δεδομένου<br />
του μικρού ποσοστού συμμετοχής των ηλικιωμένων<br />
γυναικών στις κλινικές μελέτες, ίσως αυτές που συμμετέχουν<br />
τελικά να έχουν καλύτερη λειτουργική κατάσταση.
124<br />
Νεοπλασματικά νοσήματα στην τρίτη ηλικία<br />
ΣυμπερΑσματα<br />
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της νεοπλασματικής<br />
νόσου στην τρίτη ηλικία προϋποθέτει την κατανόηση<br />
της βιολογίας της γήρανσης και της βιολογίας του<br />
καρκίνου σε αυτή την ηλικία. Είναι αναγκαίο να καθοριστούν<br />
κατευθυντήριες οδηγίες γηριατρικής εκτίμησης<br />
και θεραπευτικών αποφάσεων γι’ αυτή την ομάδα του<br />
πληθυσμού. Έγκυρες κλινικές μελέτες που θα συμπεριλάβουν<br />
άτομα της τρίτης ηλικίας με κακοήθη νόσο,<br />
πρέπει να σχεδιαστούν προκειμένου να καθοριστούν<br />
τα κριτήρια, οι δοσολογίες, οι απαιτούμενες τροποποιήσεις,<br />
οι ενδεχόμενοι κίνδυνοι και τελικώς οι πιο<br />
ενδεδειγμένες θεραπευτικές στρατηγικές για την ίαση<br />
ή ανακούφιση του ειδικού αυτού πληθυσμού ογκολογικών<br />
ασθενών.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
1. Sumanta Kumar Pal, Vani Katheria, Arti Hurria<br />
et al.Evaluating the Older Patient with Cancer:<br />
Understanding frailty and the Geriatric Assessment.<br />
Cancer J Clin 2010;60:120-132<br />
2. Yansik R. Aging and cancer in America: demographics<br />
and epidemiologic perspectives. Hematol Oncol<br />
Clin North Am 2000; 14: 17-23<br />
3. Ries, EM, Kosary, CL, Hankey, BF, et al (eds). SEER<br />
Cancer Statistics Review. In: National Cancer<br />
Institute. Bethesda, MD; 1975-2000.<br />
4. Luigi Fontana et al. Modulating Human Aging and<br />
Age –Associated Diseases. Biochim Biophys Acta<br />
.2009 October; 1790 (10):1133-1138<br />
5. Day JC. Bureau of the Census. 1996. Population projections<br />
of the United States by age, sex, race, and<br />
Hispanic origin: 1995 to 2050. Current population<br />
reports, P25-1130. Washington, DC: Bureau of the<br />
Census; 1996.<br />
6. Centers for Disease Control and Prevention. United<br />
States life tables, 1997. National Vital Statistics<br />
Reports, {Serial online] 1999; 47(28).<br />
7. Hutchins LF; Unger JM; Crowley JJ; Coltman CA Jr;<br />
Albain KS. Un-derrepresentation of patients 65 years<br />
of age or older in cancer-treatment trials. N Engl J<br />
Med 1999 Dec 30;341(27):2061-7.<br />
8. Yee KW; Pater JL; Pho L; Zee B; Siu LL. Enrollment<br />
of older patients in cancer treatment trials in<br />
Canada: why is age a barrier? J Clin Oncol. 2003<br />
Apr 5;21(8):1618-23.<br />
9. Trimble EL; Carter CL; Cain D; Freidlin B; Ungerleider<br />
RS; Friedman MA. Representation of older patients<br />
in cancer treatment trials. Cancer 1994 Oct 1;74(7<br />
Suppl):2208-14.<br />
10. Christman K; Muss HB; Case LD; Stanley V.<br />
Chemotherapy of metastatic breast cancer in the<br />
elderly. The Piedmont Oncology Association experience<br />
JAMA 1992 Jul 1;268(1):57-62.<br />
11. Hurria A; Leung D; Trainor K; Borgen P; Norton L;<br />
Hudis C. Factors influencing treatment patterns of<br />
breast cancer patients age 75 and older. Crit Rev<br />
Oncol Hematol. 2003 May;46(2):121-6.<br />
12. Mandelblatt JS; Hadley J; Kerner JF; Schulman KA;<br />
Gold K; Dun-more-Griffith J; Edge S; Guadagnoli E;<br />
Lynch JJ; Meropol NJ; Weeks JC; Winn R. Patterns<br />
of breast carcinoma treatment in older women:<br />
patient preference and clinical and physical influences.<br />
Cancer 2000 Aug 1;89(3):561-73.<br />
13. Newcomb PA; Carbone PP. Cancer treatment and<br />
age: patient perspectives. J Natl Cancer Inst. 1993<br />
Oct 6;85(19):1580-4.<br />
14. Merchant TE; McCormick B; Yahalom J; Borgen P.<br />
The influence of older age on breast cancer treatment<br />
decisions and outcome. Int J Radiat Oncol<br />
Biol Phys. 1996 Feb 1;34(3):565-70.<br />
15. Bergman L; Dekker G; van Leeuwen FE; Huisman<br />
SJ; van Dam FS; van Dongen JA. The effect of age<br />
on treatment choice and survival in elderly breast<br />
cancer patients. Cancer. 1991 May 1;67(9):2227-34.<br />
16. Bergman L; Kluck HM; van Leeuwen FE; Crommelin<br />
MA; Dekker G; Hart AA; Coebergh JW. The influence<br />
of age on treatment choice and survival<br />
of elderly breast cancer patients in south-eastern<br />
Netherlands: a population-based study. Eur J Cancer<br />
1992;28A(8-9):1475-80.<br />
17. Schrag D; Cramer LD; Bach PB; Begg CB. Age<br />
and adjuvant chemotherapy use after surgery for<br />
stage III colon cancer. J Natl Cancer Inst 2001 Jun<br />
6;93(11):850-7.<br />
18. Miller RA. The biology of aging and longevity. In:<br />
Hazzard WR, Blass JP, Ettinger WH, et al, editors.<br />
Principles of geriatric medicine and gerontology.<br />
New York: McGrow-Hill; 1999. p.3-19.<br />
19. Cohen HJ. Oncology and aging: general principls<br />
of cancer in the elderly. In: Hazzard WR, Blass JP,<br />
Ettinger WH, et al, editors. Principles of geriatric<br />
medicine and gerontology. New York: McGrow-<br />
Hill; 1999.. p.117-30<br />
20. Stanta G, Campagner L, Cavallieri F, Giarelli L. Cancer<br />
of the oldest old: what we have learned from autopsy<br />
studies. Clin Geriatr Med 1997; 13: 55-68
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 125<br />
21. Cohen HJ.Cancer in the older population: physiology<br />
of aging. American Society of Clinical Oncology<br />
Curiculum 2002.<br />
22. Vestal RE. Aging and pharmacology. Cancer<br />
1997;80:1302-10<br />
23. Avorn J, Gurwitz JH. Principles of pharmacology.<br />
In: Cassel C, Cohen JH, Larson EB, et al, editors.<br />
Geriatric medicine. 3 rd ed. Springer-Verlag: 1997. p.<br />
55-70<br />
24. Lichtman SM, Villani G. Chemotherapy in the elderly:<br />
pharmacologic considerations.<br />
Cancer Control 2000;7:548-56<br />
25. Baraldi-Junkins CA, Beck AC, Rothstein G,<br />
Hematopoiesis and cytokines: relevance to cancer<br />
and aging. Hematol Oncol Clin North Am<br />
2000;14:45-61.<br />
26. Triggs EJ, Nation RLL. Pharmacokinetics in the<br />
aged: a review. Journal of Pharmacokinetics and<br />
Biopharmacology, 1975;3:387- 418<br />
27. Greenblatt DJ, Sellers EM, Shader RI. Drug disposition<br />
in old age. NEJM, 1982;306:1081-8<br />
28. Shaw PG. Common pitfalls in geriatric drug prescribing.<br />
Drugs, 1982;23:324-8<br />
29. Cohen HJ. Clinical aspects of cancer in the elderly.<br />
In: Pullman B, Ts’oPOP, Schneider EL, eds.<br />
Interrelationship among ageing, cancer and differentiation.<br />
Dordrecht: Reidel, 1985; 15-21<br />
30. Hutchins LF, Lipschitz DA. Cancer clinical pharmacology<br />
and ageing. Clinics in Geriatric Medicine,<br />
1987;3:483-503<br />
31. McLachlan MSF. The aging kidney. Lancet;ii:143-6<br />
32. Ho PC, Triggs EJ, Drug therapy in the elderly.<br />
Australian and New Zealand Journal of Medicin,<br />
1984;14:179-9<br />
33. FriedLP, Walston J, In: Hazzard WR, Blass JP, Ettinger<br />
WH, et al, editors. Principles of geriatric medicine<br />
and gerontology. New York: McGrow-Hill; 1999..<br />
p.1387-402<br />
34. Cohen HJ. In search of the underlying mechanisms<br />
of frailty. J Gerontol A Bio Sci Med Sci 2000;55:<br />
M706-8<br />
35. Balducei L, Stanta G, Cancer in the frail patient: a<br />
coming ep-idemie. Hematol Oncol Clin North Am<br />
2000;14:235-50<br />
36. Freyer G; Geay JF; Touzet S; Provencal J; Weber B;<br />
Jacquin JP; Ganem G; Tubiana-Mathieu N; Gisserot<br />
O; Pujade-Lau-raine E. Comprehensive geriatric assessment<br />
predicts tolerance to chemotherapy and<br />
survival in elderly patients with advanced ovarian<br />
carcinoma: a GINECO study. Ann Oncol. 2005<br />
Nov;16(11):1795-800. Epub 2005 Aug 10.<br />
37. Maione P; Perrone F; Gallo C; Manzione L;<br />
Piantedosi F; Bar-bera S; Cigolari S; Rosetti F; Piazza<br />
E; Robbiati SF; Bertetto O; Novello S; Migliorino MR;<br />
Favaretto A; Spatafora M; Ferrau F; Frontini L; Bearz<br />
A; Repetto L; Gridelli C. Pretreatment quality of<br />
life and functional status assessment significantly<br />
predict survival of elderly patients with advanced<br />
non--small-cell lung cancer receiving chemotherapy:<br />
a prognostic analysis of the multicenter italian<br />
lung cancer in the elderly study. J Clin Oncol 2005<br />
Oct 1;23(28):6865-72.<br />
38. Balducci L; Extermann M. Management of cancer in<br />
the older person: a practical approach. Oncologist<br />
2000;5(3):224-37<br />
39. Repetto L; Fratino L; Audisio RA; Venturino A;<br />
Gianni W; Vercelli M; Parodi S; Dal Lago D; Gioia<br />
F; Monfardini S; Aapro MS; Serraino D; Zagonel<br />
V. Comprehensive geriatric assessment adds information<br />
to Eastern Cooperative Oncology Group<br />
performance status in elderly cancer patients: an<br />
Italian Group for Geriatric Oncology Study. J Clin<br />
Oncol 2002 Jan 15;20(2):494-502.<br />
40. Extermann M; Meyer J; McGinnis M; Crocker<br />
TT; Corcoran MB; Yoder J; Haley WE; Chen H;<br />
Boulware D; Balducci L. A comprehensive geriatric<br />
intervention detects multiple problems in older<br />
breast cancer patients. Crit Rev Oncol Hematol<br />
2004 Jan;49(1):69-75.<br />
41. Chen H; Cantor A; Meyer J; Beth Corcoran M;<br />
Grendys E; Cav-anaugh D; Antonek S; Camarata A;<br />
Haley W; Balducci L; Extermann M. Can older cancer<br />
patients tolerate chemotherapy? A prospective<br />
pilot study. Cancer. 2003 Feb 15;97(4):1107-14.<br />
42. Rao AV; Hsieh F; Feussner JR; Cohen HJ. Geriatric<br />
evaluation and management units in the care of<br />
the frail elderly cancer patient. J Gerontol A Biol<br />
Sci Med Sci. 2005 Jun;60(6):798-803.<br />
43. The impact of cancer on the physical function of the<br />
elderly and their utilization of health care. Stafford<br />
RS; Cyr PL. Cancer. 1997 Nov 15;80(10):1973-80.<br />
44. Prevalence of functional disability among elderly<br />
patients with cancer. Serraino D; Fratino L; Zagonel<br />
V. Crit Rev Oncol Hematol. 2001 Sep;39(3):269-73.<br />
45. Extermann, M, Aapro, M. Assessment of the older<br />
cancer patient. Hematol Oncol Clin North Am<br />
2000; 14:63.<br />
46. Yancik, R. Cancer burden in the aged: an epide-
126<br />
Νεοπλασματικά νοσήματα στην τρίτη ηλικία<br />
miologic and demographic overview. Cancer 1997;<br />
80:1273.<br />
47. Welch, HG, Albertsen, PC, Nease, RF, et al. Estimating<br />
treatment benefits for the elderly: the effect of<br />
competing risks. Ann Intern Med 1996; 124:577.<br />
48. Satariano, WA, Ragland, DR. The effect of comorbidity<br />
on 3-year survival of women with primary<br />
breast cancer. Ann Intern Med 1994; 120:104.<br />
49. Frasci, G, Lorusso, V, Panza, N, et al. Gemcitabine<br />
plus vinorel-bine versus vinorelbine alone in elderly<br />
patients with advanced non-small-cell lung<br />
cancer. J Clin Oncol 2000; 18:2529.<br />
50. Extermann, M, Overcash, J, Lyman, GH, et al.<br />
Comorbidity and functional status are independent<br />
in older cancer patients. J Clin Oncol 1998;<br />
16:1582.<br />
51. Wolfson, C, Wolfson, DB, Asgharian, M, et al. A<br />
reevaluation of the duration of survival after the<br />
onset of dementia. N Engl J Med 2001; 344:1111<br />
52. Gupta, SK, Lamont, EB. Patterns of presentation, diagnosis,<br />
and treatment in older patients with colon<br />
cancer and comor-bid dementia. J Am Geriatr Soc<br />
2004; 52:1681.<br />
53. Gorin, SS, Heck, JE, Albert, S, Hershman, D. Treatment<br />
for breast cancer in patients with Alzheimer’s disease.<br />
J Am Geriatr Soc 2005; 53:1897.<br />
54. Newman, AB, Yanez, D, Harris, T, et al. Weight<br />
change in old age and its association with mortality.<br />
J Am Geriatr Soc 2001; 49:1309.<br />
55. Grabowski, DC, Ellis, JE. High body mass index does<br />
not predict mortality in older people: analysis of<br />
the Longitudinal Study of Aging. J Am Geriatr Soc<br />
2001; 49:968.<br />
56. Wallace, JI, Schwartz, RS, LaCroix, AZ, et al.<br />
Involuntary weight loss in older outpatients: incidence<br />
and clinical significance. J Am Geriatr Soc<br />
1995; 43:329.<br />
57. Reynolds, MW, Fredman, L, Langenberg, P,<br />
Magaziner, J. Weight, weight change, mortality in<br />
a random sample of older community-dwelling<br />
women. J Am Geriatr Soc 1999; 47:1409.<br />
58. Landi, F, Onder, G, Gambassi, G, et al. Body mass<br />
index and mortality among hospitalized patients.<br />
Arch Intern Med 2000; 160:2641.<br />
59. Dewys, WD, Begg, C, Lavin, PT, et al. Prognostic<br />
effect of weight loss prior to chemotherapy in cancer<br />
patients. Eastern Cooperative Oncology Group.<br />
Am J Med 1980; 69:491.<br />
60. Kua, J. The prevalence of psychological and psychiatric<br />
sequelae of cancer in the elderly - how<br />
much do we know?. Ann Acad Med Singapore<br />
2005; 34:250.<br />
61. Vinokur, AD, Threatt, BA, Vinokur-Kaplan, D,<br />
Satariano, WA. The process of recovery from breast<br />
cancer for younger and older patients. Changes<br />
during the first year. Cancer 1990; 65:1242.<br />
62. Seeman, TE, Berkman, LF, Kohout, F, et al.<br />
Intercommunity variations in the association between<br />
social ties and mortality in the elderly. A<br />
comparative analysis of three communities. Ann<br />
Epidemiol 1993; 3:325<br />
63. Avorn, J, Gurwitz, JH. Geriatric Medicine: Springer-<br />
Verlag; 1997.<br />
64. Lichtman, SM, Villani, G. Chemotherapy in the<br />
elderly: phar-macologic considerations. Cancer<br />
Control 2000; 7:548.<br />
65. Vestal, RE. Aging and pharmacology. Cancer 1997;<br />
80:1302.<br />
66. Hutchins LF, Unger JM, Crowley JJ, et al.<br />
Unterrepresentation of patients 65 years of age<br />
or older in cancer-treatment trials. N Engl J Med<br />
1999;341:2061-7<br />
67. Yee K, Pater JL, Pho L, et al. Enrollment of elderly<br />
patients in cancer treatment trials in Canada. Proc<br />
Annu Meet Am Soc Clin Oncol 2001:1564<br />
68. Trimble EL, Carter CL, Cain D, et al. Representation<br />
of older patients in cancer treatment trials. Cancer<br />
1994;74:2208-14<br />
69. Kemeny MM, Muss HB, Kornblith AB, et al. Barriers<br />
to participation of older women with breast cancer<br />
in clinical trials Proc Annu Meet Am Soc Clin<br />
Oncol 2001:2371<br />
70. Bates T, Pennessy M, Rilley DL,et al. Breast cancer<br />
in the elderly: surgery improves survival: the results<br />
of a cancer research campain trial. Proc Annu<br />
Meet Am Soc Clin Oncol 2001:1533<br />
71. Kenemy MM, Busch-Deverreaux E, Merriam LT,<br />
O’Hea BJ. Cancer surgery in the elderly. Hematol<br />
Oncol Clin North Am 2000;14:169-92.<br />
72. Poon RT, Law WL, Chu KW, Wong J. Emergency<br />
resection and primary anastomosis for left-sided<br />
obstruction colorectal carcinoma in the elderly. Br<br />
J Surg 1998;85:1539-42.<br />
73. Zachariah B, Balducci L. Radiation therapy of<br />
the older patient. Hematol Oncol Clin North Am<br />
2000;14:131-67<br />
74. Pignon D, Gregor A, Schaake Koning C, et al. Age<br />
has no impact on acute and late toxicity of cu-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 127<br />
rative thoracic radiotherapy. Radiother Oncol<br />
1998;46:239-48<br />
75. Zachariah B, Balducci I, Venkattaramanabalaji GV,<br />
et al. Radiotherapy for cancer patients aged 80 and<br />
older: a study of effectiveness and side effects. Int<br />
J Radiat Oncol Biol Phys 1997;39:1125-9<br />
76. Armitage JO, Potter JF. Aggressive chemotherapy<br />
for diffuse histiocytic lymphoma in the elderly: increased<br />
complications with advanced age. Journal<br />
of the American Geriatric Society, 1984;32:269-73<br />
77. Gelman RS, Taylor SG.CMF chemotherapy in women<br />
more than 65 years old with advanced breast<br />
cancer: the elimination of age trends in toxicity by<br />
using doses besed on creati-nine clearance.Journal<br />
Clinical Oncology, 1984;2: 1404-13<br />
78. Christman K, Muss HB, Case LD, Stanley V.<br />
Chemotherapy of metastatic breast cancer in<br />
the elderly. The Piedmont Oncology Association<br />
Experiance. JAMA 1992;268:57-62<br />
79. Giovanazzi-Bannon S, Rademaker A, Lai G, Benson<br />
AB, Treatment tolerance of elderly patients entered<br />
onto phase II clinical trials: an Illinois Cancer<br />
Center Study. J Clin Oncol 1994;12:2447-52<br />
80. Charlson, ME, Pompei, P, Ales, KL, et al, J Chron<br />
Dis 1987; 40:373.<br />
81. Lambros Vamvakas,Emmanuel Salustros,Athanasios<br />
Karampeazis,Vasilis Georgulias.Advanced Non small<br />
Lung Cancer in the Elderly.Clinical Lung Cancer,Vol<br />
10.No 3,158-167.
Στρατηγικές συνταγογράφησης στους ηλικιωμένους<br />
Ν Αρβανιτάκης<br />
Επικουρικός Επιμελητής, Δ’ Παθολογικό Τμήμα - Μονάδα Παθολογικής Αγγειολογίας Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
SUMMARY<br />
Arvanitakis N. Principles of pharmacology in the elderlies. More than 50% of the annual medical prescriptions are<br />
addressed to the elderlies. Drug induced adverse events are more common among the elderlies because of the frequent<br />
use of several pharmacological substances and the age related physiological changes of liver and kidney function. Furthermore,<br />
due to the high comorbidity rates, one out of three persons of advanced age take more than five drugs per<br />
day. In order to restrict polypharmacy several approaches have been proposed and lists of not approved drugs have<br />
been created. The accurate medical history and the recording of all prescribed drugs are of significant importance.<br />
To avoid adverse effects the administration of smaller drug doses than those given to younger adults and frequent<br />
evaluation of the aged patient are needed. Patient awareness and trusted relationship with the doctor can improve the<br />
compliance to the therapy. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 128-135, 2011.<br />
Key words: prescription, elderlies, polypharmacy<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Οι περισσότερες από τις μισές ετήσιες ιατρικές συνταγές αφορούν στα άτομα τρίτης ηλικίας. Οι αναμενόμενες,<br />
λόγω γήρανσης, μεταβολές της ηπατικής ικανότητας για βιομετατροπή και της έκπτωσης της νεφρικής λειτουργίας,<br />
αυξάνουν τον κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών από τα φάρμακα. Σε αυτό συμβάλλει και το γεγονός της<br />
συνύπαρξης πολλών παθολογικών καταστάσεων που οδηγεί στην πολυφαρμακία. Υπολογίζεται ότι ο ένας<br />
στους τρεις υπερήλικες λαμβάνει περισσότερα από πέντε φάρμακα ημερησίως. Η προσπάθεια εξορθολογισμένου<br />
περιορισμού της πολυφαρμακίας οδήγησε στη διαμόρφωση ειδικών κριτηρίων χορήγησης και τη δημιουργία ειδικών<br />
λιστών από φάρμακα, τα οποία θα πρέπει να αποφεύγονται στους ηλικιωμένους. Θεμελιώδους σημασίας<br />
παραμένει η προσεκτική και ακριβής λήψη του ιστορικού του ασθενούς, καθώς και η ακριβής καταγραφή όλων<br />
των λαμβανόμενων σκευασμάτων. Για την αποφυγή των ανεπιθύμητων ενεργειών είναι χρήσιμο να χορηγούνται<br />
μικρότερες δόσεις από συνήθως συνταγογραφούνται στον υπόλοιπο ενήλικο πληθυσμό. Η πλήρης ενημέρωση<br />
του ασθενούς και η ανάπτυξη σχέσης εμπιστοσύνης με το θεράποντα ιατρό έχει αποδειχθεί πως σχετίζονται<br />
θετικά με τη συμμόρφωση, ιδιαίτερα όταν η πολυπλοκότητα των προβλημάτων του απαιτεί τη λήψη πολλών<br />
σκευασμάτων σε καθημερινή βάση. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 128-135, 2011.<br />
Λέξεις κλειδιά: συνταγογράφηση, πολυφαρμακία, τρίτη ηλικία, ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκων, συμμόρφωση<br />
ασθενών<br />
EIΣΑΓΩΓΗ<br />
Με βάση τα πρόσφατα δεδομένα, το 50% και πλέον<br />
των ιατρικών συνταγών αφορούν ετησίως στα άτομα<br />
ηλικίας άνω των 65 ετών. Η ορθή συνταγογράφηση<br />
στοχεύει στη μείωση της πολυφαρμακίας, κυρίως<br />
λόγω των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των φαρμάκων<br />
και του υψηλού ποσοστού ανεπιθύμητων ενεργειών<br />
που διαπιστώνονται στα ηλικιωμένα άτομα. Ως εκ<br />
τούτου απαιτείται κατάλληλη εκπαίδευση και διαρκής<br />
ενημέρωση του ιατρού. Θεμελιώδης κρίνεται η γνώση<br />
της φαρμακοκινητικής και φαρμακοδυναμικής τουλάχιστον<br />
των συχνότερα συνταγογραφούμενων φαρμάκων,<br />
ανά ειδικότητα (Σχήμα 1).
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 129<br />
ΣΧΗΜΑ 1<br />
Συνοπτική απεικόνιση των αρχών της φαρμακοκινητικής<br />
και φαρμακοδυναμικής.<br />
Οι μεταβολές που προκαλούνται από τη διαδικασία<br />
της γήρανσης, όπως η αύξηση του γαστρικού pH,<br />
η επιβράδυνση της κινητικότητας του εντέρου, η συνολική<br />
ελάττωση της αιμάτωσης του πεπτικού συστήματος<br />
αλλά και η κατά τόπους απώλεια του εντερικού<br />
βλεννογόνου, δεν θεωρούνται γενικά παράγοντες<br />
που επηρεάζουν την απορρόφηση των περισσότερων<br />
φαρμάκων. Εξαίρεση σε αυτό μπορεί να αποτελούν<br />
στοιχεία που απαιτούν ενεργητική απορρόφηση,<br />
όπως ο σίδηρος, το ασβέστιο, η θειαμίνη, καθώς και<br />
η λεβοντόπα λόγω μείωσης της δραστηριότητας της<br />
ντοπα-αποκαρβοξυλάσης1.<br />
Αντιθέτως, η μείωση της μάζας του ηπατικού<br />
παρεγχύματος και της καρδιακής παροχής αίματος<br />
προς το ήπαρ, που παρατηρούνται μετά την ηλικία<br />
των 50 ετών και η μείωση της δραστηριότητας<br />
των μικροσωμιακών ενζύμων, επηρεάζουν σε μεγάλο<br />
βαθμό την ικανότητα του ήπατος για βιομετατροπή.<br />
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την ανάγκη μείωσης των<br />
δόσεων των φαρμάκων με ηπατικό μεταβολισμό και<br />
αύξηση των δόσεων αυτών των ουσιών, οι οποίες<br />
χορηγούνται ως προφάρμακα που στη συνέχεια θα<br />
μετατραπούν σε δραστικές φαρμακευτικές ουσίες<br />
στο ήπαρ.<br />
Η νεφρική λειτουργία ακολουθεί μια γραμμική συσχέτιση<br />
με την ηλικία, με αποτέλεσμα την απώλεια<br />
του ενός τρίτου αυτής μετά τα 65 έτη. Συνυπάρχοντα<br />
χρόνια νοσήματα, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης και<br />
η αρτηριακή υπέρταση, καθώς και η λήψη δυνητικά<br />
νεφροτοξικών φαρμάκων, όπως για παράδειγμα τα<br />
μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη επηρεάζουν περαιτέρω<br />
τη σπειραματική κάθαρση. Η μέτρηση της υπολογιζόμενης<br />
σπειραματικής διήθησης (eGFR) είναι ένα απλό<br />
εργαλείο για τον καθορισμό της δόσης των φαρμάκων<br />
με νεφρικό μεταβολισμό.<br />
Οι δύο βασικότερες έννοιες για την κατανόηση<br />
της δράσης ενός φαρμάκου, είναι η φαρμακοκινητική<br />
και η φαρμακοδυναμική. Η κυριότερη παράμετρος της<br />
φαρμακοκινητικής είναι ο χρόνος ημίσειας ζωής, που<br />
μπορεί υπολογιστεί από την παρακάτω εξίσωση: t ½<br />
= 0.693 x Vd/Cl, όπου Vd αντιστοιχεί στον όγκο κατανομής<br />
του φαρμάκου στον οργανισμό και Cl στην<br />
κάθαρσή του (ηπατική ή/και νεφρική). Παράλληλα, οι<br />
φαρμακευτικές ουσίες χωρίζονται σε λιπόφιλες και<br />
υδρόφιλες, οπότε ανάλογα με το ποσό του λιπώδους<br />
ιστού, το οποίο διαφέρει τόσο από άτομο σε άτομο<br />
όσο και στο ίδιο άτομο ανάλογα με την ηλικία του,<br />
επηρεάζεται και ο όγκος κατανομής του φαρμάκου.<br />
Για παράδειγμα, ο χρόνος ημιζωής της φλουραζεπάμης,<br />
που είναι μια αυστηρά λιπόφιλη ουσία, είναι πολύ<br />
μεγαλύτερος στους ηλικιωμένους όχι μόνο λόγω της<br />
μειωμένης κάθαρσης μέσω των ηπατικών οξειδωτικών<br />
μηχανισμών, αλλά και λόγω της ποσοστιαίας αύξησης<br />
του σωματικού τους λίπους. Ως φαρμακοδυναμική<br />
ορίζεται η δράση του φαρμάκου στον οργανισμό.<br />
Αν εξαιρέσουμε τα φάρμακα που δρουν στο κεντρικό<br />
νευρικό σύστημα, τα οποία έχουν αποδεδειγμένα αυξημένη<br />
δραστικότητα στους ηλικιωμένους, παρόμοια<br />
συμπεριφορρά εμφανίζει και πληθώρα άλλων φαρμάκων,<br />
χωρίς να είναι ξεκάθαρος ο μηχανισμός της<br />
δράσης αυτής.<br />
ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΗΣΗΣ<br />
ΣΤΟΥΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΥΣ ΜΕ ΚΛΙΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ<br />
Α) ΠΟΛΥΦΑΡΜΑΚΙΑ-ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΦΑΡ-<br />
ΜΑΚΩΝ
130<br />
Στρατηγικές συνταγογράφησης στους ηλικιωμένους<br />
Πίνακας 1.<br />
Πιθανοί λόγοι πολυφαρμακίας στους ηλικιωμένους<br />
1. Επέκταση των οδηγιών για αναμενόμενη<br />
ωφέλεια από τη χορήγηση ενός φαρμάκου και<br />
στην τρίτη ηλικία. (π.χ. χορήγηση κουμαρινικών<br />
σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή).<br />
2. Αύξηση της νοσηρότητας παράλληλα με<br />
την αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων και<br />
υπέργηρων ασθενών.<br />
3. Επέκταση της εφαρμογής προγραμμάτων<br />
πρωτογενούς και δευτερογενούς πρόληψης.<br />
4. Αυξημένες προσδοκίες από τη πλευρά του<br />
ασθενούς.<br />
5. Άσκηση αμυντικής ιατρικής.<br />
Από Prescribing in the elderly. Post grad Med J 71 466-<br />
71 © The Fellowship of post graduate Medicine, 1995.<br />
Η πολυφαρμακία είναι πολύ συχνή στους ηλικιωμένους<br />
(Πίνακας 1). Στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπολογίζεται<br />
πως το 81% των ατόμων άνω των 65 ετών κάνει<br />
καθημερινή χρήση ενός τουλάχιστον φαρμάκου και περίπου<br />
το ένα τρίτο λαμβάνει πέντε ή και περισσότερα<br />
φάρμακα 2 . Η υψηλή συχνότητα αλληλεπιδράσεων μεταξύ<br />
ορισμένων φαρμάκων που διαπιστώνεται στην<br />
κλινική πράξη τις καθιστά ιδιαίτερα γνωστές, όπως<br />
για παράδειγμα ο αυξημένος κίνδυνος αιμορραγίας σε<br />
ταυτόχρονη χορήγηση βαρφαρίνης και μη στεροειδών<br />
αντιφλεγμονωδών φαρμάκων ή η αύξηση ή μείωση της<br />
δραστικότητας κάποιων φαρμάκων μετά από συγχορήγηση<br />
με άλλα που μεταβολίζονται από το ίδιο ηπατικό<br />
κυτόχρωμα, όπως για παράδειγμα των εκλεκτικών<br />
αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης, της ομεπραζόλης,<br />
διάφορων υπολιπιδαιμικών παραγόντων,<br />
της αμιωδαρόνης ή της φθοριοουρακίλης. Πέραν αυτών,<br />
όμως, υπάρχουν στοιχεία που αναδεικνύουν αλληλεπιδράσεις<br />
ακόμα και μεταξύ βοτάνων (ως συμπληρωμάτων<br />
διατροφής) και φαρμάκων, όπως για παράδειγμα<br />
των σκευασμάτων που περιέχουν Hypericum Perforatum,<br />
γνωστό ως «σπαθόχορτο» (“St. John’s wort”) και αναστολέων<br />
επαναπρόσληψης σεροτονίνης, με αυξημένο<br />
κίνδυνο εμφάνισης του συνδρόμου σεροτονίνης 3 .<br />
Γενικοί, πρακτικοί κανόνες ώστε να μειωθεί η πολυφαρμακία<br />
και οι συνέπειες εξ αυτής είναι η αποφυγή<br />
συγκεκριμένων φαρμακευτικών ουσιών, η ορθή,<br />
με βάση τις ενδείξεις, συνταγογραφία, η στενή παρακολούθηση<br />
για πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες, ο<br />
έλεγχος της στάθμης των φαρμάκων, όπου αυτό είναι<br />
εφικτό, η λεπτομερής και συχνή ενημέρωση του ασθενούς,<br />
έτσι ώστε να επιτευχθεί μεγαλύτερος βαθμός<br />
συμμόρφωσης και ενεργού συμμετοχής στη θεραπευτική<br />
διαδικασία.<br />
Β) ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΑ ΦΑΡΜΑΚΑ<br />
Η ανάγκη για βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών<br />
περίθαλψης, ιδίως σε ιδρύματα όπου φιλοξενούνται<br />
ηλικιωμένοι, οδήγησε στην προσπάθεια εξορθολογισμού<br />
της χορηγούμενης φαρμακευτικής αγωγής στις<br />
ΗΠΑ και τον Καναδά. Ήδη από τη δεκαετία του 1990<br />
άρχισαν να διαμορφώνονται τα κριτήρια του Beers,<br />
τα οποία προοδευτικά εισήγαγαν την έννοια του όρου<br />
«ακατάλληλο φάρμακο» για ασθενείς ηλικίας άνω των<br />
65 ετών (inappropriate drug ) 4,5 . Έτσι, το 1991 συνετάχθη<br />
η ομώνυμη λίστα με τα φάρμακα που πρέπει να αποφεύγονται<br />
στη τρίτη ηλικία, η οποία αναθεωρήθηκε το<br />
2003, (Πίνακας 2) 6,7 .
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 131<br />
Πίνακας 2.<br />
Αναθεωρημένα κριτήρια χορηγούμενων φαρμάκων σε άτομα τρίτης ηλικίας, κατά Beers.<br />
Από: Arch Intern Med.2003; 163:2716-2724.<br />
Σε γενικές γραμμές, η λίστα αυτή περιλαμβάνει<br />
αρκετές κατασταλτικές ουσίες (διαζεπάμη, βαρβιτουρικά),<br />
φάρμακα με κύρια ή δευτερεύουσα αντιμουσκαρινική<br />
δράση, η οποία ενοχοποιείται για κάποιες από<br />
τις συχνότερα απαντώμενες ανεπιθύμητες ενέργειες,<br />
όπως ναυτία, ταχυκαρδία, δυσκοιλιότητα, ξηροστομία<br />
και μάλιστα όταν διέρχονται τον αιματο-εγκεφαλικό<br />
φραγμό, τρόμο. Μεταγενέστερα στοιχεία, προερχόμενα<br />
πάλι από ιδρυματοποιημένους πληθυσμούς ηλικιωμένων,<br />
επιβεβαίωσαν ότι ο κίνδυνος εισαγωγής στο<br />
νοσοκομείο ή ακόμα και θανάτου ήταν μεγαλύτερος<br />
στην ομάδα εκείνων που λάμβαναν φάρμακα που περιλαμβάνονταν<br />
στη λίστα του Beers. Φυσικά, υπήρχαν<br />
και πολλές εισαγωγές λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών<br />
από τη λήψη ευρέως διαδεδομένων φαρμάκων,<br />
τα οποία από τη φύση τους δεν θα μπορούσαν να
132<br />
Στρατηγικές συνταγογράφησης στους ηλικιωμένους<br />
υποστούν αυστηρούς περιοριστικούς κανόνες στη χορήγησή<br />
τους, όπως η ινσουλίνη. Έτσι, η ανωτέρω λίστα<br />
εμπλουτίστηκε δημιουργώντας ένα «Εργαλείο Διαλογής<br />
Συνταγών Ηλικιωμένων» 8 .<br />
Στον αντίποδα του περιορισμού της πολυφαρμακίας,<br />
ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το χαμηλό<br />
ποσοστό της συμμόρφωσης των ασθενών στις ιατρικές<br />
οδηγίες και η υψηλή πιθανότητα της εσκεμμένης ή<br />
μη λήψης κάποιων σκευασμάτων. Μελέτες έχουν καταδείξει<br />
μεγάλα ποσοστά διακοπής της λήψης σημαντικών<br />
φαρμάκων, τα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται<br />
στα κριτήρια του Beers. Έτσι, ακόμα και 8 στους 10<br />
ηλικιωμένους ασθενείς είναι δυνατόν να μην λαμβάνουν<br />
στατίνη αν και βρίσκονται σε υψηλό καρδιαγγειακό<br />
κίνδυνο 9,10 . Αρκετοί παράγοντες θα μπορούσαν<br />
να εξηγήσουν αυτήν την κατάσταση. Αρχικά η έλλειψη<br />
κατευθυντήριων οδηγιών, που οφείλεται στην αδυναμία<br />
σχεδιασμού και ολοκλήρωσης μεγάλων μελετών<br />
για ηλικιωμένους, οδηγεί συχνά σε αντικρουόμενες<br />
θεραπείες, που εκλαμβάνονται από τους ασθενείς<br />
ως ασάφεια και οδηγεί συνήθως στην κακή τους συμμόρφωση.<br />
Επίσης, οικονομικοί λόγοι που προκύπτουν<br />
ιδίως σε περιπτώσεις ανασφάλιστων ασθενών, οδηγεί<br />
σε όλο και περισσότερες περιπτώσεις, στη μείωση της<br />
δόσης ή ακόμα και την πλήρη διακοπή των πιο ακριβών<br />
σκευασμάτων. Τέλος, δεν πρέπει να παραβλέπονται<br />
οι συχνές προκαταλήψεις που δεν είναι πάντα<br />
εύκολο, στα πλαίσια μίας ή περισσότερων ιατρικών<br />
επισκέψεων να αναιρεθούν.<br />
Γ) ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΦΑΡΜΑΚΩΝ<br />
Τα ανεπιθύμητα συμβάματα από τις παρενέργειες<br />
των φαρμάκων έχουν βλαπτικότερες επιπτώσεις<br />
στους ηλικιωμένους. Για παράδειγμα η πτώση ενός<br />
ηλικιωμένου σαν αποτέλεσμα της μείωσης των αντανακλαστικών<br />
και της υπνηλίας από λήψη αντισταμινικών,<br />
μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε κάταγμα του<br />
ισχίου. Η ευαισθητοποίηση των επαγγελματιών υγείας<br />
είναι συνεπώς θεμελιώδης στην προσπάθεια αποφυγής<br />
ή περιορισμού των συνεπειών αυτών. Επιπλέον,<br />
η μείωση της λειτουργικότητας των ομοιοστατικών<br />
μηχανισμών 10 , οι συχνά συνυπάρχουσες παθήσεις, η<br />
απώλεια μνήμης και η πολυφαρμακία καθιστούν τα<br />
άτομα της τρίτης ηλικίας περισσότερο ευάλωτα. Οι<br />
παρενέργειες από τα φάρμακα είναι συνήθως δοσοεξαρτώμενες<br />
και συνεπώς θα μπορούσαν να προβλεφθούν.<br />
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η<br />
μη προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια.<br />
Για αυτό το λόγο τα περισσότερα φάρμακα<br />
που χρειάζονται τροποποίηση φέρουν στο φύλλο<br />
οδηγιών τους πίνακα υπολογισμού της εκτιμώμενης<br />
κάθαρσης κρεατινίνης και της ανάλογης μεταβολής<br />
της δόσης. Ως γενικός κανόνας ασφαλείας, σε περιπτώσεις<br />
που δεν υπάρχουν σαφή φαρμακοκινητικά<br />
δεδομένα, θα ήταν δόκιμο στα άτομα τρίτης ηλικίας<br />
να μειώνεται η δόση στο μισό της συνήθως χορηγούμενης<br />
στους ενήλικες, τουλάχιστον κατά την έναρξη<br />
μιας νέας αγωγής 11,12,13 .<br />
Τα άτομα της τρίτης ηλικίας αποτελούν ως γνωστό<br />
ένα ιδιαίτερα ανομοιογενές σύνολο. Τα πλέον ευπαθή<br />
άτομα του συνόλου αυτού είναι συχνότερα αυτά που<br />
διαμένουν σε οίκους ευγηρίας στα πλαίσια χρονίων<br />
παθήσεων ή κοινωνικοοικονομικών δυσχερειών. Αυτοί<br />
είναι και οι ασθενείς, οι οποίοι παρουσιάζουν και<br />
το μεγαλύτερο ποσοστό ανεπιθύμητων και σοβαρών<br />
συμβαμάτων που σε διάφορες μελέτες υπολογίζεται<br />
περί το 10%. Από τη στιγμή δε που λαμβάνουν κοινά<br />
συνταγογραφούμενα φάρμακα με υψηλό δείκτη υποψίας<br />
για συμβάματα, όπως είναι η βαρφαρίνη (αιμορραγίες)<br />
και τα αντιψυχωσικά (καταστολή, παραλήρημα,<br />
σύγχυση), περισσότερες από τις μισές παρενέργειες<br />
υπολογίζεται πως θα μπορούσαν να είχαν προβλεφθεί<br />
14 . Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται και κατά τις<br />
αλλαγές περιβάλλοντος των ηλικιωμένων ασθενών.<br />
Έτσι, για παράδειγμα, δεν είναι ασύνηθες ένας τέτοιος<br />
ασθενής να λαμβάνει για μεγάλο χρονικό διάστημα<br />
ένα υπακτικό, το οποίο είχε λάβει στο νοσοκομείο για<br />
συγκυριακούς λόγους ή και αντίστροφα να μην τροποποιείται<br />
η αντιδιαβητική του αγωγή στο σπίτι όπου<br />
η διαβίωση διαφέρει και η πρόσβαση στο φαγητό είναι<br />
πιο ευχερής σε σχέση με το Νοσοκομείο. Τέλος, είναι<br />
δυστυχώς κοινή ιατρική πρακτική, ένα νέο σύμπτωμα<br />
να αποδίδεται ευκολότερα σε νέα ασθένεια και όχι σε<br />
παρενέργεια της λαμβανόμενης αγωγής. Συχνό παράδειγμα<br />
αποτελεί η κολίτιδα από αντιβιοτικά που σε<br />
πολλές περιπτώσεις δεν αντιμετωπίζεται με διακοπή<br />
του υπεύθυνου φαρμάκου, αλλά επειδή λανθασμένα<br />
αποδίδεται σε αστοχία της αγωγής οδηγεί σε τροποποίηση<br />
αυτής και στη χορήγηση άλλου αντιβιοτικού, με<br />
αποτέλεσμα φυσικά την επιδείνωση της κατάστασης<br />
του ασθενούς. Το φαινόμενο αυτό περιγράφεται ως<br />
συνταγογραφικός καταρράκτης ή επαυξανόμενη συνταγογραφία<br />
15 . Ένα επίσης χαρακτηριστικό παράδειγμα<br />
αφορά στην έναρξη αντιπαρκινσονικής αγωγής σε<br />
ασθενή που λαμβάνει αγωγή με μετοκλοπραμίδη λόγω<br />
εμφάνισης τρόμου. Είναι δε τόσο μεγάλη η ομοιότητα<br />
αυτής της ανεπιθυμήτης ενέργειας με την ιδιοπαθή<br />
εξωπυραμιδική συνδρομή, ώστε ανάλογοι χολινεργικοί
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 133<br />
διεγέρτες (τρεμορίνη/οξυτρεμορίνη) να έχουν χρησιμοποιηθεί<br />
για τη μελέτη των αντιπαρκινσονικών φαρμάκων<br />
16,17 .<br />
ΣΥΝΤΑΓΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ<br />
ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ<br />
Η ορθή συνταγογράφηση στην τρίτη ηλικία είναι<br />
μια πολυδιάστατη διαδικασία. Απαιτεί, πέραν των<br />
ιατροφαρμακευτικών, πρακτικές και ευρύτερες κοινωνικο-οικονομικές<br />
γνώσεις. Θεμελιώδους σημασίας<br />
παραμένει η προσεκτική και ακριβής ενασχόληση με<br />
το παλαιότερα αναφερόμενο ως «κοινωνικό ιστορικό»<br />
και το ασφαλιστικό βιβλιάριο του αρρώστου 18 . Χρήσιμη<br />
και διαφωτιστική αποβαίνει συχνά και η πρακτική<br />
οδηγία του να προσκομίζονται σε τακτά χρονικά διαστήματα<br />
όλα τα φάρμακα που λαμβάνει ο ασθενής και<br />
η προτροπή να αναφέρει μόνος του τη δόση και την<br />
ημερήσια κατανομή της λήψης τους. Εξάλλου, τέτοια<br />
πρακτική είναι ενδεδειγμένη σε περιπτώσεις εισαγωγής<br />
σε νοσοκομείο, αφού έχει αποδειχθεί από μελέτες<br />
ότι το ποσοστό ακούσιας παράλειψης ενός φαρμάκου<br />
σε αυτές τις συνθήκες ξεπερνάει σε ποσοστό το 50% 19 .<br />
Κατά τη διάρκεια της καταγραφής της λαμβανόμενης<br />
αγωγής, ο γιατρός πρέπει ταυτόχρονα να σχεδιάζει<br />
την, κατά την κρίση του, δυνητική διακοπή κάποιων<br />
φαρμάκων, την οποία θα ολοκληρώσει μετά τη λήψη<br />
του ιστορικού και την αντικειμενική εξέταση και αφού<br />
έχει κατανοήσει πλήρως το λόγο για τον οποίο εχορηγείτο<br />
το προ της διακοπής από αυτόν σκεύασμα.<br />
Άλλωστε, σε γενικές γραμμές, από μελέτες που έγιναν<br />
σε γηριατρικούς πληθυσμούς, μόνο οι μισοί ασθενείς<br />
ωφελήθηκαν μετά την επανέναρξη κάποιας αγωγής<br />
που είχε διακοπεί 20 . Ακόμα, όμως, και αν δεν διακοπεί<br />
κάποιο φάρμακο, χρήσιμος πολλές φορές αποδεικνύεται<br />
ο επανασχεδιασμός της αγωγής. Έτσι, ημερήσιες<br />
τροποποιήσεις της αγωγής είναι συχνά αναγκαίες. Για<br />
παράδειγμα, μπορεί κάποιος ηλικιωμένος να ελάμβανε<br />
από ετών το διουρητικό του δισκίο τις πρωινές ώρες,<br />
αλλά μετά την ανάπτυξη υπερτροφίας του προστάτη<br />
να χρειαστεί να το λαμβάνει μεσημέρι, αφού ή περαιτέρω<br />
αύξηση της πρωινής διούρησης θα επηρεάσει<br />
την ποιότητα ζωής του. Από την άλλη πλευρά, όταν<br />
κρίνεται απαραίτητη η προσθήκη νέων φαρμάκων,<br />
πρέπει να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια<br />
επιλογής του σκευάσματος με τις λιγότερες ημερήσιες<br />
δόσεις και το σύνολο της αγωγής να κατανεμηθεί<br />
κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην επηρεάζεται η φαρμακοκινητική<br />
αλλά και η φαρμακοδυναμική δράση. Έτσι,<br />
θα αποφευχθούν συχνά λάθη που οδηγούν σε υποθεραπευτικό<br />
αποτέλεσμα, όπως η εφάπαξ ημερήσια<br />
χορήγηση σκευασμάτων με μικρό χρόνο ημιζωής ή η<br />
συγχορήγηση ουσιών που η μία επηρεάζει την απορρόφηση<br />
της άλλης. Επίσης, δεν πρέπει να διαφεύγει<br />
από το γιατρό να ζητάει, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις<br />
το συχνό υπολογισμό των επιπέδων των μετρήσιμων<br />
φαρμάκων στον ορό του ασθενούς, αφού αυτό<br />
μπορεί να προλάβει πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες<br />
από υπερδοσολογία, ενώ παράλληλα θα είναι και μια<br />
καλή απόδειξη της ορθής λήψης της αγωγής 21,22 .<br />
ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ<br />
Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας η<br />
συμμόρφωση ενός ασθενούς στη χορηγούμενη φαρμακευτική<br />
ή μη αγωγή σχετίζεται με κοινωνικοοικονομικούς<br />
παράγοντες, το σύστημα υγείας, την ασθένεια,<br />
την ίδια τη θεραπεία και τον ίδιο τον ασθενή 23 . Ειδικά<br />
για τους άπορους ηλικιωμένους το οικονομικό κόστος<br />
μιας θεραπείας πρέπει να λαμβάνεται πάντα σοβαρά<br />
υπόψη καθώς και η εναλλακτική λύση της χρήσης<br />
φθηνότερων γενοσήμων φαρμάκων που μπορεί να<br />
είναι εξίσου αποτελεσματική 24 . Άλλοι παράγοντες, οι<br />
οποίοι επίσης οδηγούν σε μειωμένη συμμόρφωση και<br />
πρέπει να συνυπολογίζονται, αφορούν στη λειτουργική<br />
κατάσταση και τη δυνατότητα αυτοεξυπηρέτησης<br />
των ηλικιωμένων. Για παράδειγμα, η μειωμένη όραση,<br />
τα κινητικά προβλήματα και η δυνατότητα κατάποσης<br />
συχνά οδηγούν στην αποτυχία μιας κακώς σχεδιασμένης<br />
αγωγής. Η χορήγηση συνδυαστικών σκευασμάτων<br />
και απλούστερων δοσολογικών σχημάτων βελτιώνει<br />
τη συμμόρφωση. Πρέπει όμως να δίνεται με προσοχή<br />
και κατά προτίμηση όταν έχει περάσει αρκετό διάστημα<br />
από την έναρξη της αγωγής. Σε υπερήλικες,<br />
για παράδειγμα, που λαμβάνουν επί μακρό χρονικό<br />
διάστημα αναστολέα του μετατρεπτικού ενζύμου και<br />
αποκλειστή των διαύλων ασβεστίου για τη ρύθμιση<br />
της υπέρτασης χωρίς να έχουν εμφανίσει παρενέργειες,<br />
είναι εύκολο και ασφαλές να χορηγηθεί ο συνδυασμός<br />
αυτός σε ένα δισκίο. Παράλληλα, όσο αυξάνει<br />
ο αριθμός των ιατρών που συνταγογραφούν για τον<br />
ίδιο ασθενή, αλλά ακόμα και ο αριθμός των φαρμακείων<br />
από τα οποία προμηθεύεται τα σκευάσματα<br />
ο ασθενής, τόσο μειώνεται το ποσοστό συμμόρφωσης<br />
25,26 . Ανεξάρτητο παράγοντα κακής συμμόρφωσης<br />
αποτελεί επίσης η κατάθλιψη, μια ιδιαίτερα συχνή κατάσταση<br />
στα ηλικιωμένα άτομα.<br />
Αντίθετα, θετική συσχέτιση έχει αποδειχθεί όταν<br />
υπάρχει θετική στάση, αποδοχή και αίσθημα εμπιστο-
134<br />
Στρατηγικές συνταγογράφησης στους ηλικιωμένους<br />
σύνης στον ιατρό από το θεραπευόμενο 27 . Πρωταρχικής<br />
σημασίας παραμένει η ενημέρωση του ασθενή για<br />
τα αναμενόμενα οφέλη και τις πιθανές παρενέργειες<br />
κάθε φαρμάκου ξεχωριστά, καθώς και για το σύνολο<br />
της αγωγής. Όταν υπάρχει το απαραίτητο γνωσιακό<br />
επίπεδο, τότε ο ηλικιωμένος θα πρέπει να γίνεται πιο<br />
ενεργός αποδέκτης και όχι παθητικός χρήστης μιας<br />
ιατρικής εντολής, γιατί στη δεύτερη περίπτωση είναι<br />
πιθανότερο να δράσει σε κάποια στιγμή αυτόνομα<br />
διακόπτοντας ή τροποποιώντας αυτοβούλως τη θεραπεία.<br />
Από το Εθνικό Συμβούλιο για την Ενημέρωση<br />
και Εκπαίδευση των Ασθενών των ΗΠΑ συστήνεται<br />
ο ασθενής ή το συγγενικό του περιβάλλον, το οποίο<br />
θα έχει την επίβλεψη του, να ενημερώνονται συνεχώς<br />
σχετικά με το όνομα του φαρμάκου και την ένδειξή<br />
του, τη δοσολογία και το χρονικό διάστημα χορήγησής<br />
του, καθώς επίσης για το τι πρέπει να αποφεύγει,<br />
τις κύριες παρενέργειες και πώς πρέπει να πράξει,<br />
εάν αυτές εμφανισθούν. Επίσης, πολύ χρήσιμες αποδεικνύονται<br />
οι έγγραφες, με όσο το δυνατόν πιο κατανοητό<br />
τρόπο, οδηγίες 28 . Απλές πρακτικές συμβάλλουν<br />
σημαντικά στη βελτίωση της συμμόρφωσης, όπως για<br />
παράδειγμα η χορήγηση εύληπτων μορφών σκευασμάτων<br />
(π.χ. εναιώρημα ή διαδερμικό αυτοκόλλητο),<br />
συσκευών υποβοήθησης (π.χ. εισπνεόμενα βρογχοδιασταλτικά<br />
που ενεργοποιούνται με την εισπνοή, ή<br />
κονιορτοποιητές δισκίων), συσκευών που ειδοποιούν<br />
με χαρακτηριστικό ήχο τη σωστή ώρα την ακριβή δόση<br />
του φαρμάκου ή ειδικών κουτιών ημερήσιας και ωριαίας<br />
κατανομής των δισκίων. Σημαντική, τέλος, είναι<br />
και η συμμετοχή του φαρμακοποιού στο κομμάτι της<br />
ενημέρωσης και της αναλυτικής επεξήγησης των ιατρικών<br />
εντολών προς τον ασθενή 29,30 .<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
1. Oxford Textbook of Medicine, Fourth Edition, Volume<br />
3, Section 30.<br />
2. Qato DM, Alexander GC, Conti RM, et al. Use of<br />
prescription and over the counter medications and<br />
dietary supplements among older adults in the United<br />
States.JAMA.2008;300:2867-2878.<br />
3. Fugh-Berman, A. Herb-Drug interactions. Lancet<br />
2000; 355: 134-138.<br />
4. McLeod PJ, Huang AR, Tamblyn RM. Defining inappropriate<br />
practices in prescribing for elderly people:<br />
a national concencus panel.<br />
5. Beers MH, Ouslander JG, Rollinger I, et al. Explicit<br />
criteria for determining inappropriate medication use<br />
in nursing home residents. UCLA Division of Geriatric<br />
Medicine. Arch Intern Med. 1991; 151: 1825-1832.<br />
6. Michele M. Basen, The Elderly and Drugs-- Problem<br />
Overview and Program Strategy. Health of the Elderly<br />
January-February 1977, Vol. 92, No. 1; 43-48.<br />
7. Fick DM, Cooper JW, Wade WE, et al. Updating the<br />
Beers criteria for potentially inappropriate medications<br />
use in older adults: results of a US consensus<br />
panel of experts. Arch intern Med 2003; 163: 2716-<br />
2724.<br />
8. Gallagher P, Ryan C, Byrne S, et al. STOPP (Screening<br />
Tool Of Older Person’s Prescriptions) and START<br />
(Screening Tool to Alert doctors to Right Treatment).<br />
Consencus validation. Int J Clin Pharmacol Ther<br />
2008; 46: 72-83.<br />
9. Reichels’s Care Of the Elderly; Joseph J Gallo ed.<br />
Lippincott Williams and Wilkins, 1999;Baltimore,M<br />
aryland.<br />
10. Shepherd J, Blaun GJ, Murphy MB, et al, Pravastatine<br />
in elderly individuals at risk of vascular disease<br />
(PROSPER) : a randomized controlled trial. Lancet:<br />
2002 Nov 23;360(9346):1623-1630.<br />
11. K. Rockwood, R.A. Fox, P. Stolee, et al, Frailty in elderly<br />
people: an evolving concept.CMAJ1994;150:489-495.<br />
12. Herings RM, Stricker BH, de Boer A, et al. Benodiazepines<br />
and thr rik of falling leading to femur<br />
fractures. Dosge more important than elimination<br />
half-life. Arch Inter Med 1995;155:1801-1807.<br />
13. Judith L. Beizer: Clinical Strategies of Prescribing for<br />
Older Adults. In: GERIATRIC MEDICINE, Cristine K.<br />
Cassel, ed. Springer-Verlag New York, Inc, 2003.<br />
14. Gill SS, Bronskill SE, Normand SL, et al. Antipsychotic<br />
drug use and mortality in older adults with<br />
dementia. Ann Intern Med 2007; 775-786.<br />
15. Munir Pirmohamed: Drugs in the elderly. In: Oxfotrd<br />
Textbook of Primary Care, Volume 2; Roger Jones,<br />
ed. Oxford University Press; 1260-1263.<br />
16. Avorn J, Gurwitz JH, Bohn RL, et al. Increased incidence<br />
of levodopa therapy following metoclopropamide<br />
use. JAMA 1995; 274:1780-1782.<br />
17. Δ. Δ. Βαρώνου, Ιατρική Φαρμακολογία, 5 η έκδοση,<br />
τόμος 1 ος ,Επιστημονικές Εκδόσεις Γρ. Παρισιάνου,<br />
Αθήνα, 1987.<br />
18. Γεώργιος Ι. Αραπάκης, Κλινική Σημειολογία και<br />
Διαγνωστική,σελ.24-27, Ιατρικές Εκδόσεις Π. Χ.<br />
Πασχαλίδη, Αθήνα, 1991.<br />
19. Cornish PL, Knowles SR, Marchesano R, et al. Unintented<br />
medication discrepancies at the time of hospital<br />
admissions. Arch Intern Med 2005;165:424-429.<br />
20. Walma EP, Hoes AW, van Dooren C, et al. With-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 135<br />
drawal of long term diuretic medication in elderly<br />
patients: a double blind randomized trial. Br Med J.<br />
1997: 315: 464-468.<br />
21. Packer M, Gheorgiade M, Young GB, et al. Withdrawal<br />
of digoxin from patients wit chronic heart<br />
failure treated with angiotencin-converting-enzym<br />
inhibitors. N Engl J Med 1993 Jul 1 ; 329(1):1-7.<br />
22. Higashi T, Shekelle PG, Solomon DH, Knight EL,<br />
Roth C, Chang JT, et al. The quality of pharmacologic<br />
care of vulnerable older patients. Ann Intern<br />
Med 2004; 140: 713-720.<br />
23. World Health Organisation(WHO).Adherence to<br />
long-term therapies: evidence for action. Five interacting<br />
dimensions affect adherence. Section II,<br />
Chapter 5. (htpp://www.who.int/chronic_conditions/adherence<br />
report/en/) 2003.<br />
24. Sassen JJ, Porter JA, Barrette DJ, et al. Postabsorption<br />
concentration peaks with brand name and generic<br />
verapamil: a double blind, crossover study<br />
in elderly hypertensive patients. J Clin Pharmacol.<br />
1997:37 :526-534.<br />
25. Cohen I, Rogers P, Burke V, et al, Predictors of<br />
medication use,compliance and symptoms of hypotension<br />
in a community-based sample of elderly<br />
men and women. J Clin Pharm Ther 1998; 23:423-<br />
432.<br />
26. Johnson M, Griffiths R, Piper M, et al. Risk factors<br />
for an untoward medication event among elders<br />
incommunity-based nursing caseloads in Australia.<br />
Public Health Nurs 2005; 22:36-44.<br />
27. Johnson G, David C. M. K, Rambha T, et al.<br />
CHEST.2005;128(5):3198-3204.<br />
28. Rohan A Elliott, Problems with Medication Use<br />
in the Elderly: An Australian Prospective. J Pharm<br />
Pract Res 2006; 36:58-66.<br />
29. Travis SS, Bethea LS, Winn P. Medication administration<br />
hassles reported by family caregivers of<br />
dependent elderly persons. J Gerontol Med Sci.<br />
2000:55A:M412-M417.<br />
30. Anonymous. Omnibus Budget Reconciliation Act<br />
of 1990.(PL101-508) 01,Health Care Financing Review.1991;13(2):115-134.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ<br />
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΑΣΘΕΝΩΝ 3ης ΗΛΙΚΙΑΣ ΣΤΗ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ<br />
Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας στην Ορθοπαιδική<br />
M Τζουρμπάκης 1 , Ι Σπανός 2<br />
1<br />
Επιμελητής Α’, 2 Ειδικευόμενος Ιατρός, Α’ Ορθοπαιδικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
SUMMARY<br />
TZOURBAKIS M, SPANOS I. Orthopaedic treatment of the elderly. Increasing age leads to increasing vulnerability to<br />
musculoskeletal system through injury and disease. Age related diseases such as osteoarthritis and osteoporosis in association<br />
with frequent falls of the elders, lead to fractures, severe pain and loss of physical function and activity. Elderly patients need<br />
a comprehensive assessment from orthopaedic surgeons, geriatricians and doctors of other medical specialties to achieve a<br />
return to pre injury level of function and quality of life. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 136-141, 2011.<br />
Key words: geriatric, osteoarthritis, osteoporosis, falls, fractures<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Η αύξηση του μέσου όρου επιβίωσης οδηγεί σε ολοένα αυξανόμενο αριθμό ηλικιωμένων ασθενών. Με το γήρας<br />
επέρχεται φθορά του μυοσκελετικού συστήματος που οδηγεί σε εκφυλιστικά νοσήματα όπως η οστεοαρθρίτιδα. Η<br />
τελευταία, μέσω της ελάττωσης της λειτουργικής ικανότητας, σε συνδυασμό με την οστεοπόρωση και την τάση των<br />
ηλικιωμένων για πτώσεις προδιαθέτουν σε κατάγματα, που οδηγούν σε περαιτέρω μείωση της κινητικότητας και<br />
της λειτουργικότητας των ηλικιωμένων. Απαιτείται στενή συνεργασία μεταξύ των ορθοπαιδικών χειρουργών και<br />
των υπολοίπων επιστημόνων των δομών υγείας για την καλύτερη αντιμετώπιση των προβλημάτων των γηριατρικών<br />
ασθενών καθώς και για την αποκατάστασή τους. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 136-141, 2011.<br />
Λέξεις κλειδιά: γηριατρική, οστεοαρθρίτιδα, οστεοπόρωση, πτώσεις, κατάγματα<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />
Τα νοσήματα του μυοσκελετικού συστήματος είναι<br />
η σημαντικότερες αιτία ελάττωσης της φυσικής<br />
δραστηριότητας σε άτομα >65 ετών. Το μυοσκελετικό<br />
σύστημα αποτελείται από διαφορετικούς ιστούς (μυς,<br />
τένοντες, συνδέσμους, χόνδρους, οστά) που όλοι υπόκεινται<br />
σε αλλαγές που σχετίζονται με την γήρανση<br />
και την ελαττωμένη χρήση. Επειδή όλοι αυτοί οι ιστοί<br />
πρέπει να λειτουργήσουν σε συνδυασμό προκειμένου<br />
να επιτευχθεί κίνηση στις διάφορες αρθρώσεις, είναι<br />
εύκολο να καταλάβουμε γιατί η φυσική δραστηριότητα<br />
περιορίζεται τόσο με την αύξηση της ηλικίας.<br />
Υπολογίζεται ότι ενώ σήμερα το 13% του πληθυσμού<br />
είναι μεγαλύτεροι των 65 ετών, έως το 2030 περίπου<br />
20% του πληθυσμού θα είναι μεγαλύτεροι των<br />
65 ετών στις ΗΠΑ (United States Census Bureau, National<br />
Population Projections 2008) . Η αύξηση του μέσου όρου<br />
ζωής οδηγεί σε αύξηση των προβλημάτων που σχετίζονται<br />
με το μυοσκελετικό σύστημα και που οφείλονται<br />
είτε σε νοσήματα φθοράς, είτε σε τραυματισμό.<br />
Η εκφυλιστική νόσος των αρθρώσεων είναι ένα<br />
νόσημα φθοράς που αναπτύσσεται αργά σε μια μακρά<br />
χρονική περίοδο και εμφανίζεται κυρίως σε ηλικιωμένους<br />
ασθενείς. Στη μελέτη Framingham ακτινολογικά<br />
εμφανής οστεοαρθρίτιδα του γόνατος εμφανίζεται<br />
στο 27% των ατόμων ηλικίας 63-70 ετών και στο<br />
44% των ατόμων ηλικίας μεγαλύτερης των 80 ετών<br />
(1). Η οστεοαρθρίτιδα των αρθρώσεων που φέρουν το<br />
βάρος του σώματος οδηγεί συνήθως σε επεμβάσεις<br />
αρθροπλαστικής. Όσο το προσδόκιμο ζωής αυξάνει<br />
τόσο θα αυξάνεται και ο αριθμός των αρθροπλαστικών<br />
που λαμβάνουν χώρα κατά έτος.<br />
Οι μυοσκελετικοί τραυματισμοί στους ηλικιωμένους<br />
προκαλούν σημαντική νοσηρότητα και θνησιμότητα.<br />
Καθώς ο πληθυσμός γερνάει, ο απόλυτος αριθμός<br />
των τραυματισμών αναμένεται να παρουσιάσει
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 137<br />
αύξηση, επιδεινώνοντας το ήδη σημαντικό οικονομικό<br />
κόστος της θεραπείας. Η ιδανική θεραπεία αυτών των<br />
τραυματισμών είναι η πρόληψη, κυρίως μέσω της πρόληψης<br />
των πτώσεων και της θεραπείας της οστεοπόρωσης.<br />
Όταν ένας μυοσκελετικός τραυματισμός συμβεί,<br />
η προσοχή πρέπει να καταβληθεί στο σύνολο των<br />
προβλημάτων του ασθενή και όχι μόνο στην οστική<br />
βλάβη. Οι ηλικιωμένοι ασθενείς έχουν ιδιαίτερες ανάγκες<br />
όσον αφορά τη θεραπεία και την αποκατάσταση,<br />
και αυτές πρέπει να ληφθούν υπόψη, προκειμένου να<br />
μεγιστοποιηθούν τα λειτουργικά αποτελέσματα.<br />
Η ΕΚΦΥΛΙΣΤΙΚΗ ΝΟΣΟΣ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΣΕΩΝ<br />
– ΟΣΤΕΟΑΡΘΡΙΤΙΣ<br />
Η οστεοαρθρίτιδα είναι η πιο συχνή νόσος των<br />
αρθρώσεων μεταξύ των ηλικιωμένων. Συνήθως οδηγεί<br />
σε έκπτωση της λειτουργικής ικανότητας και ελάττωση<br />
της ανεξαρτησίας. Παρότι οι αρθρώσεις των χεριών<br />
προσβάλλονται συχνότερα, πιο συχνά συμπτώματα<br />
εμφανίζουν οι μεγάλες φορτιζόμενες αρθρώσεις<br />
( ισχίο, γόνατο) που δέχονται το βάρος του σώματος.<br />
Οι προδιαθεσικοί παράγοντες για την ανάπτυξη<br />
οστεοαρθρίτιδας χωρίζονται σε συστηματικούς και<br />
μηχανικούς. Συστηματικοί παράγοντες είναι η ηλικία,<br />
οι ορμονικές διαταραχές , η οστεοπόρωση, το φύλο<br />
και η φυλή. Στους μηχανικούς παράγοντες ανήκουν η<br />
παχυσαρκία, το οξύ τραύμα και οι μικροτραυματισμοί<br />
από επαναλαμβανόμενη φόρτιση, καθώς και η μυϊκή<br />
αδυναμία (2).<br />
Η νόσος παραμένει ασυμπτωματική μέχρι να υποστούν<br />
σοβαρή βλάβη οι ιστοί που μπορούν να προκαλέσουν<br />
πόνο ή να προκληθούν σημαντικές αλλαγές στη<br />
λειτουργία της άρθρωσης. Το ποσοστό των ατόμων με<br />
συμπτώματα αυξάνει σε συσχέτιση με τα ακτινολογικά<br />
ευρήματα (Εικόνα 1). Κλινικά η οστεοαρθρίτιδα εκδηλώνεται<br />
με πόνο που αυξάνει με τη δραστηριότητα<br />
και ανακουφίζεται με την ξεκούραση. Οι ηλικιωμένοι<br />
με οστεοαρθρίτιδα εμφανίζουν ελαττωμένη ευλυγισία<br />
(3) και μυϊκή ισχύ (4). Ο πόνος και οι διαταραχές της<br />
βάδισης προδιαθέτουν σε πτώσεις (5).<br />
Η αντιμετώπιση της οστεοαρθρίτιδας ξεκινά με<br />
την πρόληψη. Αυτή συνίσταται στην ελάττωση του<br />
βάρους, στην άσκηση (6), στη χρήση ναρθήκων για διόρθωση<br />
του άξονα βάδισης και στην εκπαίδευση για<br />
αποφυγή των δραστηριοτήτων που προκαλούν επαναλαμβανόμενη<br />
φόρτιση της προσβεβλημένης άρθρωσης.<br />
Η συμπτωματική αντιμετώπιση της νόσου περιλαμβάνει<br />
τη χορήγηση τοπικών και συστηματικών<br />
αναλγητικών και αντιφλεγμονωδών φαρμάκων. Αρχικά<br />
χορηγούνται απλά αναλγητικά φάρμακα σε χαμηλές<br />
δόσεις με προοδευτική αύξηση της δόσης ανάλογα<br />
με τα συμπτώματα. Όταν αυτά δεν επαρκούν τότε<br />
χορηγούνται μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα,<br />
που όμως πρέπει να χορηγούνται με προσοχή καθώς<br />
εμφανίζουν σημαντικές επιπλοκές στους γηριατρικούς<br />
ασθενείς (6). Μια άλλη κατηγορία φαρμάκων που χρησιμοποιούνται<br />
είτε ως μονοθεραπεία είτε συνηθέστερα<br />
σε συνδυασμό με τα παραπάνω είναι τα οπιοειδή.<br />
Οι ενδαρθρικές εγχύσεις κορτικοστεροειδών μπορεί<br />
να είναι αποτελεσματικές βραχυπρόθεσμα όταν<br />
υπάρχει οίδημα και τοπικά σημεία φλεγμονής (7-8). Η<br />
ενδαρθρική έγχυση παραγώγων υαλουρονικού οξέος<br />
φαίνεται να έχει καλά αποτελέσματα όσον αφορά τον<br />
πόνο και την κινητικότητα, αλλά για σχετικά βραχύ<br />
χρονικό διάστημα (5 έως 13 εβδομάδες) (9).<br />
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ανεπιτυχής έλεγχος του<br />
πόνου οδηγεί τους ηλικιωμένους σε συναισθηματική<br />
κατάρρευση, κατάθλιψη και διαταραχές διάθεσης και<br />
ελαττώνει την καθημερινή δραστηριότητα (10).<br />
Η τελική αντιμετώπιση της νόσου είναι χειρουργική.<br />
Σε πρώιμα στάδια οστεοαρθρίτιδας γόνατος μπορεί<br />
να επιχειρηθεί αρθροσκοπικά καθαρισμός, έκπλυση<br />
και λείανση του χόνδρου ή μικροτρυπανισμοί στην<br />
προσβεβλημένη άρθρωση. Η μέθοδος αυτή έχει κάποια<br />
χρησιμότητα, σε αρχόμενη νόσο, στη μείωση του πόνου<br />
, στη βελτίωση της λειτουργικής ικανότητας και<br />
καθυστέρηση της ολικής αρθροπλαστικής (11) αλλά δεν<br />
μπορεί να χρησιμοποιείται ως επέμβαση ρουτίνας για<br />
όλους τους ασθενείς (12). Η αρθροσκόπηση δεν έχει<br />
θέση στην αντιμετώπιση της οστεοαρθρίτιδας του γόνατος<br />
όταν αυτή οφείλεται σε μηχανικά ή φλεγμονώδη<br />
αίτια (13).<br />
Η αρθροπλαστική είναι η επέμβαση εκλογής για την<br />
αντιμετώπιση της οστεοαρθρίτιδας των μεγάλων αρθρώσεων.<br />
Η αρθροπλαστική βελτιώνει την ποιότητα<br />
ζωής των ασθενών με οστεοαρθρίτιδα. Η ηλικία δεν<br />
είναι αντένδειξη για την επέμβαση. Όταν τα αποτελέσματα<br />
είναι μέτρια ή φτωχά συνήθως το αίτιο είναι<br />
τα συνυπάρχοντα νοσήματα (14). Οι ηλικιωμένοι<br />
ασθενείς με οστεοαρθρίτιδα που υποβάλλονται σε<br />
αρθροπλαστική αναρρώνουν αργά, αλλά έχουν άριστα<br />
μακροχρόνια αποτελέσματα (15).<br />
Γενικά η αρθροπλαστική μπορεί να θεωρηθεί μία<br />
ασφαλής επέμβαση. Ο Pulido το 2008 σε μια ανασκόπηση<br />
15383 αρθροπλαστικών γόνατος και ισχίου που<br />
έγιναν από το 2000 έως το 2006 βρήκε πως το ποσοστό<br />
των επιπλοκών ήταν υψηλότερο σε αρθροπλαστι-
138<br />
Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας στην Ορθοπαιδική<br />
κές γόνατος και επεμβάσεις αναθεώρησης. Ο αριθμός<br />
των θανάτων ήταν πολύ μικρός (22 ή 0,16%) και εμφανίστηκαν<br />
486 (3,16%) μείζονες συστηματικές επιπλοκές<br />
με σημαντικότερες την πνευμονική εμβολή (152 ή περίπου<br />
1%), την ταχυαρρυθμία (92 ή περίπου 0,6%) και το<br />
οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου (36 ή 0,23%).Υπήρξαν<br />
επίσης 109 (0,7%) μείζονες τοπικές επιπλοκές όπως<br />
εξάρθρημα, περιπροθετικό κάταγμα και φλεγμονή (16).<br />
ΟΣΤΙΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ – ΠΤΩΣΕΙΣ - ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ<br />
Η οστεοπόρωση είναι μια συστηματική μεταβολική<br />
νόσος του σκελετού, η οποία χαρακτηρίζεται από χαμηλή<br />
οστική μάζα με ταυτόχρονη αλλοίωση της μικροαρχιτεκτονικής<br />
του οστού με αποτέλεσμα τη μειωμένη<br />
μηχανική αντοχή των οστών και τον αυξημένο κίνδυνο<br />
καταγμάτων. Το κάταγμα , το οποίο προκαλείται από<br />
φορτίσεις χαμηλής ενέργειας σε οστά μειωμένης αντοχής<br />
είναι η τελική έκβαση της οστεοπόρωσης, δημιουργώντας<br />
με τον τρόπο αυτό ένα από τα μεγαλύτερα<br />
σύγχρονα ιατροκοινωνικά προβλήματα.<br />
Υπολογίζεται ότι 10000000 άνθρωποι στις ΗΠΑ<br />
πάσχουν από οστεοπόρωση και ότι άλλα 34000000<br />
άνθρωποι είναι σε κίνδυνο εμφάνισης της νόσου (17). Η<br />
χαμηλή οστική πυκνότητα προδιαθέτει στην εμφάνιση<br />
καταγμάτων. Ο κίνδυνος εμφάνισης οστεοπορωτικού<br />
κατάγματος κατά τη διάρκεια της ζωής είναι πολύ<br />
υψηλός και κυμαίνεται μεταξύ 40-50% στις γυναίκες<br />
και 13-22% στους άνδρες (18). Τα συχνότερα οστεοπορωτικά<br />
κατάγματα είναι τα κατάγματα του ισχίου,<br />
της πηχεοκαρπικής και της σπονδυλικής στήλης.<br />
Για τα περισσότερα κατάγματα ο κίνδυνος εμφάνισης<br />
κατά τη διάρκεια της ζωής μειώνεται με την αύξηση<br />
της ηλικίας , ενώ αντίθετα για τα κατάγματα του<br />
ισχίου παραμένει περίπου σταθερός μέχρι και τα 80<br />
έτη περίπου, όταν η πιθανότητα θανάτου είναι μεγαλύτερη<br />
από την πιθανότητα κατάγματος, οπότε και<br />
αρχίζει να μειώνεται (19).<br />
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς με κάταγμα ισχίου έχουν<br />
υψηλό σχετικό κίνδυνο δεύτερου κατάγματος του ισχίου,<br />
που κυμαίνεται από 2,4 έως 5, και σχεδόν το ήμισυ<br />
των νέων κατάγματα συμβαίνουν εντός των πρώτων<br />
2 ετών. Η κατάλληλη θεραπεία, που συμπεριλαμβάνει<br />
τα συμπληρώματα ασβεστίου και βιταμίνης D και<br />
τα διφωσφονικά είναι γνωστό ότι αυξάνει την οστική<br />
πυκνότητα και μειώνει τον κίνδυνο νέου κατάγματος<br />
εντός του έτους (20).<br />
Ωστόσο, μελέτες έχουν δείξει ότι συνήθως οι ορθοπεδικοί<br />
δεν εντοπίζουν τους ασθενείς οι οποίοι ενδέχεται<br />
να ωφεληθούν από την φαρμακολογική θεραπεία.<br />
Ο Freedman και οι συνεργάτες του αξιολόγησαν<br />
μια σειρά από ασθενείς οι οποίοι υπέστησαν κάταγμα<br />
περιφερικού άκρου της κερκίδας και διαπίστωσαν<br />
ότι έλαβαν ανεπαρκή θεραπεία για οστεοπόρωση (21).<br />
Οι Torgerson και Dolan διαπίστωσαν ότι, μετά από<br />
οστεοπορωτικά κατάγματα, μόνο οι ασθενείς με κατάγματα<br />
σπονδυλικής στήλης έλαβαν φαρμακευτική<br />
αγωγή κατά της οστεοπόρωσης. Ασθενείς οι οποίοι<br />
υπέστησαν κάταγμα του εγγύς τμήματος του μηριαίου<br />
οστού δεν έλαβαν αγωγή (22). Ομοίως, ο Gardner<br />
και οι συνεργάτες του ανέφεραν ότι οι ηλικιωμένοι<br />
ασθενείς και οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που εισάγονται<br />
στο νοσοκομείο με διάγνωση κάταγμα του<br />
αυχένα του μηριαίου χαμηλής ενέργειας δε λάμβαναν<br />
θεραπεία για οστεοπόρωση (23).<br />
Το 2000 στην Ευρώπη υπολογίζεται ότι συνέβησαν<br />
3.790.000 οστεοπορωτικά κατάγματα και από αυτά<br />
τα 890.000 αφορούσαν κατάγματα ισχίου. Το 2007 ο<br />
αριθμός καταγμάτων ισχίου αυξήθηκε από 30 έως<br />
100% ανάλογα με τη χώρα. Το άμεσο κόστος για την<br />
αντιμετώπιση των οστεοπορωτικών καταγμάτων<br />
στην Ευρώπη υπολογίζεται σε πάνω από 36 δισεκατομμύρια<br />
Ευρώ ετησίως (24).<br />
Η ελαττωμένη οστική πυκνότητα αποτελεί προδιαθεσικό<br />
παράγοντα αλλά δεν μπορεί από μόνη της<br />
να προκαλέσει κάταγμα. Το κάταγμα είναι συνήθως<br />
αποτέλεσμα πτώσης. Οι ηλικιωμένοι εμφανίζουν τόσο<br />
αυξημένη συχνότητα όσο και αυξημένο ποσοστό τραυματισμών<br />
από πτώσεις και η σοβαρότητα των επιπλοκών<br />
που συνδέονται με την πτώση αυξάνεται σταθερά<br />
μετά την ηλικία των 65 (25). Η θνησιμότητα λόγω<br />
πτώσεων αυξάνει δραματικά με την αύξηση της ηλικίας<br />
και στα δύο φύλα, με τις πτώσεις να αποτελούν την<br />
έκτη αιτία θανάτου στα άτομα 65 ετών πάνω (26). Μία<br />
στις δέκα πτώσεις οδηγεί σε τραυματισμούς, όπως κάταγμα<br />
ισχίου, υποσκληρίδιο αιμάτωμα, σοβαρές κακώσεις<br />
μαλακών μορίων και κακώσεις της κεφαλής (25).<br />
Οι πτώσεις είναι η κύρια αιτία των επισκέψεων στα<br />
τμήματα εκτάκτων περιστατικών των Ηνωμένων Πολιτειών,<br />
και η παραμονή στο νοσοκομείο είναι σχεδόν<br />
διπλάσια σε χρόνο μετά από μια πτώση από ό, τι<br />
για τους ηλικιωμένους ασθενείς που νοσηλεύονται για<br />
άλλες αιτίες (27). Οι πτώσεις και τα κατάγματα που<br />
προκαλούνται απ΄αυτές είναι η σημαντικότερη αιτία<br />
κινητικής ανεπάρκειας σε ηλικιωμένους.<br />
Οι παράγοντες κινδύνου για πτώσεις σε ηλικιωμένους<br />
μπορούν να ταξινομηθούν σε εγγενείς και εξωτερικούς.<br />
Οι εγγενείς περιλαμβάνουν την ελαττωμένη<br />
φυσική δραστηριότητα, την άνοια, την κατάθλιψη, τις
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 139<br />
διαταραχές όρασης, αισθητηριακές και μυϊκές διαταραχές<br />
των κάτω άκρων, προηγούμενο ΑΕΕ, ζάλη, διαταραχές<br />
ισορροπίας και βάδισης και ηλικία μεγαλύτερη<br />
των 80 ετών. Οι εξωτερικοί περιλαμβάνουν περιβαλλοντικούς<br />
παράγοντες όπως σκάλες και εμπόδια<br />
που μπορούν να προκαλέσουν πτώσεις.<br />
Οι πιο σοβαροί τραυματισμοί που εμφανίζονται<br />
στους γηριατρικούς ασθενείς είναι τα πυελικά κατάγματα.<br />
Το συνολικό ποσοστό θνησιμότητας είτε οξέως<br />
ή από καθυστερημένες επιπλοκές των πυελικών καταγμάτων<br />
(αιμορραγία ή σήψη) είναι σχεδόν 17%, αλλά<br />
πλησιάζει το 81% σε ηλικιωμένους ασθενείς με ανοιχτά<br />
κατάγματα της πυέλου (28).<br />
Τα πιο συχνά κατάγματα σε ηλικιωμένους ασθενείς<br />
που είναι και η αιτία των περισσότερων θανάτων<br />
από πτώση είναι τα κατάγματα της περιοχής του<br />
ισχίου. Υπάρχουσες μελέτες εκτιμούν την ενδονοσοκομειακή<br />
θνησιμότητα για έναν ασθενή με κάταγμα του<br />
ισχίου μεταξύ 4% και 12% (5-11), ενώ η θνησιμότητα 1<br />
χρόνου είναι 12 -37% (29).<br />
Οι γηριατρικοί ασθενείς με κατάγματα αντιμετωπίζονται<br />
συνήθως σε ορθοπαιδικές κλινικές από τη<br />
στιγμή της εισαγωγής στο νοσοκομείο μέχρι και την<br />
άμεση μετεγχειρητική περίοδο. Οι ασθενείς αυτοί όμως<br />
εμφανίζουν πολλά συνοδά νοσήματα που και θα ήταν<br />
ιδανικό η αντιμετώπιση τους να γίνεται σε συνεργασία<br />
με γηριάτρους.<br />
Ο συνολικός στόχος της θεραπείας είναι η έγκαιρη<br />
κινητοποίηση, σε μια προσπάθεια να αποτραπούν<br />
οι επιπλοκές που σχετίζονται με την παρατεταμένη<br />
κατάκλιση και να επιστρέψει ο ασθενής στην προ του<br />
τραυματισμού λειτουργική δραστηριότητα. Υπάρχει<br />
σχεδόν καθολική συναίνεση μεταξύ των ορθοπαιδικών<br />
χειρουργών ότι τα κατάγματα του ισχίου απαιτούν<br />
χειρουργική σταθεροποίηση, αλλά η χειρουργική<br />
αντιμετώπιση σε αυτόν τον πληθυσμό ασθενών φέρνει<br />
μαζί της μια σειρά από ζητήματα που απαιτούν<br />
σοβαρή εξέταση.<br />
Η γρήγορη κινητοποίηση των ασθενών αυτών<br />
μέσω χειρουργικής σταθεροποίησης του κατάγματος<br />
τους, βοηθά στην πρόληψη των ελκών κατάκλισης,<br />
των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος, της<br />
ατελεκτασίας και των λοιμώξεων του αναπνευστικού,<br />
της θρομβοφλεβίτιδας, της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης<br />
και της πνευμονικής εμβολής.<br />
Ο Sherk και οι συνεργάτες του σύγκριναν τα αποτελέσματα<br />
της εσωτερικής οστεοσύνθεσης έναντι της συντηρητικής<br />
αντιμετώπισης σε έναν πληθυσμό ηλικιωμένων<br />
ασθενών με κάταγμα του ισχίου. Το ποσοστό θνησιμότητας<br />
σε 16 εβδομάδες μετά τον τραυματισμό ήταν<br />
άνω του 50% για τους 45 ασθενείς αντιμετωπίστηκαν<br />
συντηρητικά. Αυτό το ποσοστό θνησιμότητας μειώθηκε<br />
στο 28% για τους 53 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε<br />
άμεση χειρουργική σταθεροποίηση (30). Σε μια αναδρομική<br />
μελέτη της χειρουργικής έναντι της συντηρητικής<br />
αντιμετώπισης υπερηλίκων με κάταγμα του ισχίου, ο<br />
Ooi και οι συνεργάτες του αξιολόγησαν τα αποτελέσματα<br />
84 ασθενών σε μια χρονική περίοδο 2 ετών. Οι<br />
συγγραφείς διαπίστωσαν ότι το ποσοστό των επιπλοκών<br />
στους ασθενείς που αντιμετωπίστηκαν συντηρητικά<br />
ήταν υψηλότερο (63%) από αυτό που παρατηρήθηκε<br />
στους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε χειρουργική<br />
σταθεροποίηση (43%). Τα ποσοστά θνησιμότητας στον<br />
1 ο και 2 ο χρόνο μετά τον τραυματισμό ήταν υψηλότερα<br />
στους ασθενείς που αντιμετωπίστηκαν συντηρητικά<br />
(45% και 58%, αντίστοιχα) σε σύγκριση με αυτά που παρατηρήθηκαν<br />
στους χειρουργημένους ασθενείς (30% και<br />
41%, αντίστοιχα). Επιπλέον, η χειρουργική αντιμετώπιση<br />
οδήγησε σε σημαντικά υψηλότερο ποσοστό ασθενών<br />
ικανών για ανεξάρτητη βάδιση σε σύγκριση με εκείνους<br />
οι οποίοι υποβλήθηκαν σε συντηρητική θεραπεία (31).<br />
Ανάλογα με τη μελέτη και τη μέθοδο που χρησιμοποιείται,<br />
τα ποσοστά εν τω βάθει φλεβοθρόμβωσης<br />
μετά από κάταγμα ισχίου κυμαίνονται από 30% έως<br />
60%. Η συχνότητα της πνευμονική εμβολή μετά από<br />
κάταγμα ισχίου κυμαίνεται από 4,3% σε 24% στη βιβλιογραφία,<br />
με τη συχνότητα των θανατηφόρων πνευμονικών<br />
εμβολών να κυμαίνεται από 0,5% -12,9% (32).<br />
Ο στόχος της αποκατάστασης των ηλικιωμένων<br />
ασθενών με κάταγμα του ισχίου είναι η γρήγορη κινητοποίηση.<br />
Στην κλινική μας, η κινητοποίηση αρχίζει την<br />
1 η μετεγχειρητική ημέρα και ακολουθεί ένα συγκεκριμένο<br />
πρωτόκολλο ανάλογα με το είδος του κατάγματος, τη<br />
μέθοδο σταθεροποίησης και τη σταθερότητα. Γενικά σε<br />
σταθερή οστεοσύνθεση, ο ασθενής μετεγχειρητικά επιτρέπεται<br />
να φορτίσει με όσο βάρος μπορεί να ανεχτεί.<br />
Αυτό βασίζεται στο γεγονός ότι οι ασθενείς με κάταγμα<br />
ισχίου τείνουν να περιορίσουν οικειοθελώς την φόρτιση<br />
στο τραυματισμένο άκρο. Την 1 η μετεγχειρητική ημέρα, ο<br />
στόχος της θεραπείας είναι ο ασθενής να είναι σε θέση<br />
να κάνει 15 βήματα με μέτρια βοήθεια. Η απόσταση αυξάνεται<br />
σε 20 βήματα με την ελάχιστη δυνατή βοήθεια για<br />
τη 2 η μετεγχειρητική ημέρα. Την 3 η μετεγχειρητική ημέρα, ο<br />
στόχος της θεραπείας είναι βάδιση στη διπλάσια απόσταση<br />
με την ελάχιστη βοήθεια. Μια περαιτέρω αύξηση<br />
της απόστασης βάδισης εμφανίζεται στην 4 η μετεγχειρητική<br />
ημέρα με την προσθήκη της ανάβασης σκάλας.<br />
Συνήθως, ένας ασθενής θα παραμείνει στο νοσο-
140<br />
Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας στην Ορθοπαιδική<br />
κομείο για 2 έως 5 ημέρες μετά από χειρουργική επέμβαση<br />
για κάταγμα ισχίου. Η έξοδος από το νοσοκομείο<br />
είναι ένα σύνθετο πρόβλημα που απαιτεί τη συνεργασία<br />
του ασθενούς και της οικογένειάς του ή της<br />
κοινωνικής λειτουργού. Η περιπατητική ικανότητα, το<br />
κοινωνικό δίκτυο υποστήριξης, και η οικονομική κατάσταση<br />
είναι τα κριτήρια για την επιλογή του σπιτιού,<br />
μιας μονάδας αποκατάστασης, ή κάποιας μονάδας<br />
χρόνιας νοσηλείας ως τόπο μεταφοράς του ασθενούς<br />
μέχρι την πλήρη αποκατάσταση.<br />
Λόγω της πολυπλοκότητας της θεραπείας των ηλικιωμένων<br />
ασθενών, πρέπει η περίθαλψη τους να είναι<br />
συνολική και ολοκληρωμένη, από ομάδες υγειονομικού<br />
προσωπικού διαφόρων ειδικοτήτων. Αρκετές μελέτες<br />
έχουν τεκμηριώσει την αποτελεσματικότητα αυτών<br />
των πρωτοκόλλων συνεργασίας, στη θεραπεία των<br />
ηλικιωμένων ασθενών με ένα κάταγμα ισχίου (28).<br />
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ<br />
Τα ορθοπαιδικά προβλήματα των ηλικιωμένων<br />
ασθενών αποτελούν ένα σύνθετο ιατροκοινωνικό πρόβλημα<br />
που θα μεγεθύνεται με την πάροδο των χρόνων<br />
και τη γήρανση του πληθυσμού. Ο ηλικιωμένος ασθενής<br />
εμφανίζει σύνθετα προβλήματα που απαιτούν άμεση<br />
αντιμετώπιση με απώτερο στόχο την ταχύτερη δυνατή<br />
επαναφορά στην πρότερη λειτουργική κατάσταση. Στις<br />
περιπτώσεις που αυτό δεν είναι εφικτό θα πρέπει να<br />
δοθεί ιδιαίτερη σημασία στο να δοθεί η δυνατότητα<br />
στον ηλικιωμένο ασθενή να αυτοεξυπηρετείται χωρίς<br />
να χρειάζεται καθημερινή βοήθεια.<br />
Εικόνα 1. Τα ακτινολογικά χαρακτηριστικά της οστεοαρθρίτιδας είναι η εμφάνιση οστεοφύτων, η ασύμμετρη στένωση<br />
του μεσάρθριου διαστήματος, η σκλήρυνση του υποχόνδριου οστού και η εμφάνιση κύστεων.<br />
Βιβλιογραφια<br />
1. Felson DT, Naimark A, Anderson J, Kazis L, Castelli<br />
W, Meenan RF. The prevalence of knee osteoarthritis<br />
in the elderly. The Framingham Osteoarthritis<br />
Study. Arthritis Rheum 1987; 30(8): 914-8.<br />
2. Arden N, Nevitt MC. Osteoarthritis: epidemiology.<br />
Best Pract Res Clin Rheumatol. 2006; 20(1): 3-25.<br />
3. Messier SP, Loeser RF, Hoover JL, Semble EL, Wise<br />
CM. Osteoarthritis of the knee: effects on gait,<br />
strength, and flexibility. Arch Phys Med Rehabil 1992<br />
Jan; 73(1):29-36.<br />
4. Slemenda C, Heilman DK, Brandt KD, Katz BP, Mazzuca<br />
SA, Braunstein EM, et al. Reduced quadriceps<br />
strength relative to body weight: a risk factor for<br />
knee osteoarthritis in women? Arthritis Rheum. 1998<br />
Nov;41(11):1951-9.<br />
5. Sudarsky L. Geriatrics: gait disorders in the elderly. N<br />
Engl J Med. 1990 May 17;322(20):1441-6.<br />
6. Zhang W, Moskowitz RW, Nuki G, Abramson S, Altman<br />
RD, Arden N, et al. OARSI recommendations for<br />
the management of hip and knee osteoarthritis, part<br />
I: critical appraisal of existing treatment guidelines<br />
and systematic review of current research evidence.<br />
Osteoarthritis Cartilage. 2007 Sep;15(9):981-1000.
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 141<br />
7. Bellamy N, Campbell J, Robinson V, Gee T, Bourne R,<br />
Wells G. Intraarticular corticosteroid for treatment<br />
of osteoarthritis of the knee. Cochrane Database<br />
Syst Rev. 2006(2):CD005328.<br />
8. Kruse DW. Intraarticular cortisone injection for osteoarthritis<br />
of the hip. Is it effective? Is it safe? Curr<br />
Rev Musculoskelet Med. 2008 Dec;1(3-4):227-33.<br />
9. Bellamy N, Campbell J, Robinson V, Gee T, Bourne R,<br />
Wells G. Viscosupplementation for the treatment of<br />
osteoarthritis of the knee. Cochrane Database Syst<br />
Rev. 2006(2):CD005321.<br />
10. Davis MP, Srivastava M. Demographics, assessment<br />
and management of pain in the elderly. Drugs Aging.<br />
2003;20(1):23-57.<br />
11. McGinley BJ, Cushner FD, Scott WN. Debridement<br />
arthroscopy. 10-year followup. Clin Orthop Relat<br />
Res. 1999 Oct(367):190-4.<br />
12. Siparsky P, Ryzewicz M, Peterson B, Bartz R. Arthroscopic<br />
treatment of osteoarthritis of the knee:<br />
are there any evidence-based indications? Clin Orthop<br />
Relat Res. 2007 Feb;455:107-12.<br />
13. Laupattarakasem W, Laopaiboon M, Laupattarakasem<br />
P, Sumananont C. Arthroscopic debridement for<br />
knee osteoarthritis. Cochrane Database Syst Rev.<br />
2008(1):CD005118.<br />
14. Ethgen O, Bruyere O, Richy F, Dardennes C, Reginster<br />
JY. Health-related quality of life in total hip<br />
and total knee arthroplasty. A qualitative and systematic<br />
review of the literature. J Bone Joint Surg<br />
Am. 2004 May;86-A(5):963-74.<br />
15. Hamel MB, Toth M, Legedza A, Rosen MP. Joint<br />
replacement surgery in elderly patients with severe<br />
osteoarthritis of the hip or knee: decision making,<br />
postoperative recovery, and clinical outcomes. Arch<br />
Intern Med. 2008 Jul 14;168(13):1430-40.<br />
16. Pulido L, Parvizi J, Macgibeny M, Sharkey PF, Purtill<br />
JJ, Rothman RH, et al. In hospital complications<br />
after total joint arthroplasty. J Arthroplasty. 2008<br />
Sep;23(6 Suppl 1):139-45.<br />
17. Holroyd C, Cooper C, Dennison E. Epidemiology of<br />
osteoporosis. Best Pract Res Clin Endocrinol Metab.<br />
2008 Oct;22(5):671-85.<br />
18. Johnell O, Kanis J. Epidemiology of osteoporotic<br />
fractures. Osteoporos Int. 2005 Mar;16 Suppl 2:S3-7.<br />
19. Kanis JA, Johnell O, Oden A, Sembo I, Redlund-<br />
Johnell I, Dawson A, et al. Long-term risk of osteoporotic<br />
fracture in Malmo. Osteoporos Int.<br />
2000;11(8):669-74.<br />
20. Switzer JA, Jaglal S, Bogoch ER. Overcoming barriers<br />
to osteoporosis care in vulnerable elderly patients<br />
with hip fractures. J Orthop Trauma. 2009<br />
Jul;23(6):454-9.<br />
21. Freedman KB, Kaplan FS, Bilker WB, Strom BL, Lowe<br />
RA. Treatment of osteoporosis: are physicians missing<br />
an opportunity? J Bone Joint Surg Am. 2000<br />
Aug;82-A(8):1063-70.<br />
22. Torgerson DJ, Dolan P. Prescribing by general practitioners<br />
after an osteoporotic fracture. Ann Rheum<br />
Dis. 1998 Jun;57(6):378-9.<br />
23. Gardner MJ, Flik KR, Mooar P, Lane JM. Improvement<br />
in the undertreatment of osteoporosis following<br />
hip fracture. J Bone Joint Surg Am. 2002<br />
Aug;84-A(8):1342-8.<br />
24. IOF. Osteoporosis in the European Union in 2008:<br />
Ten years of progress and ongoing challenge. International<br />
Osteoporosis Foundation; 2008; Available<br />
from: http://www.iofbonehealth.org/download/<br />
osteofound/filemanager/publications/pdf/eu-report-2008.pdf.<br />
25. Fuller GF. Falls in the elderly. Am Fam Physician.<br />
2000 Apr 1;61(7):2159-68, 73-4.<br />
26. MacCulloch PA, Gardner T, Bonner A. Comprehensive<br />
fall prevention programs across settings:<br />
a review of the literature. Geriatr Nurs. 2007 Sep-<br />
Oct;28(5):306-11.<br />
27. Tinetti ME. Clinical practice. Preventing falls in elderly<br />
persons. N Engl J Med. 2003 Jan 2;348(1):42-<br />
9.<br />
28. Koval KJ, Meek R, Schemitsch E, Liporace F, Strauss<br />
E, Zuckerman JD. An AOA critical issue. Geriatric<br />
trauma: young ideas. J Bone Joint Surg Am. 2003<br />
Jul;85-A(7):1380-8.<br />
29. Jiang HX, Majumdar SR, Dick DA, Moreau M, Raso<br />
J, Otto DD, et al. Development and initial validation<br />
of a risk score for predicting in-hospital and<br />
1-year mortality in patients with hip fractures. J<br />
Bone Miner Res. 2005 Mar;20(3):494-500.<br />
30. Sherk HH, Snape WJ, Loprete FL. Internal fixation<br />
versus nontreatment of hip fractures in senile patients.<br />
Clin Orthop Relat Res. 1979 Jun(141):196-8.<br />
31. Ooi LH, Wong TH, Toh CL, Wong HP. Hip fractures<br />
in nonagenarians--a study on operative and nonoperative<br />
management. Injury. 2005 Jan;36(1):142-7.<br />
32. Ennis RS. Postoperative deep vein thrombosis<br />
prophylaxis: a retrospective analysis in 1000 consecutive<br />
hip fracture patients treated in a community<br />
hospital setting. J South Orthop Assoc. 2003<br />
Spring;12(1):10-7.
Γηριατρική Ουρολογία<br />
Ι Ξωξάκος 1 , Δ Κοντοθανάσης 2<br />
1<br />
Ειδεικευόμενος Ιατρός, 2 Επιμελητής Α’, Ουρολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α «ο Ευαγγελισμός»<br />
Οι δυτικές κοινωνίες δέχονται έντονες πιέσεις στα<br />
ασφαλιστικά συστήματα υγείας τους από το γεγονός<br />
ότι η αναλογία των ενηλίκων τρίτης ηλικίας στον γενικό<br />
πληθυσμό αυξάνει δραματικά.<br />
Στην συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα οι παθήσεις του<br />
ουροποιογεννητικού συστήματος είναι ιδιαιτέρως συχνές.<br />
Υπάρχει ανάγκη για ισχυρά επιστημονικά δεδομένα<br />
τόσο για την κατανόηση της παθοφυσιολογίας<br />
του ουρποιητικού του ηλικιωμένου ασθενούς, όσο και<br />
για την διαγνωστική προσέγγιση και κυρίως για την<br />
θεραπεία των ασθενών αυτών. Ιδιαίτερη επιστημονική<br />
τεκμηρίωση και αποσαφήνιση χρειάζεται για τον ρόλο<br />
των διαφόρων χειρουργικών θεραπειών στις ουρολογικές<br />
παθήσεις της τρίτης ηλικίας.<br />
Στην συνέχεια θα παρουσιαστούν οι συχνότερες<br />
παθήσεις της Γηριατρικής Ουρολογίας καθώς και η<br />
πρόσφατη βιβλιογραφία γι’αυτές.<br />
Ι. ΑΚΡΑΤΕΙΑ ΟΥΡΩΝ<br />
Η ακράτεια ούρων είναι κοινή διαταραχή στους<br />
ηλικιωμένους. Η συχνότητα εμφάνισής της αυξάνει με<br />
την ηλικία τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες<br />
1,2,3 .<br />
Η συνολική επίπτωση στους άνδρες, αυξάνεται<br />
από 6,1% στα 65 έτη σε 28,2% στα 90 έτη 2 .<br />
Στις γυναίκες με μέση ηλικία 76,9(+/- 5) έτη, 41%<br />
αναφέρουν επεισόδια ακράτειας και 14% υποφέρουν<br />
από ακράτεια σε καθημερινή βάση.<br />
Συνυπάρχουσες παθήσεις όπως παχυσαρκία,<br />
εγκεφαλικό επεισόδιο, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια<br />
κ.λ.π, προδιαθέτουν στην εμφάνιση ακράτειας<br />
στους ηλικιωμένους 4 .<br />
Η ύπαρξη ακράτειας ούρων επηρεάζει αρνητικά<br />
την αυτοεκτίμηση, σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης<br />
κατάθλιψης, επηρεάζει την κοινωνική ζωή και<br />
τις καθημερινές δραστηριότητες και αυξάνει την εξάρτηση<br />
του ηλικιωμένου από αυτούς που του παρέχουν<br />
φροντίδα 5,6,7,8,9,10 .<br />
Η ακράτεια είναι ένας από τους κυριότερους παράγοντες<br />
που δημιουργούν την ανάγκη εισόδου του<br />
ηλικιωμένου σε οίκο ευγηρίας 11 .<br />
Καταστάσεις όπως οι νοητικές διαταραχές και η<br />
ακινητοποιήση λόγω αρθροπαθειών (ουρική αρθρίτις)<br />
σχετίζονται έντονα με εμφάνιση ακράτειας ούρων με<br />
αποτέλεσμα να αυξηθεί ο βαθμός εξάρτησης του ηλικιωμένου<br />
12,13 .<br />
Η ύπαρξη ακράτειας προδιαθέτει τους ηλικωμένους<br />
σε πτώσεις 14 .<br />
Η συνύπαρξη ακράτειας και νοητικής διαταραχής<br />
προκαλεί τεράστια δυσχέρεια στην αποκατάσταση ηλικιωμένων<br />
ασθενών μετά από ασθένεια και την επιστροφή<br />
τους στο πρότερο κοινωνικό τους περιβάλλον 15 .<br />
Η παραμονή σε οίκο ευγηρίας αυξάνει την πιθανότητα<br />
εμφάνισης ακράτειας ούρων 16,17 .<br />
Η εμφάνιση ακράτειας ούρων στους ηλικιωμένους<br />
δεν θα πρέπει να θεωρείται σαν η αναπόφευκτη συνέπεια<br />
του γήρατος. Προληπτικά μέτρα, διαγνωστικές<br />
προσεγγίσεις και θεραπευτικές παρεμβάσεις είναι δυνατόν<br />
να συμβάλλουν στην βελτίωση ή και στην εξάλειψη<br />
της ακράτειας σε σημαντικό αριθμό ασθενών 18 .<br />
Μορφές ακράτειας ούρων<br />
Η οξέια εμφάνιση ακράτειας στους ηλικιωμένους<br />
είναι συνήθως παροδική και οφείλεται σε μη ουρολογικά<br />
αίτια, όπως η πολυφαρμακία.<br />
Η χρόνια ακράτεια ούρων διακρίνεται σε: ακράτεια<br />
προσπαθείας, ακράτεια επιτακτικού τύπου, ακράτεια<br />
εξ υπερπληρώσεως και λειτουργική ακράτεια. Η μικτού<br />
τύπου ακράτεια είναι πολύ συνηθισμένη.<br />
Στην ακράτεια προσπαθείας στους ηλικιωμένους<br />
φαίνεται ότι συμβάλλει η απόπτωση των κυττάρων<br />
του ραβδοσφυγκτηριακού μηχανισμού 19,20 .<br />
Οι νευρολογικές παθήσεις όπως το εγκεφαλικό<br />
επεισόδιο δυνατόν να προκαλέσουν επιτακτικού τύπου<br />
ακράτεια.<br />
Ακράτεια από υπερπλήρωση προκαλείται από<br />
πτωχή συσταλτικότητα του εξωστήρα μυός και ελαττωμένη<br />
αισθητικότητα της υπερπλήρους ουροδόχου<br />
κύστεως. Εμφανίζεται σε χρόνιες καταστάσεις όπως
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 143<br />
ο σακχαρώδης διαβήτης και ορισμένες νευρολογικές<br />
διαταραχές.<br />
Μια ιδιαίτερη μορφή ακράτειας για στους υπερήλικες<br />
είναι ο μικτός τύπος ακράτειας από επιτακτικότητα<br />
και υπερχείλιση. Οφείλεται στην παράδοξη<br />
συνύπαρξη υπερδραστηριότητας του εξωστήρα μυός<br />
και μειωμένης συσταλτικότητάς του 21 .<br />
Η λειτουργική ακράτεια οφείλεται σε καταστάσεις<br />
που ελαττώνουν την κινητικότητα ή την επίγνωση<br />
(αρθροπάθειες, άνοια).<br />
Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην νυκτουρία<br />
των ασθενών με λειτουργική ακράτεια, διότι σχετίζεται<br />
με στέρηση ύπνου και κίνδυνο πτώσεων.<br />
Ωστόσο η παθοφυσιολογία της νυκτουρίας στους<br />
ηλικιωμένους δεν έχει κατανοηθεί και διερευνηθεί λεπτομερώς.<br />
Διαγνωστική Προσέγγιση<br />
Η λήψη ιστορικού και η φυσική εξέταση αποτελούν<br />
την βάση για την διάγνωση και την περαιτέρω προσέγγιση/θεραπεία<br />
του ασθενούς. Ωστόσο τα υπάρχοντα<br />
ειδικά ερωτηματολόγια δεν έχουν επαρκώς<br />
αξιολογηθεί όσο αφορά την χρησιμότητά τους στους<br />
ηλικιωμένους 22,23 .<br />
Μία μελέτη έδειξε πτωχή συσχέτιση αποτελεσμάτων<br />
ερωτηματολογίων με τα ουροδυναμικά ευρήματα<br />
σε ηλικιωμένους ασθενείς 24 .<br />
Ο ρόλος των ουροδυναμικών εξετάσεων στην εκτίμηση<br />
της ακράτειας ούρων σε γηριατρικούς ασθενείς<br />
παραμένει σημείο ασυμφωνίας. Μία επιτροπή του Παγκόσμιου<br />
Οργανισμού Υγείας συνέστησε ότι η ουροδυναμική<br />
μελέτη δεν είναι απαραίτητη σαν βασική εξέταση<br />
ρουτίνας για την ακράτεια, πιθανώς όμως να είναι<br />
σημαντική για την εκτίμηση γηριατρικού ασθενούς που<br />
είναι υποψήφιος για χειρουργική αντιμετώπιση της<br />
ακράτειάς του 25,26,27 .<br />
Ωστόσο υπάρχουν ερευνητές που υποστηρίζουν<br />
ότι απλές κλινικές δοκιμασίες όπως η πρόκληση βήχα<br />
και ο χειρισμός Valsalva μπορούν να διαφοροδιαγνώσουν<br />
επαρκώς την ακράτεια προσπαθείας από άλλες<br />
μορφές ακράτειας 28 .<br />
Άλλοι ερευνητές επιχειρηματολογούν υπέρ της αξίας<br />
των ουροδυναμικών και βιντεοουροδυναμικών μελετών<br />
στην διάγνωση του αιτίου της ακράτειας 29,30 .<br />
Θεραπεία<br />
Α. Θεραπείες συμπεριφοράς<br />
Η επανεκπαίδευση κύστης, οι ασκήσεις του πυελικού<br />
εδάφους και η προγραμματισμένη ούρηση συστήνονται<br />
σαν 1η επιλογή θεραπείας για γηριατρικούς<br />
ασθενείς 25,31 . Η αποτελεσματικότητά τους όμως στους<br />
ηλικιωμένους έχει πλημελώς μελετηθεί 32 . Όλες οι ανωτέρω<br />
θεραπείες έχουν κάποια αποτελεσματικότητα<br />
υπό την προυπόθεση ότι συνεχίζονται σε βάθος χρόνου<br />
33,34,35,36 .<br />
Έχει μελετηθεί η χρήση αντιχολινεργικών σκευασμάτων<br />
για την αντιμετώπιση της επιτακτικού τύπου<br />
ακράτειας σε σύγκριση ή σε συνδυασμό με θεραπείες<br />
συμπεριφοράς, βιοανάδρασης και ασκήσεις πυελικού<br />
εδάφους 37,38,39 . Φαίνεται ότι ο συνδυασμός της οξυβουτυνίνης<br />
με μια συντηρητική μέθοδο είναι αποτελεσματικότερος<br />
από το placebo μόνο 39 , την φαρμακευτική<br />
μονοθεραπεία ή την θεραπείας συμπεριφοράς ως μονοθεραπεία<br />
38,39 .<br />
Β. Φαρμακοθεραπεία<br />
Τα αντιμουσκαρινικά χολινεργικά (οξυβουτυνίνη,<br />
τολτεροδίνη) είναι αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση<br />
της επιτακτικού τύπου ακράτειας στους ηλικιωμένους<br />
ασθενείς, ωστόσο πολλοί από αυτούς τα διακόπτουν<br />
λόγω των σημαντικών παρενεργειών τους. Η φαρμακευτική<br />
βιομηχανία είναι σε διαδικασία έρευνας και<br />
παραγωγής νεοτέρων ‘’ουροεκλεκτικών’’ αντιμουσκαρινικών<br />
ουσιών, με λιγότερες παρενέργειες.<br />
Η αξία της χρήσης τοπικών κολπικών οιστρογόνων<br />
στην αντιμετώπιση της ακράτειας προσπαθείας<br />
αμφισβητείται. Ωστόσο σε μεταανάλυση υποστηρίχθηκε<br />
ότι η υποκατάσταση οιστρογόνων υποκειμενικά<br />
βελτιώνει τα συμπτώματα της ακράτειας σε μετεμμηνοπαυσιακές<br />
γυναίκες 40 .<br />
Υπάρχουν ελάχιστα δεδομένα για την φαρμακοθεραπεία<br />
της ακράτειας προσπαθείας σε γηριατρικούς<br />
πληθυσμούς.<br />
Γ. Εναλλακτικές θεραπείες<br />
Υπάρχουν σχεδόν καθόλου μελέτες για τον ρόλο<br />
της βελονοθεραπείας σε ηλικιωμένους ασθενείς. Ωστόσο<br />
το ενδιαφέρον γι’αυτού του τύπου τις θεραπείες<br />
αναμένεται να αυξηθεί στο μέλλον. Σε μία πιλοτική<br />
μελέτη, 12 από 15 γυναίκες μέσης ηλικίας 76,4 ετών,<br />
που υπεβλήθησαν σε βελονισμό για επιτακτικού ή μικτού<br />
τύπου ακράτεια που δεν είχαν ανταποκριθεί σε<br />
προηγούμενη φαρμακοθεραπεία ή θεραπεία συμπεριφοράς,<br />
παρουσίασαν σημαντική βελτίωση μετά από<br />
παρακολούθηση 3 μηνών 41 .<br />
Δ. Χειρουργική θεραπεία<br />
Η χειρουργική θεραπεία θεωρείται θεραπεία εκλογής<br />
για την ακράτεια προσπαθείας σε σχετικά νέες<br />
γυναίκες. Για τις ηλικιωμένες γυναίκες με ακράτεια
144<br />
Γηριατρική Ουρολογία<br />
προσπαθείας, οι συντηρητικές μέθοδοι θεραπείας θεωρούνται<br />
ως πρώτη επιλογή 25 .<br />
Η ποιότητα των συγκριτικών μελετών για τις διάφορες<br />
χειρουργικές μεθόδους αντιμετώπισης της<br />
ακράτειας εκ προσπαθείας είναι σχετικά χαμηλή. Το<br />
γεγονός αυτό έχει επισημανθεί και έχουν γίνει οι αντίστοιχες<br />
συστάσεις από σημαντικούς επιστημονικούς<br />
και επαγγελματικούς οργανισμούς διεθνούς εμβέλειας<br />
25,42,43 .<br />
Ο κίνδυνος νοσηρότητας και θνητότητας σε γηριατρικούς<br />
ασθενείς που υποβάλλονται σε χειρουργική<br />
θεραπεία για ακράτεια είναι όμοιος με άλλες μείζονες<br />
χειρουργικές επεμβάσεις. Σε μία αναδρομική μελέτη<br />
με 66478 ασθενείς οι συγγραφείς κατέληξαν στο<br />
συμπέρασμα ότι χειρουργική για ακράτεια μπορεί να<br />
επιτελεσθεί με ασφάλεια σε όλες τις ηλικιακές ομάδες.<br />
Επίσης συμπέραναν ότι οι συνυπάρχουσες παθολογικές<br />
καταστάσεις στους ηλικιωμένους ασθενείς<br />
συμβάλλουν πολύ περισσότερο στην μετεγχειρητική<br />
νοσηρότητα και θνητότητα και όχι η ηλικία από μόνη<br />
της 44 .<br />
Μία από τις επεμβάσεις ελάσσονος χειρουργικής<br />
βαρύτητας για την αντιμετώπιση της ακράτειας από<br />
προσπάθεια που οφείλεται σε ανεπάρκεια του σφυγκτηριακού<br />
μηχανισμού είναι η ενδοσκοπική υποβλεννογόνια<br />
έγχυση διογκωτικών υλών στον αυχένα της<br />
κύστης. Οι εγχύσεις αυτές είναι αποτελεσματικές στις<br />
ηλικιωμένες γυναίκες σε ποσοστό 77% μετά από διετή<br />
παρακολούθηση 45 . Η επέμβαση αυτή μπορεί να χρειασθεί<br />
και δύναται να επαναληφθεί. Οι περισσότερες<br />
μελέτες συμφωνούν στο ότι η αποτελεσματικότητα<br />
των εγχύσεων είναι ανεξάρτητη από την ηλικία της<br />
ασθενούς 46,47,48 .<br />
Η αποτελεσματικότητα της ανάρτησης του αυχένα<br />
της κύστεως με διακολπική ή οπισθοηβική προσπέλαση<br />
έχει μελετηθεί σε ηλικιωμένους ασθενείς και έχει<br />
διαπιστωθεί ότι η ανάρτηση τύπου Raz (διακολπική)<br />
μπορεί να επιτελεσθεί με ασφάλεια και αποτελεσματικότητα<br />
ανεξάρτητα της ηλικίας της ασθενούς 49 .<br />
Οι διακολπικές ή διακοιλιακές επεμβάσεις τύπου<br />
sling (αιώρας) χρησιμοποιούν ένα μόσχευμα το οποίο<br />
τοποθετείται κάτω από την ουρήθρα παρέχοντας<br />
έτσι στήριξη και ελαττώνοντας την κινητικότητα της<br />
ουρήθρας, σε ασθενείς με ακράτεια προσπαθείας. Η<br />
επέμβαση αυτή έχει διαπιστωθεί ότι είναι ίσης αποτελεσματικότητας<br />
και παρουσιάζει ίδια συχνότητα επιπλοκών<br />
στις γυναίκες ανεξάρτητα ηλικίας 50 .<br />
Η μοντέρνα θεραπεία της ακράτειας προσπαθείας<br />
είναι η χρήση κολπικής ταινίας ελευθέρας τάσης (TVT),<br />
δηλαδή ένα sling (αιώρα) από συνθετικό δίκτυ που τοποθετείται<br />
υπό την ουρήθρα. Τα αποτελέσματα της<br />
εφαρμογής της τεχνικής στους ηλικιωμένους ασθενείς<br />
κρίνονται ικανοποιητικά 51 .<br />
Προτεινόμενα πεδία ερεύνης<br />
Η Αμερικανική Γηριατρική Εταιρία (American<br />
Geriatrics Society) το 2001 πρότεινε στην ιστοσελίδα<br />
της την αναγκαιότητα για περαιτέρω έρευνα όσον<br />
αφορά την ακράτεια σε ηλικιωμένους ασθενείς στα<br />
ακόλουθα θέματα:<br />
1. Παθοφυσιολογία της νυκτουρίας, η οποία επισυμβαίνει<br />
σε μια πληθώρα περιπτώσεων (καρδιακή<br />
ανεπάρκεια, νεφρική ανεπάρκεια, φλεβική ανεπάρκεια,<br />
διαταραχές ύπνου, υπερπλασία προστάτη κλπ).<br />
2. Έλεγχος της αξιοπιστίας των νέων καθώς και<br />
των ήδη υπαρχόντων ερωτηματολογίων που εκτιμούν<br />
τις μορφές και την βαρύτητα της ακράτειας σε ηλικιωμένους<br />
ασθενείς.<br />
3. Αναδρομικές μελέτες για το εάν η χρήση των ουροδυναμικών<br />
και απεικονιστικών εξετάσεων βοηθάει<br />
σημαντικά στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση<br />
της ακράτειας των ηλικιωμένων.<br />
4. Σε περίπτωση που οι αναδρομικές μελέτες δείξουν<br />
αποτελεσματικότητα, το ίδιο θέμα θα πρέπει να<br />
ελεγχθεί με τυχαιοποιημένες προοπτικές μελέτες.<br />
5. Έλεγχος της αποτελεσματικότητας και της<br />
ασφάλειας των αντιχολινεργικών/ αντιμουσκαρινικών<br />
φαρμάκων στην ακράτεια των ηλικιωμένων.<br />
6. Μελέτες για την αποτελεσματικότητα της βελονοθεραπείας<br />
στην αντιμετώπιση της επιτακτικού ή μικτού<br />
τύπου ακράτειας των ηλικιωμένων.<br />
7. Έλεγχος της αποτελεσματικότητας των επεμβάσεων<br />
ουρηθροανάρτησης και τύπου sling (αιώρας) σε<br />
μεγάλο βάθος χρόνου.<br />
8. Έρευνα για την αποσαφήνιση των παραγόντων<br />
που θα ξεχωρίσουν το ποιοί ηλικιωμένοι ασθενείς<br />
θα ωφεληθούν περισσότερο από την πρώιμη απόφαση<br />
για χειρουργική αντιμετώπιση της ακράτειάς τους,<br />
αντί της συντηρητικής θεραπείας.<br />
9. Η μελέτη του ανωτέρω (8) θα μπορούσε να<br />
οδηγήσει περαιτέρω στην ανάπτυξη και αξιολόγηση<br />
προγνωστικών μοντέλων, για την καθοδήγηση των θεραπευτικών<br />
αποφάσεων στις διάφορες μορφές της<br />
ακράτειας των ηλικιωμένων.<br />
Την τελευταία δεκαετία υπήρξε έρευνα επικεντρωμένη<br />
στους ανωτέρους τομείς, ως ακολούθως:<br />
Σε άρρενες πληθυσμούς με προστάτη φυσιολογικού<br />
μεγέθους και χωρίς συμπτώματα απόφραξης
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 145<br />
από Καλοήθη Υπερτροφία Προστάτη η νυκτουρία είναι<br />
πολύ συχνή και επιδεινώνεται με την αύξηση της ηλικίας<br />
του ασθενούς 151 .<br />
Φαίνεται ότι η χωρητικότητα της ουροδόχου κύστης<br />
μειώνεται κατά την διάρκεια της νύκτας 152 .<br />
Η νυκτουρία είναι σημαντικός παράγοντας κινδύνου<br />
για πτώση στους ηλικιωμένους.<br />
Η αντιμετώπισή της συνίσταται στην ελάττωση<br />
της πρόσληψης υγρών πριν την κατάκλιση καθώς και<br />
στην χρήση αντιχολινεργικών τελευταίας γενιάς που<br />
έχουν λιγότερες παρενέργειες.<br />
Τόσο η ακράτεια προσπαθείας όσο και η επιτακτικού<br />
τύπου ακράτεια απαντώνται στο 50% μιας μεγάλης<br />
ομάδας γυναικών που μελετήθηκε, με μέση ηλικία<br />
68 ετών. Η καθημερινή κατανάλωση καφέ συνδέθηκε<br />
με μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης ακράτειας 153 .<br />
Χρησιμοποιώντας το ερωτηματολόγιο SF-36, το<br />
οποίο αναφέρεται στην συνολική ποιότητα ζωής με<br />
βάση την υγεία του ερωτούμενου, ερευνητές έδειξαν<br />
ότι η ακράτεια σε ασθενείς μεγαλυτέρους των 65 ετών<br />
επηρεάζει σημαντικά αρνητικά την ποιότητα ζωής<br />
τους 154 .<br />
Το ειδικό ερωτηματολόγιο για την ποιότητα ζωής<br />
σχετιζόμενη με την ακράτεια (I-QoL) εμφανίζεται να<br />
αξιολογεί επαρκώς το βαθμό δυσφορίας που προκαλεί<br />
η ακράτεια σε ηλικιωμένους ασθενείς 155 . Το I-QoL<br />
δείχνει παραδόξως ‘’καλύτερες’’ μετρήσεις σε ασθενείς<br />
άνω των 60 ετών, σε σχέση με νεότερους ασθενείς με<br />
ακράτεια, διότι οι πλέον ηλικιωμένοι αντιμετωπίζουν<br />
με μεγαλύτερη στωικότητα το πρόβλημα 156 .<br />
Η μετρημένη χωρητικότητα της κύστης καθώς και<br />
η ικανότητα του ατόμου να καταστείλει την επιθυμία<br />
για ούρηση, είναι σημαντικοί προγνωστικοί παράγοντες<br />
ανάπτυξης επιτακτικού τύπου ακράτειας 157 . Επειδή<br />
υπάρχει συχνά ασυμφωνία μεταξύ ουροδυναμικών<br />
ευρημάτων και κλινικής απάντησης σε θεραπεία 158 ,<br />
έχουν προταθεί νέες τεχνικές αξιολόγησης της ακράτειας,<br />
όπως η φορητή συσκευή ουροδυναμικού ελέγχου<br />
159 . Οι υπερασπιστές της χρήσης του ουροδυναμικού<br />
ελέγχου σαν ρουτίνα στις γυναίκες με ακράτεια<br />
στηρίζονται στο γεγονός, ότι από αυτές που έχουν<br />
ουροδυναμικά ευρήματα υπερδραστήριας κύστης,<br />
μόνο το 27,5% έχουν συμπτώματα διαγνωστικά της<br />
υπερδραστήριας κύστης 160 .<br />
Σε γυναίκες ασθενείς 50 -74 ετών, ο προθεραπευτικός<br />
ουροδυναμικός έλεγχος δεν επηρέασε το τελικό<br />
αποτέλεσμα αν και οδήγησε σε αλλαγή διάγνωσης και<br />
θεραπείας στο 26% των ασθενών. Κατά συνέπεια ο<br />
ουροδυναμικός έλεγχος πιθανόν δεν συστήνεται σαν<br />
έλεγχος ρουτίνας πριν την χορήγηση της πρώτης<br />
γραμμής θεραπείας της ακράτειας 161 .<br />
Τα νεότερα αντιμουσκαρινικά αντιχολινεργικά<br />
φάρμακα (τολτεροδίνη, νταριφαινακίνη και σολιφαινακίνη)<br />
έχουν μελετηθεί και θεωρούνται αποτελεσματικά<br />
και ασφαλή για τους ηλικιωμένους ασθενείς, ωστόσο<br />
χρήζουν περαιτέρω μελέτης σε βάθος χρόνου στους<br />
γηριατρικούς ασθενείς 162,163,164 .<br />
Οι θεραπείες τροποποίησης συμπεριφοράς<br />
(behavioral therapy) της κύστης σε γυναίκες με ερεθιστικά<br />
συμπτώματα, μόνες τους ή σε συνδυασμό με<br />
αντιχολινεργικά δείχνουν να είναι τουλάχιστον τόσο<br />
αποτελεσματικές όσο και η μονοθεραπεία με αντιχολινεργικά<br />
στον έλεγχο της ακράτειας 165 .<br />
Η βελονοθεραπεία συνεχίζει να υπόσχεται σημαντική<br />
βελτίωση της ακράτειας γυναικών 66-82 ετών 166<br />
ή και νεοτέρων 167 .<br />
Η ενδοκυστική έγχυση botulinum toxin για έλεγχο<br />
της επιτακτικού τύπου ακράτειας είναι αποτελεσματική,<br />
αλλά επιφέρει σημαντικές επιπλοκές σε ηλικιωμένους<br />
ασθενείς 168 .<br />
Οι διακολπικές ουρηθροαναρτήσεις έχουν την ίδια<br />
αποτελεσματικότητα ανεξάρτητα ηλικίας, ακόμα και<br />
στην όγδοη δεκαετία της ζωής 169 . Ωστόσο οι επεμβάσεις<br />
τύπου Raz και Stamey δεν είναι αποτελεσματικές<br />
στις ηλικιωμένες γυναίκες 170 , 171 .Η χρήση κολπικής ταινίας<br />
ελευθέρας τάσης είναι αποτελεσματική σε βάθος<br />
χρόνου σε γυναίκες με αμιγή ακράτεια προσπαθείας,<br />
αλλά σε ασθενείς με μικτού τύπου ακράτεια η αποτελεσματικότητα<br />
μειώνεται από 60% στην τετραετία<br />
στο 30% στην οκταετία 172 . Ο συνδυασμός προσθίας<br />
κολπορραφής για κυστεοκήλη με ουρηθροανάρτηση<br />
τύπου sling, είναι ασφαλής και αποτελεσματικός σε<br />
ηλικιωμένες γυναίκες 173 . Η χειρουργική διόρθωση της<br />
πρόπτωσης των πυελικών οργάνων είναι εφικτή με<br />
ασφάλεια στην όγδοη δεκαετία της ζωής, προσφέροντας<br />
υψηλά ποσοστά επιτυχίας και ικανοποιήσης της<br />
ασθενούς 174 . Η ενδοσκοπική υποβλεννογόνια έγχυση<br />
διογκωτικών υλικών στο ύψος του αυχένα της κύστης<br />
σε ηλικιωμένες γυναίκες είναι μικρότερης βαρύτητας<br />
επέμβαση σε σχέση με την τοποθέτηση ηβοκολπικού<br />
sling (αιώρας), ωστόσο η αποτελεσματικότητά της σε<br />
βάθος χρόνου είναι σαφώς υποδεέστερη του sling 175 .<br />
Ο Δείκτης Μάζας Σώματος (BMI) καθώς και το<br />
ιστορικό προηγηθείσας χειρουργικής πυέλου είναι αρνητικοί<br />
προγνωστικοί παράγοντες για την αποτελεσματικότητα<br />
της συντηρητικής θεραπείας της ακράτειας,<br />
όχι όμως η ηλικία της ασθενούς 176 .<br />
Η βαρύτητα των συμπτωμάτων, ουροδυναμικά
146<br />
Γηριατρική Ουρολογία<br />
κριτήρια καθώς και η χρήση φαρμακευτικών ουσιών<br />
είναι προγνωστικοί παράγοντες για την ανταπόκριση<br />
της ακράτειας στην θεραπεία με ασκήσεις πυελικού<br />
εδάφους 177 .<br />
Το μορφωτικό επίπεδο και το ιστορικό προηγηθεισών<br />
χειρουργικών επεμβάσεων αποτελούν επίσης<br />
προγνωστικούς παράγοντες για την επιτυχία της θεραπείας<br />
συμπεριφοράς στην αντιμετώπιση της ακράτειας<br />
προσπαθείας 178 .<br />
Η παρουσία επιτακτικότητας και επιτακτικού τύπου<br />
ακράτειας στους ηλικιωμένους άνδρες είναι παράγοντας<br />
μεγαλύτερης θνητότητας στην δεκαετία, πιθανώς<br />
λόγω πτώσεων και ατυχημάτων 179 .<br />
ΙΙ. ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ<br />
Οι ουρολοιμώξεις και η ασυμπτωματική βακτηριουρία<br />
εντοπίζονται συχνά στους ηλικιωμένους. Υπάρχει<br />
απόλυτη συμφωνία στο ότι οι συμπτωματικές λοιμώξεις<br />
πρέπει να θεραπεύονται. Ωστόσο υπάρχει ασυμφωνία<br />
για το εάν η ασυμτωματική βακτηριουρία είναι<br />
παράγοντας κινδύνου αυξημένης θνητότητας 52,53,54 . Η<br />
ασυμτωματική βακτηριουρία είναι πολλές φορές παροδικό<br />
φαινόμενο σε ηλικιωμένες ασθενείς 55 . Η φαρμακευτική<br />
αντιμετώπιση της ασυμτωματικής βακτηριουρίας<br />
των ηλικιωμένων γυναικών δεν ωφελεί 56,57 .<br />
Η βακτηριουρία ασθενών με χρόνιο καθετήρα κύστεως<br />
δεν χρήζει θεραπείας. Οι ουρολοιμώξεις ασθενών<br />
με πρόσφατο μικράς διαρκείας καθετηριασμό<br />
κύστεως πρέπει να αντιμετωπίζονται, ιδιαίτερα σε<br />
γυναίκες μεγάλης ηλικίας 58 .<br />
Οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις σε μετεμμηνοπαυσιακές<br />
γυναίκες σχετίζονται με την ύπαρξη ακράτειας<br />
ούρων ή κυστεοκήλης ή σημαντικού υπολείμματος<br />
ούρων μετά ούρηση. Δεν σχετίζονται με την ηλικία<br />
της ασθενούς 59 .<br />
Οι ασθενείς με κατάγματα κεφαλής μηριαίου είναι<br />
ιδιαίτερα επιρρεπείς στο να αναπτύξουν ουρολοίμωξη<br />
ανεξάρτητα από την ύπαρξη καθετήρα κύστεως 60,61 .<br />
Η χρήση κολπικών οιστρογόνων αποτελεί τον κορμό<br />
της αντιμετώπισης των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων<br />
σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες 62,63 .<br />
Ο χυμός βατόμουρου έχει επιβεβαιωθεί ότι προφυλάσσει<br />
ηλικιωμένους καθώς και ιδρυματισμένους<br />
ασθενείς από υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις 64,65,66 .<br />
Προτεινόμενα πεδία ερεύνης<br />
Η Αμερικανική Γηριατρική Εταιρία (American<br />
Geriatrics Society) το 2001, πρότεινε στην ιστοσελίδα<br />
της την αναγκαιότητα για περαιτέρω έρευνα όσον<br />
αφορά τις ουρολοιμώξεις σε ηλικιωμένους ασθενείς<br />
στα ακόλουθα θέματα:<br />
1. Μελέτες για αποσαφήνιση του ορισμού της ουρολοίμωξης<br />
και της ασυμπτωματικής βακτηριουρίας.<br />
2. Περαιτέρω έρευνα για την φυσική εξέλιξη και<br />
τους δυνητικούς κινδύνους της ασυμπτωματικής βακτηριουρίας<br />
και των ουρολοιμώξεων, καθώς και για<br />
την προληπτική θεραπεία τους.<br />
3. Η έρευνα για νέα αντιβιοτικά κατά των ουρολοιμώξεων<br />
θα πρέπει νε περιλαμβάνει τον έλεγχο της<br />
ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας αυτών των<br />
φαρμάκων στους γηριατρικούς πληθυσμούς.<br />
Την τελευταία δεκαετία υπήρξε έρευνα επικεντρωμένη<br />
στους ανωτέρους τομείς, ως ακολούθως:<br />
Οι ηλικωμένοι που διαβιούν στην κοινότητα, εντός<br />
διετίας, έχουν 24% πιθανότητα εμφάνισης κλινικής ουρολοίμωξης<br />
180 .<br />
Στους οίκους ευγηρίας το 50% των γυναικών και το<br />
30% των ανδρών έχουν ασυμπτωματική μικροβιουρία.<br />
Η διάγνωση ουρολοίμωξης στους ασθενείς αυτούς θα<br />
πρέπει να τεθεί με κλινικά κριτήρια 181,182 .<br />
Η ενδοκολπική χρήση οιστρογόνων ελαττώνει σημαντικά<br />
την βακτηριουρία σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες<br />
183 .<br />
Η χημειοπροφύλαξη με από του στόματος νιτροφουραντοϊνη<br />
είναι αποτελεσματικότερη στην αντιμετώπιση<br />
των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων από<br />
την ενδοκολπική χρήση οιστρογόνων 184.<br />
Η από του στόματος υποκατάσταση οιστρογόνων<br />
στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες δεν τις προφυλάσσει<br />
από ουρολοιμώξεις 185 .<br />
Χρειάζεται περαιτέρω έρευνα στον προφυλακτικό<br />
ρόλο των εκχυλισμάτων βατόμουρου (cranberry juice)<br />
για την αντιμετώπιση των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων.<br />
Οι μη επιπλεγμένες ουρολοιμώξεις σε ηλικιωμένες<br />
γυναίκες που διαβιούν σε οίκους ευγηρίας αντιμετωπίζονται<br />
καλύτερα με τριήμερη χορήγηση σιπροφλοξασίνης<br />
σε σύγκριση με επταήμερη χορήγηση 186 .<br />
Η μακρά θεραπεία (7ημερη - 14ημερη) μιας μη επιπλεγμένης<br />
ουρολοίμωξης σε ηλικιωμένη γυναίκα δεν<br />
υπερτερεί της βραχείας θεραπείας (3ημερη – 7ημερη)<br />
187 .<br />
Η μυκητουρία σε ηλικιωμένους ασθενείς με καθετήρα<br />
που διαβιούν σε ιδρύματα, αντιμετωπίζεται κατ’<br />
αρχάς με αλλαγή καθετήρα. Η αλλαγή καθετήρα από<br />
μόνη της ‘’θεραπεύει’’ την μυκητουρία σε 75% των περιπτώσεων.<br />
Η από του στόματος χορήγηση φλουκο-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 147<br />
ναζόλης και οι πλύσεις της κύστης με αμφοτερικίνη<br />
είναι τα δύο επόμενα θεραπευτικά βήματα 188 .<br />
ΙΙΙ. ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΠΡΟΣΤΑΤΗ<br />
1. Καλοήθης Υπερτροφία Προστάτη (Κ.Υ.Π.)<br />
Η ηλικία είναι ένας ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου<br />
για την έναρξη των αποφρακτικών συμπτωμάτων<br />
του κατωτέρου ουροποιητικού που σχετίζονται<br />
με την καλοήθη υπερτροφία του προστάτη 68 .<br />
Ο κίνδυνος ανάπτυξης εντόνων συμπτωμάτων<br />
που θα οδηγήσουν στην ανάγκη για χειρουργική προστάτου<br />
αυξάνεται σημαντικά με την ηλικία 69 .<br />
Η φαρμακοθεραπεία για την ΚΥΠ με τους α-1 ανταγωνιστές<br />
και τους αναστολείς της 5α αναγωγάσης<br />
έχει οδηγήσει σε περίπου 30% μείωση των χειρουργείων<br />
για ΚΥΠ 70,71,72,73,74 .<br />
Η φυτοθεραπεία (Pygeum africanum, Hypoxis rooperi,<br />
Serenoa repens) για την ΚΥΠ βελτιώνει τα αποφρακτικά<br />
συμπτώματα 75 , όμως οι περισσότερες σχετικές<br />
μελέτες έχουν πολύ μικρή περίοδο παρακολούθησης<br />
και δεν εστιάζουν σε γηριατρικούς ασθενείς 76 .<br />
Παρά την χρήση της φαρμακοθεραπείας για την<br />
ΚΥΠ, κάποιοι ασθενείς τελικά θα χρειαστούν χειρουργική<br />
επέμβαση. Η αδενωματεκτομή προστάτου<br />
(διουρηθρική ή ανοικτή) είναι ασφαλής και αποτελεσματική<br />
επέμβαση ανεξάρτητα από την ηλικία του<br />
ασθενούς 77,78,79,80,81 . Ωστόσο η ηλικία είναι σημαντικός<br />
παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση μετεγχειρητικής<br />
στυτικής δυσλειτουργίας 82 .<br />
Την τελευταία 20ετία έχουν αναπτυχθεί διάφορες<br />
μέθοδοι ελλάσσονος χειρουργικής βαρύτητος για την<br />
αντιπετώπιση της ΚΥΠ (θερμοθεραπεία με μικροκύματα,<br />
laser, υπέρηχοι υψηλής εντάσεως,ηλεκτροεξάχνω<br />
ση, ενδοπροστατικά stents, TUNA, κ.λ.π.). Οι περισσότερες<br />
μελέτες δεν αναφέρουν αποτελέσματα μακροχρόνιας<br />
παρακολούθησης ασθενών και δεν εστιάζουν<br />
σε γηριατρικούς ασθενείς. Τα αποτελέσματα τους είναι<br />
κατώτερα των αποτελεσμάτων της διουρηθρικής<br />
προστατεκτομής, η οποία παραμένει θεραπεία εκλογής<br />
83,84,85 .<br />
IV. ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΠΡΟΣΤΑΤΟΥ<br />
Η ηλικία θεωρείται σημαντικός παράγοντας κινδύνου<br />
για την ανάπτυξη καρκίνου προστάτου. Υπάρχει<br />
δυνατότητα για πρώιμη διάγνωση στις περισσότερες<br />
περιπτώσεις, συνδυάζοντας το ειδικό προστατικό<br />
αντιγόνο (PSA) και την δακτυλική εξέταση του προστάτη.<br />
Η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρία συνιστά<br />
την ετήσια προληπτική εξέταση με PSA και δακτυλική<br />
εξέταση σε όλους τους άνδρες άνω των 50 ετών, που<br />
έχουν προσδόκιμο επιβίωσης τουλάχιστον 10ετίας 86 .<br />
Οι Αφροαμερικανοί καθώς και οι συγγενείς 1ου<br />
βαθμού ασθενών με καρκίνο προστάτου πρέπει να ξεκινούν<br />
τον προληπτικό έλεγχο σε ηλικία 40-45 ετών.<br />
Ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας που παρακολουθούνται<br />
ήδη χωρίς ύποπτα ευρήματα είναι πιθανόν<br />
ασφαλές να συνεχίσουν να παρακολουθούνται με<br />
έλεγχο ανά 2ετία 87 .<br />
Η ηλικία στην οποία ο προληπτικός έλεγχος θα<br />
μπορούσε να σταματήσει με ασφάλεια είναι αντικείμενο<br />
αντιγνωμίας και δεν έχει επαρκώς μελετηθεί. Οι<br />
περισσότεροι ουρολόγοι συμφωνούν, ότι εάν υπάρχει<br />
10ετές προσδόκιμο επιβίωσης και κατά συνέπεια<br />
ανάγκη για ριζική θεραπεία (ακτινοθεραπεία ή ριζική<br />
προστατεκτομή) σε περίπτωση πρώιμης διάγνωσης,<br />
η παρακολούθηση μπορεί να συνεχίζεται. Συνιστάται<br />
λεπτομερής συζήτηση με τον ηλικιωμένο άνδρα για τα<br />
ωφέλη και τους κινδύνους που προκύπτουν από τον<br />
προληπτικό έλεγχο, καθώς και λεπτομερής ενημέρωση<br />
για τις πιθανές μορφές θεραπείας επί ανευρέσεως<br />
καρκίνου προστάτου, προτού ο ηλικιωμένος άνδρας<br />
αποφασίσει/συγκατατεθεί στον προληπτικό έλεγχο<br />
88,89 .<br />
Τα επίπεδα του PSA σχετίζονται με την ηλικία και<br />
έχει προταθεί η χρήση του PSA ειδικού για την ηλικία<br />
(age-specific PSA) στον καθορισμό των ανά ηλικία φυσιολογικών<br />
τιμών PSA 90 .<br />
Ωστόσο σημαντικοί μελετητές διαφωνούν και επισημαίνουν<br />
ότι η εφαρμογή του age-specific PSA οδηγεί<br />
σε μη εντοπισμό τουλάχιστον 20% των ανδρών άνω<br />
των 60 ετών που έχουν καρκίνο προστάτη 91 .<br />
Πολλοί χειρουργοί ουρολόγοι είναι απρόθυμοι να<br />
υποβάλλουν ασθενείς μεγαλύτερους των 70 ετών σε<br />
ριζική προστατεκτομή. Ωστόσο η σύγχρονη βιβλιογραφία<br />
υποστηρίζει ότι το προσδόκιμο επιβίωσης (δηλαδή<br />
η γενική κατάσταση και η ύπαρξη ή απουσία συνοδών<br />
παθήσεων) ενός ασθενούς πρέπει να είναι το κριτήριο<br />
επιλογής για χειρουργείο και όχι η ηλικία από μόνη<br />
της 92 . Θα πρέπει κανείς να συνυπολογίσει ότι δεν<br />
εδραιωθεί ακόμα με αξιοπιστία μια μέθοδος καθορισμού<br />
του προσδοκίμου επιβίωσης σε ατομικό επίπεδο.<br />
Επισημαίνεται επίσης ότι ηλικιωμένοι ασθενείς ανέχονται<br />
καλά την ριζική προστατεκτομή, εφ’ όσον έχουν<br />
προσεκτικά ελεγχθεί προεγχειρητικά για αποκλεισμό<br />
σοβαρών προϋπαρχουσών παθήσεων 93,94,95 .<br />
Η ηλικία επηράζει την απόφαση του ασθενούς<br />
για την επιλογή θεραπείας. Νέοι ασθενείς θα προτι-
148<br />
Γηριατρική Ουρολογία<br />
μήσουν την ριζική προστατεκτομή και το ενδεχόμενο<br />
των επιπλοκών της, ώστε να εξασφαλίσουν καλύτερη<br />
πιθανότητα επιβίωσης 96 . Ηλικιωμένοι ασθενείς καθώς<br />
και ασθενείς με ήδη υπάρχουσα ακράτεια ούρων ή<br />
σεξουαλική δυσλειτουργία είναι πιθανότερο να προτιμήσουν<br />
συντηριτική αντιμετώπιση αντί για ριζική<br />
χειρουργική 97 .<br />
Ο κίνδυνος εμφάνισης ακράτειας ούρων μετά από<br />
ριζική προστατεκτομή σχετίζεται σημαντικά με την<br />
ηλικία 98 .<br />
Ο κίνδυνος θανάτου εντός 30 ημερών (30 day<br />
mortality) μετά από ριζική προστατεκτομή σχετίζεται<br />
επίσης με την ηλικία 99 .<br />
Η ηλικία (70 έτη) είναι δυσμενής προγνωστικός παράγοντας<br />
για βιοχημική υποτροπή της νόσου μετά<br />
από ριζική προστατεκτομή 100 .<br />
Οι χρόνιες επιπλοκές της ριζικής προστατεκτομής<br />
(ακράτεια, στυτική δυσλειτουργία) επηρεάζουν σημαντικά<br />
την ποιότητα ζωής και την αίσθηση υγείας των<br />
ασθενών, ανεξάρτητα από ηλικία 101,102 . Ωστόσο ο κίνδυνος<br />
εμφάνισής αυτών των επιπλοκών αυξάνεται με<br />
την ηλικία.<br />
Οι ασθενείς που βιώνουν τον μετασταικό καρκίνο<br />
προστάτη και την θεραπεία του, βιώνουν και επιπτώσεις<br />
στην ποιότητα ζωής τους. Δεν υπάρχει διαφορά<br />
μεταξύ χειρουργικής και φαρμακευτικής ορχεκτομής,<br />
όσον αφορά την επιβάρυνση της ποιότητας ζωής 103 .<br />
Προτεινόμενα πεδία ερεύνης<br />
Η Αμερικανική Γηριατρική Εταιρία (American Geriatrics<br />
Society) το 2001, πρότεινε στην ιστοσελίδα της την<br />
αναγκαιότητα για περαιτέρω έρευνα όσον αφορά τις<br />
προστατικές παθήσεις σε ηλικιωμένους ασθενείς στα<br />
ακόλουθα θέματα:<br />
1. Σύγκριση της αποτελεσματικότητας της φυτοθεραπείας<br />
με placebo ή με καθιερωμένες φαρμακοθεραπείες<br />
για ΚΥΠ, σε ηλικιωμένους ασθενείς.<br />
2. Σύγκριση των επεμβάσεων ελλάσσονος χειρουργικής<br />
βαρύτητας για ΚΥΠ με την διουρηθρική προστατεκτομή<br />
σε ηλικιωμένες ασθενείς.<br />
3. Σύγκριση των αποτελεσμάτων της διουρηθρικής<br />
προστατεκτομής σαν 1η επιλογή θεραπείας με την<br />
φαρμακοθεραπεία σαν 1η επιλογή και επακόλουθη διουρηθρική<br />
προστατεκτομή, όταν κριθεί κλινικά απαραίτητο.<br />
4. Μελέτες που θα οδηγήσουν στην αναγνώριση<br />
των χαρακτηριστικών των ηλικιωμένων ασθενων με<br />
ΚΥΠ, που θα ωφεληθούν από την διουρηθρική προστατεκτομή<br />
σαν 1η επιλογή θεραπείας.<br />
5. Μελέτες που θα βοηθήσουν στην απόφαση για<br />
το πότε μπορεί να διακοπεί ο προληπτικός έλεγχος<br />
για πρώιμη διάγνωση καρκίνου προστάτη στους ηλικιωμένους<br />
ασθενείς.<br />
6. Έρευνες σε μεγάλους πληθυσμούς ηλικιωμένων<br />
ανθρώπων με εντοπισμένο καρκίνο προστάτη καθώς<br />
και με μικρού φορτίου εντοπισμένο μεταστατικό καρκίνο<br />
προστάτη, με στόχο την αναγνώριση των κλινικών<br />
χαρακτηριστικών της νόσου, που θα επηρεάσουν<br />
την αποτελεσματικότητα της θεραπείας.<br />
Την τελευταία δεκαετία υπήρξε έρευνα επικεντρωμένη<br />
στους ανωτέρους τομείς, ως ακολούθως:<br />
Η σύγκριση της φυτοθεραπείας (Saw palmetto) με<br />
placebo για Κ.Υ.Π. σε μία προοπτική τυχαιοποιημένη<br />
μελέτη δεν έδειξε κάποια σημαντική διαφορά υπέρ της<br />
φυτοθεραπείας 189 . Ωστόσο αξιόπιστες έρευνες που<br />
συγκρίνουν την φυτοθεραπεία με την φαρμακευτική<br />
αντιμετώπιση της Κ.Υ.Π., συνεχίζουν να ελλείπουν.<br />
Η σύγκριση της διουρηθρικής προστατεκτομής με<br />
το TUNA, έδειξε ότι το TUNA είναι αποτελεσματική<br />
εναλλακτική λύση της διουρηθρικής προστατεκτομής,<br />
σε βάθος πενταετίας, ιδιαίτερα σε ασθενείς που δεν<br />
επιθυμούν φαρμακευτική θεραπεία ή έχουν υψηλό περιεγχειρητικό<br />
κίνδυνο λόγω συνοδών παθήσεων 190,191,192 .<br />
Η θερμοθεραπεία του προστάτη με μικροκύματα<br />
(TUMT) συγκρινόμενη με την διουρηθρική προστατεκτομή,<br />
έχει σαφώς υποδεέστερη αποτελεσματικότητα, ωστόσο<br />
προσφέρει κάποια βραχυπρόσθεσμη ανακούφιση 193 .<br />
Η σύγκριση της κλασικής διουρηθρικής προστατεκτομής<br />
με τις δύο μορφές χρήσης του laser (εξάχνωση<br />
και εκπυρήνιση) δίνει ισάξια αντικειμενικά και υποκειμενικά<br />
αποτελέσματα 194 .<br />
Η laser προστατεκτομή προκαλεί μικρότερη απώλεια<br />
αίματος και μικρότερη περιεγχειρητική νοσηρότητα<br />
από την διουρηθρική προστατεκτομή. Η εκπυρήνιση<br />
με laser απαιτεί συντομότερη ενδονοσοκομειακή νοσηλεία<br />
και βραχύτερη παραμονή καθετήρα, όμως είναι<br />
πλέον χρονοβόρα σε σχέση με την διουρηθρική προστατεκτομή<br />
195 .<br />
Οι ασθενείς που αντιμετωπίζονται με α-αναστολείς<br />
για την Κ.Υ.Π. τους είναι πιθανότερο να χρειαστούν<br />
διουρηθρική προστατεκτομή σε σχέση με εκείνους<br />
που αντιμετωπίζονται με αναστολείς της 5ααναγωγάσης<br />
196 . Ο μέσος όρος ηλικίας των ασθενών<br />
που υποβάλονται σε προστατεκτομή είναι 5 έτη μεγαλύτερος<br />
από ότι στο παρελθόν. Η χρήση της φαρμακοθεραπείας<br />
έχει μειώσει τον αριθμό των προστατεκτομών<br />
κατά 17% 197 .<br />
Το κόστος θεραπείας με TUNA ισοδυναμεί με 2,5
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 149<br />
έτη φαρμακοθεραπείας συνδυασμού α-αναστολέων<br />
με αναστολείς της 5α-αναγωγάσης 198 .<br />
Το screening για τον καρκίνο του προστάτη δεν<br />
έχει τεκμηριωθεί εάν συμβάλλει στην παράταση του<br />
προσδοκίμου επιβίωσης. Το PSA αυξάνεται με το μέγεθος<br />
του προστάτη. Καθώς το μέγεθος του προστάτη<br />
αυξάνει με την ηλικία, αυξάνει εμμέσως και το PSA με<br />
την ηλικία. Το γεγονός αυτό δυσχεραίνει την επιλογή<br />
ηλικιωμένων ασθενών για βιοψία προστάτη και πρώιμη<br />
διάγνωση καρκίνου προστάτη 199 .<br />
Η ριζική προστατεκτομή συγκρινόμενη με την απλή<br />
παρακολούθηση σε βάθος δεκαετίας είναι σαφώς πιο<br />
ωφέλιμη, όσον αφορά την επιβίωση και την πρόοδο<br />
της νόσου, σε ασθενείς μέχρι 75 ετών με μέση ηλικία<br />
64 ετών 200,201 .<br />
V. ΑΛΛΕΣ ΚΑΚΟΗΘΕΙΕΣ ΤΟΥ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥ-<br />
ΣΤΗΜΑΤΟΣ<br />
Το επιφανειακό μεταβατικό καρκίνωμα του ουροθηλίου<br />
της κύστεως αντιμετωπίζεται με ενδοσκοπική<br />
διουρηθρική εκτομή. Η συχνότητα υποτροπών ανέρχεται<br />
στο 70% και χρειάζεται μακρόχρονη παρακολούθηση<br />
για έγκαιρη διάγνωση της υποτροπής. Συχνά<br />
είναι αναγκαία η χρήση ενδοκυστικών εγχύσεων χημειοθεραπευτικών<br />
φαρμάκων ή ενδοκυστικής ανοσοθεραπείας<br />
με BCG.<br />
Στον μυοδιηθητικό καρκίνο ουροδόχου κύστεως η<br />
θεραπεία εκλογής είναι η ριζική κυστεκτομή συνοδευόμενη<br />
από εκτροπή των ούρων. Πρόκειται για χειρουργική<br />
επέμβαση μείζονος βαρύτητας που συνοδεύεται από σημαντικό<br />
κίνδυνο περιεγχειρητικών επιπλοκών και θνητότητας.<br />
Μελέτες έχουν δείξει ότι η ανωτέρω επέμβαση<br />
μπορεί να εκτελεσθεί με ασφάλεια σε σωστά επιλεγμένους<br />
ηλικιωμένους ασθενείς. Ωστόσο στους ηλικιωμένους<br />
ασθενείς δεν έχει μελετηθεί επαρκώς η επίδραση<br />
της επέμβασης στην καθημερινή ζωή τους, κατά πόσο<br />
μπορούν να συνεχίζουν να εκτελούν τις απαραίτητες<br />
ημερήσιες δραστηριότητες, καθώς και βαθμός ανάρρωσης<br />
τον οποίο τελικά επιτυγχάνουν 104-107 .<br />
Η αποτελεσματικότητα άλλων λιγότερο επεμβατικών<br />
μορφών χειρουργικής θεραπείας, όπως η μερική<br />
κυστεκτομή ή βαθιά διουρηθρική εκτομή σε συνδυασμό<br />
με ακτινοθεραπεία ή/και χημειοθεραπεία δεν έχει μελετηθεί<br />
σε ηλικιωμένους ασθενείς.<br />
Οι κακοήθεις όγκοι του νεφρού και των επινεφριδίων<br />
είναι επίσης συχνότεροι στους ηλικιωμένους. Ιδιαίτερα<br />
συχνοί είναι μικροί όγκοι νεφρού που ανευρίσκονται<br />
τυχαία σε απεικονιστικές εξετάσεις. Η φυσική εξέλιξη<br />
αυτών των όγκων, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους<br />
ασθενείς χρεάζεται περαιτέρω μελέτη 108 . Οι παραδοσιακές<br />
χειρουργικές θεραπείες είναι η ριζική νεφρεκτομή<br />
ή η επινεφριδεκτομή. Ωστόσο νεότερες τεχνικές<br />
όπως η λαπαροσκοπική χειρουργική, η κρυοθεραπεία<br />
και η μερική νεφρεκτομή (nephron-sparing surgery) έχουν<br />
εφαρμοσθεί σε ηλικιωμένους ασθενείς και υπόσχονται<br />
ελαττωμένη περιεγχειρητική νοσηρότητα 109 .<br />
Προτεινόμενα πεδία ερεύνης<br />
Η Αμερικανική Γηριατρική Εταιρία (American Geriatrics<br />
Society) το 2001, πρότεινε στην ιστοσελίδα της την αναγκαιότητα<br />
για περαιτέρω έρευνα όσον αφορά τις κακοήθεις<br />
παθήσεις του νεφρού και της ουροδόχου κύστης<br />
σε ηλικιωμένους ασθενείς στα ακόλουθα θέματα:<br />
1. Μελέτες που αποσαφηνίζουν την ασφάλεια και<br />
την αποτελεσματικότητα σε βάθος χρόνου των χειρουργικών<br />
θεραπειών ελλάσσονος βαρύτητας για<br />
τους όγκους της κύστης και του νεφρού σε ηλικιωμένους<br />
ασθενείς, σε σύγκριση με τις παραδοσιακές<br />
επεμβάσεις (ριζική κυστεκτομή, ριζική νεφρεκτομή).<br />
2. Ανάπτυξη προγνωστικών μοντέλων που θα<br />
μπορούν να διακρίνουν ποιός ασθενής έχει καλύτερη<br />
πιθανότητα να ωφεληθεί από μία εκ των διαφόρων<br />
μορφών θεραπείας για καοήθειες κύστης και νεφρού.<br />
Την τελευταία δεκαετία υπήρξε έρευνα επικεντρωμένη<br />
στους ανωτέρους τομείς, ως ακολούθως:<br />
Η ριζική κυστεκτομή σε επιλεγμένους ηλικιωμένους<br />
ασθενείς με καρκίνο κύστεως, μπορεί να εκτελεσθεί<br />
χωρίς σημαντικές διαφορές, όσον αφορά την ασφάλεια<br />
και τους κινδύνους, σε σχέση με νεότερους ασθενείς<br />
202,203 . Το ίδιο ισχύει για την ριζική νεφρεκτομή σε<br />
ηλικιωμένους ασθενείς.<br />
Παρ’όλο που δεν υπαρχουν αξιόπιστες τυχαιοποιημένες<br />
μελέτες, οι θεραπευτικές προσπάθειες για<br />
διατήρηση της κύστης, σε επιβαρυμένους ηλικιωμένους<br />
ασθενείς, θεωρούνται αποδεκτές εναλλακτικές λύσεις.<br />
Το ίδιο ισχυύει για την κρυοθεραπεία και την θεραπεία<br />
με ραδιοσυχνότητες σε όγκους νεφρού. Επίσης<br />
θεωρείται αποδεκτή η παρακολούθηση ηλικιωμένων<br />
ασθενών με μικρές (< 3 cm) εξωφυτικές περιφερικές<br />
νεφρικές μάζες που δεν συνέχονται με το αποχετευτικό<br />
σύστημα. Ωστόσο χρειάζεται περαιτέρω τεκμηρίωση<br />
στα ανωτέρω θέματα.<br />
VI. ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΔΥΣΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ<br />
Α. Ανδρική σεξουαλική δυσλειτουργία<br />
Η επίπτωση της στυτικής δυσλειτουργίας αυξάνει<br />
με την ηλικία 110,111,112 .
150<br />
Γηριατρική Ουρολογία<br />
Παράγοντες κινδύνου ανάπτυξης στυτικής δυσλειτουργίας<br />
αποτελούν συνυπάρχουσες παθήσεις,<br />
όπως σακχαρώδης διαβήτης, καρδιοπάθειες, υπέρταση<br />
κ.α. 113<br />
Η ηλικία από μόνη της δεν αποτελεί ανεξάρτητο<br />
παράγοντα κινδύνου. Οι ηλικιωμένοι άνδρες παρά<br />
αυξημένη επίπτωση της στυτικής δυσλειτουγίας συνεχίουν<br />
να ενδιαφέρονται για την σεξουαλική λειτουργία<br />
και δραστηριότητά τους 114,115 .<br />
Η σεξουαλική δυσλειτουργία στους ηλικιωμένους<br />
σχετίζεται με ελάττωση της ποιότητας ζωής και ψυχική<br />
επιβάρυνση, συμπεριλαμβανόμενης της κατάθλιψης<br />
116-118<br />
.<br />
Έχουν δημιουργηθεί διάφορα ερωτηματολόγια για<br />
να διαπιστώσουν τον βαθμό σεξουαλικής δυσλειτουργίας,<br />
καθώς και την επιρροή της στην ποιότητα ζωής<br />
του ασθενούς 119-121 . Αυτά τα ερευνητικά εργαλεία έχουν<br />
αξιολογηθεί και έχουν θεωρηθεί αξιόπιστα στην μελέτη<br />
των ηλικιωμένων ασθενών.<br />
Β. Γυναικεία σεξουαλική δυσλειτουργία<br />
Έχουν αναπτυχθεί και πιστοποιηθεί ερωτηματολόγια<br />
που αξιολογούν την βαρύτητα της γυναικείας<br />
σεξουαλικής δυσλειτουργίας 122 .<br />
Διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι η σεξουαλική δυσλειτουργία<br />
στις γυναίκες αυξάνει με την ηλικία, αλλά<br />
τα αίτια αυτής της αλλαγής είναι πλημελώς κατανοητά<br />
123-125 .<br />
Η σημασία των συνυπαρχουσών παθήσεων<br />
Διάφορες μελέτες έχουν αναδείξει ότι η σεξουαλική<br />
δυσλειτουργία στους ηλικιωμένους σχετίζεται με αιτιολογικά<br />
με την παρουσία χρονίων παθήσεων και όχι<br />
με την γήρανση αυτή καθ’εαυτή 126 .<br />
Οι πιο συνηθισμένες συνοδές παθήσεις είναι η<br />
υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, η αθηρωμάτωση<br />
και άλλες παθήσεις του καρδιαγγειακού συστήματος<br />
127-131 .<br />
Η χρήση αντιυπερτασικών φαρμάκων και ιδίως<br />
των β-αναστολέων προκαλεί στυτική δυσλειτουργία.<br />
Τα σύνδρομα χρονίου άλγους, η νεφρική ανεπάρκεια<br />
σχετίζονται με ανάπτυξη σεξουαλικής δυσλειτουργίας<br />
επίσης 132,13 3.<br />
Οι ασθενείς που φέρουν στομία για εκτροπή ούρων<br />
ή εντερικού περιεχομένου αναφέρουν χειρότερη<br />
ποιότητα ζωής και επιβάρυνση της σεξουαλικής λειτουργίας<br />
τους σε σχέση με ασθενείς που έχουν την<br />
ίδια πάθηση αλλά αντιμετωπίσθηκαν χειρουργικά χωρίς<br />
στομία 134-136 .<br />
Υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις για την συσχέτιση<br />
της υπνικής άπνοιας με την στυτική δυσλειτουργία<br />
137,138 .<br />
Οι νευρολογικές παθήσεις όπως τα εγκεφαλικά<br />
επεισόδια και η νόσος Parkinson επηρεάζουν σημαντικότατα<br />
την σεξουαλική λειτουργία 139-142 .<br />
Η νόσος Alzheimer επηρεάζει αρνητικά την σεξουαλική<br />
λειτουργία 143 αλλά μπορεί να οδηγήσει τον πάσχοντα<br />
και σε κοινωνικά απαράδεκτες σεξουαλικές συμπεριφορές<br />
144 . Αυτές οι διαταραχές συμπεριφοράς μπορεί<br />
να είναι τόσο έντονες που να οδηγήσουν σε εγκλεισμό<br />
του ασθενούς σε ιδρύματα και στην χρησιμοποιήση ορμονικών<br />
σκευασμάτων για τον κατευνασμό του 145,146 .<br />
Θεραπεία της σεξουαλικής δυσλειτουργίας<br />
Η ευρεία διάδοση της σιλδεναφίλης (Viagra), καθώς<br />
και των συγγενών της φαρμακευτικών ουσιών έφερε<br />
επανάσταση στην κλινική αντιμετώπιση της στυτικής<br />
δυσλειτουργίας. Οι μελέτες για τις ουσίες αυτές έχουν<br />
δείξει καλή κλινική αποτελεσματικότητα. Ωστόσο έρευνες<br />
εστιασμένες σε υπερήλικες δεν έχουν πραγματοποιηθεί<br />
σε ικανοποιητικό έκταση 147,148 .<br />
Η σιλδεναφίλη έχει δοκιμασθεί και στην αντιμετώπιση<br />
της γυναικείας σεξουαλικής δυσλειτουργίας. Τα<br />
αποτελέσματα δείχνουν ότι βελτιώνει την σεξουαλική<br />
λειτουργία σε γυναίκες μέχρι την ηλικία των 65 ετών 149 .<br />
Η μεγάλη αποτελεσματικότητα της σιλδεναφίλης<br />
και των συγγενών της ουσιών έχει οδηγήσει σε μείωση<br />
της χρήσης άλλων μορφών θεραπείας, όπως οι ενδοσηραγγώδεις<br />
ενέσεις, οι συσκευές κενού και οι πεϊκές<br />
προθέσεις.<br />
Προτεινόμενα πεδία ερεύνης<br />
Η Αμερικανική Γηριατρική Εταιρία (American<br />
Geriatrics Society) το 2001, πρότεινε στην ιστοσελίδα<br />
της την αναγκαιότητα για περαιτέρω έρευνα όσον<br />
αφορά την σεξουαλική δυσλειτουργία σε ηλικιωμένους<br />
ασθενείς στα ακόλουθα θέματα:<br />
1. Προοπτικές μελέτες για επιβεβαίωση της συσχέτισης<br />
σξουαλικής δυσλειτουργία και άλλων συνυπαρχουσών<br />
παθήσεων σε ηλικιωμένους ασθενείς.<br />
2. Μελέτες για την αποτελεσματικότητα της σιλδεναφίλης<br />
στην σεξουαλική δυσλειτουργία γυναικών<br />
65-74, 75-84 και μεγαλύτερες των 85 ετών.<br />
3. Μελέτες για την αποτελεσματικότητα της σιλ-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 151<br />
δεναφίλης στην σεξουαλική δυσλειτουργία ανδρών 65-<br />
74, 75-84 και μεγαλυτέρων των 85 ετών.<br />
4. Μελέτες για την αποτελεσματικότητα των ενδοσηραγγωδών<br />
ενέσεων, των συσκευών κενού και των<br />
πεϊκών προθέσεων σε ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται<br />
στην σιλδεναφίλη ή έχουν αντένδειξη για την<br />
λήψη της.<br />
Την τελευταία δεκαετία υπήρξε έρευνα επικεντρωμένη<br />
στους ανωτέρους τομείς, ως ακολούθως:<br />
Τουλάχιστον 47% των ανδρών ηλικίας μεγαλύτερης<br />
των 55 ετών έχουν κάποιο βαθμό στυτικής δυσλειτουργίας<br />
204 . Κατά την παρακολούθηση των ασθενών<br />
αυτών σε βάθος επταετίας, η εκδήλωση πρωτοεμφανιζόμενης<br />
στυτικής δυσλειτουργίας, ήταν σημαντικός<br />
προγνωστικός παράγοντας διάγνωσης καρδιαγγειακής<br />
νόσου. Η ύπαρξη στυτικής δυσλειτουργίας συνδέεται<br />
με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης περιφερικής<br />
αγγειακής νόσου 205 .<br />
Σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη, η παρουσία<br />
στυτικής δυσλειτουργίας είναι πιθανώς ο πιο σημαντικός<br />
προγνωστικός παράγοντας για διάγνωση<br />
ασυμπτωματικής στεφανιαίας νόσου 206 .<br />
Εβδομήντα ένα τοις εκατό των ασθενών με σακχαρώδη<br />
διαβήτη και 67% με αρτηριακή υπέρταση πάσχουν<br />
από στυτική δυσλειτουργία 207 . Ακόμα και η απλή<br />
παρουσία δυσλιπιδαιμίας και κατάθλιψης, αυξάνουν<br />
τον κίνδυνο εμφάνισης στυτικής δυσλειτουργίας 208,209 .<br />
Τόσο η σιλδεναφίλη, όσο και ταλνταλαφίλη είναι<br />
αποτελεσματικές και ασφαλείς σε ασθενείς μεγαλύτερους<br />
των 65 ετών 210,211,213,213 . Η αποτελεσματικότητα της<br />
σιλδεναφίλης σε ασθενείς άνω των 65 ετών, είναι παρόμοια<br />
με αυτήν σε ασθενείς 55-65 ετών 211 .<br />
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς φαίνεται να προτιμούν<br />
την θεραπεία με ενδοπεϊκές ενέσεις, καθώς και τις συσκευές<br />
κενού 214 .<br />
Η ενδοπεική ένεση αλπροσταδίλης (PGE 1<br />
) μπορεί<br />
να βελτιώσει την στυτική δυσλειτουργία σε ασθενείς<br />
στους οποίους δεν απέδωσε η από του στόματος χορήγηση<br />
σιλδεναφίλης 215 .Η μελέτη αυτή περιελάμβανε<br />
ασθενείς μέχρι 80 ετών.<br />
Εάν ακολουθηθεί η πολιτική της χρησιμοποίησης<br />
διαδοχικών μορφών θεραπείας (σιλδεναφίλη και συγγενείς<br />
ουσίες, συσκευή κενού, ενδοπεικές ενέσεις, πεική<br />
πρόθεση) για την στυτική δυσλειτουργία, είναι δυνατόν<br />
να επιτευχθεί πλήρης βελτίωση του προβλήματος,<br />
έστω και βραχυπρόθεσμη, σε 91% των ασθενών 216 .<br />
VII. ΛΙΘΙΑΣΗ ΟΥΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ<br />
Η δυσκαταποσία καθώς και ο φόβος εμφάνισης<br />
επεισοδίου ακράτειας ούρων στους ηλικιωμένους<br />
μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη λήψη υγρών, δημιουργώντας<br />
έτσι προδιάθεση για ανάπτυξη λιθίασης<br />
ουροποιητικού.<br />
Η εξωσωματική λιθοθρυψία (ESWL) είναι πλέον η<br />
1η επιλογή αντιμετώπισης της λιθίασης του νεφρού<br />
και του ανωτέρου ουρητήρα. Τα αποτελέσματα της<br />
εφαρμογής της είναι απολύτως συγκρίσιμα μεταξύ<br />
ηλικιωμένων και νεοτέρων ασθενών όσον αφορά την<br />
αντιμετώπιση του λιθιασικού φορτίου, τις επιπλοκές,<br />
την διάρκεια νοσηλείας και την ανάγκη για 2η λιθοθρυψία<br />
150 .<br />
Νεότερες επεμβατικές τεχνικές ελλάσσονος χειρουργικής<br />
βαρύτητας έχουν αναπτυχθεί με εξαιρετικά<br />
αποτελέσματα, όπως η ουρητηροσκοπική λιθοθρυψία<br />
και η διαδερμική νεφρολιθοθρυψία. Παρ’όλο που η<br />
λιθιασική νόσος συναντάται με την ίδια συχνότητα<br />
τόσο στους νέους, όσο και στους ηλικιωμένους ασθενείς,<br />
δεν έχει υπάρξει σχεδόν καθόλου έρευνα για την<br />
προσέγγιση και την θεραπεία των ασθενών μεγάλης<br />
ηλικίας.<br />
Προτεινόμενα πεδία ερεύνης<br />
Η Αμερικανική Γηριατρική Εταιρία (American<br />
Geriatrics Society) το 2001, πρότεινε στην ιστοσελίδα<br />
της την αναγκαιότητα για περαιτέρω έρευνα όσον<br />
αφορά την λιθίαση ουροποιητικού σε ηλικιωμένους<br />
ασθενείς στο ακόλουθο θέμα:<br />
1. Μελέτες για την ασφάλεια και την κλινική αποτελεσματικότητα<br />
των ενδοσκοπικών τεχνικών ελάσσονος<br />
χειρουργικής βαρύτητας σε ηλικιωμένους ασθενείς<br />
με λιθίαση ουροποιητικού.<br />
Την τελευταία δεκαετία υπήρξε έρευνα επικεντρωμένη<br />
στους ανωτέρους τομείς, ως ακολούθως:<br />
Η λιθίαση του ουροποιητικού απαντάται συχνότερα<br />
σε ασθενείς 40-60 ετών. Ωστόσο ακόμα και στην<br />
δεκαετία 60-70 ετών, υπάρχει μια σημαντική πιθανότητα<br />
για πρωτοεμφάνιση λιθίασης ουροποιητικού 217,218,219 .<br />
Οι λίθοι από ουρικό οξύ εμφανίζονται πιο συχνά<br />
στους ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας 220 .<br />
Σε πολύ ηλικιωμένους ασθενείς πιθανόν να αυξάνεται<br />
η απέκκριση του ασβεστίου στα ούρα, συμβάλλοντας<br />
στην δημιουργία λίθων 221 .<br />
Στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, η αύξηση της<br />
από του στόματος πρόσληψης ασβεστίου δεν αυξάνει<br />
τον κίνδυνο ανάπτυξης λιθίασης. Στην ίδια ομάδα<br />
όμως η παρουσία υπέρτασης και η χαμηλή πρόσληψη<br />
μαγνησίου συμβάλλουν στην δημιουργία λιθίασης 222 .<br />
Μια πιθανή εξήγηση για την πρωτοεμφάνιση λίθων
152<br />
Γηριατρική Ουρολογία<br />
από ουρικό οξύ σε ασθενείς μεγαλύτερους των 60 ετών,<br />
είναι η μεγάλη επίπτωση του μεταβολικού συνδρόμου<br />
στις ηλικίες αυτές 223,224 . Ο καλύτερος έλεγχος και θεραπεία<br />
του μεταβολικού συνδρόμου πιθανόν να βοηθήσει<br />
στην μείωση της ανάπτυξης ουρικής λιθίασης.<br />
Η θεραπεία υποκατάστασης με οιστρογόνα στις<br />
μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, δύναται να αποκαταστήσει<br />
την σύσταση των ούρων σε προεμμηνοπαυσιακά<br />
επίπεδα και κατά συνέπεια να μειώσει τον κίνδυνο<br />
ανάπτυξης λιθίασης 225 .<br />
ΝΕΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΣΤΗΝ ΓΗΡΙΑΤΡΙΚΗ ΟΥΡΟΛΟΓΙΑ<br />
ΑΝΔΡΟΠΑΥΣΗ<br />
Διάφορες μελέτες δείχνουν ότι τα επίπεδα της ολικής<br />
τεστοστερόνης, καθώς και της ελεύθερης τεστοστερόνης<br />
μειώνονται με την άνοδο της ηλικίας από 40<br />
στα 69 έτη. Εκτιμάται ότι η επίπτωση της συνοδευόμενης<br />
από συμπτώματα ανδρογονικής ανεπάρκειας<br />
υπερβαίνει το 6% του ανδρικού πληθυσμού 226 .<br />
Η υποκατάσταση και θεραπεία με γέλη τεστοστερόνης<br />
αυξάνει την μυική δύναμη και δεν φαίνεται αν<br />
επηρεάζει το μέγεθος του προστάτη ή το PSA 227 .<br />
Ωστόσο υπάρχει ανησυχία για τον κίνδυνο της<br />
δημιουργίας συνθηκών που θα βοηθήσουν στην προαγωγή<br />
ή στην έναρξη δημιουργίας καρκίνου προστάτου.<br />
Πρόκειται για ένα πεδίο με μεγάλο κλινικό ενδιαφέρον<br />
και ανάγκη για έρευνα.<br />
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΔΟΚΙΜΟΥ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ<br />
Ο υπολογισμός του προσδόκιμου επιβίωσης ενός<br />
ασθενούς είναι χρησιμότατος για τον ασθενή και τον<br />
γιατρό, όταν καλούνται να αποφασίσουν για επιλογή<br />
θεραπείας σε διάφορες ογκολογικές καταστάσεις. Η<br />
λήψη απόφασης για επιλογή θεραπείας στον καρκίνο<br />
του προστάτη είναι κλασικό παράδειγμα της χρησιμότητας<br />
του υπολογισμού του προσδοκίμου επιβίωσης.<br />
Ωστόσο μελέτες έδειξαν ότι οι κλινικοί γιατροί<br />
αποτυγχάνουν να υπολογίσουν με σχετική ακρίβεια<br />
το προσδόκιμο επιβίωσης σε μεγάλο ποσοστό 228,229 .<br />
Σε μία μελέτη μάλιστα, το μέσο λάθος στον υπολογισμό<br />
του προσδοκίμου επιβίωσης κυμαίνονταν μεταξύ<br />
2,4 – 5,2 έτη 229 .<br />
Είναι προφανές ότι χρειάζονται έρευνες που να<br />
αναδείξουν τρόπους αξιόπιστου υπολογισμού του<br />
προσδόκιμου επιβίωσης ενός ηλικιωμένου ασθενούς,<br />
ώστε να βοηθηθεί τόσο ο ασθενής όσο και ο γιατρός<br />
στην λήψη αποφάσεων για την περαιτέρω αντιμετώπιση<br />
του ασθενούς.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΕΣ<br />
1. Burgio KL, Matthews KA, Engel BT. Prevalence, incidence<br />
and correlates of urinary incontinence in<br />
healthy, middle-aged women. J Urol 1991;146:1255-<br />
1259.<br />
2. Malmsten UG, Milsom I, Molander U, Norlen LJ. Urinary<br />
incontinence and lower urinary tract symptoms:<br />
an epidemiological study of men aged 45 to<br />
99 years. J Urol 1997;158: 1733-1737.<br />
3. Brown JS, Seeley DG, Fong J, et al. Urinary incontinence<br />
in older women: who is at risk? Study of<br />
Osteoporotic Fractures Research Group. Obstet Gynecol<br />
1996;87:715-721.<br />
4. Diokno AC, Brock BM, Herzog AR, Bromberg J. Medical<br />
correlates of urinary incontinence in the elderly.<br />
Urology 1990;36:129-138.<br />
5. Johnson TM, Kincade JE, Bernard SL, et al. The association<br />
of urinary incontinence with poor self-rated<br />
health. J Am Geriatr Soc 1998;46:693-699.<br />
6. Dugan E, Cohen SJ, Bland DR, et al. The association<br />
of depressive symptoms and urinary incontinence<br />
among older adults. J Am Geriatr Soc 2000;48:413-<br />
416.<br />
7. Grimby A, Milsom I, Molander U, et al. The influence<br />
of urinary incontinence on the quality of life of<br />
elderly women. Age Ageing 1993;22:82-89.<br />
8. Wyman JF, Harkins SW, Fantl JA. Psychosocial impact<br />
of urinary incontinence in the community-dwelling<br />
population. J Am Geriatr Soc 1990;38:282-288.<br />
9. Noelker LS. Incontinence in elderly cared for by<br />
family. Gerontologist 1987;27:194-200.<br />
10. Breakwell SL, Walker SN. Differences in physical<br />
health, social interaction, and personal adjustment<br />
between continent and incontinent homebound<br />
aged women. J Community Health Nurs 1988;5:19-<br />
31.<br />
11. Coward RT, Horne C, Peek CW. Predicting nursing<br />
home admissions among incontinent older adults:<br />
a comparison of residential differences across six<br />
years. Gerontologist 1995;35: 732-743.<br />
12. Jirovec MM, Wells TJ. Urinary incontinence in nursing<br />
home residents with dementia: the mobilitycognition<br />
paradigm. Appl Nurs Res 1990;3:112-117.<br />
13. Chiang L, Ouslander J, Schnelle J, Reuben DB. Dually<br />
incontinent nursing home residents: clinical characteristics<br />
and treatment differences. J Am Geriatr<br />
Soc 2000;48:673-676.<br />
14. Tinetti ME, Inouye SK, Gill TM, Doucette JT. Shared<br />
risk factors for falls, incontinence, and functional
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 153<br />
dependence: unifying the approach to geriatric<br />
syndromes. JAMA 1995;273: 1348-1353.<br />
15. Seidel GK, Millis SR, Lichtenberg PA, Dijkers M. Predicting<br />
bowel and bladder continence from cognitive<br />
status in geriatric rehabilitation patients. Arch<br />
Phys Med Rehabil 1994;75: 590-593.<br />
16. Ouslander JG, Kane RL, Abrass IB. Urinary incontinence<br />
in elderly nursing home patients. JAMA<br />
1982;248:1194-1198.<br />
17. Palmer MH, German PS, Ouslander JG. Risk factors<br />
for urinary incontinence one year after nursing<br />
home admission. Res Nurs Health 1991;14:405-412.<br />
18. Fonda D, Resnick NM, Kirschner-Hermanns R. Prevention<br />
of urinary incontinence in older people. Br<br />
J Urol 1998;82 Suppl 1:5-10.<br />
19. Strasser H, Tiefenthaler M, Steinlechner M, et al.<br />
Urinary incontinence in the elderly and age-dependent<br />
apoptosis of rhabdosphincter cells. Lancet<br />
1999;354:918-919.<br />
20. Strasser H, Tiefenthaler M, Steinlechner M, et al.<br />
Age dependent apoptosis and loss of rhabdosphincter<br />
cells. J Urol 2000;164:1781-1785.<br />
21. Resnick NM, Yalla SV. Detrusor hyperactivity with<br />
impaired contractile function: an unrecognized but<br />
common cause of incontinence in elderly patients.<br />
JAMA 1987;257:3076-3081.<br />
22. DuBeau CE, Resnick NM. Evaluation of the causes<br />
and severity of geriatric incontinence: a critical appraisal.<br />
Urol Clin North Am 1991;18:243-256.<br />
23. Weiss BD. Diagnostic evaluation of urinary incontinence<br />
in geriatric patients. Am Fam Physician<br />
1998;57:2675-2684, 2688-2690.<br />
24. Kirschner-Hermanns R, Scherr PA, Branch LG, et al.<br />
Accuracy of survey questions for geriatric urinary<br />
incontinence. J Urol 1998;159:1903-1908.<br />
25. Fonda D, Benvenuti F, Castleden M, et al. Management<br />
of incontinence in older people. In Abrams<br />
P, Khoury S, Wein A (eds): Incontinence: 1st International<br />
Consultation on Incontinence. Plymouth,<br />
United Kingdom: World Health Organization<br />
(WHO) and International Union Against Cancer<br />
(UICC), 1998:731-773.<br />
26. O’Donnell PD. Special considerations in elderly<br />
individuals with urinary incontinence. Urology<br />
1998;51:20-23.<br />
27. Galloway NT. Surgical treatment of urinary incontinence<br />
in geriatric women. Am J Med Sci<br />
1997;314:268-272.<br />
28. Diokno AC, Normolle DP, Brown MB, Herzog AR.<br />
Urodynamic tests for female geriatric urinary incontinence.<br />
Urology 1990;36:431-439.<br />
29. Wagg AS, Lieu PK, Ding YY, Malone-Lee JG. A<br />
urodynamic analysis of age associated changes<br />
in urethral function in women with lower urinary<br />
tract symptoms. J Urol 1996;156: 1984-1988.<br />
30. Fielding JR, Lee JH, Dubeau CE, et al. Voiding cystourethrography<br />
findings in elderly women with urge<br />
incontinence. J Urol 2000;163:1216-1218.<br />
31. Fantl JA, Newman DK, Colling J, et al. Managing<br />
Acute and Chronic Urinary Incontinence. Clinical<br />
Practice Guideline. Quick Reference Guide for<br />
Clinicians, No. 2. 1996 Update. Rockville, MD: U.S.<br />
Department of Health and Human Services. Public<br />
Health Service, Agency for Health Care Policy and<br />
Research, 1996. AHCPR Publication No. 96-0682.<br />
32. Hadley EC. Bladder training and related therapies<br />
for urinary incontinence in older people. JAMA<br />
1986;256:372-379.<br />
33. Wyman JF, Fantl JA, McClish DK, Bump RC. Comparative<br />
efficacy of behavioral interventions in the<br />
management of female urinary incontinence. Continence<br />
Program for Women Research Group. Am J<br />
Obstet Gynecol 1998;179:999-1007.<br />
34. Publicover C, Bear M. The effect of bladder training<br />
on urinary incontinence in community-dwelling<br />
older women. J Wound Ostomy Continence<br />
Nurs 1997;24:319-324.<br />
35. Lyons SS, Specht JKP. Research-based protocol:<br />
prompted voiding for persons with urinary incontinence.<br />
Iowa City, IA: The University of Iowa Gerontological<br />
Nursing Interventions Research Center,<br />
Research Development and Dissemination Core,<br />
1999.<br />
36. Ouslander JG, Schnelle JF, Uman G, et al. Predictors<br />
of successful prompted voiding among incontinent<br />
nursing home residents. JAMA 1995;273:1366-1370.<br />
37. Burgio KL, Locher JL, Goode PS, et al. Behavioral<br />
vs drug treatment for urge urinary incontinence in<br />
older women: a randomized controlled trial. JAMA<br />
1998;280:1995-2000.<br />
38. Burgio KL, Locher JL, Goode PS. Combined behavioral<br />
and drug therapy for urge incontinence in<br />
older women. J Am Geriatr Soc 2000;48:370-374.<br />
39. Szonyi G, Collas DM, Ding YY, Malone-Lee JG.<br />
Oxybutynin with bladder retraining for detrusor instability<br />
in elderly people: a randomized controlled<br />
trial. Age Ageing 1995;24: 287-291.<br />
40. Fantl JA, Cardozo L, McClish DK. Estrogen ther-
154<br />
Γηριατρική Ουρολογία<br />
apy in the management of urinary incontinence<br />
in postmenopausal women: a meta-analysis. First<br />
report of the Hormones and Urogenital Therapy<br />
Committee. Obstet Gynecol 1994;83:12-18.<br />
41. Bergstrom K, Carlsson CP, Lindholm C, Widengren<br />
R. Improvement of urge- and mixed-type<br />
incontinence after acupuncture treatment among<br />
elderly women–a pilot study. J Auton Nerv Syst<br />
2000;79:173-180.<br />
42. American Urological Association Female Stress Urinary<br />
Incontinence Clinical Guidelines Panel. Report<br />
on the surgical management of female stress urinary<br />
incontinence. American Urological Association,<br />
1997.<br />
43. Stohrer M, Goepel M, Kondo A, et al. The standardization<br />
of terminology in neurogenic lower urinary<br />
tract dysfunction: with suggestions for diagnostic<br />
procedures. International Continence Society<br />
Standardization Committee. Neurourol Urodyn<br />
1999;18:139-158.<br />
44. Sultana CJ, Campbell JW, Pisanelli WS, et al. Morbidity<br />
and mortality of incontinence surgery in elderly<br />
women: an analysis of Medicare data. Am J<br />
Obstet Gynecol 1997;176:344-348.<br />
45. Khullar V, Cardozo LD, Abbott D, Anders K. GAX<br />
collagen in the treatment of urinary incontinence<br />
in elderly women: a two year follow up. Br J Obstet<br />
Gynaecol 1997;104:96-99. <br />
46. Stanton SL, Monga AK. Incontinence in elderly<br />
women: is periurethral collagen an advance? Br J<br />
Obstet Gynaecol 1997;104:154-157.<br />
47. Winters JC, Chiverton A, Scarpero HM, Prats LJ.<br />
Collagen injection therapy in elderly women:<br />
long-term results and patient satisfaction. Urology<br />
2000;55:856-861.<br />
48. Faerber GJ. Endoscopic collagen injection therapy<br />
in elderly women with type I stress urinary incontinence.<br />
J Urol 1996;155:512-514.<br />
49. Nitti VW, Bregg KJ, Sussman EM, Raz S. The Raz<br />
bladder neck suspension in patients 65 years old<br />
and older. J Urol 1993;149:802-807.<br />
50. Carr LK, Walsh PJ, Abraham VE, Webster GD. Favorable<br />
outcome of pubovaginal slings for geriatric<br />
women with stress incontinence. J Urol<br />
1997;157:125-128.<br />
51. Migliari R, De Angelis M, Madeddu G, Verdacchi T.<br />
Tension-free vaginal mesh repair for anterior vaginal<br />
wall prolapse. Eur Urol 2000;38:151-155.<br />
52. Abrutyn E, Mossey J, Berlin JA, et al. Does asymptomatic<br />
bacteriuria predict mortality and does<br />
antimicrobial treatment reduce mortality in elderly<br />
ambulatory women? Ann Intern Med 1994;120:827-<br />
833.<br />
53. Nordenstam GR, Brandberg CA, Oden AS, et al.<br />
Bacteriuria and mortality in an elderly population.<br />
N Engl J Med 1986;314:1152-1156.<br />
54. Nicolle LE, Henderson E, Bjornson J, et al. The association<br />
of bacteriuria with resident characteristics<br />
and survival in elderly institutionalized men. Ann<br />
Intern Med 1987;106:682-686.<br />
55. Monane M, Gurwitz JH, Lipsitz LA, et al. Epidemiologic<br />
and diagnostic aspects of bacteriuria: a<br />
longitudinal study in older women. J Am Geriatr<br />
Soc 1995;43:618-622.<br />
56. Nicolle LE, Mayhew WJ, Bryan L. Prospective randomized<br />
comparison of therapy and no therapy<br />
for asymptomatic bacteriuria in institutionalized<br />
elderly women. Am J Med 1987;83:27-33.<br />
57. Ouslander JG, Schapira M, Schnelle JF, et al. Does<br />
eradicating bacteriuria affect the severity of chronic<br />
urinary incontinence in nursing home residents?<br />
Ann Intern Med 1995;122:749-754.<br />
58. Harding GK, Nicolle LE, Ronald AR, et al. How long<br />
should catheter-acquired urinary tract infection in<br />
women be treated? A randomized controlled study.<br />
Ann Intern Med 1991;114:713-719.<br />
59. Raz R, Gennesin Y, Wasser J, et al. Recurrent urinary<br />
tract infections in postmenopausal women.<br />
Clin Infect Dis 2000;30:152-156.<br />
60. Hedstrom M, Grondal L, Ahl T. Urinary tract infection<br />
in patients with hip fractures. Injury<br />
1999;30:341-343.<br />
61. Johnstone DJ, Morgan NH, Wilkinson MC, Chissell<br />
HR. Urinary tract infection and hip fracture. Injury<br />
1995;26:89-91.<br />
62. Griebling TL, Nygaard IE. The role of estrogen replacement<br />
therapy in the management of urinary<br />
incontinence and urinary tract infection in postmenopausal<br />
women. Endocrinol Metab Clin North<br />
Am 1997;26:347-360.<br />
63. Eriksen B. A randomized, open, parallel-group study<br />
on the preventive effect of an estradiolreleasing<br />
vaginal ring (Estring) on recurrent urinary tract infections<br />
in postmenopausal women. Am J Obstet<br />
Gynecol 1999;180:1072-1079.<br />
64. Dignam R, Ahmed M, Denman S, et al. The effect<br />
of cranberry juice on UTI rates in a long term care<br />
facility [abstract]. J Am Geriatr Soc 1997;45:S53.
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 155<br />
65. Avorn J, Monane M, Gurwitz JH, et al. Reduction of<br />
bacteriuria and pyuria after ingestion of cranberry<br />
juice. JAMA 1994;271:751-754.<br />
66. Kontiokari T, Sundqvist K, Nuutinen M, et al. Randomised<br />
trial of cranberry-lingonberry juice and<br />
Lactobacillus GG drink for the prevention of urinary<br />
tract infections in women. BMJ 2001;322:1571.<br />
67. Haidinger G, Temml C, Schatzl G, et al. Risk factors<br />
for lower urinary tract symptoms in elderly men.<br />
For the Prostate Study Group of the Austrian Society<br />
of Urology. Eur Urol 2000;37:413-420.<br />
68. Krogh J, Jensen JS, Iversen HG, Andersen JT. Age<br />
as a prognostic variable in patients undergoing<br />
transurethral prostatectomy. Scand J Urol Nephrol<br />
1993;27:225-229.<br />
69. Epstein RS, Lydick E, deLabry L, Vokonas PS. Agerelated<br />
differences in risk factors for prostatectomy<br />
for benign prostatic hyperplasia: the VA Normative<br />
Aging Study. Urology 1991;38:9-12.<br />
70. Cooper KL, McKiernan JM, Kaplan SA. Alpha-adrenoceptor<br />
antagonists in the treatment of benign<br />
prostatic hyperplasia. Drugs 1999;57:9-17.<br />
71. Medina JJ, Parra RO, Moore RG. Benign prostatic<br />
hyperplasia (the aging prostate). Med Clin North<br />
Am 1999;83:1213-1229.<br />
72. Lee M, Sharifi R. Benign prostatic hyperplasia: diagnosis<br />
and treatment guideline. Ann Pharmacother<br />
1997;31:481-486.<br />
73. Breslin DS, Muecke EC, Reckler JM, Fracchia JA.<br />
Changing trends in the management of prostatic<br />
disease in a single private practice: a 5-year followup.<br />
J Urol 1993;150:347-350.<br />
74. Holtgrewe HL. Economic issues and the management<br />
of benign prostatic hyperplasia. Urology<br />
1995;46:23-25.<br />
75. Wilt TJ, Ishani A, Rutks I, MacDonald R. Phytotherapy<br />
for benign prostatic hyperplasia.<br />
Public Health Nutr 2000;3:459-472.<br />
76. Lowe FC, Ku JC. Phytotherapy in treatment of benign<br />
prostatic hyperplasia: a critical review. Urology<br />
1996;48:12-20.<br />
77. Concato J, Horwitz RI, Feinstein AR, et al. Problems<br />
of comorbidity in mortality after prostatectomy.<br />
JAMA 1992;267:1077-1082.<br />
78. Ibrahim AI, el-Malik E, Ghali AM, et al. Effect of<br />
age, comorbidity and type of surgery on perioperative<br />
complications and mortality of prostatectomy.<br />
Br J Urol 1995;76:341-345.<br />
79. Mebust WK, Holtgrewe HL, Cockett AT, Peters PC.<br />
Transurethral prostatectomy: immediate and postoperative<br />
complications. A cooperative study of 13<br />
participating institutions evaluating 3,885 patients. J<br />
Urol 1989;141:243-247.<br />
80. Ilkjaer LB, Lund L, Nielsen KT. Outcome of transurethral<br />
prostatectomy in men over 80 years. Scand J<br />
Urol Nephrol 1998;32:270-272.<br />
81. Pientka L, van Loghem J, Hahn E, et al. Comorbidities<br />
and perioperative complications among<br />
patients with surgically treated benign prostatic<br />
hyperplasia. Urology 1991;38:43-48.<br />
82. Libman E, Fichten CS, Creti L, et al. Transurethral<br />
prostatectomy: differential effects of age category<br />
and presurgery sexual functioning on postprostatectomy<br />
sexual adjustment. J Behav Med<br />
1989;12:469-485.<br />
83. Tubaro A, Vicentini C, Renzetti R, Miano L. Invasive<br />
and minimally invasive treatment modalities<br />
for lower urinary tract symptoms: what are the<br />
relevant differences in randomised controlled trials?<br />
Eur Urol 2000;38 Suppl 1:7-17.<br />
84. Djavan B, Marberger M. Minimally invasive procedures<br />
as an alternative to medical management for<br />
lower urinary tract symptoms of benign prostatic<br />
hyperplasia. Curr Opin Urol 2001;11:1-7.<br />
85. Djavan B, Madersbacher S, Klingler HC, et al. Outcome<br />
analysis of minimally invasive treatments for<br />
benign prostatic hyperplasia. Tech Urol 1999;5:12-20.<br />
86. Smith RA, von Eschenbach AC, Wender R, et al.<br />
American Cancer Society guidelines for the early<br />
detection of cancer: update of early detection<br />
guidelines for prostate, colorectal, and endometrial<br />
cancers. Also: update 2001–testing for early lung<br />
cancer detection. CA Cancer J Clin 2001;51:38-75;<br />
quiz 77-80.<br />
87. Carter HB, Epstein JI, Chan DW, et al. Recommended<br />
prostate-specific antigen testing intervals<br />
for the detection of curable prostate cancer. JAMA<br />
1997;277:1456-1460.<br />
88. American College of Physicians. Screening for<br />
prostate cancer. Ann Intern Med 1997;126:480-484.<br />
89. American Urological Association Prostate Cancer<br />
Clinical Guidelines Panel. Report on the management<br />
of clinically localized prostate cancer. Baltimore,<br />
MD: American Urological Association, 1995.<br />
90. Uygur MC, Erol D, Cetinkaya M, et al. The correlation<br />
between prostate-specific antigen and age.<br />
Analysis of prostate-specific antigen values from<br />
4,846 Turkish men with symptomatic benign prostatic<br />
hyperplasia. Eur Urol 1997;32:416-419.
156<br />
Γηριατρική Ουρολογία<br />
91. Catalona WJ, Southwick PC, Slawin KM, et al.<br />
Comparison of percent free PSA, PSA density, and<br />
age-specific PSA cutoffs for prostate cancer detection<br />
and staging. Urology 2000;56:255-260.<br />
92. Corral DA, Bahnson RR. Survival of men with clinically<br />
localized prostate cancer detected in the<br />
eighth decade of life. J Urol 1994;151:1326-1329.<br />
93. Middleton AW. Radical prostatectomy for carcinoma<br />
in men more than 69 years old. J Urol<br />
1987;138:1185-1188.<br />
94. Post PN, Kil PJ, Hendrikx AJ, et al. Comorbidity in<br />
patients with prostate cancer and its relevance to<br />
treatment choice. BJU Int 1999;84:652-656.<br />
95. Carter HB, Epstein JI, Partin AW. Influence of age<br />
and prostate-specific antigen on the chance of curable<br />
prostate cancer among men with nonpalpable<br />
disease. Urology 1999;53:126-130.<br />
96. Mazur DJ, Merz JF. Older patients’ willingness to<br />
trade off urologic adverse outcomes for a better<br />
chance at five-year survival in the clinical setting<br />
of prostate cancer. J Am Geriatr Soc 1995;43:979-<br />
984.<br />
97. Mazur DJ, Merz JF. How older patients’ treatment<br />
preferences are influenced by disclosures about<br />
therapeutic uncertainty: surgery versus expectant<br />
management for localized prostate cancer. J Am<br />
Geriatr Soc 1996;44:934-937.<br />
98. Kerr LA, Zincke H. Radical retropubic prostatectomy<br />
for prostate cancer in the elderly and the young:<br />
complications and prognosis. Eur Urol 1994;25:305-<br />
311; discussion 311-302.<br />
99. Lu-Yao GL, Albertsen P, Warren J, Yao SL. Effect of<br />
age and surgical approach on complications and<br />
short-term mortality after radical prostatectomy–a<br />
population-based study. Urology 1999;54:301-307.<br />
100. O` bek C, Lai S, Sadek S, et al. Age as a prognostic<br />
factor for disease recurrence after radical prostatectomy.<br />
Urology 1999;54:533-538.<br />
101. Litwin MS, Hays RD, Fink A, et al. Quality-of-life<br />
outcomes in men treated for localized prostate<br />
cancer. JAMA 1995;273:129-135.<br />
102. Stanford JL, Feng Z, Hamilton AS, et al. Urinary<br />
and sexual function after radical prostatectomy for<br />
clinically localized prostate cancer: the Prostate<br />
Cancer Outcomes Study. JAMA 2000;283:354-360.<br />
103. Litwin MS, Shpall AI, Dorey F, Nguyen TH. Quality-of-life<br />
outcomes in long-term survivors<br />
of advanced prostate cancer. Am J Clin Oncol<br />
1998;21:327-332.<br />
104. Rosario DJ, Becker M, Anderson JB. The changing<br />
pattern of mortality and morbidity from radical<br />
cystectomy. BJU Int 2000;85:427-430.<br />
105. Game X, Soulie M, Seguin P, et al. Radical cystectomy<br />
in patients older than 75 years: assessment<br />
of morbidity and mortality. Eur Urol 2001;39:525-<br />
529.<br />
106. Soulie M, Straub M, Game X, et al. A multicenter<br />
study of the morbidity of radical cystectomy in<br />
select elderly patients with bladder cancer. J Urol<br />
2002;167:1325-1328.<br />
107. Saika T, Suyama B, Murata T, et al. Orthotopic<br />
neobladder reconstruction in elderly bladder cancer<br />
patients. Int J Urol 2001;8:533-538.<br />
108. Doherty JG, Rufer A, Bartholomew P, Beaumont<br />
DM. The presentation, treatment and outcome<br />
of renal cell carcinoma in old age. Age Ageing<br />
1999;28:359-362.<br />
109. Hsu TH, Gill IS, Fazeli-Matin S, et al. Radical nephrectomy<br />
and nephroureterectomy in the octogenarian<br />
and nonagenarian: comparison of laparoscopic and<br />
open approaches. Urology 1999;53:1121-1125.<br />
110. Panser LA, Rhodes T, Girman CJ, et al. Sexual function<br />
of men ages 40 to 79 years: the Olmsted<br />
County Study of Urinary Symptoms and Health<br />
Status Among Men. J Am Geriatr Soc 1995;43:1107-<br />
1111.<br />
111. Jnler M, Moon T, Brannan W, et al. The effect of<br />
age, ethnicity and geographical location on impotence<br />
and quality of life. Br J Urol 1995;75:651-655.<br />
112. Johannes CB, Araujo AB, Feldman HA, et al. Incidence<br />
of erectile dysfunction in men 40 to 69<br />
years old: longitudinal results from the Massachusetts<br />
male aging study. J Urol 2000;163:460-463.<br />
113. Helgason AR, Adolfsson J, Dickman P, et al. Factors<br />
associated with waning sexual function among<br />
elderly men and prostate cancer patients. J Urol<br />
1997;158:155-159.<br />
114. Mulligan T, Moss CR. Sexuality and aging in male<br />
veterans: a cross-sectional study of interest, ability,<br />
and activity. Arch Sex Behav 1991;20:17-25.<br />
115. Mulligan T, Palguta RF. Sexual interest, activity, and<br />
satisfaction among male nursing home residents.<br />
Arch Sex Behav 1991;20:199-204.<br />
116. Araujo AB, Johannes CB, Feldman HA, et al. Relation<br />
between psychosocial risk factors and incident<br />
erectile dysfunction: prospective results from<br />
the Massachusetts Male Aging Study. Am J Epidemiol<br />
2000;152:533-541.
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 157<br />
117. Araujo AB, Durante R, Feldman HA, et al. The relationship<br />
between depressive symptoms and male<br />
erectile dysfunction: cross-sectional results from<br />
the Massachusetts Male Aging Study. Psychosom<br />
Med 1998;60:458-465.<br />
118. Helgason AR, Adolfsson J, Dickman P, et al. Sexual<br />
desire, erection, orgasm and ejaculatory functions<br />
and their importance to elderly Swedish men: a population-based<br />
study. Age Ageing 1996;25:285-291.<br />
119. Rosen RC, Riley A, Wagner G, et al. The International<br />
Index of Erectile Function (IIEF): a multidimensional<br />
scale for assessment of erectile dysfunction.<br />
Urology 1997;49:822-830.<br />
120. Cappelleri JC, Siegel RL, Osterloh IH, Rosen RC.<br />
Relationship between patient self-assessment of<br />
erectile function and the erectile function domain<br />
of the international index of erectile function.<br />
Urology 2000;56:477-481.<br />
121. Glick HA, McCarron TJ, Althof SE, et al. Construction<br />
of scales for the Center for Marital and Sexual<br />
Health (CMASH) Sexual Functioning Questionnaire.<br />
J Sex Marital Ther 1997;23:103-117.<br />
122. Rosen R, Brown C, Heiman J, et al. The Female<br />
Sexual Function Index (FSFI): a multidimensional<br />
self-report instrument for the assessment of female<br />
sexual function. J Sex Marital Ther 2000;26:191-<br />
208.<br />
123. Purifoy FE, Grodsky A, Giambra LM. The relationship<br />
of sexual daydreaming to sexual activity, sexual<br />
drive, and sexual attitudes for women across the<br />
life-span. Arch Sex Behav 1992;21:369-385.<br />
124. Berman JR, Berman L, Goldstein I. Female sexual<br />
dysfunction: incidence, pathophysiology, evaluation,<br />
and treatment options. Urology 1999;54:385-<br />
391.<br />
125. Nusbaum MR, Gamble G, Skinner B, Heiman J.<br />
The high prevalence of sexual concerns among<br />
women seeking routine gynecological care. J Fam<br />
Pract 2000;49:229-232.<br />
126. Mulligan T, Retchin SM, Chinchilli VM, Bettinger<br />
CB. The role of aging and chronic disease in sexual<br />
dysfunction. J Am Geriatr Soc 1988;36:520-524.<br />
127. Wespes E. Erectile dysfunction in the ageing man.<br />
Curr Opin Urol 2000;10:625-628.<br />
128. Jensen J, Lendorf A, Stimpel H, et al. The prevalence<br />
and etiology of impotence in 101 male hypertensive<br />
outpatients. Am J Hypertens 1999;12:271-275.<br />
129. Schachter M. Erectile dysfunction and lipid disorders.<br />
Curr Med Res Opin 2000;16 Suppl 1:s9-s12.<br />
130. Jaffe A, Chen Y, Kisch ES, et al. Erectile dysfunction<br />
in hypertensive subjects: assessment of potential<br />
determinants. Hypertension 1996;28:859-862.<br />
131. Ledda A. Diabetes, hypertension and erectile dysfunction.<br />
Curr Med Res Opin 2000;16 Suppl 1:s17-<br />
s20.<br />
132. Monga TN, Tan G, Ostermann HJ, et al. Sexuality<br />
and sexual adjustment of patients with chronic<br />
pain. Disabil Rehabil 1998;20:317-329.<br />
133. Steele TE, Wuerth D, Finkelstein S, et al. Sexual<br />
experience of the chronic peritoneal dialysis patient.<br />
J Am Soc Nephrol 1996;7:1165-1168.<br />
134. Nordstrom GM, Nyman CR. Male and female sexual<br />
function and activity following ileal conduit<br />
urinary diversion. Br J Urol 1992;70:33-39.<br />
135. Bjerre BD, Johansen C, Steven K. Sexological problems<br />
after cystectomy: bladder substitution compared<br />
with ileal conduit diversion. A questionnaire<br />
study of male patients. Scand J Urol Nephrol<br />
1998;32:187-193.<br />
136. Bjerre BD, Johansen C, Steven K. A questionnaire<br />
study of sexological problems following urinary<br />
diversion in the female patient. Scand J Urol<br />
Nephrol 1997;31:155-160.<br />
137. Karacan I, Karatas M. Erectile dysfunction in sleep<br />
apnea and response to CPAP. J Sex Marital Ther<br />
1995;21:239-247.<br />
138. Schiavi RC, Mandeli J, Schreiner-Engel P, Chambers<br />
A. Aging, sleep disorders, and male sexual<br />
function. Biol Psychiatry 1991;30:15-24.<br />
139. Monga TN, Lawson JS, Inglis J. Sexual dysfunction<br />
in stroke patients. Arch Phys Med Rehabil<br />
1986;67:19-22.<br />
140. Coslett HB, Heilman KM. Male sexual function.<br />
Impairment after right hemisphere stroke. Arch<br />
Neurol 1986;43:1036-1039.<br />
141. Korpelainen JT, Nieminen P, Myllyla VV. Sexual<br />
functioning among stroke patients and their spouses.<br />
Stroke 1999;30:715-719.<br />
142. Koller WC, Vetere-Overfield B, Williamson A, et<br />
al. Sexual dysfunction in Parkinson’s disease. Clin<br />
Neuropharmacol 1990;13:461-463.<br />
143. Litz BT, Zeiss AM, Davies HD. Sexual concerns<br />
of male spouses of female Alzheimer’s disease<br />
patients. Gerontologist 1990;30:113-116.<br />
144. Tsai SJ, Hwang JP, Yang CH, et al. Inappropriate<br />
sexual behaviors in dementia: a preliminary report.<br />
Alzheimer Dis Assoc Disord 1999;13:60-62.<br />
145. Levitsky AM, Owens NJ. Pharmacologic treatment
158<br />
Γηριατρική Ουρολογία<br />
of hypersexuality and paraphilias in nursing home<br />
residents. J Am Geriatr Soc 1999;47:231-234.<br />
146. Wiseman SV, McAuley JW, Freidenberg GR, Freidenberg<br />
DL. Hypersexuality in patients with dementia:<br />
possible response to cimetidine. Neurology<br />
2000;54:2024.<br />
147. Rosas SE, Wasserstein A, Kobrin S, Feldman HI.<br />
Preliminary observations of sildenafil treatment<br />
for erectile dysfunction in dialysis patients. Am J<br />
Kidney Dis 2001;37:134-137.<br />
148. Dinsmore WW, Hodges M, Hargreaves C, et al.<br />
Sildenafil citrate (Viagra) in erectile dysfunction:<br />
near normalization in men with broad-spectrum<br />
erectile dysfunction compared with age-matched<br />
healthy control subjects. Urology 1999;53:800-<br />
805.<br />
149. Kaplan SA, Reis RB, Kohn IJ, et al. Safety and efficacy<br />
of sildenafil in postmenopausal women with<br />
sexual dysfunction. Urology 1999;53:481-486.<br />
150. Kramolowsky EV, Quinlan SM, Loening SA. Extracorporeal<br />
shock wave lithotripsy for the treatment<br />
of urinary calculi in the elderly. J Am Geriatr Soc<br />
1987;35:251-254.<br />
151. Ukimura O, Kojima M, Inui E, et al. A statistical<br />
study of the American Urological Association<br />
symptom index for benign prostatic hyperplasia in<br />
participants of mass screening program for prostatic<br />
diseases using transrectal sonography. J Urol<br />
1996;156:1673-1678.<br />
152. Kawauchi A, Tanaka Y, Soh J, et al. Causes of<br />
nocturnal urinary frequency and reasons for itsincrease<br />
with age in healthy older men. J Urol<br />
2000;163:81-84.<br />
153. Bradley CS, Kennedy CM, Nygaard IE. Pelvic floor<br />
symptoms and lifestyle factors in olderwomen. J<br />
Womens Health (Larchmt) 2005;14:128-136.<br />
154. Ko Y, Lin SJ, Salmon JW, Bron MS. The impact of<br />
urinary incontinence on quality of life of the elderly.<br />
Am J Manag Care 2005;11:S103-S111.<br />
155. Finkelstein MM, Skelly J, Kaczorowski J, Swanson<br />
G. Incontinence Quality of Life Instrument in<br />
a survey of primary care physicians. J Fam Pract<br />
2002;51:952.<br />
156. Hunskaar S, Vinsnes A. The quality of life in<br />
women with urinary incontinence as measured<br />
by the Sickness Impact Profile. J Am Geriatr Soc<br />
1991;39:378-382.<br />
157. Rosenberg LJ, Griffiths DJ, Resnick NM. Factors that<br />
distinguish continent from incontinentμ older adults<br />
with detrusor overactivity. J Urol2005;174:1868-<br />
1872.<br />
158. Goode PS, Burgio KL, Locher JL, et al. Urodynamic<br />
changes associated with behavioral and drug<br />
treatment of urge incontinence in older women. J<br />
Am Geriatr Soc 2002;50:808-816.<br />
159. Chapple CR, Abrams P. Comparison of darifenacin<br />
and oxybutynin in patients with overactive bladder:<br />
assessment of ambulatory urodynamics and<br />
impact on salivary flow. Eur Urol 2005;48:102-<br />
109.<br />
160. Digesu GA, Khullar V, Cardozo L, Salvatore S.<br />
Overactive bladder symptoms: do we need urodynamics?<br />
Neurourol Urodyn 2003;22:105-108.<br />
161. Holtedahl K, Verelst M, Schiefloe A, Hunskaar S.<br />
Usefulness of urodynamic examination in female<br />
urinary incontinence—lessons from a populationbased,<br />
randomized, controlled study of conservative<br />
treatment. Scand J Urol Nephrol 2000;34:169-<br />
174.<br />
162. Malone-Lee JG, Walsh JB, Maugourd MF. Tolterodine:<br />
a safe and effective treatment for older patients<br />
with overactive bladder. J Am Geriatr Soc<br />
2001;49:700-705.<br />
163. Lipton RB, Kolodner K, Wesnes K. Assessment of<br />
cognitive function of the elderly population: effects<br />
of darifenacin. J Urol 2005;173:493-498.<br />
164. Krauwinkel WJ, Smulders RA, Mulder H, et al. Effect<br />
of age on the pharmacokinetics of solifenacin<br />
in men and women. Int J Clin Pharmacol Ther<br />
2005;43:227-238.<br />
165. Teunissen TA, de Jonge A, van Weel C, Lagro-<br />
Janssen AL. Treating urinary incontinence in the<br />
elderly-conservative therapies that work: a systematic<br />
review. J Fam Pract 2004;53:25-30, 32.<br />
166. Bergstrom K, Carlsson CP, Lindholm C, Widengren<br />
R. Improvement of urge- and mixed-type<br />
incontinence after acupuncture treatment among<br />
elderly women—a pilot study. J Auton Nerv Syst<br />
2000;79:173-180.<br />
167. Emmons SL, Otto L. Acupuncture for overactive<br />
bladder: a randomized controlled trial. Obstet Gynecol<br />
2005;106:138-143. <br />
168. Ghei M, Maraj BH, Miller R, et al. Effects of botulinum<br />
toxin B on refractory detrusor overactivity:<br />
a randomized, double-blind, placebo controlled,<br />
crossover trial. J Urol 2005;174:1873-1877; discussion<br />
1877.<br />
169. Carey JM, Leach GE. Transvaginal surgery in the
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 159<br />
octogenarian using cadaveric fascia for pelvic<br />
prolapse and stress incontinence: minimal oneyear<br />
results compared to younger patients. Urology<br />
2004;63:665-670.<br />
170. Peattie AB, Stanton SL. The Stamey operation for<br />
correction of genuine stress incontinence in the<br />
elderly woman. Br J Obstet Gynaecol 1989;96:983-<br />
986.<br />
171. Nitti VW, Bregg KJ, Sussman EM, Raz S. The Raz<br />
bladder neck suspension in patients 65 years old<br />
and older. J Urol 1993;149:802-807.<br />
172. Holmgren C, Nilsson S, Lanner L, Hellberg D.<br />
Long-term results with tension-free vaginal tape<br />
on mixed and stress urinary incontinence. Obstet<br />
Gynecol 2005;106:38-43.<br />
173. Bukkapatnam R, Shah S, Raz S, Rodriguez L. Anterior<br />
vaginal wall surgery in elderly patients: outcomes<br />
and assessment. Urology 2005;65:1104-1108.<br />
174. Schweitzer KJ, Vierhout ME, Milani AL. Surgery<br />
for pelvic organ prolapse in women of 80 years<br />
of age and older. Acta Obstet Gynecol Scand<br />
2005;84:286-289.<br />
175. Maher CF, O’Reilly BA, Dwyer PL, et al. Pubovaginal<br />
sling versus transurethral Macroplastique for<br />
stress urinary incontinence and intrinsic sphincter<br />
deficiency: a prospective randomised controlled<br />
trial. BJOG 2005;112:797-801.<br />
176. Truijen G, Wyndaele JJ, Weyler J. Conservative<br />
treatment of stress urinary incontinence in women:<br />
who will benefit? Int Urogynecol J Pelvic Floor<br />
Dysfunct 2001;12:386-390.<br />
177. Cammu H, Van Nylen M, Blockeel C, et al. Who<br />
will benefit from pelvic floor muscle training for<br />
stress urinary incontinence? Am J Obstet Gynecol<br />
2004;191:1152-1157.<br />
178. Burgio KL, Goode PS, Locher JL, et al. Predictors<br />
of outcome in the behavioral treatment of urinary<br />
incontinence in women. Obstet Gynecol<br />
2003;102:940-947.<br />
179. Nuotio M, Tammela TL, Luukkaala T, Jylha M. Urgency<br />
and urge incontinence in an older population:<br />
ten-year changes and their association with<br />
mortality. Aging Clin Exp Res 2002;14:412-419.<br />
180. Ruben FL, Dearwater SR, Norden CW, et al. Clinical<br />
infections in the noninstitutionalized geriatric<br />
age group: methods utilized and incidence of infections.<br />
The Pittsburgh Good Health Study. Am J<br />
Epidemiol 1995;141:145-157.<br />
181. Nicolle LE. Urinary infections in the elderly: symptomatic<br />
of asymptomatic? Int J Antimicrob Agents<br />
1999;11:265-268.<br />
182. Walker S, McGeer A, Simor AE, et al. Why are antibiotics<br />
prescribed for asymptomatic bacteriuria<br />
in institutionalized elderly people? A qualitative<br />
study of physicians’ and nurses’ perceptions. CMAJ<br />
2000;163:273-277.<br />
183. Dessole S, Rubattu G, Ambrosini G, et al. Efficacy<br />
of low-dose intravaginal estriol on urogenital<br />
aging in postmenopausal women. Menopause<br />
2004;11:49-56.<br />
184. Raz R, Colodner R, Rohana Y, et al. Effectiveness<br />
of estriol-containing vaginal pessaries and nitrofurantoin<br />
macrocrystal therapy in the prevention<br />
of recurrent urinary tract infection in postmenopausal<br />
women. Clin Infect Dis 2003;36:1362-1368.<br />
185. Brown JS, Vittinghoff E, Kanaya AM, et al. Urinary<br />
tract infections in postmenopausal women: effect<br />
of hormone therapy and risk factors. Obstet Gynecol<br />
2001;98:1045-1052. <br />
186. Vogel T, Verreault R, Gourdeau M, et al. Optimal<br />
duration of antibiotic therapy for uncomplicated<br />
urinary tract infection in older women: a<br />
double-blind randomized controlled trial. CMAJ<br />
2004;170:469-473.<br />
187. Lutters M, Vogt N. Antibiotic duration for treating<br />
uncomplicated, symptomatic lower urinary tract<br />
infections in elderly women. Cochrane Database<br />
Syst Rev 2002:CD001535.<br />
188. Sobel JD, Kauffman CA, McKinsey D, et al. Candiduria:<br />
a randomized, double-blind study of treatment<br />
with fluconazole and placebo. The National Institute<br />
of Allergy and Infectious Diseases (NIAID) Mycoses<br />
Study Group. Clin Infect Dis 2000;30:19-24.<br />
189. Bent S, Kane C, Shinohara K, et al. Saw palmetto<br />
for benign prostatic hyperplasia. N Engl J Med<br />
2006;354:557-566.<br />
190. Hill B, Belville W, Bruskewitz R, et al. Transurethral<br />
needle ablation versus transurethral resection<br />
of the prostate for the treatment of symptomatic<br />
benign prostatic hyperplasia: 5-year results of a<br />
prospective, randomized, multicenter clinical trial.<br />
J Urol 2004;171:2336-2340.<br />
191. Chandrasekar P, Virdi JS, Kapasi F. Transurethral<br />
needle ablation of the prostate (TUNA)-a prospective<br />
randomized study, long-term results [abstract].<br />
J Urol 2003;169:463. Abstract 1754.<br />
192. Boyle P, Robertson C, Vaughan ED, Fitzpatrick JM.<br />
A meta-analysis of trials of transurethral needle
160<br />
Γηριατρική Ουρολογία<br />
ablation for treating symptomatic benign prostatic<br />
hyperplasia. BJU Int 2004;94:83-88.<br />
193. Hoffman RM, MacDonald R, Monga M, Wilt<br />
TJ. Transurethral microwave thermotherapy vs<br />
transurethral resection for treating benign prostatic<br />
hyperplasia: a systematic review. BJU Int<br />
2004;94:1031-1036.<br />
194. Gupta N, Sivaramakrishna, Kumar R, et al. Comparison<br />
of standard transurethral resection, transurethral<br />
vapour resection and holmium laser enucleation<br />
of the prostate for managing benign prostatic<br />
hyperplasia of .40 g. BJU Int 2006;97:85-89.<br />
195. Montorsi F, Naspro R, Salonia A, et al. Holmium<br />
laser enucleation versus transurethral resection of<br />
the prostate: results from a 2-center, prospective,<br />
randomized trial in patients with obstructive benign<br />
prostatic hyperplasia. J Urol 2004;172:1926-<br />
1929.<br />
196. Souverein PC, Erkens JA, de la Rosette JJ, et al.<br />
Drug treatment of benign prostatic hyperplasia<br />
and hospital admission for BPH-related surgery.<br />
Eur Urol 2003;43:528-534.<br />
197. Vela-Navarrete R, Gonzalez-Enguita C, Garcia-<br />
Cardoso JV, et al. The impact of medical therapy<br />
on surgery for benign prostatic hyperplasia: a<br />
study comparing changes in a decade (1992-2002).<br />
BJU Int 2005;96:1045-1048.<br />
198. Naslund MJ, Carlson AM, Williams MJ. A cost<br />
comparison of medical management and transurethral<br />
needle ablation for treatment of benign<br />
prostatic hyperplasia during a 5-year period. J Urol<br />
2005;173:2090-2093; discussion 2093.<br />
199. Bo M, Ventura M, Marinello R, et al. Relationship<br />
between prostatic specific antigen (PSA) and<br />
volume of the prostate in the benign prostatic hyperplasia<br />
in the elderly. Crit Rev Oncol Hematol<br />
2003;47:207-211.<br />
200. Holmberg L, Bill-Axelson A, Helgesen F, et al. A<br />
randomized trial comparing radical prostatectomy<br />
with watchful waiting in early prostate cancer. N<br />
Engl J Med 2002;347:781-789.<br />
201. Bill-Axelson A, Holmberg L, Ruutu M, et al. Radical<br />
prostatectomy versus watchful waiting in early<br />
prostate cancer. N Engl J Med 2005;352:1977-<br />
1984.<br />
202. Soulie M, Straub M, Game X, et al. A multicenter<br />
study of the morbidity of radical cystectomy in<br />
select elderly patients with bladder cancer. J Urol<br />
2002;167:1325-1328.<br />
203. Chang SS, Alberts G, Cookson MS, Smith JA, Jr.<br />
Radical cystectomy is safe in elderly patients at<br />
high risk. J Urol 2001;166:938-941.<br />
204. Thompson IM, Tangen CM, Goodman PJ, et al.<br />
Erectile dysfunction and subsequent cardiovascular<br />
disease. JAMA 2005;294:2996-3002.<br />
205. Blumentals WA, Gomez-Caminero A, Joo S,<br />
Vannappagari V. Is erectile dysfunction predictive<br />
of peripheral vascular disease? Aging Male<br />
2003;6:217-221.<br />
206. Gazzaruso C, Giordanetti S, De Amici E, et al. Relationship<br />
between erectile dysfunction and silent<br />
myocardial ischemia in apparently uncomplicated<br />
type 2 diabetic patients. Circulation 2004;110:22-<br />
26.<br />
207. Giuliano FA, Leriche A, Jaudinot EO, de Gendre<br />
AS. Prevalence of erectile dysfunction among<br />
7689 patients with diabetes or hypertension, or<br />
both. Urology 2004;64:1196-1201.<br />
208. Rosen RC, Fisher WA, Eardley I, et al. The multinational<br />
Men’s Attitudes to Life Events and Sexuality<br />
(MALES) study: I: prevalence of erectile dysfunction<br />
and related health concerns in the general<br />
population. Curr Med Res Opin 2004;20:607-617.<br />
209. Shiri R, Koskimaki J, Hakkinen J, et al. Effects of<br />
age, comorbidity and lifestyle factors on erectile<br />
function: Tampere Ageing Male Urological Study<br />
(TAMUS). Eur Urol 2004;45:628-633.<br />
210. Fujisawa M, Sawada K. Clinical efficacy and safety<br />
of sildenafil in elderly patients with erectile<br />
dysfunction. Arch Androl 2004;50:255-260.<br />
211. Rendell MS, Rajfer J, Wicker PA, Smith MD. Sildenafil<br />
for treatment of erectile dysfunction in men<br />
with diabetes: a randomized controlled trial. Sildenafil<br />
Diabetes Study Group. JAMA 1999;281:421-<br />
426.<br />
212. Wagner G, Montorsi F, Auerbach S, Collins M.<br />
Sildenafil citrate (VIAGRA) improves erectile function<br />
in elderly patients with erectile dysfunction:<br />
a subgroup analysis. J Gerontol A Biol Sci Med Sci<br />
2001;56:M113-M119.<br />
213. Brock GB, McMahon CG, Chen KK, et al. Efficacy<br />
and safety of tadalafil for the treatment of erectile<br />
dysfunction: results of integrated analyses. J Urol<br />
2002;168:1332-1336.<br />
214. Finelli A, Hirshberg ED, Radomski SB. The treatment<br />
choice of elderly patients with erectile dysfunction.<br />
Geriatr Nephrol Urol 1998;8:15-19.<br />
215. Shabsigh R, Padma-Nathan H, Gittleman M, et al.
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 161<br />
Intracavernous alprostadil alfadex (EDEX/VIRIDAL)<br />
is effective and safe in patients with erectile dysfunction<br />
after failing sildenafil (Viagra). Urology<br />
2000;55:477-480.<br />
216. Israilov S, Shmuely J, Niv E, et al. Evaluation of a<br />
progressive treatment program for erectile dysfunction<br />
in patients with diabetes mellitus. Int J<br />
Impot Res 2005;17:431-436.<br />
217. Robertson WG, Peacock M, Heyburn PJ. Clinical<br />
and metabolic aspects of urinary stone disease<br />
in Leeds. Scand J Urol Nephrol Suppl 1980;53:199-<br />
206.<br />
218. Koide T, Itatani H, Yoshioka T, et al. Clinical manifestations<br />
of calcium oxalate monohydrate and<br />
dihydrate urolithiasis. J Urol 1982;127:1067-1069.<br />
219. Daudon M, Donsimoni R, Hennequin C, et al.<br />
Sex- and age-related composition of 10 617 calculi<br />
analyzed by infrared spectroscopy. Urol Res<br />
1995;23:319-326.<br />
220. Daudon M, Dore JC, Jungers P, Lacour B. Changes<br />
in stone composition according to age and gender<br />
of patients: a multivariate epidemiological<br />
approach. Urol Res 2004;32:241-247.<br />
221. Usui Y, Matsuzaki S, Matsushita K, Shima M. Urolithiasis<br />
in geriatric patients. Tokai J Exp Clin Med<br />
2003;28:81-87.<br />
222. Hall WD, Pettinger M, Oberman A, et al. Risk<br />
factors for kidney stones in older women in the<br />
southern United States. Am J M ed Sci 2001;322:12-<br />
18.<br />
223. Abate N, Chandalia M, Cabo-Chan AV, Jr., et al.<br />
The metabolic syndrome and uric acid nephrolithiasis:<br />
novel features of renal manifestation of<br />
insulin resistance. Kidney Int 2004;65:386-392.<br />
224. Ford ES, Giles WH, Dietz WH. Prevalence of the<br />
metabolic syndrome among US adults: findings<br />
from the third National Health and Nutrition Examination<br />
Survey. JAMA 2002;287:356-359.<br />
225. Heller HJ, Sakhaee K, Moe OW, Pak CY. Etiological<br />
role of estrogen status in renal stone formation.<br />
J Urol 2002;168:1923-1927.<br />
226. Araujo AB, O’Donnell AB, Brambilla DJ, et al. Prevalence<br />
and incidence of androgen deficiency in<br />
middle-aged and older men: estimates from the<br />
Massachusetts Male Aging Study. J Clin Endocrinol<br />
Metab 2004;89:5920-5926.<br />
227. Ly LP, Jimenez M, Zhuang TN, et al. A doubleblind,<br />
placebo-controlled, randomized clinical<br />
trial of transdermal dihydrotestosterone gel on<br />
muscular strength, mobility, and quality of life in<br />
older men with partial androgen deficiency. J Clin<br />
Endocrinol Metab 2001;86:4078-4088.<br />
228. Wilson JR, Clarke MG, Ewings P, et al. The assessment<br />
of patient life-expectancy: how accurate<br />
are urologists and oncologists? BJU Int<br />
2005;95:794-798.<br />
229. Krahn MD, Bremner KE, Asaria J, et al. The tenyear<br />
rule revisited: accuracy of clinicians’ estimates<br />
of life expectancy in patients with localized<br />
prostate cancer. Urology 2002;60:258-263.
Αντιμετώπιση ασθενών τρίτης ηλικίας με παθήσεις<br />
του πεπτικού συστήματος<br />
ΣΑ Καπίρης<br />
Επιμελητής Α’, Γ’ Χειρουργικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
SUMMARY<br />
KAPIRIS AS. Management of the diseases of the digestive system in the elderly. The geriatric population in<br />
Greece is expanding and clinical decision-making is often complicated by the effects of ageing. Age should not be the<br />
only parameter considered when addressing diseases of the gastrointestinal tract. The present short review summarizes<br />
the changes of the GI tract attributed to ageing and discusses operative risks, mortality and morbidity rates as well as<br />
the therapeutic results for the different gastrointestinal sites when affected by cancer and for clostiridium difficile infection.<br />
Elective operations by surgical oncologists are found to be safe and complication rates and mean hospital stay do<br />
not differ between elderly and younger patients provided the procedure is conducted with the best-known technique<br />
in expert hands. Treatment of the elderly should no longer be based on untested beliefs and personal opinions. The<br />
elderly should be accrued for prospective clinical evaluation and should not be denied optimal surgical treatment.<br />
Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 162-167, 2011.<br />
Key words: elderly patients, geriatric patients, esophageal cancer, colonic cancer, pancreatic cancer, c. difficile infection<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Ο γηριατρικός πληθυσμός στην Ελλάδα αυξάνεται συνεχώς και οι αποφάσεις για διάφορα κλινικά προβλήματα συχνά<br />
περιπλέκονται από τις επιπτώσεις της μεγάλης ηλικίας των ασθενών αυτών. Η μεγάλη ηλικία δεν θα πρέπει να<br />
είναι η μόνη παράμετρος που θα λαμβάνεται υπ’ όψιν όταν υπάρχουν παθήσεις του γαστρεντερικού συστήματος.<br />
Στην παρούσα βραχεία ανασκόπηση συνοψίζονται οι αλλαγές στο πεπτικό σύστημα που οφείλονται στην προχωρημένη<br />
ηλικία, ενώ συζητούνται ο εγχειρητικός κίνδυνος, η νοσηρότητα, η θνητότητα και τα αποτελέσματα των<br />
χειρουργικών θεραπειών σε διάφορους τύπους καρκίνων του γαστρεντερικού. Οι προγραμματισμένες επεμβάσεις<br />
στους ασθενείς αυτούς είναι ασφαλείς, ενώ ο κίνδυνος των επιπλοκών και ο μέση διάρκεια νοσηλείας δεν διαφέρουν<br />
μεταξύ ηλικιωμένων και νεώτερων ασθενών με την προυπόθεση ότι οι επεμβάσεις εκτελούνται με την καλύτερη τεχνική<br />
από έμπειρα χέρια. Επίσης συζητείται η λοίμωξη των ηλικιωμένων από κλωστηρίδιο difficile. Οι ηλικιωμένοι θα<br />
πρέπει να εντάσσονται σε προοπτικές κλινικές μελέτες ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να τους προσφέρεται η ιδανική<br />
(optimal) θεραπεία. Η σε μεγάλο βαθμό έκπτωση από τη δυνητικά ριζική χειρουργική θεραπεία σε αυτή την ομάδα<br />
των ασθενών δε θα πρέπει να είναι αποδεκτή. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 162-167, 2011.<br />
Λέξεις κλειδιά: ηλικιωμένοι ασθενείς, ασθενείς τρίτης ηλικίας, καρκίνος οισοφάγου, καρκίνος παγκρέατος, καρκίνος<br />
παχέως εντέρου, λοίμωξη από κλωστηρίδιο difficile<br />
Τα τελευταία 10 χρόνια (1996 - 2006) ο συνολικός<br />
πληθυσμός της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 4,2%, κυρίως<br />
λόγω της μετανάστευσης. Το προσδόκιμο ζωής κατά<br />
τη γέννηση διαμορφώθηκε, το 2004, στα 76,67 έτη για<br />
τους άντρες και στα 81,46 έτη για τις γυναίκες, εμφανίζοντας<br />
μικρή αυξητική τάση, κυρίως λόγω της μείωσης<br />
της περιγεννητικής και βρεφικής θνησιμότητας. Η<br />
Ελλάδα, σε ό,τι αφορά το προσδόκιμο ζωής, κατατασσόταν<br />
το 2004 στην 11η θέση μεταξύ των χωρών της<br />
Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ το 2001 κατείχε την 7η θέση<br />
και το 1991 τη 2η.<br />
Η ηλικιακή ομάδα άνω των 65 ετών (ασθενείς 3 ης ηλικίας),<br />
αυξήθηκε από 13,3% στο σύνολο του πληθυσμού<br />
της Ελλάδας το 1983, σε 18,5% το 2006, με αποτέλεσμα
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 163<br />
την περαιτέρω δημογραφική γήρανση του πληθυσμού.<br />
Δείκτες της δημογραφικής σύνθεσης ενός πληθυσμού<br />
είναι ο δείκτης γήρανσης και ο δείκτης εξάρτησης.<br />
Ο δείκτης γήρανσης προκύπτει από την εκατοστιαία<br />
αναλογία του πληθυσμού με ηλικία άνω των 65 ετών,<br />
προς τον πληθυσμό με ηλικία κάτω των 14 ετών. Ο<br />
δείκτης εξάρτησης είναι η εκατοστιαία αναλογία του<br />
οικονομικά μη ενεργού πληθυσμού (ηλικιακές ομάδες 0-<br />
14 και άνω των 65 ετών) προς τον οικονομικά ενεργό<br />
πληθυσμό ηλικίας 15-64 ετών. Ο δείκτης γήρανσης έχει<br />
αυξηθεί κατά 45,5% μέσα σε μια δεκαετία, φτάνοντας<br />
στο 129,31 το 2006. Αντίθετα, ο δείκτης εξάρτησης παραμένει<br />
περίπου σταθερός, με τιμή 48,91 για το 2006 1 .<br />
Οι δείκτες αυτοί είναι συγκρίσιμοι με αυτούς των<br />
Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, όπου υπολογίζεται ότι<br />
οι Αμερικανοί με ηλικία μεγαλύτερη των 65 ετών θα είναι<br />
το 2020 περισσότεροι από το 20% του πληθησμού, ενώ<br />
το 2070 θα έχουν διπλασιαστεί στα 70 εκατομμύρια, με<br />
το 25% από αυτούς να είναι άτομα μεγαλύτερα από 85<br />
ετών 2<br />
Φυσιολογικες αλλαγες στο πεπτικο συστημα<br />
που σχετιζονται με την μεγαλη ηλικια<br />
Οι αλλαγές στο ΓΕΣ που σχετίζονται με την ηλικία<br />
περιλαμβάνουν ελάττωση της βασικής και μετά<br />
από διέγερση έκκρισης του σάλιου (η οποία μπορεί<br />
να οδηγήσει σε δυσχέρεια στην κατάποση) 3 , ελάττωση<br />
παραγωγής της γαστρικής βλέννης 4 , και επιβράδυνση<br />
της εντερικής κινητικότητας 5 .<br />
Το μέγεθος και ο όγκος του ήπατος μειώνεται<br />
προϊούσης της ηλικίας με αντίστοιχη μείωση και στη<br />
λειτουργικότητα του 6 . Επιπλέον η γήρανση – εκφύλιση<br />
του ηπατοκυττάρου οδηγεί σε μειωμένη αδρανοποίηση<br />
ουσιών και φαρμάκων ιδιαίτερα αυτών που μεταβολίζονται<br />
από το κυτόχρωμα P-450 7 . Έτσι ο κίνδυνος των<br />
παρενεργειών αλλά και των αλληλεπιδράσεων φαρμάκων<br />
τα οποία μεταβολίζονται από το σύστημα κυτοχρώματος<br />
P-450 είναι αυξημένος στον υπερήλικα.<br />
Το ελαττωμένο επίπεδο θρέψης είναι ένα άλλο σημαντικό<br />
πρόβλημα στα άτομα τρίτης ηλικίας. Υπολογίζεται<br />
ότι τι 12% των ανδρών και το 8% των γυναικών<br />
στον υγιή γηριατρικό πληθυσμό εμφανίζουν ελαττωμένη<br />
θρέψη 8 . Η ελαττωμένη θρέψη είναι ακόμα πιο<br />
έκδηλη σε νοσηλευόμενους υπερήλικες με αναφερόμενα<br />
ποσοστά από 37% ως 85% 9,10 . Είναι γνωστό ότι σε<br />
ασθενείς με κακό επίπεδο θρέψης όπως αυτό καθορίζεται<br />
από χαμηλό δείκτη μάζας σώματος (BMI) 11 , εξεσημασμένη<br />
απώλεια βάρους 12 , και υποαλβουμιναιμία 13 , το<br />
ποσοστό των χειρουργικών επιπλοκών και η μετεγχειρητική<br />
θνητότητα είναι αυξημένα. Σε μια πολυκεντρική<br />
μελέτη (National Veterans Affairs Surgical Risk Study) 14 , τα<br />
ελαττωμένα επίπεδα της αλβουμίνης σχετίζονταν με<br />
εκθετική αύξηση της θνητότητας (από 1% σε 29%) και<br />
της νοσηρότητας (από 10% σε 65%) σε ασθενείς που<br />
είχαν υποβληθεί σε μείζονες μη καρδιοχειρουργικές<br />
επεμβάσεις 14 . Συμπερασματικά η προεγχειρητική αναγνώριση<br />
των υπερήλικων υποθρεπτικών ασθενών και<br />
η θρεπτική υποστήριξη πριν από μείζονες χειρουργικές<br />
επεμβάσεις είναι σημαντική και μπορεί να μειώσει<br />
τις πιθανότητες δυσμενών αποτελεσμάτων.<br />
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ασθενής της τρίτης ηλικίας<br />
εκτός από την έκπτωση λειτουργίας του ΓΕΣ,<br />
εμφανίζει αλλαγές σχετιζόμενες με την πάροδο της<br />
ηλικίας και σε όλα τα υπόλοιπα συστήματα. Υπάρχει<br />
μείωση της λειτουργίας του καρδιαγγειακού συστήματος,<br />
του αναπνευστικού συστήματος, των νεφρών και<br />
της δυνατότητας ηλεκτρολυτικής ρύθμισης, του μυοσκελετικού<br />
συστήματος, του ενδοκρινικού συστήματος,<br />
της θερμορρύθμισης, του ανοσολογικού συστήματος<br />
και του κεντρικού νευρικού συστήματος. Έτσι ο γηριατρικός<br />
πληθυσμός είναι ανομοιογενής εξαιτίας της<br />
πληθώρας των συνοδών νοσημάτων, της πολυφαρμακίας<br />
αλλά και του διαφορετικού ψυχοκοινωνικού<br />
επιπέδου αυτών των ασθενών. Αυτή η ανομοιογένεια<br />
έχει οδηγήσει στη χρήση διαφόρων συστημάτων<br />
βαθμολογίας (score systems) σε μια προσπάθεια για<br />
μια πιο ακριβή και μετρήσιμη εκτίμηση του επιπέδου<br />
υγείας αυτών των ασθενών. Τέτοια συστήματα είναι<br />
το Comprehensive Geriatric Assessment (CGA), το<br />
Revised Cardiac Risk Index (RCRI), το Eastern Cooperative<br />
Oncology Group (ECOG) Grade, το Κarnofsky Score,<br />
το American Society of Aneisthisiology (ASA) score, το<br />
Cumulative Index illness Rating Scale-Geriatrics (CIRS-G)<br />
και το Charlson Commorbidity Index (CCI) κ.α.<br />
Αντιμετωπιση ασθενων 3 ης ηλικιας με συγκεκριμενες<br />
παθησεις.<br />
Καρκίνος του οισοφάγου<br />
Ο καρκίνος του οισοφάγου είναι μία νόσος που<br />
εμφανίζεται τυπικά σε άνδρες μεγάλης ηλικίας και<br />
έχει ετήσια επίπτωση 7,7/100.000 στον πληθυσμό της<br />
Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα ποσοστό από 18% ως 29%<br />
των ασθενών με καρκίνο του οισοφάγου αφορά ασθενείς<br />
άνω των 70 ετών. Ήδη από τη δεκαετία του 80<br />
είχε επισημανθεί ότι οι επεμβάσεις οισοφαγεκτομών<br />
μπορούσαν να εκτελεστούν με σχετικά χαμηλή θνητότητα<br />
6% ενώ είχε φανεί ότι η προχωρημένη ηλικία δε<br />
σχετιζόταν με αυξημένο κίνδυνο αναστομωτικών δια-
164<br />
Αντιμετώπιση ασθενών τρίτης ηλικίας με παθήσεις του πεπτικού συστήματος<br />
φυγών, πνευμονικών επιπλοκών και μετεγχειρητικής<br />
θνητότητας (Perasia και συν.) 15 . Οι ηλικιωμένοι ασθενείς<br />
με καρκίνο οισοφάγου κατά κανόνα συνοδεύονται<br />
από σοβαρή υποθρεψία, ενώ συχνά εμφανίζουν επεισόδια<br />
εισροφήσεων και ελαττωμένη καρδιοαγγειακή<br />
λειτουργία. Είναι πολύ σημαντική η θρεπτική υποστήριξη<br />
των ασθενών αυτών προεγχειρητικά αλλά και<br />
μετεγχειρητικά καθώς και η πολύ στενή αιμοδυναμική<br />
παρακολούθηση άμεσα μετεγχειρητικά σε μονάδα αυξημένης<br />
φροντίδας.<br />
Προτείνεται επίσης ότι η οισοφαγεκτομή χωρίς<br />
θωρακοτομή (transhiatal/ pull-through esophagectomy)<br />
είναι ασφαλέστερη σε ασθενείς υψηλού χειρουργικού<br />
κινδύνου 15 . Συμπερασματικά η κατάλληλη χειρουργική<br />
εμπειρία, η μετεγχειρητική αιμοδυναμική και θρεπτική<br />
υποστήριξη και η επιλογή της κατάλληλης επέμβασης<br />
επιτρέπουν στους ασθενείς της τρίτης ηλικίας με καρκίνο<br />
του οισοφάγου να υποβληθούν σε θεραπευτική<br />
επέμβαση .<br />
Καρκίνος Στομάχου<br />
Η συχνότητα καρκίνου στομάχου μειώνεται τα<br />
τελευταία χρόνια, είναι όμως ακόμα σχετικά συχνός<br />
στην Ευρώπη με ετήσια επίπτωση 35,7/100.000. Η συχνότητα<br />
είναι μεγαλύτερη γύρω στην ηλικία των 70<br />
ετών ενώ ο καρκίνος του στομάχου είναι ασυνήθης<br />
πριν την ηλικία των 40 ετών. Στους ηλικιωμένους<br />
ασθενείς ο γαστρικός καρκίνος φαίνεται ότι επηρεάζει<br />
περισσότερο το περιφερικό τμήμα του στομάχου 17<br />
με αποτέλεσμα αυτοί οι ασθενείς να εμφανίζουν συχνότερα<br />
αναιμία και απόφραξη εξόδου του στομάχου.<br />
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς έχουν συχνότερα καλώς διαφοροποιημένους<br />
όγκους, συνήθως εντερικού τύπου<br />
κατά Laurèn σε αντίθεση με τους νεώτερους ασθενείς<br />
οι οποίοι εμφανίζουν όγκους διάχυτου τύπου κατά<br />
Laurèn σε μεγαλύτερο ποσοστό 18 . Έτσι λοιπόν φαίνεται<br />
να υπάρχει μια αρνητική συσχέτιση μεταξύ της ηλικίας<br />
και της επιβίωσης η οποία όμως σχετίζεται με τον<br />
υποτύπο γαστρικού καρκίνου (εντερικού – διάχυτου<br />
τύπου) 19 . Οι ηλικιωμένοι ασθενείς με γαστρικό καρκίνο<br />
συχνά έχουν αυξημένο ASA score, εμφανίζουν συνοδές<br />
παθήσεις από το καρδιαγγειακό και ελαττωμένη θρέψη.<br />
Παρ όλα αυτά όμως η περιεγχειρητική θνητότητα<br />
μετά από γαστρεκτομή για καρκίνο στομάχου δε διαφέρει<br />
στατιστικών σημαντικά μεταξύ των ασθενών<br />
μεγαλύτερων των 70 και μικρότερων των 70 ετών ενώ<br />
η μετεγχειρητική νοσηρότητα είναι ελαφρώς αυξημένη<br />
στην ομάδα των ηλικιωμένων ασθενών χωρίς όμως η<br />
διαφορά αυτή να είναι στατιστικά σημαντική 20 .<br />
Καρκίνος του παχέος εντέρου και του<br />
ορθού<br />
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου (Π.Ε.) είναι νόσος<br />
των ηλικιωμένων. Οι ηλικιωμένοι ασθενείς εμφανίζουν<br />
καρκινώματα στο δεξιό κόλον με διπλάσια συχνότητα<br />
απ΄ ότι νεώτεροι ασθενείς (33% έναντι 16%) 29 . Επίσης<br />
οι όγκοι που οδηγούν σε απόφραξη είναι στατιστικά<br />
συχνότεροι σε ασθενείς άνω των 70 ετών. Επιπλέον<br />
οι επείγουσες επεμβάσεις σχετίζονται με στατιστικά<br />
υψηλότερο κίνδυνο εγχειρητικής θνητότητας απ΄ ότι<br />
οι προγραμματισμένες επεμβάσεις (15% έναντι 5%).<br />
Όταν μόνο οι εκλεκτικές κολεκτομές μελετώνται, δε<br />
φαίνεται να υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά<br />
στην εγχειρητική θνητότητα μεταξύ της ομάδας των<br />
υπερηλίκων και της ομάδας των νεώτερων ασθενών<br />
(θνητότητα από 4% ως 7,4%) 30 .<br />
Το αν η επιβίωση των ασθενών τρίτης ηλικίας με<br />
καρκίνο του παχέος εντέρου είναι χειρότερη από αυτή<br />
των νεώτερων ασθενών είναι αμφιλεγόμενο θέμα. Σε<br />
μια μελέτη από τη Μ. Βρετανία που περιλαμβάνει<br />
μεγάλο αριθμό ασθενών αναφέρεται ότι η επιβίωση<br />
σε ηλικιωμένους ασθενείς που υποβλήθηκαν σε κολεκτομές<br />
ήταν χειρότερη από την επιβίωση ασθενών με<br />
μικρότερες ηλικίες 21 . Στη μελέτη όμως αυτή η ηλικιωμένοι<br />
ασθενείς είχαν υψηλότερη βαθμολογία ASA, περισσότερες<br />
επείγουσες επεμβάσεις και περισσότερες<br />
παρηγορικές επεμβάσεις, καταστάσεις που οδηγούν<br />
σε χειρότερη επιβίωση. Σε αντιδιαστολή, άλλες μελέτες<br />
έχουν δείξει ικανοποιητικά ογκολογικά αποτελέσματα<br />
σε επιλεγμένους ασθενείς τρίτης ηλικίας με καρκίνο<br />
παχέος εντέρου 22,23 .Επίσης από την πλευρά της χειρουργικής<br />
τεχνικής που επιλέχθηκε σε ασθενείς τρίτης<br />
ηλικίας με καρκίνους του ορθού, αυτοί που αντιμετωπίστηκαν<br />
με χαμηλή προσθία εκτομή, ολική εκτομή του<br />
μεσοορθού και κολοπρωκτική αναστόμωση εμφάνισαν<br />
λειτουργικά αποτελέσματα (υποκειμενικά και μανομετρικά)<br />
παρόμοια με αυτά νεώτερων ασθενών 24 . Κάποιο<br />
ρόλο επίσης φαίνεται ότι έχει και η λαπαροσκοπική<br />
κολεκτομή στη θεραπεία των υπερηλίκων με καρκίνο<br />
του παχέος εντέρου, δεδομένου ότι υπάρχουν σειρές<br />
που έχουν δείξει ότι η λαπαροσκοπική κολεκτομή είναι<br />
ασφαλή και αποτελεσματική στους ηλικιωμένους 25 και<br />
ότι οδηγεί σε ταχύτερη αποκατάσταση και ταχύτερη<br />
επιστροφή στις καθημερινές δραστηριότητες 25 .<br />
Η επικουρική χημειοθεραπεία σε ασθενείς με καρκίνο<br />
Π.Ε. σταδίου ΙΙΙ αποτελεί ευρέως αποδεκτή θεραπευτική<br />
τακτική. Σε μια μεγάλη αναδρομική μελέτη από<br />
τις ΗΠΑ αναφέρεται ότι το ποσοστό των ασθενών με<br />
καρκίνο παχέος εντέρου που υποβάλλονται σε επι-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 165<br />
κουρική χημειοθεραπεία μειώνεται όσο αυξάνεται η<br />
ηλικία των ασθενών αυτών 27 . Τα αίτια αυτού του προφανούς<br />
δισταγμού ως προς την επιλογή της επικουρικής<br />
χημειοθεραπείας στους υπερήλικους ασθενείς<br />
είναι πολλά : απουσία μελετών που περιλαμβάνουν<br />
υπερήλικους ασθενείς οι οποίες θα καταλήξουν σε συστάσεις<br />
για τη χρήση της επικουρικής χημειοθεραπείας<br />
στους ασθενείς αυτούς, παρουσία συνοδών νοσημάτων<br />
καθώς και αυξημένη τοξικότητα που πιθανώς<br />
εμφανίζεται στους ηλικιωμένους ασθενείς σε σχέση με<br />
τους νεώτερους ασθενεί. Υπάρχει όμως τελευταία μια<br />
αυξανόμενη τάση στην ογκολογική κοινότητα η οποία<br />
υποστηρίζει ότι οι ηλικιωμένοι ασθενείς είναι δυνατό<br />
να ολοκληρώσουν την επικουρική χημειοθεραπεία και<br />
να εμφανίσουν επιβιώσεις συγκρίσιμες με αυτές που<br />
παρατηρούνται σε νεώτερες ομάδες 28 . Κατά συνέπεια<br />
συστήνεται συνετή χρήση της επικουρικής χημειοθεραπείας<br />
στους ηλικιωμένους ασθενείς και όχι απόρριψή<br />
της με βάση μόνο το κριτήριο της μεγάλης ηλικίας.<br />
Καρκίνος ήπατος<br />
Ο πρωτοπαθής καρκίνος του ήπατος εμφανίζεται<br />
σε ασθενείς με μέσο όρο ηλικίας 66,7 έτη και αφορά<br />
περισσότερους άντρες παρά γυναίκες με ετήσια επίπτωση<br />
στην Ευρώπη 19,9/100.000 άνδρες. Σε παλαιότερες<br />
μελέτες αναφερόταν ότι ασθενείς που είχαν<br />
υποβληθεί σε εκτεταμένη δεξιά ηπατεκτομή για ηπάτωμα<br />
και είχαν ηλικία από 55 ως 64 έτη εμφάνιζαν<br />
υψηλότερη εγχειρητική θνητότητα σε σχέση με ασθενείς<br />
ηλικίας κάτω των 55 ετών (11,1 έναντι 0,7%) 31 . Νεώτερες<br />
μελέτες όμως και ιδιαίτερα αυτές που συμπεριλαμβάνουν<br />
και ηπατεκτομές για μεταστάσεις από<br />
καρκίνο Π.Ε. δείχνουν ότι η εγχειρητική νοσηρότητα,<br />
η θνητότητα και η διάρκεια της νοσηλείας δε διέφεραν<br />
στατιστικά σημαντικά από αυτές της συγκριτικής<br />
ομάδας νεώτερων ασθενών (32%, 4%, 13 ημέρες αντίστοιχα)<br />
32 , συμπεραίνοντας ότι η αυξημένη ηλικία από<br />
μόνη της δεν είναι αντένδειξη για εκτεταμένες εκτομές<br />
ήπατος. Η γνώση και χαρτογράφηση της ηπατικής<br />
εφεδρείας και του όγκου του εναπομείναντος παρεγχύματος<br />
μετά την ηπατεκτομή, οδηγούν σε αποφυγή<br />
της μετεεγχειρητικής ηπατικής ανεπάρκειας που είναι<br />
και η κύρια αιτία νοσηρότητας και θνητότητας των<br />
ηλικιωμένων ασθενών .<br />
Καρκίνος Παγκρέατος<br />
Ο καρκίνος παγκρέατος εμφανίζεται μεταξύ των<br />
ηλικιών 65 και 79 έτη με μέσο όρο τα 69,2 έτη για τους<br />
άνδρες και τα 69,6 έτη για τις γυναίκες. Περίπου το<br />
50% των ασθενών που υποβάλλονται σε παγκρεατεκτομή<br />
για παγκρεατικό ή περιπαγκρεατικό καρκίνο<br />
έχουν ηλικία άνω των 65 ετών. Σε ασθενείς άνω των<br />
80 ετών ο καρκίνος κεφαλής παγκρέατος είναι 2,3 φορές<br />
πιο συχνός από τον καρκίνο του σώματος – ουράς<br />
του παγκρέατος. 90% των καρκίνων του παγκρέατος<br />
σε μεγάλη ηλικία αφορούν πορογεννές καρκίνωμα<br />
και συχνά καλώς διαφοροποιημένο. Η πιθανότητα<br />
ανεύρεσης ηπατικών μεταστάσεων και μεταστάσεων<br />
στους λεμφαδένες αυξάνει με την ηλικία 33 . Ήδη από<br />
διάφορες σειρές παγκρεατεκτομών για καρκίνο παγκρέατος<br />
στις δεκαετίες 80 και 90, είχε διαπιστωθεί<br />
ότι αυτές μπορούν να εκτελεστούν με αποδεκτή περιεγχειρητική<br />
θνητότητα στην ομάδα ασθενών που ήταν<br />
άνω των 70 ετών : Spencer και συν. 34 : 9%, Declore και<br />
συν. 35 : 5%, Κayahara και συν. 36 :18%, Fong και συν. 32 :<br />
6%. Στις σειρές αυτές επίσης αναφερόταν ότι η 5ετής<br />
επιβίωση δε διέφερε στατιστικά σημαντικά μεταξύ<br />
των ασθενών άνω των 70 ετών και αυτών που είχαν<br />
μικρότερη ηλικία. Συμπερασματικά στους ηλικιωμένους<br />
ασθενείς τρίτης ηλικίας πρέπει να προσφέρεται<br />
η θεραπευτική επιλογή της μείζονος παγκρεατικής χειρουργικής<br />
η οποία με την προϋπόθεση της επαρκούς<br />
εμπειρίας μπορεί να εκτελεστεί με ασφάλεια.<br />
Λοίμωξη των ηλικιωμένων ασθενών<br />
με clostiridium difficile<br />
Η εντεροκολίτιδα από clostiridium difficile (c.difficile)<br />
είναι μια νόσος η οποία εμφανίζεται σε νοσηλευόμενους<br />
ασθενείς ιδιαίτερα σε αυτούς που είναι μεγαλύτεροι<br />
από 60 έτη. Υπολογίζεται ότι το 3% των ασυμπτωματικών<br />
ενηλίκων εμφανίζουν θετικότητα στην τοξίνη<br />
του c.difficile 37 , ενώ θετικότητα στην τοξίνη εμφανίζει<br />
το 20% των ενηλίκων ασθενών που νοσηλεύονται σε<br />
νοσοκομείο 38 . 80% των ασθενών που έχουν θετικότητα<br />
στην εντεροτοξίνη του c.difficile στα κόπρανα αφορούν<br />
ασθενείς μεγαλύτερους από 65 έτη.Το 100% των ασθενών<br />
οι οποίοι πάσχουν από ψευδομεμβρανώδη εντεροκολίτιδα<br />
έχουν θετικότητα στην εντεροτοξίνη για<br />
c. difficile 39 . Αυξημένη πιθανότητα αποικισμού έχουν<br />
οι ασθενείς που νοσηλεύονται σε κέντρα αποκατάστασης,<br />
αυτοί που έχουν σοβαρό νόσημα και νοσηλεύονται<br />
στη ΜΕΘ, αυτοί που έχουν λάβει πολυήμερα<br />
σχήματα αντιβιοτικών και οι ασθενείς που βρίσκονται<br />
σε ανοσοκαταστολή. Αυξημένη πιθανότητα αποικισμού<br />
έχουν επίσης οι ηλικιωμένοι ασθενείς που υποβάλλονται<br />
σε χημιοθεραπεία και φαίνεται ότι η χημιοθεραπεία<br />
είναι ανεξάρτητος αιτιολογικός παράγοντας για
166<br />
Αντιμετώπιση ασθενών τρίτης ηλικίας με παθήσεις του πεπτικού συστήματος<br />
τον αποικισμό από c. difficile (ιδιαίτερα τα σχήματα<br />
με 5-φθοριοουρακίλη). Η ακτινοθεραπεία επίσης (χωρίς<br />
ταυτόχρονη χημειοθεραπεία ή χορήγηση αντιβιοτικών)<br />
έχει σχετιστεί με τη λοίμωξη από c difficile. Επίσης ηλικιωμένοι<br />
ασθενείς οι οποίοι έχουν υποβληθεί σε επέμβαση<br />
στ ΓΕΣ έχουν αυξημένο κίνδυνο από c. difficile.<br />
Ενοχοποιούνται παράγοντες όπως η χρήση του ρινογαστρικού<br />
σωλήνα, η προεγχειρητική προετοιμασία<br />
του εντέρου, η περιεγχειρητική χορήγηση αντιβιοτικών,<br />
ο μετεγχειρητικός ειλεός και η στέρηση τροφής.<br />
Η λοίμωξη από c. Difficile μπορεί να εκδηλωθεί με<br />
οποιαδήποτε από τις παρακάτω κλινικές μορφές:<br />
α. ασυμπτωματικός φορέας β. κολίτιδα χωρίς ψευδομεμβράνες<br />
γ. κολίτιδα με ψευδομεμβράνες δ. τοξικό<br />
μεγάκολο ε. κεραυνοβόλος κολίτιδα. Το κυρίαρχο<br />
σύμπτωμα είναι η διάρροια. Υπολογίζεται ότι το 30<br />
% των διαρροιών που εμφανίζονται στο νοσοκομείο<br />
σχετίζονται με θετικότητα στην τοξίνη του c. Difficile 40 .<br />
Η παρουσία αίματος στη διάρροική κένωση είναι σπάνια<br />
στη λοίμωξη με c. difficile. Άλλα ευρήματα είναι κολικοειδής<br />
κοιλιακός πόνος, ανορεξία, ήπια πυρετική<br />
κίνηση και λευκοκυττάρωση.<br />
Η πρωκτοσιγμοειδοσκόπηση βοηθάει στη διάγνωση<br />
δεδομένου ότι η παρουσία ψευδομεμβρανών στην<br />
επιφάνεια του βλεννογόνου είναι παθογνωμονική. Η<br />
απουσία ψευδομεμβρανών όμως δεν αποκλείει τη διάγνωση<br />
η οποία θα επιβεβαιωθεί με την αναζήτηση<br />
της τοξίνης του c. difficile στα κόπρανα. Η μέθοδος<br />
έχει μεγάλη ευαισθησία έχει όμως ένα ποσοτό ψευδώς<br />
θετικών ευρημάτων περίπου 10% 41 .<br />
Η θεραπεία της λοίμωξης με c. difficile συνιστάται<br />
α. στη διακοπή του αντιβιοτικού το οποίο σχετίζεται<br />
με την αλλαγή της μικροβιακής χλωρίδας του<br />
ασθενούς (κεφαλοσπορίνες, κλινδαμυκίνη, αμπικιλλίνη,<br />
αμοξυσιλλίνη) β. αποφυγή χορήγησης αντιδιαρροικών<br />
φαρμάκων και γ. καταπολέμηση του c. difficile με δραστικά<br />
αντιβιοτικά όπως η βανκομυκίνη και η μετρονιδαζόλη<br />
(p.o. χορήγηση),<br />
όπως επίσης και με άλλους παράγοντες όπως η<br />
ριφαξυμίνη, η τεικοπλανίνη και η βακιτρακίνη. Η προφύλαξη<br />
συνιστάται στην όσο το δυνατόν βραχύτερη<br />
διάρκεια χορήγησης των υπεύθυνων αντιβιοτικών,<br />
στην απομόνωση των πασχόντων ασθενών, στο σχολαστικό<br />
πλύσιμο των χεριών και στη συστηματική<br />
παρακολούθηση και καταγραφή των περιστατικών.<br />
Συμπερασματα<br />
Η θεραπεία των ασθενών τρίτης ηλικίας όταν αυτοί<br />
εμφανίζουν χειρουργική ή μη πάθηση του γαστρεντερικού<br />
σωλήνα δε θα πρέπει να βασίζεται σε μη τεκμηριωμένες<br />
πεποιθήσεις και σε προσωπικές απόψεις . Οι<br />
ηλικιωμένοι θα πρέπει να εντάσσονται σε προοπτικές<br />
κλινικές μελέτες /αξιολογήσεις, ενώ ταυτόχρονα θα<br />
πρέπει να τους προσφέρεται η ιδανική (optimal) θεραπεία.<br />
Η σε μεγάλο βαθμό έκπτωση από τη δυνητικά<br />
ριζική χειρουργική θεραπεία σε αυτή την ομάδα των<br />
ασθενών δε θα πρέπει να είναι αποδεκτή.<br />
Βιβλιογραφια<br />
1. Εθνικό σχέδιο δράσης για τη Δημόσια Υγεία του<br />
υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης<br />
2008<br />
2. U.S. Interim Projections by age, sex, race, and Hispanic<br />
origin. United States Census Bureau, 2004<br />
http://www.census.gov/ipc/www/usinterimproj<br />
3. Navazesh M, Mulligan RA, Kipnis V, et al: Comparison<br />
of whole saliva flow rates and mucin concentrations<br />
in healthy Caucasian young and aged adults.<br />
J Dent Res 1992; 71:1275<br />
4. Newton JL: Changes in upper gastrointestinal physiology<br />
with age. Mech Ageing Dev 2004; 125: 867.<br />
5. Clarkston WK, Pantano MM, Morley JE, et al: Evidence<br />
for the anorexia of aging: gastrointestinal<br />
transit and hunger in healthy elderly vs. young<br />
adults. Am J Physiol 1997; 272: 243.<br />
6. Wynne HA, Cope LH, Mutch E, et al: The effect<br />
of age upon liver volume and apparent liver blood<br />
flow in healthy man. Hepatology 1989; 9: 297<br />
7. Sotaniemi EA, Arranto AJ, Pelkonen O, et al: Age and<br />
cytochrome P450-linked drug metabolism in humans:<br />
an analysis of 226 subjects with equal histopathologic<br />
conditions. Clin Pharmacol Ther 1997; 61:331<br />
8. Audisio RA, Ramesh H, Longo W, et al: Preoperative<br />
assessment of surgical risk in oncogeriatric patients.<br />
Oncologist 2005; 10:262<br />
9. Shaver HJ, Loper JA, Lutes RA: Nutritional status of<br />
nursing home patients. JPEN J Parenter Enteral Nutr<br />
1980; 4: 367<br />
10. Rudman D, Feller AG, Nagruj HS, et al: Relation of<br />
serum albumin concentration to death rate in nursing<br />
home men. JPEN J Parenter Enteral Nutr 1987; 11: 360<br />
11. Bo M, Massaia M, Raspo S, et al: Predictive factors<br />
of in-hospital mortality in older patients admitted<br />
to a medical intensive care unit. J Am Geriatr Soc<br />
2003; 51:529<br />
12. Newman AB, Yanez D, Harris T, et al: Weight<br />
change in old age and its association with mortality.<br />
J Am Geriatr Soc 2001; 49:1309
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 167<br />
13. Detsky AS, Baker JP, O’Rourke K, et al: Predicting<br />
nutrition-associated complications for patients<br />
undergoing gastrointestinal surgery. JPEN J Parenter<br />
Enteral Nutr 1987; 11: 440<br />
14. Gibbs J, Cull W, Henderson W, et al: Preoper ative<br />
serum albumin level as a predictor of operative<br />
mortality and morbidity: results from the National<br />
VA Surgical Risk Study. Arch Surg 1999; 134: 36<br />
15. Peτacchta Α, Bardtnt R, Ruol Α et al. Carcinoma<br />
οf the esophagus in the elderly (70 years οf age<br />
οr older). Indications and results οf surgery. OIs<br />
Esophagus 1988; Ι: 147-52.<br />
16. Yamanaka Η, Hiramaιsu Υ, Kawaguchi Υ et al. Surgical<br />
treatment for poor-risk patients with carcinoma<br />
οΓ the esophagus. Jpn J Surg 1991, 21: 178-83.<br />
17. Ηirano Τ, Yamamoto S, Miura Τ et al. Cancer οΓ the<br />
stomach ίη the elderly. Res Surg 1990; 2: 53-7.<br />
18. Τamura Ρ, Curtiss C. Carcinoma οf the stomach in<br />
the young adult. Cancer 1960; 13: 379-83.<br />
19. Soreide Ο, Lillestol J, Viste Α, Bjerkeset Τ. Factors<br />
influencing surνival in patients with cancer of the<br />
stomach Αcta Chir Scand 1981; 148: 367-72.<br />
20. Maehara Υ, Oshiro Τ, Oiwa Η el aJ. Gastric carcinoma<br />
in patients over 70 years of age. Βr J Surg<br />
1995; 82: 102-5.<br />
21. Tan E, Tinley H, Thomson M et al: The United Kingdom<br />
National Bowel Cancer Project-Epidemiology<br />
and surgical risk in the elderly. Eur J Cancer 2007;<br />
43: 2285<br />
22. Audisio RA, Cazzaniga Μ, Robertson C, et a1: Elective<br />
surgery for colorectal cancer in the aged: a<br />
clinical-economical evaluation. Br J Cancer 1997;<br />
76: 382<br />
23 Vίronen JH. Saίnio Ρ, Husa ΑΙ, et al: Complications<br />
and surνίνal after surgery for rectal cancer in patients<br />
younger than and aged 75 years or older. Dis<br />
Colon Rectum 2004; 47:1225<br />
24. Ηο Ρ, Law WL, Chan SC, et al: Functional outcome<br />
following low anteriοr resection with total mesorectal<br />
excision in the elderly. Ιnt J Colorectal Dis<br />
2003; 18: 230<br />
25. Nelson Η, Sargent DJ, Wieand HS, et al: Α comparison<br />
of laparoscopically assisted and open colectomy<br />
for colon cancer. The Clinical Outcomes of Surgical<br />
Therapy Study Group. Ν Engl J Med 2004; 350: 20<br />
26. Patankar SK, Larach SW, Ferrara A, et al: Prospective<br />
comparison of laparoscopic vs. open resections for<br />
colorectal adenocarcinoma over a ten-year period.<br />
Dis Colon Rectum 2003; 46:601-11<br />
27. Stein BN, Petrelli NJ, Douglass HO, et al: Age and<br />
sex are independent predictors of 5-fluorouracil<br />
toxicity: analysis of a large scale phase III trial.<br />
Cancer 1995; 75:11<br />
28. Goldbery RM, Tabah-Fisch I, Bleiberg H, et al:<br />
Pooled analysis of safety and efficacy of oxaliplatin<br />
plus fluorouracil/leucovorin administered bimonthly<br />
in elderly patients with colorectal cancer.<br />
J Clin Oncol 2006; 24: 4085<br />
29. Winawer SJ, Miller DG, Sherlock Ρ. Risk and<br />
screening for co1orectal cancer. Adv Int Med 1984;<br />
30: 471-96<br />
30. Raab R, Werner U, Pichlmayr R. Radical surgery<br />
for colorectal cancer ίn the elderly. Br J Surg 1992;<br />
79: S52.<br />
31. Fortner JG, LIncer RM Hepatic resection in the elderly.<br />
Αnn Surg 1990; 211: 141-5.<br />
32. Fong Υ, Blumgart ΙΗ, Fortner JG, Brennan ΜΕ Pancreatic<br />
or liver resectιon for malignancy is safe<br />
and effective for the elderly. Αnn Surg 1995; 4.<br />
426-37.<br />
33. Pollack ES. Τhe epidemiology of cancer and Ihe<br />
delivery of medical care services. Publ Health Rep<br />
1984; 99. 476-83.<br />
34. Spencer ΜΡ, Sarr MG, Nagorney ΟΜ. Radical pancreatectomy<br />
for pancreatic cancer in the elder. Is it<br />
safe and justified? Αnn Surg 1991; 212: 140-3.<br />
35. Delcore R, Thomas JH., Hermreck AS. Pancreaticoduodenectomy<br />
for malignant pancreatic and<br />
penampullary neoplasms in the elderly patients.<br />
Am J Surg 1991; 162: 532-6.<br />
36. Kayahara Μ, Nagakawa Τ, Ueno Κ et aI. Pancreatic<br />
resection for periampullary carcinoma in the<br />
elderly. Surg Today 1994; 24: 229-33.<br />
37. Kelly CP, LaMont JT. Clostridium difficile infection.<br />
Ann Rev Med. 1998; 49: 375-90.<br />
38. McFarland LV, Mulligan ME, Kwok RYY, Stamm WE.<br />
Nosocomial acquisition of Clostridium difficile infection.<br />
N Engl J Med. 1989; 320: 204-10.<br />
39. Larson HE, Price AB, Honour P, Borriello SP. Clostridium<br />
difficile and the etiology of pseudomembranous<br />
colitis. Lancet. 1978; 1: 1063-6.<br />
40. Gerding DN, Olson MM, Peterson LR, et al. Clostridium<br />
difficile-associated diarrhea and colitis in<br />
adults: A prospective case-controlled epidemiologic<br />
study. Arch Intern med. 1986; 146: 95-100.<br />
41. Gerding DN, Johnson S, Peterson LR, et al. Clostridium<br />
difficile associated diarrhea and colitis. Infect<br />
Cont Hosp Epidemiol. 1995; 16: 459-77.
Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας με χειρουργικές παθήσεις<br />
θώρακος-πνευμόνων<br />
Κ Αθανασιάδη<br />
Χειρουργός Θώρακος, Επιμελήτρια Α’, Χειρουργικό Τμήμα Θώρακος-Αγγείων Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»,<br />
Δ/ντρια του Θωρακοχειρουργικού Τμήματος της EACTS Academy<br />
SUMMARY<br />
ATHANASIADI K. Surgical treatment of elderly patients with thoracic and pulmonary diseases. The elderly population<br />
is growing in size and importance. The specialty of thoracic surgery is focused, in a large part, on elderly individuals.<br />
The median age for lung cancer resection patients is 65 years, for esophageal cancer patients it is 64 years, and for<br />
patients with benign problems such as empyema, the mean age is 56 years. Therefore, among patients upon whom we<br />
perform major operations, as many as half can be classified as elderly. This dictates that medical community acknowledge<br />
the necessity of becoming educated about the special needs of the elderly. These needs are related not only to alterations<br />
in human physiology as the body ages, but are also associated with lifestyle and expectations regarding quality<br />
of life in the elderly population. This review refers to the benign pulmonary conditions and to the surgical management<br />
of lung and esophageal cancer as applied to the elderly. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 168-176, 2011.<br />
Key words: elderly, lung cancer, esophageal cancer, benign thoracic disease, treament<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Ο ηλικιωμένος πληθυσμός αυξάνεται συνεχώς σε μέγεθος και σημασία. Η ειδικότητα της χειρουργικής θώρακος<br />
επικεντρώνεται, σε μεγάλο μέρος της σε ηλικιωμένα άτομα. Η μέση ηλικία των ασθενών με εκτομή του καρκίνου<br />
του πνεύμονα είναι τα 65 έτη, για τους ασθενείς με καρκίνο του οισοφάγου είναι τα 64, ενώ για αυτούς με καλοήθη<br />
νόσο, όπως το εμπύημα, η μέση ηλικία είναι τα 56 έτη. Ως εκ τούτου, το 50% των ασθενών, στους οποίους<br />
επεμβαίνουμε θωρακοχειρουργικά είναι ηλικιωμένοι. Αυτό υπαγορεύει, οτι όλη η ιατρική κοινότητα αναγνωρίζει<br />
την ανάγκη να εκπαιδευτεί και να ενημερωθεί καλύτερα σχετικά με τις ειδικές ανάγκες των ηλικιωμένων ασθενών.<br />
Αυτές αφορούν όχι μόνο αλλαγές της φυσιολογίας, όπως η ηλικία του σώματος, αλλά συνδέονται με τον<br />
τρόπο ζωής και τις προσδοκίες, όσον αφορά την ποιότητα ζωής αυτού του πληθυσμού. H παρούσα ανασκόπηση<br />
αναφέρεται επιγραμματικά στις καλοήθεις πνευμονικές παθήσεις, καθώς και στη χειρουργική αντιμετώπιση του<br />
καρκίνου του πνεύμονα και του οισοφάγου, που ισχύουν για τον ηλικιωμένο πληθυσμό. Νοσοκομειακά Χρονικά,<br />
73, Συμπλήρωμα, 168-176, 2011.<br />
Λέξεις κλειδιά: τρίτη ηλικία, καρκίνος πνεύμονα, καρκίνος οισοφάγου, καλοήθεις παθήσεις του θώρακα, αντιμετώπιση<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />
ατόμων >80 ετών θα έχει αυξηθεί κατά 135% στις χώρες<br />
της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Βορείου Αμερικής,<br />
Η σημαντική αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης,<br />
που επιτεύχθηκε το δεύτερο μισό του τελευταίου αιώνα,<br />
οδήγησε αναπόφευκτα στην αύξηση των ατόμων επιβίωσης κατά μέσο όρο ακόμα 14 χρόνια, τα άτομα<br />
καθώς τα άτομα ηλικίας 70 ετών, έχουν προσδόκιμο<br />
ηλικίας άνω των 65 ετών. Πράγματι, σήμερα, τα άτομα<br />
ηλικίας >85 ετών αποτελούν το 8,5% του γενικού υπερήλικες των 85 ετών άλλα 6 χρόνια. Η διαπίστωση,<br />
80 ετών αναμένεται να ζήσουν άλλα 8 χρόνια, και οι<br />
πληθυσμού, ενώ αναμένεται μέχρι το 2012 η ταχύτατα οτι ο παγκόσμιος πληθυσμός γηράσκει υποχρεώνει τα<br />
αυξανόμενη αυτή ομάδα του πληθυσμού να αποτελεί συστήματα υγείας, τις ιατρικές και ακαδημαϊκές κοινότητες<br />
να αναπροσαρμόσουν τα προγράμματα το 15%. Έως το 2020 υπολογίζεται ότι ο αριθμός των<br />
και
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 169<br />
τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους, ώστε να μπορούν<br />
να ανταποκριθούν στις αυξημένες ανάγκες και στις<br />
ιδιαιτερότητες των ατόμων της τρίτης ηλικίας 1,2 .<br />
ΟΡΙΣΜΟΣ<br />
Ποιοι ειναι ομως οι ηλικιωμενοι ή υπερελικες<br />
ασθενεις?<br />
Ειδικότερα, ο ιατρός οφείλει, πριν συστήσει οποιαδήποτε<br />
θεραπεία στον ασθενή, να εκτιμήσει την δυνατότητα<br />
του ασθενούς να ανταπεξέλθει στά είδη<br />
θεραπείας, που είναι διαθέσιμα, όπως χειρουργική<br />
επέμβαση, ακτινο-, χημειοθεραπεία ή και συνδυασμός<br />
των παραπάνω. Η ηλικία του ασθενούς, και μάλιστα<br />
η βιολογική, πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπ΄όψη,<br />
διότι όλες οι θεραπείες δεν γίνονται το ίδιο καλά<br />
ανεκτές από όλους. Συνήθως, η ηλικία των 70 ετών<br />
θεωρείται σημείο αναφοράς και χρησιμοποιείται στις<br />
κλινικές μελέτες της Ογκολογίας 3 . Σε προηγούμενες<br />
μελέτες, ο ορισμός του υπερήλικα ασθενούς κυμαίνεται<br />
από τα 65 έως και άνω τα 75 έτη. Ενας πιο<br />
λειτουργικός ορισμός είναι ο ακόλουθος: «Υπερήλικας<br />
ασθενής θεωρείται εκείνος, του οποίου η κατάσταση<br />
της υγείας αρχίζει να επηρεάζει τις αποφάσεις στις<br />
κατευθυντήριες γραμμές της ογκολογίας» 4 . Αυτός ο<br />
ορισμός συμπεριλαμβάνει και το γεγονός, οτι ο ασθενής<br />
μπορεί να πάσχει από άλλες συνοδές παθήσεις.<br />
Οι συνυπάρχουσες παθήσεις, οι οποίες αυξάνονται<br />
με την ηλικία, μπορούν να εξασθενίσουν ανοσολογικά<br />
τον οργανισμό και η οποιαδήποτε θεραπεία να καταστεί<br />
αδύνατη.<br />
Η αύξηση της ηλικίας συνδέεται επίσης με μείωση<br />
της λειτουργίας πολλών συστημάτων του οργανισμού,<br />
καθώς και ένα προοδευτικό περιορισμό στίς προσωπικές<br />
και κοινωνικές δραστηριότητες 5,6,7 . Παλαιότερα,<br />
θεωρείτο 8,9,10 , οτι η μεγάλη ηλικία, το κάπνισμα, η μεγαλύτερη<br />
έκταση της χειρουργικής εκτομής και η μείωση<br />
του FEV1 σχετίζονταν με αυξημένη μετεγχειρητική νοσηρότητα<br />
και θνητότητα, η δε τότε πολυκεντρική μελέτη<br />
της Ομάδας Μελέτης του Καρκίνου του Πνεύμονα 8<br />
δημοσίευσε, οτι το ποσοστό περιεγχειρητικής θνητότητας<br />
αυξάνεται γραμμικά με την ηλικία.<br />
Σήμερα, υποστηρίζεται οτι η χρονολογική ηλικία<br />
δεν αποτελεί σημαντικό παράγοντα κινδύνου. Κατά<br />
τη διάρκεια των τελευταίων ετών, οι ασχολούμενοι<br />
με τη γηριατρική έχουν αναπτύξει μία διαφορετική<br />
προσέγγιση στην φροντίδα για τους ηλικιωμένους,<br />
που ονομάζεται ολοκληρωμένη γηριατρική εκτίμηση<br />
(Comprehensive Geriatric Assessment, CGA) 11,12 . Αξιολογούνται<br />
με τον τρόπο αυτό, όλες οι συνοδές παθήσεις,<br />
η διανοητική κατάσταση, οι συνθήκες ζωής, τα συστήματα<br />
κοινωνικής υποστήριξης και η πολυφαρμακία. Ο<br />
στόχος της CGA είναι η παροχή πληροφοριών, εκτιμάται<br />
δε, οτι η προγνωστική αξία της στην πρόβλεψη<br />
του μετεγχειρητικού αποτελέσματος για τους ηλικιωμένους<br />
ασθενείς, που υποβάλλονται σε θωρακοχειρουργική<br />
επέμβαση είναι υψηλή 12.<br />
Ένα άλλο πρόβλημα, που προκύπτει, είναι, ότι τα<br />
περισσότερα διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με την όποια<br />
βέλτιστη θεραπεία προέρχονται από κλινικές μελέτες,<br />
στις οποίες η μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών είναι<br />
σημαντικά νεότερη των 65 ετών 13 . Λίγοι ηλικιωμένοι<br />
ασθενείς εγγράφονται στις κλινικές δοκιμές, πολλοί<br />
δε αποκλείονται από αυτές λόγω συνοδών ιατρικών<br />
προβλημάτων ή και πιθανής προκατάληψης των παθολόγων<br />
τους ή και αυτών των ίδιων 14 . Είναι γνωστό<br />
π.χ, οτι όσο αυξάνει η ηλικία, τόσο μειώνεται η<br />
πιθανότητα χορήγησης χημειοθεραπείας 14 . Οι τοξικές<br />
παρενέργειες της χημειοθεραπείας σε συνδυασμό με<br />
τα μακροπρόθεσμα οφέλη, που προσφέρει, δε βοηθούν<br />
στην ένταξη περισσότερων ασθενών σε κλινικές<br />
διερευνητικές δοκιμές με σκοπό την αξιολόγηση των<br />
θεραπειών σε αυτήν τη συγκεκριμένη πληθυσμιακή<br />
ομάδα. Μόνο τα τελευταία 10 χρόνια γίνεται προσπάθεια<br />
αξιολόγησης του πιθανού οφέλους με σκοπό τη<br />
σωστότερη επιλογή της καταλληλότερης θεραπείας,<br />
είτε πρόκειται για χειρουργική αντιμετώπιση, ή για<br />
χημειο-, ή ακτινοθεραπεία.<br />
Από τις χειρουργικές παθήσεις του θώρακα σε<br />
ηλικιωμένους επιλέξαμε να αναφερθούμε αναλυτικά<br />
στις συχνότερα απαντώμενες, όπως ο καρκίνος του<br />
πνεύμονα, ο καρκίνος του οισοφάγου, αλλά και σε<br />
κάποιες καλοήθεις παθήσεις, όπως ο δευτεροπαθής<br />
πνευμοθώρακας, η κήλη πνεύμονα και το εμπύημα.<br />
ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΟΝΑ-ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ<br />
Ο καρκίνος του πνεύμονα (ΚΠ) αποτελεί την πρώτη<br />
αιτία θανάτου ανάμεσα στους θανάτους από καρκίνο<br />
σε όλες τις δυτικές χώρες και στις ΗΠΑ, τόσο στις<br />
γυναίκες όσο και στους άνδρες. Περίπου το 80% των<br />
ασθενών με καρκίνο πνεύμονα πάσχουν από μη μικροκυτταρικό<br />
καρκίνο (ΜΜΚΠ), ενώ το υπόλοιπο 20%<br />
από μικροκυτταρικό (ΜΚΠ) 15 .<br />
Σαν αποτέλεσμα της αύξησης του προσδόκιμου<br />
επιβίωσης, η επίπτωση του καρκίνου του πνεύμονα<br />
στους ηλικιωμένους αυξάνεται συνεχώς. Η μέση ηλικία<br />
των ασθενών κατά τη διάγνωση είναι τα 68 έτη, ενώ<br />
πάνω από το 50% των ασθενών είναι άνω των 65<br />
και το 30-40% των νεοδιαγνωζόμενων περιπτώσεων
170<br />
Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας με χειρουργικές παθήσεις θώρακος-πνευμόνων<br />
είναι άνω των 70 ετών 16,17 , ενώ η μεγαλύτερη επίπτωση<br />
της διάγνωσης του ΚΠ είναι στην ηλικία των 75-<br />
80 ετών. Είναι λοιπόν αναμενόμενο, ότι η περαιτέρω<br />
αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης θα έχει ως συνέπεια<br />
και την αύξηση της επίπτωσης του νοσήματος<br />
αυτού. Οι ασθενείς αυτοί, συχνά εμφανίζουν χρόνια<br />
προβλήματα, λαμβάνουν πολλά φάρμακα και έχουν<br />
ψυχοκοινωνικές και οικονομικές ιδιαιτερότητες που<br />
καθιστούν τη διαγνωστική προσέγγιση, σταδιοποίηση<br />
και αντιμετώπιση της νόσου δυσχερή και για το λόγο<br />
αυτό, χρειάζονται εξειδικευμένη αντιμετώπιση 1 .<br />
Α. ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΜΜΚΠ - ΕΠΙΛΟΓΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ<br />
Δύο από τις σημαντικότερες πληροφορίες που απαιτούνται<br />
για να αποφασισθεί η κατάλληλη θεραπεία για<br />
ασθενείς με ΜΜΚΠ είναι το στάδιο της νόσου και η<br />
γενική κατάσταση του ασθενούς (performance status).<br />
Η σταδιοποίηση του ΜΜΚΠ περιγράφει την έκταση<br />
της νόσου και προσδιορίζει το είδος της θεραπείας, ενώ<br />
συγχρόνως προσφέρει τις γενικές πληροφορίες στον<br />
ασθενή σχετικά με τη πρόγνωση. Ο πίνακας 1 παρουσιάζει<br />
την τελευταία σταδιοποίηση του ΜΜΚΠ 18 .<br />
O καθορισμός της θεραπείας εξαρτάται επίσης<br />
από τη γενική κατάσταση του ασθενούς, που προσδιορίζεται<br />
από το Δείκτη Λειτουργικότητας της ΠΟΥ<br />
(The WHO Performance Status, 1979) 19 . Πρόκειται για μία<br />
5βαθμη κλίμακα, από 0 έως 4, όπου κατατάσσονται 5<br />
κατηγορίες σωματικής λειτουργίας και ικανότητας. Η<br />
βαθμίδα 0 αντιπροσωπεύει την κατάσταση του αρρώστου,<br />
που είναι ικανός να κάνει όλες τις δραστηριότητες<br />
χωρίς περιορισμούς, ενώ στη βαθμίδα 4 ο<br />
άρρωστος είναι κλινήρης, εντελώς ανίκανος να κάνει<br />
ο,τιδήποτε. Ο πίνακας 2 παρουσιάζει αναλυτικά την<br />
κλίμακα λειτουργικότητας του ασθενούς. Οσο χειρότερος<br />
είναι ο Δείκτης Λειτουργικότητας, τόσο αυξάνονται<br />
οι πιθανότητες σημαντικών επιπλοκών κατά<br />
τη διάρκεια επιθετικής θεραπείας, π.χ. οι ασθενείς με<br />
Δείκτη 3 ή 4 δεν είναι υποψήφιοι για χειρουργική επέμβαση<br />
ή χημειοθεραπεία.<br />
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΚΑΤΑ ΣΤΑΔΙΟ ΝΟΣΟΥ<br />
Οπως, ήδη τονίσθηκε, η απόφαση για το είδος<br />
της αντιμετώπισης προϋποθέτει τη σταδιοποίηση<br />
της νόσου. Ο έλεγχος για την προεγχειρητική σταδιοποίηση<br />
(clinical - cTNM), όπως και στους υπόλοιπους<br />
ασθενείς, περιλαμβάνει διαγνωστικές τεχνικές<br />
για την απεικόνιση και σταδιοποίηση του όγκου, όπως<br />
η αξονική ή μαγνητική τομογραφία θώρακα και για<br />
τον έλεγχο ύπαρξης μεταστάσεων εξετάσεις, όπως το<br />
υπερηχογράφημα ή η αξονική τομογραφία άνω κοιλίας<br />
(ήπαρ, επινεφρίδια), η αξονική τομογραφία εγκεφάλου,<br />
το σπινθηρογράφημα οστών ή ήπατος και πρόσφατα<br />
η ποζιτοτρονική τομογραφία (Positron Emission<br />
Tomography) 20,21 . Η βρογχοσκόπηση, η διαδερμική ή διαβροχική<br />
βιοψία με βελόνη, η μεσοθωρακοσκόπηση, η<br />
πρόσθια μεσοθωρακοτομή, η θωρακοσκόπηση ή σπανιότερα<br />
η θωρακοτομή είναι συχνά απαραίτητες για<br />
τη σταδιοποίηση και αποσαφήνιση της εξαιρεσιμότητας<br />
του όγκου 22-25 . Βασική παρακλινική εξέταση προεγχειρητικά<br />
συνεχίζει να είναι η αξονική τομογραφία<br />
με ευαισθησία, που ανέρχεται σε 55-80%, ειδικότητα<br />
σε 65-85% και ακρίβεια σε 65-85% 23 . H μαγνητική τομογραφία<br />
έχει ευαισθησία 86-92%, ειδικότητα 80-82% και<br />
ακρίβεια 83% 26 , ενώ το PET έχει αντίστοιχα ευαισθησία<br />
89-98%, ειδικότητα 94% και ακρίβεια 91-95% 27 .<br />
1. ΠΡΩΪΜΑ ΣΤΑΔΙΑ<br />
Τα στάδια Ι και ΙΙ αντιμετωπίζονται χειρουργικά.<br />
Μελέτες έχουν δείξει, οτι οι ηλικιωμένοι ασθενείς με<br />
καλή πνευμονική και καρδιακή λειτουργία καθώς και<br />
δείκτη λειτουργικότητας μπορούν να υποβληθούν σε<br />
χειρουργική επέμβαση με καλή ανταπόκριση και πιθανότητες<br />
πλήρους ίασης όπως και νεώτεροι ασθενείς.<br />
Οι διαθέσιμες χειρουργικές επιλογές περιλαμβάνουν<br />
την άτυπη εκτομή, την τμηματεκτομή, τη λοβεκτομή,<br />
την πνευμονεκτομή, τη βρογχοπλαστική εκτομή<br />
(sleeve resection) και τις ενδοσκοπικές εκτομές (video<br />
assisted thoracic surgery - VATS).<br />
Σήμερα, η ηλικία του ασθενούς δεν αποτελεί κριτήριο<br />
μη εγχειρησιμότητας στο ΜΜΚΠ 28-32 . Επιπλέον, τα<br />
τελευταία χρόνια, η πρόοδος της Αναισθησιολογίας<br />
αλλά και της Εντατικολογίας επιτρέπουν πιο επιθετική<br />
χειρουργική και σε πολύ μεγαλύτερες ηλικίες με<br />
πολύ καλά αποτελέσματα. Παρ‘ ότι αυξάνει ελαφρώς<br />
την εγχειρητική θνητότητα και νοσηρότητα, αυστηρή<br />
εφαρμογή των κριτηρίων εγχειρησιμότητας και προσεκτική<br />
επιλογή του ασθενούς, συνυπολογίζοντας τη<br />
γενική του κατάσταση, μπορούν να δώσουν καλό μετεγχειρητικό<br />
αποτέλεσμα 33-40 . Σίγουρα επιβάλλεται πιο<br />
ενδελεχής έλεγχος στους ηλικιωμένους ασθενείς.<br />
Υπάρχουν, δύο σημαντικά ζητήματα που αφορούν<br />
τη χειρουργική θεραπεία του ΜΜΚΠ στον ηλικιωμένο<br />
πληθυσμό. Το πρώτο αφορά το αποτέλεσμα, δηλαδή<br />
την επιβίωση των ηλικιωμένων ασθενών, που υποβάλλονται<br />
σε χειρουργική επέμβαση για ΜΜΚΠ. Πολλές<br />
δημοσιεύσεις, όλα αυτά τα χρόνια, έχουν στηρίξει την<br />
άποψη, ότι η ηλικία του ασθενούς δεν αποτελεί αρνη-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 171<br />
τικό προγνωστικό παράγοντα για τη μακροπρόθεσμη<br />
επιβίωση. Ποσοστά πενταετούς επιβίωσης κυμαίνονται<br />
μεταξύ 21% και 58% ανάλογα με το στάδιο της νόσου<br />
των ασθενών, που συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη 30,35-41 .<br />
Επιπλέον, οι μελέτες που συγκρίνουν τα αποτελέσματα<br />
μεταξύ ηλικιωμένων και νεότερων ασθενών δεν έδειξαν<br />
σημαντικές διαφορές στη συνολική επιβίωση 35,40,41 .<br />
Οι παρατηρήσεις αυτές υποδηλώνουν, ότι η αυξημένη<br />
θνησιμότητα σε ηλικιωμένους οφείλεται στην προχωρημένη<br />
ηλικία και τα συνοδά νοσήματα 42 . Το δεύτερο σημαντικό<br />
θέμα αφορά τις επιπλοκές που παρατηρήθηκαν<br />
με τη θεραπεία, δηλαδή μετεγχειρητική νοσηρότητα και<br />
θνητότητα. Όσον αφορά τη νοσηρότητα, οι δημοσιευμένες<br />
μελέτες παρουσιάζουν αντικρουόμενα αποτελέσματα:<br />
κάποιες μελέτες υποστηρίζουν τη συσχέτιση ανάμεσα<br />
στη μεγάλη ηλικία των ασθενών και την εμφάνιση<br />
μετεγχειρητικών επιπλοκών 40 , ενώ κάποιες άλλες όχι 39 .<br />
Αν και η περιεγχειρητική θνητότητα έχει σημαντικό αντίκτυπο<br />
στην ποιότητα ζωής του ασθενούς, η μετεγχειρητική<br />
θνητότητα θεωρείται πιό σημαντικός παράγοντας.<br />
Ορισμένες μελέτες αναφέρουν υψηλότερη επίπτωση<br />
μοιραίων επιπλοκών σε ηλικιωμένους ασθενείς 36,43 , ενώ<br />
αρκετές άλλες δεν επιβεβαιώνουν αυτή την παρατήρηση<br />
35,39 . Μία σημαντική παράμετρος, που αυξάνει τις<br />
μετεγχειρητικές επιπλοκές είναι η παρουσία συνοδών<br />
νοσημάτων, κυρίως καρδιαγγειακών παθήσεων 30,31,38,39,40 .<br />
Η έκταση της χειρουργικής εκτομής επίσης επηρεάζει<br />
τη μετεγχειρητική νοσηρότητα και θνητότητα.<br />
Η Ομάδα Μελέτης για τον Καρκίνο Πνεύμονα (LCSG)<br />
κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι η λοβεκτομή είναι η<br />
μέγιστη εκτομή, στην οποία θα πρέπει να υποβληθεί<br />
ένας ηλικιωμένος για στάδιο T1N0, βασιζόμενη σε μία<br />
τυχαιοποιημένη μελέτη, που συνέκρινε τη λοβεκτομή<br />
με τμηματεκτομή και άτυπη εκτομή 44,45 . Παρ’όλα αυτά,<br />
δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για να υποστηριχθεί η<br />
εφαρμογή περιορισμένων εκτομών σε κάθε ηλικιωμένο<br />
ασθενή με πρώιμο στάδιο ΜΜΚΠ 40 . Γενικά, πνευμονεκτομές<br />
ή εκτεταμένες επεμβάσεις σε υπερήλικες (>80<br />
ετών) πρέπει να αποφεύγονται 46,47,48 .<br />
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 ξεκίνησε η<br />
θωρακοσκοπική χειρουργική με τη βοήθεια βιντεοκάμερας<br />
ως μία ελάχιστα επεμβατική χειρουργική τεχνική<br />
με μειωμένη μετεγχειρητική νοσηρότητα και σύντομη<br />
παραμονή στο νοσοκομείο σε σύγκριση με τις ανοικτές<br />
επεμβάσεις 48 . Η μέθοδος αυτή έχει μελετηθεί σε<br />
ηλικιωμένους από διάφορες ομάδες, με ενθαρρυντικά<br />
αποτελέσματα, ακόμη και σε ογδοντάχρονους και με<br />
περιεγχειρητική νοσηρότητα και θνητότητα, που ανέρχονται<br />
σε 15% -41% και
172<br />
Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας με χειρουργικές παθήσεις θώρακος-πνευμόνων<br />
Ειδικότερα,η σταδιοποίηση τoυ ΜΚΠ κατατάσσει<br />
τους ασθενείς σε 2 κατηγορίες, αυτούς που έχουν περιορισμένη<br />
και αυτούς, που έχουν εκτεταμένη νόσο. Η<br />
τυπική θεραπεία για τη νόσο περιορισμένης έκτασης<br />
είναι η χημειοθεραπεία με πλατίνα, σε συνδυασμό με<br />
ακτινοθεραπεία, ενώ συνδυασμός χημειοθεραπευτικών<br />
σχημάτων με βάση την πλατίνα δίνονται σε<br />
εκτεταμένη νόσο 58 . Δυστυχώς, η πλειοψηφία των δεδομένων<br />
προέρχονται από αναδρομικές μελέτες, με<br />
αποτέλεσμα οι λίγες προοπτικές μελέτες να υποδεικνύουν<br />
τυποποιημένες προσεγγίσεις σε προσεκτικά<br />
επιλεγμένους ηλικιωμένους ασθενείς.<br />
ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΟΙΣΟΦΑΓΟΥ – ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ<br />
O καρκίνος του οισοφάγου παρουσιάζεται επίσης<br />
συχνότερα σε ηλικιωμένους ασθενείς. Από τους 16.000<br />
περίπου ασθενείς, που διαγιγνώσκονται κάθε χρόνο<br />
με καρκίνο οισοφάγου στις Ηνωμένες Πολιτείες, περίπου<br />
το 60% αναμένεται να είναι ηλικίας άνω των<br />
65 ετών, με μέση ηλικία διάγνωσης τα 69 έτη. Η μέση<br />
ηλικία κατά το θάνατο των ασθενών αυτών το χρονικό<br />
διάστημα 2001 - 2005 ήταν τα 70 έτη, ενώ το 24%<br />
από αυτούς είχαν περιορισμένη, χειρουργικά εξαιρέσιμη<br />
νόσο κατά τη διάγνωση 59 . Γενικά, η επιβίωση για<br />
καρκίνο του οισοφάγου είναι κακή. Η 5ετής επιβίωση<br />
στους ασθενείς με χειρουργικά εξαιρέσιμους όγκους<br />
ανέρχεται σε 5 -30%, η δε νοσηρότητα και θνητότητα,<br />
σε συνδυασμό με την κακή μακροπρόθεσμη επιβίωση<br />
μετά από θεραπευτική εκτομή έχουν κάνει την<br />
οισοφαγεκτομή σε ηλικιωμένους ασθενείς αμφιλεγόμενη<br />
60,61,62 . Οι Poon και συν. 63 συνέκριναν την περιεγχειρητική<br />
θνητότητα και την επιβίωση των ασθενών αυτών<br />
σε σχέση με νεώτερους και διαπίστωσαν υψηλότερη<br />
θνητότητα στο διάστημα των 30 ημερών σε ασθενείς<br />
άνω των 70 ετών. (7,2% έναντι 3,0%, p=0.02), ενώ η<br />
συνολική «μακροπρόθεσμη» επιβίωση δεν διέφερε στις<br />
2 ομάδες 64 . Επειδή αναμφισβήτητα, η οισοφαγεκτομή<br />
σχετίζεται με τα υψηλότερα ποσοστά ίασης, καταλήγουμε<br />
στο συμπέρασμα ότι η χειρουργική επέμβαση<br />
μπορεί να γίνει με αποδεκτό κίνδυνο σε προσεκτικά<br />
επιλεγμένους ασθενείς 64,65 . Επιβάλλεται λεπτομερής<br />
σταδιοποίηση και ενδελεχής έλεγχος, δεδομένου οτι η<br />
πλειοψηφία των επιπλοκών προέρχονται είτε από το<br />
καρδιαγγειακό ή το αναπνευστικό σύστημα.<br />
ΚΑΛΟΗΘΕΙΣ ΠΑΘΗΣΕΙΣ<br />
Οι ηλικιωμένοι ασθενείς αποτελούν πρόκληση για<br />
το θεράποντα ιατρό, όσον αφορά τη διάγνωση και θεραπεία<br />
διαφόρων καλοήθων παθήσεων. Αν και αναπτύσσουν<br />
νόσους, που παρουσιάζονται και σε άλλες<br />
ηλικιακές ομάδες, οι ηλικιωμένοι παρουσιάζουν συχνά<br />
άτυπες μορφές και μπορεί να είναι πιο ευάλωτοι,<br />
ως αποτέλεσμα των συνυπαρχουσών παθήσεων. Η<br />
πνευμονική λειτουργία του ηλικιωμένου πληθυσμού εμφανίζει<br />
αυξημένη αναντιστοιχία αερισμού-αιμάτωσης,<br />
μείωση του εκπνεόμενου όγκου και μειωμένη ικανότητα<br />
διάχυσης. Σε συνδυασμό με την αυξημένη ακαμψία του<br />
θωρακικού τοιχώματος, τη μείωση της μυϊκής μάζας,<br />
τη διαφορετική αντίληψη της δύσπνοιας και την πιθανή<br />
αύξηση του κινδύνου εισρόφησης λόγω υποκείμενης<br />
νευρολογικής δυσλειτουργίας, αυτές οι φυσιολογικές<br />
αλλαγές που σχετίζονται με τη γήρανση, καθιστούν<br />
την ομάδα αυτή, επιρρεπή σε διάφορες παθήσεις 66 .<br />
Οι συνήθεις παθήσεις είναι οι ακόλουθες:<br />
• Παθήσεις θωρακικού τοιχώματος και υπεζωκότα<br />
• Νόσος του Mondor<br />
• Κήλη Πνεύμονα<br />
• Δευτεροπαθής πνευμοθώρακας<br />
• Καλοήθεις όγκοι<br />
• Του πνεύμονα<br />
• Επιθηλιακού τύπου<br />
• Μεσεγχυματογενούς τύπου<br />
• Λοιμώδους και ρευματολογικής αιτιολογίας παθήσεις<br />
• Πνευμονία<br />
• Εμπύημα<br />
• Ρευματικής αιτιολογίας πλευριτικές συλλογές<br />
Επιλεκτικά, θα αναφερθώ λεπτομερώς στις παρακάτω:<br />
1. ΚΗΛΗ ΠΝΕΥΜΟΝΑ<br />
Η κήλη του πνεύμονα δημιουργείται, όταν το πνευμονικό<br />
παρέγχυμα και ο υπεζωκότας προβάλλουν<br />
μέσα από ένα ελλειμμα του θωρακικού τοιχώματος,<br />
το οποίο μπορεί να προκύψει λόγω συγγενούς ανωμαλίας,<br />
τραύματος, ή ως μετεγχειρητική επιπλοκή μετά<br />
από θωρακοχειρουργική επέμβαση. Αυτόματες πνευμονοκήλες<br />
έχουν αναφερθεί μετά από έντονο βήχα ή<br />
σε περιπτώσεις ατόμων, που παίζουν πνευστά όργανα.<br />
Οι ασθενείς μπορεί να είναι ασυμπτωματικοί, ή να<br />
εμφανίζουν διόγκωση, αιμόπτυση λόγω στραγγαλισμού<br />
της κήλης, ή ακόμα και υποτροπιάζουσες πνευμονικές<br />
λοιμώξεις. Σε ασθενείς που υποβάλλονται σε<br />
θωρακοχειρουργική επέμβαση με ελάχιστα επεμβατική<br />
τεχνική, η πρόσθια μικρή θωρακοτομή φαίνεται να<br />
έχει τη μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης μετεγχειρητικής<br />
κήλης, πιθανόν λόγω των εγγενών αδυναμιών
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 173<br />
του θωρακικού κλωβού, δεδομένου οτι, στη θέση αυτή<br />
υπάρχει μόνο ένα στρώμα μεσοπλεύριων μυών 67 .<br />
Στους προδιαθεσικούς παράγοντες περιλαμβάνονται<br />
η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, οι φλεγμονώδεις<br />
ή νεοπλασματικές εξεργασίες και η χρόνια χρήση<br />
στεροειδών. Η χειρουργική θεραπεία περιλαμβάνει την<br />
αναγνώριση του σάκκου, συμφυσιόλυση και πλαστική<br />
του τοιχώματος με ή χωρίς προθετικό εμβάλωμα 67 .<br />
2. ΔΕΥΤΕΡΟΠΑΘΗΣ ΠΝΕΥΜΟΘΩΡΑΚΑΣ<br />
Δευτεροπαθής αυτόματος πνευμοθώρακας (ΔΑΠ)<br />
μπορεί να συμβεί σε ασθενείς, που πάσχουν από διάχυτη<br />
πνευμονική νόσο. Η κύρια αιτία του ΔΑΠ είναι<br />
η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) 68 . Σε<br />
αντίθεση με τον πρωτοπαθή, ο δευτεροπαθής αποδεικνύεται<br />
πιο επικίνδυνος, γιατί οι ηλικιωμένοι ασθενείς<br />
έχουν μειωμένες καρδιοαναπνευστικές εφεδρείες. Η<br />
έγκαιρη διάγνωση και αρχική αντιμετώπιση του ΔΑΠ<br />
γίνεται με τοποθέτηση σωλήνα κλειστής παροχέτευσης<br />
θώρακα. Η χειρουργική αντιμετώπιση περιλαμβάνει<br />
την εκτομή των φυσσαλίδων είτε ανοικτά με θωρακοτομή<br />
είτε θωρακοσκοπικά και μηχανική πλευρόδεση.<br />
Μια πρόσφατη μετα-ανάλυση έδειξε, οτι οι υποτροπές<br />
σε περιπτώσεις ΔΑΠ είναι πιο συχνές μετά από<br />
θωρακοσκόπηση απ’οτι μετά από θωρακοτομή, τα δε<br />
ποσοστά νοσηρότητας κυμαίνονται αρκετά ψηλά (15-<br />
27,7%) 68 . Αν και οι ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές θεωρούνται<br />
προτιμητέες, η θωρακοσκόπηση μπορεί να<br />
καταστεί αδύνατη στους ασθενείς αυτής της ηλικιακής<br />
ομάδας λόγω προϋπαρχουσών συμφύσεων ή αδυναμία<br />
διατήρησης του αερισμού ενός πνεύμονα κατά τη<br />
διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης. Σε επιβαρυμένους<br />
ασθενείς με συνοδές καρδιαγγειακές παθήσεις<br />
υπάρχει και η χημική πλευρόδεση δια του σωλήνα με<br />
ενδοϋπεζωκοτική έγχυση αίματος ή και άλλων ουσιών<br />
με πολύ καλά αποτελέσματα 69 .<br />
3. ΕΜΠΥΗΜΑ<br />
Λοιμώξεις στον υπερήλικα μπορούν εύκολα να<br />
επιπλακούν με ανάπτυξη παραπνευμονικής συλλογής,<br />
η οποία μπορεί να διαπυηθεί με αποτέλεσμα τη<br />
δημιουργία εμπύηματος. Ο ασθενής προσέρχεται συνήθως<br />
με υψηλό πυρετό, δύσπνοια και έντονη θωρακαλγία<br />
70 . Τα εμπυήματα μπορούν εύκολα να οδηγήσουν<br />
σε σήψη και αναπνευστική ανεπάρκεια λόγω<br />
παγιδευμένου πνεύμονα (trapped lung) 71,72 τις ευάλωτες,<br />
ανοσοκατασταλμένες ομάδες του πληθυσμού,<br />
όπως είναι οι ηλικιωμένοι ασθενείς, συνδέονται δε, με<br />
υψηλή θνητότητα, που ανέρχεται σε ποσοστό μέχρι<br />
και 20% 72 . Τα κυρίαρχα μικρόβια είναι τα gram-θετικά<br />
βακτήρια. Παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη<br />
εμπυήματος σε ασθενείς μεγαλύτερης ηλικίας αποτελούν<br />
η χρόνια πνευμονοπάθεια, οι νόσοι του ΚΝΣ, η<br />
κακοήθεια και ο σακχαρώδης διαβήτης. Η πιο συχνή<br />
αιτία είναι η πνευμονία, αναφέρονται όμως και άλλες,<br />
όπως το οισοφαγικό συρίγγιο, το θωρακικό τραύμα,<br />
τα οπισθοφαρυγγικά και περιοδοντικά αποστήματα,<br />
αλλά και τα μυκωτικά ανευρύσματα της αορτής. Τα<br />
στάδια του εμπυήματος είναι τρία: 1. το εξιδρωματικό,<br />
που χαρακτηρίζεται από στείρο εξίδρωμα, αποτέλεσμα<br />
της αυξημένης διαπερατότητας του σπλαγχνικού<br />
υπεζωκότα, 2. το ινοπυώδες με ανάπτυξη υπεζωκοτικής<br />
φλεγμονής και συνοδό εναπόθεση ινικής στον τοιχωματικό<br />
και το σπλαχνικό υπεζωκότα, που οδηγεί<br />
στη δημιουργία εγκυστώσεων με μείωση της γλυκόζης<br />
και του pH και αύξηση της LDH του υπεζωκοτικού<br />
υγρού και τέλος, 3. το στάδιο της οργανοποιήσεως,<br />
όπου εμφανίζεται μετανάστευση ινοβλαστών στην<br />
υπεζωκοτική κοιλότητα και δημιουργείται ανελαστικός<br />
παχυπλευριτικός φλοιός (peels) και διαφραγμάτια<br />
ινικής. Η ταχύτητα και η έκταση της εξέλιξης στο<br />
εμπύημα εξαρτάται από τον τύπο και τη μολυσματική<br />
δράση του παθογόνου μικροοργανισμού, την άμυνα<br />
του ξενιστή, και την έναρξη, αλλά και αποτελεσματικότητα<br />
της αντιβιοτικής αγωγής. Το πρώτο στάδιο<br />
θεραπεύεται απλά με τοποθέτηση κλειστής παροχέτευσης<br />
θώρακα, το δεύτερο είτε με έγχυση ινωδολυτικών<br />
ουσιών δια του σωλήνα είτε με θωρακοσκοπική<br />
παροχέτευση της εγκυστωμένης συλλογής και της γέλης<br />
και ενοποίηση της υπεζωκοτικής κοιλότητας, ενώ<br />
στο τελευταίο στάδιο η χειρουργική αντιμετώπιση<br />
περιλαμβάνει αποφλοίωση με ανοιχτή θωρακοτομή 73 .<br />
Με τον όρο αποφλοίωση εννοούμε την αφαίρεση του<br />
σπλαχνικού υπεζωκότητα με σκοπό την έκπτυξη του<br />
πνεύμονα, μείζονα επέμβαση με υψηλή ακόμα νοσηρότητα<br />
και θνητότητα.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
1. Συρίγος ΚΝ, Διονέλης Γ. Αντιμετώπιση του<br />
ηλικιωμένου ασθενή με καρκίνο του πνεύμονα.<br />
Πνεύμων 2003; 16(3):332-336.<br />
2. Berghmans T, Tragas G, Sculier JP. Age and treatment<br />
of non - small cell lung cancer: a database<br />
analysis in the elderly patients. Support Care Cancer<br />
2002; 10:619-623.<br />
3. Balducci L. Geriatric oncology: challenges for the<br />
new century. Eur J Cancer 2000; 36: 1741–1754.
174<br />
Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας με χειρουργικές παθήσεις θώρακος-πνευμόνων<br />
4. Extermann M. Measuring comorbidity in older cancer<br />
patients. Eur J Cancer, 2000; 36:453-71.<br />
5. Zagonel, V Importance of a comprehensive geriatric<br />
assessment in older cancer patients. Eur J Cancer<br />
2001; 37(suppl),S229-S233.<br />
6. Repetto, L, Fratino, L, Audisio, RA, et al Comprehensive<br />
geriatric assessment adds information to<br />
Eastern Cooperative Oncology Group performance<br />
status in elderly cancer patients: an Italian Group<br />
for Geriatric Oncology Study. J Clin Oncol 2002;<br />
20,494-502.<br />
7. Extermann, M, Overcash, J, Lyman, GH, et al Comorbidity<br />
and functional status are independent in<br />
older cancer patients. J Clin Oncol 1998; 16,1582-<br />
1587.<br />
8. Dales, RE, Dionne, G, Leech, JA, et al Preoperative<br />
prediction of pulmonary complications following<br />
thoracic surgery. Chest 1993; 104,155-159.<br />
9. Ebner, H, Sudkamp, N, Wex, P, et al Selection and<br />
preoperative treatment of over-seventy-year-old<br />
patients undergoing thoracotomy. Thorac Cardiovasc<br />
Surg 1985; 33,268-271.<br />
10. Naunheim, KS, Kesler, KA, D’Orazio, SA, et al Lung<br />
cancer surgery in the octogenarian. Eur J Cardiothorac<br />
Surg 1994; 8,453-456.<br />
11. Ginsberg, RJ, Hill, LD, Eagan, RT, et al Modern thirtyday<br />
operative mortality for surgical resections in lung<br />
cancer. J Thorac Cardiovasc Surg 1983; 86,654-658.<br />
12. Fukuse Τ, Satoda N, Hijiya K, Fujinaga T. Importance<br />
of a Comprehensive Geriatric Assessment in Prediction<br />
of Complications Following Thoracic Surgery<br />
in Elderly Patients. Chest 2005; 127(3):886-891.<br />
13. Hutchins LF, Unger JM, Crowley JJ et al. Underrepresentation<br />
of patients 65 years of age or older<br />
in cancer-treatment trials. N Engl J Med 1999; 341:<br />
2061–2067.<br />
14. Talarico L, Chen G, Pazdur R. Enrollment of elderly<br />
patients in clinical trials for cancer drug registration:<br />
a 7-year experience by the US Food and Drug<br />
Administration. J Clin Oncol 2004; 22: 4626–4631.<br />
15. Parkin DM. Global cancer statistics in the year<br />
2000. Lancet Oncol 2001; 2: 533–543.<br />
16. Gridelli C, Perrone F, Monfardini S. Lung cancer in<br />
the elderly. Eur J Cancer 1997; 33: 2313–2314.<br />
17. Havlik RJ, Yancik R, Long S et al. The National Institute<br />
on Aging and the National Cancer Institute<br />
SEER collaborative study on comorbidity and early<br />
diagnosis of cancer in the elderly. Cancer 1994; 74:<br />
2101–2106.<br />
18. Rami-Porta R, Crowley JJ, Goldstraw P. The revised<br />
TNM staging system for lung cancer. Ann Thorac<br />
Cardiovasc Surg 2009; 15(1):4-9.<br />
19. Oken MM, Creech RH, Tormey DC, Horton J, Davis<br />
TE, McFadden ET, Carbone PP. 2). Toxicity and response<br />
criteria of the Eastern Cooperative Oncology<br />
Group. Am J Clin. Oncol 1982; 5 (6): 649–655.<br />
20. Shields TW. Screening, staging, and diagnostic investigation<br />
of non-small cell lung cancer patients.<br />
Curr Opin Oncol 1991; 3:297-305.<br />
21. Hillers TK, Sauve MD, Guyatt GH. Analysis of published<br />
studies on the detection of extrathoracic<br />
metastases in patients presumed to have operable<br />
non-small cell lung cancer. Thorax 1994; 49:14-19.<br />
22. Patterson GA, Piazza D, Pearson FG, et al. Significance<br />
of metastatic disease in subaortic lymph<br />
nodes. Ann Thorac Surg 1987; 43:155-159.<br />
23. Goldstraw P. The practice of cardiothoracic surgeons<br />
in the perioperative staging of non-small<br />
cell lung cancer. Thorax 1992; 47:1-2.<br />
24. The Canadian Lung Oncology Group. Investigation<br />
for mediastinal disease in patients with apparently<br />
operable lung cancer. Ann Thorac Surg 1995;<br />
60:1382-1389.<br />
25. De Leyn P, Vansteenkiste J, Cuypers P, et al. Role of<br />
cervical mediastinoscopy in staging of non-small<br />
cell lung cancer without enlarged mediastinal<br />
lymph nodes on CT scan. Eur J Cardiothorac Surg<br />
1997; 12:706-712.<br />
26. Kernstine KH, Stanford W, Mullan BF, et al. PET, CT<br />
and MRI with Combidex for mediastinal staging in<br />
non-small cell lung carcinoma. Ann Thorac Surg<br />
1999; 68:1022-1028.<br />
27. Goates G, Skehan SJ. Emerging role of PET in the<br />
diagnosis and staging of lung cancer. Can Respir J<br />
1999; 6:145-152.<br />
28. Morandi U, Stefani A, Golinelli M, et al. Results of<br />
surgical resection in patients over the age of 70<br />
years with non-small cell lung cancer. Eur J Cardiothorac<br />
Surg, 1997; 11:432-9.<br />
29. Oliaro A, Leo F, Filosso PL, et al. Resection for<br />
bronchogenic carcinoma in the elderly. J Cardiovasc<br />
Surg 1999; 40:715-9.<br />
30. Yamamoto K, Padilla Alarcon J, et al. Surgical results<br />
of stage I non-small cell lung cancer: comparison<br />
between elderly and younger patients. Eur<br />
J Cardiothorac Surg 2003; 23:21-5.<br />
31. Damhuis RA, Schutte PR. Resection rates and postoperative<br />
mortality in 7,899 patients with lung cancer.<br />
Eur Respir J 1996; 9:7-10.
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 175<br />
32. Massard G, Moog R, Wihlm JM, et al. Bronchogenic<br />
cancer in the elderly: operative risk and long-term<br />
prognosis. Thorac Cardiovasc Surg 1996; 44:40-45.<br />
33. Cerfolio RJ, Bryant AS. Survival and outcomes of<br />
pulmonary resection for non- small cell lung cancer<br />
in the elderly: a nested case-control study. Ann<br />
Thorac Surg 2006; 82: 424–429.<br />
34. Dominguez-Ventura A, Cassivi SD, Allen MS et<br />
al. Lung cancer in octogenarians: factors affecting<br />
long-term survival following resection. Eur J Cardiothorac<br />
Surg 2007; 32: 370–374.<br />
35. Sullivan V, Tran T, Holmstrom A et al. Advanced<br />
age does not exclude lobectomy for non-small cell<br />
lung carcinoma. Chest 2005; 128: 2671–2676.<br />
36. Sirbu H, Schreiner W, Dalichau H et al. Surgery<br />
for non-small cell carcinoma in geriatric patients:<br />
15-year experience. Asian Cardiovasc Thorac Ann<br />
2005; 13:330–336.<br />
37. Dyszkiewicz W, Pawlak K, Gasiorowski L. Early<br />
post-pneumonectomy complications in the elderly.<br />
Eur J Cardiothorac Surg 2000; 17: 246–250.<br />
38. Aoki T, Yamato Y, Tsuchida M et al. Pulmonary<br />
complications after surgical treatment of lung cancer<br />
in octogenarians. Eur J Cardiothorac Surg 2000;<br />
18:662–665.<br />
39. Brock MV, Kim MP, Hooker CM et al. Pulmonary<br />
resection in octogenarians with stage I nonsmall<br />
cell lung cancer: a 22-year experience. Ann Thorac<br />
Surg 2004; 77: 271–277.<br />
40. Yazgan S, Gursoy S, Yaldiz S et al. Outcome of surgery<br />
for lung cancer in young and elderly patients.<br />
Surg Today 2005; 35: 823–827.<br />
41. Sigel K, Bonomi M, Packer S et al. Effect of age on<br />
survival of clinical stage I non-small-cell lung cancer.<br />
Ann Surg Oncol 2009; 16: 1912–1917.<br />
42. Van Rens MT, de la Riviere AB, Elbers HR et al. Prognostic<br />
assessment of 2,361 patients who underwent<br />
pulmonary resection for non-small cell lung cancer,<br />
stage I, II, and IIIA. Chest 2000; 117: 374–379.<br />
43. Wada H, Nakamura T, Nakamoto K et al. Thirty-day<br />
operative mortality for thoracotomy in lung cancer.<br />
J Thorac Cardiovasc Surg 1998; 115: 70–73.<br />
44. Ginsberg RJ, Rubinstein LV. Randomized trial of<br />
lobectomy versus limited resection for T1 N0 nonsmall<br />
cell lung cancer. Lung Cancer Study Group.<br />
Ann Thorac Surg 1995; 60: 615–622.<br />
45. Spaggiari L, Scanagatta P. Surgery of non-small cell<br />
lung cancer in the elderly. Curr Opin Oncol 2007;<br />
19: 84–91.<br />
46. Jaklitsch MT, Mery CM, Audisio RA. The use of<br />
surgery to treat lung cancer in elderly patients.<br />
Lancet Oncol 2003; 4: 463–471.<br />
47. Jaklitsch MT, DeCamp MM Jr., Liptay MJ et al.<br />
Video-assisted thoracic surgery in the elderly. A<br />
review of 307 cases. Chest 1996; 110: 751–758.<br />
48. Yim AP. Thoracoscopic surgery in the elderly population.<br />
Surg Endosc 1996; 10: 880–882.<br />
49. McVay CL, Pickens A, Fuller C et al. VATS anatomic<br />
pulmonary resection in octogenarians. Am<br />
Surg 2005; 71: 791–793.<br />
50. Igai H, Takahashi M, Ohata K et al. Surgical treatment<br />
for non-small cell lung cancer in octogenarians–the<br />
usefulness of video-assisted thoracic<br />
surgery. Interact Cardiovasc Thorac Surg 2009; in<br />
press.<br />
51. Douillard JY, Rosell R, De LM et al. Adjuvant vinorelbine<br />
plus cisplatin versus observation in patients<br />
with completely resected stage IB-IIIA non-smallcell<br />
lung cancer (Adjuvant Navelbine International<br />
Trialist Association [ANITA]): a randomised controlled<br />
trial. Lancet Oncol 2006; 7: 719–727.<br />
52. Pignon JP, Tribodet H, Scagliotti GV et al. Lung<br />
Adjuvant Cisplatin Evaluation:a pooled analysis by<br />
the LACE collaborative group. J Clin Oncol 2008;<br />
26: 3552–3559.<br />
53. Fruh M, Rolland E, Pignon JP et al. Pooled analysis<br />
οf the effect of age on adjuvant cisplatin-based<br />
chemotherapy for completely resected non-smallcell<br />
lung cancer. J Clin Oncol 2008; 26: 3573–3581.<br />
54. Furuse K, Fukuoka M, Kawahara M et al. Phase<br />
III study of concurrent versus sequential thoracic<br />
radiotherapy in combination with mitomycin,<br />
vindesine, and cisplatin in unresectable stage III<br />
non-small-cell lung cancer. J Clin Oncol 1999; 17:<br />
2692–2699.<br />
55. Curran WJ, Scott CB, Langer CJ. Long-term benefit<br />
is observed in a phase III comparison of sequential<br />
versus concurrent chemo-radiation for patients<br />
with unresected stage III NSCLC: RTOG 9410. Proc<br />
Am Soc Clin Oncol 2003; 22: (Abstr 2499).<br />
56. Zatloukal P, Petruzelka L, Zemanova M et al. Concurrent<br />
versus sequential chemoradiotherapy with<br />
cisplatin and vinorelbine in locally advanced nonsmall<br />
cell lung cancer: a randomized study. Lung<br />
Cancer 2004; 46: 87–98.<br />
57. Pallis AG, Gridelli C, van Meerbeeck JP, Greillier L<br />
et al. EORTC Elderly Task Force and Lung Cancer<br />
Group and International Society for Geriatric On-
176<br />
Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας με χειρουργικές παθήσεις θώρακος-πνευμόνων<br />
cology (SIOG) experts’ opinion for the treatment of<br />
non-small-cell lung cancer in an elderly population.<br />
Ann Oncol 2010; 21: 692–706.<br />
58. Pallis AG, Shepherd FA, Lacombe D, Gridelli C.<br />
Treatment of small-cell lung cancer in elderly patients.<br />
Cancer 2010; 116(5):1192-200.<br />
59. Ries LAG, Melbert D, Krapcho M, et al. SEER cancer<br />
statistics review, 1975–2005. Bethesda (MD): National<br />
Cancer Institute. Available at: http://seer.cancer.<br />
gov/csr/1975_2005. Based on November 2007 SEER<br />
data submission posted to the SEER Web site, 2008.<br />
61. Ferguson MK, Martin TR, Reeder LB, et al. Mortality<br />
after esophagectomy: risk factor analysis. World J<br />
Surg. 1997;23:599–604.<br />
62. Adam DJ, Craig SR, Sang CT, et al. Esophagectomy<br />
for carcinoma in the octogenarian. Ann Thorac<br />
Surg. 1996;61:190–194.<br />
63. Suglmachi K, Matsuzaki K, Matsuura H, et al. Evaluation<br />
of surgical treatment of carcinoma of the<br />
oesophagus in the elderly: 20 years experience. Br<br />
J Surg. 1985;72:28–32.<br />
64. Poon RT, Law SY, Chu KM, et al. Esophagectomy<br />
for carcinoma of the esophagus in the elderly: results<br />
of current surgical management. Ann Surg.<br />
1998;227(3):357–364.<br />
65. Kinugasa S, Tachibana M, Yoshimura H, et al. Esophageal<br />
resection in elderly esophageal carcinoma<br />
patients: improvement in postoperative complications.<br />
Ann Thorac Surg. 2001; 71:414–418.<br />
66. Thomas P, Doddoli C, Neville P, et al. Esophageal<br />
cancer resection in the elderly. Eur J Cardiothorac<br />
Surg. 1996; 10:941–946.<br />
67. Mukhtar RA, Theodore PR. Benign Thoracic Disease<br />
in the Elderly. Thorac Surg Clin North Am 2009;<br />
19(3): 313-319<br />
68. Athanassiadi K, Bagaev E, Simon A, et al. Lung<br />
herniation: a rare complication in minimally invasive<br />
cardiothoracic surgery. Eur J Cardiothorac Surg.<br />
2008;33:774–776.<br />
69. Jun N. Surgery for secondary spontaneous pneumothorax.<br />
Curr Opin Pulmon Med 2010; 16(4):376–<br />
380.<br />
70. Athanassiadi K, Bagaev E, Haverich A. Autologous<br />
blood pleurodesis for persistent air leak. Thorac<br />
Cardiovasc Surg 2009; 57(8):476-9.<br />
71. El Solh AA, Alhajjhasan A, Ramadan F, et al. A comparative<br />
study of community- and nursing homeacquired<br />
empyema thoracis. J Am Geriatr Soc.<br />
2007;55(11):1847–1852.<br />
72. Tsai TH, Jerng JS, Chen KY, et al. Communityacquired<br />
thoracic empyema in older people. J Am<br />
Geriatr Soc. 2005;53:1203–1209.<br />
73. Hsieh MJ, Liu YH, Chao YK, et al. Risk factors in surgical<br />
management of thoracic empyema in elderly<br />
patients. ANZ J Surg. 2008;78:445–448.<br />
74. Athanassiadi K. Empyem: Patienten Management<br />
und thorakoskopische Therapie. MIC 2008; 3:130-<br />
133.
Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας<br />
με καρδιοχειρουργικά προβλήματα<br />
Π Δεδεηλίας<br />
Επιμελητής Α’, Α’ Καρδιοχειρουργικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
SUMMARY<br />
DEDEILIAS P. Treatment of elderly cardiac surgery patients. In the era of aging population there is an increasing number<br />
of elderly people referred for cardiac surgery. Nowadays the majority of cardiac procedures are performed on elderly<br />
patients (age >65 years). Although age remains a standard and independent risk factor that increases significantly morbidity<br />
and mortality, the advances and improvements in surgical techniques have lowered the surgical risk to acceptable numbers.<br />
In most recent studies surgery is preferred and suggested as the treatment of choice in acute and life threatening cardiac<br />
surgery candidates regardless of age. Generally there is no documented age limit for cardiac surgery procedures apart from<br />
heart transplant recipients (65 years) and possibly candidates for elective aortic artery procedures (80 years). The preoperative<br />
evaluation and care of comorbidities in the advanced age group is mandatory and improves postoperative outcomes.<br />
Additionally alternative surgical options can be offered to high risk elderly patients (EuroSCORE >20) that are not susceptible<br />
to surgical treatment. These options are transcatheter aortic valve replacement, off pump cardiac surgery, minimally invasive<br />
cardiac surgery and endovascular treatment of aortic artery disease. The aim of maximizing life with acceptable quality has<br />
limited our possibility of denying surgical interventions to elderly population. However, careful assessment of operative risk<br />
can select patients on whom cardiac surgery will have a beneficial impact much more preferable compared to the natural<br />
history of the disease itself. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 177-186, 2011.<br />
Key words: cardiac surgery, elderly, age limit, EuroSCORE<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Στη σύγχρονη εποχή του γηρασκόμενου πληθυσμού υπάρχει μια συνεχής αύξηση υπερηλίκων ασθενών που<br />
υποβάλλονται σε καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις. Το ηλικιακό όριο των 65 ετών έχει ξεπεραστεί κατά πολύ τις<br />
προηγούμενες δεκαετίες και τη δεκαετία που μόλις παρήλθε η γρηγορότερα αυξανόμενη ηλικιακή δεκαετία καρδιοχειρουργικών<br />
ασθενών ήταν η ηλικία των «ογδοντάρηδων», οι οποίοι σε ποσοστό >25% περιορίζονται λειτουργικά<br />
λόγω καρδιακών προβλημάτων. Την τρέχουσα δεκαετία αναμένεται αύξηση του ποσοστού των ασθενών >90<br />
έτη που αποστέλλονται για καρδιοχειρουργική αντιμετώπιση. Έτσι θα προκύψει μια ενδιαφέρουσα επιστημονικά<br />
σύγκρουση μεταξύ της αναγκαίας πολιτικής κόστους-οφέλους και της ηθικής αδυναμίας να αρνηθούμε την καρδιοχειρουργική<br />
φροντίδα στους υπερήλικες οι οποίοι έχουν τεκμηριωμένα μεγαλύτερη νοσηρότητα και απαιτούν<br />
μεγαλύτερη ενδονοσοκομειακή φροντίδα. Τα στατιστικά δεδομένα και οι έρευνες των υπερήλικων ομάδων (>70)<br />
δείχνουν ότι δεν πρέπει να αρνούμαστε την καρδιοχειρουργική φροντίδα βασιζόμενοι αποκλειστικά στη χρονολογική<br />
ηλικία των ασθενών υποψηφίων για τέτοιου είδους επέμβαση. Φαίνεται πως η βιολογική ηλικία παίζει μεγαλύτερο<br />
ρόλο στην τελική μας απόφαση. Οι παράγοντες που πρέπει να εκτιμώνται είναι: α) το λειτουργικό στάδιο<br />
την ώρα της επέμβασης, β) η γενική φυσική κατάσταση, γ) η προσεκτική αξιολόγηση της συνοδού νοσηρότητας, δ) το<br />
οικογενειακό περιβάλλον και υποστήριξη στο σπίτι, και ε) η προσωπική επιθυμία και συγκατάθεση για τη διενέργεια<br />
της επέμβασης. Εναλλακτικά, όπου αυτό είναι εφικτό, στους υψηλού κινδύνου ασθενείς (EuroSCORE >20) είναι<br />
δυνατόν να προσφερθούν άλλες μέθοδοι θεραπείας όπως διακαθετηριακή αντικατάσταση αορτικής βαλβίδος,<br />
επαναγγείωση χωρίς εξωσωματική κυκλοφορία, ελάχιστα επεμβατική καρδιοχειρουργική και βεβαίως ενδοαυλική<br />
αντιμετώπιση των νόσων της αορτής. Ο στόχος της επιμήκυνσης της ζωής με αποδεκτή ποιότητα έχει περιορίσει
178<br />
Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας με καρδιοχειρουργικά προβλήματα<br />
σημαντικά την πιθανότητα να αρνηθούμε τη χειρουργική επέμβαση στους ασθενείς 3 ης ηλικίας. Η προσεκτική εκτίμηση<br />
του χειρουργικού κινδύνου μπορεί να επιλέξει τους ασθενείς στους οποίους η επέμβαση θα έχει καλύτερη<br />
επίπτωση από τη φυσική εξέλιξη της νόσου. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 177-186, 2011.<br />
Λέξεις κλειδιά: καρδιοχειρουργική επέμβαση, υπερήλικες, ηλικιακό όριο, EuroSCORE<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />
Τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν την πρώτη<br />
αιτία θανάτου στον βιομηχανικό κόσμο και ιδιαίτερα<br />
στους ασθενείς 3ης ηλικίας. Η τρίτη ηλικία καταλαμβάνει<br />
όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στον ζώντα πληθυσμό<br />
των δυτικών κοινωνιών. Στις ΗΠΑ ο πληθυσμός >75<br />
ετών θα είναι περίπου 50 εκατομμύρια την επόμενη<br />
δεκαετία (1) . Η ηλικία >80 ετών αποτελεί την ταχύτερα<br />
αυξανόμενη ομάδα πληθυσμού (2) και επιπρόσθετα είναι<br />
η ηλικιακή ομάδα που σε ποσοστό >25% εμφανίζει<br />
περιορισμένη λειτουργικότητα λόγω καρδιαγγειακών<br />
προβλημάτων (3) και το ποσοστό αυτό αναμένεται να<br />
είναι μεγαλύτερο στους άνω των ενενήντα ετών.<br />
Οι βελτιώσεις που έχουν σημειωθεί στην καρδιοχειρουργική<br />
αναισθησία, την περιεγχειρητική φροντίδα<br />
(φυσικοθεραπεία και νοσηλεία), την εξωσωματική κυκλοφορία,<br />
την υποστήριξη άλλων ανεπαρκών οργάνων,<br />
όπως νεφροί και πνεύμονες, καθώς και στις χειρουργικές<br />
τεχνικές, έχουν επιφέρει σημαντική μείωση<br />
του χειρουργικού κινδύνου σε αποδεκτά όρια και έτσι<br />
επεμβάσεις που θεωρούνταν ανεπίτρεπτες σε ασθενείς<br />
3ης ηλικίας (>80 έτη) γίνονται σήμερα με αρκετή<br />
ασφάλεια και απολύτως αποδεκτά αποτελέσματα (4-<br />
6)<br />
. Παράλληλα όμως προβληματισμός υπάρχει για τη<br />
σχέση κόστους-οφέλους των επεμβάσεων τέτοιου τύπου<br />
στους υπερήλικες δεδομένου του γεγονότος ότι η<br />
3η ηλικία συνοδεύεται από μεγαλύτερη θνητότητα και<br />
νοσηρότητα και απαιτεί μεγαλύτερη ενδονοσοκομειακή<br />
φροντίδα, με επακόλουθο τη βαθμιαία εκτίναξη του<br />
ιατρικού κόστους σε δυσεπίλυτα ύψη.<br />
ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΤΗΤΑΣ ΕΠΕΜΒΑΣΗΣ<br />
Για τον υπολογισμό της επικινδυνότητας μιας καρδιοχειρουργικής<br />
επέμβασης έχουν προταθεί διάφορα<br />
μαθηματικά μοντέλα, τα κυριότερα των οποίων είναι:<br />
1) το Parsonnet Score, 2) το Cleveland Clinic Score, 3)<br />
το French Score, 4) το Pons Score, 5) το Ontario Score,<br />
και τέλος 6) το EuroSCORE. Από όλα τα παραπάνω<br />
το πιο διαδεδομένο και αξιόπιστο εργαλείο αξιολόγησης<br />
του χειρουργικού κινδύνου μιας επέμβαση είναι το<br />
EuroSCORE (7-8) . Για να δημιουργηθεί μελετήθηκαν σχεδόν<br />
20.000 ασθενείς από 128 νοσοκομεία σε 8 ευρωπαϊκές<br />
χώρες. Μελετήθηκαν 97 παράγοντες κινδύνου και<br />
τα αποτελέσματα (επιβίωση ή θάνατος) σχετίσθηκαν<br />
με τους προεγχειρητικούς παράγοντες κινδύνου. Οι<br />
περισσότερο σημαντικοί παράγοντες κινδύνου χρησιμοποιήθηκαν<br />
για τη δημιουργία ενός συστήματος αξιολόγησης<br />
του κινδύνου μιας καρδιοχειρουργικής επέμβασης.<br />
Το σύστημα EuroSCORE κατασκευάστηκε στο<br />
ένα τμήμα της υπό εξέλιξη μελέτης και εφαρμόστηκε<br />
και δοκιμάστηκε στο υπόλοιπο τμήμα της μελέτης για<br />
έλεγχο της αξιοπιστίας του (9) .<br />
Κυκλοφορεί σε πολλές μορφές έντυπες και ψηφιακές,<br />
διαδικτυακά και σε λογισμικό για μικρές συσκευές,<br />
και ουσιαστικά είναι απαραίτητο προεγχειρητικό βήμα<br />
κάθε επέμβασης. Στο EuroSCORE η ηλικία αποτελεί τον<br />
πρώτο ανεξάρτητο μελετώμενο-αξιολογούμενο παράγοντα<br />
κινδύνου και βαθμολογείται με 1 μονάδα ανά<br />
5 έτη για ασθενείς >65 ετών. Έτσι στην ηλικία των 90<br />
ετών με 5 μονάδες αξιολόγησης, η ηλικία παίζει τον<br />
μεγαλύτερο επιβαρυντικό παράγοντα για καρδιοχειρουργική<br />
επέμβαση, επιβαρυντικότερο ακόμα και από<br />
τη μετεμφραγματική ρήξη του μεσοκοιλιακού διαφράγματος<br />
που είναι πολύ βαριά κατάσταση και βαθμολογείται<br />
με 4 βαθμούς.<br />
Στο EuroSCORE αξιολογούνται επίσης όλοι οι άλλοι<br />
παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με τη σχετική<br />
ή ολική ανεπάρκεια των άλλων οργάνων όπως για<br />
παράδειγμα η αναπνευστική ανεπάρκεια, η νεφρική<br />
ανεπάρκεια, το πρόσφατο ή παλαιό εγκεφαλικό, η<br />
επείγουσα επέμβαση, και βέβαια το λειτουργικό στάδιο<br />
της καρδιακής λειτουργίας, καθώς και άλλοι παράγοντες<br />
κινδύνου.<br />
Διαθέτουμε λοιπόν σήμερα ένα αξιόπιστο σύστημα<br />
αξιολόγησης του κινδύνου της επέμβασης και έτσι για<br />
κάθε ασθενή όταν ο κίνδυνος αυτός είναι μεγαλύτερος<br />
από τον κίνδυνο που έχει η φυσική εξέλιξη της νόσου,<br />
τότε η συντηρητική θεραπεία ή άλλες θεραπευτικές<br />
επιλογές πρέπει να προτιμώνται.<br />
ΑΝΩΤΕΡΟ ΗΛΙΚΙΑΚΟ ΟΡΙΟ ΚΑΡΔΙΟΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΩΝ<br />
ΕΠΕΜΒΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΠΕΜΒΑΣΕΩΝ<br />
3 ης ΗΛΙΚΙΑΣ<br />
Ηλικιακό όριο καρδιοχειρουργικών επεμβάσεων<br />
υπάρχει τεκμηριωμένο μόνο στις καρδιακές μεταμοσχεύσεις<br />
και αυτό πάλι έχει ανέβει από τα 65 στα<br />
70 έτη (10) . Επίσης παρατηρείται δισταγμός στη μαζι-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 179<br />
κή διενέργεια προγραμματισμένων επεμβάσεων που<br />
αφορούν παθήσεις της αορτής για ασθενείς >80 ετών<br />
και αυτό διότι: 1) το λειτουργικό στάδιο των ασθενών<br />
αυτών δεν είναι επηρεασμένο, 2) η φυσική εξέλιξη της<br />
νόσου είναι αργή, και 3) οι επιπλοκές που συνοδεύουν<br />
τη χειρουργική της αορτής παρ’όλες τις εξελίξεις της<br />
τελευταίας δεκαετίας παραμένουν σε σχετικά υψηλά<br />
επίπεδα (11) .<br />
Εκτός από τις προαναφερόμενες δύο περιπτώσεις<br />
δεν υπάρχει ηλικιακό όριο για άλλες καρδιοχειρουργικές<br />
επεμβάσεις. Έτσι τόσο η αορτοστεφανιαία παράκαμψη,<br />
όπου αυτή ενδείκνυται, όσο και η χειρουργική<br />
των βαλβιδοπαθειών αλλά και συνδυασμένες επεμβάσεις<br />
διενεργούνται απροβλημάτιστα στην ηλικία 65-<br />
90 ετών (12-16) , ενώ εμφανίζεται με επιφυλακτικότητα μεν<br />
αλλά και σαφή τάση επέκτασης της καρδιοχειρουργικής<br />
στους >90 κατά την τρέχουσα δεκαετία (17-24) .<br />
Στον Πίνακα Ι φαίνεται η τάση αύξησης των ηλικιακών<br />
ορίων για τους ασθενείς που υποβάλλονται σε<br />
καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις σε πανευρωπαϊκή κλίμακα<br />
την τελευταία δεκαετία. Παρατηρείται μια διαρκής<br />
αύξηση των ορίων ηλικίας και η καμπύλη θα ήταν<br />
ακόμη πιο αυξητική αν δεν είχε επηρεαστεί από τις νεοεισερχόμενες<br />
χώρες στην πανευρωπαϊκή βάση δεδομένων<br />
που επηρεάζουν την εξέλιξή της επιβραδυντικά.<br />
Στον Πίνακα ΙΙ φαίνεται πώς επηρεάζεται η θνητότητα<br />
ανάλογα με την ηλικία σε ασθενείς που υποβάλλονται<br />
σε αορτοστεφανιαία παράκαμψη και στον Πίνακα ΙΙΙ<br />
η επίπτωση της ηλικίας στη μετεγχειρητική νοσηλεία<br />
των ασθενών αυτών (25) .<br />
Παρόμοιες καμπύλες σχέσης ηλικίας-θνητότητας<br />
καθώς και ηλικίας-νοσηρότητας που μεταφράζεται σε<br />
σχέση ηλικίας-μετεγχειρητικής νοσηλείας υπάρχουν και<br />
για τις άλλες κύριες καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις<br />
όπως είναι η στένωση της αορτικής βαλβίδος, καθώς<br />
και η στένωση ή ανεπάρκεια της μιτροειδούς βαλβίδος.<br />
Οι βαλβιδοπάθειες μάλιστα αποτελούν οντότητες με<br />
συνεχώς αυξανόμενο μερίδιο μεταξύ των καρδιακών<br />
παθήσεων των υπερηλίκων (26-27) . Στον Πίνακα IV φαίνεται<br />
η ηλικία στη συνδυασμένη αντικατάσταση αορτικής<br />
βαλβίδος και ταυτόχρονης αορτοστεφανιαίας<br />
παράκαμψης, ενώ παρόμοιοι πίνακες υπάρχουν και<br />
για την αντικατάσταση της μιτροειδούς βαλβίδος.<br />
Γίνεται σαφές από τους πίνακες αυτούς ότι το<br />
κύριο σώμα των καρδιοχειρουργικών ασθενών σήμερα<br />
ανήκει στην 3 η ηλικία. Επίσης είναι αξιοσημείωτο<br />
ότι στην πανευρωπαϊκή βάση δεδομένων της καρδιοθωρακικής<br />
χειρουργικής του 2010 αναφέρεται ότι η<br />
μέση ηλικία των καρδιοχειρουργικών ασθενών αυξάνει<br />
αντίστοιχα με το βιοτικό/οικονομικό επίπεδο. Αυτό<br />
φαίνεται στον Πίνακα V όπου καταδεικνύεται η σχέση<br />
ηλικίας/εισοδήματος στους ασθενείς που υποβλήθηκαν<br />
σε αντικατάσταση αορτικής βαλβίδος. Στον Πίνακα<br />
VI φαίνεται η θνητότητα της αντικατάστασης<br />
της αορτικής βαλβίδος, καθώς και της συνδυασμένης<br />
αντικατάστασης αορτικής βαλβίδος και ταυτόχρονης<br />
αορτοστεφανιαίας παράκαμψης. Παρατηρούμε την<br />
αύξηση της επικινδυνότητας σε σχέση με την ηλικία<br />
που όμως δεν παύει να παραμένει σε ικανοποιητικά<br />
πλαίσια ακόμη και στις ηλικίες >80. Τα δεδομένα αυτά<br />
αποτελούν την πραγματική εικόνα σε πανευρωπαϊκή<br />
κλίμακα ενώ μεμονωμένες εργασίες έχουν επιδείξει<br />
ακόμη μεγαλύτερη βελτίωση με ενός και 5 ετών<br />
επιβίωση στους >80 που αγγίζει τα 86,4% και 69,4%<br />
αντιστοίχως (26, 28) .<br />
Παρόμοιοι πίνακες υπάρχουν και για την αντικατάσταση<br />
της μιτροειδούς βαλβίδος καθώς και της<br />
συνδυασμένης αντικατάστασης μιτροειδούς βαλβίδος<br />
και αορτοστεφανιαίας παράκαμψης, μόνο που στην<br />
τελευταία περίπτωση η βαρύτητα της νόσου έχει εξέχουσα<br />
βαρύτητα στους ασθενείς >75 ετών (12-17,4%)<br />
όπως φαίνεται στον Πίνακα VII. Τα ίδια αποτελέσματα<br />
ανακοινώνουν και ερευνητές που σε συνδυασμό με<br />
την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της νοσηρότητας που<br />
συνοδεύει την πάθηση της μιτροειδούς γίνονται λίγο<br />
πιο επιφυλακτικοί και προτείνουν επιδιόρθωση της<br />
βαλβίδας όπου αυτό είναι εφικτό (27-30) .<br />
Στην αντικατάσταση της μιτροειδούς βαλβίδος η<br />
αθροιστική νοσηρότητα των μεγαλύτερων συνοδών<br />
επιπλοκών, δηλαδή εγκεφαλικό, παρατεταμένος μετεγχειρητικός<br />
αερισμός, επανεπέμβαση για αιμορραγία,<br />
νεφρική ανεπάρκεια και λοίμωξη στερνοτομής<br />
από 13,5% που είναι στις ηλικίες 80. Το προεγχειρητικό λειτουργικό<br />
καρδιακό στάδιο παίζει το σημαντικότερο ρόλο σε<br />
πολυπαραγοντική ανάλυση αλλά η ηλικία επίσης επηρεάζει<br />
τη θνητότητα και τη νοσηρότητα σε ποσοστά<br />
13% και 10% αντιστοίχως στο σύνολο του κινδύνου (27) .<br />
Επίσης, μετά από αντικατάσταση ή πλαστική μιτροειδούς<br />
βαλβίδος η βελτίωση του λειτουργικού σταδίου<br />
της καρδιακής λειτουργίας δεν είναι τόσο εμφανής<br />
όσο στις περιπτώσεις αντικατάστασης της αορτικής<br />
βαλβίδος (31-33) .<br />
Έτσι, αν και στις κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικανικής<br />
Καρδιολογικής Εταιρείας υπάρχει σαφής σύσταση<br />
για επέμβαση στις συμπτωματικές ανεπάρκειες<br />
της μιτροειδούς βαλβίδος (34) , εντούτοις το 49% των<br />
ασθενών σε πανευρωπαϊκή κλίμακα μένει ανεγχείρητο
180<br />
Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας με καρδιοχειρουργικά προβλήματα<br />
πράγμα που έχει επίπτωση στην προσδοκώμενη επιβίωση<br />
κατά τουλάχιστον 1 έτος (35) . Οι σημαντικότεροι<br />
παράγοντες αποφυγής του χειρουργείου ήσαν το<br />
κλάσμα εξώθησης και η ηλικία (35) .<br />
Όσον αφορά τις παθήσεις της αορτής παρατηρούμε<br />
ότι χειρουργική αποκατάσταση προσφέρεται σε<br />
όλες τις επείγουσες καταστάσεις ανεξαρτήτως ηλικίας<br />
(Πίνακας VIII) παρ’όλο που εδώ η θνητότητα αυξάνει<br />
πολύ σε σχέση με την ηλικία (Πίνακας ΙΧ).<br />
Γενικά σε όλες τις καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις<br />
των υπερηλίκων η ένδειξη του επείγοντος αυξάνει<br />
δραματικά τον χειρουργικό κίνδυνο (36) .<br />
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ<br />
Η εξέλιξη της καρδιοχειρουργικής έχει προσφέρει<br />
βελτιωμένες τεχνικές όπως την επαναγγείωση των<br />
στεφανιαίων χωρίς εξωσωματική, την διακαθετηριακή<br />
αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδος, την τεχνική<br />
Alfieri για την αντιμετώπιση της μιτροειδικής ανεπάρκειας<br />
και τις ενδοαυλικές προθέσεις για τις παθήσεις<br />
της αορτής. Βέβαια όλες αυτές οι τεχνικές αντιμετωπίζουν<br />
και βελτιώνουν το χειρουργικό κίνδυνο αλλά<br />
πολλές φορές με σημαντική αύξηση του κόστους. Για<br />
παράδειγμα η διακαθετηριακή αντικατάσταση της<br />
αορτικής βαλβίδος που κερδίζει έδαφος σε υπερήλικές<br />
υψηλού κινδύνου με EuroSCORE >20 είναι μια μέθοδος<br />
που κοστίζει 3πλάσια από την παραδοσιακή αντικατάσταση<br />
της αορτικής βαλβίδος (37) . Σαφές όμως προβάδισμα<br />
έναντι του χειρουργείου έχουν οι ενδοαυλικές<br />
προθέσεις στις νόσους της θωρακικής αορτής ενώ<br />
γίνονται προσπάθειες περιορισμού του χειρουργικού<br />
κινδύνου με υβριδικές τεχνικές, όπως μετάθεση βραγχιοκεφαλικών<br />
κλάδων και ενδοαυλική αντιμετώπιση<br />
παθήσεων του αορτικού τόξου (38-40) .<br />
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΥΠΕΡΗΛΙΚΩΝ<br />
ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΓΙΑ ΚΑΡΔΙΟΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΕΠΕΜΒΑΣΗ<br />
Όπως προκύπτει από τη σύγχρονη βιβλιογραφία<br />
που προαναφέρθηκε στο κείμενο οι καρδιοχειρουργικές<br />
επεμβάσεις εκτελούνται με ασφάλεια μέχρι την<br />
ηλικία των 80 ετών σήμερα και μάλιστα στις ηλικίες<br />
65-85 βρίσκεται ο μεγαλύτερος όγκος των καρδιοχειρουργικών<br />
επεμβάσεων. Για τους ασθενείς >85 ετών τα<br />
κριτήρια επιλογής θα πρέπει να είναι: 1) το κοινωνικό<br />
και λειτουργικό στάδιο του υποψηφίου για επέμβαση<br />
(δείκτης DASI) και η δυνατότητα λήψης μετεγχειρητικής<br />
φροντίδας, 2) ο απόλυτος χειρουργικός κίνδυνος<br />
όπως καταμετρείται από το EuroSCORE που λαμβάνει<br />
υπόψη εκτός της ηλικίας και την καρδιακή, νεφρική,<br />
πνευμονική και ηπατική λειτουργία, και 3) η πεποίθηση<br />
του ασθενούς να υποβληθεί σε επέμβαση.<br />
Σε περιπτώσεις επείγουσας κατάστασης εφόσον<br />
είναι εφικτό θα πρέπει να σταθεροποιείται πρώτα ο<br />
ασθενής και η επέμβαση να αποφασίζεται σε δεύτερο<br />
χρόνο. Το Score DASI είναι ένα αξιόπιστο εργαλείοερωτηματολόγιο<br />
αξιολόγησης του λειτουργικού σταδίου<br />
του υπερήλικα (41) .<br />
Η ελαχιστοποίηση του χειρουργικού κινδύνου του<br />
υπερήλικα αρχίζει από το προεγχειρητικό στάδιο. Η<br />
προετοιμασία του αναπνευστικού με ασκήσεις και<br />
βρογχοδιαστολή, η αντιμετώπιση των εστιών λοίμωξης<br />
και η βελτίωση της νεφρικής λειτουργίας, είναι μερικά<br />
από τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται προεχειρητικά.<br />
Διεγχειρητικά η αποφυγή της εξωσωματικής<br />
κυκλοφορίας όταν είναι εφικτή, η ελαχιστοποίηση<br />
του χρόνου ισχαιμίας και του χειρουργικού χρόνου, η<br />
ελαχιστοποίηση του priming, της αιμοαραίωσης και η<br />
αντιμετώπιση των διαταραχών αιμόστασης είναι οι<br />
παράγοντες που βελτιώνουν τα αποτελέσματα στους<br />
ευαίσθητους αυτούς ασθενείς (42) .<br />
Συμπερασματικά, η προσπάθεια επιμήκυνσης της<br />
ζωής όσο το δυνατόν περισσότερο δεν αφήνει ηθικά<br />
περιθώρια στην άρνηση προσφοράς χειρουργικής<br />
υψηλής τεχνικής σε υπερήλικες ασθενείς. Γεννώνται<br />
όμως ερωτήματα σχετικά με την οικονομική επίπτωση<br />
του εγχειρήματος, την επίτευξη ή μη της επιδιωκόμενης<br />
ποιότητας ζωής των υπερηλίκων όπως και γενικότερα<br />
με την τάση εξάρτησης της προχωρημένης ηλικίας<br />
από την βιοϊατρική τεχνολογία με αφύσικη επιβίωση<br />
των υπερηλίκων που εξαρτώνται από πολλά φάρμακα<br />
και απαιτούν τακτική ιατρική φροντίδα (43) .
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 181<br />
Πίνακας Ι<br />
Ηλικία καρδιοχειρουργικών ασθενών (4 η Πανευρωπαϊκή Βάση Δεδομένων, έκδοση 2010).<br />
Πίνακας ΙΙ<br />
Θνητότητα σε σχέση με την ηλικία για αορτοστεφανιαία παράκαμψη.
182<br />
Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας με καρδιοχειρουργικά προβλήματα<br />
Πίνακας ΙΙΙ<br />
Μετεγχειρητική νοσηλεία ασθενών που υποβάλλονται σε αορτοστεφανιαία παράκαμψη,<br />
σε σχέση με την ηλικία τους.<br />
Πίνακας ΙV<br />
Αντικατάσταση αορτικής βαλβίδος και ταυτόχρονη αορτοστεφανιαία παράκαμψη
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 183<br />
Πίνακας V<br />
Σχέση ηλικίας/βιοτικού επιπέδου κατά την αντικατάσταση αορτικής βαλβίδος<br />
(Πανευρωπαϊκή Βάση Δεδομένων, 2010).<br />
Πίνακας VI<br />
Σχέση ηλικίας/θνητότητας σε περιπτώσεις αντικατάστασης αορτικής βαλβίδος, καθώς και συνδυασμένης αντικατάστασης<br />
αορτικής βαλβίδος και αορτοστεφανιαίας παράκαμψης.
184<br />
Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας με καρδιοχειρουργικά προβλήματα<br />
Πίνακας VII<br />
Θνητότητα αντικατάστασης μιτροειδούς βαλβίδος, καθώς και αντικατάστασης μιτροειδούς βαλβίδος<br />
και ταυτόχρονης αορτοστεφανιαίας παράκαμψης σε σχέση με την ηλικία (The European Association<br />
for Cardio-Thoracic Surgery,<br />
4 th Adult Cardiac Database Report 2010).<br />
Πίνακας VIII<br />
Σχέση ηλικίας/οξέως διαχωρισμού της αορτής.
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 185<br />
Πίνακας ΙΧ<br />
Θνητότητα σε σχέση με την ηλικία σε επεμβάσεις οξέως διαχωρισμού της αορτής.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
1. M.G. St. John Sutton, R.C. Gorman: Surgery for asymptomatic<br />
severe mitral regurgitation in the elderly.<br />
Early Surgery or wait and watch? Circulation<br />
2006; 114:258-260.<br />
2. S. Greengross, E. Murphy, L. Quamm, et al: Aging: a<br />
subject that must be at the top of the world agendas.<br />
BMJ 1997; 315:1029-30.<br />
3. US Bureau of the Census. Statistical Abstract of the<br />
United States. 110 th ed., Washington, DC: US Government<br />
Printing Office: 1990.<br />
4. P. Kohn, A. Kerzmann, L. Lahaye, et al: Cardiac Surgery<br />
in Octogenarians: perioperative outcome and<br />
long-term results. Eur Heart J 2001; 22:1235-43.<br />
5. D.S. Likosky, L.S. Dasey, Y.R. Baribeau, et al: Northern<br />
New England Cardiovascular Disease Group. Longterm<br />
survival of the very elderly undergoing coronary<br />
artery bypass grafting. Ann Thorac Surg 2008;<br />
85:1233-38.<br />
6. A. Sendrakyan, V. Vaccarino, D. Partiel, et al: Age<br />
does not limit quality of life improvement in Cardiac<br />
Valve Surgery. JACC 2003; 42:1208-14.<br />
7. H.J. Geissler, H. Philip, S. Marohl, et al: Risk stratification<br />
in heart surgery: comparison of six score<br />
systems. Eur J Cardiothorac Surg 2000; 17:400-06.<br />
8. Y. Kawachi, A. Nakashima, Y. Toshima, et al: Risk<br />
stratification analysis of operative mortality in heart<br />
and thoracic aorta surgery: comparison between<br />
Parsonnet and EuroSCORE additive model. Eur J Cardiothorac<br />
Surg 2001; 20(5):961-6.<br />
9. SAM Nashef, F. Roques, P. Mitchel, et al: European<br />
System for cardiac operative risk evaluation (EuroS-<br />
CORE). Eur J Cardiothorac Surg 1999; 16(1):9-13.<br />
10. L.U. Nwakanma, A.S. Shah, J.V. Conte, et al: Recipient<br />
selection for heart transplantations. In: L.H.<br />
Cohn’s Cardiac Surgery in the Adult, 3 rd Edition<br />
2008:1540-77.<br />
11. N. Khaladj, R. Leyh, M. Shrestha, et al: Aortic Root<br />
Surgery in Septagenarians: impact of different surgical<br />
techniques. J Cardiothorac Surg 2009, 4:17<br />
12. A. Gehlot, C.J. Mullany, D. Ilstup, et al: Aortic Valve<br />
Replacement in patients aged eighty years and older:<br />
early and long term results. J Thorac Cardiovasc<br />
Surg 1996; 111:1026-36.<br />
13. S.J. Melby, A. Ziever, S.P. Kaiser, et al: Aortic Valve<br />
Replacement in Octogenarians: risk factors for<br />
early and late mortality. Ann Thorac Surg 2007;<br />
83:1651-1657.<br />
14. S.S. Khan, J.M. Kupfer, J.M. Matloff, et al: Interaction<br />
of age and preoperative risk factors in predicting<br />
operative mortality for coronary artery bypass surgery.<br />
Circulation 1992; 86:II186-90.<br />
15. P. Kohl, A. Kerzmann, C. Honore, et al. Aortic Valve<br />
Surgery in octogenarians: predictive factors for<br />
operative and mid-term results. Eur J Cardiothorac<br />
Surg 2007; 31:600-6.<br />
16. C.W. Akins, W.M. Daggett, G.J. Vlahakes, et al.
186<br />
Αντιμετώπιση ασθενών 3ης ηλικίας με καρδιοχειρουργικά προβλήματα<br />
Cardiac operations in patients aged 80 years and<br />
older. Ann Thorac Surg 1997; 64:606-15.<br />
17. B.W. Ullery, J.C. Peterson, F. Milla, et al: Cardiac<br />
surgery in select nonagenarians: should we or<br />
shouldn’t we? Ann Thorac Surg 2008; 85:854-61.<br />
18. M.D. Bacchetta, W. Ko, L.N. Girardi, et al: Outcomes<br />
of cardiac surgery in nonagenarians: a 10-years experience.<br />
Ann Thorac Surg 2003; 75:1215-20.<br />
19. C. Blanche, J.M. Matloff, T.A. Denton, et al: Cardiac<br />
operations in patients 90 years of age and older.<br />
Ann Thorac Surg 1997; 63:1685-90.<br />
20. B.G. Levy Praschker, P. Leprince, N. Bonnet, et al:<br />
Cardiac surgery in nonagenarians: hospital mortality<br />
and long-term follow-up. Interact Cardiovasc<br />
Thorac Surg 2006; 5:696-700.<br />
21. M.E. Edwards, K.M. Taylor: Outcomes in nonagenarians<br />
after heart valve replacement operation. Ann<br />
Thorac Surg 2003; 75:830-34.<br />
22. L.E. Samuels, S. Sharma, R.J. Morris, et al: Cardiac surgery<br />
in nonagenarians. J Card Surg 1996; 11:121-27.<br />
23. D.J. Miller, L.E. Samuels, M.S. Kaufman, et al: Coronary<br />
artery bypass surgery in nonagenarians. Angiology<br />
1999; 50:613-617.<br />
24. C.R. Bridges, F.H. Edwards, E.D. Peterson, et al. Cardiac<br />
surgery in nonagenarians and centenarians. J<br />
Am Coll Surg 2003; 197:347-57.<br />
25. M. Graham, W.A. Ghali, P.D. Faris, et al for the Alberta<br />
Provincial Project for Outcomes Assessment<br />
in Coronary Artery Disease (APPROACH) Investigators:<br />
Survival After Coronary Revascularization in<br />
the Elderly. Circulation 2002; 105:2378-84.<br />
26. D.S. Likosky, M.J. Sorensen, L.J. Dasey, et al: Longterm<br />
survival of the very elderly undergoing aortic<br />
valve surgery. Circulation 2009; 120(suppl. 1):S127-33.<br />
27. R.H. Mehta, K.A. Eagle, L.P. Coombs, et al on behalf<br />
of the Society of Thoracic Surgeons National<br />
Cardiac Registry: Influence of Age on Outcomes in<br />
patients undergoing mitral valve replacement. Ann<br />
Thorac Surg 2002; 74:1459-67.<br />
28. B. Chiappini, N. Camurri, A. Laforte, et al: Outcome<br />
after aortic valve replacement in Octogenarians.<br />
Ann Thorac Surg 2004; 78:85-9.<br />
29. J.J. Jokinen, M.J. Hippelδinen, O.A. Ritkδnen, et al.<br />
Mitral Valve Replacement versus Repair: Propensity-Adjusted<br />
Survival and Quality of Life Analysis.<br />
Ann Thorac Surg 2007; 84:451-8.<br />
30. A. Sedrakyan, V. Vaccarino, J.A. Elefteriades, et<br />
al: Health related quality of life after mitral valve<br />
repairs and replacements. Qual Life Res 2006;<br />
15:1153-60.<br />
31. F. Maisan, G. Vigano, C. Calabrese, et al: Quality of<br />
life of elderly patients following valve surgery for<br />
chronic organic mitral regurgitation. Eur J Cardiothorac<br />
Surg 2009; 36:261-6.<br />
32. G. Ailawadi, B.R. Swenson, M.E. Girotti, et al: Is mitral<br />
valve repair superior to replacement in elderly<br />
patients? Ann Thorac Surg 2008; 68:77-85.<br />
33. R.A. Goldsmith, G.Y.H. Lip, R.L. Patel: A prospective<br />
study of changes in the quality of life of patients<br />
following mitral valve repair and replacement. Eur<br />
J Cardiothorac Surg 2001; 20:949-55.<br />
34. R.O. Bonow, B.A. Carabello, K. Chatterjee, et al:<br />
ACC/AHA 2006 Guidelines for the Management of<br />
Patients with valvular heart disease. A report of the<br />
American College of Cardiology/American Heart<br />
Association Task Force on Practice Guidelines. J<br />
Am Coll Cardiol 2006; 48:e1-48.<br />
35. M. Mirabel, B. Lung, G. Baro, et al: What are the<br />
characteristics of patients with severe, symptomatic,<br />
mitral regurgitation who are denied surgery?<br />
Eur Heart J 2007; 28:1358-65.<br />
36. M. Shrestha, N. Khaladj, H. Baraki, et al: Is there an<br />
Age limit for Cardiac Surgery? Clinical Medicine:<br />
Geriatric 2008; 2:31-3.<br />
37. M. Sahangiri, A.P. Kappeteine, van Geldorp, et<br />
al: The evolution of advanced techniques for the<br />
management of symptomatic aortic stenosis in the<br />
elderly population: conventional surgical management<br />
vs. transcatheter valve implantation. JR Coll<br />
Physicians Edinb 2010 (Dec.); 40(4):323-7.<br />
38. E. Ferrari, P. Tozzi, L.K. von Segeser: Thoracic aorta<br />
emergencies: is the endovascular treatment the<br />
new gold standard? Interact Cardiovasc Thorac<br />
Surg 2006; 5:730-6.<br />
39. R. Hinchliffe, M. Halawa, P. Holt, et al: Aortic dissection<br />
and its endovascular management. J Cardiovasc<br />
Surg 2008; 49(4):449-60.<br />
40. J.J. Ricotta 2 nd , C.S. Oderich: Fenestrated and brancheal<br />
stent grafts. Perspect Vasc Endovasc Thor<br />
2008; 20(2):174-89.<br />
41. M.A. Hlatky, R. Boineau, M.B. Higginbotham, et al:<br />
A brief self-administrated questionnaire to determine<br />
functional capacity (The Duke Activity Status<br />
Index). Am J Cardiol 1989; 64:651-654.<br />
42. G. Speziale, G. Nasso, M.C. Barattoni, et al: Operative<br />
and mid-term results of cardiac surgery in<br />
nonagenarians. A bridge toward routine practice.<br />
Circulation 2010; 121:208-13.<br />
43. S.R. Kaufman, J.K. Shim, A.J. Russ. Revisiting the Biomedicalization<br />
of Aging: Clinical Trends and Ethical<br />
Challenges. Gerontologist 2004; 44(6):731-8.
ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΘΕΜΑ<br />
ΔΥΣΜΕΝΕΙΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ ΜΗ ΚΑΡΔΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ<br />
ΣΤΟ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ<br />
ΑΜ Σιδέρης<br />
Διευθυντής ΕΣΥ, Β’ Καρδιολογικό Τμήμα, Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
Η αποτελεσματικότητα ενός νέου θεραπευτικού παράγοντα<br />
ελέγχεται συνήθως εύκολα. Αυτό που παρουσιάζει<br />
δυσκολία στην εκτίμηση του, και είναι σημαντικότερο,<br />
είναι η ασφάλεια χορήγησης του σε εκατομμύρια<br />
ασθενών με πολύπλευρες νόσους, συμπαρομαρτούσες<br />
παθήσεις, ευαισθησίες στα φάρμακα και ταυτόχρονη<br />
λήψη ικανού αριθμού φαρμακευτικών σκευασμάτων.<br />
Αντικαρκινικά φάρμακα<br />
Εισαγωγη<br />
Η παρουσία καρδιοπάθειας σε ασθενείς με καρκίνο<br />
ή η προκαλούμενη από τη θεραπεία του καρκίνου καρδιοπάθεια<br />
αποτελεί κλινικό πρόβλημα μείζονος σημασίας.<br />
Η βέλτιστη διαχείριση αυτών των ασθενών περιλαμβάνει<br />
τόσο την επιτυχή θεραπεία της κακοήθειας<br />
όσο και την προσπάθεια ελάττωσης της νοσηρότητας<br />
και θνησιμότητας της οφειλομένης σε καρδιαγγειακές<br />
νόσους στους επιβιώσαντες καρκινοπαθείς. Η παρουσία<br />
καρκίνου και οι νοσηρότητες που τον συνοδεύουν<br />
περιπλέκουν την αντιμετώπιση των καρδιαγγειακών<br />
νόσων στον καρκινοπαθή ασθενή. Η καρδιοτοξικότητα<br />
των αντικαρκινικών θεραπειών έχει εξελιχθεί σε<br />
μείζον κλινικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι καρδιολόγοι.<br />
Η δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας και η<br />
καρδιακή ανεπάρκεια αποτελούν πρόβλημα μείζονος<br />
σημασίας, αλλά τα κλινικά χαρακτηριστικά και η πρόγνωση<br />
ποικίλλουν σημαντικά ανάλογα με τον υπεύθυνο<br />
θεραπευτικό παράγοντα. Η σχετιζόμενη με την<br />
ανθρακυκλίνη μυοκαρδιοπάθεια διαφέρει ουσιαστικά<br />
από την επίδραση που έχουν οι νεότερες στοχευμένες<br />
θεραπείες, όπως η τραστουζουμάμπη. Άλλες μορφές<br />
καρδιαγγειακών νόσων που επισυμβαίνουν λόγω της<br />
θεραπείας του καρκίνου είναι η υπέρταση, τα θρομβοεμβολικά<br />
επεισόδια, οι περικαρδίτιδες, οι αρρυθμίες<br />
και η μυοκαρδιακή ισχαιμία. Σημαντικός παράγων που<br />
καθορίζει την έκβαση τέτοιων ασθενών είναι η συνεργασία<br />
καρδιολόγων-ογκολόγων με στόχο την ισορροπία<br />
μεταξύ των κινδύνων της καρδιοτοξικότητας και<br />
του οφέλους της ογκολογικής θεραπείας 1 .<br />
Παράταση επαναπόλωσης και Torsades<br />
de pointes (TdP) και διάφορα φάρμακα<br />
Ένας σημαντικός αριθμός μη αντιαρρυθμικών παραγόντων<br />
παρατείνει την επαναπόλωση και προδιαθέτει<br />
σε Torsades de pointes (TdP) (μορφή πολύμορφης<br />
κοιλιακής ταχυκαρδίας) και αιφνίδιο θάνατο. Η τερφεναδίνη,<br />
το πρώτο αντιισταμινικό χωρίς ηρεμιστική<br />
επίδραση, ήταν ο πρώτος μη-αντιαρρυθμικός παράγων<br />
που επίσημα συνδέθηκε με TdP, όταν συγχορηγήθηκε<br />
κυρίως με αντιβιοτικά και αντιμυκητιασικά. Η<br />
λίστα των φαρμάκων που συνδέθηκαν με παράταση<br />
του QT διαστήματος και TdP, μερικά από τα οποία<br />
αποσύρθηκαν από την αγορά ή δεν έγινε αποδεκτή η<br />
έγκριση τους, αυξήθηκε προοδευτικά. Τα περισσότερα<br />
από αυτά ασκούν ανασταλτική επίδραση στη ταχεία<br />
συνιστώσα του επανορθωτικού ρεύματος καλίου (Ιkr)<br />
με αποτέσμα παράταση της επαναπόλωσης. Η αλληλεπίδραση<br />
με φάρμακα που αναστέλλουν τα ισοένζυμα<br />
του κυτοχρώματος P450, στο ήπαρ, και επομένως η<br />
ελάττωση του μεταβολισμού τους, αποτελεί ξεχωριστό<br />
παθοφυσιολογικό μηχανισμό 2 . Οι ασθενείς που παρουσιάζουν<br />
παράταση του διαστήματος QT μετά από<br />
λήψη μη αντιαρρυθμικών φαρμάκων είναι πιθανόν ότι<br />
είναι γενετικά προδιατεθειμένοι λόγω ήπιας ή εξασθενισμένης<br />
μορφής συγγενούς επιμεμηκυσμένου QT 3 .<br />
Οι αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης-5<br />
Οι αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης-5 είναι αποτελεσματικοί<br />
φαρμακευτικοί παράγοντες κατά της στυτικής<br />
δυσλειτουργίας, σε ευρύ πληθυσμό ανδρών μεταξύ<br />
των οποίων περιλαμβάνονται και ασθενείς με αγγειακές<br />
παθήσεις, στεφανιαία νόσο, υπέρταση και διαβήτη 4,5 . Το<br />
ένζυμο το οποίο αναστέλλουν συναντάται στις λείες μυ-
188<br />
Δυσμενείς επιδράσεις μη καρδιολογικών φαρμάκων στο καρδιαγγειακό σύστημα<br />
ϊκές ίνες των αρτηριών και φλεβών, με αποτέλεσμα η<br />
επίδραση τους να έχει αγγειοδιασταλτικό αποτέλεσμα<br />
το οποίο δυνητικά επηρεάζει το καρδιαγγειακό σύστημα 6 .<br />
Η οργανική στυτική δυσλειτουργία και οι παθήσεις του<br />
καρδιαγγειακού συστήματος έχουν κοινούς παράγοντες<br />
κινδύνου καθώς και κοινή παθοφυσιολογία, με την δυσλειτουργία<br />
του ενδοθηλίου, την φλεγμονώδη και ενδοθηλιακή-προθρομβωτική<br />
ενεργοποίηση και το οξειδωτικό<br />
stress να αποτελούν κοινούς παρονομαστές 7,8,9 . Η στυτική<br />
δυσλειτουργία θεωρείται πλέον προάγγελος καρδιαγγειακών<br />
νοσημάτων. και έχει αποδειχθεί ότι σε ασθενείς με<br />
στεφανιαία νόσο, τα συμπτώματα της στυτικής δυσλειτουργίας<br />
εμφανίζονται, κατά μέσο όρο 2-5 έτη πρωϊμότερα<br />
από αυτά της στεφανιαίας καρδιοπάθειας 10 . Επομένως,<br />
η διάγνωση της στυτικής δυσλειτουργίας παρέχει<br />
στον κλινικό τη χρυσή ευκαιρία να εκτιμήσει την ανδρική<br />
καρδιαγγειακή υγεία και να παρέμβει σε πρώιμα στάδια<br />
της νόσου. Η χρήση των αναστολέων της φωσφοδιεστεράσης-5,<br />
στο τέλος της δεκαετίας του 90, συνοδεύτηκε<br />
από περιστασιακές αναφορές δυσμενών καρδιαγγειακών<br />
συμβαμάτων, με αποτέλεσμα το δισταγμό στη χρήση<br />
αυτών των παραγόντων σε ασθενείς με ιστορικό καρδιοπάθειας<br />
11 . Ωστόσο, οι αρχικές ανησυχίες δεν επιβεβαιώθηκαν<br />
είτε σε τυχαιοποιημένες μελέτες ή σε αναδρομικές<br />
αναλύσεις 12 . Τα νιτρώδη αντενδείκνυνται κατά τη διάρκεια<br />
θεραπείας με αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης-5<br />
λόγω κινδύνου υπότασης. Σε χορήγηση σιλδεναφίλης ή<br />
βαρδεναφίλης, τα νιτρώδη πρέπει να αποφεύγονται για<br />
τουλάχιστον 24 ώρες, ενώ επί χρήσης ταδαλαφίλης, επί<br />
48 ώρες. Σε ελάττωση της αρτηριακής πίεσης μπορεί επίσης<br />
να οδηγήσει η συγχορήγηση τους με α-αδρενεργικούς<br />
αποκλειστές. Η επίδραση αυτή δεν γίνεται εμφανής όταν<br />
χορηγούνται α1 εκλεκτικοί αναστολείς 13 . Οι αναστολείς<br />
της φωσφοδιεστεράσης-5 μεταβολίζονται από ένζυμα<br />
του κυτοχρώματος P450. Η συγχορήγηση τους επομένως<br />
με παράγοντες που αναστέλλουν αυτά τα ένζυμα (κετοκοναζόλη,<br />
αντικαταθληπτικά, μακρολίδες κ.α.), μπορεί<br />
να οδηγήσει σε αύξηση των επιπέδων τους στο πλάσμα<br />
και εμφάνιση παρενεργειών. Η λήψη της ελάχιστης<br />
δόσης είναι το ενδεδειγμένο μέτρο 14 . Οι επιδρασεις των<br />
αναστολέων της φωσφοδιεστεράσης-5 στο ενδοθηλιακό<br />
επίπεδο, οδήγησε στη χρήση τους σε καρδιαγγειακές και<br />
μη νόσους (πνευμονική υπέρταση, αχαλασία οισοφάγου,<br />
σύνδρομο Raynaud), με το πεδίο χρήσης να διευρύνεται<br />
συνεχώς. 15<br />
Μη-στεροειδή αντιφλεγμονώδη (NSAIDs)<br />
Τόσο τα παραδοσιακά μη-στεροειδή αντιφλεγμονώδη<br />
(NSAIDs) όσο και οι εκλεκτικοί αναστολείς της<br />
κυκλοοξυγενάσης-2 (coxibs) είναι σημαντικά και αποτελεσματικά<br />
φάρμακα για την αντιμετώπιση των μυοσκελετικών<br />
συμπτωμάτων, ωστόσο, συνοδεύονται<br />
από ανεπιθύμητες δράσεις λόγω της αναστολής των<br />
προστανοϊδών. Τα προστανοϊδή είναι βιολογικά ενεργά<br />
παράγωγα του αραχιδονικού οξέος, το οποίο μετασχηματίζεται<br />
σε προσταγλανδίνη μέσω των ενζύμων<br />
της κυκλοοξυγενάσης. Η ασφάλεια χρήσης των<br />
NSAIDs στην κλινική πράξη έχει αμφισβητηθεί, ειδικά<br />
των εκλεκτικών coxibs. Παρά την έλλειψη τυχαιοποιημένων-ελεγχόμενων<br />
μελετών υπάρχουν δεδομένα που<br />
δείχνουν ότι προκαλούν σημαντικές καρδιαγγειακές<br />
ανεπιθύμητες δράσεις, όπως, έμφραγμα του μυοκαρδίου,<br />
εγκεφαλικά επεισόδια, νεφρική ανεπάρκεια και<br />
υπέρταση 16 .<br />
Βότανα<br />
Παρά την έλλειψη επιστημονικής τεκμηρίωσης γύρω<br />
από την ασφάλεια και αποτελεσματικότητα των προϊόντων<br />
των βοτάνων, η χρήση τους είναι εξαιρετικά<br />
διαδεδομένη. Τα βότανα θεωρούνται σαν τροφικά<br />
προϊόντα με αποτέλεσμα να μην υποβάλλονται σε ενδελεχή<br />
εξέταση και κανονισμούς όπως τα συμβατικά<br />
φάρμακα. Παρά το γεγονός ότι θεωρούνται προϊόντα<br />
της φύσης και επομένως ασφαλή σε αρκετές περιπτώσεις<br />
έχουν θανατηφόρες συνέπειες. Ορισμένα βότανα<br />
έχουν άμεση επίδραση στο καρδιαγγειακό και<br />
αιμοστατικό σύστημα ενώ άλλα μέσω αλληλεπίδρασης<br />
με φάρμακα έχουν σοβαρές παρενέργειες 17 .<br />
Αναβολικά<br />
Η χρήση αναβολικών στεροειδών από νεαρούς<br />
αθλητές συνδέεται με αυξημένα επίπεδα χαμηλής πυκνότητας<br />
λιποπρωτεϊνών, χαμηλά επίπεδα υψηλής πυκνότητας<br />
λιποπρωτεϊνών, αύξηση της αρτηριακής πίεσης,<br />
υπερτροφία της αριστερής κοιλίας, οξύ έμφραγμα<br />
του μυοκαρδίου και θανατηφόρες αρρυθμίες 18 .<br />
Αναστολείς της αντλίας πρωτονίων<br />
(PPIs)<br />
Το θέμα της συγχορήγησης αναστολέων της αντλίας<br />
πρωτονίων (PPIs) και κλοπιδογρέλης αποτελεί συχνό<br />
αντικείμενο συζητήσεων και αντιπαραθέσεων την<br />
τελευταία πενταετία. Οι PPIs δρούν ανταγωνιστικά<br />
στην ενεργοποίηση της κλοπιδογρέλης από το CYP2C19,<br />
και μετριάζουν την αντιαιμοπεταλιακή της δράση. Μία<br />
πιθανή εξήγηση του φαινομένου είναι η ποικιλία στην<br />
δραστηριότητα του CYP2C19, που έχει σαν βάση τον
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 189<br />
γενετικό πολυμορφισμό και επομένως την ύπαρξη<br />
ασθενών που είναι .<br />
Το πρόσφατο ACCF/ACG/AHA 2010 Expert<br />
Consensus Document συνιστά την αποφυγή χορήγησης<br />
PPIs ή ανταγωνιστών των Η2 υποδοχέων της ισταμίνης<br />
σε ασθενείς χαμηλού κινδύνου, η δε κλινική απόφαση<br />
που αφορά τη συγχορήγηση PPIs και θιενοπυριδινών,<br />
πρέπει να στηρίζεται στην εκτίμηση κινδύνου<br />
προς όφελος μεταξύ καρδιαγγειακών συμβαμάτων<br />
και γαστρενερικών αιμορραγιών. Η συγχορήγηση<br />
κλοπιδογρέλης και PPIs ελαττώνει την αντιαιμοπεταλιακή<br />
επίδραση της κλοπιδογρέλης όπως προκύπτει<br />
από φαρμακοδυναμικές και φαρμακοκινητικές μελέτες<br />
(μεγαλύτερη αλληλεπίδραση μεταξύ ομεπραζόλης και<br />
κλοπιδογρέλης) και η κλινικά σημαντική αλληλεπίδραση<br />
δεν μπορεί να αποκλεισθεί, ιδιαίτερα σε ορισμένες<br />
υποομάδες, όπως αυτή των ><br />
19 .<br />
Ναρκωτικά<br />
Η μαριχουάνα και η κοκαίνη είναι τα συχνότερα<br />
χρησιμοποιούμενα παράνομα φάρμακα. Η κάνναβις<br />
έχει διφασική επίδραση στο αυτόνομο νευρικό σύστημα<br />
ανάλογα με τη δόση, με αποτέλεσμα είτε ταχυκαρδία<br />
και αύξηση της καρδιακής παροχής είτε βραδυκαρδία<br />
και υπόταση. Αυξάνει την κατανάλωση οξυγόνου από<br />
το μυοκάρδιο και αυξάνει τα επεισόδια στηθάγχης σε<br />
στεφανιαίους ασθενείς. Η χρήση της συνοδεύεται από<br />
κοιλιακές και υπερκοιλιακές αρρυθμίες 20 . Η κοκαΐνη οι<br />
αμφεταμίνες και η έκσταση έχουν παρόμοιες ανεπιθύμητες<br />
επιδράσεις στο καρδιαγγειακό σύστημα που<br />
σχετίζονται κυρίως με τη διέγερση του συμπαθητικού<br />
νευρικού συστήματος. Η κοκαϊνη έχει καρδιοτοξική<br />
επίδραση μέσω σπασμού των στεφανιαίων αρτηριών,<br />
αύξησης της συγκολλητικότητας των αιμοπεταλίων,<br />
αύξησης των αναγκών σε οξυγόνο από το μυοκάρδιο<br />
(λόγω αύξησης της αρτηριακής πίεσης και καρδιακής<br />
συχνότητας), με αποτέλεσμα έμφραγμα του μυοκαρδίου,<br />
αρρυθμίες, καρδιακή ανεπάρκεια, διαχωρισμό αορτής<br />
και ενδοκαρδίτιδα 21 . Η ηρωίνη, επιδρά άμεσα στο<br />
αγγειοκινητικό κέντρο και αυξάνει τη παρασυμπαθητική<br />
δραστηριότητα, ελαττώνει τη συμπαθητική ενώ<br />
απελευθερώνει σεροτονίνη από τα μαστοκύτταρα. Οι<br />
δράσεις αυτές προκαλούν βραδυκαρδία και υπόταση.<br />
Η βραδυκαρδία σε συνδυασμό με αυξημένο αυτοματισμό<br />
οδηγούν σε έκτοπη δραστηριότητα, κολπική<br />
μαρμαρυγή και κοιλιακές αρρυθμίες. Το μη καρδιακής<br />
αρχής πνευμονικό οίδημα και η ενδοκαρδίτιδα αποτελούν<br />
μείζονες επιπλοκές 20 .<br />
Αντιδιαβητικά δισκία<br />
Ορισμένα από τα αντιδιαβητικά δισκία, για τη θεραπεία<br />
της υπεργλυκαιμίας σε ασθενείς με διαβήτη<br />
τύπου 2, ελαττώνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο, ενώ<br />
άλλα τον αυξάνουν. Οι γλιταζόνες π.χ. συνδέονται με<br />
καρδιακή ανεπάρκεια, μυοκαρδιακό έμφραγμα και αύξηση<br />
της θνητότητας από καρδιαγγειακές αιτίες 22 .<br />
Βιβλιογραφια<br />
1. Khakoo AY, Yeh ETH. Management of cardiovascular<br />
disease in patients with cancer and cardiac complications<br />
of cancer therapy. Nat Clin Pract Oncol.<br />
2008; 5(11):655-667.<br />
2. Letsas KP, Efremidis M, Filippatos GS, Sideris Drug-<br />
Induced Long QT Syndrome. AM. Hellenic J Cardiol<br />
2007;48: 296-299,.<br />
3. Khan IA. Long QT syndrome: Diagnosis and management.<br />
Am Heart J 2002;143:7-14.<br />
4. Goldstein I, Lue TF, Padma-Nathan H, et al. Oral<br />
sildenafil in the treatment of erectile dysfunction. N<br />
Engl J Med. 1998; 338:1397–1404.<br />
5. Gresser U, Gleiter OH. Erectile dysfunction: comparison<br />
of efficacy and side effects of the PDE5 inhibitors<br />
sildenafil, vardenafil and tadalafil. Eur J Med<br />
Res 2002; 7:435– 446.<br />
6. Kloner RA, Jarow JP. Erectile dysfunction and sildenafil<br />
citrate and cardiologists. Am J Cardiol. 1999;<br />
83:576 –582.<br />
7. Feldman HA, Johannes CB, Derby CA, et al. Erectile<br />
dysfunction and coronary risk factors: prospective<br />
results from the Massachusetts Male Aging Study.<br />
Prev Med. 2000; 30:328–338.<br />
8. Guay AT. ED2: erectile dysfunction endothelial dysfunction.<br />
Endocrinol Metab Clin North Am. 2007;<br />
36:453–463.<br />
9. Vlachopoulos C, Ioakeimidis N, Stefanadis C. Erectile<br />
dysfunction and coronary artery disease: a relationship<br />
for disclosure. Hellenic J Cardiol. 2008; 48:1–6.<br />
10. Miner MM. Erectile dysfunction and the “window<br />
of curability”: a harbinger of cardiovascular events.<br />
Mayo Clin Proc. 2009; 84:102–104.<br />
11. Kekilli M, Beyazit Y, Purnak T, et al. Acute myocardial<br />
infarction after sildenafil citrate ingestion. Ann<br />
Pharmacother 2005; 39 (7-8): 1362-4.<br />
12. Kontaras K, Varnavas V, Kyriakides ZS. Does Sildenafil<br />
Cause Myocardial Infarction or Sudden Cardiac<br />
Death? Am J Cardiovasc Drugs. 2008; 8(1):1-7.<br />
13. Giuliano F, Kaplan SA, Cabanis MJ, et al. Hemody-
190<br />
Δυσμενείς επιδράσεις μη καρδιολογικών φαρμάκων στο καρδιαγγειακό σύστημα<br />
namic interaction study between the alpha 1-blocker<br />
alfuzosin and the phosphodiesterase-5 inhibitor<br />
tadalafil in middle-aged healthy male subjects.<br />
Urology 2006; 67 (6): 1199-204.<br />
14. H Al-Ameri1 and RA Kloner Erectile dysfunction<br />
and heart failure: the role of phosphodiesterase<br />
type 5 inhibitors. International Journal of Impotence<br />
Research 2009; 21:149–157.<br />
15. Aversa A. Systemic and metabolic effects of PDE5-<br />
inhibitor drugs World J Diabetes 2010 15; 1(1): 3-7<br />
16. Capone ML, Tacconelli S, Rodriguez LG, Patrignani<br />
P. NSAIDs and cardiovascular disease: transducing<br />
human pharmacology results into clinical read-outs<br />
in the general population. Pharmacological Reports<br />
2010; 62:530-535<br />
17. Tachjian A, MariaV, Jahangir A. Use of Herbal Products<br />
and Potential Interactions in Patients with<br />
Cardiovascular Diseases. J Am Coll Cardiol 2010;<br />
55:515–25<br />
18. Achar S, Rostamian A, Narayan SM. Cardiac and<br />
Metabolic Effects of Anabolic-Androgenic Steroid<br />
Abuse on Lipids, Blood Pressure, Left Ventricular<br />
Dimensions, and Rhythm Am J Cardiol 2010;<br />
106:893–901<br />
19. Abraham NS, Hlatky MA, Antman EM, et al. ACCF/<br />
ACG/AHA 2010 Expert Consensus Document on<br />
the Concomitant Use of Proton Pump Inhibitors and<br />
Thienopyridines: A Focused Update of the ACCF/<br />
ACG/AHA 2008 Expert Consensus Document on<br />
Reducing the Gastrointestinal Risks of Antiplatelet<br />
Therapy and NSAID Use. Am J Gastroenterol. 2010;<br />
105:2533- 2549.<br />
20. Ghuran A, Recreational drug misuse: issues for the<br />
cardiologist J Nolan Heart 2000; 83:627–633<br />
21. Schwartz BG, Rezkalla S, Kloner RA. Cardiovascular<br />
Effects of Cocaine Circulation. 2010; 122:2558-2569<br />
22. Malesker ΜΑ. Optimizing Antidiabetic Treatment<br />
Options for Patients with Type 2 Diabetes Mellitus<br />
and Cardiovascular Comorbidities. Pharmacotherapy.<br />
2008; 28(2):193-206.
Προαρρυθμική δράση μη-καρδιολογικών φαρμάκων<br />
ΚΠ Λέτσας<br />
Επιμελητής Β’, Β’ Καρδιολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
Ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός μη-καρδιολογικών<br />
φαρμάκων που παρατείνουν την καρδιακή<br />
επαναπόλωση (διάστημα QT) προδιαθέτουν<br />
στην ανάπτυξη πολύμορφης κοιλιακής ταχυκαρδίας<br />
[torsades de pointes (TdP)] και αιφνίδιου καρδιακού θανάτου.<br />
Η φαρμακευτική παράταση του διαστήματος<br />
QT θεωρείται η πιο συχνή αιτία απόσυρσης φαρμάκων<br />
που διατίθεται στο εμπόριο. Πιο συγκεκριμένα,<br />
τα φάρμακα που οδηγούν σε παράταση του<br />
διαστήματος QT ή αποδεδειγμένα σχετίζονται με την<br />
εμφάνιση TdP αποτελούν το 2-3% όλων των συνταγογραφούμενων<br />
σκευασμάτων. Τα αντιβιοτικά και<br />
τα αντιψυχωσικά φάρμακα είναι οι συχνότερες κατηγορίες<br />
φαρμάκων που εμπλέκονται στην παράταση<br />
του διαστήματος QT και στην ανάπτυξη TdP. Η<br />
συνταγογράφηση μη-καρδιολογικών φαρμάκων που<br />
παρατείνουν το διάστημα QT συσχετίστηκε ισχυρά<br />
με αυξημένο κίνδυνο αιφνίδιου καρδιακού θανάτου<br />
στο γενικό πληθυσμό. Ο κίνδυνος θανάτου ήταν σημαντικά<br />
υψηλότερες στις γυναίκες. Ωστόσο, ο κίνδυνος<br />
πρόκλησης φαρμακευτικά επαγόμενου μακρού<br />
QT και TdP είναι δύσκολο να προβλεφθεί στην κλινική<br />
πράξη.<br />
Το διορθωμένο διάστημα QT (QTc) χρησιμοποιείται<br />
ευρέως ως δείκτης της αρρυθμιογόνου ικανότητας<br />
ενός φαρμάκου. Τα περισσότερα επεισόδια φαρμακευτικά<br />
επαγόμενης TdP παρατηρούνται σε τιμές QTc<br />
διαστήματος >500 msec. Δεδομένα από ασθενείς με<br />
συγγενές σύνδρομο μακρού QT έχουν δείξει ότι διάστημα<br />
QTc >500 msec σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο<br />
αρρυθμιολογικών συμβαμάτων. Η διασπορά του QT<br />
(διαφορά μέγιστου-ελάχιστου QT διαστήματος) επίσης<br />
χρησιμοποιείται ως προγνωστικός δείκτης για αρρυθμιολογικά<br />
γεγονότα.<br />
Η πλειοψηφία των μη-καρδιολογικων φαρμάκων<br />
που παρατείνουν το διάστημα QT ασκούν άμεση ηλεκτροφυσιολογική<br />
δράση στον ταχύ επανορθωτικό δίαυλο<br />
ιόντων Κ + (I kr<br />
) που κωδικοποιείται από το γονίδιο<br />
HERG (KCNH2). Ωστόσο, πολλά φάρμακα παρουσιάζουν<br />
πλειοτροπικές δράσεις αναστέλλοντας πολλαπλούς<br />
διαύλους ιόντων (I Kr<br />
, I KS<br />
, I Na<br />
). Παράλληλα, φάρμακα<br />
που αναστέλλουν διάφορα ισοένζυμα του κυτοχρώματος<br />
P450 ενισχύουν την αρρυθμιογόνο δράση<br />
άλλων παραγόντων που μεταβολίζονται επίσης στο<br />
κυτόχρωμα, αυξάνοντας τα επίπεδα τους στο πλάσμα.<br />
Η πιθανότητα παράτασης του διαστήματος QT<br />
και εμφάνισης TdP για ένα συγκεκριμένο φάρμακο<br />
ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στον γενικό πληθυσμό.<br />
Η θεωρία της «μειωμένης εφεδρείας της καρδιακής<br />
επαναπόλωσης» έχει προταθεί για να εξηγήσει το μηχανισμό<br />
με τον οποίο μερικοί ασθενείς είναι πιο «ευάλωτοι»<br />
από άλλους για να εμφανίσουν παράταση του<br />
QT και TdP σε ένα συγκεκριμένο φάρμακο. Ορισμένοι<br />
από αυτούς τους ασθενείς εμφανίζουν μεταλλάξεις ή<br />
πολυμορφισμούς σε γονίδια που κωδικοποιούν πρωτεΐνες<br />
των ιοντικών διαύλων (σιωπηλοί φορείς του<br />
συγγενούς σύνδρομου μακρού QT). Όπως τονίστηκε<br />
προηγουμένως, η πιθανότητα εμφάνισης φαρμακευτικά<br />
επαγόμενου μακρού QT και TdP είναι δύσκολο<br />
να προβλεφθεί στην καθ’ ημέρα κλινική πράξη. Ωστόσο,<br />
το ιστορικό μπορεί να αποκαλύψει συγκεκριμένους<br />
παράγοντες κινδύνου εμφάνισης φαρμακευτικά<br />
επαγόμενου μακρού QT, όπως το γυναικείο φύλο, η<br />
υπερτροφία του μυοκαρδίου, η καρδιακή ανεπάρκεια,<br />
οι μυοκαρδιοπάθειες, η παρουσία βραδυκαρδίας, διάφορες<br />
ηλεκτρολυτικές διαταραχές (υποκαλιαιμία,<br />
υπομαγνησιαιμία, υπασβεστιαιμία), η υποθερμία, και<br />
ο υποθυρεοειδισμός. Η πολυφαρμακία επίσης θεωρείται<br />
παράγοντας κινδύνου. Η μεγάλη πλειοψηφία των<br />
ασθενών με TdP έχει τουλάχιστον ένας από αυτούς<br />
τους παράγοντες κινδύνου. Εφόσον το διάστημα QTc<br />
είναι >500 msec επιβάλλεται διακοπή των φαρμάκων<br />
που επηρεάζουν την επαναπόλωση, αντικατάστασή<br />
τους και εκ νέου ηλεκτροκαρδιογραφικός έλεγχος.<br />
Επί αύξησης του διαστήματος QTc >60 msec σε σχέση<br />
με το αρχικό ΗΚΓ απαιτείται επανεκτίμηση της<br />
σχέσης κόστος-όφελος για τα ύποπτα φάρμακα. Σε
192<br />
Προαρρυθμική δράση μη-καρδιολογικών φαρμάκων<br />
περίπτωση TdP επιβάλλεται διακοπή του υπεύθυνου<br />
φαρμάκου, διόρθωση των ηλεκτρολυτικών διαταραχών,<br />
ενδοφλέβια χορήγηση θεϊκού μαγνησίου και επί<br />
βραδυκαρδίας αύξηση της καρδιακής συχνότητας με<br />
χορήγηση β-αγωνιστή (ισοπροτερενόλη) ή με προσωρινή<br />
βηματοδότηση.<br />
Επιλεγμενη βιβλιογραφια<br />
1. Letsas KP, Efremidis M, Filippatos GS, Sideris Drug-<br />
Induced Long QT Syndrome. AM. Hellenic J Cardiol<br />
2007;48: 296-299,.<br />
2. Khan IA. Long QT syndrome: Diagnosis and management.<br />
Am Heart J 2002;143:7-14.
Δυσμενείς επιδράσεις μη-καρδιολογικών φαρμάκων<br />
στο καρδιαγγειακό σύστημα: Αντιδιαβητικά, NSAIDs,<br />
αναβολικά στεροειδή, PPIs, βότανα<br />
Ι Χαβελές 1 , A Σιδέρης 2<br />
`1<br />
Επικουρικός Επιμελητής, A’ Καρδιολογικό Τμήμα, 2 Διευθυντής, Β’ Καρδιολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α «ο Ευαγγελισμός»<br />
SUMMARY<br />
Chaveles AI, Sideris MA. Adverse Effects Of Non-Cardiac Drugs On The Cardiovascular system: Antidiabetics,<br />
NSAIDs, Anabolic Steroids, PPIs, Herbs. Plenty of non- heart drugs can cause side effects and / or interactions with cardiovascular<br />
drugs..Such medications are antidiabetic drugs, nonsteroidal anti-inflammatory drugs (NSAIDs), anabolic steroids,<br />
the proton pump inhibitors (PPI’s) and herbs. Regarding the anti-diabetic drugs, soulfynylourias are generally well tolerated<br />
with the exeption of chlorpropamide but generally they should be better avoided .Τhe same applies for metformine.Glitazones<br />
are prohibited in patients with heart failure.The new formulations are incretins which are considered to be safe.The<br />
use of non-steroidal anti-inflammatory drugs(NSAIDs) in heart patients has been associated with 10 times more frequent<br />
hospitalization because of CHF.The newer selective COX-2 inhibitors, have significant side effects.Nertherless, naproxen<br />
and celecoxib are considered to be well tolerated. Anabolic steroids induce left ventricular hypertrophy and spasm of<br />
coronaries vessels. Great debate exists about the interaction of PPIs and decrease of the efficacy of clopidogrel through the<br />
cytochrome P450, but it appears that pantoprazole has less selective connection to P450 and seems not to inhibit clopidogrel.Finally,herbs<br />
are plants or products of plants and the purity,efficacy and safety of herbal remedies are often unknown.<br />
Thus,they can interact with cardiovascular drugs and can have dramatic effects on the coagulation pathways and the adhesion<br />
of platelets. In conclusion, administration of drugs in heart failure patient should be done sparingly , with caution and<br />
with full knowledge of possible interactions with other drugs. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 193-201, 2011.<br />
Key words: adverse effects, cardiovascular, antidiabetic, NSAIDs, anabolic steroids, PPIs,Herbs.<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Πληθώρα μη καρδιολογικών φαρμάκων μπορεί να προκαλέσουν ανεπιθύμητες ενέργειες ή/και να αλληλεπιδράσεις<br />
με σκευάσματα του καρδιαγγειακού συστήματος.Τέτοια φάρμακα είναι τα αντιδιαβητικά,τα μη στεροειδή<br />
αντιφλεγμονώδη(ΜΣΑΦ),τα αναβολικά στεροειδή,οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων(PPI’s) και τα βότανα.Όσον<br />
αφορά τα αντιδιαβητικά ,οι σουλφυνυλουρίες είναι είναι γενικώς καλά ανεκτές εκτός από τη χλωροπροπαμίδη<br />
αλλά γενικώς είναι καλό να αποφεύγονται όπως και η μετφορμίνη.Οι νλιταζόνες απαγορεύονται σε ασθενείς<br />
με καρδιακή ανεπάρκεια,ενώ τα νέα σκευάσματα ινκρετίνες θεωρούνται ασφαλή.Όσον αφορά τα Μ.Σ.Α.Φ. φαίνεται<br />
ότι οι καρδιοπαθείς που παίρνουν τέτοια σκευάσματα νοσηλεύονται 10 φορές συχνότερα λόγω CHF.Οι<br />
νεότεροι επιλεκτικοί αναστολείς COX-2 έχουν σοβαρές παρενέργειες.Εντούτοις η ναπροξένη και η σελεκοξίμπη<br />
θεωρούνται ως καλά ανεκτές. Τα αναβολικά στεροειδή επάγουν την υπερτροφία της αριστερής κοιλίας και το<br />
σπασμό των στεφανιαίων.Έντονος θόρυβος έχει προκύψει για την αλληλεπίδραση των PPIs και την ελάττωση<br />
της δραστικότητας της κλοπιδογρέλης μέσω του κυτοχρώματος P450 αλλά φαίνεται πως η παντοπραζόλη έχει<br />
λιγότερο εκλεκτική σύνδεση με το τελευταίο και έτσι φαίνεται να μην αναστέλλει την κλοπιδογρέλη. Τέλος, τα βότανα<br />
είναι φυτά ή προϊόντα επεξεργασίας φυτών και δεν υποβάλλονται σε διεξοδικούς ελέγχους ασφάλειας και<br />
αποτελεσματικότητας μια και θεωρούνται τροφικά προϊόντα. Έτσι μπορούν να αλληλεπιδρούν με φάρμακα του<br />
καρδιαγγειακού ή να εμφανίζουν πολύ εντυπωσιακές παρενέργειες που αφορούν κύρια την πηκτικότητα και τη
194<br />
Δυσμενείς επιδράσεις μη-καρδιολογικών φαρμάκων στο καρδιαγγειακό σύστημα: Αντιδιαβητικά, NSAIDs, αναβολικά<br />
στεροειδή, PPIs, βότανα<br />
συσσώρευση και προσκόληση των αιμοπεταλίων. Εν κατακλείδι, η χορήγηση μη καρδιολογικών φαρμάκων στον<br />
καρδιοπαθή πρέπει να γίνεται με φειδώ και με προσοχή και με πλήρη γνώση των πιθανών αλληλεπιδράσεων με<br />
άλλα σκευάσματα. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 193-201, 2011.<br />
Λέξεις κλειδιά: δυσμενείς επιδράσεις, καρδιαγγειακό σύστημα, αντιδιαβητικά, NSAIDs, αναβολικά στεροειδή, PPIs,<br />
βότανα<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />
Πληθώρα μη-καρδιολογικών φαρμάκων μπορεί να<br />
προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες στο καρδιαγγειακό<br />
σύστημα.Συγχρόνως η πλειονότητα των φαρμάκων<br />
αυτών μπορεί να αλληλεπιδρά με τα καρδιολογικά<br />
φάρμακα σε κλινικά σημαντικό βαθμό.Παρακάτω περιγράφουμε<br />
με βάση τους παθογενετικούς μηχανισμούς<br />
τις δυσμενείς επιδράσεις στο καρδιαγγειακό σύστημα<br />
των αντιδιαβητικών,των μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών<br />
,των αναβολικών στεροειδών,των αναστολέων<br />
αντλίας πρωτονίων και των βοτάνων .Συγχρόνως<br />
αναφερόμαστε και στις αλληλεπιδράσεις τους με τα<br />
κλασσικά καρδιολογικά σκευάσματα.<br />
ΑΝΤΙΔΙΑΒΗΤΙΚΑ<br />
Οι κυριότερες κατηγορίες 2,3 αντιδιαβητικών δισκίων<br />
είναι οι εξής:<br />
1. ΣΟΥΛΦΥΝΥΛΟΥΡΙΕΣ 1 : εκκριταγωγά(ινσουλινοεκ<br />
κριτικά) φάρμακα.Συγκεκριμένα δρουν στο β-κύτταρο<br />
του παγκρέατος όπου η σουλφυνυλουρία συνδέεται με<br />
τον ειδικό υποδοχέα SUR-1 που επιφέρει το κλείσιμο<br />
των ATP-ευαίσθητων διαύλων Κ + ,εκπόλωση της κυτταρικής<br />
μεμβράνης ,διάνοιξη των διαύλων Ca ++ εισροή<br />
Ca ++ στο β-κύτταρο και σύσπαση των μικροκυστιδίων<br />
ινσουλίνης και τελικά έκκριση ινσουλίνης.Έτσι δρούν<br />
είτε ως ινσουλινοεκκριτικά,είτε αυξάνοντας τον αριθμό<br />
υποδοχέων ινσουλίνης, είτε ελαττώνοντας τα επίπεδα<br />
γλυκαγόνου . Οι σουλφυνυλουρίες ελαττώνουν<br />
κατά 1.5% την HbA1c αλλά δεν παρουσιάζουν επιπλέον<br />
ευεργετικές δράσεις στα επίπεδα των λιπιδίων και<br />
της υπέρτασης ενώ υπερτερούν στο σκέλος της ταχύτητας<br />
του υπογλυκαιμικού αποτελέσματος.<br />
Ταξινόμηση: 5,10<br />
• Πρώτης γενιάς:τολβουταμίδη,τοζαλαμίδη,ακεταζο<br />
λαμίδη (δεν κυκλοφορούν πλέον στη χώρα μας),<br />
χλωροπροπαμίδη (Diabinese)<br />
• Δεύτερης γενιάς: γλιβενκλαμίδη (Daonil), γλικλαζίδη<br />
(Diamicron), γλιπιζίδη (Minodiab)<br />
• Τρίτης γενιάς :γλιμεπιρίδη (Solosa) 6 Πρόκειται για<br />
γενικώς καλά ανεκτά φάρμακα. H υπογλυκαιμική<br />
ενέργεια των σουλφονυλουριών, και ιδιαίτερα<br />
της πρώτης γενεάς, ενισχύεται από τη σύγχρονη<br />
λήψη φαρμάκων, τα οποία εκτοπίζουν τις σουλφονυλουρίες<br />
από τις δεσμευτικές θέσεις τους στις<br />
πρωτεΐνες του πλάσματος. Tα φάρμακα αυτά είναι:<br />
σαλικυλικά, μη στερινοειδή αντιφλεγμονώδη,<br />
σουλφοναμίδες, χλωραμφαινικόλη, κοτριμοξαζόλη,<br />
προβενεσίδη, δικουμαρόλη, κλοφιβράτη, αναστολείς<br />
της MAO και σπανιότερα άλλα φάρμακα.<br />
Oι σουλφονυλουρίες της δεύτερης γενεάς έχουν<br />
διαφορετικό τρόπο δέσμευσης από τις πρωτεΐνες<br />
του πλάσματος και δεν εκτοπίζονται εύκολα<br />
από τα περισσότερα από τα παραπάνω φάρμακα.<br />
Aπαιτείται ιδιαίτερη προσοχή σε διαβητικούς<br />
με καρδιαγγειακή νόσο, καθώς επίσης και<br />
σε ηλικιωμενα άτομα λόγω αυξημένου κινδύνου<br />
σοβαρής υπογλυκαιμίας, ιδιαίτερα όταν η αγωγή<br />
με τις σουλφονυλουρίες συνοδεύεται με ασυνήθιστα<br />
μεγάλη κόπωση ή με παράλειψη γευμάτων<br />
ή γενικά με ακανόνιστη λήψη τροφής. Προσοχή<br />
επίσης απαιτείται σε καρδιοπαθείς που θεραπεύονται<br />
με χλωροπροπαμίδη λόγω του κινδύνου<br />
κατακράτησης ύδατος. Aσθενείς με καρδιακή<br />
ανεπάρκεια μπορεί να μην ανταποκρίνονται σε<br />
διουρητική θεραπεία ακριβώς λόγω της αντιδιουρητικής<br />
δράσης της χλωροπροπαμίδης. Στις<br />
περιπτώσεις αυτές συνιστάται η αντικατάστασή<br />
της με άλλες σουλφονυλουρίες που προκαλούν<br />
απέκκριση ύδατος.<br />
2. ΔΙΓΟΥΑΝΙΔΙΑ: [φαινφορμίνη,μετφορμίνη(Glucop<br />
hage)].Είναι«ευγλυκαιμικοί» παράγοντες. H χρήση της<br />
φαινφορμίνης έχει απαγορευθεί σε πολλές χώρες<br />
εξαιτίας του κινδύνου της γαλακτικής οξέωσης, ιδιαίτερα<br />
σε ασθενείς με νεφρική, ηπατική ή καρδιακή<br />
ανεπάρκεια και γενικά σε καταστάσεις που συνοδεύονται<br />
από ιστική υποξία. H εμφάνιση γαλακτικής<br />
οξέωσης ευνοείται σε άτομα άνω των 65 ετών και σε<br />
αλκοολικούς. Yποψήφιοι για χορήγηση διγουανιδίων<br />
θα πρέπει να θεωρούνται διαβητικοί, στους οποίους<br />
έχει αποτύχει η σωστή θεραπευτική αγωγή (δίαιτα ή<br />
δίαιτα και σουλφονυλουρίες), που αρνούνται τη χορήγηση<br />
ινσουλίνης ή τέλος, που για οποιονδήποτε λόγο η<br />
τελευταία δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Aντενδείξεις:<br />
Σε άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών, σε ασθενείς που
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 195<br />
έχουν ή μπορεί να αναπτύξουν ιστική υποξία, όπως<br />
πάσχοντες από καρδιαγγειακά νοσήματα (συμφορητική<br />
καρδιακή ανεπάρκεια, έμφραγμα μυοκαρδίου, υπέρταση,<br />
υπόταση) ή αναπνευστική ανεπάρκεια. Eπίσης<br />
σε ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια, σε ασθενείς που<br />
έχουν λοίμωξη ή γάγγραινα, σε αλκοολισμό, στην κύηση<br />
και γαλουχία. Aνεπιθύμητες ενέργειες: H γαλακτική<br />
οξέωση αποτελεί την σοβαρότερη και πιο επικίνδυνη<br />
παρενέργεια.Εκ του καρδιαγγειακού η σοβαρότερη είναι<br />
η ανάπτυξη πνευμονικής υπέρτασης.<br />
3. ΘΕΙΑΖΟΛΙΔΙΝΕΔΙΟΝΕΣ(ΤΖDs-ΓΛΙΤΑΖΟΝΕΣ) 7 :<br />
σχετικά νέα κατηγορία που δρουν αυξάνοντας την<br />
ευαισθησία των ιστών στην ινσουλίνη. Οι γλιταζόνες<br />
αυξάνουν το σωματικό βάρος κατά 3.6-5.3 Κγρ. Η κατακράτηση<br />
υγρών αποτελεί το κύριο αίτιο αύξησης<br />
του βάρους, φαίνεται όμως ότι συμβάλει και η αύξηση<br />
του υποδορίου λιπώδους ιστού. Η εμφάνιση καρδιακής<br />
ανεπάρκειας έχει επίσης αποδοθεί στην κατακράτηση<br />
υγρών. Σημαντικό θέμα είχε προκύψει τα τελευταία<br />
1-2 χρόνια όσον αφορά την σχέση γλιταζονών, κυρίως<br />
της ροζιγλιταζόνης 8 (ΑVANDIA) με αποτέλεσμα της<br />
αναστολή της άδειας λειτουργίας της το Σεπτέμβριο<br />
του 2010 ενώ επανεξετάζεται από το FDA η ασφάλεια<br />
της πιογλιταζόνης(ACTOS). Οι γλιταζόνες δεν θα πρέπει<br />
να χορηγούνται σε άτομα με καρδιακή ανεπάρκεια<br />
και θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στα άτομα<br />
με στεφανιαία νόσο.<br />
4. ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ DPP-4 KAI VILDAGLIPIN 16 : Οι ινκρετίνες<br />
11 αποτελούν τα νεότερα φάρμακα 13 στην φαρέτρα<br />
μας για την αντιμετώπιση του σακχαρώδη διαβήτη.<br />
Η GLP-1 12 αποτελεί εντερικής προέλευσης ινκρετίνη<br />
η οποία διεγείρει την ινσουλίνο-εξαρτώμενη έκκριση<br />
ινσουλίνης, μειώνει την όρεξη, καθυστερεί την γαστρική<br />
εκκένωση ως και την έκκριση γλυκαγόνης. Σήμερα<br />
κυκλοφορεί ένα GLP-1-μιμητικό ως ενέσιμο υποδόριο<br />
σκεύασμα (εξανιτίδη), ενώ κυκλοφορούν δισκία από<br />
του στόματος (σιταγλιπτίνη και βιλνταγλιπτίνη 15 ), τα<br />
οποία αναστέλλουν το ένζυμο DPP-4,υπεύθυνο για<br />
τον ταχύτατο καταβολισμό του ενδογενούς παραγόμενο<br />
GLP-1. Οι ινκρετίνες μειώνουν την HbA1c κατά 05-<br />
1.1%. Ως οι σημαντικότερες ανεπιθύμητες ενέργειες 19<br />
των ινκρετινών αναφέρονται η ναυτία και λιγότερο η<br />
διάρροια, ενώ μεταανάλυση 25 μελετών διαπιστώνει<br />
την καρδιαγγειακή ασφάλεια της κατηγορίας σε επίπεδο<br />
αντίστοιχο του placebo 18,20 .<br />
ΜΗ ΣΤΕΡΟΕΙΔΗ ΑΝΤΙΦΛΕΓΜΟΝΩΔΗ<br />
Βλ.πίνακα 1<br />
Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (ΜΣΑΦ) 21 και τα<br />
νεότερα αντιφλεγμονώδη οι επιλεκτικοί αναστολείς<br />
COX-2 ,παρεμβαίνουν στην παθοφυσιολογία διαφόρων<br />
καρδιαγγειακών παθήσεων και έχουν ενοχοποιηθεί<br />
για την πρόκληση αθηροθρόμβωσης και οξέων<br />
αγγειακών συμβαμάτων.Από αναλύσεις και μετααναλύσεις<br />
προκύπτει ότι η χορήγηση αναστολέων COX-2<br />
σε σύγκριση με τη χορήγηση placebo οδηγεί σε αύξηση<br />
κατά 42% της επίπτωσης σοβαρών αγγειακών συμβαμάτων<br />
(κύρια εμφράγματος μυοκαρδίου) ενώ η ναπροξένη<br />
γενικά θεωρείται ασφαλέστερη.Έτσι φαίνεται<br />
ότι οι αναστολείς COX-2 σχετίζονται με μέτρια αύξηση<br />
του κινδύνου για αγγειακά συμβάματα όπως και οι<br />
υψηλές δόσεις ιβουπροφένης και δικλοφαινάκης ενώ<br />
δεν φαίνεται να ισχύει το ίδιο για τις υψηλές δόσεις<br />
ναπροξένης.Τα ΜΣΑΦ φαίνεται να εξουδετερώνουν τη<br />
δράση αντιϋπερτασικών ιδίως των β-αναστολέων και<br />
αυξάνουν κατά μέσο όρο την αρτηριακή πίεση κατά<br />
5-6 mmHg.Οι χρήστες ΜΣΑΦ έχουν διπλάσιο κίνδυνο<br />
για νοσηλεία για CHF.Οι καρδιοπαθείς που παίρνουν<br />
ΜΣΑΦ νοσηλεύονται 10 φορές συχνότερα λόγω CHF.<br />
Τα ΜΣΑΦ ευθύνονται για το 20% περιπτώσεων νοσηλείας<br />
λόγω CHF.Δεν υπάρχει απόδειξη ότι τα κλασσικά<br />
ΜΣΑΦ προστατεύουν από καρδιαγγειακά επεισόδια.Σύμφωνα<br />
με μελέτη 165000 μετεμμηνοπαυσιακών<br />
γυναικών τα κλασσικά ΜΣΑΦ δεν αποτρέπουν τον<br />
κίνδυνο εμφάνισης του πρώτου εμφράγματος του<br />
μυοκαρδίου 22 .Παρόμοια σε 4975 ασθενείς με ιστορικό<br />
ενός εμφράγματος μυοκαρδίου τα ΜΣΑΦ συμπεριλαμβανόμενης<br />
και της ιβουπροφένης δεν απέτρεψαν νέα<br />
έμφρακτα.Σύμφωνα με άλλη μελέτη 1055 ατόμων με<br />
με θανατηφόρο έμφραγμα μυοκαρδίου ,τα ΜΣΑΦ φαίνεται<br />
ότι μειώνουν τον κίνδυνο του εμφράγματος σε<br />
άτομα που δεν παίρνουν προληπτικά ασπιρίνη αλλά<br />
δεν παρέχουν επιπρόσθετη προφύλαξη στους χρήστες<br />
ασπιρίνης 24 .Η σελεκοξίμπη δεν συνοδεύεται από<br />
καρδιαγγειακά επεισόδια σε αυξημένη συχνότητα σε<br />
σχέση με κλασσικά ΜΣΑΦ 25 .Η μελέτη VIGOR έδειξε ότι<br />
η ροφεκοξίμπη(VIOXX) έδειξε υψηλό κίνδυνο καρδιαγγειακών<br />
συμβαμάτων γι’αυτό καταργήθηκε 27 .Σύμφωνα<br />
με τη CSMC(Committe on Safety on Medicine) οι κοξίμπες<br />
,σαν τάξη φαρμάκων,μπορεί να συνδέονται με<br />
αυξημένο κίνδυνο θρομβωτικών επεισοδίων (δηλαδή<br />
έμφραγμα και ΑΕΕ) συγκριτικά με placebo και μερικά<br />
κλασσικά ΜΣΑΦ.Ο κίνδυνος αυτός μπορεί να είναι μεγαλύτερος<br />
με την αύξηση της δόσης και της διάρκειας<br />
έκθεσης στο ΜΣΑΦ.Ο ακριβής κίνδυνος των θρομβωτικών<br />
επεισοδίων δεν μπορεί να προσδιοριστεί αλλά<br />
θεωρείται απίθανο να υπερβαίνει το ένα επιπλέον<br />
σοβαρό θρομβωτικό επεισόδιο ανά 100 έτη/ασθενή 28 .
196<br />
Δυσμενείς επιδράσεις μη-καρδιολογικών φαρμάκων στο καρδιαγγειακό σύστημα: Αντιδιαβητικά, NSAIDs, αναβολικά<br />
στεροειδή, PPIs, βότανα<br />
Οι κοξίμπες αντενδείκνυνται σε ασθενείς με εγκατεστημένη<br />
ισχαιμική καρδιακή νόσο ή εγκεφαλοαγγειακά<br />
νοσήματα και σε άτομα με μέτρια ή σοβαρή καρδιακή<br />
ανεπάρκεια 28 .Σε άτομα με παράγοντες κινδύνου<br />
για στεφανιαία νόσο η ισορροπία γαστρεντερικού και<br />
καρδιαγγειακού κινδύνου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη<br />
πριν την αναγραφή μιας κοξίμπης.Έτσι αν η θεραπεία<br />
με ΜΣΑΦ θεωρείται απαραίτητη μπορεί να χορηγηθεί<br />
ένα ΜΣΑΦ με μικρότερη αποτελεσματικότητα<br />
για την COX-2(π.χ ναπροξένη αλλά όχι ιβουπροφένη).<br />
Συμπερασματικά :<br />
1. Όλα τα ΜΣΑΦ έχουν παρόμοιους κινδύνους<br />
απ’το καρδιαγγειακό αλλά μερικά (π.χ.ναπροξένη 500<br />
bid,σελεκοξίμπη 200 mg qd )είναι πιθανώς ασφαλέστερα<br />
από άλλα (π.χ.βαλντεκοξίμπη,δικλοφενάκη,μπουπ<br />
ροφαίνη).<br />
2. Ό κίνδυνος των καρδιαγγειακών συμβαμάτων<br />
από τα ΜΣΑΦ είναι μεγαλύτερος σε άτομα υψηλού<br />
κινδύνου ή θεραπευόμενα με μεγαλύτερες δόσεις και<br />
για μακρό χρονικό διάστημα.<br />
ΑΝΑΒΟΛΙΚΑ ΣΤΕΡΟΕΙΔΗ<br />
Τα αναβολικά ανδρογόνα στεροειδή είναι φυσικές<br />
ή τεχνητές ενώσεις που δρουν με τρόπο παρόμοιο με<br />
την ορμόνη τεστοστερόνη. Η τεστοστερόνη προκαλεί<br />
την ανάπτυξη των ανδρικών χαρακτηριστικών του<br />
φύλου (ανδρογόνος δράση) και τη σταδιακή αύξηση<br />
του μυϊκού ιστού (αναβολική δράση).<br />
Αναβολικά Ανδρογόνα Στεροειδή(ΑΑS): Νανδρολόνη,<br />
Στανοζόλη, Τεστοστερόνη, Μπολντενόνη, Ανδροστενεδιόνη,<br />
Ανδροστενεδιόλη, 19-νορανδροστενεδιόνη,<br />
19-νορανδροστενεδιόλη και DHEA (δεϋδροεπιανδροστερόνη)<br />
κ.α.<br />
Άλλοι Αναβολικοί Παράγοντες (β2-Αγωνιστές):<br />
Κλενβουτερόλη και Ζερανόλη<br />
Οι αθλητές χρησιμοποιούν τα αναβολικά ανδρογόνα<br />
στεροειδή για να βελτιώσουν την αθλητική τους<br />
επίδοση και συγκεκριμένα για να:<br />
• Αυξήσουν το μέγεθος, και την ισχύ των μυών<br />
τους.<br />
• Μπορούν να προπονούνται σκληρότερα και για<br />
μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, δηλαδή να αυξήσουν<br />
την αντοχή τους και να μειώσουν την προκαλούμενη<br />
κόπωση.<br />
• Αυξήσουν την επιθετικότητα και την ανταγωνιστικότητα<br />
τους.<br />
• Προκαλέσουν ήπιου βαθμού ευφορία.<br />
Τα Αναβολικά Στεροειδή βοηθούν τον αθλητή να<br />
προπονείται σκληρότερα και να ανακάμπτει ταχύτερα<br />
με αποτέλεσμα την αυξανόμενη ενδυνάμωσή του.<br />
Αθλητές που προπονούνται σκληρά και κάνουν ταυτόχρονα<br />
λήψη αναβολικών στεροειδών, ίσως επωφεληθούν<br />
αν ακολουθούν ένα εντατικό πρόγραμμα<br />
προπόνησης σε συνδυασμό με μια δίαιτα υψηλή σε<br />
πρωτεΐνη και ενέργεια. Η ανάπτυξη λοιπόν μυϊκής<br />
δύναμης εξαρτάται από την κατάλληλη δίαιτα και το<br />
πρόγραμμα.Όμως απ’τη χρήση τους προκύπτουν σοβαρές<br />
και πολλές φορές μη αντιστρεπτές παρενέργειες.Συγκεκριμένα<br />
τα AAS προκαλούν:<br />
Ενδοκρινικές βιοχημικές διαταραχές: Μειωμένη<br />
ανοχή στη γλυκόζη,διαταραχές της δομής και λειτουργικότητας<br />
του ήπατος 37 ,αλλαγές στο λιποπρωτεϊνικό<br />
προφίλ 37 (αλλαγές στο ισοζύγιο HDL / LDL ), αυξημένα<br />
επίπεδα τριγλυκεριδίων ,υπογοναδισμός,ατροφία<br />
όρχεων,διαταραχή σπερματογένεσης,γυναικομαστία,φ<br />
αλάκρα,ψυχιατρικές διαταραχές.<br />
Καρδιαγγειακές βλάβες: το εναρκτήριο γεγονός είναι<br />
η υπερτροφία της αριστερής κοιλίας που ο βαθμός<br />
της καθορίζει την καρδιακή νοσηρότητα και θνησιμότητα<br />
30 .Η διαστολική ή συστολική καρδιακή ανεπάρκεια<br />
οφείλονται σε δομικές αλλαγές στην αριστερή κοιλία<br />
που οφείλονται είτε σε μεταβολή της πυκνότητας των<br />
τριχοειδών αγγείων είτε σε εναποθέσεις στις στιβάδες<br />
του τοιχώματος λόγω πιθανώς απευθείας επίδρασης<br />
σε αυξητικές διαδικασίες .Tα τοπικά συστήματα Ρενίνης-Αγγειοτενσίνης-Αλδοστερόνης(RAS).ρυθμίζουν<br />
την<br />
υπερτροφία της αριστερής κοιλίας 31,32 .Τα AAS προκαλούν<br />
υπερτροφία μέσω ενεργοποίησης του υποδοχέα<br />
ανδρογόνων(AR) 35,36 που συνεχώς εκφράζεται και<br />
βρίσκεται τόσο στους σκελετικούς μύες όσο και στα<br />
καρδιακά μυοκύτταρα.Σημαντικό ρόλο παίζουν και οι<br />
οδοί ενεργοποίησης της 5 α ρεδουκτάσης,αρωματάσης<br />
και έκφρασης των ΑR τόσο σε ποντίκια όσο και στους<br />
ανθρώπους 33 .Τα εξωγενώς χορηγούμενα στεροειδή σε<br />
συνδυασμό με την άσκηση κύρια σε αθλητές δύναμης(α<br />
ρσιβαρίστες,bodybuilders κλπ) με ιδιοσυγκρασιακό τρόπο<br />
πυροδοτούν την υπερτροφία της αριστερής κοιλίας.Αυτή<br />
χαρακτηρίζεται από συγκεντρική υπερτροφία<br />
χωρίς διάταση κοιλοτήτων 35 ,άνοδο της συστολικής<br />
αρτηριακής πίεσης,υπερλιπιδαιμία,διαταραχή στην<br />
πηκτικότητα και στη συγκολλητικότητα των αιμοπεταλίων<br />
37 .Σε επιδημιολογική μελέτη η 12ετής θνητότητα<br />
χρηστών AAS ήταν 12,9% σε σχέση με 3,1% στον πληθυσμό<br />
ελέγχου 38 .Tο 38% των θανάτων στο group άρσης<br />
βαρών Parssinen’s οφειλόταν σε «έμφραγμα του μυοκαρδίου»<br />
38 ενώ σε μερικές περιπτώσεις δεν συνοδευόταν<br />
από σημαντική στεφανιαία αθηροθρόμβωση ή αρτηριοσκλήρυνση<br />
αλλά οφειλόταν σε σπασμό Σ8 .Τέλος σε
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 197<br />
νεκροτομικά ευρήματα 34 ατόμων ηλικίας 20-45 ετώνχρηστών<br />
ΑΑS, οι 12 θάνατοι οφείλονταν σε ανατομία<br />
εκ του καρδιαγγειακού και συγκεκριμένα 7 εμφάνιζαν<br />
υπερτροφία,5 μυοκαρδιακή ίνωση, 1 στεάτωση,2 μυοκαρδιακή<br />
νέκρωση και 4 αθήρωμα στεφανιαίων 39 .<br />
ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΑΝΤΛΙΑΣ ΠΡΩΤΟΝΙΩΝ(PPIs):<br />
Oι ουσίες αυτές αποτελούν ισχυρούς αντιεκκριτικούς<br />
παράγοντες, αναστέλλοντας τη δράση του ενζύμου<br />
H+K+/ ATPάση, που ευρίσκεται στη μεμβράνη των<br />
τοιχωματικών κυττάρων του στομάχου. O μεταβολισμός<br />
τους 41 γίνεται στο ήπαρ και επηρεάζεται από το<br />
κυτόχρωμα P450. Σχετική, ίσως, εξαίρεση αποτελεί η<br />
παντοπραζόλη, που εμφανίζει μικρότερη συγγένεια με<br />
το τελευταίο. H σχέση τους με το κυτόχρωμα P450 έχει<br />
σημασία για τις ενδεχόμενες αλληλεπιδράσεις με άλλα<br />
φάρμακα. H ομεπραζόλη 42 μεταβολίζεται από το σύστημα<br />
του κυτοχρώματος P450 και επομένως μπορεί<br />
δυνητικά να επιδρά στον μεταβολισμό φαρμάκων που<br />
επίσης μεταβολίζονται μέσω αυτού του συστήματος.<br />
Δεν μεταβάλλει την φαρμακοκινητική της από του στόματος<br />
χορηγούμενης προπρανολόλης, θεοφυλλίνης, λιδοκαΐνης<br />
και κινιδίνης. Aλληλεπιδρά με το R εναντιομερές<br />
της βαρφαρίνης και επομένως η πηκτικότητα του<br />
αίματος θα πρέπει να ελέγχεται τακτικά όταν τα δύο<br />
φάρμακα χορηγούνται ταυτόχρονα. H CHMP 42 επικαιροποίησε<br />
(Aπρίλιος 2010) την προειδοποίηση για τα<br />
φαρμακευτικά προϊόντα που περιέχουν κλοπιδογρέλη<br />
Μετά από ανάλυση των νέων στοιχείων σχετικά<br />
με τις πιθανές αλληλεπιδράσεις μεταξύ της κλοπιδογρέλης<br />
και των αναστολέων της αντλίας πρωτονίων<br />
(PPIs), ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων συνέστησε<br />
την τροποποίηση της υφιστάμενης προειδοποίησης<br />
σχετικά με την ταυτόχρονη χρήση κλοπιδογρέλης με<br />
φάρμακα που περιέχουν PPIs. Η κλοπιδογρέλη μετατρέπεται<br />
στον οργανισμό στην ενεργό μορφή της,<br />
από το ένζυμο CYP2C19. Μετά τη δημοσίευση αποτελεσμάτων<br />
μελετών παρατήρησης 43 που έδειξαν ότι<br />
οι PPIs μπορεί να μειώσουν την αποτελεσματικότητα<br />
της κλοπιδογρέλης, μειώνοντας τη μετατροπή της σε<br />
ενεργό μορφή, η Επιτροπή Φαρμακευτικών Προϊόντων<br />
για Ανθρώπινη Χρήση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού<br />
(CHMP) εισηγήθηκε το Μάιο του 2009 προκειμένου<br />
οι πληροφορίες για όλα τα φαρμακευτικά προϊόντα<br />
που περιέχουν κλοπιδογρέλη να τροποποιηθούν έτσι<br />
ώστε να αποθαρρύνεται η ταυτόχρονη χρήση των PPIs<br />
και της κλοπιδογρέλης, εάν αυτό δεν είναι απολύτως<br />
απαραίτητο. Έκτοτε, η CHMP έχει λάβει γνώση αποτελεσμάτων<br />
μιας σειράς από νέες μελέτες, ορισμένες<br />
εκ των οποίων θέτουν υπό αμφισβήτηση την κλινική<br />
σημασία των αλληλεπιδράσεων μεταξύ PPIs και της<br />
κλοπιδογρέλης. Ωστόσο, δύο μελέτες, οι οποίες ολοκληρώθηκαν<br />
στα τέλη του Αυγούστου του 2009, εξέτασαν<br />
την επίδραση της ομεπραζόλης στα επίπεδα δραστική<br />
μορφής της κλοπιδογρέλης στο αίμα. Οι μελέτες<br />
επιβεβαίωσαν ότι η ομεπραζόλη μπορεί να μειώσει<br />
τα επίπεδα της δραστικής μορφής της κλοπιδογρέλης<br />
στο αίμα και να μειώσει την αντιαιμοπεταλιακή<br />
αποτελεσματικότητά της, ενισχύοντας, συνεπώς, το<br />
συμπέρασμα ότι υπάρχει μια αλληλεπίδραση μεταξύ<br />
κλοπιδογρέλης και ομεπραζόλης και εσομεπραζόλης.<br />
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, η<br />
CHMP και η ομάδα Εργασίας για τη Φαρμακοεπαγρύπνηση<br />
κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν<br />
βάσιμα στοιχεία ώστε να επεκταθεί η προειδοποίηση<br />
σε άλλους PPIs. Η προειδοποίηση για όλους τους PPIs<br />
έχει αντικατασταθεί με την προειδοποίηση ότι μόνο<br />
η ταυτόχρονη χορήγηση κλοπιδογρέλης και ομεπραζόλης<br />
ή εσομεπραζόλης πρέπει να αποθαρρύνεται. Η<br />
Επιτροπή συνέστησε επίσης η περιγραφή των αποτελεσμάτων<br />
των δύο πρόσφατων μελετών που καταδεικνύει<br />
την αλληλεπίδραση μεταξύ κλοπιδογρέλης<br />
και ομεπραζόλης να προστεθεί στις πληροφορίες του<br />
προϊόντος.Πάντως αναμένονται νέα δεδομένα σχετικά<br />
με τις τελικές κατευθυντήριες οδηγίες .<br />
ΒΟΤΑΝΑ 45,46<br />
Πάνω από 15 εκατομμύρια Αμερικανών χρησιμοποιούν<br />
φυτικά σκευάσματα και αυξημένες δόσεις βιταμινών<br />
,ενώ η πλειοψηφία αυτών είναι υπερήλικες όπου<br />
η επίπτωση των καρδιαγγειακών νοσημάτων και κατά<br />
συνέπεια η χρήση καρδιολογικών σκευασμάτων είναι<br />
αυξημένη.Εδώ αναφέρουμε συνοπτικά τα συνηθέστερα<br />
χρησιμοποιούμενα βότανα και τις αλληλεπιδράσεις<br />
τους με τα φάρμακα του καρδιαγγειακού, ενώ προτείνουμε<br />
τρόπους ώστε να αυξηθεί η ασφάλεια και η<br />
ορθολογική χρήση τους.Οι φαινομενικά αθώες αυτές<br />
ουσίες στοιχίζουν στους Αμερικανούς 34 δις.$/έτος<br />
με αύξηση στη χρήση τους 6-7%/έτος, ενώ τα μισά<br />
περίπου αφορούν σκευάσματα απώλειας βάρους.Τα<br />
βότανα είναι φυτά ή προϊόντα επεξεργασίας φυτών<br />
και δεν υποβάλλονται σε διεξοδικούς ελέγχους ασφάλειας<br />
και αποτελεσματικότητας μια και θεωρούνται<br />
τροφικά προϊόντα.Μερικά βότανα έχουν απευθείας<br />
αποτέλεσμα στο καρδιαγγειακό σύστημα ή στο σύστημα<br />
της πήξης ενώ άλλα έχουν έμμεσα αποτελέσματα<br />
λόγω αλληλεπιδράσεων.Παρακάτω αναφερόμαστε<br />
στα συχνότερα χρησιμοποιούμενα βότανα που
198<br />
Δυσμενείς επιδράσεις μη-καρδιολογικών φαρμάκων στο καρδιαγγειακό σύστημα: Αντιδιαβητικά, NSAIDs, αναβολικά<br />
στεροειδή, PPIs, βότανα<br />
είτε χρησιμοποιούνται αυτούσια είτε σε συνδυασμούς,<br />
ως συμπληρώματα διατροφής.<br />
• Βάλσαμο ή σπαθόχορτο(St.John’s wort):ένα από τα<br />
10 πιο δημοφιλή.Χρησιμοποιείται για κατάθλιψη,μ<br />
ανία,διαταραχές ύπνου,κοινό κρυολόγημα,έρπη,H<br />
IV,τοπικό αναισθητικό,ένεμα για ελκώδη κολίτιδα<br />
κ.α.Επάγει το ηπατικό κυτόχρωμα P450 και ιδιαίτερα<br />
το ένζυμο CYP3A4 που ενέχεται στον οξειδωτικό<br />
μεταβολισμό περισσότερων από τα μισά<br />
συνταγογραφούμενα σκευάσματα.Έτσι η συγχορήγησή<br />
τους ελαττώνει τη βιοδιαθεσιμότητα<br />
και αποτελεσματικότητα σε αντιαρρυθμικά και<br />
αντιυπερτασικά.Υποδιπλασιάζει τη συγκέντρωση<br />
της κυκλοσπορίνης,της αιθυνυλοιστραδιόλης<br />
και της ινδιναβίρης και αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα<br />
σε καρδιομεταμοσχευθέντες. Ελαττώνει<br />
τη δράση των κουμαρινικών,ελαττώνει το χρόνο<br />
προθρομβίνης και η συγχορήγησή τους οδηγεί<br />
σε υποθευραπευτική αντιπηξία και αυξημένο<br />
κίνδυνο θρομβοεμβολής. Ελαττώνει τα επίπεδα<br />
των στατινών,επάγει το γονιδιακό προϊόν της<br />
P-γλυκοπρωτεϊνης ,ελαττώνει υα επίπεδα και<br />
τη δραστικότητα της διγοξίνης,ενώ ενισχύει την<br />
υπογλυκαιμική δράση των αντιδιαβητικών και<br />
ενισχύει την αδρενεργική δραστηριότητα μέσω<br />
της σεροτονίνης.<br />
• Κράταιγος(Motherhort):Έχει ναρκωτικές και σπασμολυτικές<br />
ιδιότητες. Χρησιμοποιείται για ταχυκα<br />
ρδία,αρρυθμία,ανησυχία,αϋπνία,αμμηνόρροια,Είνα<br />
ι αντιυπερτασικό και διουρητικό.Χορηγούμενο ενδοφλεβίως<br />
ελαττώνει την αιμοπεταλιακή συσσώρευση<br />
και τα επίπεδα του ινωδογόνου με αποτέλεσμα<br />
να αυξάνει τον κίνδυνο αιμορραγίας.<br />
• Ginseng:Χρησιμοποιείται σε μεγάλη ποικιλία<br />
προϊόντων,ιδιαίτερα σε πολυβιταμινούχα σκευάσματα.Διαφημίζεται<br />
σαν ενισχυτικό του ανοσοπ<br />
οιητικού,αντιδιαβητικό και διεγερτικό της σεξουαλικής<br />
επιθυμίας.Μπορεί να έχει και υπερτασικό<br />
και υποτασικό αποτέλεσμα(λόγω αύξησης σύνθεσης<br />
ΝΟ).Στην κινεζική ιατρική χρησιμοποιείται<br />
για το έμφραγμα μυοκαρδίου,για τη συμφορηντική<br />
καρδιακή ανεπάρκεια και την ασταθή στηθάγχη<br />
αλλά πρόσφατα στοιχεία αντικρούουν αυτή την<br />
πρακτική.Η υπερκατανάλωση ginseng προκαλεί<br />
υπέρταση, διαταραχές συμπεριφοράς,διάρροια<br />
ενώ περιέχει το νεφροτοξικό συστατικό γερμάνιο<br />
που μπορεί να καταστρέψει κύτταρα του ανιόντος<br />
σκέλους της καμπύλης του Ηenle με αποτέλεσμα<br />
ανοχή στα διουρητικά.Τέλος ελαττώνει<br />
τη δράση βαρφαρίνης και αυξάνει τα επίπεδα<br />
δακτυλίτιδος.<br />
• Gingo Bilova :δένδρο,χρησιμοποιείται για καρδιαγγειακά<br />
νοσήματα,εγκεφαλική νόσο,περιφερική<br />
αγγειοπάθεια,ανικανότητα,άνοια,διαταραχές του<br />
έσω ωτός ,αμφιβληστροειδοπάθεια,stress,κατάθλι<br />
ψη.Αυξάνει τον κίνδυνο αιμορραγίας αυξάνοντας<br />
τη δράση αντιπηκτικών ενώ αλληλεπιδρώντας με<br />
κυτόχρωμα P450 ελαττώνει τη δραστικότητα της<br />
νικαρδιπίνης.<br />
• Σκόρδο:από την εποχή του παπύρου του<br />
EVERS(1500π.χ) χρησιμοποιείται σαν αντιμικροβια<br />
κός,αντιφλεγμονώδης παράγοντας, που ελαττώνει<br />
χοληστερόλη, αντιϋπερτασικό,αντιαθηροσκλη<br />
ρυντικό.Πρόσφατη μελέτη ανέδειξε μη σημαντική<br />
στατιστικά διαφορά του σκόρδου στην ελάττωση<br />
της LDL και σε άλλα λιπίδια του πλάσματος<br />
στους 6 μήνες με σύγκριση το placebo.Επίσης αυξάνει<br />
τον κίνδυνο αιμορραγίας σε ασθενείς που<br />
λαμβάνουν αντιπηκτικά λόγω του ενεργού συστατικού<br />
ajoene που αναστέλλει την επαγώμενη<br />
απ’το κολλαγόνο συσσώρευση των αιμοπεταλίων<br />
,ενώ σκευάσματα σκόρδου πρέπει να διακόπτονται<br />
10 ημέρες προ εκλεκτικών χειρουργείων<br />
ειδικά σε ασθενείς που λαμβάνουν ασπιρίνη ή<br />
βαρφαρίνη.<br />
• Χυμός grapefruit: χρησιμοποείται σαν σκεύασμα<br />
διαιτητικό ή βελτιωτικό του καρδιαγγειακού. Τα<br />
συστατικά του naringenin και bergamottin αναστέλλουν<br />
το ένζυμο CYP3A4 στα κύτταρα του<br />
λεπτού εντέρου με αποτέλεσμα να αυξάνει<br />
τα επίπεδα φαρμάκων με αυτό το υπόστρωμα,<br />
δηλαδή των ανταγωνιστών ασβεστίου,<br />
κυκλοσπορίνης,στατίνες.μιδαζολάμη,οιστρογό<br />
να,τεραζοσίνη κ.ά.με αποτέλεσμα αντίστοιχα<br />
υπόταση,μυοπάθεια,ηπατοτοξικότητα.Σε μετεμμηνοπαυσιακές<br />
γυναίκες μπορεί να αυξήσει τον<br />
κίνδυνο για Ca μαστού αναστέλλοντας τον μεταβολισμό<br />
των οιστρογόνων δια του ενζύμου<br />
CYP3A4.<br />
• Ηawthorn(λευκάγκαθο):χρησιμοποείται για<br />
στηθάγχη,βραδυαρρυθμία, εγκεφαλική ανεπάρκεια<br />
Έχει θετική ινότροπη και αγγειοδιασταλτική<br />
δράση ,ενώ θεωρείται ότι αυξάνει τη μυοκαρδιακή<br />
αιμάτωση και ελαττώνει το μεταφόρτιο.Στην<br />
πραγματικότητα βελτιώνει τα συμπτώματα αλλά<br />
δεν ελαττώνει τη νοσηρότητα και τη θνητότητα.<br />
Αυξάνει τη δραστικότητα της δακτυλίτιδας.Αναστέλλει<br />
τη βιοσύνθεση της θρομβοξάνης Α2 ,οπό-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 199<br />
τε αυξάνει τον κίνδυνο αιμορραγίας σε ασθενείς<br />
που λαμβάνουν αντιπηκτικά.<br />
• Saw palmetto(μούρο):χρησιμοποιείται από περισσότερα<br />
από 2 εκατομμύρια αμερικανούς για<br />
την καλοήθη υπερτροφία του προστάτη , σαν διουρητικό<br />
και σαν αντισηπτικό των ουροφόρων<br />
οδών.Ιn vitro αναστέλλει τους α1-αδρενεργικούς<br />
υποδοχείς ,αναστέλλει την κυκλοοξυγενάση και<br />
αυξάνει την δράση βαρφαρίνης.<br />
• Dansen(salvia miltiorrhiza):χρησιμοποείται για<br />
CHF,ανωμαλίες περιόδου.Αυξάνει σημαντικά τον<br />
κίνδυνο αιμορραγίας λόγω αναστολής c-amp και<br />
αυξάνει το χρόνο προθρομβίνης ενώ αυξάνει και<br />
τα επίπεδα δακτυλίτιδας.<br />
• Echinacea(εχινάκια):μπορεί να αυξήσει την ηπατοτοξικότητα<br />
στατινών,φιμπράτης,νιασίνης,αμιωδα<br />
ρόνης.Φλαβονοειδή από την εχινάκια μπορεί να<br />
αναστείλουν ή να επάγουν τα ένζυμα του κυτόχρωματος<br />
P450.<br />
• Tetrandrineα:είναι αγγειοδραστικό αλκαλοειδές<br />
που χρησιμοποείται στην Κινεζική ιατρική για<br />
την αντιμετώπιση της στηθάγχης και της υπέρτασης.Λόγω<br />
της αναστολής των λ-τύπου διαύλων<br />
ασβεστίου προκαλεί αγγειοδιαστολή και<br />
πιθανώς αλληλεπιδρά με άλλους ανταγωνιστές<br />
ασβεστίου.<br />
• Aconite(ακονίτης):ισχυρό παυσίπονο,βραδυκαρδικό<br />
δρων σε εγκεφαλικούς υποδοχείς.Κολπική ή και<br />
κοιλιακή μαρμαρυγή μπορεί να προκληθεί από<br />
απευθείας δράση στο μυοκάρδιο. Ακόμα και σε<br />
ατυχηματική επαφή με τα φύλλα ή το χυμό του<br />
φυτού μπορεί να προκληθεί δηλητηρίαση με βραδυκαρδία<br />
ή θανατηφόρες κοιλιακές αρρυθμίες με<br />
μηχανισμό πυροδοτούμενης δραστηριότητας.<br />
• Yohmbine:για σεξουαλικες διαταραχές, δραστικότητα<br />
ανταγωνιστή α2-υποδοχέων.Έτσι αυξάνει<br />
την απελευθέρωση της νοραδρεναλίνης με αποτέλεσμα<br />
δυσχέρεια στη ρύθμιση της αρτηριακής<br />
υπέρτασης σε ασθενείς που λαμβάνουν αντιϋπερτασικά<br />
ή διουρητικά.Η χρήση της αντενδείκνυται<br />
σε ασθενείς με υπόταση ή στηθάγχη.<br />
• Gynira:για βελτίωση της μικροκυκλοφορίας και<br />
εξάλειψη του πόνου.εμφανίζει συχνά ηπατοτοξικότητα<br />
ενώ στα ζώα αναστέλλει το μετατρεπτικό<br />
ένζυμο της αγγειοτενσίνης οδηγώντας σε<br />
υπόταση.<br />
• Licorice(γλυκόριζα):χρησιμοποιείται ευρέως ως<br />
αποχρεμπτικό κύρια σε σύγχρονα σιρόπια.<br />
Μπορεί να προκαλέσει ψευδοαλδοστερονισμό<br />
με αποτέλεσμα υποκαλιαιμία ,υπέρταση,και οίδημα<br />
με επακόλουθη ανοχή σε αντιϋπερτασικά<br />
και λόγω της βαρειάς υποκαλιαιμία ςμπορεί να<br />
προκληθεί πολύμορφη κοιλιακή αρρυθμία με τη<br />
μορφή torsades de pointes.Μπορεί επίσης να ενισχύσει<br />
τη δράση της σπιρονολακτόνης και της<br />
δακτυλίτιδος ,μπορεί να αναστείλει τη δράση της<br />
θρομβίνης και τη συσσώρευση των αιμοπεταλίων<br />
αυξάνοντας τον κίνδυνο αιμορραγίας.<br />
• Black cohosh(σιμισιφούγκα):για γυναικολογικά<br />
προβλήματα.Πιθανώς αναστέλλει υποδοχείς οιστρογόνων<br />
και σεροτονίνης.Γενικά ασφαλές για καρδιαγγεικό<br />
σε αντίθεση με blue cohosh.<br />
Τα προβλήματα που σχετίζονται με τη χρήση των<br />
βοτάνων γενικά είναι τα εξής 47.48 :<br />
1. Απουσία επιστημονικών δεδομένων ασφάλειας<br />
και αποτελεσματικότητας.<br />
2. Απουσία ελεγκτικού και ρυθμιστικού μηχανισμού<br />
της χρήσης τους<br />
3. Απουσία ελέγχου ποιότητας.<br />
4. Παραπληροφόρηση κοινού για τη χρήση τους.<br />
5. Απουσία γνώσης σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις<br />
μεταξύ βοτάνων-φαρμάκων από τους επαγγελματίες<br />
υγείας.<br />
6. Μη επαρκής αναφορά των αλληλεπιδράσεων<br />
αυτών.<br />
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ<br />
Η πλειοψηφία των περισσότερο χρησιμοποιούμενων<br />
φαρμακευτικών σκευασμάτων ακόμα και αυτών<br />
που θεωρούνται «αθώα» όπως τα βότανα, έχουν<br />
σημαντικές παρενέργειες στο καρδιαγγειακό σύστημα<br />
ενώ μπορούν να αλληλεπιδρούν με τα καρδιολογικά<br />
φάρμακα με επιζήμια έως και μοιραία αποτελέσματα.<br />
Είναι λοιπόν θεμελιώδους αξίας η ύπαρξη βασικών<br />
γνώσεων με βάση τα ανωτέρω. Τέλος αναμένονται<br />
νέα στοιχεία σχετικά με την ασφάλεια των PPIs στη<br />
συγχορήγησή τους με την κλοπιδογρέλη ενώ είναι επιτακτική<br />
ανάγκη η θέσπιση κανόνων και οδηγιών όσον<br />
αφορά τη χρήση των ευρέως χρησιμοποιούμενων βοτάνων<br />
και συμπληρωμάτων διατροφής.
200<br />
Δυσμενείς επιδράσεις μη-καρδιολογικών φαρμάκων στο καρδιαγγειακό σύστημα: Αντιδιαβητικά, NSAIDs, αναβολικά<br />
στεροειδή, PPIs, βότανα<br />
Παράγωγα<br />
σαλικυλικού<br />
οξέως<br />
Ακετυλοσαλικυλικό<br />
οξύ<br />
ΠΙΝΑΚAΣ 1<br />
Κατηγορίες Μη Στεροειδών Αντιφλεγμονωδών φαρμάκων<br />
Παράγωγα<br />
οξικού οξέως<br />
Παράγωγα<br />
προπιονικού<br />
οξέως<br />
Παράγωγα<br />
ανθρανιλικού<br />
οξέως<br />
(φαιναμάτες)<br />
Οξικάμες Κοξίμπες Διάφορα<br />
ινδομεθακίνη φαινοπροφαίνη ετοφαιναμάτη πιροξικάμη σελεκοξίμπη νιμεσουλίδη<br />
διφλουνιζάλη δικλοφενάκη ιβουπροφαίνη Μεφαιναμικό οξύ τενοξικάμη παροκοξίμπη Νιφλουμικό οξύ<br />
σουλινδάκη κετοπροφαίνη Τοφαιναμικό οξύ μελοξικάμη ροφεκοξίμπη διασυρεϊνη<br />
ασεμετασίνη Δεξοκετοπροφαίνη<br />
λορνοξικάμη βαλντεκοξίμπη Διυδρική<br />
αζαπροπαζόνη<br />
ναπροξένη<br />
Θειοπροφαινικό<br />
οξύ<br />
ναβουμετόνη<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
1. ΚΑΤΣΙΛΑΜΠΡΟΣ Ν. Μαθαίνω να ζω με το Διαβήτη.<br />
Ιατρικές Εκδόσεις Λίτσας, Αθήνα, 2000<br />
2. UNITED KINGDOM PROSPECTIVE DIABETES STUDY<br />
GROUP. UK prospective diabetes study 33: Intensive<br />
blood glucose control with sulphonylureas or insulin<br />
compared with conventional treatment and risk of<br />
complications in patients with type 2 diabetes. Lancet<br />
1998, 352: 837–853<br />
3. ΡΑΠΤΗΣ Σ. Φαρμακευτική αντιμετώπιση του<br />
σακχαρώδους διαβήτη. Στο: Ράπτης ΣΑ (Συντ.)<br />
Εσωτερική Παθολογία. Εκδόσεις Γρηγόριος<br />
Παρισιάνος, Αθήνα, 1998:2166–2175<br />
4. WHITE J. The pharmacological management of patients<br />
with type 2 diabetes mellitus in the era of<br />
new oral agents and insulin analogs. Diabetes Spectrum<br />
1996, 9:227–234<br />
5. BAILEY CJ. New drugs for the treatment of diabetes<br />
mellitus. In: Albert KGMM, Zimmet P, De Fronzo<br />
RA (eds) International Textbook of Diabetes Mellitus.<br />
2nd ed. Chishester, John Wiley, 1997:865–881<br />
6. SHNEIDER J. An overview of the safety and tolerance<br />
of glimepiride. Horm Metab Res 1996, 28:413–419<br />
7. HENRY RR. Thiazolidinediones. Endocrinol Metab<br />
Clin North Am 1997, 26:553–573<br />
8. KUMAR S, BOULTON AJM, BECK-NIELSEN H, et<br />
al.LONG P FOR THE TROGLITAZONE GROUP. Troglitazone,<br />
an insulin action enhancer, improves metabolic<br />
control in NIDDM patients. Diabetologia 1996,<br />
39:701–709<br />
9. PLOSKER GL, FAULDS D. Troglitazone; a review of<br />
its use in the management of type 2 diabetes mellitus.<br />
Drugs 1999, 57:409–438<br />
10. SCHEEN AJ, LEFEBVRE PJ. Oral antidiabetic agents: a<br />
guide to selection. Drugs 1998, 55:225–236<br />
11. D. Drucker. The biology of incretin hormones. Cell.<br />
Metab 2006; 3: 153-165<br />
12. D. Drucker. Dipeptyl Peptidase – 4 Inhibition and<br />
the treatment of type 2 diabetes. Diabetes Care<br />
2007;30:1335-1343<br />
13. J. Lovshin & D. Drucker. Incretin based therapies for<br />
type 2 diabetes mellitus. Nature 2009;5: 262-269.<br />
14. S. Inzucchi, D. McGuire. New drugs for the treatment<br />
of diabetes: part II: incretin – based therapy<br />
and beyond. Circulation 2008;117: 574-584.<br />
15. F. Pi-Sunyer. Efficacy and tolerability of Vildagliptin<br />
monotherapy in drug naοve patients with type 2 diabetes.<br />
Diabetes Res Clin Pract. 2007; 76: 132-138.<br />
16. Α. Μελιδώνης «Ινκρετινομιμητικά και DPP IV<br />
αναστολείς» στο «Σακχαρώδης Διαβήτης 2010»<br />
Α. Μελιδώνης. Εκδόσεις Γιάννη Παριζιάνου Αθήνα<br />
2010<br />
17. A. Sinha et al. Costs and Consequences Associated<br />
With Newer Medications for Glycemic Control<br />
in Type 2 Diabetes. Diabetes Care 2010; 33:<br />
730 – 732<br />
18. A. Schweizer et al. Assessing the cardio–cerebrovascular<br />
safety of vildagliptin: meta-analysis of<br />
adjudicated events from a large Phase III type 2<br />
diabetes population. Diabetes, Obesity and Metabolism<br />
2010;12: 485 – 494.
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 201<br />
19. M. Ligueros-Saylan et al. An assessment of adverse<br />
effects of vildagliptin versus comparators on the<br />
liver, the pancreas, the immune system, the skin<br />
and in patients with impaired renal function from<br />
a large pooled database of Phase II and III clinical<br />
trials. Diabetes, Obesity and Metabolism 2010;12:<br />
495 – 509.<br />
20. E. Ferrannini et al. Fifty-two-week efficacy and<br />
safety of vildagliptin vs. glimepiride in patients<br />
with type 2 diabetes mellitus inadequately controlled<br />
on metformin monotherapy. Diabetes, Obesity<br />
and Metabolism 2009;11: 157 – 166.<br />
21. http://www.ifet.gr/site_phar/therapeutic.htm<br />
22. G.Rodriguez,L.A,Varas et al:differential effects of<br />
aspirine and non-aspirin nonsteroidal antiifflammatory<br />
drugw in the primary prevention of myocardial<br />
infarction in postmenopausal women;EPIDEMI<br />
OLOGY2009;11(4) 382-387.<br />
23. Garcia Rodriguez, L., et al. Nonsteroidal antiinflammatory<br />
drugs and the risk of ... Circulation.<br />
2004;109:3000-3006.<br />
24. S. E. Kimmel, J. A. Berlin et al. . J Am Coll Cardiol,<br />
2004; 43:985-990,<br />
25. The CLASS Study: A Randomized Controlled Trial.<br />
Fred E. Silverstein, MD; Gerald Faich, MD; et al.<br />
Non steroid antinflammatory drugs (NSAIDs) and<br />
selective cycloxygenase-2 (COX-2) inhibitors in<br />
pain management<br />
26. http://www.arthritis.co.za/cox.htmlVan Doornum,<br />
S., McColl, G. and Wicks, I. P. (2002), ..... In the<br />
Vioxx Gastrointestinal Outcomes Research (VIG-<br />
OR) study<br />
27. CSM (2005) Updated advice on the safety of selective<br />
COX-2 inhibitors. Committee on Safety of<br />
Medicines. www.mhra.gov.uk [Free Full-text]<br />
28. Peter M. Brooks, Executive Dean, Health Sciences,<br />
University of Queensland, Brisbane /Experimental<br />
and clinical pharmacology (2000):COX-2 inhibitors<br />
29. Levy D, Garrison R, Savage D, et al. Prognostic implications<br />
of echocardiographically determined left<br />
ventricular mass in the Framingham heart study. N<br />
Engl J Med 1990;322:1561–6.<br />
30. Montgomery HE, Clarkson P, Dollery CM, et al. Association<br />
of angiotensin-converting enzyme gene<br />
I/D polymorphism with change in left ventricular<br />
mass in response to physical training. Circulation<br />
1997;96:741–7.<br />
31. Dostal DE, Booz GW, Baker KM. Regulation of<br />
angiotensinogen gene expression and protein in<br />
neonatal rat cardiac fibroblasts by glucocorticoid<br />
and beta-adrenergic stimulation. Basic Res Cardiol<br />
2000;95:485–90.<br />
32. Liu PY, Death AK, Handelsman DJ. Androgens and<br />
cardiovascular disease. Endocr Rev 2003;24:313–40<br />
33. Kuhn CM. Anabolic steroids. Recent Prog Horm Res<br />
2002;57:411–34.<br />
34. Pluim BM, Zwinderman AH, van der Laarse A, et<br />
al. The athlete’s heart. A meta-analysis of cardiac<br />
structure and function. Circulation 2000;101:336–344.<br />
35. Haykowsky MJ, Dressendorfer R, Taylor D, et al.<br />
Resistance training and cardiac hypertrophy: unravelling<br />
the training effect. Sports Med 2002;32:837–<br />
49.<br />
36. Parssinen M, Seppala T. Steroid use and longterm<br />
health risks in former athletes. Sports Med<br />
2002;32:83–94.<br />
37. Parssinen M, Kujala U, Vartiainen E, et al. Increased<br />
premature mortality of competitive powerlifters<br />
suspected to have used anabolic agents. Int J<br />
Sports Med 2000;21:225–7. ]<br />
38. Thiblin I, Lindquist O, Rajs J. Cause and manner of<br />
death among users of anabolic androgenic steroids.<br />
J Forensic Sci 2000;45:16–23<br />
39. PM Ho, TM Maddox et al… - Jama, 2009 - Am Med<br />
AssocRisk of adverse outcomes associated with<br />
concomitant use of clopidogrel and proton pump<br />
inhibitors following acute coronary syndrome<br />
40. www.eof.gr<br />
41. Sibbing D, Morath T, Stegherr J, et al. Impact of<br />
proton pump inhibitors on the antiplatelet effects<br />
of clopidogrel. Thromb Haemost 2009; 101:714-719.<br />
42. Sibbing D, Braun S, Morath T, et al. Platelet reactivity<br />
after clopidogrel treatment assessed with<br />
point-of-care analysis and early drug-eluting stent<br />
thrombosis. J Am Coll Cardiol 2009; 53:849-856.<br />
43. Serebruany V, Goto S. Clopidogrel and proton pump<br />
inhibitors: Gastric protection at expense of vascular<br />
benefit? Thromb Haemost 2009; 101:607-609.<br />
44. Tachjian et al Use of Herbal Products and Potential<br />
Interactions in Patients With Cardiovascular diseases.<br />
J Am Coll Cardiol.2010; 55: 515-525<br />
45. Gary N. Asher J. Am. Coll. Cardiol. 2010 56: 903<br />
46. S.Dentali et al.Importance of Providing Cardiologists<br />
With Useful Advice on Herb-Drug Interactions<br />
. Am. Coll. Cardiol . 2010 56: 903-904<br />
47. M. Hafeez Chaudhryet al Herbal Products Review<br />
Provides Inaccurate Information on Dietary Supplement<br />
Regulations J. Am. Coll. Cardiol. 2010 56:<br />
904-905
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ<br />
ΑΣΠΙΡΙΝΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΑΝΤΙΑΙΜΟΠΕΤΑΛΙΑΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΣΤΗΝ<br />
ΠΡΩΤΟΓΕΝΗ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗ ΠΡΘΛΗΨΗ ΚΑΡΔΙΑΓΓΕΙΑΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ<br />
Γ Μουσούλης<br />
Διευθυντής, Γ’ Παθολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α «ο Ευαγγελισμός»<br />
Τα καρδιαγγειακά νοσήματα είναι η κύρια αιτία<br />
θνησιμότητας στις δυτικές κοινωνίες. Δεκαεπτά εκατομμύρια<br />
θάνατοι ετησίως σε όλο τον κόσμο αποδίδονται<br />
στα καρδιαγγειακά νοσήματα.<br />
Τα αιμοπετάλια φαίνεται ότι παίζουν σημαντικό<br />
ρόλο στην αρτηριακή θρόμβωση, που είναι το τελικό<br />
συμβάν στην αλυσίδα των βλαβών των καρδιαγγειακών<br />
νοσημάτων. Κατά συνέπεια, η αντιαιμοπεταλιακή<br />
θεραπεία μπορεί να βελτιώσει την επιβίωση των<br />
ασθενών με καρδιαγγειακά νοσήματα.<br />
Η ασπιρίνη είναι το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο<br />
φάρμακο στην πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη<br />
των καρδιαγγειακών νοσημάτων, κυρίως λόγω της<br />
άριστης σχέσης κόστους - αποτελέσματος που διαθέτει.<br />
Η ασπιρίνη είναι ένα πολύ παλιό φάρμακο, το<br />
οποίο ωστόσο αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως αντιπυρετικό<br />
– αντιφλεγμονώδες. Η χρήση της ως αντιθρομβωτικό<br />
ξεκίνησε στη δεκαετία του 1960. 1 Υπολογίζεται<br />
ότι σήμερα ένας στους πέντε Αμερικανούς πολίτες<br />
λαμβάνουν ασπιρίνη, κυρίως ως πρόληψη έναντι των<br />
καρδιαγγειακών νοσημάτων.<br />
Ωστόσο, μετά από το μακροχρόνιο “μονοπώλιο”<br />
της ασπιρίνης, άλλα αντιαιμοπεταλιακά ήρθαν να<br />
προστεθούν στη φαρέτρα της πρωτογενούς και δευτερογενούς<br />
πρόληψης των καρδιαγγειακών νοσημάτων.<br />
Οι αναστολείς του υποδοχέα P2Y12, αρχικά η τικλοπιδίνη<br />
και αργότερα η κλοπιδογρέλη, διαδραματίζουν<br />
σημαντικό ρόλο. Η κλοπιδογρέλη είναι πλέον στην καθ’<br />
ημέρα πράξη είτε ως συνδυασμός με την ασπιρίνη είτε<br />
και ως αυτοτελώς χρησιμοποιούμενο φάρμακο.<br />
Η διπλή αντιαιμοπεταλιακή θεραπεία θεωρείται<br />
ως η καταλληλότερη σε κάποιες περιπτώσεις πρωτογενούς<br />
και δευτερογενούς πρόληψης, ιδιαιτέρως σε<br />
υψηλού κινδύνου ασθενείς. Δυστυχώς, η αύξηση της<br />
αποτελεσματικότητας που προκύπτει από το συνδυασμό<br />
των αντιαιμοπεταλιακών έχει ως συνέπεια την<br />
αύξηση των παρενεργειών, με κυριότερη τις αιμορραγίες.<br />
Οι αιμορραγίες αυτές παρατηρούνται και κατά<br />
Εισαγωγη<br />
τη μεμονωμένη χρήση των φαρμάκων αυτών ξεχωριστά.<br />
Αφορούν τις περισσότερες φορές το γαστρεντερικό,<br />
ενώ σπανιότερα είναι ενδοκρανιακές. Συχνά<br />
πρόκειται για αθώα και αυτοπεριοριζόμενα συμβάματα<br />
μπορεί όμως -κατ’ εξαίρεση- να οδηγήσουν σε<br />
βαριά νόσο ή και θάνατο 2 .<br />
Τα τελευταία χρόνια ποικίλες μελέτες 3 έχουν δείξει<br />
διαφόρου βαθμού ανταπόκριση στην ασπιρίνη και στην<br />
κλοπιδογρέλη, γεγονός που συνεπάγεται και ανάλογη<br />
επίπτωση στο κλινικό αποτέλεσμα των φαρμάκων<br />
αυτών. Ο προβληματισμός γύρω από την επαρκώς<br />
παρεχόμενη πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη με<br />
τα σημερινά αντιαιμοπεταλιακά ωθεί την έρευνα σε<br />
αναζήτηση και άλλων εναλλακτικών επιλογών, που<br />
περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων νέους αναστολείς<br />
του υποδοχέα P2Y12, αναστολείς του υποδοχέα της<br />
θρομβοξάνης, άμεσους αναστολείς της θρομβίνης και<br />
GPIIbIIIa αναστολείς. 2<br />
Ο κλινικός γιατρός -με βάση τις διεθνείς κατευθυντήριες<br />
οδηγίες αλλά και την προσωπική του εμπειρίακαλείται<br />
να επιλέξει κάθε φορά την καταλληλότερη<br />
φαρμακευτική αγωγή. Σημαντικά κριτήρια που πρέπει<br />
να επηρεάσουν την επιλογή του είναι ο καρδιαγγειακός<br />
κίνδυνος του αρρώστου, η ιδιοσυγκρασία του και<br />
οι ιδιαιτερότητές του, τα τυχόν συνυπάρχοντα νοσήματα,<br />
η αποτελεσματικότητα του φαρμάκου, οι αλληλεπιδράσεις<br />
του με άλλα φάρμακα, οι παρενέργειές<br />
του και τέλος το κόστος.<br />
Η σωστή και κατάλληλη αντιαιμοπεταλιακή αγωγή<br />
σώζει ανθρώπινες ζωές και για το λόγο αυτό η εξασφάλιση<br />
βαθιάς και εμπεριστατωμένης γνώσης του<br />
χειρισμού της είναι μείζονος σημασίας και προτεραιότητας.<br />
Οι εισηγήσεις που ακολουθούν στόχο έχουν να<br />
βοηθήσουν τους σύγχρονους λειτουργούς της ιατρικής<br />
να προβληματιστούν πάνω στον τομέα αυτό και να<br />
γίνουν κοινωνοί των πιο πρόσφατων επιστημονικών<br />
δεδομένων σχετικά με την πρωτογενή και δευτερογενή<br />
πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων.
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 203<br />
Βιβλιογραφια<br />
1. Miner J, Hoffhines A. The Discovery of Aspirin’s Antithrombotic<br />
Effects. Tex Heart Inst J 2007; 34L 179-186.<br />
2. Varon D, Spectre G. Antiplatelet Agents. Hematology<br />
2009: 267-272.<br />
3. Sharma RK, Reddy HK, Singh VN et al. Aspirin and<br />
Clopidogrel hyporesponsiveness and nonresponsesiveness<br />
in patients with coronary artery stenting.<br />
Vasc Health Risk Manag 2009; 5: 965-972.
Θέση υπέρ της χρήσεως ασπιρίνης στην πρωτογενή<br />
και δευτερογενή πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων<br />
Θ Κοντοπούλου<br />
Επιμελήτρια Β’, Γ’ Παθολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
SUMMARY<br />
KONTOPOULOU T. Argument in favour of the use of aspirin in the primary and secondary prevention of cardiovascular<br />
disease. Cardiovascular disease is a major cause of death worldwide. Aspirin plays a distinctive role in<br />
the primary and secondary prevention of cardiovascular disease. It was first introduced as antiplatelet agent at the<br />
beginning of the 20 th century by Lawrence Craven. Its antiplatelet effect is achieved in a wide range of doses from 75 to<br />
1500 mg daily. Nevertheless, it seems that the daily dose of 75 mg reduces the risk of gastrointestinal bleeding without<br />
relevant decrease in the antiplatelet effect. Aspirin is used as antiplatelet drug in the following cases: in the primary and<br />
secondary prevention of coronary heart disease, of ischemic stroke and of peripheral arteriopathy. It can be used during<br />
pregnancy -with safety in the second and third trimester and, when indicated, in the first- as well as in newborns and<br />
children. An additive benefit from the use of aspirin is the prevention of colon cancer. The selection of aspirin in the<br />
primary and secondary prevention of cardiovascular disease guaranties effectiveness, safety, money saving and -very<br />
often- undisputed therapeutic prevalence. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 204-218, 2011<br />
Key words: aspirin, primary prevention, secondary prevention, cardiovascular disease<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Η καρδιαγγειακή νόσος αποτελεί μείζονα αιτία θανάτου παγκοσμίως. Στην πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη<br />
των καρδιαγγειακών νοσημάτων εξέχοντα ρόλο κατέχει η ασπιρίνη, που καθιερώθηκε ως αντιαιμοπεταλιακό στις<br />
αρχές του 20ου αιώνα από τον Lawrence Craven. Η αντιαιμοπεταλιακή δράση της ασπιρίνης πραγματοποιείται σε<br />
μια μεγάλη κλίμακα δόσεων από 75-1500 mg ημερησίως. Ωστόσο, φαίνεται ότι η δόση των 75 mg ημερησίως μειώνει<br />
τον κίνδυνο αιμορραγίας του πεπτικού, χωρίς αντίστοιχη μείωση του αντιαιμοπεταλιακού αποτελέσματος. Η<br />
ασπιρίνη ως αντιαιμοπεταλιακό χρησιμοποιείται στις ακόλουθες περοπτώσεις: στην πρωτογενή και δευτερογενή<br />
πρόληψη της στεφανιαίας νόσου, των ισχαιμικών εγκεφαλικών επεισοδίων και της περιφερικής αρτηριοπάθειας.<br />
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά την εγκυμοσύνη -με ασφάλεια στο 2ο και 3ο τρίμηνο και, επί ενδείξεων και στο 1οόπως<br />
επίσης σε βρέφη και παιδιά. Παράπλευρο όφελος αποτελεί η πρόληψη του καρκίνου του παχέος εντέρου.<br />
Η επιλογή της ασπιρίνης έναντι των άλλων φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στην πρωτογενή και δευτερογενή<br />
πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων εγγυάται την αποτελεσμαικότητα, την ασφάλεια, την οικονομία και -<br />
συχνά- τη σαφή θεραπευτική υπεροχή. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 204-218, 2011.<br />
Λέξεις κλειδιά: ασπιρίνη, πρωτογενής πρόληψη, δευτερογενής πρόληψη, καρδιαγγειακά νοσήματα.<br />
Καρδιαγγειακή νόσος<br />
Η καρδιαγγειακή νόσος αποτελεί μείζονα αιτία θανάτου<br />
παγκοσμίως. Εκτιμάται ότι το ποσοστό θνησιμότητας<br />
από καρδιαγγειακή νόσο στην Ανατολική<br />
Ευρώπη και Κεντρική Ασία είναι 58.1%, στην Νότια και<br />
Ανατολική Ασία 25.2%, στον Ειρηνικό 30.6%, ενώ στη<br />
Βόρεια Αμερική και Ευρώπη 38.5%. Αυτά τα ποσοστά<br />
αναμένεται να αυξηθούν, δεδομένου ότι η παγκόσμια<br />
θνησιμότητα από καρδιαγγειακά νοσήματα αναμένεται<br />
να αυξηθεί σε 25 εκατομμύρια κατ’ έτος το 2020. 1<br />
Η ασπιρίνη θεωρείται ως το αποτελεσματικότερο,<br />
το πιο δοκιμασμένο και το πιο ασφαλές φάρμακο στη<br />
μακροχρόνια πρόληψη (πρωτογενή και δευτερογενή )<br />
της καρδιαγγειακής νόσου σε άτομα υψηλού κινδύνου.
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 205<br />
Η ασπιρiνη και η ιστορiα της<br />
Η αρχική χρήση της ασπιρίνης ήταν ως αναλγητικό<br />
– αντιπυρετικό φάρμακο. Το σαλικυλικό οξύ που<br />
περιέχονταν στο φλοιό της ιτιάς χρησιμοποιούνταν<br />
για την ανακούφιση του πόνου και του πυρετού από<br />
τον Ιπποκράτη, το Γαληνό και τους αρχαίους Αιγυπτίους.<br />
Το 1897 ένας Γερμανός χημικός, που δούλευε<br />
για την Εταιρεία Bayer, ο Felix Hoffman, κατάφερε να<br />
μετατρέψει το σαλικυλικό οξύ στο ακετυλοσαλικυλικό<br />
οξύ, που ονομάστηκε ασπιρίνη. (εικόνα 1)<br />
Η χρήση της ασπιρίνης ως αντιαιμοπεταλιακού<br />
φαρμάκου εγκαινιάστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα<br />
από έναν γενικό γιατρό, τον Lawrence Craven (εικόνα<br />
2) στο Glendale της Καλιφόρνιας των ΗΠΑ. 2<br />
Δρaση ασπιρiνης<br />
Η ασπιρίνη είναι ένας μη εκλεκτικός αναστολέας<br />
της κυκλοοξυγενάσης. Στις μικρές δόσεις που χρησιμοποιείται<br />
στην Καρδιολογία η ασπιρίνη αναστέλλει<br />
αποτελεσματικά το ισοένζυμο κυκλοοξυγενάση (COX)-<br />
1 των αιμοπεταλίων. Η ασπιρίνη ακετυλιώνει μία σερίνη<br />
στην αλυσίδα των αμινοξέων κοντά στο ενεργό<br />
κέντρο του ενζύμου, με αποτέλεσμα να εμποδίζει την<br />
επαφή με το αραχιδονικό οξύ και να σταματά τη σύνθεση<br />
της θρομβοξάνης (TX) A2. Το αποτέλεσμα είναι<br />
αμετάκλητο καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της επιβίωσης<br />
των αιμοπεταλίων και ως εκ τούτου διαρκεί<br />
7-10 ημέρες. Η ασπιρίνη αναστέλλει αποκλειστικά και<br />
μόνο μία οδό ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων, ενώ<br />
οι άλλες οδοί που ενεργοποιούνται από τη διφωσφορική<br />
αδενοσίνη (ADP), την αδρεναλίνη, τη θρομβίνη, το<br />
στρες και τις υψηλές δόσεις κολλαγόνου παραμένουν<br />
ανεπηρέαστες.<br />
Μετά την από του στόματος λήψη της ασπιρίνης<br />
απορροφάται κυρίως στο στομάχι και φθάνει τη μέγιστη<br />
συγκέντρωσή της στο αίμα μετά από 30 λεπτά.<br />
Μεταβολίζεται από εστεράσες παρούσες στο αίμα και<br />
στο ήπαρ και για αυτό το λόγο η ασπιρίνη ασκεί τη<br />
δράση της κυρίως στην πυλαία κυκλοφορία πριν την<br />
άφιξή της στο ήπαρ. Τελευταία έχει καταδειχθεί ότι<br />
οι εντεροδιαλυτές μορφές της ασπιρίνης απορροφώνται<br />
χειρότερα από ότι οι παραδοσιακές μορφές που<br />
απορροφώνται στο όξινο περιβάλλον του στομάχου,<br />
οδηγώντας έτσι σε μείωση του αντιαιμοπεταλιακού<br />
αποτελέσματος.<br />
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες της ασπιρίνης σχετίζονται<br />
κυρίως με αιμορραγίες, ιδιαίτερα του γαστρεντερικού.<br />
3<br />
Δοσολογiα ασπιρiνης για επiτευξη αντιαιμοπεταλιακού<br />
αποτελeσματος<br />
Ο κίνδυνος των αιμορραγιών του πεπτικού φαίνεται<br />
ότι είναι δοσοεξαρτώμενος και μπορεί να ελαχιστοποιηθεί<br />
με χορήγηση μικρών δόσεων. Έτσι η χορήγηση<br />
ασπιρίνης στη δόση των 75 mg ημερησίως θεωρείται ότι<br />
ελαττώνει τον κίνδυνο αιμορραγίας του πεπτικού στο<br />
40% σε σύγκριση με τη δόση των 300 mg ημερησίως και<br />
στο 30% σε σύγκριση με τη δόση των 150 mg ημερησίως. 4<br />
Παρά το γεγονός ότι ο κίνδυνος των επιπλοκών από<br />
την ασπιρίνη και ιδιαίτερα ο κίνδυνος της αιμορραγίας<br />
του πεπτικού φαίνεται να αυξάνει με την αύξηση της<br />
δόσης, η σχέση μεταξύ αποτελεσματικότητας και δόσης<br />
της ασπιρίνης δεν είναι βέβαιη. Παρά την απουσία<br />
επαρκών μελετών φαίνεται ότι σε μικρές δόσεις επιτυγχάνεται<br />
ισοδύναμη ή και μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα<br />
σε σχέση με μεγαλύτερες δόσεις. Αναλύσεις από<br />
την Antithrombotic Trialists’ Collaboration υποδεικνύουν<br />
ότι τα οφέλη της ασπιρίνης προκύπτουν από μια μεγάλη<br />
κλίμακα δόσεων -από 160 mg ημερησίως ως 1500 mg<br />
ημερησίως. Άλλες μελέτες (Kong και συνεργάτες) συμπεραίνουν<br />
ότι το θεραπευτικό αποτέλεσμα της ασπιρίνης<br />
είναι ασθενέστερο σε υψηλότερες δόσεις. 3<br />
Ασφaλεια της ασπιρiνης<br />
Όπως ήδη φάνηκε, ο κίνδυνος της αιμορραγίας πεπτικού,<br />
που είναι η συχνότερη ανεπιθύμητη ενέργεια<br />
του φαρμάκου, μπορεί να ελαχιστοποιηθεί με τη χορήγηση<br />
μικρών δόσεων.<br />
Η εγκεφαλική αιμορραγία αποτελεί μία σοβαρή παρενέργεια<br />
της ασπιρίνης. Σε μία μεταανάλυση 16 μελετών<br />
με 55.000 συμμετέχοντες χορηγήθηκε μέση δόση<br />
ασπιρίνης 273 mg ημερησίως με μέση διάρκεια θεραπείας<br />
37 μήνες. Υπήρχε μια αύξηση του απόλυτου κινδύνου<br />
στα 12 περιστατικά εγκεφαλικής αιμορραγίας στα<br />
10.000 άτομα σε περίπου 3 χρόνια ή 0.4 επιπλέον περιστατικά<br />
στα 1.000 άτομα κατ’ έτος, που σχετίζονταν<br />
με τη χρήση της ασπιρίνης. Από την άλλη πλευρά όμως,<br />
στην ίδια ανάλυση η χρήση της ασπιρίνης οδήγησε σε<br />
ελάττωση του απόλυτου κινδύνου οξέος εμφράγματος<br />
του μυοκαρδίου στα 137 περιστατικά στα 10.000 άτομα<br />
και σε μία ελάττωση του απόλυτου κινδύνου ισχαιμικού<br />
εγκεφαλικού επεισοδίου στα 39 περιστατικά στα 10.000<br />
άτομα. Ήταν σαφές ότι υπήρχε ξεκάθαρη ωφέλεια του<br />
ευρισκόμενου σε καρδιαγγειακό κίνδυνο πληθυσμού. 1<br />
ΑλληλεπιδρΑσεις με Αλλα φΑρμακα<br />
Η αντιαιμοπεταλιακή δράση της ασπιρίνης φαί-
206<br />
Θέση υπέρ της χρήσεως ασπιρίνης στην πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων<br />
νεται ότι μειώνεται με την ταυτόχρονη χορήγηση μη<br />
στεροειδών αντιφλεγμονωδών, όπως η ιβουπροφαίνη,<br />
που εμπλέκεται στην ακετυλίωση της COX-1. Η αλληλεπίδραση<br />
αυτή της ασπιρίνης δεν είναι τόσο σημαντική,<br />
δεδομένου ότι οι ασθενείς με αυξημένο καρδιαγγειακό<br />
κίνδυνο μπορούν να αντικαταστήσουν τα μη<br />
στεροειδή αντιφλεγμονώδη με άλλα φάρμακα.<br />
Από την άλλη πλευρά, η κλοπιδογρέλη φαίνεται<br />
να αλληλεπιδρά με τους αναστολείς της αντλίας των<br />
πρωτονίων (PPIs), φάρμακα που χρησιμοποιούνται<br />
στη θεραπεία αλλά και στην πρόληψη του πεπτικού<br />
έλκους, ιδιαιτέρως σε υψηλού κινδύνου ασθενείς για<br />
αιμορραγία πεπτικού, όπως αυτοί που λαμβάνουν<br />
αντιαιμοπεταλιακά. Οι PPIs φαίνεται ότι ελαττώνουν<br />
το μεταβολισμό της κλοπιδογρέλης στον ενεργό μεταβολίτη<br />
της και κατά συνέπεια μειώνουν το θεραπευτικό<br />
της αποτέλεσμα. 5<br />
Το θεραπευτικό αυτό πρόβλημα της κλοπιδογρέλης<br />
συνεπάγεται την υποχώρησή της έναντι της ασπιρίνης<br />
ως φαρμακευτική επιλογή στην πρόληψη των καρδιαγγειακών<br />
νοσημάτων σε ασθενείς που διατρέχουν<br />
έστω και χαμηλό κίνδυνο αιμορραγίας πεπτικού.<br />
Εκτίμηση καρδιαγγειακού κινδύνου<br />
Οι κλινικοί γιατροί οφείλουν να απαντήσουν σε<br />
δύο ερωτήματα προ της χορήγησης αγωγής πρόληψης<br />
του καρδιαγγειακού κινδύνου: ποιοι είναι οι παράγοντες<br />
που θα ληφθούν υπ’ όψιν για την εκτίμηση του<br />
καρδιαγγειακού κινδύνου και ποια η σχέση οφέλους<br />
– βλάβης από τη θεραπεία. Οι Gaziano και συνεργάτες<br />
προτείνουν τη διάκριση των παραγόντων κινδύνου σε<br />
αυτούς που μπορούν να προληφθούν, σε αυτούς που<br />
αποτελούν θεραπευτικούς στόχους και σε αυτούς<br />
που εμπίπτουν και στις δύο κατηγορίες. (σχήμα 1)<br />
Αξίζει να σχολιαστεί ότι οι Gaziano και συνεργάτες<br />
συστήνουν μόνο την ασπιρίνη από τα αντιαιμοπεταλιακά<br />
ως θεραπεία πρόληψης του καρδιαγγειακού<br />
κινδύνου.<br />
Μη εργαστηριακοί παράγοντες κινδύνου, όπως<br />
η ηλικία, το κάπνισμα και ο δείκτης μάζας σώματος<br />
(BMI) θεωρούνται εξίσου προγνωστικοί όσο και εργαστηριακές<br />
παράμετροι, όπως η χοληστερόλη, η C αντιδρώσα<br />
πρωτεΐνη (CRP), η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη,<br />
η γλυκόζη νηστείας, η ινσουλίνη, το ινωδιγόνο, η<br />
αδιπονεκτίνη και τα τριγλυκερίδια.<br />
Ένα από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα μοντέλα<br />
για τον υπολογισμό του καρδιαγγειακού κινδύνου<br />
είναι του Framingham. Μπορεί να εφαρμοστεί τόσο<br />
για τον υπολογισμό του κινδύνου στεφανιαίας νόσου<br />
– που περιλαμβάνει έμφραγμα του μυοκαρδίου, θάνατο<br />
από στεφανιαία νόσο, στηθάγχη και ανεπάρκεια<br />
στεφανιαίων – όσο και για τον υπολογισμό του καρδιαγγειακού<br />
κινδύνου – που περιλαμβάνει στεφανιαία<br />
νόσο και επιπλέον αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο,<br />
συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια και περιφερική αγγειακή<br />
νόσο. 1<br />
Ο ρoλος της ασπιρiνης στην πρoληψη των<br />
καρδιαγγειακvν νοσημaτων<br />
Ένας εκτενής κατάλογος από κατευθυντήριες οδηγίες<br />
επιβάλλει την αποδοχή της χρήσης της ασπιρίνης<br />
στην πρόληψη του πρώτου (πρωτογενή) και των υποτροπιαζόντων<br />
(δευτερογενή) επεισοδίων καρδιαγγειακής<br />
νόσου σε ασθενείς υψηλού κινδύνου. Ως ασθενείς<br />
υψηλού κινδύνου ορίζονται συνήθως εκείνοι που<br />
έχουν δεκαετή κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου 20-30%<br />
σύμφωνα με το μοντέλο Framingham. 1<br />
Ο πίνακας 1 συνοψίζει τις συστάσεις από τις<br />
κύριες ευρωπαϊκές και αμερικάνικες κατευθυντήριες<br />
οδηγίες.<br />
Πρωτογενhς πρoληψη καρδιαγγειακvν νοσημaτων<br />
Τα περισσότερα στοιχεία που τάσσονται υπέρ<br />
του ευεργετικού ρόλου της ασπιρίνης στην πρωτογενή<br />
πρόληψη των καρδιαγγειακών επεισοδίων προέρχονται<br />
από μεγάλες μελέτες , μια περίληψη των οποίων<br />
δίνεται στον πίνακα 2.<br />
Μία μεταανάλυση 5 μελετών καταλήγει στο συμπέρασμα<br />
ότι η χρήση της ασπιρίνης συνδέεται με 32%<br />
μείωση του κινδύνου πρώτης εμφάνισης εμφράγματος<br />
του μυοκαρδίου και 15% μείωση οποιουδήποτε<br />
σοβαρού αγγειακού επεισοδίου (αγγειακού θανάτου,<br />
μη θανατηφόρου εμφράγματος του μυοκαρδίου ή μη<br />
θανατηφόρου ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου). Η<br />
πιο πρόσφατη μεταανάλυση που πραγματοποιήθηκε<br />
από την Antithrombotic Trialists’ Collaboration έδειξε ότι<br />
η ασπιρίνη επέφερε 12% μείωση στα σοβαρά αγγειακά<br />
επεισόδια. 1<br />
Δευτερογενhς πρoληψη καρδιαγγειακvν νοσημaτων<br />
Η Antithrombotic Trialists’ Collaboration κατέστησε<br />
σαφή τα ωφέλη της ασπιρίνης σε χαμηλή δόση (75-150<br />
mg ημερησίως) για την πρόληψη των υποτροπιαζόντων<br />
επεισοδίων σε 17.000 ασθενείς. Σε ασθενείς με<br />
προηγούμενο ιστορικό αγγειακής νόσου η αντιαιμο-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 207<br />
πεταλιακή θεραπεία -από τα φάρμακα της οποίας<br />
η ασπιρίνη είναι το πιο μελετημένο- προκάλεσε σημαντική<br />
μείωση της τάξης του 25% περίπου στο συνολικό<br />
κίνδυνο κάθε σοβαρού αγγειακού επεισοδίου,<br />
32% στον κίνδυνο μη θανατηφόρου εμφράγματος του<br />
μυοκαρδίου, 25% στον κίνδυνο μη θανατηφόρου ισχαιμικού<br />
εγκεφαλικού επεισοδίου και 15% στον κίνδυνο<br />
αγγειακής θνητότητας. 1<br />
Πρωτογενhς πρoληψη στεφανιαiας νoσου<br />
Σύμφωνα με τις οδηγίες της ACCP (American College<br />
of Chest Physicians) ασθενείς με τουλάχιστον μέτριο<br />
κίνδυνο για στεφανιαίο επεισόδιο πρέπει να λαμβάνουν<br />
75-100 mg ημερησίως ασπιρίνη, η οποία προτιμάται<br />
έναντι των κουμαρινικών αντιπηκτικών και της μη<br />
λήψης αντιθρομβωτικής αγωγής (σύσταση 2Α).<br />
Στην πρωτογενή πρόληψη δε συστήνεται η προσθήκη<br />
κλοπιδογρέλης στη θεραπεία με ασπιρίνη (σύσταση<br />
1Α). Μόνο σε αλλεργία στην ασπιρίνη συστήνεται<br />
η κλοπιδογρέλη (σύσταση 1Β).<br />
Μόνο σε ασθενείς πολύ υψηλού κινδύνου προτιμάται<br />
η χρήση των κουμαρινικών αντιπηκτικών έναντι<br />
της ασπιρίνης με INR στόχο περίπου 1.5 (σύσταση 2Α).<br />
Γυναίκες κάτω των 65 ετών που διατρέχουν κίνδυνο<br />
ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου ή εμφράγματος<br />
του μυοκαρδίου και στις οποίες ο κίνδυνος μείζονος<br />
αιμορραγίας είναι μικρός πρέπει να λαμβάνουν ασπιρίνη<br />
σε δόση 75-100 mg ημερησίως. (σύσταση 2Α).<br />
Γυναίκες άνω των 65 ετών που διατρέχουν κίνδυνο<br />
ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου ή εμφράγματος<br />
του μυοκαρδίου και στις οποίες ο κίνδυνος μείζονος<br />
αιμορραγίας είναι μικρός πρέπει να λαμβάνουν ασπιρίνη<br />
σε δόση 75-100 mg ημερησίως. (σύσταση 2Β). 6<br />
Δευτερογενhς πρoληψη στεφανιαiας νoσου<br />
Στεφανιαία σύνδρομα<br />
Η από του στόματος αντιαιμοπεταλιακή αγωγή και<br />
κυρίως η ασπιρίνη είναι ο ακρογωνιαίος λίθος στη θεραπεία<br />
οξέων και χρονίων στεφανιαίων συμβαμάτων.<br />
Σε μία συστηματική μελέτη που δημοσιεύθηκε από την<br />
Antithrombotic Trialists’ Collaboration με 5031 ασθενείς<br />
η θεραπεία με ασπιρίνη ελάττωσε το ποσοστό των<br />
καρδιαγγειακών συμβαμάτων κατά 46%. Στη μελέτη<br />
CAPRIE το ποσοστό των ασθενών με χρόνια αγγειακή<br />
νόσο που αναγκάστηκε να διακόψει την ασπιρίνη<br />
λόγω υψηλού κινδύνου αιμορραγίας από το γαστρεντερικό<br />
ήταν 0.93%. 3<br />
Οξέα στεφανιαία σύνδρομα<br />
Σύμφωνα με τις οδηγίες της ACCP (American College<br />
of Chest Physicians) όλοι οι ασθενείς -με την προϋπόθεση<br />
ότι δεν είναι αλλεργικοί στην ασπιρίνη, δεν έχουν<br />
σοβαρή πρόσφατη αιμορραγία πεπτικού ή δεν έχουν<br />
υποψία ενδοκρανιακής αιμορραγίας- πρέπει να λάβουν<br />
ασπιρίνη όσο το δυνατόν γρηγορότερα (η πρώτη<br />
ταμπλέτα πρέπει να μασηθεί, να διαλυθεί ή και να<br />
καταποθεί από τον ασθενή).<br />
Οξύ στεφανιαίο σύνδρομο χωρίς ανύψωση<br />
του ST<br />
Συστήνεται άμεσα ασπιρίνη (162 ως 325 mg από<br />
του στόματος) και ακολούθως καθημερινά 75 ως 100<br />
mg (σύσταση 1Α). 3<br />
Οξύ στεφανιαίο σύνδρομο με ανύψωση<br />
του ST<br />
Συστήνεται άμεση έναρξη ασπιρίνης (160 ως 325 mg<br />
από του στόματος) ανεξάρτητα αν θα υποβληθούν σε<br />
θρομβόλυση ή όχι. (σύσταση 1Α). Στη συνέχεια θα λάβουν<br />
εφ’όρου ζωής θεραπεία με ασπιρίνη καθημερινά<br />
σε δόση 75-162 mg από του στόματος σε συνδυασμό<br />
με κλοπιδογρέλη (σύσταση 1Α).<br />
Αν υποβληθούν σε άμεση διαδερμική αγγειοπλαστική<br />
με τοποθέτηση stent συστήνεται συνδυασμός<br />
κλοπιδογρέλης και ασπιρίνης, τουλάχιστον 300 mg,<br />
(σύσταση 1B). 7, 8<br />
Συμπτωματική στεφανιαία νόσος<br />
Συστήνεται ασπιρίνη 75-100 mg ημερησίως σε συνδυασμό<br />
με κλοπιδογρέλη 75 mg ημερησίως (σύσταση 1Α)<br />
Bypass στεφανιαiων<br />
Με φλεβικό μόσχευμα<br />
Ασπιρίνη πρέπει να δίνεται σε όλους τους αρρώστους<br />
χωρίς αντενδείξεις μετεγχειρητικά, προκειμένου<br />
να επιτευχθεί μακρόχρονη βατότητα του φλεβικού μοσχεύματος.<br />
Η δόση πρέπει να είναι 150-325 mg. Μελέτες<br />
δείχνουν μία τάση για αύξηση της δόσης σε 325 mg<br />
ημερησίως τον πρώτο χρόνο για μεγιστοποίηση του<br />
αποτελέσματος. (σύσταση 1Α).<br />
Με αρτηριακό μόσχευμα<br />
Η χορήγηση ασπιρίνης πρέπει να αρχίζει εντός 24<br />
ωρών από την επέμβαση (σύσταση 1Α). Υπάρχει μία
208<br />
Θέση υπέρ της χρήσεως ασπιρίνης στην πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων<br />
τάση να δίνεται η ασπιρίνη το συντομότερο δυνατό<br />
μετά την επέμβαση, προκειμένου να μεγιστοποιηθεί το<br />
όφελος. Η χορήγηση ασπιρίνης 6 ώρες μετά το χειρουργείο,<br />
όταν η αιμορραγία έχει σταματήσει, μπορεί<br />
να αποδειχθεί άριστη στρατηγική. (σύσταση 1Β).<br />
Η υπεροχή της κλοπιδογρέλης έναντι της ασπιρίνης<br />
για τη βελτίωση της επάρκειας του μοσχεύματος<br />
δεν έχει αποδειχθεί και έτσι η ασπιρίνη αποτελεί φάρμακο<br />
πρώτης εκλογής (σύσταση 1Β). 9<br />
Πρωτογενhς πρoληψη ισχαιμικΩν εγκεφαλικΩν<br />
επεισοδiων<br />
Κολπική μαρμαρυγή<br />
Η κολπική μαρμαρυγή είναι η πιο συχνή διαταραχή<br />
καρδιακού ρυθμού και αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα<br />
κινδύνου για ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο. Σε<br />
κλινικές μελέτες πρωτοβάθμιας περίθαλψης οι ασθενείς<br />
με κολπική μαρμαρυγή χωρίς θεραπεία προφύλαξης<br />
εμφάνισαν ισχαιμικό επισόδιο σε ποσοστό 4.5%<br />
κατ’ έτος. Η κολπική μαρμαρυγή αυξάνει τον κίνδυνο<br />
του ισχαιμικού επισοδίου 4-5 φορές σε όλες τις ηλικιακές<br />
ομάδες. Η συχνότητα της κολπικής μαρμαρυγής<br />
αυξάνει με την ηλικία και φθάνει στο 10% περίπου<br />
στην ηλικία των 80 ετών. Κατά συνέπεια, τα προκαλούμενα<br />
εξ αυτής ισχαιμικά επεισόδια αυξάνουν προϊούσης<br />
της ηλικίας. Η κολπική μαρμαρυγή θεωρείται<br />
υπεύθυνη για το 15% όλων των ισχαιμικών επισοδίων<br />
στις ΗΠΑ. Το εγκεφαλικό επεισόδιο στην κολπική μαρμαρυγή<br />
φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα καρδιογενών<br />
εμβόλων. Στόχος τόσο των κουμαρινικών αντιπηκτικών<br />
όσο και των αντιαιμοπεταλιακών που χρησιμοποιούνται<br />
ως φάρμακα προφύλαξης είναι η διακοπή<br />
του καρδιοεμβολογόνου μηχανισμού των αγγειακών<br />
εγκεφαλικών επεισοδίων.<br />
Το όφελος ωστόσο της πρόληψης του ισχαιμικού<br />
εγκεφαλικού επισκιάζεται από τον κίνδυνο των αιμορραγικών<br />
επιπλοκών, που οφείλονται κυρίως στην<br />
αντιπηκτική αγωγή. Οι αιμορραγικές επιπλοκές διακρίνονται<br />
στις ελάσσονες (του γαστρεντερικού, του ουροποιογεννητικού<br />
συστήματος, του δέρματος) και στις<br />
μείζονες που περιλαμβάνουν τις ενδοπαρεγχυματικές<br />
εγκεφαλικές αιμορραγίες και τις εξωπαρεγχυματικές,<br />
με κύριο εκπρόσωπο τα υποσκληρίδια αιματώματα.<br />
Πολλές μελέτες ανέδειξαν τον υπαρκτό αυτό κίνδυνο<br />
με κύριους εκπροσώπους τις SPAF II και SPIRIT. Συγκεκριμένα,<br />
στη μελέτη SPAF II παρατηρήθηκαν επτά<br />
ενδοκρανιακές αιμορραγίες σε 385 ασθενείς άνω των<br />
75 ετών και το ετήσιο ποσοστό των ενδοκρανιακών<br />
αιμορραγιών σε αυτούς που έπαιρναν κουμαρινικά<br />
ήταν 1.8%, ενώ σε αυτούς που έπαιρναν ασπιρίνη 0.8%.<br />
Στη μελέτη SPIRIT το ετήσιο ποσοστό των ενδοκρανιακών<br />
αιμορραγιών ανέρχεται στο 3% στους ασθενείς<br />
που λαμβάνουν κουμαρινικά και παρουσιάζει ισχυρή<br />
συσχέτιση με τις τιμές του INR, ιδιαίτερα όταν ξεπερνούν<br />
το 4. Σε πολλές άλλες μελέτες επιβεβαιώνεται<br />
ότι τιμές του INR μεγαλύτερες του 4 αυξάνουν τον κίνδυνο<br />
ενδοκρανιακών αιμορραγιών, ενώ επιβαρυντικοί<br />
παράγοντες αποδεικνύονται επίσης η μεγάλη ηλικία<br />
του ασθενούς και το ιστορικό προηγηθέντος ισχαιμικού<br />
εγκεφαλικού επεισοδίου.<br />
Είναι γενικά παραδεκτό ότι τα από του στόματος<br />
κουμαρινικά έχουν σαφώς μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα<br />
από την ασπιρίνη στην πρόληψη των ισχαιμικών<br />
εγκεφαλικών επεισοδίων και ιδιαίτερα των σοβαρών<br />
σε αρρώστους με κολπική μαρμαρυγή. Έτσι, η<br />
χρήση της ασπιρίνης είναι περιορισμένη σύμφωνα με<br />
τις κατευθυντήριες οδηγίες:<br />
“Σε ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή -συμπεριλαμβανομένων<br />
και αυτών με παροξυσμική κολπική μαρμαρυγή-<br />
η χρήση της ασπιρίνης εξαρτάται από την<br />
παρουσία ή όχι καθώς και τον αριθμό των ακόλουθων<br />
παραγόντων κινδύνου:<br />
1. ηλικία > 75 ετών<br />
2. υπέρταση<br />
3. σακχαρώδης διαβήτης<br />
4. μέτρια ή σοβαρά επηρεασμένη συστολική λειτουργία<br />
της αριστεράς κοιλίας και/ή καρδιακή<br />
ανεπάρκεια.<br />
Στους ασθενείς με ένα μόνο παράγοντα κινδύνου<br />
από τους παραπάνω συστήνεται είτε από του στόματος<br />
αντιπηκτική αγωγή με κουμαρινικά αντιπηκτικά<br />
είτε ασπιρίνη σε δόση από 75 ως 325 mg/dl (σύσταση<br />
1Β). Ωστόσο, στους ασθενείς αυτούς φαίνεται να προτιμάται<br />
η χρήση των κουμαρινικών έναντι της ασπιρίνης,<br />
εφόσον δεν υπάρχουν αντενδείξεις (σύσταση 2Α).<br />
Αντίθετα, σε ασθενείς χωρίς κανένα παράγοντα<br />
κινδύνου μόνη επιλογή αποτελεί η ασπιρίνη σε δόση<br />
75-325 mg/dl (σύσταση 1Β), γιατί διατρέχουν μικρό<br />
κίνδυνο να υποστούν ισχαιμικό αγγειακό εγκεφαλικό<br />
επεισόδιο.”<br />
Στους ασθενείς με κολπικό πτερυγισμό η ασπιρίνη<br />
έχει τις ίδιες ενδείξεις (σύσταση 1C). 10<br />
Ωστόσο, στην καθημερινή ιατρική πρακτική η χρήση<br />
των κουμαρινικών αντιπηκτικών δε φαίνεται να<br />
ενθουσιάζει ούτε τον ασθενή ούτε το γιατρό. Στην<br />
Αγγλία επιδημιολογικά δεδομένα δείχνουν ότι μόνο<br />
25% των υποψηφίων για από του στόματος κουμα-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 209<br />
ρινικά αντιπηκτικά συγκατατίθενται, ιδιαίτερα όταν<br />
πρόκειται για ηλικιωμένους. Οι λόγοι είναι πολλοί:<br />
μεγαλύτερος κίνδυνος αιμορραγίας με τα κουμαρινικά,<br />
ανάγκη τακτικής παρακολούθησης των επιπέδων<br />
του INR, αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα, αλλαγές<br />
στον τρόπο ζωής που προκαλούνται από τους διαιτητικούς<br />
περιορισμούς και την αποφυγή του αλκοόλ,<br />
αυξημένη πιθανότητα πτώσεων και κακώσεων λόγω<br />
κινητικών και άλλων προβλημάτων υγείας, αυξημένη<br />
συχνότητα κακοηθειών με επακόλουθες σοβαρές αιμορραγίες,<br />
απουσία προσώπων που θα εγγυώνται τη<br />
συμμόρφωση στην αγωγή. Οι κατευθυντήριες οδηγίες<br />
έχουν ως απόλυτο σκοπό τη μείωση της επίπτωσης<br />
των ισχαιμικών εγκεφαλικών επεισοδίων σε ασθενείς<br />
με κολπική μαρμαρυγή. Από την άλλη πλευρά, τόσο<br />
ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά όσο και ο γιατρός του<br />
ενδιαφέρονται κυρίως για την επιβίωση και την ποιότητα<br />
ζωής συνολικά, με αποτέλεσμα να μην επιθυμούν<br />
να εφαρμόσουν την αντιπηκτική αγωγή με κουμαρινικά,<br />
παρά τα ενθαρρυντικά αποτελέσματα των<br />
μελετών.<br />
Επιπλέον, εγείρονται δικαίως υποψίες, πως τα<br />
αποτελέσματα των μελετών που διεξάγονται σχετικά<br />
με την αποτελεσματικότητα των κουμαρινικών στους<br />
αρρώστους με κολπική μαρμαρυγή επηρεάζονται από<br />
το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες στις κλινικές μελέτες<br />
είναι άτομα που βρίσκονται σε στενή παρακολούθηση,<br />
προκειμένου να πληρούν τους όρους του πρωτοκόλλου<br />
και δεν αντιπροσωπεύουν τους ασθενείς της καθημερινής<br />
κλινικής πράξης.<br />
Στην προσπάθεια ενίσχυσης της δράσης της ασπιρίνης<br />
στην πρόληψη των ισχαιμικών επεισοδίων και<br />
στην αποφυγή χρήσης της αντιπηκτικής αγωγής με<br />
κουμαρινικά δοκιμάστηκε η χρήση διπλής αντιαιμοπεταλιακής<br />
αγωγής με ασπιρίνη και κλοπιδογρέλη. Η<br />
μελέτη ACTIVE A έδειξε ότι σε αυστηρά επιλεγμένους<br />
ασθενείς υψηλού κινδύνου για αγγειακά επεισόδια ο<br />
συνδυασμός αντιαιμοπεταλιακής αγωγής (ασπιρίνης<br />
και κλοπιδογρέλης) μπορεί να αποβεί αποτελεσματικός<br />
στη δευτερογενή πρόληψη των εγκεφαλικών<br />
επεισοδίων. Η αποτελεσματικότητα του συνδυασμού<br />
εξηγείται με βάση το μηχανισμό δράσης καθενός από<br />
τα φάρμακα που τον απαρτίζουν: Η κλπιδογρέλη<br />
εμποδίζει την ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων μέσω<br />
του ADP εμποδίζοντας επιλεκτικά και αμετάκλητα τη<br />
σύνδεση αυτού του αγωνιστή στον υποδοχέα του στα<br />
αιμοπετάλια και έτσι επηρεάζει την ενεργοποίηση του<br />
GPIIb-IIIa συμπλέγματος που εξαρτάται από το ADP<br />
και αποτελεί τον κύριο υποδοχέα του ινωδογόνου<br />
στην επιφάνεια των αιμοπεταλίων. Η ασπιρίνη, από<br />
την άλλη πλευρά, μεταβάλλει τη λειτουργικότητα των<br />
αιμοπεταλίων εμποδίζοντας την ενζυμική δράση της<br />
κυκλοξυγενάσης-1. 10<br />
Αθηρωμaτωση καρωτiδων<br />
Η αθηρωμάτωση των καρωτίδων ευθύνεται για το<br />
20% όλων των εγκεφαλικών επεισοδίων, ενώ σχεδόν<br />
το 80% από αυτά συμβαίνουν απροειδοποίητα, γεγονός<br />
που υπογραμμίζει την ανάγκη για προσεκτική και<br />
στενή παρακολούθηση των αρρώστων. Η πρόοδος της<br />
στένωσης των καρωτίδων είναι απρόβλεπτη: μπορεί<br />
να προχωρήσει γρήγορα ή αργά ή να παραμείνει σταθερή<br />
για πολλά χρόνια. Η σύγχρονη θεραπευτική προσέγγιση<br />
στοχεύει στην καθυστέρηση της προόδου της<br />
νόσου και στην προφύλαξη από ισχαιμικό εγκεφαλικό<br />
επεισόδιο.<br />
Σε μη χειρουργήσιμους ασθενείς με ασυμπωματική<br />
στένωση καρωτίδων συνιστάται δια βίου ασπιρίνη<br />
75-100 mg ημερησίως. (σύσταση 1C) Σε αυτή την ομάδα<br />
ασθενών η διπλή αντιαιμοπεταλιακή αγωγή (ασπιρίνη<br />
και κλοπιδογρέλη) αντενδείκνυται. (σύσταση 1Β) 11<br />
Όσον αφορά τη χειρουργική αντιμετώπιση της<br />
αθηρωμάτωσης των καρωτίδων επέμβαση εκλογής<br />
θεωρείται η καρωτιδική ενδαρτηρεκτομή. Όπως<br />
υποδεικνύεται από την τελευταία Cochrane review, η<br />
αντιαιμοπεταλιακή θεραπεία με ασπιρίνη μειώνει τη<br />
σχετική πιθανότητα ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου<br />
σε αρρώστους που υποβάλλονται σε καρωτιδική<br />
ενδαρτηρεκτομή. Θεωρείται πιθανό ότι τα αντιαιμοπεταλιακά<br />
αυξάνουν τη σχετική πιθανότητα αιμορραγίας,<br />
αλλά μέχρι σήμερα υπάρχουν πολύ λίγα δεδομένα<br />
που να μπορούν να ποσοτικοποιήσουν αυτό<br />
το φαινόμενο. Άρα, δεν υπάρχει λόγος μη χορήγησης<br />
αντιαιμοπεταλιακών στους ασθενείς αυτούς. Σε μια<br />
άλλη διπλή τυφλή μελέτη κατεδείχθη ότι μικρή δόση<br />
ασπιρίνης (75 mg ημερησίως) ελάττωσε τον αριθμό<br />
των μετεγχειρητικών εγκεφαλικών, χωρίς να αυξήσει<br />
τιν αριθμό των αιμορραγικών επιπλοκών. Η μελέτη<br />
TRIAL σύγκρινε τις διάφορες δόσεις ασπιρίνης (81, 325,<br />
650 και 1300 mg) που χορηγήθηκαν πριν την ενδαρτηρεκτομή<br />
και συνεχίστηκαν 3 μήνες μετά. Το συνολικό<br />
ποσσοστό εγκεφαλικών, εμφραγμάτων και θανάτου<br />
ήταν χαμηλότερο στους αρρώστους που έλαβαν μικρότερη<br />
δόση ασπιρίνης (81 και 325 mg) στις 30 εμέρες<br />
και στους 3 μήνες.<br />
Δεν υπάρχουν σαφείς οδηγίες για τη χρήση της<br />
κλοπιδογρέλης ή άλλων αντιαιμοπεταλιακών περιεγχειρητικά.<br />
Σε μια μελέτη των Payne και συνεργατών
210<br />
Θέση υπέρ της χρήσεως ασπιρίνης στην πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων<br />
χορηγήθηκε διπλή αντιαιμοπεταλιακή αγωγή και αποδείχθηκε<br />
10πλάσια μείωση του σχετικού κινδύνου των<br />
εμβολικών επεισοδίων σε σχέση με την ομάδα που<br />
έλαβε μόνο ασπιρίνη, χωρίς αύξηση των αιμορραγικών<br />
επιπλοκών και των μεταγγίσεων. Μέχρι σήμερα<br />
καλύτερα τεκμηριωμένη βάσει των μελετών θεωρείται<br />
η χορήγηση ασπιρίνης μόνο (75-325 mg ημερησίως)<br />
πριν, κατά και μετά την καρωτιδική ενδαρτηρεκτομή.<br />
(σύσταση Α). Η διπλή αντιαιμοπεταλιακή θεραπεία<br />
με προσθήκη 75 mg κλοπιδογρέλης δε διαθέτει ακόμη<br />
επαρκή στήριξη από μελέτες (σύσταση C) 12<br />
Αντικατaσταση καρδιακΩν βαλβiδων<br />
Βιοπροσθετική αορτής<br />
Σύμφωνα με μελέτη του 2005 μόνο το 16% των χειρουργών<br />
στην Αγγλία έδιναν κουμαρινικά αντιπηκτικά<br />
στους ασθενείς αυτούς. 9 Δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία<br />
υπέρ ή κατά της χορήγησης βαρφαρίνης. Σύμφωνα με<br />
τις οδηγίες της ACCP ασθενείς που έχουν ένδειξη να<br />
λάβουν αντιπηκτική αγωγή, όπως αυτοί που έχουν<br />
κολπική μαρμαρυγή, πρέπει να τεθούν σε βαρφαρίνη<br />
μετά την επέμβαση. 4 Στους υπόλοιπους ασθενείς που<br />
είναι σε φλεβοκομβικό ρυθμό και δεν έχουν ένδειξη<br />
αντιπηκτικής αγωγής συστήνεται ασπιρίνη (50-100 mg<br />
ημερησίως) (σύσταση 1Β).<br />
Βιοπροσθετική μιτροειδούς<br />
Παρά το γεγονός ότι η επέμβαση αυτή καθεαυτή<br />
είναι θεωρητικά η λιγότερο θρομβογόνος διαδικασία<br />
μεταξύ των επεμβάσεων καρδιακών βαλβίδων έχει<br />
ως επιπλοκή την κολπική μαρμαρυγή συχνότερα από<br />
άλλες επεμβάσεις βαλβίδων ή καρδιοχειρουργικές γενικότερα.<br />
Η αυξημένη επίπτωση της κολπικής μαρμαρυγής<br />
σε αυτή την ομάδα ασθενών αποτελεί ένδειξη<br />
χορήγησης αντιπηκτικής αγωγής. Το ποσοστό των<br />
θρομβοεμβολικών επεισοδίων είναι υψηλότερο τους<br />
πρώτους 3 μήνες μετά το χειρουργείο. Περίπου 20%<br />
όλων των θρομβοεμβολικών επιπλοκών συμβαίνουν<br />
κατά τη διάρκεια του 1ου μετεγχειρητικού μήνα. 9<br />
Για τους λόγους αυτούς οι ασθενείς πρέπει να<br />
λαμβάνουν αντιπηκτική αγωγή (INR στόχος 2.5, όρια<br />
2-3) για τους πρώτους 3 μήνες μετά την επέμβαση.<br />
(σύσταση 1Β) Μετά από το διάστημα αυτό όσοι είναι<br />
σε φλεβοκομβικό ρυθμό και δεν έχουν άλλες ενδείξεις<br />
αντιπηκτικής θεραπείας πρέπει να λαμβάνουν ασπιρίνη<br />
(50-100 mg ημερησίως) (σύσταση 1Β).<br />
Οι ασθενείς με βιοπροσθετικές βαλβίδες και<br />
πρόσθετους παράγοντες κινδύνου για θρομβοεμβολική<br />
νόσο, όπως κολπική μαρμαρυγή, σύνδρομο<br />
υπερπηκτικότητας ή χαμηλό κλάσμα εξώθησης πρέπει<br />
να λαμβάνουν αντιπηκτική θεραπεία (INR στόχος 2.5,<br />
όρια 2-3) (σύσταση 1C). Συστήνεται επίσης η προσθήκη<br />
ασπιρίνης σε χαμηλή δόση (50-100 mg ημερησίως) ειδικά<br />
στους ασθενείς με ιστορικό απθηροσκληρωτικής<br />
αγγειακής νόσου (σύσταση 2C). Η προσθήκη ασπιρίνης<br />
δε συστήνεται όταν υπάρχει αυξημένος κίνδυνος αιμορραγίας,<br />
όπως σε ιστορικό αιμορραγίας πεπυικού ή<br />
σε ηλικιωμένους άνω των 80 ετών (σύσταση 2C).<br />
Μηχανικες βαλβιδες<br />
Σε ασθενείς με μηχανικές καρδιακές βαλβίδες που<br />
έχουν πρόσθετους παράγοντες κινδύνου για θρομβοεμβολικό<br />
επεισόδιο, όπως κολπική μαρμαρυγή,<br />
υπερπηκτικό σύνδρομο, χαμηλό κλάσμα εξώθησης ή<br />
ιστορικό αθηροσκληρωτικής αγγειακής νόσου συστήνεται<br />
προσθήκη χαμηλής δόσης ασπιρίνης (50-100 mg<br />
ημερησίως) στη μακροχρόνια θεραπεία με κουμαρινικά<br />
αντιπηκτικά (σύσταση 1Β). Η ασπιρίνη δεν πρέπει<br />
να προστίθεται στους ασθενείς αυτούς όταν υπάρχει<br />
ιδιαίτερα υψηλός κίνδυνος αιμορραγίας, όπως σε<br />
ιστορικό αιμορραγίας πεπτικού ή σε ηλικία πάνω από<br />
80 ετών (σύσταση 2C).<br />
Σε ασθενείς με μηχανικές προσθετικές βαλβίδες και<br />
επεισόδιο εμβολής στη συστηματική κυκλοφορία παρά<br />
το θεραπευτικό INR συστήνεται η προσθήκη ασπιρίνης<br />
(50-100 mg ημερησίως) εφόσον δε χορηγούνταν<br />
προηγουμένως και/ή προς τα πάνω τιτλοποίηση της<br />
αντιπηκτικής θεραπείας, προκειμένου να επιτευχθεί<br />
ψηλότερο INR.<br />
Σε ασθενείς με θρόμβωση στην προσθετική βαλβίδα<br />
και επακόλουθη λύση του θρόμβου συστήνεται<br />
αντιπηκτική αγωγή (INR στόχος 3.5, όρια 3-4) και ασπιρίνη<br />
(50-100 mg ημερησίως) (σύσταση 2C). 13<br />
Παρά τον υψηλό κίνδυνο αιμορραγίας που αντιμετωπίζουν<br />
οι ασθενείς με μηχανική βαλβίδα που<br />
λαμβάνουν συνδυασμό κουμαρινικών και ασπιρίνης η<br />
μείωση των θρομβοεμβολικών επεισοδίων και, κατά<br />
συνέπεια, η ελάττωση της θνητότητας που συνεπάγεται<br />
η θεραπεία αυτή την καθιστά αδιαμφισβήτητη<br />
θεραπευτική πρακτική. 14<br />
Δευτερογενης προληψη ισχαιμικων εγκεφαλικων<br />
επεισοδιων<br />
Μια μελέτη των Antithrombotic Trialists περιέλαβε<br />
144.051 ασθενείς με ιστορικό εμφράγματος του μυοκαρδίου,<br />
οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, ιστορικό παρο-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 211<br />
δικού ή ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου,<br />
οξύ ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο καθώς και άλλους<br />
ασθενείς σε αυξημένο κίνδυνο για αθηροθρομβωτικά<br />
συμβάματα. Διαπιστώθηκε ότι σε όλους τους ασθενείς<br />
υψηλού κινδύνου για αγγειακά επεισόδια υπό<br />
αντιαιμοπεταλιακή αγωγή μειώθηκε η συνολική σχετική<br />
πιθανότητα (odds) αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου,<br />
εμφράγματος του μυοκαρδίου ή αγγειακού θανάτου<br />
περίπου 25%. Η μείωση της σχετικής πιθανότητας<br />
που αποδίδεται αποκλειστικά στην ασπιρίνη ήταν<br />
23%. Σύμφωνα με τη μελέτη, τα αντιαιμοπεταλιακά<br />
φάρμακα μειώνουν τη σχετική πιθανότητα μη θανατηφόρου<br />
ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου κατά 25%,<br />
μη θανατηφόρου εμφράγματος του μυοκαρδίου κατά<br />
34% και την αγγειακή θνητότητα κατά 15%. Και τα δύο<br />
φύλα καθώς και όλες οι ηλικιακές ομάδες φαίνεται<br />
να ωφελούνται από την αντιαιμοπεταλιακή θεραπεία<br />
σε παρόμοιο βαθμό. Το ίδιο ισχύει για την ομάδα των<br />
υπερτασικών έναντι εκείνης των μη υπερτασικών καθώς<br />
και για την ομάδα των διαβητικών έναντι εκείνης<br />
των μη διαβητικών. Σημαντική παρατήρηση της μελέτης<br />
αυτής ήταν η εξής: εώ η αντιαιμοπεταλιακή αγωγή<br />
μείωνε τη σχετική πιθανότητα ισχαιμικού εγκεφαλικού<br />
επεισοδίου, εμφράγματος του μυοκαρδίου ή αγγειακού<br />
θανάτου κατά 25% σε όλους τους υψηλού κινδύνου<br />
ασθενείς, η αντίστιχη μείωση στους ασθενείς με ιστορικό<br />
ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου ή παροδικού<br />
έπεφτε στο 22%. Επιπρόσθετα, μια μεταανάλυση των<br />
Algra και Van Gijn που στηρίχτηκε σε 10 μελέτες κατέληξε<br />
στο συμπέρασμα ότι η χορήγηση ασπιρίνης σε<br />
ασθενείς με ιστορικό ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου<br />
ή παροδικού μείωνε τη σχετική πιθανότητα για<br />
ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο, έμφραγμα του μυοκαρδίου<br />
ή αγγειακό θάνατο κατά 16% μόνο. 15<br />
Είναι προφανές ότι το ιστορικό παροδικού ή ισχαιμικού<br />
εγκεφαλικού επεισοδίου αποτελεί πολύ ισχυρό<br />
παράγοντα κινδύνου για όλα τα καρδιαγγειακά συμβάματα<br />
(όχι μόνο για νέο ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο),<br />
ισχυρότερο από το ιστορικό εμφράγματος του<br />
μυοκαρδίου ή άλλων αγγειακών διαταραχών. Ο ρόλος,<br />
λοιπόν της ασπιρίνης, που βρίσκεται στην πρώτη<br />
γραμμή της πρόληψης αποδεικνύεται ιδιαίτερα σημαντικός<br />
και σωτήριος.<br />
Σε ασθενείς που έχουν υποστεί ισχαιμικό εγκεφαλικό<br />
επισόδιο μη καρδιοεμβολικό ή παροδικό<br />
αγγειακό εγκεφαλικό επeισόδιο (αθηροθρομβωτικό,<br />
κενοτοπιώδες ή κρυπτογενές) συστήνεται θεραπεία<br />
με αντιαιμοπεταλιακό φάρμακο.(σύσταση 1Α) Η ασπιρίνη,<br />
ο συνδυασμός ασπιρίνης 25 mg και παρατεταμένης<br />
αποδέσμευσης διπυριδαμόλης 200 mg 2 φορές<br />
ημερησίως και τέλος η κλοπιδογρέλη 75 mg αποτελούν<br />
αποδεκτές εναλλακτικές λύσεις για θεραπεία έναρξης.<br />
Η προτιμώμενη δόση ασπιρίνης είναι 50-100 mg. (σύσταση<br />
1Β). Ο συνδυασμός ασπιρίνης - διπυριδαμόλης<br />
θεωρείται προτιμώμενος έναντι της ασπιρίνης (σύσταση<br />
1Α) και η κλοπιδογρέλη φαίνεται επικρατέστερη<br />
της ασπιρίνης. (σύσταση 2Β) Ωστόσο, πέρα από τις<br />
κατευθυντήριες οδηγίες σημαντικό ρόλο στην επιλογή<br />
της αγωγής φαίνεται να παίζουν και άλλοι παράγοντες<br />
όπως το κόστος, η ανοχή της θεραπείας από<br />
τον ασθενή, η διαθεσιμότητα, η ευκολία χρήσης των<br />
φαρμάκων, οι αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα, ο<br />
απόλυτος κίνδυνος της αγωγής. 16<br />
Στην ομάδα αυτή των ασθενών προτιμάται η αντιαιμοπεταλιακή<br />
αγωγή ένατι της αγωγής με κουμαρινικά<br />
αντιπηκτικά. (σύσταση 1Α)<br />
Στους περισσότερους ασθενείς καλό είναι να<br />
αποφεύγεται η μακροχρόνια χρήση του συνδυασμού<br />
ασπιρίνης και κλοπιδογρέλης. (σύσταση 1Β) Μόνο σε<br />
όσους έχουν ιστορικό πρόσφατου εμφράγματος του<br />
μυοκαρδίου, άλλου οξέος στεφανιαίου επεισοδίου ή<br />
πρόσφατης τοποθέτησης stent στα στεφανιαία συστήνεται<br />
ασπιρίνη (75-100 mg) και κλοπιδογρέλη. (σύσταση<br />
1Α)<br />
Σε ασθενείς που έχουν υποστεί ισχαιμικό εγκεφαλικό<br />
επεισόδιο καρδιοεμβολικό ή παροδικό αγγειακό<br />
εγκεφαλικό επεισόδιο και έχουν αντένδειξη<br />
να λάβουν αντιπηκτική αγωγή συστήνεται ασπιρίνη<br />
σε δόση 75-325 mg ημερησίως. (σύσταση 1Β)<br />
Σε ασθενείς με ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο ή<br />
παροδικό και βαλβιδοπάθεια συστήνονται τα ακόλουθα:<br />
Bαλβιδοπαθεια μιτροειδους<br />
Εάν οι ασθενείς με ρευματική βαλβιδοπάθεια<br />
μιτροειδούς παρουσιάσουν κολπική μαρμαρυγή και<br />
εμβολή στη συστηματική κυκλοφορία ή έχουν θρόμβο<br />
στον αριστερό κόλπο ενώ λαμβάνουν αντιπηκτική<br />
αγωγή με INR σε θεραπευτικά επίπεδα, προτείνεται η<br />
προσθήκη χαμηλής δόσης ασπιρίνης (50-100 mg ημερησίως),<br />
αφού συναξιολογηθεί ο επιπλέον κίνδυνος<br />
αιμορραγίας (σύσταση 2C).<br />
Σε ασθενείς με πρόπτωση μιτροειδούς που έχουν<br />
τεκμηριωμένα αλλά ανεξήγητα υποστεί παροδικό ισχαιμικό<br />
επεισόδιο (TIA) ή ισχαιμικό επεισόδιο συστήνεται<br />
ασπιρίνη σε δόση 50-100 mg ημερησίως (σύσταση 1Β).<br />
Σε ασθενείς με ασβέστωση μιτροειδικού δακτυλίου<br />
που έχει επιπλακεί από εμβολή στη συστηματική
212<br />
Θέση υπέρ της χρήσεως ασπιρίνης στην πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων<br />
κυκλοφορία, ισχαιμικό επεισόδιο ή παροδικό ισχαιμικό<br />
επεισόδιο και οι οποίοι δεν έχουν κολπική μαρμαρυγή<br />
συστήνεται ασπιρίνη σε δόση 50-100 mg ημερησίως<br />
(σύσταση 1Β).<br />
Αν υπάρχουν υποτροπιάζοντα επεισόδια παρά<br />
τη θεραπεία με ασπιρίνη, προτείνεται να αξιολογηθεί<br />
η έναρξη αντιπηκτικής αγωγής με κουμαρινικά. (INR<br />
στόχος 2.5, όρια 2-3). (σύσταση 2C). Οι ασθενείς με<br />
ασβέστωση μιτροειδικού δακτυλίου, με ένα και μοναδικό<br />
αποδεδειγμένα ασβεστωμένο έμβολο, δεν έχει<br />
αποδειχθεί αν θα ωφεληθούν από την αντιθρομβωτική<br />
θεραπεία.<br />
Βαλβιδοπαθεια αορτης<br />
Σε ασθενείς με μεμονωμένη ασβέστωση αορτικής<br />
βαλβίδας που έχουν υποστεί ισχαιμικό επεισόδιο ή<br />
παροδικό ισχαιμικό που δε μπορεί να αποδοθεί σε<br />
άλλη αιτία συστήνεται χαμηλή δόση ασπιρίνης (50-100<br />
mg ημερησίως). (σύσταση 2C).<br />
Σε ασθενείς με ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο<br />
σχετιζόμενο με αθηροσκληρωτικές βλάβες της αορτής<br />
προτιμάται η χορήγηση χαμηλής δόσης ασπιρίνης<br />
(50-100 mg ημερησίως) έναντι της μη χορήγησης αγωγής<br />
(σύσταση 1C).<br />
Οι ασθενείς με ισχαιμικό επεισόδιο, που οφείλεται<br />
σε κινητούς θρόμβους του αορτικού τόξου, πρέπει<br />
να λαμβάνουν είτε κουμαρινικά αντιπηκτικά (INR στόχος<br />
2.5, όρια 2-3) είτε χαμηλή δόση ασπιρίνης (50-100<br />
mg ημερησίως). (σύσταση 2C).<br />
Οι ασθενείς με ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο και<br />
ανοιχτό ωοειδές τρήμα πρέπει να λαμβάνουν αντιαιμοπεταλιακή<br />
θεραπεία (σύσταση1Α), η οποία θεωρείται<br />
προτιμότερη έναντι της θεραπείας με αντιπηκτικά<br />
(σύσταση 2Α). 13<br />
Ο ρολος της ασπιρινης στα οξεα ισχαιμικα<br />
εγκεφαλικα επεισοδια που δεν θα υποβληθουν<br />
σε θρομβολυση<br />
Μία μεταανάλυση 41.399 ατόμων που συμπεριλήφθηκαν<br />
σε 9 μελέτες ανέδειξε την αποτελεσματικότητα<br />
των αντιαιμοπεταλιακών φαρμάκων και συγκεκριμένα<br />
της ασπιρίνης. Θάνατοι και αναπηρίες σε διάστημα<br />
6 μηνών ήταν σημαντικά λιγότερα σε αυτούς που<br />
έλαβαν θεραπεία με ασπιρίνη. Για κάθε 1000 ασθενείς<br />
με οξύ ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο που έλαβαν<br />
ασπιρίνη παρατηρήθηκε πλήρης αποκατάσταση εντός<br />
εξαμήνου σε 10 από αυτούς, υπήρξαν 7 λιγότερες πρώιμες<br />
υποτροπές του ισχαιμικού επεισοδίου και 1 λιγότερη<br />
πνευμονική εμβολή, ενώ το κόστος ήταν 2 περισσότερες<br />
ενδοεγκεφαλικές αιμορραγίες. Αυτά τα μικρά,<br />
αλλά σημαντικά οφέλη σε συνδυασμό με το χαμηλό<br />
κόστος της ασπιρίνης αντιπροσωπεύουν σημαντικά<br />
μέτρα δημόσιας υγείας για τη βελτίωση της έκβασης<br />
των οξέων ισχαιμικών εγκεφαλικών επεισοδίων παρά<br />
τη μικρή αύξηση του κινδύνου αιμορραγίας.<br />
Η ασπιρίνη είναι το μόνο αντιαιμοπεταλιακό που<br />
έχει μελετηθεί για τη θεραπεία οξέος ισχαιμικού εγκεφαλικού<br />
επεισοδίου.<br />
Για ασθενείς λοιπόν με οξύ ισχαιμικό εγκεφαλικό<br />
επεισόδιο που δεν θα λάβουν θρομβόλυση συστήνεται<br />
πρώιμα θεραπεία με ασπιρίνη, στην αρχική δόση<br />
των 150-325 mg. (σύσταση 1Α). Η ασπιρίνη πρέπει να<br />
δοθεί εντός 48 ωρών από την έναρξη του εγκεφαλικού<br />
επεισοδίου και μπορεί να χορηγηθεί με ασφάλεια με<br />
χαμηλές δόσεις υποδόριας ηπαρίνης για προφύλαξη<br />
από θρομβοεμβολική νόσο. Η ασπιρίνη αντενδείκνυται<br />
σε όσους έχουν αλλεργία στο φάρμακο και σε αυτούς<br />
που έχουν ενεργό αιμορραγία πεπτικού. Μετά την αρχική<br />
δόση εφόδου συνιστάται ελάττωση της δόσης σε<br />
50-100 mg ημερησίως, με στόχο τη μείωση των αιμορραγικών<br />
επιπλοκών. 15<br />
Καρδιαγγειακη νοσος και διαβητης<br />
Μία προθρομβωτική κατάσταση, όπως το μεταβολικό<br />
σύνδρομο και ο διαβήτης, αναγνωρίζεται ως<br />
σημαντικός παράγοντας κινδύνου για καρδιαγγειακή<br />
νόσο. Οι ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο εμφανίζουν<br />
αύξηση των παραγόντων πήξεως καθώς και<br />
των αντιινωδογονολυτικών. Αυτοί οι παράγοντες<br />
μπορεί να ελαττωθούν με την απώλεια βάρους. Επιπλέον,<br />
η θεραπεία με ασπιρίνη μπορεί να ελαττώσει<br />
την πιθανότητα καρδιαγγειακής θρόμβωσης (θρόμβωση<br />
στεφανιαίων και θρομβωτικό αγγειακό εγκεφαλικό<br />
επεισόδιο). Κατά συνέπεια, συστήνεται η θεραπεία της<br />
προθρομβωτικής κατάστασης, προκειμένου να μειωθεί<br />
ο κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου. Ασπιρίνη πρέπει να<br />
χορηγείται όταν ο δεκαετής κίνδυνος για στεφανιαία<br />
νόσο είναι μεγαλύτερος του 10%. (AHA) 16<br />
Ωστόσο, σύμφωνα με τις νεότερες κατευθυντήριες<br />
οδηγίες της USPSTF οι άνδρες 45-79 ετών και οι γυναίκες<br />
55-79 ετών πρέπει να λαμβάνουν ασπιρίνη, εφόσον<br />
το πιθανό όφελος ξεπερνά την πιθανή βλάβη. Αυτές<br />
οι κατευθυντήριες οδηγίες βασίζονται σε μετααναλύσεις<br />
που συμπεραίνουν ότι τα απόλυτα οφέλη της<br />
ασπιρίνης στην ελάττωση του κινδύνου του πρώτου<br />
εμφράγματος του μυοκαρδίου ξεπερνούν τους απόλυτους<br />
κινδύνους μείζονος εξωκρανιακής αιμορραγίας.
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 213<br />
Η τελευταία έκδοση των αμερικάνικων κατευθυντηρίων<br />
οδηγιών (NCEP ATP III) ανέβασε το διαβήτη από<br />
μείζονα παράγοντα κινδύνου για στεφανιαία νόσο σε<br />
ισοδύναμο στεφανιαίας νόσου. Αυτό συνεπάγεται ότι<br />
οι διαβητικοί ασθενείς χωρίς ιστορικό καρδιαγγειακής<br />
νόσου πρέπει να θεραπεύονται τόσο επιθετικά όσο<br />
και οι ασθενείς που λαμβάνουν δευτερογενή πρόληψη.<br />
Η American Diabetes Association (ADA) συστήνει<br />
την ασπιρίνη ως δευτερογενή πρόληψη σε όλους τους<br />
διαβητικούς με ιστορικό στεφανιαίας νόσου και ως<br />
πρωτογενή πρόληψη σε όλους τους ασθενείς με διαβήτη<br />
και αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο (δεκαετής<br />
κίνδυμος στεφανιαίας νόσου πάνω από 10%), συμπεριλαμβάνοντας<br />
και τους ασθενείς άνω των 40 ετών<br />
που έχουν πρόσθετους παράγοντες κινδύνου. 18 Πρόσθετοι<br />
μείζονες παράγοντες κινδύνου θεωρούνται το<br />
κάπνισμα, η υπέρταση, η δυσλιπιδαιμία, το οικογενειακό<br />
ιστορικό πρώιμης εμφάνισης στεφανιαίας νόσου<br />
και η αλβουμινουρία.<br />
Ασπιρίνη δεν πρέπει να χορηγείται σε ασθενείς με<br />
διαβήτη που διατρέχουν χαμηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο:<br />
άνδρες κάτω των 50 ετών και γυναίκες κάτω των<br />
60 χωρίς πρόσθετους μείζονες παράγοντες κινδύνου<br />
καρδιαγγειακής νόσου ή άτομα με δεκαετή καρδιαγγειακό<br />
κίνδυνο κάτω του 5%.<br />
Αμφιλεγόμενη παραμένει η χορήγηση απιρίνης σε<br />
διαβητικούς ασθενείς με ενδιάμεσο καρδιαγγειακό<br />
κίνδυνο (νεότεροι ασθενείς με ένα ή περισσότερους<br />
παράγοντες κινδύνου ή μεγαλύτεροι ασθενείς χωρίς<br />
παράγοντες κινδύνου ή ασθενείς με δεκαετή καρδιαγγειακό<br />
κίνδυνο μεταξύ 5 και 10%). Περαιτέρω μελέτες<br />
είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση αυτής της<br />
ομάδας διαβητικών.<br />
Προβληματισμός σχετικά με τη χορήγηση ασπιρίνης<br />
στους διαβητικούς προκύπτει και από το γεγονός ότι<br />
υπάρχουν και άλλες αποτελεσματικές τεχνικές για τη<br />
μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως οι στατίνες,<br />
ο έλεγχος της αρτηριακής πίεσης και η διακοπή<br />
του καπνίσματος. Αν οι τεχνικές αυτές υιοθετηθούν<br />
πριν την έναρξη της ασπιρίνης, τότε λίγοι ασθενείς<br />
με διαβήτη θα παραμείνουν σε τέτοιο κίνδυνο που να<br />
απαιτεί τη χρήση της ασπιρίνης, αν λάβει κανείς υπόψιν<br />
και τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειές της. Για<br />
παράδειγμα, ένας ασθενής με δεκαετή κίνδυνο στεφανιαίας<br />
νόσου 20% οφειλόμενο στην αυξημένη αρτηριακή<br />
πίεση και την υπερλιπιδαιμία θα ελαττώσει τον κίνδυνο<br />
από το 20% στο 13% παίρνοντας μια στατίνη και<br />
από το 13% στο 10% ελέγχοντας αποτελεσματικά την<br />
αρτηριακή πίεση, γεγονός που καθιστά την απόφαση<br />
για τη χορήγηση της ασπιρίνης πιο περίπλοκη. Αν και<br />
η ελάττωση του κινδύνου με αυτές τις συμπληρωματικές<br />
θεραπείες δεν συμβαίνει άμεσα, τα αναμενόμενα<br />
αποτελέσματά τους μπορούν να συνεκτιμηθούν στην<br />
αρχική διαδικασία για τη λήψη της απόφασης σχετικά<br />
με τη χορήγηση ή όχι της ασπιρίνης. 19<br />
Καρδιαγγειακη νοσος και περιφερικη αρτηριοπαθεια<br />
Σε ασθενείς με περιφερική αρτηριοπάθεια και κλινικά<br />
εμφανή στεφανιαία νόσο ή εγκεφαλική ισχαιμία<br />
συστήνεται δια βίου αντιαιμοπεταλιακή θεραπεία σε<br />
αντιδιαστολή με τη μη λήψη αντιαιμοπεταλιακής θεραπείας.<br />
(σύσταση 1Α)<br />
Σε ασθενείς με κλινικά εμφανή στεφανιαία νόσο ή<br />
εγκεφαλική ισχαιμία συστήνεται ασπιρίνη (75-100 mg<br />
ημερησίως) παρά κλοπιδογρέλη. (σύσταση 2Β)<br />
Σε ασθενείς με περιφερική αρτηριοπάθεια και διαλείπουσα<br />
χωλότητα δεν συνιστάται η χορήγηση αντιπηκτικών<br />
για πρόληψη της αγγειακής θνητότητας ή<br />
καρδιαγγειακών επεισοδίων. (σύσταση 1Α)<br />
Σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μηροβουβωνικό<br />
bypass με αυτόλογο φλεβικό μόσχευμα συνιστάται<br />
ασπιρίνη (75-100 mg), της οποίας η έναρξη γίνεται<br />
προεγχειρητικά (σύσταση 1Α) Δε συστήνεται η γενικευμένη<br />
χρήση των κουμαρινικών αντιπηκτικών στους<br />
ασθενείς αυτούς. (σύσταση 2Β) Μόνο όσοι διατρέχουν<br />
υψηλό κίνδυνο απόφραξης του φλεβικού μοσχεύματος<br />
και απώλειας του σκέλους λαμβάνουν ασπιρίνη<br />
και κουμαρινικά αντιπηκτικά. (σύσταση 2Β). Οι οδηγίες<br />
αυτές δίνουν σχετικά λίγη σημασία στη μικρή αύξηση<br />
της μακράς επιβίωσης του μοσχεύματος, που μπορεί<br />
να αποδειχθεί στατιστικά μη σημαντική, ενώ αντίθετα<br />
δίνουν μεγάλη προσοχή στην αποφυγή αιμορραγικών<br />
επιπλοκών.<br />
Σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μηροβουβωνικό<br />
bypass με προσθετικό υλικό μοσχεύματος συνιστάται<br />
ασπιρίνη (75-100 mg), της οποίας η έναρξη<br />
γίνεται προεγχειρητικά (σύσταση 1Α) . Η χρήση των<br />
κουμαρινικών αντιπηκτικών ως διαδικασία ρουτίνας<br />
δεν συνιστάται (σύσταση 2Α) για τους λόγους που<br />
αναφέρθηκαν και παραπάνω.<br />
Η ανάλυση “Antiplatelet Trialists” έδειξε ότι σε<br />
όλες τις περιπτώσεις περιφερικής αρτηριοπάθειας η<br />
ασπιρίνη σε δόση 80-325 mg ημερησίως ήταν τουλάχιστο<br />
εξίσου αποτελεσματική με οποιαδήποτε άλλη<br />
θεραπεία, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας της<br />
ασπιρίνης σε μεγαλύτερες δόσεις, που μπορεί να συνεπάγονται<br />
αυξημένο κίνδυνο παρενεργειών, κυρίως
214<br />
Θέση υπέρ της χρήσεως ασπιρίνης στην πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων<br />
από το πεπτικό. Δεδομένα από μία τυχαιοποιημένη<br />
ελεγχόμενη μελέτη (RCT) υποδεικνύουν ότι η ασπιρίνη<br />
μόνη της ή και σε συνδυασμό με διπυριδαμόλη καθυστερεί<br />
την εξέλιξη της υπάρχουσας αποφρακτικής<br />
αρτηριακής νόσου, όπως πιστοποιείται με ψηφιακή<br />
αγγειογραφία. Η Physicians Health study, μία μελέτη<br />
πρωτογενούς πρόληψης, απέδειξε ότι η ασπιρίνη σε<br />
δόση 325 mg ημερησίως μείωσε την ανάγκη για χειρουργικές<br />
επεμβάσεις αποκατάστασης περιφερικών<br />
αρτηριών. Ωστόσο, δε σημειώθηκε διαφορά μεταξύ<br />
της ομάδας που λάμβανε ασπιρίνη και εκείνης που<br />
λάμβανε placebo στην εμφάνιση της διαλείπουσας<br />
χωλότητας. 11<br />
Χορηγηση ασπιρινης στην εγκυμοσυνη<br />
Μία μεταανάλυση από 14 τυχαιοποιημένες μελέτες<br />
που περιλαμβάνουν συνολικά 12.416 γυναίκες που έλαβαν<br />
μικρή δόση ασπιρίνης (50-150 mg ημερησίως) κατά<br />
το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης συμπεραίνει<br />
ότι το φάρμακο είναι ασφαλές για τη μητέρα και το<br />
έμβρυο. Ωστόσο, η ασφάλεια της ασπιρίνης κατά το<br />
πρώτο τρίμηνο της κύησης παραμένει αβέβαιη. Μία<br />
άλλη μεταανάλυση 8 μελετών που πραγματεύτηκε τον<br />
κίνδυνο των συγγενών ανωμαλιών μετά από έκθεση<br />
σε ασπιρίνη κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης δεν<br />
μπόρεσε να τεκμηριώσει τερατογένεση ή μακροπρόθεσμες<br />
παρενέργειες οφειλόμενες στην ασπιρίνη και<br />
υπέδειξε την ασφάλεια του φαρμάκου ακόμη και στην<br />
αρχή της κύησης.<br />
Οι κλινικοί γιατροί μπορούν να χρησιμοποιούν την<br />
ασπιρίνη κατά το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης<br />
-επί ενδείξεων- , δεδομένου ότι επαρκώς τεκμηριωμένες<br />
μελέτες υποστηρίζουν την ασφάλειά της.<br />
Αν και η ασφάλεια της ασπιρίνης κατά το πρώτο<br />
τρίμηνο της κύησης δεν είναι εγγυημένη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί<br />
αν υπάρχει απόλυτη ένδειξη, δεδομένου<br />
ότι δεν υπάρχει σαφής απόδειξη βλάβης στο έμβρυο<br />
και οι ενδεχόμενες ανωμαλίες είναι πολύ σπάνιες. 20<br />
Εξάλλου, δεν υπάρχει επαρκής εμπειρία για τη χορήγηση<br />
των άλλων αντιαιμοπεταλιακών στην κύηση,<br />
γι’ αυτό συνήθως η χρήση τους αποφεύγεται.<br />
Χορηγηση ασπιρινης σε βρεφη και παιδια<br />
Η ασπιρίνη είναι το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο<br />
αντιαιμοπεταλιακό φάρμακο στην Παιδιατρική. Η<br />
άριστη δόση για την αναστολή της συσσώρευσης των<br />
αιμοπεταλίων δεν είναι γνωστή, ωστόσο εμπειρικά<br />
έχουν προταθεί χαμηλές δόσεις των 1-5 mg/kg ημερησίως.<br />
Το PFA-100 χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση<br />
της θεραπείας με ασπιρίνη στα παιδιά. Στα<br />
νεογέννητα η κάθαρση της ασπιρίνης είναι πιο αργή,<br />
εκθέτοντάς τα σε πιθανό κίνδυνο αιμορραγίας για μεγαλύτερο<br />
χρονικό διάστημα. Ωστόσο, in vitro μελέτες<br />
δεν επιβεβαίωσαν την παρενέργεια αυτή. Στα μεγαλύτερα<br />
παιδιά η ασπιρίνη σπάνια προκαλεί σημαντική<br />
αομορραγία. Το σύνδρομο Reye δεν εμφανίζεται στις<br />
χαμηλές δόσεις που απαιτούνται για το αντιαιμοπεταλιακό<br />
αποτέλεσμα της ασπιρίνης, δεδομένου ότι είναι<br />
δοσοεξαρτώμενο και παρατηρείται σε δόσεις άνω<br />
των 40 mg/kg.<br />
Άλλοι αντιαιμοπεταλιακοί παράγοντες, όπως η τικλοπιδίνη<br />
και η κλοπιδογρέλη χρησιμοποιούνται επίσης,<br />
όμως λόγω μικρότερης εμπειρίας από τη χρήση<br />
τους στα παιδιά, είναι λιγότερο δημοφιλείς σε σχέση<br />
με την ασπιρίνη.<br />
Συνήθεις ενδείξεις χορήγησης ασπιρίνης στην Παιδιατρική<br />
είναι οι ακόλουθες<br />
Σε νόσο Kawasaki συστήνεται ασπιρίνη σε μεγάλες<br />
δόσεις (80-100 mg/kg ημερησίως) για σύντομο χρονικό<br />
διάστημα (μέχρι το πολύ 14 ημέρες) και μετά σε μικρότερες<br />
δόσεις (1-5 mg/kg ημερησίως) για 6-8 εβδομάδες<br />
ως αντιαιμοπεταλιακό. (σύσταση 1Β)<br />
Σε νεογέννητα με υποτροπιάζοντα ισχαιμικά<br />
εγκεφαλικά επεισόδια συστήνεται αντιπηκτική αγωγή<br />
ή ασπιρίνη. (σύσταση 2C)<br />
Σε παιδιά με βαλβιδοπάθειες ισχύουν οι οδηγίες<br />
των ενηλίκων. 21<br />
Παραπλευρο οφελος η προληψη του καρκινου<br />
του παχεος εντερου<br />
Ένας μεγάλος αριθμός μελετών παρατήρησης<br />
στους ανθρώπους -τόσο ασθενών-μαρτύρων όσο και<br />
σειρών- δείχνουν ισχυρό προστατευτικό αποτέλεσμα<br />
της ασπιρίνης στον κίνδυνο του καρκίνου του παχέος<br />
εντέρου. Τρεις τυχαιοποιημένες μελέτες δείχνουν ότι η<br />
ασπιρίνη ελαττώνει τον κίνδυνο εμφάνισης νέων αδενωμάτων<br />
και κατά συνέπεια και της εμφάνισης καρκίνου.<br />
Η απόφαση της χορήγησης ασπιρίνης βέβαια<br />
δε μπορεί -τουλάχιστον μέχρι σήμερα- να βασιστεί<br />
αποκλειστικά στην πρόληψη του καρκίνου του παχέος<br />
εντέρου. Ωστόσο, σε ασθενείς αυξημένου καρδιαγγειακού<br />
κινδύνου που χρειάζονται αντιαιμοπεταλιακό,<br />
είτε ως πρωτογενή είτε ως δευτερογενή πρόληψη,<br />
το πλεονέκτημα της επιπλέον προστασίας από τον<br />
καρκίνο του παχέος εντέρου μπορεί να βοηθήσει αφε-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 215<br />
νός το γιατρό να επιλέξει την ασπιρίνη αντί άλλων<br />
φαρμάκων και αφετέρου τον ασθενή στη συμμόρφωση<br />
στην αγωγή. 22<br />
Συμπερασματα<br />
Η επιλογή της ασπιρίνης στην πρωτογενή και δευτερογενή<br />
πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων<br />
παρέχει ασφάλεια και στον θεράποντα γιατρό και<br />
στον ασθενή.<br />
Ο γιατρός είναι κατοχυρωμένος όσον αφορά την<br />
επιλογή του δεδομένου ότι πλήθος μελετών εγγυώνται<br />
την αποτελεσματικότητα, την ασφάλεια και -συχνάτην<br />
υπεροχή του φαρμάκου έναντι των άλλων. Επιπλέον,<br />
η μακρόχρονη κλινική εμπειρία τόσο του ίδιου<br />
όσο και των συναδέλφων του στη χρήση της παρέχουν<br />
τα εχέγγυα της θεραπευτικής επιτυχίας.<br />
Ο ασθενής προτιμά να λαμβάνει φάρμακα παλιά,<br />
δοκιμασμένα, ασφαλή και φθηνά, δεδομένου ότι έτσι<br />
δεν προσθέτει τη θεραπευτική ανασφάλεια στην ανασφάλεια<br />
της νόσου του ή έστω και της πιθανής – επικείμενης<br />
νόσου του.<br />
Το κόστος αποτελεί έναν παράγοντα που πλέον<br />
λαμβάνεται υπόψη στις θεραπευτικές επιλογές<br />
παγκοσμίως και θα έπρεπε να σταθμίζεται και στη<br />
χώρα μας, ιδιαιτέρως εν μέσω οικονομικής κρίσης. Η<br />
σχέση κόστος:όφελος οφείλει να είναι παρούσα στο<br />
μυαλό του κλινικού γιατρού κατά τη συνταγογράφηση.<br />
Όπως είναι γνωστό, η ασπιρίνη αποτελεί την πιο<br />
οικονομική επιλογή, χωρίς παράλληλα να υστερεί σε<br />
αποτελεσματικότητα.<br />
Ευπαθείς ομάδες, όπως οι έγκυες γυναίκες, τα βρέφη<br />
και τα παιδιά δεν έχουν μάλλον άλλη ασφαλή επολογή<br />
αντιαιμοπεταλιακού από την ασπιρίνη.<br />
Τα καρδιαγγειακά νοσήματα και ο καρκίνος αποτελούν<br />
τις κύριες αιτίες θανάτου στο σύγχρονο αναπτυγμένο<br />
κόσμο. Είναι ευτυχές να υπάρχει ένα φάρμακο<br />
το οποίο να μπορεί να προστατεύει ταυτόχρονα<br />
και από τις δύο μάστιγες, όπως είναι η ασπιρίνη: όταν<br />
έχει ένδειξη για πρόληψη καρδιαγγεικών νοσημάτων,<br />
ο ασθενής απολαμβάνει το επιπλέον όφελος της προστασίας<br />
από τον καρκίνο του εντέρου.<br />
Όταν πρόκειται για φάρμακα πρόληψης, ιδιαίτερα<br />
πρωτογενούς πρόληψης που απευθύνονται σε κλινικά<br />
υγιείς ανθρώπους, η ιπποκρατική ρήση “Ωφελέειν<br />
ή μη βλάπτειν” (αν δε μπορείς να ωφελήσεις τον<br />
άρρωστο, τουλάχιστον μην τον βλάψεις) πρέπει να<br />
διασφαλίζεται. Ιχνηλατώντας τον αρχαίο μας δάσκαλο<br />
της ιατρικής τέχνης, τον Ιπποκράτη, οφείλουμε -με<br />
το χέρι στην καρδιά- να δώσουμε τα σκήπτρα στην<br />
ασπιρίνη για την πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη<br />
των καρδιαγγειακών νοσημάτων.<br />
Εικόνα 1: Η ασπιρίνη (ακετυλοσαλικυλικό οξύ) και ο πρόγονός της (σαλικυλικό οξύ)<br />
Από: Miner J, Hoffhines A. The Discovery of Aspirin’s Antithrombotic Effects. Tex Heart Inst J 2007; 34L 179-186.
216<br />
Θέση υπέρ της χρήσεως ασπιρίνης στην πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων<br />
Εικόνα 2: Ο Lawrence Carven, ο πρώτος που καθιέρωσε την ασπιρίνη ως αντιαιμοπεταλιακό.<br />
Από: Miner J, Hoffhines A. The Discovery of Aspirin’s Antithrombotic Effects. Tex Heart Inst J 2007; 34L 179-186.<br />
Σχήμα 1: Παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου και θεραπευτικές προσεγγίσεις κατά τους Gaziano και συνεργάτες.<br />
Από: Gao R, Li X. Risk assessment and aspirin use in Asian and Western populations. 2010; 6:943-956
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 217<br />
Πίνακας 1: Κατευθυντήριες οδηγίες για τη χρήση της ασπιρίνης. Από: Gao R, Li X. Risk assessment and aspirin<br />
use in Asian and Western populations. Vasc Health Risk Manag 2010; 6:943-956<br />
Πίνακας 2: Στοιχεία υπέρ της χρήσης της ασπιρίνης στην πρωτογενή πρόληψη. Από: Gao R, Li X. Risk assessment<br />
and aspirin use in Asian and Western populations. Vasc Health Risk Manag 2010; 6:943-956
218<br />
Θέση υπέρ της χρήσεως ασπιρίνης στην πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων<br />
Βιβλιογραφία<br />
1. Gao R, Li X. Risk assessment and aspirin use in Asian<br />
and Western populations. Vasc Health Risk Manag<br />
2010; 6:943-956<br />
2. Miner J, Hoffhines A. The Discovery of Aspirin’s<br />
Antithrombotic Effects. Tex Heart Inst J 2007; 34L<br />
179-186.<br />
3. Harrington R, Becker R, Cannon C et al. Antithrombotic<br />
Therapy for Non-ST-Segment Elevation Acute<br />
Coronary Syndromes: American College of Chest<br />
Physicians Evidence- Based Clinical Practice Guidelines<br />
(8 th Edition). Chest 2008; 133: 670S-707S<br />
4. Singer D, Albers GW, Dalen JE et al. Antithrombotic<br />
Therapy in Atrial Fibrillation: American College of<br />
Chest Physicians Evidence- Based Clinical Practice<br />
Guidelines (8 th Edition). Chest 2008; 133: 546S-592S.<br />
5. Sharma RK, Reddy HK, Singh VN et al. Aspirin and<br />
Clopidogrel hyporesponsiveness and nonresponsesiveness<br />
in patients with coronary artery stenting.<br />
Vasc Health Risk Manag 2009; 5: 965-972.<br />
6. Becker R, Meade TW, Berger PB et al. The Primary<br />
and Secondary Prevention of Coronary Artery<br />
Disease: American College of Chest Physicians Evidence-<br />
Based Clinical Practice Guidelines (8 th Edition).<br />
Chest 2008; 133: 776S-814S.<br />
7. Goodman SG, Menon V, Cannon CP et al. Acute ST-<br />
Segment Elevation Myocardial Infarction: American<br />
College of Chest Physicians Evidence- Based Clinical<br />
Practice Guidelines (8 th Edition). Chest 2008; 133:<br />
708S-775S<br />
8. Campbell-Scherer DL, Green LA. ACC/AHA Guideline<br />
Update for the Management of ST- Segment<br />
Elevation Myocardial Infarction. Am Fam Physician<br />
2009; 79(12): 1080-1086<br />
9. Dunning J, Versteegh M, Fabbri A et al. Guideline<br />
on antiplatelet and anticoagulation management in<br />
cardiac surgery. Eur J Cardiothorac Surg 2008; 34:<br />
73-92.<br />
10. Seet RC-S, Chen CPL. Optimizing Antiplatelet Therapy<br />
in High-Risk Patients with Atrial Fibrillation:<br />
Insights From Atrial Fibrillation Clopidogrel Trial<br />
With Irbesartan for Prevention of Vascular Events<br />
(ACTIVE A). Stroke 2009; 40: 3833-3885<br />
11. Sobel M, Verhaeghe R. Antithrombotic Therapy for<br />
Peripheral Artery Occlusive disease: American College<br />
of Chest Physicians Evidence- Based Clinical<br />
Practice Guidelines (8 th Edition). Chest 2008; 133:<br />
815S-843S.<br />
12. Liapis CD, Bell PRF, Mikhailidis D et al. ESVS Guidelines.<br />
Invasive Tretment for carotid Stenosis: Indications,<br />
Techniques. Eur J Endovasc Surg 2009; 37:<br />
S1-S19.<br />
13. Salem DN, O’ Gara PT, Madias C et al. Valvular<br />
and Structural Heart Disease: American College of<br />
Chest Physicians Evidence- Based Clinical Practice<br />
Guidelines (8 th Edition). Chest 2008; 133: 593S-629S.<br />
14. Donadini MP, Douketis JD. Combined warfarin<br />
– aspirin therapy: what is the evidence for benefit<br />
and harm and which patients should (and should<br />
not) receive it? J Thromb Thrombolysis 2010; 29:<br />
208-213.<br />
15. Albers GW, Amarenco P, Easton JD et al. Antithrombotic<br />
and Thrombolytic Therapy for Ischemic<br />
Stroke: American College of Chest Physicians Evidence-<br />
Based Clinical Practice Guidelines (8 th Edition).<br />
Chest 2008; 133: 630S-669S.<br />
16. Update to the AHA/ASA Recommendations for the<br />
Prevention of Stroke in Patients with Stroke and<br />
Transient Ischemic Attack. Stroke 2008; 39: 1647-<br />
1652.<br />
17. Rosenzweig JL, Ferranini E, Grundy SM et al. Primary<br />
Prevention of Cardiovascular Disease and<br />
Type 2 Diabetes in Patients at Metabolic Risk: An<br />
Endocrine Society Clinical Practice Guideline. J Clin<br />
Endocrinol Metab 2008; 93(10): 3671-3689.<br />
18. Hebert PR, Schneider WR, Hennekens CH. Use of<br />
Aspirin Among Diabetics in the Primary Prevention<br />
of Cardiovascular Disease: Need for Reliable Randomized<br />
Evidence and Astute Clinical Judgement. J<br />
Gen Intern Med 24(11): 1248-50.<br />
19. Pignone M, Alberts MJ, Colwell JA et al. Aspirin<br />
for Primary Prevention of Cardiovascular Events in<br />
People with Diabetes. JACC 2010; 55(25): 2878-86.<br />
20. Bates SM, Greer IA, Pabinger I. Venous Thromboembolism,<br />
Thrombophilia, antithrombotic Therapy<br />
and Pregnancy: American College of Chest Physicians<br />
Evidence- Based Clinical Practice Guidelines<br />
(8 th Edition). Chest 2008; 133: 844S-886S.<br />
21. Monagle P, Chalmers E, Chan A et al. Antithrombotic<br />
Therapy in Neonates and Children: American<br />
College of Chest Physicians Evidence- Based Clinical<br />
Practice Guidelines (8 th Edition). Chest 2008; 133:<br />
887S-968S.<br />
22. Sandler RS. Aspirin Should Not Be Promoted for<br />
Colon Cancer Prevention: Counterpoint. Cancer<br />
Epidemiol Biomarkers Prev 2008; 17(7): 1562-63.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ<br />
Η ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΥΣ ΑΠΟ ΚΛΙΝΙΚΗ,<br />
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗ ΚΑΙ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ<br />
Οζώδης θυρεοειδική νόσος<br />
Α Κωλέττη 1, Γ Ιωαννίδης 2<br />
1<br />
Ειδικευόμενη Ενδοκρινολόγος, 2 Διευθυντής ΕΣΥ,<br />
Τμήμα Ενδοκρινολογίας & Μεταβολισμού – Διαβητολογικό Κέντρο Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
SUMMARY<br />
KOLETTI A, IOANNIDIS G. Multinodulal goitre. Incidentally discovered thyroid nodules are a common clinical finding.<br />
The use of high resolution ultrasound, sensitive thyrotropin (TSH) assay and fine-needle aspiration (FNA) biopsy is the basis<br />
for the management of thyroid nodules. Thyroid scintigraphy is not necessary for diagnosis in most cases. TSH levels determination<br />
is necessary to determine the presence of functional autonomy. Fine-needle aspiration is mandatory for nodules<br />
that are not autonomous and are associated with clinical information or US features suspicious for malignancy, followed by<br />
thyroidectomy or follow-up, according to the cytology results. Most patients with thyroid nodules are asymptomatic, but the<br />
absence of symptoms does not rule out malignancy. Thus clinical and US risk factors for malignant disease should always<br />
be reviewed. While routine L-thyroxine suppressive therapy is not recommended, it may be considered in young patients<br />
with small nodular goiters living in iodine deficient regions. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 219-226, 2011.<br />
Key words: thyroid nodule, FNA, goitre, thyroid cancer<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Η Οζώδης θυρεοειδική νόσος είναι συχνό κλινικό εύρημα. Το υπερηχογράφημα του θυρεοειδούς, ο προσδιορισμός<br />
της TSH και η βιοψία με παρακέντηση με λεπτή βελόνη(FNA), είναι βασικές εξετάσεις για την εκτίμηση των θυρεοειδικών<br />
όζων. Το σπινθηρογράφημα δεν είναι απαραίτητο για την διάγνωση στις περισσότερες περιπτώσεις. Η μέτρηση<br />
της TSH είναι απαραίτητη για να αποκλειστεί η εκκριτική αυτονομία. Στους μη αυτόνομους όζους με κλινικά<br />
και υπερηχογραφικά χαρακτηριστικά ύποπτα για κακοήθεια, χρειάζεται κυτταρολογικός έλεγχος με παρακέντηση<br />
και στη συνέχεια παρακολούθηση ή θυρεοειδεκτομή ανάλογα με τα αποτελέσματα. Οι περισσότεροι ασθενείς με<br />
όζους στον θυρεοειδή είναι ασυμπτωματικοί, αλλά η απουσία συμπτωμάτων δεν αποκλείει το ενδεχόμενο κακοηθείας.<br />
Γι’ αυτό θα πρέπει πάντα να λαμβάνονται υπόψη κλινικοί παράγοντες κινδύνου για κακοήθεια καθώς και<br />
ύποπτα υπερηχογραφικά ευρήματα. Αν και η θεραπεία αναστολής με λεβοθυροξίνη δεν συστήνεται, θα μπορούσε<br />
να δοθεί σε νέους ασθενείς με μικρού μεγέθους όζους που ζουν σε ιωδοπενικές περιοχές. Νοσοκομειακά Χρονικά,<br />
73, Συμπλήρωμα, 219-226, 2011.<br />
Λέξεις κλειδιά: όζος θυρεοειδούς, FNA, βρογχοκήλη, καρκίνος θυρεοειδούς<br />
Ορισμος - Eπιδημιολογια<br />
Ο όρος βρογχοκήλη υποδηλώνει την αύξηση του μεγέθους<br />
του θυρεοειδούς (πέραν των 20 gr που είναι<br />
φυσιολογικά), που οφείλεται σε έντονο πολλαπλασιασμό<br />
των επιθηλιακών κυττάρων των θυλακίων του<br />
αδένα. Η μη τοξική βρογχοκήλη χαρακτηρίζεται από<br />
αυξημένο αριθμό και μέγεθος θυλακίων που σχηματίζονται<br />
από επιθηλιακά κύτταρα με μεγάλου βαθμού<br />
ετερογένεια (πολυκλωνική ανάπτυξη), ενώ ο συνδετικός<br />
ιστός συμμετέχει ελάχιστα στη μάζα της βρογχοκήλης<br />
. Η βρογχοκήλη διακρίνεται μορφολογικά σε απλή ή<br />
διάχυτη, όταν αποτελείται από ομοιόμορφα αυξημένα<br />
θυλάκια και σε οζώδη όταν τα θυλάκιά της εμφανίζουν<br />
διαφορετικό μέγεθος με αποτέλεσμα την δημιουργία<br />
όζων . Ως όζος θυρεοειδούς ορίζεται μια περιγεγραμμένη<br />
αλλοίωση του θυρεοειδούς αδένα που διακρίνεται<br />
ακτινολογικά από τον περιβάλλον θυρεοειδικό ιστό. Οι<br />
θυρεοειδικοί όζοι αποτελούν συχνό κλινικό πρόβλημα.<br />
Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι κατά την διάρκεια<br />
της ζωής ο κίνδυνος για την εμφάνιση ενός ψη-
220<br />
Οζώδης θυρεοειδική νόσος<br />
λαφητού όζου είναι περίπου 5% στις γυναίκες και 1%<br />
στους άνδρες που ζουν σε ιωδοπενικές περιοχές(1,2).<br />
Mε την ευρεία δε χρήση του υπερηχογραφήματος διαπιστώνεται<br />
ότι 19-67% του πληθυσμού εμφανίζουν<br />
θυρεοειδκούς όζους, με μεγαλύτερη συχνότητα οι γυναίκες<br />
και οι ηλικιωμένοι, οι περισσότεροι των οποίων<br />
στερούνται κλινικής σημασίας(3). Η Οζώδης θυρεοειδική<br />
νόσος είναι πιο συχνή σε ηλικιωμένα άτομα, σε γυναίκες,<br />
σε άτομα που ζουν σε ιωδοπενικές περιοχές και σε<br />
άτομα με ιστορικό ακτινοβολίας στον τράχηλο. Επειδή<br />
5-15% των θυρεοειδικών όζων μπορεί να κρύβουν κακοήθεια,<br />
ο έλεγχος για τον αποκλεισμό καρκίνου έχει<br />
σημαντική κλινική σημασία. Διάφοροι προδιαθεσικοί<br />
παράγοντες όπως η ηλικία του ασθενούς, το φύλο, η<br />
έκθεση σε ακτινοβολία στην περιοχή του τραχήλου, το<br />
οικογενειακό ιστορικό καρκίνου θυρεοειδούς σε έναν ή<br />
περισσότερους συγγενείς 1 ου βαθμού πρέπει να λαμβάνονται<br />
υπόψη (4,5, πίνακας 1). Οι θυρεοειδικοί όζοι που<br />
εμφανίζονται κατά την παιδική ηλικία και την εφηβεία<br />
έχουν διπλάσια πιθανότητα κακοήθειας σε σχέση με<br />
αυτούς που παρουσιάζονται στην ενήλικο ζωή(6). Ο<br />
κίνδυνος για καρκίνο θυρεοειδούς είναι επίσης μεγαλύτερος<br />
στα ηλικιωμένα άτομα και στους άνδρες(3). Ο<br />
διαφοροποιημένος καρκίνος του θυρεοειδούς (θηλώδες<br />
και θυλακιώδες νεόπλασμα) αποτελεί την συντριπτική<br />
πλειοψηφία(90%) όλων των θυρεοειδικών καρκινωμάτων(<br />
7). Σπάνια προκαλεί απόφραξη των αεραγωγών<br />
, παράλυση φωνητικών χορδών, ή συμπτώματα από<br />
τον οισοφάγο κατά την κλινική εξέταση. Για τον λόγο<br />
αυτό, η απουσία τοπικών συμπτωμάτων δεν αποκλείει<br />
την κακοήθεια(8). Ωστόσο συμπαγής, σκληρής σύστασης,<br />
μονήρης προεξάρχων όζος που διαχωρίζεται σαφώς<br />
από τον υπόλοιπο αδένα ενέχει υψηλό κίνδυνο<br />
κακοήθειας(9).<br />
Κατασταλμένα ή χαμηλά επίπεδα TSH είναι ενδεικτικά<br />
αυτόνομης λειτουργίας και δεν χρειάζονται περαιτέρω<br />
κυτταρολογική εκτίμηση, καθώς η εμφάνιση<br />
κακοήθειας είναι εξαιρετικά χαμηλή(10).Οι περισσότεροι<br />
ασθενείς με οζώδη θυρεοειδική νόσο έχουν ελάχιστα<br />
ή καθόλου συμπτώματα. Συμπτώματα όπως αίσθημα<br />
πνιγμονής, ευαισθησία ή πόνος στον τράχηλο, δυσφαγία<br />
ή βράγχος φωνής σε πολύ μικρό ποσοστό μπορεί<br />
να αποδοθούν σε θυρεοειδική νόσο, στους περισσότερους<br />
ασθενείς προκαλούνται από μη θυρεοειδικές<br />
παθήσεις. Ξαφνικός πόνος στη περιοχή του θυρεοειδούς<br />
οφείλεται συχνά σε αιμορραγία κυστικού όζου,<br />
ενώ σε μεγάλες καταδυόμενες βρογχοκήλες μπορεί να<br />
παρατηρηθούν συμπτώματα πίεσης των παρακείμενων<br />
ιστών του τραχήλου και της άνω θωρακικής κοιλότητας.<br />
Βήχας, δύσπνοια, βράγχος φωνής ή δυσφαγία<br />
όταν απουσιάζει η ευμεγέθης βρογχοκήλη, είναι συνηγορητικά<br />
στοιχεία παρουσίας κακοήθειας(11,12).<br />
Οι όζοι που ανιχνεύονται με το υπερηχογράφημα<br />
έχουν τον ίδιο κίνδυνο για κακοήθεια με τους όζους που<br />
έχουν το ίδιο μέγεθος και είναι ψηλαφητοί (13). Γενικά<br />
μόνο όζοι >1εκ χρειάζονται διερεύνηση με παρακέντηση<br />
με λεπτή βελόνη(fine needle aspiration, FNA) αφού έχουν<br />
μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι κλινικά σημαντικοί<br />
καρκίνοι. Η ύπαρξη κακοήθειας ωστόσο δεν αποκλείεται<br />
σε όζους
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 221<br />
χογράφημα δίνει ακριβείς πληροφορίες για το μέγεθος<br />
του αδένα, την παρουσία ύποπτης τραχηλικής λεμφαδενοπάθειας,<br />
το μέγεθος των όζων, την σύστασή τους<br />
(συμπαγείς ή κυστικοί) καθώς και την παρουσία υπόπτων<br />
χαρακτηριστικών, όπως η παρουσία μικροαποτιτανώσεων,<br />
η υποηχογένεια, η απουσία άλω ή άλως<br />
με ασαφή και ανώμαλα όρια και η χαοτική ανάπτυξη<br />
αγγείωσης στο εσωτερικό του όζου σε αντίθεση με την<br />
αγγείωση μόνο στην κάψα. Οι κυστικοί όζοι είναι συνήθως<br />
καλοήθεις. Η συνύπαρξη δυο ή περισσοτέρων<br />
ύποπτων υπερηχογραφικών χαρακτηριστικών αυξάνει<br />
σημαντικά τον κίνδυνο για κακοήθεια(18-21).<br />
Δεν υπάρχουν ειδικοί βιοχημικοί δείκτες που να διαχωρίζουν<br />
τους καλοήθεις από τους κακοήθεις όζους<br />
τους θυρεοειδούς πλην της τιμής της καλσιτονίνης, η<br />
οποία θα πρέπει οπωσδήποτε να προσδιορίζεται προεγχειρητικά<br />
στις περιπτώσεις οικογενούς μυελοειδούς<br />
Ca ή συνδρόμου ΜΕΝ2 (22,23). Ωστόσο η χρησιμότητα<br />
της ως εξέταση ρουτίνας είναι ακόμα υπό συζήτηση αν<br />
και τα δεδομένα από σειρά μελετών έχουν δείξει ότι ο<br />
προσδιορισμός της καλσιτονίνης μπορεί να ανιχνεύσει<br />
υπερπλασία των C-κυττάρων και μυελοειδές καρκίνωμα<br />
σε αρχικά στάδια με καλύτερη συνολική επιβίωση<br />
των ασθενών αυτών (24). Η μέτρηση της καλσιτονίνης<br />
προτείνεται σε ασθενείς που πρόκειται να υποβληθούν<br />
σε επέμβαση για πολυοζώδη βρογχοκήλη προκειμένου<br />
να αποφύγουν τον κίνδυνο μιας ανεπαρκούς χειρουργικής<br />
αντιμετώπισης.<br />
Η θυρεοσφαιρίνη ορού, αν και είναι ο πλέον αξιόπιστος<br />
δείκτης παρακολούθησης των θηλωδών και θυλακιωδών<br />
θυρεοιεδικών καρκινωμάτων μεταθεραπευτικά<br />
(μετά εγχείρηση και καταστροφή των θυροειδικών υπολειμμάτων<br />
με ραδιενεργό 131 Ι) (25), προεγχειρητικά δεν<br />
είναι διαγνωστική αφού ελέγχεται αυξημένη σε πολλές<br />
καταστάσεις δυσλειτουργίας του θυρεοειδούς, όπως<br />
στην πολυοζώδη βρογχοκήλη (αυξημένη μάζα) ή στον<br />
υπερθυρεοειδισμό (αυξημένη λειτουργικότητα. Έτσι δεν<br />
προτείνεται η μέτρηση της θυρεοσφαιρίνης ορού για την<br />
αρχική εκτίμηση των θυρεοειδικών όζων.<br />
Ο κυτταρολογικός έλεγχος με παρακέντηση με λεπτή<br />
βελόνη (FNA) είναι η πιο ακριβής και αποδοτική μέθοδος<br />
για την εκτίμηση των όζων του θυρεοειδούς. Η<br />
μέθοδος είναι απλή και ασφαλής με λιγότερα ψευδώς<br />
αρνητικά αποτελέσματα όταν γίνεται υπό υπερηχογραφικό<br />
έλεγχο (26). Η ευαισθησία της μεθόδου κυμαίνεται<br />
από 57-98% και η ειδικότητα από 70-100% (27,28).<br />
Ιδιαίτερα επισημαίνεται η μη αξιοπιστία της μεθόδου<br />
στην διάγνωση του θυλακιώδους καρκινώματος θυρεοειδούς,<br />
στο οποίο η παρουσία διήθησης της κάψας ή<br />
των αγγείων είναι απαραίτητα για να τεθεί η διάγνωση<br />
Η διαγνωστική αξία της παρακέντησης μειώνεται σε<br />
όζους 3 εκ υπάρχει αρκετός προβληματισμός<br />
για την χρησιμότητά της (23,29). Ασθενείς<br />
με πολλαπλούς όζους στον θυρεοειδή έχουν τον ίδιο<br />
κίνδυνο για κακοήθεια όπως και αυτοί με μονήρη όζο<br />
(30,31).<br />
Σύμφωνα με τους ισχύοντες αλγόριθμους κάθε μονήρης<br />
ή προεξάρχων όζος >1εκ θα πρέπει να παρακεντηθεί.<br />
Σε περίπτωση πολλών όζων παρόμοιου μεγέθους<br />
>1εκ η FNA θα πρέπει να διενεργείται σε εκείνους<br />
που έχουν ύποπτα στοιχεία για κακοήθεια στο υπερηχογράφημα<br />
(32,33, σχήμα 2). Επίσης το σπινθηρογράφημα<br />
του θυρεοειδούς θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη<br />
σε ασθενείς με πολλαπλούς όζους στον θυρεοειδή ή<br />
πολυοζώδη βρογχοκήλη, εάν τα επίπεδα TSH είναι χαμηλά<br />
ή στα κατώτερα φυσιολογικά όρια, περιορίζοντας<br />
την FNA στους όζους με μειωμένη λειτουργικότητα και<br />
ύποπτη εμφάνιση στο υπερηχογράφημα.<br />
Η FNA ως εξέταση ρουτίνας δεν συστήνεται για<br />
όζους 5mm που όταν συνδυάζονται<br />
με ύποπτα υπερηχογραφικά χαρακτηριστικά ή<br />
εμφανίζονται σε ασθενείς με ιστορικό υψηλού κινδύνου<br />
για κακοήθεια, ο έλεγχος με FNA θα πρέπει να λαμβάνεται<br />
σοβαρά υπόψη.<br />
Τα αποτελέσματα από βιοψία με FNA ταξινομούνται<br />
κλασσικά σε 4 κατηγορίες: μη διαγνωστικά, κακοήθη,<br />
θυλακιώδεις βλάβες ακαθόριστης σημασίας (κίνδυνος<br />
κακοήθειας 5-10%), ύποπτα για κακοήθεια (κίνδυνος<br />
κακοήθειας 50-75%), καλοήθη (34). Το κυτταρολογικό<br />
υλικό χαρακτηρίζεται ως «διαγνωστικό» όταν περιέχει<br />
το λιγότερο 6 ομάδες θυρεοειδικών επιθηλιακών κυττάρων<br />
που η καθεμία αποτελείται από 10-15 κύτταρα<br />
προερχόμενα από τουλάχιστον δυο αναρροφήσεις του<br />
όζου.<br />
Οι όζοι του θυρεοειδούς που έχουν χαρακτηρισθεί<br />
ως καλοήθεις χρειάζονται παρακολούθηση λόγω του<br />
μικρού αλλά όχι αμελητέου ποσοστού ψευδώς αρνητικού<br />
αποτελέσματος (εως 5%) με την FNA, το οποίο<br />
μπορεί να είναι μεγαλύτερο σε όζους >4εκ. Η αύξηση<br />
του μεγέθους του όζου δεν είναι παθογνωμικό γνώρισμα<br />
κακοήθειας, αλλά είναι ένδειξη για επανάληψη της<br />
βιοψίας. Για τους μικτούς κυστικούς –συμπαγείς όζους,<br />
η ένδειξη για επανάληψη της FNA θα πρέπει να βασίζεται<br />
στην αύξηση του συμπαγούς τμήματος του όζου.<br />
Αφού η ακρίβεια της φυσικής εξέτασης για το μέγεθος<br />
ενός όζου είναι κατώτερη του υπερηχογραφήματος, θα
222<br />
Οζώδης θυρεοειδική νόσος<br />
πρέπει όλοι οι καλοήθεις όζοι να παρακολουθούνται<br />
με επαναλαμβανόμενους υπερηχογραφικούς ελέγχους<br />
και προσδιορισμό της TSH, 6-12 μήνες μετά την αρχική<br />
FNA. Εάν το μέγεθος του όζου παραμένει σταθερό<br />
το διάστημα της παρακολούθησης με κλινική εξέταση ή<br />
υπερηχογράφημα μπορεί να γίνει μεγαλύτερο, κάθε 3-5<br />
χρόνια. Εάν υπάρχει σαφής αύξηση του όζου(>50% αύξηση<br />
στον όγκο του όζου) ή εμφάνιση ύποπτων χαρακτηριστικών<br />
κατά την ψηλάφηση είτε μετά από έλεγχο<br />
με υπερηχογράφημα, η FNA θα πρέπει να επαναλαμβάνεται<br />
υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση.<br />
Θεραπεια<br />
Η θεραπεία της οζώδους θυρεοειδικής νόσου είναι<br />
χειρουργική για τις περιπτώσεις όπου ο κίνδυνος κακοήθειας<br />
είναι σημαντικός. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις<br />
συστήνεται παρακολούθηση με κλινική εξέταση,<br />
υπερηχογράφημα θυρεοειδούς και προσδιορισμό TSH.<br />
Δεδομένα από πολλές τυχαιοποιημένες μελέτες, δείχνουν<br />
ότι η θεραπεία με θυροξίνη σε δόσεις που καταστέλλουν<br />
την TSH σε επίπεδα κατώτερα του φυσιολογικού,<br />
μπορεί ενδεχομένως να μειώσει το μέγεθος<br />
των όζων και να εμποδίσει την ανάπτυξη νέων όζων<br />
σε περιπτώσεις ιωδοπενίας. Αντίθετα σε περιοχές με<br />
επάρκεια ιωδίου τα αποτελέσματα είναι λιγότερο ενθαρρυντικά<br />
αφού μόνο 17-25% των θυρεοειδικών όζων<br />
συρρικνώνονται μετά από θεραπεία καταστολής με<br />
θυροξίνη(35-37).<br />
Για τον λόγο αυτό δεν προτείνεται ως ρουτίνα η<br />
θεραπεία καταστολής με λεβοθυροξίνη καλοήθων όζων<br />
του θυρεοειδούς σε γεωγραφικές περιοχές με επάρκεια<br />
ιωδίου. Θα πρέπει επίσης να λαμβάνεται σοβαρά<br />
υπόψιν το ενδεχόμενο ανεπιθύμητων ενεργειών στην<br />
καρδιακή λειτουργία(ταχυκαρδία, αρρυθμία) καθώς και<br />
στην οστική μάζα.<br />
Τέλος η χορήγηση θυροξίνης πιθανότατα μειώνει το<br />
μέγεθος της βρογχοκήλης στα αρχικά στάδια, πριν δηλαδή<br />
μεταπέσει σε οζώδη, όμως δεν την θεραπεύει πλήρως<br />
ούτε βέβαια μειώνει το μέγεθος μιας από μακρού<br />
εγκατεστημένης βρογχοκήλης.<br />
Τα τελευταία χρόνια προτείνονται μη αιματηρές<br />
μέθοδοι καταστροφής των όζων, όπως η διαδερμική<br />
έγχυση αιθανόλης σε κύστεις θυρεοειδούς, η καταστροφή<br />
με ραδιοσυχνότητες ευμεγέθων καλοήθων όζων και<br />
φυσικά η χορήγηση ραδιενεργού 131 Ι. Το ραδιενεργό 131 Ι<br />
ενδείκνυται για την θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού<br />
που οφείλεται σε αυτόνομα λειτουργικό όζο ή σε τοξική<br />
πολυοζώδη βρογχοκήλη και αποκαθιστά φυσιολογική<br />
θυρεοειδική λειτουργία σε ποσοστό 85-100% των ασθενών(38).<br />
Μετά την θεραπεία παρατηρείται μείωση κατά<br />
35% του μεγέθους της βρογχοκήλης στους 3 μήνες και<br />
40-60% μετά από ένα ή δυο χρόνια(39).<br />
Όταν η θεραπεία με ραδιενεργό 131 Ι συνδυάζεται με<br />
διέγερση με ανασυνδυασμένη TSH (rhTSH), το μέγεθος της<br />
βρογχοκήλης μειώνεται κατά 35-56% περισσότερο (40).<br />
Οζωδης θυρεοειδικη νοσος κατα την παιδικη<br />
ηλικια<br />
Οζώδης θυρεοειδική νόσος εμφανίζεται σπάνια στα<br />
παιδιά σε σχέση με τους ενήλικες, αλλά η πιθανότητα<br />
για κακοήθεια είναι υψηλότερη σε ποσοστό 15-20%(41-<br />
43). Η διαγνωστική και θεραπευτική προσέγγιση για ένα<br />
ή περισσότερους όζους στον θυρεοειδή στα παιδιά θα<br />
πρέπει να είναι η ίδια όπως και στους ενήλικες (κλινική<br />
εκτίμηση, μέτρηση της TSH,υπερηχογράφημα, FNA). Η<br />
βιοψία με FNA είναι ευαίσθητη και ειδική μέθοδος στην<br />
διάγνωση των όζων του θυρεοειδούς στην παιδική ηλικία(44)<br />
ενώ τα ύποπτα για κακοήθεια υπερηχογραφικά<br />
κριτήρια έχουν μικρή προγνωστική αξία στα παιδιά(45).<br />
Παρά την υψηλή επίπτωση μεταστάσεων σε τραχηλικούς<br />
λεμφαδένες και στους πνεύμονες κατά την διάγνωση,<br />
η πρόγνωση του θηλώδους καρκινώματος θυρεοειδούς<br />
στα παιδιά είναι καλή(46). Επιπλέον, οι θερμοί<br />
όζοι στα παιδιά φαίνεται να ενέχουν σημαντικό κίνδυνο<br />
για κακοήθεια σε αντίθεση με τους ενήλικες(47).<br />
Οζωδης θυρεοειδικη νοσος και εγκυμοσυνη<br />
Δεν είναι εξακριβωμένο εάν οζώδης θυρεοειδική νόσος<br />
που εμφανίζεται σε έγκυες γυναίκες έχουν μεγαλύτερη<br />
πιθανότητα για κακοήθεια(48). Η εκτίμηση των<br />
όζων είναι ίδια όπως και στις μη έγκυες γυναίκες , με<br />
εξαίρεση το σπινθηρογράφημα το οποίο αντενδείκνυται.<br />
Εάν η εξέταση ενός όζου με FNA είναι ενδεικτική<br />
θηλώδους καρκινώματος θυρεοειδούς και η διάγνωση<br />
γίνεται στην αρχή της εγκυμοσύνης, τότε παρακολουθείται<br />
υπερηχογραφικά και εφόσον μεγαλώνει σημαντικά<br />
σε μέγεθος συστήνεται χειρουργείο στο 2 ο τρίμηνο,<br />
πριν από την 24 η εβδομάδα κύησης, για την μείωση του<br />
κινδύνου αποβολής. Εάν ο όζος παραμένει σταθερός<br />
μέχρι το μέσον της κύησης ή η διάγνωση γίνεται στο 3 ο<br />
τρίμηνο , η επέμβαση μπορεί να προγραμματισθεί αμέσως<br />
μετά τον τοκετό αφού δεν φαίνεται να επηρεάζει<br />
το αποτέλεσμα(49).<br />
Όσον αφορά την επίδραση της εγκυμοσύνης στην<br />
οζώδη θυρεοειδική νόσο, έχει βρεθεί από μελέτες αύξηση<br />
του μεγέθους προϋπαρχόντων όζων καθώς και<br />
ανάπτυξη νέων όζων, πιθανόν λόγω του αρνητικού<br />
ισοζυγίου ιωδίου που συμβαίνει συχνά κατά την κύηση(50).
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 223<br />
Πίνακας 1<br />
Προδιαθεσικοί παράγοντες που συνηγορούν για<br />
την παρουσία κακοήθειας<br />
• Ιστορικό ακτινοβολίας στον τράχηλο<br />
• Οικογενειακό ιστορικό μυελοειδούς καρκίνου θυρεοειδούς,<br />
πολλαπλής ενδοκρινικής νεοπλασίας<br />
τύπου 2, ή θηλώδους καρκινώματος θυρεοειδούς<br />
• Ηλικία 70<br />
• Φύλο: ανδρες>γυναίκες<br />
• Γρήγορη ανάπτυξη όζου<br />
• Συμπαγής, σκληρής υφής όζος<br />
• Τραχηλικοί λεμφαδένες<br />
• Πιεστικά φαινόμενα: δυσφαγία, βράγχος φωνής,<br />
δύσπνοια<br />
TSH<br />
,,TSH<br />
TSH<br />
<br />
<br />
<br />
US<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
131 <br />
<br />
USFNA<br />
TSH<br />
TSH..<br />
<br />
FNA<br />
<br />
<br />
FNA<br />
<br />
US<br />
FNA<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
HurtleCell<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
<br />
TSH..<br />
<br />
<br />
<br />
1. <br />
<br />
<br />
Σχήμα 1. Αλγόριθμος για την εκτίμηση ασθενών με έναν ή περισσότερους όζους στον θυρεοειδή
224<br />
Οζώδης θυρεοειδική νόσος<br />
Σχήμα 2. Σχηματική παράσταση ισχυρής ένδειξης για παρακέντηση με λεπτή βελόνη(FNA) των όζων του<br />
θυρεοειδούς με βάση τα υπερηχογραφικά ευρήματα<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
1. Tunbridge WMG, Evered DC, Hall R, et al. The spectrum<br />
of thyroid disease in a community: the WhickhamSurvey.<br />
Clin Endocrinol (Oxf ) 1977;7:481–493.<br />
2. Vander JB, Gaston EA, Dawber TR The significance<br />
of nontoxic thyroid nodules. Ann Intern Med<br />
1968;69:537–540.<br />
3. Tan GH, Gharib H Thyroid incidentalomas: management<br />
approaches to nonpalpable nodules discovered<br />
incidentally on thyroid imaging. Ann Intern<br />
Med 1997;126:226–231.<br />
4. Hegedus L Clinical practice. The thyroid nodule. N<br />
Engl J Med 2004;351:1764–1771.<br />
5. Mandel SJ A 64-year-old woman with a thyroid<br />
nodule. JAMA 2004;292:2632–2642.<br />
6. Corrias A, Einaudi S, Chiorboli E, et al. Accuracy<br />
of fine needle aspiration biopsy of thyroid nodules<br />
in detecting malignancy in childhood: Comparison<br />
with conventional clinical, laboratory, and imaging<br />
approaches. J Clin Endocrinol Metab. 2001;86:4644-<br />
4648<br />
7. Sherman SI Thyroid carcinoma. Lancet 2003 ;361:501–<br />
511.<br />
8. Papini E. The dilemma of non-palpable thyroid nodules.<br />
J Endocrinol Invest. 2003;26:3-4.<br />
9. Christensen SB, Bondeson L, Ericsson UB, Lindholm<br />
K. Prediction of malignancy in the solitary thyroid<br />
nodule by physical examination, thyroid scan, fineneedle<br />
biopsy and serum thyroglobulin: A prospective<br />
study of 100 surgically treated patients. Acta<br />
Chir Scand. 1984;150:433-439.<br />
10. Ashcraft MW, Van Herle AJ. Management of thyroid<br />
nodules. II: Scanning techniques, thyroid suppressive<br />
therapy, and fine needle aspiration. Head<br />
Neck Surg. 1981;3:297- 322.<br />
11. Hamburger JI, Husain M. Contribution of intraoperative<br />
pathology evaluation to surgical management<br />
of thyroid nodules. Endocrinol Metab Clin North<br />
Am. 1990;19:509- 522.<br />
12. Hamming JF, Goslings BM, van Steenis GJ, et al. The<br />
value of fine-needle aspiration biopsy in patients<br />
with nodular thyroid disease divided into groups<br />
of suspicion of malignant neoplasms on clinical<br />
grounds [erratum in: Arch Intern Med 1990;150:1088].<br />
Arch Intern Med. 1990;150:113-116.<br />
13. Hagag P, Strauss S, Weiss M Role of ultrasound guided<br />
fine-needle aspiration biopsy in evaluation of nonpalpable<br />
thyroid nodules. Thyroid 1998;8:989–995.<br />
14. Mc Henry CR, Hush ES, Machekano, RN: Is nodule<br />
size an independent predictor of thyroid malignancy?<br />
Surgery 2008:144:1062-8<br />
15. Porterfield JR, Grant CS, Dean DS, et al: Reliability<br />
of benign fine needle aspiration cytology of large<br />
thyroid nodules. Surgery 2008 144:963-8<br />
16. Kim DW, Lee EJ, Kim SH, et al: Ultrasound –guided<br />
Fine Needle Aspiration Biopsy of Thyroid Nodules:
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 225<br />
Comparison in Efficacy According to Nodule Size.<br />
Thyroid 2008, 18:603-606<br />
17. Boelaert K, Horacek J, Holder RL, et al. Serum thyrotropin<br />
concentration as a novel predictor of malignancy<br />
in thyroid nodules investigated by fine-needle<br />
aspiration. J Clin Endo Metab2006;91:4295–4301.<br />
18. Mandel SJ. Diagnostic use of ultrasonography in<br />
patients with nodular thyroid disease. Endocr Pract.<br />
2004;10:246- 252.<br />
19. Moon WJ, Jung SL, Lee JH, et al. Thyroid Study<br />
Group, Korean Society of Neuro- and Head and<br />
Neck Radiology. Benign and malignant thyroid nodules:US<br />
differentiation: Multicenter retrospective<br />
study. Radiology. 2008;247:762-770.<br />
20. Kim EK, Park CS, Chung WY, et al. New sonographic<br />
criteria for recommending fine-needle aspiration<br />
biopsy of nonpalpable solid nodules of the thyroid.<br />
AJR Am J Roentgenol. 2002;178:687-691.<br />
21. Cappelli C, Castellano M, Pirola I, et al. Thyroid<br />
nodule shape suggests malignancy. Eur J Endocrinol.<br />
2006;155: 27-31.<br />
22. Hegedus L, Bonnema S, and Bennedbaek FN: Management<br />
of simple nodular goiter: current status<br />
and future perspectives. Endocr Rev 2003, 24:48-77<br />
23. Gharib H, Papini E, Paschke R: Thyroid nodules: a<br />
review of current guidelines, practices and prospects.<br />
Eur J Endocrinology 2008, 176:68-71.<br />
24. Cheung K, Roman SA, Wang TS, Walker HD, Sosa<br />
JA. Calcitonin measurement in the evaluation of<br />
thyroid nodules in the United States: a cost-effectiveness<br />
and decision analysis. J Clin Endocrinol<br />
Metab. 2008;93:2173-2180.<br />
25. Tzavara I, Vlassopoulou B, Alevizaki C, ET AL: Differentiated<br />
thyroid cancer. Aretrospective analysis<br />
of 832 cases from Greece. Clin Endocrinol 1999,<br />
50:643-654.<br />
26. Kim MJ, Kim EK, Park SI et al. US-Guided fine<br />
needle aspiration of thyroid nodules: indications,<br />
techniques, results. Radiographics 2008;<br />
27. Danese D, Sciacchitano S, Farsetti A, Andreoli M,<br />
Pontecorvi A Diagnostic accuracy of conventional<br />
versus songraphy-guided fine-needle aspiration biopsy<br />
of thyroid nodules. Thyroid 1998;8:15–21.<br />
28. Carmeci C, Jeffrey RB, McDougall IR, Nowels KW,<br />
Weigel RJ Ultrasound-guided fine-needle aspiration<br />
biopsy of thyroid masses. Thyroid 1998;8:283–289.<br />
29. Mazzaferri EL. Sipos J: Should all patients with subcentimeter<br />
thyroid nodules undergo fine-needle<br />
aspiration biopsy and preoperative neck ultrasonography<br />
to define the extent of tumor invasion?<br />
Thyroid 2008 18:1114-1119<br />
30. Marqusee E, Benson CB, Frates MC, et al. Usefulness<br />
of ultrasonography in the management of nodular<br />
thyroid disease. Ann Intern Med 2000;1339:696–700.<br />
31. Papini E, Guglielmi R, Bianchini A, et al. Risk of malignancy<br />
in nonpalpable thyroid nodules:predictive<br />
value of ultrasound and color-Doppler features. J<br />
Clin Endocrinol Metab 2002;87:1941–1946.<br />
32. AACE/AME/ETA Task force on thyroid nodules.<br />
Medical guidelines for clinical practice for the diagnosis<br />
and management of thyroid nodules. Endocr<br />
Pract 2009<br />
33. Cooper DS, Doherty GM, Haugen BR et al: The<br />
American Thyroid Association guidelines Taskforce:<br />
Management guidelines for patients with thyroid<br />
nodules and differentiated thyroid cancer. Thyroid<br />
2006, 16:109-142<br />
34. Baloch ZW, LiVolsi VA, Asa SL, et al Diagnostic<br />
terminology and morphologic criteria for cytologic<br />
diagnosis of thyroid lesions: a synopsis of<br />
the National Cancer Institute Thyroid Fine-Needle<br />
Aspiration State of the Science Conference. Diagn<br />
Cytopathol 2008;36:425–437.<br />
35. Zelmanovitz F, Genro S, Gross JL 1998 Suppressive<br />
therapy with levothyroxine for solitary thyroid<br />
nodules: a double-blind controlled clinical study<br />
and cumulative meta-analyses. J Clin Endocrinol<br />
Metab 83:3881–3885.<br />
36. Wemeau JL, Caron P, Schvartz C, et al. Effects of<br />
thyroidstimulating hormone suppression with levothyroxine<br />
in reducing the volume of solitary thyroid<br />
nodules and improving extranodular nonpalpable<br />
changes: a randomized, double-blind, placebo-controlled<br />
trial by the French Thyroid Research Group.<br />
J Clin Endocrinol Metab 2002;87:4928– 4934.<br />
37. Castro MR, Caraballo PJ, Morris JC Effectiveness<br />
of thyroid hormone suppressive therapy in benign<br />
solitary thyroid nodules: a meta-analysis. J Clin Endocrinol<br />
Metab 2002;87:4154–4159.<br />
38. Reiners C, Schneider P. Radioiodine therapy of<br />
thyroidautonomy. Eur J Nucl Med Mol Imaging.<br />
2002;29(Suppl 2):S471-S478.<br />
39. Nygaard B, Hegedus L, Nielsen KG, Ulriksen P, Hansen<br />
JM. Long-term effect of radioactive iodine on<br />
thyroid function and size in patients with solitary<br />
autonomously functioning toxic thyroid nodules.<br />
Clin Endocrinol (Oxf). 1999;50:197-202.<br />
40.Nielsen VE, Bonnema SJ, Hegedus L. The effects
226<br />
Οζώδης θυρεοειδική νόσος<br />
of recombinant human thyrotropin, in normal subjects<br />
and patients with goitre. Clin Endocrinol (Oxf).<br />
2004;61:655-663.<br />
41. Raab SS, Silverman JF, Elsheikh TM, Thomas PA,<br />
Wakely PE Pediatric thyroid nodules: disease demographics<br />
and clinical management as determined<br />
by fine needle aspiration biopsy. Pediatrics<br />
1995;95:46–49.<br />
42. Corrias A, Einaudi S, Chiorboli E, et al. Accuracy<br />
of fine needle aspiration biopsy of thyroid nodules<br />
in detecting malignancy in childhood: comparison<br />
with conventional clinical, laboratory, and<br />
imaging approaches. J Clin Endocrinol Metab2001;<br />
86:4644–4648.<br />
43. Hung W 1999 Solitary thyroid nodules in 93 children<br />
and adolescents, a 35-years experience. Horm<br />
Res 52:15–18.<br />
44. Gharib H, Zimmerman D, Goellner JR, Bridley SM,<br />
LeBlanc SM Fine-needle aspiration biopsy: Use in<br />
diagnosis and management of pediatric thyroid<br />
diseases. Endo Pract 1995;1:9–13.<br />
45. Corrias A, Einaudi S, Chiorboli E, et al. Accuracy of<br />
fine needle aspiration biopsy of thyroid nodules<br />
in detecting malignancy in childhood: Comparison<br />
with conventional clinical, laboratory, and imaging<br />
approaches. J Clin Endocrinol Metab. 2001;86:4644-<br />
4648.<br />
46. Feinmesser R, Lubin E, Segal K, Noyek A. Carcinoma<br />
of the thyroid in children: A review. J Pediatr Endocrinol<br />
Metab. 1997;10:561-568.<br />
47. Niedziela M, Breborowicz D, Trejster E, Korman E.<br />
Hot nodules in children and adolescents in western<br />
Poland from 1996 to 2000: Clinical analysis of 31<br />
patients. J Pediatr Endocrinol Metab. 2002;15:823-<br />
830.<br />
48. Tan GH, Gharib H, Goellner JR, van Heerden JA,<br />
Bahn RS Management of thyroid nodules in pregnancy.<br />
Arch Intern Med 1996;156:2317–2320.<br />
49. Moosa M, Mazzaferri EL 1997 Outcome of differentiated<br />
thyroid cancer diagnosed in pregnant<br />
women. J Clin Endocrinol Metab 82:2862–2866.<br />
50. Rosen IB, Korman M, Walfish PG. Thyroid nodular<br />
disease in pregnancy: Current diagnosis and management.<br />
Clin Obstet Gynecol. 1997;40:81-89.
227<br />
Αυτοανοσία και θυρεοειδής<br />
Κ Χαντζιάρα 1 , Μ Τζανέλα 2 ,<br />
1<br />
Ειδικευόμενη Ιατρός, 2 Επιμελήτρια Α’, Ενδοκρινολογικό Τμήμα-Κέντρο Διαβήτη Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
SUMMARY<br />
CHANTZIARA K, TZANELA M. Thyroid autoimmunity. Autoimmunity is a common cause of dysfunction of the thyroid<br />
gland and can lead to hypofunction and / or hyperfunction. Both genetic and environmental factors are involved in<br />
its induction. The pathophysiology of thyroiditis Hashimoto (HT) and Graves disease (GD) includes common mechanisms<br />
through which reactive T-cells of the thyroid escape tolerance and penetrate the thyroid. There, through unique mechanisms<br />
for each disease, these T-cells cause either cell death (in HT) or stimulation (in GD). Various genes are involved in<br />
autoimmune thyroid disease (ATD). It is well known that there is a tendency for multiple autoimmune diseases to occur<br />
concomitantly in some patients. There is a strong epidemiological association between generalized vitiligo and autoimmune<br />
thyroid disease (ATD). The most important environmental factors implicated in the development of ATD are iodine<br />
and smoking. Iodine deficiency is the main pathogenetic factor contributing to endemic goiter. Systemic effects of ATD<br />
include GO, association with spontaneous miscarriage, and participation in autoimmune polyglandular syndromes (APS).<br />
The presence of ATD is associated with an increased risk for spontaneous miscarriage in subfertile women achieving a<br />
pregnancy through an IVF procedure. Finally, the coexistence of ATD and type 1 diabetes (T1D) in the same individual is<br />
denominated as APS3 variant (APS3v). Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 227-239, 2011.<br />
Key words: autoimmunity, thyroid, Graves’ orbitopathy, iodine, smoking<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Η αυτοανοσία είναι συχνό αίτιο δυσλειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα και μπορεί να οδηγήσει σε υπολειτουργία<br />
ή/και υπερλειτουργία του αδένα. Τόσο γενετικοί όσο και περιβαλλοντικοί παράγοντες εμπλέκονται στην επαγωγή της.<br />
Η παθοφυσιολογία της θυρεοειδίτιδας Hashimoto (ΗΤ) και της νόσου Graves (GD) περιλαμβάνει κοινούς μηχανισμούς<br />
μέσω των οποίων αντιδραστικά Τ-κύτταρα του θυρεοειδούς διαφεύγουν της ανοχής και διεισδύουν στον θυρεοειδή,<br />
καθώς και μοναδικούς για την κάθε νόσο μηχανισμούς με τους οποίους αυτά τα Τ-κύτταρα προκαλούν είτε τον κυτταρικό<br />
θάνατο (στην ΗΤ) είτε την διέγερση (στη GD). Η συσχέτιση της λεύκης με το CTLA-4 φαίνεται να είναι έμμεση,<br />
αντικατοπτρίζοντας την πρωτοπαθή σχέση με άλλες αυτοάνοσες νόσους, κυρίως την ΑΘΝ. Οι σημαντικότεροι περιβαλλοντικοί<br />
παράγοντες που έχουν ενοχοποιηθεί για την ανάπτυξη ΑΘΝ είναι το ιώδιο και το κάπνισμα. Στις εξωθυρεοειδικές<br />
επιπτώσεις της ΑΘΝ συγκαταλέγονται η OG, η συσχέτισή της με υπογονιμότητα, καθώς και η συμμετοχή<br />
της στα αυτοάνοσα πολυαδενικά σύνδρομα (APS) Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 227-239, 2011.<br />
Λέξεις κλειδιά: αυτοανοσία, θυρεοειδής, οφθαλμοπάθεια Graves, ιώδιο, κάπνισμα<br />
Εισαγωγη<br />
Η αυτοανοσία είναι συχνό αίτιο δυσλειτουργίας<br />
του θυρεοειδούς αδένα και μπορεί να οδηγήσει σε<br />
υπολειτουργία ή/και υπερλειτουργία του αδένα. Η ταξινόμηση<br />
και κλινική έκφραση της αυτοάνοσης θυρεοειδικής<br />
νόσου (ΑΘΝ) περιλαμβάνει τη χρόνια αυτοάνοση<br />
θυρεοειδίτιδα ή θυρεοειδίτιδα Hashimoto, την ατροφική<br />
θυρεοειδίτιδα (πρωτοπαθή υποθυρεοειδισμό), την σιωπηλή<br />
θυρεοειδίτιδα (σποραδική και λοχείας), και τη<br />
νόσο Graves. Οι δύο πρώτες εκφράζονται κλινικά με<br />
υποθυρεοειδισμό, η τρίτη με παροδικό υπερθυρεοειδισμό<br />
και στη συνέχεια υποθυρεοειδισμό και η τελευταία<br />
με υπερθυρεοειδισμό (1). Η ΑΘΝ, όπως πετυχημένα<br />
έχει ειπωθεί, αποτελεί ένα φάσμα που εκτείνεται<br />
από το ιδιοπαθές μυξοίδημα, στη μη τοξική βρογχοκήλη<br />
και φτάνει στην διάχυτη τοξική βρογχοκήλη ή νόσο
228<br />
Αυτοανοσία και θυρεοειδής<br />
Graves. Εξέλιξη της αυτοανοσίας από το ένα άκρο του<br />
φάσματος αυτού στο άλλο μπορεί ενίοτε να συμβεί<br />
στον ίδιο ασθενή (2). Τόσο γενετικοί όσο και περιβαλλοντικοί<br />
παράγοντες εμπλέκονται στην επαγωγή της<br />
αυτοανοσίας. Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο φαίνεται να<br />
διαδραματίζει το ιώδιο καθώς και το κάπνισμα, όπως<br />
βρέθηκε από πρόσφατες μελέτες.<br />
Συντομη επισκοπηση του ανοσοποιητικου<br />
μηχανισμου<br />
Η βασική λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος<br />
έγκειται στην αναγνώριση των αυτοαντιγόνων<br />
έναντι των εξωγενών αντιγόνων και η εξουδετέρωση<br />
των τελευταίων (3). Τα κύτταρα που εμπλέκονται στον<br />
ανωτέρω μηχανισμό είναι κυρίως τα CD4+ Τ βοηθητικά<br />
λεμφοκύτταρα, τα οποία μετά από την έκθεση στο<br />
αντιγόνο διαφοροποιούνται σε δύο υποκατηγορίες,<br />
τα Th 1 και τα Th2 λεμφοκύτταρα. Τα Th 1 εκκρίνουν<br />
ιντερλευκίνη-2 (IL-2), ιντερφερόνη-γ (IFN-γ) και παράγοντα<br />
νέκρωσης των όγκων (TNF-α) και ρυθμίζουν<br />
την κυτταρική ανοσία, ενώ τα Th2, εκκρίνουν ιντερλευκίνη<br />
4,5,6 και 10 και επηρεάζουν την χυμική ανοσία.<br />
Η ενεργοποίηση των Τ-λεμφοκυττάρων απαιτεί δύο<br />
σήματα. Το πρώτο είναι η πρόσδεση των υποδοχέων<br />
των Τ-λεμφοκυττάρων (TCR) με τα αντιγόνα τα οποία<br />
φέρονται στα MHC μόρια των αντιγονοπαρουσιαστικών<br />
κυττάρων (ΑΠΣΚ). Το δεύτερο συνδιεγερτικό σήμα<br />
παρέχεται από πρωτεΐνες επιφανείας των ΑΠΣΚ. Οι<br />
κυριότερες εκπρόσωποι είναι οι Β7.1 (CD80) και Β7.2<br />
(CD70). Οι Β7.1 διεγείρουν την παραγωγή των Th1 λεμφοκυττάρων,<br />
ενώ οι Β7.2 των Th2 λεμφοκυττάρων (3).<br />
Η αλληλεπίδραση των Β7 πρωτεϊνών με το<br />
CD28 αντιγόνο επιφανείας των ανενεργών Τ-λεμφοκυττάρων<br />
οδηγεί στην ενεργοποίησή τους, ενώ<br />
πρόσδεση στο CTLA-4 αντιγόνο επιφανείας ήδη ενεργοποιημένων<br />
Τ-λεμφοκυττάρων έχει ως αποτέλεσμα<br />
την μετάδοση αρνητικού σήματος. Επίσης δύο νέα ζεύγη<br />
υποδοχέων-συνδετών έχουν εμπλακεί στη μετάδοση<br />
του σήματος ενεργοποίησης των λεμφοκυττάρων.<br />
Η B7RP-1 πρωτεΐνη προσδένεται στον υποδοχέα ICOS<br />
και μεταδίδει διεγερτικό σήμα, ενώ η πρόσδεση των<br />
Β7-Η1 (PD-L1) και B7-DC (PD-L2) με τον υποδοχέα PD-1<br />
μεταδίδει ανασταλτικό σήμα (3).<br />
Γενετικη προδιαθεση ΑΘΝ<br />
Είναι ενδιαφέρον ότι η αυτοάνοση διέγερση του<br />
θυρεοειδή οδηγεί σε κλινικά σύνδρομα με αντίθετη<br />
εικόνα και εξέλιξη, τη θυρεοειδίτιδα Hashimoto (ΗΤ)<br />
και τη νόσο Graves (GD). Στη HT, η λεμφοκυτταρική<br />
διήθηση του θυρεοειδούς αδένα οδηγεί σε απόπτωση<br />
των θυρεοειδικών κυττάρων και υποθυρεοειδισμό<br />
(4). Αντιθέτως, στη GD, η λεμφοκυτταρική διήθηση του<br />
θυρεοειδούς οδηγεί σε ενεργοποίηση του υποδοχέα<br />
θυρεοτροπίνης (TSHR) από αντιδραστικά Β-κύτταρα<br />
που εκκρίνουν TSHR-διεγερτικά αντισώματα και προκαλούν<br />
υπερθυρεοειδισμό (5). Εχει διατυπωθεί η άποψη<br />
ότι αν στην αυτοάνοση διέγερση επικρατήσουν τα<br />
Τh1 λεμφοκύτταρα, υπεύθυνα για την κυτταρική ανοσοαπόκριση,<br />
επάγεται η έκφραση του Fas και η απόπτωση<br />
του θυρεοειδικού κύτταρου με αποτέλεσμα την<br />
HT. Αντίθετα, σε επικράτηση των Τh2 λεμφοκυττάρων,<br />
υπεύθυνων για την χυμική ανοσία, επάγεται η παραγωγή<br />
των διεγερτικών ή ανασταλτικών αντισωμάτων<br />
έναντι του υποδοχέα της TSH με αποτέλεσμα εμφάνιση<br />
GD ή ατροφικής θυρεοειδίτιδας αντίστοιχα (1). Η<br />
παθοφυσιολογία λοιπόν της HT και GD περιλαμβάνει<br />
κοινούς μηχανισμούς μέσω των οποίων αντιδραστικά<br />
Τ-κύτταρα του θυρεοειδούς διαφεύγουν της ανοχής<br />
και διεισδύουν στον θυρεοειδή, καθώς και μοναδικούς<br />
για την κάθε νόσο μηχανισμούς με τους οποίους αυτά<br />
τα αντιδραστικά θυρεοειδικά Τ-κύτταρα προκαλούν<br />
είτε τον κυτταρικό θάνατο (στη ΗΤ) είτε την διέγερση<br />
(στη GD). Έτσι, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η<br />
γενετική προδιάθεση για τις HT και GD περιλαμβάνει<br />
κοινά γονίδια και διαφορετικά για την κάθε νόσο γονίδια<br />
(6).<br />
Ποικίλες μελέτες συνοψίζουν δεδομένα σχετικά με<br />
γονίδια που εμπλέκονται στη θυρεοειδική αυτοανοσία.<br />
Την πρώτη κατηγορία γονιδίων αποτελούν τα λεγόμενα<br />
γονίδια της ανοσολογικής σύναψης (7). Η ανοσολογική<br />
σύναψη είναι ο χώρος όπου έρχονται σε επαφή<br />
τα ΑΠΣΚ και τα Τ-κύτταρα, και σχηματίζεται στη<br />
διάρκεια της ενεργοποίησης των Τ-λεμφοκυττάρων.<br />
Πρόκειται για ένα πολύπλοκο περιβάλλον που περιλαμβάνει<br />
το αντιγόνο-πεπτίδιο που είναι δεσμευμένο<br />
σε μια κατηγορία μορίων HLA ΙΙ και τον υποδοχέα των<br />
Τ-κυττάρων, συνδιεγερτικά μόρια, καθώς και υποδοχείς<br />
των ΑΠΣΚ και Τ-κυττάρων, ιντεγκρίνες, και άλλα<br />
μόρια (8). Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι αρκετά από τα<br />
γονίδια της ΑΘΝ συμμετέχουν στην ανοσολογική σύναψη,<br />
γεγονός που υποδηλώνει ότι ανωμαλίες στην<br />
αντιγονοπαρουσίαση εμπλέκονται σε μηχανισμούς<br />
που οδηγούν στην αυτοανοσία (7).<br />
Ι. Γονίδια της ανοσολογικής σύναψης<br />
• Το γονίδιο HLA-DR<br />
Η μεγάλη περιοχή ιστοσυμβατότητας (MHC) κωδι-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 229<br />
κοποιεί τις γλυκοπρωτεΐνες HLA, είναι μια άκρως πολυμορφική<br />
γενετική περιοχή που περιλαμβάνει πολλά<br />
γονίδια και βρίσκεται στο χρωμόσωμα 6p21 (9). Aρχικές<br />
μελέτες ανέλυσαν τα σημαντικότερα HLA αλλήλια τάξης<br />
ΙΙ στην ΑΘΝ (9). Οι μελέτες αυτές ανέδειξαν μία σημαντική<br />
συσχέτιση της GD με το HLA-DR3. Ωστόσο, τα στοιχεία<br />
για τα HLA αλλήλια που εμπλέκονται στην HT είναι<br />
λιγότερο συγκεκριμένα από αυτά της GD, ενώ ποικίλα<br />
από αυτά έχουν αναφερθεί ως συσχετιζόμενα.<br />
Πρόσφατες μελέτες μετατόπισαν το επίκεντρο του<br />
ενδιαφέροντος από τη συσχέτιση των HLA-DR αλληλίων<br />
με την ΑΘΝ προς τη μοριακή δομή της «δεσμευτικής<br />
τσέπης» (binding pocket) του πεπτιδίου και τη συσχέτισή<br />
της με τη νόσο. Αυτή η μηχανιστική προσέγγιση<br />
αποδείχθηκε πολύ εποικοδομητική. Δεδομένου ότι τα<br />
T-κύτταρα αναγνωρίζουν και ανταποκρίνονται στα<br />
πεπτιδικά αντιγόνα όταν αυτά τους παρουσιάζονται<br />
από τα ΑΠΣΚ που είναι δεσμευμένα στις HLA ΙΙ τσέπες,<br />
υποθέσαμε ότι ορισμένα HLA-DR αλλήλια επιτρέπουν<br />
σε αυτοαντιγονικά πεπτίδια να προσδένονται στις<br />
«δεσμευτικές τσέπες» και έτσι μπορούν να παρουσιάζονται<br />
πιο αποτελεσματικά στα T- κύτταρα (10).<br />
Πρόσφατα εντοπίστηκε η αργινίνη στη θέση 74 της<br />
αλυσίδας HLA-DRB1 (DRB-Arg74) ως το κρίσιμο DR αμινοξύ<br />
που προσδίδει ευπάθεια για την GD. Αντίθετα,<br />
βρέθηκε ότι η παρουσία της γλουταμίνης στη θέση 74<br />
της DRB1 αλυσίδας είναι προστατευτική. Τα στοιχεία<br />
αυτά επιβεβαιώθηκαν από μελέτες σε ένα ανεξάρτητο<br />
σύνολο δεδομένων (11). Ομοίως, εντοπίστηκε μία «τσέπη»<br />
HLA-DR αμινοξέος που αυξάνει τον κίνδυνο για<br />
την HT. Όπως και στη GD, η βασική «τσέπη» αμινοξύ<br />
ήταν επίσης η DRB-Arg74. Δομικές αναλύσεις έδειξαν<br />
ότι αυτή η «τσέπη» οδηγεί σε μια μοναδική δομή που<br />
είναι πιθανό να δεσμεύει παθογενετικά πεπτίδια και<br />
να τα παρουσιάζει σε Τ-κύτταρα. Περαιτέρω μελέτες<br />
εντόπισαν αυτά τα Tg πεπτίδια που θα μπορούσαν<br />
να παρουσιαστούν από HLA-DR «τσέπες» που περιέχουν<br />
αργινίνη στη βήτα θέση 74 (12).<br />
• CTLA-4<br />
To CTLA-4 έχει καθιερωθεί πλέον ως γονίδιο αυτοανοσίας<br />
που συνδέεται με διάφορες αυτοάνοσες καταστάσεις.<br />
Αυτές περιλαμβάνουν τόσο την GD όσο και<br />
την HT, καθώς και την παραγωγή θυρεοειδικών αντισωμάτων<br />
(TAb) χωρίς να συνοδεύονται από κλινική<br />
νόσο (13). Η συσχέτιση αυτή είναι σταθερή ανάμεσα σε<br />
διαφορετικές εθνότητες και γεωγραφικές ομάδες (14).<br />
Πρόσφατες αναλύσεις έδειξαν ότι η συμμετοχή<br />
του CTLA-4 στην γενετική προδιάθεση της ΑΘΝ είναι<br />
πιο πολύπλοκη από ό, τι αρχικά πιστευόταν. Ενώ το<br />
CTLA-4 μόνο του προδιαθέτει στην ανάπτυξη TAb,<br />
μπορεί επίσης να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην<br />
προδιάθεση για υψηλά επίπεδα TAb και έκφραση κλινικής<br />
ΑΘΝ όταν αλληλεπιδρά με άλλους επιτόπους<br />
(loci) (15). Επιπλέον, τόσο το G αλλήλιο (φέρεται να<br />
σχετίζεται με την ΑΘΝ) όσο και το Α αλλήλιο (φέρεται<br />
να είναι προστατευτικό) του A/G49 SNP του CTLA-4<br />
μπορεί να προδιαθέτει για ΑΘΝ όταν αλληλεπιδρούν<br />
με διαφορετικούς επιτόπους (15).<br />
• CD40<br />
Το CD40 εκφράζεται κυρίως στα Β-κύτταρα και σε<br />
άλλα ΑΠΣΚ και διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο στην<br />
ενεργοποίηση των Β-κυττάρων και την έκκριση αντισωμάτων.<br />
Δεδομένου ότι το CD40 εκφράζεται στα<br />
Β-κύτταρα και στα θυλακιώδη θυρεοειδικά κύτταρα<br />
τα οποία συμμετέχουν στην ανάπτυξη της GD, είναι<br />
πιθανό ότι η αυξημένη έκφραση του CD40 που οφείλεται<br />
στο C-αλλήλιο στα κύτταρα αυτά προδιαθέτει<br />
σε νόσο (16). Έτσι, η αυξημένη έκφραση του CD40 στα<br />
Β-κύτταρα μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη παραγωγή<br />
αντι-TSHR-διεγερτικών αντισωμάτων, ενώ αυξημένη<br />
έκφραση του CD40 στα θυρεοειδικά κύτταρα μπορεί<br />
να πυροδοτήσει μια αυτοάνοση αντίδραση στο θυρεοειδή<br />
από τοπικά Τ-κύτταρα. Οι εν λόγω μηχανισμοί<br />
δεν αλληλοαποκλείονται και θα μπορούσαν να λειτουργούν<br />
αμφότεροι (7).<br />
ΙΙ. Γονίδια ρυθμιστικά των Τ-κυττάρων<br />
Τα ρυθμιστικά Τ-κύτταρα (Treg) αποτελούν σημαντικό<br />
υποσύνολο των Τ-κυττάρων που ρυθμίζουν<br />
την ενεργοποίηση των Τ-κυττάρων. Παίζουν σημαντικό<br />
ρόλο στην περιφερική ανοχή στα αυτοαντιγόνα.<br />
Πράγματι, διέγερση των Treg κυττάρων καταστέλλει<br />
την πειραματική αυτοανοσία σε επίμυες. Επιπλέον, η<br />
έλλειψη Treg κυττάρων στους επίμυες αυξάνει την ευαισθησία<br />
τους για πειραματική πρόκληση GD (17). Σε<br />
μια άλλη πρόσφατη μελέτη φάνηκε ότι η έλλειψη των<br />
Treg σε επίμυς προκαλεί μαζί με πειραματική GD, μια<br />
μεταλλαγή προς μία νόσο που προσομοιάζει σε ΗΤ<br />
(18). Έχουν βρεθεί αρκετοί υπότυποι Treg κυττάρων.<br />
Ένας υποτύπος, τα φυσικά απαντούμενα Treg, εκφράζουν<br />
ιδιοσυστασιακά το CD25, το CTLA-4, και τον<br />
επαγόμενο από γλυκοκορτικοειδή παράγοντα νέκρωσης<br />
των όγκων (TNF) υποδοχέα. Επιπλέον, η ανάπτυξή<br />
τους ρυθμίζεται από το FOXP3 γονίδιο. Ενδιαφέρον<br />
παρουσιάζει ότι το FOXP3 και το CD25 σχετίζονται με<br />
την ΑΘΝ (7).
230<br />
Αυτοανοσία και θυρεοειδής<br />
ΙΙΙ. Γονίδια ειδικά για τον θυρεοειδή<br />
• Θυρεοσφαιρίνη (Tg)<br />
Η Tg είναι ένας από τους κύριους στόχους της<br />
αυτοάνοσης αντίδρασης στην ΑΘΝ (19). Ως εκ τούτου,<br />
αποτελεί ένα υποψήφιο γονίδιο για την ΑΘΝ. Πράγματι,<br />
η μελέτη σύνδεσης ολόκληρου του γονιδιώματος<br />
(whole’genome linkage study) προσδιόρισε τo γονίδιο<br />
της Tg ως μείζον γονίδιο ευπάθειας για ΑΘΝ (20). Ο<br />
προσδιορισμός της αλληλουχίας του γονιδίου της Tg<br />
προσδιόρισε τρεις παραλλαγές αμινοξέων που σχετίστηκαν<br />
με ΑΘΝ, τα A734S, V1027M και W1999R (21).<br />
Μηχανικά, είναι πιθανό ότι οι ποικιλομορφίες της Tg<br />
μπορεί να προδιαθέτουν σε νόσο, μεταβάλλοντας τον<br />
κατακερματισμό της στα ενδοσώματα, με αποτέλεσμα<br />
ένα παθογονικό πεπτίδιο Tg (7).<br />
• Γονίδιο TSHR<br />
Η GD ορίζεται από την παρουσία της διεγερτικών<br />
αντισωμάτων του TSHR (5). Συνεπώς, εύλογο είναι ότι<br />
το γονίδιο TSHR ήταν το πρώτο (μετά το HLA), που<br />
ελέγχθηκε για πιθανή συσχέτιση με την GD (7). Πρόσφατα<br />
διαπιστώθηκε ότι μη κωδικοποιητικά ιντρόνια<br />
SNPs στον TSHR συνδέονται με την GD . Η πιο σταθερή<br />
συσχέτιση σε Καυκάσιους έχει βρεθεί για το ιντρόνιο<br />
1 SNP (22).<br />
Έχοντας υπόψιν τα ανωτέρω γονίδια, το κρίσιμο<br />
ερώτημα που τίθεται είναι πόσα γονίδια ευπάθειας<br />
απαιτούνται για την ανάπτυξη ΑΘΝ. Ένα από τα<br />
πολλά απρόσμενα ευρήματα γενετικών μελετών όσον<br />
αφορά σε σύνθετες ασθένειες ήταν ότι τα περισσότερα<br />
γονίδια που ταυτοποιήθηκαν είχαν πολύ μικρή<br />
επίπτωση (23). Πράγματι, με την εξαίρεση της παραλλαγής<br />
του DRB1-Arg74 του HLA, η οποία δίνει ένα odds<br />
ratio (OR) για τη GD> 5, όλα τα άλλα γονίδια της ΑΘΝ<br />
δίνουν πολύ χαμηλά OR
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 231<br />
τοπο στο 6qter κοντά στο IDDM8, 1,44Mb πλησίον του<br />
SMOC2 (26).<br />
Εκτός από την ανοσία που σχετίζεται με τα γονίδια,<br />
η μελέτη ολόκληρου του γονιδιώματος που αφορά<br />
στη λεύκη ανίχνευσε συσχέτιση με ένα μόνο μη-ανοσοσχετιζόμενο<br />
γονίδιο. Πρόκειται για το TYR, που κωδικοποιεί<br />
την τυροσινάση, το ένζυμο κλειδί για τη βιοσύνθεση<br />
της μελανίνης και σημαντικό αυτοαντιγόνο<br />
για τη γενικευμένη λεύκη. Όσον αφορά στη γενικευμένη<br />
λεύκη, την υπεύθυνη μετάλλαξη του TYR φαίνεται να<br />
αποτελεί το μείζον αλλήλιο του κοινού πολυμορφισμού<br />
R402Q (29). Μια υπόθεση είναι ότι η TYR R402Q μπορεί<br />
να προκαλέσει εναλλακτικά ευπάθεια στη λεύκη και<br />
στο μελάνωμα διαμορφώνοντας την ανοσοποιητική<br />
δραστηριότητα των κακοήθων μελανωμάτων (26).<br />
Υπάρχει μεγάλη επιδημιολογική συσχέτιση μεταξύ<br />
της γενικευμένης λεύκης και της ΑΘΝ, η οποία εκδηλώνεται<br />
(88% υποθυρεοειδισμός και 12% υπερθυρεοειδισμός)<br />
στο 17%-25% των ασθενών με λεύκη και στο<br />
6%-15% των συγγενών πρώτου βαθμού τους (27), ενώ<br />
ο επιπολασμός της λεύκης μεταξύ των ασθενών με<br />
ΑΘΝ είναι ~7% (30). Αυτή η επιδημιολογική συσχέτιση<br />
υποδηλώνει ότι η γενικευμένη λεύκη και η ΑΘΝ μοιράζονται<br />
κοινούς προδιαθεσικούς γενετικούς παράγοντες<br />
(26).<br />
Ποικίλες μελέτες έχουν εντοπίσει μια σειρά γονιδίων<br />
που ενδεχομένως δραστηριοποιούνται στην<br />
ΑΘΝ (31). Η ισχυρότερη συσχέτιση έχει βρεθεί με το<br />
HLA-DR3, στο οποίο ένα 74R αλλήλιο φαίνεται να είναι<br />
υπεύθυνο για την προδιάθεση στη νόσο (11). Αντίθετα,<br />
η γενικευμένη λεύκη σχετίζεται με τον HLA-DR4 της<br />
τάξης ΙΙ DRB1 * 04-DQB1 * 0301 απλότυπο (32).<br />
Ποικίλα μη-MHC υποψήφια γονίδια έχουν συσχετισθεί<br />
με την ΑΘΝ (24). Από αυτά, έχει εδραιωθεί η γενετική<br />
συσχέτιση του PTPN22 με τη γενικευμένη λεύκη,<br />
ενώ η συσχέτισή της με το CTLA4 φαίνεται να είναι<br />
έμμεση, αντικατοπτρίζοντας την πρωτοπαθή σχέση με<br />
άλλες αυτοάνοσες νόσους που μπορεί να συνυπάρχουν,<br />
κυρίως την ΑΘΝ (26).<br />
Περιβαλλοντικοι παραγοντες που ενοχοποιουνται<br />
για ΑΘΝ<br />
Οι σημαντικότεροι περιβαλλοντικοί παράγοντες<br />
που έχουν ενοχοποιηθεί για την ανάπτυξη ΑΘΝ είναι<br />
το ιώδιο, φάρμακα, στεροειδικές ορμόνες, μικροβιακοί<br />
παράγοντες, το stress και το κάπνισμα. Επίσης ποικίλες<br />
συνθετικές χημικές ενώσεις έχουν την ιδιότητα να<br />
προκαλούν διαταραχή στο θυρεοειδή και μπορεί να<br />
επηρεάσουν τη λειτουργία του. Αυτές περιλαμβάνουν<br />
τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια (PCB), οργανοφωσφορικά<br />
και οργανοχλωριωμένα φυτοφάρμακα, υποπροϊόντα<br />
διοξινών των χημικών οργανοχλωριούχων και<br />
το θειοκυάνειο (33). Τέλος, έχουν επίσης ενοχοποιηθεί<br />
αρκετά παράγωγα φυτικών ουσιών. Τα φλαβονοειδή,<br />
για παράδειγμα, επηρεάζουν τη σύνθεση των θυρεοειδικών<br />
ορμονών αναστέλλοντας την TPO (34). Τον<br />
σημαντικότερο από όλους αυτούς τους παράγοντες<br />
αποτελεί το ιώδιο, το οποίο έχει μελετηθεί και εκτενέστερα.<br />
Ι. Ιώδιο<br />
Το ιώδιο βρίσκεται σε ποικίλα διατροφικά προϊόντα,<br />
συμπεριλαμβανομένων των θαλασσινών και<br />
συμπληρωμάτων διατροφής (kelp και φύκια, ιωδιούχο<br />
αλάτι, ψωμί ενισχυμένο σε ιώδιο, αλεύρι, συντηρητικά<br />
και κόκκινες χρωστικές). Η θεραπευτική χρήση<br />
σκευασμάτων πλούσιων σε ιώδιο όπως η αμιοδαρόνη,<br />
βιταμίνες, τοπικά αντισηπτικά και ιωδιούχες ακτινολογικές<br />
χρωστικές μπορεί επίσης να οδηγήσει στην<br />
απελευθέρωση μεγάλων ποσοτήτων ιωδίου. Χαρακτηριστικά<br />
αναφέρεται ότι η αμιοδαρόνη περιέχει 37%<br />
ιώδιο. Αυτό το αντιαρρυθμικό σκεύασμα μπορεί να<br />
επηρεάσει αρνητικά τη λειτουργία του θυρεοειδούς και<br />
να προκαλέσει κλινικό υπερθυρεοειδισμό ή υποθυρεοειδισμό<br />
στο 2-10% των ασθενών (35).<br />
Η ένδεια ιωδίου είναι ο κύριος παθογενετικός παράγοντας<br />
της ενδημικής βρογχοκήλης. Ο μηχανισμός<br />
είναι είτε έμμεσος, μέσω της αυξημένης έκκρισης TSH<br />
που προκαλείται από τη μειωμένη παραγωγή ορμονών<br />
του θυροειδούς, είτε άμεσος, μέσω τοπικών αναδραστικών<br />
(feedback) μηχανισμών εντός του θυρεοειδούς<br />
αδένα. Αυτό μπορεί να αποτελεί το ερέθισμα<br />
για έναν υποπληθυσμό ταχέως ανταποκρινόμενων<br />
θυρεοειδικών κυττάρων στο να πολλαπλασιαστούν,<br />
οδηγώντας σε εστιακή θυρεοειδική υπερπλασία (36).<br />
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μία μελέτη που<br />
έγινε το 2007 και αφορά τον ρόλο του ιωδίου όσον<br />
αφορά στην ΑΘΝ στην Ελλάδα (33). Η Ελλάδα έως και<br />
τη δεκαετία του 1980 θεωρείτο, σύμφωνα με τα κριτήρια<br />
της ΠΟΥ, ως μία χώρα με μέτρια ένδεια ιωδίου.<br />
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, παρότι<br />
δεν ελήφθησαν επίσημα μέτρα για την εφαρμογή ενός<br />
υποχρεωτικού προγράμματος ιωδίωσης του άλατος,<br />
η διαιτητική πρόσληψη ιωδίου βελτιώθηκε. Την «σιωπηλή<br />
ιώδοπροφύλαξη», ακολούθησε η εμφάνιση αυτοάνοσης<br />
θυρεοειδίτιδας με βρογχοκήλη, ειδικά σε νέους<br />
ανθρώπους. Τα ευρήματα αυτά οδήγησαν στην υπόθεση<br />
ότι το ιώδιο εμπλέκεται στην ενεργοποίηση ή την
232<br />
Αυτοανοσία και θυρεοειδής<br />
ενίσχυση της θυρεοειδικής αυτοανοσίας, τουλάχιστον<br />
στις περιοχές όπου στο παρελθόν υπήρχε ένδεια ιωδίου<br />
(33).<br />
Με βάση τις παρατηρήσεις αυτές αναπτύχθηκε η<br />
υπόθεση της εξελισσόμενης θυρεοειδικής αυτοανοσίας<br />
κατά τη διάρκεια της ιωδοπροφύλαξης . Αυτή περιλαμβάνει<br />
ένα πρώιμο στάδιο κατά το οποίο αντι-Tg<br />
αντισώματα εμφανίζονται σε υψηλές συχνότητες. Σε<br />
αυτή τη φάση, η ιωδιωμένη Tg μπορεί να καταστεί<br />
ανοσογονική, προκαλώντας αυτοάνοση αντίδραση<br />
ενάντια στον θυρεοειδή αδένα. Η φάση αυτή φαίνεται<br />
να είναι αναστρέψιμη, αφού τα αντι-Tg αντισώματα<br />
εξαφανίζονται στις μισές περιπτώσεις. Στις υπόλοιπες<br />
αναπτύσσονται αντι-TPO αντισώματα και μπορεί<br />
να οδηγήσουν σε αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα (37). Κατά<br />
τη διάρκεια της δεύτερης φάσης, η συνεχής έκθεση στο<br />
ιώδιο μπορεί να διαδραματίσει ένα ανοσοτροποποιητικό<br />
ρόλο που αναπαράγει τη θυρεοειδική αυτοανοσία.<br />
Η παρουσία των αντι-TPO αντισωμάτων μπορεί<br />
να αποτελέσει ένδειξη για μελλοντική ανάπτυξη θυρεοειδικής<br />
δυσλειτουργίας (37).<br />
Οι μηχανισμοί μέσω των οποίων το ιώδιο σχετίζεται<br />
με την ανάπτυξη ΑΘΝ δεν έχουν διευκρινιστεί<br />
πλήρως, αλλά έχουν αναπτυχθεί διάφορες υποθέσεις.<br />
Η σύνδεση του ιωδίου με τη θυρεοσφαιρίνη αυξάνει<br />
την αντιγονικότητά της, αυξάνοντας παράλληλα τη<br />
συγγένειά της με τον TCR και ενισχύοντας την παρουσίασή<br />
της από τα ΑΠΣΚ στα Τ-λεμφοκύτταρα (3),<br />
με αποτέλεσμα την ενεργοποίηση αυτοαντιδραστικών<br />
λεμφοκυττάρων έναντι της θυρεοσφαιρίνης. Επίσης η<br />
οξείδωση του ιωδίου από την θυρεοειδική υπεροξειδάση<br />
(ΤΡΟ) οδηγεί στην παραγωγή μεσολαβητών, οι<br />
οποίοι έχουν άμεση καταστρεπτική δράση έναντι των<br />
θυρεοκυττάρων λόγω οξείδωσης των μεμβρανικών<br />
λιπιδίων και πρωτεϊνών τους (3, 38). Το οξειδωτικό<br />
stress που προκαλείται από την παραγωγή ελευθέρων<br />
ριζών μπορεί να οδηγήσει σε νέκρωση των κυττάρων<br />
του θυρεοειδούς με παράλληλη απελευθέρωση αυτοαντιγόνων.<br />
Η υπερβολική πρόσληψη ιωδίου σχετίζεται<br />
επίσης με την επαγωγή της απόπτωσης των θυρεοκυττάρων<br />
και την ανάπτυξη θυρεοειδικής αυτοανοσίας<br />
(1, 38). Τέλος, το ιώδιο φαίνεται να έχει θετική<br />
επίδραση στην ωρίμαση των δενδριτικών κυττάρων,<br />
στην αύξηση του αριθμού των κυκλοφορούντων Τ-<br />
λεμφοκυττάρων και στην ενίσχυση της παραγωγής<br />
ανοσοσφαιρινών (3, 39).<br />
ΙΙ. Κάπνισμα<br />
Μία ενδιαφέρουσα μελέτη από την Ολλανδία βρήκε<br />
ότι η διακοπή του καπνίσματος αυξάνει τον κίνδυνο de<br />
novo εμφάνισης στον ορό αντι-ΤΡΟ ή/και αντι-Tg αντισωμάτων<br />
σε άτομα ευπαθή προς ανάπτυξη ΑΘΝ (40).<br />
Διάφορες μελέτες παρέχουν ισχυρές ενδείξεις ότι<br />
το κάπνισμα μειώνει την επίπτωση των αντι-ΤΡΟ και<br />
αντι-Tg. Το ερώτημα που εύλογα τίθεται είναι αν το<br />
κάπνισμα μειώνει τον κίνδυνο του υποθυρεοειδισμού.<br />
Μια μετα-ανάλυση δεν κατάφερε να αποδείξει αυτόν<br />
τον συσχετισμό (41). Μία μελέτη από τη Δανία ανέδειξε<br />
μικρότερη επίπτωση ήπιου υποθυρεοειδισμού ανάμεσα<br />
σε καπνιστές σε σχέση με μη καπνιστές (42). Στην Τρίτη<br />
Διεθνή Μελέτη Υγείας και Διατροφής (NHANESIII), οι<br />
καπνιστές είχαν αυξημένη TSH σε μικρότερη συχνότητα<br />
συγκριτικά με μη καπνιστές (43). Πρόσφατα, μια crosssectional<br />
πληθυσμιακή μελέτη από τη Νορβηγία ανέφερε<br />
χαμηλότερη επίπτωση κλινικού και υποκλινικού υποθυρεοειδισμού<br />
στους νυν καπνιστές συγκριτικά με ανθρώπους<br />
που δεν είχαν καπνίσει ποτέ στη ζωή τους<br />
(44). Συνεπώς, μπορεί να υποτεθεί ότι η προληπτική<br />
επίδραση του καπνίσματος εξηγείται, τουλάχιστον εν<br />
μέρει, από την προστατευτική επίδραση του καπνίσματος<br />
στην ανάπτυξη των αντι-ΤΡΟ και αντι-Tg (40).<br />
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ευρήματα στον υποθυρεοειδισμό<br />
έρχονται σε οξεία αντίθεση με πολλές μελέτες<br />
που δείχνουν ότι το κάπνισμα αποτελεί παράγοντα<br />
κινδύνου για την ανάπτυξη της νόσου Graves, και<br />
ειδικά για την οφθαλμοπάθεια Graves (45). Προφανώς,<br />
η καπνιστική συμπεριφορά, μπορεί να καθορίσει μέχρι<br />
ενός σημείου τον κλινικό φαινότυπο της ΑΘΝ: οι<br />
καπνιστές έχουν μικρότερες πιθανότητες να αναπτύξουν<br />
υποθυρεοειδισμό, αλλά περισσότερες να εμφανίσουν<br />
νόσο Graves. Ο μηχανισμός πίσω από αυτές<br />
τις αποκλίνουσες επιδράσεις του καπνίσματος είναι<br />
ελάχιστα κατανοητός (40).<br />
Εξωθυρεοειδικές επιπτΩσεις της ΑΘΝ<br />
Ι. Θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια<br />
Η θυρεοειδική οφθαλμοπάθεια, που ονομάζεται<br />
επίσης οφθαλμοπάθεια Graves (OG), είναι μία δυνητικά<br />
απειλητική για την όραση οφθαλμική ασθένεια που<br />
απασχολεί ιατρούς και άλλους επιστήμονες εδώ και<br />
σχεδόν δύο αιώνες. Σε γενικές γραμμές εμφανίζεται σε<br />
ασθενείς με υπερθυρεοειδισμό ή ιστορικό υπερθυρεοειδισμού<br />
οφειλόμενο σε νόσο Graves. Παρόλα αυτά, μερικές<br />
φορές εμφανίζεται σε ασθενείς με ευθυρεοειδική<br />
ή υπο-θυρεοειδική χρόνια αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα. Η<br />
κατάσταση έχει ετήσιο επιπολασμό 16 γυναίκες και 3<br />
άνδρες ανά 100.000 πληθυσμού (46).
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 233<br />
Σχεδόν οι μισοί από τους ασθενείς αναφέρουν<br />
συμπτώματα OG, που συμπεριλαμβάνουν αίσθημα<br />
ξηρότητας στους οφθαλμούς, φωτοφοβία, υπερβολική<br />
δακρύρροια, διπλωπία, και αίσθημα πίεσης οπισθοβολβικά.<br />
Τα πιο κοινά κλινικά χαρακτηριστικά της OG<br />
είναι η ανάσπαση του άνω βλεφάρου, οίδημα, ερύθημα<br />
των περικογχικών ιστών και επιπεφυκότων, και πρόπτωση.<br />
Πλησίον του 3-5% των ασθενών με OG έχουν<br />
σοβαρή νόσο με έντονο πόνο, φλεγμονή, και εξέλκωση<br />
κερατοειδούς απειλητική για την όραση ή συμπιεστική<br />
οπτική νευροπάθεια (47). Η υποκλινική οφθαλμική συμμετοχή<br />
είναι συνήθης: σχεδόν στο 70% των ενηλίκων<br />
ασθενών με υπερθυρεοειδισμό νόσου Graves, η μαγνητική<br />
ή αξονική τομογραφία αποκαλύπτει εξοφθαλμική<br />
μυϊκή διόγκωση (48). Αν και η κλινικά ετερόπλευρη OG<br />
απαντάται περιστασιακά, η απεικόνιση των οφθαλμικών<br />
βολβών γενικά αναδεικνύει την παρουσία ασύμμετρης<br />
αμφοτερόπλευρης νόσου (49).<br />
Η νόσος Graves προκαλείται από αυτοαντισώματα<br />
που συνδέονται με τον υποδοχέα θυρεοτροπίνης<br />
στα θυλακιώδη ενδοθηλιακά θυρεοειδικά κύτταρα<br />
και διεγείρουν την υπέρμετρη παραγωγή θυρεοειδικών<br />
ορμονών (50). Η παρουσία αντισωμάτων κατά<br />
του υποδοχέα θυρεοτροπίνης σε όλους σχεδόν τους<br />
ασθενείς με OG υποδηλώνει ότι ανοσοδραστικότητα<br />
έναντι του υποδοχέα θυρεοτροπίνης χαρακτηρίζει και<br />
την OG και τον υπερθυρεοειδισμό (51). Τα επίπεδα των<br />
αντισωμάτων κατά του υποδοχέα θυρεοτροπίνης συσχετίζονται<br />
με τα κλινικά χαρακτηριστικά της OG και<br />
επηρεάζουν την πρόγνωσή της (52).<br />
Το κάπνισμα είναι ο ισχυρότερος τροποποιητικός<br />
παράγοντας κινδύνου για την OG και ο κίνδυνος<br />
είναι ανάλογος με τον αριθμό των τσιγάρων που ο<br />
ασθενής καπνίζει ημερησίως (45). Σε καπνιστές με OG<br />
σε σύγκριση με μη καπνιστές, η σοβαρότητα της ασθένειας<br />
είναι μεγαλύτερη και είναι πιο πιθανό να μην<br />
ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στις ανοσοκατασταλτικές<br />
θεραπείες (53). Το κάπνισμα σχετίζεται με πολλές<br />
αυτοάνοσες νόσους, ίσως λόγω της μη ειδικής καταστολής<br />
της ενεργοποίησης των Τ-λεμφοκυττάρων, της<br />
ελάττωσης της παραγωγής των φυσικών δολοφόνων<br />
Τ-κυττάρων, καθώς και της διαταραχής της χυμικής<br />
και κυτταρικής ανοσίας (54). Η ισχυρή σχέση μεταξύ<br />
OG και καπνίσματος υποδηλώνει την εμπλοκή και άλλων<br />
παραγόντων, που συμπεριλαμβάνουν τις άμεσες<br />
επιπτώσεις των τοξινών του καπνίσματος (55) και το<br />
τραύμα από τη θερμότητα που μεταδίδεται από τους<br />
ηθμοειδείς κόλπους μέσω της lamina papyracea (το λεπτό<br />
διάμεσο βολβικό τοίχωμα).<br />
Ιστολογικά, στην ενεργό OG, παρατηρείται εστιακή<br />
και διάχυτη διήθηση των εξωβολβικών και ανελκτήρων<br />
μυών, των δακρυϊκών αδένων και του λιπώδους ιστού<br />
από μονοπύρηνα κύτταρα. Αυτά τα κύτταρα είναι<br />
κατά κύριο λόγο CD4 + Τ κύτταρα, αλλά υπάρχουν<br />
και μικροί πληθυσμοί CD8 + κυττάρων, Β-κυττάρων,<br />
πλασματοκυττάρων, καθώς και μακροφάγων (56). Σε<br />
πρώιμα στάδια της ασθένειας, τα τύπου 1 βοηθητικά<br />
Τ-κύτταρα υπερισχύουν και παράγουν τις κυττοκίνες<br />
ιντερλευκίνη-2, η ιντερφερόνη-γ, και τον TNF, υποδεικνύοντας<br />
εν ενεργεία κυταρική ανοσία εντός του<br />
βολβού. Σε πιο μακροχρόνια νόσο, τύπου 2 βοηθητικά<br />
Τ-κύτταρα που παράγουν ιντερλευκίνη 4, 5, και 10<br />
κυριαρχούν και οδηγούν στην παραγωγή αυτοαντισωμάτων<br />
(57). Μακροφάγα, ινοβλάστες, και λιποκύτταρα<br />
παράγουν και άλλους μεσολαβητές της φλεγμονής<br />
που περιλαμβάνουν τις ιντερλευκίνες 1, 6, και 16,<br />
και τον μετατρεπτικό αυξητικό παράγοντα β (TGF-β)<br />
εντός του βολβού (58). Τρέχοντα στοιχεία αναδεικνύουν<br />
τους ινοβλάστες του βολβού ως τα κύτταρα-στόχους<br />
στην OG, υποστηρίζοντας ότι οι φυσιολογικές<br />
λειτουργίες τους παρεμποδίζονται μέσω αυτοάνοσων<br />
μηχανισμών.<br />
Το υποθετικό μοντέλο για την έναρξη της αυτοανοσίας<br />
στην OG είναι ότι η μη ανοχή των Τ-κυττάρων<br />
για τον υποδοχέα θυρεοτροπίνης, για άγνωστους λόγους,<br />
επιτρέπει την ανάπτυξη της αυτοανοσίας κατά<br />
του εν λόγω υποδοχέα. Ο υποδοχέας θυρεοτροπίνης<br />
εσωτερικεύεται και αποικοδομείται από ΑΠΣΚ<br />
που παρουσιάζουν πεπτίδιά του, σε συνδυασμό με<br />
τα τάξης ΙΙ αντιγόνα του μείζονος συμπλέγματος<br />
ιστοσυμβατότητας (MHC), στα βοηθητικά Τ-κύτταρα.<br />
Αυτά τα κύτταρα ενεργοποιούνται, αλληλεπιδρούν<br />
με αυτοαντιδραστικά Β-κύτταρα μέσω CD154-CD40<br />
γεφυρών, και εκκρίνουν ιντερλευκίνη 2 και ιντερφερόνη-γ.<br />
Οι κυτταροκίνες επάγουν τη διαφοροποίηση<br />
των Β-κυττάρων σε πλασματοκύτταρα που εκκρίνουν<br />
αντισώματα κατά του υποδοχέα θυρεοτροπίνης.<br />
Τα αντισώματα αυτά διεγείρουν τον υποδοχέα<br />
θυρεοτροπίνης, με αποτέλεσμα την υπερπλασία των<br />
θυλακιωδών επιθηλιακών κυττάρων και την αυξημένη<br />
παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών τριιωδοθυρονίνης<br />
(Τ3) και θυροξίνης (Τ4). Τα αντισώματα αυτά<br />
αναγνωρίζουν επίσης τον υποδοχέα θυρεοτροπίνης<br />
πάνω στους ινοβλάστες του βολβού και, σε συνδυασμό<br />
με την ιντερφερόνη-γ και τον TNF, εισάγουν τις<br />
ιστικές μεταβολές που χαρακτηρίζουν την OG (59).<br />
Υποδοχείς θυρεοτροπίνης ανευρίσκονται επίσης σε<br />
αρκετούς εξωθυρεοειδικούς ιστούς, όπως το δέρμα,
234<br />
Αυτοανοσία και θυρεοειδής<br />
τα επινεφρίδια, τους νεφρούς, και τον θύμο αδένα<br />
(60). Στο προκνημιαίο οίδημα σε ασθενείς με θυρεοειδική<br />
δερματοπάθεια ανευρίσκονται αυξημένα επίπεδα<br />
του υποδοχέα θυρεοτροπίνης (61).<br />
Ένας μοριακός μηχανισμός που επιχειρεί να εξηγήσει<br />
τις ιστικές βλάβες της OG βασίζεται στις αλληλεπιδράσεις<br />
μεταξύ των ινοβλαστών του βολβού.<br />
Όταν ενεργοποιούνται τα αντισώματα έναντι του<br />
υποδοχέα θυρεοτροπίνης, μια υποομάδα των βολβικών<br />
ινοβλαστών, που ονομάζονται προλιποκύτταρα,<br />
αρχίζουν να διαφοροποιούνται σε λιποκύτταρα με<br />
αυξημένη έκφραση υποδοχέα θυρεοτροπίνης, ενώ άλλοι<br />
που φέρουν το αντιγόνο Thy-1 διεγείρονται από<br />
κυτταροκίνες, όπως η ιντερφερόνη-γ και ο TNF, αυξάνοντας<br />
την παραγωγή του υαλουρονικού. Ομοίως,<br />
διέγερση του υποδοχέα IGF-I που εκφράζεται στους<br />
βολβικούς ινοβλάστες έχει ως αποτέλεσμα την έκκριση<br />
των χυμοκινών ιντερλευκίνη 16 και RANTES (regulated<br />
upon activation normal T-cell expressed and secreted),<br />
τα οποία ενισχύουν την ανάκτηση ενεργοποιημένων<br />
Τ-κυττάρων και άλλων μονοπυρήνων στον βολβό.<br />
Η έκφραση του CD154 στα Τ-κύτταρα επιτρέπει την<br />
άμεση αλληλεπίδραση τους με τους ινοβλάστες του<br />
βολβού μέσω του σχηματισμού CD40-CD154 γεφυρών,<br />
με αποτέλεσμα την παραγωγή ιντερλευκίνης 1 από<br />
τους ινοβλάστες. Ενεργοποιημένα τύπου 1 βοηθητικά<br />
Τ-κύτταρα σε ασθενείς με OG αρχικού σταδίου<br />
παράγουν ιντερφερόνη-γ και TNF, και τοπικά μακροφάγα<br />
εκκρίνουν ιντερλευκίνη1. Οι κυτταροκίνες διεγείρουν<br />
τους ινοβλάστες να παράγουν υψηλά επίπεδα<br />
προσταγλανδίνης Ε2 και υδρόφιλου υαλουρονικού<br />
που συσσωρεύεται μεταξύ των ανέπαφων εξοφθάλμιων<br />
μυϊκών ινών και εντός του λιπώδους ιστού του<br />
βολβού, ώστε να διογκώσουν τους ιστούς αυτούς.<br />
Ενεργοποιημένα Τ-λεμφοκύτταρα σε ασθενείς με OG<br />
παράγουν επίσης προλιποκυτταρικές προσταγλανδίνες<br />
που διεγείρουν τα προλιποκύτταρα στο να διαφοροποιηθούν<br />
σε ώριμα λιποκύτταρα, οδηγώντας<br />
στην περαιτέρω διόγκωση των ιστών. Λιποκύτταρα<br />
και ινοβλάστες παράγουν ιντερλευκίνη 6, η οποία<br />
αυξάνει την ωρίμανση των Β-κυττάρων και αυξάνει<br />
την παραγωγή αντισωμάτων έναντι του υποδοχέα<br />
θυρεοτροπίνης από τα πλασματοκύτταρα εντός του<br />
βολβού. Οι ινοβλάστες παράγουν επίσης τροποποιητικό<br />
παράγοντα αύξησης β (TGF-β), ο οποίος διεγείρει<br />
τόσο την παραγωγή υαλουρονικού όσο και τη διαφοροποίηση<br />
της Thy-1 + υποομάδας σε μυοϊνοβλάστες,<br />
που συμμετέχουν στην ανάπτυξη της ίνωσης ιδιαίτερα<br />
στα προχωρημένα στάδια της νόσου (59).<br />
• Ιώδιο και OG<br />
Ιδιαίτερη προσοχή έχει δοθεί στον ρόλο του ιωδίου<br />
στην OG. Το ραδιενεργό ιώδιο (RAI) χρησιμοποιείται<br />
συνήθως ως οριστική θεραπεία στους περισσότερους<br />
ασθενείς με νόσο Graves (62). Μετά από μία εφάπαξ<br />
χορήγηση RAI, οι ασθενείς μπορούν να καταστούν<br />
υποθυρεοειδικοί, ευθυρεοειδικοί, ή να παραμείνουν<br />
υπερθυρεοειδικοί. Οι βιολογικές επιδράσεις του RAI<br />
περιλαμβάνουν νέκρωση και μειωμένη αναπαραγωγή<br />
μη κατεστραμμένων επιθηλιακών κυττάρων, ατροφία,<br />
ίνωση, καθώς και μια χρόνια φλεγμονώδη αντίδραση,<br />
η οποία μπορεί τελικά να οδηγήσει σε μόνιμη βλάβη<br />
του θυρεοειδούς. Οι μεταβολές στη θυρεοειδική ιστολογία<br />
συνδέονται με τη μείωση του όγκου του αδένος,<br />
η οποία αντανακλά την βλάβη του. Η θεραπεία με<br />
ραδιενεργό ιώδιο (RAI) για τη νόσο Graves συνεπάγεται<br />
αλλαγές στην αυτοανοσία του θυρεοειδούς, η<br />
οποία μπορεί να οδηγήσει σε παροδική αύξηση των<br />
αντισωμάτων κατά του υποδοχέα της θυρεοτροπίνης<br />
(TRAb) με αύξηση της διέγερσης της δραστηριότητάς<br />
τους (63). Επιπλέον, αρκετές αναφορές δείχνουν ότι<br />
η OG μπορεί να επιδεινωθεί μετά από θεραπευτικές<br />
μεθόδους που συνδέονται με τη διαφυγή αντιγόνων<br />
από τον θυρεοειδή, όπως το RAI (64, 65). Έχει διατυπωθεί<br />
η άποψη ότι μετά από τραυματισμό του θυρεοειδούς,<br />
υπάρχει απελευθέρωση θυρεοειδικών αντιγόνων,<br />
που οδηγεί σε αυξημένη παραγωγή αυτοαντισωμάτων,<br />
όπως τα αντισώματα κατά του TSH-R, της<br />
θυρεοσφαιρίνης, και της θυρεοειδικής υπεροξειδάσης.<br />
Αυτό, ακολούθως, μπορεί να προκαλέσει την έναρξη<br />
της οφθαλμικής βλάβης. Το RAI μπορεί να επιδεινώσει<br />
την OG όχι μόνο με την ενεργοποίηση της ΑΘΝ λόγω<br />
της απελευθέρωσης και παρουσίασης των αντιγόνων<br />
ή την καταστροφή ακτινοευαισθήτων κατασταλτικών<br />
Τ-λεμφοκυττάρων, αλλά και με την πρόκληση υποθυρεοειδισμού<br />
(62). Έτσι, η διέγερση των θυρεοειδικών<br />
κυττάρων μέσω του υποδοχέα TSH είτε από την αυξημένη<br />
TSH (λόγω υποθυρεοειδισμού) είτε από την αύξηση<br />
των TRAb (λόγω του RAI), μπορεί να οδηγήσει<br />
σε επιδείνωση της οφθαλμικής νόσου. Επιπρόσθετα,<br />
η TSH και τα διεγερτικά αντισώματα κατά του υποδοχέα<br />
TSH ενισχύουν την έκφραση του HLA-DR των<br />
θυρεοειδικών κυττάρων και προκαλούν αύξηση της<br />
σύνθεσης και έκφρασης της θυρεοειδικής υπεροξειδάσης<br />
από τα θυρεοειδικά κύτταρα (66).<br />
Η προφύλαξη με κορτικοστεροειδή μετά τη θεραπεία<br />
με RAI βρέθηκε να έχει προστατευτικό ρόλο όσον<br />
αφορά στην επιδείνωση της οφθαλμικής νόσου σε<br />
ασθενείς με προϋπάρχουσα OG (67). Δεν παρατηρήθη-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 235<br />
καν σημαντικές παρενέργειες της θεραπείας με συστηματικά<br />
στεροειδή, εκτός από παροδικά «Cushingoid»<br />
χαρακτηριστικά σε μια μελέτη (68). Η ενδοφλέβια χορήγηση<br />
υψηλών δόσεων γλυκοκορτικοειδών (0,5-1g) σε<br />
ασθενείς με ενεργό νόσο μέτριας σοβαρότητας φαίνεται<br />
να είναι το καλλίτερα ανεκτό από τον ασθενή θεραπευτικό<br />
σχήμα, μπορί όμως να προκαλέσει ηπατοπάθεια<br />
σε μικρό ποσοστό ασθενών και ως εκ τούτου<br />
η χορήγησή της συνιστάται σε εξειδικευμένα κέντρα<br />
εφόσον κρίνεται απαραίτητη (69).<br />
ΙΙ. Υπογονιμότης και ΑΘΝ<br />
Μία μετα-ανάλυση εξέτασε τη συσχέτιση μεταξύ<br />
αυτομάτων αποβολών και ΑΘΝ σε ευθυρεοειδικές γυναίκες,<br />
κάτι το οποίο είχε αναφερθεί για πρώτη φορά<br />
το 1990 (70). Εκτιμήθηκε ότι οι υπογόνιμες ευθυρεοειδικές<br />
γυναίκες με ΑΘΝ έχουν περίπου διπλάσιες πιθανότητες<br />
αποβολής κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνη<br />
μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση σε σχέση με<br />
αντίστοιχες γυναίκες χωρίς ΑΘΝ (71). Παρόλη τη διπλάσια<br />
αύξηση του κινδύνου αποβολής, η πραγματική<br />
διαφορά στον αριθμό των αποβολών μεταξύ των ευθυρεοειδικών<br />
γυναικών με ΑΘΝ που υποβάλλονται σε<br />
εξωσωματική γονιμοποίηση και την ομάδα ελέγχου (δηλαδή<br />
γυναίκες που υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση<br />
αλλά δεν πάσχουν από ΑΘΝ) είναι μικρός,<br />
με αποτέλεσμα μια μάλλον «σιωπηλή» επίπτωση στον<br />
τοκετό ή στο ποσοστό επίτευξης εγκυμοσύνης (71).<br />
Μελέτες αναφέρουν ότι η χορήγηση L-T4 σε γυναίκες<br />
με ΑΘΝ, έγκυες με εξωσωματική γονιμοποίηση<br />
μείωσαν τον κίνδυνο για αποβολή στο επίπεδο της<br />
ομάδας ελέγχου (72). Στη συνέχεια, η ίδια ομάδα που<br />
ανέφερε σε μία αναδρομική μελέτη ότι οι γυναίκες με<br />
ΑΘΝ στις οποίες η εξωσωματική γονιμοποίηση ήταν<br />
ανεπιτυχής ή επιπλέχθηκε με αποβολή, χαρακτηρίζονταν<br />
από χειρότερη θυρεοειδική λειτουργία σε σχέση<br />
με τις γυναίκες που είχαν επιτυχή τοκετό (73). Η έλλειψη<br />
αξιολόγησης της θυρεοειδικής λειτουργίας ή της<br />
πραγματικής κατάστασης του θυρεοειδούς κατά την<br />
αποβολή, η οποία θα μπορούσε να προϊδεάσει για μία<br />
αιτιοπαθογεντική προσέγγιση, οδηγεί σε μεροληπτικές<br />
αναλύσεις που μπορεί να επηρεάσουν την ερμηνεία<br />
των κλινικών δεδομένων (71).<br />
Πρόσφατα αναπτύχθηκε μία υπόθεση που προσπαθεί<br />
να εξηγήσει τη σχέση μεταξύ ΑΘΝ και αποβολής<br />
(74), που είναι συμβατή με τη θεωρία ότι τα θυρεοειδικά<br />
αυτοαντισώματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν<br />
ως δείκτης που αντανακλά γενικά την αυτοανοσία.<br />
Σύμφωνα με αυτήν την υπόθεση, ένα αίτο αυτοανοσίας<br />
αποτελούν τα TRAb, που ανιχνεύονται και στη<br />
θυρεοειδίτιδα Hashimoto (75), τα οποία δυνητικά θα<br />
μπορούσαν να εμποδίσουν, μέσω διασταυρούμενης<br />
αντιδραστικότητας (74), τη δράση της ανθρώπινης χοριακής<br />
γοναδοτροπίνης (hCG) σχετικά στο ωχρό σωμάτιο.<br />
Η αναστολή αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε<br />
μείωση της παραγωγής της προγεστερόνης και των<br />
οιστρογόνων που είναι απαραίτητα για την υποστήριξη<br />
και τη διατήρηση της κύησης κατά τη διάρκεια του<br />
πρώτου τριμήνου.<br />
ΙΙΙ. Αυτοάνοσα Πολυαδενικά Σύνδρομα<br />
Ποικίλες μελέτες έχουν δείξει ότι η ΑΘΝ συνδυάζεται<br />
συχνά με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 (T1D) σε<br />
ευρωπαϊκούς και ασιατικούς πληθυσμούς (76). Απαντώνται<br />
μαζί πιο συχνά από ό,τι θα αναμενόταν από<br />
την επίπτωση της κάθε ασθένειας χωριστά. Διαπιστώθηκε<br />
ότι το 25% των εφήβων με T1D είχαν επίσης<br />
θυρεοειδικά αντισώματα.<br />
Το αυτοάνοσο πολυαδενικό σύνδρομο τύπου 3<br />
(APS3) ορίζεται ως ο συνδυασμός της ΑΘΝ και άλλων<br />
αυτοανόσων νοσημάτων, εκτός της νόσου Addison και<br />
του υποπαραθυρεοειδισμού. Η συνύπαρξη της ΑΘΝ<br />
και του T1D στο ίδιο άτομο θεωρείται ως μία παραλλαγή<br />
του APS3, και αναφέρεται ως παραλλαγή APS3<br />
(APS3v) (77).<br />
Τουλάχιστον τέσσερα κοινά γονίδια για το APS3v<br />
έχουν βρεθεί μέχρι στιγμής. Αυτά είναι τα γονίδια του<br />
HLA-DR3 στο χρωμόσωμα 6 (78, 79), το CTLA-4 γονίδιο<br />
στο χρωμόσωμα 2 (80), το γονίδιο της πρωτεΐνης<br />
τυροσινικής φωσφατάσης nonreceptor 22 (PTPN22) στο<br />
χρωμόσωμα 1 (81), και το γονίδιο FOXP3 στο Χ χρωμόσωμα<br />
(82).<br />
Η ΑΘΝ και ο T1D είναι νόσοι στις οποίες συμμετέχουν<br />
τα Τ-κύτταρα και επηρεάζουν συγκεκριμένα<br />
όργανα. Και τα τέσσερα κοινά γονίδια που έχουν<br />
επισημανθεί εμπλέκονται στην ανοσολογική αντίδραση<br />
και στην ενεργοποίηση των Τ-κυττάρων: τα μόρια<br />
HLA-DR παρουσιάζουν αντιγόνα στα Τ-λεμφοκύτταρα,<br />
το CTLA-4 καταστέλλει την ενεργοποίηση των<br />
Τ-λεμφοκυττάρων, το PTPN22 ασκεί αρνητική επιρροή<br />
στον Τ-κυτταρικό υποδοχέα και το FOXP3 ρυθμίζει τη<br />
διαφοροποίηση των ρυθμιστικών Τ-κυττάρων (83).<br />
Τα δεδομένα υποστηρίζουν μια κοινή γενετική βάση<br />
για το APS3v. Τα γονίδια που ενοχοποιούνται ανωτέρω<br />
μπορεί να μην προκαλούν τις ανωτέρω νόσους,<br />
αλλά αυξάνουν τον κίνδυνο ανάπτυξής τους. Ως εκ<br />
τούτου, ο γενετικός έλεγχος δεν θα ταυτοποιήσει τους<br />
ασθενείς που πάσχουν από τις νόσους αυτές, αλλά
236<br />
Αυτοανοσία και θυρεοειδής<br />
θα μπορούσε να εντοπίσει ασθενείς που βρίσκονται<br />
σε κίνδυνο για την ανάπτυξή τους. Δεδομένου όμως<br />
ότι δεν υπάρχει τρόπος παρέμβασης και πρόληψης<br />
της εμφάνισης του συνδρόμου, εγείρονται ηθικά διλήμματα<br />
και ερωτηματικά για την σκοπιμότητα του<br />
ελέγχου αυτού.<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
1. Fountoulakis S, Tsatsoulis A. On the pathogenesis of<br />
autoimmune thyroid disease: a unifying hypothesis.<br />
Clin Endocrinol (Oxf). 2004 Apr;60(4):397-409.<br />
2. Gardner DG SD. Greenspan’s Basic & Clinical Endocrinology.<br />
8th ed.: McGrawHill; 2007.<br />
3. Εντατική Εκπαίδευση στην Ενδοκρινολογία-7ος<br />
κύκλος-Θυρεοειδής. Αθήνα: ΕΕΕ; 2004. p. 175-84.<br />
4. WeetmanAP. Chronic autoimmune thyroiditis. In:<br />
Braverman LE UR, editor. Werner and Ingbar’s:<br />
The Thyroid. Philadelphia: Lippincott Williams and<br />
Wilkins; 2000. p. 721–32.<br />
5. Menconi F OY, Tomer Y Diagnostic Criteria in Autoimmune<br />
Diseases. In: Shoenfeld Y CR, Gershwin ME,<br />
editor. Totowa,NJ: Humana Press; 2008. p. 231–5.<br />
6. Huber A, Menconi F, Corathers S, Jacobson EM,<br />
Tomer Y. Joint genetic susceptibility to type 1 diabetes<br />
and autoimmune thyroiditis: from epidemiology<br />
to mechanisms. Endocr Rev. 2008 Oct;29(6):697-<br />
725.<br />
7. Tomer Y. Genetic susceptibility to autoimmune<br />
thyroid disease: past, present, and future. Thyroid.<br />
Jul;20(7):715-25.<br />
8. Dustin ML. T-cell activation through immunological<br />
synapses and kinapses. Immunol Rev. 2008<br />
Feb;221:77-89.<br />
9. Jacobson EM, Huber A, Tomer Y. The HLA gene<br />
complex in thyroid autoimmunity: from epidemiology<br />
to etiology. J Autoimmun. 2008 Feb-Mar;30(1-<br />
2):58-62.<br />
10. Faas S, Trucco M. The genes influencing the susceptibility<br />
to IDDM in humans. J Endocrinol Invest.<br />
1994 Jul-Aug;17(7):477-95.<br />
11. Simmonds MJ, Howson JM, Heward JM, Cordell HJ,<br />
Foxall H, Carr-Smith J, et al. Regression mapping of<br />
association between the human leukocyte antigen<br />
region and Graves disease. Am J Hum Genet. 2005<br />
Jan;76(1):157-63.<br />
12. Jacobson EM, Yang H, Menconi F, Wang R, Osman<br />
R, Skrabanek L, et al. Employing a recombinant<br />
HLA-DR3 expression system to dissect major<br />
histocompatibility complex II-thyroglobulin peptide<br />
dynamism: a genetic, biochemical, and reverse immunological<br />
perspective. J Biol Chem. 2009 Dec<br />
4;284(49):34231-43.<br />
13. Ban Y, Davies TF, Greenberg DA, Kissin A, Marder B,<br />
Murphy B, et al. Analysis of the CTLA-4, CD28, and<br />
inducible costimulator (ICOS) genes in autoimmune<br />
thyroid disease. Genes Immun. 2003 Dec;4(8):586-<br />
93.<br />
14. Nithiyananthan R, Heward JM, Allahabadia A, Franklyn<br />
JA, Gough SC. Polymorphism of the CTLA-4 gene<br />
is associated with autoimmune hypothyroidism in<br />
the United Kingdom. Thyroid. 2002 Jan;12(1):3-6.<br />
15. Vieland VJ, Huang Y, Bartlett C, Davies TF, Tomer<br />
Y. A multilocus model of the genetic architecture of<br />
autoimmune thyroid disorder, with clinical implications.<br />
Am J Hum Genet. 2008 Jun;82(6):1349-56.<br />
16. Jacobson EM, Concepcion E, Oashi T, Tomer Y.<br />
A Graves’ disease-associated Kozak sequence<br />
single-nucleotide polymorphism enhances the efficiency<br />
of CD40 gene translation: a case for<br />
translational pathophysiology. Endocrinology. 2005<br />
Jun;146(6):2684-91.<br />
17. Saitoh O, Nagayama Y. Regulation of Graves’ hyperthyroidism<br />
with naturally occurring CD4+CD25+<br />
regulatory T cells in a mouse model. Endocrinology.<br />
2006 May;147(5):2417-22.<br />
18. McLachlan SM, Nagayama Y, Pichurin PN, Mizutori<br />
Y, Chen CR, Misharin A, et al. The link between<br />
Graves’ disease and Hashimoto’s thyroiditis:<br />
a role for regulatory T cells. Endocrinology. 2007<br />
Dec;148(12):5724-33.<br />
19. Tomer Y. Anti-thyroglobulin autoantibodies in<br />
autoimmune thyroid diseases: cross-reactive or<br />
pathogenic? Clin Immunol Immunopathol. 1997<br />
Jan;82(1):3-11.<br />
20. Tomer Y, Ban Y, Concepcion E, Barbesino G, Villanueva<br />
R, Greenberg DA, et al. Common and unique<br />
susceptibility loci in Graves and Hashimoto diseases:<br />
results of whole-genome screening in a data<br />
set of 102 multiplex families. Am J Hum Genet.<br />
2003 Oct;73(4):736-47.<br />
21. Ban Y, Greenberg DA, Concepcion E, Skrabanek L,<br />
Villanueva R, Tomer Y. Amino acid substitutions<br />
in the thyroglobulin gene are associated with susceptibility<br />
to human and murine autoimmune thyroid<br />
disease. Proc Natl Acad Sci U S A. 2003 Dec<br />
9;100(25):15119-24.<br />
22. Dechairo BM, Zabaneh D, Collins J, Brand O, Dawson<br />
GJ, Green AP, et al. Association of the TSHR
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 237<br />
gene with Graves’ disease: the first disease specific<br />
locus. Eur J Hum Genet. 2005 Nov;13(11):1223-30.<br />
23. Ku CS, Loy EY, Pawitan Y, Chia KS. The pursuit of<br />
genome-wide association studies: where are we<br />
now? J Hum Genet. Apr;55(4):195-206.<br />
24. Jacobson EM, Tomer Y. The CD40, CTLA-4, thyroglobulin,<br />
TSH receptor, and PTPN22 gene quintet<br />
and its contribution to thyroid autoimmunity: back<br />
to the future. J Autoimmun. 2007 Mar-May;28(2-<br />
3):85-98.<br />
25. Taieb A, Picardo M. Clinical practice. Vitiligo. N<br />
Engl J Med. 2009 Jan 8;360(2):160-9.<br />
26. Spritz RA. Shared genetic relationships underlying<br />
generalized vitiligo and autoimmune thyroid disease.<br />
Thyroid. Jul;20(7):745-54.<br />
27. Alkhateeb A, Fain PR, Thody A, Bennett DC, Spritz<br />
RA. Epidemiology of vitiligo and associated autoimmune<br />
diseases in Caucasian probands and their<br />
families. Pigment Cell Res. 2003 Jun;16(3):208-14.<br />
28. Birlea SA, Gowan K, Fain PR, Spritz RA. Genomewide<br />
association study of generalized vitiligo in<br />
an isolated European founder population identifies<br />
SMOC2, in close proximity to IDDM8. J Invest<br />
Dermatol. Mar;130(3):798-803.<br />
29. Jin Y, Birlea SA, Fain PR, Gowan K, Riccardi SL,<br />
Holland PJ, et al. Variant of TYR and autoimmunity<br />
susceptibility loci in generalized vitiligo. N Engl J<br />
Med. May 6;362(18):1686-97.<br />
30. Artantas S, Gul U, Kilic A, Guler S. Skin findings<br />
in thyroid diseases. Eur J Intern Med. 2009<br />
Mar;20(2):158-61.<br />
31. Weetman AP. The genetics of autoimmune thyroid<br />
disease. Horm Metab Res. 2009 Jun;41(6):421-5.<br />
32. Fain PR, Babu SR, Bennett DC, Spritz RA. HLA class<br />
II haplotype DRB1*04-DQB1*0301 contributes to<br />
risk of familial generalized vitiligo and early disease<br />
onset. Pigment Cell Res. 2006 Feb;19(1):51-7.<br />
33. Fountoulakis S, Philippou G, Tsatsoulis A. The role<br />
of iodine in the evolution of thyroid disease in<br />
Greece: from endemic goiter to thyroid autoimmunity.<br />
Hormones (Athens). 2007 Jan-Mar;6(1):25-35.<br />
34. Sartelet H, Serghat S, Lobstein A, Ingenbleek Y, Anton<br />
R, Petitfrere E, et al. Flavonoids extracted from<br />
fonio millet (Digitaria exilis) reveal potent antithyroid<br />
properties. Nutrition. 1996 Feb;12(2):100-6.<br />
35. Pitsiavas V, Smerdely P, Boyages SC. Amiodarone<br />
compared with iodine exhibits a potent and persistent<br />
inhibitory effect on TSH-stimulated cAMP<br />
production in vitro: a possible mechanism to explain<br />
amiodarone-induced hypothyroidism. Eur J<br />
Endocrinol. 1999 Mar;140(3):241-9.<br />
36. Derwahl M, Studer H. Multinodular goitre: ‚much<br />
more to it than simply iodine deficiency‘. Baillieres<br />
Best Pract Res Clin Endocrinol Metab. 2000<br />
Dec;14(4):577-600.<br />
37. Zois C, Stavrou I, Svarna E, Seferiadis K, Tsatsoulis<br />
A. Natural course of autoimmune thyroiditis after<br />
elimination of iodine deficiency in northwestern<br />
Greece. Thyroid. 2006 Mar;16(3):289-93.<br />
38. Vitale M, Di Matola T, D’Ascoli F, Salzano S, Bogazzi<br />
F, Fenzi G, et al. Iodide excess induces apoptosis<br />
in thyroid cells through a p53-independent<br />
mechanism involving oxidative stress. Endocrinology.<br />
2000 Feb;141(2):598-605.<br />
39. Rose NR, Bonita R, Burek CL. Iodine: an environmental<br />
trigger of thyroiditis. Autoimmun Rev. 2002<br />
Feb;1(1-2):97-103.<br />
40. Effraimidis G, Tijssen JG, Wiersinga WM. Discontinuation<br />
of smoking increases the risk for developing<br />
thyroid peroxidase antibodies and/or thyroglobulin<br />
antibodies: a prospective study. J Clin Endocrinol<br />
Metab. 2009 Apr;94(4):1324-8.<br />
41. Vestergaard P. Smoking and thyroid disorders--a<br />
meta-analysis. Eur J Endocrinol. 2002 Feb;146(2):153-<br />
61.<br />
42. Knudsen N, Bulow I, Laurberg P, Perrild H, Ovesen L,<br />
Jorgensen T. High occurrence of thyroid multinodularity<br />
and low occurrence of subclinical hypothyroidism<br />
among tobacco smokers in a large population<br />
study. J Endocrinol. 2002 Dec;175(3):571-6.<br />
43. Belin RM, Astor BC, Powe NR, Ladenson PW. Smoke<br />
exposure is associated with a lower prevalence<br />
of serum thyroid autoantibodies and thyrotropin<br />
concentration elevation and a higher prevalence<br />
of mild thyrotropin concentration suppression in<br />
the third National Health and Nutrition Examination<br />
Survey (NHANES III). J Clin Endocrinol Metab. 2004<br />
Dec;89(12):6077-86.<br />
44. Asvold BO, Bjoro T, Nilsen TI, Vatten LJ. Tobacco<br />
smoking and thyroid function: a population-based<br />
study. Arch Intern Med. 2007 Jul 9;167(13):1428-32.<br />
45. Prummel MF, Wiersinga WM. Smoking and risk of<br />
Graves’ disease. JAMA. 1993 Jan 27;269(4):479-82.<br />
46. Bartley GB. The epidemiologic characteristics and<br />
clinical course of ophthalmopathy associated with<br />
autoimmune thyroid disease in Olmsted County,<br />
Minnesota. Trans Am Ophthalmol Soc. 1994;92:477-<br />
588.
238<br />
Αυτοανοσία και θυρεοειδής<br />
47. Wiersinga WM, Bartalena L. Epidemiology and prevention<br />
of Graves’ ophthalmopathy. Thyroid. 2002<br />
Oct;12(10):855-60.<br />
48. Enzmann DR, Donaldson SS, Kriss JP. Appearance<br />
of Graves’ disease on orbital computed tomography.<br />
J Comput Assist Tomogr. 1979 Dec;3(6):815-9.<br />
49. Wiersinga WM, Smit T, van der Gaag R, Mourits<br />
M, Koornneef L. Clinical presentation of Graves’<br />
ophthalmopathy. Ophthalmic Res. 1989;21(2):73-82.<br />
50. Rapoport B, McLachlan SM. The thyrotropin receptor<br />
in Graves’ disease. Thyroid. 2007 Oct;17(10):911-<br />
22.<br />
51. Khoo DH, Eng PH, Ho SC, Tai ES, Morgenthaler<br />
NG, Seah LL, et al. Graves’ ophthalmopathy in the<br />
absence of elevated free thyroxine and triiodothyronine<br />
levels: prevalence, natural history, and<br />
thyrotropin receptor antibody levels. Thyroid. 2000<br />
Dec;10(12):1093-100.<br />
52. Eckstein AK, Plicht M, Lax H, Neuhauser M, Mann<br />
K, Lederbogen S, et al. Thyrotropin receptor autoantibodies<br />
are independent risk factors for Graves‘<br />
ophthalmopathy and help to predict severity and<br />
outcome of the disease. J Clin Endocrinol Metab.<br />
2006 Sep;91(9):3464-70.<br />
53. Bartalena L, Pinchera A, Marcocci C. Management<br />
of Graves‘ ophthalmopathy: reality and perspectives.<br />
Endocr Rev. 2000 Apr;21(2):168-99.<br />
54. Costenbader KH, Karlson EW. Cigarette smoking<br />
and autoimmune disease: what can we learn from<br />
epidemiology? Lupus. 2006;15(11):737-45.<br />
55. Cawood TJ, Moriarty P, O‘Farrelly C, O‘Shea D.<br />
Smoking and thyroid-associated ophthalmopathy:<br />
A novel explanation of the biological link. J Clin<br />
Endocrinol Metab. 2007 Jan;92(1):59-64.<br />
56. Eckstein AK, Quadbeck B, Tews S, Mann K, Kruger<br />
C, Mohr CH, et al. Thyroid associated ophthalmopathy:<br />
evidence for CD4(+) gammadelta T cells; de<br />
novo differentiation of RFD7(+) macrophages, but<br />
not of RFD1(+) dendritic cells; and loss of gammadelta<br />
and alphabeta T cell receptor expression. Br J<br />
Ophthalmol. 2004 Jun;88(6):803-8.<br />
57. Aniszewski JP, Valyasevi RW, Bahn RS. Relationship<br />
between disease duration and predominant orbital<br />
T cell subset in Graves‘ ophthalmopathy. J Clin Endocrinol<br />
Metab. 2000 Feb;85(2):776-80.<br />
58. Kumar S, Bahn RS. Relative overexpression of macrophage-derived<br />
cytokines in orbital adipose tissue<br />
from patients with graves‘ ophthalmopathy. J Clin<br />
Endocrinol Metab. 2003 Sep;88(9):4246-50.<br />
59. Bahn RS. Graves‘ ophthalmopathy. N Engl J Med.<br />
Feb 25;362(8):726-38.<br />
60. Endo T, Ohno M, Kotani S, Gunji K, Onaya T. Thyrotropin<br />
receptor in non-thyroid tissues. Biochem<br />
Biophys Res Commun. 1993 Feb 15;190(3):774-9.<br />
61. Daumerie C, Ludgate M, Costagliola S, Many MC.<br />
Evidence for thyrotropin receptor immunoreactivity<br />
in pretibial connective tissue from patients with<br />
thyroid-associated dermopathy. Eur J Endocrinol.<br />
2002 Jan;146(1):35-8.<br />
62. Vaidya B, Williams GR, Abraham P, Pearce SH.<br />
Radioiodine treatment for benign thyroid disorders:<br />
results of a nationwide survey of UK endocrinologists.<br />
Clin Endocrinol (Oxf). 2008 May;68(5):814-20.<br />
63. Aizawa Y, Yoshida K, Kaise N, Kaise K, Fukazawa<br />
H, Kiso Y, et al. Long-term effects of radioiodine<br />
on thyrotrophin receptor antibodies in Graves‘ disease.<br />
Clin Endocrinol (Oxf). 1995 May;42(5):517-22.<br />
64. Bartalena L, Tanda ML. Clinical practice. Graves‘<br />
ophthalmopathy. N Engl J Med. 2009 Mar<br />
5;360(10):994-1001.<br />
65. Vestergaard H, Laurberg P. Radioiodine and aggravation<br />
of Graves‘ ophthalmopathy. Lancet. 1989<br />
Jul 1;2(8653):47.<br />
66. Marcocci C, Bartalena L, Bogazzi F, Bruno-Bossio G,<br />
Pinchera A. Relationship between Graves‘ ophthalmopathy<br />
and type of treatment of Graves‘ hyperthyroidism.<br />
Thyroid. 1992 Summer;2(2):171-8.<br />
67. Ponto KA, Zang S, Kahaly GJ. The tale of radioiodine<br />
and Graves‘ orbitopathy. Thyroid. Jul;20(7):785-93.<br />
68. Bartalena L, Marcocci C, Bogazzi F, Manetti L, Tanda<br />
ML, Dell’Unto E, et al. Relation between therapy<br />
for hyperthyroidism and the course of Graves’ ophthalmopathy.<br />
N Engl J Med. 1998 Jan 8;338(2):73-8.<br />
69. Marino M, Morabito E, Brunetto MR, Bartalena L,<br />
Pinchera A, Marocci C. Acute and severe liver<br />
damage associated with intravenous glucocorticoid<br />
pulse therapy in patients with Graves’ ophthalmopathy.<br />
Thyroid. 2004 May;14(5):403-6.<br />
70. Stagnaro-Green A, Roman SH, Cobin RH, el-Harazy<br />
E, Alvarez-Marfany M, Davies TF. Detection of atrisk<br />
pregnancy by means of highly sensitive assays<br />
for thyroid autoantibodies. JAMA. 1990 Sep<br />
19;264(11):1422-5.<br />
71. Toulis KA, Goulis DG, Venetis CA, Kolibianakis EM,<br />
Negro R, Tarlatzis BC, et al. Risk of spontaneous<br />
miscarriage in euthyroid women with thyroid autoimmunity<br />
undergoing IVF: a meta-analysis. Eur J<br />
Endocrinol. Apr;162(4):643-52.
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 239<br />
72. Negro R, Mangieri T, Coppola L, Presicce G, Casavola<br />
EC, Gismondi R, et al. Levothyroxine treatment<br />
in thyroid peroxidase antibody-positive women undergoing<br />
assisted reproduction technologies: a prospective<br />
study. Hum Reprod. 2005 Jun;20(6):1529-33.<br />
73. Negro R, Formoso G, Coppola L, Presicce G, Mangieri<br />
T, Pezzarossa A, et al. Euthyroid women with autoimmune<br />
disease undergoing assisted reproduction<br />
technologies: the role of autoimmunity and thyroid<br />
function. J Endocrinol Invest. 2007 Jan;30(1):3-8.<br />
74. Toulis KA, Goulis DG, Venetis CA, Kolibianakis EM,<br />
Tarlatzis BC, Papadimas I. Thyroid autoimmunity<br />
and miscarriages: the corpus luteum hypothesis.<br />
Med Hypotheses. 2009 Dec;73(6):1060-2.<br />
75. Pearce EN, Farwell AP, Braverman LE. Thyroiditis. N<br />
Engl J Med. 2003 Jun 26;348(26):2646-55.<br />
76. Dittmar M, Kahaly GJ. Polyglandular autoimmune<br />
syndromes: immunogenetics and long-term followup.<br />
J Clin Endocrinol Metab. 2003 Jul;88(7):2983-92.<br />
77. Eisenbarth GS, Gottlieb PA. Autoimmune polyendocrine<br />
syndromes. N Engl J Med. 2004 May<br />
13;350(20):2068-79.<br />
78. Golden B, Levin L, Ban Y, Concepcion E, Greenberg<br />
DA, Tomer Y. Genetic analysis of families with<br />
autoimmune diabetes and thyroiditis: evidence<br />
for common and unique genes. J Clin Endocrinol<br />
Metab. 2005 Aug;90(8):4904-11.<br />
79. Dittmar M, Ide M, Wurm M, Kahaly GJ. Early onset<br />
of polyglandular failure is associated with HLA-<br />
DRB1*03. Eur J Endocrinol. 2008 Jul;159(1):55-60.<br />
80. Ikegami H, Awata T, Kawasaki E, Kobayashi T,<br />
Maruyama T, Nakanishi K, et al. The association<br />
of CTLA4 polymorphism with type 1 diabetes is<br />
concentrated in patients complicated with autoimmune<br />
thyroid disease: a multicenter collaborative<br />
study in Japan. J Clin Endocrinol Metab. 2006<br />
Mar;91(3):1087-92.<br />
81. Dultz G, Matheis N, Dittmar M, Rohrig B, Bender K,<br />
Kahaly GJ. The protein tyrosine phosphatase nonreceptor<br />
type 22 C1858T polymorphism is a joint<br />
susceptibility locus for immunthyroiditis and autoimmune<br />
diabetes. Thyroid. 2009 Feb;19(2):143-8.<br />
82. Villano MJ, Huber AK, Greenberg DA, Golden BK,<br />
Concepcion E, Tomer Y. Autoimmune thyroiditis<br />
and diabetes: dissecting the joint genetic susceptibility<br />
in a large cohort of multiplex families. J Clin<br />
Endocrinol Metab. 2009 Apr;94(4):1458-66.<br />
83. Tomer Y, Menconi F. Type 1 diabetes and autoimmune<br />
thyroiditis: the genetic connection. Thyroid.<br />
2009 Feb;19(2):99-102.
Προβλήματα στην εργαστηριακή διερεύνηση της θυρεοειδικής νόσου<br />
Ρ Τόκου<br />
Ειδικευόμενη Ιατρός, Ενδοκρινολογικό Τμήμα - Διαβητολογικό Κέντρο Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
SUMMARY<br />
TOKOU R. Considerations in the laboratory assessment of thyroid function. Secretion of thyroid hormones T4 (thyroxine)<br />
and T3 (triiodothyronine) is regulated by pituitary thyrotropin (TSH). TSH secretion, in turn, is controlled through<br />
negative feedback by thyroid hormones. Very small changes in fT4 concentrations induce very large reciprocal changes in<br />
serum TSH concentrations, and as a result, thyroid function is best assessed by measuring serum TSH, assuming the absence<br />
of pituitary or hypothalamic disease. Thyroid disorders occur in 5% to 10% of the population. As a result, laboratory tests<br />
of thyroid function are among the more common tests ordered in clinical practice. Screening for outpatients is indicated<br />
in case of symptoms of hypothyroidism or hyperthyroidism, as well as in case of known conditions that could affect the<br />
thyroid function. Screening for inpatients is not recommended unless thyroid disease is strongly suspected since changes in<br />
thyroid hormones, binding proteins and TSH concentrations occur in severe nonthyroidal illness. Several important points<br />
regarding laboratory assessments of thyroid function are worth mentioning. Test results must be interpreted in conjunction<br />
with a clear understanding of the pathophysiology and natural history of the suspected disorders. While clear patterns of<br />
test abnormalities are associated with certain disease states, many disorders are not static (eg, postpartum thyroiditis). One<br />
must keep in mind that laboratory tests only represent a snapshot of thyroid function at the time that the blood sample<br />
was obtained. Thyroid function test abnormalities do not always reflect thyroid dysfunction and conversely, some test<br />
results may be normal in the setting of real thyroid dysfunction (eg, subclinical hyperthyroidism and hypothyroidism). A<br />
number of drugs and disorders affect thyroid hormone transport, metabolism, and the radioimmunoassays used to determine<br />
hormone concentrations. In many of these situations, patients are demonstrably euthyroid, despite obvious test<br />
abnormalities. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 240-247, 2011.<br />
Key words: thyroid hormones, euthyroid hypothyroxinemia, euthyroid hyperthyroxinemia<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Η έκκριση των θυρεοειδικών ορμονών T4 (θυροξίνη) και T3 (τριιωδοθυρονίνη) υπόκειται στον έλεγχο της υποφυσιακής<br />
θυρεοτροπίνης (TSH). Η έκκριση της TSH με τη σειρά της υπόκειται σε αρνητική παλίνδρομη ρύθμιση από τις<br />
θυρεοειδικές ορμόνες. Πολύ μικρές διακυμάνσεις στη συγκέντρωση της fT4 του ορού προκαλούν αντίστοιχα πολύ<br />
μεγάλες αλλαγές στη συγκέντρωση της TSH του ορού, και συνεπώς, η θυρεοειδική λειτουργία εκτιμάται καλύτερα<br />
με τη μέτρηση της TSH, με την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν υφίσταται διαταραχή της λειτουργίας της υπόφυσης και<br />
του υποθαλάμου. Διαταραχές της θυρεοειδικής λειτουργίας απαντώνται στο 5-10% του γενικού πληθυσμού και<br />
ως εκ τούτου ο εργαστηριακός προσδιορισμός της είναι ανάμεσα στις πιο συχνά ζητούμενες εξετάσεις στην καθ΄<br />
ημέραν πράξη. Όσον αφορά τους εξωτερικούς ασθενείς, screening ενδείκνυται επί συμπτωμάτων υπο ή υπερθυρεοειδισμού,<br />
καθώς και σε ειδικές καταστάσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη θυρεοειδική λειτουργία. Στους<br />
νοσηλευόμενους ασθενείς το screening δε συνιστάται, παρά μόνο επί ισχυρής υποψίας θυρεοειδικής νόσου, μια και<br />
κατά τη διάρκεια σοβαρής μη θυρεοειδικής νόσου παρατηρούνται διαταραχές στη συγκέντρωση των θυρεοειδικών<br />
ορμονών, των δεσμευτικών ορμονών και της TSH. Διάφορα σημαντικά σημεία που αφορούν την εργαστηριακή<br />
εκτίμηση της θυρεοειδικής λειτουργίας είναι άξια αναφοράς. Τα αποτελέσματα θα πρέπει να αξιολογούνται σε<br />
συνάρτηση με την παθοφυσιολογία και τη φυσική ιστορία του νοσήματος υπό διερεύνηση. Ενώ διάφορες εργαστηριακές<br />
διαταραχές συνδέονται με συγκεκριμένα στάδια νόσων, πολλά νοσήματα δεν είναι στατικά (π.χ postpartum<br />
θυρεοειδίτιδα). Έτσι, οι εργαστηριακές εξετάσεις απεικονίζουν τη θυρεοειδική λειτουργία μόνο κατά το χρόνο λήψης
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 241<br />
του δείγματος αίματος. Οι διαταραχές των δοκιμασιών της θυρεοειδικής λειτουργίας δεν αντανακλούν πάντα<br />
θυρεοειδική δυσλειτουργία και, αντίστροφα, κάποιες δοκιμασίες μπορούν να είναι φυσιολογικές παρά την ύπαρξη<br />
πραγματικής θυρεοειδικής δυσλειτουργίας (π.χ υποκλινικός υπερ και υποθυρεοειδισμός). Μια σειρά φαρμάκων και<br />
μη θυρεοειδικών ασθενειών επηρεάζουν τη μεταφορά, το μεταβολισμό και τον ραδιοανοσομετρικό προσδιορισμό<br />
των θυρεοειδικών ορμονών. Σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις οι ασθενείς είναι εμφανώς ευθυρεοειδικοί, παρά<br />
τις εργαστηριακές ανωμαλίες. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 240-247, 2011.<br />
Λέξεις κλειδιά: θυρεοειδικές ορμόνες, ευθυρεοειδική υπερθυροξιναιμία, ευθυρεοειδική υποθυροξιναιμία<br />
Εισαγωγη<br />
Η σύνθεση και η απελευθέρωση των θυρεοειδικών<br />
ορμονών ρυθμίζεται τόσο από εξωθυρεοειδικούς (θυρεοειδoτρόπο<br />
ορμόνη, TSH) όσο και από ενδοθυρεοειδικούς<br />
αυτορρυθμιστικούς μηχανισμούς. Η TSH είναι γλυκοπρωτεΐνη,<br />
που αποτελείται από μία α και μία β άλυσο<br />
και της οποίας η έκκριση από την υπόφυση βρίσκεται σε<br />
αρνητική παλίνδρομη ρύθμιση κυρίως από την Τ3, που<br />
παράγεται από τοπική αποϊωδίωση της Τ4. Η Τ3 αναστέλλει<br />
τόσο την σύνθεση, όσο και την απελευθέρωση<br />
της TSH. H παραγωγή και η έκκριση της TSH αυξάνεται<br />
επίσης από την διεργερτική ορμόνη των θυρεοτρόπων<br />
υποφυσιακών κυττάρων, την TRH, η οποία παράγεται<br />
στον υποθάλαμο και με τη σειρά της βρίσκεται υπό την<br />
αρνητική παλίνδρομη ρύθμιση της T3 όσον αφορά την<br />
σύνθεση αλλά και την απελευθέρωσή της. Έτσι λοιπόν<br />
οι περιφερικές ορμόνες ασκούν αρνητική παλίνδρομη<br />
ρύθμιση τόσο στην υπόφυση όσο και στο επίπεδο<br />
του υποθαλάμου και σχηματίζουν το τυπικό “κύκλωμα”<br />
του θυρεο-υποφυσιο-υποθαλαμικού άξονα (εικόνα 1). Η<br />
σύνδεση της ΤSH με τον υποδοχέα της στην μεμβράνη<br />
των θυρεοειδικών κυττάρων ενεργοποιεί την αδενυλκυκλάση<br />
και μέσω παραγωγής c-AMP δραστηριοποιεί<br />
την βιοσύνθεση και έκκριση των θυρεοειδικών ορμονών<br />
(εικόνα 2). Ο θυρεοειδής παράγει θυροξίνη (T4) κατά<br />
80% και τριιωδοθυρονίνη (T3) κατά 20%, ενώ το 80% της<br />
κυκλοφορούσας T3 παράγεται μέσω εξωθυρεοειδικής<br />
αποιωδιοποίησης της T4. Η μετατροπή αυτή μπορεί να<br />
επηρεαστεί από διάφορους παράγοντες και η T3 αντανακλά<br />
λιγότερο αξιόπιστα τη θυρεοειδική λειτουργία σε<br />
σχέση με την T4. Στον ορό το μεγαλύτερο μέρος των<br />
T4 και T3 είναι ενωμένο με δεσμευτικές πρωτεΐνες που<br />
περιλαμβάνουν τη TBG, την TΤR ή τρανσθυρετίνη και την<br />
αλβουμίνη και μόνο το 0,02% της T4 και το 0,3% της T3 είναι<br />
ελεύθερο. Οι θυρεοειδικές ορμόνες συνδέονται με ειδικούς<br />
πυρηνικούς υποδοχείς στα κύτταρα στόχους και<br />
με αυτόν τον τρόπο ασκούν την βιολογική τους δράση.<br />
Ποιοι θα πρεπει να ελεγχονται:<br />
(1) screening (μέτρηση θυρεοειδικών ορμονών με<br />
σκοπό τη διάγνωση θυρεοειδικής νόσου σε άτομα με<br />
κίνδυνο για θυρεοειδική νόσο):<br />
1. Γενικός πληθυσμός:<br />
Οι συστάσεις από διεθνείς οργανισμούς είναι αντικρουόμενες.<br />
Μια Κλινική Συναινετική ομάδα (1) αποτελούμενη<br />
από αντιπροσώπους από την Ενδοκρινολογική<br />
Εταιρία, την Αμερικανική Ένωση για το θυρεοειδή (ATA)<br />
και την Αμερικανική Ένωση Κλινικών Ενδοκρινολόγων<br />
(AACE) συστήνει αξιολόγηση για θυρεοειδική νόσο σε<br />
γυναίκες άνω των 60 ετών και άλλα άτομα υψηλού<br />
κινδύνου για θυρεοειδική νόσο (ατομικό αναμνηστικό<br />
θετικό για ΣΔ τύπου 1 ή άλλα αυτοάνοσα νοσήματα, ή<br />
κληρονομικό αναμνηστικό θετικό για θυρεοειδική νόσο).<br />
2. Ειδικές κατηγορίες στις οποίες προτείνεται το<br />
screening :<br />
• Ασθενείς με συμπτώματα υπό- ή υπερ-θυρεοειδισμού.<br />
• Ασθενείς με εργαστηριακά ή ακτινολογικά ευρήματα<br />
που υποδηλώνουν υποθυρεοειδισμό (υπερλιπιδαιμία,<br />
υπονατριαιμία, υψηλή CPK, μακροκυτταρική<br />
αναιμία, περικαρδιακή ή πλευριτική συλλογή)<br />
ή υπερ-θυρεοειδισμό<br />
• Ασθενείς με πιθανή προηγηθείσα βλάβη θυρεοειδούς<br />
(ραδιενεργό ιώδιο, χειρουργείο θυρεοειδούς<br />
ή τραχήλου, εξωτερική ακτινοβολία)<br />
• Ασθενείς με ιστορικό αυτοανοσίας<br />
• Ασθενείς με υποφυσιακή ή υποθαλαμική νόσο<br />
• Ασθενείς που λαμβάνουν φάρμακα που πιθανώς<br />
θα επηρεάσουν τη θυρεοειδική λειτουργία (π.χ λίθιο,<br />
αμιοδαρόνη, IFN-α).<br />
3. Νοσηλευόμενοι για άλλα αίτια ασθενείς:<br />
Το screening συστήνεται μόνο επί σοβαρής υποψίας<br />
ύπαρξης θυρεοειδικής νόσου, δεδομένων των μεταβολών<br />
στις οποίες υπόκεινται οι θυρεοειδικές ορμόνες,<br />
οι δεσμευτικές πρωτεΐνες και η TSH σε σοβαρή μη θυρεοειδική<br />
νόσο.<br />
(2) Παρακολούθηση θεραπείας με θυροξίνη<br />
• μέτρηση TSH σε θεραπεία υποκατάστασης για<br />
πρωτοπαθή υποθυρεοειδισμό
242<br />
Προβλήματα στην εργαστηριακή διερεύνηση της θυρεοειδικής νόσου<br />
Εκτίμηση θυρεοειδικής λειτουργίας<br />
• μέτρηση FT4 σε θεραπεία υποκατάστασης για<br />
δευτεροπαθή υποθυρεοειδισμό<br />
• μέτρηση TSH και FT4, εάν χρησιμοποιείται μέθοδος<br />
δεύτερης γενιάς για την TSH, ή μόνο TSH, εάν χρησιμοποιείται<br />
μέθοδος τρίτης γενιάς για την TSH,<br />
σε θεραπεία αναστολής λόγω Ca θυρεοειδούς<br />
(3) Παρακολούθηση θεραπείας για υπερθυρεοειδισμό<br />
• κατά την αρχική φάση της αγωγής (αντιθυρεοειδικά,<br />
ραδιενεργό ιώδιο, χειρουργείο) μέτρηση FT4<br />
και FT3, μια και η TSH μπορεί να παραμείνει κατεσταλμένη<br />
για εβδομάδες, ή σπανιότερα για μήνες<br />
• αργότερα, μέτρηση μόνο TSH<br />
Για την εκτίμηση της θυρεοειδικής λειτουργίας<br />
χρησιμοποιούνται οι παρακάτω εξετάσεις (2):<br />
Συγκέντρωση TSH στον ορό: δεδομένου ότι στην<br />
πλειονότητά τους οι διαταραχές της θυρεοειδικής λειτουργίας<br />
οφείλονται σε πρωτοπαθή νόσο του θυρεοειδούς,<br />
η μέτρηση της TSH είναι η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη<br />
εξέταση για την ανεύρεσή τους. Μικρές<br />
παρεκκλίσεις των θυρεοειδικών ορμονών προκαλούν,<br />
λόγω της αρνητικής παλίνδρομης ρύθμισης, σημαντικές<br />
μεταβολές της TSH. Έτσι, φυσιολογικά επίπεδα TSH<br />
υποδηλώνουν ευθυρεοειδισμό, αυξημένα επίπεδα TSH<br />
υποθυρεοειδισμό και μειωμένα επίπεδα υπερθυρεοειδισμό.<br />
Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση του δευτεροπαθούς<br />
υποθυρεοειδισμού (λόγω υποφυσιακής βλάβης),<br />
οπότε η TSH είναι μειωμένη, καθώς και η σπάνια περίπτωση<br />
δευτεροπαθούς υπερθυρεοειδισμού λόγω αδενώματος<br />
της υποφύσεως που παράγει TSH. Οι τρίτης<br />
γενιάς μέθοδοι χημειοφωταύγειας, που κατεξοχήν χρησιμοποιούνται<br />
σήμερα, έχουν όριο ανίχνευσης περίπου<br />
τα 0,01 mU/L, ανιχνεύοντας ακόμα και τον ήπιο υπερθυρεοειδισμό<br />
(3). Τα φυσιολογικά όρια της TSH στον<br />
ορό κυμαίνονται από 0,4 έως 5 mU/L.<br />
H ταυτόχρονη μέτρηση TSH και FT4 είναι προτιμότερο<br />
να χρησιμοποιείται μόνο:<br />
• Εάν υπάρχει υποψία υποφυσιακής ή υποθαλαμικής<br />
νόσου (π.χ νεαρή γυναίκα με αμηνόρροια και<br />
αδυναμία, καταβολή)<br />
• Επί σοβαρής υποψίας ύπαρξης θυρεοειδικής νόσου<br />
(έντονα συμπτώματα υπό- ή υπερ-θυρεοειδισμού)<br />
και φυσιολογικής TSH<br />
• Σε νοσηλευόμενους για άλλα αίτια ασθενείς που<br />
υποβάλλονται σε screening.<br />
Συγκέντρωση ολικής T4 και ολικής T3 στον ορό:<br />
μετρώνται κυρίως με ραδιοανοσομετρικές μεθόδους<br />
(RIA), μεθόδους χημειοφωταύγειας ή άλλη ανοσομετρική<br />
μέθοδο (IMA).<br />
Συγκέντρωση FT4 και FT3 στον ορό: σύμφωνα με την<br />
‘υπόθεση της ελεύθερης ορμόνης’ η μη δεσμευμένη ορμόνη<br />
είναι διαθέσιμη για πρόσληψη εντός των κυττάρων και<br />
αλληλεπίδραση με τους πυρηνικούς υποδοχείς, ενώ η δεσμευμένη<br />
ορμόνη αποτελεί μια κυκλοφορούσα αποθήκη.<br />
Για τη μέτρηση της FT4 χρησιμοποιούνται: η equilibrium<br />
dialysis, ο υπολογισμός του κλάσματος της ολικής θυρεοειδικής<br />
ορμόνης προς τα επίπεδα TBG, η ‘άμεση’ μέτρηση<br />
και ο υπολογισμός του δείκτη ελεύθερης θυροξίνης (FT4I)<br />
μέσω του ποσοστού δέσμευσης θυρεοειδικών ορμονών<br />
(THBR ή THBI), μέσω μέτρησης της πρόσληψης της Τ3 από<br />
ρητίνη, με τις δυο τελευταίες μεθόδους να αποτελούν τις<br />
πιο συχνά χρησιμοποιούμενες (4).<br />
TSH T4 T3 Διάγνωση<br />
Φυσιολογική λειτουργία υποθαλάμου-υπόφυσης<br />
Φυσιολογική Φυσιολογική Φυσιολογική Ευθυρεοειδισμός<br />
Φυσιολογική Φυσιολογική ή υψηλή Φυσιολογική ή υψηλή Ευθυρεοειδική υπερθυροξιναιμία<br />
Φυσιολογική Φυσιολογική ή χαμηλή Φυσιολογική ή χαμηλή Ευθυρεοειδική υποθυροξιναιμία<br />
Υψηλή Χαμηλή Φυσιολογική ή χαμηλή Πρωτοπαθής υποθυρεοειδισμός<br />
Υψηλή Φυσιολογική Φυσιολογική Υποκλινικός υποθυρεοειδισμός<br />
Χαμηλή Υψηλή ή φυσιολογική Υψηλή Υπερθυρεοειδισμός<br />
Χαμηλή Φυσιολογική Φυσιολογική Υποκλινικός υπερθυρεοειδισμός<br />
Διαταραγμένη λειτουργία υποθαλάμου-υπόφυσης<br />
Φυσιολογική ή υψηλή Υψηλή Υψηλή Υπερθυρεοειδισμός οφειλόμενος σε TSH<br />
Φυσιολογική ή<br />
χαμηλή<br />
Στα κατώτερα<br />
φυσιολογικά ή χαμηλή<br />
Χαμηλή ή φυσιολογική<br />
Κεντρικός υποθυρεοειδισμός
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 243<br />
Προβληματα κατα την ορμονικη διερευνηση<br />
της λειτουργιας του θυρεοειδους<br />
Τα αποτελέσματα θα πρέπει πάντα να ερμηνεύονται<br />
σε συνάρτηση με την παθοφυσιολογία και τη<br />
φυσική ιστορία του νοσήματος υπό διερεύνηση και<br />
λαμβάνοντας υπόψη ότι:<br />
• Οι τιμές αναφοράς ποικίλλουν ανάλογα με την<br />
ηλικία, το εργαστήριο και τη μεθοδολογία.<br />
• Συχνά τα νοσήματα έχουν εξελισσόμενη πορεία<br />
(π.χ postpartum θυρεοειδίτιδα), και κατά συνέπεια<br />
ο ορμονικός έλεγχος αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη<br />
φάση της πορείας.<br />
• Κάποιες δοκιμασίες μπορούν να είναι φυσιολογικές<br />
παρά την ύπαρξη πραγματικής θυρεοειδικής<br />
δυσλειτουργίας (π.χ υποκλινικός υπερ και υποθυρεοειδισμός).<br />
• Οι διαταραχές των δοκιμασιών της θυρεοειδικής<br />
λειτουργίας δεν αντανακλούν πάντα θυρεοειδική<br />
δυσλειτουργία. Μια σειρά φαρμάκων και μη θυρεοειδικών<br />
ασθενειών επηρεάζουν τη μεταφορά και<br />
το μεταβολισμό των θυρεοειδικών ορμονών (Πίνακας<br />
1). Οι ασθενείς είναι εμφανώς ευθυρεοειδικοί<br />
παρά τη διαταραχή των ολικών T3 και T4 στον ορό<br />
(ευθυρεοειδική υπερ και υποθυροξιναιμία) και θα<br />
πρέπει να προσδιορίζονται τα ελεύθερα κλάσματα<br />
που βρίσκονται εντός φυσιολογικών ορίων.<br />
Παραδείγματα ευθυρεοειδικής υπερθυροξιναιμίας<br />
αποτελούν:<br />
οι ανωμαλίες των δεσμευτικών πρωτεϊνών:<br />
1. περίσσεια TBG που μπορεί να είναι οικογενής ή<br />
λόγω φαρμάκων όπως τα οιστρογόνα, το 5-FU,<br />
η μεθαδόνη ή σε ασθένειες όπως η ηπατίτιδα και<br />
η οξεία διαλείπουσα πορφυρία καθώς και σε καταστάσεις<br />
υπεροιστρογοναιμίας όπως η κύηση<br />
2. οικογενής δυσαλβουμιναιμική υπερθυροξιναιμία,<br />
γενετικό νόσημα που χαρακτηρίζεται από παραγωγή<br />
μεταλλαγμένων μορίων αλβουμίνης με<br />
χαμηλή συγγένεια αλλά υψηλή δεσμευτική ικανότητα<br />
για την Τ4<br />
3. ανώμαλη ένωση TTR (τρανθυρετίνης) με την Τ4,<br />
λόγω παραγωγής μεταλλαγμένων μορίων TTR<br />
που ενώνονται με την Τ4<br />
4. ύπαρξη ανοσοσφαιρινών anti- Τ4 που προκαλεί<br />
αύξηση της Τ4 όταν αυτή μετράται με RIA<br />
η ελάττωση αποιωδιοποίησης της θυροξίνης<br />
λόγω φαρμάκων (αμιοδαρόνη, προπρανολόλη, σκιαγραφικά)<br />
κάποιες ασθένειες (οξεία ψύχωση, γενικευμένη<br />
αντίσταση στις θυρεοειδικές ορμόνες)<br />
Παραδείγματα ευθυρεοειδικής υποθυροξιναιμίας<br />
αποτελούν:<br />
οι ανωμαλίες των δεσμευτικών πρωτεϊνών<br />
1. ελάττωση TBG , οικογενής ή λόγω φαρμάκων<br />
όπως η νιασίνη, η L ασπαραγινάση, η δαναζόλη,<br />
τα γλυκοκορτικοειδή ή λόγω ασθενειών όπως το<br />
νεφρωσικό σύνδρομο, η μεγαλακρία, το σύνδρομο<br />
Cushing, η υποθρεψία<br />
2. εκτόπιση της Τ4 από τις δεσμευτικές πρωτεΐνες<br />
λόγω φαρμάκων όπως τα σαλικυλικά, υψηλές<br />
δόσεις φουροσεμίδης, κάποια ΜΣΑΦ, ηπαρίνη<br />
αλλά και ασθενειών, ιδίως σοβαρών μη θυρεοειδικών<br />
νόσων.<br />
η χρήση αντιεπιληπτικών φαρμάκων (φαινυτοΐνη,<br />
καρβαμαζεπίνη) που αυξάνουν τον ανεξάρτητο από<br />
την ιωδιοποίηση μεταβολισμό των Τ3 και Τ4, αλλά και<br />
τις απομακρύνουν από τις δεσμευτικές ορμόνες<br />
• Η ερμηνεία των διαταραχών των δοκιμασιών της<br />
θυρεοειδικής λειτουργίας στους νοσηλευόμενους<br />
για άλλο σοβαρό μη θυρεοειδικό νόσημα παρουσιάζει<br />
δυσκολίες. Η πλειοψηφία των νοσηλευόμενων<br />
ασθενών έχουν χαμηλές συγκεντρώσεις<br />
T3 (σύνδρομο χαμηλής T3), λόγω ελάττωσης της<br />
5’-μονοαπωιοδοποίησης. Η διαλεύκανση των μηχανισμών<br />
που ενέχονται στη σοβαρή μη θυρεοειδική<br />
νόσο έχει πρόσφατα σημειώσει σημαντική<br />
πρόοδο (Εικόνα 5), αποκαλύπτοντας την πολυπλοκότητα<br />
τους (5). Η μέτρηση της T3 σε νοσηλευόμενους<br />
ασθενείς με χαμηλή TSH είναι απαραίτητη<br />
για τη διαφοροδιάγνωση με τον υπερθυρεοειδισμό<br />
(π.χ επί κολπικής μαρμαρυγής). Έτσι,<br />
η τιμή της T3 είναι υψηλή ή στα ανώτερα φυσιολογικά<br />
στον υπερθυρεοειδισμό και χαμηλή ή στα<br />
κατώτερα φυσιολογικά σε μη θυρεοειδική νόσο.<br />
Το 15 έως 20 % των νοσηλευόμενων ασθενών και<br />
το 50 % περίπου των ασθενών που νοσηλεύονται<br />
σε ΜΕΘ παρουσιάζουν χαμηλή T4 (σύνδρομο<br />
χαμηλής T4), κυρίως λόγω των χαμηλών συγκεντρώσεων<br />
μιας ή περισσοτέρων δεσμευτικών<br />
πρωτεϊνών. Η διαλεύκανση των μηχανισμών που<br />
ενέχονται στη σοβαρή μη θυρεοειδική νόσο έχει<br />
σημειώσει σημαντική πρόοδο, αποκαλύπτοντας<br />
την Μικρή ελάττωση των δεσμευτικών πρωτεϊνών<br />
και ήπια μη θυρεοειδική νόσος συνήθως δεν<br />
επηρεάζουν το ελεύθερο κλάσμα της T4. Ασθενείς<br />
με νόσημα με κακή έκβαση παρουσιάζουν χαμηλή
244<br />
Προβλήματα στην εργαστηριακή διερεύνηση της θυρεοειδικής νόσου<br />
T4 και χαμηλή T3 (6). Σε κάποιους ασθενείς παρατηρείται<br />
παροδική αύξηση της TSH (έως και 20<br />
mU/L) κατά τη διάρκεια της ανάρρωσης από μη<br />
θυρεοειδική νόσο. Από αυτούς λίγοι αποδεικνύεται<br />
ότι πάσχουν από υποθυρεοειδισμό κατά την<br />
επανεκτίμησή τους σε δεύτερο χρόνο. Στην περίπτωση<br />
πάντως που η τιμή της TSH υπερβαίνει<br />
τα 20 mU/L, συνήθως ο υποθυρεοειδισμός είναι<br />
μόνιμος. Ο βαθμός των διαταραχών της θυρεοειδικής<br />
λειτουργίας ποικίλει ανάλογα με τη σοβαρότητα<br />
της νόσου και η ελάττωση του δείκτη<br />
ελεύθερης θυροξίνης (FT4I) συνδέεται με αυξημένη<br />
θνησιμότητα (Εικόνα 5).<br />
• Σε περίπτωση ψυχιατρικής νόσου, ιδιαίτερα σχιζοφρένειας,<br />
είναι πιθανή η παροδική αύξηση της<br />
T4 συνοδευόμενη ή όχι από ελάττωση της TSH,<br />
ενώ σε βαριά κατάθλιψη μπορεί να παρατηρηθεί<br />
ευθυρεοειδική υποθυροξιναιμία.<br />
Εικόνα 1. Ρύθμιση και μεταβολισμός θυρεοειδικών ορμονών
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 245<br />
Εικόνα 2. Βιοσύνθεση θυρεοειδικών ορμονών<br />
Εικόνα 3. Μεταφορά και μεταβολισμός των θυρεοειδικών ορμονών
246<br />
Προβλήματα στην εργαστηριακή διερεύνηση της θυρεοειδικής νόσου<br />
Πίνακας 1<br />
Φάρμακα που προκαλούν διαταραχή των δοκιμασιών θυρεοειδικής λειτουργίας χωρίς να<br />
επηρεάζουν τη λειτουργία του θυρεοειδούς<br />
Ελάττωση TBG -νιασίνη (νικοτινικό οξύ), L ασπαραγινάση, δαναζόλη, γλυκοκορτικοειδή, ανδρογόνα<br />
Περίσσεια TBG -οιστρογόνα, ταμοξιφένη, ραλοξιφένη, 5FU, μεθαδόνη, κλοφιβράτη, ηρωίνη, μιτοτάνη<br />
Ελάττωση ένωσης Τ4 με την TBG- σαλικυλικά, φουροσεμίδη, κάποια ΜΣΑΦ, ηπαρίνη (μέσω<br />
ελεύθερων λιπαρών οξέων)<br />
Αύξηση κάθαρσης T4 – φαινυτοΐνη, καρβαμαζεπίνη, ριφαμπικίνη, φαινοβαρβιτάλη<br />
Καταστολή έκκρισης TSH – δοβουταμίνη, γλυκοκορτικοειδή, οκτρεοτίδη<br />
Διαταραχή μετατροπής της T4 σε T3 – αμιοδαρόνη, γλυκοκορτικοειδή, προπυλθειουρακίλη,<br />
σκιαγραφικά για χολοκυστογραφία (πχ ιοπανοϊκό οξύ)<br />
Εικόνα 4. Μηχανισμοί πρόκλησης διαταραχών θυρεοειδικών ορμονών σε σοβαρή μη θυρεοειδική νόσο<br />
Εικόνα 5. Μεταβολές θυρεοειδικών εργαστηριακών παραμέτρων σε σοβαρή μη θυρεοειδική νόσο
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 247<br />
Βιβλιογραφια<br />
1. Surks MI, Ortiz E, Daniels GH, et al. Subclinical thyroid<br />
disease: scientific review and guidelines for diagnosis<br />
and management. JAMA. 2004 Jan 14;291(2):228-38<br />
2. R. Sapin J.-L. Schlienger Dosages de thyroxine (T4)<br />
et tri-iodothyronine (T3) : techniques et place dans<br />
le bilan thyroοdien fonctionnel (review article)Ann<br />
Biol Clin2003 ; 61: 4-34,<br />
3. Ross DS, Ardisson LJ, Meskell MJ. Measurement of<br />
thyrotropin in clinical and subclinical hyperthyroidism<br />
using a new chemiluminescent assay. J Clin Endocrinol<br />
Metab. 1989;69:684-8<br />
4. Baloch Z, Carayon P, Conte-Devolx B et al. Laboratory<br />
medicine practice guidelines. Laboratory support<br />
for the diagnosis and monitoring of thyroid<br />
disease. Thyroid. 2003;13:3-126<br />
5. Maria H Warner and Geoffrey J Beckett Mechanisms<br />
behind the non-thyroidal illness syndrome: an update<br />
Journal of Endocrinology 2010; 205: 1–13<br />
6. Fliers E, Guldenaar SEF, Weirsings WM, et al: Decreased<br />
hypothalamic thyrotropin releasing hormone<br />
gene expression in patients with nonthyroidal<br />
illness. J Clin Endocrinol Metab 1997; 82:4032
ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΘΕΜΑ<br />
ΚΟΛΠΙΚΗ ΜΑΡΜΑΡΥΓΗ: Η ΣΥΧΝΟΤΕΡΗ ΑΡΡΥΘΜΙΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ<br />
Νεότερα αντιαρρυθμικά φάρμακα στην θεραπεία<br />
της κολπικής μαρμαρυγής<br />
Κ Κάππος 1 , Ξ Κωνσταντίνου 2<br />
1<br />
Διευθυντής ΕΣΥ, 2 Ειδικευόμενος Ιατρός, Α’ Καρδιολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
Η κολπική μαρμαρυγή είναι η πιο συχνή καρδιακή<br />
αρρυθμία. Υπολογίζεται πως μέχρι το 2050 περίπου<br />
το 2% του γενικού πληθυσμού και πολύ μεγαλύτερο<br />
ποσοστό των ηλικιωμένων θα πάσχει από κολπική<br />
μαρμαρυγή. Στους ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή<br />
αυξάνεται περίπου πέντε φορές ο κίνδυνος για αγγειακό<br />
εγκεφαλικό επεισόδιο 1 και η θνησιμότητα περίπου<br />
δύο φορές 2 . Η κολπική μαρμαρυγή έχει μεγάλη ποικιλία<br />
κλινικών εκδηλώσεων που απαιτούν διαφορετικές<br />
θεραπευτικές προσεγγίσεις. Η παροξυσμική απαιτεί<br />
άμεση καρδιομετατροπή, ενώ η υποτροπιάζουσα<br />
χρήζει προφυλακτικής αγωγής για την πρόληψη των<br />
υποτροπών. Τέλος η χρόνια ή εμμένουσα χρήζει αγωγής<br />
για τον έλεγχο της κοιλιακής ανταπόκρισης. Οι<br />
σημερινές στρατηγικές στην θεραπεία της κολπικής<br />
μαρμαρυγής είναι η πρόληψη των θρόμβοεμβολικών<br />
επεισοδίων, ο έλεγχος του ρυθμού και ο έλεγχος της<br />
συχνότητας 3 . Όσον αφορά δε ποιά τακτική είναι η καλύτερη<br />
για τον ασθενή η μελέτη AFFIRM έδειξε πως δεν<br />
υπάρχει διαφορά στην θνησιμότητα μεταξύ των στρατηγικών<br />
ελέγχου του ρυθμού και αυτών ελέγχου της<br />
συχνότητας 4 . Τα πλεονεκτήματα ωστόσο του ελέγχου<br />
του ρυθμού είναι καλύτερος έλεγχος της συχνότητας,<br />
συμμετοχή του κολπικού λακτίσματος στον καρδιακό<br />
κύκλο, καλύτερη αντοχή στην κόπωση και μικρότερο<br />
κίνδυνο για θρομβοεμβολές.<br />
Το ιδανικό αντιαρρυθμικό φάρμακο θα πρέπει με<br />
ασφάλεια, χωρίς προαρρυθμικές δράσεις, και αποτελεσματικά,<br />
να τερματίζει ή να προλαμβάνει την εμφάνιση<br />
κολπικής μαρμαρυγής σε ασθενείς με και χωρίς<br />
δομική καρδιακή νόσο, να μην έχει εκσεσημασμένη<br />
αρνητική ινότροπη δράση ή αλληλεπίδραση με τα<br />
αντιπηκτικά και να παρέχει ικανοποιητικό έλεγχο της<br />
κοιλιακής συχνότητας κατά την διάρκεια των παροξυσμών.<br />
Αυτό το αντιαρρυθμικό φάρμακο δυστυχώς<br />
δεν υπάρχει ακόμη. Το αντιαρρυθμικό φάρμακο που<br />
εκπληρεί τα περισσότερα από τα ανωτέρω κριτήρια<br />
είναι η αμιωδαρόνη, με το αρνητικό όμως των σοβαρότερων<br />
ανεπιθύμητων παρενεργειών.<br />
Στην προσπάθεια ανεύρεσης νεώτερων και ασφαλέστερων<br />
αντιαρρυθμικών φαρμάκων έγιναν προσπάθειες<br />
είτε τροποποίησης ήδη υπαρχόντων μορίων<br />
όπως αυτό της αμιωδαρόνης με την αφαίρεση του<br />
μορίου του ιωδίου είτε σε εντελώς νέες κατηγορίες<br />
φαρμάκων όπως είναι οι εκλεκτικοί παράγοντες καθυστέρησης<br />
της κολπικής εκπόλωσης.<br />
Το πρώτο και πιο γνωστό από τα νεώτερα αντιαρρυθμικά<br />
φάρμακα που ήδη έχει πάρει ένδειξη για<br />
την θεραπεία της κολπικής μαρμαρυγής είναι η δρονεδαρόνη<br />
5 . Η δρονεδαρόνη αποτελεί ένα δομικό ανάλογο<br />
της αμιωδαρόνης, χωρίς τα ιωδιούχα υποκατάστατα,<br />
με καλύτερο προφίλ ασφαλείας και παρόμοιο φάσμα<br />
φαρμακολογικών δράσεων (β-αδρενεργικός, διαύλων<br />
νατρίου και Ι kr<br />
διαύλων καλίου αποκλειστής). Η δρονεδαρόνη<br />
παρουσιάζει ηλεκτροφυσιολογικές ιδιότητες<br />
και από τις τέσσερις κατηγορίες της ταξινόμησης κατά<br />
Vaughan- Williams. Αναστέλλει τα ρεύματα καλίου και<br />
με τον τρόπο αυτό παρατείνει το δυναμικό ενεργείας<br />
και την ανερέθιστη περίοδο (τάξη ΙΙΙ). Αναστέλλει τους<br />
διαύλους νατρίου (τάξη Ιb), καθώς και τους διαύλους<br />
ασβεστίου (τάξη ΙV) καθώς και μη-ανταγωνιστική αντιαδρενεργική<br />
δράση 6,7 . Η δρονεδαρόνη έχει μελετηθεί με<br />
ένα εκτεταμένο πρόγραμμα κλινικών μελετών και έχει<br />
αποδείξει τόσο την ικανότητα πρόληψης της επανεμφάνισης<br />
κολπικής μαρμαρυγής μετά από επιτυχή καρδιομετατροπή,<br />
8,9 όσο και την αποτελεσματικότητά της<br />
στην μείωση του κινδύνου εισαγωγής σε νοσοκομείο<br />
με νοσήματα σχετιζόμενα με την κολπική μαρμαρυγή<br />
10 . Συγκεκριμένα, παρουσίασε μείωση κατά 29% του<br />
κινδύνου θανάτου από καρδιαγγειακά αίτια και κατά<br />
34% του σχετικού κινδύνου για αγγειακό εγκεφαλικό<br />
επεισόδιο σε σχέση με το εικονικό φάρμακο που συγκρίθηκε.<br />
Παρόλα αυτά όμως η δρονεδαρόνη στη μοναδική<br />
μελέτη σύγκρισης με την αμιωδαρόνη,εμφανίζεται<br />
σαφώς λιγότερο αποτελεσματική στην μείωση της<br />
επανεμφάνισης κολπικής μαρμαρυγής, έχοντας όμως<br />
λιγότερες ανεπιθύμητες παρενέργειες, ιδιαίτερα όσον<br />
αφορά τον θυρεοειδή και το νευρικό σύστημα, καθώς
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 249<br />
και δεν παρουσίασε αλληλεπίδραση με τα αντιπηκτικά<br />
11 . Ένα άλλο σημείο που χρήζει προσοχής στην<br />
χρήση της δρονεδαρόνης είναι η αύξηση των θανάτων<br />
που παρατηρήθηκε κατά την χρήση του φαρμάκου σε<br />
ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια λειτουργικού σταδίου<br />
κατά NYHA III και IV, κυρίως λόγω επιδείνωσης<br />
των συμπτωμάτων καρδιακής ανεπάρκειας με αποτέλεσμα<br />
να αντενδείκνυται η χορήγησή της σε αυτήν<br />
την κατηγορία ασθενών 12 . Άλλα παράγωγα της αμιωδαρόνης<br />
που αυτή τη στιγμή βρίσκονται στο στάδιο<br />
των κλινικών μελετών είναι η σελιβαρώνη 13 και η<br />
βουδιοδαρώνη, η οποία αναμένεται να έχει παρόμοια<br />
δραστικότητα με την αμιωδαρόνη χωρίς όμως τις παρενέργειες<br />
που οφείλονται στην χρόνια χορήγηση και<br />
την εναπόθεση στους ιστούς 14 .<br />
Μία νέα ελκυστική πρόταση στην θεραπεία της<br />
κολπικής μαρμαρυγής αποτελούν οι παράγοντες που<br />
επιβραδύνουν εκλεκτικά την επαναπόλωση των κόλπων<br />
( Atrial Repolarization Delaying Agents – ARDA ). Οι<br />
παράγοντες αυτοί παρουσιάζουν υψηλή και εκλεκτική<br />
συγγένεια στους ιοντικούς διαύλους που εμπλέκονται<br />
στην διαδικασία επαναπόλωσης του κολπικού μυοκαρδίου.<br />
Ο κυριότερος εκπρόσωπος αυτής της κατηγορίας<br />
είναι το βερνακαλάντ (Vernakalant ) η ενδοφλέβια<br />
μορφή του οποίου έλαβε ήδη ένδειξη για την άμεση<br />
καρδιομετατροπή κολπικής μαρμαρυγής προσφάτου<br />
ενάρξεως 5 . Η χορήγηση βερνακαλάντ αποδείχθηκε πιο<br />
γρήγορη από την αμιωδαρόνη όσον αφορά την καρδιομετατροπή<br />
της κολπικής μαρμαρυγής σε φλεβοκομβικό<br />
ρυθμό, 51.7% των ασθενών που έλαβαν βερνακαλάντ<br />
έναντι μόλις 5.2% αυτών που έλαβαν αμιωδαρόνη τα<br />
πρώτα 90 λεπτά μετά την χορήγηση (p
Κολπική μαρμαρυγή:<br />
Νεότερα αντιθρομβωτικά και αντιπηκτικά φάρμακα<br />
Σ Μεταξά 1 , Ι Χαβελές 2 , Α Μανώλης 3<br />
1<br />
Eιδικευόμενη Ιατρός, 2 Επικουρικός Ιατρός, 3 Διευθυντής, Α’ Καρδιολογικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
Τα αιμοπετάλια έχουν θεμελιώδη ρόλο στην παθοφυσιολογία<br />
των οξέων στεφανιαίων συνδρόμων<br />
(ΟΣΣ) (ασταθής στηθάγχη, έμφραγμα του μυοκαρδίου)<br />
καθώς η ρήξη ή η εξέλκωση της αθηρωματικής πλάκας<br />
οδηγούν σε έκθεση του υπενδοθηλιακού ιστού στην<br />
κυκλοφορία του αίματος και συνοδεύονται από προσκόλληση,<br />
ενεργοποίηση και συσσώρευση των αιμοπεταλίων<br />
που συμμετέχουν στον σχηματισμό θρόμβου.<br />
Συγχρόνως με τη δημιουργία του αιμοπεταλιακού<br />
θρόμβου ενεργοποιείται ο πηκτικός μηχανισμός του<br />
αίματος: απελευθερώνεται ιστικός παράγοντας και ο<br />
παράγοντας πήξης Χ ενεργοποιείται σε παράγοντα<br />
Χα που οδηγεί στη δημιουργία θρομβίνης (παράγοντας<br />
ΙΙα). Η θρομβίνη μετασχηματίζει το ινωδογόνο σε ινώδες,<br />
ενεργοποιεί τον παράγοντα ΧΙΙΙ που σταθεροποιεί<br />
τον ινώδη θρόμβο και δρα ως ισχυρό ερέθισμα για<br />
την συσσώρευση των αιμοπεταλίων 1 . Μόρια θρομβίνης<br />
ενσωματώνονται στους θρόμβους και μπορούν να<br />
αποτελέσουν εστία επαναθρόμβωσης (επαναπόφραξη<br />
ή επανέμφραγμα) όταν ο θρόμβος υφίσταται αυτόματη<br />
ή φαρμακευτικά επαγόμενη ινωδόλυση. Κατά αναλογία,<br />
ενεργοποιημένα αιμοπετάλια συμβάλλουν στην<br />
ανάπτυξη δευτερογενούς ισχαιμίας μετά από ένα<br />
ΟΣΣ που αντιμετωπίζεται με διαδερμική στεφανιαία<br />
αγγειοπλαστική και κυρίως, με ενδοστεφανιαία εμφύτευση<br />
stent. Για αυτούς τους λόγους η αποτελεσματική<br />
αντιαιμοπεταλιακή και αντιπηκτική αγωγή αποτελούν<br />
ακρογωνιαίους λίθους στην πρωτογενή και δευτερογενή<br />
αντιμετώπιση της αθηροθρομβωτικής νόσου και<br />
νέα φάρμακα συνεχώς προστίθενται στην θεραπευτική<br />
μας φαρέτρα.<br />
Η ασπιρίνη (ακετυλοσαλικυλικό οξύ) χρησιμοποιείται<br />
περισσότερο από πενήντα χρόνια ως αποτελεσματικό,<br />
φτηνό και αρκετά ασφαλές αντιαιμοπεταλιακό<br />
φάρμακο καθώς μειώνει τον κίνδυνο εμφράγματος<br />
του μυοκαρδίου και ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού<br />
επεισοδίου, μειώνει τα αγγειακά φαινόμενα και<br />
την θνητότητα ασθενών με αγγειακή νόσο. H διπλή<br />
αντιαιμοπεταλιακή αγωγή με συγχορήγηση ασπιρίνης/<br />
κλοπιδογρέλης σε ασθενείς με ΟΣΣ μειώνει τη νοσηρότητα<br />
και θνησιμότητα σε περίπτωση συντηρητικής<br />
αντιμετώπισης ή διαδερμικής στεφανιαίας παρέμβασης<br />
(PCI) και συστήνεται για τουλάχιστον 12 μήνες σε<br />
ασθενείς με ΟΣΣ ή ασθενείς που έλαβαν επικαλυμμένο<br />
stent. Η κλοπιδογρέλη είναι θειενοπυριδίνη 2ης γενιάς<br />
που εκλεκτικά και μη αναστρέψιμα αναστέλλει τον<br />
υποδοχέα P2Υ 12<br />
των ADP υποδοχέων των αιμοπεταλίων,<br />
παρουσιάζει όμως περιορισμούς σε ότι αφορά<br />
τη χρήση της: συνοδεύεται από αυξημένο αιμορραγικό<br />
κίνδυνο σε ασθενείς που πρόκειται να υποβληθούν σε<br />
χειρουργείο, προκαλεί μόνο σε ποσοστό 30-40% αναστολή<br />
συσσώρευσης των αιμοπεταλίων, είναι προφάρμακο<br />
που μεταβολίζεται στο ήπαρ και έχει καθυστερημένη<br />
έναρξη δράσης. Η χρήση των αναστολέων<br />
γλυκοπρωτεϊνικών υποδοχέων GPIIbIIIa (GPI) που επίσης<br />
αναστέλλουν τη συσσώρευση των αιμοπεταλίων<br />
συστήνεται σε ασθενείς με υψηλού κινδύνου ΟΣΣ που<br />
υποβάλλονται σε PCΙ, σε συνδυασμό πάντα με ασπιρίνη/κλοπιδογρέλη<br />
προσφέροντας επιπρόσθετη αντιαιμοπεταλιακή<br />
δράση 2 .<br />
Το μέγιστο αντιαιμοπεταλιακό αποτέλεσμα επιχειρούν<br />
να επιτύχουν νέα αντιαιμοπεταλιακά φάρμακα<br />
όπως η πρασουγρέλη. Η πρασουγρέλη είναι<br />
θειενοπυριδίνη που αναστέλλει τον υποδοχέα P2Υ 12,<br />
έχει 10πλάσια in vivo δραστικότητα από την κλοπιδογρέλη<br />
και σπάνια συνοδεύεται από το φαινόμενο<br />
της αντίστασης στην συσσώρευση των αιμοπεταλίων<br />
(PRINCIPLE-TIMI 44). Στην μελέτη TRITON-TIMI 38 κατά<br />
την οποία ασθενείς με ΟΣΣ υποβλήθηκαν σε PCI και<br />
τυχαιοποιήθηκαν σε πρασουγρέλη έναντι κλοπιδογρέλης,<br />
η χορήγηση πρασουγρέλης συνοδεύτηκε από στατιστικά<br />
σημαντικά μειωμένη συχνότητα θανάτου από<br />
καρδιαγγεακά αίτια, μη θανατηφόρα εμφράγματα ή<br />
εγκεφαλικά επεισόδια με αυξημένο όμως τον κίνδυνο<br />
αιμορραγικών επεισοδίων και θανατηφόρων αιμορραγιών.<br />
Έχουν περιγραφεί τρεις ομάδες ασθενών με αυξημένο<br />
αιμορραγικό κίνδυνο στις οποίες αντενδείκνυται<br />
η χορήγηση πρασουγρέλης: ασθενείς με παροδικό
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 251<br />
ή μόνιμο ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο, ηλικίας άνω<br />
των 75 ετών και σωματικού βάρους
ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΘΕΜΑ<br />
ΟΙ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ-ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΜΑΓΝΗΤΙΚΗΣ<br />
ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ, ΤΗΣ ΑΞΟΝΙΚΗΣ ΤΟΜΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ-<br />
ΣΤΕΦΑΝΙΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ STRESS SPECT<br />
Οι ενδείξεις χρησιμοποίησης της Μαγνητικής Τομογραφίας Καρδιάς:<br />
Απεικονιστικός έλεγχος της βιωσιμότητας του Μυοκαρδίου<br />
ΘΜ Κρατημένος<br />
Ακτινοδιαγνωστής, Επιμελητής Β’, Ακτινοδιαγνωστικό Τμήμα Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός –<br />
Μονάδα Επεμβατικής Ακτινολογίας<br />
SUMMARY<br />
Kratimenos MT. Indications for the use of Cardiac MRI: Diagnostic imaging for the assessment of myocardial<br />
viability. In the last few years Cardiac Magnetic Resonance Imaging has been established as a reliable non invasive<br />
imaging modality for the assessment of heart diseases being the gold standard method for some of them. The contribution<br />
of this method is indisputable regarding coronary artery disease, especially in post-infarction patients where viable<br />
myocardium can be distinguished / exhibited, as well as microvascular obstruction following myocardial infarction<br />
through diffusion techniques. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 252-260, 2011.<br />
Key words: cardiac magnetic resonance imaging, myocardium viability, myocardium diffusion<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Ο μαγνητικός συντονισμός της καρδιάς τα τελευταία χρόνια έχει καταξιωθεί διεθνώς ως μια αξιόπιστη μη επεμβατική<br />
απεικονιστική μέθοδος για την μελέτη των παθήσεων της καρδιάς αποτελώντας για κάποιες από αυτές<br />
τη χρυσή μέθοδο. Ειδικά στη στεφανιαία νόσο η συμβολή της μεθόδου είναι σημαντική καθώς είναι σε θέση να<br />
αναδείξει το βιώσιμο μυοκάρδιο σε μετεμφραγματικούς ασθενείς, καθώς και τη μικροαγγειακή απόφραξη που<br />
ακολουθεί το έμφραγμα του μυοκαρδίου μέσω της τεχνικής διάχυσης του μυοκαρδίου. Νοσοκομειακά Χρονικά,<br />
73, Συμπλήρωμα, 252-260, 2011.<br />
Λέξεις κλειδιά: μαγνητικός συντονισμός καρδιάς, βιωσιμότητα μυοκαρδίου, διάχυση μυοκαρδίου<br />
ΕΙΣΑΓΩΓΗ<br />
Οι καρδιαγγειακές παθήσεις αποτελούν το σημαντικότερο<br />
αίτιο θανάτου στις ΗΠΑ και πολλά άλλα<br />
κράτη, απορροφούν δε σημαντικό μέρος από τα κεφάλαια<br />
που προορίζονται για τον τομέα της υγείας,<br />
αποτελώντας ένα σημαντικό κοινωνικό-οικονομικό<br />
πρόβλημα.<br />
Ο πλήρης διαγνωστικός έλεγχος αυτών των παθήσεων<br />
συχνά είναι χρονοβόρος και αυξημένου κόστους,<br />
καθώς απαιτεί μια σειρά εξετάσεων που περιλαμβάνει<br />
διαφορετικές απεικονιστικές ή άλλες μεθόδους.<br />
Σε σχέση με τις κλασσικές απεικονιστικές μεθόδους<br />
ο μαγνητικός συντονισμός της καρδιάς αποτελεί μια<br />
μη επεμβατική μέθοδο που επιτρέπει τη συνδυασμένη<br />
μελέτη τόσο της καρδιακής ανατομίας (εσωτερικές κοιλότητες,<br />
πάχος μυοκαρδίου, στεφανιαία αγγεία) όσο<br />
και της λειτουργικότητας (κινητικότητα τοιχώματος,<br />
λειτουργία των βαλβίδων, διάχυση μυοκαρδίου, ροή<br />
στεφανιαίων).<br />
Τα πλεονεκτήματα του μαγνητικού συντονισμού<br />
στην απεικόνιση της καρδιάς είναι ότι πρόκειται για<br />
μια μη επεμβατική απεικονιστική μέθοδο, χωρίς ιοντίζουσα<br />
ακτινοβολία, που έχει απεριόριστη πρόσβαση<br />
στον θωρακικό κλωβό, με δυνατότητα απεικόνισης σε<br />
πολλαπλά επίπεδα και με καλή αντίθεση των ιστών.<br />
Η σωστή χωρική και χρονική διακριτική αντίθεση<br />
είναι απαραίτητες για μια επιτυχημένη εξέταση καρδιάς<br />
με μαγνητικό συντονισμό. Σε συνδυασμό με τις<br />
βελτιώσεις στα λειτουργικά συστήματα( π.χ. καλύτερη<br />
ομοιογένεια του μαγνητικού πεδίου, ταχύτερη αλλαγή
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 253<br />
των βαθμιδωτών πεδίων, πιο ευαίσθητα στη λήψη σήματος<br />
πηνία) η απεικόνιση της καρδιάς με μαγνητικό<br />
συντονισμό, έχει ωφεληθεί τα τελευταία 20 χρόνια και<br />
από την εισαγωγή του συστήματος σύγχρονης ηλεκτροκαρδιογραφικής<br />
καταγραφής και την ανάπτυξη<br />
ταχέων ακολουθιών με συγκράτηση της αναπνοής.<br />
Ορισμένες ενδείξεις για την απεικόνιση της καρδιάς<br />
με το μαγνητικό συντονισμό είναι ήδη καλά τεκμηριωμένες,<br />
ενώ άλλες αυτή τη στιγμή περνάνε από<br />
το ερευνητικό στάδιο, στο στάδιο της κλινικής εφαρμογής.<br />
Παρόλο που μια μορφολογική μελέτη της καρδιάς<br />
είναι δυνατό να γίνει με ένα μαγνητικό πεδίο ισχύος<br />
1Τ, οι κορυφαίες ακτινολογικές και καρδιολογικές εταιρείες<br />
προτείνουν και έχει πλέον γίνει κοινή πρακτική<br />
στην κλινική καθημερινότητα η απεικόνιση με μαγνητικό<br />
πεδίο να γίνεται με πεδίο ισχύος 1,5Τ, και βαθμιδωτά<br />
πεδία 20 m T/m ή περισσότερο. Ειδικά η λήψη<br />
ταχέων ακολουθιών με καταστολή του σήματος του<br />
λίπους, απαιτεί το υψηλότερο δυνατό κλάσμα σήματος<br />
προς θόρυβο, με πολύ μεγάλη ομοιογένεια του<br />
μαγνητικού πεδίου.<br />
Διάφοροι κατασκευαστές παράγουν συστήματα<br />
MRI ειδικά για την απεικόνιση του καρδιοαγγειακού<br />
συστήματος, με ισχύ των βαθμιδωτών πεδίων ίση με<br />
60 m T/m ή και περισσότερο και μέγιστη χωρική διακριτική<br />
ικανότητα. Σε ορισμένα δε εξειδικευμένα κέντρα,<br />
οι εξετάσεις MRI της καρδιάς πραγματοποιούνται<br />
πλέον με συστήματα που έχουν ισχύ μαγνητικού<br />
πεδίου 3.0 Τ.<br />
Οι εξετάσεις της καρδιάς με τη μέθοδο του μαγνητικού<br />
συντονισμού για να θεωρούνται υψηλής ποιότητας<br />
πρέπει να έχουν τα εξής εξειδικευμένα τεχνικά<br />
και λογιστικά χαρακτηριστικά:<br />
• Εξελιγμένες ακολουθίες για την απεικόνιση της<br />
καρδιάς και ειδικά προγράμματα για την ποσοτική<br />
λειτουργική μελέτη.<br />
• Ένα εξειδικευμένο πηνίο ( πηνίο καρδιάς).<br />
• Συστήματα ηλεκτροκαρδιακής καταγραφής, αυτόματης<br />
μέτρησης της πίεσης και οξυμετρίας<br />
συμβατά με το μαγνήτη.<br />
• Ένα συμβατό με το μαγνήτη εγχυτή για τη χορήγηση<br />
παραμαγνητικής ουσίας (ρυθμός ροής<br />
≥3Ml/s)<br />
• Μια συσκευή ενδοφλέβιας χορήγησης φαρμάκου<br />
για την απεικόνιση υπό συνθήκες φαρμακευτικού<br />
stress<br />
• Τμήμα επειγόντων στελεχωμένο με ιατρούς διαφόρων<br />
ειδικοτήτων και τον απαραίτητο εξοπλισμό.<br />
Η εξέταση της καρδιάς με τη μέθοδο του μαγνητικού<br />
συντονισμού μπορεί να γίνει με τον εξεταζόμενο<br />
σε ύπτια αλλά και σε πρηνή θέση. Η πρηνής θέση είναι<br />
λιγότερο βολική για τον άρρωστο αλλά μειώνει τα τεχνικά<br />
σφάλματα από την αναπνοή κατά τη διάρκεια<br />
της λήψης των δεδομένων. Πάντως η ύπτια θέση αποτελεί<br />
σήμερα τον κλασσικό τρόπο τοποθέτησης των<br />
αρρώστων στην καθημερινή κλινική πράξη.<br />
Ένα πηνίο σώματος δεν είναι αρκετά ευαίσθητο<br />
για την απεικόνιση της καρδιάς με ΜΣ. Τα πηνία επιφανείας<br />
έχουν μικρότερο πεδίο απεικόνισης(FOV) με<br />
μεγαλύτερο συντελεστή σήματος προς θόρυβο (SNR),<br />
καθιστώντας τα ικανά να απεικονίζουν δομές της<br />
καρδιάς που βρίσκονται κοντά στο θωρακικό τοίχωμα.<br />
Ένα μονό πρόσθιο πηνίο επιφάνειας ωστόσο δεν<br />
επαρκεί για την απεικόνιση των κόλπων, της κατιούσης<br />
θωρακικής αορτής, και των μεγάλων ενδοθωρακικών<br />
αγγειακών δομών στους ενήλικες. Τα κλιμακούμενης<br />
παράταξης πηνία (phased array coils) συνδυάζουν<br />
υψηλό SNR και μεγάλο FOV. Οι ιστοί κοντά στο πηνίο<br />
θα έχουν υψηλότερη ένταση σήματος σε σχέση με εκείνους<br />
μακρύτερα από το πηνίο. Ένα φίλτρο ομογενοποίησης<br />
μπορεί εν μέρη να αντισταθμίσει αυτές τις<br />
διαφορές. Οι πιο σύγχρονοι μαγνητικοί τομογράφοι<br />
έχουν συστήματα πηνίων ειδικά για το όργανο στόχο.<br />
Αυτά τα συστήματα είναι βελτιωμένα για την απεικόνιση<br />
της καρδιάς και αποτελούνται από πολυκαναλικά<br />
πηνία που εκτείνονται τόσο στο πρόσθια όσο και<br />
την οπίσθια επιφάνεια του θωρακικού τοιχώματος.<br />
ΥΛΙΚΟ-ΜΕΘΟΔΟΣ<br />
Στο τμήμα μαγνητικού τομογράφου του Νοσοκομείου<br />
ο Ευαγγελισμός έχουν εξεταστεί για μαγνητική τομογραφία<br />
καρδιάς από τον Ιανουάριο του 2007 μέχρι<br />
και το Δεκέμβριο του 2010, 293 ασθενείς, εκ των οποίων<br />
180 άρρενες (μέση ηλικία 42,3 έτη, ο γηραιότερος<br />
εξεταζόμενος ηλικίας 79 ετών και ο νεότερος 16 ετών)<br />
με διάφορες κλινικές ενδείξεις. Η εξέταση πραγματοποιείται<br />
με σύγχρονο μαγνητικό τομογράφο GE SIGNA<br />
EXCITE ισχύος 1,5 Tesla, ενώ έχει εγκατασταθεί ειδικό<br />
καρδιολογικό λογισμικό επεξεργασίας των εξετάσεων<br />
(Report-card) σε σταθμό εργασίας για τον λειτουργικό<br />
έλεγχο.<br />
Για την αποφυγή ψευδοείδωλων η λήψη εικόνων<br />
πραγματοποιείται με ηλεκτροκαρδιογραφικό συγχρονισμό<br />
και με τεχνικές συγκράτησης της αναπνοής.<br />
Ηλεκτρόδια καρδιογραφήματος συμβατά με το μαγνήτη<br />
φτιαγμένα από άνθρακα ή γραφίτη, κλεισμένα<br />
σε εύκαμπτο πλαστικό περίβλημα, τοποθετούνται στην
254<br />
Οι ενδείξεις χρησιμοποίησης της Μαγνητικής Τομογραφίας Καρδιάς:<br />
Απεικονιστικός έλεγχος της βιωσιμότητας του Μυοκαρδίου<br />
πρόσθια θωρακική επιφάνεια του ασθενούς (αφού καθαριστεί<br />
η επιφάνεια του σώματος που θα προσκολληθούν<br />
και απομακρυνθούν τυχόν τρίχες από το δέρμα). Τα αυτοκόλλητα<br />
των ηλεκτροδίων τοποθετούνται αριστερά<br />
από το στέρνο στο ύψος του τέταρτου μεσοπλεύριου<br />
διαστήματος, κατά μήκος της μεσοκλειδικής γραμμής και<br />
στην πρόσθια μασχαλιαία γραμμή. Όσο πιο προσεκτικά<br />
γίνεται η τοποθέτηση των ηλεκτροδίων τόσο καλύτερη<br />
είναι η λήψη σήματος του ΗΚΓ και κατά συνέπεια υψηλότερης<br />
ποιότητας οι παραγόμενες εικόνες.<br />
Επίσης εφαρμόζονται τεχνικές εξέτασης με συγκράτηση<br />
της αναπνοής ώστε να μειωθούν τα αναπνευστικά<br />
τεχνικά σφάλματα χωρίς να επιμηκυνθεί<br />
σημαντικά την εξέταση. Η λήψη δεδομένων με τη συγκράτηση<br />
της αναπνοής σε φάση εκπνοής φαίνεται<br />
να είναι πιο εύκολη στην αναπαραγωγή από τη λήψη<br />
δεδομένων σε φάση εισπνοής.<br />
Το συνηθισμένο πρωτόκολλο απεικόνισης των<br />
ασθενών που προσέρχονται στο τμήμα του μαγνητικού<br />
τομογράφου του Νοσοκομείου ο Ευαγγελισμός για<br />
να πραγματοποιήσουν εξέταση μαγνητικής τομογραφίας<br />
καρδιάς περιλαμβάνει:<br />
1) Αναγνωριστικές τομές σε τρία επίπεδα που παρέχουν<br />
ένα γρήγορο ανατομικό προσανατολισμό των<br />
οργάνων του θώρακα και χρησιμεύουν στο σχεδιασμό<br />
(εικ 1).<br />
2) Ανατομικές ακολουθίες κατά τον εγκάρσιο άξονα<br />
που καλύπτουν από το ύψος του διαφράγματος μέχρι<br />
και το ύψος του αορτικού τόξου για την ανάδειξη της<br />
ανατομίας των καρδιακών κοιλοτήτων και των αγγείων<br />
του μεσοθωρακίου (double inversion recovery TSE/<br />
FSE, TR = 2 R-R intervals, TE = 5 msec GE; Slice thickness =<br />
5 mm Interslice gap = 5 mm FOV = 28 cm)<br />
3) Υπερταχείες ακολουθίες βαθμιδωτών πεδίων<br />
μονής τομής κατά τον επιμήκη άξονα της καρδιάς, τον<br />
ψευδο-βραχύ άξονα της καρδιάς και σε προβολή τεσσάρων<br />
κοιλοτήτων (εικ. 2)<br />
4) Κινηματική μελέτη με ειδικές cine (white blood)<br />
ακολουθίες (FIESTA TR = 3.5 msec ; TE = minimum, Flip<br />
angle = 45–70° Slice thickness = 8 mm Interslice gap =<br />
2 mm FOV = 36–40 cm 16–20 τομές) κατά τον αληθή<br />
βραχύ άξονα της καρδιάς καθώς σε αληθή προβολή<br />
4 κοιλοτήτων (εικ. 3), για την ογκομετρική μελέτη των<br />
κοιλοτήτων, την ανάδειξη και ημιποσοτική εκτίμηση<br />
βαλβιδικής ανεπαρκείας, στενώσεων και διαφυγών.<br />
5) Cine ακολουθίες ροομετρίας και μέτρησης ταχύτητας<br />
με κωδικοποίηση φάσης, βαθμιδωτών πεδίων,<br />
ευαίσθητες στη ροή του αίματος με καρδιακό συγχρονισμό<br />
σε κάθετο επίπεδο προς τον επιμήκη άξονα<br />
της ανιούσας αορτής και της πνευμονικής αρτηρίας<br />
για την ανάδειξη και ποσοτικοποίηση ανεπάρκειας,<br />
στενώσεων, πνευμονικής και συστηματικής παροχής,<br />
υπερφόρτωσης όγκου ή πίεσης, διαφυγών (εικ. 4). Πρόκειται<br />
για ειδικές ακολουθίες που επιτρέπουν την λήψη<br />
ανατομικών όσο και των αντίστοιχων δυσδιάστατων<br />
χαρτών ταχυτήτων και την άμεση μέτρηση ταχύτητας<br />
ροής, καθώς και υπολογισμού της κλίσης πίεσης βάσει<br />
της τροποποιημένης εξίσωσης του Bernoulli: Δp=4v²<br />
(όπου Δp είναι η κλίση πίεσης και v η μετρούμενη ταχύτητα).<br />
(εικ. 5).<br />
6) Τ2 ζυγισμένες ακολουθίες κατά τον αληθή βραχύ<br />
άξονα της καρδιάς ή σε προβολή 4 κοιλοτήτων,<br />
STIR (short-tau inversion recovery) για την ανάδειξη του<br />
οιδήματος στο μυοκάρδιο.<br />
7) Ανατομικές ακολουθίες κατά τον αληθή βραχύ<br />
άξονα της καρδιάς ή σε προβολή 4 κοιλοτήτων (double<br />
inversion recovery TSE/FSE, TR = 2 R-R intervals, TE = 5<br />
msec GE; Slice thickness = 5 mm Interslice gap = 5 mm<br />
FOV = 28 cm) καθώς και ακολουθίες καταστολής του<br />
σήματος του λίπους για την ανάδειξη πιθανών εστιών<br />
λιπώδους αντικατάστασης του μυοκαρδίου ή άλλων<br />
παθολογικών οντοτήτων.<br />
8) Κατά περίσταση η εξέταση μπορεί να συμπληρωθεί<br />
με ειδική ακολουθία cine με πλέγμα προκορεσμού<br />
κατά τον βραχύ άξονα της καρδιάς (myocardial<br />
tissue tagging), που μετατρέπει τον καρδιακό ιστό σε<br />
κύβους μαγνήτισης, στο ύψος της μεσότητας των κοιλιών<br />
. Με την ανάλυση της παραμόρφωσης του πλέγματος<br />
εκτιμάται<br />
a. η κινητικότητα,<br />
b. η στροφική κίνηση και<br />
c. οι δυνάμεις ελκυσμού και σύνθλιψης του μυοκαρδίου<br />
9) Αγγειογραφία των αγγείων του μεσοθωράκιου<br />
με χορήγηση σκιαγραφικού, ή ειδικές ακολουθίες διάχυσης<br />
του μυοκαρδίου.<br />
10) Και τελειώνοντας ακολουθίες IR (inversion<br />
recovery) μετά τη χορήγηση ενδοφλέβιας παραμαγνητικής<br />
ουσίας για την ανάδειξη καθυστερημένης πρόσληψης<br />
παραμαγνητικής ουσίας από το μυοκάρδιο<br />
(DE, delayed enhancement) σε περιπτώσεις:<br />
• πρόσφατου εμφράκτου<br />
• ίνωσης από παλαιότερο έμφρακτο,<br />
• προσβολής του μυοκαρδίου από συστηματική νόσο,<br />
• νόσους του περικάρδιου<br />
• μυοκαρδίτιδας<br />
Ο συνολικός χρόνος για την διενέργεια μιας εξέτασης<br />
μαγνητικής τομογραφίας καρδιάς με την πρου-
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 255<br />
πόθεση της συνεργασίας στις αναπνοές από μέρους<br />
του εξεταζόμενου, συνήθως κυμαίνεται μεταξύ 30-40<br />
λεπτών, ενώ τουλάχιστον 20 λεπτά ενασχόλησης του<br />
ακτινοδιαγνώστη απαιτούνται στη συνέχεια για την<br />
επεξεργασία της με το ειδικό καρδιολογικό λογισμικό<br />
στο σταθμό εργασίας για τη λειτουργική μελέτη και<br />
την τελική διάγνωσή της.<br />
ΣΥΖΗΤΗΣΗ<br />
Η στεφανιαία νόσος (ΣΝ) ανήκει στις κυρίαρχες<br />
αιτίες θανάτου στις βιομηχανικές χώρες. Δίπλα στις<br />
“gold-standard” εξετάσεις που είναι η στεφανιογραφία,<br />
οι μελέτες πυρηνικής καρδιολογίας – SPECT και PETο<br />
μαγνητικός συντονισμός προσφέρει περιεκτικές μη<br />
επεμβατικές διαγνωστικές δυνατότητες στην εκτίμηση<br />
της ισχαιμικής καρδιακής νόσου.<br />
Ο μαγνητικός συντονισμός έχει διάφορες εφαρμογές<br />
στην πρωτογενή διάγνωση της ΣΝ:<br />
• Ογκομετρία και συνολική λειτουργία του μυοκαρδίου<br />
• Αναγνώριση και ποσοτικοποίηση των ανωμαλιών<br />
άρδευσης του μυοκαρδίου με απεικόνιση διάχυσης<br />
του μυοκαρδίου σε πρώτο χρόνο είτε σε<br />
ηρεμία είτε υπό φαρμακευτική κόπωση ( αδενοσίνη,<br />
διπυριδαμόλη)<br />
• Αναγνώριση ανωμαλιών κινητικότητας των τοιχωμάτων<br />
του μυοκαρδίου με απεικόνιση χωρίς<br />
ή υπό φαρμακευτική κόπωση ( high –dose<br />
dobutamine stress imaging)<br />
• Άμεση απεικόνιση στενώσεων των στεφανιαίων<br />
με MR στεφανιογραφία<br />
Επιπλέον ο μαγνητικός συντονισμός έχει αποκτήσει<br />
σημαντικό ρόλο στη διάγνωση του εμφράγματος<br />
του μυοκαρδίου και στην εκτίμηση της βιωσιμότητας<br />
του μυοκαρδίου σε ασθενείς με διαπιστωμένη ΣΝ.<br />
Τρεις διαφορετικές μέθοδοι μπορούν να εφαρμοστούν<br />
σε αυτού του είδους την εξέταση:<br />
• Απεικόνιση υπό φαρμακευτική κόπωση με χαμηλή<br />
δόση δοβουταμίνης<br />
• Καθορισμός του τελοδιαστολικού πάχους τοιχώματος<br />
• Εκτίμηση του σήματος από λειτουργικά παθολογικές<br />
περιοχές του μυοκαρδίου μετά την χορήγηση<br />
γαδολινίου (καθυστερημένη σκιαγραφική<br />
ενίσχυση)<br />
Ογκομετρία και συνολική λειτουργία<br />
του μυοκαρδίου<br />
Αντίθετα με τον καθετηριασμό για την κοιλιογραφία<br />
και την υπερηχοκαρδιογραφία, στη μαγνητική<br />
τομογραφία καρδιάς δεν απαιτείται ένα γεωμετρικό<br />
μοντέλο. Λόγω αυτού του πλεονεκτήματος, η MRI έχει<br />
γίνει η χρυσή μέθοδος για τον υπολογισμό της λειτουργίας<br />
της καρδιάς και της μάζας του μυοκαρδίου.<br />
Η λειτουργική μελέτη της καρδιάς βασίζεται στη<br />
μέτρηση της συνολικής λειτουργίας του μυοκαρδίου,<br />
με υπολογισμό των παραμέτρων και όγκων τόσο της<br />
δεξιάς όσο και της αριστερής κοιλίας. Επιπρόσθετα<br />
βασίζεται στην ανάλυση των περιοχικών λειτουργιών<br />
του μυοκαρδίου και τον υπολογισμό της περιοχικής<br />
κίνησης του μυοκαρδίου και του πάχους τοιχώματος.<br />
Η κλασσική πρακτική είναι να ληφθούν κινηματικές<br />
ακολουθίες κατά τον βραχύ και τον κάθετο και<br />
οριζόντιο επιμήκη άξονα της καρδιάς. Οι όγκοι των<br />
κοιλιών μπορεί να υπολογιστούν σε ένα ή δύο επίπεδα<br />
με τη χρήση της μεθόδου μήκους-εμβαδού. Λάθος<br />
αποτελέσματα λαμβάνονται όταν η μορφολογία της<br />
κοιλίας δεν είναι ελιψοειδής, όπως για παράδειγμα<br />
στις περιπτώσεις μετεμφραγματικής ίνωσης. Οι συνεχόμενες<br />
τομές κατά τον βραχύ άξονα της καρδιάς<br />
έχουν το πλεονέκτημα ότι προσφέρουν μια τρισδιάστατη<br />
απεικόνιση της γεωμετρίας της δεξιάς ή της<br />
αριστερής κοιλίας.<br />
Στην ανάλυση των κινηματικών ακολουθιών, η<br />
πρώτη φάση που λαμβάνεται αμέσως μετά τον παλμό<br />
ορίζεται ως τελοδιαστολική φάση. Η φάση του καρδιακού<br />
κύκου στην οποία απεικονίζεται το μικρότερο<br />
εύρος αυλού της αριστερής κοιλίας στο ύψος των<br />
θηλοειδών μυών, ορίζεται ως τελοσυστολική φάση.<br />
Αναλύοντας τις εικόνες στο ύψος των κολποκοιλιακών<br />
βαλβίδων, ο εξεταστής μπορεί να επαληθεύσει<br />
την τελοδιαστολική φάση ( η τελευταία εικόνα πριν<br />
να ανοίξει η αορτική βαλβίδα) και την τελοσυστολική<br />
φάση ( η τελευταία εικόνα πριν το άνοιγμα της μιτροειδούς<br />
βαλβίδας).<br />
Όταν η επεξεργασία γίνεται με ειδικό πρόγραμμα<br />
ηλεκτρονικού υπολογιστή, το επικαρδιακό και το ενδοκαρδιακό<br />
περίγραμμα της αριστερής και δεξιάς κοιλίας<br />
σχεδιάζονται δια χειρός ή ημιαυτόματα ώστε το<br />
να υπολογιστεί το εμβαδό της κοιλίας σε κάθε τομή.<br />
Τα εμβαδά της κάθε τομής πολλαπλασιάζονται με το<br />
πάχος τομής (≤10 χιλ.) για να υπολογιστεί ο τελοδιαστολικός<br />
όγκος (EDV) και ο τελοσυστολικός όγκος (ESV;<br />
Μέθοδος Simpson).<br />
Γνωρίζοντας τον τελοδιαστολικό και τελοσυστολικό<br />
όγκο μπορούμε να υπολογίσουμε στη συνέχεια τις<br />
εξής λειτουργικές παραμέτρους των κοιλιών:<br />
• Εξωθούμενος όγκος (SV)= EDV-ESV (ml)
256<br />
Οι ενδείξεις χρησιμοποίησης της Μαγνητικής Τομογραφίας Καρδιάς:<br />
Απεικονιστικός έλεγχος της βιωσιμότητας του Μυοκαρδίου<br />
• Κλάσμα εξώθησης (EF)= SV/EDVX100(%)<br />
Η μάζα μυκαρδίου Μ υπολογίζεται αφαιρόντας<br />
τον επικάρδιο όγκο (Vepi) από τον ενδοκάρδιο (Vendo)<br />
και πολλαπλασιάζοντας το αποτέλεσμα με την σταθερά<br />
του βάρους του μυοκαρδίου, 1.05g/ml:<br />
Μάζα μυοκαρδίου (Μ)= (Vepi-Vendo)/2 x1.05g/ml<br />
(g).(εικ. 6)<br />
Περιοχική τοιχωματική κίνηση<br />
Η ανάλυση της περιοχικής κίνησης του τοιχώματος<br />
της δεξιάς και της αριστερής κοιλίας μπορεί να<br />
γίνει εξίσου σε προβολή κατά τον βραχύ και τον επιμήκη<br />
άξονα μιας δυναμικής κινηματικής μελέτης MRI.<br />
Η ποσοτική ανάλυση των περιοχικών λειτουργικών<br />
παραμέτρων- πάχος τοιχώματος σε τελοδιαστολική<br />
φάση, πάχυνση τοιχώματος σε συστολική φάση και<br />
ποσοστό πάχυνσης, απαιτεί ειδικό πρόγραμμα ηλεκτρονικού<br />
υπολογιστή (λογισμικό επεξεργασίας).<br />
Πολυτμηματικά μοντέλα<br />
Είναι χρήσιμο για το σκοπό της ανάλυσης να κατηγοριοποιήσουμε<br />
την περιοχική κίνηση του τοιχώματος<br />
σε 4 βαθμούς κλινικής βαρύτητας: φυσιολογική<br />
κινητικότητα, υποκινησία, ακινησία και δυσκινησία.<br />
Η χρήση πολυτμηματικών μοντέλων συνιστάται<br />
ώστε να επιτρέψει την αναπαραγωγή της ανάλυσης<br />
και την αντικειμενική αναφορά των ευρημάτων. Καθιερωμένο<br />
μοντέλο αποτελεί το 17 τμημάτων μοντέλο που<br />
προτείνεται από την American Heart Association.(εικ. 7)<br />
Επίσης ένα μοντέλο 14 τμημάτων μπορεί να χρησιμοποιηθεί<br />
στις κινηματικές ακολουθίες, μετά τη χορήγηση<br />
γαδολινίου και στις αγγειογραφίες των στεφανιαίων<br />
(εικ. 8)<br />
Απεικόνιση διάχυσης του μυοκαρδίου<br />
Επί του παρόντος η διάχυση του μυοκαρδίου είναι<br />
συνήθως μια μελέτη αμέσως μετά την έγχυση παραμαγνητικής<br />
ουσίας, που βασίζεται στο αρχικό πέρασμα<br />
της παραμαγνητικής ουσίας από το μυοκάρδιο. Η<br />
μελέτη μπορεί να γίνει τόσο σε συνθήκες ηρεμίας όσο<br />
και κατά την φυσική ή φαρμακευτική κόπωση. Η μέθοδος<br />
χρησιμοποιείται κυρίως για τη διάγνωση αιμοδυναμικά<br />
σημαντικής στεφανιαίας νόσου της καρδιάς,<br />
αναδεικνύοντας περιοχές μειωμένης διάχυσης παραμαγνητικής<br />
ουσίας. Η αναδιανομή ή η μικροαγγειακή<br />
απόφραξη που ακολουθεί το έμφραγμα του μυοκαρδίου<br />
μπορεί να διαγνωστεί αναλύοντας τη διάχυση του<br />
μυοκαρδίου σε συνθήκες ηρεμίας. Άλλες εναλλακτικές<br />
για παράδειγμα απεικόνιση με βάση τα επίπεδα του<br />
οξυγόνου στο αίμα (BOLD) ή ο προσδιορισμός του spin,<br />
βρίσκονται ακόμα σε πειραματικό στάδιο.<br />
Η ποσοτική εκτίμηση της διάχυσης του μυοκαρδίου<br />
απαιτεί υπεταχείες Τ1 ζυγισμένες single-shot GE<br />
ακολουθίες με χρήση ενδοφλέβια χορηγούμενης παραμαγνητικής<br />
ουσίας και συγκράτηση της αναπνοής.<br />
Η χρονική ανάλυση θα πρέπει να είναι μια λήψη για<br />
κάθε δύο καρδιακούς παλμούς, συμπεριλαμβάνοντας<br />
ένα σύνολο 40 ή περισσότερων λήψεων (πάχος τομής<br />
≤10χιλ., με τρεις ή περισσότερες τομές ανά παλμό<br />
της καρδιάς). Συνήθως το FOV είναι 380χιλ ή λιγότερο<br />
(μήτρα ≥128x76 pixels), με αποτέλεσμα το μικρότερο<br />
pixel να έχει διαστάσεις 3.0x5.0. Μετά τη χορήγηση Τ1-<br />
θετικής παραμαγνητικής ουσίας (π.χ. ≥0.025mmol Gd-<br />
DTPA/Kg βάρους του σώματος , με ρυθμό ≥3ml/sec), η<br />
μελέτη σε πρώτο χρόνο μπορεί να γίνει σε προβολή<br />
κατά τον βραχύ και τον επιμήκη άξονα.<br />
Η χρονική μεταβλητότητα στην ένταση σήματος<br />
του μυοκαρδίου κατά τη διάχυση του σκιαγραφικού<br />
κατηγοριοποιείται ώστε να καθορίζονται οι παράμετροι<br />
της διάχυσης όπως το μέγιστο της ενίσχυσης του<br />
σήματος, ο χρόνος εμφάνισης της ενίσχυσης, ο χρόνος<br />
ως τη μέγιστη ενίσχυση και η κλίση πρόσληψης.<br />
Ανάλυση<br />
Οι εικόνες που λαμβάνονται με αυτή τη μέθοδο<br />
έχουν χαμηλό SNR λόγω του βραχέως TR. Αυτό έχει<br />
ως αποτέλεσμα μια πενιχρή χωρική διακριτική ικανότητα<br />
και περιορίζει την δυνατότητα διάκρισης κατά<br />
την κίνηση του υπενδοκάρδιακού και επικαρδιακού<br />
μυοκαρδίου. Τα σκιαγραφικά που σήμερα χρησιμοποιούνται<br />
στο MRI διαχύονται στο μεσοκυττάριο χώρο<br />
σε πρώτο χρόνο κάνοντας αναγκαία τη χρήση επιδιορθωτικών<br />
παραμέτρων για την ποσοτική ανάλυση.<br />
Παρά τη διαθεσιμότητα ημιαυτόματων προγραμμάτων<br />
ανάλυσης, μια εννιαία σταθερά δεν έχει ακόμη οριστεί<br />
για την εκτίμηση των μελετών διάχυσης. Ως αποτέλεσμα<br />
η προτιμούμενη πρακτική στα εξειδικευμένα τμήματα<br />
είναι η οπτική εκτίμηση και ποιοτική ανάλυση<br />
κατά τη μέγιστη ενίσχυση του μυοκαρδίου.<br />
Η ανάπτυξη βελτιωμένων ακολουθιών με καλύτερη<br />
αντίθεση μέσω ενός μακρύτερου TR έχει κάνει δυνατή<br />
τη χρήση πολυτομικών τεχνικών για την εκτίμηση<br />
όλης της καρδιάς με χρονική διακριτική ικανότητα<br />
μέχρι και 7 τομές ανά καρδιακό παλμό. Τυπικά αυτό<br />
έχει ως αποτέλεσμα μια χωρική διακριτική ικανόττητα<br />
περίπου 1.5x1.5 χιλ.στο πεδίο της εικόνας με πάχος<br />
τομής 5-8 χιλ.
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 257<br />
Διάγνωση του εμφράγματος και εκτίμηση<br />
της βιωσιμότητας του μυοκαρδίου<br />
Για τους ασθενείς με στεφανιαία νόσο που είναι<br />
υποψήφιοι παρέμβασης ή χειρουργικής στεφανιαίας<br />
παράκαμψης, η ακριβής εκτίμηση της βιωσιμότητας<br />
του μυοκαρδίου είναι προεξέχουσας σημασίας, δεδομένου<br />
του ρίσκου που συνοδεύει αυτές τις μεθόδους.<br />
Οι επεμβάσεις επαναιμάτωσης προσφέρουν τοπική<br />
και συνολική αποκατάσταση της λειτουργικότητας<br />
του μυοκαρδίου μόνο σε βιώσιμο μυοκάρδιο<br />
Εκστατικό και διαχειμάζων μυοκάρδιο<br />
(Stunned and hibernating myocardium):<br />
Δεδομένης της σημασίας της εκτίμησης της βιωσιμότητας,<br />
η απεικόνιση τοπικών ανωμαλιών σύσπασης<br />
της αριστερής κοιλίας εξαιτίας μη βιώσιμου ουλώδους<br />
ιστού είναι σημαντική στην έρευνα των μεταβολών του<br />
μυοκαρδίου λογω ισχαιμίας. Ο μη βιώσιμος ουλώδης<br />
ιστός πρέπει ναι διακριθεί από το ακίνητο αλλά βιώσιμο<br />
μυοκάρδιο το οποίο έχει επηρεασμένη συσταλτικότητα.<br />
Αυτός ο τύπος του μυοκαρδίου περιγράφεται<br />
ως “stunned” (εκστατικό) ή “hibernating” (διαχειμάζων).<br />
Ο όρος hibernating μυοκάρδιο αναφέρεται σε μια χρόνια<br />
μείωση της άρδευσης του μυοκαρδίου, όπου η συσταλτικότητα<br />
επηρεάζεται όμως ο μεταβολισμός του<br />
μυοκαρδίου διατηρείται. Οι περιοχές αυτές μπορούν<br />
να συμβάλλουν εκ νέου στην λειτουργία της καρδιάς<br />
ως αντλίας μετά την επαναιμάτωση της. Ο όρος<br />
myocardial stunning αναφέρεται σε μια οξεία μεταισχαιμική<br />
κατάσταση μυοκαρδιακού shock, όπου παρά<br />
την ικανοποιητική (έπανα)άρδευση, η λειτουργικότητα<br />
του μυοκαρδίου εξακολουθεί να είναι επηρεασμένη για<br />
μια περίοδο που ξεκινά αμέσως μετά την επαναάρδευση<br />
( short-term stunning) και μπορεί να διαρκέσει<br />
μέχρι και 4 εβδομάδες μετά (long-term stunning).<br />
Τοπικές και συνολικές ανωμαλίες της κινητικότητας<br />
των μυοκαρδιακών τοιχωμάτων μπορούν να αναγνωριστούν<br />
και να ποσοτικοποιηθούν με τον μαγνητικό<br />
συντονισμό με ακολουθίες GE άσπρου αίματος.<br />
Το υγιές μυοκάρδιο εμφανίζει μια σχετική συστολική<br />
πάχυνση της τάξεως του 60% με απόλυτη συστολική<br />
πάχυνση μεγαλύτερη από 2mm. Και η σχετική και η<br />
απόλυτη συστολική πάχυνση μειώνονται στις περιοχές<br />
του μυοκαρδίου με έμφρακτο. Συγκριτικές μελέτες<br />
με 18 F fluorodeoxyglucose (FDG) PET και μαγνητικό συντονισμό<br />
με κινηματικές ακολουθίες, έχουν δείξει πως<br />
οι περιοχές με ήπια μειωμένη 18 F –FDG δραστηριότητα<br />
και φυσιολογική συστολική πάχυνση του μυοκαρδίου<br />
αντιπροσωπεύουν βιώσιμο μυοκάρδιο. Απουσία της<br />
συστολικής πάχυνσης του μυοκαρδίου ανευρίσκεται<br />
στο διαχειμάζων μυοκάρδιο καθώς και στο μυοκάρδιο<br />
με ουλώδη ιστό, ενώ πολύ χαμηλή ή καθόλου 18 F –FDG<br />
δραστηριότητα σε συνδυασμό με απουσία συστολικής<br />
πάχυνσης του τοιχώματος και σημαντική τοιχωματική<br />
λέπτυνση σηματοδοτεί μη βιώσιμο μυοκάρδιο μετά<br />
από έμφραγμα.<br />
Μέθοδοι: Τρεις μέθοδοι προς το παρόν χρησιμοποιούνται<br />
για την εκτίμηση της βιωσιμότητας του μυοκαρδίου<br />
με μαγνητικό συντονισμό:<br />
• Low-dose dobutamine stress imaging(απεικόνιση<br />
υπό φαρμακευτική κόπωση με χαμηλή δόση δοβουταμίνης).<br />
Βιώσιμο μυοκάρδιο αλλά λειτουργικά<br />
ανώμαλο, εμφανίζει σύντομη βελτίωση της<br />
συσταλτικότητας του ως απάντηση σε θετικό<br />
ινότροπο φαρμακολογικό ερέθισμα<br />
• Τελο-διαστολικό πάχος τοιχώματος ( EDWT). Το<br />
τελο-διαστολικό πάχος τοιχώματος χρησιμοποιείται<br />
ως κριτήριο ουλής του μυοκαρδίου στο χρόνιο<br />
έμφραγμα του μυοκαρδίου<br />
• Καθυστερημένη σκιαγραφική ενίσχυση. Το σήμα<br />
από λειτουργικά ανώμαλες περιοχές του μυοκαρδίου<br />
εκτιμάται 5-20min μετά την ενδοφλέβια<br />
χορήγηση χαμηλού μοριακού βάρους παράγωγων<br />
του γαδολινίου ( gadolinium chelates ). Το μηβιώσιμο<br />
μυοκάρδιο με τοιχωματικές ανωμαλίες<br />
κινητικότητας δείχνει ένα παρατεταμένο αυξημένης<br />
έντασης σήμα ( καθυστερημένη σκιαγραφική<br />
ενίσχυση) σε σύγκριση με το υγιές μυοκάρδιο<br />
Low-dose dobutamine stress imaging<br />
Η απεικόνιση υπό φαρμακευτική κόπωση με χαμηλή<br />
δόση δοβουταμίνης, χρησιμοποιείται στην εκτίμηση<br />
της βιωσιμότητας του μυοκαρδίου, ιδίως στην<br />
προεγχειρητική μελέτη των περιοχικών τοιχωματικών<br />
ανωμαλιών κινητικότητας. Είναι περιορισμένης αξίας<br />
σε ασθενείς με καθολική δυσλειτουργία της αριστερής<br />
κοιλίας ( κλάσμα εξώθησης αριστερής κοιλίας LVEF <<br />
35%) και εκτεταμένες ακινητικές περιοχές του μυοκαρδίου.<br />
Η εξέταση ξεκινά με ενδοφλέβια χορήγηση δοβουταμίνης<br />
με ρυθμό 5-10μg/kg βάρους σώματος/min.<br />
Η απεικόνιση με μαγνητικό συντονισμό ξεκινά όταν<br />
υπάρξει σημαντική αύξηση της καρδιακής συχνότητας,<br />
ή 5 λεπτά μετά την έναρξη της έγχυσης. Η έγχυση με<br />
δοβουταμίνη συνεχίζεται κατά την διάρκεια διαδοχικής<br />
λήψης δεδομένων<br />
Ερμηνεία. Η υπό κόπωση τελοδιαστολική πάχυνση<br />
τοιχώματος σε σύγκριση με την απεικόνιση σε κα-
258<br />
Οι ενδείξεις χρησιμοποίησης της Μαγνητικής Τομογραφίας Καρδιάς:<br />
Απεικονιστικός έλεγχος της βιωσιμότητας του Μυοκαρδίου<br />
τάσταση ηρεμίας, λειτουργεί ως κριτήριο ανίχνευσης<br />
βιώσιμου μυοκαρδίου εντός λειτουργικά ανώμαλων<br />
περιοχών του μυοκαρδίου. Η ορθή ταυτοποίηση των<br />
αντίστοιχων μυοκαρδιακών στοιβάδων είναι σημαντική<br />
για την σύγκριση μεταξύ των εικόνων ηρεμίας και<br />
υπό κόπωση. Το MRI υπό φαρμακευτική κόπωση με<br />
χαμηλή δόση δοβουταμίνης έχει σύμφωνα με τις αναφορές<br />
ειδικότητα και ευαισθησία 77-89% και 94-100%<br />
αντίστοιχα, στην πρόβλεψη της ίασης του δυσλειτουργικού<br />
αλλά βιώσιμου μυοκαρδίου.<br />
Τελο-διαστολικό πάχος τοιχώματος<br />
Ένα άλλο διαγνωστικό κριτήριο σε ασθενείς με<br />
χρόνιο έμφραγμα του μυοκαρδίου αποτελεί η τοπική<br />
λέπτυνση του τοιχώματος, που συμβαίνει κατά την<br />
μετεμφραγματική αναδιαμόρφωση, καθώς ο μυοκαρδιακός<br />
ιστός αντικαθίσταται από ένα λεπτό ινώδες τοίχωμα<br />
. Ένα τελοδιαστολικό πάχος τοιχώματος (EDWT)<br />
< 5.5mm μετρούμενο 4 μήνες μετά το έμφραγμα αποτελεί<br />
έναν πολύ ευαίσθητο, αλλά όχι ιδιαίτερα ειδικό<br />
δείκτη μυοκαρδιακής ουλής.<br />
Καθυστερημένη σκιαγραφική ενίσχυση<br />
Το φαινόμενο της καθυστερημένης σκιαγραφικής<br />
ενίσχυσης στο δυσλειτουργικό μυοκάρδιο παρατηρείται<br />
5-15 λεπτά μετά την ενδοφλέβια χορήγηση παραγώγων<br />
γαδολινίου χαμηλού μοριακού βάρους. Το μη<br />
βιώσιμο μυοκάρδιο και ο ουλώδης ιστός εμφανίζουν<br />
υψηλής έντασης σήμα στην καθυστερημένες λήψεις,<br />
ενώ το σκιαγραφικό μέσο έχει ήδη έκπληθεί από το<br />
βιώσιμο μυοκάρδιο (εικ. 9). Το φαινόμενο αυτό αποδίδεται<br />
στην αύξηση του εξωκυττάριου χώρου και στην<br />
ελαττωμένη πυκνότητα των τριχοειδών, που έχει<br />
ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση της έκπλυσης του<br />
σκιαγραφικού μέσου από τους μη βιώσιμους ιστούς.<br />
Καθυστερημένη σκιαγραφική ενίσχυση παρατηρείται<br />
ακόμα στο μυοκάρδιο που έχει υποστεί οξύ έμφραγμα<br />
και έχει επαναιματωθεί. Η διατοιχωματική έκταση<br />
ενός χρόνιου εμφράγματος μπορεί με ακρίβεια να<br />
εκτιμηθεί με αυτήν τη τεχνική σε ασθενείς με έκδηλη<br />
στεφανιαία νόσο, η καθυστερημένη σκιαγραφική<br />
ενίσχυση μετά την χορήγηση παραμαγνητικής σκιαγραφικής<br />
ουσίας, καταδεικνύει απουσία μυοκαρδιακής<br />
ανάκαμψης μετά αγγειοπλαστική ή χειρουργική<br />
στεφανιαία επαναιμάτωση. Παρ όλα αυτά ένα ίσης<br />
έντασης σήμα υπαινίσσεται πως το μυοκάρδιο είναι<br />
βιώσιμο.<br />
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ<br />
Ο μαγνητικός συντονισμός της καρδιάς αποτελεί<br />
μια μη επεμβατική μέθοδο που επιτρέπει τη συνδυασμένη<br />
μελέτη τόσο της καρδιακής ανατομίας όσο και<br />
της λειτουργικότητας, καθώς πρόκειται για μια μη<br />
επεμβατική απεικονιστική μέθοδο, χωρίς ιοντίζουσα<br />
ακτινοβολία, με δυνατότητα απεικόνισης σε πολλαπλά<br />
επίπεδα και με καλή αντίθεση των ιστών. Επίσης<br />
προσφέρει περιεκτικές διαγνωστικές δυνατότητες<br />
στην εκτίμηση της ισχαιμικής καρδιακής νόσου, ενώ<br />
έχει διάφορες εφαρμογές στην πρωτογενή διάγνωση<br />
της ΣΝ και έχει πλέον τεκμηριωμένα αποκτήσει σημαντικό<br />
ρόλο στη διάγνωση του εμφράγματος του<br />
μυοκαρδίου και στην εκτίμηση της βιωσιμότητας του<br />
μυοκαρδίου σε ασθενείς με διαπιστωμένη ΣΝ.<br />
3 (localizers)<br />
Εικ 1. Αναγνωριστικές τομές στα 3 βασικά επίπεδα<br />
(localizers)<br />
<br />
<br />
Εικ 2. Επιμήκης άξονας της καρδιάς
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 259<br />
<br />
4<br />
<br />
<br />
Εικ3. Αληθής προβολή 4 κοιλοτήτων της καρδιάς<br />
Εικ 6. Φύλλο εργασίας με τις λειτουργικές παραμέτρους<br />
μετά την επεξεργασία με ειδικό καρδιολογικό<br />
λογισμικό εξέτασης MRI καρδιάς<br />
Εικ 4. Cine ακολουθία ροομετρίας και μέτρησης ταχύτητας<br />
με κωδικοποίηση φάσης, σε κάθετο επίπεδο<br />
προς τον επιμήκη άξονα της ανιούσας αορτής<br />
• <br />
– <br />
=FV – PRV<br />
• <br />
<br />
– <br />
<br />
=FV<br />
FV– ARV<br />
• <br />
<br />
<br />
– <br />
<br />
Εικ 5. Ροομετρία<br />
Εικ 7. 17 τμημάτων μοντέλο της αριστερής κοιλίας που<br />
προτείνεται από την American Heart Association
260<br />
Οι ενδείξεις χρησιμοποίησης της Μαγνητικής Τομογραφίας Καρδιάς:<br />
Απεικονιστικός έλεγχος της βιωσιμότητας του Μυοκαρδίου<br />
Εικ 8. Μοντέλο 14 τμημάτων της αριστερής κοιλίας, με<br />
τις αρδευόμενες περιοχές από τις αντίστοιχες στεφανιαίες<br />
αρτηρίες<br />
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ<br />
1. Ishida M, Kato S, Sakuma H. Cardiac MRI in ischemic<br />
heart disease Circ J 2009; 73: 1577 – 1588.<br />
2. Senior R. Diagnostic and imaging considerations:<br />
Role of viability. Heart Fail Rev (2006) 11:125–134.<br />
3. Isbell D, Kramer C. Magnetic resonance for the assessment<br />
of myocardial viability. Curr Opin Cardiol<br />
(2006) 21:469–472.<br />
4. Glaveckaitë S, Valeviϲienë N, Laucevicius A, celutkienë<br />
J, Rudys A, Tamocicnas A. Cardiovascular<br />
magnetic resonance imaging for detection of myocardial<br />
viability in chronic ischemic left ventricular<br />
dysfunction. Medicina (Kaunas) 2009; 45(8)585-<br />
599.<br />
5. Strzelczyk J, Attili A. Cardiac Magnetic Resonance<br />
Evaluation of Myocardial Viability and Ischemia.<br />
Semin Roentgenol. 2008 Jul;43(3):193-203<br />
6. Bonow R. Myocardial viability and prognosis in<br />
patients with ischemic left ventricular dysfunction.<br />
JACC 2002; 39: 7 (1159-62).<br />
7. Kuhl H, Beek A, Weerdt A, Hofman M, Visser C,<br />
Lammertsma A, Heussen N, Visser F, Rossum A.<br />
Myocardial viability in chronic ischemic heart disease.<br />
Comparison of contrast-enhanced magnetic<br />
resonance imaging with 18F-Fluorodeoxyglucose<br />
positron emission tomography. JACC 2003; 41:8<br />
(1341-88).<br />
8. Krombach G, Niendorf T, Gόnther R, Mahnken A.<br />
Characterization of myocardial viability using MR<br />
and CT imaging. Eur Radiol (2007) 17: 1433–1444.<br />
Delayed enhancement cardiovascular magnetic resonance assessment ischemic<br />
cardiomyopathies<br />
Heiko Mahrholdt1 et al. European Heart Journal, Vol. 26, April 2005<br />
Εικ 9. Το φαινόμενο της καθυστερημένης σκιαγραφικής<br />
ενίσχυσης στο ισχαιμικό μυοκάρδιο μετά την ενδοφλέβια<br />
χορήγηση παραγώγων γαδολινίου χαμηλού<br />
μοριακού βάρους.
Αξονική Τομογραφία Καρδίας-Στεφανιογραφία<br />
Δ Έξαρχος 1 , Ε Κυρατζή 2 , Α Σοφρωνάς 3<br />
1<br />
Επιμελητής Α΄ - Τμήμα Αξονικού-Μαγνήτη, Τμήμα PET-CT, 2 Ειδικευόμενη, Ακτινολογικό Τμήμα,<br />
3<br />
Ειδικευόμενος, Ακτινολογικό Τμήμα, «Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
SUMMARY<br />
EXARHOS D, KYRATZI I, SOFRONAS A. CARDIAC CT - CT coronography. The imaging technique of non-invasive cardiac<br />
imaging by multi-slice computed tomography has evolved enormously within the last ten years. This evolution is based on<br />
hardware and software developments, the driving force being the coronary arteries. The newer CT scanners, 64 –slice, 256-<br />
slice and Dual, have improved the capabilities through increased temporal resolution (rotation speed) and improved spatial<br />
resolution (images). The clinical results appear to have a technical robustness and increased clinical reliability, allowing new<br />
insights into the evaluation of coronary artery disease with additional information, when needed. Knowledge and application<br />
of the proper indications should be applied at all times. Νοsokomiaka Chronika, 73, Supplement 261-266, 2011.<br />
Key words: multi detector computed tomography, heart imaging, coronary arteries<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Η απεικόνιση της καρδιάς με τον αξονικό τομογράφο αρχικά αφορούσε στην καταγραφή τοιχωματικών αποτιτανώσεων<br />
στις στεφανιαίες αρτηρίες. Με τη βελτίωση των τεχνικών χαρακτηριστικών των αξονικών τομογράφων<br />
έγινε δυνατή όχι μόνο η απεικόνιση του αυλού των στεφανιαίων αρτηριών, των ενδοπροθέσεων (stents)<br />
και των μοσχευμάτων, αλλά και η λειτουργική μελέτη των κοιλιών, των βαλβίδων, η μελέτη χωροκατακτητικών<br />
εξεργασιών (όγκοι, θρόμβοι), η απεικόνιση των πνευμονικών αγγείων και της θωρακικής αορτής, η μελέτη της<br />
βιωσιμότητας του μυοκαρδίου με καθυστερημένες λήψεις, η αξιολόγηση των πνευμονικών, στεφανιαίων αρτηριών<br />
και της θωρακικής αορτής σε στεφανιαίο ασθενή με οπισθοστερνικό άλγος σε επείγουσα φάση κ.α. Η ταυτόχρονη<br />
ΗΚΓ καταγραφή επιτρέπει την αναδρομική μελέτη εικόνων, με αποτέλεσμα ακόμα μεγαλύτερη ευκρίνεια<br />
στην απεικόνιση. Αν και η χρήση νεότερων αξονικών τομογράφων με βελτιωμένο λογισμικό έδωσε μεγάλη ώθηση<br />
στην απεικόνιση της καρδιάς απαιτείται σωστή αξιολόγηση και επιλογή των ασθενών που μπορούν να ωφεληθούν<br />
από μια τέτοια εξέταση (ασθενείς με μέση πιθανότητα στεφανιαίας νόσου, intermediate pre-test likelihood),<br />
σύγκριση με άλλες μεθόδους για πιο αξιόπιστα αποτελέσματα (π.χ. σύγκριση με SPECT για την εκτίμηση του<br />
βαθμού διαταραχής της καρδιακής λειτουργίας εξαιτίας κάποιας στένωσης) καθώς και μη αντικατάστασης των<br />
gold standard μεθόδων απεικόνισης (π.χ. μαγνητική τομογραφία σε συγγενείς καρδιοπάθειες) όταν δεν υπάρχει<br />
ένδειξη. Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 261-266, 2011.<br />
Λέξεις Κλειδιά: πολυτομική αξονική τομογραφία, καρδιά, στεφανιαίες αρτηρίες<br />
ΑξονικΗ ΤομογραφΙα ΚαρδΙας-ΣτεφανιογραφΙα<br />
Οι νεότεροι πολυτομικοί αξονικοί τομογράφοι<br />
λόγω της ταχύτητας σάρωσης και της υψηλής τους<br />
ευκρίνειας εφαρμόζονται πλέον σήμερα στην μελέτη<br />
της καρδιάς και των στεφανιαίων αρτηριών. Η εφαρμογή<br />
των πρώτων πολυτομικών αξονικών τομογράφων<br />
4-τομών έδειξε ότι η μέθοδος είχε προοπτικές<br />
στην απεικόνιση και αξιολόγηση των στεφανιαίων<br />
αρτηριών. Υπήρχαν, όμως, εμπόδια στην καθημερινή<br />
εφαρμογή τους (1) . Η πιθανότητα λεπτομερούς μελέτης<br />
των στεφανιαίων αρτηριών ήταν και η κινητήριος δύναμη<br />
η οποία οδήγησε στην επινόηση και κατασκευή<br />
της νέας γενιάς τομογράφων, οι οποίοι συνοδεύονται<br />
από σταθμούς επεξεργασίας και λογισμικά υψηλής τεχνολογίας<br />
(2) . Οι νέες γενιές των τομογράφων μπορούν<br />
να απεικονίσουν τα μορφολογικά χαρακτηριστικά και
262<br />
Οι ενδείξεις χρησιμοποίησης της Μαγνητικής Τομογραφίας Καρδιάς:<br />
Απεικονιστικός έλεγχος της βιωσιμότητας του Μυοκαρδίου<br />
να αξιολογήσουν τα λειτουργικά χαρακτηριστικά της<br />
καρδιάς (3) .<br />
Αρχικά, η απεικόνιση της καρδιάς αφορούσε την<br />
καταγραφή τοιχωματικών αποτιτανώσεων στις<br />
στεφανιαίες αρτηρίες, τώρα όμως η μέθοδος εστιάζεται<br />
στον αυλό και την βατότητα του αγγείου. Άλλες<br />
εφαρμογές της μεθόδου αφορούν στη βατότητα<br />
ενδοαυλικών ναρθηκών (stents) και μοσχευμάτων σε<br />
αορτοστεφανιαίες παρακάμψεις, λειτουργικές μελέτες<br />
της δεξιάς και αριστερής κοιλίας, τη λειτουργικότητα<br />
των καρδιακών βαλβίδων, χαρτογράφηση καρδιακών<br />
όγκων, θρόμβων, των πνευμονικών φλεβών και της<br />
θωρακικής αορτής (4) .<br />
Τεχνικά Χαρακτηριστικά<br />
Σήμερα οι πολυτομικοί αξονικοί τομογράφοι (16, 64,<br />
>256τομών, Dual), λόγω της ταχύτητας περιστροφής<br />
της λυχνίας τους (
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 263<br />
διατατική μυοκαρδιοπάθεια, αποκλεισμό αριστερού<br />
σκέλους και τα αποτελέσματα επίσης έδειξαν υψηλή<br />
αρνητική προγνωστική αξία όσον αφορά στις στενώσεις<br />
των αρτηριών (11, 12) .<br />
Υπάρχει μία τάση υπερεκτίμησης του βαθμού στένωσης<br />
των αρτηριών με την αξονική στεφανιογραφία,<br />
η οποία οφείλεται στις τοιχωματικές αποτιτανώσεις.<br />
Μειονέκτημα επίσης της μεθόδου είναι η αδυναμία<br />
εκτίμησης του βαθμού διαταραχής της καρδιακής λειτουργίας,<br />
εξαιτίας της παρουσίας κάποιας στένωσης.<br />
Σε συγκριτική μελέτη 114 ασθενών που υποβλήθηκαν<br />
σε αξονική τομογραφία και SPECT, μόνο το 45% των<br />
ασθενών με στεφανιαίες στενώσεις που εντοπίστηκαν<br />
στην αξονική τομογραφία είχαν παθολογική αιμάτωση<br />
στη SPECT. Επίσης, βρέθηκε ότι σε ασθενείς με πλήρη<br />
αρτηριακή απόφραξη στην αξονική τομογραφία, το<br />
50% είχε φυσιολογική SPECT. Οι δύο μέθοδοι φαίνεται<br />
ότι συμπληρωματικά θα επιτρέψουν την πιο αξιόπιστη<br />
μελέτη αρτηριακών αλλοιώσεων και την επίπτωση<br />
που έχουν αυτές στην λειτουργία της καρδιάς με νέα<br />
υβριδικά συστήματα (13) .<br />
Προτεινόμενη Κατάταξη Ενδοαυλικών Στενώσεων<br />
με Πολυτομικό Αξονικό Τομογράφο (4)<br />
Grade Stenosis Result<br />
0 0% normal<br />
I 1-49% non-obstructive disease<br />
II 50-74% significant stenosis<br />
III 74-99% high grade stenosis<br />
IV 100% occlusion<br />
Β. Απεικόνιση Αθηρωματικών Πλακών<br />
1. Αποτιτανωμένη πλάκα<br />
Η ποσότητα ασβεστίου στο τοίχωμα στεφανιαίας<br />
αρτηρίας σχετίζεται με το γενικό φορτίο αθηροσκληρυντικής<br />
πλάκας (overall atherosclerotic plaque burden).<br />
Ωστόσο, η αποτιτάνωση δεν αποτελεί σημείο σταθερότητας<br />
ή αστάθειας της πλάκας. Στην κλινική πράξη,<br />
στους περισσότερους ασθενείς με οξέα στεφανιαία<br />
επεισόδια, παρατηρείται αυξημένη ποσότητα εναπόθεσης<br />
ασβεστίου στα στεφανιαία από ότι σε άλλους<br />
ασθενείς χωρίς κλινική συμπτωματολογία (matched<br />
control subjects). Επίσης, κάθε αποτιτανωμένη πλάκα<br />
δεν συνοδεύεται από σημαντική αιμοδυναμική διαταραχή.<br />
Μελέτες δείχνουν ότι η αυξανόμενη εναπόθεση<br />
ασβεστίου δεν σχετίζεται με αυξημένη πιθανότητα εμφράγματος<br />
του μυοκαρδίου, ενώ άλλες μελέτες, που<br />
αφορούν στη χορήγηση αντιλιπιδαιμικών φαρμάκων<br />
σε σύγκριση με την προοδευτική εναπόθεση ασβεστίου,<br />
είναι ανομοιογενείς.<br />
Η μέθοδος απεικόνισης και μέτρησης εναπόθεσης<br />
ασβεστίου στις στεφανιαίες αρτηρίες (Agatston Score)<br />
με τους πολυτομικούς αξονικούς τομογράφους, φαίνεται<br />
να έχει εφαρμογή σε ασθενείς με μέση πιθανότητα<br />
στεφανιαίας νόσου, στους οποίους η επιπρόσθετη<br />
αυτή πληροφορία, (αυξημένη εναπόθεση), θα βοηθήσει<br />
στην απόφαση έναρξης αντιλιπιδαιμικής αγωγής.<br />
Ο χαρακτηρισμός μίας μη αποτιτανωμένης πλάκας<br />
(ινώδης ή λιπώδης) εξαρτάται από τις μετρήσεις πυκνότητας<br />
Hounsfield, υπάρχει όμως, μεγάλη απόκλιση<br />
μεταξύ των μετρήσεων. Υπάρχουν μελέτες που αναφέρουν<br />
πιθανά οφέλη από την απεικόνιση πλακών με<br />
αξονικό τομογράφο με σκοπό την πρόληψη πιθανότητας<br />
εμφράγματος (risk prediction), χρειάζονται όμως<br />
μελέτες του τρόπου αντιμετώπισης μαλακών πλακών,<br />
οι οποίες δεν προκαλούν στένωση του αυλού σε ασυμπτωματικούς<br />
ασθενείς, το οποίο μεταφράζεται ως:<br />
πως θα αξιοποιήσουμε τα ευρήματα τώρα που έχουμε<br />
απεικονίσει τις πλάκες; (14)<br />
Γ. Απεικόνιση Ενδοαυλικών Ναρθηκών<br />
(stents).<br />
Η απεικόνιση του αυλού των stent ήταν πάντα πρόκληση<br />
για την αξονική στεφανιογραφία, όπως φαίνεται<br />
και από την στατιστική ορισμένων ερευνών οι οποίες<br />
εμφανίζουν μέχρι και 49% αποτυχία απεικόνισης του<br />
αυλού με αξονικό τομογράφο 16-τομών. Η ακρίβεια<br />
των 64-τομών και Dual είναι μεγαλύτερη, με ποσοστό<br />
αποτυχίας 12%, αρνητική προγνωστική αξία 98% και<br />
χαμηλότερη θετική προγνωστική αξία, 76% (15, 16) .<br />
Η διάμετρος του stent (>3χιλ) είναι ο καθοριστικός<br />
παράγοντας για την επιτυχή αξιολόγηση. Επίσης,<br />
ο τύπος έχει σημασία διότι ορισμένοι δημιουργούν<br />
περισσότερες artefact από άλλους στα σημεία πρόσφυσης<br />
(stent struts). H ένδειξη μελέτης ασθενών που<br />
φέρουν stents, συνήθως αφορά στην αξιολόγηση ενός<br />
stent με μεγάλη διάμετρο σε εγγύς τμήμα του αγγείου.<br />
Η παρακολούθηση ασθενών ως ρουτίνα δεν μπορεί να<br />
προταθεί ακόμα (13) .<br />
Δ. Απεικόνιση αορτοστεφανιαίων μοσχευμάτων<br />
Η μικρή κινητικότητα των μοσχευμάτων και η μεγάλη<br />
τους διάμετρος, ειδικά των φλεβικών, επιτρέπει την
264<br />
Οι ενδείξεις χρησιμοποίησης της Μαγνητικής Τομογραφίας Καρδιάς:<br />
Απεικονιστικός έλεγχος της βιωσιμότητας του Μυοκαρδίου<br />
αξιολόγηση τους με μεγάλη διαγνωστική ακρίβεια. Σε<br />
ορισμένες περιπτώσεις τα μεταλλικά χειρουργικά clips<br />
προκαλούν artefact δίδοντας ψευδώς θετικά αποτελέσματα<br />
όσον αφορά στενώσεις του αυλού, συνήθως<br />
όμως, δεν δημιουργούν πρόβλημα στην αξιολόγηση της<br />
βατότητας του αγγείου. Η μέθοδος έχει υψηλή αρνητική<br />
προγνωστική αξία, ακόμα και με τους παλαιότερους<br />
αξονικούς 16-τομών, όμως το πρόβλημα αξιολόγησης<br />
των στεφανιαίων αρτηριών χωρίς μόσχευμα<br />
(natives), δεν έχει αντιμετωπισθεί ακόμα και με τους<br />
νεότερους αξονικούς τομογράφους, λόγω των εκτεταμένων<br />
τοιχωματικών αποτιτανώσεων που συνήθως<br />
δημιουργούνται μετά από τέτοιου είδους επεμβάσεις,<br />
σε όλους τους χειρουργημένους ασθενείς. Ένδειξη εξέτασης<br />
ασθενών με αορτοστεφανιαίες παρακάμψεις<br />
αποτελεί μόνο η υποψία απόφραξης του μοσχεύματος<br />
ή αποτυχίας καθετηριασμού (17, 18) .<br />
Τέλος, η εξέταση έχει ένδειξη σε περιπτώσεις όπου<br />
ο ασθενής θα υποβληθεί ξανά σε αορτοστεφανιαία<br />
παράκαμψη και ζητείται από τον χειρουργό η αξιολόγηση<br />
των έσω μαστικών αρτηριών (σε περίπτωση<br />
που αυτές δεν είχαν χρησιμοποιηθεί αρχικά), όπως<br />
επίσης και σε περιπτώσεις όπου ζητείται η αξιολόγηση<br />
των έσω μαστικών αρτηριών σε ασθενείς οι οποίοι<br />
υποβλήθηκαν σε θωρακοτομή για άλλους λόγους στο<br />
παρελθόν και θα υποβληθούν σε αορτοστεφανιαία<br />
παράκαμψη και η βατότητα ή ακεραιότητα της έσω<br />
μαστικής αρτηρίας αμφισβητείται (19) .<br />
Ε. Απεικόνιση Ανατομικών Παραλλαγών<br />
Η παρουσία έκτοπης στεφανιαίας αρτηρίας συνοδεύεται<br />
αρκετές φορές από έμφραγμα του μυοκαρδίου<br />
και ξαφνικό θάνατο και είναι το δεύτερο σε σειρά αίτιο<br />
αιφνίδιου θανάτου σε νεαρούς αθλητές. Η χαρτογράφηση<br />
της ανατομίας των στεφανιαίων και παρακείμενων<br />
αγγείων σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δύσκολη ορισμένες<br />
φορές με την κλασσική στεφανιογραφία. Η αξονική<br />
στεφανιογραφία έχει άριστα αποτελέσματα (ακρίβεια<br />
100% στην ανάδειξη της ανατομικής παραλλαγής) (20) .<br />
ΣΤ. Λειτουργικότητα Αριστερής και<br />
Δεξιάς Κοιλίας<br />
Με τους νέους σταθμούς επεξεργασίας των αξονικών<br />
τομογράφων, τα δεδομένα που καταγράφηκαν<br />
από την στεφανιογραφία μπορούν να χρησιμοποιηθούν<br />
για μελέτη των παραμέτρων της καρδιάς, όπως<br />
το κλάσμα εξώθησης, ο τελοδιαστολικός και τελοσυστολικός<br />
όγκος, καθώς και ο όγκος του μυοκαρδίου.<br />
Τα αποτελέσματα της αξονικής είναι παρόμοια των<br />
άλλων απεικονιστικών μεθόδων και οι μικρές αναφερόμενες<br />
αποκλίσεις δεν έχουν κλινική σημασία (21) .<br />
Η. Έλεγχος Βιωσιμότητας και Αιμάτωσης<br />
του Μυοκαρδίου<br />
Αρκετές μελέτες αναφέρουν την ικανοποιητική αξιολόγηση<br />
της βιωσιμότητας του μυοκαρδίου με πολυτομική<br />
αξονική τομογραφία. Ο τρόπος εξέτασης και<br />
μελέτης γίνεται ελέγχοντας την ενίσχυση του μυοκαρδίου<br />
σε καθυστερημένη φάση, 7-15min μετά την ΕΦ έγχυση<br />
σκιαγραφικού. Η εξέταση γίνεται σε δύο φάσεις,<br />
την πρώιμη αρτηριακή για έλεγχο των στεφανιαίων<br />
αρτηριών και αιμάτωσης του μυοκαρδίου και την καθυστερημένη<br />
λήψη για έλεγχο της ισχαιμικής περιοχής.<br />
H μελέτη των εικόνων γίνεται με νεότερα λογισμικά<br />
(cine-loop images). Το μεγάλο μειονέκτημα της αξονικής<br />
τομογραφίας είναι η δόση ακτινοβολίας λόγω των δύο<br />
φάσεων μελέτης. Η μαγνητική τομογραφία παραμένει<br />
η μέθοδος εκλογής (gold standard) (22) .<br />
Ζ. Αξιολόγηση Λειτουργικότητας των<br />
Βαλβίδων<br />
Η αξιολόγηση του βαθμού στένωσης της αορτικής<br />
βαλβίδας είναι δυνατή με τους πολυατομικούς αξονικούς<br />
τομογράφους και η μέθοδος έχει ικανοποιητική<br />
διαγνωστική ακρίβεια. Είναι δυνατή η άμεση μέτρηση<br />
της επιφάνειας της βαλβίδας (planimetry of aortic valve<br />
area). Μία μελέτη με αξονικό 16-τομών σε σύγκριση με<br />
το διαθωρακικό υπερηχοτομογράφημα σε 30 ασθενείς<br />
με βαλβιδική στένωση έδειξε ευαισθησία 100% και ειδικότητα<br />
93.7% της αξονικής τομογραφίας. Επίσης η<br />
αορτική και μιτροειδική ανεπάρκεια έχει μελετηθεί με<br />
καλά αποτελέσματα (ειδικότητα 91%, αρνητική και θετική<br />
προγνωστική αξία 70% και 95% αντίστοιχα). Όταν<br />
υπάρχουν εκσεσημασμένες αποτιτανώσεις των γλωχίνων,<br />
η διαγνωστική ακρίβεια μειώνεται (23) .<br />
Θ. Χαρτογράφηση Πνευμονικών Φλεβών<br />
Η αξονική καρδίας είναι άριστη απεικονιστική μέθοδος<br />
χαρτογράφησης των πνευμονικών φλεβών και<br />
παραλλαγών της ανατομίας τους. Σήμερα είναι εφικτή<br />
η καθοδήγηση του καρδιολόγου μέσω δεδομένων του<br />
υπολογιστή για την καυτηρίαση (ablation) των αρρυθμιογόνων<br />
εστιών (electroanatomical mapping), καθώς<br />
και η απεικόνιση απώτερων επιπλοκών, όπως αυτή<br />
της στένωσης της πνευμονικής φλέβας (24, 25) .
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 265<br />
Ι. Απεικόνιση Καρδιακών Όγκων<br />
Η αξονική τομογραφία χαρτογραφεί ενδοκαρδιακούς<br />
όγκους με μεγάλη ακρίβεια και μπορεί να χρησιμοποιηθεί<br />
για τον προεγχειρητικό έλεγχο, ειδικά όταν<br />
υπάρχει άμεση σχέση του νεοπλάσματος με παρακείμενες<br />
δομές. Το πλεονέκτημα της αξονικής έναντι της<br />
μαγνητικής τομογραφίας, είναι η ταχύτητα εξέτασης,<br />
ο ελαττωμένος χρόνος αναμονής του ασθενούς στο<br />
μηχάνημα, καθώς και η καλύτερη αξιολόγηση αποτιτανώσεων<br />
που ενδεχομένως έχει ο όγκος. Θεωρείται<br />
σημαντική μέθοδος σταδιοποίησης πρωτοπαθών και<br />
δευτεροπαθών όγκων καθώς και χαρτογράφησης ενδοκαρδιακών<br />
θρόμβων (26, 27) .<br />
Κ. Συγγενείς Καρδιοπάθειες<br />
Η μέθοδος χρησιμοποιείται μόνο σε περιπτώσεις<br />
ασθενών που δεν μπορούν να εξετασθούν με μαγνητική<br />
τομογραφία.<br />
Λ. Επείγουσες Καταστάσεις<br />
Η αξονική καρδίας είναι άριστη μέθοδος εξέτασης<br />
ασθενών σε επείγουσα βάση όταν τίθεται η διαφοροδιάγνωση<br />
μεταξύ στεφανιαίας νόσου και οξέος διαχωρισμού<br />
της αορτής. Σε περιπτώσεις διαχωρισμού<br />
μπορεί να βοηθήσει τον χειρουργό στην χαρτογράφηση<br />
του ιστίου και την σχέση αυτού με τις στεφανιαίες<br />
αρτηρίες και την αορτική βαλβίδα. Η βιβλιογραφία επίσης<br />
αναφέρει την ανάγκη ορισμένες φορές να αποκλεισθεί<br />
και το ενδεχόμενο οξείας πνευμονικής εμβολής σε<br />
ασθενή με οξύ οπισθοστερνικό άλγος (triple rule out).<br />
Με κατάλληλο πρωτόκολλο μπορεί να αξιολογηθούν οι<br />
στεφανιαίες αρτηρίες, η θωρακική αορτή και οι πνευμονικές<br />
αρτηρίες σε μία εξέταση (one stop shop) (28) .<br />
Eνδείξεις Στεφανιογραφίας (1-4) και Αξονικής Τομογραφίας<br />
Καρδιάς (5-9) (29)<br />
1. Οξύ οπισθοστερνικό άλγος (μη διαγνωστικό ΗΚΓ<br />
ή δοκιμασία κόπωσης, ή αδυναμία άσκησης).<br />
2. Οξύ οπισθοστερνικό άλγος (με μέση πιθανότητα<br />
στεφανιαίας νόσου, αρνητικό ΗΚΓ, ή αρνητικά<br />
ένζυμα).<br />
3. Μέση πιθανότητα στεφανιαίας νόσου (απεικόνιση<br />
και αξιολόγηση πιθανών αλλοιώσεων των<br />
στεφανιαίων αρτηριών).<br />
4. Ανατομικές παραλλαγές που αφορούν στην καρδιά<br />
και τα μεγάλα αγγεία του μεσοθωρακίου.<br />
5. Σε ασθενείς με οξεία καρδιακή ανεπάρκεια για<br />
να βρεθεί αίτιο.<br />
6. Απεικόνιση και αξιολόγηση καρδιακών όγκωννεοπλασμάτων<br />
ή και συμπληρωματικά με το U/S<br />
ή MRI.<br />
7. Αξιολόγηση περικαρδιακής παθολογίας.<br />
8. Χαρτογράφηση πνευμονικών φλεβών και μαστικών<br />
αρτηριών.<br />
9. Απεικόνιση παθολογίας των μεγάλων αγγείων<br />
του μεσοθωρακίου.<br />
Βιβλιογραφια<br />
1. Ohnesorge B, Flohr T, Becker C, et al. Cardiac imaging<br />
by means of ECG gated multisection spiral CT:<br />
initial experience. Radiology 2000; 217:564-571.<br />
2. Flohr TG, Schaller S, Stierstofer K, et al. MDCT systems<br />
and image-reconstruction techniques. Radiology<br />
2005;235:756-773<br />
3. Leschka S, Husmann L, Desbiollew LM, et al. Optimal<br />
image reconstruction intervals for non-invasive<br />
coronary angiography with 64-slice CT. Eur Radiol<br />
2006;16:1964-1972.<br />
4. Herzog C, Zangos S, Zwerner P, et al. CT of coronary<br />
artery disease. J Thorac Imaging 2007;22:40-48<br />
5. Dewey M, Rutsch W, Schnapauff D, et al. Coronary<br />
artery stenosis quantification using MSCT. Invest<br />
Radiol 2007; 42:78-84.<br />
6. Hatem Alkadhi. Radiation dose of Cardiac CT-what<br />
is the evidence? Eur Radiol 2009;19:1311-1315<br />
7. Lund GK, Wegian E, Saeed M, et al. 64-slice spiral<br />
CT of the coronary arteries: dose reduction using<br />
an optimized imaging protocol including individual<br />
weight adaptation of voltage and current time product.<br />
Eur Radiol 2009;19:5 1132-1138<br />
8. Aldrovandi A, Maffei E, Palumbo T, et al. Prognostic<br />
value of CT coronary angiography in patients with<br />
suspected coronary artery disease: a 24-month follow<br />
up. Eur Radiol 2009; 19:7 1653-1659.<br />
9. Ehara M, Surmely JF, Kawai M, et al. Diagnostic<br />
accuracy of 64-slice CT for detecting angiographically<br />
significant coronary artery stenosis in an unselected<br />
consecutive patient population: comparison<br />
with conventional invasive angiography. Circ J<br />
2006;70:564-571<br />
10. Kido T, Kurata A, Higashino H, et al. Cardiac imaging<br />
using 256-detector row four dimensional CT:<br />
preliminary clinical report. Radiat Med 2007;25:38-<br />
44<br />
11. Perrier E, Manen O, Ghostine S, et al. Multislice CT<br />
to rule out coronary artery disease in pilots with<br />
acquired left bundle-branch block and low cardiac<br />
risk. Am Heart J 2006;152:e23
266<br />
Οι ενδείξεις χρησιμοποίησης της Μαγνητικής Τομογραφίας Καρδιάς:<br />
Απεικονιστικός έλεγχος της βιωσιμότητας του Μυοκαρδίου<br />
12. Silva JD, Mota P, Coelho A, et al. Incidence of<br />
subclinical atherosclerosis in asymptomatic type-2<br />
diabetic patients: the potential of MSCT coronary<br />
angiography. Coron Artery Dis 2011 Jan; 22(1):26-31.<br />
13. Sampson UK, Dorbala S, Limaye A, et al. Diagnostic<br />
accuracy of rubidium-82 myocardial perfusion<br />
imaging with hybrid positron emission tomography/<br />
computed tomography in the detection of coronary<br />
artery disease. J AN Coll Cardiol 2007;49:1052-1058<br />
14. Glodny B, Helmel B, Trieb T, et al. A method for<br />
calcium quantification by means of CT coronary<br />
angiography using 64-MDCT: very high correlation<br />
with Agatston and volume scores. Eur Radiol 2009;<br />
19:7, 1661-1668.<br />
15. Seifarth H, Heindel W, Maintz D. Imaging of<br />
coronary stents using MSCT. Radiologe 2010 Jun;<br />
50(6):507-513.<br />
16. Rist C, von Ziegler F, Nikolaou K, et al. Assessment<br />
of coronary artery stent patency and restenosis using<br />
64-slice CT. Acad Radiol 2006;13:1465-1473.<br />
17. Burgstahler C, Beck T, Kuettner A, et al. Non-invasive<br />
evaluation of CABg using 16-row MSCT<br />
with 188ms temporal resolution. Int J Cardiol 2006;<br />
106:244-249.<br />
18. Exarhos D, Baltouka A, Mihas C, et al. Imaging and<br />
evaluation of CABG patency by 16-slice MSCT.<br />
Hellenic J Cardiol 2007; Sept-Oct 48(5):258-267.<br />
19. Malagutti P, Nieman K, Meijboom WB, et al. Use of<br />
64-slice CT in symptomatic patients after coronary<br />
bypass surgery: evaluation of grafts and coronary<br />
arteries. Eur Heart J 2007;28:1879-1885.<br />
20. Kim SY, Seo JB, Do KH, et al. Coronary artery<br />
anomalies: classification and ECG-gated MDCT<br />
findings with angiographic correlation. Radiographics<br />
2006; 26:317-333.<br />
21. Ruzsics B. Integrative CT imaging of ischemic heart<br />
disease. J Thorac Imaging 2010 Aug; 25(3):2318<br />
22. Jacquier A, Revel D, Croisille P, et al. Mechanisms<br />
of delayed myocardial enhancement and value of<br />
MR and CT contrast materials in the evaluation of<br />
myocardial viability. J Radiol 2010 Jul-Aug; 91(7-<br />
8):751-7.<br />
23. Feuchtner GM, Muller S, Bonatti J, et al. Sixty –four<br />
slice CT evaluation of aortic stenosis using planimetry<br />
of the aortic valve area. Am J Roentgenol<br />
2007; 189:197-203.<br />
24. Jongbloed MR, Dirksen MS, Bax JJ, et al. Atrial fibrillation:<br />
multi-detector row CT of pulmonary vein<br />
anatomy prior to radiofrequency catheter ablationinitial<br />
experience. Radiology 2005; 234:702-9.<br />
25. Itoh T, Sasaki S, Kimura M, et al. Three dimensional<br />
cardiac image integration of electroanatomical<br />
mapping of only left atrial posterior wall<br />
with CT image to guide circumferential pulmonary<br />
vein ablation. J Inter Card Electrophysiol 2010 Dec<br />
29(3):167-73.<br />
26. Kim EY, Choe M, Sung K, et al. Multidetector CT<br />
and MR imaging of cardiac tumors. Korean J Radiol<br />
2009 Mar-April; 10(2):165-75.<br />
27. Exarhos D, Tavernaraki E, Kyratzi I, et al. Imaging<br />
of Cardiac Tumors and Masses. Hospital Chronicles<br />
2010; 5(1):20-28.<br />
28. Hamid S, Bainbridge F, Kelly A, et al. What proportion<br />
of patients with chest pain are potentially<br />
suitable for CTCA? Am J Emerg Med 2010 May;<br />
28(4):494-8.<br />
29. Hendel RC, Patel MR, Kramer CM, et al. ACCF/<br />
ACR/SCCT/SCMR/ASNC/NASCI/SCAI/SIR 2006<br />
appropriateness criteria for cardiac CT and cardiac<br />
MR. J Am Col Cardiol 2006;48:1475-1497.
Οι ενδείξεις χρησιμοποίησης του stress spect:<br />
απεικονιστικός έλεγχος της βιωσιμότητας του μυοκαρδίου<br />
Φ Ροντογιάννη<br />
Διευθύντρια ΕΣΥ, Τμήμα Πυρηνικής Ιατρικής Γ.Ν.Α. «ο Ευαγγελισμός»<br />
SUMMARY<br />
RONDOGIANNI P. SPECT in cardiology: Radionuclide techniques imaging for the assessment of myocardial<br />
viability. Stress myocardial perfusion imaging has been considered as a most valuable method for diagnosis and treatment<br />
strategy in patients with suspected or known coronary artery disease . 201 Tl and 99m Tc perfusion imaging agents provide<br />
excellent myocardial perfusion images. In addition radionuclide imaging plays an important role in differentiating<br />
ischemic but viable myocardium from scar , identifying patients who can benefit from revascularization. Νοsokomiaka<br />
Chronika, 73, Supplement 267-271, 2011.<br />
Key words: viability, myocardial perfusion imaging, 18 FDG, 201 Tl<br />
ΠΕΡΙΛΗΨΗ<br />
Οι σπινθηρογραφικές μέθοδοι χρησιμοποιούνται ευρέως στην καθημερινή κλινική πράξη για τη διάγνωση πιθανής<br />
στεφανιαίας νόσου καθώς και την παρακολούθηση των ασθενών με γνωστή στεφανιαία νόσο. Η τομογραφία<br />
εκπομπής απλού φωτονίου (SPECT) με χλωριούχο θάλλιο ( 201 Tl) ή ραδιοφάρμακα επισημασμένα με τεχνήτιο ( 99m Tc)<br />
καθώς και ,πιο πρόσφατα, η Τομογραφία Εκπομπής Ποζιτρονίου (PET) με ρουβίδιο ( 82 Rb) και 18-Φθοριοδεσοξυγλυκόζη<br />
( 18 FDG) αποτελούν μεθόδους ευρέως αποδεκτές και χρήσιμες στη διαχείριση των καρδιολογικών ασθενών.<br />
Ιδιαίτερα χρήσιμες είναι οι τεχνικές αυτές στην αποκάλυψη βιώσιμου μυοκαρδίου και την ταυτοποίηση ασθενών<br />
με δυσλειτουργία της αριστεράς κοιλίας οι οποίοι πρόκειται να ωφεληθούν από επεμβάσεις επαναιμάτωσης.<br />
Νοσοκομειακά Χρονικά, 73, Συμπλήρωμα, 267-271, 2011.<br />
Λέξεις κλειδιά: Βιωσιμότητα, σπινθηρογράφημα αιματώσεως μυοκαρδίου, 201 Tl<br />
Ο αριθμός των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια<br />
αυξάνεται εκθετικά κάθε χρόνο παγκοσμίως. Εκτιμάται<br />
ότι στις Η.Π.Α. διαγιγνώσκονται κάθε χρόνο 550.000<br />
νέοι ασθενείς , οι οποίοι προστίθενται σε περισσότερους<br />
από 5 εκατομμύρια ήδη χρονίως πάσχοντες.<br />
Παρά τις σημαντικές προόδους στη θεραπευτική αντιμετώπιση<br />
των ασθενών αυτών η πρόγνωσή τους παραμένει<br />
φτωχή. 1 Επειδή η στεφανιαία νόσος αποτελεί<br />
την κύρια και βασική αιτία της καρδιακής ανεπάρκειας<br />
με δυσλειτουργία της αριστεράς κοιλίας και μειωμένο<br />
κλάσμα εξώθησης η επαναιμάτωση του ισχαιμούντος<br />
–δυσλειτουργικού μυοκαρδίου αποτελεί την ενδεικνυόμενη<br />
θεραπεία για τους ασθενείς αυτούς .<br />
Αρχικά είχε θεωρηθεί ότι στη χρόνια στεφανιαία<br />
νόσο η δυσλειτουργία της αριστεράς κοιλίας οφείλεται<br />
σε νέκρωση του μυοκαρδίου και αντικατάστασή του<br />
από ουλώδη ιστό. Εντούτοις, ην δεκαετία του 1970 ο<br />
Rahimtoola παρατήρησε ότι αρκετοί ασθενείς με στεφανιαία<br />
νόσο και δυσλειτουργία της αριστεράς κοιλίας<br />
παρουσίαζαν βελτίωση μετά από επεμβάσεις επαναιμάτωσης.<br />
Για την εξήγηση του φαινομένου αυτού<br />
χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η έννοια του «βιώσιμου»<br />
μυοκαρδίου Ως βιώσιμο χαρακτηρίζεται το μυοκάρδιο<br />
του οποίου η συσταλτικότητα –σε αντίθεση με<br />
το ουλώδες- βελτιώνεται μετά από επεμβάσεις επαναιμάτωσης.<br />
Ιστολογικά το βιώσιμο μυοκάρδιο αποτελείται<br />
από μείγμα υγιών μυοκυττάρων και ινωδών<br />
στοιχείων σε αντίθεση με το μη βιώσιμο-ή ουλώδες<br />
μυοκάρδιο- στο οποίο επικρατεί η ίνωση. 2<br />
Το βιώσιμο μυοκάρδιο χαρακτηρίζεται από κάποιες<br />
ιδιότητες στις οποίες βασίζονται και οι διάφορες<br />
μέθοδοι απεικόνισής του. Αυτές είναι: ανέπαφη ή επη-
268<br />
Οι ενδείξεις χρησιμοποίησης του stress spect: απεικονιστικός έλεγχος της βιωσιμότητας του μυοκαρδίου<br />
ρεασμένη αλλά υπαρκτή αιμάτωση, ακεραιότητα της<br />
κυτταρικής μεμβράνης και των μιτοχονδρίων, διατήρηση<br />
της ικανότητας μεταβολισμού της γλυκόζης και<br />
(πιθανόν) και των λιπαρών οξέων και διατήρηση της<br />
συσταλτικής του εφεδρείας. 3<br />
Οι αναίμακτες απεικονιστικές μέθοδοι ανίχνευσης<br />
του βιώσιμου μυοκαρδίου είναι το υπερηχογράφημα<br />
με δοβουταμίνη, η MRI με σκιαγραφικό και οι σπινθηρογραφικές<br />
τεχνικές (Τομογραφία Εκπομπής Απλού<br />
Φωτονίου –SPECT με 201 Tl , 99m Tc-tetrofosmin και 99m Tcsestamibi<br />
και Τομογραφία Εκπομπής Ποζιτρονίου -PET<br />
με 18 F- fluorodeoxyglucose - 18 FDG).<br />
201<br />
Τhallium chloride ( 201 Tl)<br />
Η αρχική πρόσληψη 201 Tl καθορίζεται από την τοπική<br />
αιμάτωση ενώ η καθυστερημένη πρόσληψη (3-4<br />
ώρες μετά από τη χορήγηση) εξαρτάται από την ακεραιότητα<br />
της κυτταρικής μεμβράνης που αντανακλά<br />
την βιωσιμότητα του τοιχώματος. Έχουν περιγραφεί<br />
πολλά απεικονιστικά πρωτόκολλα με 201 Tl για έλεγχο<br />
της βιωσιμότητας αλλά δύο από αυτά έχουν καθιερωθεί<br />
στην κλινική πράξη. Το πρωτόκολλο «ηρεμίαεπανακατανομή»<br />
και το πρωτόκολλο «κόπωση-επανακατανομή-επαναχορήγηση».<br />
Το πρωτόκολλο «ηρεμία-επανακατανομή» δίδει<br />
πληροφορίες αποκλειστικά ως προς την ύπαρξη βιώσιμου<br />
μυοκαρδίου. Περιλαμβάνει δύο εικόνες:<br />
Α)Την εικόνα της ηρεμίας η οποία λαμβάνεται μισή<br />
περίπου ώρα μετά από τη χορήγηση του ραδιοφαρμάκου<br />
και αντανακλά την τοπική στεφανιαία αιμάτωση.<br />
Β)Την εικόνα της επανακατανομής η οποία λαμβάνεται<br />
3-4 ώρες αργότερα και αντανακλά,κυρίως, τη<br />
βιωσιμότητα.<br />
Το πρωτόκολλο «κόπωση-επανακατανομή-επαναχορήγηση»<br />
δίδει συγχρόνως πληροφορίες τόσο ως<br />
προς την ύπαρξη ισχαιμίας κατά την κόπωση όσο και<br />
ως προς την ύπαρξη βιώσιμου μυοκαρδίου. Περιλαμβάνει<br />
τρεις εικόνες:<br />
Α) Την εικόνα της κόπωσης η οποία λαμβάνεται<br />
αμέσως μετά την κόπωση (φυσική ή φαρμακευτική)<br />
Β) Την εικόνα της επανακατανομής 3-4 ώρες αργότερα<br />
Γ) Την εικόνα της επαναχορήγησης η οποία λαμβάνεται<br />
σε ηρεμία μετά από τη εικόνα της επανακατανομής<br />
και μία (1) ώρα μετά από συμπληρωματική I.V.<br />
χορήγηση1 mCi 201 Tl στον ασθενή.<br />
Οι δύο πρώτες εικόνες δίδουν πληροφορίες ως<br />
προς την ύπαρξη ή μη ισχαιμίας ενώ η τελευταία εικόνα<br />
ως προς τη βιωσιμότητα του μυοκαρδίου.<br />
Δείκτες βιωσιμότητας στα πρωτόκολλα αυτά είναι:<br />
1. φυσιολογική πρόσληψη του ραδιοφαρμάκου στην<br />
κόπωση(φυσιολογική αιμάτωση)<br />
2. μειωμένη μεν πρόσληψη στην κόπωση αλλά ομαλοποίηση<br />
της πρόσληψης στην εικόνα της επανακατανομής<br />
(αναστρέψιμο έλλειμμα).<br />
3. Απουσία επανακατανομής σε υπάρχον έλλειμμα<br />
στην κόπωση αλλά ομαλοποίηση της πρόσληψης<br />
στην εικόνα της επαναχορήγησης με κριτήριο την<br />
μεγαλύτερη από το 10% αύξηση της πρόσληψης<br />
του ραδιοφαρμάκου.<br />
4. Πρόσληψη του ραδιοφαρμάκου μεγαλύτερη του<br />
50% στις εικόνες επανακατανομής –επαναχορήγησης<br />
ή την καθυστερημένη εικόνα ηρεμίας.<br />
Όσο μεγαλύτερη –εν γένει- είναι η πρόσληψη 201 Tl<br />
τόσο και υψηλότερη η πιθανότητα ανάκαμψης της<br />
συσταλτικότητας του τοιχώματος μετά από επαναιμάτωση,<br />
γεγονός που υποδεικνύει ότι η επιτυχής<br />
ανάκαμψη εξαρτάται άμεσα από την ποσότητα του<br />
υπάρχοντος βιώσιμου μυοκαρδίου.<br />
Εντούτοις, συχνά παρατηρείται τμήματα του μυοκαρδίου<br />
με >50% πρόσληψη του ραδ/κου να μη βελτιώνονται<br />
μετά από επαναιμάτωση. Στις περιπτώσεις<br />
αυτές η δυσλειτουργία του μυοκαρδίου οφείλεται μάλλον<br />
στην ύπαρξη μη διατοιχωματικού εμφράγματος<br />
παρά σε βιώσιμο αλλά «απειλούμενο» (jeopardized)<br />
μυοκάρδιο. 3,4<br />
Ραδιοφάρμακα επισημασμένα με 99m Tc<br />
(Τεχνησιωμένα ραδιοφάρμακα)<br />
Η πρόσληψη και κατακράτηση αυτών των ραδιοφαρμάκων<br />
εξαρτάται από την αιματική στεφανιαία<br />
ροή, την ακεραιότητα της κυτταρικής μεμβράνης αλλά<br />
και την ακεραιότητα των μιτοχονδρίων. Οι περισσότερες<br />
μελέτες αφορούν στο ραδιοφάρμακο 99m Tc<br />
sestamibi εντούτοις και η 99m Tc tetrofosmin φαίνεται να<br />
δίνει εξ ίσου καλά αποτελέσματα.<br />
Στις μελέτες βιωσιμότητας τα εν λόγω ραδιοφάρμακα<br />
χορηγούνται I.V. σε ηρεμία και συχνά μετά από<br />
την παράλληλη- ενδοφλέβια ή από του στόματος- χορήγηση<br />
νιτρωδών. Τα νιτρώδη αυξάνουν την αιματική<br />
ροή και επομένως την πρόσληψη του ραδ/κου από τα<br />
τμήματα εκείνα του μυοκαρδίου που είναι μεν βιώσιμα<br />
αλλά αιματώνονται από αγγεία που φέρουν σοβαρές<br />
στενώσεις. Στις μελέτες αυτές λαμβάνονται δύο εικόνες<br />
οι οποίες συγκρίνονται μεταξύ τους: μία στην ηρεμία<br />
και μία μετά από τη χορήγηση νιτρωδών .Ως κριτήριο<br />
βιωσιμότητας θεωρείται πρόσληψη του ραδ/κου
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 269<br />
>50% εκτός από το πρόσθιο και κατώτερο τοίχωμα<br />
στα οποία μπορεί να υπάρχει φωτονιακή απορρόφηση<br />
από τον μαστό και το μυϊκό τμήμα του διαφράγματος<br />
αντίστοιχα, οπότε και ως κριτήριο βιωσιμότητας θεωρείται<br />
το 35% της πρόσληψης του ραδ/κου. 3,5,6<br />
Η μελέτη είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί επίσης<br />
σε συγχρονισμό με το ΗΚΓ (gated SPECT) οπότε<br />
παίρνουμε συγχρόνως πληροφορίες και για την κινητικότητα<br />
των τοιχωμάτων και η διαγνωστική ακρίβεια<br />
της μεθόδου αυξάνεται.<br />
18<br />
F Fluorodeoxyglucose ( 18 FDG)<br />
Η 18 FDG είναι μόριο ανάλογο της κοινής γλυκόζης<br />
αλλά στη θέση 2 του μορίου της η ομάδα του υδροξυλίου<br />
(-ΟΗ) έχει αντικατασταθεί από ένα άτομο 18 F. Η<br />
πρόσληψη από το κύτταρο γίνεται με τον ίδιο ακριβώς<br />
τρόπο με την κοινή γλυκόζη αλλά μετά από τη<br />
φωσφορυλίωση η 18 FDG δεν συμμετέχει στον κύκλο της<br />
γλυκόλυσης και, επομένως, παγιδεύεται στο κυτταρόπλασμα<br />
Ο χρόνος ημισείας ζωής (Τ1/2) είναι 110 min<br />
και επιτρέπει άνετα την απεικόνιση. Επειδή το 18 F εκπέμπει<br />
ποζιτρόνια η απεικόνιση γίνεται με PET camera<br />
που δεν είναι ευρέως διαθέσιμη . Αυτό αποτελεί ένα<br />
σημαντικό μειονέκτημα της μεθόδου.<br />
Η πρόσληψη της 18 FDG από το μυοκάρδιο εξαρτάται<br />
από και –επομένως και αντανακλά –το μεταβολισμό.<br />
Οι μελέτες του μυοκαρδίου με 18 FDG πρέπει να<br />
γίνονται με φυσιολογικά επίπεδα σακχάρου στο αίμα<br />
γιατί σε περιπτώσεις νηστείας η καρδιά χρησιμοποιεί<br />
σαν μεταβολικό υπόστρωμα τα λιπαρά οξέα και όχι<br />
τη γλυκόζη. Στην κλινική πράξη γίνεται φόρτωση με<br />
γλυκόζη από του στόματος πριν από τη σπινθηρογραφική<br />
μελέτη και συνδυασμός με μελέτη αιματώσεως<br />
του μυοκαρδίου για τη καλύτερη ανίχνευση βιώσιμου<br />
ιστού.<br />
Δυσλειτουργικά τμήματα του τμήματα του μυοκαρδίου<br />
που έχουν φυσιολογική αιμάτωση και πρόσληψη<br />
γλυκόζης παριστούν το «κεραυνόπληκτο» (stunned)<br />
μυοκάρδιο. Μυοκάρδιο με μειωμένη αιμάτωση αλλά<br />
ικανοποιητική πρόσληψη γλυκόζης (perfusion-FDG<br />
mismatch) θεωρείται «χειμάζον» (hibernating).Αντίθετα<br />
όταν τόσο η αιμάτωση όσο και η πρόσληψη 18 FDG είναι<br />
μειωμένες τότε πρόκειται για ουλώδη ιστό. 3,4,7<br />
Οι περισσότερες μελέτες βιωσιμότητας επικεντρώνονται<br />
στη βελτίωση της κινητικότητας του τοιχώματος<br />
μετά από την επέμβαση επαναιμάτωσης . Από<br />
μια εργασία στην οποία συγκεντρώθηκαν τα αποτελέσματα<br />
105 μελετών επί συνόλου 3034 ασθενών η<br />
μέση συνολική ευαισθησία όλων των χρησιμοποιηθέντων<br />
μεθόδων για την ανίχνευση βιώσιμου μυοκαρδίου<br />
ήταν 84% με υψηλότερη αυτή των ραδιοϊσοτοπικών<br />
μεθόδων (81-93% ανάλογα με την επιλεχθείσα μέθοδο).<br />
Η αντίστοιχη ειδικότητα ήταν 69% με ελαφρά υπεροχή<br />
του υπερηχογραφήματος με χορήγηση δοβουταμίνης<br />
(80%, έναντι 51-66% των διαφόρων ραδιοϊσοτοπικών<br />
μελετών). Οι περισσότερες, εντούτοις, από τις μελέτες<br />
αυτές είχαν μικρό χρονικό διάστημα παρακολούθησης<br />
των ασθενών πού ήταν 3-6 μήνες. Είναι πλέον<br />
γνωστό ότι για τμήματα του μυοκαρδίου με μεγάλη<br />
βλάβη μπορεί να απαιτηθεί έως και ένα έτος για την<br />
αποκατάσταση της λειτουργικότητάς τους. Από τις<br />
μελέτες αυτές προέκυψε επίσης ότι όσο μεγαλύτερη η<br />
βλάβη τόσο και μεγαλύτερος ο χρόνος που απαιτείται<br />
για την αποκατάσταση της λειτουργικότητας μετά<br />
από επαναιμάτωση καθώς και ότι υπάρχουν τμήματα<br />
με σοβαρή βλάβη που μπορεί να έχουν κάποια<br />
αιμάτωση , να διατηρείται σε κάποιο βαθμό η ακεραιότητα<br />
της κυτταρικής μεμβράνης και να διατηρούν<br />
και την ικανότητα πρόσληψης γλυκόζης (και επομένως<br />
να φαίνονται βιώσιμα με τις σπινθηρογραφικές τεχνικές)<br />
αλλά να μη βελτιώνουν την κινητικότητά τους<br />
μετά από επαναιμάτωση λόγω της μεγάλης έκτασης<br />
μη βιώσιμου ιστού σε αυτά. Ως εκ τούτου το ερώτημα<br />
πόσο ακριβώς μυοκάρδιο πρέπει να είναι βιώσιμο<br />
για να επιτευχτεί βελτίωση του συνολικού κλάσματος<br />
εξώθησης της αριστεράς κοιλίας- που αποτελεί και το<br />
κύριο κλινικό στόχο,-παραμένει ουσιώδες Από διάφορες<br />
μελέτες φαίνεται ότι πρέπει 25-30% του δυσλειτουργικού<br />
μυοκαρδίου να είναι βιώσιμο για να υπάρξει<br />
βελτίωση μετά από επαναιμάτωση.<br />
Σε άλλες εργασίες μελετήθηκε η σχέση μεταξύ<br />
ύπαρξης βιώσιμου μυοκαρδίου και βελτίωσης των<br />
συμπτωμάτων του ασθενούς μετά από επεμβάσεις<br />
επαναιμάτωσης. Κάποιες από αυτές έδειξαν ότι τα<br />
συμπτώματα σύμφωνα με την κατάταξη της NYHA<br />
βελτιώνονται σημαντικά στους ασθενείς με βιώσιμο<br />
μυοκάρδιο , αν και φαίνεται ότι η πρόγνωση εξαρτάται<br />
σημαντικά από πολλούς άλλους, κατά ασθενή,<br />
παράγοντες και, επομένως, η ακριβής πρόγνωση για<br />
κάθε ασθενή είναι δύσκολη.<br />
Το κυριότερο, βέβαια, κλινικό ερώτημα είναι αν η<br />
συνολική επιβίωση των ασθενών με βιώσιμο μυοκάρδιο<br />
βελτιώνεται μετά από επεμβάσεις επαναιμάτωσης.<br />
Από 17 μελέτες που εξέτασαν την επιβίωση ασθενών<br />
με βιώσιμο μυοκάρδιο μετά από χορήγηση φαρμακευτικής<br />
αγωγής μόνο ή μετά από επέμβαση επαναιμάτωσης<br />
την καλύτερη πρόγνωση είχαν ασθενείς με<br />
βιώσιμο μυοκάρδιο μετά από επαναιμάτωση ενώ τη
270<br />
Οι ενδείξεις χρησιμοποίησης του stress spect: απεικονιστικός έλεγχος της βιωσιμότητας του μυοκαρδίου<br />
χειρότερη αυτοί με βιώσιμο μυοκάρδιο που υποβλήθηκαν<br />
μόνο σε φαρμακευτική αγωγή. Τα αποτελέσματα<br />
αυτά επιβεβαιώθηκαν και από δύο μεγάλες προοπτικές<br />
μελέτες με μεγάλο αριθμό ασθενών. 8,9<br />
SPECT και MRI στην ανίχνευση βιώσιμου<br />
μυοκαρδίου.<br />
Οι Roes και συν οι οποίοι συνέκριναν την MRI με<br />
χορήγηση σκιαγραφικού με το σπινθηρογράφημα μυοκαρδίου<br />
με 99m Tc tetrofosmin και 18 FDG στην ανίχνευση<br />
βιώσιμου μυοκαρδίου.<br />
Μελετήθηκαν 60 συνολικά ασθενείς με σοβαρή δυσλειτουργία<br />
της αριστεράς κοιλίας ισχαιμικής αιτιολογίας.<br />
Τα τμήματα του μυοκαρδίου βαθμολογήθηκαν ως<br />
προς την κινητικότητα τους με 0( φυσιολογικό) έως 4 (<br />
δυσκινητικό), ως προς την ύπαρξη ουλώδους ιστού με<br />
0 (απουσία ουλής) έως 4 (76%-100% ποσοστό ουλής) .Η<br />
πρόσληψη του κάθε ραδ/κου επίσης βαθμολογήθηκε<br />
για κάθε τμήμα από 0 (πρόσληψη >75%) έως 3 (πρόσληψη<br />
< 25%).Επιπλέον τα δυσλειτουργικά τμήματα<br />
χαρακτηρίστηκαν ως έχοντα: α) φυσιολογική αιμάτωση<br />
και πρόσληψη 18 FDG β) μειωμένη αιμάτωση αλλά<br />
φυσιολογική πρόσληψη 18 FDG και γ) σοβαρά μειωμένη<br />
αιμάτωση και μειωμένη πρόσληψη 18 FDG.<br />
Υψηλή συμφωνία μεταξύ των δύο μεθόδων (91%)<br />
υπήρχε για τα φυσιολογικά τμήματα (score 0.4±0.8)<br />
καθώς και για αυτά που περιείχαν σε υψηλό ποσοστό<br />
ουλώδη ιστό (score 3.1±1.0 ) (83%).Αντίθετα για<br />
τα τμήματα με υπενδοκάρδιο ουλώδη ιστό στο MRI<br />
υπήρχε σημαντική διαφωνία στα ευρήματα των δύο<br />
μεθόδων. Το εύρημα αποδόθηκε στο γεγονός ότι στα<br />
μη διατοιχωματικά εμφράγματα η περιοχή γύρω από<br />
τον ουλώδη ιστό η οποία δεν προσλαμβάνει σκιαγραφικό<br />
στο MRI μπορεί να περιέχει είτε φυσιολογικό, είτε<br />
ισχαιμικό «απειλούμενο» μυοκάρδιο (jeopardized). 10,11<br />
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ<br />
Η καρδιακή ανεπάρκεια που οφείλεται σε χρόνια<br />
στεφανιαία νόσο αποτελεί μείζον κλινικό πρόβλημα.<br />
Στους ασθενείς με βιώσιμο μυοκάρδιο οι επεμβάσεις<br />
επαναιμάτωσης βελτιώνουν τη λειτουργικότητα της<br />
αριστεράς κοιλίας, τα συμπτώματα της καρδιακής<br />
ανεπάρκειας και την τελική πρόγνωση της νόσου. Αν<br />
οι ασθενείς αυτοί αντιμετωπισθούν μόνο με φαρμακευτική<br />
αγωγή έχουν υψηλό ποσοστό σοβαρών καρδιακών<br />
συμβαμάτων. Συνεπώς η ανίχνευση βιώσιμου<br />
μυοκαρδίου είναι ουσιαστική στους ασθενείς αυτούς<br />
για την επιλογή της πρέπουσας θεραπείας. Ασθενείς<br />
με χαμηλό κλάσμα εξώθησης(
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 73, ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ, 2011 271<br />
7. Underwood SR, Bax JJ, vom Dahl J et al. Imaging<br />
techniques for the assessment of myocardial hibernation.<br />
Eur Heart J. 2004 May;25(10):815-36.<br />
8. Hage FG, Venkataraman R, Aljaroudi W.et al The<br />
impact of viability assessment using myocardial<br />
perfusion imaging on patient management and outcome.<br />
J Nucl Cardiol. 2010 Jun; 17(3):378-89<br />
9. Wu YW, Tadamura E, Yamamuro M et al .Comparison<br />
of contrast-enhanced MRI with (18)F-FDG<br />
PET/201Tl SPECT in dysfunctional myocardium: relation<br />
to early functional outcome after surgical revascularization<br />
in chronic ischemic heart disease. J<br />
Nucl Med. 2007 Jul; 48(7):1096-103.<br />
10. Roes SD, Kaandorp TA, Marsan NA et al. Agreement<br />
and disagreement between contrast-enhanced<br />
magnetic resonance imaging and nuclear<br />
imaging for assessment of myocardial viability.<br />
Eur J Nucl Med Mol Imaging. 2009 Apr; 36(4):594-<br />
601.<br />
11. Lucignani G, Cuocolo A. Recent advances in the<br />
assessment of myocardial viability. Eur J Nucl Med<br />
Mol Imaging. 2009 Nov;36(11):1892-5.